13 Α' 2016

ΝΟΜΟΣ 4364/2016

Προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας στην Οδηγία 2009/138/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2009, σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριοτήτων ασφάλισης και αντασφάλισης (Φερεγγυότητα ΙΙ), στα άρθρα 2 και 8 της Oδηγίας 2014/51/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Απριλίου 2014 σχετικά με την τροποποίηση των Οδηγιών 2003/71/ΕΚ και 2009/138/ΕΚ, και των Κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 1060/2009, (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 και (ΕΕ) αριθ. 1095/2010, όσον αφορά τις εξουσίες της Ευρωπαϊκής Αρχής Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων (εφεξής ΕΑΑΕΣ) και της Ευρωπαϊκής Αρχής Κινητών Αξιών και Αγορών, καθώς και στο άρθρο 4 της Οδηγίας 2011/89/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Νοεμβρίου 2011, σχετικά με τη συμπληρωματική εποπτεία των χρηματοπιστωτικών οντοτήτων που ανήκουν σε χρηματοπιστωτικούς ομίλους ετερογενών δραστηριοτήτων και συναφείς διατάξεις της νομοθεσίας περί της ιδιωτικής ασφάλισης και άλλες διατάξεις.

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ - ΓΕΝΙΚΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΝΑΛΗΨΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΣΚΗΣΗ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΩΝ ΠΡΩΤΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΚΑΙ ΑΝΤΑΣΦΑΛΙΣΗΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ΄ - ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ
ΕΝΟΤΗΤΑ 2 - ΣΥΣΤΗΜΑ ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ
05 Φεβρουαρίου 2016

ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ
ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
ΤΕΥΧΟΣ ΠΡΩΤΟ Αρ. Φύλλου 13
5 Φεβρουαρίου 2016

NOMOΣ ΥΠ’ ΑΡΙΘ. 4364
Προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας στην Οδηγία 2009/138/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2009, σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριοτήτων ασφάλισης και αντασφάλισης (Φερεγγυότητα ΙΙ), στα άρθρα 2 και 8 της Oδηγίας 2014/51/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Απριλίου 2014 σχετικά με την τροποποίηση των Οδηγιών 2003/71/ΕΚ και 2009/138/ΕΚ, και των Κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 1060/2009, (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 και (ΕΕ) αριθ. 1095/2010, όσον αφορά τις εξουσίες της Ευρωπαϊκής Αρχής Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων (εφεξής ΕΑΑΕΣ) και της Ευρωπαϊκής Αρχής Κινητών Αξιών και Αγορών, καθώς και στο άρθρο 4 της Οδηγίας 2011/89/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Νοεμβρίου 2011, σχετικά με τη συμπληρωματική εποπτεία των χρηματοπιστωτικών οντοτήτων που ανήκουν σε χρηματοπιστωτικούς ομίλους ετερογενών δραστηριοτήτων και συναφείς διατάξεις της νομοθεσίας περί της ιδιωτικής ασφάλισης και άλλες διατάξεις.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Εκδίδομε τον ακόλουθο νόμο που ψήφισε η Βουλή:

ΕΝΟΤΗΤΑ 2ΣΥΣΤΗΜΑ ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ
Άρθρο 30Γενικές απαιτήσεις διακυβέρνησης (άρθρο 41 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις διαθέτουν αποτελεσματικό σύστημα διακυβέρνησης που διασφαλίζει τη χρηστή και συνετή διοίκησή τους. Το σύστημα διακυβέρνησης περιλαμβάνει κατ’ ελάχιστον επαρκή και διαφανή οργανωτική δομή (οργανόγραμμα) με σαφή κατανομή και κατάλληλο διαχωρισμό καθηκόντων, καθώς και αποτελεσματικό μηχανισμό με τον οποίο διασφαλίζεται η μετάδοση των πληροφοριών εντός της επιχείρησης. Σε κάθε περίπτωση το σύστημα διακυβέρνησης εγγυάται την τήρηση των οριζομένων στα άρθρα 31 έως 37 του παρόντος. Το σύστημα διακυβέρνησης υπόκειται σε περιοδικό εσωτερικό έλεγχο και ανασκόπηση.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Το σύστημα διακυβέρνησης είναι ανάλογο προς τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα του τρόπου λειτουργίας και διοίκησης της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις διαθέτουν έγγραφες πολιτικές, που εγκρίνονται με αποφάσεις των διοικητικών τους συμβουλίων και οι οποίες κατ’ ελάχιστον αφορούν στη διαχείριση των κινδύνων, στο σύστημα εσωτερικού ελέγχου, στη λειτουργία εσωτερικού ελέγχου και, όπου υπάρχει, στην εξωτερική ανάθεση. Για τις μικρές ή λιγότερο πολύπλοκες επιχειρήσεις, οι πολιτικές αυτές μπορεί να προβλέπουν τη σώρευση των εργασιών που περιλαμβάνονται σε περισσότερες από μία βασικές λειτουργίες σε ένα μόνο πρόσωπο ή μία μόνη οργανωτική μονάδα. Οι πολιτικές επανεξετάζονται και επικαιροποιούνται ή αναθεωρούνται τουλάχιστον σε ετήσια βάση, προσαρμόζονται δε σε κάθε εσωτερική ή εξωτερική επιχειρησιακή ή επιχειρηματική μεταβολή. Οι επιχειρήσεις διασφαλίζουν ότι οι πολιτικές εφαρμόζονται.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Οι ασφαλιστικές και οι αντασφαλιστικές επιχειρήσεις λαμβάνουν εύλογα μέτρα προκειμένου να διασφαλίζουν τη συνέχεια και την κανονικότητα των δραστηριοτήτων τους, συμπεριλαμβανομένης της ανάπτυξης σχεδίων έκτακτης ανάγκης. Για το σκοπό αυτόν, οι επιχειρήσεις εφαρμόζουν και χρησιμοποιούν κατά τρόπο κατάλληλο και αναλογικό, συστήματα, μέσα και διαδικασίες.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Η Εποπτική Αρχή επαληθεύει το εφαρμοζόμενο από τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις σύστημα διακυβέρνησης και αξιολογεί τους αναδυόμενους κινδύνους που έχουν εντοπιστεί από τις ίδιες τις επιχειρήσεις και που μπορούν να επηρεάσουν αρνητικά τη χρηματοοικονομική τους ευρωστία. Η Εποπτική Αρχή μπορεί να κατονομάζει μια λειτουργία ως σημαντική ή κρίσιμη, να απαιτεί την ανάληψη από την επιχείρηση συγκεκριμένων ενεργειών για τη βελτίωση, αναμόρφωση, τροποποίηση ή ενίσχυση του συγκεκριμένου μέρους ή του συνόλου του συστήματος διακυβέρνησης εντός συγκεκριμένου χρονικού διαστήματος, να κατονομάζει ή να απαιτεί την αλλαγή ή αντικατάσταση ενός ή περισσοτέρων ατόμων εκ των μελών διοίκησης και των υπευθύνων για μία ή περισσότερες εργασίες που περιλαμβάνονται στις σημαντικές και κρίσιμες λειτουργίες ή εργασίες, να απαιτεί την άμεση απαλλαγή της επιχείρησης από έναν ή περισσότερους κινδύνους ή κατηγορίες κινδύνων, να απαγορεύει την ανάληψη συγκεκριμένου κινδύνου για ορισμένο χρόνο, να απαιτεί την άμεση ή σε συχνότερη βάση διεξαγωγή της αξιολόγησης του άρθρου 33 του παρόντος και να λαμβάνει κάθε πρόσφορο μέτρο, ώστε να διασφαλίζεται η συμμόρφωση της επιχείρησης προς τις υποχρεώσεις διακυβέρνησής της, όπως αυτές ορίζονται ειδικότερα στα άρθρα 31 έως 37 του παρόντος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Με απόφαση της Εποπτικής Αρχής, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, τίθενται κριτήρια ανεξαρτησίας και αποδεκτών σωρεύσεων αρμοδιοτήτων ή εργασιών σε ένα ή περισσότερα πρόσωπα ή οργανωτικές μονάδες και καθορίζονται οι μικρές ή λιγότερο πολύπλοκες επιχειρήσεις.

Άρθρο 31Καταλληλότητα και αξιοπιστία των μελών της διοίκησης ή των ατόμων που ασκούν εργασίες που περιλαμβάνονται στις βασικές λειτουργίες της επιχείρησης (άρθρα 42 και 43 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις μεριμνούν ώστε όλα τα μέλη της διοίκησης, καθώς και όλα τα πρόσωπα τα οποία ασκούν εργασίες που περιλαμβάνονται στις βασικές λειτουργίες, να πληρούν διαρκώς τις ακόλουθες προϋποθέσεις: α) ότι διαθέτουν επαρκή επαγγελματικά προσόντα, γνώσεις και εμπειρία, ώστε να διασφαλίζεται η χρηστή και συνετή διαχείριση και διοίκησή τους (καταλληλότητα), β) ότι διαθέτουν καλή φήμη και ακεραιότητα (αξιοπιστία),

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις κοινοποιούν στην Εποπτική Αρχή την ταυτότητα των μελών διοίκησης και των προσώπων που είναι υπεύθυνοι για εργασίες που περιλαμβάνονται στις βασικές λειτουργίες της επιχείρησης. Η κοινοποίηση συνοδεύεται με όλα τα απαραίτητα στοιχεία προκειμένου να εξακριβωθεί η καταλληλότητα και αξιοπιστία των εν λόγω προσώπων, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου. Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις κοινοποιούν αμελλητί στην Εποπτική Αρχή κάθε μεταβολή στα πρόσωπα του προηγούμενου εδαφίου μαζί με όλα τα οριζόμενα στο προηγούμενο εδάφιο στοιχεία. Περαιτέρω ενημερώνουν αμελλητί την Εποπτική Αρχή εάν κάποιο από τα εν λόγω πρόσωπα έπαψε να πληροί τις προϋποθέσεις καταλληλότητας και αξιοπιστίας της παραγράφου 1 του παρόντος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Οι λειτουργούσες στην Ελλάδα ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις κατά την ημερομηνία δημοσίευσης του παρόντος νόμου προβαίνουν σε κοινοποίηση προς την Εποπτική Αρχή των προσώπων της παραγράφου 2 του παρόντος το αργότερο μέχρι τις 15.2.2016.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Ως απόδειξη καλής φήμη των προσώπων της παραγράφου 1 του παρόντος, η Εποπτική Αρχή δέχεται κατ’ ελάχιστον επικυρωμένα αντίγραφα ποινικού μητρώου, του πιστοποιητικού μη πτώχευσης, καθώς και του πιστοποιητικού πτωχευτικής αποκατάστασης με τα οποία να αποδεικνύεται ότι τα πρόσωπα αυτά δεν έχουν καταδικασθεί για κλοπή, υπεξαίρεση, τοκογλυφία, αισχροκέρδεια, απάτη, εκβίαση, πλαστογραφία, δωροδοκία, χρεωκοπία, λαθρεμπορία, καταδολίευση δανειστών, νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες ή χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, καθώς επίσης δεν έχουν κηρυχθεί σε κατάσταση πτώχευσης.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Σε περίπτωση πολιτών κρατών − μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η Εποπτική Αρχή δέχεται ως απόδειξη καλής φήμης δικαστικά πιστοποιητικά ή διοικητικά έγγραφα, που εκδίδονται από δικαστικές ή διοικητικές αρχές κρατών − μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και έχουν περιεχόμενο αντίστοιχο του ποινικού μητρώου, του πιστοποιητικού μη πτώχευσης ή πτωχευτικής αποκατάστασης. Όταν στο κράτος − μέλος του οποίου το πρόσωπο είναι υπήκοος δεν εκδίδονται τα προβλεπόμενα ως άνω έγγραφα, αρκεί ένορκη βεβαίωση ή, εφόσον ούτε ένορκη βεβαίωση προβλέπεται από το εν λόγω κράτος − μέλος, υπεύθυνη δήλωση του προς αξιολόγηση προσώπου ενώπιον αρμοδίας δικαστικής ή διοικητικής αρχής ή, κατά περίπτωση, ενώπιον συμβολαιογράφου του κράτους μέλους του οποίου το πρόσωπο αυτό είναι υπήκοος. Η εν λόγω αρχή ή ο συμβολαιογράφος εκδίδει πιστοποιητικό που βεβαιώνει τη γνησιότητα αυτής της ενόρκου βεβαιώσεως ή της υπευθύνου δηλώσεως. Ένορκη βεβαίωση ή υπεύθυνη δήλωση περί μη πτωχεύσεως ή περί πτωχευτικής αποκατάστασης μπορεί να γίνει και ενώπιον τυχόν αρμόδιου επαγγελματικού ή εμπορικού οργανισμού του κράτους − μέλους του οποίου το πρόσωπο αυτό είναι υπήκοος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Τα εν γένει έγγραφα και πιστοποιητικά του παρόντος άρθρου θα πρέπει να είναι πρόσφατα και να έχουν εκδοθεί το πολύ εντός του προηγουμένου της υποβολής τριμήνου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 7

Με απόφαση της Εποπτικής Αρχής, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, καθορίζονται επιπρόσθετα αποδεικτικά ή κριτήρια καταλληλότητας και αξιοπιστίας που θα ζητούνται ή θα εξετάζονται στο πλαίσιο του παρόντος άρθρου, οι δικαστικές, διοικητικές ή λοιπές αρχές που είναι αρμόδιες για την έκδοση των εγγράφων αξιοπιστίας και ο τρόπος υποβολής τους στην Εποπτική Αρχή.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 8

Η Εποπτική Αρχή εντός έξι (6) μηνών από τη θέση σε ισχύ του παρόντος νόμου, κοινοποιεί στις εποπτικές αρχές των λοιπών κρατών − μελών και στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή την αρμοδιότητά της, δυνάμει των διατάξεων του παρόντος νόμου, να λαμβάνει τα έγγραφα καταλληλότητας και αξιοπιστίας του παρόντος άρθρου, καθώς και κατάλογο των ελληνικών δικαστικών, διοικητικών ή λοιπών αρχών που είναι αρμόδιες για την έκδοση κάθε ενός από τα έγγραφα αξιοπιστίας του παρόντος άρθρου. Επίσης, κοινοποιεί κάθε μεταγενέστερη μεταβολή τους.

Άρθρο 32Διαχείριση κινδύνων (άρθρο 44 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ, παράγραφος 10 του άρθρου 2 της Οδηγίας 2014/51/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις διαθέτουν αποτελεσματικό σύστημα διαχείρισης κινδύνων, το οποίο περιλαμβάνει στρατηγικές, διεργασίες και διαδικασίες αναφοράς που απαιτούνται για τη, σε συνεχή βάση, αναγνώριση, μέτρηση, παρακολούθηση, διαχείριση και αναφορά των κινδύνων, μεμονωμένα και συγκεντρωτικά, στους οποίους είναι ή θα μπορούσαν να είναι εκτεθειμένες, ως και τις αλληλεξαρτήσεις των εν λόγω κινδύνων. Το σύστημα διαχείρισης των κινδύνων είναι αποτελεσματικό και κατάλληλα εντεταγμένο στην οργανωτική δομή και στη διαδικασία λήψης αποφάσεων της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, λαμβάνοντας δεόντως υπόψη τα μέλη της διοίκησης της επιχείρησης ή των ατόμων που ασκούν σε αυτήν εργασίες που περιλαμβάνονται στις βασικές λειτουργίες.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Το σύστημα διαχείρισης κινδύνων καλύπτει τόσο τους κινδύνους της περίπτωσης ε΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 77 του παρόντος που λαμβάνονται υπόψη στον υπολογισμό της Κεφαλαιακής Απαίτησης Φερεγγυότητας όσο και εκείνους που λαμβάνονται μερικώς ή δεν λαμβάνονται υπόψη στον υπολογισμό της εν λόγω απαίτησης. Το σύστημα διαχείρισης κινδύνων καλύπτει τουλάχιστον τις ακόλουθες περιοχές: α) την ανάληψη των ασφαλιστικών κινδύνων και το σχηματισμό των τεχνικών προβλέψεων, β) τη διαχείριση του ενεργητικού και του παθητικού, γ) τις επενδύσεις, ιδίως σε παράγωγα και παρόμοιες συναλλαγές, δ) τη διαχείριση των κινδύνων ρευστότητας και συγκέντρωσης, ε) την διαχείριση του λειτουργικού κινδύνου, στ) την αντασφάλιση και τις λοιπές τεχνικές μετριασμού του κινδύνου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Η έγγραφη πολιτική διαχείρισης κινδύνων που θεσπίζουν οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις σύμφωνα με την παράγραφο 3 του άρθρου 30 του παρόντος, περιλαμβάνει επιμέρους πολιτικές για όλα τα ζητήματα των περιπτώσεων α΄ έως και στ΄ της προηγουμένης παραγράφου. Ειδικά, όσον αφορά στον κίνδυνο επενδύσεων, οι επιχειρήσεις πρέπει να είναι σε θέση να αποδεικνύουν ότι συμμορφώνονται συνεχώς προς τις διατάξεις της Ενότητας 6 «Επενδύσεις» του Κεφαλαίου ΣΤ΄ του παρόντος Μέρους.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, στο πλαίσιο της διαχείρισης συγχρονισμού στοιχείων ενεργητικού − υποχρεώσεων, αξιολογούν, σε τακτική βάση την ευαισθησία των τεχνικών προβλέψεων και των επιλέξιμων ιδίων κεφαλαίων τους ως προς τις υποθέσεις στις οποίες βασίζεται η παρέκταση της σχετικής χρονικής διάρθρωσης επιτοκίων άνευ κινδύνου του άρθρου 53 του παρόντος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Στην περίπτωση που μια ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση εφαρμόζει την προσαρμογή αντιστοίχισης του άρθρου 54 του παρόντος, καταρτίζει και διατηρεί επικαιροποιημένο σχέδιο ρευστότητας το οποίο περιέχει τις προβολές των ταμειακών εισροών και εκροών που σχετίζονται με τα περιουσιακά στοιχεία και τις υποχρεώσεις που υπόκεινται στην προσαρμογή αυτή και, στο πλαίσιο της διαχείρισης συγχρονισμού στοιχείων ενεργητικού−υποχρεώσεων, αξιολογεί, σε τακτική βάση τουλάχιστον τα ακόλουθα: α) την ευαισθησία των τεχνικών προβλέψεων και των επιλέξιμων ιδίων κεφαλαίων της ως προς τις υποθέσεις στις οποίες βασίζεται ο υπολογισμός της προσαρμογής αντιστοίχισης, συμπεριλαμβανομένου του υπολογισμού του βασικού πιστωτικού περιθωρίου της περίπτωσης β΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 55 του παρόντος, καθώς και την πιθανή επίπτωση που θα είχε στα επιλέξιμα ίδια κεφάλαιά της μια αναγκαστική και ταχεία πώληση περιουσιακών στοιχείων, β) την ευαισθησία των τεχνικών προβλέψεων και των επιλέξιμων ιδίων κεφαλαίων της σε αλλαγές στη σύνθεση του υπό αντιστοίχιση χαρτοφυλακίου στοιχείων ενεργητικού, και γ) την επίπτωση μιας μείωσης της προσαρμογής αντιστοίχισης στο μηδέν.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Στην περίπτωση που μια ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση εφαρμόζει την προσαρμογή λόγω μεταβλητότητας του άρθρου 56 του παρόντος, καταρτίζει και διατηρεί επικαιροποιημένο σχέδιο ρευστότητας το οποίο περιέχει τις προβολές των ταμειακών εισροών και εκροών που σχετίζονται με τα περιουσιακά στοιχεία και τις υποχρεώσεις που υπόκεινται στην προσαρμογή αυτή και, στο πλαίσιο της διαχείρισης συγχρονισμού στοιχείων ενεργητικού−υποχρεώσεων, αξιολογεί, σε τακτική βάση, τουλάχιστον τα ακόλουθα: α) την ευαισθησία των τεχνικών προβλέψεων και των επιλέξιμων ιδίων κεφαλαίων της ως προς τις υποθέσεις στις οποίες βασίζεται ο υπολογισμός της προσαρμογής λόγω μεταβλητότητας, και την πιθανή επίπτωση που θα είχε στα επιλέξιμα ίδια κεφάλαιά της μια αναγκαστική πώληση περιουσιακών στοιχείων, και β) την επίπτωση μιας μείωσης της προσαρμογής λόγω μεταβλητότητας στο μηδέν.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 7

Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις διασφαλίζουν την ορθή εφαρμογή του συστήματος διαχείρισης κινδύνων μεριμνώντας για την επαρκή και κατάλληλη οργανωτική και λειτουργική διάρθρωση της λειτουργίας διαχείρισης κινδύνων.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 8

Για τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις που εφαρμόζουν μερικό ή πλήρες εσωτερικό υπόδειγμα εγκεκριμένο σύμφωνα με τα άρθρα 87 και 88 του παρόντος, η λειτουργία της διαχείρισης κινδύνων καλύπτει επιπλέον των αναφερομένων στην παράγραφο 1 του παρόντος εργασίες, όπως: α) να σχεδιάζει και να εφαρμόζει το εσωτερικό υπόδειγμα, β) να ελέγχει και να επικυρώνει το εσωτερικό υπόδειγμα, γ) να τεκμηριώνει το εσωτερικό υπόδειγμα και τις τυχόν μεταγενέστερες τροποποιήσεις του, δ) να αναλύει την επίδοση του εσωτερικού υποδείγματος και να συντάσσει συνοπτικές εκθέσεις επίδοσης, ε) να ενημερώνει το διοικητικό συμβούλιο για την επίδοση του εσωτερικού υποδείγματος, με υπόδειξη των περιοχών που χρήζουν βελτιώσεως και ενημέρωσή του σχετικά με την πορεία των προσπαθειών βελτίωσης αδυναμιών, που είχαν προηγουμένως επισημανθεί.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 9

Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις υποβάλλουν στην Εποπτική Αρχή, τουλάχιστον ετησίως, τις αξιολογήσεις των παραγράφων 4, 5 και 6 του παρόντος άρθρου, ως μέρος των πληροφοριών που υποβάλλουν δυνάμει του άρθρου 24 του παρόντος. Στις περιπτώσεις που σε μια ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, η μείωση στο μηδέν της προσαρμογής αντιστοίχισης ή της προσαρμογής λόγω μεταβλητότητας, θα είχε ως αποτέλεσμα τη μη συμμόρφωση της με την Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας, η εν λόγω επιχείρηση υποβάλλει επιπλέον ανάλυση των μέτρων που θα μπορούσε να εφαρμόσει σε μια τέτοια περίπτωση ώστε να αποκαταστήσει το επίπεδο των επιλέξιμων ιδίων κεφαλαίων που καλύπτουν την Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας ή ώστε να μειώσει το προφίλ κινδύνου της για να αποκατασταθεί η συμμόρφωση προς την Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 10

Στην περίπτωση που μια ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση εφαρμόζει την προσαρμογή λόγω μεταβλητότητας του άρθρου 56 του παρόντος, εντάσσει στη έγγραφη πολιτική διαχείρισης κινδύνου της παραγράφου 3 του άρθρου 30 του παρόντος πολιτική σχετικά με τα κριτήρια εφαρμογής της εν λόγω προσαρμογής.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 11

Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις αποφεύγουν την υπερβολική εξάρτηση από εξωτερικούς οργανισμούς αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας κατά τις περιπτώσεις που χρησιμοποιούν εξωτερικές αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας στον υπολογισμό των τεχνικών προβλέψεων και της Κεφαλαιακής Απαίτησης Φερεγγυότητας. Με σκοπό την αποφυγή οποιασδήποτε αυτόματης εξάρτησης από εξωτερικές αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας, οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις εντάσσουν και εφαρμόζουν στο πλαίσιο της διαχείρισης κινδύνου τους αξιολόγηση της καταλληλότητας των χρησιμοποιούμενων εξωτερικών αξιολογήσεων χρησιμοποιώντας πρόσθετες αξιολογήσεις, όπου αυτό είναι πρακτικά δυνατόν.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 12

Με απόφαση της Εποπτικής Αρχής, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, καθορίζεται το ελάχιστο περιεχόμενο των σχεδίων ρευστότητας των παραγράφων 5 και 6 του παρόντος, καθώς και το ελάχιστο περιεχόμενο των πληροφοριών και αξιολογήσεων που υποβάλλονται στην Εποπτική Αρχή σύμφωνα με την παράγραφο 9 του παρόντος.

Άρθρο 33Ίδια αξιολόγηση κινδύνου και φερεγγυότητας (άρθρο 45 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ, παράγραφος 11 του άρθρου 2 της Οδηγίας 2014/51/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Στο πλαίσιο του συστήματος διαχείρισης του κινδύνου, κάθε ασφαλιστική και αντασφαλιστική επιχείρηση διεξάγει ίδια αξιολόγηση κινδύνου και φερεγγυότητας. Η αξιολόγηση αυτή περιλαμβάνει τουλάχιστον τα ακόλουθα: α) τις συνολικές ανάγκες φερεγγυότητας, λαμβάνοντας υπόψη το ιδιαίτερο προφίλ κινδύνου, τα εγκεκριμένα όρια ανοχής του κινδύνου και την επιχειρηματική στρατηγική της επιχείρησης, β) τη συμμόρφωση, σε συνεχή βάση, με τις κεφαλαιακές απαιτήσεις και τις διατάξεις για τις τεχνικές προβλέψεις σύμφωνα με τα οριζόμενα στις Ενότητες 4 και 5 «Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας» και «Ελάχιστη Κεφαλαιακή Απαίτηση» του Κεφαλαίου ΣΤ’ και της Ενότητας 2 «Κανόνες σχετικά με τις τεχνικές προβλέψεις» του Κεφαλαίου ΣΤ΄ του παρόντος Μέρους, γ) το εύρος της απόκλισης του προφίλ κινδύνου της επιχείρησης από τις παραδοχές στις οποίες βασίζεται η Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας, όπως ορίζεται στις περιπτώσεις β΄, γ΄ και δ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 77 του παρόντος, η οποία προσδιορίζεται είτε με την τυποποιημένη μέθοδο του Τμήματος 2 της Ενότητας 4 του Κεφαλαίου ΣΤ΄ είτε με το μερικό ή το πλήρες εσωτερικό υπόδειγμα της εν λόγω επιχείρησης σύμφωνα με το Τμήμα 3 της Ενότητας 4 του Κεφαλαίου ΣΤ΄ του παρόντος Μέρους.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Για την ίδια αξιολόγηση κινδύνου και φερεγγυότητας της περίπτωσης α΄ της παραγράφου 1 του παρόντος, η επιχείρηση διαθέτει και εφαρμόζει διαδικασίες οι οποίες είναι ανάλογες προς τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των κινδύνων που ενυπάρχουν στην επιχειρηματική της δραστηριότητα, και οι οποίες της επιτρέπουν να εντοπίζει και να αξιολογεί καταλλήλως τους κινδύνους που αντιμετωπίζει βραχυπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα και στους οποίους εκτίθεται ή θα μπορούσε να εκτεθεί. Η επιχείρηση παρουσιάζει τις μεθόδους που χρησιμοποιεί ώστε να προβαίνει στην ίδια αξιολόγηση κινδύνου και φερεγγυότητας.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Η αξιολόγηση συμμόρφωσης με τις κεφαλαιακές απαιτήσεις που προβλέπεται στην περίπτωση β΄ της παραγράφου 1 του παρόντος, διεξάγεται χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η προσαρμογή αντιστοίχισης του άρθρου 54 του παρόντος, η προσαρμογή λόγω μεταβλητότητας του άρθρου 56 του παρόντος και τα μεταβατικά μέτρα που αναφέρονται στα άρθρα 274 και 275 του παρόντος. Στη περίπτωση που η ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση εφαρμόζει κάποια από τις προσαρμογές ή μεταβατικά μέτρα της παρούσας παραγράφου, η αξιολόγηση της περίπτωσης β΄ της παραγράφου 1 του παρόντος διενεργείται επιπροσθέτως της απαίτησης του πρώτου εδαφίου της παρούσας, και λαμβάνοντας υπόψη την επίπτωση των εφαρμοζόμενων προσαρμογών και μεταβατικών μέτρων.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Στην περίπτωση γ΄ της παραγράφου 1 του παρόντος, όταν χρησιμοποιείται εσωτερικό υπόδειγμα, η αξιολόγηση πραγματοποιείται μαζί με την αναβαθμονόμηση του εσωτερικού υποδείγματος η οποία μετατρέπει τα εσωτερικά αποτιμώμενα μεγέθη κινδύνου στο μέτρο κινδύνου και στη βαθμονόμηση της Κεφαλαιακής Απαίτησης Φερεγγυότητας.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Η ίδια αξιολόγηση κινδύνου και φερεγγυότητας αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της στρατηγικής της επιχείρησης και λαμβάνεται υπόψη σε συνεχή βάση στις στρατηγικές της αποφάσεις.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Η ίδια αξιολόγηση κινδύνου και φερεγγυότητας της παραγράφου 1 του παρόντος διενεργείται από τις επιχειρήσεις τακτικά, καθώς και αμελλητί, μετά από οποιαδήποτε σημαντική αλλαγή στο προφίλ του κινδύνου τους.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 7

Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις ενημερώνουν την Εποπτική Αρχή για τα αποτελέσματα της ίδιας αξιολόγησης του κινδύνου και φερεγγυότητας, στο πλαίσιο των πληροφοριών που υποβάλλονται δυνάμει του άρθρου 24 του παρόντος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 8

Η ίδια αξιολόγηση κινδύνου και φερεγγυότητας δεν χρησιμοποιείται για να υπολογιστεί κεφαλαιακή απαίτηση. Η Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας προσαυξάνεται μόνο σύμφωνα με τα άρθρα 26, 189 ως 191 και 195 του παρόντος.

Άρθρο 34Σύστημα Εσωτερικού Ελέγχου (άρθρο 46 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις διαθέτουν και εφαρμόζουν αποτελεσματικό σύστημα εσωτερικού ελέγχου. Το σύστημα αυτό περιλαμβάνει κατ’ ελάχιστον διοικητικές και λογιστικές διαδικασίες, πλαίσιο εσωτερικού ελέγχου, κατάλληλες ρυθμίσεις πληροφόρησης σε όλα τα επίπεδα της επιχείρησης και λειτουργία κανονιστικής συμμόρφωσης.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Η λειτουργία κανονιστικής συμμόρφωσης περιλαμβάνει την παροχή συμβουλών προς το διοικητικό συμβούλιο της επιχείρησης για τη συμμόρφωση με τις διατάξεις του παρόντος νόμου, των αποφάσεων που εκδίδονται κατ’ εξουσιοδότησή του και του ισχύοντος ευρωπαϊκού δικαίου. Περιλαμβάνει επίσης εκτίμηση της πιθανής επίπτωσης, που τυχόν μεταβολές του υφιστάμενου νομικού ή θεσμικού πλαισίου, θα είχαν επί των δραστηριοτήτων της επιχείρησης, καθώς και την αναγνώριση και εκτίμηση του κινδύνου κανονιστικής συμμόρφωσης.

Άρθρο 35Εσωτερικός Έλεγχος (άρθρο 47 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις διαθέτουν αποτελεσματική λειτουργία εσωτερικού ελέγχου. Η λειτουργία εσωτερικού ελέγχου περιλαμβάνει αξιολόγηση της επάρκειας και της αποτελεσματικότητας του συστήματος εσωτερικού ελέγχου, καθώς και των λοιπών στοιχείων του συστήματος διακυβέρνησης.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Η λειτουργία εσωτερικού ελέγχου είναι αντικειμενική και ανεξάρτητη από τις επιχειρησιακές λειτουργίες και την άσκηση της διοίκησης της επιχείρησης.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Τυχόν διαπιστώσεις και συστάσεις της λειτουργίας εσωτερικού ελέγχου αναφέρονται στο διοικητικό συμβούλιο, το οποίο καθορίζει ποιές ενέργειες θα αναλαμβάνονται σε σχέση με κάθε ένα από τα συμπεράσματα και τις συστάσεις της λειτουργίας εσωτερικού ελέγχου και διασφαλίζει την εκτέλεση των ενεργειών αυτών.

Άρθρο 36Αναλογιστική λειτουργία (άρθρο 48 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις διαθέτουν αποτελεσματική αναλογιστική λειτουργία, ώστε να: α) συντονίζει τον υπολογισμό των τεχνικών προβλέψεων, β) διασφαλίζει την καταλληλότητα των μεθόδων και των υποκείμενων υποδειγμάτων που χρησιμοποιούνται, καθώς και των παραδοχών που γίνονται κατά τον υπολογισμό των τεχνικών προβλέψεων, γ) αξιολογεί την επάρκεια και ποιότητα των στοιχείων που χρησιμοποιούνται για τον υπολογισμό των τεχνικών προβλέψεων, δ) συγκρίνει τις βέλτιστες εκτιμήσεις σε σχέση με τις εμπειρικές παρατηρήσεις, ε) ενημερώνει το διοικητικό συμβούλιο της επιχείρησης σχετικά με την αξιοπιστία και επάρκεια του υπολογισμού των τεχνικών προβλέψεων, στ) επιβλέπει τον υπολογισμό των τεχνικών προβλέψεων στις περιπτώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 63 του παρόντος, ζ) εκφράζει γνώμη για τη γενική πολιτική ανάληψης ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών κινδύνων, η) εκφράζει γνώμη σχετικά με την καταλληλότητας των συμφωνιών αντασφάλισης ή επανεκχώρησης της επιχείρησης, θ) συμβάλλει στην αποτελεσματική εφαρμογή του συστήματος διαχείρισης κινδύνων του άρθρου 32 του παρόντος, ιδίως σε σχέση με την μαθηματική προτυποποίηση του κινδύνου στην οποία στηρίζεται ο υπολογισμός των κεφαλαιακών απαιτήσεων των Ενοτήτων 4 και 5 «Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας» και «Ελάχιστη Κεφαλαιακή Απαίτηση» του Κεφαλαίου ΣΤ΄ του παρόντος Μέρους και της αξιολόγησης που προβλέπεται στο άρθρο 33 του παρόντος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Οι εργασίες που περιλαμβάνονται στην αναλογιστική λειτουργία εκτελούνται από πρόσωπα που διαθέτουν γνώση αναλογιστικών και οικονομικών μαθηματικών ανάλογη προς τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των κινδύνων που είναι εγγενείς της επιχειρηματικής δραστηριότητας της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, και τα οποία αποδεικνύουν την εμπειρία τους σχετικά με τα ισχύοντα επαγγελματικά και λοιπά πρότυπα.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Με απόφαση της Εποπτικής Αρχής, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, καθορίζονται τα πρότυπα της παραγράφου 2 του παρόντος.

Άρθρο 37Εξωτερική ανάθεση (Εξωπορισμός) (άρθρο 49 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

H εξωτερική ανάθεση (εξωπορισμός) οποιασδήποτε λειτουργίας ή ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής εργασίας σε φυσικό ή νομικό πρόσωπο εκτός επιχείρησης, δεν απαλλάσσει την επιχείρηση αυτή από τις αστικές, ποινικές και διοικητικές ευθύνες και υποχρεώσεις της, που πηγάζουν από τις διατάξεις του παρόντος νόμου και των κατ’ εξουσιοδότηση εκδοθεισών αποφάσεων, την ευρωπαϊκή αντίστοιχη αλλά και από την εν γένει κείμενη νομοθεσία.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Απαγορεύεται η εξωτερική ανάθεση κρίσιμων ή σημαντικών λειτουργιών ή εργασιών, όταν προκαλείται ή μπορεί να προκληθεί οποιοδήποτε από τα εξής: α) ουσιώδης μείωση ή υποβάθμιση της ποιότητας του συστήματος διακυβέρνησης της σχετικής επιχείρησης, β) αδικαιολόγητη αύξηση του λειτουργικού κινδύνου, γ) μείωση της ικανότητας της Εποπτικής Αρχής ή άλλης εποπτικής αρχής της Ευρωπαϊκής Ένωσης, να παρακολουθεί την εκπλήρωση των υποχρεώσεων της αναθέτουσας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, δ) υπονόμευση της αδιάλειπτης και πλήρους εξυπηρέτησης των εν γένει ασφαλισμένων της.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις ενημερώνουν, εγκαίρως, την Εποπτική Αρχή πριν από την εξωτερική ανάθεση κρίσιμων ή σημαντικών λειτουργιών ή εργασιών, καθώς και για τυχόν μεταγενέστερες σημαντικές αλλαγές σε σχέση με τις λειτουργίες ή τις εργασίες αυτές. Η Εποπτική Αρχή απαγορεύει την εξωτερική ανάθεση εφόσον, κατά την άποψή της, συντρέχει οποιοσδήποτε εκ των λόγων της παραγράφου 2 του παρόντος.

Αθήνα, 3 Φεβρουαρίου 2016
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
ΠΡΟΚΟΠΙΟΣ Β. ΠΑΥΛΟΠΟΥΛΟΣ
ΟΙ ΥΠΟΥΡΓΟΙ
ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΚΑΙ ΑΝΑΠΛΗΡΩΤΗΣ ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗΣ ΑΝΑΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗΣ ΑΝΑΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗΣ
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΚΟΥΡΟΥΜΠΛΗΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΤΟΣΚΑΣ
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ, ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ, ΔΙΑΦΑΝΕΙΑΣ
ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΚΑΙ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΣΤΑΘΑΚΗΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΟΠΟΥΛΟΣ
ΕΡΓΑΣΙΑΣ, ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ
ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΤΡΟΥΓΚΑΛΟΣ ΕΥΚΛΕΙΔΗΣ ΤΣΑΚΑΛΩΤΟΣ
ΑΝΑΠΛΗΡΩΤΗΣ ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΧΟΥΛΙΑΡΑΚΗΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΠΑΠΠΑΣ
Θεωρήθηκε και τέθηκε η Μεγάλη Σφραγίδα του Κράτους.
Αθήνα, 4 Φεβρουαρίου 2016
Ο ΕΠΙ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΥΠΟΥΡΓΟΣ
ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΟΠΟΥΛΟΣ