ΠΟΛ. 1192/2011

«Κοινοποίηση ορισµένων διατάξεων του ν. 3900/2010 που αναφέρονται σε τροποποιήσεις του Κώδικα ∆ιοικητικής ∆ικονοµίας και λοιπά θέµατα καθώς και παροχή οδηγιών σχετικά µε την εφαρµογή τους»

08 Σεπτεμβρίου 2011

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ∆ΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
ΓΕΝ. ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΩΝ
ΚΑΙ ΤΕΛΩΝΕΙΑΚΩΝ ΘΕΜΑΤΩΝ
ΓΕΝ. ∆/ΝΣΗ ΦΟΡΟΛ. ΕΛΕΓΧΩΝ
∆/ΝΣΗ ΕΛΕΓΧΟΥ
ΤΜΗΜΑΤΑ : Α΄, Β΄, Γ΄
Ταχ. ∆/νση : Κ. Σερβίας 10
Ταχ. Κωδ.: 101 84 ΑΘΗΝΑ
Τηλέφωνο: 210-3375206, 207
FAX: 210-3375416

 

ΕΞ. ΕΠΕΙΓΟΝ
Αθήνα, 8 Σεπτεµβρίου 2011
ΠΟΛ: 1192
ΠΡΟΣ: ΩΣ Π.Δ.
ΑΔΑ: 4Α8ΨΗ-0ΘΞ

ΘΕΜΑ: «Κοινοποίηση ορισµένων διατάξεων του ν. 3900/2010 που αναφέρονται σε τροποποιήσεις του Κώδικα ∆ιοικητικής ∆ικονοµίας και λοιπά θέµατα καθώς και παροχή οδηγιών σχετικά µε την εφαρµογή τους»

Σε συνέχεια της ΠΟΛ. 1194/23.12.2010 µε την οποία κοινοποιήθηκαν οι διατάξεις του ν. 3900/2010 «Εξορθολογισµός διαδικασιών και επιτάχυνση της διοικητικής δίκης και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ 213 Α΄/17.12.2010), παραθέτουµε τις ακόλουθες διευκρινήσεις και επισηµάνσεις για ορισµένες µεταβολές που επήλθαν µε το νόµο αυτό αλλά και µε τους µεταγενέστερους νόµους 3943/2011 (ΦΕΚ 66Α΄/ 31.3.2011) και 3994/2011 (ΦΕΚ 165Α΄/25.7.2011) οι οποίες άπτονται ζητηµάτων που σχετίζονται µε αρµοδιότητες των φορολογικών υπηρεσιών. Συγκεκριµένα, µε τα ακόλουθα άρθρα επήλθαν οι αντίστοιχες κατ’ άρθρο µεταβολές:
1. Άρθρο 1

 

Με τις διατάξεις του άρθρου 1 του νόµου αυτού ορίζεται ότι οποιοδήποτε ένδικο βοήθηµα ή µέσο (προσφυγή, έφεση κλπ.) ενώπιον οποιουδήποτε διοικητικού δικαστηρίου µπορεί να εισαχθεί, ύστερα από αίτηµα ενός των διαδίκων, άρα και της φορολογικής αρχής, στο Συµβούλιο της Επικρατείας, όταν µε αυτό τίθεται ζήτηµα γενικότερου ενδιαφέροντος που έχει συνέπειες για ευρύτερο κύκλο προσώπων. Σηµειώνεται πάντως ότι τα ανωτέρω θα πρέπει να εφαρµόζονται σε όλως εξαιρετικές περιπτώσεις, όπου όντως δεν υφίσταται σχετική νοµολογία.

2. Άρθρο 13 (Καθ’ ύλην αρµοδιότητα διοικητικών δικαστηρίων – άρθ. 6 Κ.Δ.Δ.)

Αντικαταστάθηκαν οι παράγραφοι 2 και 3 του άρθρου 6 του Κώδικα ∆ιοικητικής ∆ικονοµίας (ν. 2717/1999, ΦΕΚ 97 Α΄), καταργήθηκε η παράγραφος 4 αυτού, προστέθηκε νέο εδάφιο στην παράγραφο 6 αυτού και καθορίσθηκε η έκταση ισχύος των διατάξεων αυτών.

Αναλυτικά, µε τις διατάξεις της παραγράφου 2 επαναπροσδιορίζεται η καθ’ ύλην αρµοδιότητα των διοικητικών δικαστηρίων και ορίζεται ότι:

- για την εκδίκαση των φορολογικών διαφορών των οποίων το ποσό του κυρίου φόρου, τέλους ή προστίµου κατά περίπτωση είναι µεγαλύτερο από εκατόν πενήντα χιλιάδες ευρώ, αρµόδιο είναι πλέον µόνο το διοικητικό εφετείο, το οποίο εκδικάζει σε πρώτο και τελευταίο βαθµό. Κατά τα λοιπά, για ποσό µέχρι είκοσι χιλιάδες ευρώ αρµόδιο είναι το µονοµελές διοικητικό πρωτοδικείο και για ποσό που υπερβαίνει τις είκοσι χιλιάδες ευρώ και είναι µέχρι εκατόν πενήντα χιλιάδες ευρώ, αρµόδιο είναι το Τριµελές διοικητικό πρωτοδικείο.

- εξαιρετικά, για τις διαφορές που προκύπτουν από την εφαρµογή του άρθρου 13 του ν. 2523/1997 και αφορούν την αναστολή λειτουργίας επαγγελµατικών εγκαταστάσεων και την αφαίρεση πινακίδων και αδειών κυκλοφορίας µεταφορικών µέσων λόγω φορολογικών παραβάσεων και του άρθρου 14 του ίδιου νόµου και αφορούν τη λήψη µέτρων προς διασφάλιση των συµφερόντων του ∆ηµοσίου σε περίπτωση φοροδιαφυγής, η εκδίκασή τους ανήκει αποκλειστικά στον πρόεδρο πρωτοδικών του διοικητικού πρωτοδικείου και δεν προβλέπεται πλέον δυνατότητα άσκησης έφεσης εκ µέρους των διαδίκων (βλ. και άρθρο 51 ν. 3900/10).

Τα παραπάνω καταλαµβάνουν και τις εκκρεµείς κατά την 1/1/2011 υποθέσεις.

Περαιτέρω, µε την παράγραφο 3 ορίζεται ότι, εφόσον η κατά τα ανωτέρω χρηµατική διαφορά αφορά σε περισσότερα ποσά που καταλογίστηκαν µε την ίδια πράξη, για τον καθορισµό της αρµοδιότητας λαµβάνεται υπόψη το µεγαλύτερο από αυτά, το δε αρµόδιο δικαστήριο εκδικάζει και τις λοιπές συναφείς πράξεις.

Ήδη µε τις διατάξεις της παραγράφου 5 του άρθρου 47 του νόµου 3943/31.3.2011 (ΦΕΚ 66 Α΄) στο τέλος της παραγράφου 3 του άρθρου 6 του Κ.∆.∆. προστέθηκε νέο τρίτο εδάφιο, µε το οποίο ορίζεται ότι, εφόσον στο πλαίσιο του ίδιου φορολογικού ελέγχου (προσωρινού ή τακτικού) έχουν εκδοθεί, για την ίδια χρήση, µία ή περισσότερες πράξεις που καταλογίζουν διάφορα χρηµατικά ποσά, τότε το ∆ιοικητικό Εφετείο καθίσταται αρµόδιο για όλες τις εκδοθείσες πράξεις όλων εν γένει των φορολογικών αντικειµένων, ανεξάρτητα από το ύψος του καταλογισθέντος ποσού για καθένα από αυτά, µε την προϋπόθεση ότι οι εκδοθείσες πράξεις αφορούν στον ίδιο υπόχρεο και ότι το ∆ιοικητικό Εφετείο έχει υλική αρµοδιότητα έστω για µία από αυτές.

ΠΑΡΑ∆ΕΙΓΜΑ: Κατά του υποχρέου Α εκδίδονται:
α) Απόφαση Επιβολής Προστίµου ύψους τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ
β) Πράξη προσδιορισµού Φ.Π.Α. ύψους (κύριου φόρου) σαράντα χιλιάδων (40.000) ευρώ
γ) Φύλλο ελέγχου φόρου Εισοδήµατος ύψους (κύριου φόρου) εκατόν πενήντα πέντε χιλιάδων (155.000) ευρώ

Στην περίπτωση αυτή καθ’ ύλην αρµόδιο για ΟΛΕΣ τις προσφυγές που ασκούνται από τον Α είναι το ∆ιοικητικό Εφετείο.

Η διάταξη αυτή καταλαµβάνει και τις εκκρεµείς κατά την 31/3/2011 υποθέσεις.

Ενόψει των παραπάνω, επισηµαίνεται ότι, στην περίπτωση που οι προσφεύγοντες δεν έχουν απευθύνει όλες τις προσφυγές τους στο ∆ιοικητικό Εφετείο, τότε θα πρέπει απαραίτητα να γίνεται ρητή µνεία στην έκθεση απόψεων που αποστέλλεται στο ∆ιοικητικό Πρωτοδικείο, περί του ότι έχει εκδοθεί και άλλη πράξη, εις βάρος της οποίας εκκρεµεί προσφυγή του ίδιου υποχρέου στο ∆ιοικητικό Εφετείο, προκειµένου να παραπεµφθεί η υπόθεση στο ∆ιοικητικό Εφετείο (καθόσον είναι πολύ πιθανό το ∆ιοικητικό Πρωτοδικείο να µην έχει λάβει γνώση σχετικά µε την εκκρεµή προσφυγή στο ∆ιοικητικό Εφετείο).
 

3. Άρθρο 15 (∆ικολογική ικανότητα διενέργειας διαδικαστικών πράξεων – άρθ. 27 Κ.Δ.Δ.)

Προστέθηκε νέα παράγραφος 4 στο άρθρο 27 του Κ.∆.∆. (η οποία ωστόσο δεν καταλαµβάνει τις υποθέσεις που εκκρεµούσαν κατά την 1/1/2011), µε την οποία ορίζεται ότι στις δίκες µε αντικείµενο φορολογικής διαφοράς (κύριου φόρου) ποσό µεγαλύτερο των εκατόν πενήντα χιλιάδων ευρώ παρίσταται υποχρεωτικά ως εκπρόσωπος του ∆ηµοσίου δικαστικός πληρεξούσιος (µέλος του ΝΣΚ). Επισηµαίνεται ότι, κατά τη διαβίβαση του σχετικού διοικητικού φακέλου στο αρµόδιο Γραφείο του Νοµικού Συµβουλίου του Κράτους, θα συµπεριλαµβάνεται σε αυτόν και η σχετική έκθεση απόψεων εκ µέρους της φορολογικής αρχής.
 

4. Άρθρο 16 (∆ικαστικοί πληρεξούσιοι του ∆ηµοσίου και των άλλων ΝΠΔΔ – άρθ. 29 Κ.Δ.Δ.)

Αντικαταστάθηκε το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 29 του Κ.∆.∆., προκειµένου να εναρµονισθεί η διάταξη αυτή µε τις παραγράφους 3 και 4 του άρθρου 27 του Κώδικα αυτού.

Επισηµαίνεται ότι, µε την διάταξη αυτή, µε την οποία ορίζεται ότι οι προϊστάµενοι των φορολογικών υπηρεσιών µπορούν να ορίζουν υπαλλήλους των υπηρεσιών τους ως δικαστικούς πληρεξούσιους σε δίκες µε αντικείµενο φορολογικής διαφοράς (κύριου φόρου) ποσό µέχρι εκατόν πενήντα χιλιάδων ευρώ, τίθεται ο κανόνας περί εκπροσώπησης του ∆ηµοσίου, προκειµένου δε οι φορολογικές αρχές να αφίστανται από αυτόν, θα πρέπει να συντρέχουν εξαιρετικές συνθήκες (η προς εκδίκαση υπόθεση να αφορά σε ζήτηµα ευρύτερου ενδιαφέροντος, να τίθεται µε αυτήν ενδεχόµενο αντισυνταγµατικότητας συγκεκριµένης διατάξεως ή άλλο µείζον νοµικό ζήτηµα κλπ.).

5. Άρθρο 22 (∆ικαίωµα άσκησης έφεσης – άρθ. 93 Κ.Δ.Δ.)

Προστέθηκε νέα παράγραφος 3 στο άρθρο 93 του Κ.∆.∆., σύµφωνα µε την οποία επί φορολογικών διαφορών µε αντικείµενο χρηµατικό, τίθεται ως προϋπόθεση για το παραδεκτό της έφεσης, η καταβολή έως την πρώτη συζήτηση της υπόθεσης, ποσοστού 50% του οφειλόµενου ποσού κύριου φόρου ή προστίµου, όπως αυτό έχει οριστεί πρωτοδίκως, εκτός αν έχει ανασταλεί η εκτέλεση της πρωτόδικης απόφασης (δηλαδή αν έχει κριθεί µε την απόφαση επί της αιτήσεως αναστολής ότι η έφεση είναι προδήλως βάσιµη).

∆ιευκρινίζεται ότι το καταβλητέο ποσό υπολογίζεται από την αρµόδια φορολογική αρχή, η οποία, µετά από αίτηση του φορολογούµενου, συντάσσει ατελώς ειδικό σηµείωµα, επί του οποίου αναφέρεται και η καταβολή του ποσού αυτού.

6. Άρθρο 27 (Άσκηση ένδικων βοηθηµάτων και µέσων – άρθ. 126 Κ.Δ.Δ.)

Αντικαταστάθηκε η παράγραφος 1 του άρθρου 126 του K.∆.∆. Συγκεκριµένα ορίζεται ότι, επί φορολογικών διαφορών, το δικόγραφο της προσφυγής, µαζί µε τρία αντίγραφα, κατατίθεται πλέον µόνο στη γραµµατεία της κύριας έδρας του δικαστηρίου, στο οποίο απευθύνεται. Στη συνέχεια, απαιτείται, µε επιµέλεια του διαδίκου και επί ποινή απαραδέκτου της άσκησής της, η επίδοση επικυρωµένου αντιγράφου του δικογράφου της προσφυγής στη φορολογική αρχή που εξέδωσε την προσβαλλόµενη πράξη ή που, παρά το νόµο, παρέλειψε την έκδοσή της, µέσα σε είκοσι (20) ηµέρες από τη λήξη της προθεσµίας για την άσκηση της προσφυγής, η οποία πιθανόν να έχει παραταθεί από διάφορους νόµιµους λόγους (π.χ. αναστολή λόγω του µηνός Αυγούστου, αργία της τελευταίας ηµέρας, υποβολή ιδιαίτερης αίτησης συµβιβασµού, θάνατος του υπόχρεου κλπ.).

Πάντως, εφόσον δεν τηρηθούν οι πιο πάνω διαδικασίες και προθεσµίες, τότε η φορολογική αρχή προβαίνει στην άµεση βεβαίωση του 100% του συνολικά οφειλόµενου ποσού. Επισηµαίνεται ότι, η παράλειψη της εµπρόθεσµης επίδοσης αντιγράφου του δικογράφου της προσφυγής στην οικεία φορολογική αρχή εντός της ως άνω προθεσµίας θα πρέπει να αναφέρεται στην αναλυτική έκθεση των απόψεων της υπηρεσίας επί της προσφυγής που συνοδεύει τον προβλεπόµενο από τα άρθρα 129 και 149 διοικητικό φάκελο, ο οποίος σε κάθε περίπτωση διαβιβάζεται, χωρίς καθυστέρηση, στο δικαστήριο στο οποίο απευθύνεται. Σηµειώνεται ότι, σε περιπτώσεις που εκ παραδροµής έχει βεβαιωθεί από τη φορολογική αρχή το 100% του συνολικά οφειλόµενου ποσού πριν την εκπνοή της οριζόµενης προθεσµίας, θα πρέπει να ακολουθήσει οίκοθεν ακύρωση της βεβαίωσης, καθόσον πραγµατοποιήθηκε πριν από τη λήξη της προθεσµίας κατάθεσης ή επίδοσης της προσφυγής, εφαρµογή δε ως προς τις διαδικασίες βεβαίωσης έχουν οι διατάξεις της παραγράφου 6 του άρθρου 74 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήµατος και της παραγράφου 2 του άρθρου 53 του Κώδικα Φ.Π.Α. ανάλογα µε την περίπτωση.

Τέλος, επισηµαίνεται ότι, στις περιπτώσεις που µε το δικόγραφο της προσφυγής υποβάλλεται και πρόταση για διοικητική επίλυση της διαφοράς, απαιτείται κοινοποίηση κλήσης στο φορολογούµενο, µε µνεία συγκεκριµένης ηµεροµηνίας και ώρας προσέλευσης αυτού στη φορολογική αρχή για συµβιβασµό, συντασσοµένης σχετικής έκθεσης επίδοσης. Σε περίπτωση µη εµφάνισης του φορολογούµενου στην ορισθείσα ηµεροµηνία και ώρα, θα πρέπει να συντάσσεται πράξη µαταίωσης του συµβιβασµού, αφού πρώτα ελεγχθεί µε κάθε αυστηρότητα η νοµιµότητα της επίδοσης αυτής, προκειµένου να αποφευχθεί ο κίνδυνος δικαστικών ακυροτήτων και εφόσον η επίδοση ήταν ελαττωµατική θα πρέπει αυτή να επαναλαµβάνεται, αφού οριστεί νέα ηµεροµηνία και ώρα.

7. Άρθρο 29 (Υποχρεώσεις της ∆ιοίκησης – άρθ.129 Κ.Δ.Δ.)

Αντικαθίσταται το άρθρο 129 του Κ.∆.∆. Με τις νέες διατάξεις, διευρύνεται το χρονικό περιθώριο αποστολής του διοικητικού φακέλου στο δικαστήριο (κατά τις διατάξεις του άρθρου 149 του ν.2717/1999) από είκοσι σε δεκαπέντε ηµέρες πριν από τη δικάσιµο (και σε οκτώ ηµέρες σε περίπτωση σύντµησης σε δεκαπέντε ηµέρες της προθεσµίας κλήσης των διαδίκων). Περαιτέρω, προβλέπεται πλέον, πέραν του προβλεπόµενου σχετικού πειθαρχικού αδικήµατος και δυνατότητα επιβολής προστίµου (από εκατό έως πεντακόσια ευρώ) σωρευτικά σε βάρος του υπεύθυνου υπαλλήλου και του προϊσταµένου της αρµόδιας φορολογικής υπηρεσίας για την αδικαιολόγητα εκπρόθεσµη διαβίβαση ή µη διαβίβαση του φακέλου αυτού.

Επισηµαίνεται ότι, συγχρόνως µε την κατά τα ανωτέρω αποστολή του διοικητικού φακέλου στο δικαστήριο, αντίγραφο του ίδιου φακέλου θα πρέπει να αποστέλλεται στον αρµόδιο δικαστικό αντιπρόσωπο, στις περιπτώσεις που είναι υποχρεωτική ή κρίνεται υποχρεωτική η παρουσία του στο δικαστήριο (βλέπε και 3).

8. Άρθρο 30 (Περιπτώσεις κατάργησης της δίκης – άρθ.142 Κ.Δ.Δ.)

Προστέθηκε νέα περίπτωση δ΄ στην παράγραφο 1 του άρθρου 142 του Κ.∆.∆. µε την οποία ορίζεται ότι η δίκη καταργείται αν, πριν το πέρας της τελευταίας συζήτησης, µεταξύ των άλλων, επιτευχθεί διοικητική επίλυση της διαφοράς. Εποµένως, στις περιπτώσεις που µε το δικόγραφο της εκκρεµούσας στο δικαστήριο προσφυγής έχει υποβληθεί και πρόταση για διοικητική επίλυση της διαφοράς, η οποία εν τέλει επέρχεται, θα πρέπει να ενηµερώνεται άµεσα εγγράφως το οικείο δικαστήριο µε διαβίβαση και αντιγράφου του σχετικού πρακτικού.

9. Άρθρο 37 (Προσθήκη νέου άρθρου 205 Α)

Μετά το άρθρο 205 του Κ.Δ.Δ.(Απόφαση αναστολής εκτέλεσης) προστίθεται νέο άρθρο 205 Α µε το οποίο ορίζεται ότι, στις περιπτώσεις που η άσκηση προσφυγής αναστέλλει µερικώς ή στο σύνολό της την εκτέλεση της προσβαλλόµενης πράξης, το δικαστήριο µπορεί, ύστερα από αίτηση της αρχής που εξέδωσε την πράξη ή του οργάνου που ορίζεται µε απόφαση του Υπουργού Οικονοµικών, να διατάξει την εκτέλεση της πράξης ακόµη και στο σύνολό της, εφόσον: α) η προσφυγή που έχει ασκήσει ο διοικούµενος είναι προδήλως απαράδεκτη ή προδήλως αβάσιµη ή β) εφόσον η εκ του νόµου αναστολή θα καταστήσει στη συγκεκριµένη περίπτωση εξαιρετικά δυσχερή την εκτέλεση της πράξης στο µέλλον και υπό την προϋπόθεση ότι δεν επέρχεται ανεπανόρθωτη βλάβη στο διοικούµενο από την εκτέλεση της πράξης στο σύνολό της (σηµειώνεται ότι η συγκεκριµένη διάταξη κρίθηκε σύµφωνη προς το Σύνταγµα µε την πρόσφατη απόφαση της Επιτροπής Αναστολών του Συµβουλίου της Επικρατείας υπ’ αριθ. 496/2011).

Κατά συνέπεια, η φορολογική αρχή µπορεί να αιτηθεί από το δικαστήριο την ολική εκτέλεση της εν λόγω πράξης, εφόσον η προσφυγή είναι προδήλως απαράδεκτη (π.χ. εκπρόθεσµη άσκηση, έλλειψη εννόµου συµφέροντος κλπ.) ή αβάσιµη ή θεωρείται βάσιµα ότι στην περίπτωση απόρριψης της προσφυγής θα είναι δυσχερής η εκτέλεση της πράξης, προς διασφάλιση του δηµοσίου συµφέροντος (π.χ. ο υπόχρεος θα καταστεί αφερέγγυος).

Τέλος, µε την παράγραφο 2 του νέου άρθρου 205Α διευκρινίζεται ότι η παραπάνω αίτηση της αρχής διέπεται από τις διατάξεις των άρθρων 201 Κ.∆.∆. ως προς την αρµοδιότητα, 203 ως προς την προδικασία και 204 ως προς την κύρια διαδικασία.

10. Άρθρο 38 (Προσθήκη νέου άρθρου 209 Α)

Μετά το άρθρο 209 του Κ.Δ.Δ. (Προδικασία-Κύρια διαδικασία-Απόφαση) προστίθεται νέο άρθρο 209 Α µε το οποίο ορίζεται ότι αναστολή εκτέλεσης της δικαστικής απόφασης επιτρέπεται µόνον υπό την προϋπόθεση ότι το ένδικο µέσο κρίνεται ως προδήλως βάσιµο. Κατά συνέπεια, σε περίπτωση που εκδοθεί από το πρωτοδικείο απόφαση µε την οποία γίνεται δεκτή η προσφυγή του φορολογούµενου και η οποία εκ του νόµου είναι εκτελεστή, η φορολογική αρχή µπορεί, συγχρόνως µε την άσκηση έφεσης, να αιτηθεί από το δικαστήριο την αναστολή εκτέλεσης της πρωτόδικης απόφασης, ιδίως σε περιπτώσεις καταβληθέντων ποσών, προκειµένου να αποτραπεί η επιστροφή τους, εφόσον η έφεση κρίνεται ως προδήλως βάσιµη.

11. Άρθρο 45 (Παράβολα – άρθ. 277 Κ.Δ.Δ.)

Αντικαταστάθηκαν οι παράγραφοι 2, 3 και 4 του άρθρου 277 του Κ.∆.∆. και ρυθµίστηκαν θέµατα αναφορικά µε την έκταση ισχύος των διατάξεων αυτών. Έτσι, µε τις νέες διατάξεις:

- αναπροσαρµόζεται το ύψος του παραβόλου κατά περίπτωση

- εφαρµόζεται αναλογικό παράβολο δύο τοις εκατό (2%) του αντικειµένου της διαφοράς και για την άσκηση προσφυγής επί χρηµατικών φορολογικών διαφορών και τίθεται ανώτατο όριο σε αυτό το ποσό των δέκα χιλιάδων (10.000) ευρώ. Στις περιπτώσεις που το παράβολο υπερβαίνει το ποσό των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ, καταβάλλεται αυτό το ποσό, το δε τυχόν οφειλόµενο ποσό µέχρι του ποσού των δέκα χιλιάδων (10.000) ευρώ καταλογίζεται µε την οριστική απόφαση του δικαστηρίου

- ορίζεται υποχρέωση καταβολής του 1/3 του ποσού του κατά τα ανωτέρω υπολογιζόµενου καταβλητέου παραβόλου κατά την κατάθεση της προσφυγής, έφεσης κλπ., του δε υπολοίπου 2/3 αυτού έως την πρώτη συζήτηση της υπόθεσης, επί ποινή απόρριψης αυτής ως απαράδεκτης. Προς το σκοπό αυτό, ο φορολογούµενος πλέον οφείλει να υποβάλει αίτηση προς την αρµόδια ∆.Ο.Υ. προκειµένου να υπολογισθεί από αυτή κατά τα ανωτέρω το σχετικό παράβολο, µε τη σύνταξη και χορήγηση σε αυτόν ειδικού σηµειώµατος.

ΠΑΡΑ∆ΕΙΓΜΑ: Ο Α ασκεί προσφυγή κατά απόφασης επιβολής προστίµου ύψους 200.000 ευρώ. Το καταβλητέο παράβολο ανέρχεται σε 4.000 ευρώ (200.000x2%). Από αυτό, το ποσό των 1.000 ευρώ θα καταβληθεί κατά την κατάθεση της προσφυγής, το ποσό των 2.000 ευρώ µέχρι την πρώτη συζήτηση αυτής και το υπόλοιπο ποσό των 1.000 ευρώ θα καταλογισθεί µε την απόφαση του δικαστηρίου, εφόσον απορριφθεί η προσφυγή.

Επισηµαίνεται ότι, ήδη µε τις διατάξεις της παραγράφου 7 του άρθρου 65 του νόµου 3994/25.7.2011 (ΦΕΚ 165 Α΄) «Εξορθολογισµός και βελτίωση στην απονοµή της πολιτικής δικαιοσύνης και άλλες διατάξεις» προβλέπεται ότι τα παραπάνω δεν εφαρµόζονται στις διαφορές που ήταν εκκρεµείς κατά την έναρξη ισχύος του ν. 3900/10 (1/1/2011).

Περαιτέρω, µε τις διατάξεις της παραγράφου 4 του άρθρου 65 του νόµου 3994/25.7.2011 (ΦΕΚ 165 Α΄), στο τέλος της παραγράφου 3 του άρθρου 277 του Κ.∆.∆., όπως αυτή αντικαταστάθηκε ανωτέρω µε την παράγραφο 1 του άρθρου 45 του ν. 3900/10, προστέθηκαν νέα εδάφια, µε τα οποία ορίζεται ότι, ως αντικείµενο της διαφοράς θεωρείται η διαφορά του κύριου φόρου, δασµού, τέλους ή προστίµου. Για την έφεση και την αντέφεση ως αντικείµενο της διαφοράς, όταν από το νόµο προβλέπεται η υποβολή δήλωσης του φορολογουµένου πριν από την έκδοση της σχετικής πράξης, θεωρείται η διαφορά του κύριου φόρου, που προκύπτει ανάµεσα σε εκείνον που αντιστοιχεί στη δήλωση και σε αυτόν που καθορίστηκε µε την απόφαση. Στην περίπτωση που δεν προβλέπεται η υποβολή δήλωσης, ως αντικείµενο της διαφοράς θεωρείται το ποσό που καθορίστηκε στην πρωτόδικη απόφαση. Σηµειώνεται ότι, σύµφωνα µε τις διατάξεις της παραγράφου 6 του άρθρου 65 του νόµου 3994/2011, οι πιο πάνω διατάξεις εφαρµόζονται και στις εκκρεµείς κατά την 1/1/2011 (έναρξη ισχύος του ν. 3900/10) υποθέσεις.

Από τη νοµολογία (ΣτΕ 2436/2002) γίνεται δεκτό ότι αναλογικό παράβολο οφείλεται κάθε φορά που το αντικείµενο της φορολογικής διαφοράς αφορά σε αµφισβήτηση ορισµένου ποσού φόρου, άσχετα από τους λόγους αµφισβήτησης.

Σε κάθε περίπτωση από τις διατάξεις αυτές προβλέπεται επίσης συνέπεια για την ελλιπή απόδοση του κατά τα ανωτέρω καταβλητέου παραβόλου.

12. Άρθρο 51
Αντικαταστάθηκαν οι διατάξεις της παραγράφου 9 του άρθρου 13 του ν.2523/1997. Με τις νέες διατάξεις ορίζεται ότι κατά τόπο αρµόδιο για την εκδίκαση των προσφυγών κατά των αποφάσεων των παραγράφων 1 και 6 του άρθρου 13 του ν. 2523/1997 είναι το ∆ιοικητικό Πρωτοδικείο, στην περιφέρεια του οποίου έχει την κατοικία του ο φορολογούµενος ή έχει την έδρα της η επιχείρηση και, ειδικά για την περίπτωση αναστολής λειτουργίας της επαγγελµατικής εγκατάστασης, το ∆ιοικητικό Πρωτοδικείο στην περιφέρεια του οποίου βρίσκεται η επαγγελµατική εγκατάσταση, στην οποία αναφέρεται η προσβαλλόµενη απόφαση. Ακόµη ορίζεται ότι, τόσο η προθεσµία για την άσκηση της προσφυγής, όσο και η άσκηση αυτής, δεν αναστέλλουν την εκτέλεση των αποφάσεων αυτών, αλλά µπορεί µε απόφαση του δικαστηρίου ύστερα από αίτηση του προσφεύγοντος να ανασταλεί η εκτέλεση της προσβαλλόµενης απόφασης κατά τις διατάξεις των άρθρων 200 και επόµενα του Κ.∆.∆. Περαιτέρω, ορίζεται ο χρόνος εκδίκασης των υποθέσεων, καθώς και ο χρόνος εκτέλεσης των αποφάσεων. Επίσης, ενόψει των οριζοµένων σύντοµων προθεσµιών για την εκδίκαση των υποθέσεων και την παροχή των απόψεων της ∆ιοίκησης προς το ∆ιοικητικό Πρωτοδικείο, εφιστάται η προσοχή των προϊσταµένων των ∆.Ο.Υ. για την ανάγκη παρακολούθησης των υποθέσεων αυτών και τη σωστή και έγκαιρη υποβολή των απόψεων προς το ∆ικαστήριο (δηλαδή εντός δεκαπέντε ηµερών από την επίδοση, κατά την παράγραφο 1 του άρθρου 126 του Κ.∆.∆., της προσφυγής, όπως ορίζεται ήδη µε τις διατάξεις της παραγράφου 5 του άρθρου 65 του ν. 3994/11). Η απόφαση του ∆ιοικητικού Πρωτοδικείου κοινοποιείται, µέσα σε δύο µήνες από την έκδοσή της, στη διάδικο διοικητική αρχή κατά περίπτωση (∆/νση Ελέγχου για την αναστολή λειτουργίας καταστηµάτων και αρµόδια ∆.Ο.Υ. για τις αφαιρέσεις αδειών κλπ.), η οποία φροντίζει για την εκτέλεσή της εντός προθεσµίας ενός µηνός από την κοινοποίησή της.
Σηµειώνεται ότι, τα ανωτέρω εφαρµόζονται και επί των ενεργειών των ∆.Ο.Υ. για τη διασφάλιση των συµφερόντων του ∆ηµοσίου καθώς και των αποφάσεων του Υπουργού Οικονοµικών που εκδίδονται µε βάση το άρθρο 14 του ν. 2523/1997, σύµφωνα µε τις διατάξεις του τελευταίου εδαφίου της παραγράφου 4 του ιδίου άρθρου, όπως αυτή προστέθηκε µε την παράγραφο 2 του άρθρου 38 του ν.3659/2008.
Τέλος, ορίζεται ότι η απόφαση του ∆ιοικητικού Πρωτοδικείου είναι υποχρεωτικά εκτελεστή και κατά της απόφασης αυτής δεν επιτρέπεται η άσκηση έφεσης σε κανέναν από τους διαδίκους.
Σηµειώνεται ότι οι διατάξεις του νόµου 3900/11, σύµφωνα µε τις διατάξεις του άρθρου 70 του νόµου αυτού, ισχύουν από 1/1/2011, εκτός εάν στις επιµέρους διατάξεις του ορίζεται διαφορετικά.


ΑΚΡΙΒΕΣ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟ

Η ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΗ ΤΗΣ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑΣ

Ο ΑΝΑΠΛ. ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ

ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ

Π Ι Ν Α Κ Α Σ ∆ Ι Α Ν Ο Μ Η Σ

 

Ι. ΑΠΟ∆ΕΚΤΕΣ ΓΙΑ ΕΝΕΡΓΕΙΑ
1. Όλες οι ∆.Ο.Υ.
2. ∆.Ε.Κ. Αθηνών, Θεσ/νίκης
3. Όλα τα Π.Ε.Κ.

ΙΙ. ΑΠΟ∆ΕΚΤΕΣ ΓΙΑ ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ
1. Γ.Γ.Π.Σ. –∆/νση Εφαρµογών Η/Υ (∆/30)
2. Γ.Γ.Π.Σ. – Έργο “ELENXIS”
3. Περιφ. Οικον. Επιθ/σεις - όλοι οι Οικ. Επιθ/τές
4. Περιφερειακές ∆/νσεις Σ.∆.Ο.Ε.
5. Αποδέκτες Πινάκων: Η΄ (εκτός των αριθµ. 8, 9, 10), ΙΑ΄, ΙΒ΄ (εκτός των αριθµ. 9 έως 17), ΙΓ΄, ΙΕ΄, ΙΣΤ΄, ΙΖ΄, ΙΗ΄, ΚΒ΄
6. Συµβούλιο της Επικρατείας
7. Γενικός Επίτροπος Επικρατείας επί των Τακτικών ∆ιοικητικών ∆ικαστηρίων
8. Ειδικό Γραφείο Νοµικού Συµβούλου Φορολογίας-Ακαδηµίας 68 και Χαρ. Τρικούπη 106 78, Αθήνα
9. ΠΟΕ-∆ΟΥ - Οµήρου 18, Τ.Κ. 106 72, Αθήνα
10. Περιοδικό Φορολογική Επιθεώρηση - Οµήρου 18, Τ.Κ. 106 72, Αθήνα

ΙΙΙ. ΕΣΩΤΕΡΙΚΗ ∆ΙΑΝΟΜΗ
1. Γραφείο Υπουργού
2. Γραφείο Αναπληρωτή Υπουργού
3. Γραφεία Γεν. Γραµµατέων Φορ. και Τελ. Θεµάτων και Γ.Γ.Π.Σ.
4. Γραφείο Ειδ. Γραµµατέα Σ.∆.Ο.Ε.
5. Γραφεία Γεν. ∆/ντών
6. ∆/νσεις Γεν. ∆/νσεων Φορολογίας, Φορολ. Ελέγχων, Οικον. Επιθ/σης και ∆ιοικ.

Υποστήριξης
7. ∆/νσεις Σ.∆.Ο.Ε. (Κ.Υ.)
8. ∆ιεύθυνση Ελέγχου – Τµήµατα Α΄, Β΄, Γ΄, ∆΄, Ε΄ (από 10 αντίγραφα)
9. Γραφείο Επικοινωνίας και Πληροφόρησης Πολιτών
10. Γραφείο Τύπου και ∆ηµοσίων Σχέσεων (20 αντίγραφα)