Κανονισμός 178/2002

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 178/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 28ης Ιανουαρίου 2002, για τον καθορισμό των γενικών αρχών και απαιτήσεων της νομοθεσίας για τα τρόφιμα, για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Αρχής για την Ασφάλεια των Τροφίμων και τον καθορισμό διαδικασιών σε θέματα ασφαλείας των τροφίμων.

28 Ιανουαρίου 2002

EL Επίσηµη Εφηµερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων1.2.2002 L 31/1
I
(Πράξεις για την ισχύ των οποίων απαιτείται δηµοσίευση)
ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΚ) αριθ. 178/2002 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ
της 28ης Ιανουαρίου 2002
για τον καθορισµό των γενικών αρχών και απαιτήσεων της νοµοθεσίας για τα τρόφιµα, για την ίδρυση
της Ευρωπαϊκής Αρχής για την Ασφάλεια των Τροφίµων και τον καθορισµό διαδικασιών σε θέµατα
ασφαλείας των τροφίµων
ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ
ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,
Έχοντας υπόψη:
τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως
τα άρθρα 37, 95, 133 και 152 παράγραφος 4 στοιχείο β),
την πρόταση της Επιτροπής (1),
τη γνώµη της Οικονοµικής και Κοινωνικής Επιτροπής (2),
τη γνώµη της Επιτροπής των Περιφερειών (3),
αποφασίζοντας σύµφωνα µε τη διαδικασία του άρθρου 251 της
συνθήκης (4),
Εκτιµώντας τα ακόλουθα:
(1) Η ελεύθερη κυκλοφορία ασφαλών και υγιεινών τροφίµων
είναι θεµελιώδης πτυχή της εσωτερικής αγοράς και συµβάλ-
λει σηµαντικά στην υγεία και την ευηµερία των πολιτών και
διασφαλίζει τα κοινωνικά και οικονοµικά τους συµφέροντα.
(2) Πρέπει να εξασφαλίζεται υψηλό επίπεδο προστασίας της
ανθρώπινης ζωής και υγείας κατά την άσκηση των κοινο-
τικών πολιτικών.
(3) Η ελεύθερη κυκλοφορία των τροφίµων και των ζωοτροφών
εντός της Κοινότητας µπορεί να επιτευχθεί µόνον εάν οι
απαιτήσεις ασφάλειας για τα τρόφιµα και τις ζωοτροφές δεν
διαφέρουν σηµαντικά από το ένα κράτος µέλος στο άλλο.
(4) Υπάρχουν σηµαντικές διαφορές ως προς τις έννοιες, τις
αρχές και τις διαδικασίες µεταξύ των νοµοθεσιών των
κρατών µελών στον τοµέα των τροφίµων. Όταν τα κράτη
µέλη θεσπίζουν µέτρα για τα τρόφιµα, οι διαφορές αυτές
µπορεί να παρεµποδίσουν την ελεύθερη κυκλοφορία των
τροφίµων, να δηµιουργήσουν άνισες συνθήκες ανταγωνι-
σµού και συνεπώς να έχουν άµεση επίδραση στη λειτουργία
της εσωτερικής αγοράς.
(5) Είναι συνεπώς αναγκαίο να υπάρξει προσέγγιση µεταξύ
αυτών των εννοιών, αρχών και διαδικασιών, ώστε να δια-
µορφωθεί κοινή βάση για τα µέτρα σχετικά µε τα τρόφιµα
και τις ζωοτροφές που λαµβάνονται σε επίπεδο κρατών
µελών και σε κοινοτικό επίπεδο. Ωστόσο, είναι αναγκαίο να
παρασχεθεί επαρκές χρονικό περιθώριο για την προσαρµογή
τυχόν αντιφατικών διατάξεων της ισχύουσας εθνικής και
κοινοτικής νοµοθεσίας, και να οριστεί ότι, µέχρις ότου γίνει
η προσαρµογή αυτή, η σχετική νοµοθεσία εφαρµόζεται
βάσει των αρχών που καθορίζονται στον παρόντα κανονι-
σµό.
(6) Tο νερό εισάγεται άµεσα ή έµµεσα στον ανθρώπινο οργανι-
σµό όπως άλλα τρόφιµα, συντελώντας έτσι στη συνολική
έκθεση του καταναλωτή από το στόµα σε ουσίες, συµπερι-
λαµβανοµένων χηµικών και µικροβιολογικών µολυσµατικών
προσµείξεων. Εντούτοις, δεδοµένου ότι η ποιότητα του
νερού που προορίζεται για ανθρώπινη κατανάλωση ελέγχε-
ται ήδη από τις οδηγίες 80/778/ΕΟΚ (5) και 98/83/ΕΚ (6)
του Συµβουλίου, αρκεί να εξετάζεται το νερό µετά το
σηµείο συµµόρφωσης, σύµφωνα µε τα αναφερόµενα στην
οδηγία 98/83/ΕΚ και ειδικότερα στο άρθρο 6 της εν λόγω
οδηγίας.
(7) Στο πλαίσιο της νοµοθεσίας για τα τρόφιµα, είναι σκόπιµο
να περιληφθούν και οι απαιτήσεις που αφορούν τις ζωοτρο-
φές και µάλιστα την παραγωγή και χρήση ζωοτροφών που
προορίζονται για ζώα που χρησιµοποιούνται για την
παραγωγή τροφίµων. Αυτό ισχύει µε την επιφύλαξη παρεµ-
φερών απαιτήσεων οι οποίες εφαρµόζονται µέχρι σήµερα και
οι οποίες θα εφαρµοσθούν στο µέλλον στη νοµοθεσία για
τις ζωοτροφές σχετικά µε όλα τα ζώα, περιλαµβανοµένων
των ζώων συντροφιάς.
(8) Η Κοινότητα έχει επιλέξει υψηλό επίπεδο προστασίας της
υγείας, όπως αρµόζει στην εκπόνηση της νοµοθεσίας για τα
τρόφιµα που εφαρµόζεται κατά τρόπο µη επιφέροντα δια-
κρίσεις, είτε τα τρόφιµα και οι ζωοτροφές κυκλοφορούν
στην εσωτερική αγορά είτε στη διεθνή.
(1) ΕΕ C 96 Ε της 27.3.2001, σ. 247.
(2) ΕΕ C 155 της 29.5.2001, σ. 32.
(3) Γνώµη που διατυπώθηκε στις 14 Ιουνίου 2001 (δεν έχει ακόµη δηµο-
σιευθεί στην Επίσηµη Εφηµερίδα).
(4) Γνώµη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 12ης Ιουνίου 2001 (δεν έχει
ακόµη δηµοσιευθεί στην Επίσηµη Εφηµερίδα), κοινή θέση του Συµβου-
λίου της 17ης Σεπτεµβρίου 2001 (δεν έχει ακόµη δηµοσιευθεί στην
Επίσηµη Εφηµερίδα) και απόφαση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της
11ης ∆εκεµβρίου 2001 (δεν έχει ακόµη δηµοσιευθεί στην Επίσηµη
Εφηµερίδα)· απόφαση του Συµβουλίου της 21ης Ιανουαρίου 2002.
(5) ΕΕ L 229 της 30.8.1980, σ. 11· οδηγία όπως τροποποιήθηκε από την
οδηγία 98/83/ΕΚ.
(6) ΕΕ L 330 της 5.12.1998, σ. 32.
EL Επίσηµη Εφηµερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων 1.2.2002L 31/2
(9) Είναι αναγκαίο να εξασφαλιστεί ότι οι καταναλωτές, άλλα
ενδιαφερόµενα µέρη και οι εµπορικοί εταίροι έχουν εµπιστο-
σύνη στις διαδικασίες λήψης αποφάσεων για τα τρόφιµα,
την επιστηµονική τους βάση και τις δοµές και την ανεξαρτη-
σία των θεσµικών οργάνων που προστατεύουν την υγεία και
άλλα συµφέροντα.
(10) Η πείρα έχει δείξει ότι είναι αναγκαίο να θεσπίζονται µέτρα
που εγγυώνται ότι δεν κυκλοφορούν στην αγορά µη
ασφαλή τρόφιµα και εξασφαλίζουν ότι υπάρχουν τα συστή-
µατα για τον εντοπισµό και την επίλυση των προβληµάτων
σχετικά µε την ασφάλεια των τροφίµων, προκειµένου να
εξασφαλίζεται η ορθή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς
και να προστατεύεται η δηµόσια υγεία. Θα πρέπει να αντι-
µετωπίζονται και παρόµοια ζητήµατα σχετικά µε την ασφά-
λεια των ζωοτροφών.
(11) Για να διαµορφωθεί µια επαρκώς εµπεριστατωµένη και
ολοκληρωµένη προσέγγιση στην ασφάλεια των τροφίµων,
πρέπει να υπάρξει ευρύς ορισµός της νοµοθεσίας για τα
τρόφιµα που θα καλύπτει µεγάλο φάσµα διατάξεων µε άµε-
σες ή έµµεσες συνέπειες για την ασφάλεια των τροφίµων και
των ζωοτροφών, συµπεριλαµβανοµένων των διατάξεων για
υλικά και αντικείµενα που έρχονται σε επαφή µε τα τρόφιµα,
για τις ζωοτροφές και για άλλους συντελεστές της γεωρ-
γικής παραγωγής που υπεισέρχονται στο επίπεδο της πρωτο-
γενούς παραγωγής.
(12) Για να εξασφαλίζεται η ασφάλεια των τροφίµων, είναι
ανάγκη να εξετάζονται όλες οι πτυχές της αλυσίδας
παραγωγής τροφίµων ως µία συνέχεια, από την πρωτογενή
παραγωγή και την παραγωγή ζωοτροφής µέχρι και την
πώληση ή τη διάθεση του τροφίµου στον καταναλωτή, διότι
κάθε στοιχείο έχει δυνητικό αντίκτυπο στην ασφάλεια των
τροφίµων.
(13) Η πείρα έχει δείξει ότι για το λόγο αυτό είναι ανάγκη να
συµπεριλαµβάνονται στην εξέταση η παραγωγή, η παρα-
σκευή, η µεταφορά και η διανοµή των ζωοτροφών που
δίνονται στα ζώα που χρησιµοποιούνται για την παραγωγή
τροφίµων, περιλαµβανοµένης της παραγωγής ζώων που
ενδέχεται να χρησιµοποιηθούν ως ζωοτροφή σε ιχθυοκαλ-
λιέργειες, δεδοµένου ότι η εκ παραδροµής ή σκόπιµη
µόλυνση των ζωοτροφών, η νόθευση ή άλλες δόλιες ή κακές
πρακτικές στον τοµέα αυτόν, µπορεί να έχουν άµεσες ή
έµµεσες επιπτώσεις στην ασφάλεια των τροφίµων.
(14) Για τον ίδιο λόγο είναι ανάγκη να εξετάζονται άλλες πρακτι-
κές και συντελεστές της γεωργικής παραγωγής στο επίπεδο
της πρωτογενούς παραγωγής και ο δυνητικός αντίκτυπός
τους στη συνολική ασφάλεια των τροφίµων.
(15) Η δικτύωση εργαστηρίων αριστείας, σε περιφερειακό ή/και
διαπεριφερειακό επίπεδο, µε στόχο τη διασφάλιση της συνε-
χούς παρακολούθησης της ασφάλειας των τροφίµων θα
µπορούσε να διαδραµατίσει σηµαντικό ρόλο στην πρόληψη
πιθανών κινδύνων για την υγεία των πολιτών.
(16) Τα µέτρα που λαµβάνουν τα κράτη µέλη και η Κοινότητα
στον τοµέα των τροφίµων και των ζωοτροφών πρέπει γενικά
να βασίζονται σε ανάλυση του κινδύνου, εκτός όταν αυτό
δεν είναι κατάλληλο για τις συνθήκες ή τη φύση του
µέτρου. Η προσφυγή στην ανάλυση του κινδύνου πριν από
τη λήψη τέτοιων µέτρων πρέπει να διευκολύνει την αποφυγή
αδικαιολόγητων εµποδίων στην ελεύθερη κυκλοφορία των
ειδών διατροφής.
(17) Όπου η νοµοθεσία για τα τρόφιµα αποσκοπεί στη µείωση,
εξάλειψη ή αποφυγή ενός κινδύνου για την υγεία, οι τρεις
αλληλένδετες συνιστώσες της ανάλυσης του κινδύνου,
δηλαδή η αξιολόγηση του κινδύνου, η διαχείριση του κινδύ-
νου και η ενηµέρωση σχετικά µε τον κίνδυνο, παρέχουν
συστηµατική µεθοδολογία για τον προσδιορισµό µέτρων
που είναι αποτελεσµατικά, αναλογικά και στοχοθετηµένα, ή
άλλων ενεργειών για την προστασία της υγείας.
(18) Προκειµένου να υπάρχει εµπιστοσύνη στην επιστηµονική
βάση της νοµοθεσίας για τα τρόφιµα, οι αξιολογήσεις του
κινδύνου θα πρέπει να πραγµατοποιούνται µε ανεξάρτητο,
αντικειµενικό και διαφανή τρόπο και να βασίζονται σε διαθέ-
σιµες επιστηµονικές πληροφορίες και δεδοµένα.
(19) Αναγνωρίζεται ότι η επιστηµονική αξιολόγηση του κινδύνου
δεν µπορεί, µόνη της, σε ορισµένες περιπτώσεις να παρέχει
όλες τις πληροφορίες στις οποίες θα βασιστεί µια απόφαση
για τη διαχείριση κινδύνου, και ότι άλλοι παράγοντες που
είναι σχετικοί µε το θέµα πρέπει να λαµβάνονται υπόψη,
συµπεριλαµβανοµένων, µεταξύ άλλων, κοινωνιακών, οικονο-
µικών, παραδοσιακών, δεοντολογικών και περιβαλλοντικών
παραγόντων και της ικανότητας διεξαγωγής ελέγχων.
(20) Η αρχή της προφύλαξης έχει χρησιµοποιηθεί για να εξασφα-
λιστεί η προστασία της υγείας στην Κοινότητα, προκαλώ-
ντας εµπόδια στην ελεύθερη κυκλοφορία των τροφίµων ή
των ζωοτροφών. Ως εκ τούτου, είναι ανάγκη να υιοθετηθεί
µια ενιαία βάση σε όλη την Κοινότητα για τη χρησιµοποίηση
της αρχής αυτής.
(21) Στις ειδικές περιπτώσεις όπου υπάρχει κίνδυνος για τη ζωή
ή την υγεία αλλά εξακολουθεί να υπάρχει επιστηµονική
αβεβαιότητα, η αρχή της προφύλαξης παρέχει ένα µηχανι-
σµό για τον προσδιορισµό µέτρων για τη διαχείριση του
κινδύνου ή άλλων ενεργειών, προκειµένου να εξασφαλίζεται
το υψηλό επίπεδο προστασίας της υγείας που επιθυµεί η
Κοινότητα.
(22) Η ασφάλεια των τροφίµων και η προστασία των συµφε-
ρόντων των καταναλωτών δηµιουργούν όλο και περισσότε-
ρες ανησυχίες στο ευρύ κοινό, τις µη κυβερνητικές οργανώ-
σεις, τις επαγγελµατικές ενώσεις, τους διεθνείς εµπορικούς
εταίρους και τους οργανισµούς εµπορίου. Είναι ανάγκη να
διασφαλίζεται ότι η εµπιστοσύνη των καταναλωτών και η
εµπιστοσύνη των εµπορικών εταίρων εξασφαλίζεται µε την
εκπόνηση νοµοθεσίας για τα τρόφιµα µε τρόπο ανοιχτό και
διαφανή και µε τη λήψη κατάλληλων µέτρων από τις δηµό-
σιες αρχές για την ενηµέρωση του κοινού, όπου υπάρχουν
βάσιµες υπόνοιες ότι ένα τρόφιµο µπορεί να παρουσιάζει
κινδύνους για την υγεία.
EL Επίσηµη Εφηµερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων1.2.2002 L 31/3
(23) Η ασφάλεια και η εµπιστοσύνη των καταναλωτών εντός της
Κοινότητας και στις τρίτες χώρες έχουν θεµελιώδη σηµασία.
Η Κοινότητα αποτελεί σηµαντικό εµπορικό παράγοντα στον
τοµέα των τροφίµων και των ζωοτροφών παγκοσµίως, µε
αυτή δε την ιδιότητα, έχει συνάψει διεθνείς εµπορικές
συµφωνίες, συµβάλλει στην ανάπτυξη διεθνών προτύπων
πάνω στα οποία βασίζεται η νοµοθεσία για τα τρόφιµα και
υποστηρίζει τις αρχές του ελεύθερου εµπορίου ασφαλών και
υγιεινών τροφίµων και ασφαλών, υγιών ζωοτροφών χωρίς
την επιβολή διακρίσεων σύµφωνα µε θεµιτές και δεοντολογι-
κές εµπορικές πρακτικές.
(24) Πρέπει να διασφαλίζεται ότι τα τρόφιµα και οι ζωοτροφές
που εξάγονται ή επανεξάγονται από την Κοινότητα συµ-
µορφώνονται µε την κοινοτική νοµοθεσία ή µε τις απαιτή-
σεις που καθορίζει η εισάγουσα χώρα. Υπό διαφορετικές
συνθήκες, τα τρόφιµα και οι ζωοτροφές µπορούν να εξάγο-
νται ή να επανεξάγονται µόνον εάν η εισάγουσα χώρα έχει
συµφωνήσει ρητώς. Ωστόσο, είναι ανάγκη να διασφαλίζεται
ότι ακόµη και αν υπάρχει η συµφωνία της εισάγουσας
χώρας, δεν επιτρέπεται η εξαγωγή ή επανεξαγωγή των τρο-
φίµων που είναι επιβλαβή για την υγεία ή των µη ασφαλών
ζωοτροφών.
(25) Είναι ανάγκη να καθοριστούν οι γενικές αρχές της εµπορίας
των τροφίµων και των ζωοτροφών καθώς και οι στόχοι και
οι αρχές για τη συµβολή της Κοινότητας στην ανάπτυξη
διεθνών προτύπων και εµπορικών συµφωνιών.
(26) Ορισµένα κράτη µέλη έχουν θεσπίσει οριζόντια νοµοθεσία
για την ασφάλεια των τροφίµων που επιβάλει, ειδικότερα, τη
γενική υποχρέωση στους οικονοµικούς παράγοντες να
θέτουν σε κυκλοφορία στην αγορά µόνο τρόφιµα ασφαλή.
Ωστόσο, αυτά τα κράτη µέλη εφαρµόζουν διαφορετικά
βασικά κριτήρια για να καθορίζουν εάν ένα τρόφιµο είναι
ασφαλές. ∆εδοµένων αυτών των διαφορετικών προσεγγίσεων
και της έλλειψης οριζόντιας νοµοθεσίας σε άλλα κράτη
µέλη, ενδέχεται να δηµιουργηθούν εµπόδια στο εµπόριο
τροφίµων. Οµοίως, τέτοια εµπόδια ενδέχεται να δηµιουργ-
ηθούν στο εµπόριο ζωοτροφών.
(27) Είναι συνεπώς ανάγκη να καθοριστούν οι γενικές απαιτήσεις
ώστε να κυκλοφορούν µόνο ασφαλή τρόφιµα και ζωοτροφές
στην αγορά, προκειµένου να εξασφαλιστεί ότι η εσωτερική
αγορά τέτοιων προϊόντων λειτουργεί αποτελεσµατικά.
(28) Η πείρα έχει δείξει ότι η λειτουργία της εσωτερικής αγοράς
των τροφίµων και των ζωοτροφών µπορεί να τεθεί σε κίν-
δυνο, όταν είναι αδύνατο να ανιχνευθεί η προέλευση των
τροφίµων και των ζωοτροφών. Είναι συνεπώς ανάγκη να
καθιερωθεί ένα ολοκληρωµένο σύστηµα ανιχνευσιµότητας
εντός των επιχειρήσεων τροφίµων και ζωοτροφών ώστε να
µπορούν να πραγµατοποιούνται αποσύρσεις προϊόντων,
ακριβείς και µε συγκεκριµένο στόχο, ή να δίνονται ακριβείς
και στοχοθετηµένες πληροφορίες στους καταναλωτές ή το
ελεγκτικό προσωπικό, αποφεύγοντας έτσι την πιθανότητα
δηµιουργίας άσκοπων γενικότερων δυσλειτουργιών στη
περίπτωση εµφάνισης προβληµάτων σχετικών µε την ασφά-
λεια των τροφίµων.
(29) Είναι ανάγκη να εξασφαλιστεί ότι οι επιχειρήσεις τροφίµων ή
ζωοτροφών, συµπεριλαµβανοµένων των εισαγωγέων, µπο-
ρούν να προσδιορίσουν τουλάχιστον την επιχείρηση από την
οποία έχει προέλθει το τρόφιµο, η ζωοτροφή ή η ουσία που
µπορεί να ενσωµατωθεί σε ένα τρόφιµο ή ζωοτροφή, ώστε
να εξασφαλιστεί ότι κατόπιν έρευνας, η ανιχνευσιµότητα
διασφαλίζεται σε όλα τα στάδια.
(30) Μια επιχείρηση τροφίµων βρίσκεται στην καλύτερη θέση για
την ανάπτυξη ενός ασφαλούς συστήµατος προµήθειας τρο-
φίµων και για να εγγυάται ότι τα τρόφιµα που προµηθεύει
είναι ασφαλή· η επιχείρηση τροφίµων πρέπει συνεπώς να έχει
την πρωταρχική νοµική ευθύνη για τη διασφάλιση της ασφά-
λειας των τροφίµων· παρ’ όλο που η αρχή αυτή υπάρχει σε
ορισµένα κράτη µέλη και τοµείς της νοµοθεσίας για τα
τρόφιµα, σε άλλους τοµείς αυτό είτε δεν προβλέπεται ρητώς
είτε η ευθύνη αναλαµβάνεται από τις αρµόδιες αρχές των
κρατών µελών, µέσω των ελεγκτικών δραστηριοτήτων που
διεξάγουν. Τέτοιες διαφορές ενδέχεται να δηµιουργήσουν
φραγµούς στο εµπόριο και να στρεβλώσουν τον ανταγωνι-
σµό µεταξύ των επιχειρήσεων τροφίµων στα διάφορα κράτη
µέλη.
(31) Παρόµοιες απαιτήσεις θα πρέπει να εφαρµόζονται στις επι-
χειρήσεις τροφίµων και ζωοτροφών.
(32) Η επιστηµονική και τεχνική βάση της κοινοτικής νοµοθεσίας
για την ασφάλεια των τροφίµων και των ζωοτροφών πρέπει
να συµβάλλει στην επίτευξη υψηλού επιπέδου προστασίας
της υγείας στην Κοινότητα. H Κοινότητα πρέπει να έχει
πρόσβαση σε υψηλού επιπέδου, ανεξάρτητη και αποτελε-
σµατική επιστηµονική και τεχνική υποστήριξη.
(33) Τα επιστηµονικά και τεχνικά ζητήµατα που αφορούν την
ασφάλεια των τροφίµων και των ζωοτροφών είναι όλο και
πιο σηµαντικά και πολύπλοκα. Η ίδρυση µιας Ευρωπαϊκής
Αρχής για την Ασφάλεια των Τροφίµων, εφεξής, «η Αρχή»,
πρέπει συνεπώς να ενισχύει το παρόν σύστηµα επιστηµο-
νικής και τεχνικής υποστήριξης, όπου αυτό δεν είναι πλέον
σε θέση να ανταποκριθεί στις αυξανόµενες ανάγκες.
(34) Σύµφωνα µε τις γενικές αρχές της νοµοθεσίας περί τρο-
φίµων, η Αρχή πρέπει να έχει το ρόλο ενός ανεξάρτητου
επιστηµονικού πόλου αναφοράς όσον αφορά την αξιο-
λόγηση των κινδύνων και, µε τον τρόπο αυτόν, να εξασφαλί-
ζει την οµαλή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς· µπορεί να
ζητηθεί από αυτήν να παρέχει γνώµες για επίµαχα επιστηµο-
νικά θέµατα, καθιστώντας έτσι ικανά τα θεσµικά όργανα της
Κοινότητας και τα κράτη µέλη να λαµβάνουν ενηµερωµένες
αποφάσεις για τη διαχείριση κινδύνων µε σκοπό την
εγγύηση της ασφάλειας των τροφίµων και των ζωοτροφών,
ενώ ταυτόχρονα θα συµβάλλει στο να µη κατακερµατίζεται
η εσωτερική αγορά µε αδικαιολόγητα ή άσκοπα εµπόδια
στην ελεύθερη κυκλοφορία των τροφίµων και των ζωο-
τροφών.
(35) Η Αρχή πρέπει να είναι ανεξάρτητη επιστηµονική πηγή συµ-
βουλών, πληροφοριών και ενηµέρωσης σχετικά µε τους κιν-
δύνους ώστε να βελτιωθεί η εµπιστοσύνη των καταναλωτών·
ωστόσο, προκειµένου να προωθηθεί η συνοχή µεταξύ των
λειτουργιών αξιολόγησης, διαχείρισης και κοινοποίησης του
κινδύνου, θα πρέπει να ενισχυθεί η σύνδεση µεταξύ των
αξιολογητών του κινδύνου και των διαχειριστών του κινδύ-
νου.
EL Επίσηµη Εφηµερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων 1.2.2002L 31/4
(36) Η Αρχή πρέπει να παρέχει εµπεριστατωµένες ανεξάρτητες
επιστηµονικές απόψεις για την ασφάλεια και άλλες πτυχές
της όλης αλυσίδας των τροφίµων και των ζωοτροφών,
πράγµα που συνεπάγεται ευρύτατες αρµοδιότητες για την
Αρχή αυτή. Σε αυτές πρέπει να περιλαµβάνονται θέµατα µε
άµεσο ή έµµεσο αντίκτυπο στην ασφάλεια της αλυσίδας
εφοδιασµού τροφίµων και ζωοτροφών, στην υγεία και την
ορθή µεταχείριση των ζώων και την υγεία των φυτών.
Ωστόσο, πρέπει να διασφαλισθεί ότι η Αρχή εστιάζει το
ενδιαφέρον της στην ασφάλεια των τροφίµων, η δε απο-
στολή της όσον αφορά θέµατα που σχετίζονται µε την υγεία
των ζώων, την ορθή µεταχείριση των ζώων και την υγεία των
φυτών που δεν συνδέονται µε την ασφάλεια της αλυσίδας
εφοδιασµού τροφίµων θα πρέπει να περιορίζεται στην
παροχή επιστηµονικών γνωµών. Η αποστολή της Αρχής θα
πρέπει επίσης να καλύπτει τις επιστηµονικές συµβουλές και
την επιστηµονική και τεχνική υποστήριξη σχετικά µε την
ανθρώπινη διατροφή σε συνάρτηση µε την κοινοτική
νοµοθεσία και τη συνδροµή προς την Επιτροπή, κατόπιν
αιτήµατός της, για επικοινωνία συνδεόµενη µε τα κοινοτικά
προγράµµατα υγείας.
(37) Εφόσον ορισµένα προϊόντα που έχουν εγκριθεί σύµφωνα µε
τη νοµοθεσία για τα τρόφιµα, όπως παρασιτοκτόνα ή πρό-
σθετα στις ζωοτροφές, µπορεί να ενέχουν κινδύνους για το
περιβάλλον ή την ασφάλεια των εργαζοµένων, πρέπει να
αξιολογούνται από την Αρχή, σύµφωνα µε την οικεία
νοµοθεσία, και ορισµένες περιβαλλοντικές πτυχές και πτυχές
σχετικές µε την ασφάλεια των εργαζοµένων.
(38) Προκειµένου να αποφευχθούν διπλές επιστηµονικές αξιο-
λογήσεις και συναφείς επιστηµονικές γνώµες για τους γενε-
τικώς τροποποιηµένους οργανισµούς (ΓΤΟ), η Αρχή πρέπει
να παρέχει επίσης επιστηµονικές γνώµες σχετικά µε προϊόντα
εκτός των τροφίµων και των ζωοτροφών τα οποία συνδέο-
νται µε τους ΓΤΟ, όπως ορίζονται στην οδηγία 2001/
18/ΕΚ (1) και µε την επιφύλαξη των εκεί προβλεπόµενων
διαδικασιών.
(39) Η Αρχή συµβάλλει µέσω της παροχής υποστήριξης σε
επιστηµονικά θέµατα, στο ρόλο της Κοινότητας και των
κρατών µελών στην ανάπτυξη και καθιέρωση διεθνών προ-
τύπων ασφάλειας για τα τρόφιµα και εµπορικών συµφωνιών.
(40) Η εµπιστοσύνη των κοινοτικών οργάνων, του ευρέος κοινού
και των ενδιαφερόµενων µερών στην Αρχή έχει µεγάλη
σηµασία. Για το λόγο αυτό πρέπει να εξασφαλιστεί η ανε-
ξαρτησία της, το υψηλό επιστηµονικό της επίπεδο, η διαφά-
νεια και η αποτελεσµατικότητα. Η συνεργασία µε τα κράτη
µέλη είναι επίσης απολύτως αναγκαία.
(41) Προς τούτο, το διοικητικό συµβούλιο πρέπει να διορίζεται
κατά τρόπον ώστε να πληρούνται τα αυστηρότερα κριτήρια
επάρκειας, ένα ευρύ φάσµα σχετικών γνώσεων, λόγου χάρη,
στον τοµέα της διαχείρισης και της δηµόσιας διοίκησης, και
η ευρύτερη δυνατή γεωγραφική κατανοµή εντός της
Ένωσης. Τούτο πρέπει να διευκολύνεται µε την µε την εκ
περιτροπής εκπροσώπηση των διαφόρων χωρών καταγωγής
των µελών του διοικητικού συµβουλίου χωρίς να διατηρού-
νται θέσεις για υπηκόους συγκεκριµένου κράτους µέλους.
(42) Η Αρχή πρέπει να έχει τα µέσα να εκτελεί όλα τα καθήκοντα
που επιβάλλονται από το ρόλο της.
(43) Το διοικητικό συµβούλιο πρέπει να έχει τις εξουσίες που
απαιτούνται για να καταρτίζει τον προϋπολογισµό του και
να ελέγχει την εκτέλεσή του, να εκδίδει τον εσωτερικό
κανονισµό του, να εκδίδει δηµοσιονοµικούς κανονισµούς,
να διορίζει τα µέλη της επιστηµονικής επιτροπής και των
επιστηµονικών οµάδων και να διορίζει τον διευθύνοντα σύµ-
βουλο.
(44) Η Αρχή πρέπει να συνεργάζεται στενά µε τους αρµόδιους
φορείς στα κράτη µέλη, προκειµένου να λειτουργεί αποτελε-
σµατικά. Πρέπει να δηµιουργηθεί ένα συµβουλευτικό σώµα
προκειµένου να συµβουλεύει τον διευθύνοντα σύµβουλο, να
συνιστά µηχανισµό για την ανταλλαγή πληροφοριών και να
εξασφαλίζει τη στενή συνεργασία ιδίως σε ό,τι αφορά το
σύστηµα δικτύωσης. Η συνεργασία και η κατάλληλη ανταλ-
λαγή πληροφοριών θα πρέπει επίσης να ελαχιστοποιούν το
ενδεχόµενο διισταµένων επιστηµονικών γνωµών.
(45) Η Αρχή πρέπει να αναλάβει το ρόλο των επιστηµονικών
επιτροπών που επικουρούν την Επιτροπή για την έκδοση
επιστηµονικών γνωµών στο πεδίο των αρµοδιοτήτων της·
είναι ανάγκη να αναδιοργανωθούν οι επιτροπές αυτές για να
εξασφαλιστεί µεγαλύτερη συνέπεια σε σχέση µε την αλυσίδα
εφοδιασµού τροφίµων και να τους δοθεί η δυνατότητα να
εργαστούν πιο αποτελεσµατικά. Πρέπει συνεπώς να συσταθεί
επιστηµονική επιτροπή και µόνιµες επιστηµονικές οµάδες
εντός της Αρχής για την παροχή αυτών των γνωµοδοτή-
σεων.
(46) Για τη διασφάλιση της ανεξαρτησίας, τα µέλη της επιστηµο-
νικής επιτροπής και των οµάδων πρέπει να είναι ανεξάρτητοι
επιστήµονες που προσλαµβάνονται µε ανοικτή διαδικασία
υποβολής υποψηφιοτήτων.
(47) Ο ρόλος της Αρχής ως ανεξάρτητου επιστηµονικού πόλου
αναφοράς σηµαίνει ότι µια επιστηµονική γνώµη µπορεί να
ζητηθεί όχι µόνο από την Επιτροπή αλλά και από το Ευρω-
παϊκό Κοινοβούλιο και τα κράτη µέλη. Προκειµένου η διαδι-
κασία παροχής επιστηµονικών συµβουλών να είναι εύχρηστη
και συνεκτική, η Αρχή πρέπει να µπορεί να αρνείται ή να
τροποποιεί µια αίτηση, εφόσον παρέχει σχετική αιτιολόγηση
και βάσει προκαθορισµένων κριτηρίων. Πρέπει επίσης να
ληφθούν µέτρα που θα συµβάλουν στην αποφυγή διιστα-
µένων επιστηµονικών γνωµών και, στην περίπτωση διιστα-
µένων επιστηµονικών γνωµών µεταξύ επιστηµονικών φορέων,
πρέπει να εφαρµόζονται διαδικασίες για την επίλυση των
διαφορών ή να δίνεται στους διαχειριστές κινδύνου µια
διαφανής βάση επιστηµονικών στοιχείων.
(1) Οδηγία 2001/18/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συµβου-
λίου της 12ης Μαρτίου 2001 για τη σκόπιµη ελευθέρωση στο περι-
βάλλον γενετικώς τροποποιηµένων οργανισµών και την ανάκληση της
οδηγίας 90/220/ΕΟΚ του Συµβουλίου (ΕΕ L 106 της 17.4.2001,
σ. 1).
EL Επίσηµη Εφηµερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων1.2.2002 L 31/5
(48) Η Αρχή πρέπει επίσης να µπορεί να αναθέτει επιστηµονικές
µελέτες που είναι απαραίτητες για την εκτέλεση των καθη-
κόντων της, εξασφαλίζοντας ότι οι σχέσεις της µε την Επι-
τροπή και τα κράτη µέλη προλαµβάνουν τις διπλές προ-
σπάθειες. Τούτο πρέπει να γίνεται κατά τρόπο ανοικτό και
διαφανή. Η Αρχή πρέπει να λάβει υπόψη της την υφιστά-
µενη κοινοτική εµπειρογνωµοσύνη καθώς και τις δοµές της
Κοινότητας.
(49) Η έλλειψη ενός αποτελεσµατικού συστήµατος για τη συλ-
λογή και ανάλυση σε κοινοτικό επίπεδο δεδοµένων για την
αλυσίδα εφοδιασµού τροφίµων αναγνωρίζεται ότι είναι
µεγάλο µειονέκτηµα. Πρέπει συνεπώς να τεθεί σε λειτουργία
ένα σύστηµα για τη συλλογή και ανάλυση σχετικών δεδο-
µένων στους τοµείς που καλύπτει η Αρχή, υπό τη µορφή
ενός δικτύου που θα συντονίζει η Αρχή. Είναι ανάγκη να
προβλεφθεί η επανεξέταση των υφιστάµενων κοινοτικών
δικτύων συλλογής δεδοµένων στους τοµείς αρµοδιότητας
της Αρχής.
(50) Ο καλύτερος προσδιορισµός των αναδυόµενων κινδύνων
µπορεί µακροπρόθεσµα να λειτουργήσει ως πολύ σηµαντι-
κός προληπτικός µηχανισµός για τα κράτη µέλη και την
Κοινότητα κατά την άσκηση των πολιτικών τους. Είναι
συνεπώς ανάγκη να ανατεθεί στην Αρχή το καθήκον της εκ
των προτέρων συλλογής πληροφοριών και της συνεχούς
επαγρύπνησης καθώς και της παροχής αξιολόγησης και
πληροφοριών σχετικά µε τους αναδυόµενους κινδύνους µε
σκοπό την πρόληψή τους.
(51) Η ίδρυση της Αρχής πρέπει να δώσει τη δυνατότητα στα
κράτη µέλη να συµµετέχουν πιο ενεργά στις επιστηµονικές
διαδικασίες. Πρέπει συνεπώς να υπάρχει στενή συνεργασία
µεταξύ της Αρχής και των κρατών µελών για το σκοπό
αυτό. Ιδίως η Αρχή πρέπει να είναι σε θέση να αναθέτει
ορισµένα καθήκοντα σε οργανισµούς στα κράτη µέλη.
(52) Είναι ανάγκη να εξασφαλίζεται η ισορροπία µεταξύ της
ανάγκης χρήσης των εθνικών οργανισµών που αναλαµβά-
νουν εργασίες για λογαριασµό της Αρχής και της ανάγκης
να εξασφαλίζεται, για λόγους γενικότερης συνέπειας, ότι
αυτά τα καθήκοντα εκτελούνται σύµφωνα µε τα κριτήρια
που έχουν καθοριστεί για τέτοιες εργασίες. Οι υφιστάµενες
διαδικασίες για την ανάθεση επιστηµονικών εργασιών στα
κράτη µέλη, ιδίως σε ό,τι αφορά την αξιολόγηση φακέλων
που υποβάλει η βιοµηχανία για την έγκριση ορισµένων
ουσιών, προϊόντων ή διαδικασιών, θα πρέπει να επανεξετα-
σθούν εντός ενός έτους µε σκοπό να λαµβάνονται υπόψη η
σύσταση της Αρχής και οι νέες ευκολίες που προσφέρει, ενώ
οι διαδικασίες αξιολόγησης πρέπει να παραµείνουν τουλάχι-
στον όσο αυστηρές ήταν και πριν.
(53) Η Επιτροπή παραµένει πλήρως υπεύθυνη για την κοινο-
ποίηση µέτρων διαχείρισης του κινδύνου και συνεπώς πρέπει
να γίνονται οι δέουσες ανταλλαγές πληροφοριών µεταξύ της
Αρχής και της Επιτροπής. Η στενή συνεργασία µεταξύ της
Αρχής, της Επιτροπής και των κρατών µελών είναι επίσης
αναγκαία για τη διασφάλιση της συνοχής της συνολικής
διαδικασίας ενηµέρωσης.
(54) Η ανεξαρτησία της Αρχής και ο ρόλος της για την ενη-
µέρωση του κοινού συνεπάγεται ότι πρέπει να µπορεί να
επικοινωνεί αυτόνοµα στους τοµείς αρµοδιοτήτων της, έχο-
ντας ως σκοπό να παρέχει αντικειµενικές, αξιόπιστες και
εύληπτες πληροφορίες.
(55) Η δέουσα συνεργασία µε τα κράτη µέλη και άλλα ενδιαφε-
ρόµενα µέρη είναι αναγκαία στον ειδικό τοµέα των εκστρα-
τειών ενηµέρωσης του κοινού ώστε να λαµβάνονται υπόψη
τυχόν περιφερειακές παράµετροι και οποιαδήποτε συσχέτιση
µε την πολιτική για την υγεία.
(56) Εκτός από τις αρχές λειτουργίας της, την ανεξαρτησία και
τη διαφάνεια, η Αρχή πρέπει να είναι οργανισµός ανοικτός
σε επαφές µε τους καταναλωτές και άλλες ενδιαφερόµενες
οµάδες.
(57) Η Αρχή πρέπει να χρηµατοδοτείται από τον γενικό προϋπο-
λογισµό της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ωστόσο, υπό το φως της
αποκτηθείσας πείρας, ιδίως σε ό,τι αφορά την επεξεργασία
των φακέλων προς έγκριση που υποβάλει η βιοµηχανία,
πρέπει να εξεταστεί το ενδεχόµενο επιβολής τελών εντός
τριών ετών από τη θέση σε ισχύ του παρόντος κανονισµού.
Η κοινοτική δηµοσιονοµική διαδικασία εξακολουθεί να
εφαρµόζεται σε ό,τι αφορά επιδοτήσεις που καταλογίζονται
στο γενικό προϋπολογισµό της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Επι-
πλέον ο λογιστικός έλεγχος θα πρέπει να γίνεται από το
Ελεγκτικό Συνέδριο.
(58) Είναι ανάγκη να µπορούν να συµµετέχουν ευρωπαϊκές χώρες
που δεν είναι µέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης και έχουν συνά-
ψει συµφωνίες που τις υποχρεώνουν να µεταφέρουν και να
εφαρµόζουν την κοινοτική νοµοθεσία στον τοµέα που καλύ-
πτει ο παρών κανονισµός.
(59) Στο πλαίσιο της οδηγίας 92/59/EOK του Συµβουλίου, της
29ης Ιουνίου 1992, για τη γενική ασφάλεια των προϊόντων
λειτουργεί ένα σύστηµα έγκαιρης προειδοποίησης (1). Το
πεδίο εφαρµογής του υπάρχοντος συστήµατος περιλαµβάνει
τα τρόφιµα και τα βιοµηχανικά προϊόντα αλλά όχι τις ζωο-
τροφές. Οι πρόσφατες κρίσεις στα τρόφιµα έδειξαν ότι
υπάρχει ανάγκη για ένα βελτιωµένο και διευρυµένο σύστηµα
έγκαιρης προειδοποίησης που θα καλύπτει και τα τρόφιµα
και τις ζωοτροφές. Η διαχείριση αυτού του αναθεωρηµένου
συστήµατος θα πρέπει να γίνεται από την Επιτροπή, ενώ
µέλη του δικτύου θα είναι τα κράτη µέλη, η Επιτροπή και η
Αρχή. Το σύστηµα αυτό δεν πρέπει να καλύπτει τις κοινοτι-
κές ρυθµίσεις για την έγκαιρη ανταλλαγή πληροφοριών στην
περίπτωση ακτινολογικής έκτακτης ανάγκης, όπως ορίζεται
στην απόφαση 87/600/Eυρατόµ του Συµβουλίου (2).
(60) Τα πρόσφατα συµβάντα στον τοµέα της ασφάλειας των
τροφίµων κατέδειξαν την ανάγκη λήψης των κατάλληλων
µέτρων σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης ώστε να εξασφαλί-
ζεται ότι όλα τα τρόφιµα, ανεξαρτήτως είδους και προέ-
λευσης, και όλες οι ζωοτροφές να υπόκεινται σε κοινά
µέτρα όταν υπάρχει σοβαρός κίνδυνος για την ανθρώπινη
υγεία, την υγεία των ζώων ή το περιβάλλον. Μια τέτοια
εµπεριστατωµένη προσέγγιση για τα µέτρα αντιµετώπισης
έκτακτων περιστατικών στον τοµέα της ασφάλειας των τρο-
φίµων πρέπει να επιτρέ0πει την ανάληψη αποτελεσµατικών
ενεργειών και την αποφυγή τεχνητών διαφορών στην αντι-
µετώπιση σοβαρού κινδύνου σχετιζόµενου µε τα τρόφιµα ή
τις ζωοτροφές.
(1) ΕΕ L 228 της 11.8.1992, σ. 24.
(2) ΕΕ L 371 της 30.12.1987, σ. 76.
EL Επίσηµη Εφηµερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων 1.2.2002L 31/6
(61) Οι πρόσφατες κρίσεις στα τρόφιµα κατέδειξαν επίσης τα
οφέλη για την Επιτροπή από κατάλληλα προσαρµοσµένες,
ταχύτερες διαδικασίες για τη διαχείριση των κρίσεων. Αυτές
οι οργανωτικές διαδικασίες πρέπει να καθιστούν δυνατή τη
βελτίωση του συντονισµού των προσπαθειών και τον καθο-
ρισµό αποτελεσµατικότερων µέτρων βάσει των βέλτιστων
επιστηµονικών πληροφοριών. Για το λόγο αυτό οι
αναθεωρηµένες διαδικασίες πρέπει να λαµβάνουν υπόψη τις
αρµοδιότητες της Αρχής και να προβλέπουν την επιστηµο-
νική και τεχνική συνδροµή της µε τη µορφή συµβουλών σε
περίπτωση κρίσης στα τρόφιµα.
(62) Προκειµένου να εξασφαλιστεί µια πιο αποτελεσµατική και
εµπεριστατωµένη προσέγγιση στην τροφική αλυσίδα, πρέπει
να συσταθεί µια επιτροπή για την τροφική αλυσίδα και την
υγεία των ζώων προς αντικατάσταση της µόνιµης κτηνια-
τρικής επιτροπής, της µόνιµης επιτροπής τροφίµων και της
µόνιµης επιτροπής ζωοτροφών. Κατά συνέπεια πρέπει να
καταργηθούν οι αποφάσεις του Συµβουλίου 68/361/
ΕΟΚ (1), 69/414/ΕΟΚ (2) και 70/372/ΕΟΚ (3). Για τον ίδιο
λόγο, η επιτροπή για την τροφική αλυσίδα και την υγεία
των ζώων πρέπει επίσης να αντικαταστήσει τη µόνιµη φυτοϋ-
γειονοµική επιτροπή, σε ό,τι αφορά την αρµοδιότητά της
[για τις οδηγίες 76/895/ΕΟΚ (4), 86/362/ΕΟΚ (5), 83/363/
ΕΟΚ (6), 90/642/ΕΟΚ (7) και 91/414/ΕΟΚ (8)]για τα προϊό-
ντα φυτοπροστασίας και τον καθορισµό των ανώτατων επι-
πέδων καταλοίπων.
(63) Τα αναγκαία µέτρα για την υλοποίηση του παρόντος κανονι-
σµού θεσπίζονται σύµφωνα µε την απόφαση 1999/468/ΕΚ
του Συµβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999, για τον καθορι-
σµό των όρων άσκησης των εκτελεστικών αρµοδιοτήτων που
ανατίθενται στην Επιτροπή (9).
(64) Είναι αναγκαίο να παρασχεθεί επαρκής διορία ώστε οι
υπεύθυνοι να προσαρµοστούν σε ορισµένες απαιτήσεις που
θεσπίζει ο παρών κανονισµός και η Ευρωπαϊκή Αρχή για την
Ασφάλεια των Τροφίµων να αρχίσει να λειτουργεί την 1η
Ιανουαρίου 2002.
(65) Είναι σηµαντικό να αποφευχθεί η σύγχυση µεταξύ της απο-
στολής της Αρχής και του Ευρωπαϊκού Οργανισµού Αξιο-
λόγησης Φαρµακευτικών Προϊόντων (EMEA) που
συστάθηκε µε τον κανονισµό (ΕΟΚ) αριθ. 2309/93 του
Συµβουλίου (10). Συνεπώς είναι ανάγκη να οριστεί ότι ο
παρών κανονισµός δεν θίγει τις αρµοδιότητες που έχουν
ανατεθεί στον EMEA από την κοινοτική νοµοθεσία, συµπερι-
λαµβανοµένων αυτών που ανατέθηκαν µε τον κανονισµό
(ΕΟΚ) αριθ. 2377/90 της 26ης Ιουνίου 1990, για τη
θέσπιση κοινοτικής διαδικασίας για τον καθορισµό ανώ-
τατων ορίων καταλοίπων κτηνιατρικών φαρµάκων στα τρό-
φιµα ζωικής προέλευσης (11).
(66) Είναι αναγκαίο και πρόσφορο προκειµένου να υλοποιηθεί ο
βασικός στόχος του παρόντος κανονισµού, να προβλεφθεί η
προσέγγιση των εννοιών, των αρχών και διαδικασιών που
αποτελούν κοινή βάση για τη νοµοθεσία των τροφίµων στην
Κοινότητα και να ιδρυθεί µια Ευρωπαϊκή Αρχή για την
Ασφάλεια των Τροφίµων σύµφωνα µε την αρχή της αναλογι-
κότητας όπως προβλέπεται στο άρθρο 5 της συνθήκης. Ο
παρών κανονισµός περιορίζεται σε ό,τι είναι αναγκαίο για
την επίτευξη των στόχων που επιδιώκονται,
ΕΞΕ∆ΩΣΑΝ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι
ΠΕ∆ΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΚΑΙ ΟΡΙΣΜΟΙ
Άρθρο 1
Στόχος και πεδίο εφαρµογής
1. Ο παρών κανονισµός αποτελεί τη βάση για την εξασφάλιση
υψηλού επιπέδου προστασίας της υγείας του ανθρώπου και των
συµφερόντων των καταναλωτών σε σχέση µε τα τρόφιµα, λαµβάνο-
ντας ειδικότερα υπόψη την πολυµορφία στον εφοδιασµό τροφίµων,
συµπεριλαµβανοµένων των παραδοσιακών προϊόντων, ενώ παράλ-
ληλα εξασφαλίζει την αποτελεσµατική λειτουργία της εσωτερικής
αγοράς. Καθιερώνει κοινές αρχές και ευθύνες, τα µέσα ώστε να
παρέχονται ισχυρή επιστηµονική βάση, αποτελεσµατικές οργανωτι-
κές ρυθµίσεις και διαδικασίες µε τις οποίες θα υποστηριχθεί η
λήψη αποφάσεων σε θέµατα ασφάλειας των τροφίµων.
2. Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, ο παρών κανονισµός
θεσπίζει τις γενικές αρχές που διέπουν γενικά τα τρόφιµα και τις
ζωοτροφές, ειδικότερα δε την ασφάλεια των τροφίµων και των
ζωοτροφών στην Κοινότητα και σε εθνικό επίπεδο.
Ιδρύει την Ευρωπαϊκή Αρχή για την Ασφάλεια των Τροφίµων.
Καθορίζει διαδικασίες για θέµατα που έχουν άµεσο ή έµµεσο αντί-
κτυπο στην ασφάλεια των τροφίµων και των ζωοτροφών.
(1) ΕΕ L 255 της 18.10.1968, σ. 23.
(2) ΕΕ L 291 της 19.11.1969, σ. 9.
(3) ΕΕ L 170 της 3.8.1970, σ. 1.
(4) ΕΕ L 340 της 9.12.1976, σ. 26· οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία
από την οδηγία 2000/57/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 244 της 29.9.2000,
σ. 76).
(5) ΕΕ L 221 της 7.8.1986, σ. 37· οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία
από την οδηγία 2001/57/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 208 της 1.8.2001,
σ. 36).
(6) ΕΕ L 221 της 7.8.1986, σ. 43· οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία
από την οδηγία 2001/57/ΕΚ της Επιτροπής.
(7) ΕΕ L 350 της 14.12.1990, σ. 71· οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευ-
ταία από την οδηγία 2001/57/ΕΚ της Επιτροπής.
(10) ΕΕ L 214 της 24.8.1993, σ. 1· κανονισµός όπως τροποποιήθηκε
τελευταία από τον κανονισµό (ΕΚ) αριθ. 649/98 της Επιτροπής (ΕΕ L
88 της 24.3.1998, σ. 7).(8) ΕΕ L 230 της 19.8.1991, σ. 1· οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία
από την οδηγία 2001/49/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 176 της 29.6.2001,
σ. 61).
(11) ΕΕ L 224 της 18.8.1990, σ. 1· κανονισµός όπως τροποποιήθηκε
τελευταία από τον κανονισµό (ΕΚ) αριθ. 1553/2001 της Επιτροπής (ΕΕ
L 205 της 31.7.2001, σ. 16).(9) ΕΕ L 184 της 17.7.1999, σ. 23.
EL Επίσηµη Εφηµερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων1.2.2002 L 31/7
3. Ο παρών κανονισµός εφαρµόζεται σε όλα τα στάδια
παραγωγής, µεταποίησης και διανοµής των τροφίµων και των ζωο-
τροφών. ∆εν εφαρµόζεται στην περίπτωση πρωτογενούς παραγωγής
για ιδιωτική οικιακή χρήση ή στην περίπτωση οικιακής παρασκευής,
χειρισµού ή αποθήκευσης τροφίµων για ιδιωτική οικιακή κατα-
νάλωση.
Άρθρο 2
Ορισµός των «τροφίµων»
Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισµού, ως «τρόφιµα» (ή «είδη
διατροφής») νοούνται ουσίες ή προϊόντα, είτε αυτά έχουν υποστεί
πλήρη ή µερική επεξεργασία είτε όχι, τα οποία προορίζονται για
βρώση από τον άνθρωπο ή αναµένεται ευλόγως ότι θα χρησιµεύ-
σουν για τον σκοπό αυτόν.
Στα «τρόφιµα» περιλαµβάνονται ποτά, τσίχλες και οποιαδήποτε
ουσία, περιλαµβανοµένου του νερού, η οποία ενσωµατώνεται σκό-
πιµα στα τρόφιµα στη διάρκεια της παραγωγής, της παρασκευής ή
της επεξεργασίας τους. Επίσης περιλαµβάνεται το νερό µετά το
σηµείο συµµόρφωσης, όπως ορίζεται στο άρθρο 6 της οδηγίας
98/83/ΕΚ και µε την επιφύλαξη των απαιτήσεων των οδηγιών
80/778/ΕΟΚ και 98/83/ΕΚ.
Στα «τρόφιµα» δεν περιλαµβάνονται τα ακόλουθα:
α) ζωοτροφές,
β) ζώντα ζώα, εκτός εάν παρασκευάζονται για διάθεση στην
αγορά για ανθρώπινη κατανάλωση,
γ) φυτά πριν από τη συγκοµιδή,
δ) φαρµακευτικά προϊόντα κατά την έννοια των οδηγιών 65/65/
ΕΟΚ (1) και 92/73/ΕΟΚ (2) του Συµβουλίου,
ε) καλλυντικά κατά την έννοια της οδηγίας 76/768/ΕΟΚ του
Συµβουλίου (3),
στ) καπνός και προϊόντα καπνού κατά την έννοια της οδηγίας
89/622/ΕΟΚ του Συµβουλίου (4),
ζ) ναρκωτικές ή ψυχοτρόποι ουσίες κατά την έννοια της ενιαίας
σύµβασης των Ηνωµένων Εθνών για τα ναρκωτικά του 1961,
και της σύµβασης των Ηνωµένων Εθνών για τις ψυχοτρόπους
ουσίες του 1971,
η) τα κατάλοιπα και οι µολυσµατικές προσµείξεις.
Άρθρο 3
Άλλοι ορισµοί
Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισµού ισχύουν οι ακόλουθοι
ορισµοί:
1. «νοµοθεσία για τα τρόφιµα»: οι νόµοι, οι κανονισµοί και οι
διοικητικές ρυθµίσεις που διέπουν τα τρόφιµα γενικότερα και
την ασφάλεια των τροφίµων ειδικότερα, είτε σε κοινοτικό είτε
σε εθνικό επίπεδο· ο όρος καλύπτει οιοδήποτε στάδιο της
παραγωγής, µεταποίησης και διανοµής των τροφίµων, καθώς
και των ζωοτροφών που παράγονται για ζώα που χρησιµο-
ποιούνται για την παραγωγή τροφίµων ή χορηγούνται ως
τροφή σε αυτά.
2. «επιχείρηση τροφίµων»: κάθε επιχείρηση, κερδοσκοπική ή µη,
δηµόσια ή ιδιωτική, η οποία ασκεί οποιαδήποτε από τις
δραστηριότητες που συνδέονται µε οιοδήποτε στάδιο της
παραγωγής, µεταποίησης και διανοµής των τροφίµων,
3. «υπεύθυνος επιχείρησης τροφίµων»: τα φυσικά ή νοµικά
πρόσωπα που έχουν την ευθύνη να εξασφαλίσουν ότι πληρού-
νται οι απαιτήσεις της νοµοθεσίας για τα τρόφιµα µέσα στην
επιχείρηση τροφίµων που έχουν υπό τον έλεγχό τους,
4. «ζωοτροφές»: οι ουσίες ή τα προϊόντα, περιλαµβανοµένων των
πρόσθετων υλών, είτε έχουν υποστεί πλήρη ή µερική επεξεργα-
σία είτε όχι, τα οποία προορίζονται για χορήγηση τροφής από
το στόµα στα ζώα,
5. «επιχείρηση ζωοτροφών»: οποιαδήποτε επιχείρηση, κερδοσκο-
πική ή όχι και δηµόσια ή ιδιωτική, η οποία πραγµατοποιεί
οποιαδήποτε από τις δραστηριότητες παραγωγής, παρασκευής,
µεταποίησης, αποθήκευσης, µεταφοράς ή διανοµής ζωο-
τροφών, συµπεριλαµβανοµένου οποιουδήποτε παραγωγού ο
οποίος παράγει, επεξεργάζεται ή αποθηκεύει ζωοτροφές µε
σκοπό τη χορήγηση τροφής σε ζώα που βρίσκονται στην
κατοχή του,
6. «υπεύθυνος επιχείρησης ζωοτροφών»: τα φυσικά ή νοµικά
πρόσωπα που έχουν την ευθύνη να εξασφαλίσουν ότι πληρού-
νται οι απαιτήσεις της νοµοθεσίας για τα τρόφιµα µέσα στην
εταιρεία ζωοτροφών που έχουν υπό τον έλεγχό τους,
7. «λιανική»: ο χειρισµός ή/και η µεταποίηση τροφίµων και η
αποθήκευσή τους στο σηµείο πώλησης ή παράδοσης στον
τελικό καταναλωτή· περιλαµβάνονται οι τερµατικοί σταθµοί
διανοµής, οι επιχειρήσεις µαζικής εστίασης, τα κυλικεία εργο-
στασίων, η τροφοδοσία οργανισµών, τα εστιατόρια και άλλες
παρόµοιες επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών εστίασης, τα
καταστήµατα, τα κέντρα διανοµής και τα πρατήρια χονδρικής,
8. «διάθεση στην αγορά»: η κατοχή τροφίµων ή ζωοτροφών µε
σκοπό την πώληση, συµπεριλαµβανοµένης της προσφοράς για
πώληση ή οποιασδήποτε άλλης µορφής µεταβίβασης είτε αυτή
γίνεται δωρεάν είτε όχι, και η ίδια η πώληση, η διανοµή ή οι
άλλες µορφές µεταβίβασης,
9. «κίνδυνος»: ο βαθµός στον οποίο είναι πιθανή µια επιβλαβής
συνέπεια στην υγεία και η σοβαρότητα αυτής της συνέπειας,
ως αποτέλεσµα της ύπαρξης µιας πηγής κινδύνου,
10. «ανάλυση του κινδύνου»: η διαδικασία που αποτελείται από
τρεις αλληλένδετες συνιστώσες: αξιολόγηση του κινδύνου,
διαχείριση του κινδύνου και ενηµέρωση σχετικά µε τον κίν-
δυνο,
11. «αξιολόγηση του κινδύνου»: η διαδικασία επιστηµονικής βάσης
που απαρτίζεται από τέσσερα βήµατα: τον προσδιορισµό της
πηγής του κινδύνου, τον χαρακτηρισµό της πηγής του κινδύ-
νου, την αξιολόγηση της έκθεσης στον κίνδυνο και τον
χαρακτηρισµό του κινδύνου,
12. «διαχείριση του κινδύνου»: η διαδικασία, η οποία διακρίνεται
από την αξιολόγηση του κινδύνου, της στάθµισης εναλλα-
κτικών πολιτικών, αφού ζητηθεί η γνώµη των ενδιαφερόµενων
µερών και αφού ληφθεί υπόψη η αξιολόγηση του κινδύνου και
άλλοι εύλογοι παράγοντες και, εάν χρειαστεί, της επιλογής
των κατάλληλων µέσων πρόληψης και ελέγχου,
(1) ΕΕ 22 της 9.2.1965, σ. 369· οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία
από την οδηγία 93/39/ΕΟΚ (ΕΕ L 214 της 24.8.1993, σ. 22).
(2) ΕΕ L 297 της 13.10.1992, σ. 8.
(3) ΕΕ L 262 της 27.9.1976, σ. 169· οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευ-
ταία από την οδηγία 2000/41/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 145 της
20.6.2000, σ. 25).
(4) ΕΕ L 359 της 8.12.1989, σ. 1· οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία
από την οδηγία 92/41/ΕΟΚ (ΕΕ L 158 της 11.6.1992, σ. 30).
EL Επίσηµη Εφηµερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων 1.2.2002L 31/8
13. «ενηµέρωση σχετικά µε τον κίνδυνο»: η αµφίδροµη ανταλλαγή
πληροφοριών και απόψεων σε όλη τη διάρκεια της διαδικασίας
ανάλυσης του κινδύνου, όσον αφορά τις πηγές του κινδύνου
και τους κινδύνους, τους παράγοντες που συνδέονται µε τον
κίνδυνο και τους διάφορους τρόπους αντίληψης του κινδύνου,
µεταξύ των αξιολογητών του κινδύνου, των διαχειριστών του
κινδύνου, των καταναλωτών, των επιχειρήσεων τροφίµων και
ζωοτροφών, της ακαδηµαϊκής κοινότητας και άλλων ενδιαφε-
ρόµενων µερών, συµπεριλαµβανοµένης της εξήγησης των πορι-
σµάτων που συνδέονται µε την αξιολόγηση του κινδύνου και η
βάση των αποφάσεων για τη διαχείριση του κινδύνου,
14. «πηγή κινδύνου»: ένας βιολογικός, χηµικός ή φυσικός παράγο-
ντας στα τρόφιµα ή τις ζωοτροφές ή µια κατάσταση των
τροφίµων, που έχει τη δυνατότητα να προκαλέσει αρνητικές
συνέπειες στην υγεία,
15. «ανιχνευσιµότητα»: η δυνατότητα ανίχνευσης και παρακο-
λούθησης τροφίµων, ζωοτροφών, ζώων που χρησιµοποιούνται
για την παραγωγή τροφίµων ή ουσιών που πρόκειται ή αναµέ-
νεται να ενσωµατωθούν σε τρόφιµα ή σε ζωοτροφές, σε όλα τα
στάδια της παραγωγής, µεταποίησης και διανοµής τους,
16. «στάδια παραγωγής, µεταποίησης και διανοµής»: οιοδήποτε
στάδιο, περιλαµβανοµένης της εισαγωγής, από την πρωτογενή
παραγωγή ενός τροφίµου µέχρι και την πώλησή του ή τη
διάθεσή του στον τελικό καταναλωτή και, όπου συντρέχει
λόγος, η εισαγωγή, η παραγωγή, η παρασκευή, η διανοµή, η
πώληση και η διάθεση ζωοτροφών,
17. «πρωτογενής παραγωγή»: η παραγωγή, εκτροφή ή ανάπτυξη
πρωτογενών προϊόντων, περιλαµβανοµένης της συγκοµιδής,
του αρµέγµατος και όλων των σταδίων της ζωικής παραγωγής
πριν από τη σφαγή. Περιλαµβάνει επίσης τη θήρα και την
αλίευση, καθώς και τη συγκοµιδή άγριων προϊόντων,
18. «τελικός καταναλωτής»: ο τελευταίος καταναλωτής τροφίµων,
ο οποίος δεν χρησιµοποιεί τα τρόφιµα στο πλαίσιο λειτουρ-
γίας ή δραστηριότητας µιας επιχείρησης τροφίµων.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ II
ΓΕΝΙΚΗ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ ΓΙΑ ΤΑ ΤΡΟΦΙΜΑ
Άρθρο 4
Πεδίο εφαρµογής
1. Το παρόν κεφάλαιο αφορά όλα τα στάδια της παραγωγής,
της µεταποίησης και της διανοµής των τροφίµων, καθώς και των
ζωοτροφών που παράγονται για ζώα που χρησιµοποιούνται για την
παραγωγή τροφίµων ή χορηγούνται ως τροφή σε αυτά.
2. Οι γενικές αρχές που καθορίζονται στα άρθρα 5 έως 10,
αποτελούν γενικό πλαίσιο οριζόντιας φύσης, το οποίο πρέπει να
ακολουθείται όταν λαµβάνονται µέτρα.
3. Οι υφιστάµενες αρχές και διαδικασίες σχετικά µε τη νοµοθε-
σία για τα τρόφιµα θα προσαρµοσθούν το συντοµότερο και έως
την 1η Ιανουαρίου 2007 το αργότερο, ώστε να συµµορφώνονται
προς τα άρθρα 5 έως 10.
4. Μέχρι τότε, και κατά παρέκκλιση της παραγράφου 2, η
υφιστάµενη νοµοθεσία θα εφαρµόζεται λαµβάνοντας υπόψη τις
αρχές που περιλαµβάνονται στα άρθρα 5 έως 10.
ΤΜΗΜΑ 1
ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΤΗΣ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ ΓΙΑ ΤΑ ΤΡΟΦΙΜΑ
Άρθρο 5
Γενικοί στόχοι
1. Η νοµοθεσία για τα τρόφιµα επιδιώκει έναν ή περισσότερους
από τους γενικούς στόχους που αφορούν την υψηλού επιπέδου
προστασία της ανθρώπινης ζωής και υγείας και την προστασία των
συµφερόντων των καταναλωτών, περιλαµβανοµένων των ορθών
πρακτικών στο εµπόριο τροφίµων, λαµβάνοντας υπόψη, όπου συν-
τρέχει λόγος, την προστασία της υγείας και της ορθής µεταχείρισης
των ζώων, καθώς και την προστασία των φυτών και του περιβάλλο-
ντος.
2. Η νοµοθεσία για τα τρόφιµα αποσκοπεί στο να επιτύχει την
ελεύθερη κυκλοφορία στην Κοινότητα των τροφίµων και των ζωο-
τροφών που παράγονται ή διατίθενται στην αγορά σύµφωνα µε τις
γενικές αρχές και απαιτήσεις του παρόντος κεφαλαίου.
3. Όπου υπάρχουν διεθνή πρότυπα ή επίκειται η ολοκλήρωσή
τους, αυτά λαµβάνονται υπόψη κατά τη σύνταξη ή την προσαρ-
µογή της νοµοθεσίας για τα τρόφιµα, εκτός όταν τέτοια πρότυπα ή
σχετικά µέρη αυτών αποτελούν µη αποτελεσµατικό ή ακατάλληλο
µέσο για την επίτευξη των θεµιτών στόχων της νοµοθεσίας για τα
τρόφιµα ή όταν υπάρχει επιστηµονική αιτιολόγηση, ή όταν καταλή-
γουν σε επίπεδο προστασίας διαφορετικό από εκείνο που καθορίζε-
ται ως κατάλληλο στην Κοινότητα.
Άρθρο 6
Ανάλυση του κινδύνου
1. Προκειµένου να επιτευχθεί ο γενικός στόχος για υψηλό επί-
πεδο προστασίας της υγείας και της ζωής του ανθρώπου, η νοµοθε-
σία για τα τρόφιµα θα βασιστεί στην ανάλυση του κινδύνου, εκτός
όταν αυτό δεν είναι κατάλληλο για τις συνθήκες ή τη φύση του
µέτρου.
2. Η αξιολόγηση του κινδύνου βασίζεται στα διαθέσιµα επιστη-
µονικά στοιχεία και διεξάγεται µε τρόπο ανεξάρτητο, αντικειµενικό
και διαφανή.
3. Η διαχείριση του κινδύνου λαµβάνει υπόψη τα αποτελέσµατα
της αξιολόγησης του κινδύνου και ιδίως τις γνώµες της Αρχής που
αναφέρεται στο άρθρο 22, άλλους παράγοντες, όπως αρµόζει στο
εκάστοτε θέµα, καθώς και την αρχή της προφύλαξης όπου συντρέ-
χουν οι όροι του άρθρου 7, παράγραφος 1, προκειµένου να επιτευ-
χθούν οι γενικοί στόχοι της νοµοθεσίας για τα τρόφιµα που προ-
βλέπονται στο άρθρο 5.
EL Επίσηµη Εφηµερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων1.2.2002 L 31/9
Άρθρο 7
Αρχή της προφύλαξης
1. Στις ειδικές περιπτώσεις κατά τις οποίες, ύστερα από αξιο-
λόγηση των διαθέσιµων πληροφοριών, εντοπίζεται πιθανότητα βλα-
βερών επιπτώσεων στην υγεία αλλά εξακολουθεί να υπάρχει επιστη-
µονική αβεβαιότητα, µπορούν να ληφθούν τα προσωρινά µέτρα
διαχείρισης του κινδύνου που είναι αναγκαία για την εξασφάλιση
του υψηλού επιπέδου προστασίας της υγείας που έχει επιλεγεί στην
Κοινότητα, µέχρι να υπάρξουν περαιτέρω επιστηµονικές πληροφο-
ρίες για µια πιο εµπεριστατωµένη αξιολόγηση του κινδύνου.
2. Τα µέτρα που λαµβάνονται βάσει της παραγράφου 1 είναι
ανάλογα και όχι πιο περιοριστικά για το εµπόριο από όσο απαιτεί-
ται για την επίτευξη του υψηλού επιπέδου προστασίας που έχει
επιλεγεί στην Κοινότητα, ενώ παράλληλα λαµβάνουν υπόψη την
τεχνική και οικονοµική βιωσιµότητα και άλλους παράγοντες όπως
αρµόζει στο εκάστοτε ζήτηµα. Αυτά τα µέτρα αναθεωρούνται µέσα
σε εύλογο χρονικό διάστηµα, ανάλογα µε τη φύση του κινδύνου
που προσδιορίζεται όσον αφορά τη ζωή ή την υγεία και του είδους
των επιστηµονικών πληροφοριών που απαιτούνται για τη διασαφή-
νιση της επιστηµονικής αβεβαιότητας και τη διεξαγωγή µιας πιο
εµπεριστατωµένης αξιολόγησης του κινδύνου.
Άρθρο 8
Προστασία των συµφερόντων των καταναλωτών
1. Η νοµοθεσία για τα τρόφιµα αποβλέπει στην προστασία των
συµφερόντων των καταναλωτών και αποτελεί τη βάση ώστε οι
καταναλωτές να µπορούν να επιλέγουν ενήµεροι τα τρόφιµα που
καταναλώνουν. Αποσκοπεί στην πρόληψη των εξής φαινοµένων:
α) τις δόλιες πρακτικές ή τις πρακτικές εξαπάτησης,
β) τη νόθευση των τροφίµων και
γ) οποιεσδήποτε άλλες πρακτικές που ενδέχεται να παραπλανήσουν
τον καταναλωτή.
ΤΜΗΜΑ 2
ΑΡΧΕΣ ΤΗΣ ∆ΙΑΦΑΝΕΙΑΣ
Άρθρο 9
∆ηµόσια διαβούλευση
Ζητείται η γνώµη του κοινού µε ανοικτό και διαφανή τρόπο, άµεσα
ή µέσω αντιπροσωπευτικών οργάνων, κατά την εκπόνηση, την αξιο-
λόγηση και την αναθεώρηση της νοµοθεσίας για τα τρόφιµα, εκτός
εάν ο επείγων χαρακτήρας του θέµατος δεν το επιτρέπει.
Άρθρο 10
Ενηµέρωση του κοινού
Με την επιφύλαξη των εφαρµοστέων κοινοτικών διατάξεων και των
εθνικών διατάξεων σχετικά µε την πρόσβαση στα έγγραφα, όταν
υπάρχουν βάσιµοι λόγοι υποψίας ότι ένα τρόφιµο ή ζωοτροφή
ενδεχοµένως ενέχει κίνδυνο για την υγεία του ανθρώπου ή των
ζώων, τότε, ανάλογα µε τη φύση, τη σοβαρότητα και την έκταση
αυτού του κινδύνου, οι δηµόσιες αρχές προβαίνουν στις κατάλλη-
λες διαδικασίες ώστε να ενηµερώσουν το ευρύ κοινό σχετικά µε τη
φύση του κινδύνου όσον αφορά την υγεία, παρέχοντας όσο το
δυνατόν περισσότερα στοιχεία για την αναγνώριση του τροφίµου ή
της ζωοτροφής ή του είδους του τροφίµου ή της ζωοτροφής και
καθορίζοντας τον κίνδυνο που ενδεχοµένως αυτό ενέχει και τα
µέτρα που λαµβάνονται ή που πρόκειται να ληφθούν για την
αποφυγή, τη µείωση ή την εξάλειψη του κινδύνου αυτού.
ΤΜΗΜΑ 3
ΓΕΝΙΚΕΣ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΤΟΥ ΕΜΠΟΡΙΟΥ ΤΡΟΦΙΜΩΝ
Άρθρο 11
Εισαγωγή τροφίµων και ζωοτροφών στην Κοινότητα
Τα τρόφιµα και οι ζωοτροφές που εισάγονται στην Κοινότητα µε
σκοπό τη διάθεσή τους στην αγορά εντός της Κοινότητας, συµ-
µορφώνονται µε τις σχετικές απαιτήσεις της νοµοθεσίας για τα
τρόφιµα ή µε όρους που η Κοινότητα αναγνωρίζει ως τουλάχιστον
ισοδύναµους ή, όταν υπάρχει συγκεκριµένη συµφωνία µεταξύ της
Κοινότητας και της χώρας εξαγωγής, µε τις απαιτήσεις που περι-
λαµβάνονται στην εν λόγω συµφωνία.
Άρθρο 12
Τρόφιµα και ζωοτροφές που εξάγονται από την Κοινότητα
1. Τα τρόφιµα και οι ζωοτροφές που εξάγονται ή επανεξάγονται
από την Κοινότητα µε σκοπό τη διάθεσή τους στην αγορά τρίτης
χώρας συµµορφώνονται µε τις σχετικές απαιτήσεις της νοµοθεσίας
για τα τρόφιµα, εκτός εάν ζητούν διαφορετικά οι αρχές της εισά-
γουσας χώρας, ή εάν ορίζουν διαφορετικά οι νόµοι, οι κανονισµοί,
τα πρότυπα, οι κώδικες δεοντολογίας και άλλες νοµικές και διοικη-
τικές διαδικασίες που ενδέχεται να ισχύουν στη χώρα εισαγωγής.
Υπό διαφορετικές συνθήκες, εκτός από την περίπτωση κατά την
οποία τα τρόφιµα είναι επιβλαβή για την υγεία ή οι ζωοτροφές µη
ασφαλείς, τα τρόφιµα και οι ζωοτροφές µπορούν να εξάγονται ή να
επανεξάγονται εάν οι αρµόδιες αρχές της χώρας προορισµού έχουν
συµφωνήσει ρητώς, αφού ενηµερωθούν πλήρως για τους λόγους
και τις συνθήκες για τις οποίες τα εν λόγω τρόφιµα ή ζωοτροφές
δεν µπορούν να διατεθούν στην αγορά της Κοινότητας.
2. Όπου ισχύουν οι διατάξεις διµερούς συµφωνίας που έχει
συνάψει η Κοινότητα ή ένα από τα κράτη µέλη της µε τρίτη χώρα,
τα τρόφιµα και οι ζωοτροφές που εξάγονται από την Κοινότητα ή
από το συγκεκριµένο κράτος µέλος σε αυτή την τρίτη χώρα,
συµµορφώνονται µε τις εν λόγω διατάξεις.
EL Επίσηµη Εφηµερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων 1.2.2002L 31/10
Άρθρο 13
∆ιεθνή πρότυπα
Με την επιφύλαξη των δικαιωµάτων και των υποχρεώσεών τους, η
Κοινότητα και τα κράτη µέλη:
α) συµβάλλουν στην ανάπτυξη των διεθνών τεχνικών προτύπων για
τα τρόφιµα και τις ζωοτροφές και των υγειονοµικών και φυτοϋ-
γειονοµικών προτύπων,
β) προωθούν το συντονισµό του έργου των διεθνών κυβερνητικών
και µη κυβερνητικών οργανώσεων σχετικά µε τα πρότυπα των
τροφίµων και των ζωοτροφών,
γ) συµβάλλουν, όταν αυτό αρµόζει και ενδείκνυται, στην σύναψη
συµφωνιών για την αναγνώριση της ισοδυναµίας των ειδικών
µέτρων για τα τρόφιµα και τις ζωοτροφές,
δ) δίδουν ιδιαίτερη προσοχή στις ειδικές αναπτυξιακές, οικονοµι-
κές και εµπορικές ανάγκες των αναπτυσσόµενων χωρών, προκει-
µένου να εξασφαλίσουν ότι τα διεθνή πρότυπα δεν δηµιουργούν
ανώφελα εµπόδια στις εξαγωγές από αναπτυσσόµενες χώρες,
ε) προάγουν την αντιστοιχία µεταξύ διεθνών τεχνικών προδια-
γραφών και της νοµοθεσίας για τα τρόφιµα διασφαλίζοντας
παράλληλα ότι δεν θα µειωθεί το υψηλό επίπεδο προστασίας
που έχει υιοθετηθεί στην Κοινότητα.
ΤΜΗΜΑ 4
ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ ΤΗΣ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ ΓΙΑ ΤΑ ΤΡΟΦΙΜΑ
Άρθρο 14
Απαιτήσεις της ασφάλειας των τροφίµων
1. Τρόφιµα τα οποία είναι µη ασφαλή δεν διατίθενται στην
αγορά.
2. Τα τρόφιµα θεωρούνται ως µη ασφαλή όταν εκτιµάται ότι
είναι:
α) επιβλαβή για την υγεία,
β) ακατάλληλα για ανθρώπινη κατανάλωση.
3. Προκειµένου να καθοριστεί εάν ένα τρόφιµο είναι µη ασφα-
λές, πρέπει να λαµβάνονται υπόψη τα εξής:
α) οι κανονικές συνθήκες χρήσης του τροφίµου από τους κατα-
ναλωτές σε όλα τα στάδια της παραγωγής, µεταποίησης και
διανοµής του και
β) οι πληροφορίες που παρέχονται στον καταναλωτή, συµπεριλαµ-
βανοµένων των πληροφοριών που παρέχονται στην ετικέτα, ή
άλλες πληροφορίες που γενικά είναι διαθέσιµες στον κατα-
ναλωτή σχετικά µε την αποφυγή συγκεκριµένων αρνητικών
συνεπειών για την υγεία από συγκεκριµένο τρόφιµο ή κατηγο-
ρία τροφίµων.
4. Προκειµένου να καθοριστεί εάν ένα τρόφιµο είναι επιβλαβές
για την υγεία, πρέπει να λαµβάνονται υπόψη τα εξής:
α) όχι µόνον οι πιθανές άµεσες ή/και βραχυπρόθεσµες ή/και
µακροπρόθεσµες συνέπειες του τροφίµου αυτού στην υγεία του
ατόµου που το καταναλώνει, αλλά επίσης στις επερχόµενες
γενεές,
β) οι πιθανές σωρευτικές τοξικές συνέπειες,
γ) οι ιδιαίτερες ευαισθησίες όσον αφορά την υγεία συγκεκριµένης
κατηγορίας καταναλωτών, όταν το τρόφιµο προορίζεται για την
εν λόγω κατηγορία καταναλωτών.
5. Κατά τον προσδιορισµό του κατά πόσο ένα τρόφιµο είναι
ακατάλληλο για ανθρώπινη κατανάλωση, δίδεται προσοχή στο κατά
πόσο το εν λόγω τρόφιµο δεν µπορεί να γίνει δεκτό για ανθρώπινη
κατανάλωση σύµφωνα µε τη χρήση για την οποία προορίζεται,
λόγω µόλυνσης προερχόµενης είτε από ξένες ουσίες είτε από άλλον
παράγοντα, ή λόγω σήψης, αλλοίωσης ή αποσύνθεσης.
6. Όταν ένα τρόφιµο που είναι µη ασφαλές αποτελεί µέρος
στοίβας, παρτίδας ή αποστελλόµενου φορτίου τροφίµων της ίδιας
κατηγορίας ή περιγραφής, θεωρείται ότι όλα τα τρόφιµα στην εν
λόγω στοίβα, παρτίδα ή στο φορτίο είναι επίσης µη ασφαλή, εκτός
εάν ύστερα από λεπτοµερή αξιολόγηση δεν βρεθούν στοιχεία που
να αποδεικνύουν ότι και το υπόλοιπο της στοίβας, της παρτίδας ή
του φορτίου είναι µη ασφαλές.
7. Τα τρόφιµα που συµµορφώνονται προς ειδικές κοινοτικές
διατάξεις που διέπουν την ασφάλεια των τροφίµων θεωρούνται
ασφαλή όσον αφορά τις πτυχές που καλύπτονται από τις ειδικές
κοινοτικές διατάξεις.
8. Η συµµόρφωση ενός τροφίµου προς συγκεκριµένες διατάξεις
που ισχύουν γι’ αυτό, δεν εµποδίζει τη λήψη κατάλληλων µέτρων
από την πλευρά των αρµόδιων αρχών προκειµένου να επιβάλουν
περιορισµούς στη διάθεσή του στην αγορά ή να απαιτήσουν την
απόσυρσή του από την αγορά όταν συντρέχουν λόγοι υποψίας ότι,
παρά τη συµµόρφωση του, το τρόφιµο είναι µη ασφαλές.
9. Ελλείψει ειδικών κοινοτικών µέτρων, ένα τρόφιµο θεωρείται
ασφαλές όταν συµµορφώνεται µε τις ειδικές διατάξεις της εθνικής
νοµοθεσίας του κράτους µέλους στην επικράτεια του οποίου δια-
τίθεται, διατάξεις οι οποίες συντάσσονται και εφαρµόζονται µε την
επιφύλαξη της συνθήκης, ιδίως δε των άρθρων 28 και 30.
Άρθρο 15
Απαιτήσεις ως προς την ασφάλεια των ζωοτροφών
1. Ζωοτροφές οι οποίες είναι µη ασφαλείς δεν διατίθενται στην
αγορά ούτε χορηγούνται ως τροφή σε οποιοδήποτε ζώο που χρησι-
µοποιείται για την παραγωγή τροφίµων.
2. Οι ζωοτροφές θεωρούνται ως µη ασφαλείς όσον αφορά τη
χρήση για την οποία προορίζονται όταν εκτιµάται ότι:
— έχουν αρνητικές συνέπειες για την υγεία των ανθρώπων ή των
ζώων,
— καθιστούν τα τρόφιµα που προέρχονται από τροφοπαραγωγικά
ζώα µη ασφαλή για ανθρώπινη κατανάλωση.
EL Επίσηµη Εφηµερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων1.2.2002 L 31/11
3. Όταν µια ζωοτροφή, για την οποία αναγνωρίστηκε ότι δεν
πληροί τις απαιτήσεις ασφάλειας των ζωοτροφών, αποτελεί µέρος
στοίβας, παρτίδας ή αποστελλόµενου φορτίου ζωοτροφών της ίδιας
κατηγορίας ή περιγραφής, θεωρείται ότι όλες οι ζωοτροφές στην εν
λόγω στοίβα, την παρτίδα ή στο φορτίο δεν πληρούν τις απαιτήσεις
της ασφάλειας των ζωοτροφών, εκτός εάν ύστερα από λεπτοµερή
αξιολόγηση δεν βρεθούν στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι και το
υπόλοιπο της στοίβας, της παρτίδας ή του φορτίου δεν ικανοποιεί
τις απαιτήσεις αυτές.
4. Οι ζωοτροφές που συµµορφώνονται προς ειδικές κοινοτικές
διατάξεις που διέπουν την ασφάλεια των ζωοτροφών, θεωρούνται
ασφαλείς όσον αφορά τις πτυχές που καλύπτονται από τις ειδικές
κοινοτικές διατάξεις.
5. Η συµµόρφωση µιας ζωοτροφής προς συγκεκριµένες διατά-
ξεις που ισχύουν γι’ αυτήν, δεν εµποδίζει τη λήψη κατάλληλων
µέτρων από την πλευρά των αρµόδιων αρχών προκειµένου να
επιβάλουν περιορισµούς στη διάθεσή της στην αγορά ή να απαιτή-
σουν την απόσυρσή της από την αγορά όταν συντρέχουν λόγοι
υποψίας ότι, παρά τη συµµόρφωσή της, η ζωοτροφή είναι µη
ασφαλής.
6. Ελλείψει ειδικών κοινοτικών µέτρων, µια ζωοτροφή θεωρείται
ασφαλής όταν συµµορφώνεται µε τις ειδικές διατάξεις της εθνικής
νοµοθεσίας για τα τρόφιµα που διέπουν την ασφάλεια των ζωο-
τροφών στο κράτος µέλος στην επικράτεια του οποίου κυκλοφορεί,
διατάξεις οι οποίες συντάσσονται και εφαρµόζονται µε την επιφύ-
λαξη της συνθήκης, ιδίως δε των άρθρων 28 και 30.
Άρθρο 16
Παρουσίαση
Με την επιφύλαξη των πιο εξειδικευµένων διατάξεων της νοµοθε-
σίας για τα τρόφιµα, η επισήµανση, η διαφήµιση και η παρουσίαση
των τροφίµων ή των ζωοτροφών, συµπεριλαµβανοµένων του σχήµα-
τος, της εµφάνισης ή της συσκευασίας τους, των υλικών συσκευα-
σίας που χρησιµοποιήθηκαν, του τρόπου µε τον οποίο τακτοποι-
ήθηκαν και του περιβάλλοντος στο οποίο εκθέτονται, καθώς και
των πληροφοριών που διατίθενται σχετικά µε αυτά από οποιοδή-
ποτε µέσο διάδοσης πληροφοριών, δεν πρέπει να παραπλανούν
τους καταναλωτές.
Άρθρο 17
Υποχρεώσεις
1. Οι υπεύθυνοι επιχειρήσεων τροφίµων και ζωοτροφών εξασφα-
λίζουν ότι τα τρόφιµα ή οι ζωοτροφές, σε όλα τα στάδια της
παραγωγής, µεταποίησης και διανοµής µέσα στην επιχείρηση που
βρίσκεται υπό τον έλεγχό τους, ικανοποιούν τις απαιτήσεις της
νοµοθεσίας για τα τρόφιµα οι οποίες αφορούν τις δραστηριότητές
τους και επαληθεύουν την ικανοποίηση αυτών των απαιτήσεων.
2. Τα κράτη µέλη εκτελούν τη νοµοθεσία για τα τρόφιµα, παρα-
κολουθούν και επαληθεύουν εάν τηρούνται οι σχετικές απαιτήσεις
της νοµοθεσίας αυτής από τους υπευθύνους των επιχειρήσεων
τροφίµων και ζωοτροφών σε όλα τα στάδια παραγωγής, µετα-
ποίησης και διανοµής.
Για το σκοπό αυτό διατηρούν σύστηµα επίσηµων ελέγχων και
άλλων δραστηριοτήτων όπως αρµόζει στις περιστάσεις, στις οποίες
συµπεριλαµβάνονται η δηµόσια επικοινωνία σε θέµατα που αφο-
ρούν την ασφάλεια και τον κίνδυνο των τροφίµων και των ζωο-
τροφών, η εποπτεία της ασφάλειας των τροφίµων και των ζωο-
τροφών και άλλες δραστηριότητες παρακολούθησης που καλύ-
πτουν όλα τα στάδια παραγωγής, µεταποίησης και διανοµής.
Τα κράτη µέλη καθορίζουν επίσης το σύστηµα των κυρώσεων που
επιβάλλονται στις παραβιάσεις της νοµοθεσίας για τα τρόφιµα και
τις ζωοτροφές. Οι εν λόγω κυρώσεις πρέπει να είναι αποτελεσµατι-
κές, ανάλογες και αποτρεπτικές.
Άρθρο 18
Ανιχνευσιµότητα
1. Η ανιχνευσιµότητα των τροφίµων, των ζωοτροφών, των ζώων
που χρησιµοποιούνται για την παραγωγή τροφίµων και οποιασδή-
ποτε άλλης ουσίας που προορίζεται για ενσωµάτωση σε ένα τρό-
φιµο ή σε µια ζωοτροφή ή αναµένεται ότι θα ενσωµατωθεί σε αυτά,
διασφαλίζεται σε όλα τα στάδια παραγωγής, µεταποίησης και δια-
νοµής.
2. Οι υπεύθυνοι των επιχειρήσεων τροφίµων και ζωοτροφών
είναι σε θέση να αναγνωρίζουν κάθε πρόσωπο από το οποίο έχουν
προµηθευτεί ένα τρόφιµο, µια ζωοτροφή, ένα ζώο που χρησιµο-
ποιείται για την παραγωγή τροφίµων ή οποιαδήποτε άλλη ουσία
που προορίζεται για ενσωµάτωση σε ένα τρόφιµο ή σε µια ζωο-
τροφή ή αναµένεται ότι θα ενσωµατωθεί σε αυτά.
Για το σκοπό αυτό οι υπεύθυνοι των επιχειρήσεων εγκαθιδρύουν
συστήµατα και διαδικασίες που καθιστούν τις πληροφορίες αυτές
διαθέσιµες στις αρµόδιες αρχές, εάν αυτές το ζητήσουν.
3. Οι υπεύθυνοι των επιχειρήσεων τροφίµων και ζωοτροφών
καθιερώνουν συστήµατα και διαδικασίες για την αναγνώριση των
άλλων επιχειρήσεων στις οποίες προµηθεύουν τα προϊόντα τους.
Αυτές οι πληροφορίες είναι διαθέσιµες στις αρµόδιες αρχές, εάν
αυτές το ζητήσουν.
4. Τα τρόφιµα ή οι ζωοτροφές που διατίθενται ή ενδέχεται να
διατεθούν στην αγορά της Κοινότητας πρέπει να φέρουν
κατάλληλη επισήµανση ή σήµα αναγνώρισης ώστε να διευκολύνεται
η ανιχνευσιµότητά τους, µέσω κατάλληλων εγγράφων ή πληροφο-
ριών, σύµφωνα µε τις σχετικές απαιτήσεις των ειδικότερων διατά-
ξεων.
5. Οι διατάξεις για την εφαρµογή των απαιτήσεων του παρόντος
άρθρου όσον αφορά συγκεκριµένους τοµείς είναι δυνατό να θεσπί-
ζονται σύµφωνα µε τη διαδικασία του άρθρου 58 παράγραφος 2.
Άρθρο 19
Ευθύνη για τα τρόφιµα: υπεύθυνοι επιχειρήσεων τροφίµων
1. Εάν ένας υπεύθυνος επιχείρησης τροφίµων κρίνει ή έχει
λόγους να πιστεύει ότι ένα τρόφιµο που έχει εισαγάγει, παραγάγει,
µεταποιήσει, παρασκευάσει ή διανείµει, δεν συµµορφώνεται µε τις
απαιτήσεις για την ασφάλεια των τροφίµων, ξεκινά αµέσως διαδικα-
σίες για την απόσυρση του εν λόγω τροφίµου από την αγορά
εφόσον το τρόφιµο αποµακρύνθηκε από τον άµεσο έλεγχο αυτού
του αρχικού υπευθύνου επιχείρησης τροφίµων και ενηµερώνει σχε-
τικά τις αρµόδιες αρχές. Όταν το προϊόν ενδέχεται να έχει φθάσει
στους καταναλωτές, ο υπεύθυνος ενηµερώνει τους καταναλωτές µε
αποτελεσµατικότητα και ακρίβεια για τους λόγους της απόσυρσής
του και, εάν αυτό είναι αναγκαίο, ανακαλεί από τους καταναλωτές
προϊόντα που τους έχει ήδη προµηθεύσει, όταν τα υπόλοιπα µέτρα
δεν επαρκούν για την επίτευξη υψηλού επιπέδου προστασίας της
υγείας.
EL Επίσηµη Εφηµερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων 1.2.2002L 31/12
2. Ο υπεύθυνος µιας επιχείρησης τροφίµων, ο οποίος έχει την
ευθύνη για δραστηριότητες λιανικού εµπορίου ή διανοµής, µε τις
οποίες δεν επηρεάζεται η συσκευασία, η επισήµανση, η ασφάλεια ή
η ακεραιότητα των τροφίµων, ξεκινά, εντός των ορίων των δραστη-
ριοτήτων του, διαδικασίες για την απόσυρση από την αγορά
προϊόντων που δεν συµµορφώνονται µε τις απαιτήσεις της ασφά-
λειας των τροφίµων και προσπαθεί να συµβάλει στην ασφάλεια των
τροφίµων µεταδίδοντας τις σχετικές πληροφορίες που είναι ανα-
γκαίες για την ανίχνευση ενός τροφίµου και συνεργαζόµενος µε
τους παραγωγούς, µεταποιητές, παρασκευαστές ή/και τις αρµόδιες
αρχές όσον αφορά τα µέτρα που αυτοί λαµβάνουν.
3. Ο υπεύθυνος µιας επιχείρησης τροφίµων ενηµερώνει αµέσως
τις αρµόδιες αρχές εάν κρίνει ή έχει λόγους να πιστεύει ότι ένα
τρόφιµο το οποίο διέθεσε στην αγορά ενδέχεται να είναι επιβλαβές
για την υγεία του ανθρώπου. Ενηµερώνει τις αρµόδιες αρχές για τα
µέτρα που λαµβάνει προκειµένου να αποτρέψει τους κινδύνους για
τον τελικό καταναλωτή, και δεν εµποδίζει ούτε αποθαρρύνει
οποιοδήποτε πρόσωπο να συνεργαστεί σύµφωνα µε την εθνική
νοµοθεσία και τη νοµική πρακτική µε τις αρµόδιες αρχές, όταν
τούτο µπορεί να έχει ως αποτέλεσµα την αποφυγή, τη µείωση ή την
εξάλειψη κινδύνου προερχόµενου από τρόφιµο.
4. Οι υπεύθυνοι των επιχειρήσεων τροφίµων συνεργάζονται µε
τις αρµόδιες αρχές σχετικά µε τα µέτρα που λαµβάνονται για την
αποφυγή ή τη µείωση των κινδύνων που προκαλεί ένα τρόφιµο, το
οποίο αυτοί προµηθεύουν ή έχουν προµηθεύσει.
Άρθρο 20
Ευθύνη για τις ζωοτροφές: υπεύθυνοι επιχειρήσεων
ζωοτροφών
1. Εάν ένας υπεύθυνος επιχείρησης ζωοτροφών κρίνει ή έχει
λόγους να πιστεύει ότι µια ζωοτροφή που έχει εισαγάγει, παραγά-
γει, µεταποιήσει, παρασκευάσει ή διανείµει, δεν πληροί τις απαιτή-
σεις ασφάλειας των ζωοτροφών, ξεκινά αµέσως διαδικασίες για την
απόσυρση της εν λόγω ζωοτροφής από την αγορά και ενηµερώνει
σχετικά τις αρµόδιες αρχές. Στις περιπτώσεις αυτές ή, στην
περίπτωση του άρθρου 15 παράγραφος 3, όταν η στοίβα, η παρ-
τίδα ή το αποστελλόµενο φορτίο δεν πληροί τις προϋποθέσεις
ασφάλειας των ζωοτροφών, η ζωοτροφή αυτή καταστρέφεται, εκτός
εάν οι απαιτήσεις της αρµόδιας αρχής µπορούν να ικανοποιηθούν
µε άλλον τρόπο. Ενηµερώνει τους καταναλωτές µε αποτελεσµατι-
κότητα και ακρίβεια για τους λόγους της απόσυρσής της και, εάν
αυτό είναι αναγκαίο, ανακαλεί από αυτούς τα προϊόντα που τους
έχει ήδη προµηθεύσει, όταν τα υπόλοιπα µέτρα δεν επαρκούν για
την επίτευξη υψηλού επιπέδου προστασίας της υγείας.
2. Ο υπεύθυνος µιας επιχείρησης ζωοτροφών, ο οποίος έχει την
ευθύνη για δραστηριότητες λιανικού εµπορίου ή διανοµής, µε τις
οποίες δεν επηρεάζεται η συσκευασία, η επισήµανση, η ασφάλεια ή
η ακεραιότητα των ζωοτροφών, ξεκινά, εντός των ορίων των
δραστηριοτήτων του, διαδικασίες για την απόσυρση από την αγορά
προϊόντων που δεν συµµορφώνονται µε τις απαιτήσεις της ασφά-
λειας των ζωοτροφών και προσπαθεί να συµβάλει στην ασφάλεια
των τροφίµων µεταδίδοντας τις σχετικές πληροφορίες που είναι
αναγκαίες για την ανίχνευση µιας ζωοτροφής και συνεργαζόµενος
µε τους παραγωγούς, µεταποιητές, παρασκευαστές ή/και τις αρµό-
διες αρχές όσον αφορά τα µέτρα που αυτοί λαµβάνουν.
3. Ο υπεύθυνος µιας επιχείρησης ζωοτροφών ενηµερώνει
αµέσως τις αρµόδιες αρχές εάν κρίνει ή έχει λόγους να πιστεύει ότι
µια ζωοτροφή την οποία διέθεσε στην αγορά ενδέχεται να µην
ικανοποιεί τις απαιτήσεις ασφάλειας των ζωοτροφών. Ενηµερώνει
τις αρµόδιες αρχές για τα µέτρα που λαµβάνει προκειµένου να
αποτρέψει τον κίνδυνο που προκαλεί η χρήση αυτής της ζωο-
τροφής και δεν εµποδίζει ούτε αποθαρρύνει οποιοδήποτε πρόσωπο
να συνεργαστεί σύµφωνα µε την εθνική νοµοθεσία και τη νοµική
πρακτική µε τις αρµόδιες αρχές, όταν τούτο µπορεί να έχει ως
αποτέλεσµα την αποφυγή, τη µείωση ή την εξάλειψη κινδύνου
προερχόµενου από ζωοτροφή.
4. Οι υπεύθυνοι των επιχειρήσεων ζωοτροφών συνεργάζονται µε
τις αρµόδιες αρχές σχετικά µε τα µέτρα που λαµβάνονται για την
αποφυγή των κινδύνων που προκαλεί ζωοτροφή την οποία αυτοί
προµηθεύουν ή έχουν προµηθεύσει.
Άρθρο 21
Ευθύνη
Οι διατάξεις του παρόντος Κεφαλαίου εφαρµόζονται µε την επιφύ-
λαξη της οδηγίας 85/374/ΕΟΚ του Συµβουλίου, της 25ης Ιουλίου
1985, για την προσέγγιση των νοµοθετικών, κανονιστικών και
διοικητικών διατάξεων των κρατών µελών σε θέµατα ευθύνης λόγω
ελαττωµατικών προϊόντων (1).
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙΙ
ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΑΡΧΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΣΦΑΛΕΙΑ ΤΩΝ ΤΡΟΦΙΜΩΝ
ΤΜΗΜΑ 1
ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΚΑΙ ΚΑΘΗΚΟΝΤΑ
Άρθρο 22
Αποστολή της Αρχής
1. Με τον παρόντα κανονισµό ιδρύεται Ευρωπαϊκή Αρχή για την
Ασφάλεια των Τροφίµων, εφεξής καλούµενη η «Αρχή».
2. Η Αρχή παρέχει επιστηµονικές συµβουλές και επιστηµονική
και τεχνική υποστήριξη για τη νοµοθεσία και τις πολιτικές της
Κοινότητας σε όλους τους τοµείς που έχουν άµεσο ή έµµεσο
αντίκτυπο στην ασφάλεια των τροφίµων και των ζωοτροφών. Παρέ-
χει ανεξάρτητη ενηµέρωση σχετικά µε όλα τα ζητήµατα στο πλαίσιο
των τοµέων αυτών και προβαίνει σε ανακοινώσεις σχετικά µε τους
κινδύνους.
3. Η Αρχή συµβάλλει σε υψηλό επίπεδο προστασίας της ζωής
και της υγείας του ανθρώπου και, έχοντας αυτό ως βάση, λαµβάνει
υπόψη την υγεία και την ορθή µεταχείριση των ζώων, την υγεία
των φυτών και το περιβάλλον στο πλαίσιο της λειτουργίας της
εσωτερικής αγοράς.
(1) ΕΕ L 210 της 7.8.1985, σ. 29· οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία
από την οδηγία 1999/34/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του
Συµβουλίου (ΕΕ L 141 της 4.6.1999, σ. 20).
EL Επίσηµη Εφηµερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων1.2.2002 L 31/13
4. Η Αρχή συλλέγει και αναλύει δεδοµένα ώστε να καθίσταται
δυνατός ο χαρακτηρισµός και η παρακολούθηση των κινδύνων που
έχουν άµεσο ή έµµεσο αντίκτυπο στην ασφάλεια των τροφίµων και
των ζωοτροφών.
5. Στην αποστολή της Αρχής περιλαµβάνεται επίσης η παροχή:
α) επιστηµονικών συµβουλών και επιστηµονικής και τεχνικής
υποστήριξης σχετικά µε την ανθρώπινη διατροφή σε συνάρτηση
µε την κοινοτική νοµοθεσία και, κατόπιν αιτήµατος της Επι-
τροπής, επικοινωνία σε θέµατα διατροφής στο πλαίσιο του προ-
γράµµατος της Κοινότητας για την υγεία,
β) επιστηµονικών γνωµών σχετικά µε άλλα ζητήµατα τα οποία
αφορούν την υγεία και την ορθή µεταχείριση των ζώων και την
υγεία των φυτών,
γ) επιστηµονικών γνωµών σχετικά µε προϊόντα εκτός των τροφίµων
και των ζωοτροφών τα οποία συνδέονται µε τους γενετικά
τροποποιηµένους οργανισµούς, όπως ορίζονται στην οδηγία
2001/18/ΕΚ και µε την επιφύλαξη των διαδικασιών που αυτή
προβλέπει.
6. Η Αρχή παρέχει επιστηµονικές γνώµες που θα αποτελούν την
επιστηµονική βάση για τη σύνταξη και την έγκριση κοινοτικών
µέτρων στους τοµείς που εµπίπτουν στο πεδίο της αποστολής της.
7. Η Αρχή εκτελεί τα καθήκοντά της σε συνθήκες που την
καθιστούν ικανή να αποτελέσει σηµείο αναφοράς δυνάµει της ανε-
ξαρτησίας της, της επιστηµονικής και τεχνικής ποιότητας των
γνωµών που εκφέρει και των πληροφοριών που διαδίδει, της διαφά-
νειας των διαδικασιών και µεθόδων λειτουργίας της και της επιµέ-
λειας κατά την εκτέλεση των καθηκόντων που της έχουν ανατεθεί.
Ενεργεί σε στενή συνεργασία µε τους αρµόδιους φορείς στα κράτη
µέλη, οι οποίοι εκτελούν καθήκοντα παρεµφερή µε αυτά της
Αρχής.
8. Η Αρχή, η Επιτροπή και τα κράτη µέλη συνεργάζονται προ-
κειµένου να προωθήσουν την ουσιαστική συνοχή µεταξύ των λει-
τουργιών αξιολόγησης, διαχείρισης και κοινοποίησης του κινδύνου.
9. Τα κράτη µέλη συνεργάζονται µε την Αρχή προκειµένου να
εξασφαλίζουν την επιτέλεση της αποστολής της.
Άρθρο 23
Καθήκοντα της Αρχής
Τα καθήκοντα της Αρχής είναι τα ακόλουθα:
α) παρέχει στα κοινοτικά όργανα και στα κράτη µέλη τις καλύτε-
ρες δυνατές επιστηµονικές γνώµες σε όλες τις περιπτώσεις που
αυτό προβλέπεται από την κοινοτική νοµοθεσία και σε
οποιοδήποτε ζήτηµα στο πλαίσιο της αποστολής της,
β) προωθεί και συντονίζει την ανάπτυξη ενιαίων µεθοδολογιών για
την αξιολόγηση του κινδύνου στους τοµείς που εµπίπτουν
στην αποστολή της,
γ) παρέχει επιστηµονική και τεχνική υποστήριξη στην Επιτροπή
στους τοµείς που εµπίπτουν στην αποστολή της και, όποτε της
ζητείται, στην ερµηνεία και την εξέταση γνωµοδοτήσεων
εκτίµησης κινδύνου,
δ) αναθέτει τη διεξαγωγή των επιστηµονικών µελετών που είναι
απαραίτητες για την επίτευξη της αποστολής της,
ε) διερευνά, συλλέγει, αντιπαραβάλλει, αναλύει και συνοψίζει τα
επιστηµονικά και τεχνικά δεδοµένα που συνδέονται µε τους
τοµείς της αποστολής της,
στ) αναλαµβάνει δράση για να προσδιορίσει και να χαρακτηρίσει
αναδυόµενους κινδύνους, στους τοµείς της αποστολής της,
ζ) καθιερώνει σύστηµα δικτύων οργανισµών που δρουν στους
τοµείς της αποστολής της και είναι υπεύθυνη για τη λειτουργία
τους,
η) παρέχει επιστηµονική και τεχνική βοήθεια στην Επιτροπή όταν
αυτή το ζητά, κατά τις διαδικασίες διαχείρισης του κινδύνου
που διεξάγει η Επιτροπή όσον αφορά την ασφάλεια των τρο-
φίµων και των ζωοτροφών,
θ) παρέχει επιστηµονική και τεχνική βοήθεια, όταν το ζητεί η
Επιτροπή, προκειµένου να βελτιωθεί η συνεργασία µεταξύ της
Κοινότητας, των χωρών που έχουν υποβάλει αίτηση ένταξης,
των διεθνών οργανισµών και τρίτων χωρών, στους τοµείς της
αποστολής της,
ι) εξασφαλίζει ότι το κοινό και τα ενδιαφερόµενα µέρη λαµβά-
νουν ταχεία, αξιόπιστη, αντικειµενική και κατανοητή πληρο-
φόρηση στους τοµείς της αποστολής της,
ια) διατυπώνει ανεξάρτητα τα συµπεράσµατα και τους προσανατο-
λισµούς της σε θέµατα που εµπίπτουν στο πεδίο της απο-
στολής της,
ιβ) εκτελεί οποιοδήποτε άλλο καθήκον της αναθέτει η Επιτροπή
στο πλαίσιο της αποστολής της.
ΤΜΗΜΑ 2
ΟΡΓΑΝΩΣΗ
Άρθρο 24
Όργανα της Αρχής
Η Αρχή αποτελείται από:
α) διοικητικό συµβούλιο,
β) διευθύνοντα σύµβουλο και το προσωπικό του,
γ) συµβουλευτικό σώµα,
δ) επιστηµονική επιτροπή και επιστηµονικές οµάδες.
Άρθρο 25
∆ιοικητικό Συµβούλιο
1. Το διοικητικό συµβούλιο αποτελείται από δεκατέσσερα µέλη
που διορίζει το Συµβούλιο ύστερα από διαβούλευση µε το Ευρω-
παϊκό Κοινοβούλιο, βάσει καταλόγου τον οποίον καταρτίζει η
Επιτροπή και ο οποίος περιλαµβάνει αριθµό υποψηφίων κατά πολύ
µεγαλύτερο από τον αριθµό των προς διορισµό µελών, καθώς και
από έναν αντιπρόσωπο της Επιτροπής. Τέσσερα µέλη πρέπει να
έχουν σχέση µε οργανώσεις που εκπροσωπούν τους καταναλωτές
και άλλα συµφέροντα στην τροφική αλυσίδα.
EL Επίσηµη Εφηµερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων 1.2.2002L 31/14
Ο κατάλογος που καταρτίζει η Επιτροπή, συνοδευόµενος από τα
σχετικά έγγραφα, διαβιβάζεται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Το
ταχύτερο δυνατόν και εντός τριών µηνών από την κοινοποίηση
αυτή, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο µπορεί να γνωστοποιεί τις από-
ψεις του για να εξετασθούν από το Συµβούλιο, το οποίο εν
συνεχεία διορίζει το διοικητικό συµβούλιο.
Τα µέλη του διοικητικού συµβουλίου διορίζονται κατά τρόπον
ώστε να εξασφαλίζονται τα αυστηρότερα κριτήρια επάρκειας, ένα
ευρύ φάσµα γνώσεων επί του θέµατος και, ως λογική ακολουθία, η
ευρύτερη δυνατή γεωγραφική κατανοµή εντός της Ένωσης.
2. Η θητεία των µελών είναι τετραετής και µπορεί να ανανεώνε-
ται άπαξ. Εντούτοις, για την πρώτη εντολή, το διάστηµα αυτό θα
ανέρχεται σε έξι έτη για τα µισά µέλη.
3. Το διοικητικό συµβούλιο εγκρίνει τον εσωτερικό κανονισµό
της Αρχής, βάσει πρότασης από τον διευθύνοντα σύµβουλο. Ο εν
λόγω κανονισµός δηµοσιοποιείται.
4. Το διοικητικό συµβούλιο εκλέγει πρόεδρό του ένα από τα
µέλη του για ανανεώσιµη περίοδο δύο ετών.
5. Το διοικητικό συµβούλιο θεσπίζει τον εσωτερικό κανονισµό
του.
Το διοικητικό συµβούλιο αποφασίζει µε πλειοψηφία των µελών
του, εκτός εάν προβλέπεται διαφορετικά.
6. Το διοικητικό συµβούλιο συνεδριάζει ύστερα από πρόσκληση
του προέδρου του ή ύστερα από αίτηµα τουλάχιστον του ενός
τρίτου των µελών του.
7. Το διοικητικό συµβούλιο εξασφαλίζει ότι η Αρχή εκπληρώνει
την αποστολή της και εκτελεί τα καθήκοντα που της έχουν ανα-
τεθεί κάτω από τις συνθήκες που καθορίζονται στον παρόντα
κανονισµό.
8. Πριν από τις 31 Ιανουαρίου κάθε έτους, το διοικητικό συµ-
βούλιο εγκρίνει το πρόγραµµα εργασίας της Αρχής για το προσε-
χές έτος. Επίσης εγκρίνει ένα αναθεωρήσιµο πολυετές πρόγραµµα.
Το διοικητικό συµβούλιο εξασφαλίζει ότι αυτά τα προγράµµατα
είναι σύµφωνα µε τις νοµοθετικές προτεραιότητες και µε τις προτε-
ραιότητες πολιτικής της Κοινότητας στον τοµέα της ασφάλειας των
τροφίµων.
Πριν από τις 30 Μαρτίου κάθε έτους, το διοικητικό συµβούλιο
εγκρίνει τη γενική έκθεση για τις δραστηριότητες της Αρχής κατά
το προηγούµενο έτος.
9. Το διοικητικό συµβούλιο, αφού δεχθεί την έγκριση της Επι-
τροπής και τη γνώµη του Ελεγκτικού Συνεδρίου, εγκρίνει το δηµο-
σιονοµικό κανονισµό της Αρχής, µε τον οποίο καθορίζεται ειδικό-
τερα η διαδικασία κατάρτισης και εκτέλεσης του προϋπολογισµού
της Αρχής, σύµφωνα µε το άρθρο 142 του δηµοσιονοµικού κανο-
νισµού της 21ης ∆εκεµβρίου 1977 που ισχύει για το γενικό
προϋπολογισµό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (1) και σύµφωνα µε
τις νοµοθετικές απαιτήσεις για τις έρευνες που διενεργεί η Ευρω-
παϊκή Υπηρεσία Καταπολέµησης της Απάτης.
10. Ο διευθύνων σύµβουλος συµµετέχει στις συνεδριάσεις του
διοικητικού συµβουλίου, χωρίς δικαίωµα ψήφου και παρέχει γραµ-
µατειακή υποστήριξη. Το διοικητικό συµβούλιο καλεί τον πρόεδρο
της επιστηµονικής επιτροπής να παρίσταται στις συνεδριάσεις του
χωρίς δικαίωµα ψήφου.
Άρθρο 26
∆ιευθύνων σύµβουλος
1. Ο διευθύνων σύµβουλος διορίζεται από το διοικητικό συµ-
βούλιο, βάσει καταλόγου υποψηφίων τον οποίο προτείνει η Επι-
τροπή κατόπιν γενικού διαγωνισµού και µετά από δηµοσίευση
πρόσκλησης για εκδήλωση ενδιαφέροντος στην Επίσηµη Εφηµερίδα
των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και αλλού, για περίοδο 5 ετών, η
οποία είναι ανανεώσιµη. Πριν από το διορισµό, ο υποψήφιος που
ορίζεται από το διοικητικό συµβούλιο καλείται χωρίς καθυστέρηση
να προβεί σε δήλωση ενώπιον του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και
να απαντήσει σε ερωτήσεις βουλευτών του. Πλειοψηφία του διοικη-
τικού συµβουλίου µπορεί να τον απαλλάξει από τα καθήκοντά του.
2. Ο διευθύνων σύµβουλος είναι ο νόµιµος εκπρόσωπος της
Αρχής. Είναι υπεύθυνος για τα εξής:
α) την καθηµερινή διοίκηση της Αρχής,
β) τη σύνταξη πρότασης προγραµµάτων εργασίας της Αρχής σε
συνεννόηση µε την Επιτροπή,
γ) την εκτέλεση των προγραµµάτων εργασίας και των αποφάσεων
που εγκρίνονται από το διοικητικό συµβούλιο,
δ) την εξασφάλιση ότι παρέχεται η κατάλληλη επιστηµονική, τε-
χνική και διοικητική υποστήριξη στην επιστηµονική επιτροπή
και τις επιστηµονικές οµάδες,
ε) την εξασφάλιση ότι η Αρχή εκτελεί τα καθήκοντά της σύµφωνα
µε τις απαιτήσεις των χρηστών της, και ειδικότερα όσον αφορά
την επάρκεια και την καταλληλότητα των παρεχόµενων υπηρε-
σιών και του χρόνου παροχής τους,
στ) την κατάρτιση της κατάστασης εσόδων και εξόδων και την
εκτέλεση του προϋπολογισµού της Αρχής,
ζ) όλα τα θέµατα προσωπικού,
η) δηµιουργία και διατήρηση επαφής µε το Ευρωπαϊκό Κοινοβού-
λιο, και εξασφάλιση της διεξαγωγής τακτικού διαλόγου µε τις
αρµόδιες επιτροπές του.
3. Κάθε έτος, ο διευθύνων σύµβουλος υποβάλλει στο διοικητικό
συµβούλιο προς έγκριση:
α) σχέδιο γενικής έκθεσης µε το οποίο καλύπτονται όλες οι
δραστηριότητες της Αρχής κατά το προηγούµενο έτος,
β) σχέδιο προγραµµάτων εργασίας,
γ) σχέδιο ετήσιων λογαριασµών για το προηγούµενο έτος,
δ) σχέδιο προϋπολογισµού για το προσεχές έτος.
Αφού εγκριθούν από το διοικητικό συµβούλιο, ο διευθύνων σύµ-
βουλος διαβιβάζει τη γενική έκθεση και τα προγράµµατα στο
Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στο Συµβούλιο, στην Επιτροπή και στα
κράτη µέλη και τα δηµοσιεύει.
4. Ο διευθύνων σύµβουλος εγκρίνει όλες τις δηµοσιονοµικές
δαπάνες της Αρχής και υποβάλλει εκθέσεις σχετικά µε τις δραστη-
ριότητες της Αρχής στο διοικητικό συµβούλιο.
(1) ΕΕ L 356 της 31.12.1977, σ. 1· κανονισµός όπως τροποποιήθηκε
τελευταία από τον κανονισµό (ΕΚ, ΕΚΑΧ, Ευρατόµ) αριθ. 762/2001 (ΕΕ
L 111 της 20.4.2001, σ. 1).
EL Επίσηµη Εφηµερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων1.2.2002 L 31/15
Άρθρο 27
Συµβουλευτικό Σώµα
1. Το συµβουλευτικό σώµα απαρτίζουν εκπρόσωποι από αρµό-
διους φορείς των κρατών µελών που έχουν αναλάβει καθήκοντα
παρεµφερή µε αυτά της Αρχής. Κάθε κράτος µέλος διορίζει έναν
εκπρόσωπο. Οι εκπρόσωποι µπορούν να αντικαθίστανται από
αναπληρωµατικούς εκπροσώπους, οι οποίοι διορίζονται ταυτό-
χρονα.
2. Τα µέλη του συµβουλευτικού σώµατος δεν µπορούν να είναι
µέλη του διοικητικού συµβουλίου.
3. Το συµβουλευτικό σώµα συµβουλεύει τον διευθύνοντα σύµ-
βουλο κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του βάσει του παρόντος
κανονισµού, ιδίως δε όσον αφορά την εκπόνηση πρότασης για το
πρόγραµµα εργασίας της Αρχής. Επίσης, ο διευθύνων σύµβουλος
µπορεί να αναθέτει στο συµβουλευτικό σώµα την παροχή συµ-
βουλών σχετικά µε την ιεράρχηση των αιτηµάτων για επιστηµονικές
γνώµες.
4. Το συµβουλευτικό σώµα συνιστά µηχανισµό για την ανταλ-
λαγή πληροφοριών σχετικά µε δυνητικούς κινδύνους και για τη
συγκέντρωση γνώσεων, εξασφαλίζει δε τη στενή συνεργασία µεταξύ
της Αρχής και των αρµόδιων φορέων στα κράτη µέλη, ιδίως όσον
αφορά τα ακόλουθα στοιχεία:
α) αποφυγή αλληλοεπικαλύψεων όσον αφορά τις επιστηµονικές
µελέτες της Αρχής και των κρατών µελών, σύµφωνα µε το
άρθρο 32,
β) στις περιπτώσεις που ορίζονται στο άρθρο 30 παράγραφος 4,
όπου η Αρχή και ένας εθνικός φορέας υποχρεούνται να συνερ-
γαστούν,
γ) στην προαγωγή της σύνδεσης µε δίκτυο σε ευρωπαϊκό επίπεδο
των οργανισµών των οποίων οι δραστηριότητες εµπίπτουν στους
τοµείς της αποστολής της Αρχής, µε το άρθρο 36 παράγραφος
1,
δ) στις περιπτώσεις που η Αρχή ή κράτος µέλος διαπιστώσουν
διαφαινόµενο κίνδυνο.
5. Ο διευθύνων σύµβουλος προεδρεύει του συµβουλευτικού
σώµατος. Το τελευταίο συνεδριάζει τακτικά, ύστερα από
πρόσκληση του προέδρου του ή ύστερα από αίτηµα τουλάχιστον
του ενός τρίτου των µελών του, τουλάχιστον τέσσερις φορές το
χρόνο. Οι διαδικασίες λειτουργίας του διευκρινίζονται στον εσωτε-
ρικό κανονισµό της Αρχής και δηµοσιεύονται.
6. Η Αρχή παρέχει την τεχνική υποστήριξη και τη διοικητική
µέριµνα που είναι αναγκαίες για το συµβουλευτικό σώµα και παρέ-
χει γραµµατειακή υποστήριξη κατά τις συνεδριάσεις του.
7. Στις εργασίες του συµβουλευτικού σώµατος είναι δυνατό να
συµµετέχουν εκπρόσωποι των υπηρεσιών της Επιτροπής. Ο
διευθύνων σύµβουλος δύναται επίσης να καλεί για συµµετοχή
εκπροσώπους του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και άλλων αρµόδιων
φορέων.
Όταν το συµβουλευτικό σώµα συζητά τα θέµατα για τα οποία
γίνεται λόγος στο άρθρο 22 παράγραφος 5 στοιχείο β, οι
εκπρόσωποι αρµόδιων φορέων των κρατών µελών που έχουν αναλά-
βει καθήκοντα παρεµφερή µε εκείνα για τα οποία γίνεται λόγος στο
άρθρο 22 παράγραφος 5 στοιχείο β, µπορούν να συµµετέχουν στις
εργασίες του συµβουλευτικού σώµατος, µε έναν εκπρόσωπο οριζό-
µενο από κάθε κράτος µέλος.
Άρθρο 28
Επιστηµονική επιτροπή και επιστηµονικές οµάδες
1. Η επιστηµονική επιτροπή και οι µόνιµες επιστηµονικές οµά-
δες είναι υπεύθυνες για την παροχή επιστηµονικών γνωµών στην
Αρχή, η κάθε µία στη σφαίρα των αρµοδιοτήτων της, έχουν δε τη
δυνατότητα να διοργανώνουν, όταν απαιτείται, δηµόσιες ακροάσεις.
2. Η επιστηµονική επιτροπή είναι υπεύθυνη για το γενικό συντο-
νισµό που απαιτείται προκειµένου να εξασφαλισθεί η συνεκτικότητα
της διαδικασίας γνωµοδότησης, ιδιαίτερα όσον αφορά την έγκριση
των διαδικασιών εργασίας και της εναρµόνισης των µεθόδων εργα-
σίας. Γνωµοδοτεί σε θέµατα πολλών τοµέων που εµπίπτουν στην
αρµοδιότητα πλειόνων επιστηµονικών οµάδων και σε θέµατα που
δεν εµπίπτουν στην αρµοδιότητα κάποιας επιστηµονικής οµάδας.
Εάν παραστεί ανάγκη, ιδίως δε στην περίπτωση θεµάτων που δεν
εµπίπτουν στην αρµοδιότητα καµίας επιστηµονικής οµάδας, συστή-
νει οµάδες εργασίας. Σε αυτή την περίπτωση, βασίζεται στην εµπει-
ρία αυτών των οµάδων εργασίας για να συγκροτήσει τις επιστηµο-
νικές γνώµες.
3. Η επιστηµονική επιτροπή απαρτίζεται από τους προέδρους
των επιστηµονικών οµάδων και από 6 ανεξάρτητους επιστηµονι-
κούς εµπειρογνώµονες που δεν ανήκουν σε κάποια από τις επιστη-
µονικές οµάδες.
4. Η επιστηµονικές οµάδες αποτελούνται από ανεξάρτητους
επιστηµονικούς εµπειρογνώµονες. Ύστερα από την ίδρυση της
Αρχής, συγκροτούνται οι ακόλουθες επιστηµονικές οµάδες:
α) η οµάδα µε θέµα τις πρόσθετες ύλες των τροφίµων, τα αρτύ-
µατα, τα βοηθητικά µέσα επεξεργασίας και τα υλικά που έρχο-
νται σε επαφή µε τα τρόφιµα,
β) η οµάδα µε θέµα τις πρόσθετες ύλες και τα προϊόντα ή ουσίες
που χρησιµοποιούνται στις ζωοτροφές,
γ) η οµάδα µε θέµα την υγεία των φυτών, τα προϊόντα φυτοπρο-
στασίας και τα κατάλοιπά τους,
δ) η οµάδα µε θέµα τους γενετικά τροποποιηµένους οργανισµούς,
ε) η οµάδα µε θέµα τα διαιτητικά προϊόντα, τη διατροφή και τις
αλλεργίες,
στ) η οµάδα µε θέµα τις βιολογικές πηγές κινδύνου,
ζ) η οµάδα µε θέµα τις µολυσµατικές προσµείξεις στην τροφική
αλυσίδα,
η) η οµάδα µε θέµα την υγεία και την ορθή µεταχείριση των
ζώων.
Ο αριθµός και τα ονόµατα των επιστηµονικών οµάδων µπορούν να
προσαρµόζονται από την Επιτροπή, υπό το πρίσµα των τεχνικών και
επιστηµονικών εξελίξεων, ύστερα από αίτηµα της Αρχής και
σύµφωνα µε τη διαδικασία του άρθρου 58 παράγραφος 2.
5. Τα µέλη της επιστηµονικής επιτροπής που δεν είναι µέλη
επιστηµονικής οµάδας και τα µέλη των επιστηµονικών οµάδων
διορίζονται από το διοικητικό συµβούλιο, το οποίο ενεργεί ύστερα
από πρόταση του διευθύνοντος συµβούλου, για τριετή ανανεώσιµη
θητεία, αφού δηµοσιευθεί πρόσκληση για εκδήλωση ενδιαφέροντος
στην Επίσηµη Εφηµερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, στα σχε-
τικά σηµαντικά επιστηµονικά περιοδικά και στην ιστοσελίδα της
Αρχής.
EL Επίσηµη Εφηµερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων 1.2.2002L 31/16
6. Η επιστηµονική επιτροπή και οι επιστηµονικές οµάδες επιλέ-
γουν από έναν πρόεδρο και δύο αντιπροέδρους µεταξύ των µελών
τους.
7. Η επιστηµονική επιτροπή και οι επιστηµονικές οµάδες απο-
φασίζουν µε πλειοψηφία των µελών τους. Οι απόψεις της µειοψη-
φίας καταγράφονται.
8. Οι εκπρόσωποι των υπηρεσιών της Επιτροπής έχουν το
δικαίωµα να παρίστανται στις συνεδριάσεις της επιστηµονικής επι-
τροπής, των επιστηµονικών οµάδων και των οµάδων εργασίας τους.
Εάν τους ζητηθεί, µπορούν να συµβάλουν διασαφηνίζοντας ή ενη-
µερώνοντας αλλά δεν προσπαθούν να επηρεάσουν τις συζητήσεις.
9. Οι διαδικασίες για τη λειτουργία και τη συνεργασία της
επιστηµονικής επιτροπής και των επιστηµονικών οµάδων καθορίζο-
νται στον εσωτερικό κανονισµό της Αρχής.
Αυτές οι διαδικασίες αφορούν ειδικότερα τα εξής:
α) το πόσες φορές µπορεί να διοριστεί διαδοχικά ένα µέλος της
επιστηµονικής επιτροπής ή των επιστηµονικών οµάδων,
β) τον αριθµό των µελών σε κάθε επιστηµονική οµάδα,
γ) τη διαδικασία για την επιστροφή των δαπανών των µελών της
επιστηµονικής επιτροπής και των επιστηµονικών οµάδων,
δ) τον τρόπο µε τον οποίο ανατίθενται τα καθήκοντα και τα
αιτήµατα για επιστηµονικές γνώµες στην επιστηµονική επι-
τροπή και τις επιστηµονικές οµάδες,
ε) τη δηµιουργία και την οργάνωση των οµάδων εργασίας της
επιστηµονικής επιτροπής και των επιστηµονικών οµάδων και τη
δυνατότητα να συµπεριληφθούν εξωτερικοί εµπειρογνώµονες
σε αυτές τις οµάδες εργασίας,
στ) τη δυνατότητα να καλούνται παρατηρητές σε συνεδριάσεις της
επιστηµονικής επιτροπής και των επιστηµονικών οµάδων,
ζ) τη δυνατότητα διοργάνωσης δηµόσιων ακροάσεων.
ΤΜΗΜΑ 3
ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ
Άρθρο 29
Επιστηµονικές γνώµες
1. Η Αρχή εκφέρει επιστηµονική γνώµη:
α) όταν το ζητήσει η Επιτροπή, σχετικά µε κάθε θέµα που άπτεται
της αποστολής της και σε όλες τις περιπτώσεις για τις οποίες η
κοινοτική νοµοθεσία προβλέπει τη γνωµοδότηση της Αρχής,
β) µε δική της πρωτοβουλία σε θέµατα που άπτονται της απο-
στολής της.
Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή ένα κράτος µέλος µπορούν να
ζητήσουν από την Αρχή να εκδώσει επιστηµονική γνώµη σχετικά µε
θέµατα που εµπίπτουν στην αποστολή της.
2. Τα αιτήµατα για τα οποία γίνεται λόγος στην παράγραφο 1
συνοδεύονται από συµπληρωµατικές πληροφορίες, στις οποίες εξη-
γείται το προς επίλυση επιστηµονικό ζήτηµα και το κοινοτικό
ενδιαφέρον.
3. Όταν η κοινοτική νοµοθεσία δεν διευκρινίζει ήδη προθεσµία
για την έκδοση της επιστηµονικής γνώµης, η Αρχή διατυπώνει
επιστηµονικές γνώµες µέσα στην προθεσµία που καθορίζεται στα
αιτήµατα γνωµοδότησης, εκτός από δεόντως αιτιολογηµένες
περιπτώσεις.
4. Όταν υποβάλλονται διαφορετικά αιτήµατα για τα ίδια θέµατα
ή όταν το αίτηµα δεν είναι σύµφωνο προς την παράγραφο 2 ή είναι
ασαφές, η Αρχή µπορεί είτε να αρνηθεί είτε να προτείνει τροπο-
ποιήσεις σε αίτηµα υποβολής γνώµης, σε διαβούλευση µε το
όργανο ή το (τα) κράτος(-η) µέλος(-η) που υπέβαλε(-αν) το αίτηµα.
Η αιτιολόγηση της άρνησης κοινοποιείται στο όργανο ή στο (στα)
κράτος(-η) µέλος(-η) που υπέβαλε(-αν) το αίτηµα.
5. Εάν η Αρχή έχει ήδη δώσει επιστηµονική γνώµη σχετικά µε το
συγκεκριµένο θέµα που αφορά το αίτηµα, δύναται να αρνηθεί το
αίτηµα εάν κρίνει ότι δεν υπάρχουν νέα επιστηµονικά στοιχεία που
να δικαιολογούν την επανεξέταση. Η αιτιολόγηση της άρνησης
κοινοποιείται στο όργανο ή στο(τα) κράτος(-η) µέλος(-η) που υπέ-
βαλε(-αν) το αίτηµα.
6. Οι κανόνες εφαρµογής του παρόντος άρθρου καθορίζονται
από την Επιτροπή, αφού αυτή ζητήσει τη γνώµη της Αρχής,
σύµφωνα µε τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 58 παρά-
γραφος 2. Με αυτούς τους κανόνες καθορίζονται ειδικότερα:
α) η εφαρµοστέα από την Αρχή διαδικασία όσον αφορά τα αιτή-
µατα προς αυτήν,
β) οι κατευθυντήριες γραµµές που διέπουν την επιστηµονική αξιο-
λόγηση των ουσιών, των προϊόντων ή των διαδικασιών που
υπόκεινται, βάσει της κοινοτικής νοµοθεσίας, σε σύστηµα προη-
γούµενης έγκρισης ή καταγραφής σε θετικό κατάλογο, ιδιαίτερα
όταν η κοινοτική νοµοθεσία προβλέπει ή επιτρέπει την υποβολή
φακέλου για αυτό το σκοπό από τον αιτούντα.
7. Ο εσωτερικός κανονισµός της Αρχής καθορίζει τις απαιτήσεις
όσον αφορά τη µορφή, το επεξηγηµατικό υπόβαθρο και τη δηµο-
σίευση µιας επιστηµονικής γνώµης.
Άρθρο 30
∆ιιστάµενες επιστηµονικές γνώµες
1. Η Αρχή επαγρυπνεί προκειµένου να εξασφαλίσει τον έγκαιρο
εντοπισµό µιας ενδεχόµενης πηγής διαφορών µεταξύ των επιστηµο-
νικών γνωµών της και των επιστηµονικών γνωµών που εκφέρουν
άλλοι φορείς που εκτελούν παρόµοια καθήκοντα.
2. Όταν η Αρχή εντοπίσει µια ενδεχόµενη πηγή διαφορών, επι-
κοινωνεί µε τον εν λόγω φορέα έτσι ώστε να εξασφαλίσει ότι είναι
κοινές όλες οι σχετικές επιστηµονικές πληροφορίες και να εντοπίσει
ενδεχοµένως διαµφισβητούµενα επιστηµονικά θέµατα.
EL Επίσηµη Εφηµερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων1.2.2002 L 31/17
3. Όταν εντοπιστεί ουσιαστική διάσταση απόψεων σχετικά µε
επιστηµονικά θέµατα και ο εν λόγω φορέας είναι κοινοτικός οργα-
νισµός ή µία από τις επιστηµονικές επιτροπές της Επιτροπής, η
Αρχή και ο οργανισµός αυτός υποχρεούνται να συνεργαστούν
προκειµένου είτε να διευθετήσουν την εν λόγω διάσταση απόψεων
είτε να υποβάλουν κοινό έγγραφο στην Επιτροπή, όπου θα διευκρι-
νίζονται τα διαµφισβητούµενα επιστηµονικά θέµατα και θα εντοπί-
ζονται οι σχετικές ασάφειες όσον αφορά τα δεδοµένα. Το έγγραφο
αυτό δηµοσιοποιείται.
4. Όταν εντοπιστεί ουσιαστική διάσταση απόψεων σχετικά µε
επιστηµονικά θέµατα και ο εν λόγω φορέας είναι φορέας κράτους
µέλους, η Αρχή και ο εθνικός αυτός φορέας υποχρεούνται να
συνεργαστούν προκειµένου είτε να διευθετήσουν την εν λόγω διά-
σταση απόψεων είτε να υποβάλουν κοινό έγγραφο, όπου θα διευ-
κρινίζονται τα διαµφισβητούµενα επιστηµονικά θέµατα και θα εντο-
πίζονται οι σχετικές ασάφειες όσον αφορά τα δεδοµένα. Το
έγγραφο αυτό δηµοσιοποιείται.
Άρθρο 31
Επιστηµονική και τεχνική βοήθεια
1. Η Επιτροπή µπορεί να ζητήσει από την Αρχή να παράσχει
επιστηµονική ή τεχνική βοήθεια σε οιονδήποτε τοµέα άπτεται της
αποστολής της. Τα καθήκοντα της παροχής επιστηµονικής και
τεχνικής βοήθειας συνίστανται στο επιστηµονικό ή τεχνικό έργο
που έγκειται στην εφαρµογή καθιερωµένων επιστηµονικών ή τεχ-
νικών αρχών που δεν απαιτεί επιστηµονική αξιολόγηση από την
επιστηµονική επιτροπή ή από µία επιστηµονική οµάδα. Αυτά τα
καθήκοντα ενδέχεται να περιλαµβάνουν ειδικότερα παροχή
βοήθειας προς την Επιτροπή για την καθιέρωση ή την αξιολόγηση
τεχνικών κριτηρίων, καθώς και παροχή βοήθειας προς την Επιτροπή
για τον καθορισµό τεχνικών κατευθυντήριων γραµµών.
2. Όταν η Επιτροπή υποβάλλει αίτηµα για επιστηµονική ή τεχ-
νική βοήθεια στην Αρχή, διευκρινίζει, µε τη σύµφωνη γνώµη της
Αρχής, την προθεσµία µέσα στην οποία πρέπει να εκπληρωθεί το
καθήκον.
Άρθρο 32
Επιστηµονικές µελέτες
1. Χρησιµοποιώντας τις καλύτερες διαθέσιµες ανεξάρτητες
επιστηµονικές πηγές, η Αρχή αναθέτει τις επιστηµονικές µελέτες
που είναι απαραίτητες για την επίτευξη της αποστολής της. Οι
µελέτες αυτές ανατίθενται κατά ανοικτό και διαφανή τρόπο. Η
Αρχή προσπαθεί να αποφύγει την αλληλεπικάλυψη µε ερευνητικά
προγράµµατα των κρατών µελών ή της Κοινότητας και υποστηρίζει
τη συνεργασία µέσω του κατάλληλου συντονισµού.
2. Η Αρχή ενηµερώνει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, την Επιτροπή
και τα κράτη µέλη σχετικά µε τα αποτελέσµατα των επιστηµονικών
µελετών.
Άρθρο 33
Συλλογή δεδοµένων
1. Η Αρχή διερευνά, συλλέγει, αντιπαραβάλλει, αναλύει και
συνοψίζει τα επιστηµονικά και τεχνικά δεδοµένα που είναι σχετικά
µε τους τοµείς της αποστολής της. Αυτό αφορά ειδικότερα τη
συλλογή δεδοµένων σχετικά µε τα εξής:
α) την κατανάλωση τροφίµων και την έκθεση των ατόµων στους
κινδύνους που συνδέονται µε την κατανάλωση των τροφίµων,
β) την εµφάνιση και τη συχνότητα εµφάνισης των βιολογικών κιν-
δύνων,
γ) τις µολυσµατικές προσµείξεις σε τρόφιµα και ζωοτροφές,
δ) τα κατάλοιπα.
2. Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, η Αρχή συνεργάζεται
στενά µε όλες τις οργανώσεις που ασχολούνται µε τη συλλογή
δεδοµένων, συµπεριλαµβανοµένων των οργανώσεων από τις υποψή-
φιες για ένταξη χώρες, από τρίτες χώρες ή από διεθνείς φορείς.
3. Τα κράτη µέλη λαµβάνουν τα αναγκαία µέτρα προκειµένου
να καταστεί δυνατή η διαβίβαση στην Αρχή των δεδοµένων που
συλλέγουν στους τοµείς που αναφέρονται στις παραγράφους
1 και 2.
4. Η Αρχή απευθύνει στα κράτη µέλη και στην Επιτροπή
κατάλληλες συστάσεις, µε τις οποίες ενδεχοµένως θα βελτιωθεί η
τεχνική συγκρισιµότητα των δεδοµένων που δέχεται και αναλύει,
έτσι ώστε να διευκολυνθεί η ενοποίηση σε κοινοτικό επίπεδο.
5. Μέσα σε ένα έτος από την ηµεροµηνία ενάρξεως ισχύος του
παρόντος κανονισµού, η Επιτροπή δηµοσιεύει κατάλογο των
συστηµάτων για τη συλλογή δεδοµένων που υπάρχουν σε κοινο-
τικό επίπεδο, σε τοµείς σχετικούς µε την αποστολή της Αρχής.
Η έκθεση, η οποία συνοδεύεται, όπου χρειάζεται, από προτάσεις,
αναφέρει ειδικότερα:
α) για κάθε σύστηµα, το ρόλο που πρέπει να αναλάβει η Αρχή και
τυχόν τροποποιήσεις ή βελτιώσεις που ενδεχοµένως απαιτούνται
προκειµένου να µπορέσει η Αρχή να φέρει εις πέρας την απο-
στολή της, σε συνεργασία µε τα κράτη µέλη,
β) τις ελλείψεις που πρέπει να καλυφθούν προκειµένου να µπορέ-
σει η Αρχή να συλλέξει και να συνοψίσει σε κοινοτικό επίπεδο
τα επιστηµονικά και τεχνικά δεδοµένα που είναι σχετικά µε τους
τοµείς της αποστολής της.
6. Η Αρχή κοινοποιεί τα αποτελέσµατα του έργου της στον
τοµέα της συλλογής δεδοµένων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, την
Επιτροπή και τα κράτη µέλη.
Άρθρο 34
Προσδιορισµός των αναδυόµενων κινδύνων
1. Η Αρχή καθορίζει διαδικασίες παρακολούθησης για τη
συστηµατική διερεύνηση, συλλογή, αντιπαραβολή και ανάλυση
όλων των πληροφοριών και των στοιχείων, µε σκοπό τον προσδιο-
ρισµό των αναδυόµενων κινδύνων στους τοµείς της αποστολής της.
2. Όταν η Αρχή διαθέτει πληροφορίες οι οποίες την οδηγούν σε
υποψία σοβαρού κινδύνου, ζητά επιπλέον πληροφορίες από τα
κράτη µέλη, άλλους κοινοτικούς οργανισµούς και την Επιτροπή. Τα
κράτη µέλη, οι σχετικοί κοινοτικοί οργανισµοί και η Επιτροπή
απαντούν επειγόντως και της γνωστοποιούν οιαδήποτε σχετική
πληροφορία έχουν στη διάθεσή τους.
EL Επίσηµη Εφηµερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων 1.2.2002L 31/18
3. Η Αρχή χρησιµοποιεί όλες τις πληροφορίες που λαµβάνει για
την εκτέλεση του καθήκοντός της που αφορά τον εντοπισµό ενός
αναδυόµενου κινδύνου.
4. Η Αρχή κοινοποιεί την αξιολόγηση και τις πληροφορίες που
συλλέγει σχετικά µε τους αναδυόµενους κινδύνους στο Ευρωπαϊκό
Κοινοβούλιο, την Επιτροπή και τα κράτη µέλη.
Άρθρο 35
Σύστηµα έγκαιρης προειδοποίησης
Προκειµένου να εκπληρώνει κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο τα
καθήκοντα επιτήρησης για υγειονοµικούς και διατροφικούς κινδύ-
νους των τροφίµων που τής έχουν ανατεθεί, η Αρχή καθίσταται
αποδέκτης των µηνυµάτων που κυκλοφορούν στο σύστηµα
έγκαιρης προειδοποίησης. Αναλύει το περιεχόµενο των µηνυµάτων
µε σκοπό να παρέχει στην Επιτροπή και στα κράτη µέλη οιαδήποτε
πληροφορία είναι αναγκαία για την ανάλυση του κινδύνου.
Άρθρο 36
Σύνδεση σε δίκτυο των οργανισµών που ασκούν δραστηριότη-
τες σε τοµείς συναφείς µε εκείνους της αποστολής της Αρχής
1. Η Αρχή προωθεί τη σύνδεση σε δίκτυο σε ευρωπαϊκό επίπεδο
των οργανισµών που ασκούν δραστηριότητες σε τοµείς συναφείς µε
εκείνους της αποστολής της Αρχής. Σκοπός αυτής της σύνδεσης σε
δίκτυο είναι, ειδικότερα, η διευκόλυνση ενός δικτύου επιστηµο-
νικής συνεργασίας µέσω του συντονισµού των δραστηριοτήτων, της
ανταλλαγής πληροφοριών, του σχεδιασµού και της εκτέλεσης
κοινών σχεδίων, της ανταλλαγής εµπειρογνωµοσύνης και ορθών
πρακτικών στους τοµείς που εµπίπτουν στην αποστολή της Αρχής.
2. Το διοικητικό συµβούλιο, ενεργώντας ύστερα από πρόταση
του διευθύνοντος συµβούλου, καταρτίζει κατάλογο, ο οποίος
δηµοσιοποιείται, αρµόδιων οργανισµών τους οποίους έχουν ορίσει
τα κράτη µέλη και οι οποίοι είναι σε θέση να επικουρήσουν την
Αρχή, είτε µεµονωµένα είτε σε δίκτυα, στην εκτέλεση της απο-
στολής της. Η Αρχή µπορεί να αναθέσει ορισµένα καθήκοντα σε
αυτούς τους οργανισµούς, και ειδικότερα την προπαρασκευαστική
εργασία για τις επιστηµονικές γνώµες, επιστηµονική και τεχνική
βοήθεια, τη συλλογή δεδοµένων και τον προσδιορισµό αναδυό-
µενων κινδύνων. Ορισµένα από αυτά τα καθήκοντα ενδέχεται να
είναι επιλέξιµα για οικονοµική υποστήριξη.
3. Οι διατάξεις εφαρµογής των παραγράφων 1 και 2 θεσπίζο-
νται από την Επιτροπή, αφού αυτή ζητήσει τη γνώµη της Αρχής,
σύµφωνα µε τη διαδικασία του άρθρου 58 παράγραφος 2. Αυτοί οι
κανόνες διευκρινίζουν ειδικότερα τα κριτήρια για την καταγραφή
ενός ινστιτούτου στον κατάλογο των αρµόδιων οργανισµών που
έχουν ορίσει τα κράτη µέλη, τις ρυθµίσεις για τον καθορισµό
εναρµονισµένων απαιτήσεων ποιότητας και τους δηµοσιονοµικούς
κανόνες που διέπουν τη χορήγηση οποιασδήποτε οικονοµικής
υποστήριξης.
4. Μέσα σε ένα έτος από την ηµεροµηνία ενάρξεως ισχύος του
παρόντος κανονισµού, η Επιτροπή δηµοσιεύει κατάλογο των κοινο-
τικών συστηµάτων που λειτουργούν στους τοµείς που είναι συνα-
φείς µε την αποστολή της Αρχής και τα οποία επιτρέπουν την
εκτέλεση ορισµένων καθηκόντων από τα κράτη µέλη στον τοµέα
της επιστηµονικής αξιολόγησης, και ειδικότερα την εξέταση των
φακέλων προς έγκριση. Στην έκθεση, η οποία, όπου χρειάζεται,
συνοδεύεται από προτάσεις, αναφέρονται ειδικότερα για κάθε
σύστηµα, τυχόν τροποποιήσεις ή βελτιώσεις που ενδεχοµένως απαι-
τούνται προκειµένου να µπορέσει η Αρχή να φέρει εις πέρας την
αποστολή της, σε συνεργασία µε τα κράτη µέλη.
ΤΜΗΜΑ 4
ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑ, ∆ΙΑΦΑΝΕΙΑ, ΕΜΠΙΣΤΕΥΤΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ
ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ
Άρθρο 37
Ανεξαρτησία
1. Τα µέλη του διοικητικού συµβουλίου, τα µέλη του συµβου-
λευτικού σώµατος και ο διευθύνων σύµβουλος αναλαµβάνουν τη
δέσµευση να λειτουργούν ανεξάρτητα µε γνώµονα το δηµόσιο
συµφέρον.
Για το σκοπό αυτό, προβαίνουν σε δήλωση δέσµευσης και δήλωση
συµφερόντων, όπου αναφέρεται είτε η απουσία οποιωνδήποτε συµ-
φερόντων που µπορούν να θεωρηθούν ως επιζήµια για την ανε-
ξαρτησία τους, είτε τυχόν άµεσα ή έµµεσα συµφέροντα που µπο-
ρούν να θεωρηθούν επιζήµια για την ανεξαρτησία τους. Αυτές οι
δηλώσεις γίνονται κατ’ έτος εγγράφως.
2. Τα µέλη της επιστηµονικής επιτροπής και των επιστηµονικών
οµάδων δεσµεύονται να δρουν ανεξάρτητα από οποιαδήποτε εξωτε-
ρική επιρροή.
Για το σκοπό αυτό, προβαίνουν σε δήλωση δέσµευσης και δήλωση
συµφερόντων, όπου αναφέρεται είτε η απουσία οποιωνδήποτε συµ-
φερόντων που µπορούν να θεωρηθούν ως επιζήµια για την ανε-
ξαρτησία τους, είτε τυχόν άµεσα ή έµµεσα συµφέροντα που µπο-
ρούν να θεωρηθούν ως επιζήµια για την ανεξαρτησία τους. Αυτές
οι δηλώσεις γίνονται κατ’ έτος εγγράφως.
3. Τα µέλη του διοικητικού συµβουλίου, ο διευθύνων σύµβου-
λος, τα µέλη του συµβουλευτικού σώµατος, τα µέλη της επιστηµο-
νικής επιτροπής και των επιστηµονικών οµάδων, καθώς και εξωτερι-
κοί εµπειρογνώµονες που συµµετέχουν στις οµάδες εργασίας τους,
δηλώνουν σε κάθε συνεδρίαση οποιαδήποτε συµφέροντα θα µπο-
ρούσαν να θεωρηθούν ως επιζήµια για την ανεξαρτησία τους σε
σχέση µε τα θέµατα της ηµερήσιας διάταξης.
Άρθρο 38
∆ιαφάνεια
1. Η Αρχή εξασφαλίζει ότι διεξάγει τις δραστηριότητές της µε
υψηλό βαθµό διαφάνειας. ∆ηµοσιοποιεί χωρίς καθυστέρηση, ιδίως:
α) τις ηµερήσιες διατάξεις και τα πρακτικά της επιστηµονικής
επιτροπής και των επιστηµονικών οµάδων,
β) τις γνώµες της επιστηµονικής επιτροπής και των επιστηµονικών
οµάδων το συντοµότερο δυνατόν ύστερα από την έγκρισή
τους, συµπεριλαµβανοµένων των απόψεων της µειοψηφίας,
γ) µε την επιφύλαξη των άρθρων 39 και 41, τις πληροφορίες στις
οποίες βασίζονται οι γνώµες της,
δ) τις ετήσιες δηλώσεις συµφερόντων στις οποίες προβαίνουν τα
µέλη του διοικητικού συµβουλίου, ο διευθύνων σύµβουλος, τα
µέλη του συµβουλευτικού σώµατος και τα µέλη της επιστηµο-
νικής επιτροπής και των επιστηµονικών οµάδων, καθώς και τις
δηλώσεις συµφερόντων που διατυπώνονται σχετικά µε τα
θέµατα ηµερήσιας διάταξης των συνεδριάσεων,
EL Επίσηµη Εφηµερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων1.2.2002 L 31/19
ε) τα αποτελέσµατα των επιστηµονικών µελετών της,
στ) την ετήσια έκθεση των δραστηριοτήτων της,
ζ) αιτήµατα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, της Επιτροπής ή κρά-
τους µέλους για επιστηµονικές γνώµες τα οποία έχουν απορρι-
φθεί ή τροποποιηθεί, καθώς και την αιτιολόγηση της απόρ-
ριψης ή της τροποποίησης.
2. Το διοικητικό συµβούλιο διεξάγει τις συνεδριάσεις του δηµο-
σίως, εκτός εάν ενεργώντας ύστερα από πρόταση του διευθύνοντος
συµβούλου, λάβει διαφορετική απόφαση για ειδικά διοικητικά
θέµατα της ηµερήσιας διάταξής του και µπορεί να επιτρέψει σε
εκπροσώπους των καταναλωτών ή σε άλλα ενδιαφερόµενα µέρη να
παρακολουθήσουν τη διεξαγωγή ορισµένων δραστηριοτήτων της
Αρχής.
3. Η Αρχή καθορίζει στον εσωτερικό κανονισµό της τις πρακτι-
κές ρυθµίσεις για την εφαρµογή των κανόνων διαφάνειας που
αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2.
Άρθρο 39
Εµπιστευτικότητα
1. Κατά παρέκκλιση του άρθρου 38, η Αρχή δεν δηµοσιοποιεί
σε τρίτα µέρη εµπιστευτικές πληροφορίες που λαµβάνει, για τις
οποίες έχει ζητηθεί και αιτιολογηθεί η εµπιστευτική µεταχείριση,
εκτός από πληροφορίες που πρέπει να δηµοσιοποιηθούν εφόσον το
απαιτούν οι περιστάσεις, προκειµένου να προστατευθεί η δηµόσια
υγεία.
2. Τα µέλη του διοικητικού συµβουλίου, ο διευθύνων σύµβου-
λος, τα µέλη της επιστηµονικής επιτροπής και των επιστηµονικών
οµάδων καθώς και οι εξωτερικοί εµπειρογνώµονες που συµµετέ-
χουν στις οµάδες εργασίας τους, τα µέλη του συµβουλευτικού
σώµατος και τα µέλη του προσωπικού της Αρχής, υπόκεινται στην
απαίτηση της εµπιστευτικότητας που προβλέπεται από το άρθρο
287 της συνθήκης, ακόµα και όταν έχουν παύσει τα καθήκοντά
τους.
3. Τα συµπεράσµατα των επιστηµονικών γνωµών που διατυπώνει
η Αρχή σε σχέση µε προβλέψιµες συνέπειες στην υγεία δεν κρατού-
νται σε καµία περίπτωση εµπιστευτικά.
4. Η Αρχή καθορίζει στον εσωτερικό κανονισµό της τις πρακτι-
κές ρυθµίσεις για την εφαρµογή των κανόνων εµπιστευτικότητας
που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2.
Άρθρο 40
Κοινοποιήσεις από την Αρχή
1. Η Αρχή προβαίνει σε κοινοποιήσεις µε δική της πρωτοβουλία
στους τοµείς που συνδέονται µε την αποστολή της, χωρίς να
θίγεται η αρµοδιότητα της Επιτροπής να κοινοποιεί τις αποφάσεις
της για τη διαχείριση του κινδύνου.
2. Η Αρχή εξασφαλίζει ότι το κοινό και οποιαδήποτε ενδιαφερό-
µενα µέρη λαµβάνουν γρήγορα αντικειµενική και αξιόπιστη πληρο-
φόρηση, στην οποία έχουν εύκολα πρόσβαση, ιδιαίτερα όσον
αφορά τα αποτελέσµατα των εργασιών της. Προκειµένου να επιτευ-
χθούν αυτοί οι στόχοι, η Αρχή θα αναπτύξει και θα διανείµει
ενηµερωτικό υλικό για το ευρύ κοινό.
3. Η Αρχή ενεργεί σε στενή συνεργασία µε την Επιτροπή και τα
κράτη µέλη προκειµένου να προωθήσει την αναγκαία συνοχή στη
διαδικασία ενηµέρωσης σχετικά µε έναν κίνδυνο.
Η Αρχή δηµοσιεύει όλες τις γνωµοδοτήσεις που εκδίδει, σύµφωνα
µε το άρθρο 38.
4. Η Αρχή εξασφαλίζει την κατάλληλη συνεργασία µε τους
αρµόδιους φορείς στα κράτη µέλη και µε άλλα ενδιαφερόµενα
µέρη, όσον αφορά τις εκστρατείες ενηµέρωσης του κοινού.
Άρθρο 41
Πρόσβαση στα έγγραφα
1. Η Αρχή εξασφαλίζει την ευρεία πρόσβαση στα έγγραφα που
βρίσκονται στην κατοχή της.
2. Το διοικητικό συµβούλιο, ενεργώντας ύστερα από πρόταση
του διευθύνοντα συµβούλου, εγκρίνει τις διατάξεις που ισχύουν
για την πρόσβαση στα έγγραφα που αναφέρεται στην παράγραφο
1, λαµβάνοντας πλήρως υπόψη τις γενικές αρχές και προϋποθέσεις
που διέπουν το δικαίωµα πρόσβασης στα έγγραφα των κοινοτικών
οργάνων.
Άρθρο 42
Καταναλωτές, παραγωγοί και άλλα ενδιαφερόµενα µέρη
Η Αρχή αναπτύσσει ουσιαστικές επαφές µε τους εκπροσώπους των
καταναλωτών, τους εκπροσώπους των παραγωγών, τους µεταποιη-
τές και µε οποιαδήποτε άλλα ενδιαφερόµενα µέρη.
ΤΜΗΜΑ 5
∆ΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΕΣ ∆ΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 43
Έγκριση του προϋπολογισµού της Αρχής
1. Τα έσοδα της Αρχής συνίστανται σε συνεισφορά της Κοινότη-
τας και των κρατών µε τα οποία η Κοινότητα έχει συνάψει συµφω-
νίες κατά το πνεύµα του άρθρου 49, και τέλη για δηµοσιεύσεις,
διασκέψεις, δραστηριότητες κατάρτισης και κάθε άλλη παρεµφερή
δραστηριότητα που παρέχεται από την Αρχή.
2. Στις δαπάνες της Αρχής περιλαµβάνονται οι δαπάνες προσω-
πικού, οι διοικητικές δαπάνες, οι δαπάνες υποδοµής και λειτουρ-
γίας, καθώς και οι δαπάνες που προκύπτουν από συµβάσεις που
συνάπτονται µε τρίτα µέρη ή από την οικονοµική υποστήριξη που
αναφέρεται στο άρθρο 36.
3. Ο διευθύνων σύµβουλος καταρτίζει εγκαίρως, πριν από την
ηµεροµηνία που αναφέρεται στην παράγραφο 5, εκτίµηση των
εσόδων και των εξόδων της Αρχής για το προσεχές οικονοµικό έτος
και το διαβιβάζει στο διοικητικό συµβούλιο, συνοδευόµενο από
προσωρινό κατάλογο των θέσεων.
4. Τα έσοδα και οι δαπάνες είναι ισοσκελισµένα.
5. Το διοικητικό συµβούλιο εγκρίνει, το αργότερο έως τις 31
Μαρτίου κάθε έτους το σχέδιο εκτίµησης, συµπεριλαµβανοµένου
του προσωρινού καταλόγου των θέσεων συνοδευόµενου από το
προσωρινό πρόγραµµα εργασιών, και το διαβιβάζει στην Επιτροπή
και στα κράτη µε τα οποία η Κοινότητα έχει συνάψει τις συµφωνίες
που αναφέρονται στο άρθρο 49. Βάσει του σχεδίου αυτού, η
Επιτροπή εισάγει τις σχετικές εκτιµήσεις στο προσχέδιο του γενικού
προϋπολογισµού της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το οποίο υποβάλλεται
στο Συµβούλιο σύµφωνα µε το άρθρο 272 της συνθήκης.
EL Επίσηµη Εφηµερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων 1.2.2002L 31/20
6. Μετά την έγκριση του γενικού προϋπολογισµού της Ευρω-
παϊκής Ένωσης από την αρµόδια για τον προϋπολογισµό αρχή, το
διοικητικό συµβούλιο εγκρίνει τον τελικό προϋπολογισµό και το
πρόγραµµα εργασιών της Αρχής, προσαρµόζοντάς τα, όπου είναι
αναγκαίο, στη συνεισφορά της Κοινότητας, τα διαβιβάζει δε, χωρίς
καθυστέρηση, στην Επιτροπή και την αρµόδια για τον προϋπολογι-
σµό αρχή.
Άρθρο 44
Εκτέλεση του προϋπολογισµού της Αρχής
1. Ο διευθύνων σύµβουλος εκτελεί τον προϋπολογισµό της
Αρχής.
2. Ο έλεγχος της ανάληψης υποχρεώσεων και της πληρωµής
όλων των δαπανών και ο έλεγχος της βεβαίωσης και της είσπραξης
όλων των εσόδων της Αρχής διεξάγεται από τον δηµοσιονοµικό
ελεγκτή της Επιτροπής.
3. Το αργότερο έως τις 31 Μαρτίου κάθε έτους, ο διευθύνων
σύµβουλος διαβιβάζει στην Επιτροπή, στο διοικητικό συµβούλιο
και στο Ελεγκτικό Συνέδριο τους λεπτοµερείς λογαριασµούς για
όλα τα έσοδα και τα έξοδα του προηγούµενου οικονοµικού έτους.
Το Ελεγκτικό Συνέδριο εξετάζει αυτούς τους λογαριασµούς
σύµφωνα µε το άρθρο 248 της συνθήκης. ∆ηµοσιεύει ετησίως
έκθεση σχετικά µε τις δραστηριότητες της Αρχής.
4. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, ενεργώντας ύστερα από σύσταση
του Συµβουλίου, απαλλάσσει τον διευθύνοντα σύµβουλο όσον
αφορά την εκτέλεση του προϋπολογισµού.
Άρθρο 45
Τέλη που εισπράττει η Αρχή
Μέσα σε τρία έτη από την ηµεροµηνία έναρξης ισχύος του παρό-
ντος κανονισµού και αφού ζητήσει τη γνώµη της Αρχής, των
κρατών µελών και των ενδιαφερόµενων µερών, η Επιτροπή δηµο-
σιεύει έκθεση σχετικά µε τη δυνατότητα και τη σκοπιµότητα υπο-
βολής νοµοθετικής πρότασης στο πλαίσιο της διαδικασίας συναπό-
φασης και σε συµφωνία µε τη συνθήκη, για την καθιέρωση άλλων
υπηρεσιών που παρέχει η Αρχή.
ΤΜΗΜΑ 6
ΓΕΝΙΚΕΣ ∆ΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 46
Νοµική προσωπικότητα και προνόµια
1. Η Αρχή έχει νοµική προσωπικότητα. Σε όλα τα κράτη µέλη,
της αναγνωρίζονται οι ευρύτερες δυνατές εξουσίες που παρέχονται
εκ του νόµου στα νοµικά πρόσωπα. Μπορεί, ιδίως, να αποκτά και
να διαθέτει κινητή και ακίνητη περιουσία και να προσφεύγει στη
δικαιοσύνη.
2. Το πρωτόκολλο για τα προνόµια και τις ασυλίες των Ευρω-
παϊκών Κοινοτήτων εφαρµόζεται στην Αρχή.
Άρθρο 47
Ευθύνη
1. Η συµβατική ευθύνη της Αρχής διέπεται από το δίκαιο που
είναι εφαρµοστέο στην υπό κρίση σύµβαση. Το ∆ικαστήριο των
Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων έχει αρµοδιότητα να εκδίδει αποφάσεις
σύµφωνα µε οποιαδήποτε ρήτρα διαιτησίας περιλαµβάνεται σε σύµ-
βαση που έχει συνάψει η Αρχή.
2. Στην περίπτωση εξωσυµβατικής ευθύνης, η Αρχή, σύµφωνα
µε τις κοινές γενικές αρχές των δικαίων των κρατών µελών, επα-
νορθώνει τυχόν ζηµιές που προκάλεσε η ίδια ή οι υπάλληλοί της
κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους. Το ∆ικαστήριο είναι
αρµόδιο να εκδικάζει οποιαδήποτε διαφορά αφορά την αποκατά-
σταση τέτοιων ζηµιών.
3. Η προσωπική ευθύνη των υπαλλήλων έναντι της Αρχής διέπε-
ται από τις σχετικές διατάξεις που εφαρµόζονται στο προσωπικό
της Αρχής.
Άρθρο 48
Προσωπικό
1. Το προσωπικό της Αρχής υπόκειται στους κανονισµούς και
τις ρυθµίσεις που εφαρµόζονται στους υπαλλήλους και το λοιπό
προσωπικό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
2. Όσον αφορά το προσωπικό της, η Αρχή ασκεί τις εξουσίες
που έχουν ανατεθεί στην αρµόδια για τους διορισµούς αρχή.
Άρθρο 49
Συµµετοχή τρίτων χωρών
Η Αρχή είναι ανοικτή στη συµµετοχή χωρών που έχουν συνάψει
συµφωνίες µε την Κοινότητα, δυνάµει των οποίων έχουν υιοθετήσει
και εφαρµόζουν κοινοτική νοµοθεσία στον τοµέα που καλύπτει ο
παρών κανονισµός.
∆υνάµει των σχετικών διατάξεων αυτών των συµφωνιών, εφαρµόζο-
νται ρυθµίσεις µε τις οποίες διευκρινίζονται ειδικότερα η φύση, η
έκταση και ο τρόπος µε τον οποίο αυτές οι χώρες θα συµµετά-
σχουν στις εργασίες της Αρχής, συµπεριλαµβανοµένων διατάξεων
σχετικά µε τη συµµετοχή στα δίκτυα που διαχειρίζεται η Αρχή, την
εγγραφή στον κατάλογο αρµόδιων οργανώσεων στις οποίες η Αρχή
µπορεί να αναθέτει ορισµένα καθήκοντα, τις οικονοµικές συνεισφο-
ρές και το προσωπικό.
EL Επίσηµη Εφηµερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων1.2.2002 L 31/21
ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV
ΣΥΣΤΗΜΑ ΕΓΚΑΙΡΗΣ ΠΡΟΕΙ∆ΟΠΟΙΗΣΗΣ, ∆ΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΚΡΙΣΕΩΝ ΚΑΙ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ ΕΚΤΑΚΤΗΣ
ΑΝΑΓΚΗΣ
ΤΜΗΜΑ 1
ΣΥΣΤΗΜΑ ΕΓΚΑΙΡΗΣ ΠΡΟΕΙ∆ΟΠΟΙΗΣΗΣ
Άρθρο 50
Σύστηµα έγκαιρης προειδοποίησης
1. Με τον παρόντα κανονισµό συστήνεται ως δίκτυο, σύστηµα
έγκαιρης προειδοποίησης για την κοινοποίηση άµεσων ή έµµεσων
κινδύνων για την υγεία των ανθρώπων και των ζώων που προέρχο-
νται από τρόφιµα ή ζωοτροφές. Σε αυτό συµµετέχουν τα κράτη
µέλη, η Επιτροπή και η Αρχή. Τα κράτη µέλη, η Επιτροπή και η
Αρχή ορίζουν από ένα σηµείο επαφής, το οποίο αποτελεί µέλος
του δικτύου. Η Επιτροπή είναι αρµόδια για τη διαχείριση του
δικτύου.
2. Όταν ένα µέλος του δικτύου διαθέτει οποιαδήποτε πληροφο-
ρία σχετικά µε την ύπαρξη σοβαρού άµεσου ή έµµεσου κινδύνου
για την υγεία των ανθρώπων και των ζώων, που προέρχεται από
τρόφιµα ή ζωοτροφές, κοινοποιεί αµέσως την πληροφορία αυτή
στην Επιτροπή, µέσω του συστήµατος έγκαιρης προειδοποίησης. Η
Επιτροπή διαβιβάζει αµέσως την εν λόγω πληροφορία στα µέλη του
δικτύου.
Η Αρχή µπορεί να συµπληρώσει την κοινοποίηση µε κάθε επιστη-
µονική ή τεχνική πληροφορία που διευκολύνει την ανάληψη
ταχείας και κατάλληλης δράσης για τη διαχείριση του κινδύνου
από τα κράτη µέλη.
3. Με την επιφύλαξη άλλων κοινοτικών ρυθµίσεων, τα κράτη
µέλη κοινοποιούν αµέσως στην Επιτροπή, µέσω του συστήµατος
έγκαιρης προειδοποίησης:
α) κάθε µέτρο που θεσπίζουν, το οποίο αποσκοπεί στον περιορισµό
διάθεσης στην αγορά ή στην επιβολή απόσυρσης από την αγορά
ή στην ανάκληση του τροφίµου ή της ζωοτροφής προκειµένου
να προστατευθεί η υγεία των ανθρώπων και των ζώων, και
απαιτεί ταχεία δράση·
β) κάθε σύσταση ή συµφωνία µε επιχειρήσεις που, σε εθελοντική ή
υποχρεωτική βάση, αποσκοπεί στην πρόληψη, τον περιορισµό ή
την επιβολή συγκεκριµένων όρων για τη διάθεση στην αγορά ή
την ενδεχόµενη χρήση τροφίµου ή ζωοτροφής, λόγω σοβαρού
κινδύνου για την υγεία των ανθρώπων και των ζώων που απαιτεί
ταχεία δράση·
γ) κάθε απόρριψη, συνδεόµενη µε άµεσο ή έµµεσο κίνδυνο για την
υγεία των ανθρώπων και των ζώων, παρτίδας, εµπορευµατοκιβω-
τίου ή φορτίου τροφίµων ή ζωοτροφών από αρµόδια υπηρεσία
συνοριακού σταθµού εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η κοινοποίηση συνοδεύεται από λεπτοµερή αιτιολόγηση της
δράσης που ανέλαβαν οι αρµόδιες αρχές του κράτους µέλους στο
οποίο εκδόθηκε η κοινοποίηση. Ακολουθείται, σε εύθετο χρόνο,
από συµπληρωµατικές πληροφορίες, ιδιαίτερα όταν τα µέτρα στα
οποία βασίζεται η κοινοποίηση έχουν τροποποιηθεί ή ανακληθεί.
Η Επιτροπή διαβιβάζει αµέσως στα µέλη του δικτύου την κοινο-
ποίηση και τις συµπληρωµατικές πληροφορίες που λαµβάνει βάσει
του πρώτου και του δεύτερου εδαφίου.
Όταν παρτίδα, εµπορευµατοκιβώτιο ή φορτίο απορρίπτεται από
αρµόδια υπηρεσία συνοριακού σταθµού εντός της Ευρωπαϊκής
Ένωσης, η Επιτροπή αποστέλλει αµέσως κοινοποίηση σε όλους
τους συνοριακούς σταθµούς εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης καθώς
και στην τρίτη χώρα προέλευσης.
4. Όταν τρόφιµο ή ζωοτροφή, που αποτελεί αντικείµενο κοινο-
ποίησης στο πλαίσιο του συστήµατος έγκαιρης προειδοποίησης,
αποστέλλεται σε τρίτη χώρα, η Επιτροπή παρέχει στη χώρα αυτή τις
κατάλληλες πληροφορίες.
5. Τα κράτη µέλη ενηµερώνουν αµέσως την Επιτροπή για τις
ενέργειες που εφαρµόζουν ή τα µέτρα που λαµβάνουν σε συνέχεια
των κοινοποιήσεων και των συµπληρωµατικών πληροφοριών που
τους έχουν διαβιβαστεί στο πλαίσιο του συστήµατος έγκαιρης
προειδοποίησης. Η Επιτροπή διαβιβάζει αµέσως την εν λόγω
πληροφορία στα µέλη του δικτύου.
6. Η συµµετοχή στο σύστηµα έγκαιρης προειδοποίησης µπορεί
να επιτραπεί σε υποψήφιες προς ένταξη χώρες ή σε διεθνείς οργανι-
σµούς, βάσει συµφωνιών µεταξύ της Κοινότητας και αυτών των
χωρών ή διεθνών οργανισµών, σύµφωνα µε τις διαδικασίες που
ορίζονται στις εν λόγω συµφωνίες. Οι συµφωνίες αυτές βασίζονται
στην αρχή της αµοιβαιότητας και περιλαµβάνουν µέτρα εµπιστευτι-
κότητας, αντίστοιχα µε αυτά που εφαρµόζονται στην Κοινότητα.
Άρθρο 51
Μέτρα εφαρµογής
Τα µέτρα για την εφαρµογή του άρθρου 50 θεσπίζονται από την
Επιτροπή ύστερα από συζήτηση µε την Αρχή, σύµφωνα µε τη
διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 58 παράγραφος 2. Τα
µέτρα αυτά καθορίζουν, κυρίως, τις συγκεκριµένες συνθήκες και
διαδικασίες που θα ισχύουν για τη διαβίβαση κοινοποιήσεων και
συµπληρωµατικών πληροφοριών.
Άρθρο 52
Κανόνες εµπιστευτικότητας για το σύστηµα έγκαιρης
προειδοποίησης
1. Οι πληροφορίες, οι οποίες διατίθενται στα µέλη του δικτύου,
και οι οποίες αφορούν κίνδυνο για την ανθρώπινη υγεία προερχό-
µενο από τρόφιµα ή ζωοτροφές, είναι γενικά διαθέσιµες στο κοινό
σύµφωνα µε την αρχή ενηµέρωσης που προβλέπεται στο άρθρο 10.
Γενικά, το κοινό διαθέτει πρόσβαση σε πληροφορίες που αφορούν
τον εντοπισµό προϊόντος, τη φύση του κινδύνου και τα µέτρα που
λαµβάνονται.
EL Επίσηµη Εφηµερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων 1.2.2002L 31/22
Ωστόσο, τα µέλη του δικτύου λαµβάνουν τα απαραίτητα µέτρα για
να εξασφαλίσουν ότι οι µόνιµοι υπάλληλοι και το λοιπό προσωπικό
δεν αποκαλύπτουν πληροφορίες που έχουν αποκτηθεί για τους
σκοπούς του παρόντος τµήµατος, οι οποίες λόγω της φύσης τους
καλύπτονται από επαγγελµατικό απόρρητο σε δεόντως αιτιολογη-
µένες περιπτώσεις, µε εξαίρεση τις πληροφορίες που πρέπει να
δηµοσιοποιούνται εφόσον το απαιτούν οι συνθήκες, προκειµένου
να προστατεύεται η ανθρώπινη υγεία.
2. Η προστασία του επαγγελµατικού απορρήτου δεν εµποδίζει
τη διαβίβαση στις αρµόδιες αρχές πληροφοριών όσον αφορά την
αποτελεσµατικότητα της παρακολούθησης της αγοράς και τις
δραστηριότητες εκτέλεσης στον τοµέα των τροφίµων και των ζωο-
τροφών. Οι αρχές που λαµβάνουν πληροφορίες που υπόκεινται στο
επαγγελµατικό απόρρητο εξασφαλίζουν την προστασία του
σύµφωνα µε την παράγραφο 1.
ΤΜΗΜΑ 2
ΚATAΣΤΑΣΕΙΣ ΕΚΤΑΚΤΗΣ ΑΝΑΓΚΗΣ
Άρθρο 53
Μέτρα έκτακτης ανάγκης για τρόφιµα και ζωοτροφές που
προέρχονται από την Κοινότητα ή εισάγονται από τρίτη χώρα
1. Όταν είναι προφανές ότι τα τρόφιµα ή οι ζωοτροφές που
προέρχονται από την Κοινότητα ή εισάγονται από τρίτη χώρα είναι
πιθανό να αποτελέσουν σοβαρό κίνδυνο για την ανθρώπινη υγεία,
την υγεία των ζώων ή το περιβάλλον, και ο κίνδυνος αυτός δεν
µπορεί να περιορισθεί ικανοποιητικά µε τα µέτρα που λαµβά-
νει(-ουν) το (τα) αφορώµενο(-α) κράτος(-η) µέλος(-η), η Επιτροπή,
ενεργώντας σύµφωνα µε τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο
58 παράγραφος 2, µε δική της πρωτοβουλία ή κατόπιν αιτήµατος
κράτους µέλους, θεσπίζει αµέσως ένα ή περισσότερα από τα ακό-
λουθα µέτρα, ανάλογα µε τη σοβαρότητα της κατάστασης:
α) στην περίπτωση τροφίµων ή ζωοτροφών κοινοτικής προέλευσης:
i) αναστολή της διάθεσης στην αγορά ή της χρήσης των εν
λόγω τροφίµων,
ii) αναστολή της διάθεσης στην αγορά ή της χρήσης των εν
λόγω ζωοτροφών,
iii) καθορισµός ειδικών όρων για τα εν λόγω τρόφιµα ή ζωο-
τροφές,
iv) κάθε άλλο κατάλληλο προσωρινό µέτρο,
β) στην περίπτωση τροφίµων ή ζωοτροφών που εισάγονται από
τρίτη χώρα:
i) ανάκληση των εισαγωγών των εν λόγω τροφίµων ή ζωο-
τροφών από ολόκληρη ή µέρος της επικράτειας της εν λόγω
τρίτης χώρας και, εάν ενδείκνυται, από την τρίτη χώρα
διαµετακόµισης,
ii) καθορισµός ειδικών όρων για τα εν λόγω τρόφιµα ή ζωο-
τροφές από ολόκληρη ή µέρος της επικράτειας της εν λόγω
τρίτης χώρας,
iii) κάθε άλλο κατάλληλο προσωρινό µέτρο.
2. Εντούτοις, σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης, η Επιτροπή
δύναται να λαµβάνει προσωρινά τα µέτρα για τα οποία γίνεται
λόγος στην παράγραφο 1, αφού διαβουλευθεί µε το (τα) αφορώ-
µενο(-α) κράτος(-η) µέλος(-η) και ενηµερώσει τα υπόλοιπα κράτη
µέλη.
Το συντοµότερο δυνατό, και το αργότερο εντός 10 εργάσιµων
ηµερών, τα ληφθέντα µέτρα επικυρώνονται, τροποποιούνται, καταρ-
γούνται ή παρατείνονται, σύµφωνα µε τη διαδικασία του άρθρου
58 παράγραφος 2, και κοινοποιούνται χωρίς καθυστέρηση οι λόγοι
που οδήγησαν στην απόφαση της Επιτροπής.
Άρθρο 54
Άλλα µέτρα έκτακτης ανάγκης
1. Όταν ένα κράτος µέλος πληροφορεί επίσηµα την Επιτροπή
για την ανάγκη λήψης µέτρων έκτακτης ανάγκης και η Επιτροπή
δεν έχει ενεργήσει σύµφωνα µε το άρθρο 53, το κράτος µέλος
µπορεί να εγκρίνει προσωρινά µέτρα προστασίας. Στην περίπτωση
αυτή ενηµερώνει αµέσως τα λοιπά κράτη µέλη και την Επιτροπή.
2. Εντός 10 εργάσιµων ηµερών, η Επιτροπή παραπέµπει το θέµα
στην επιτροπή που συγκροτείται βάσει του άρθρου 58 παράγραφος
1, σύµφωνα µε τη διαδικασία του άρθρου 58 παράγραφος 2, µε
σκοπό την παράταση, τροποποίηση ή κατάργηση των εθνικών
προσωρινών µέτρων προστασίας.
3. Το κράτος µέλος µπορεί να διατηρήσει τα εθνικά προσωρινά
µέτρα προστασίας που έχει λάβει έως ότου θεσπιστούν τα κοινο-
τικά µέτρα.
ΤΜΗΜΑ 3
∆ΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΚΡΙΣΕΩΝ
Άρθρο 55
Γενικό σχέδιο για τη διαχείριση κρίσεων
1. Η Επιτροπή, σε στενή συνεργασία µε την Αρχή και µε τα
κράτη µέλη, θεσπίζει γενικό σχέδιο διαχείρισης κρίσεων στον τοµέα
της ασφάλειας των τροφίµων και των ζωοτροφών (αναφερόµενο
εφεξής ως «γενικό σχέδιο»).
2. Στο γενικό σχέδιο καθορίζονται οι τύποι των καταστάσεων
που ενέχουν άµεσους ή έµµεσους κινδύνους για την ανθρώπινη
υγεία, οι οποίοι προέρχονται από τρόφιµα ή ζωοτροφές και που
εκτιµάται ότι δεν µπορούν να προληφθούν, να εξαλειφθούν ή να
µειωθούν σε ένα επιτρεπτό επίπεδο µε τις ισχύουσες διατάξεις ή ότι
δεν µπορούν να αντιµετωπιστούν κατάλληλα µόνο µε την εφαρ-
µογή των άρθρων 53 και 54.
Το γενικό σχέδιο καθορίζει επίσης τις πρακτικές διαδικασίες που
απαιτούνται για τη διαχείριση µιας κρίσης, συµπεριλαµβανοµένων
των προς εφαρµογή αρχών διαφάνειας και µιας επικοινωνιακής
στρατηγικής.
EL Επίσηµη Εφηµερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων1.2.2002 L 31/23
Άρθρο 56
Μονάδα κρίσης
1. Με κάθε επιφύλαξη του ρόλου της όσον αφορά την εφαρ-
µογή του κοινοτικού δικαίου, όταν η Επιτροπή εντοπίζει µια κατά-
σταση που ενέχει σοβαρό άµεσο ή έµµεσο κίνδυνο για την ανθρώ-
πινη υγεία, ο οποίος προέρχεται από τρόφιµα και ζωοτροφές, και
όταν ο κίνδυνος αυτός δεν µπορεί να εξαλειφθεί ή να µειωθεί µε τις
ισχύουσες διατάξεις ή δεν µπορεί να αντιµετωπιστεί κατάλληλα
µόνο µε εφαρµογή των άρθρων 53 και 54, ενηµερώνει αµέσως τα
κράτη µέλη και την Αρχή.
2. Η Επιτροπή συγκροτεί αµέσως µονάδα κρίσης, στην οποία η
Αρχή συµµετέχει και παρέχει επιστηµονική και τεχνική υποστήριξη,
εφόσον χρειάζεται.
Άρθρο 57
Καθήκοντα της µονάδας κρίσης
1. Η µονάδα κρίσης είναι αρµόδια για τη συλλογή και την
αξιολόγηση όλων των σχετικών πληροφοριών και τον εντοπισµό
των διαθέσιµων επιλογών για την πρόληψη, εξάλειψη ή µείωση σε
ένα επιτρεπτό επίπεδο του κινδύνου για την ανθρώπινη υγεία, όσο
το δυνατόν πιο αποτελεσµατικά και άµεσα.
2. Η µονάδα κρίσης µπορεί να ζητήσει τη βοήθεια κάθε δηµό-
σιου ή ιδιωτικού προσώπου του οποίου την εµπειρογνωµοσύνη
κρίνει απαραίτητη για την αποτελεσµατική διαχείριση της κρίσης.
3. Η µονάδα κρίσης ενηµερώνει το κοινό για τους σχετικούς
κινδύνους και για τα λαµβανόµενα µέτρα.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ V
∆ΙΑ∆ΙΚΑΣΙΕΣ ΚΑΙ ΤΕΛΙΚΕΣ ∆ΙΑΤΑΞΕΙΣ
ΤΜΗΜΑ 1
ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΚΑΙ ∆ΙΑ∆ΙΚΑΣΙΕΣ ∆ΙΑΜΕΣΟΛΑΒΗΣΗΣ
Άρθρο 58
Επιτροπή
1. Η Επιτροπή επικουρείται από µόνιµη επιτροπή για την τρο-
φική αλυσίδα και την υγεία των ζώων, εφεξής καλούµενη «η επι-
τροπή», την οποία αποτελούν αντιπρόσωποι των κρατών µελών και
της οποίας προεδρεύει ο αντιπρόσωπος της Επιτροπής. Η επιτροπή
θα οργανωθεί σε τµήµατα προκειµένου να εξετάζει όλα τα συναφή
θέµατα.
2. Όταν γίνεται παραποµπή στην παρούσα παράγραφο εφαρµό-
ζεται η διαδικασία της επιτροπής που προβλέπεται στο άρθρο 5
της απόφασης 1999/468/ΕΚ, µε την επιφύλαξη των διατάξεων του
άρθρου 7 και του άρθρου 8.
3. Η προθεσµία που προβλέπεται στο άρθρο 5 παράγραφος 6
της απόφασης 1999/468/ΕΚ καθορίζεται σε τρεις µήνες.
Άρθρο 59
Καθήκοντα που ανατίθενται στην επιτροπή
Η επιτροπή εκτελεί τα καθήκοντα που της ανατίθενται από τον
παρόντα κανονισµό και από άλλες σχετικές κοινοτικές διατάξεις,
στις περιπτώσεις και υπό τις συνθήκες που προβλέπονται από τις εν
λόγω διατάξεις. Μπορεί επίσης να διερευνά κάθε θέµα που εµπίπτει
στο πεδίο αυτών των διατάξεων, είτε µε πρωτοβουλία του προέ-
δρου της είτε κατόπιν γραπτής αίτησης ενός µέλους της.
Άρθρο 60
∆ιαδικασία διαµεσολάβησης
1. Με την επιφύλαξη της εφαρµογής άλλων κοινοτικών διατά-
ξεων, όταν ένα κράτος µέλος είναι της άποψης ότι µέτρο που έχει
ληφθεί από άλλο κράτος µέλος στον τοµέα της ασφάλειας των
τροφίµων δεν συµβιβάζεται µε τον παρόντα κανονισµό ή ενδέχεται
να επηρεάσει τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς, αναφέρει το
θέµα στην Επιτροπή, η οποία ενηµερώνει αµέσως το άλλο ενδιαφε-
ρόµενο κράτος µέλος.
2. Τα δύο ενδιαφερόµενα κράτη µέλη και η Επιτροπή καταβάλ-
λουν κάθε προσπάθεια για την επίλυση του προβλήµατος. Εάν δεν
µπορεί να επιτευχθεί συµφωνία, η Επιτροπή µπορεί να ζητήσει τη
γνώµη της Αρχής για οιοδήποτε επίµαχο επιστηµονικό θέµα. Οι
λεπτοµέρειες αυτού του αιτήµατος και ο χρόνος εντός του οποίου
η Αρχή καλείται να δώσει τη γνώµη της καθορίζονται από κοινή
συµφωνία µεταξύ της Επιτροπής και της Αρχής, ύστερα από δια-
βούλευση µε τα δύο ενδιαφερόµενα κράτη µέλη.
ΤΜΗΜΑ 2
ΤΕΛΙΚΕΣ ∆ΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 61
Ρήτρα επανεξέτασης
1. Πριν από την 1η Ιανουαρίου 2005 και στη συνέχεια ανά
εξαετία, η Αρχή, σε συνεργασία µε την Επιτροπή, αναθέτει τη
διεξαγωγή ανεξάρτητης εξωτερικής αξιολόγησης των επιτευγµάτων
της, βάσει των όρων που εκδίδει το διοικητικό συµβούλιο σε
συµφωνία µε την Επιτροπή. Με την αξιολόγηση θα κρίνονται οι
πρακτικές εργασίας και ο αντίκτυπος της Αρχής. Κατά την αξιο-
λόγηση, λαµβάνονται υπόψη οι απόψεις των ενδιαφεροµένων, τόσο
σε κοινοτικό όσο και σε εθνικό επίπεδο.
EL Επίσηµη Εφηµερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων 1.2.2002L 31/24
Το διοικητικό συµβούλιο της Αρχής εξετάζει τα συµπεράσµατα της
αξιολόγησης και εκδίδει συστάσεις προς την Επιτροπή, εφόσον
είναι αναγκαίο, σχετικά µε αλλαγές στην Αρχή και στις πρακτικές
εργασίας της. Η αξιολόγηση και οι συστάσεις δηµοσιοποιούνται.
2. Πριν από την 1η Ιανουαρίου 2005, η Επιτροπή δηµοσιεύει
έκθεση µε τις εµπειρίες που αποκτήθηκαν από την εφαρµογή των
τµηµάτων 1 και 2 του κεφαλαίου IV.
3. Οι εκθέσεις και οι συστάσεις που αναφέρονται στις παραγρά-
φους 1 και 2 διαβιβάζονται στο Συµβούλιο και το Ευρωπαϊκό
Κοινοβούλιο.
Άρθρο 62
Αναφορές στην Ευρωπαϊκή Αρχή για την Ασφάλεια των Τρο-
φίµων και στην µόνιµη επιτροπή για την τροφική αλυσίδα και
την υγεία των ζώων
1. Οιαδήποτε αναφορά, στην κοινοτική νοµοθεσία, στην επιστη-
µονική επιτροπή τροφίµων, στην επιστηµονική επιτροπή για τις
ζωοτροφές, στην επιστηµονική κτηνιατρική επιτροπή, στην επιστη-
µονική επιτροπή παρασιτοκτόνων, στην επιστηµονική επιτροπή
φυτών και στην επιστηµονική συντονιστική επιτροπή, αντικαθίστα-
ται από αναφορά στην Ευρωπαϊκή Αρχή για την ασφάλεια των
τροφίµων.
2. Οιαδήποτε αναφορά, στην κοινοτική νοµοθεσία, στη µόνιµη
επιτροπή τροφίµων, στη µόνιµη επιτροπή για τις ζωοτροφές και
στη µόνιµη κτηνιατρική επιτροπή, αντικαθίσταται από αναφορά στη
µόνιµη επιτροπή για την τροφική αλυσίδα και την υγεία των ζώων.
Οιαδήποτε αναφορά, στην κοινοτική νοµοθεσία, στη µόνιµη φυτοϋ-
γειονοµική επιτροπή βάσει των οδηγιών 76/895/ΕΟΚ, 86/362/
ΕΟΚ, 86/363/ΕΟΚ, 90/642/ΕΟΚ και 91/414/ΕΟΚ σχετικά µε τη
διάθεση στην αγορά φυτοπροστατευτικών προϊόντων και θέσπιση
ανώτατων επιπέδων καταλοίπων, αντικαθίσταται από αναφορά στη
µόνιµη επιτροπή για την τροφική αλυσίδα και την υγεία των ζώων.
3. Για τους σκοπούς των παραγράφων 1 και 2, ως «κοινοτική
νοµοθεσία» νοούνται όλοι οι κοινοτικοί κανονισµοί, οι οδηγίες και
οι αποφάσεις.
4. Με τον παρόντα κανονισµό καταργούνται οι αποφάσεις 68/
361/ΕΟΚ, 69/414/ΕΟΚ και 70/372/ΕΟΚ.
Άρθρο 63
Αρµοδιότητες του ευρωπαϊκού οργανισµού αξιολόγησης φαρ-
µακευτικών προϊόντων
Ο παρών κανονισµός δεν θίγει τις αρµοδιότητες που έχουν ανα-
τεθεί στον ευρωπαϊκό οργανισµό αξιολόγησης φαρµακευτικών
προϊόντων από τον κανονισµό (ΕΟΚ) αριθ. 2309/93, τον κανονι-
σµό (ΕΟΚ) αριθ. 2377/90 και τις οδηγίες 75/319/ΕΟΚ (1) και
81/851/ΕΟΚ του Συµβουλίου (2).
Άρθρο 64
Έναρξη λειτουργίας της Αρχής
Η Αρχή αρχίζει τη λειτουργία της την 1η Ιανουαρίου 2002.
Άρθρο 65
Έναρξη ισχύος
Ο παρών κανονισµός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ηµέρα από τη
δηµοσίευσή του στην Επίσηµη Εφηµερίδα των Ευρωπαϊκών Κοι-
νοτήτων.
Τα άρθρα 11, 12 και 14 έως 20 ισχύουν από την 1η Ιανουαρίου
2005.
Τα άρθρα 29, 56, 57 και 60, καθώς και το άρθρο 62 παράγραφος
1 εφαρµόζονται από την ηµεροµηνία διορισµού των µελών της
επιστηµονικής επιτροπής και την επιστηµονικών οµάδων η οποία θα
αναγγελθεί µε ανακοίνωση στη σειρά «C» της Επίσηµης Εφηµερίδας.
Ο παρών κανονισµός είναι δεσµευτικός ως προς όλα τα µέρη του και ισχύει άµεσα σε κάθε κράτος
µέλος.
Βρυξέλλες, 28 Ιανουαρίου 2002.
Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο
Ο Πρόεδρος
P. COX
Για το Συµβούλιο
Ο Πρόεδρος
J. PIQUÉ I CAMPS
(1) ΕΕ L 147 της 9.6.1975, σ. 13· οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία
από την οδηγία 2001/83/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του
Συµβουλίου (ΕΕ L 311 της 28.11.2001, σ. 67).
(2) ΕΕ L 317 της· 11.1981, σ.· οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία από
την οδηγία 2001/82/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του
Συµβουλίου (ΕΕ L 311 της 28.11.2001, σ. 1).