13 Α' 2016

ΝΟΜΟΣ 4364/2016

Προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας στην Οδηγία 2009/138/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2009, σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριοτήτων ασφάλισης και αντασφάλισης (Φερεγγυότητα ΙΙ), στα άρθρα 2 και 8 της Oδηγίας 2014/51/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Απριλίου 2014 σχετικά με την τροποποίηση των Οδηγιών 2003/71/ΕΚ και 2009/138/ΕΚ, και των Κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 1060/2009, (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 και (ΕΕ) αριθ. 1095/2010, όσον αφορά τις εξουσίες της Ευρωπαϊκής Αρχής Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων (εφεξής ΕΑΑΕΣ) και της Ευρωπαϊκής Αρχής Κινητών Αξιών και Αγορών, καθώς και στο άρθρο 4 της Οδηγίας 2011/89/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Νοεμβρίου 2011, σχετικά με τη συμπληρωματική εποπτεία των χρηματοπιστωτικών οντοτήτων που ανήκουν σε χρηματοπιστωτικούς ομίλους ετερογενών δραστηριοτήτων και συναφείς διατάξεις της νομοθεσίας περί της ιδιωτικής ασφάλισης και άλλες διατάξεις.

ΜΕΡΟΣ ΕΚΤΟ - ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΚΑΙ ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
05 Φεβρουαρίου 2016

ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ
ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
ΤΕΥΧΟΣ ΠΡΩΤΟ Αρ. Φύλλου 13
5 Φεβρουαρίου 2016

NOMOΣ ΥΠ’ ΑΡΙΘ. 4364
Προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας στην Οδηγία 2009/138/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2009, σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριοτήτων ασφάλισης και αντασφάλισης (Φερεγγυότητα ΙΙ), στα άρθρα 2 και 8 της Oδηγίας 2014/51/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Απριλίου 2014 σχετικά με την τροποποίηση των Οδηγιών 2003/71/ΕΚ και 2009/138/ΕΚ, και των Κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 1060/2009, (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 και (ΕΕ) αριθ. 1095/2010, όσον αφορά τις εξουσίες της Ευρωπαϊκής Αρχής Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων (εφεξής ΕΑΑΕΣ) και της Ευρωπαϊκής Αρχής Κινητών Αξιών και Αγορών, καθώς και στο άρθρο 4 της Οδηγίας 2011/89/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Νοεμβρίου 2011, σχετικά με τη συμπληρωματική εποπτεία των χρηματοπιστωτικών οντοτήτων που ανήκουν σε χρηματοπιστωτικούς ομίλους ετερογενών δραστηριοτήτων και συναφείς διατάξεις της νομοθεσίας περί της ιδιωτικής ασφάλισης και άλλες διατάξεις.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Εκδίδομε τον ακόλουθο νόμο που ψήφισε η Βουλή:

ΜΕΡΟΣ ΕΚΤΟΜΕΤΑΒΑΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΚΑΙ ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΚΑΙ ΣΤΑΔΙΑΚΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗΕΝΟΤΗΤΑ 1ΑΣΦΑΛΙΣΗ
Άρθρο 269Άδειες λειτουργίας υφισταμένων επιχειρήσεωνΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Κάθε ασφαλιστική επιχείρηση που έχει λάβει άδεια λειτουργίας πριν τις 31.12.2015 θεωρείται αυτοδικαίως ότι κατέχει άδεια λειτουργίας για τους αντίστοιχους κλάδους των άρθρων 4 και 5 του παρόντος με τις ακόλουθες διαφοροποιήσεις: α) Κάθε ασφαλιστική επιχείρηση που έχει λάβει άδεια άσκησης του κλάδου IV.1 του άρθρου 13 του ν.δ. 400/1970 (Α΄ 10) πριν τις 31.12.2015 θεωρείται αυτοδικαίως ότι κατέχει άδεια άσκησης του κλάδου ΙV «Διαρκής ασφάλιση ασθένειας» του άρθρου 5 του παρόντος. β) Κάθε ασφαλιστική επιχείρηση που έχει λάβει άδεια άσκησης του κλάδου IV.2 του άρθρου 13 του ν.δ. 400/1970 (Α’ 10) πριν τις 31.12.2015 θεωρείται αυτοδικαίως ότι κατέχει άδεια άσκησης των κλάδων 1 «Ατυχήματα» και 2 «Ασθένειες» της παραγράφου 1 του άρθρου 4 του παρόντος νόμου τελουμένων υπό χωριστή διαχείριση, σύμφωνα με το άρθρο 49 του παρόντος. Οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις ζωής του προηγουμένου εδαφίου δεν έχουν δυνατότητα περαιτέρω επέκτασης της άδειας σε λοιπούς κλάδους ασφάλισης κατά ζημιών.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις ζωής της περίπτωσης β΄ της παραγράφου 1 του παρόντος τηρούν τους λογιστικούς κανόνες οι οποίοι διέπουν τις επιχειρήσεις ασφάλισης ζωής για το σύνολο των δραστηριοτήτων τους. Όσον αφορά τους κανόνες περί εκκαθαρίσεως, οι ως άνω επιχειρήσεις πρέπει να εφαρμόζουν τους ίδιους κανόνες με τις επιχειρήσεις ασφάλισης ζωής, για τις δραστηριότητές τους που έχουν σχέση με τους κινδύνους που υπάγονται στους κλάδους 1 «Ατυχήματα» και 2 «Ασθένειες» της παραγράφου 1 του άρθρου 4 του παρόντος νόμου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις ζωής της περίπτωσης β΄ της παραγράφου 1 του παρόντος εφαρμόζουν τις διατάξεις του άρθρου 49 του παρόντος.

Άρθρο 270Δικαιώματα υφιστάμενων υποκαταστημάτων (άρθρο 306 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)

Τα εγκατεστημένα στην Ελλάδα υποκαταστήματα ασφαλιστικών επιχειρήσεων με έδρα σε άλλο κράτος μέλος, που έχουν αρχίσει τις δραστηριότητές τους πριν την 1η Ιουλίου 1994 θεωρούνται ότι έχουν αποτελέσει αντικείμενο της διαδικασίας που προβλέπεται στα άρθρα 115 και 116 του παρόντος.

ΕΝΟΤΗΤΑ 2ΑΝΤΑΣΦΑΛΙΣΗ
Άρθρο 271Δικαιώματα υφιστάμενων αντασφαλιστικών επιχειρήσεων (άρθρο 308 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)

Οι αντασφαλιστικές επιχειρήσεις που διαθέτουν άδεια ή το δικαίωμα να ασκούν αντασφαλιστικές δραστηριότητες στην Ελλάδα ή σε άλλο κράτος − μέλος σύμφωνα με τις οικείες διατάξεις του κράτους−μέλους στο οποίο έχουν την έδρα τους πριν από τις 10 Δεκεμβρίου 2005 θεωρείται ότι έχουν λάβει άδεια σύμφωνα με τα άρθρα 10 και 11 του παρόντος και το άρθρο 14 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ. Οι εν λόγω αντασφαλιστικές επιχειρήσεις τηρούν τις διατάξεις του παρόντος νόμου και της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ που αναφέρονται στην άσκηση αντασφαλιστικών δραστηριοτήτων, καθώς και τις απαιτήσεις των περιπτώσεων α΄, γ΄, ε΄ και στ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 14, της παραγράφου 1 του άρθρου 15 και των Ενοτήτων 2, 3 και 4 του Κεφαλαίου ΣΤ΄ του Πρώτου Μέρους του παρόντος.

ΕΝΟΤΗΤΑ 3ΑΣΦΑΛΙΣΗ ΚΑΙ ΑΝΤΑΣΦΑΛΙΣΗ
Άρθρο 272Σταδιακή εφαρμογή (άρθρο 308α της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ, παράγραφος 80 του άρθρου 2 της Οδηγίας 2014/51/ΕΕ )ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Η Εποπτική Αρχή δύναται, από την δημοσίευση του παρόντος και εφεξής, να λαμβάνει αποφάσεις και να χορηγεί εγκρίσεις σύμφωνα με τις διαδικασίες και προϋποθέσεις που καθορίζονται στα σχετικά άρθρα του παρόντος νόμου αναφορικά με τις ακόλουθες περιπτώσεις: α) των συμπληρωματικών ιδίων κεφαλαίων σύμφωνα με το άρθρο 69 του παρόντος, β) της ταξινόμησης των ιδίων κεφαλαίων που αναφέρεται στην παράγραφο 1 του άρθρου 73 του παρόντος, γ) ειδικών ανά επιχείρηση παραμέτρων σύμφωνα με την παράγραφο 7 του άρθρου 80 του παρόντος, δ) πλήρους ή μερικού εσωτερικού υποδείγματος σύμφωνα με τα άρθρα 87 και 88 του παρόντος, ε) των φορέων ειδικού σκοπού που εγκαθίστανται στην Ελλάδα σύμφωνα με το άρθρο 169 του παρόντος στ) των συμπληρωματικών ιδίων κεφαλαίων μιας ενδιάμεσης εταιρείας ασφαλιστικών συμμετοχών ή ενδιάμεσης μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 184 του παρόντος, ζ) εσωτερικού υποδείγματος ομίλου σύμφωνα με τα άρθρα 188, 189 του παρόντος, καθώς και την παράγραφο 5 του άρθρου 191 του παρόντος, η) της χρήσης της υποενότητας κινδύνου μετοχών επί τη βάσει της μέσης οικονομικής διάρκειας σύμφωνα με το άρθρο 254 του παρόντος, θ) της χρήσης της προσαρμογής αντιστοίχισης σύμφωνα με τα άρθρα 54 και 55 του παρόντος, ι) της χρήσης της προσαρμογής λόγω μεταβλητότητας στη σχετική χρονική διάρθρωση των επιτοκίων άνευ κινδύνου σύμφωνα με το άρθρο 56 του παρόντος, ια) της χρήσης του μεταβατικού μέτρου για τα επιτόκια άνευ κινδύνου σύμφωνα με το άρθρο 274 του παρόντος, ιβ) της χρήσης του μεταβατικού μέτρου για τις τεχνικές προβλέψεις σύμφωνα με το άρθρο 275 του παρόντος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Από τη δημοσίευση του παρόντος, η Εποπτική Αρχή: α) καθορίζει το επίπεδο και την έκταση της εποπτείας των ομίλων, σύμφωνα με τις Ενότητες 2 και 3 του Κεφαλαίου Α΄ του Τρίτου Μέρους του παρόντος, για κάθε όμιλο για τον οποίο η Εποπτική Αρχή αποτελεί ενδιαφερόμενη εποπτική αρχή, β) προσδιορίζει την αρχή εποπτείας του ομίλου σύμφωνα με το άρθρο 202 του παρόντος νόμου, γ) συγκροτεί Κολλέγια εποπτικών αρχών και συμμετέχει στις εργασίες Κολλεγίων εποπτικών αρχών σύμφωνα με το άρθρο 203 του παρόντος,

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Η Εποπτική Αρχή δύναται, από την δημοσίευση του παρόντος και εφεξής, να λαμβάνει αποφάσεις σύμφωνα με τις διαδικασίες και προϋποθέσεις που καθορίζονται στα σχετικά άρθρα του παρόντος νόμου αναφορικά με τις ακόλουθες περιπτώσεις: α) να αποφασίζει την αφαίρεση οποιασδήποτε συμμετοχής σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 186 του παρόντος, β) να καθορίζει την επιλογή μεθόδου για τον υπολογισμό της φερεγγυότητας στο επίπεδο του ομίλου, σύμφωνα με το άρθρο 178 του παρόντος, γ) να προβαίνει σε εξακριβώσεις περί ισοδυναμίας σύμφωνα με τα άρθρα 185 και 215 του παρόντος, δ) να επιτρέπει σε ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις να υπάγονται στα άρθρα 195 και 196 σύμφωνα με το άρθρο 193 του παρόντος, ε) να ασκεί τις αρμοδιότητές της οι οποίες καθορίζονται άρθρα 217 και 218 του παρόντος, στ) να αποφασίζει, όπου είναι αναγκαίο, την εφαρμογή μεταβατικών μέτρων σύμφωνα με το άρθρο 273 του παρόντος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Η Εποπτική Αρχή εξετάζει τις αιτήσεις που υποβάλλουν ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις για χορήγηση έγκρισης ή άδειας σύμφωνα με τις παραγράφους 2 και 3 του παρόντος, στις δε αντίστοιχες αποφάσεις που λαμβάνει δεν θέτει ημερομηνία εφαρμογής προγενέστερη της 1ης Ιανουαρίου 2016.

Άρθρο 273Μεταβατικά μέτρα (άρθρο 308β της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ παράγραφος 80 του άρθρου 2 της Οδηγίας 2014/51/ΕΕ )ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Με την επιφύλαξη της περίπτωσης β΄ του άρθρου 6 του παρόντος, οι ασφαλιστικές και οι αντασφαλιστικές επιχειρήσεις που έως την 1η Ιανουαρίου 2016 θα έχουν πάψει να συνάπτουν νέες συμβάσεις ασφάλισης ή αντασφάλισης και θα διαχειρίζονται αποκλειστικά το υπάρχον χαρτοφυλάκιό τους με σκοπό να τερματίσουν τη δραστηριότητά τους δεν υπάγονται στις διατάξεις του Πρώτου, Δεύτερου και Τρίτου Μέρους του παρόντος, και υπάγονται στις αντίστοιχες διατάξεις του ν.δ. 400/1970 όπως ίσχυε την 31.12.2015, μέχρι τις ημερομηνίες που καθορίζονται στην παράγραφο 2 του παρόντος, εφόσον πληρούν μία από τις ακόλουθες προϋποθέσεις: α) η Εποπτική Αρχή έχει πειστεί ότι οι επιχείρησης αυτές θα τερματίσουν τη δραστηριότητά τους πριν από την 1η Ιανουαρίου 2019, είτε β) έχουν υπαχθεί σε μέτρα εξυγίανσης που καθορίζονται στο Κεφάλαιο Β΄ του Τετάρτου Μέρους του παρόντος και έχει οριστεί ασφαλιστικός διαχειριστής.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Οι ασφαλιστικές και οι αντασφαλιστικές επιχειρήσεις που εμπίπτουν: α) στην περίπτωση α΄ της παραγράφου 1 του παρόντος υπάγονται στις διατάξεις του Πρώτου, Δεύτερου και Τρίτου Μέρος του παρόντος από την 1η Ιανουαρίου 2019. Με απόφαση της Εποπτικής Αρχής, επιχείρηση που εμπίπτει στην περίπτωση α΄ της παραγράφου 1 του παρόντος υπάγεται στις διατάξεις του Πρώτου, Δεύτερου και Τρίτου Μέρους του παρόντος νωρίτερα από την 1η Ιανουαρίου 2019 σε περίπτωση που η Εποπτική Αρχή δεν είναι ικανοποιημένη με την πρόοδο που έχει σημειωθεί όσον αφορά στον τερματισμό της δραστηριότητας τις συγκεκριμένης επιχείρησης, β) στην περίπτωση β΄ της παραγράφου 1 του παρόντος υπάγονται στις διατάξεις του Πρώτου, Δεύτερου και Τρίτου Μέρους του παρόντος από την 1η Ιανουαρίου 2021. Με απόφαση της Εποπτικής Αρχής, επιχείρηση που εμπίπτει στην περίπτωση β΄ της παραγράφου 1 του παρόντος υπάγεται στις διατάξεις του Πρώτου, Δεύτερου και Τρίτου Μέρους του παρόντος νωρίτερα από την 1η Ιανουαρίου 2021 σε περίπτωση που η Εποπτική Αρχή δεν είναι ικανοποιημένη με την πρόοδο που έχει σημειωθεί όσον αφορά στον τερματισμό της δραστηριότητας τις συγκεκριμένης επιχείρησης.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση υπάγεται στα μεταβατικά μέτρα των παραγράφων 1 και 2 του παρόντος μόνο εφόσον πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις: α) η επιχείρηση δεν ανήκει σε όμιλο ή, αν ανήκει, όλες οι επιχειρήσεις που ανήκουν στον όμιλο έχουν πάψει να συνάπτουν νέες συμβάσεις ασφάλισης η αντασφάλισης, β) η επιχείρηση υποβάλλει στην Εποπτική Αρχή ετήσια έκθεση σχετικά με την πρόοδο που σημειώνει όσον αφορά στον τερματισμό της δραστηριότητάς της, γ) η επιχείρηση έχει προηγουμένως κοινοποιήσει στην Εποπτική Αρχή ότι εφαρμόζει τα μεταβατικά μέτρα. Οι παράγραφοι 1 και 2 του παρόντος νόμου δεν εμποδίζουν τις συγκεκριμένες επιχειρήσεις να λειτουργούν σύμφωνα με τις διατάξεις του Πρώτου, Δεύτερου και Τρίτου Μέρους του παρόντος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Η Εποπτική Αρχή καταρτίζει κατάλογο των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων που εφαρμόζουν τα μεταβατικά μέτρα των παραγράφων 1 και 2 του παρόντος και τον κοινοποιεί στις εποπτικές αρχές όλων των άλλων κρατών−μελών.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Αναφορικά με τις πληροφορίες που, δυνάμει του άρθρου 24 του παρόντος, υποβάλλονται, σε ετήσια ή με μικρότερη συχνότητα βάση, από τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις στην Εποπτική Αρχή, τίθενται οι ακόλουθες μέγιστες ημερομηνίες υποβολής: α) για ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση της οποίας το οικονομικό έτος τελειώνει από την 30ή Ιουνίου 2016 μέχρι και την 31η Δεκεμβρίου 2016, όχι αργότερα από 20 εβδομάδες από το τέλος της οικονομικής χρήσης της επιχείρησης, β) η μέγιστη προθεσμία υποβολής των είκοσι (20) εβδομάδων μειώνεται κατά δύο (2) εβδομάδες για κάθε επόμενο οικονομικό έτος, με μέγιστο τα τέσσερα (4) έτη από την 1η Ιανουαρίου 2016, έως ότου διαμορφωθεί σε δεκατέσσερεις (14) εβδομάδες, από το τέλος της οικονομικής χρήσης της επιχείρησης, για τη χρήση της που τελειώνει από τις 30ή Ιουνίου 2019 μέχρι και την 31ή Δεκεμβρίου 2019.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Αναφορικά με τις πληροφορίες που, δυνάμει του άρθρου 38 του παρόντος, οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις δημοσιεύουν, τίθενται ακόλουθες μέγιστες ημερομηνίες δημοσίευσης: α) για ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση της οποίας το οικονομικό έτος τελειώνει από την 30ή Ιουνίου 2016 μέχρι και την 31η Δεκεμβρίου 2016, όχι αργότερα από είκοσι (20) εβδομάδες από το τέλος της οικονομικής χρήσης της επιχείρησης, β) η μέγιστη προθεσμία υποβολής των είκοσι (20) εβδομάδων μειώνεται κατά δύο (2) εβδομάδες για κάθε επόμενο οικονομικό έτος, με μέγιστο τα τέσσερα (4) έτη από την 1η Ιανουαρίου 2016, έως ότου διαμορφωθεί σε δεκατέσσερεις (14) εβδομάδες, από το τέλος της οικονομικής χρήσης της επιχείρησης, για τη χρήση της που τελειώνει από τις 30 Ιουνίου 2019 μέχρι και τις 31 Δεκεμβρίου 2019.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 7

Αναφορικά με τις πληροφορίες που, δυνάμει του άρθρου 24 του παρόντος, υποβάλλονται, σε τριμηνιαία βάση, από τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις στην Εποπτική Αρχή, τίθενται οι ακόλουθες μέγιστες ημερομηνίες υποβολής: α) για οποιοδήποτε τρίμηνο τελειώνει από την 1η Ιανουαρίου 2016 μέχρι και την 31η Δεκεμβρίου 2016, όχι αργότερα από 8 εβδομάδες από το τέλος του αντίστοιχου τριμήνου, β) η μέγιστη προθεσμία υποβολής των οκτώ (8) εβδομάδων μειώνεται κατά μία (1) εβδομάδα για κάθε επόμενο οικονομικό έτος, με μέγιστο τα τέσσερα (4) έτη από την 1η Ιανουαρίου 2016, έως ότου διαμορφωθεί σε πέντε (5) εβδομάδες, από το τέλος των τριμήνων που τελειώνουν από την 1η Ιανουαρίου 2019 μέχρι και την 31η Δεκεμβρίου 2019.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 8

Οι παράγραφοι 5, 6 και 7 του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται κατ’ αναλογία στις συμμετέχουσες ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, στις εταιρείες ασφαλιστικών συμμετοχών και στις μικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών στο επίπεδο του ομίλου σύμφωνα με τα άρθρα 209 και 211, ενώ οι προθεσμίες που αναφέρονται στις παραγράφους 5, 6 και 7 παρατείνονται κατά έξι (6) εβδομάδες αντίστοιχα.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 9

Κατά παρέκκλιση του άρθρου 72, στοιχεία των βασικών ιδίων κεφαλαίων περιλαμβάνονται στην κατηγορία 1 (Tier 1) των βασικών ιδίων κεφαλαίων για διάστημα έως δέκα (10) ετών από την 1η Ιανουαρίου 2016, υπό την προϋπόθεση ότι τα εν λόγω στοιχεία: α) έχουν εκδοθεί πριν από την 1η Ιανουαρίου 2016 ή πριν από την ημερομηνία έναρξης ισχύος της κατ’ εξουσιοδότηση πράξης που αναφέρεται στο άρθρο 97 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ εφόσον έχει προηγούμενη της 1ης Ιανουαρίου 2016 ημερομηνία έναρξης ισχύος, β) την 31η Δεκεμβρίου 2015 μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για την κάλυψη του διαθέσιμου περιθωρίου φερεγγυότητας σε ποσοστό έως πενήντα επί τοις εκατό (50%) του περιθωρίου φερεγγυότητας σύμφωνα με τις διατάξεις του ν.δ. 400/1970 όπως ίσχυε κατά την ημερομηνία αυτή, γ) δεν μπορούν με άλλο τρόπο να ταξινομηθούν στην κατηγορία 1 (Tier 1) ή την κατηγορία 2 (Tier 2) σύμφωνα με το άρθρο 72 του παρόντος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 10

Κατά παρέκκλιση του άρθρου 72 του παρόντος, στοιχεία των βασικών ιδίων κεφαλαίων περιλαμβάνονται στην κατηγορία 2 (Tier 2) των βασικών ιδίων κεφαλαίων για διάστημα έως δέκα (10) ετών από την 1η Ιανουαρίου 2016, υπό την προϋπόθεση ότι τα εν λόγω στοιχεία: α) έχουν εκδοθεί πριν από την 1η Ιανουαρίου 2016 ή πριν από την ημερομηνία έναρξης ισχύος της κατ’ εξουσιοδότηση πράξης που αναφέρεται στο άρθρο 97 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ εφόσον έχει προηγούμενη της 1ης Ιανουαρίου 2016 ημερομηνία έναρξης ισχύος, β) την 31η Δεκεμβρίου 2015 μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για την κάλυψη του διαθέσιμου περιθωρίου φερεγγυότητας σε ποσοστό έως είκοσι πέντε επί τοις εκατό (25%) του περιθωρίου φερεγγυότητας σύμφωνα με τις διατάξεις του ν.δ. 400/1970 όπως ίσχυε κατά την ημερομηνία αυτή.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 11

Ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις που επενδύουν σε διαπραγματεύσιμους τίτλους ή άλλα χρηματοπιστωτικά μέσα βασισμένα σε επανασυσκευασμένα δάνεια που εκδόθηκαν πριν από την 1η Ιανουαρίου 2011 εφαρμόζουν την κατ’ εξουσιοδότηση πράξη που αναφέρεται στην παράγραφο 2 του άρθρου 135 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ μόνο σε περιπτώσεις νέων επενδύσεων οι οποίες προστέθηκαν ή χρησιμοποιήθηκαν ως αντικατάσταση υφισταμένων μετά την 31η Δεκεμβρίου 2014.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 12

Κατά παρέκκλιση του άρθρου 76, των περιπτώσεων β΄, γ΄ και δ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 77 και του άρθρου 80 του παρόντος, ισχύουν τα ακόλουθα: α) έως τις 31 Δεκεμβρίου 2017 οι τυπικές παράμετροι που χρησιμοποιούνται στον υπολογισμό της υποενότητας κινδύνου συγκέντρωσης και της υποενότητας κινδύνου πιστωτικού περιθωρίου με την τυποποιημένη μέθοδο θα είναι, για τα ανοίγματα έναντι κεντρικών κυβερνήσεων ή κεντρικών τραπεζών κρατών−μελών που έχουν γίνει και έχουν καλυφθεί στο εγχώριο νόμισμα οποιουδήποτε κράτους−μέλους, ίδιες με εκείνες που εφαρμόζονται για τέτοια ανοίγματα που έχουν γίνει και έχουν καλυφθεί στο εθνικό τους νόμισμα, β) το έτος 2018, οι τυπικές παράμετροι που χρησιμοποιούνται στον υπολογισμό της υποενότητας κινδύνου συγκέντρωσης και της υποενότητας κινδύνου πιστωτικού περιθωρίου με την τυποποιημένη μέθοδο θα μειωθούν κατά 80% για τα ανοίγματα έναντι κεντρικών κυβερνήσεων ή κεντρικών τραπεζών κρατών−μελών που έχουν γίνει και έχουν καλυφθεί στο εγχώριο νόμισμα οποιουδήποτε άλλου κράτους−μέλους, γ) το έτος 2019, οι τυπικές παράμετροι που χρησιμοποιούνται στον υπολογισμό της υποενότητας κινδύνου συγκέντρωσης και της υποενότητας κινδύνου πιστωτικού περιθωρίου με την τυποποιημένη μέθοδο θα μειωθούν κατά πενήντα επί τοις εκατό (50%) για τα ανοίγματα έναντι κε− μελών που έχουν γίνει και έχουν καλυφθεί στο εγχώριο νόμισμα οποιουδήποτε άλλου κράτους−μέλους, δ) από την 1η Ιανουαρίου 2020, οι τυπικές παράμετροι που χρησιμοποιούνται στον υπολογισμό της υποενότητας κινδύνου συγκέντρωσης και της υποενότητας κινδύνου πιστωτικού περιθωρίου με την τυποποιημένη μέθοδο δεν θα μειωθούν για τα ανοίγματα έναντι κεντρικών κυβερνήσεων ή κεντρικών τραπεζών κρατώνμελών που έχουν γίνει και έχουν καλυφθεί στο εγχώριο νόμισμα οποιουδήποτε άλλου κράτους−μέλους.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 13

Κατά παρέκκλιση του άρθρου 76, των περιπτώσεων β΄, γ΄ και δ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 77 και του άρθρου 80 του παρόντος, οι τυποποιημένοι παράμετροι που χρησιμοποιούνται για τις μετοχές που ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση αγόρασε έως και την 1η Ιανουαρίου 2016, κατά τον υπολογισμό της υποενότητας κινδύνου μετοχών σύμφωνα με την τυποποιημένη μέθοδο, χωρίς την επιλογή που αναφέρεται στο άρθρο 254 του παρόντος, υπολογίζονται ως σταθμισμένοι μέσοι όροι: α) της τυποποιημένης παραμέτρου που χρησιμοποιείται στον υπολογισμό της υποενότητας κινδύνου μετοχών σύμφωνα με το άρθρο 254 του παρόντος, και β) της τυποποιημένης παραμέτρου που χρησιμοποιείται κατά τον υπολογισμό της υποενότητας κινδύνου μετοχών σύμφωνα με την τυποποιημένη μέθοδο, χωρίς την επιλογή που αναφέρεται στο άρθρο 254 του παρόντος. Ο συντελεστής στάθμισης για την παράμετρο της περίπτωσης β΄ της παρούσας παραγράφου αυξάνεται τουλάχιστον γραμμικά στο τέλος κάθε έτους, από μηδέν επί τοις εκατό (0%) για το έτος που αρχίζει την 1η Ιανουαρίου 2016 σε εκατό επί τοις εκατό (100%) για το έτος που αρχίζει την 1η Ιανουαρίου 2023.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 14

Κατά παρέκκλιση της παραγράφου 3 του άρθρου 109 του παρόντος και με την επιφύλαξη της παραγράφου 4 του ίδιου άρθρου, η Εποπτική Αρχή καλεί τις ασφαλιστικές και οι αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, οι οποίες συμμορφώνονται μεν κατά την 31η Δεκεμβρίου 2015 προς το απαιτούμενο περιθώριο φερεγγυότητας που προβλέπεται στα άρθρα 17α, 17β, 17γ και 98 του ν.δ.400/1970, όπως ίσχυε κατά την ημερομηνία αυτή, αλλά δεν συμμορφώνονται προς την Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας κατά το έτος 2016, να λάβουν τα αναγκαία μέτρα για να επιτύχουν το επίπεδο επιλέξιμων ιδίων κεφαλαίων που καλύπτουν την Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας ή να μειώσουν το προφίλ κινδύνου τους για να αποκαταστήσουν τη συμμόρφωση προς την Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας έως τις 31 Δεκεμβρίου 2017. Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις που έχουν κληθεί από την Εποπτική Αρχή σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο της παρούσας, υποβάλλουν στην Εποπτική Αρχή κάθε τρεις μήνες έκθεση προόδου, στην οποία να προσδιορίζουν τα μέτρα που λαμβάνουν και την πρόοδο που έχουν σημειώσει τόσο στην επίτευξη του επιπέδου επιλέξιμων ιδίων κεφαλαίων τα οποία καλύπτουν την Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας όσο και στη μείωση του προφίλ κινδύνου για τη εξασφάλιση της συμμόρφωσης προς την Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας. Η Εποπτική Αρχή αίρει την παράταση που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο της παρούσας σε περίπτωση που η έκθεση προόδου δείχνει ότι δεν έχει σημειωθεί αξιόλογη πρόοδος στην επίτευξη του επιπέδου των επιλέξιμων ιδίων κεφαλαίων για την κάλυψη των Κεφαλαιακών Απαιτήσεων Φερεγγυότητας ή στη μείωση του προφίλ κινδύνου της επιχείρησης για τη διασφάλιση της συμμόρφωσης προς τις Κεφαλαιακές Απαιτήσεις Φερεγγυότητας, μεταξύ της ημερομηνίας που διαπιστώθηκε η μη συμμόρφωση προς την Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας και της ημερομηνίας υποβολής της έκθεσης προόδου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 15

H τελική μητρική ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση δύναται, για περίοδο έως την 31η Μαρτίου 2022, να υποβάλει αίτηση για την έγκριση εφαρμογής εσωτερικού υποδείγματος του ομίλου που να περιλαμβάνει μόνο ένα τμήμα του ομίλου, εφόσον τόσο η θυγατρική όσο και η τελική μητρική επιχείρηση βρίσκονται στο ίδιο κράτος − μέλος και εφόσον το συγκεκριμένο τμήμα αποτελεί ξεχωριστό μέρος με σημαντικά διαφορετικό προφίλ κινδύνου από τον υπόλοιπο όμιλο.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 16

Κατά παρέκκλιση των παραγράφων 2 και 3 του άρθρου 176 του παρόντος, οι μεταβατικές διατάξεις που αναφέρονται στις παραγράφους 8 έως 12 του παρόντος άρθρου και στα άρθρα 274, 275 και 276 του παρόντος εφαρμόζονται αναλόγως και στο επίπεδο του ομίλου. Κατά παρέκκλιση των παραγράφων 2, 3 και 4 του άρθρου 176 του παρόντος, οι μεταβατικές διατάξεις της παραγράφου 14 του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται αναλόγως και στο επίπεδο του ομίλου και εφόσον οι συμμετέχουσες ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις ή οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις ενός ομίλου συμμορφώνονται κατά την 31η Δεκεμβρίου 2015 προς την προσαρμοσμένη φερεγγυότητα του άρθρου 6β του ν.δ. 400/1970 (Α΄ 10) όπως ίσχυε κατά τη χρονική αυτή στιγμή αλλά δεν συμμορφώνονται προς την Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας σε επίπεδο ομίλου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 17

Με απόφαση της Εποπτικής Αρχής που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως καθορίζονται διατάξεις για τη γλώσσα δημοσίευσης των πληροφοριών του άρθρου 211 του παρόντος.

Άρθρο 274Μεταβατικό μέτρο για τα επιτόκια άνευ κινδύνου (άρθρο 308γ της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ, παράγραφος 80 του άρθρου 2 της Οδηγίας 2014/51/ΕΕ )ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Οι ασφαλιστικές και οι αντασφαλιστικές επιχειρήσεις μπορούν με αίτησή τους, υποβαλλόμενη μέχρι τις 31η Δεκεμβρίου 2031 και κατόπιν έγκρισης της Εποπτικής Αρχής, να εφαρμόζουν σε συγκεκριμένες ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές υποχρεώσεις τους μεταβατική προσαρμογή στη σχετική χρονική διάρθρωση των επιτοκίων άνευ κινδύνου σε σχέση με τις συγκεκριμένες υποχρεώσεις.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Για κάθε νόμισμα, η προσαρμογή υπολογίζεται ως τμήμα της διαφοράς μεταξύ: α) του εγγυημένου επιτοκίου που εφαρμόζουν κατά την 31η Δεκεμβρίου 2015, σε κάθε ασφαλιστικό προϊόν, οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις δυνάμει της απόφασης του Υφυπουργού Ανάπτυξης Κ3−4382/7.6.2001 (Β΄ 847) και β) του ετήσιου πραγματικού επιτοκίου, υπολογιζόμενο ως το ενιαίο επιτόκιο προεξόφλησης το οποίο, όταν εφαρμόζεται στις ταμειακές ροές του εγκεκριμένου χαρτοφυλακίου ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών υποχρεώσεων, καταλήγει σε τιμή ίση προς την αξία της βέλτιστης εκτίμησης του εγκεκριμένου χαρτοφυλακίου ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών υποχρεώσεων η οποία έχει λάβει υπόψη ως χρονική αξία του χρήματος αυτή που προκύπτει από τη χρήση της σχετικής χρονικής διάρθρωσης των επιτοκίων άνευ κινδύνου που αναφέρεται στην παράγραφο 2 του άρθρου 52 του παρόντος. Το τμήμα που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο της παρούσας μειώνεται γραμμικά στο τέλος κάθε έτους, από 100% το έτος που αρχίζει την 1η Ιανουαρίου 2016 σε 0% την 1η Ιανουαρίου 2032. Όταν ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις εφαρμόζουν την προσαρμογή λόγω μεταβλητότητας που αναφέρεται στο άρθρο 56 του παρόντος, η σχετική χρονική διάρθρωση των επιτοκίων άνευ κινδύνου που αναφέρεται στην περίπτωση β΄ της παρούσας είναι η προσαρμοσμένη σχετική χρονική διάρθρωση των επιτοκίων άνευ κινδύνου που προσδιορίζεται στο άρθρο 56 του παρόντος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Η Εποπτική Αρχή χορηγεί την έγκριση της παραγράφου 1 του παρόντος μόνο σε ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές υποχρεώσεις που πληρούν τις ακόλουθες προϋποθέσεις: α) οι συμβάσεις από τις οποίες προκύπτουν οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές υποχρεώσεις είχαν συναφθεί πριν από την 31η Δεκεμβρίου 2015, εξαιρουμένων των ανανεώσεων συμβάσεων που πραγματοποιήθηκαν την ή μετά από την ημερομηνία αυτή, β) η αιτούσα επιχείρηση συμμορφώνεται με τις διατάξεις της απόφασης Υφυπουργού Ανάπτυξης Κ34382/7.6.2001 (Β΄ 847) κατά την 31η Δεκεμβρίου 2015, γ) το άρθρο 54 δεν εφαρμόζεται για τις εν λόγω ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές υποχρεώσεις.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Η έγκριση της Εποπτικής Αρχής χορηγείται εφόσον διασφαλίζεται ότι οι ασφαλιστικές και οι αντασφαλιστικές επιχειρήσεις που εφαρμόζουν την παράγραφο 1 του παρόντος: α) δεν περιλαμβάνουν τις εγκεκριμένες ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές υποχρεώσεις στον υπολογισμό της προσαρμογής λόγω μεταβλητότητας που καθορίζεται στο άρθρο 56 του παρόντος, β) δεν εφαρμόζουν το άρθρο 275 του παρόντος, γ) στην έκθεση φερεγγυότητας και χρηματοοικονομικής κατάστασης που δημοσιοποιούν σύμφωνα με το άρθρο 38 του παρόντος αναγράφουν ότι εφαρμόζουν τη μεταβατική χρονική διάρθρωση των επιτοκίων άνευ κινδύνου και περιλαμβάνουν την επίπτωση στην οικονομική τους θέση, σε ποσοτικούς όρους, από τη μη εφαρμογή του συγκεκριμένου μεταβατικού μέτρου.

Άρθρο 275Μεταβατικό μέτρο για τις τεχνικές προβλέψεις (άρθρο 308δ της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ, παράγραφος 80 του άρθρου 2 της Οδηγίας 2014/51/ΕΕ )ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Οι ασφαλιστικές και οι αντασφαλιστικές επιχειρήσεις μπορούν με αίτησή τους, υποβαλλόμενη μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2031 και κατόπιν έγκρισης της Εποπτικής Αρχής, να εφαρμόζουν μεταβατική μείωση των τεχνικών τους προβλέψεων. Η μείωση αυτή μπορεί να εφαρμόζεται στο επίπεδο των ομογενών ομάδων κινδύνου που αναφέρονται στο άρθρο 61 του παρόντος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Η μεταβατική μείωση αντιστοιχεί σε τμήμα της διαφοράς μεταξύ των ακόλουθων δύο ποσών: α) των τεχνικών προβλέψεων μετά τη αφαίρεση των ανακτήσιμων ποσών από συμβάσεις αντασφάλισης και φορείς ειδικού σκοπού, υπολογιζόμενων σύμφωνα με το άρθρο 51 του παρόντος κατά την 1η Ιανουαρίου 2016, β) των τεχνικών προβλέψεων μετά τη αφαίρεση των ανακτήσιμων ποσών από συμβάσεις αντασφάλισης, υπολογιζόμενες σύμφωνα με το άρθρο 7 του ν.δ. 400/1970 (Α΄ 10), της απόφασης Υφυπουργού Ανάπτυξης Κ3−4382/7.6.2001 (Β΄ 847) και της απόφασης ΕΠΕΙΑ 3/133/18.11.2008) (Β΄ 2577) κατά την 1η Ιανουαρίου 2016. Το τμήμα της διαφοράς μεταξύ των δύο ανωτέρω ποσών μειώνεται γραμμικά στο τέλος κάθε έτους, από 100% το έτος που αρχίζει την 1η Ιανουαρίου 2016 σε 0% την 1η Ιανουαρίου 2032. Μείωση που οδηγεί σε ποσοστό 0% πριν την 1η Ιανουαρίου 2032 επιτρέπεται. Όταν οι ασφαλιστικές και οι αντασφαλιστικές επιχειρήσεις εφαρμόζουν κατά την 1η Ιανουαρίου 2016 την προσαρμογή λόγω μεταβλητότητας που αναφέρεται στο άρθρο 56 του παρόντος, το ποσό που αναφέρεται στην περίπτωση α΄ της παρούσας υπολογίζεται συμπεριλαμβάνοντας την προσαρμογή λόγω μεταβλητότητας κατά την ίδια ημερομηνία.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Η Εποπτική Αρχή μπορεί να απαιτήσει τον επανυπολογισμό των ποσών των τεχνικών προβλέψεων, συμπεριλαμβανομένου, όπου έχει εφαρμογή, του ποσού της προσαρμογής λόγω μεταβλητότητας, που χρησιμοποιείται για τον υπολογισμό της μεταβατικής μείωσης που αναφέρεται στις περιπτώσεις α΄ και β΄ της παραγράφου 2 του παρόντος ανά 24 μήνες, ή και συχνότερα αν υπάρξει ουσιαστική μεταβολή στο προφίλ κινδύνου της επιχείρησης. Ο επανυπολογισμός του προηγουμένου εδαφίου μπορεί να γίνει και κατόπιν αίτησης της ενδιαφερόμενης επιχείρησης η οποία υπόκειται στην έγκριση της Εποπτικής Αρχής.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Η Εποπτική Αρχή μπορεί να περιορίζει ή να θέτει όρια στη μείωση που αναφέρεται στην παράγραφο 2 του παρόντος αν η εφαρμογή της θα μπορούσε να οδηγήσει σε επιδείνωση ή χειροτέρευση της οικονομικής θέσης ή σε μείωση των κεφαλαιακών απαιτήσεων που έχει μια ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση σχέση με τις αντίστοιχες κατά την 31η Δεκεμβρίου 2015 υπολογιζόμενες σύμφωνα με το ν.δ. 400/1970 (Α΄ 10).

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Η έγκριση της Εποπτικής Αρχής χορηγείται εφόσον διασφαλίζεται ότι οι ασφαλιστικές και οι αντασφαλιστικές επιχειρήσεις που εφαρμόζουν την παράγραφο 1 του παρόντος: α) δεν εφαρμόζουν το άρθρο 274 του παρόντος, β) στις περιπτώσεις κατά τις οποίες δεν θα συμμορφώνονταν προς την κεφαλαιακή απαίτηση φερεγγυότητας χωρίς εφαρμογή της μεταβατικής μείωσης, υποβάλλουν σε ετήσια βάση έκθεση στην Εποπτική Αρχή, αναφέροντας τα μέτρα που έλαβαν και την πρόοδο που έχουν σημειώσει όσον αφορά την αποκατάσταση, στο τέλος της μεταβατικής περιόδου που καθορίζεται στην παράγραφο 2 το παρόντος, επιπέδου επιλέξιμων ιδίων κεφαλαίων το οποίο καλύπτει την Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας, ή τη μείωση του προφίλ κινδύνου τους ώστε να αποκατασταθεί η συμμόρφωση προς την Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας, γ) στην έκθεση φερεγγυότητας και χρηματοοικονομικής κατάστασης που δημοσιοποιούν σύμφωνα με το άρθρο 38 του παρόντος αναγράφουν ότι εφαρμόζουν τη μεταβατική μείωση στις τεχνικές προβλέψεις και περιλαμβάνουν την επίπτωση στην οικονομική τους θέση, σε ποσοτικούς όρους, από τη μη εφαρμογή της μεταβατικής αυτής μείωσης.

Άρθρο 276Σχέδιο σταδιακής εφαρμογής των μεταβατικών μέτρων για τα επιτόκια άνευ κινδύνου και τις τεχνικές προβλέψεις

(άρθρο 308ε της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ, παράγραφος 80 του άρθρου 2 της Οδηγίας 2014/51/ΕΕ ) Οι ασφαλιστικές και οι αντασφαλιστικές επιχειρήσεις που εφαρμόζουν τα μεταβατικά μέτρα τα οποία καθορίζονται στο άρθρο 274 ή στο άρθρο 275 του παρόντος ενημερώνουν αμελλητί την Εποπτική Αρχή μόλις διαπιστώσουν ότι δεν θα συμμορφώνονταν προς την Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας χωρίς την εφαρμογή των εν λόγω μεταβατικών μέτρων. Η Εποπτική Αρχή απαιτεί από τις ασφαλιστικές και τις αντασφαλιστικές επιχειρήσεις να λάβουν τα αναγκαία μέτρα για να εξασφαλίσουν τη συμμόρφωση προς την Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας στο τέλος της μεταβατικής περιόδου. Μέσα σε δύο (2) μήνες από τη διαπίστωση της μη συμμόρφωσης προς την Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας χωρίς την εφαρμογή αυτών των μεταβατικών μέτρων, η ενδιαφερόμενη ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση υποβάλλει στην Εποπτική Αρχή σχέδιο σταδιακής εφαρμογής στο οποίο καθορίζονται τα μέτρα που προορίζονται για τον καθορισμό του επιπέδου επιλέξιμων ιδίων κεφαλαίων για την κάλυψη της Κεφαλαιακής Απαίτησης Φερεγγυότητας ή για τη μείωση του προφίλ κινδύνου της ώστε να εξασφαλίζεται η συμμόρφωση προς την Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας στο τέλος της μεταβατικής περιόδου. Η ενδιαφερόμενη ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση μπορεί να ενημερώνει το σχέδιο σταδιακής εφαρμογής κατά τη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου. Οι ενδιαφερόμενες ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις υποβάλλουν ετήσια έκθεση στην Εποπτική Αρχή, στην οποία να προσδιορίζονται τα μέτρα που έχουν ληφθεί και η πρόοδος που έχει σημειωθεί για τη εξασφάλιση της συμμόρφωσης προς την Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας στο τέλος της μεταβατικής περιόδου. Η Εποπτική Αρχή ανακαλεί την έγκριση της εφαρμογής του μεταβατικού μέτρου σε περίπτωση που η έκθεση προόδου δείχνει ότι η προοπτική συμμόρφωσης προς την Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας στο τέλος της μεταβατικής περιόδου δεν είναι ρεαλιστική.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄ΑΝΑΦΟΡΕΣ ΚΑΙ ΕΝΑΡΞΗ ΙΣΧΥΟΣ
Άρθρο 277Αναφορές σε καταργούμενες οδηγίες ή νόμους (άρθρο 310 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)

Αναφορές διατάξεων νόμων ή άλλων κανονιστικών πράξεων σε διατάξεις των Οδηγιών 64/225/ΕΟΚ, 73/239/ ΕΟΚ, 73/240/ΕΟΚ, 76/580/ΕΟΚ, 78/473/ΕΟΚ, 84/641/ΕΟΚ, 87/344/ΕΟΚ, 88/357/ΕΟΚ, 92/49/ΕΟΚ, 98/78/ΕΚ, 2001/17/ ΕΚ, 2002/83/ΕΚ και 2005/68/ΕΚ νοούνται ως αναφορές στις αντίστοιχες διατάξεις της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ.

Άρθρο 278Καταργούμενες διατάξεις και τροποποιούμενες διατάξειςΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Από την 1η Ιανουαρίου 2016 καταργείται το ν.δ. 400/1970 (Α΄ 10) και οποιαδήποτε υφιστάμενη αναφορά σε αυτό νοείται εφεξής αναφορά στις αντίστοιχες διατάξεις του παρόντος νόμου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Από την 1η Ιανουαρίου 2016 καταργούνται: α) τα άρθρα 2, 4, 5 και 6 του ν.δ. 551/1970 (Α΄ 114), β) τα άρθρα 1, 2, 3, 4, 5 και 6 του ν. 1380/1983 (Α 101), γ) η παρ. 2 του άρθρου 17 του ν. 1796/1988 (Α΄ 152), δ) το τελευταίο εδάφιο της περίπτωσης α΄ της παρ. 6 του άρθρου 4θ του ν. 2251/94 (Α΄ 191), ε) το άρθρο 33 του π.δ. 252/1996 (Α΄ 186) στ) τα άρθρα 1 ως και 12 του ν. 3229/2004 (Α΄ 38), ζ) οι παράγραφοι 1, 2, 3, 4 και 5 το άρθρο 1 του ν. 3867/2010 (Α΄ 128), η) το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 3 του άρθρου 8 του ν. 2496/1997, θ) το δεύτερο και τρίτο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 4 του ν. 1569/1985 (Α΄ 183).

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Οι κανονιστικές αποφάσεις που έχουν εκδοθεί από Υπουργούς, Υφυπουργούς, ή αρμόδιες αρχές, βάσει διατάξεων που καταργούνται δυνάμει της παραγράφου 1 του παρόντος, εφόσον δεν αντίκεινται στις διατάξεις του παρόντος νόμου ή της αμέσου εφαρμογής ευρωπαϊκής νομοθεσίας, διατηρούνται σε ισχύ μέχρι την αντικατάστασή τους με νέες κανονιστικές αποφάσεις, εκδιδόμενες κατ’ εξουσιοδότηση του παρόντος νόμου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Οι ακόλουθες κανονιστικές αποφάσεις που έχουν εκδοθεί από Υπουργούς, Υφυπουργούς ή αρμόδιες αρχές καταργούνται από την 1η Ιανουαρίου 2016: α) η απόφαση Υφυπουργού Ανάπτυξης Κ4−5845/1986 (ΑΕ − ΕΠΕ 3369), β) η απόφαση Υφυπουργού Ανάπτυξης Κ3−4298/1995 (Β΄ 505), γ) η απόφαση Υφυπουργού Ανάπτυξης Κ3−3974/ 11.10.1999 (ΑΕ − ΕΠΕ 8334), δ) η απόφαση Υφυπουργού Ανάπτυξης Κ3−7714/ 5.2.2001 (Β΄ 119), ε) η απόφαση Υφυπουργού Ανάπτυξης Κ3−4382/ 7.6.2001 (Β΄ 847), στ) η απόφαση Υφυπουργού Ανάπτυξης Κ3−9124/ 5.12.2001 (Β΄ 1616), ζ) η απόφαση Υφυπουργού Ανάπτυξης Κ3−4814/ 11.6.2004 (Β΄ 860), η) η απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΠΕΙΑ 133/3/19.12.2008 (Β΄ 2577), θ) η απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΠΕΙΑ 143/7/30.4.2009 (Β΄ 922), ι) η απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΠΕΙΑ 144/2/7.5.2009 (Β΄ 1354), ια) η απόφαση της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος 3/5/26.1.2011 (B΄ 706), ιβ) η απόφαση της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος 37/6/20.4.2012 (Β΄ 1662), ιγ) η απόφαση της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος 49/21/12.9.2012 (Β΄ 3102), ιδ) η απόφαση της Εκτελεστικής Επιτροπής της Τράπεζας της Ελλάδος 30/30.9.2013 (Β΄ 2556).

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Από την 1η Ιανουαρίου 2016 το άρθρο 1 του π.δ. 53/2013 τροποποιείται ως ακολούθως: «1. Ως ειδικευμένος εμπειρογνώμονας της παραγράφου 1 του άρθρου 34 του Κανονισμού (ΕΕ) 2015/35 καθορίζεται αποκλειστικά ο αναλογιστής, το επάγγελμα του οποίου διέπεται από τις διατάξεις του παρόντος. Το επάγγελμα του αναλογιστή, του οποίου, αντικείμενο αποτελούν οι αρμοδιότητες ελέγχου των εργασιών του άρθρου 34 του Κανονισμού (ΕΕ) 2015/35 εντός του συστήματος εσωτερικού ελέγχου των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων σύμφωνα με τα άρθρα 266 και 267 του ανωτέρω Κανονισμού, ασκείται ελεύθερα μετά πάροδο τριμήνου από την αναγγελία έναρξης του στη Διεύθυνση Οικονομικού Συντονισμού και Μακροοικονομικών Προβλέψεων, της Γενικής Διεύθυνσης Οικονομικής Πολιτικής, του Υπουργείου Οικονομικών, εφεξής «Αρμόδια Διοικητική Αρχή». Η αναγγελία του προηγούμενου εδαφίου συνοδεύεται από τα απαραίτητα δικαιολογητικά για την πιστοποίηση της συνδρομής των νομίμων προϋποθέσεων, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος. Η Αρμόδια Διοικητική Αρχή μπορεί εντός τριών (3) μηνών από την αναγγελία έναρξης του επαγγέλματος από τον ενδιαφερόμενο, να απαγορεύσει την έναρξη του επαγγέλματος του αιτούντος, στην περίπτωση που δεν συγκεντρώνονται οι νόμιμες προϋποθέσεις ή δεν προκύπτει η συνδρομή τους από τα υποβληθέντα στοιχεία. Εφόσον πληρούνται όλες οι νόμιμες προϋποθέσεις, η Αρμόδια Διοικητική Αρχή εγγράφει τον αιτούντα στο Μητρώο Αναλογιστών του άρθρου 6 του παρόντος. 2. Στην περίπτωση που δεν πληρούνται οι νόμιμες προϋποθέσεις ή δεν προκύπτει η συνδρομή τους από τα υποβληθέντα στοιχεία, η Αρμόδια Διοικητική Αρχή, ενημερώνει εγγράφως τον ενδιαφερόμενο, ότι δεν είναι δυνατή η εγγραφή του στο μητρώο, γνωστοποιώντας και τους σχετικούς λόγους.»

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Από την 1η Ιανουαρίου 2016 η παρ. 1 του άρθρου 6 του π.δ. 53/2013 τροποποιείται ως ακολούθως: «1. Συνιστάται με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, η οποία εκδίδεται εντός τριών (3) μηνών από τη δημοσίευση του παρόντος, πενταμελές Πειθαρχικό Συμβούλιο πιστοποιημένων αναλογιστών, το οποίο αποτελείται από: α) Έναν Πάρεδρο του Συμβουλίου της Επικρατείας με τον αναπληρωτή του. β) Έναν Πάρεδρο του Ελεγκτικού Συνεδρίου με τον αναπληρωτή του. γ) Τον Προϊστάμενο της Διεύθυνσης Οικονομικού Συντονισμού και Μακροοικονομικών Προβλέψεωντης Γενικής Διεύθυνσης Οικονομικής Πολιτικής του Υπουργείου Οικονομικών, με τον αναπληρωτή του. δ) Ένας υπάλληλος της Γενικής Διεύθυνσης Οικονομικής Πολιτικής του Υπουργείου Οικονομικών, με τον αναπληρωτή του. ε) Έναν πιστοποιημένο αναλογιστή με ελάχιστη αναλογιστική εμπειρία 10 ετών, με τον αναπληρωτή του, ο οποίος επιλέγεται μετά από κλήρωση. Πρόεδρος του Πειθαρχικού Συμβουλίου ορίζεται ο αρχαιότερος εκ των δύο Παρέδρων και γραμματέας υπάλληλος της Γενικής Διεύθυνσης Οικονομικής Πολιτικής του Υπουργείου Οικονομικών, με τον αναπληρωτή του. Η θητεία του Πειθαρχικού Συμβουλίου είναι τριετής με δυνατότητα ανανέωσης.»

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 7

Από την 1η Ιανουαρίου 2016 το άρθρο 1 του ν. 2496/1997 αντικαθίσταται ως ακολούθως: «1. Με την ασφαλιστική σύμβαση η ασφαλιστική επιχείρηση (ασφαλιστής) αναλαμβάνει την υποχρέωση έναντι του συμβαλλόμενού της (λήπτη της ασφάλισης) ή του τρίτου, έναντι ασφαλίστρου, α) είτε να καταβάλει παροχή (ασφάλισμα) σε χρήμα ή, εφόσον υπάρχει ειδική συμφωνία, σε είδος, όταν επέλθει εκείνο το περιστατικό εκ των προβλεπόμενων στο άρθρο 4 και στο άρθρο 5 περιπτώσεις α΄, β΄, γ΄ και δ΄ του νόμου με τον οποίο γίνεται η προσαρμογή στην Οδηγία 2009/138/ΕΚ, από το οποίο συμφωνήθηκε να εξαρτάται η υποχρέωσή του (ασφαλιστική περίπτωση), β) είτε να εκτελέσει τις εργασίες του άρθρου 5 περιπτώσεις ε΄ ως και θ΄ του νόμου με τον οποίο γίνεται η προσαρμογή στην Οδηγία 2009/138/ΕΚ. 2. Η ασφαλιστική σύμβαση περιλαμβάνει τουλάχιστον: α) τα στοιχεία των συμβαλλομένων και του δικαιούχου του ασφαλίσματος, αν αυτός είναι διαφορετικό πρόσωπο, β) τη διάρκεια ισχύος της ασφαλιστικής σύμβασης, γ) το πρόσωπο ή το αντικείμενο και τη χρηματική αξία του ή την περιουσία που απειλούνται ή σχετίζονται με την επέλευση του κινδύνου, στην περίπτωση α΄ της παραγράφου 1 του παρόντος, δ) το είδος των κινδύνων ή των εκτελούμενων εργασιών, ε) το τυχόν ανώτατο όριο ευθύνης του ασφαλιστή (ασφαλιστικό ποσό), στ) τις τυχόν εξαιρέσεις κάλυψης, ζ) το εφάπαξ ή το αρχικό ασφάλιστρο και η) το εφαρμοστέο δίκαιο, αν αυτό δεν είναι το ελληνικό.»

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 8

Από την 1η Ιανουαρίου 2016 η παρ. 2 του άρθρου 6 του ν. 2496/1997 αντικαθίσταται ως εξής: «2. Η καθυστέρηση της καταβολής ληξιπρόθεσμης δόσης ασφαλίστους δίνει το δικαίωμα στον ασφαλιστή να καταγγείλει τη σύμβαση. Η καταγγελια γίνεται με γραπτή δήλωση στο λήπτη της ασφάλισης, στην οποία γνωστοποιείται ότι η περαιτέρω καθυστέρηση καταβολής ασφαλίστρου θα επιφέρει, μετά την πάροδο δύο (2) εβδομάδων για ασφαλίσεις με διάρκεια μέχρι και ενός (1) έτους, και μετά την πάροδο ενός (1) μηνός για ασφαλίσεις με διάρκεια μεγαλύτερη του ενός (1) έτους, από την κοινοποίηση της δήλωσης, τη λύση της σύμβασης.»

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 9

Από την 1η Ιανουαρίου 2016 η περίπτωση θ΄ του άρθρου 1 του κ.ν. 489/1976 αντικαθίσταται ως εξής: «θ. Κέντρο πληροφοριών είναι η υπηρεσιακή μονάδα του επικουρικού κεφαλαίου ασφάλισης ευθύνης από ατυχήματα αυτοκινήτων και ορίζεται στο άρθρο 27β του παρόντος».

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 10

Από την 1η Ιανουαρίου 2016 η παρ. 1 του άρθρου 27β του κ.ν. 489/1976 αντικαθίσταται ως εξής: «1. Το κέντρο πληροφοριών αποτελεί υπηρεσιακή μονάδα του επικουρικού κεφαλαίου ασφάλισης ευθύνης από ατυχήματα αυτοκινήτων του άρθρου 16 του παρόντος.»

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 11

Από την 1η Ιανουαρίου 2016, όπου στην κείμενη νομοθεσία αναφέρεται το άρθρο 120 του ν.δ. 400/1970, εφεξής νοείται το άρθρο 256 του παρόντος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 12

Από την 1η Ιανουαρίου 2016, η υποπερίπτωση β΄ της περίπτωσης Α΄ της παρ. 1 του άρθρου 4 του π.δ. 190/2006 (Α΄196) αντικαθίσταται ως εξής: «β) αποδεικτικό φορολογικής ενημερότητας του άρθρου 12 του ν. 4175/ 2013 (Α΄ 170), το οποίο ανανεώνεται ετησίως με μέριμνα του ιδίου και πιστοποιητικό ποινικού μητρώου γενικής χρήσης το οποίο αναζητείται αυτεπάγγελτα και ανανεώνεται κάθε δύο έτη από το οικείο Επαγγελματικό Επιμελητήριο ή το Επαγγελματικό Τμήμα του Ενιαίου Επιμελητήριου και από το οποίο προκύπτει ότι δεν έχει καταδικαστεί αμετακλήτως για οποιοδήποτε κακούργημα ή για πλημμέλημα για τα αδικήματα της κλοπής, υπεξαίρεσης, απάτης, πλαστογραφίας, απιστίας, ψευδορκίας, δόλιας χρεοκοπίας, καταδολίευσης δανειστών, τοκογλυφίας, καθ’ υποτροπή έκδοση ακάλυπτων επιταγών.»

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 13

Όπου στην κείμενη νομοθεσία αναφέρεται η Επιτροπή Εποπτείας Ιδιωτικής Ασφάλισης ή «ΕΠ.Ε.Ι.Α.» νοείται εφεξής η Εποπτική Αρχή.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 14

Το δεύτερο και τρίτο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 20 του π.δ. 237/1986 (Α΄ 110) όπως ισχύει, τροποποιούνται και αντικαθίστανται ως εξής: «Αναστέλλεται κάθε αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος του Επικουρικού Κεφαλαίου, είτε εις χείρας του, είτε εις χείρας τρίτων, από την έναρξη ισχύος του παρόντος μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2018. Απαγορεύεται, επίσης, ο συμψηφισμός των εισφορών των μελών του με τυχόν οφειλές του Επικουρικού Κεφαλαίου προς αυτά.» ΜΕΡΟΣ ΕΒΔΟΜΟ: ΑΛΛΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 279

Μετά το α΄ εδάφιο της παρ. 4 του άρθρου 2 του ν. 4339/ 2015 (Α΄ 133) προστίθεται εδάφιο ως εξής: «Κατά την πρώτη εφαρμογή του παρόντος, ο αριθμός των δημοπρατούμενων αδειών παρόχου περιεχομένου επίγειας ψηφιακής τηλεοπτικής ευρυεκπομπής ελεύθερης λήψης ανά επιμέρους κατηγορία καθορίζεται με διάταξη νόμου.»

Άρθρο 280Ρύθμιση θεμάτων Αναγκαστικών ΑπαλλοτριώσεωνΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Στο πρώτο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 7Α του ν. 2882/2001 (Α΄ 17) «Κώδικας Αναγκαστικών Απαλλοτριώσεων Ακινήτων», όπως ισχύει, μετά τις λέξεις «που δικάζει», προστίθενται οι λέξεις «σε μονομελή σύνθεση».

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Στο δεύτερο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 7Α του ν. 2882/2001 (Α΄ 17) «Κώδικας Αναγκαστικών Απαλλοτριώσεων Ακινήτων», όπως ισχύει, μετά τις λέξεις «η αποβολή του ιδιοκτήτη» προστίθενται οι λέξεις «νομέα ή κατόχου».

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Στο τέλος του τέταρτου εδαφίου της παρ. 1 του άρθρου 7Α του ν. 2882/2001 (Α΄ 17) «Κώδικας Αναγκαστικών Απαλλοτριώσεων Ακινήτων», όπως ισχύει, προστίθενται οι λέξεις «για την υπαγωγή τους στη διαδικασία του παρόντος άρθρου».

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Η παρ. 2 του άρθρου 7Α του ν. 2882/2001 (Α΄ 17) «Κώδικας Αναγκαστικών Απαλλοτριώσεων Ακινήτων», όπως ισχύει, αντικαθίσταται ως εξής: «2. Η κατά την προηγούμενη παράγραφο διαδικασία κινείται με ειδική αίτηση προς το κατά τα ανωτέρω αρμόδιο δικαστήριο, που υποβάλλεται αμελλητί και κατ’ απόλυτη προτεραιότητα από τον βαρυνόμενο με τη δαπάνη της απαλλοτρίωσης, είτε αυτοτελώς είτε μαζί με την αίτηση για τον προσδιορισμό της αποζημίωσης. Η αίτηση και τα συνοδευτικά έγγραφα αυτής υποβάλλονται και σε ψηφιακή μορφή. Το οικείο γραφείο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους υποχρεούται να υποβάλει τις σχετικές αιτήσεις αμελλητί και κατ’ απόλυτη προτεραιότητα. Η κλήτευση των ιδιοκτητών στην περίπτωση αυτή γίνεται κατά τα οριζόμενα στο δεύτερο και τρίτο εδάφιο της παραγράφου 4 του άρθρου 19 του παρόντος Κώδικα. Ο αρμόδιος δικαστής υποχρεούται να προσδιορίσει δικάσιμο προς συζήτηση της αίτησης το αργότερο μέχρι την πρώτη εργάσιμη μετά την παρέλευση είκοσι (20) ημερών από την ημέρα κατάθεσής της. Αναβολή της συζήτησης της αίτησης δεν επιτρέπεται. Η απόφαση εκδίδεται υποχρεωτικά εντός ενός (1) μηνός από τη συζήτηση της αίτησης.»

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Στο τέλος του πρώτου εδαφίου της παρ. 3 του άρθρου 7Α του ν. 2882/2001 (Α΄ 17) «Κώδικας Αναγκαστικών Απαλλοτριώσεων Ακινήτων», όπως ισχύει, προστίθενται οι λέξεις «που έχει το ακίνητο κατά την ημέρα κατάθεσης της αίτησης».

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Στο δεύτερο εδάφιο της παρ. 3 του άρθρου 7Α του ν. 2882/2001 (Α΄ 17) «Κώδικας Αναγκαστικών Απαλλοτριώσεων Ακινήτων», όπως ισχύει, καταργείται.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 7

Στο πρώτο εδάφιο της παρ. 4 του άρθρου 7Α του ν. 2882/2001 (Α΄ 17) «Κώδικας Αναγκαστικών Απαλλοτριώσεων Ακινήτων», όπως ισχύει, μετά τις λέξεις «η παράδοση του ακινήτου ενεργείται άμεσα» προστίθενται οι λέξεις «από τη δημοσίευση της απόφασης».

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 8

Στο δεύτερο εδάφιο της παρ. 4 του άρθρου 7Α του ν. 2882/2001 (Α΄ 17) «Κώδικας Αναγκαστικών Απαλλοτριώσεων Ακινήτων», όπως ισχύει, μετά τις λέξεις «διατάσσεται ταυτόχρονα η αποβολή του», προστίθενται οι λέξεις «ιδιοκτήτη, νομέα ή».

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 9

Το τελευταίο εδάφιο της παρ. 4 του άρθρου 7Α του ν. 2882/2001 (Α΄ 17) «Κώδικας Αναγκαστικών Απαλλοτριώσεων Ακινήτων», όπως ισχύει, καταργείται.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 10

Μετά την παρ. 4 του άρθρου 7Α του ν. 2882/2001 (Α΄ 17) «Κώδικας Αναγκαστικών Απαλλοτριώσεων Ακινήτων», όπως ισχύει, προστίθεται νέα παράγραφος 5 ως εξής: «5. Κατά της απόφασης του Εφετείου, η οποία εκδίδεται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου και με την οποία παρέχεται η άδεια προσωρινής κατάληψης, καθορίζεται η εύλογη αποζημίωση και διατάσσεται η αποβολή του ιδιοκτήτη, νομέα ή κατόχου από το ακίνητο δεν ασκούνται ένδικα μέσα, δεν χωρεί αναστολή εκτέλεσης και δεν παράγεται δεδικασμένο ως προς τον καθορισμό του ύψους της πλήρους αποζημίωσης, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 19 και 20 του παρόντος Κώδικα.»

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 11

Η παρ. 5 του άρθρου 7Α του ν. 2882/2001 (Α΄ 17) «Κώδικας Αναγκαστικών Απαλλοτριώσεων Ακινήτων», όπως ισχύει, αναριθμείται σε παράγραφο 6.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 12

Η παρ. 6 του άρθρου 7Α του ν. 2882/2001 (Α΄ 17) «Κώδικας Αναγκαστικών Απαλλοτριώσεων Ακινήτων», όπως ισχύει, αναριθμείται σε παράγραφο 7 και αντικαθίσταται ως εξής: «7. Η κατά το άρθρο αυτό διαδικασία χωρεί κατ’ απόλυτη προτεραιότητα. Προκειμένου οι προθεσμίες του παρόντος άρθρου να τηρούνται απαρεγκλίτως, οι σχετικές υποθέσεις προσδιορίζονται και δικάζονται καθ’ υπέρβαση του ορισμένου αριθμού υποθέσεων κατά δικάσιμο που τυχόν έχει αποφασισθεί από τις Ολομέλειες των Δικαστηρίων.»

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 13

Η παρ. 7 του άρθρου 7Α του ν. 2882/2001 (Α΄ 17) «Κώδικας Αναγκαστικών Απαλλοτριώσεων Ακινήτων», όπως ισχύει, αναριθμείται σε παράγραφο 8.

Άρθρο 281Διατάξεις Μεταβατικού ΔικαίουΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Αιτήσεις του άρθρου 7Α του ν. 2882/2001 (Α΄ 17), που έχουν κατατεθεί πριν τη δημοσίευση του παρόντος νόμου, εκδικάζονται από το δικαστήριο που ήταν αρμόδιο κατά το χρόνο κατάθεσής τους, τηρουμένων των λοιπών διατάξεων του άρθρου 7Α, όπως διαμορφώνεται δυνάμει των τροποποιήσεων σύμφωνα με το προηγούμενο άρθρο.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Η παρ. 4 του άρθρου 146 του ν. 4070/2012, (Α΄ 82), «Ρυθμίσεις ηλεκτρονικών επικοινωνιών, μεταφορών, δημοσίων έργων και άλλες διατάξεις», καταργείται.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Για εκκρεμείς απαλλοτριώσεις έργων που υπήχθησαν στο άρθρο 7Α του ν. 2882/2001 (Α΄ 17), αν για οποιονδήποτε λόγο δεν έχουν αποδοθεί τα σχετικά με αυτές ακίνητα, δύναται να υποβληθεί η ειδική αίτηση της παραγράφου 2 του ίδιου άρθρου, σύμφωνα με τη διαδικασία και τις προθεσμίες που ορίζονται σε αυτήν.

Άρθρο 282Τροποποίηση του ν. 3959/2011 (Α΄ 93) περί προστασίας του ελεύθερου ανταγωνισμούΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

α. Το εδάφιο β΄ της παρ. 1 του άρθρου 12 του ν. 3959/2011 αντικαθίσταται ως εξής: «Τα μέλη της απολαμβάνουν προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας και κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους, δεσμεύονται μόνο από το νόμο και τη συνείδησή τους και υποχρεούνται να τηρούν τις αρχές της αντικειμενικότητας και της αμεροληψίας.» β. Στο τέλος της παρ. 3 του άρθρου 12 προστίθενται εδάφια ως εξής: «Ο Πρόεδρος και ο Αντιπρόεδρος της Επιτροπής Ανταγωνισμού αποχωρούν αυτοδικαίως με τη συμπλήρωση του εβδομηκοστού τρίτου (73ου) έτους ηλικίας τους και τα μέλη της Επιτροπής Ανταγωνισμού με τη συμπλήρωση του εβδομηκοστού (70ού) έτους ηλικίας τους. Για τα ήδη υπηρετούντα, κατά την έναρξη ισχύος του προηγούμενου εδαφίου, μέλη της Επιτροπής Ανταγωνισμού δεν εφαρμόζεται η ρύθμιση του προηγούμενου εδαφίου, μέχρι τη λήξη της θητείας τους.» γ. Μετά την παράγραφο 6 του ίδιου άρθρου προστίθενται παράγραφοι 7 και 8, αναριθμούμενων των επόμενων παραγράφων αναλόγως, ως εξής: «7. Η ιδιότητα του Προέδρου, του Αντιπροέδρου και του μέλους (τακτικού ή αναπληρωματικού) της Επιτροπής Ανταγωνισμού είναι ασυμβίβαστη με την εξ αίματος ή εξ αγχιστείας μέχρι β΄ βαθμού συγγένεια ή συζυγική σχέση με πρόσωπο που κατέχει το βουλευτικό αξίωμα ή είναι βουλευτής στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή είναι μέλος της Κυβέρνησης. Το ασυμβίβαστο αυτό ισχύει καθ’ όλη τη διάρκεια της θητείας. Η διαπίστωση του ανωτέρω ασυμβίβαστου συνεπάγεται την αυτοδίκαιη έκπτωση από τη θέση του Προέδρου, του Αντιπροέδρου ή του μέλους, αντίστοιχα, για την οποία εκδίδεται διαπιστωτική πράξη του αρμόδιου για το διορισμό οργάνου. Η παρούσα παράγραφος αρχίζει να ισχύει ένα μήνα μετά τη δημοσίευση του παρόντος νόμου στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και καταλαμβάνει τα ήδη υπηρετούντα πρόσωπα, στα οποία το ασυμβίβαστο θα εξακολουθεί να υφίσταται και κατά το χρόνο έναρξης ισχύος της. 8. Στον Πρόεδρο, στον Αντιπρόεδρο και στα μέλη της Επιτροπής Ανταγωνισμού απαγορεύεται ο άμεσος ή έμμεσος προσπορισμός οποιουδήποτε οφέλους από επιχειρήσεις ή από τρίτους που επηρεάζονται άμεσα από τη δραστηριότητά τους.» δ. Στο τέλος της παραγράφου 9 του άρθρου 12 προστίθεται εδάφιο ως εξής: «Ο Πρόεδρος, ο Αντιπρόεδρος και τα μέλη της Επιτροπής Ανταγωνισμού υποχρεούνται στην τήρηση εμπιστευτικότητας πληροφοριών σχετικών με επιχειρηματική δραστηριότητα των οποίων έλαβαν γνώση κατά την άσκηση των καθηκόντων τους για τέσσερα (4) έτη μετά τη λήξη της θητείας ή την αποχώρησή τους.»

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

α. Το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 13 αντικαθίσταται ως εξής: «Το Πειθαρχικό Συμβούλιο αποφασίζει σε πρώτο και τελευταίο βαθμό την επιβολή των κυρώσεων που ορίζονται κατά τη διαδικασία του άρθρου 13Α.» β. Η παράγραφος 5 του άρθρου 13 καταργείται.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Μετά το άρθρο 13 του ν. 3959/2011 προστίθεται άρθρο 13Α ως εξής: «Άρθρο 13A Πειθαρχική διαδικασία 1. Το Πειθαρχικό Συμβούλιο συνεδριάζει νομίμως με την παρουσία όλων των μελών του και αποφασίζει με απόλυτη πλειοψηφία των παρόντων. Το Πειθαρχικό Συμβούλιο αποφασίζει σε πρώτο και τελευταίο βαθμό. 2. Ως πειθαρχικά παραπτώματα θεωρούνται: α) η παράβαση διατάξεων του παρόντος και εν γένει της ισχύουσας νομοθεσίας κατά την άσκηση των καθηκόντων και αρμοδιοτήτων, β) η πλημμελής εκτέλεση των καθηκόντων και αρμοδιοτήτων, γ) η απόκτηση οικονομικού οφέλους ή ανταλλάγματος του ιδίου του μέλους ή τρίτου προσώπου κατά την άσκηση των καθηκόντων του ή εξ αφορμής αυτών και δ) η υπαίτια πρόκληση ζημίας σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου ή της Επιτροπής Ανταγωνισμού. 3. Οι επιβαλλόμενες από το Πειθαρχικό Συμβούλιο ποινές είναι: α) έγγραφη επίπληξη, β) πρόστιμο έως τις αποδοχές δώδεκα (12) μηνών και γ) οριστική παύση. 4. Σε περίπτωση επιβολής εντός διετίας δύο πειθαρχικών ποινών επίπληξης ή/και προστίμου σε μέλος της Επιτροπής Ανταγωνισμού για το ίδιο ή διαφορετικό πειθαρχικό παράπτωμα, το μέλος αυτό εκπίπτει αυτοδίκαια από τη θέση του. 5. Η ποινή της οριστικής παύσης μπορεί να επιβληθεί μόνο στις εξής περιπτώσεις: α) αν το πειθαρχικό παράπτωμα συνιστά ταυτόχρονα και αξιόποινη πράξη, β) αν το μέλος απέκτησε ή επιδίωξε να αποκτήσει οικονομικό όφελος ή αντάλλαγμα προς όφελος του ιδίου ή τρίτου προσώπου κατά την άσκηση των καθηκόντων του ή εξ αφορμής αυτών, γ) της παράβασης της υποχρέωσης εμπιστευτικότητας και εχεμύθειας, δ) της παράβασης της παραγράφου 5 του άρθρου 12, ε) της υπαίτιας πρόκλησης ζημίας σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου ή της Επιτροπής Ανταγωνισμού. 6. Μετά την κίνηση της πειθαρχικής διαδικασίας κατά το άρθρο 13 παράγραφος 1, ο Πρόεδρος του Πειθαρχικού Συμβουλίου υποχρεούται να καλέσει το μέλος σε προηγούμενη ακρόαση και παροχή έγγραφων εξηγήσεων με κλήση, η οποία αναφέρει το αποδιδόμενο παράπτωμα και επιδίδεται στο μέλος με δικαστικό επιμελητή ή άλλο δημόσιο όργανο. Στην κλήση αναφέρεται η ημερομηνία ακρόασης του μέλους ενώπιον του Πειθαρχικού Συμβουλίου, η οποία δεν μπορεί να απέχει λιγότερο των δέκα (10) εργασίμων ημερών από την ημερομηνία επίδοσης της κλήσης. Προ της ακροάσεως και της παροχής έγγραφων εξηγήσεων, το μέλος δικαιούται να λάβει γνώση του φακέλου της υπόθεσης. 7. Κατά την ακρόαση, το μέλος υποβάλλει ενώπιον του Πειθαρχικού Συμβουλίου τις έγγραφες εξηγήσεις του, παρέχει τις απαιτούμενες διευκρινίσεις, απαντά σε ερωτήσεις και εν γένει διευκολύνει το έργο του Πειθαρχικού Συμβουλίου για τη διακρίβωση των πραγματικών περιστατικών της υπόθεσης. Μετά την ολοκλήρωση της ανωτέρω διαδικασίας, το Πειθαρχικό Συμβούλιο διασκέπτεται αυθημερόν και εκδίδει απόφαση, η οποία είτε: α) κρίνει ικανοποιητικές και επαρκείς τις εξηγήσεις του μέλους και παύει την πειθαρχική διαδικασία, β) δίδει εντολή στον Πρόεδρο του Συμβουλίου να συντάξει έκθεση πειθαρχικού παραπτώματος στην οποία περιγράφονται τα πραγματικά περιστατικά, το κατά την παράγραφο 2 πειθαρχικό παράπτωμα και ορίζεται ημέρα και ώρα συνεδριάσεως του Πειθαρχικού Συμβουλίου για τη συζήτηση της υποθέσεως, στην οποία καλείται να παραστεί το διωκόμενο μέλος, εφόσον το επιθυμεί και με πληρεξούσιο δικηγόρο. Η ως άνω απόφαση και στις δύο περιπτώσεις επιδίδεται στο μέλος με δικαστικό επιμελητή ή άλλο δημόσιο όργανο. 8. Σε περίπτωση άσκησης πειθαρχικής δίωξης με απόφαση της περίπτωσης β΄ του εδαφίου β΄ της προηγούμενης παραγράφου, κατά την ορισθείσα ημέρα συνεδρίασης, το Πειθαρχικό Συμβούλιο δύναται κατά την κρίση του να εξετάσει μάρτυρες, μετά δε την προφορική ενώπιον του απολογία του διωκόμενου μέλους ή, σε περίπτωση μη εμφανίσεώς του, μετά τη διαπίστωση της νόμιμης κλήτευσής του, εκδίδει αμέσως την απόφασή του. Το Πειθαρχικό Συμβούλιο δύναται, αν το κρίνει αναγκαίο, να διατάξει τη συμπλήρωση της έκθεσης πειθαρχικού παραπτώματος και επανάληψη της συζητήσεως. Στην περίπτωση αυτή καλείται με νέα κλήση το διωκόμενο μέλος, στην οποία ορίζεται νέα ημέρα και ώρα συζητήσεως, η οποία επιδίδεται σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο. Η επίδοση αυτή μπορεί να παραλειφθεί, εφόσον το μέλος κατά την πρώτη συζήτηση ήταν παρόν και του γνωστοποιήθηκε η νέα ημερομηνία συζητήσεως. Το Πειθαρχικό Συμβούλιο δύναται επίσης άπαξ να αναβάλει τη λήψη αποφάσεως, προκειμένου να εξετάσει ή επανεξετάσει μάρτυρες, ορίζοντας για το λόγο αυτόν νέα ημερομηνία συζήτησης της υποθέσεως. Στην περίπτωση αυτή, κλήση του διωκόμενου μέλους απαιτείται μόνο εάν αυτό ήταν απόν. Οι μάρτυρες προσέρχονται με επιμέλεια των ενδιαφερομένων. Η μη προσέλευση των μαρτύρων δεν κωλύει τη λήψη αποφάσεως. 9. Η απόφαση του Πειθαρχικού Συμβουλίου είναι ειδικώς αιτιολογημένη, συντάσσεται εγγράφως και τηρούνται συνοπτικά πρακτικά των συνεδριάσεων. 10. Η πειθαρχική διαδικασία είναι αυτοτελής και ανεξάρτητη από τυχόν εκκρεμή ποινική δίωξη. Η ποινική δίκη δεν αναστέλλει αυτοδίκαια την πειθαρχική διαδικασία, δύναται όμως το Πειθαρχικό Συμβούλιο να διατάξει την αναστολή της μέχρι την περάτωση της ποινικής δίκης. Πραγματικά γεγονότα, τα οποία διαπιστώθηκαν με αμετάκλητη απόφαση ποινικού δικαστηρίου, λαμβάνονται υπόψη στην πειθαρχική διαδικασία, ουδόλως όμως κωλύεται το Πειθαρχικό Συμβούλιο να εκδώσει απόφαση διαφορετική της ποινικής. Σε περίπτωση αμετάκλητης απόφασης ποινικού δικαστηρίου για αδίκημα σχετιζόμενο με παραβάσεις των διατάξεων του παρόντος ή για αδίκημα που συνεπάγεται κώλυμα διορισμού ή έκπτωση δημοσίου υπαλλήλου, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 3528/ 2007, εκδίδεται απόφαση του Πειθαρχικού Συμβουλίου, με την οποία διαπιστώνεται η οριστική παύση του μέλους. 11. Τα πειθαρχικά παραπτώματα της παραγράφου 2 παραγράφονται μετά πενταετία από την τέλεση αυτών. Πειθαρχικό παράπτωμα, το οποίο αποτελεί και ποινικό αδίκημα δεν παραγράφεται πριν παραγραφεί το ποινικό αδίκημα. Η κατά την παράγραφο 6 κλήση για ακρόαση και για έγγραφες εξηγήσεις διακόπτει την ως άνω παραγραφή. Στην περίπτωση αυτή ο συνολικός χρόνος παραγραφής δεν μπορεί να υπερβεί τα επτά (7) έτη, με την επιφύλαξη του εδαφίου β΄ και της περίπτωσης της αναστολής της πειθαρχικής διαδικασίας κατά την παράγραφο 10, οπότε και ο χρόνος παραγραφής του πειθαρχικού παραπτώματος δεν συμπληρώνεται πριν την παρέλευση έτους από την ημερομηνία δημοσίευσης της αμετάκλητης απόφασης ποινικού δικαστηρίου. 12. Οι διατάξεις του Μέρους Ε΄ («Πειθαρχικό Δίκαιο») του Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ., ο οποίος κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 3528/2007, όπως οι διατάξεις αυτές εκάστοτε ισχύουν, εφαρμόζονται αναλογικά, στο μέτρο που δεν αντίκεινται στις διατάξεις του παρόντος νόμου.»

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Η παράγραφος 6 του άρθρου 20 τροποποιείται ως εξής: «6. Η Επιτροπή Ανταγωνισμού, με απόφαση του Προέδρου, ύστερα από εισήγηση του προϊσταμένου του Γραφείου Νομικής Υποστήριξης, δικαιούται κατ’ εξαίρεση να προσφύγει στις υπηρεσίες εξωτερικού δικηγόρου, εφόσον κριθεί αναγκαίο από την ιδιαίτερη σπουδαιότητα της υπόθεσης. Με απόφαση της Ολομέλειας της Επιτροπής Ανταγωνισμού, που εγκρίνεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Οικονομίας, Ανάπτυξης και Τουρισμού, ορίζονται οι αμοιβές που καταβάλλονται σε περίπτωση προσφυγής σε υπηρεσίες εξωτερικού δικηγόρου. Η ετήσια αμοιβή των εξωτερικών δικηγόρων (φυσικών ή νομικών προσώπων) δεν μπορεί να υπερβαίνει τις είκοσι χιλιάδες (20.000) ευρώ. Δεν επιτρέπεται να ανατίθεται υπόθεση σε εξωτερικό δικηγόρο (φυσικό ή νομικό πρόσωπο), ο οποίος: α) εκπροσωπεί διάδικο σε εκκρεμή ενώπιον της Επιτροπής Ανταγωνισμού υπόθεση ή σε υπόθεση που εκκρεμεί ενώπιον των δικαστηρίων κατόπιν προσφυγής κατά απόφασης της Επιτροπής Ανταγωνισμού, β) είναι μέλος δικηγορικής εταιρίας, η οποία εκπροσωπεί διάδικο σε τέτοια υπόθεση, γ) έχει ως μέλος δικηγόρο, ο οποίος εκπροσωπεί διάδικο σε τέτοια υπόθεση, δ) απασχολεί ή απασχολείται από δικηγόρο (φυσικό ή νομικό πρόσωπο), ο οποίος εκπροσωπεί διάδικο σε τέτοια υπόθεση, ε) είναι μέλος διοικητικού συμβουλίου ανώνυμης εταιρίας, η οποία είναι διάδικος σε τέτοια υπόθεση.»

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Το εδάφιο γ΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 21 τροποποιείται ως εξής: «Ο Γενικός Διευθυντής διορίζεται με απόφαση της Ολομέλειας της Επιτροπής Ανταγωνισμού, με τριετή θητεία, η οποία μπορεί να ανανεωθεί για μία (1) μόνο φορά. Η ίδια ρύθμιση ισχύει για όλες τις θέσεις προϊσταμένων διευθύνσεων που προβλέπονται στον Οργανισμό της Επιτροπής Ανταγωνισμού, όπως ισχύει.»

Άρθρο 283

Στο άρθρο 132 του ν. 4270/2014 (Α΄ 143) προστίθεται παράγραφος 6 ως εξής: «6. α. Σε περίπτωση διενέργειας διαγωνιστικών διαδικασιών από Εθνική Κεντρική Αρχή Προμηθειών Υπουργείου ή από το Φορέα της ΕΛ.ΑΣ.( Ε.Φ. 07−410) στον Ειδικό Φορέα 07− 410 «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ», καθώς και μέχρι την ολοκλήρωση, εκ μέρους τους, σχετικών διαγωνιστικών διαδικασιών και σε κάθε περίπτωση έως τις 17.4.2016 για προϊόντα και υπηρεσίες που δύνανται να τύχουν ομαδοποίησης, (αντιμετώπιση των αναγκών προμηθειών, ειδών παροχής υπηρεσιών, άμεσης αποκατάστασης πάσης φύσεως φθορών, επισκευής συντήρησης οχημάτων, κτιρίων), παρέχεται για κάθε μία εκ των υφιστάμενων Υπηρεσιών της ΕΛ.ΑΣ., στις οποίες λειτουργεί Γενική ή Μερική Διαχείριση, η δυνατότητα υλοποίησης αυτών, τόσο με πρόχειρο διαγωνισμό έως του ποσού των εξήντα χιλιάδων (60.000) ευρώ χωρίς Φ.Π.Α. όσο και με απευθείας ανάθεση, έως του ποσού των είκοσι χιλιάδων (20.000) ευρώ, χωρίς Φ.Π.Α., για τους ΚΑΕ 0851, 0861, 0875,1321,1511,1512 και 1919 μηνιαίως και για τους λοιπούς ΚΑΕ, ετησίως, υπό την προϋπόθεση έγκρισης της σχετικής πίστωσης από τη Διεύθυνση Οικονομικών/Ά.Ε.Α.. − Από τα ανωτέρω εξαιρούνται οι κάτωθι περιπτώσεις, προμήθειας αγαθών και υπηρεσιών: (1) Ειδικών ραδιοτηλεπικοινωνιακών συστημάτων (2) Παντός τύπου πομποδεκτών (3) Συσκευών ελέγχου ταχύτητας οχημάτων (4) Διοπτρών ημέρας και νύκτας (5) Καμερών ασφαλείας (θερμοκάμερες) (6) Ηχομέτρων (7) Αλκοολομέτρων (8) Παντός τύπου οχημάτων (9) Παντός είδους πλωτών μέσων (10) Παντός είδους εναερίων μέσων (11) Όπλων και πυρομαχικών (12) Εξομοιωτών και συσκευών εργαστηρίων βλητικών δοκιμών (13) Πληροφοριακών ολοκληρωμένων συστημάτων (14) Εξειδικευμένων λογισμικών (15) Παροχής υπηρεσιών μεταφοράς δεμάτων (16) Παροχής υπηρεσιών μη προγραμματισμένων αεροπορικών μεταφορών (17) Παροχής υπηρεσιών ναυλωμένων πτήσεων β. Επιφυλασσομένων των διατάξεων της Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου της 30ης.12.2015 (Α΄ 184), για τη σίτιση των υπηκόων τρίτων χωρών που παραμένουν προσωρινά στα Προαναχωρησιακά Κέντρα Κράτησης Αλλοδαπών, που ιδρύθηκαν και λειτουργούν στην Ελληνική Αστυνομία, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 35 του ν. 3907/2011, επιτρέπεται η σύναψη δημοσίων συμβάσεων παροχής υπηρεσιών, η δαπάνη των οποίων μπορεί να καλύπτεται από εθνικούς ή κοινοτικούς πόρους, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις. γ. Στα πρόσωπα, της προηγούμενης παραγράφου, εφόσον δεν παρέχονται υπηρεσίες σίτισης για οποιονδήποτε νομικό ή πραγματικό λόγο, καταβάλλεται ημερήσια δαπάνη τροφοδοσίας, σε βάρος του ΚΑΕ 2739 του προϋπολογισμού εξόδων του Ε.Φ. 07−410 «Ελληνική Αστυνομία», το ύψος της οποίας, ο τρόπος καταβολής αυτής, καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια καθορίζονται με απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών και Διοικητικής Ανασυγκρότησης και Οικονομικών. Μέχρι την έκδοση της απόφασης αυτής, η ημερήσια δαπάνη τροφοδοσίας καταβάλλεται με απόφαση του Διοικητή της έδρας ενός εκάστου των εν λόγω Κέντρων, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο ν.δ. 116/1969 και τα κατ’ εξουσιοδότηση αυτού νομοθετήματα και καλύπτεται από τον ίδιο ως άνω ΚΑΕ. Με όμοια απόφαση του Διοικητή καθορίζεται ο χρόνος λήξης καταβολής της ημερήσιας δαπάνης τροφοδοσίας, λόγω επανέναρξης παροχής των υπηρεσιών σίτισης.»

Άρθρο 284Έναρξη ισχύος

Α. Έναρξη ισχύος διατάξεων Μερών Πρώτου – Έκτου (άρθρο 311 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ, άρθρο 8 της Οδηγίας 2014/51/ΕΚ). Η ισχύς των διατάξεων των άρθρων των Μερών Πρώτου έως και Έκτου του παρόντος νόμου έχουν ισχύ από 1η Ιανουαρίου 2016, εκτός από τις διατάξεις των άρθρων 144, 221 έως και 248 και 272 που ισχύουν από τη δημοσίευση του νόμου αυτού. Β. Έναρξη ισχύος διατάξεων Μέρους Έβδομου. Η ισχύς των διατάξεων του Μέρους Έβδομου αρχίζει από τη δημοσίευση του παρόντος. Παραγγέλλομε τη δημοσίευση του παρόντος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και την εκτέλεσή του ως νόμου του Κράτους.

Αθήνα, 3 Φεβρουαρίου 2016
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
ΠΡΟΚΟΠΙΟΣ Β. ΠΑΥΛΟΠΟΥΛΟΣ
ΟΙ ΥΠΟΥΡΓΟΙ
ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΚΑΙ ΑΝΑΠΛΗΡΩΤΗΣ ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗΣ ΑΝΑΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗΣ ΑΝΑΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗΣ
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΚΟΥΡΟΥΜΠΛΗΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΤΟΣΚΑΣ
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ, ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ, ΔΙΑΦΑΝΕΙΑΣ
ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΚΑΙ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΣΤΑΘΑΚΗΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΟΠΟΥΛΟΣ
ΕΡΓΑΣΙΑΣ, ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ
ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΤΡΟΥΓΚΑΛΟΣ ΕΥΚΛΕΙΔΗΣ ΤΣΑΚΑΛΩΤΟΣ
ΑΝΑΠΛΗΡΩΤΗΣ ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΧΟΥΛΙΑΡΑΚΗΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΠΑΠΠΑΣ
Θεωρήθηκε και τέθηκε η Μεγάλη Σφραγίδα του Κράτους.
Αθήνα, 4 Φεβρουαρίου 2016
Ο ΕΠΙ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΥΠΟΥΡΓΟΣ
ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΟΠΟΥΛΟΣ