13 Α' 2016

ΝΟΜΟΣ 4364/2016

Προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας στην Οδηγία 2009/138/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2009, σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριοτήτων ασφάλισης και αντασφάλισης (Φερεγγυότητα ΙΙ), στα άρθρα 2 και 8 της Oδηγίας 2014/51/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Απριλίου 2014 σχετικά με την τροποποίηση των Οδηγιών 2003/71/ΕΚ και 2009/138/ΕΚ, και των Κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 1060/2009, (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 και (ΕΕ) αριθ. 1095/2010, όσον αφορά τις εξουσίες της Ευρωπαϊκής Αρχής Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων (εφεξής ΕΑΑΕΣ) και της Ευρωπαϊκής Αρχής Κινητών Αξιών και Αγορών, καθώς και στο άρθρο 4 της Οδηγίας 2011/89/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Νοεμβρίου 2011, σχετικά με τη συμπληρωματική εποπτεία των χρηματοπιστωτικών οντοτήτων που ανήκουν σε χρηματοπιστωτικούς ομίλους ετερογενών δραστηριοτήτων και συναφείς διατάξεις της νομοθεσίας περί της ιδιωτικής ασφάλισης και άλλες διατάξεις.

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ - ΓΕΝΙΚΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΝΑΛΗΨΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΣΚΗΣΗ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΩΝ ΠΡΩΤΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΚΑΙ ΑΝΤΑΣΦΑΛΙΣΗΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Η΄ - ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΚΑΙ ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΠΑΡΟΧΗ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ
ΕΝΟΤΗΤΑ 3 - ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΕΣ ΤΗΣ ΕΠΟΠΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΣΕ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΠΟΥ ΛΕΙΤΟΥΡΓΕΙ ΩΣ ΕΠΟΠΤΙΚΗ ΑΡΧΗ ΥΠΟΔΟΧΗΣ
05 Φεβρουαρίου 2016

ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ
ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
ΤΕΥΧΟΣ ΠΡΩΤΟ Αρ. Φύλλου 13
5 Φεβρουαρίου 2016

NOMOΣ ΥΠ’ ΑΡΙΘ. 4364
Προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας στην Οδηγία 2009/138/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2009, σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριοτήτων ασφάλισης και αντασφάλισης (Φερεγγυότητα ΙΙ), στα άρθρα 2 και 8 της Oδηγίας 2014/51/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Απριλίου 2014 σχετικά με την τροποποίηση των Οδηγιών 2003/71/ΕΚ και 2009/138/ΕΚ, και των Κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 1060/2009, (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 και (ΕΕ) αριθ. 1095/2010, όσον αφορά τις εξουσίες της Ευρωπαϊκής Αρχής Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων (εφεξής ΕΑΑΕΣ) και της Ευρωπαϊκής Αρχής Κινητών Αξιών και Αγορών, καθώς και στο άρθρο 4 της Οδηγίας 2011/89/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Νοεμβρίου 2011, σχετικά με τη συμπληρωματική εποπτεία των χρηματοπιστωτικών οντοτήτων που ανήκουν σε χρηματοπιστωτικούς ομίλους ετερογενών δραστηριοτήτων και συναφείς διατάξεις της νομοθεσίας περί της ιδιωτικής ασφάλισης και άλλες διατάξεις.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Εκδίδομε τον ακόλουθο νόμο που ψήφισε η Βουλή:

ΕΝΟΤΗΤΑ 3ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΕΣ ΤΗΣ ΕΠΟΠΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΣΕ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΠΟΥ ΛΕΙΤΟΥΡΓΕΙ ΩΣ ΕΠΟΠΤΙΚΗ ΑΡΧΗ ΥΠΟΔΟΧΗΣ
ΤΜΗΜΑ 1ΠΡΩΤΑΣΦΑΛΙΣΗ
Άρθρο 121Γλώσσα (άρθρο 153 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)

Για τη γλώσσα υποβολής των εγγράφων από τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις με έδρα σε άλλο κράτος μέλος που λειτουργούν στην Ελλάδα είτε με καθεστώς εγκατάστασης είτε με ελεύθερη παροχή υπηρεσιών στην Εποπτική Αρχή εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 262 του παρόντος.

Άρθρο 122Προηγούμενη κοινοποίηση και προηγούμενη έγκριση (άρθρο 154 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Οι γενικοί και ειδικοί όροι των ασφαλιστηρίων συμβολαίων, των τιμολογίων, ή στην περίπτωση της ασφάλισης ζωής, των τεχνικής φύσεως στοιχείων που χρησιμοποιούνται από τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις με έδρα σε άλλο κράτος − μέλος που δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα είτε με καθεστώς εγκατάστασης είτε με ελεύθερη παροχή υπηρεσιών, για τον υπολογισμό των ασφαλίστρων και των τεχνικών προβλέψεων και τυχόν άλλων υποδειγμάτων και εγγράφων που η επιχείρηση προτίθεται να χρησιμοποιεί στις σχέσεις της με τους αντισυμβαλλομένους, δεν υπόκεινται σε προηγούμενη έγκριση, ούτε κοινοποιούνται συστηματικά σε καμία διοικητική αρχή. Κάθε αντίθετη διάταξη καταργείται από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Κατά παρέκκλιση των αναφερομένων στην παράγραφο 1 του παρόντος: α) Στοιχεία επί των τιμολογίων και των αυξήσεων επ’ αυτών μπορούν να κοινοποιούνται αποκλειστικά στην Εποπτική Αρχή, κατόπιν απόφασής της, που εκδίδεται επί τη βάσει του παρόντος άρθρου, δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και καθορίζει ρητά ότι η κοινοποίηση γίνεται μόνο στο πλαίσιο γενικού ελέγχου τιμών. Στην απόφαση προσδιορίζονται οι λοιπές αρμόδιες διοικητικές αρχές, που μπορούν να λαμβάνουν τη σχετική πληροφορία στο πλαίσιο τυχόν αρμοδιότητάς τους επί του γενικού ελέγχου τιμών και εξειδικεύονται η μορφή, ο χρόνος παροχής και εν γένει κάθε τεχνικό θέμα και αναγκαία λεπτομέρεια που αφορά στην παροχή της ως άνω πληροφορίας και την εφαρμογή του παρόντος άρθρου. Διάταξη που επιβάλλει ή κατ’ αποτέλεσμα καθιερώνει την προηγούμενη κοινοποίηση ή την έγκριση προτεινόμενων αυξήσεων τιμολογίων από οποιαδήποτε διοικητική αρχή καταργείται από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου. β) Η Εποπτική Αρχή μπορεί να επιβάλει στις ασφαλιστικές επιχειρήσεις με έδρα σε άλλο κράτος − μέλος που προτίθενται να ασκήσουν ασφάλιση στην Ελλάδα την υποχρέωση να κοινοποιούν σε αυτήν, σε μη συστηματική βάση, τους όρους των ασφαλιστηρίων συμβολαίων ή των άλλων εγγράφων που προτίθενται να χρησιμοποιήσουν. Η τήρηση της ως άνω υποχρέωσης δεν συνιστά για την ασφαλιστική επιχείρηση απαραίτητη προϋπόθεση για την άσκηση της δραστηριότητάς της.

Άρθρο 123Ασφαλιστικές επιχειρήσεις που δεν τηρούν την κείμενη νομοθεσία (άρθρο 155 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ, παράγραφος 39 του άρθρου 2 της Οδηγίας 2014/51/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Ασφαλιστική επιχείρηση με έδρα σε άλλο κράτος μέλος που λειτουργεί στην Ελλάδα με υποκατάστημα ή με ελεύθερη παροχή υπηρεσιών και δεν τηρεί την κείμενη νομοθεσία υποχρεούται να συμμορφωθεί άμεσα σε σχετική υπόδειξη της Εποπτικής Αρχής.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Σε περίπτωση μη συμμόρφωσης, η Εποπτική Αρχή ενημερώνει σχετικά την αρμόδια αρχή καταγωγής της επιχείρησης, η οποία λαμβάνει τα κατάλληλα μέτρα και ενημερώνει σχετικά την Εποπτική Αρχή. Η Εποπτική Αρχή ως αρμόδια αρχή καταγωγής λαμβάνει αμελλητί τα κατάλληλα μέτρα για ασφαλιστική επιχείρηση που εδρεύει στην Ελλάδα και ασκεί ασφαλίσεις σε άλλο κράτος − μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, είτε με υποκατάστημα είτε με ελεύθερη παροχή υπηρεσιών, εφόσον λάβει ειδοποίηση από αρμόδια αρχή υποδοχής ότι η εν λόγω επιχείρηση δεν συμμορφώνεται στην κείμενη στο κράτος αυτό νομοθεσία. Τα εν λόγω μέτρα μπορούν να περιλαμβάνουν την απαγόρευση ανάληψης νέων εργασιών στην Ελλάδα ή σε ένα ή περισσότερα κράτη που η επιχείρηση ασκεί ασφαλίσεις. Μετά τη λήψη των κατάλληλων μέτρων, η Εποπτική Αρχή ενημερώνει την αρμόδια αρχή υποδοχής. Σε περίπτωση που η Εποπτική Αρχή, ως αρμόδια αρχή καταγωγής, δεν λάβει μέτρα ή λάβει αλλά αποδείχθηκαν ανεπαρκή και σε κάθε περίπτωση ανεξαρτήτως των ληφθέντων μέτρων, εφόσον η ελληνική ασφαλιστική επιχείρηση εξακολουθεί να παραβιάζει την κείμενη στο κράτος αυτό νομοθεσία και η εποπτική αρχή του εν λόγω κράτους − μέλους λάβει κατάλληλα μέτρα δυνάμει της παραγράφου 3 του άρθρου 155 της Οδηγίας 2009/138/ ΕΚ, τα μέτρα αυτά έχουν αποτέλεσμα και στην Ελλάδα. Η Εποπτική Αρχή, ως αρμόδια αρχή καταγωγής, δύναται να απευθύνεται στην ΕΑΑΕΣ και να ζητά τη βοήθειά της σύμφωνα με το άρθρο 19 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Εάν τα μέτρα του πρώτου εδαφίου της προηγούμενης παραγράφου δεν ελήφθησαν από την αρμόδια αρχή καταγωγής ή ελήφθησαν μεν αλλά αποδείχθηκαν ανεπαρκή και σε κάθε περίπτωση ανεξαρτήτως των ληφθέντων μέτρων εφόσον η ασφαλιστική επιχείρηση με έδρα σε άλλο κράτος εξακολουθεί να παραβιάζει την κείμενη νομοθεσία, η Εποπτική Αρχή μπορεί, αφού ενημερώσει σχετικά την αρμόδια αρχή καταγωγής, να λάβει τα κατάλληλα μέτρα για την πρόληψη ή την επιβολή κυρώσεων για νέες παραβατικές πράξεις και παραλείψεις της επιχείρησης και, εφόσον είναι απόλυτα αναγκαίο, να απαγορεύσει στην επιχείρηση την άσκηση νέων ασφαλιστικών εργασιών στην Ελλάδα. Η Εποπτική Αρχή, ως αρμόδια αρχή υποδοχής, δύναται να απευθύνεται στην ΕΑΑΕΣ και να ζητά τη βοήθειά της σύμφωνα με το άρθρο 19 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Κατά παρέκκλιση των παραγράφων 1 έως 3 του παρόντος η Εποπτική Αρχή μπορεί, σε επείγουσες περιπτώσεις, να λαμβάνει τα κατάλληλα μέτρα για την πρόληψη ή την καταστολή για αντικείμενες στην κείμενη νομοθεσία πράξεις ή παραλείψεις ασφαλιστικής επιχείρησης με έδρα σε άλλο κράτος − μέλος που διενεργούνται σε ελληνικό έδαφος. Στα μέτρα περιλαμβάνεται και η δυνατότητα της Εποπτικής Αρχής να απαγορεύσει στην επιχείρηση την άσκηση νέων ασφαλιστικών εργασιών στην Ελλάδα. Η Εποπτική Αρχή μπορεί, σε επείγουσες περιπτώσεις, να λαμβάνει όλα τα κατάλληλα μέτρα και να ανακαλεί προσωρινά ή οριστικά την άδεια λειτουργίας ορισμένων ή όλων των κλάδων που ασκεί ελληνική ασφαλιστική επιχείρηση η οποία προβαίνει σε άσκηση ασφαλιστικών εργασιών σε άλλο κράτος − μέλος παρά την άρνηση της Εποπτικής Αρχής για γνωστοποίηση ή κοινοποίηση πληροφοριών σύμφωνα με τα άρθρα 116 και 118 του παρόντος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Οι παράγραφοι 1 έως 3 του παρόντος δεν θίγουν το δικαίωμα της Εποπτικής Αρχής για επιβολή κυρώσεων επί πράξεων ή παραλείψεων της επιχείρησης με έδρα σε άλλο κράτος − μέλος που λαμβάνουν χώρα στην Ελλάδα, εφόσον παραβιάζουν την κείμενη νομοθεσία.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Εάν η ασφαλιστική επιχείρηση που έχει διαπράξει την παράβαση διαθέτει εγκατάσταση ή περιουσιακά στοιχεία στην Ελλάδα, η Εποπτική Αρχή μπορεί να επιβάλει επί της εγκατάστασης τις προβλεπόμενες στην κείμενη νομοθεσία κυρώσεις περιλαμβανομένου και του περιορισμού της ελεύθερης διάθεσης των περιουσιακών στοιχείων της επιχείρησης που βρίσκονται στην Ελλάδα.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 7

Κάθε μέτρο που λαμβάνεται κατ’ εφαρμογή των παραγράφων 2 έως 6 του παρόντος και συνεπάγεται περιορισμούς στην άσκηση της ασφαλιστικής δραστηριότητας απαιτεί αιτιολογία και κοινοποιείται στην ενδιαφερόμενη ασφαλιστική επιχείρηση.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 8

Οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις με έδρα σε άλλο κράτος − μέλος που δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα υποβάλλουν σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία στην Εποπτική Αρχή κάθε στοιχείο που η Εποπτική Αρχή τους ζητά για την άσκηση των εποπτικών της αρμοδιοτήτων σύμφωνα με το παρόν άρθρο εφόσον και οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις, των οποίων η έδρα είναι στην Ελλάδα, έχουν την ίδια υποχρέωση.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 9

Η Εποπτική Αρχή ενημερώνει την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και την ΕΑΑΕΣ για τον αριθμό και το είδος των περιπτώσεων στις οποίες σημειώθηκε άρνηση γνωστοποίησης ή κοινοποίησης πληροφοριών κατ’ εφαρμογή των άρθρων 116 και 118 του παρόντος και η Εποπτική Αρχή έλαβε μέτρα σύμφωνα με τα οριζόμενα στις παραγράφους 3 και 4 του παρόντος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 10

Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου δεν θίγουν την κατά περίπτωση εφαρμογή των κανόνων ποινικού δικαίου περιλαμβανομένων των ποινικών κυρώσεων που προβλέπει η ισχύουσα ασφαλιστική νομοθεσία στην Ελλάδα.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 11

Με απόφαση της Εποπτικής Αρχής καθορίζονται ενδεικτικές περιπτώσεις υπέρβασης του καθεστώτος δραστηριοποίησης με ελεύθερη παροχή υπηρεσιών.

Άρθρο 124Διαφήμιση (άρθρο 156 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)

Οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις με έδρα σε άλλο κράτος − μέλος μπορούν να διαφημίζουν στην Ελλάδα, τις υπηρεσίες που παρέχουν, με όλα τα μέσα επικοινωνίας που είναι διαθέσιμα, εφόσον τηρούν την κείμενη νομοθεσία που διέπει τη μορφή και το περιεχόμενο αυτής της διαφήμισης και έχουν θεσπιστεί για λόγους δημοσίου συμφέροντος.

Άρθρο 125Φορολογία (άρθρο 157 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Ασφαλιστήρια συμβόλαια υπόκεινται αποκλειστικά στις προβλέψεις του ελληνικού δικαίου ως προς τους οφειλόμενους έμμεσους φόρους, τα τέλη, τα τυχόν δικαιώματα και τις εισφορές υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου ή τρίτων προσώπων, εφόσον κράτος − μέλος του κινδύνου ή της ασφαλιστικής υποχρέωσης είναι η Ελλάδα, σύμφωνα με τις παραγράφους 13 και 14 του άρθρου 3 του παρόντος. Επίσης, στους ίδιους έμμεσους φόρους, τέλη, τυχόν δικαιώματα και εισφορές υπόκεινται και τα ασφαλιστήρια που αφορούν κινητά που περιλαμβάνονται σε ακίνητο το οποίο βρίσκεται στην Ελλάδα, εκτός από κινητά υπό εμπορική διαμετακόμιση, ακόμη και όταν το ακίνητο και το περιεχόμενό του δεν καλύπτονται με το ίδιο ασφαλιστήριο συμβόλαιο.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Το φορολογικό καθεστώς του παρόντος άρθρου ισχύει ανεξαρτήτως του εφαρμοστέου ασφαλιστική σύμβαση ιδιωτικού δικαίου, όπως αυτό ρυθμίζεται στις διατάξεις του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2008/593.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Κάθε ασφαλιστική επιχείρηση που είναι εγκατεστημένη σε άλλο κράτος − μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εφόσον συνάπτει ασφαλιστήρια συμβόλαια που αφορούν κινδύνους ή ασφαλιστικές υποχρεώσεις που βρίσκονται στην Ελλάδα για τα ασφάλιστρα των οποίων εφαρμόζεται η ελληνική νομοθεσία κατά τις διατάξεις της παραγράφου 1 του παρόντος υποχρεούται να διορίσει φορολογικό αντιπρόσωπο στην Ελλάδα, σύμφωνα με τις διατάξεις της περίπτωσης δ΄ της παρ. 4 του άρθρου 36 του ν. 2859/2000 (Α΄ 248), ο οποίος έχει όλες τις φορολογικές υποχρεώσεις και τα δικαιώματα που έχουν οι εγκατεστημένες στην Ελλάδα ασφαλιστικές επιχειρήσεις. Η ύπαρξη του αντιπροσώπου αυτού δεν αποτελεί εγκατάσταση της ασφαλιστικής επιχείρησης με την επιφύλαξη των διατάξεων των παραγράφων 11 και 12 του άρθρου 3 και του άρθρου 120 του παρόντος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Οι υποχρεώσεις καταβολής των εμμέσων φόρων και λοιπών επιβαρύνσεων επί των ασφαλίστρων, σύμφωνα με την παράγραφο 1 του παρόντος θεωρούνται απαιτητές στο νόμισμα των ασφαλίστρων και καταβάλλονται με βάσει την ισοτιμία ευρώ − ξένου νομίσματος της ημέρας της είσπραξης.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Ο φορολογικός αντιπρόσωπος, μαζί με τη δήλωση καταβολής του φόρου ασφαλίστρων του τελευταίου τριμήνου του προηγούμενου έτους, υποχρεούται να υποβάλλει στην αρμόδια Δημόσια Οικονομική Υπηρεσία πλήρη κατάλογο των ασφαλιστηρίων συμβολαίων της επιχείρησης που αντιπροσωπεύει, τα ασφάλιστρα των οποίων υπόκεινται στους έμμεσους φόρους και επιβαρύνσεις της παραγράφου 1 του παρόντος.

ΤΜΗΜΑ 2ΑΝΤΑΣΦΑΛΙΣΗ
Άρθρο 126Αντασφαλιστικές επιχειρήσεις που δεν τηρούν την κείμενη νομοθεσία (άρθρο 158 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ, παράγραφος 40 του άρθρου 2 της Οδηγίας 2014/51/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Αντασφαλιστική επιχείρηση με έδρα σε άλλο κράτος − μέλος που λειτουργεί στην Ελλάδα με υποκατάστημα ή με ελεύθερη παροχή υπηρεσιών και δεν τηρεί την κείμενη νομοθεσία υποχρεούται να συμμορφωθεί άμεσα σε σχετική υπόδειξη της Εποπτικής Αρχής.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Σε περίπτωση μη συμμόρφωσης, η Εποπτική Αρχή ενημερώνει σχετικά την αρμόδια αρχή καταγωγής της επιχείρησης, η οποία λαμβάνει τα κατάλληλα μέτρα και ενημερώνει σχετικά την Εποπτική Αρχή. Η Εποπτική Αρχή ως αρμόδια αρχή καταγωγής λαμβάνει αμελλητί τα κατάλληλα μέτρα για αντασφαλιστική επιχείρηση που εδρεύει στην Ελλάδα και ασκεί αντασφαλίσεις σε άλλο κράτος − μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, είτε με υποκατάστημα είτε με ελεύθερη παροχή υπηρεσιών, εφόσον λάβει ειδοποίηση από αρμόδια αρχή υποδοχής ότι η εν λόγω επιχείρηση δεν συμμορφώνεται στην κείμενη, στο κράτος αυτό, νομοθεσία. Τα εν λόγω μέτρα μπορούν να περιλαμβάνουν την απαγόρευση ανάληψης νέων εργασιών στην Ελλάδα ή σε ένα ή περισσότερα κράτη που η επιχείρηση ασκεί εργασίες. Μετά τη λήψη των κατάλληλων μέτρων, η Εποπτική Αρχή ενημερώνει την αρμόδια αρχή υποδοχής. Σε περίπτωση που η Εποπτική Αρχή, ως αρμόδια αρχή καταγωγής, δεν λάβει μέτρα ή λάβει αλλά αποδείχθηκαν ανεπαρκή και σε κάθε περίπτωση ανεξαρτήτως των ληφθέντων μέτρων, εφόσον η ελληνική αντασφαλιστική επιχείρηση εξακολουθεί να παραβιάζει την κείμενη, στο κράτος αυτό, νομοθεσία και η εποπτική αρχή του εν λόγω κράτους − μέλους λάβει κατάλληλα μέτρα δυνάμει της παραγράφου 2 του άρθρου 158 της Οδηγίας 2009/138/ ΕΚ, τα μέτρα αυτά έχουν αποτέλεσμα και στην Ελλάδα. Η Εποπτική Αρχή, ως αρμόδια αρχή καταγωγής, δύναται να απευθύνεται στην ΕΑΑΕΣ και να ζητά την βοήθειά της σύμφωνα με το άρθρο 19 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010. 2. Εάν, τα μέτρα της προηγούμενης παραγράφου δεν ελήφθησαν από την αρμόδια αρχή καταγωγής ή ελήφθησαν μεν αλλά αποδείχθηκαν ανεπαρκή και σε κάθε περίπτωση ανεξαρτήτως των ληφθέντων μέτρων, εφόσον η αντασφαλιστική επιχείρηση με έδρα σε άλλο κράτος − μέλος εξακολουθεί να παραβιάζει την κείμενη νομοθεσία, η Εποπτική Αρχή, ως αρμόδια αρχή υποδοχής μπορεί, αφού ενημερώσει σχετικά την αρμόδια αρχή καταγωγής, να λάβει τα κατάλληλα μέτρα για την πρόληψη ή την επιβολή κυρώσεων για νέες, αντικείμενες στην κείμενη νομοθεσία, πράξεις και παραλείψεις της επιχείρησης και, εφόσον είναι απόλυτα αναγκαίο, να απαγορεύσει στην επιχείρηση να ασκεί αντασφαλίσεις στην Ελλάδα. Η Εποπτική Αρχή, ως αρμόδια αρχή υποδοχής, δύναται να απευθύνεται στην ΕΑΑΕΣ και να ζητά την βοήθειά της σύμφωνα με το άρθρο 19 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Κάθε μέτρο που λαμβάνεται κατ’ εφαρμογή του παρόντος άρθρου και συνεπάγεται περιορισμούς στην άσκηση της αντασφαλιστικής δραστηριότητας απαιτεί αιτιολογία και κοινοποιείται στην ενδιαφερόμενη ασφαλιστική επιχείρηση.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου δεν θίγουν την κατά περίπτωση εφαρμογή των κανόνων ποινικού δικαίου περιλαμβανομένων των ποινικών κυρώσεων που προβλέπει η ισχύουσα ασφαλιστική νομοθεσία στην Ελλάδα.

Αθήνα, 3 Φεβρουαρίου 2016
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
ΠΡΟΚΟΠΙΟΣ Β. ΠΑΥΛΟΠΟΥΛΟΣ
ΟΙ ΥΠΟΥΡΓΟΙ
ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΚΑΙ ΑΝΑΠΛΗΡΩΤΗΣ ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗΣ ΑΝΑΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗΣ ΑΝΑΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗΣ
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΚΟΥΡΟΥΜΠΛΗΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΤΟΣΚΑΣ
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ, ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ, ΔΙΑΦΑΝΕΙΑΣ
ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΚΑΙ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΣΤΑΘΑΚΗΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΟΠΟΥΛΟΣ
ΕΡΓΑΣΙΑΣ, ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ
ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΤΡΟΥΓΚΑΛΟΣ ΕΥΚΛΕΙΔΗΣ ΤΣΑΚΑΛΩΤΟΣ
ΑΝΑΠΛΗΡΩΤΗΣ ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΧΟΥΛΙΑΡΑΚΗΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΠΑΠΠΑΣ
Θεωρήθηκε και τέθηκε η Μεγάλη Σφραγίδα του Κράτους.
Αθήνα, 4 Φεβρουαρίου 2016
Ο ΕΠΙ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΥΠΟΥΡΓΟΣ
ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΟΠΟΥΛΟΣ