13 Α' 2016

ΝΟΜΟΣ 4364/2016

Προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας στην Οδηγία 2009/138/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2009, σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριοτήτων ασφάλισης και αντασφάλισης (Φερεγγυότητα ΙΙ), στα άρθρα 2 και 8 της Oδηγίας 2014/51/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Απριλίου 2014 σχετικά με την τροποποίηση των Οδηγιών 2003/71/ΕΚ και 2009/138/ΕΚ, και των Κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 1060/2009, (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 και (ΕΕ) αριθ. 1095/2010, όσον αφορά τις εξουσίες της Ευρωπαϊκής Αρχής Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων (εφεξής ΕΑΑΕΣ) και της Ευρωπαϊκής Αρχής Κινητών Αξιών και Αγορών, καθώς και στο άρθρο 4 της Οδηγίας 2011/89/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Νοεμβρίου 2011, σχετικά με τη συμπληρωματική εποπτεία των χρηματοπιστωτικών οντοτήτων που ανήκουν σε χρηματοπιστωτικούς ομίλους ετερογενών δραστηριοτήτων και συναφείς διατάξεις της νομοθεσίας περί της ιδιωτικής ασφάλισης και άλλες διατάξεις.

ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ - ΕΠΟΠΤΕΙΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΑΝΤΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΠΟΥ ΑΝΗΚΟΥΝ ΣΕ ΟΜΙΛΟ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄ - ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΘΕΣΗ
05 Φεβρουαρίου 2016

ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ
ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
ΤΕΥΧΟΣ ΠΡΩΤΟ Αρ. Φύλλου 13
5 Φεβρουαρίου 2016

NOMOΣ ΥΠ’ ΑΡΙΘ. 4364
Προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας στην Οδηγία 2009/138/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2009, σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριοτήτων ασφάλισης και αντασφάλισης (Φερεγγυότητα ΙΙ), στα άρθρα 2 και 8 της Oδηγίας 2014/51/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Απριλίου 2014 σχετικά με την τροποποίηση των Οδηγιών 2003/71/ΕΚ και 2009/138/ΕΚ, και των Κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 1060/2009, (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 και (ΕΕ) αριθ. 1095/2010, όσον αφορά τις εξουσίες της Ευρωπαϊκής Αρχής Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων (εφεξής ΕΑΑΕΣ) και της Ευρωπαϊκής Αρχής Κινητών Αξιών και Αγορών, καθώς και στο άρθρο 4 της Οδηγίας 2011/89/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Νοεμβρίου 2011, σχετικά με τη συμπληρωματική εποπτεία των χρηματοπιστωτικών οντοτήτων που ανήκουν σε χρηματοπιστωτικούς ομίλους ετερογενών δραστηριοτήτων και συναφείς διατάξεις της νομοθεσίας περί της ιδιωτικής ασφάλισης και άλλες διατάξεις.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Εκδίδομε τον ακόλουθο νόμο που ψήφισε η Βουλή:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΘΕΣΗΕΝΟΤΗΤΑ 1ΦΕΡΕΓΓΥΟΤΗΤΑ ΟΜΙΛΟΥ
ΤΜΗΜΑ 1ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 176Εποπτεία της φερεγγυότητας του ομίλου (άρθρο 218 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Η εποπτεία της φερεγγυότητας του ομίλου ασκείται σύμφωνα με τις παραγράφους 2 και 3 του παρόντος άρθρου, με το άρθρο 201 και με το Κεφάλαιο Γ΄ του παρόντος Μέρους.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Στην περίπτωση α΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 171 του παρόντος, οι συμμετέχουσες ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις μεριμνούν ώστε να υπάρχουν διαθέσιμα επιλέξιμα ίδια κεφάλαια στον όμιλο, τα οποία να είναι πάντοτε τουλάχιστον ίσα με την Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας του ομίλου, όπως αυτές υπολογίζονται σύμφωνα με τα Τμήματα 2, 3 και 4 της παρούσας Ενότητας.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Στη περίπτωση β΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 171 του παρόντος, οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις σε έναν όμιλο μεριμνούν ώστε να υπάρχουν διαθέσιμα επιλέξιμα κεφάλαια στον όμιλο, τα οποία να είναι πάντοτε ίσα με τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας του ομίλου, όπως αυτές υπολογίζονται σύμφωνα με το Τμήμα 5 της παρούσας Ενότητας.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Οι απαιτήσεις που αναφέρονται στις παραγράφους 2 και 3 του παρόντος υπόκεινται σε εποπτική εξέταση από την Εποπτική Αρχή, εφόσον δρα ως αρχή εποπτείας του ομίλου, σύμφωνα με το Κεφάλαιο Γ΄ του παρόντος Μέρους. Το άρθρο 107 του παρόντος και οι παράγραφοι 1 έως 4 του άρθρου 109 του παρόντος εφαρμόζονται τηρουμένων των αναλογιών.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Μόλις η συμμετέχουσα επιχείρηση παρατηρήσει ότι ο όμιλος δεν συμμορφώνεται πλέον προς τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας ή ότι υπάρχει κίνδυνος να πάψει να συμμορφώνεται μέσα στους επόμενους τρεις μήνες ενημερώνει αμελλητί την αρχή εποπτείας του ομίλου. Η Εποπτική Αρχή, εφόσον δρα ως αρχή εποπτείας του ομίλου ενημερώνει τις άλλες εποπτικές αρχές του Κολλεγίου, το οποίο προβαίνει σε ανάλυση της κατάστασης του ομίλου. Εφόσον στην αντίστοιχη περίπτωση που αναφέρεται στην παρούσα παράγραφο, η Εποπτική Αρχή τυγχάνει ενδιαφερόμενη αρχή, τότε συμμετέχει στις σχετικές εργασίες του Κολλεγίου εποπτικών αρχών αναφορικά με την ανάλυση της κατάστασης του ομίλου.

Άρθρο 177Συχνότητα υπολογισμού (άρθρο 219 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ, παράγραφος 6 του άρθρου 4 της Οδηγίας 2011/89/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Η Εποπτική Αρχή, εφόσον δρα ως αρχή εποπτείας του ομίλου, μεριμνά ώστε οι υπολογισμοί που αναφέρονται στις παραγράφους 2 και 3 του άρθρου 176 του παρόντος να διενεργούνται τουλάχιστον μία φορά ετησίως είτε από τη συμμετέχουσα ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση είτε από την εταιρεία ασφαλιστικών συμμετοχών ή την μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών. Τα σχετικά δεδομένα για τον υπολογισμό και τα αποτελέσματα του υπολογισμού υποβάλλονται στην αρχή που ασκεί την εποπτεία του ομίλου από τη συμμετέχουσα ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση ή όταν του ομίλου δεν ηγείται ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, από την εταιρεία ασφαλιστικών συμμετοχών ή από την μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών ή από την επιχείρηση στον όμιλο που καθορίζει η Εποπτική Αρχή, εφόσον δρα ως αρχή εποπτείας του ομίλου, άλλως η αρχή εποπτείας του ομίλου, μετά από διαβουλεύσεις με τις λοιπές ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές και με τον ίδιο τον όμιλο. Όταν η Εποπτική Αρχή τυγχάνει, στις περιπτώσεις της παρούσας παραγράφου, ενδιαφερόμενη εποπτική αρχή, συμμετέχει στις αντίστοιχες διαβουλεύσεις με τις λοιπές ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές, την αρχή εποπτείας του ομίλου και με τον ίδιο τον όμιλο.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Η ασφαλιστική και αντασφαλιστική επιχείρηση, η εταιρεία ασφαλιστικών συμμετοχών και η μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών επιβλέπουν τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας του ομίλου σε συνεχή βάση. Εάν το προφίλ κινδύνου του ομίλου αποκλίνει σημαντικά από τις παραδοχές στις οποίες βασίζονται οι τελευταίες αναφερθείσες κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας του ομίλου, οι κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας του ομίλου υπολογίζονται εκ νέου χωρίς καθυστέρηση και υποβάλλονται στην αρχή εποπτείας του ομίλου. Όταν υπάρχουν στοιχεία που υπονοούν ότι το προφίλ κινδύνου του ομίλου έχει αλλάξει σημαντικά από την ημερομηνία κατά την οποία αναφέρθηκαν τελευταία οι κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας του ομίλου, η Εποπτική Αρχή εφόσον δρα ως αρχή εποπτείας του ομίλου, μπορεί να ζητά τον επανυπολογισμό των κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας του ομίλου.

ΤΜΗΜΑ 2ΕΠΙΛΟΓΗ ΤΗΣ ΜΕΘΟΔΟΥ ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΥ ΤΗΣ ΦΕΡΕΓΓΥΟΤΗΤΑΣ
Άρθρο 178Επιλογή της μεθόδου (άρθρο 220 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Ο υπολογισμός της φερεγγυότητας στο επίπεδο του ομίλου των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων, που αναφέρονται στην περίπτωση α΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 171 του παρόντος, πραγματοποιείται σύμφωνα με τις τεχνικές αρχές και μία από τις μεθόδους, οι οποίες παρατίθενται στα άρθρα 179 έως 191 του παρόντος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Ο υπολογισμός της φερεγγυότητας στο επίπεδο του ομίλου των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων που αναφέρονται στην περίπτωση α΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 171 του παρόντος διενεργείται σύμφωνα με τη μέθοδο 1, η οποία περιγράφεται στα άρθρα 188 έως 190 του παρόντος. Ωστόσο, η Εποπτική Αρχή δύναται, εφόσον δρα ως αρχή εποπτείας του ομίλου, να αποφασίζει, μετά από διαβουλεύσεις με τις λοιπές ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές και τον ίδιο τον όμιλο, να εφαρμόζει στο συγκεκριμένο όμιλο τη μέθοδο 2 που περιγράφεται στο άρθρο 191 του παρόντος ή συνδυασμό των μεθόδων 1 και 2, εφόσον αυτή κρίνει την αποκλειστική εφαρμογή της μεθόδου 1 ως ακατάλληλη. Εφόσον η Εποπτική Αρχή δρα στην περίπτωση της παρούσας παραγράφου, ως ενδιαφερόμενη εποπτική αρχή, συμμετέχει στις αντίστοιχες διαβουλεύσεις με τις λοιπές ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές, την αρχή εποπτείας του ομίλου και τον ίδιο τον όμιλο.

Άρθρο 179Συμπερίληψη αναλογικού μεριδίου (άρθρο 221 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Στον υπολογισμό της φερεγγυότητας του ομίλου λαμβάνεται υπόψη το αναλογικό μερίδιο που κατέχει η συμμετέχουσα επιχείρηση στις συνδεδεμένες επιχειρήσεις της. Για τους σκοπούς του πρώτου εδαφίου, το αναλογικό μερίδιο περιλαμβάνει οποιοδήποτε από τα κατωτέρω: α) όταν χρησιμοποιείται η μέθοδος 1, τα ποσοστά που χρησιμοποιούνται για την κατάρτιση των ενοποιημένων λογαριασμών, β) όταν χρησιμοποιείται η μέθοδος 2, την αναλογία του εγγεγραμμένου κεφαλαίου που κατέχεται, άμεσα ή έμμεσα, από τη συμμετέχουσα επιχείρηση. Ωστόσο, ανεξάρτητα από τη χρησιμοποιούμενη μέθοδο, όταν η συνδεδεμένη επιχείρηση είναι θυγατρική και δεν διαθέτει επαρκή επιλέξιμα ίδια κεφάλαια για να καλύψει τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας, λαμβάνεται υπόψη το συνολικό έλλειμμα φερεγγυότητας της θυγατρικής. Όταν, κατά τη γνώμη της Εποπτικής Αρχής, εφόσον δρα ως αρχή εποπτείας του ομίλου, η ευθύνη της μητρικής επιχείρησης που κατέχει μερίδιο του κεφαλαίου είναι αυστηρά περιορισμένη στο τμήμα αυτό του κεφαλαίου, η Εποπτική Αρχή δύναται, εντούτοις, να επιτρέψει να ληφθεί υπόψη σε αναλογική βάση το έλλειμμα φερεγγυότητας της θυγατρικής επιχείρησης.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Η Εποπτική Αρχή, εφόσον δρα ως αρχή εποπτείας του ομίλου, καθορίζει, μετά από διαβουλεύσεις με τις άλλες ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές και τον ίδιο τον όμιλο, το αναλογικό μερίδιο που λαμβάνεται υπόψη στις ακόλουθες περιπτώσεις: α) όταν δεν υπάρχουν δεσμοί κεφαλαίου μεταξύ ορισμένων από τις επιχειρήσεις ενός ομίλου, β) όταν η Εποπτική Αρχή ή άλλη εποπτική αρχή της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχει καθορίσει ότι η κατοχή, άμεση ή έμμεση, δικαιωμάτων ψήφου ή κεφαλαίου σε μια επιχείρηση θεωρείται ως συμμετοχή επειδή, κατά τη γνώμη της, ασκείται στην πραγματικότητα σημαντική επιρροή στην επιχείρηση αυτή, γ) όταν η Εποπτική Αρχή ή άλλη εποπτική αρχή της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχει καθορίσει ότι μια επιχείρηση είναι η μητρική επιχείρηση μιας άλλης διότι, κατά τη γνώμη της Εποπτικής Αρχής ή της άλλης εποπτικής αρχής, ασκεί ουσιαστικά δεσπόζουσα επιρροή στην άλλη αυτή επιχείρηση. Εφόσον η Εποπτική Αρχή δρα στην περίπτωση της παρούσας παραγράφου, ως ενδιαφερόμενη εποπτική αρχή, συμμετέχει στις αντίστοιχες διαβουλεύσεις με τις λοιπές ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές, την αρχή εποπτείας του ομίλου και τον ίδιο τον όμιλο.

Άρθρο 180Εξάλειψη του διπλού υπολογισμού των επιλέξιμων ιδίων κεφαλαίων (άρθρο 222 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Δεν επιτρέπεται ο διπλός υπολογισμός ιδίων κεφαλαίων που είναι επιλέξιμα για τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας μεταξύ των διαφόρων ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών επιχειρήσεων που λαμβάνονται υπόψη κατά τον υπολογισμό αυτό. Προς το σκοπό αυτόν κατά τον υπολογισμό της φερεγγυότητας σε επίπεδο ομίλου, και εφόσον οι μέθοδοι που περιγράφονται στο Τμήμα 4 της παρούσας Ενότητας δεν το διασφαλίζουν, αποκλείονται τα ακόλουθα ποσά: α) η αξία οποιουδήποτε περιουσιακού στοιχείου της συμμετέχουσας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, που αντιπροσωπεύει τη χρηματοδότηση στοιχείων των ιδίων κεφαλαίων τα οποία είναι επιλέξιμα για τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας μιας από τις συνδεδεμένες της ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, β) η αξία οποιουδήποτε περιουσιακού στοιχείου συνδεδεμένης ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης της συμμετέχουσας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, που αντιπροσωπεύει τη χρηματοδότηση στοιχείων των ιδίων κεφαλαίων τα οποία είναι επιλέξιμα για τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας της εν λόγω συμμετέχουσας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, γ) η αξία οποιουδήποτε περιουσιακού στοιχείου συνδεδεμένης ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης της συμμετέχουσας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, που αντιπροσωπεύει τη χρηματοδότηση στοιχείων των ιδίων κεφαλαίων τα οποία είναι επιλέξιμα για τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας οιασδήποτε άλλης συνδεδεμένης ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης της εν λόγω συμμετέχουσας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Με την επιφύλαξη της παραγράφου 1 του παρόντος, τα ακόλουθα στοιχεία μπορούν να συμπεριλαμβάνονται στον υπολογισμό μόνον εφόσον είναι επιλέξιμα για την κάλυψη των κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας της σχετικής συνδεδεμένης επιχείρησης: α) τα πλεονάζοντα κεφάλαια που εμπίπτουν στην παράγραφο 2 του άρθρου 70 του παρόντος συνδεδεμένης ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης ζωής της συμμετέχουσας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης για την οποία υπολογίζεται η φερεγγυότητα σε επίπεδο ομίλου, β) το εγγεγραμμένο και μη καταβεβλημένο κεφάλαιο συνδεδεμένης ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης της συμμετέχουσας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης για την οποία υπολογίζεται το περιθώριο φερεγγυότητας σε επίπεδο ομίλου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Τα ακόλουθα στοιχεία δεν περιλαμβάνονται σε κάθε περίπτωση στον υπολογισμό: α) το εγγεγραμμένο αλλά μη καταβεβλημένο κεφάλαιο το οποίο αντιπροσωπεύει δυνητική υποχρέωση της συμμετέχουσας επιχείρησης, β) το εγγεγραμμένο αλλά μη καταβεβλημένο κεφάλαιο της συμμετέχουσας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης το οποίο αντιπροσωπεύει δυνητική υποχρέωση της συνδεδεμένης ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, γ) το εγγεγραμμένο αλλά μη καταβεβλημένο κεφάλαιο συνδεδεμένης ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης το οποίο αντιπροσωπεύει δυνητική υποχρέωση άλλης συνδεδεμένης ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης της ιδίας συμμετέχουσας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Εάν η Εποπτική Αρχή ή άλλη ενδιαφερόμενη εποπτική αρχή εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, θεωρήσουν ότι ορισμένα στοιχεία των ιδίων κεφαλαίων που είναι επιλέξιμα για τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας μιας συνδεδεμένης ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, πέραν εκείνων που αναφέρονται στην παράγραφο 2 του παρόντος, δεν μπορούν ουσιαστικά να διατεθούν για την κάλυψη των κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας της συμμετέχουσας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης για την οποία υπολογίζεται η φερεγγυότητα σε επίπεδο ομίλου, τα εν λόγω στοιχεία των ιδίων κεφαλαίων μπορούν να συμπεριληφθούν στον υπολογισμό μόνον εφόσον είναι επιλέξιμα και κατά μέγιστο ποσό μέχρι του ύψος της Κεφαλαιακής Απαίτησης Φερεγγυότητας της συνδεδεμένης επιχείρησης.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Το άθροισμα των ιδίων κεφαλαίων που αναφέρονται στις παραγράφους 2 και 4 του παρόντος δεν υπερβαίνει την Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας της συνδεδεμένης ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Τα επιλέξιμα ίδια κεφάλαια συνδεδεμένης ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης της συμμετέχουσας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, για την οποία υπολογίζεται η φερεγγυότητα σε επίπεδο ομίλου, τα οποία υπόκεινται σε προηγούμενη εποπτική έγκριση σύμφωνα με το άρθρο 69 του παρόντος, μπορούν να συμπεριλαμβάνονται στον υπολογισμό μόνον εφόσον έχουν δεόντως εγκριθεί από την αρχή, η οποία είναι υπεύθυνη για την εποπτεία της συνδεδεμένης αυτής επιχείρησης.

Άρθρο 181Διαγραφή ενδοομιλικής δημιουργίας κεφαλαίου (άρθρο 223 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Κατά τον υπολογισμό της φερεγγυότητας σε επίπεδο ομίλου, δεν λαμβάνονται υπόψη για τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας επιλέξιμα ίδια κεφάλαια τα οποία απορρέουν από αμοιβαία χρηματοδότηση μεταξύ της συμμετέχουσας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης και κάποιας εκ των κατωτέρω: α) συνδεδεμένης επιχείρησης, β) συμμετέχουσας επιχείρησης, γ) άλλης συνδεδεμένης επιχείρησης οιασδήποτε από τις συμμετέχουσες επιχειρήσεις.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Κατά τον υπολογισμό της φερεγγυότητας σε επίπεδο ομίλου, δεν λαμβάνονται υπόψη επιλέξιμα ίδια κεφάλαια για τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας συνδεδεμένης ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης της συμμετέχουσας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης για την οποία υπολογίζεται η φερεγγυότητα σε επίπεδο ομίλου, όταν τα σχετικά ίδια κεφάλαια προκύπτουν από αμοιβαία χρηματοδότηση με οποιαδήποτε άλλη συνδεδεμένη επιχείρηση της εν λόγω συμμετέχουσας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Θεωρείται ότι υπάρχει αμοιβαία χρηματοδότηση όταν τουλάχιστον μία ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση ή οποιαδήποτε από τις συνδεδεμένες επιχειρήσεις της, κατέχει μερίδια σε άλλη επιχείρηση ή δανειοδοτεί άλλη επιχείρηση η οποία, άμεσα ή έμμεσα, κατέχει ίδια κεφάλαια επιλέξιμα για την Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας των πρώτων επιχειρήσεων.

Άρθρο 182Αποτίμηση (άρθρο 224 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)

Η αξία των στοιχείων ενεργητικού και του παθητικού αποτιμάται σύμφωνα με το άρθρο 50 του παρόντος.

ΤΜΗΜΑ 3ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΜΕΘΟΔΩΝ ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΥ
Άρθρο 183Συνδεδεμένες ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις (άρθρο 225 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)

Όταν η ασφαλιστική ή η αντασφαλιστική επιχείρηση έχει περισσότερες της μίας συνδεδεμένες ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, ο υπολογισμός της φερεγγυότητας σε επίπεδο ομίλου διενεργείται με συνεκτίμηση εκάστης των συνδεδεμένων αυτών ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών επιχειρήσεων. Εφόσον η συνδεδεμένη ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση έχει την έδρα της σε άλλο κράτος εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης αλλά εκτός Ελλάδος, κατά τον υπολογισμό λαμβάνονται υπόψη, ως προς τη συνδεδεμένη επιχείρηση, η Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας και τα επιλέξιμα ίδια κεφάλαια για την ικανοποίηση των απαιτήσεων αυτών, όπως ορίζεται σε αυτό το άλλο κράτος − μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 184Ενδιάμεσες εταιρείες ασφαλιστικών συμμετοχών (άρθρο 226 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ, παράγραφος 7 του άρθρου 4 της Οδηγίας 2011/89/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Κατά τον υπολογισμό της φερεγγυότητας σε επίπεδο ομίλου ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, η οποία κατέχει συμμετοχή σε συνδεδεμένη ασφαλιστική επιχείρηση, συνδεδεμένη αντασφαλιστική επιχείρηση, ασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας ή αντασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας, μέσω εταιρείας ασφαλιστικών συμμετοχών ή μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών, λαμβάνεται υπόψη η κατάσταση αυτής της εταιρείας ασφαλιστικών συμμετοχών ή της μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών. Μόνο για το σκοπό του υπολογισμού του πρώτου εδαφίου της παρούσας, η ενδιάμεση εταιρεία ασφαλιστικών συμμετοχών ή η ενδιάμεση μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών, αντιμετωπίζεται ως εάν ήταν ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση υποκείμενη στους κανόνες που ορίζονται στα Τμήματα 1, 2 και 3 της Ενότητας 4 του Κεφαλαίου ΣΤ΄ του Πρώτου Μέρους του Παρόντος σε σχέση με την Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας και στις ίδιες προϋποθέσεις με αυτές που ορίζονται στα Τμήματα 1, 2 και 3 της Ενότητας 3 του Κεφαλαίου ΣΤ΄ του Πρώτου Μέρους του Παρόντος σε σχέση με τα επιλέξιμα ίδια κεφάλαια που καλύπτουν την Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Στις περιπτώσεις στις οποίες μια ενδιάμεση εταιρεία ασφαλιστικών συμμετοχών ή ενδιάμεση μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών κατέχει δάνεια μειωμένης εξασφάλισης (διασφάλισης) ή άλλα επιλέξιμα ίδια κεφάλαια που υπόκεινται σε περιορισμό σύμφωνα με το άρθρο 75 του παρόντος, αναγνωρίζονται ως επιλέξιμα ίδια κεφάλαια μέχρι τα ποσά που υπολογίζονται με την εφαρμογή των ορίων που προβλέπονται στο άρθρο 75 του παρόντος στα συνολικά οφειλόμενα επιλέξιμα ίδια κεφάλαια σε επίπεδο ομίλου σε σύγκριση με τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας σε επίπεδο ομίλου. Τα επιλέξιμα ίδια κεφάλαια ενδιάμεσης εταιρείας ασφαλιστικών συμμετοχών ή ενδιάμεσης μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών, για τα οποία απαιτείται προηγούμενη έγκριση από την Εποπτική Αρχή σύμφωνα με το άρθρο 69 του παρόντος ή από την αντίστοιχη εποπτική αρχή σύμφωνα με το άρθρο 90 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ, εάν κρατούνται από ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, μπορούν να συμπεριληφθούν στον υπολογισμό της φερεγγυότητας σε επίπεδο ομίλου μόνον εφόσον έχουν εγκριθεί δεόντως από την Εποπτική Αρχή, εφόσον δρα ως αρχή εποπτείας του ομίλου, άλλως από την αρχή εποπτείας του ομίλου.

Άρθρο 185Συνδεδεμένες ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις τρίτων χωρών (άρθρο 227 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ, παράγραφος 50 του άρθρου 2 της Οδηγίας 2014/51/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Κατά τον υπολογισμό, σύμφωνα με το 191 του παρόντος, της φερεγγυότητας σε επίπεδο ομίλου ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, η οποία είναι συμμετέχουσα επιχείρηση σε ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας, η τελευταία αντιμετωπίζεται, μόνο για τους σκοπούς του υπολογισμού αυτού, ως συνδεδεμένη ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση. Ωστόσο, οσάκις η τρίτη χώρα στην οποία η εν λόγω επιχείρηση έχει την έδρα της την υποβάλλει σε διαδικασία χορήγησης αδείας και της επιβάλλει καθεστώς φερεγγυότητας τουλάχιστον ισοδύναμο με εκείνο που ορίζεται στο Κεφάλαιο ΣΤ΄ του Πρώτου Μέρους του παρόντος, τότε κατά τον υπολογισμό, λαμβάνονται υπόψη, όσον αφορά στη συγκεκριμένη επιχείρηση, η Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας και τα ίδια κεφάλαια που είναι επιλέξιμα για την κάλυψη της απαίτησης αυτής όπως ορίζεται από την εκάστοτε τρίτη χώρα.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Η εξακρίβωση του κατά πόσον το καθεστώς της τρίτης χώρας είναι τουλάχιστον ισοδύναμο, πραγματοποιείται από την Εποπτική Αρχή, με απόφασή της που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, μόνο στην περίπτωση που αυτή δρα ως αρχή που ασκεί την εποπτεία του ομίλου, μετά από αίτημα της συμμετέχουσας επιχείρησης ή με δική της πρωτοβουλία και εφόσον δεν έχουν εκδοθεί αντίστοιχες κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, σύμφωνα με τις παραγράφους 4 και 5 του άρθρου 227 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ. Για τη διεξαγωγή της εξακρίβωσης του προηγούμενου εδαφίου, η Εποπτική Αρχή ζητά τη σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 33 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 1094/2010 συμβολή της ΕΑΑΕΣ και, πριν να λάβει απόφαση σχετικά με την ισοδυναμία, διαβουλεύεται με τις λοιπές ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές. Αντιστοίχως, εάν στην περίπτωση της παρούσας παραγράφου, η Εποπτική Αρχή δρα ως ενδιαφερόμενη εποπτική αρχή, τότε διαβουλεύεται με τις λοιπές ενδιαφερόμενες αρχές και την αρχή εποπτείας του ομίλου, για την εξακρίβωση της ισοδυναμίας με το καθεστώς της τρίτης χώρας.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Για τη λήψη της απόφασης της προηγούμενης παραγράφου η Εποπτική Αρχή λαμβάνει υπόψη της τυχόν κριτήρια που έχουν εκδοθεί από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή σύμφωνα με την παράγραφο 3 του άρθρου 227 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ. Η Εποπτική Αρχή, κατά τη λήψη της απόφασης της προηγούμενης παραγράφου, εξετάζει τυχόν αντίστοιχες αποφάσεις ισοδυναμίας που έχουν ληφθεί από άλλες εποπτικές αρχές, σε προγενέστερο χρόνο, για τη συγκεκριμένη τρίτη χώρα και λαμβάνει απόφαση που έρχεται σε σύγκρουση με τις αποφάσεις αυτές μόνον όταν είναι αναγκαίο να ληφθούν υπόψη σημαντικές αλλαγές στο καθεστώς εποπτείας είτε στο καθοριζόμενο στο Κεφάλαιο ΣΤ΄ του Πρώτου Μέρους του παρόντος είτε σε αυτό της τρίτης χώρας. Η Εποπτική Αρχή, εφόσον διαφωνεί με απόφαση άλλης εποπτικής αρχής περί ισοδυναμίας μίας τρίτης χώρας, δύναται να απευθύνεται στην ΕΑΑΕΣ και να ζητά την βοήθειά της, η οποία παρέχεται σύμφωνα με το άρθρο 19 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 1094/2010.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Σε περίπτωση που η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει εκδώσει, σύμφωνα με την παράγραφο 5 του άρθρου 227 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ, κατ’ εξουσιοδότηση πράξη η οποία καθορίζει ότι το εποπτικό καθεστώς τρίτης χώρας είναι προσωρινά ισοδύναμο, η συγκεκριμένη τρίτη χώρα θεωρείται ισοδύναμη για τους σκοπούς του δευτέρου εδαφίου της παραγράφου 1 του παρόντος.

Άρθρο 186Συνδεδεμένα πιστωτικά ιδρύματα, εταιρείες επενδύσεων και χρηματοδοτικά ιδρύματα (άρθρο 228 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Κατά τον υπολογισμό της φερεγγυότητας σε επίπεδο ομίλου ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, η οποία είναι συμμετέχουσα επιχείρηση σε πιστωτικό ίδρυμα, εταιρεία επενδύσεων ή χρηματοδοτικό ίδρυμα, η συμμετέχουσα ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση δύναται να εφαρμόζει, τηρουμένων των αναλογιών, τις μεθόδους 1 ή 2 που παρατίθενται στο Παράρτημα Ι της Οδηγίας 2002/87/ΕΚ ή στο άρθρο 25 του ν. 3455/2006 (Α΄ 84). Ωστόσο, η μέθοδος 1 που αναφέρεται στο Παράρτημα αυτό ή στο άρθρο 25 του ν. 3455/2006 (Α΄ 84) εφαρμόζεται μόνο εάν η αρχή που ασκεί την εποπτεία του ομίλου είναι ικανοποιημένη ως προς το επίπεδο της ενοποιημένης διοίκησης και του εσωτερικού ελέγχου αναφορικά με τις οντότητες οι οποίες συμπεριλαμβάνονται στο πεδίο της ενοποίησης. Η επιλεγείσα μέθοδος εφαρμόζεται με διαχρονικά σταθερό τρόπο.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Η Εποπτική Αρχή, όταν αναλαμβάνει το ρόλο της εποπτείας του ομίλου σε σχέση με κάποιο συγκεκριμένο όμιλο, δύναται να αποφασίζει, μετά από αίτημα της συμμετέχουσας επιχείρησης ή με δική της πρωτοβουλία, να αφαιρεί οποιαδήποτε συμμετοχή που προβλέπεται στην παράγραφο 1 του παρόντος από τα επιλέξιμα ίδια κεφάλαια για την κάλυψη της φερεγγυότητας του ομίλου της συμμετέχουσας επιχείρησης.

Άρθρο 187Μη διαθεσιμότητα των αναγκαίων πληροφοριακών στοιχείων (άρθρο 229 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)

Οσάκις τα πληροφοριακά στοιχεία που είναι αναγκαία για τον υπολογισμό της φερεγγυότητας του ομίλου ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, σχετικά με συνδεδεμένη επιχείρηση της οποίας η καταστατική έδρα βρίσκεται σε κράτος εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σε τρίτη χώρα, δεν είναι διαθέσιμα στην Εποπτική Αρχή, η λογιστική αξία της επιχείρησης αυτής στη συμμετέχουσα ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση αφαιρείται από τα ίδια κεφάλαια που είναι επιλέξιμα για τη φερεγγυότητα σε επίπεδο ομίλου. Στην περίπτωση αυτή, τα μη πραγματοποιηθέντα κέρδη που συνδέονται με τη συμμετοχή αυτή δεν αναγνωρίζονται ως επιλέξιμα ίδια κεφάλαια για τη φερεγγυότητα του ομίλου.

ΤΜΗΜΑ 4ΜΕΘΟΔΟΙ ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΥ
Άρθρο 188Μέθοδος 1 (προκαθορισμένη μέθοδος): Μέθοδος με βάση τη λογιστική ενοποίηση (άρθρο 230 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Ο υπολογισμός της φερεγγυότητας του ομίλου της συμμετέχουσας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης πραγματοποιείται στη βάση των ενοποιημένων λογαριασμών. Η φερεγγυότητα του ομίλου της συμμετέχουσας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης είναι η διαφορά μεταξύ των ακολούθων στοιχείων: α) των επιλέξιμων ιδίων κεφαλαίων για τη κάλυψη της Κεφαλαιακής Απαίτησης Φερεγγυότητας, που υπολογίζεται στη βάση ενοποιημένων δεδομένων, β) της Κεφαλαιακής Απαίτησης Φερεγγυότητας σε επίπεδο ομίλου, που υπολογίζεται στη βάση ενοποιημένων δεδομένων. Οι κανόνες που ορίζονται στα Τμήματα 1, 2 και 3 της Ενότητας 3 του Κεφαλαίου ΣΤ΄ του Πρώτου Μέρους του παρόντος και στα Τμήματα 1, 2 και 3 της Ενότητας 4 του Κεφαλαίου ΣΤ΄ του Πρώτου Μέρους του παρόντος εφαρμόζονται για τον υπολογισμό των ιδίων κεφαλαίων που είναι επιλέξιμα για την κάλυψη της Κεφαλαιακής Απαίτησης Φερεγγυότητας και για τον υπολογισμό της Κεφαλαιακής Απαίτησης Φερεγγυότητας του ομίλου βάσει ενοποιημένων δεδομένων.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Η Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας σε επίπεδο ομίλου με βάση τα ενοποιημένα δεδομένα (ενοποιημένη Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας ομίλου) υπολογίζεται σύμφωνα είτε με την τυποποιημένη μέθοδο είτε με εγκεκριμένο εσωτερικό υπόδειγμα, κατά τρόπο συνεπή προς τις γενικές αρχές που περιλαμβάνονται στα Τμήματα 1 και 2 της Ενότητας 4 του Κεφαλαίου ΣΤ΄ του Πρώτου Μέρους του παρόντος και στις Ενότητες 1 και 3 της Ενότητας 4 του Κεφαλαίου ΣΤ΄ του Πρώτου Μέρους του παρόντος. Η ενοποιημένη Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας του ομίλου δεν μπορεί να υπολείπεται από το άθροισμα των κατωτέρω: α) της Ελάχιστης Κεφαλαιακής Απαίτησης, όπως αυτή αναφέρεται στο άρθρο 102 του παρόντος, της συμμετέχουσας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, β) το αναλογικό μερίδιο της Ελάχιστης Κεφαλαιακής Απαίτησης των συνδεδεμένων ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων. Το ελάχιστο αυτό ποσό καλύπτεται από επιλέξιμα βασικά ίδια κεφάλαια σύμφωνα με την παράγραφο 4 του άρθρου 75 του παρόντος. Για τον καθορισμό του κατά πόσον τα επιλέξιμα αυτά ίδια κεφάλαια είναι κατάλληλα για την κάλυψη της ελάχιστης Κεφαλαιακής Απαίτησης Φερεγγυότητας του ομίλου, εφαρμόζονται, τηρουμένων των αναλογιών, οι αρχές που προβλέπονται στα άρθρα 179 έως 187 του παρόντος. Οι παράγραφοι 1 και 2 του άρθρου 110 του παρόντος εφαρμόζονται αναλόγως.

Άρθρο 189Εσωτερικό υπόδειγμα του ομίλου (άρθρο 231 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ, παράγραφος 8 του άρθρου 4 της Οδηγίας 2011/89/ΕΕ, παράγραφος 51 του άρθρου 2 της Οδηγίας 2014/51/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Στην περίπτωση αίτησης για να επιτραπεί ο υπολογισμός της ενοποιημένης Κεφαλαιακής Απαίτησης Φερεγγυότητας του ομίλου, καθώς και της Κεφαλαιακής Απαίτησης Φερεγγυότητας ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων του ομίλου βάσει εσωτερικού υποδείγματος, που έχει υποβληθεί από ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση και τις συνδεδεμένες επιχειρήσεις της ή από κοινού από τις συνδεδεμένες επιχειρήσεις εταιρείας ασφαλιστικών συμμετοχών, η Εποπτική Αρχή συνεργάζεται με τις λοιπές ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές προκειμένου να αποφασίσουν για την έγκριση ή μη της αίτησης και για να καθορίσουν τους όρους και τις προϋποθέσεις, εφόσον υπάρχουν, που διέπουν την έγκριση αυτή. Η αίτηση που προβλέπεται στο πρώτο εδάφιο υποβάλλεται στην αρχή εποπτείας του ομίλου. Η Εποπτική Αρχή, εφόσον δρα ως αρχή εποπτείας του ομίλου, ενημερώνει τα λοιπά μέλη του κολλεγίου εποπτικών αρχών και τους διαβιβάζει την πλήρη αίτηση χωρίς καθυστέρηση.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Η Εποπτική Αρχή καταβάλλει κάθε δυνατή προσπάθεια προκειμένου εντός χρονικού διαστήματος έξι (6) μηνών από την ημερομηνία παραλαβής της πλήρους αίτησης από την αρχή εποπτείας του ομίλου, να καταλήξει σε κοινή απόφαση με τις λοιπές εποπτικές αρχές αναφορικά με την αίτηση αυτή.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Κατά τη διάρκεια της προθεσμίας που αναφέρεται στην παράγραφο 2 του παρόντος, η Εποπτική Αρχή, εφόσον δρα ως αρχή εποπτείας του ομίλου ή ως απλά ενδιαφερόμενη εποπτική αρχή, μπορεί να ζητήσει την σύμφωνα με το άρθρο 19 του Κανονισμού (ΕΕ) 1094/2010 συνδρομή της ΕΑΑΕΣ. Σε περίπτωση που ενδιαφερόμενη εποπτική αρχή έχει ζητήσει, κατά τη διάρκεια της προθεσμίας που αναφέρεται στην παράγραφο 2 του παρόντος, τη σύμφωνα με το άρθρο 19 του Κανονισμού (ΕΕ) 1094/2010 συνδρομή της ΕΑΑΕΣ, η Εποπτική Αρχή, εφόσον δρα ως αρχή εποπτείας του ομίλου, αναβάλλει της απόφασή της, αναμένει την ενδεχόμενη έκδοση απόφασης από την ΕΑΑΕΣ σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου 19 του Κανονισμού (ΕΕ) 1094/2010 και λαμβάνει την απόφασή της σύμφωνα με την απόφαση της ΕΑΑΕΣ, η δε απόφαση αυτή αναγνωρίζεται ως καθοριστική και εφαρμόζεται από τις λοιπές ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές. Απόφαση που έχει ληφθεί από την αρχή εποπτείας του ομίλου σε συμφωνία με απόφαση της ΕΑΑΕΣ η οποία έχει εκδοθεί σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου 19 του Κανονισμού (ΕΕ) 1094/2010 αναγνωρίζεται ως καθοριστική και εφαρμόζεται από την Εποπτική Αρχή. Η Εποπτική Αρχή δεν απευθύνεται στην ΕΑΑΕΣ μετά την παρέλευση της εξάμηνης περιόδου ή μετά τη λήψη της κοινής απόφασης. Σε περίπτωση που η απόφαση που προτείνει η εσωτερική επιτροπή ή ομάδα του άρθρου 41 του Κανονισμού (ΕΕ) 1094/2010 απορριφθεί από το συμβούλιο εποπτών σύμφωνα με το άρθρο 44 του ιδίου Κανονισμού, η Εποπτική Αρχή, εφόσον δρα ως αρχή εποπτείας του ομίλου λαμβάνει την τελική απόφαση. Η απόφαση αυτή αναγνωρίζεται ως καθοριστική και εφαρμόζεται υποχρεωτικά από τις λοιπές ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές. Σε περίπτωση που η απόφαση που προτείνει η εσωτερική επιτροπή ή ομάδα του άρθρου 41 του Κανονισμού (ΕΕ) 1094/2010 έχει απορριφθεί από το συμβούλιο εποπτών σύμφωνα με το άρθρο 44 του ιδίου Κανονισμού, η απόφαση που λαμβάνεται από την αρχή εποπτείας του ομίλου αναγνωρίζεται ως καθοριστική και εφαρμόζεται υποχρεωτικά από την Εποπτική Αρχή.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Σε περίπτωση λήψης κοινής απόφασης σύμφωνα με την παράγραφο 2 του παρόντος, η Εποπτική Αρχή εφόσον δρα ως αρχή εποπτείας του ομίλου, διαβιβάζει στην αιτούσα επιχείρηση έγγραφο το οποίο περιέχει πλήρη αιτιολόγηση της απόφασης.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Σε περίπτωση απουσίας κοινής απόφασης εντός έξι (6) μηνών από την ημερομηνία λήψης της πλήρους αίτησης από την αρχή εποπτείας του ομίλου, η Εποπτική Αρχή, εφόσον δρα ως αρχή εποπτείας του ομίλου θα αποφασίζει η ίδια σχετικά με την αίτηση. Η Εποπτική Αρχή, εφόσον δρα ως αρχή εποπτείας του ομίλου, λαμβάνει δεόντως υπόψη ενδεχόμενες απόψεις και επιφυλάξεις άλλων ενδιαφερόμενων εποπτικών αρχών οι οποίες διατυπώθηκαν εντός της εν λόγω εξάμηνης περιόδου και διαβιβάζει στην αιτούσα επιχείρηση και στις λοιπές ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές έγγραφο στο οποίο εκθέτει την πλήρως αιτιολογημένη απόφασή της, η δε απόφαση αυτή αναγνωρίζεται ως καθοριστική και εφαρμόζεται υποχρεωτικά από τις λοιπές ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές. Σε περίπτωση απουσίας κοινής απόφασης εντός έξι (6) μηνών από την ημερομηνία λήψης της πλήρους αίτησης από την αρχή εποπτείας του ομίλου, η απόφαση που λαμβάνεται από την αρχή εποπτείας του ομίλου αναγνωρίζεται ως καθοριστική και εφαρμόζεται υποχρεωτικά από την Εποπτική Αρχή.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Εάν η Εποπτική Αρχή θεωρήσει ότι το προφίλ κινδύνου ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, που υπόκειται στην εποπτεία της αποκλίνει σημαντικά από τις παραδοχές στις οποίες βασίζεται το εσωτερικό υπόδειγμα που εγκρίθηκε σε επίπεδο ομίλου και εφόσον η επιχείρηση αυτή δεν έχει αντιμετωπίσει ικανοποιητικά τις ανησυχίες που έχουν εκφρασθεί από την Εποπτική Αρχή, η Εποπτική Αρχή μπορεί, σύμφωνα με το άρθρο 26 του παρόντος, να επιβάλει πρόσθετη κεφαλαιακή απαίτηση στην Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής αυτής επιχείρησης που προκύπτει από την εφαρμογή του εσωτερικού αυτού υποδείγματος. Σε εξαιρετικές περιστάσεις, εάν η πρόσθετη αυτή κεφαλαιακή απαίτηση δεν είναι ενδεδειγμένη, η Εποπτική Αρχή μπορεί να ζητήσει από την οικεία επιχείρηση να υπολογίζει την κεφαλαιακή απαίτηση φερεγγυότητάς της βάσει της τυποποιημένης μεθόδου που αναφέρεται στα Τμήματα 1 και 2 της Ενότητας 4 του Κεφαλαίου ΣΤ΄ του Πρώτου Μέρους του παρόντος. Σύμφωνα με τις περιπτώσεις α΄ και γ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 26 του παρόντος, η Εποπτική Αρχή μπορεί να επιβάλει πρόσθετη κεφαλαιακή απαίτηση στην Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας αυτής της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης που προκύπτει από την εφαρμογή της τυποποιημένης αυτής μεθόδου. Η Εποπτική Αρχή αιτιολογεί κάθε απόφαση που λαμβάνει σύμφωνα με τις διατάξεις της παρούσας παραγράφου τόσο στην ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση όσο και στα λοιπά μέλη του κολλεγίου εποπτικών αρχών.

Άρθρο 190Πρόσθετη κεφαλαιακή απαίτηση ομίλου

(άρθρο 232 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ, παράγραφοι 52 και 53 του άρθρου 2 της Οδηγίας 2014/51/ΕΕ) Για να καθορισθεί εάν η ενοποιημένη Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας του ομίλου αντικατοπτρίζει κατάλληλα το προφίλ κινδύνου του ομίλου, η Εποπτική Αρχή εφόσον δρα ως αρμόδια αρχή εποπτείας του ομίλου, δίνει ιδιαίτερη προσοχή στις περιπτώσεις στις οποίες μπορεί να ανακύψουν οι περιστάσεις που αναφέρονται στις περιπτώσεις α΄ έως δ΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 26 του παρόντος σε επίπεδο ομίλου, και ιδίως όταν: α) τυχόν υφιστάμενοι ειδικοί κίνδυνοι σε επίπεδο ομίλου δεν καλύπτονται επαρκώς από την τυποποιημένη μέθοδο ή από το χρησιμοποιούμενο εσωτερικό υπόδειγμα, επειδή είναι δύσκολη η ποσοτικοποίησή τους, β) επιβάλλεται από τις ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές τυχόν πρόσθετη κεφαλαιακή απαίτηση στην Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας των συνδεδεμένων ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών επιχειρήσεων, σύμφωνα με το άρθρο 37 και την παράγραφο 7 του άρθρου 231 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ ή με το άρθρο 26 και την παράγραφο 6 του άρθρου 189 του παρόντος. Εάν το προφίλ κινδύνου του ομίλου δεν αντικατοπτρίζεται κατάλληλα, η Εποπτική Αρχή, εφόσον δρα ως αρμόδια αρχή εποπτείας του ομίλου, είναι δυνατόν να επιβάλει πρόσθετη κεφαλαιακή απαίτηση στην ενοποιημένη Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας του ομίλου. Οι παράγραφοι 1 έως 5 του άρθρου 26 του παρόντος, σε συνδυασμό με την απόφαση της Εποπτικής Αρχής σύμφωνα με την παράγραφο 6 ιδίου άρθρου, καθώς και οι κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις και τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που λαμβάνονται σύμφωνα με τις παραγράφους 6, 7 και 8 του άρθρου 37 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ, εφαρμόζονται αναλόγως.

Άρθρο 191Μέθοδος 2 (Εναλλακτική μέθοδος): Μέθοδος αφαίρεσης και άθροισης (άρθρο 233 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ, παράγραφος 9 του άρθρου 4 της Οδηγίας 2011/89/ΕΕ, παράγραφος 54 του άρθρου 2 της Οδηγίας 2014/51/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Η φερεγγυότητα του ομίλου της συμμετέχουσας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης προκύπτει ως διαφορά μεταξύ των κατωτέρω: α) των συνολικών επιλέξιμων ιδίων κεφαλαίων του ομίλου, όπως προβλέπεται στην παράγραφο 2 του παρόντος, β) την αξία στη συμμετέχουσα ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση των συνδεδεμένων ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών επιχειρήσεων και των συνολικών κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας του ομίλου, όπως προβλέπεται στην παράγραφο 3 του παρόντος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Τα συνολικά επιλέξιμα ίδια κεφάλαια του ομίλου είναι το άθροισμα των κατωτέρω: α) των ιδίων κεφαλαίων που είναι επιλέξιμα για την Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας της συμμετέχουσας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, β) του αναλογικού μεριδίου της συμμετέχουσας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης στα ίδια κεφάλαια που είναι επιλέξιμα για την Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας των συνδεδεμένων ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών επιχειρήσεων.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Η συνολική Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας του ομίλου είναι άθροισμα των κατωτέρω: α) της Κεφαλαιακής Απαίτησης Φερεγγυότητας της συμμετέχουσας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, β) του αναλογικού μεριδίου της Κεφαλαιακής Απαίτησης Φερεγγυότητας των συνδεδεμένων ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών επιχειρήσεων.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Οσάκις η συμμετοχή στις συνδεδεμένες ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις συνίσταται, εξ ολοκλήρου ή εν μέρει, σε έμμεση κυριότητα, η αξία στη συμμετέχουσα ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση των συνδεδεμένων ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών επιχειρήσεων ενσωματώνει την αξία της έμμεσης αυτής κυριότητας, με συνεκτίμηση των σχετικών διαδοχικών συμφερόντων και των στοιχείων που αναφέρονται στην περίπτωση β΄ της παραγράφου 2 του παρόντος και στην περίπτωση β΄ της παραγράφου 3 του παρόντος, τα οποία περιλαμβάνουν αντίστοιχα τα αναλογικά μερίδια των ιδίων κεφαλαίων που είναι επιλέξιμα για την Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας των συνδεδεμένων ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών επιχειρήσεων και την Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας των συνδεδεμένων ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών επιχειρήσεων, αντιστοίχως.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Στην περίπτωση αίτησης έγκρισης υπολογισμού της Κεφαλαιακής Απαίτησης Φερεγγυότητας ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων του ομίλου με βάση κάποιο εσωτερικό υπόδειγμα, που έχει υποβληθεί από ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση και τις συνδεδεμένες επιχειρήσεις της ή από κοινού από τις συνδεδεμένες επιχειρήσεις εταιρείας ασφαλιστικών συμμετοχών ή μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών, εφαρμόζεται αναλόγως το άρθρο 189 του παρόντος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Για να καθορισθεί εάν η συνολική Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας του ομίλου, που έχει υπολογιστεί όπως προβλέπεται στην παράγραφο 3 του παρόντος, αντικατοπτρίζουν κατάλληλα το προφίλ κινδύνου του ομίλου, η Εποπτική Αρχή δίδει ιδιαίτερη προσοχή σε τυχόν ειδικούς κινδύνους που υφίστανται σε επίπεδο ομίλου, και οι οποίοι δεν καλύπτονται επαρκώς, επειδή είναι δύσκολη η ποσοτικοποίησή τους. Εάν το προφίλ κινδύνου του ομίλου αποκλίνει σημαντικά από τις παραδοχές στις οποίες βασίζεται η συνολική Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας του ομίλου, η Εποπτική Αρχή, εφόσον δρα ως αρχή εποπτείας του ομίλου, μπορεί να επιβάλλει πρόσθετη κεφαλαιακή απαίτηση στην συνολική Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας του ομίλου. Οι παράγραφοι 1 έως 5 του άρθρου 26 του παρόντος, σε συνδυασμό με την απόφαση της Εποπτικής Αρχής σύμφωνα με την παράγραφο 6 ιδίου άρθρου, καθώς και οι κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις και τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που λαμβάνονται σύμφωνα με τις παραγράφους 6, 7 και 8 του άρθρου 37 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ, εφαρμόζονται αναλόγως.

ΤΜΗΜΑ 5ΕΠΟΠΤΕΙΑ ΦΕΡΕΓΓΥΟΤΗΤΑΣ ΟΜΙΛΟΥ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΑΝΤΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΘΥΓΑΤΡΙΚΕΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΣΥΜΜΕΤΟΧΩΝ Ή ΜΙΚΤΗΣ ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΣΥΜΜΕΤΟΧΩΝ
Άρθρο 192Φερεγγυότητα ομίλου εταιρείας ασφαλιστικών συμμετοχών ή μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών

(άρθρο 235 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ, παράγραφος 11 του άρθρου 4 της Οδηγίας 2011/89/ΕΕ) Όταν οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις είναι θυγατρικές εταιρείας ασφαλιστικών συμμετοχών ή μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών, η Εποπτική Αρχή, εφόσον δρα ως αρχή εποπτείας του ομίλου, μεριμνά ώστε ο υπολογισμός της φερεγγυότητας του ομίλου να διεξάγεται στο επίπεδο της εταιρείας ασφαλιστικών συμμετοχών ή της μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 178 του παρόντος, καθώς και τα άρθρα 179 έως 191 του παρόντος Για τους σκοπούς του υπολογισμού αυτού, η μητρική επιχείρηση αντιμετωπίζεται ως εάν να ήταν ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση υποκείμενη στους κανόνες που ορίζονται στα Τμήματα 1, 2 και 3 της Ενότητας 4 του Κεφαλαίου ΣΤ΄ του Πρώτου Μέρους του παρόντος όσον αφορά στην Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας και στις ίδιες προϋποθέσεις που προβλέπονται στα Τμήματα 1, 2 και 3 της Ενότητας 3 του Κεφαλαίου ΣΤ΄του Πρώτου Μέρους τους παρόντος όσον αφορά στα ίδια κεφάλαια που είναι επιλέξιμα για την Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας.

ΤΜΗΜΑ 6ΕΠΟΠΤΕΙΑ ΦΕΡΕΓΓΥΟΤΗΤΑΣ ΟΜΙΛΟΥ ΓΙΑ ΟΜΙΛΟΥΣ ΜΕ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΚΙΝΔΥΝΟΥ
Άρθρο 193Θυγατρικές ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης: προϋποθέσεις (άρθρο 236 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)

Οι κανόνες που ορίζονται στα άρθρα 195 και 196 του παρόντος εφαρμόζονται σε οποιαδήποτε ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση η οποία είναι θυγατρική ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, εφόσον πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις: α) η θυγατρική, σε σχέση με την οποία η αρχή εποπτείας του ομίλου δεν έχει λάβει κάποια απόφαση δυνάμει της παρ. 2 του άρθρου 214 της Οδηγίας 2009/138/ ΕΚ ή της παραγράφου 2 του άρθρου 172 του παρόντος, περιλαμβάνεται στην εποπτεία του ομίλου που ασκείται από την αρμόδια αρχή εποπτείας ομίλου στο επίπεδο της μητρικής επιχείρησης σύμφωνα με το παρόν Μέρος, β) οι διαδικασίες διαχείρισης του κινδύνου και οι μηχανισμοί εσωτερικού ελέγχου της μητρικής επιχείρησης καλύπτουν τη θυγατρική και η μητρική επιχείρηση ικανοποιεί την Εποπτική Αρχή και τις λοιπές ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές όσον αφορά στη συνετή διαχείριση της θυγατρικής, γ) η μητρική επιχείρηση έχει λάβει τη σύμφωνη γνώμη που αναφέρεται στο τρίτο εδάφιο της παραγράφου 4 του άρθρου 246 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ ή του τρίτου εδαφίου της παραγράφου 4 του άρθρου 201 του παρόντος, δ) η μητρική επιχείρηση έχει λάβει τη σύμφωνη γνώμη που αναφέρεται στην παράγραφο 2 του άρθρου 256 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ ή της παραγράφου 2 του άρθρου 211 του παρόντος, ε) έχει υποβληθεί αίτηση για έγκριση υπαγωγής στα άρθρα 238 και 239 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ ή στα άρθρα 195 και 196 του παρόντος από τη μητρική επιχείρηση και έχει ληφθεί θετική απόφαση επί της αιτήσεως αυτής σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 237 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ ή στο άρθρο 194 του παρόντος. Η Εποπτική Αρχή, οσάκις εκφράζει σοβαρούς προβληματισμούς με τη συνεχιζόμενη συμμόρφωση με τις προϋποθέσεις των περιπτώσεων β΄, γ΄ και δ΄ του παρόντος, αιτείται αμελλητί στην αρχή εποπτείας του ομίλου την εξακρίβωση αυτή.

Άρθρο 194Θυγατρικές ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης: απόφαση επί της αιτήσεως (άρθρο 237 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ, παράγραφος 56 του άρθρου 2 της Οδηγίας 2014/51/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Στην περίπτωση αιτήσεων για έγκριση υπαγωγής στους κανόνες που προβλέπονται στα άρθρα 238 και 239 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ ή στα άρθρα 195 και 196 του παρόντος, η Εποπτική Αρχή εργάζεται από κοινού με τις ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές στο πλαίσιο του Κολλεγίου των εποπτικών αρχών, σε πλήρη συνεργασία, προκειμένου να αποφασίσει για τη χορήγηση ή μη της ζητούμενης έγκρισης και για λοιπούς όρους και προϋποθέσεις, εφόσον υπάρχουν, που διέπουν την έγκριση αυτή. Η αίτηση του πρώτου εδαφίου του παρόντος άρθρου υποβάλλεται μόνον στην εποπτική αρχή που έχει χορηγήσει άδεια στη θυγατρική. Η Εποπτική Αρχή, εφόσον είναι η εποπτική αρχή που έχει χορηγήσει άδεια στη θυγατρική, ενημερώνει τα λοιπά μέλη του Κολλεγίου εποπτικών αρχών και τους διαβιβάζει την πλήρη αίτηση χωρίς καθυστέρηση.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Η Εποπτική Αρχή καταβάλλει κάθε δυνατή προσπάθεια προκειμένου, εντός τριών μηνών από την ημερομηνία παραλαβής της πλήρους αίτησης από όλες τις εποπτικές αρχές στο πλαίσιο του Κολλεγίου των εποπτικών αρχών, να υπάρξει κοινή απόφαση με τις λοιπές ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές σχετικά με την αίτηση αυτήν.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Κατά τη διάρκεια της προθεσμίας που αναφέρεται στην παράγραφο 2 του παρόντος, η Εποπτική Αρχή, εφόσον δρα ως αρχή εποπτείας του ομίλου ή ως απλά ενδιαφερόμενη εποπτική αρχή, μπορεί να ζητήσει τη σύμφωνα με το άρθρο 19 του Κανονισμού (ΕΕ) 1094/2010 συνδρομή της ΕΑΑΕΣ. Σε περίπτωση που αρμόδια εποπτική αρχή έχει ζητήσει, κατά τη διάρκεια της προθεσμίας που αναφέρεται στην παράγραφο 2 του παρόντος, τη σύμφωνα με το άρθρο 19 του Κανονισμού (ΕΕ) 1094/2010 συνδρομή της ΕΑΑΕΣ, η Εποπτική Αρχή, εφόσον δρα ως αρχή εποπτείας του ομίλου, αναβάλλει της απόφασή της, αναμένει την ενδεχόμενη έκδοση απόφασης από την ΕΑΑΕΣ σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου 19 του Κανονισμού (ΕΕ) 1094/2010 και λαμβάνει την απόφασή της σύμφωνα με την απόφαση της ΕΑΑΕΣ, η δε απόφαση αυτή αναγνωρίζεται ως καθοριστική και εφαρμόζεται υποχρεωτικά από τις λοιπές αρμόδιες εποπτικές αρχές. Απόφαση που έχει ληφθεί από την αρχή εποπτείας του ομίλου σε συμφωνία με απόφαση της ΕΑΑΕΣ που έχει εκδοθεί σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου 19 του Κανονισμού (ΕΕ) 1094/2010 αναγνωρίζεται ως καθοριστική και εφαρμόζεται υποχρεωτικά από την Εποπτική Αρχή. Η Εποπτική Αρχή δεν απευθύνεται στην ΕΑΑΕΣ μετά την παρέλευση της τρίμηνης περιόδου ή μετά τη λήψη της κοινής απόφασης. Σε περίπτωση που η απόφαση που προτείνει η εσωτερική επιτροπή ή ομάδα του άρθρου 41 του Κανονισμού (ΕΕ) 1094/2010 απορριφθεί από το συμβούλιο εποπτών σύμφωνα με το άρθρο 44 του ιδίου Κανονισμού, η Εποπτική Αρχή, εφόσον δρα ως αρχή εποπτείας του ομίλου λαμβάνει την τελική απόφαση. Η απόφαση αυτή αναγνωρίζεται ως καθοριστική και εφαρμόζεται υποχρεωτικά από τις λοιπές αρμόδιες εποπτικές αρχές. Σε περίπτωση που η απόφαση που προτείνει η εσωτερική επιτροπή ή ομάδα του άρθρου 41 του Κανονισμού (ΕΕ) 1094/2010 έχει απορριφθεί από το συμβούλιο εποπτών σύμφωνα με το άρθρο 44 του ιδίου Κανονισμού, η απόφαση που λαμβάνεται από την αρχή εποπτείας του ομίλου αναγνωρίζεται ως καθοριστική και εφαρμόζεται υποχρεωτικά από την Εποπτική Αρχή.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Σε περίπτωση λήψης κοινής απόφασης σύμφωνα με την παράγραφο 2 του παρόντος, η Εποπτική Αρχή διαβιβάζει στην αιτούσα θυγατρική επιχείρηση την απόφαση με πλήρη αιτιολόγηση. Η κοινή απόφαση αναγνωρίζεται ως καθοριστική και εφαρμόζεται από όλες τις αρμόδιες εποπτικές αρχές, της Εποπτικής Αρχής συμπεριλαμβανομένης.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Σε περίπτωση απουσίας κοινής απόφασης εντός τριών μηνών από την ημερομηνία λήψης της πλήρους αίτησης από την αρχή εποπτείας του ομίλου, η Εποπτική Αρχή, εφόσον δρα ως αρχή εποπτείας του ομίλου θα αποφασίζει η ίδια σχετικά με την αίτηση. Η Εποπτική Αρχή, εφόσον δρα ως αρχή εποπτείας του ομίλου, λαμβάνει δεόντως υπόψη ενδεχόμενες απόψεις και επιφυλάξεις των ενδιαφερόμενων εποπτικών αρχών, καθώς και τις επιφυλάξεις των λοιπών εποπτικών αρχών που είναι μέλη του Κολλεγίου εποπτικών αρχών και διαβιβάζει στην αιτούσα επιχείρηση και στις λοιπές ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές αντίγραφο της απόφασης. Η απόφαση περιέχει πλήρη αιτιολόγηση και επεξήγηση κάθε σημαντικής απόκλισης από τις επιφυλάξεις των λοιπών ενδιαφερόμενων εποπτικών αρχών, η δε απόφαση αυτή αναγνωρίζεται ως καθοριστική και εφαρμόζεται υποχρεωτικά από τις ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές. Σε περίπτωση απουσίας κοινής απόφασης εντός τριών μηνών από την ημερομηνία λήψης της πλήρους αίτησης από την αρχή εποπτείας του ομίλου, η απόφαση που λαμβάνεται από την αρχή εποπτείας του ομίλου αναγνωρίζεται ως καθοριστική και εφαρμόζεται υποχρεωτικά από την Εποπτική Αρχή.

Άρθρο 195Θυγατρικές ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης: προσδιορισμός των κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας (άρθρο 238 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ, παράγραφοι 57 και 58 του άρθρου 2 της Οδηγίας 2014/51/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Με την επιφύλαξη του άρθρου 189 του παρόντος, οι κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας της θυγατρικής υπολογίζονται σύμφωνα με τις παραγράφους 2, 4 και 5 του παρόντος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Εάν οι κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας της θυγατρικής υπολογίζονται με βάση εσωτερικό υπόδειγμα που έχει εγκριθεί σε επίπεδο ομίλου σύμφωνα με το άρθρο 189 του παρόντος ή το άρθρο 231 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ και η Εποπτική Αρχή θεωρεί ότι το προφίλ κινδύνου της αποκλίνει σημαντικά από το εσωτερικό αυτό υπόδειγμα, εφόσον δε η επιχείρηση αυτή δεν έχει αντιμετωπίσει ικανοποιητικά τις ανησυχίες που έχουν εκφρασθεί από την Εποπτική Αρχή, η Εποπτική Αρχή δύναται, στις περιπτώσεις που αναφέρονται στο 26 του παρόντος, να προτείνει στην αρχή εποπτείας του ομίλου, εφόσον δεν δρα η ίδια ως τέτοια, τον καθορισμό πρόσθετης κεφαλαιακής απαίτησης στις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας της θυγατρικής αυτής που προκύπτουν από την εφαρμογή του υποδείγματος ή σε εξαιρετικές περιστάσεις, στις οποίες μια τέτοια πρόσθετη κεφαλαιακή απαίτηση θα κρινόταν ακατάλληλη, να απαιτήσει από την επιχείρηση να υπολογίσει τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας με βάση την τυποποιημένη μέθοδο. Η Εποπτική Αρχή συζητεί την πρόταση στο Κολλέγιο των εποπτικών αρχών και ανακοινώνει την αιτιολόγηση των προτάσεων αυτών τόσο στη θυγατρική, όσο και στο Κολλέγιο των εποπτικών αρχών.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Εάν οι κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας της θυγατρικής υπολογίζονται με βάση την τυπική προσέγγιση και η Εποπτική Αρχή θεωρεί ότι το προφίλ κινδύνου της αποκλίνει σημαντικά από της υποκείμενες παραδοχές της τυπικής προσέγγισης, εφόσον δε η επιχείρηση αυτή δεν έχει αντιμετωπίσει ικανοποιητικά τις ανησυχίες που έχουν εκφρασθεί από την Εποπτική Αρχή, η Εποπτική Αρχή δύναται, σε εξαιρετικές περιστάσεις, να προτείνει στην αρχή εποπτείας του ομίλου, εφόσον δεν δρα η ίδια ως τέτοια, να αντικαταστήσει ένα υποσύνολο των παραμέτρων που χρησιμοποιούνται στον υπολογισμό με βάση την τυποποιημένη μέθοδο από παραμέτρους που χρησιμοποιούνται ειδικά για την εν λόγω επιχείρηση κατά τον υπολογισμό των ενοτήτων που αφορούν τον αναλαμβανόμενο κίνδυνο ασφαλίσεων ζωής, κατά ζημιών και ασθενείας, κατά τα οριζόμενα στο 86 του παρόντος ή, στις περιπτώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 26 του παρόντος, να καθορίσει επιπρόσθετη της Κεφαλαιακής Απαίτησης Φερεγγυότητας της θυγατρικής αυτής κεφαλαιακή απαίτηση. Η Εποπτική Αρχή συζητεί την πρόταση στο Κολλέγιο των εποπτικών αρχών και κοινοποιεί τους λόγους για την πρόταση αυτή τόσο στη θυγατρική όσο και στο Κολλέγιο των εποπτικών αρχών.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Η Εποπτική Αρχή, στο πλαίσιο του Κολλεγίου εποπτικών αρχών καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια για την επίτευξη συμφωνίας επί τη βάσει της πρότασης ή για τη λήψη άλλων δυνατών μέτρων. Σε περίπτωση θυγατρικής άλλου κράτους−μέλους, η Εποπτική Αρχή, στο πλαίσιο του Κολλεγίου εποπτικών αρχών καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια για την επίτευξη συμφωνίας σχετικά με την πρόταση της εποπτικής αρχής που έχει χορηγήσει άδεια στη θυγατρική, περιλαμβανομένων και άλλων δυνατών μέτρων. Η εν λόγω συμφωνία αναγνωρίζεται ως καθοριστική και εφαρμόζεται υποχρεωτικά από τις εποπτικές αρχές, της Εποπτικής Αρχής συμπεριλαμβανομένης.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Εφόσον η Εποπτική Αρχή δεν συμφωνεί με την αρχή εποπτείας του ομίλου, είτε εφόσον η Εποπτική Αρχή δρούσα ως αρχή εποπτείας του ομίλου δεν συμφωνεί με την εποπτική αρχή που έχει χορηγήσει άδεια στη θυγατρική, η Εποπτική Αρχή μπορεί να απευθύνεται εντός ενός μηνός από την ανωτέρω πρόταση στην ΕΑΑΕΣ και να ζητήσει τη σύμφωνα, με το άρθρο 19 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010, συνδρομή της. Η Εποπτική Αρχή δεν απευθύνεται στην ΕΑΑΕΣ μετά την παρέλευση της μηνιαίας περιόδου που αναφέρεται στην παρούσα παράγραφο ή μετά την επίτευξη συμφωνίας στο πλαίσιο του Κολλεγίου εποπτικών αρχών σύμφωνα με την παράγραφο 4 του παρόντος. Η Εποπτική Αρχή, εφόσον είναι η εποπτική αρχή που έχει χορηγήσει άδεια την θυγατρική, αναβάλλει της απόφασή της σε σχέση με την εν λόγω θυγατρική και αναμένει την ενδεχόμενη έκδοση απόφασης από την ΕΑΑΕΣ σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 19 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθΜ. 1094/2010, λαμβάνει την απόφασή της σύμφωνα με την απόφαση της ΕΑΑΕΣ, τη διαβιβάζει στην εν λόγω θυγατρική και στο Κολλέγιο εποπτικών αρχών, η δε απόφαση αυτή αναγνωρίζεται ως καθοριστική και εφαρμόζεται υποχρεωτικά από τις ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές. Η απόφαση συνοδεύεται από πλήρη αιτιολόγηση. Σε περίπτωση θυγατρικής που έχει λάβει άδεια σε άλλο κράτος − μέλος, απόφαση που έχει ληφθεί από την εποπτική αρχή που έχει χορηγήσει άδεια στην εν λόγω θυγατρική σε συμφωνία με απόφαση της ΕΑΑΕΣ που έχει εκδοθεί σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 19 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 αναγνωρίζεται ως καθοριστική και εφαρμόζεται υποχρεωτικά από την Εποπτική Αρχή, εφόσον συνοδεύεται από πλήρη αιτιολόγηση.

Άρθρο 196Θυγατρικές ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης: μη συμμόρφωση προς τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας (άρθρο 239 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ, παράγραφος 59 του άρθρου 2 της Οδηγίας 2014/51/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Σε περίπτωση μη συμμόρφωσης προς την Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας και με την επιφύλαξη του άρθρου 109 του παρόντος, η Εποπτική Αρχή, διαβιβάζει το συντομότερο δυνατόν στο Κολλέγιο εποπτικών αρχών το σχέδιο ανάκαμψης που έχει υποβάλει η θυγατρική, προκειμένου να επιτευχθεί, εντός έξι μηνών από τότε που διαπιστώθηκε η μη συμμόρφωση με την Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας, η αποκατάσταση του επιπέδου επιλέξιμων ιδίων κεφαλαίων ή η μείωση του προφίλ κινδύνου της, ώστε να εξασφαλισθεί η συμμόρφωση προς την Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας. Η Εποπτική Αρχή καταβάλλει κάθε δυνατή προσπάθεια για την επίτευξη συμφωνίας στο πλαίσιο του Κολλεγίου Εποπτικών Αρχών, σχετικά με την πρότασή της όσον αφορά στην έγκριση ή μη του σχεδίου ανάκαμψης μέσα σε τέσσερεις μήνες από την ημερομηνία κατά την οποία διαπιστώθηκε η μη συμμόρφωση προς την Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας. Σε περίπτωση θυγατρικής που έχει λάβει άδεια σε άλλο κράτος − μέλος, η Εποπτική Αρχή, στο πλαίσιο του Κολλεγίου εποπτικών αρχών καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια για την επίτευξη συμφωνίας, εντός τεσσάρων μηνών από την ημερομηνία κατά την οποία διαπιστώθηκε η μη συμμόρφωση προς τις κεφαλαιακές απαιτήσεις, επί τη βάσει της πρότασης της εποπτικής αρχής που έχει χορηγήσει άδεια στην εν λόγω θυγατρικής όσον αφορά στην έγκριση του σχεδίου ανάκαμψης. Εάν δεν επιτευχθεί τέτοια συμφωνία, η Εποπτική Αρχή, εφόσον είναι η εποπτική αρχή που έχει χορηγήσει άδεια στη θυγατρική, λαμβάνει η ίδια απόφαση σχετικά με την έγκριση του σχεδίου ανάκαμψης, λαμβάνοντας δεόντως υπόψη της τις απόψεις των άλλων εποπτικών αρχών που συμμετέχουν στο Κολλέγιο εποπτικών αρχών.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Αν η Εποπτική Αρχή διαπιστώσει, σύμφωνα με το 107 του παρόντος, επιδείνωση των οικονομικών συνθηκών, ενημερώνει αμέσως το Κολλέγιο εποπτικών αρχών. Με εξαίρεση καταστάσεις έκτακτης ανάγκης, τα μέτρα που λαμβάνονται συζητούνται προηγουμένως στο Κολλέγιο εποπτικών αρχών. Η Εποπτική Αρχή στο πλαίσιο του Κολλεγίου εποπτικών αρχών καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια για την επίτευξη συμφωνίας σχετικά με την πρότασή της, όσον αφορά τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν, μέσα σε ένα μήνα από την ενημέρωση του Κολλεγίου. Σε περίπτωση θυγατρικής που έχει λάβει άδεια σε άλλο κράτος − μέλος η Εποπτική Αρχή, στο πλαίσιο του Κολλεγίου εποπτικών αρχών καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια για την επίτευξη συμφωνίας, εντός ενός μηνός από την ενημέρωση του Κολλεγίου, σχετικά με την πρόταση της εποπτικής αρχής που έχει χορηγήσει την άδεια στη θυγατρικής όσον αφορά στα μέτρα που πρέπει να ληφθούν. Εάν δεν επιτευχθεί τέτοια συμφωνία, η Εποπτική Αρχή εφόσον είναι η εποπτική αρχή που έχει χορηγήσει άδεια στη θυγατρική αποφασίζει η ίδια, λαμβάνοντας δεόντως υπόψη τις απόψεις και επιφυλάξεις των άλλων εποπτικών αρχών που συμμετέχουν στο Κολλέγιο εποπτικών αρχών.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Σε περίπτωση μη συμμόρφωσης προς την Ελάχιστη Κεφαλαιακή Απαίτηση και με την επιφύλαξη του άρθρου 110 του παρόντος, η Εποπτική Αρχή, διαβιβάζει, το συντομότερο δυνατόν, στο Κολλέγιο εποπτικών αρχών, το σχέδιο ανάκαμψης που έχει υποβάλει η θυγατρική, προκειμένου να επιτευχθεί, μέσα σε τρεις μήνες (3) από την ημερομηνία κατά την οποία διαπιστώθηκε η μη συμμόρφωση προς την Ελάχιστη Κεφαλαιακή Απαίτηση, η αποκατάσταση του επιπέδου επιλέξιμων ιδίων κεφαλαίων για την κάλυψη της Ελάχιστης Κεφαλαιακής Απαίτησης, ή η μείωση του προφίλ κινδύνου της, ώστε να εξασφαλισθεί συμμόρφωση προς την Ελάχιστη Κεφαλαιακή Απαίτηση. Το Κολλέγιο εποπτικών αρχών ενημερώνεται επίσης σχετικά με οποιοδήποτε μέτρο λαμβάνει η Εποπτική Αρχή για την ενίσχυση της Ελάχιστης Κεφαλαιακής Απαίτησης στο επίπεδο της θυγατρικής.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Εφόσον η Εποπτική Αρχή δεν συμφωνεί με την αρχή εποπτείας του ομίλου, είτε εφόσον η Εποπτική Αρχή δρούσα ως αρχή εποπτείας του ομίλου δεν συμφωνεί με την εποπτική αρχή που έχει χορηγήσει άδεια στη θυγατρική, η Εποπτική Αρχή μπορεί να απευθύνεται στην ΕΑΑΕΣ και να ζητήσει τη σύμφωνα, με το άρθρο 19 του Κανονισμού (ΕΕ) 1094/2010, συνδρομή της, εφόσον η διαφωνία αφορά στα ακόλουθα: α) την έγκριση του σχεδίου ανάκαμψης, συμπεριλαμβανομένης οποιασδήποτε παράτασης της περιόδου ανάκαμψης, εντός της τετράμηνης περιόδου που αναφέρεται στην παράγραφο 1 του παρόντος, β) την έγκριση των προτεινόμενων μέτρων εντός της μηνιαίας περιόδου που αναφέρεται στην παράγραφο 2 του παρόντος. Η Εποπτική Αρχή δεν απευθύνεται στην ΕΑΑΕΣ μετά την παρέλευση της τετράμηνης ή μηνιαίας περιόδου των περιπτώσεων α΄ και β΄ της παρούσας παραγράφου αντίστοιχα, ή μετά την επίτευξη συμφωνίας στο πλαίσιο του Κολλεγίου εποπτικών αρχών σύμφωνα με τις παραγράφους 1 ή 2 του παρόντος ή στις περιπτώσεις καταστάσεων έκτακτης ανάγκης της παραγράφου 2 του παρόντος. Η Εποπτική Αρχή, εφόσον είναι η εποπτική αρχή που έχει χορηγήσει άδεια στη θυγατρική, αναβάλλει την απόφασή της σε σχέση με την εν λόγω θυγατρική και αναμένει την ενδεχόμενη έκδοση απόφασης από την ΕΑΑΕΣ σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 3 του άρθρου 19 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 1094/2010, λαμβάνει την απόφασή της σύμφωνα με την απόφαση της ΕΑΑΕΣ, τη διαβιβάζει στην εν λόγω θυγατρική και στο κολλέγιο εποπτικών αρχών, η δε απόφαση αυτή αναγνωρίζεται ως καθοριστική και εφαρμόζεται υποχρεωτικά από τις ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές. Η απόφαση συνοδεύεται από πλήρη αιτιολόγηση. Σε περίπτωση θυγατρικής που έχει λάβει άδεια σε άλλο κράτος − μέλος, απόφαση που έχει ληφθεί από την εποπτική αρχή που έχει χορηγήσει άδεια στην εν λόγω θυγατρική σε συμφωνία με απόφαση της ΕΑΑΕΣ που έχει εκδοθεί σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 19 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 αναγνωρίζεται ως καθοριστική και εφαρμόζεται υποχρεωτικά από την Εποπτική Αρχή, εφόσον συνοδεύεται από πλήρη αιτιολόγηση.

Άρθρο 197Θυγατρικές ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης: λήξη των παρεκκλίσεων για θυγατρικές (άρθρο 240 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Οι κανόνες που προβλέπονται στα 195 και 196 του παρόντος παύουν να ισχύουν στις ακόλουθες περιπτώσεις: α) δεν πληρούται πλέον η προϋπόθεση που αναφέρεται στην περίπτωση α΄ του άρθρου 193 του παρόντος, β) δεν πληρούται πλέον η προϋπόθεση που αναφέρεται στην περίπτωση β΄ του άρθρου 193 του παρόντος και ο όμιλος δεν αποκαθιστά τη συμμόρφωση με την προϋπόθεση αυτή εντός της ενδεδειγμένης χρονικής περιόδου, γ) δεν πληρούνται πλέον οι προϋποθέσεις των περιπτώσεων γ΄ και δ΄ του άρθρου 193 του παρόντος. Στην περίπτωση που αναφέρεται στην περίπτωση α΄ της παρούσας, όταν η Εποπτική Αρχή εφόσον δρα ως αρχή εποπτείας του ομίλου, αποφασίζει, μετά από διαβούλευση με το Κολλέγιο εποπτικών αρχών, να μην συμπεριλάβει πλέον τη θυγατρική στην εποπτεία που πραγματοποιεί, ενημερώνει άμεσα την αρμόδια εποπτική αρχή και τη μητρική επιχείρηση. Η Εποπτική Αρχή, εφόσον είναι ενδιαφερόμενη εποπτική αρχή, δύναται να παρέχει τη γνώμη της αναφορικά με τη συμπερίληψη θυγατρικής στην εποπτεία της αρχής εποπτείας του ομίλου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Για τους σκοπούς των περιπτώσεων β΄, γ΄ και δ΄του άρθρου 193 του παρόντος, η μητρική επιχείρηση είναι υπεύθυνη να εξασφαλίσει ότι οι προϋποθέσεις πληρούνται σε συνεχή βάση. Σε περίπτωση μη συμμόρφωσης ενημερώνει αμελλητί την αρχή εποπτείας του ομίλου και την εποπτική αρχή της οικείας θυγατρικής εταιρείας. Η μητρική επιχείρηση υποβάλλει σχέδιο αποκατάστασης της συμμόρφωσης εντός της κατάλληλης χρονικής περιόδου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Με την επιφύλαξη της παραγράφου 2 της παρούσας, η Εποπτική Αρχή εφόσον δρα ως αρχή εποπτείας του ομίλου, εξακριβώνει, τουλάχιστον σε ετήσια βάση, με δική της πρωτοβουλία, ότι εξακολουθούν να πληρούνται οι προϋποθέσεις των περιπτώσεων β΄, γ΄ και δ΄ του άρθρου 193 του παρόντος. Η Εποπτική Αρχή, εφόσον δρα ως αρχή εποπτείας του ομίλου, προβαίνει επίσης στην εξακρίβωση αυτή μετά από αίτημα της ενδιαφερόμενης εποπτικής αρχής, οσάκις η τελευταία εκφράζει σοβαρούς ενδοιασμούς αναφορικά με τη συνεχιζόμενη συμμόρφωση με την εν λόγω προϋπόθεση. Εάν από την εξακρίβωση προκύπτουν ελλείψεις, η Εποπτική Αρχή εφόσον δρα ως αρχή εποπτείας του ομίλου, ζητεί από τη μητρική επιχείρηση να υποβάλει σχέδιο αποκατάστασης της συμμόρφωσης εντός της ενδεδειγμένης χρονικής περιόδου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Εάν, μετά από διαβούλευση με το Κολλέγιο εποπτικών αρχών, η Εποπτική Αρχή, εφόσον δρα ως αρχή εποπτείας του ομίλου, αποφανθεί ότι το σχέδιο των παραγράφων 2 και 3 του παρόντος είναι ανεπαρκές ή στη συνέχεια ότι δεν εφαρμόζεται εντός της συμφωνηθείσας χρονικής περιόδου, η Εποπτική Αρχή, εφόσον δρα ως αρχή εποπτείας του ομίλου, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι οι προϋποθέσεις των περιπτώσεων β΄, γ΄ και δ΄ του άρθρου 193 του παρόντος δεν πληρούνται πλέον και ενημερώνει άμεσα την ενδιαφερόμενη εποπτική αρχή. Η Εποπτική Αρχή, εφόσον είναι ενδιαφερόμενη εποπτική αρχή, δύναται να παρέχει την γνώμη της αναφορικά με το σχέδιο που αναφέρεται στις παραγράφους 2 και 3 του παρόντος ή την εφαρμογή του σχεδίου αυτού εντός της συμφωνηθείσας χρονικής περιόδου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Το καθεστώς που προβλέπεται στα άρθρα 195 και 196 του παρόντος εφαρμόζεται εκ νέου εάν η μητρική επιχείρηση υποβάλει νέα αίτηση και επιτύχει ευνοϊκή απόφαση σύμφωνα με τη διαδικασία που ορίζεται στο άρθρο 194 του παρόντος.

Άρθρο 198Θυγατρικές εταιρείας ασφαλιστικών συμμετοχών ή μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών

(άρθρο 243 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ, παράγραφος 12 του άρθρου 4 της Οδηγίας 2011/89/ΕΕ) Τα άρθρα 193 έως 197 του παρόντος εφαρμόζονται αναλόγως σε ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, οι οποίες είναι θυγατρικές εταιρείας ασφαλιστικών συμμετοχών ή μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών.

ΕΝΟΤΗΤΑ 2ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΗ ΚΙΝΔΥΝΩΝ ΚΑΙ ΣΥΝΑΛΛΑΓΕΣ ΕΝΤΟΣ ΤΟΥ ΟΜΙΛΟΥ
Άρθρο 199Εποπτεία της συγκέντρωσης κινδύνων (άρθρο 244 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ, παράγραφος 13 του άρθρου 4 της Οδηγίας 2011/89/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Η εποπτεία της συγκέντρωσης κινδύνων σε επίπεδο ομίλου ασκείται σύμφωνα με τις παραγράφους 2 και 3 του παρόντος, με το άρθρο 201 του παρόντος και με το Κεφάλαιο Γ΄ του παρόντος Μέρους.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις. οι εταιρείες ασφαλιστικών συμμετοχών, καθώς και οι μικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών αναφέρουν, σε τακτική βάση, και τουλάχιστον ετησίως, στην αρχή εποπτείας του ομίλου οποιαδήποτε σημαντική συγκέντρωση κινδύνων στο επίπεδο του ομίλου. Οι αναγκαίες πληροφορίες υποβάλλονται στην αρχή εποπτείας του ομίλου από την ασφαλιστική ή την αντασφαλιστική επιχείρηση η οποία ηγείται του ομίλου ή, εάν του ομίλου δεν ηγείται ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, από την εταιρεία ασφαλιστικών συμμετοχών, από την μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών ή από την ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση στον όμιλο που έχει καθορισθεί από την Εποπτική Αρχή, εφόσον δρα ως αρχή εποπτείας του ομίλου, άλλως από την αρχή εποπτείας του ομίλου, μετά από διαβουλεύσεις με τις λοιπές ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές και με τον όμιλο. Όταν η Εποπτική Αρχή τυγχάνει, στην περίπτωση της παρούσας παραγράφου, ενδιαφερόμενη εποπτική αρχή, συμμετέχει στις αντίστοιχες διαβουλεύσεις με τις λοιπές ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές, την αρχή εποπτείας του ομίλου και με τον ίδιο τον όμιλο. Η Εποπτική Αρχή, εφόσον δρα ως αρχή εποπτείας του ομίλου, εντάσσει στην εποπτική της αξιολόγηση τις συγκεντρώσεις κινδύνου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Η Εποπτική Αρχή εφόσον δρα ως αρχή εποπτείας του ομίλου, μετά από διαβούλευση με τις υπόλοιπες ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές και τον όμιλο, καθορίζει το είδος των κινδύνων που πρέπει να αναφέρουν σε κάθε περίπτωση οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις κάποιου συγκεκριμένου ομίλου. Η Εποπτική Αρχή, εφόσον είναι ενδιαφερόμενη εποπτική αρχή, δύναται να παρέχει τη γνώμη της αναφορικά με το είδος των κινδύνων που πρέπει να αναφέρουν σε κάθε περίπτωση οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις κάποιου συγκεκριμένου ομίλου. Κατά τον καθορισμό ή τη γνωμοδότησή της για το είδος των κινδύνων, η Εποπτική Αρχή είτε εφόσον δρα ως αρχή εποπτείας του ομίλου είτε είναι ενδιαφερόμενη εποπτική αρχή λαμβάνει υπόψη τον συγκεκριμένο όμιλο και τη δομή διαχείρισης των κινδύνων του ομίλου. Για να καθορισθούν οι σημαντικές συγκεντρώσεις κινδύνων που πρέπει να αναφέρονται, η Εποπτική Αρχή εφόσον δρα ως αρχή εποπτείας του ομίλου, μετά από διαβουλεύσεις με τις λοιπές ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές και με τον όμιλο, επιβάλλει κατάλληλα όρια ή περιορισμούς, υπολογιζόμενους με βάση την Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας ή τις τεχνικές προβλέψεις ή και τα δύο. Όταν η Εποπτική Αρχή τυγχάνει, στην περίπτωση της παρούσας παραγράφου, ενδιαφερόμενη εποπτική αρχή, συμμετέχει στις αντίστοιχες διαβουλεύσεις με τις λοιπές ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές, την αρχή εποπτείας του ομίλου και με τον ίδιο τον όμιλο. Κατά την εξέταση των συγκεντρώσεων κινδύνου, η Εποπτική Αρχή εφόσον δρα ως αρχή εποπτείας του ομίλου παρακολουθεί ιδίως τον πιθανό κίνδυνο μετάδοσης στον όμιλο, τον κίνδυνο σύγκρουσης συμφερόντων και το επίπεδο ή το μέγεθος των κινδύνων.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Με απόφαση της Εποπτικής Αρχής, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, καθορίζονται οι χρόνοι υποβολής των πληροφοριών του παρόντος.

Άρθρο 200Εποπτεία συναλλαγών στο εσωτερικό του ομίλου (άρθρο 245 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ, παράγραφος 14 του άρθρου 4 της Οδηγίας 2011/89/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Η εποπτεία των συναλλαγών στο εσωτερικό του ομίλου ασκείται σύμφωνα με τις παραγράφους 2 και 3 του παρόντος, με το άρθρο 201 του παρόντος και με το Κεφάλαιο Γ΄ του παρόντος Μέρους.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, οι εταιρείες ασφαλιστικών συμμετοχών, καθώς και οι μικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών αναφέρουν σε τακτική βάση, τουλάχιστον ετησίως, στην αρχή εποπτείας του ομίλου όλες τις σημαντικές εντός του ομίλου συναλλαγές από ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις που ανήκουν σε όμιλο, συμπεριλαμβανομένων των συναλλαγών με φυσικό πρόσωπο που συνδέεται με στενούς δεσμούς με οποιαδήποτε επιχείρηση του ομίλου. Επιπλέον, οι ανωτέρω επιχειρήσεις δηλώνουν, το συντομότερο δυνατό, τις πολύ σημαντικές συναλλαγές εντός του ομίλου. Οι αναγκαίες πληροφορίες υποβάλλονται στην αρχή εποπτείας του ομίλου από την ασφαλιστική ή την αντασφαλιστική επιχείρηση η οποία ηγείται του ομίλου ή, εάν του ομίλου δεν ηγείται ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, από την εταιρεία ασφαλιστικών συμμετοχών, από την μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών, ή από την ασφαλιστική ή την αντασφαλιστική επιχείρηση του ομίλου που έχει καθορισθεί από την Εποπτική Αρχή, εφόσον δρα ως αρχή εποπτείας του ομίλου άλλως από την αρχή εποπτείας του ομίλου, μετά από διαβουλεύσεις με τις λοιπές ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές και τον όμιλο. Όταν η Εποπτική Αρχή τυγχάνει, στην περίπτωση της παρούσας παραγράφου, ενδιαφερόμενη εποπτική αρχή, συμμετέχει στις αντίστοιχες διαβουλεύσεις με τις λοιπές ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές, την αρχή εποπτείας του ομίλου και με τον ίδιο τον όμιλο. Η Εποπτική Αρχή, εφόσον δρα ως αρχή εποπτείας του ομίλου, εντάσσει στην εποπτική της αξιολόγηση τις συναλλαγές εντός του ομίλου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Η Εποπτική Αρχή εφόσον δρα ως αρχή εποπτείας του ομίλου, μετά από διαβουλεύσεις με τις λοιπές ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές και τον όμιλο, προσδιορίζει το είδος των συναλλαγών εντός του ομίλου που οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις στον συγκεκριμένο όμιλο πρέπει να αναφέρουν σε κάθε περίσταση. Η Εποπτική Αρχή εφόσον δρα, στην ίδια περίπτωση, ως ενδιαφερόμενη εποπτική αρχή, συμμετέχει στις αντίστοιχες διαβουλεύσεις με τις λοιπές εποπτικές αρχές και τον όμιλο. Η παράγραφος 3 του άρθρου 199 του παρόντος εφαρμόζεται αναλόγως.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Με απόφαση της Εποπτικής Αρχής, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, καθορίζονται οι χρόνοι υποβολής των πληροφοριών του παρόντος, καθώς και οι διαδικασίες και τα πρότυπα για την αναφορά των συναλλαγών του παρόντος.

ΕΝΟΤΗΤΑ 3ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΚΙΝΔΥΝΩΝ ΚΑΙ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ
Άρθρο 201Εποπτεία του συστήματος διακυβέρνησης (άρθρο 246 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ, παράγραφος 15 του άρθρου 4 της Οδηγίας 2011/89/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Οι απαιτήσεις που ορίζονται στην Ενότητα 2 του Κεφαλαίου Δ΄ του Πρώτου Μέρους του παρόντος εφαρμόζονται αναλόγως στο επίπεδο του ομίλου. Με την επιφύλαξη του πρώτου εδαφίου της παρούσας παραγράφου, τα συστήματα διαχείρισης των κινδύνων και εσωτερικού ελέγχου και οι διαδικασίες αναφοράς εφαρμόζονται με συνέπεια σε όλες τις επιχειρήσεις που περιλαμβάνονται στο πεδίο εποπτείας του ομίλου, σύμφωνα με τις περιπτώσεις α΄ και β΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 171 του παρόντος, έτσι ώστε τα εν λόγω συστήματα και οι διαδικασίες αναφοράς να μπορούν να ελέγχονται σε επίπεδο ομίλου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Με την επιφύλαξη της παραγράφου 1 του παρόντος, οι μηχανισμοί εσωτερικού ελέγχου του ομίλου περιλαμβάνουν τουλάχιστον τα ακόλουθα: α) κατάλληλους μηχανισμούς, όσον αφορά στη φερεγγυότητα του ομίλου, για τον εντοπισμό και τη μέτρηση όλων των σημαντικών κινδύνων και για την κατάλληλη σύνδεση των επιλέξιμων ιδίων κεφαλαίων με τους κινδύνους, β) ορθές διαδικασίες αναφοράς και λογιστικής για την παρακολούθηση και τη διαχείριση των συναλλαγών στο εσωτερικό του ομίλου και της συγκέντρωσης των κινδύνων.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Τα συστήματα και οι διαδικασίες πληροφόρησης που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 του παρόντος υπόκεινται σε εποπτική αξιολόγηση από την αρχή εποπτείας του ομίλου, σύμφωνα με τους κανόνες που καθορίζονται στο Κεφάλαιο Γ΄ του παρόντος Μέρους.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Η συμμετέχουσα ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση ή η εταιρεία ασφαλιστικών συμμετοχών ή η μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών αναλαμβάνει, στο επίπεδο του ομίλου, την αξιολόγηση που απαιτείται από το άρθρο 33 του παρόντος. Όταν ο υπολογισμός της φερεγγυότητας στο επίπεδο του ομίλου εκτελείται με τη μέθοδο 1 του άρθρου 188 του παρόντος, η συμμετέχουσα ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση ή η εταιρεία ασφαλιστικών συμμετοχών ή η μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών παρέχει στον επόπτη του ομίλου σαφή στοιχεία σχετικά με τη διαφορά μεταξύ του αθροίσματος του της Κεφαλαιακής Απαίτησης Φερεγγυότητας καθεμιάς των συνδεδεμένων επιχειρήσεων ασφάλισης ή αντασφάλισης και της ενοποιημένης Κεφαλαιακής Απαίτησης Φερεγγυότητας του ομίλου. Οσάκις το αποφασίζει η συμμετέχουσα ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση ή η εταιρεία ασφαλιστικών συμμετοχών ή η μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών, και με την επιφύλαξη της σύμφωνης γνώμης της Εποπτικής Αρχής, εφόσον δρα ως αρχή εποπτείας του ομίλου, άλλως της αρχής εποπτείας του ομίλου, μπορεί να προβαίνει σε όλες τις εκτιμήσεις που απαιτούνται από το άρθρο 33 του παρόντος ταυτοχρόνως στο επίπεδο του ομίλου και στο επίπεδο οποιασδήποτε θυγατρικής στον όμιλο και μπορεί να εκπονεί ενιαίο έγγραφο που καλύπτει όλες αυτές τις εκτιμήσεις. Η Εποπτική Αρχή εφόσον δρα ως επόπτης ομίλου, πριν να δώσει τη συγκατάθεσή της σύμφωνα με το τρίτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου, ζητεί τη γνώμη και λαμβάνει δεόντως υπόψη τις απόψεις και τις επιφυλάξεις όλων των μελών του Κολλεγίου εποπτικών αρχών. Η Εποπτική Αρχή, εφόσον είναι ενδιαφερόμενη εποπτική αρχή, δύναται να παρέχει τη γνώμη της σχετικά με το τρίτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου. Στην περίπτωση που ο όμιλος επιλέξει τη δυνατότητα που προβλέπεται στο τρίτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου, υποβάλλει ταυτοχρόνως το έγγραφο σε όλες τις ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές. Η επιλογή της δυνατότητας αυτής δεν απαλλάσσει τις οικείες θυγατρικές από την υποχρέωση να εξασφαλίσουν ότι πληρούνται οι απαιτήσεις του άρθρου 33 του παρόντος. Η Εποπτική Αρχή, εφόσον δρα ως αρχή εποπτείας του ομίλου, εντάσσει την εποπτική της αξιολόγηση την ίδια αξιολόγηση του κινδύνου και της φερεγγυότητας που διεξάγεται σε επίπεδο ομίλου.

Αθήνα, 3 Φεβρουαρίου 2016
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
ΠΡΟΚΟΠΙΟΣ Β. ΠΑΥΛΟΠΟΥΛΟΣ
ΟΙ ΥΠΟΥΡΓΟΙ
ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΚΑΙ ΑΝΑΠΛΗΡΩΤΗΣ ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗΣ ΑΝΑΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗΣ ΑΝΑΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗΣ
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΚΟΥΡΟΥΜΠΛΗΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΤΟΣΚΑΣ
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ, ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ, ΔΙΑΦΑΝΕΙΑΣ
ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΚΑΙ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΣΤΑΘΑΚΗΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΟΠΟΥΛΟΣ
ΕΡΓΑΣΙΑΣ, ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ
ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΤΡΟΥΓΚΑΛΟΣ ΕΥΚΛΕΙΔΗΣ ΤΣΑΚΑΛΩΤΟΣ
ΑΝΑΠΛΗΡΩΤΗΣ ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΧΟΥΛΙΑΡΑΚΗΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΠΑΠΠΑΣ
Θεωρήθηκε και τέθηκε η Μεγάλη Σφραγίδα του Κράτους.
Αθήνα, 4 Φεβρουαρίου 2016
Ο ΕΠΙ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΥΠΟΥΡΓΟΣ
ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΟΠΟΥΛΟΣ