195 Α' 2007

ΝΟΜΟΣ 3606/2007

Αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων και άλλες διατάξεις.

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ - ΑΓΟΡΕΣ ΧΡΗΜΑΤΟΠΙΣΤΩΤΙΚΩΝ ΜΕΣΩΝ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Η΄ - ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΕΣ ΚΑΙ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ ΑΡΧΩΝ
17 Αυγούστου 2007

ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ
ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
ΤΕΥΧΟΣ ΠΡΩΤΟ Αρ. Φύλλου 195
17 Αυγούστου 2007

ΝΟΜΟΣ ΥΠ’ ΑΡΙΘΜ. 3606
Αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων και άλλες διατάξεις.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Εκδίδομε τον ακόλουθο νόμο που ψήφισε η Βουλή:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Η΄ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΕΣ ΚΑΙ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ ΑΡΧΩΝ
Άρθρο 59ΑρμοδιότητεςΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς είναι αρμόδια για την εποπτεία της εφαρμογής του Πρώτου Μέρους. Προκειμένου περί της εποπτείας της εφαρμογής των άρθρων 12 έως 15, 19 και 29 από πιστωτικά ιδρύματα που παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες ή ασκούν επενδυτικές δραστηριότητες αρμόδια είναι η Τράπεζα της Ελλάδος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Στο πλαίσιο της εποπτείας που ασκεί, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να διενεργεί γενικούς ή ειδικούς, επιτόπιους ή μη, ελέγχους στους εποπτευόμενους, σύμφωνα με το νόμο αυτόν, φορείς, ιδίως στις περιπτώσεις που υπάρχουν ενδείξεις παραβατικής συμπεριφοράς. Οι παραπάνω έλεγχοι είναι δειγματοληπτικοί.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Τα εντεταλμένα όργανα της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς ή της Τράπεζας της Ελλάδος κατά περίπτωση μπορούν: (α) να έχουν πρόσβαση σε οποιοδήποτε έγγραφο υπό οποιαδήποτε μορφή και να λαμβάνουν αντίγραφό του, (β) να ζητούν πληροφορίες από οποιοδήποτε πρόσωπο και, εφόσον είναι απαραίτητο, να καλούν και να λαμβάνουν μαρτυρικές καταθέσεις από οποιοδήποτε πρόσωπο εφαρμοζομένων των διατάξεων των παραγράφων 9 έως 13 του άρθρου 22 του ν. 3340/2005, (γ) να έχουν πρόσβαση σε κάθε υπάρχουσα καταγραφή τηλεφωνικής συνδιάλεξης ή ανταλλαγής δεδομένων και να λαμβάνουν αντίγραφο αυτής.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί επιπροσθέτως: (α) να απαιτεί τη διακοπή κάθε δραστηριότητας ή πρακτικής που είναι αντίθετη με το νόμο αυτόν ή τις αποφάσεις του που εκδίδονται κατ’ εξουσιοδότησή του, (β) να απαγορεύει προσωρινά, για περίοδο που δεν μπορεί να υπερβαίνει τα πέντε (5) έτη, την άσκηση επαγγελματικής δραστηριότητας από φυσικά πρόσωπα που απασχολούνται με σχέση εξαρτημένης εργασίας ή άλλως παρέχουν υπηρεσίες σε εποπτευόμενους φορείς, (γ) να λαμβάνει πληροφορίες από τους ελεγκτές εποπτευόμενων φορέων που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας, (δ) να ζητά την αναστολή της διαπραγμάτευσης χρηματοπιστωτικών μέσων, (ε) να διαγράφει η ίδια, ή να ζητά τη διαγραφή χρηματοπιστωτικών μέσων από την οργανωμένη αγορά και να ζητά τη διακοπή της διαπραγμάτευσής τους από άλλους τόπους εκτέλεσης, (στ) να αναθέτει εξακριβώσεις ή έρευνες σε ορκωτούς λογιστές και άλλους εμπειρογνώμονες, (ζ) να διενεργεί ελέγχους σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 22 του ν. 3340/2005: (αα) σε εποπτευόμενους φορείς και (ββ) σε μη εποπτευόμενους φορείς ή πρόσωπα μόνο στο πλαίσιο εφαρμογής των διατάξεων του νόμου αυτού.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να ελέγχει τα πιστωτικά ιδρύματα ως προς την εφαρμογή των διατά−19 ξεων του Μέρους αυτού ως προς τις οποίες έχει αρμοδιότητες εποπτείας. Στο πλαίσιο της εποπτείας αυτής, η Τράπεζα της Ελλάδος έχει τις εξουσίες ελέγχου που της παρέχει ο ν. 3601/2007.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς μπορεί να καθορίζονται τα στοιχεία που πρέπει να υποβάλλουν οι εποπτευόμενοι φορείς, ο χρόνος και τρόπος υποβολής τους, καθώς και κάθε άλλο τεχνικό θέμα και αναγκαία λεπτομέρεια.

Άρθρο 60Συνεργασία αρμόδιων αρχώνΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Η Τράπεζα της Ελλάδος και η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς συνεργάζονται για την αποτελεσματική άσκηση της εποπτείας επί των ΕΠΕΥ και επί των πιστωτικών ιδρυμάτων και παρέχει η μία στην άλλη κάθε αναγκαία συνδρομή για την εκτέλεση των καθηκόντων της, σύμφωνα με τις ειδικότερες διατάξεις του νόμου αυτού και σύμφωνα με όσα θα προβλεφθούν σε ειδικό Μνημόνιο Συνεργασίας που θα συνταχθεί εντός δύο (2) μηνών από την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού. Το Μνημόνιο Συνεργασίας προβλέπει μεταξύ άλλων: (α) την εξειδίκευση των υποχρεώσεων των εποπτευόμενων από αυτές ΑΕΠΕΥ και πιστωτικών ιδρυμάτων, (β) τις διαδικασίες με τις οποίες θα διασφαλίζεται η εν γένει ανταλλαγή πληροφοριών και ο συντονισμός μεταξύ της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και της Τράπεζας της Ελλάδος, με σκοπό την, κατά το δυνατόν, αποφυγή επικαλύψεων ή σύγκρουσης αρμοδιοτήτων στο πεδίο της εποπτείας και της διενέργειας ελέγχων, καθώς και τη μείωση του διοικητικού κόστους εποπτείας, (γ) την παροχή κάθε αναγκαίας συνδρομής για την εκτέλεση των καθηκόντων τους, (δ) την αμοιβαία ενημέρωση μεταξύ της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και της Τράπεζας της Ελλάδος για επιβληθείσες κυρώσεις ή την προηγούμενη διαβούλευσή τους για την επιβολή κυρώσεων σε περιπτώσεις σημαντικών παραβάσεων, που μπορεί να έχουν επίπτωση στην ομαλή λειτουργία των εποπτευόμενων ιδρυμάτων, (ε) την ενημέρωση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς από την Τράπεζα της Ελλάδος για τα πιστωτικά ιδρύματα άλλου κράτους − μέλους που παρέχουν κατά την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού επενδυτικές υπηρεσίες στην Ελλάδα μέσω υποκαταστήματος ή χωρίς εγκατάσταση και (στ) τη διαδικασία συνεργασίας μεταξύ της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και της Τράπεζας της Ελλάδος για τη διενέργεια ελέγχων σχετικά με τη συμμόρφωση των πιστωτικών ιδρυμάτων με τις υποχρεώσεις των άρθρων 25, 27, 28, 50 έως 54, 56 και 57, καθώς και την επιβολή κυρώσεων για τις σχετικές παραβάσεις.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Επιτρέπεται η αμοιβαία ανταλλαγή πληροφοριών σχετικών με την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους μεταξύ της Τράπεζας της Ελλάδος, της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, της Επιτροπής Εποπτείας Ιδιωτικής Ασφάλισης και τις αρμόδιες αρχές για την εποπτεία των Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης.

Άρθρο 61Διοικητικές κυρώσειςΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να επιβάλει, σε οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο παραβιάζει τις διατάξεις του Πρώτου Μέρους του νόμου αυτού, των κανονιστικών πράξεων που εκδίδονται κατ’ εξουσιοδότησή του, καθώς και των εκτελεστικών μέτρων της Οδηγίας 2004/39/ΕΚ, επίπληξη ή πρόστιμο ύψους μέχρι τριών εκατομμυρίων (3.000.000) ευρώ ή ίσο με το διπλάσιο του τυχόν οφέλους που απεκόμισε ο παραβάτης από την παράβαση. Κατά την επιμέτρηση των κυρώσεων λαμβάνονται ενδεικτικά υπόψη η επίπτωση της παράβασης στην εύρυθμη λειτουργία της αγοράς, ο κίνδυνος πρόκλησης βλάβης στα συμφέροντα των επενδυτών, το ύψος της προκληθείσας ζημίας σε επενδυτές και η τυχόν ανόρθωσή της, η λήψη μέτρων για την άρση της παράβασης στο μέλλον, ο βαθμός συνεργασίας με την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς κατά το στάδιο διερεύνησης και ελέγχου, οι ανάγκες της ειδικής και γενικής πρόληψης και η τυχόν καθ’ υποτροπήν τέλεση παραβάσεων του νόμου αυτού ή της λοιπής νομοθεσίας για την κεφαλαιαγορά.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς επιβάλει πρόστιμο μέχρι πεντακόσιες χιλιάδες (500.000) ευρώ σε περίπτωση μη συνεργασίας σε μια έρευνα που καλύπτεται από το άρθρο 59.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Η Τράπεζα της Ελλάδος είναι αρμόδια για την επιβολή κυρώσεων κατά την παράγραφο 1 προκειμένου περί παραβάσεων των διατάξεων των άρθρων 12 έως 15, 19 και 29 του νόμου αυτού, των κανονιστικών πράξεων που εκδίδονται κατ’ εξουσιοδότηση αυτών των διατάξεων, καθώς και των εκτελεστικών μέτρων της Οδηγίας 2004/39/ΕΚ από πιστωτικά ιδρύματα που εποπτεύει η Τράπεζα της Ελλάδος. Η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί ακόμη να επιβάλλει το πρόστιμο που προβλέπεται στην παράγραφο 2 σε περίπτωση μη συνεργασίας πιστωτικού ιδρύματος που εποπτεύει η ίδια σε έρευνα προκειμένου περί παραβάσεως των διατάξεων των άρθρων 12 έως 15, 19 και 29.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ή η Τράπεζα της Ελλάδος κατά περίπτωση μπορεί να ανακοινώνει δημόσια οποιαδήποτε μέτρα ή κυρώσεις επιβάλλονται σε περίπτωση παράβασης των διατάξεων του Πρώτου Μέρους, των κανονιστικών πράξεων που θεσπίζονται κατ’ εξουσιοδότηση αυτών των διατάξεων, καθώς και των εκτελεστικών μέτρων της Οδηγίας 2004/39/ΕΚ, εκτός εάν, λαμβάνοντας υπόψη την ανάγκη προστασίας των επενδυτών, η ανακοίνωση αυτή ενδέχεται να διαταράξει σοβαρά τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων ή να προκαλέσει δυσανάλογη ζημία στα ενδιαφερόμενα μέρη.

Άρθρο 62Εξωδικαστική επίλυση διαφορών

Οι ΑΕΠΕΥ οφείλουν να συνεργάζονται με φορείς που είναι επιφορτισμένοι για την υποβολή καταγγελιών και παραπόνων από πελάτες ΑΕΠΕΥ, με σκοπό την εξωδικαστική επίλυση των διαφορών που αφορούν στην παροχή επενδυτικών και παρεπόμενων υπηρεσιών.

Άρθρο 63Επαγγελματικό απόρρητοΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, κάθε πρόσωπο που ασκεί ή έχει ασκήσει δραστηριότητα για λογαριασμό της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, καθώς και οι εντεταλμένοι σε αυτήν ελεγκτές ή εμπειρογνώμονες υποχρεούνται στην τήρηση του επαγγελματικού απορρήτου. Ως εμπιστευτικές πληροφορίες για τις οποίες υπάρχει 4180− υποχρέωση τήρησης επαγγελματικού απορρήτου νοούνται οι πληροφορίες που περιέρχονται στα παραπάνω πρόσωπα σύμφωνα με την παράγραφο 12 του άρθρου 76 του ν. 1969/ 1991 (ΦΕΚ 167 Α΄), καθώς και οι πληροφορίες που περιέρχονται σε αυτά από άλλες αρμόδιες αρχές, φορείς και φυσικά ή νομικά πρόσωπα. Η υποχρέωση τήρησης του επαγγελματικού απορρήτου αίρεται στις περιπτώσεις που προβλέπονται στην παράγραφο 13 του άρθρου 76 του ν. 1969/1991, καθώς και όταν συγκατατίθεται η αρμόδια αρχή, ο φορέας ή το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που κοινοποίησε τη σχετική πληροφορία αυτή στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Οι διατάξεις της παραγράφου 1 εφαρμόζονται ανάλογα και ως προς την Τράπεζα της Ελλάδος στο πλαίσιο των εποπτικών της αρμοδιοτήτων των άρθρων 12 έως 15, 19 και 29.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Όταν πρόκειται για ΕΠΕΥ ή διαχειριστή αγοράς που έχει κηρυχθεί σε πτώχευση ή βρίσκεται υπό αναγκαστική εκκαθάριση, οι εμπιστευτικές πληροφορίες οι οποίες δεν αφορούν τρίτους μπορούν να χρησιμοποιούνται στο πλαίσιο διαδικασιών αστικού ή εμπορικού δικαίου, εφόσον αυτό απαιτείται για τη διεξαγωγή της διαδικασίας.

Άρθρο 64Σχέσεις με ελεγκτέςΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Οι ορκωτοί ελεγκτές, οι οποίοι διενεργούν βάσει του π.δ. 226/1992 (ΦΕΚ 120 Α΄) έλεγχο των ετήσιων, ενοποιημένων ή ατομικών λογαριασμών εποπτευόμενων φορέων ή κάθε άλλη νόμιμη δραστηριότητα στο πλαίσιο των καθηκόντων τους υποχρεούνται να αναφέρουν αμέσως στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς κάθε γεγονός ή απόφαση σχετικά με τον εν λόγω φορέα που περιήλθε σε γνώση τους κατά την εκπλήρωση των καθηκόντων τους και η οποία είναι δυνατόν: (α) να συνιστά σοβαρή παράβαση των νομοθετικών ή κανονιστικών διατάξεων που ορίζουν τις προϋποθέσεις χορήγησης άδειας λειτουργίας ή διέπουν την άσκηση των δραστηριοτήτων τους, (β) να θέσει σε κίνδυνο τη συνέχιση της λειτουργίας τους, (γ) να οδηγήσει σε άρνηση πιστοποίησης των λογαριασμών ή στη διατύπωση επιφυλάξεων επ’ αυτών.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Η ίδια υποχρέωση ισχύει για τους ορκωτούς ελεγκτές και για κάθε γεγονός ή απόφαση που περιήλθε σε γνώση τους κατά την εκπλήρωση των καθηκόντων τους της παραγράφου 1 σε σχέση με επιχείρηση που έχει στενούς δεσμούς με τον εποπτευόμενο φορέα τον οποίο ελέγχουν.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Η καλή τη πίστει γνωστοποίηση στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, γεγονότων ή αποφάσεων που προβλέπονται στις προηγούμενες παραγράφους από τα πρόσωπα που αναφέρονται παραπάνω, δεν αποτελεί παράβαση συμβατικού ή νομικού περιορισμού της γνωστοποίησης πληροφοριών και δεν συνεπάγεται καμία ευθύνη των προσώπων αυτών.

Αθήνα, 17 Αυγούστου 2007
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
ΚΑΡΟΛΟΣ ΓΡ. ΠΑΠΟΥΛΙΑΣ
ΟΙ ΥΠΟΥΡΓΟΙ
ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ, ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ
ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΚΑΙ ΑΠΟΚΕΝΤΡΩΣΗΣ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
Π. ΠΑΥΛΟΠΟΥΛΟΣ Γ. ΑΛΟΓΟΣΚΟΥΦΗΣ
ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ
Α. ΠΑΠΑΛΗΓΟΥΡΑΣ Γ. ΒΟΥΛΓΑΡΑΚΗΣ
ΥΦΥΠ. ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ
Γ. ΟΡΦΑΝΟΣ
Θεωρήθηκε και τέθηκε η Μεγάλη Σφραγίδα του
Κράτους.