13 Α' 2016

ΝΟΜΟΣ 4364/2016

Προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας στην Οδηγία 2009/138/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2009, σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριοτήτων ασφάλισης και αντασφάλισης (Φερεγγυότητα ΙΙ), στα άρθρα 2 και 8 της Oδηγίας 2014/51/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Απριλίου 2014 σχετικά με την τροποποίηση των Οδηγιών 2003/71/ΕΚ και 2009/138/ΕΚ, και των Κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 1060/2009, (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 και (ΕΕ) αριθ. 1095/2010, όσον αφορά τις εξουσίες της Ευρωπαϊκής Αρχής Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων (εφεξής ΕΑΑΕΣ) και της Ευρωπαϊκής Αρχής Κινητών Αξιών και Αγορών, καθώς και στο άρθρο 4 της Οδηγίας 2011/89/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Νοεμβρίου 2011, σχετικά με τη συμπληρωματική εποπτεία των χρηματοπιστωτικών οντοτήτων που ανήκουν σε χρηματοπιστωτικούς ομίλους ετερογενών δραστηριοτήτων και συναφείς διατάξεις της νομοθεσίας περί της ιδιωτικής ασφάλισης και άλλες διατάξεις.

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ - ΓΕΝΙΚΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΝΑΛΗΨΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΣΚΗΣΗ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΩΝ ΠΡΩΤΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΚΑΙ ΑΝΤΑΣΦΑΛΙΣΗΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΣΤ΄ - ΚΑΝΟΝΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΠΟΤΙΜΗΣΗ ΤΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ ΤΟΥ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΥ ΚΑΙ ΠΑΘΗΤΙΚΟΥ, ΤΙΣ ΤΕΧΝΙΚΕΣ ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ, ΤΑ ΙΔΙΑ ΚΕΦΑΛΑΙΑ, ΤΗΝ ΚΕΦΑΛΑΙΑΚΗ ΑΠΑΙΤΗΣΗ ΦΕΡΕΓΓΥΟΤΗΤΑΣ, ΤΗΝ ΕΛΑΧΙΣΤΗ ΚΕΦΑΛΑΙΑΚΗ ΑΠΑΙΤΗΣΗ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΟΥΣ ΚΑΝΟΝΕΣ
ΕΝΟΤΗΤΑ 4 - ΚΕΦΑΛΑΙΑΚΗ ΑΠΑΙΤΗΣΗ ΦΕΡΕΓΓΥΟΤΗΤΑΣ
05 Φεβρουαρίου 2016

ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ
ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
ΤΕΥΧΟΣ ΠΡΩΤΟ Αρ. Φύλλου 13
5 Φεβρουαρίου 2016

NOMOΣ ΥΠ’ ΑΡΙΘ. 4364
Προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας στην Οδηγία 2009/138/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2009, σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριοτήτων ασφάλισης και αντασφάλισης (Φερεγγυότητα ΙΙ), στα άρθρα 2 και 8 της Oδηγίας 2014/51/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Απριλίου 2014 σχετικά με την τροποποίηση των Οδηγιών 2003/71/ΕΚ και 2009/138/ΕΚ, και των Κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 1060/2009, (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 και (ΕΕ) αριθ. 1095/2010, όσον αφορά τις εξουσίες της Ευρωπαϊκής Αρχής Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων (εφεξής ΕΑΑΕΣ) και της Ευρωπαϊκής Αρχής Κινητών Αξιών και Αγορών, καθώς και στο άρθρο 4 της Οδηγίας 2011/89/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Νοεμβρίου 2011, σχετικά με τη συμπληρωματική εποπτεία των χρηματοπιστωτικών οντοτήτων που ανήκουν σε χρηματοπιστωτικούς ομίλους ετερογενών δραστηριοτήτων και συναφείς διατάξεις της νομοθεσίας περί της ιδιωτικής ασφάλισης και άλλες διατάξεις.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Εκδίδομε τον ακόλουθο νόμο που ψήφισε η Βουλή:

ΕΝΟΤΗΤΑ 4ΚΕΦΑΛΑΙΑΚΗ ΑΠΑΙΤΗΣΗ ΦΕΡΕΓΓΥΟΤΗΤΑΣ
ΤΜΗΜΑ 1ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΕΦΑΛΑΙΑΚΗ ΑΠΑΙΤΗΣΗ ΦΕΡΕΓΓΥΟΤΗΤΑΣ ΥΠΟΛΟΓΙΖΟΜΕΝΗ ΜΕ ΤΗΝ ΤΥΠΟΠΟΙΗΜΕΝΗ ΜΕΘΟΔΟ Ή ΜΕ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟ ΥΠΟΔΕΙΓΜΑ
Άρθρο 76Γενικές διατάξεις (άρθρο 100 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις διατηρούν επιλέξιμα ίδια κεφάλαια για την κάλυψη της Κεφαλαιακής Απαίτησης Φερεγγυότητας.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Η Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας υπολογίζεται είτε σύμφωνα με την τυποποιημένη μέθοδο, όπως περιγράφεται στο Τμήμα 2 της παρούσας Ενότητας είτε με τη χρησιμοποίηση εσωτερικού υποδείγματος, όπως ορίζεται στο Τμήμα 3 της παρούσας Ενότητας.

Άρθρο 77Υπολογισμός Κεφαλαιακής Απαίτησης Φερεγγυότητας (άρθρο 101 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Η Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας: α) υπολογίζεται βάσει της παραδοχής της συνέχισης της δραστηριότητας της επιχείρησης (going concern), β) διαμορφώνεται με τέτοιο τρόπο ώστε να εξασφαλίζεται ότι λαμβάνεται υπόψη το σύνολο των κινδύνων που είναι δυνατόν να ποσοτικοποιηθούν και στους οποίους είναι εκτεθειμένη η ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, γ) καλύπτει τόσο τις υφιστάμενες δραστηριότητες όσο και τις νέες δραστηριότητες που αναμένεται να αναληφθούν μέσα στους επόμενους δώδεκα (12) μήνες. Όσον αφορά στις υφιστάμενες δραστηριότητες, η κεφαλαιακή απαίτηση φερεγγυότητας καλύπτει μόνο τις μη αναμενόμενες ζημίες, δ) αντιστοιχεί στην αξία σε κίνδυνο (Value−at−Risk) των βασικών ιδίων κεφαλαίων ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης με επίπεδο εμπιστοσύνης 99,5% για περίοδο ενός (1) έτους, ε) καλύπτει, τουλάχιστον, τους κινδύνους ανάληψης ασφαλίσεων κατά ζημιών, ανάληψης ασφαλίσεων ζωής, ανάληψης ασφαλίσεων υγείας, τον κίνδυνο αγοράς, τον πιστωτικό κίνδυνο και τον λειτουργικό κίνδυνο στον οποίο περιλαμβάνονται νομικοί κίνδυνοι και αποκλείονται κίνδυνοι που απορρέουν από στρατηγικές αποφάσεις και κίνδυνοι φήμης.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Κατά τον υπολογισμό της Κεφαλαιακής Απαίτησης Φερεγγυότητας, οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις λαμβάνουν υπόψη την επίπτωση των τεχνικών μετριασμού του κινδύνου, υπό την προϋπόθεση ότι ο πιστωτικός κίνδυνος και οι λοιποί κίνδυνοι που απορρέουν από τη χρήση τέτοιου είδους τεχνικών αντικατοπτρίζονται κατάλληλα στην Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας.

Άρθρο 78Συχνότητα υπολογισμού (άρθρο 102 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις: α) υπολογίζουν την Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας τουλάχιστον μία φορά ετησίως, υποβάλλουν δε το αποτέλεσμα του υπολογισμού αυτού στην Εποπτική Αρχή, β) διατηρούν επιλέξιμα ίδια κεφάλαια που καλύπτουν την τελευταία υποβληθείσα κεφαλαιακή απαίτηση φερεγγυότητας, γ) παρακολουθούν σε συνεχή βάση το ποσό των επιλέξιμων ιδίων κεφαλαίων και της Κεφαλαιακής Απαίτησης Φερεγγυότητας. Εάν το προφίλ κινδύνου μιας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης αποκλίνει σημαντικά από τις παραδοχές στις οποίες βασίζεται η τελευταία αναφερθείσα Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας, η επιχείρηση υπολογίζει εκ νέου την Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας αμελλητί και γνωστοποιεί το αποτέλεσμα στην Εποπτική Αρχή.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Εάν υπάρχουν στοιχεία από τα οποία να διαφαίνεται ότι το προφίλ κινδύνου της ασφαλιστικής ή της αντασφαλιστικής επιχείρησης έχει αλλάξει σημαντικά από την ημερομηνία κατά την οποία υποβλήθηκε τελευταία φορά η Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας, η Εποπτική Αρχή δύναται να απαιτεί από την επιχείρηση να υπολογίσει εκ νέου την Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας.

ΤΜΗΜΑ 2ΚΕΦΑΛΑΙΑΚΗ ΑΠΑΙΤΗΣΗ ΦΕΡΕΓΓΥΟΤΗΤΑΣ ΤΥΠΟΠΟΙΗΜΕΝΗ ΜΕΘΟΔΟΣ
Άρθρο 79Δομή τυποποιημένης μεθόδου (άρθρο 103 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)

Η Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας που υπολογίζεται σύμφωνα με την τυποποιημένη μέθοδο αποτελεί το άθροισμα των κατωτέρω στοιχείων: α) της Βασικής Κεφαλαιακής Απαίτησης Φερεγγυότητας, όπως ορίζεται στο άρθρο 80 του παρόντος, β) της κεφαλαιακής απαίτησης για λειτουργικό κίνδυνο, όπως ορίζεται στο άρθρο 83 του παρόντος, και γ) της προσαρμογής για την ικανότητα απορρόφησης ζημιών των τεχνικών προβλέψεων και των αναβαλλόμενων φόρων, όπως ορίζεται στο άρθρο 84.

Άρθρο 80Σχεδιασμός της Βασικής Κεφαλαιακής Απαίτησης Φερεγγυότητας (άρθρο 104 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Η Βασική Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας περιλαμβάνει επιμέρους ενότητες κινδύνου, οι οποίες συναθροίζονται σύμφωνα με την παράγραφο 1 του Παραρτήματος I του παρόντος. Περιλαμβάνει τουλάχιστον τις ακόλουθες ενότητες κινδύνου: α) του κινδύνου ανάληψης ασφαλίσεων κατά ζημιών, β) του κινδύνου ανάληψης ασφαλίσεων ζωής, γ) του κινδύνου ανάληψης ασφαλίσεων υγείας, δ) του κινδύνου αγοράς, ε) του κινδύνου αθέτησης αντισυμβαλλόμενου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Για τους σκοπούς περιπτώσεων α΄, β΄ και γ΄ της παραγράφου 1 του παρόντος, οι ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές εργασίες εντάσσονται στην ενότητα κινδύνου ανάληψης ασφαλίσεων που προσιδιάζει καλύτερα στην τεχνική φύση των υποκείμενων κινδύνων.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Οι συντελεστές συσχέτισης για τη συνάθροιση των ενοτήτων κινδύνου που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος, καθώς και η βαθμονόμηση (calibration) των κεφαλαιακών απαιτήσεων για κάθε ενότητα κινδύνου, οδηγούν σε συνολική Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας η οποία να συνάδει με τις αρχές που παρατίθενται στο άρθρο 77 του παρόντος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Κάθε μία από τις ενότητες κινδύνου που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος βαθμονομείται με τη χρήση ενός μέτρου αξίας σε κίνδυνο (Value−at−Risk), με επίπεδο εμπιστοσύνης 99,5% για περίοδο ενός έτους. Κατά περίπτωση, στο σχεδιασμό κάθε ενότητας κινδύνου λαμβάνονται υπόψη οι επιπτώσεις της διαφοροποίησης.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Ο ίδιος σχεδιασμός και οι ίδιες προδιαγραφές για τις ενότητες κινδύνου χρησιμοποιούνται για όλες τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, τόσο σε σχέση με τη Βασική Κεφαλαιακή Απαίτηση φερεγγυότητας όσο και με τους απλοποιημένους υπολογισμούς που αναφέρονται στο άρθρο 85 του παρόντος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Όσον αφορά στους κινδύνους από καταστροφές, μπορούν να χρησιμοποιούνται γεωγραφικές προδιαγραφές, όπου κρίνεται απαραίτητο, για τον υπολογισμό των ενοτήτων κινδύνων ανάληψης ασφαλίσεων ζωής, κατά ζημιών και υγείας.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 7

Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις δύνανται, κατόπιν εγκρίσεως από την Εποπτική Αρχή, εντός του πλαισίου της τυποποιημένης μεθόδου, να αντικαθιστούν μια υποομάδα από τις παραμέτρους της τυποποιημένης μεθόδου με παραμέτρους που προσιδιάζουν στην αιτούσα επιχείρηση κατά τον υπολογισμό των ενοτήτων κινδύνου ανάληψης ασφαλίσεων ζωής, κατά ζημιών και υγείας. Οι παράμετροι αυτές βαθμονομούνται με βάση τα εσωτερικά δεδομένα της εν λόγω επιχείρησης ή δεδομένα τα οποία έχουν άμεση συνάφεια με τις εργασίες της συγκεκριμένης επιχείρησης χρησιμοποιώντας τυποποιημένες μεθόδους. Κατά τη χορήγηση της εποπτικής έγκρισης, η Εποπτική Αρχή εξακριβώνει την πληρότητα, ακρίβεια και καταλληλότητα των χρησιμοποιούμενων δεδομένων.

Άρθρο 81Υπολογισμός της Βασικής Κεφαλαιακής Απαίτησης Φερεγγυότητας (άρθρο 105 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ, παράγραφος 29 του άρθρου 2 της Οδηγίας 2014/51/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Η Βασική Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας υπολογίζεται σύμφωνα με τις παραγράφους 2 έως 6 του παρόντος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Η ενότητα του κινδύνου ανάληψης ασφαλίσεων κατά ζημιών αντικατοπτρίζει τον κίνδυνο που πηγάζει από ασφαλιστικές υποχρεώσεις κατά ζημιών και ο οποίος σχετίζεται με τις αιτίες κινδύνων που καλύπτονται, καθώς και με τις διαδικασίες που χρησιμοποιούνται κατά την άσκηση της εν λόγω δραστηριότητας. Περαιτέρω λαμβάνεται υπόψη η αβεβαιότητα στα αποτελέσματα των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων σε σχέση τόσο με τις υφιστάμενες ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές υποχρεώσεις όσο και με τις νέες εργασίες που αναμένονται να αναληφθούν εντός των επομένων δώδεκα μηνών. Υπολογίζεται, σύμφωνα με τη μέθοδο της παραγράφου 2 του Παραρτήματος I του παρόντος, ως συνδυασμός των κεφαλαιακών απαιτήσεων τουλάχιστον για τις ακόλουθες υποενότητες: α) του κινδύνου ζημιάς ή δυσμενούς μεταβολής στην αξία των ασφαλιστικών υποχρεώσεων, που προκύπτει από διακυμάνσεις στο χρόνο επέλευσης, στη συχνότητα και στη σφοδρότητα των ασφαλισμένων συμβάντων, καθώς και στο χρόνο και στο ποσό διακανονισμού των αποζημιώσεων (κίνδυνος ασφάλιστρου και τεχνικών προβλέψεων ασφαλίσεων κατά ζημιών), β) του κινδύνου ζημιάς ή δυσμενούς μεταβολής στην αξία των ασφαλιστικών υποχρεώσεων, που απορρέει από σημαντική αβεβαιότητα στις παραδοχές τιμολόγησης και δημιουργίας τεχνικών προβλέψεων, λόγω ακραίων ή έκτακτων συμβάντων (καταστροφικός κίνδυνος ασφαλίσεων κατά ζημιών).

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Η ενότητα του κινδύνου ανάληψης ασφαλίσεων ζωής αντικατοπτρίζει τον κίνδυνο που πηγάζει από ασφαλιστικές υποχρεώσεις ζωής και ο οποίος σχετίζεται με τις αιτίες κινδύνων που καλύπτονται, καθώς και με τις διαδικασίες που χρησιμοποιούνται κατά την άσκηση της εν λόγω δραστηριότητας. Υπολογίζεται, σύμφωνα με την παράγραφο 3 του Παραρτήματος I του παρόντος, ως συνδυασμός των κεφαλαιακών απαιτήσεων για τις τουλάχιστον ακόλουθες υποενότητες: α) του κινδύνου ζημιάς ή δυσμενούς μεταβολής στην αξία των ασφαλιστικών υποχρεώσεων, που απορρέει από μεταβολές στο επίπεδο, την τάση ή τη μεταβλητότητα των ποσοστών θνησιμότητας, στην περίπτωση που μια αύξηση στο ποσοστό θνησιμότητας οδηγεί σε αύξηση στην αξία των ασφαλιστικών υποχρεώσεων (κίνδυνος θνησιμότητας), β) του κινδύνου ζημιάς ή δυσμενούς μεταβολής στην αξία των ασφαλιστικών υποχρεώσεων, που απορρέει από μεταβολές στο επίπεδο, την τάση ή τη μεταβλητότητα των ποσοστών θνησιμότητας, στην περίπτωση που μια μείωση στο ποσοστό θνησιμότητας οδηγεί σε αύξηση στην αξία των ασφαλιστικών υποχρεώσεων (κίνδυνος μακροβιότητας), γ) του κινδύνου ζημιάς ή δυσμενούς μεταβολής στην αξία των ασφαλιστικών υποχρεώσεων, που απορρέει από μεταβολές στο επίπεδο, στην τάση ή τη μεταβλητότητα των ποσοστών ανικανότητας, ασθένειας και νοσηρότητας (κίνδυνος ανικανότητας − νοσηρότητας), δ) του κινδύνου ζημιάς ή δυσμενούς μεταβολής στην αξία των ασφαλιστικών υποχρεώσεων, που απορρέει από μεταβολές στο επίπεδο, την τάση ή τη μεταβλητότητα των δαπανών εξυπηρέτησης των ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών συμβάσεων (κίνδυνος εξόδων ασφάλισης ζωής), ε) του κινδύνου ζημιάς ή δυσμενούς μεταβολής στην αξία των ασφαλιστικών υποχρεώσεων, που απορρέει από διακυμάνσεις στο επίπεδο, την τάση ή τη μεταβλητότητα των ποσοστών αναθεώρησης που εφαρμόζονται σε προσόδους, λόγω αλλαγών στο νομικό περιβάλλον ή στην κατάσταση της υγείας του ασφαλισμένου (κίνδυνος αναθεώρησης), στ) του κινδύνου ζημιάς ή δυσμενούς μεταβολής στην αξία των ασφαλιστικών υποχρεώσεων, που απορρέει από μεταβολές στο επίπεδο ή τη μεταβλητότητα των ποσοστών καταγγελίας, ανανεώσεων, λήξης και εξαγοράς συμβολαίων (κίνδυνος ακύρωσης), ζ) του κινδύνου ζημιάς ή δυσμενούς μεταβολής στην αξία των ασφαλιστικών υποχρεώσεων, που απορρέει από σημαντική αβεβαιότητα των παραδοχών τιμολόγησης και δημιουργίας προβλέψεων σχετικά με ακραία ή ασυνήθη γεγονότα (καταστροφικός κίνδυνος ασφάλισης ζωής).

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Η ενότητα κινδύνου ανάληψης ασφαλίσεων υγείας αντικατοπτρίζει τον κίνδυνο που πηγάζει από την ανάληψη υποχρεώσεων ασφαλίσεων υγείας, είτε γίνεται με τεχνική βάση παρόμοια με εκείνη της ασφάλισης ζωής είτε όχι, όπως προκύπτει τόσο από τις αιτίες κινδύνων που καλύπτονται όσο και τις διεργασίες που χρησιμοποιούνται κατά την άσκηση της δραστηριότητας. Καλύπτει τουλάχιστον τους ακόλουθους κινδύνους: α) τον κίνδυνο ζημιάς ή δυσμενούς μεταβολής στην αξία των ασφαλιστικών υποχρεώσεων, που απορρέει από μεταβολές στο επίπεδο, την τάση ή τη μεταβλητότητα των δαπανών που πραγματοποιούνται για την εξυπηρέτηση των ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών συμβάσεων, β) τον κίνδυνο ζημιάς ή δυσμενούς μεταβολής στην αξία των ασφαλιστικών υποχρεώσεων, που απορρέει από διακυμάνσεις στο χρόνο επέλευσης, τη συχνότητα και τη σφοδρότητα των ασφαλισμένων συμβάντων και στο χρόνο και στο ποσό διακανονισμού των αποζημιώσεων κατά τη στιγμή της πρόβλεψης, γ) τον κίνδυνο ζημιάς ή δυσμενούς μεταβολής στην αξία των ασφαλιστικών υποχρεώσεων, που απορρέει από σημαντική αβεβαιότητα στις παραδοχές τιμολόγησης και δημιουργίας προβλέψεων σε σχέση με εκδηλώσεις σοβαρών επιδημιών, καθώς και την ασυνήθη σώρευση κινδύνων κάτω από τέτοιου είδους ακραίες περιστάσεις.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Η ενότητα για τον κίνδυνο αγοράς αντικατοπτρίζει τον κίνδυνο που πηγάζει από το επίπεδο ή τη μεταβλητότητα των αγοραίων τιμών των χρηματοοικονομικών μέσων που έχουν επίπτωση στην αξία των περιουσιακών στοιχείων και των υποχρεώσεων της επιχείρησης. Αντικατοπτρίζει δεόντως τη δομική αναντιστοιχία μεταξύ των περιουσιακών στοιχείων και των υποχρεώσεων, ιδίως σε σχέση με την οικονομική μέση διάρκειά τους. Υπολογίζεται, σύμφωνα με την παράγραφο 4 του Παραρτήματος I του παρόντος, ως συνδυασμός των κεφαλαιακών απαιτήσεων για τις τουλάχιστον ακόλουθες υποενότητες: α) της ευαισθησίας των αξιών περιουσιακών στοιχείων, υποχρεώσεων και χρηματοοικονομικών μέσων σε μεταβολές στην χρονική διάρθρωση των επιτοκίων, ή στη μεταβλητότητα των επιτοκίων (κίνδυνος επιτοκίου), β) της ευαισθησίας των αξιών περιουσιακών στοιχείων, υποχρεώσεων και χρηματοοικονομικών μέσων σε μεταβολές στο επίπεδο ή στη μεταβλητότητα των αγοραίων τιμών των μετοχών (κίνδυνος μετοχών), γ) της ευαισθησίας των αξιών περιουσιακών στοιχείων, υποχρεώσεων και χρηματοοικονομικών μέσων σε μεταβολές στο επίπεδο ή στη μεταβλητότητα των αγοραίων τιμών ακινήτων (κίνδυνος τιμών ακινήτων), δ) της ευαισθησίας των αξιών περιουσιακών στοιχείων, υποχρεώσεων και χρηματοοικονομικών μέσων σε μεταβολές στο επίπεδο ή τη μεταβλητότητα των πιστωτικών περιθωρίων πλέον της χρονικής διάρθρωση των επιτοκίων άνευ κινδύνου (κίνδυνος πιστωτικού περιθωρίου), ε) της ευαισθησίας των αξιών περιουσιακών στοιχείων, υποχρεώσεων και χρηματοοικονομικών μέσων σε μεταβολές στο επίπεδο, ή τη μεταβλητότητα των συναλλαγματικών ισοτιμιών (συναλλαγματικός κίνδυνος), στ) των πρόσθετων κινδύνων της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης που προέρχονται είτε από έλλειψη διαφοροποίησης στο χαρτοφυλάκιο των περιουσιακών στοιχείων είτε από μεγάλη έκθεση σε κίνδυνο αθέτησης από ένα και μόνο εκδότη τίτλων ή ομάδα σχετιζόμενων εκδοτών (κίνδυνος συγκέντρωσης αγοράς).

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Η ενότητα κινδύνου αθέτησης του αντισυμβαλλομένου αντικατοπτρίζει πιθανές ζημίες λόγω μη αναμενόμενης αθέτησης ή επιδείνωσης στην πιστωτική θέση των αντισυμβαλλομένων και οφειλετών των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων κατά τη διάρκεια των προσεχών δώδεκα (12) μηνών. Η ενότητα κινδύνου αθέτησης του αντισυμβαλλομένου καλύπτει συμβάσεις μετριασμού του κινδύνου, όπως συμφωνίες αντασφάλισης, τιτλοποιήσεις και παράγωγα προϊόντα, και απαιτήσεις από διαμεσολαβούντες, καθώς και οποιεσδήποτε άλλες πιστωτικές εκθέσεις οι οποίες δεν καλύπτονται στην υποενότητα κινδύνου πιστωτικού περιθωρίου. Λαμβάνει κατάλληλα υπόψη εγγυήσεις ή άλλες διασφαλίσεις που διακρατούνται από την, ή για λογαριασμό της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, καθώς και τους κινδύνους που σχετίζονται με τις ανωτέρω εγγυήσεις ή διασφαλίσεις. Για κάθε αντισυμβαλλόμενο, η ενότητα κινδύνου αθέτησης του αντισυμβαλλομένου λαμβάνει υπόψη τη συνολική έκθεση σε κίνδυνο αντισυμβαλλομένου της συγκεκριμένης ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης προς τον εν λόγω αντισυμβαλλόμενο, ανεξάρτητα από τη νομική μορφή των συμβατικών του υποχρεώσεων προς την επιχείρηση αυτή.

Άρθρο 82Υπολογισμός υποενότητας κινδύνου μετοχών: Μηχανισμός συμμετρικής προσαρμογής (άρθρο 106 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ, παράγραφος 29 του άρθρου 2 της Οδηγίας 2014/51/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Η υποενότητα κινδύνου μετοχών υπολογιζόμενη με την τυποποιημένη μέθοδο, περιλαμβάνει συμμετρική προσαρμογή στην επιβάρυνση του κεφαλαίου λόγω μετοχών για την κάλυψη του κινδύνου από μεταβολές στο επίπεδο των τιμών των μετοχών.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Η συμμετρική προσαρμογή της βάσει τυποποιημένης μεθόδου επιβάρυνσης κεφαλαίου λόγω μετοχών, βαθμονομημένη σύμφωνα με την παράγραφο 4 του άρθρου 80 του παρόντος, για την κάλυψη του κινδύνου από μεταβολές στο επίπεδο των τιμών των μετοχών, υπολογίζεται ως συνάρτηση του τρέχοντος επιπέδου κατάλληλου δείκτη μετοχών και ενός σταθμισμένου μέσου επιπέδου του συγκεκριμένου δείκτη. Ο σταθμισμένος μέσος υπολογίζεται επί τη βάσει κατάλληλης χρονικής περιόδου που πρέπει να είναι η ίδια για όλες τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Η συμμετρική προσαρμογή της βάσει τυποποιημένης μεθόδου επιβάρυνσης του κεφαλαίου λόγω μετοχών για την κάλυψη του κινδύνου από μεταβολές στο επίπεδο των τιμών των μετοχών δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα την εφαρμογή επιβάρυνσης κεφαλαίου λόγω κινδύνου μετοχών χαμηλότερης κατά περισσότερες από 10 ποσοστιαίες μονάδες ή υψηλότερης κατά περισσότερο από 10 ποσοστιαίες μονάδες, από αυτή που προκύπτει με βάση την τυποποιημένη επιβάρυνση του κεφαλαίου λόγω κινδύνου μετοχών.

Άρθρο 83Κεφαλαιακή Απαίτηση για λειτουργικό κίνδυνο (άρθρο 107 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Η κεφαλαιακή απαίτηση για λειτουργικό κίνδυνο αντικατοπτρίζει τους λειτουργικούς κινδύνους, στο βαθμό που αυτοί δεν αντικατοπτρίζονται ήδη στις ενότητες κινδύνου που αναφέρονται στο άρθρο 80 του παρόντος. Η απαίτηση αυτή βαθμονομείται σύμφωνα με τις περιπτώσεις β΄, γ΄ και δ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 77 του παρόντος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Όσον αφορά τις συμβάσεις ασφάλισης ζωής, όπου ο επενδυτικός κίνδυνος αναλαμβάνεται από τους αντισυμβαλλόμενους, ο υπολογισμός της κεφαλαιακής απαίτησης για λειτουργικό κίνδυνο λαμβάνει υπόψη το ποσό των ετήσιων εξόδων που καταλογίζονται σε σχέση με τις εν λόγω ασφαλιστικές υποχρεώσεις.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Όσον αφορά στις εργασίες ασφάλισης και αντασφάλισης εκτός από εκείνες που αναφέρονται στην ανωτέρω παράγραφο 2 του παρόντος, ο υπολογισμός της κεφαλαιακής απαίτησης για λειτουργικό κίνδυνο λαμβάνει υπόψη το μέγεθος των εργασιών αυτών, σε όρους δεδουλευμένων ασφαλίστρων και τεχνικών προβλέψεων που σχηματίζονται σε σχέση με τις εν λόγω ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές υποχρεώσεις. Στην περίπτωση αυτή, η κεφαλαιακή απαίτηση για λειτουργικό κίνδυνο δεν υπερβαίνει το τριάντα επί τοις εκατό (30%) της Βασικής Κεφαλαιακής Απαίτησης Φερεγγυότητας που συνδέεται με τις συγκεκριμένες ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές εργασίες.

Άρθρο 84Προσαρμογή για την ικανότητα απορρόφησης ζημιών των τεχνικών προβλέψεων και των αναβαλλόμενων φόρων (άρθρο 108 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ, παράγραφος 29 του άρθρου 2 της Οδηγίας 2014/51/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Η προσαρμογή που αναφέρεται στην περίπτωση γ΄ του άρθρου 79 για την ικανότητα απορρόφησης ζημιών των τεχνικών προβλέψεων και των αναβαλλόμενων φόρων αντικατοπτρίζει τη δυνητική αντιστάθμιση μη αναμενόμενων ζημιών μέσω ταυτόχρονης μείωσης των τεχνικών προβλέψεων ή των αναβαλλόμενων φόρων ή συνδυασμού και των δύο. Η προσαρμογή αυτή λαμβάνει υπόψη το αποτέλεσμα του μετριασμού του κινδύνου που παρέχεται από μελλοντικές παροχές των ασφαλιστικών συμβάσεων η εκπλήρωση των οποίων εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια της επιχείρησης, στο βαθμό που αυτή μπορεί να στοιχειοθετήσει ότι μια μείωση των παροχών αυτών μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την κάλυψη μη αναμενόμενων ζημιών, όταν αυτές προκύψουν. Το αποτέλεσμα μετριασμού του κινδύνου που παρέχεται από τις προαναφερόμενες μελλοντικές παροχές διακριτικής ευχέρειας δεν υπερβαίνει το ποσό των τεχνικών προβλέψεων και αναβαλλόμενων φόρων σε σχέση με τα μελλοντικά προαιρετικά αυτά οφέλη. Για τους σκοπούς του δευτέρου εδαφίου, η αξία των μελλοντικών προαιρετικών παροχών κάτω από δυσμενείς περιστάσεις συγκρίνεται με την αξία των παροχών αυτών λαμβάνοντας υπόψη τις χρησιμοποιούμενες παραδοχές για τον υπολογισμό της βέλτιστης εκτίμησης.

Άρθρο 85Απλοποιήσεις στην τυποποιημένη μέθοδο (άρθρο 109 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις μπορούν να χρησιμοποιούν απλοποιημένο υπολογισμό για συγκεκριμένη υποενότητα ή ενότητα κινδύνου όταν η φύση, η κλίμακα και η πολυπλοκότητα των κινδύνων που αντιμετωπίζουν δικαιολογεί τη στάση αυτή και εφόσον θα ήταν δυσανάλογο να απαιτηθεί από όλες τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις να χρησιμοποιούν τον τυποποιημένο υπολογισμό. Οι απλοποιημένοι υπολογισμοί βαθμονομούνται σύμφωνα με τις περιπτώσεις β΄, γ΄ και δ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 77 του παρόντος.

Άρθρο 86Σημαντικές αποκλίσεις από τις παραδοχές στον υπολογισμό με την τυποποιημένη μέθοδο (άρθρο 110 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)

Όταν δεν ενδείκνυται ο υπολογισμός της Κεφαλαιακής Απαίτησης Φερεγγυότητας σύμφωνα με την τυποποιημένη μέθοδο, όπως προβλέπεται στο Τμήμα 2 της παρούσας Ενότητας, επειδή το προφίλ κινδύνου της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης αποκλίνει σημαντικά από τις παραδοχές στις οποίες βασίζεται ο υπολογισμός με την τυποποιημένη μέθοδο, η Εποπτική Αρχή μπορεί με αιτιολογημένη απόφασή της, να ζητά από την εν λόγω επιχείρηση να αντικαταστήσει ένα υποσύνολο των παραμέτρων που χρησιμοποιούνται στον υπολογισμό με την τυποποιημένη μέθοδο από παραμέτρους ειδικές για τη συγκεκριμένη επιχείρηση, για τον υπολογισμό των ενοτήτων κινδύνου ανάληψης ασφαλίσεων ζωής, κατά ζημιών και υγείας, όπως καθορίζεται στην παράγραφο 7 του άρθρου 80 του παρόντος. Οι ειδικές αυτές παράμετροι υπολογίζονται έτσι ώστε να εξασφαλίζεται ότι η επιχείρηση συμμορφώνεται προς τις απαιτήσεις των περιπτώσεων β΄, γ΄ και δ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 77 του παρόντος.

ΤΜΗΜΑ 3ΚΕΦΑΛΑΙΑΚΗ ΑΠΑΙΤΗΣΗ ΦΕΡΕΓΓΥΟΤΗΤΑΣ ΠΛΗΡΗ ΚΑΙ ΜΕΡΙΚΑ ΕΣΩΤΕΡΙΚΑ ΥΠΟΔΕΙΓΜΑΤΑ
Άρθρο 87Γενικές διατάξεις για την έγκριση πλήρων και μερικών εσωτερικών υποδειγμάτων (άρθρο 112 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Oι ασφαλιστικές και οι αντασφαλιστικές επιχειρήσεις μπορούν να υπολογίζουν την Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας με τη χρησιμοποίηση πλήρους ή μερικού εσωτερικού υποδείγματος κατόπιν εγκρίσεως από την Εποπτική Αρχή.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις μπορούν να χρησιμοποιούν μερικά εσωτερικά υποδείγματα για τον υπολογισμό ενός ή περισσοτέρων από τα κατωτέρω: α) μίας ή περισσοτέρων ενοτήτων κινδύνου ή υποενοτήτων, της Βασικής Κεφαλαιακής Απαίτησης Φερεγγυότητας, όπως προβλέπεται στα άρθρα 80 και 81 του παρόντος, β) της κεφαλαιακής απαίτησης για τον λειτουργικό κίνδυνο, όπως ορίζεται στο άρθρο 83 του παρόντος, γ) της προσαρμογής που αναφέρεται στο άρθρο 84 του παρόντος. Παράλληλα, η χρήση μερικού υποδείγματος μπορεί να εφαρμόζεται στο σύνολο της δραστηριότητας των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων ή μόνο σε μία ή περισσότερες σημαντικές επιχειρηματικές μονάδες αυτών.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Στην αίτηση για έγκριση από την Εποπτική Αρχή, οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις υποβάλλουν, κατ’ ελάχιστον, τεκμηριωμένα στοιχεία με βάση τα οποία προκύπτει ότι το εσωτερικό υπόδειγμα ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις που προβλέπονται στα άρθρα 94 έως 99 του παρόντος. Εφόσον η αίτηση για την έγκριση αυτή συνδέεται με μερικό εσωτερικό υπόδειγμα, οι απαιτήσεις στα άρθρα 94 έως 99 του παρόντος προσαρμόζονται προκειμένου να ληφθεί υπόψη το περιορισμένο πεδίο εφαρμογής του υποδείγματος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Η Εποπτική Αρχή αποφασίζει επί της αιτήσεως εντός έξι μηνών από την παραλαβή της πλήρους αίτησης.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Η Εποπτική Αρχή εγκρίνει την αίτηση μόνον εφόσον βεβαιωθεί ότι τα συστήματα της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης για τον εντοπισμό, τον υπολογισμό, την παρακολούθηση, τη διαχείριση και την αναφορά του κινδύνου είναι επαρκή, και ιδίως ότι το εσωτερικό υπόδειγμα συμβιβάζεται με τις απαιτήσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 3 του παρόντος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Οποιαδήποτε απόφαση της Εποπτικής Αρχής να απορρίψει την αίτηση για τη χρήση εσωτερικού υποδείγματος συνοδεύεται από σχετική αιτιολόγηση, αναφέροντας τους λόγους απόρριψης.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 7

Η Εποπτική Αρχή, εφόσον έχει εγκρίνει τη χρήση εσωτερικού υποδείγματος, μπορεί, με απόφαση στην οποία να αναφέρονται οι λόγοι, να απαιτεί από την ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση να παρέχει σε αυτήν εκτίμηση της Κεφαλαιακής Απαίτησης Φερεγγυότητας καθοριζόμενη σύμφωνα με την τυποποιημένη προσέγγιση, όπως προβλέπεται στο Τμήμα 2 της παρούσας Ενότητας.

Άρθρο 88Ειδικές διατάξεις για την έγκριση μερικών εσωτερικών υποδειγμάτων (άρθρο 113 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ, παράγραφοι 30 και 31 του άρθρου 2 της Οδηγίας 2014/51/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Στην περίπτωση μερικού εσωτερικού υποδείγματος, η έγκριση της Εποπτικής Αρχής δίδεται μόνον εάν το υπόδειγμα συμμορφώνεται προς τις απαιτήσεις που προβλέπονται στο άρθρο 87 του παρόντος και εφόσον πληροί τις ακόλουθες συμπληρωματικές προϋποθέσεις: α) η επιχείρηση έχει δικαιολογήσει επαρκώς το λόγο για το περιορισμένο πεδίο εφαρμογής του υποδείγματος, β) η προκύπτουσα Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας αντικατοπτρίζει καταλληλότερα το προφίλ κινδύνου της επιχείρησης, και ιδίως ανταποκρίνεται στις αρχές που παρατίθενται στο Τμήμα 1 της παρούσας Ενότητας, γ) ο σχεδιασμός του μερικού εσωτερικού υποδείγματος είναι συνεπής προς τις αρχές που προβλέπονται στο Τμήμα 1 της παρούσας Ενότητας προκειμένου να επιτρέπει την πλήρη ενσωμάτωσή του στην τυποποιημένη μέθοδο της Κεφαλαιακής Απαίτησης Φερεγγυότητας.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Κατά την αξιολόγηση της αίτησης για τη χρήση μερικού εσωτερικού υποδείγματος το οποίο καλύπτει ορισμένες μόνο υποενότητες μιας συγκεκριμένης ενότητας κινδύνου ή ορισμένες από τις επιχειρηματικές μονάδες της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης σε σχέση με μια ορισμένη ενότητα κινδύνου ή μέρη και των δύο, η Εποπτική Αρχή δύναται να ζητά από την επιχείρηση να υποβάλει ένα ρεαλιστικό μεταβατικό σχέδιο για την επέκταση του πεδίου εφαρμογής του υποδείγματος. Στο μεταβατικό αυτό σχέδιο καθορίζεται ο τρόπος με τον οποίο η ασφαλιστική και αντασφαλιστική επιχείρηση προγραμματίζει να επεκτείνει το πεδίο εφαρμογής του υποδείγματος σε άλλες υποενότητες ή επιχειρηματικές μονάδες, προκειμένου να διασφαλίσει ότι το υπόδειγμα καλύπτει ένα αρκούντως σημαντικό μέρος των ασφαλιστικών δραστηριοτήτων σε σχέση με τη συγκεκριμένη αυτή ενότητα κινδύνου.

Άρθρο 89Πολιτική αλλαγής των πλήρων και μερικών εσωτερικών υποδειγμάτων (άρθρο 115 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ, παράγραφος

30 του άρθρου 2 της Οδηγίας 2014/51/ΕΕ) Στο πλαίσιο της διαδικασίας αρχικής έγκρισης εσωτερικού υποδείγματος, η Εποπτική Αρχή εγκρίνει την πολιτική για την αλλαγή του υποδείγματος της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης. Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις επιτρέπεται να τροποποιούν το εσωτερικό τους υπόδειγμα σύμφωνα με την πολιτική αυτή. Η πολιτική περιλαμβάνει τις προδιαγραφές των σημαντικών και των δευτερευουσών αλλαγών στο εσωτερικό υπόδειγμα. Οι σημαντικές αλλαγές στο εσωτερικό υπόδειγμα, καθώς και οι αλλαγές στην πολιτική αυτή, υπόκεινται πάντοτε σε προηγούμενη έγκριση από την Εποπτική Αρχή, όπως ορίζεται στο άρθρο 87 του παρόντος. Οι δευτερεύουσες αλλαγές στο εσωτερικό υπόδειγμα δεν υπόκεινται σε προηγούμενη έγκριση της Εποπτικής Αρχής μόνον εφόσον αναπτύσσονται σύμφωνα με την υποβληθείσα πολιτική.

Άρθρο 90Αρμοδιότητες του Διοικητικού Συμβουλίου (άρθρο 116 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)

Η αίτηση για την έγκριση του εσωτερικού υποδείγματος, όπως ορίζεται στο άρθρο 87 του παρόντος, καθώς και η αίτηση για την έγκριση μεταγενέστερων σημαντικών αλλαγών στο εν λόγω υπόδειγμα των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων που υποβάλλονται προς την Εποπτική Αρχή φέρει την έγκριση του Διοικητικού Συμβουλίου τους. Το Διοικητικό Συμβούλιο έχει την ευθύνη για τη θεσμοθέτηση συστημάτων που διασφαλίζουν τη σωστή λειτουργία του εσωτερικού υποδείγματος σε συνεχή βάση.

Άρθρο 91Επιστροφή στην τυποποιημένη μέθοδο (άρθρο 117 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)

Αφού λάβουν την προβλεπόμενη από το άρθρο 87 έγκριση, οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις δεν δύναται να επιστρέψουν στον υπολογισμό του συνόλου ή μέρους της Κεφαλαιακής Απαίτησης Φερεγγυότητας σύμφωνα με την τυποποιημένη μέθοδο, όπως αναφέρεται στο Τμήμα 2 της παρούσας Ενότητας, εκτός εάν συντρέχουν δεόντως αιτιολογημένες περιστάσεις και με την προϋπόθεση της προηγούμενης έγκρισης της Εποπτικής Αρχής.

Άρθρο 92Μη συμμόρφωση με το εσωτερικό υπόδειγμα (άρθρο 118 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Εάν, αφού έχει ληφθεί έγκριση από την Εποπτική Αρχή για χρήση εσωτερικού υποδείγματος, οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις παύσουν να συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις που ορίζονται στα άρθρα 94 έως 99 του παρόντος, οι επιχειρήσεις πρέπει, αμελλητί, είτε να υποβάλλουν στην Εποπτική Αρχή σχέδιο για την αποκατάσταση της συμμόρφωσης μέσα σε εύλογο χρονικό διάστημα είτε να αποδεικνύουν ότι το αποτέλεσμα της μη συμμόρφωσης είναι ασήμαντο.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Στην περίπτωση που οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις δεν εφαρμόσουν το σχέδιο που αναφέρεται στην παράγραφο 1 του παρόντος, η Εποπτική Αρχή μπορεί να ζητά από τις επιχειρήσεις αυτές να επιστρέψουν στον υπολογισμό της Κεφαλαιακής Απαίτησης Φερεγγυότητας σύμφωνα με την τυποποιημένη μέθοδο, όπως προβλέπεται στο Τμήμα 2 της παρούσας Ενότητας.

Άρθρο 93Σημαντικές αποκλίσεις από τις βασικές παραδοχές για την τυποποιημένη μέθοδο υπολογισμού (άρθρο 119 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)

Όταν δεν ενδείκνυται ο υπολογισμός της Κεφαλαιακής Απαίτησης Φερεγγυότητας σύμφωνα με την τυποποιημένη μέθοδο, όπως προβλέπεται στο Τμήμα 2 της παρούσας Ενότητας επειδή το προφίλ κινδύνου της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης αποκλίνει σημαντικά από τις παραδοχές στις οποίες βασίζεται η τυποποιημένη μέθοδος υπολογισμού, η Εποπτική Αρχή δύναται, με αιτιολογημένη απόφασή της, να απαιτεί από την εν λόγω επιχείρηση να χρησιμοποιήσει ένα εσωτερικό υπόδειγμα για τον υπολογισμό της Κεφαλαιακής Απαίτησης Φερεγγυότητας ή των συναφών ενοτήτων κινδύνου της τυποποιημένης προσέγγισης.

Άρθρο 94Δοκιμή χρήσης (άρθρο 120 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)

Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις αποδεικνύουν ότι το εσωτερικό υπόδειγμα χρησιμοποιείται από αυτές ευρέως και ότι διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στο σύστημα διακυβέρνησής τους σύμφωνα με τα οριζόμενα στα άρθρα 30 έως 37 του παρόντος και ιδίως: α) στο σύστημα διαχείρισης του κινδύνου όπως προβλέπεται στο άρθρο 32 του παρόντος και στις διαδικασίες λήψης αποφάσεων, β) στη διαδικασία εκτίμησης και κατανομής του οικονομικού κεφαλαίου και του κεφαλαίου φερεγγυότητας, συμπεριλαμβανομένης της αξιολόγησης που αναφέρεται στο άρθρο 33 του παρόντος. Επιπλέον, οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις αποδεικνύουν ότι η συχνότητα υπολογισμού της Κεφαλαιακής Απαίτησης Φερεγγυότητας με τη χρήση του εσωτερικού υποδείγματος συμβαδίζει με τη συχνότητα με την οποία χρησιμοποιούν το εσωτερικό τους υπόδειγμα για τους άλλους σκοπούς που αναφέρονται στην πρώτη παράγραφο του παρόντος άρθρου. Το Διοικητικό Συμβούλιο είναι υπεύθυνο για τη διασφάλιση της συνεχούς καταλληλότητας του σχεδιασμού και της λειτουργίας του εσωτερικού υποδείγματος και ότι το εσωτερικό υπόδειγμα εξακολουθεί να αντικατοπτρίζει κατάλληλα το προφίλ κινδύνου της ασφαλιστικής και αντασφαλιστικής επιχείρησης.

Άρθρο 95Πρότυπα στατιστικής ποιότητας (άρθρο 121 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Το εσωτερικό υπόδειγμα, και ιδίως ο υπολογισμός της υποκείμενης προβλεπτικής πιθανοθεωρητικής κατανομής, πληρούν τα κριτήρια που ορίζονται στις παραγράφους 2 έως 9 του παρόντος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Οι μέθοδοι που χρησιμοποιούνται για τον υπολογισμό της προβλεπτικής πιθανοθεωρητικής κατανομής βασίζονται σε κατάλληλες, εφαρμόσιμες και συναφείς αναλογιστικές και στατιστικές μεθόδους, είναι συνεπείς με τις μεθόδους που χρησιμοποιούνται για τον υπολογισμό των τεχνικών προβλέψεων και βασίζονται σε τρέχουσες και αξιόπιστες πληροφορίες, καθώς και σε ρεαλιστικές παραδοχές. Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις θα πρέπει ανά πάσα στιγμή να είναι σε θέση να αιτιολογούν στην Εποπτική Αρχή τις παραδοχές στις οποίες στηρίζεται το εσωτερικό τους υπόδειγμα.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Τα δεδομένα που χρησιμοποιούνται για το εσωτερικό υπόδειγμα πρέπει να είναι ακριβή, πλήρη και κατάλληλα. Προς τούτο, οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις επικαιροποιούν τα σύνολα δεδομένων που χρησιμοποιούν για τον υπολογισμό της προβλεπτικής πιθανοθεωρητικής κατανομής τουλάχιστον μία φορά κάθε χρόνο.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Δεν υποδεικνύεται καμία συγκεκριμένη μέθοδος υπολογισμού της προβλεπτικής πιθανοθεωρητικής κατανομής. Ανεξάρτητα από την επιλεγείσα από την επιχείρηση μέθοδο υπολογισμού, η ικανότητα του εσωτερικού υποδείγματος να ταξινομήσει τους κινδύνους πρέπει να είναι επαρκής για να εξασφαλίζει την ευρεία χρήση του και την απαίτηση να διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στο σύστημα διαχείρισης του κινδύνου και στις διαδικασίες λήψης αποφάσεων, στην κατανομή των κεφαλαίων και στο σύστημα διακυβέρνησης των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων, σύμφωνα με το άρθρο 94 του παρόντος. Το εσωτερικό υπόδειγμα πρέπει να καλύπτει όλους τους σημαντικούς κινδύνους στους οποίους εκτίθενται οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις. Τα εσωτερικά υποδείγματα καλύπτουν τουλάχιστον τους κινδύνους που αναφέρονται στην περίπτωση ε΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 77 του παρόντος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Όσον αφορά στα αποτελέσματα της διαφοροποίησης, οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις δύνανται να λαμβάνουν υπόψη στο εσωτερικό τους υπόδειγμα τις υφιστάμενες εξαρτήσεις εντός των κατηγοριών κινδύνου, καθώς και μεταξύ των κατηγοριών κινδύνου, υπό τον όρο ότι η Εποπτική Αρχή είναι ικανοποιημένη με το σύστημα που χρησιμοποιείται για τη μέτρηση των αποτελεσμάτων διαφοροποίησης.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις δύνανται να λαμβάνουν πλήρως υπόψη το αποτέλεσμα των τεχνικών μετριασμού του κινδύνου στο εσωτερικό τους υπόδειγμα, μόνον εφόσον ο πιστωτικός κίνδυνος και οι λοιποί κίνδυνοι που απορρέουν από τη χρήση των τεχνικών μετριασμού του κινδύνου αντικατοπτρίζονται κατάλληλα στο εσωτερικό υπόδειγμα.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 7

Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις θα πρέπει να εκτιμούν στο εσωτερικό τους υπόδειγμα με ακρίβεια τους ιδιαίτερους κινδύνους που συνδέονται με τις χρηματοοικονομικές εγγυήσεις και συμβατικά δικαιώματα προαιρέσεως, όπου είναι ουσιώδη. Θα πρέπει να εκτιμούν επίσης τους κινδύνους που συνδέονται με τα δικαιώματα επιλογής τόσο του αντισυμβαλλομένου όσο και με τα συμβατικά δικαιώματα επιλογής για τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις. Προς τον σκοπό αυτόν, λαμβάνουν υπόψη την επίπτωση που μπορούν να έχουν στην άσκηση των δικαιωμάτων αυτών μελλοντικές αλλαγές στις οικονομικές και μη οικονομικές συνθήκες.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 8

Στο εσωτερικό τους υπόδειγμα, οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις δύνανται να λαμβάνουν υπόψη τις μελλοντικές ενέργειες της διοίκησης που εύλογα αναμένονται σε ειδικές περιστάσεις, λαμβάνοντας υποχρεωτικά υπόψη τον αναγκαίο χρόνο για την υλοποίηση των ενεργειών αυτών.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 9

Στο εσωτερικό τους υπόδειγμα, οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη όλες τις πληρωμές προς τους αντισυμβαλλομένους και τους δικαιούχους τις οποίες αναμένουν να πραγματοποιήσουν, ανεξάρτητα από το εάν οι πληρωμές αυτές είναι συμβατικά εγγυημένες.

Άρθρο 96Πρότυπα βαθμονόμησης (άρθρο 122 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις δύνανται να χρησιμοποιούν διαφορετική χρονική περίοδο ή μέτρο κινδύνου σε σχέση με αυτήν που προβλέπεται στις περιπτώσεις γ΄ και δ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 77 του παρόντος για τους σκοπούς του εσωτερικού υποδείγματος, μόνον εφόσον τα αποτελέσματα του εσωτερικού υποδείγματος μπορούν να χρησιμοποιηθούν από τις επιχειρήσεις αυτές για τον υπολογισμό της Κεφαλαιακής Απαίτησης Φερεγγυότητας με τρόπο που να παρέχεται στους αντισυμβαλλομένους και στους δικαιούχους απαιτήσεων από ασφάλιση επίπεδο προστασίας ισοδύναμο με εκείνο που προβλέπεται στο άρθρο 77 του παρόντος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Όπου είναι δυνατό, οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις θα πρέπει να λαμβάνουν την Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας κατευθείαν από την προβλεπτική πιθανοθεωρητική κατανομή που παράγεται από το εσωτερικό υπόδειγμα των επιχειρήσεων αυτών, με τη χρήση του μέτρου της αξίας σε κίνδυνο που αναφέρεται στην περίπτωση δ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 77 του παρόντος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Εάν οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις δεν μπορούν να λάβουν την Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας κατευθείαν από την προβλεπτική πιθανοθεωρητική κατανομή που παράγεται από το εσωτερικό υπόδειγμα, η Εποπτική Αρχή δύναται να επιτρέψει τη χρησιμοποίηση προσεγγίσεων στη διαδικασία υπολογισμού της Κεφαλαιακής Απαίτησης Φερεγγυότητας, μόνον εφόσον οι επιχειρήσεις αυτές μπορούν να αποδείξουν στην Εποπτική Αρχή ότι παρέχεται στους αντισυμβαλλόμενους επίπεδο προστασίας τουλάχιστον ισοδύναμο με εκείνο που αναφέρεται στο άρθρο 77 του παρόντος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Η Εποπτική Αρχή δύναται να απαιτεί από τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις να εφαρμόζουν το εσωτερικό τους υπόδειγμα σε κατάλληλα χαρτοφυλάκια αναφοράς χρησιμοποιώντας παραδοχές βασιζόμενες σε εξωτερικά παρά σε εσωτερικά δεδομένα, προκειμένου να ελεγχθεί η βαθμονόμηση του εσωτερικού υποδείγματος και να εξακριβωθεί εάν οι προδιαγραφές του είναι σύμφωνες με τις γενικά αποδεκτές πρακτικές της αγοράς.

Άρθρο 97Απόδοση κερδών και ζημιών (άρθρο 123 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)

Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις εξετάζουν, τουλάχιστον σε ετήσια βάση, τα αίτια και την προέλευση των κερδών και ζημιών για καθεμία από τις σημαντικές επιχειρηματικές μονάδες. Επίσης, καταδεικνύουν με ποιο τρόπο η επιλεγείσα κατηγοριοποίηση των κινδύνων στο εσωτερικό υπόδειγμα εξηγεί τα αίτια και την προέλευση των κερδών και των ζημιών. Η κατηγοριοποίηση των κινδύνων και η απόδοση των κερδών και ζημιών στους κινδύνους πρέπει να αντικατοπτρίζουν το προφίλ κινδύνου των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων.

Άρθρο 98Πρότυπα επικύρωσης (άρθρο 124 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)

Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις διαθέτουν τακτικό κύκλο επικύρωσης του υποδείγματος, ο οποίος περιλαμβάνει την παρακολούθηση των επιδόσεων του εσωτερικού υποδείγματος, την επανεξέταση της συνεχούς καταλληλότητας των προδιαγραφών του και τη σύγκριση των αποτελεσμάτων του με τα εμπειρικά αποτελέσματα. Η διαδικασία επικύρωσης του υποδείγματος περιλαμβάνει μια αποτελεσματική στατιστική μέθοδο για την επικύρωση του εσωτερικού υποδείγματος, η οποία επιτρέπει στις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις να αποδείξουν στην Εποπτική Αρχή ότι η προκύπτουσες κεφαλαιακές απαιτήσεις είναι κατάλληλες. Οι στατιστικές μέθοδοι που εφαρμόζονται χρησιμεύουν για να εξακριβωθεί η καταλληλότητα της προβλεπτικής πιθανοθεωρητικής κατανομής σε σύγκριση τόσο με τις πραγματοποιηθείσες ζημίες, αλλά επίσης και με όλα τα σημαντικά νέα δεδομένα και τις σχετικές πληροφορίες. Η διαδικασία επικύρωσης του υποδείγματος περιλαμβάνει ανάλυση της σταθερότητας του εσωτερικού υποδείγματος και ειδικότερα δοκιμή της ευαισθησίας των αποτελεσμάτων του εσωτερικού υποδείγματος σε μεταβολές ουσιαστικών βασικών παραδοχών. Περιλαμβάνει επίσης αξιολόγηση της ακρίβειας, πληρότητας και καταλληλότητας των στοιχείων που χρησιμοποιούνται από το εσωτερικό υπόδειγμα.

Άρθρο 99Πρότυπα τεκμηρίωσης (άρθρο 125 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις τεκμηριώνουν το σχεδιασμό και τα λειτουργικά χαρακτηριστικά του εσωτερικού τους υποδείγματος. Η απαιτούμενη αυτή τεκμηρίωση πρέπει να: α) αποδεικνύει τη συμμόρφωση με τα άρθρα 94 έως 98 του παρόντος, β) παρέχει λεπτομερή περιγραφή της θεωρίας, των παραδοχών και της μαθηματικής και εμπειρικής βάσης στις οποίες στηρίζεται το εσωτερικό υπόδειγμα, γ) αναφέρει κάθε περίσταση στην οποία το εσωτερικό υπόδειγμα δεν λειτουργεί αποτελεσματικά.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις τεκμηριώνουν επίσης όλες τις σημαντικές αλλαγές στο εσωτερικό τους υπόδειγμα, όπως προβλέπεται στο άρθρο 89 του παρόντος.

Άρθρο 100Εξωτερικά υποδείγματα και δεδομένα (άρθρο 126 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)

Η χρήση ενός υποδείγματος ή δεδομένων που έχουν ληφθεί από τρίτο μέρος, εκτός της επιχείρησης, δεν δικαιολογεί την απαλλαγή από οποιαδήποτε από τις απαιτήσεις σχετικά με το εσωτερικό υπόδειγμα σύμφωνα με τα άρθρα 94 έως 99 του παρόντος.

Αθήνα, 3 Φεβρουαρίου 2016
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
ΠΡΟΚΟΠΙΟΣ Β. ΠΑΥΛΟΠΟΥΛΟΣ
ΟΙ ΥΠΟΥΡΓΟΙ
ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΚΑΙ ΑΝΑΠΛΗΡΩΤΗΣ ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗΣ ΑΝΑΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗΣ ΑΝΑΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗΣ
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΚΟΥΡΟΥΜΠΛΗΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΤΟΣΚΑΣ
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ, ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ, ΔΙΑΦΑΝΕΙΑΣ
ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΚΑΙ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΣΤΑΘΑΚΗΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΟΠΟΥΛΟΣ
ΕΡΓΑΣΙΑΣ, ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ
ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΤΡΟΥΓΚΑΛΟΣ ΕΥΚΛΕΙΔΗΣ ΤΣΑΚΑΛΩΤΟΣ
ΑΝΑΠΛΗΡΩΤΗΣ ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΧΟΥΛΙΑΡΑΚΗΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΠΑΠΠΑΣ
Θεωρήθηκε και τέθηκε η Μεγάλη Σφραγίδα του Κράτους.
Αθήνα, 4 Φεβρουαρίου 2016
Ο ΕΠΙ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΥΠΟΥΡΓΟΣ
ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΟΠΟΥΛΟΣ