Κανονισμός 1881/2006

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1881/2006 της Επιτροπής, της 19ης Δεκεμβρίου 2006 , για καθορισμό μέγιστων επιτρεπτών επιπέδων για ορισμένες ουσίες οι οποίες επιμολύνουν τα τρόφιμα.

19 Δεκεμβρίου 2006

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΚ) αριθ. 1881/2006 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ
της 19ης Δεκεμβρίου 2006
για καθορισμό μέγιστων επιτρεπτών επιπέδων για ορισμένες ουσίες οι οποίες επιμολύνουν τα τρόφιμα
(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)
Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,
Έχοντας υπόψη:
τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας,
τον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 315/93 του Συμβουλίου, της 8ης
Φεβρουαρίου 1993, για τη θέσπιση κοινοτικών διαδικασιών για
τις προσμείξεις των τροφίμων (1), και ιδίως το άρθρο 2 παράγρα-
φος 3,
Εκτιμώντας τα ακόλουθα:
(1) Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 466/2001 της Επιτροπής, της 8ης
Μαρτίου 2001, για τον καθορισμό μέγιστων τιμών ανοχής
για ορισμένες προσμείξεις στα τρόφιμα (2) τροποποιήθηκε
σημαντικά πολλές φορές. Είναι απαραίτητο να τροποποιη-
θούν πάλι τα μέγιστα επιτρεπτά επίπεδα για ορισμένες
ουσίες οι οποίες επιμολύνουν τα τρόφιμα προκειμένου να
ληφθούν υπόψη οι νέες πληροφορίες και εξελίξεις του
Codex Alimentarius. Παράλληλα, το κείμενο θα πρέπει,
κατά περίπτωση, να αποσαφηνιστεί. Συνεπώς, ο κανονισμός
(ΕΚ) αριθ. 466/2001 πρέπει να αντικατασταθεί.
(2) Είναι σημαντικό, προκειμένου να προστατευθεί η δημόσια
υγεία, να διατηρείται η περιεκτικότητα των τροφίμων σε
ουσίες οι οποίες τα επιμολύνουν σε επίπεδα αποδεκτά από
τοξικολογική άποψη.
(3) Δεδομένων των διαφορών μεταξύ των νομοθεσιών των κρα-
τών μελών και της ενδεχόμενης επικινδυνότητας διαστρεβλώ-
σεων του ανταγωνισμού που μπορούν να προκύψουν από
αυτές, για ορισμένες ουσίες οι οποίες επιμολύνουν τα τρό-
φιμα επιβάλλεται να ληφθούν κοινοτικά μέτρα για τη δια-
σφάλιση της ενότητας της αγοράς, ενώ, παράλληλα, να
τηρηθεί η αρχή της αναλογικότητας.
(4) Τα μέγιστα επιτρεπτά επίπεδα πρέπει να καθοριστούν σε ένα
αυστηρό επίπεδο, ευλόγως εφικτό, με την εφαρμογή ορθών
γεωργικών, αλιευτικών και μεταποιητικών πρακτικών, λαμβά-
νοντας υπόψη τον κίνδυνο που σχετίζεται με την κατανά-
λωση των τροφίμων. Στην περίπτωση των ουσιών οι οποίες
επιμολύνουν τα τρόφιμα και θεωρούνται γονιδιοτοξικά καρ-
κινογόνα ή σε περιπτώσεις κατά τις οποίες η τρέχουσα
έκθεση του πληθυσμού ή ευάλωτων ομάδων του πληθυσμού
προσεγγίζει την ανεκτή πρόσληψη ή την υπερβαίνει, πρέπει
να καθοριστούν μέγιστα επιτρεπτά επίπεδα στο κατώτερο
ευλόγως εφικτό επίπεδο (ΚΕΕΕ). Οι προσεγγίσεις αυτές εξα-
σφαλίζουν ότι οι υπεύθυνοι των επιχειρήσεων τροφίμων
εφαρμόζουν μέτρα για την κατά το δυνατόν πρόληψη και
μείωση της μόλυνσης, προκειμένου να προστατευθεί η δημό-
σια υγεία. Επιπλέον, ενδείκνυται, για την προστασία της
υγείας των βρεφών και των μικρών παιδιών, τα οποία απο-
τελούν ευάλωτη ομάδα, να θεσπιστούν τα κατώτερα μέγιστα
επιτρεπτά επίπεδα, τα οποία είναι επιτεύξιμα μέσω αυστηρής
επιλογής των πρώτων υλών που χρησιμοποιούνται για την
παρασκευή τροφίμων για βρέφη και μικρά παιδιά. Η
αυστηρή αυτή επιλογή των πρώτων υλών ενδείκνυται
επίσης για την παρασκευή ορισμένων ειδικών τροφίμων,
όπως πίτουρα, για άμεση κατανάλωση από τον άνθρωπο.
(5) Προκειμένου να μπορούν τα μέγιστα επιτρεπτά επίπεδα να
εφαρμοστούν στα αποξηραμένα, αραιωμένα, μεταποιημένα ή
αποτελούμενα από διάφορα συστατικά τρόφιμα, όπου δεν
έχουν θεσπιστεί συγκεκριμένα κοινοτικά μέγιστα επιτρεπτά
επίπεδα οι υπεύθυνοι των επιχειρήσεων τροφίμων πρέπει να
παρέχουν τους ειδικούς συντελεστές συμπύκνωσης και
αραίωσης, συνοδευόμενους από τα κατάλληλα πειραματικά
στοιχεία που αιτιολογούν τον προτεινόμενο συντελεστή.
(6) Προκειμένου να εξασφαλιστεί η αποτελεσματική προστασία
της δημόσιας υγείας, προϊόντα τα οποία περιέχουν ουσίες οι
οποίες τα επιμολύνουν που υπερβαίνουν τα μέγιστα επιτρε-
πτά επίπεδα δεν πρέπει να διατίθενται στην αγορά, είτε
αυτούσια, είτε κατόπιν ανάμειξης με τρόφιμα, είτε χρησιμο-
ποιούμενα ως συστατικά σε άλλα τρόφιμα.
(7) Έχει αναγνωριστεί ότι οι μέθοδοι διαλογής ή άλλες φυσικές
διαδικασίες επιτρέπουν να μειωθεί η περιεκτικότητα σε αφλα-
τοξίνες στα αράπικα φιστίκια, στους ξηρούς καρπούς με
κέλυφος, στα ξηρά φρούτα και στον αραβόσιτο. Προκειμέ-
νου να ελαχιστοποιηθούν οι επιπτώσεις στο εμπόριο, θα
πρέπει να γίνουν αποδεκτές υψηλότερες περιεκτικότητες σε
αφλατοξίνες για τα εν λόγω προϊόντα, εφόσον αυτά δεν
προορίζονται για άμεση κατανάλωση από τον άνθρωπο ή
για χρήση ως συστατικά τροφίμων. Στις περιπτώσεις αυτές,
τα μέγιστα επιτρεπτά επίπεδα για τις αφλατοξίνες πρέπει να
καθοριστούν, λαμβανομένης υπόψη της αποτελεσματικό-
τητας των διαδικασιών που προαναφέρθηκαν, προκειμένου
να μειωθεί η περιεκτικότητα σε αφλατοξίνες στα αράπικα
φιστίκια, στους ξηρούς καρπούς με κέλυφος, στα ξηρά
φρούτα και στον αραβόσιτο σε επίπεδα χαμηλότερα από
τα καθορισμένα μέγιστα επιτρεπτά επίπεδα για τα εν λόγω
προϊόντα, εφόσον αυτά δεν προορίζονται για άμεση κατανά-
λωση από τον άνθρωπο ή για χρήση ως συστατικά τροφίμων.
(8) Για να καταστεί δυνατή η αποτελεσματική επιβολή των μέγι-
στων επιτρεπτών επιπέδων για ορισμένες ουσίες που επιμο-
λύνουν ορισμένα τρόφιμα, είναι σκόπιμο να προβλεφθούν
κατάλληλες διατάξεις επισήμανσης για τις εν λόγω περιπτώ-
σεις.
EL20.12.2006 Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης L 364/5
(1) ΕΕ L 37 της 13.2.1993, σ. 1. Κανονισμός όπως τροποποιήθηκε με τον
κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1882/2003 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και
του Συμβουλίου (ΕΕ L 284 της 31.10.2003, σ. 1).
(2) ΕΕ L 77 της 16.3.2001, σ. 1. Κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευ-
ταία με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 199/2006 (ΕΕ L 32 της 4.2.2006,
σ. 32).
(9) Λόγω των κλιματικών συνθηκών σε ορισμένα κράτη μέλη,
είναι δύσκολο να εξασφαλιστεί η μη υπέρβαση των μέγιστων
επιτρεπτών επιπέδων για τα νωπά μαρούλια και το νωπό
σπανάκι. Πρέπει να επιτραπεί στα εν λόγω κράτη μέλη να
εξακολουθήσουν προσωρινά να επιτρέπουν την εμπορία
νωπών μαρουλιών και νωπού σπανακιού τα οποία καλλιερ-
γούνται και προορίζονται για κατανάλωση στην επικράτειά
τους και των οποίων η περιεκτικότητα σε νιτρικά υπερβαίνει
τα μέγιστα επιτρεπτά επίπεδα Οι παραγωγοί μαρουλιών και
σπανακιού οι οποίοι είναι εγκατεστημένοι στα κράτη μέλη
στα οποία έχουν δοθεί οι προαναφερθείσες άδειες πρέπει να
τροποποιήσουν τις γεωργικές τους μεθόδους, εφαρμόζοντας
τις ορθές γεωργικές πρακτικές οι οποίες συνιστώνται σε
εθνικό επίπεδο.
(10) Ορισμένα είδη ψαριών που προέρχονται από την περιοχή της
Βαλτικής ενδέχεται να περιέχουν υψηλά επίπεδα διοξινών και
παρόμοιων με τις διοξίνες πολυχλωροδιφαινυλίων (PCB).
Σημαντικό ποσοστό των εν λόγω ειδών ψαριών από την
περιοχή της Βαλτικής δεν θα συμμορφώνονται προς τα μέγι-
στα επιτρεπτά επίπεδα και, συνεπώς, θα αποκλείονται από τη
διατροφή. Υπάρχουν ενδείξεις ότι ο αποκλεισμός των ψαριών
από τη διατροφή μπορεί να έχει αρνητικό αντίκτυπο στην
υγεία του ανθρώπου στην περιοχή της Βαλτικής.
(11) Η Σουηδία και η Φινλανδία διαθέτουν ένα σύστημα με το
οποίο εξασφαλίζουν ότι οι καταναλωτές είναι πλήρως ενη-
μερωμένοι για τις διατροφικές συστάσεις που αφορούν
στους περιορισμούς σχετικά με την κατανάλωση ψαριών
από την περιοχή της Βαλτικής από αναγνωρισμένες ευάλωτες
ομάδες του πληθυσμού, έτσι ώστε να αποφεύγονται οι δυνη-
τικοί κίνδυνοι για την υγεία. Συνεπώς, είναι σκόπιμο να
επιτραπεί παρέκκλιση στη Φινλανδία και τη Σουηδία ώστε
να διαθέσουν στην αγορά για προσωρινό χρονικό διάστημα
ορισμένα είδη ψαριών που προέρχονται από την περιοχή της
Βαλτικής και προορίζονται για κατανάλωση στην επικράτειά
τους με επίπεδα διοξινών και παρόμοιων με τις διοξίνες PCB
υψηλότερα από εκείνα που ορίζονται στον παρόντα κανονι-
σμό. Πρέπει να λαμβάνονται τα αναγκαία μέτρα για να εξα-
σφαλιστεί ότι τα ψάρια και τα προϊόντα ψαριών που δεν
συμμορφώνονται προς τα μέγιστα επιτρεπτά επίπεδα δεν
διατίθενται στην αγορά άλλων κρατών μελών. Η Φινλανδία
και Σουηδία υποβάλλουν κάθε έτος στην Επιτροπή έκθεση
με τα αποτελέσματα της παρακολούθησης των επιπέδων διο-
ξινών και παρόμοιων με τις διοξίνες PCB στα ψάρια από την
περιοχή της Βαλτικής και τα μέτρα για τη μείωση της
έκθεσης του ανθρώπου σε διοξίνες και παρόμοια με τις
διοξίνες PCB από την περιοχή της Βαλτικής.
(12) Προκειμένου να εξασφαλιστεί η επιβολή των μέγιστων επι-
τρεπτών επιπέδων με ομοιόμορφο τρόπο, πρέπει να εφαρμό-
ζονται τα ίδια κριτήρια δειγματοληψίας και τα ίδια κριτήρια
επίδοσης των μεθόδων ανάλυσης από τις αρμόδιες αρχές σε
ολόκληρη την Κοινότητα. Είναι, επιπλέον, σημαντικό τα απο-
τελέσματα των αναλύσεων να αναφέρονται και να ερμηνεύο-
νται με ομοιόμορφο τρόπο. Τα μέτρα όσον αφορά τη δειγ-
ματοληψία και ανάλυση που καθορίζονται στον παρόντα
κανονισμό προβλέπουν ομοιόμορφους κανόνες υποβολής
εκθέσεων και ερμηνείας.
(13) Για ορισμένες ουσίες οι οποίες επιμολύνουν τα τρόφιμα, τα
κράτη μέλη και τα ενδιαφερόμενα μέρη πρέπει να παρακο-
λουθούν και να αναφέρουν τα επίπεδα καθώς και να υπο-
βάλλουν εκθέσεις σχετικά με την πρόοδο όσον αφορά στην
εφαρμογή των προληπτικών μέτρων, έτσι ώστε η Επιτροπή να
είναι σε θέση να αξιολογήσει την ανάγκη τροποποίησης των
υφιστάμενων μέτρων ή θέσπισης πρόσθετων μέτρων.
(14) Κάθε μέγιστο επιτρεπτό επίπεδο που θεσπίζεται σε κοινοτικό
επίπεδο μπορεί να υπόκειται σε επανεξέταση προκειμένου να
ληφθούν υπόψη η εξέλιξη των επιστημονικών και τεχνικών
γνώσεων, καθώς και οι βελτιώσεις στις ορθές γεωργικές,
αλιευτικές και μεταποιητικές πρακτικές.
(15) Τα πίτουρα και τα φύτρα μπορούν να διατίθενται στην
αγορά για άμεση κατανάλωση από τον άνθρωπο και, συ-
νεπώς, είναι σκόπιμο να θεσπισθεί μέγιστο επιτρεπτό επίπεδο
για την δεσοξυνιβαλενόλη και την ζεαραλενόνη στα εν λόγω
προϊόντα.
(16) Ο Codex Alimentarius όρισε προσφάτως μέγιστο επιτρεπτό
επίπεδο για το μόλυβδο στα ψάρια, το οποίο η Κοινότητα
αποδέχθηκε. Ως εκ τούτου, είναι σκόπιμο να τροποποιηθεί
δεόντως η ισχύουσα διάταξη για το μόλυβδο στα ψάρια.
(17) Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 853/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινο-
βουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για
τον καθορισμό ειδικών κανόνων υγιεινής για τα τρόφιμα
ζωικής προέλευσης (3), ορίζει τα τρόφιμα ζωικής προέλευσης
και, συνεπώς, οι αναφορές στα τρόφιμα ζωικής προέλευσης
πρέπει να τροποποιηθούν σε ορισμένες περιπτώσεις σύμφωνα
με την ορολογία που χρησιμοποιείται στον εν λόγω κανονι-
σμό.
(18) Πρέπει να προβλεφθεί ότι τα μέγιστα επιτρεπτά επίπεδα για
τις ουσίες οι οποίες επιμολύνουν τα τρόφιμα, δεν εφαρμό-
ζονται στα τρόφιμα τα οποία διατέθηκαν νομίμως στην κοι-
νοτική αγορά πριν από την ημερομηνία εφαρμογής των εν
λόγω μέγιστων επιτρεπτών επιπέδων.
(19) Όσον αφορά τα νιτρικά, τα λαχανικά είναι η κύρια πηγή
πρόσληψης νιτρικών από τον άνθρωπο. Η επιστημονική επι-
τροπή τροφίμων (ΕΕΤ) δήλωσε, στη γνώμη της 22ας Σεπτεμ-
βρίου 1995 (4), ότι η συνολική λήψη νιτρικών είναι συνήθως
αρκετά κάτω από το αποδεκτό όριο ημερήσιας πρόσληψης
(ΑπΟΗΠ) των 3,65 mg/kg σωματικού βάρους (σ.β). Εντού-
τοις, συνιστάται η συνέχιση των προσπαθειών προκειμένου
να μειωθεί η έκθεση σε νιτρικά μέσω των τροφίμων και του
νερού.
(20) Ορισμένες κλιματικές συνθήκες έχουν σημαντική επίδραση
στα επίπεδα νιτρικών σε ορισμένα λαχανικά όπως στο
μαρούλι και στο σπανάκι· συνεπώς, πρέπει να καθοριστούν
διαφορετικά μέγιστα επιτρεπτά επίπεδα για τα νιτρικά ανά-
λογα με την εποχή.
ELL 364/6 Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης 20.12.2006
(3) ΕΕ L 139 της 30.4.2004, σ. 55· όπως διορθώθηκε στην ΕΕ L 226 της
25.6.2004, σ. 22. Κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία με τον
κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1662/2006 της Επιτροπής (ΕΕ L 320 της
18.11.2006, σ. 1).
(4) Εκθέσεις της επιστημονικής επιτροπής τροφίμων, 38η σειρά, γνώμη της
επιστημονικής επιτροπής τροφίμων σχετικά με τα νιτρικά και τα νιτρώδη,
σ. 1-33, http://ec.europa.eu/food/fs/sc/scf/reports/scf_reports_38.pdf
(21) Όσον αφορά τις αφλατοξίνες, η EET δήλωσε, στη γνώμη της
23ης Σεπτεμβρίου 1994, ότι οι αφλατοξίνες είναι γονιδιο-
τοξικά καρκινογόνα (5). Με βάση τη γνώμη αυτή, είναι σκό-
πιμο να περιοριστεί η συνολική περιεκτικότητα των τροφίμων
σε αφλατοξίνες (άθροισμα των αφλατοξινών B1, B2, G1 και
G2) καθώς και η περιεκτικότητα της αφλατοξίνης B1 ξεχω-
ριστά, δεδομένου ότι η αφλατοξίνη B1 είναι κατά πολύ η
πλέον τοξική ένωση. Για την αφλατοξίνη M1 στα τρόφιμα
για βρέφη και μικρά παιδιά πρέπει να εξεταστεί πιθανή
μείωση του ισχύοντος μέγιστου επιτρεπτού επιπέδου υπό
το πρίσμα των εξελίξεων στις διαδικασίες ανάλυσης.
(22) Όσον αφορά την ωχρατοξίνη A (OTA), η EET εξέδωσε
επιστημονική γνώμη στις 17 Σεπτεμβρίου 1998 (6). Αξιολό-
γηση της διατροφικής πρόσληψης ωχρατοξίνης Α από τον
πληθυσμό της Κοινότητας διεξήχθη (7) στο πλαίσιο της οδη-
γίας 93/5/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 25ης Φεβρουαρίου
1993, για τη συνδρομή και τη συνεργασία των κρατών
μελών με την Επιτροπή σχετικά με την επιστημονική εξέταση
θεμάτων που αφορούν τα τρόφιμα (SCOOP) (8). Η Ευρω-
παϊκή Αρχή για τη Ασφάλεια των Τροφίμων (ΕΑΑΤ), έπειτα
από αίτηση της Επιτροπής, εξέδωσε επικαιροποιημένη επι-
στημονική γνώμη σχετικά με την ωχρατοξίνη Α στα τρόφιμα
στις 4 Απριλίου 2006 (9), λαμβάνοντας υπόψη τις νέες
επιστημονικές πληροφορίες, και έθεσε ένα ανεκτό όριο εβδο-
μαδιαίας πρόσληψης (ΑΟΕΠ) ύψους 120 ng/kg σ.β.
(23) Με βάση τις γνώμες αυτές, είναι σκόπιμο να καθοριστούν
μέγιστα επιτρεπτά επίπεδα για τα δημητριακά, τα προϊόντα
δημητριακών, τις σταφίδες, το φρυγμένο καφέ, το κρασί, το
χυμό σταφυλιών και τα τρόφιμα για βρέφη και μικρά παιδιά,
όλα εκ των οποίων συμβάλλουν σημαντικά στη γενική
έκθεση του ανθρώπου στην ΟΤΑ ή στην έκθεση των ευάλω-
των ομάδων καταναλωτών, όπως τα παιδιά.
(24) Η σκοπιμότητα θέσπισης μέγιστων επιτρεπτών επιπέδων για
την ΟΤΑ σε τρόφιμα όπως τα ξηρά φρούτα, πλην των στα-
φίδων, το κακάο και τα προϊόντα με βάση το κακάο, τα
καρυκεύματα, τα προϊόντα κρέατος, ο ωμός καφές, η
μπίρα και η γλυκόριζα, καθώς και η σκοπιμότητα επανεξέ-
τασης των υφιστάμενων μέγιστων επιτρεπτών επιπέδων, ιδίως
για την ΟΤΑ στις σταφίδες και στο χυμό σταφυλιών, θα
εξεταστεί με βάση την πρόσφατη επιστημονική γνώμη της
ΕΑΑΤ.
(25) Όσον αφορά την πατουλίνη, η ΕΕΤ ενέκρινε, κατά τη συ-
νεδρίαση της 8ης Μαρτίου 2000, το προσωρινό μέγιστο
ανεκτό όριο ημερήσιας πρόσληψης (ΠΜΑΟΗΠ) των 0,4
μg/kg σ.β. για την πατουλίνη (10).
(26) Το 2001 εκτελέστηκε ένα έργο της SCOOP «Αξιολόγηση
της διατροφικής πρόσληψης πατουλίνης από τον πληθυσμό
των κρατών μελών της ΕΕ» στο πλαίσιο της οδηγίας
93/5/ΕΟΚ (11).
(27) Με βάση την εν λόγω αξιολόγηση και λαμβανομένου υπόψη
του ΠΜΑΟΗΠ, πρέπει να θεσπιστούν μέγιστα επιτρεπτά επί-
πεδα για την πατουλίνη σε ορισμένα τρόφιμα, προκειμένου
να προστατευθούν οι καταναλωτές από μη αποδεκτή επιμό-
λυνση. Τα εν λόγω μέγιστα επιτρεπτά επίπεδα πρέπει να
επανεξεταστούν και, εφόσον χρειαστεί, να μειωθούν, λαμβα-
νομένης υπόψη της προόδου των επιστημονικών και τεχνο-
λογικών γνώσεων και της εφαρμογής της σύστασης
2003/598/ΕΚ της Επιτροπής, της 11ης Αυγούστου 2003,
για τη μείωση της μόλυνσης από πατουλίνη στο χυμό μήλου
και στα συστατικά από χυμό μήλου σε άλλα ποτά (12).
(28) Όσον αφορά τις τοξίνες από μύκητες του γένους Fusarium,
η EET εξέδωσε διάφορες γνώμες για την αξιολόγηση της
δεσοξυνιβαλενόλης το Δεκέμβριο του 1999 (13) θεσπίζοντας
ανεκτό όριο ημερήσιας πρόσληψης (ΑΟΗΠ) 1 μg/kg σ.β.,
της ζεαραλενόνης τον Ιούνιο του 2000 (14) θεσπίζοντας
προσωρινό ΑΟΗΠ 0,2 μg/kg σ.β., των φουμονισινών τον
Οκτώβριο του 2000 (15) (επικαιροποιήθηκε τον Απρίλιο
του 2003) (16) θεσπίζοντας ΑΟΗΠ 2 μg/kg σ.β., της νιβα-
λενόλης τον Οκτώβριο του 2000 (17) θεσπίζοντας προσω-
ρινό ΑΟΗΠ 0,7 μg/kg σ.β., της τοξίνης T-2 και HT-2 το
Μάιο του 2001 (18) θεσπίζοντας συνδυασμένο προσωρινό
ΑΟΗΠ 0,06 μg/kg σ.β. και των τριχοθηκινών ως ομάδας
το Φεβρουάριο του 2002 (19).
EL20.12.2006 Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης L 364/7
(5) Εκθέσεις της επιστημονικής επιτροπής τροφίμων, 35η σειρά, γνώμη της
επιστημονικής επιτροπής τροφίμων για τις αφλατοξίνες, την ωχρατοξίνη
A και την πατουλίνη, σ. 45-50,
http://ec.europa.eu/food/fs/sc/scf/reports/scf_reports_35.pdf
(6) Γνώμη της επιστημονικής επιτροπής τροφίμων σχετικά με την ωχρατοξίνη
A (η οποία εκδόθηκε στις 17 Σεπτεμβρίου 1998),
http://ec.europa.eu/food/fs/sc/scf/out14_en.html
(7) Εκθέσεις σχετικά με τα έργα της επιστημονικής συνεργασίας, έργο 3.2.7
«Αξιολόγηση της διατροφικής πρόσληψης ωχρατοξίνης Α από το πλη-
θυσμό των κρατών μελών της ΕΕ»,
http://ec.europa.eu/food/food/chemicalsafety/contaminants/
task_3-2-7_en.pdf
(8) ΕΕ L 52 της 4.3.1993, σ. 18.
(9) Γνώμη του επιστημονικού πάνελ σχετικά με τις ουσίες οι οποίες επιμο-
λύνουν την τροφική αλυσίδα της ΕΑΑΤ, έπειτα από αίτηση της Επι-
τροπής σχετικά με την ωχρατοξίνη Α στα τρόφιμα,
http://www.efsa.europa.eu/etc/medialib/efsa/science/contam/contam
_opinions/1521.Par.0001.File.dat/contam_op_ej365_ochratoxin
_a_food_en1.pdf
(10) Πρακτικά της 120ής συνεδρίασης της επιστημονικής επιτροπής
τροφίμων η οποία πραγματοποιήθηκε στις 8-9 Μαρτίου 2000 στις
Βρυξέλλες, δήλωση σχετικά με την πατουλίνη,
http://ec.europa.eu/food/fs/sc/scf/out55_en.pdf
(11) Εκθέσεις σχετικά με τα έργα της επιστημονικής συνεργασίας, έργο 3.2.8
«Αξιολόγηση της διατροφικής πρόσληψης πατουλίνης από τον πληθυ-
σμό των κρατών μελών της ΕΕ», http://ec.europa.eu/food/food/
chemicalsafety/contaminants/3.2.8_en.pdf.
(12) ΕΕ L 203 της 12.8.2003, σ. 34.
(13) Γνώμη της επιστημονικής επιτροπής τροφίμων σχετικά με τις τοξίνες
από μύκητες του γένους Fusarium, μέρος 1: δεσοξυνιβαλενόλη
(DON) (η οποία εκδόθηκε στις 2 Δεκεμβρίου 1999),
http://ec.europa.eu/food/fs/sc/scf/out44_en.pdf
(14) Γνώμη της επιστημονικής επιτροπής τροφίμων σχετικά με τις τοξίνες
από μύκητες του γένους Fusarium, μέρος 2: ζεαραλενόνη (ZEA) (η
οποία εκδόθηκε στις 22 Ιουνίου 2000)
http://ec.europa.eu/food/fs/sc/scf/out65_en.pdf
(15) Γνώμη της επιστημονικής επιτροπής τροφίμων σχετικά με τις τοξίνες
από μύκητες του γένους Fusarium, μέρος 3: φουμονισίνη B1 (FB1)
(η οποία εκδόθηκε στις 17 Οκτωβρίου 2000),
http://ec.europa.eu/food/fs/sc/scf/out73_en.pdf
(16) Επικαιροποιημένη γνώμη της επιστημονικής επιτροπής τροφίμων σχετικά
με τη φουμονισίνη B1, B2 και B3 (η οποία εκδόθηκε στις 4 Απριλίου
2003),
http://ec.europa.eu/food/fs/sc/scf/out185_en.pdf
(17) Γνώμη της επιστημονικής επιτροπής τροφίμων σχετικά με τις τοξίνες
από μύκητες του γένους Fusarium, μέρος 4: νιβαλενόλη (η οποία
εκδόθηκε στις 19 Οκτωβρίου 2000),
http://ec.europa.eu/food/fs/sc/scf/out74_en.pdf
(18) Γνώμη της επιστημονικής επιτροπής τροφίμων σχετικά με τις τοξίνες
από μύκητες του γένους Fusarium, μέρος 5: τοξίνη T-2 και HT-2 (η
οποία εκδόθηκε στις 30 Μαΐου 2001),
http://ec.europa.eu/food/fs/sc/scf/out88_en.pdf
(19) Γνώμη της επιστημονικής επιτροπής τροφίμων σχετικά με τις τοξίνες
από μύκητες του γένους Fusarium, μέρος 6: ομαδική αξιολόγηση
της τοξίνης T-2, της τοξίνης HT-2, της νιβαλενόλης και της δεσοξυνι-
βαλενόλης (η οποία εκδόθηκε στις 26 Φεβρουαρίου 2002),
http://ec.europa.eu/food/fs/sc/scf/out123_en.pdf
(29) Στο πλαίσιο της οδηγίας 93/5/ΕΟΚ, το έργο της SCOOP
«Συλλογή στοιχείων σχετικά με την εμφάνιση των τοξινών
από μύκητες του γένους Fusarium στα τρόφιμα και αξιολό-
γηση της διατροφικής πρόσληψης από τον πληθυσμό των
κρατών μελών της ΕΕ» εκτελέστηκε και οριστικοποιήθηκε το
Σεπτέμβριο του 2003 (20).
(30) Με βάση τις επιστημονικές γνώμες και την αξιολόγηση της
διατροφικής πρόσληψης, είναι σκόπιμο να καθοριστούν μέγι-
στα επιτρεπτά επίπεδα για τη δεσοξυνιβαλενόλη, τη ζεαρα-
λενόνη και τις φουμονισίνες. Όσον αφορά τις φουμονισίνες,
τα αποτελέσματα του εποπτικού ελέγχου των πρόσφατων
συγκομιδών καταδεικνύουν ότι ο αραβόσιτος και τα προϊό-
ντα αραβοσίτου μπορούν να επιμολυνθούν σε πολύ μεγάλο
βαθμό από φουμονισίνες και ενδείκνυται να ληφθούν μέτρα
προκειμένου να αποφευχθεί η είσοδος τέτοιων μη αποδεκτά
επιμολυσμένων αραβοσίτων και προϊόντων αραβοσίτου στην
τροφική αλυσίδα.
(31) Οι εκτιμήσεις για την πρόσληψη δείχνουν ότι η παρουσία
των τοξινών T-2 και HT-2 μπορεί να εγείρει ανησυχίες για
τη δημόσια υγεία. Συνεπώς, αποτελεί ανάγκη και άμεση
προτεραιότητα η ανάπτυξη μιας αξιόπιστης και ευαίσθητης
μεθόδου, η συλλογή περισσότερων στοιχείων σχετικά με την
εμφάνιση των εν λόγω τοξινών και περισσότερη διερεύνη-
ση/έρευνα σχετικά με τους παράγοντες που συντελούν στην
παρουσία των τοξινών T-2 και HT-2 στα δημητριακά και
στα προϊόντα με βάση τα δημητριακά, ιδίως δε στη βρώμη
και στα προϊόντα με βάση τη βρώμη.
(32) Δεν κρίνεται αναγκαίο, λόγω συνύπαρξης, να εξεταστεί η
λήψη συγκεκριμένων μέτρων για την 3-ακετυλο-δεσοξυνιβα-
λενόλη, την 15-ακετυλο-δεσοξυνιβαλενόλη και τη φουμονι-
σίνη B3, καθώς μέτρα όσον αφορά ιδίως τη δεσοξυνιβαλε-
νόλη και τη φουμονισίνη B1 και B2 θα προστατεύσουν τον
ανθρώπινο πληθυσμό και από τη μη αποδεκτή έκθεση στην
3-ακετυλο-δεσοξυνιβαλενόλη, την 15-ακετυλο-δεσοξυνιβα-
λενόλη και τη φουμονισίνη B3. Το ίδιο ισχύει και για τη
νιβαλενόλη, για την οποία, σε κάποιο βαθμό, μπορεί να
παρατηρηθεί συνύπαρξη με τη δεσοξυνιβαλενόλη. Επιπλέον,
η έκθεση του ανθρώπου στη νιβαλενόλη εκτιμάται ότι είναι
σημαντικά κάτω από το π-ΑΟΗΠ. Όσον αφορά τις άλλες
τριχοθηκίνες που εξετάστηκαν στο πλαίσιο του προαναφερ-
θέντος έργου της SCOOP, όπως η 3-ακετυλο-δεσοξυνιβαλε-
νόλη, η 15-ακετυλο-δεσοξυνιβαλενόλη, η φουζαρενόνη-X, η
T2-τριόλη, η διακετοξυσκιρπενόλη, η νεοσολανιόλη, η
μονοακετοξυσκιρπενόλη και η βερρουκόλη, οι περιορισμένες
διαθέσιμες πληροφορίες καταδεικνύουν ότι δεν εμφανίζονται
ευρέως και ότι τα επίπεδα που διαπιστώθηκαν είναι γενικώς
χαμηλά.
(33) Οι κλιματικές συνθήκες κατά τη διάρκεια της ανάπτυξης, και
ιδίως κατά την ανθοφορία, επηρεάζουν σημαντικά την περιε-
κτικότητα σε τοξίνες από μύκητες του γένους Fusarium.
Ωστόσο, οι ορθές γεωργικές πρακτικές, με τις οποίες μειώ-
νονται στο ελάχιστο οι παράγοντες επικινδυνότητας, μπο-
ρούν να συμβάλουν στην ως ένα βαθμό πρόληψη της επι-
μόλυνσης με μύκητες του γένους Fusarium. Η σύσταση
2006/583/ΕΚ της Επιτροπής, της 17ης Αυγούστου 2006,
σχετικά με την πρόληψη και τη μείωση των τοξινών από
μύκητες του γένους Fusarium στα δημητριακά και τα προϊό-
ντα δημητριακών (21) περιλαμβάνει γενικές αρχές για την
πρόληψη και τη μείωση της επιμόλυνσης από τοξίνες από
μύκητες του γένους Fusarium (ζεαραλενόνη, φουμονισίνες
και τριχοθηκίνες) στα δημητριακά, οι οποίες πρέπει να εφαρ-
μοστούν με την ανάπτυξη εθνικών κωδίκων πρακτικής που
θα βασίζονται στις εν λόγω αρχές.
(34) Πρέπει να θεσπιστούν μέγιστα επιτρεπτά επίπεδα για τις
τοξίνες από μύκητες του γένους Fusarium για τα μη μετα-
ποιημένα δημητριακά τα οποία διατίθενται στην αγορά για
πρώτη μεταποίηση. Οι διεργασίες καθαρισμού, διαλογής και
ξήρανσης δεν θεωρείται ότι αποτελούν «πρώτη μεταποίηση»
εφόσον δεν ασκείται καμία φυσική δράση στον ίδιο τον
κόκκο του δημητριακού. Η αποφλοίωση πρέπει να θεωρείται
πρώτη μεταποίηση.
(35) Δεδομένου ότι ο βαθμός στον οποίο οι τοξίνες από μύκητες
του γένους Fusarium στα μη μεταποιημένα δημητριακά
αφαιρούνται με τον καθαρισμό και τη μεταποίηση μπορεί
να διαφέρει, είναι σκόπιμο να θεσπιστούν μέγιστα επιτρεπτά
επίπεδα για τα προϊόντα δημητριακών που προορίζονται για
τον τελικό καταναλωτή και να υπάρχει νομοθεσία που να
μπορεί να επιβληθεί για τα κυριότερα συστατικά τροφίμων
που προέρχονται από δημητριακά, προκειμένου να εξασφα-
λιστεί η προστασία της δημόσιας υγείας.
(36) Όσον αφορά τον αραβόσιτο, δεν είναι ακόμη επακριβώς
γνωστοί όλοι οι παράγοντες που συντελούν στη δημιουργία
τοξινών από μύκητες του γένους Fusarium, ιδίως δε της
ζεαραλενόνης και των φουμονισινών B1 και B2. Ως εκ τού-
του, δίνεται στους υπεύθυνους των επιχειρήσεων τροφίμων
στον τομέα των δημητριακών ένα χρονικό περιθώριο για να
μπορέσουν να διεξαγάγουν έρευνες σχετικά με τις πηγές
δημιουργίας αυτών των μυκοτοξινών και σχετικά με τον
προσδιορισμό των μέτρων διαχείρισης που πρέπει να
ληφθούν προκειμένου να αποτραπεί η παρουσία τους στο
βαθμό που αυτό είναι ευλόγως δυνατό. Σε περίπτωση που
δεν θεσπιστούν νωρίτερα συγκεκριμένα μέγιστα επιτρεπτά
επίπεδα βάσει νέων πληροφοριών για την εμφάνιση και τη
δημιουργία των εν λόγω τοξινών, προτείνεται η εφαρμογή,
από το 2007, μέγιστων επιτρεπτών επιπέδων βασισμένων στα
μέχρι σήμερα διαθέσιμα δεδομένα.
(37) Λόγω των χαμηλών επιπέδων επιμόλυνσης με τοξίνες από
μύκητες του γένους Fusarium που παρατηρούνται στο
ρύζι, δεν προτείνονται μέγιστα επιτρεπτά επίπεδα για το
ρύζι και τα προϊόντα με βάση το ρύζι.
(38) Πρέπει να εξεταστεί μέχρι την 1η Ιουλίου 2008 η αναθεώ-
ρηση των μέγιστων επιτρεπτών επιπέδων για την δεσοξυνι-
βαλενόλη, τη ζεαραλενόνη και τις φουμονισίνες B1 και B2,
καθώς και η σκοπιμότητα καθορισμού μέγιστου επιτρεπτού
επιπέδου για τις τοξίνες T-2 και HT-2 στα δημητριακά και
στα προϊόντα δημητριακών, λαμβάνοντας υπόψη την πρόοδο
των επιστημονικών και τεχνολογικών γνώσεων σχετικά με τις
εν λόγω τοξίνες στα τρόφιμα.
(39) Όσον αφορά το μόλυβδο, η EET εξέδωσε στις 19 Ιουνίου
1992 γνώμη (22) με την οποία εγκρίνει το προσωρινό ανεκτό
όριο εβδομαδιαίας πρόσληψης (π-ΑΟΕΠ) των 25 μg/kg σ.β.
το οποίο πρότεινε η ΠΟΥ το 1986. Η EET κατέληξε, στη
γνώμη της, στο συμπέρασμα ότι το μέσο επίπεδο στα τρό-
φιμα δεν φαίνεται να αποτελεί λόγο άμεσης ανησυχίας.
ELL 364/8 Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης 20.12.2006
(20) Εκθέσεις σχετικά με τα έργα της επιστημονικής συνεργασίας, έργο
3.2.10 «Συλλογή στοιχείων σχετικά με την εμφάνιση των τοξινών από
μύκητες του γένους Fusarium στα τρόφιμα και εκτίμηση της διατρο-
φικής πρόσληψης από τον πληθυσμό των κρατών μελών της ΕΕ»,
http://ec.europa.eu/food/fs/scoop/task3210.pdf
(21) ΕΕ L 234 της 29.8.2006, σ. 35.
(22) Εκθέσεις της επιστημονικής επιτροπής τροφίμων, 32η σειρά, γνώμη της
Επιστημονικής Επιτροπής Τροφίμων σχετικά με το δυνητικό κίνδυνο την
υγεία που παρουσιάζει ο μόλυβδος στα τρόφιμα και τα ποτά, σ. 7-8,
http://ec.europa.eu/food/fs/sc/scf/reports/scf_reports_32.pdf
(40) Στο πλαίσιο της οδηγίας 93/5/ΕΟΚ του 2004, το έργο της
SCOOP 3.2.11 «Αξιολόγηση της διατροφικής έκθεσης του
πληθυσμού των κρατών μελών της ΕΕ σε αρσενικό, κάδμιο,
μόλυβδο και υδράργυρο» εκτελέστηκε το 2004 (23). Με
βάση την εν λόγω αξιολόγηση και τη γνώμη που εξέδωσε
η EET, κρίνεται σκόπιμο να ληφθούν μέτρα για την κατά το
δυνατόν μείωση της παρουσίας μολύβδου στα τρόφιμα.
(41) Όσον αφορά το κάδμιο, η ΕΕΤ ενέκρινε, στη γνώμη της 2ας
Ιουνίου 1995 (24), το ΑΕΟΠ των 7 μg/kg σ.β. και συνέστησε
εντονότερες προσπάθειες για τη μείωση της διατροφικής
έκθεσης σε κάδμιο, δεδομένου ότι τα τρόφιμα είναι η
κύρια πηγή πρόσληψης καδμίου από τον άνθρωπο. Αξιολό-
γηση της διατροφικής έκθεσης πραγματοποιήθηκε στο πλαί-
σιο του έργου της SCOOP 3.2.11. Με βάση την εν λόγω
αξιολόγηση και τη γνώμη που εξέδωσε η EET, κρίνεται
σκόπιμο να ληφθούν μέτρα για την κατά το δυνατόν μείωση
της παρουσίας καδμίου στα τρόφιμα.
(42) Όσον αφορά τον υδράργυρο, η ΕΑΑΤ εξέδωσε στις 24
Φεβρουαρίου 2004 γνώμη σχετικά με τον υδράργυρο και
το μεθυλυδράργυρο στα τρόφιμα (25) και ενέκρινε το προ-
σωρινό ανεκτό όριο εβδομαδιαίας πρόσληψης του 1,6 μg/kg
σ.β. Ο μεθυλυδράργυρος είναι η χημική μορφή που προκα-
λεί τη μεγαλύτερη ανησυχία και μπορεί να αποτελεί ποσοστό
μεγαλύτερου του 90 % του ολικού υδραργύρου στα ψάρια
και στα θαλασσινά. Λαμβανομένου υπόψη του αποτελέ-
σματος του έργου της SCOOP 3.2.11, η ΕΑΑΤ κατέληξε
στο συμπέρασμα ότι τα επίπεδα υδραργύρου που βρέθηκαν
σε τρόφιμα, εκτός από τα ψάρια και τα θαλασσινά, δεν
προκαλούν σημαντικές ανησυχίες. Η μορφή του υδραργύρου
που υπάρχει στα άλλα τρόφιμα δεν είναι κυρίως αυτή του
μεθυλυδραργύρου και, συνεπώς, αυτά θεωρούνται λιγότερο
επικίνδυνα.
(43) Εκτός από τον καθορισμό μέγιστων επιτρεπτών επιπέδων, η
παροχή επικεντρωμένων συμβουλών στους καταναλωτές απο-
τελεί κατάλληλη προσέγγιση στην περίπτωση του μεθυλυ-
δραργύρου προκειμένου να προστατευθούν οι ευάλωτες
ομάδες του πληθυσμού. Ως εκ τούτου, δημοσιεύθηκε ενη-
μερωτικό σημείωμα σχετικά με το μεθυλυδράργυρο στα
ψάρια και στα προϊόντα αλιείας, προς το σκοπό αυτό, στο
δικτυακό τόπο της Γενικής Διεύθυνσης «Υγεία και Προστασία
των Καταναλωτών» της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (26). Διάφορα
κράτη μέλη εξέδωσαν επίσης σχετικές συμβουλές προς τον
πληθυσμό τους.
(44) Όσον αφορά τον ανόργανο κασσίτερο, η EET κατέληξε, στη
γνώμη της 12ης Δεκεμβρίου 2001 (27), στο συμπέρασμα ότι
επίπεδα ανόργανου κασσίτερου 150 mg/kg στα κονσερβο-
ποιημένα ποτά και 250 mg/kg στα άλλα κονσερβοποιημένα
τρόφιμα μπορεί να προκαλέσουν γαστρικό ερεθισμό σε ορι-
σμένα άτομα.
(45) Προκειμένου να προστατευθεί η δημόσια υγεία από τον εν
λόγω κίνδυνο, είναι απαραίτητο να θεσπιστούν μέγιστα επι-
τρεπτά επίπεδα για τον ανόργανο κασσίτερο στα κονσερβο-
ποιημένα τρόφιμα και στα κονσερβοποιημένα ποτά. Έως
ότου υπάρξουν διαθέσιμα στοιχεία σχετικά με την ευαισθη-
σία των βρεφών και των μικρών παιδιών στον ανόργανο
κασσίτερο στα τρόφιμα, είναι απαραίτητο, σε προληπτική
βάση, να προστατευθεί η υγεία αυτής της ευάλωτης
ομάδας του πληθυσμού και να καθοριστούν χαμηλότερα
μέγιστα επιτρεπτά επίπεδα.
(46) Όσον αφορά την 3-μονοχλωροπροπανο-1,2-διόλη (3-
MCPD), η EET εξέδωσε, στις 30 Μαΐου 2001, επιστημονική
γνώμη σχετικά με την 3-MCPD τα τρόφιμα (28), η οποία
επικαιροποιεί την γνώμη της 16ης Δεκεμβρίου 1994 (29)
με βάση τις νέες επιστημονικές πληροφορίες, και θέσπισε
ως ανεκτό όριο ημερήσιας πρόσληψης (ΑΟΗΠ) τα 2
μg/kg σ.β. για την 3-MCPD.
(47) Στο πλαίσιο της οδηγίας 93/5/ΕΟΚ, το έργο της SCOOP
«Συλλογή και ταξινόμηση των στοιχείων σχετικά με τα επί-
πεδα της 3-MCPD και συναφών ουσιών στα τρόφιμα» εκτε-
λέστηκε και περατώθηκε τον Ιούνιο του 2004 (30). Οι κύριες
τροφές που συνεισφέρουν στη διατροφική πρόσληψη της
3-MCPD ήταν η σάλτσα σόγιας και τα προϊόντα με βάση
τη σάλτσα σόγιας. Ορισμένα άλλα τρόφιμα τα οποία
καταναλώνονται σε μεγάλες ποσότητες, όπως το ψωμί και τα
noodles, συμβάλλουν επίσης σημαντικά στην πρόσληψη σε
ορισμένες χώρες, μάλλον λόγω της υψηλής κατανάλωσης
παρά λόγω των υψηλών επιπέδων 3-MCPD στα εν λόγω
τρόφιμα.
(48) Συνεπώς, πρέπει να θεσπιστούν μέγιστα επιτρεπτά επίπεδα
για την 3-MCPD σε υδρολυμένη φυτική πρωτεΐνη (HVP)
και στη σάλτσα σόγιας, λαμβανομένου υπόψη του κινδύνου
που συνδέεται με την κατανάλωση των εν λόγω τροφίμων.
Τα κράτη μέλη καλούνται να εξετάσουν και άλλα τρόφιμα
για την ύπαρξη της 3-MCPD, προκειμένου να εξεταστεί η
αναγκαιότητα θέσπισης μέγιστων επιτρεπτών επιπέδων για
επιπλέον τρόφιμα.
EL20.12.2006 Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης L 364/9
(23) Εκθέσεις σχετικά με τα έργα της επιστημονικής συνεργασίας, έργο
3.2.11 «Αξιολόγηση της διατροφικής έκθεσης του πληθυσμού των
κρατών μελών της ΕΕ σε αρσενικό, κάδμιο, μόλυβδο και υδράργυρο»,
http://ec.europa.eu/food/food/chemicalsafety/contaminants/scoop_
3-2-11_heavy_metals_report_en.pdf
(24) Εκθέσεις της επιστημονικής επιτροπής τροφίμων, 36η σειρά, γνώμη της
επιστημονικής επιτροπής τροφίμων σχετικά με το κάδμιο, σ. 67-70,
http://ec.europa.eu/food/fs/sc/scf/reports/scf_reports_36.pdf
(25) Γνώμη του επιστημονικού πάνελ σχετικά με τις ουσίες οι οποίες επιμο-
λύνουν την τροφική αλυσίδα της Ευρωπαϊκής Αρχής για τη Ασφάλεια
των Τροφίμων (ΕΑΑΤ), έπειτα από αίτηση της Επιτροπής σχετικά με τον
υδράργυρο και το μεθυλυδράργυρο στα τρόφιμα (η οποία εκδόθηκε
στις 24 Φεβρουαρίου 2004),
http://www.efsa.eu.int/science/contam/contam_opinions/259/
opinion_contam_01_en1.pdf
(26) http://ec.europa.eu/food/food/chemicalsafety/contaminants/
information_note_mercury-fish_12-05-04.pdf
(27) Γνώμη της επιστημονικής επιτροπής τροφίμων σχετικά με τους υψηλούς
κινδύνους που θέτει ο κασσίτερος στα κονσερβοποιημένα τρόφιμα (η
οποία εκδόθηκε στις 12 Δεκεμβρίου 2001),
http://ec.europa.eu/food/fs/sc/scf/out110_en.pdf
(28) Γνώμη της επιστημονικής επιτροπής τροφίμων σχετικά με την 3-μονο-
χλωροπροπανο-1,2-διόλη (3-MCPD), η οποία επικαιροποιεί τη γνώμη
της ΕΕΤ του 1994 (η οποία εκδόθηκε στις 30 Μαΐου 2001),
http://ec.europa.eu/food/fs/sc/scf/out91_en.pdf
(29) Εκθέσεις της επιστημονικής επιτροπής τροφίμων, 36η σειρά, γνώμη της
επιστημονικής επιτροπής τροφίμων σχετικά με την 3-μονοχλωροπρο-
πανο-1,2-διόλη 3-MCPD), σ. 31-34,
http://ec.europa.eu/food/fs/sc/scf/reports/scf_reports_36.pdf
(30) Εκθέσεις σχετικά με τα έργα της επιστημονικής συνεργασίας, έργο 3.2.9
«Συλλογή και ταξινόμηση των στοιχείων σχετικά με τα επίπεδα της
3-MCPD και συναφών ουσιών στα τρόφιμα», σ. 256,
http://ec.europa.eu/food/food/chemicalsafety/contaminants/scoop
_3-2-9_final_report_chloropropanols_en.pdf
(49) Όσον αφορά τις διοξίνες και τα PCB, η EET εξέδωσε, στις
30 Μαΐου 2001, γνώμη σχετικά με τις διοξίνες και τα
παρόμοια με τις διοξίνες PCB στα τρόφιμα (31), για την
επικαιροποίηση της γνώμης της 22ας Νοεμβρίου 2000 (32)
για τον καθορισμό ανεκτού ορίου εβδομαδιαίας πρόσληψης
(ΑΟΕΠ) 14 pg ισοδυνάμου τοξικότητας της Παγκόσμιας
Οργάνωσης Υγείας (WHO-TEQ)/kg σ.β. για τις διοξίνες
και τα παρόμοια με τις διοξίνες PCB.
(50) Ο όρος «διοξίνες», όπως αναφέρεται στον παρόντα κανονι-
σμό, καλύπτει μια ομάδα 75 πολυχλωριωμένων διβενζο-p-
διοξινών (PCDD) και 135 πολυχλωριωμένων διβενζοφουρα-
νίων (PCDF), 17 από τις οποίες είναι ιδιαίτερα τοξικές. Τα
πολυχλωροδιφαινύλια (PCB) είναι μια ομάδα 209 διαφορε-
τικών ομοειδών ουσιών που είναι δυνατόν να διαχωριστούν
σε δύο υποομάδες σύμφωνα με τις τοξικολογικές τους ιδιό-
τητες: 12 από αυτές έχουν τοξικολογικές ιδιότητες παρό-
μοιες με των διοξινών και, για το λόγο αυτό, συχνά αναφέ-
ρονται ως παρόμοια με τις διοξίνες PCB. Τα άλλα PCB δεν
εμφανίζουν τοξικότητα παρόμοια με των διοξινών, αλλά
έχουν διαφορετικά τοξικολογικά χαρακτηριστικά.
(51) Κάθε ομοειδής ουσία της ομάδας των διοξινών ή των παρό-
μοιων με τις διοξίνες PCB παρουσιάζει διαφορετικό επίπεδο
τοξικότητας. Για να καταστεί δυνατός ο υπολογισμός της
συνολικής τοξικότητας των διαφόρων αυτών ομοειδών
ουσιών, χρησιμοποιήθηκαν οι συντελεστές τοξικής ισοδυνα-
μίας (TEF), προκειμένου να διευκολυνθούν η αξιολόγηση της
επικινδυνότητας και ο ρυθμιστικός έλεγχος. Αυτό σημαίνει
ότι τα αναλυτικά αποτελέσματα που αφορούν όλες τις μεμο-
νωμένες ομοειδείς ουσίες της ομάδας των διοξινών και της
ομάδας των παρόμοιων με τις διοξίνες PCB εκφράζονται με
βάση μια ενιαία μετρήσιμη μονάδα, τη συγκέντρωση ισοδυ-
νάμου τοξικότητας TCDD (TEQ).
(52) Οι εκτιμήσεις έκθεσης, οι οποίες λαμβάνουν υπόψη το έργο
της SCOOP «Αξιολόγηση της διατροφικής πρόσληψης των
διοξινών και των σχετικών PCB από τον πληθυσμό των κρα-
τών μελών της ΕΕ», το οποίο ολοκληρώθηκε τον Ιούνιο του
2000 (33), δείχνουν ότι σημαντικό ποσοστό του κοινοτικού
πληθυσμού έχει διατροφική πρόσληψη μεγαλύτερη του
ΑΟΕΠ.
(53) Από τοξικολογική άποψη, οποιoδήποτε μέγιστο επιτρεπτό
επίπεδο καθοριστεί πρέπει να ισχύει τόσο για τις διοξίνες
όσο και για τα παρόμοια με τις διοξίνες PCB όμως το
2001 είχαν καθοριστεί σε κοινοτικό επίπεδο μέγιστα επιτρε-
πτά επίπεδα μόνο για τις διοξίνες και όχι για τα παρόμοια με
τις διοξίνες PCB, δεδομένων των πολύ περιορισμένων διαθέ-
σιμων στοιχείων την εποχή εκείνη όσον αφορά τον επιπολα-
σμό των παρόμοιων με τις διοξίνες PCB. Εντούτοις, από το
2001 και μετά έχουν γίνει διαθέσιμα περισσότερα στοιχεία
σχετικά με την παρουσία των παρόμοιων με τις διοξίνες PCB
και, ως εκ τούτου, το 2006 καθορίστηκαν μέγιστα επιτρεπτά
επίπεδα για το άθροισμα των διοξινών και των παρόμοιων με
τις διοξίνες PCB, δεδομένου ότι αυτή είναι η καταλληλότερη
προσέγγιση από τοξικολογική άποψη. Για να εξασφαλιστεί η
ομαλή μετάβαση, τα μέγιστα επιτρεπτά επίπεδα για τις διο-
ξίνες πρέπει να εξακολουθήσουν να ισχύουν για μια μετα-
βατική περίοδο, παράλληλα με τα επίπεδα για το άθροισμα
των διοξινών και των παρόμοιων με τις διοξίνες PCB. Κατά
τη διάρκεια της μεταβατικής αυτής περιόδου, τα τρόφιμα
πρέπει να συμμορφώνονται προς τα μέγιστα επιτρεπτά επί-
πεδα για τις διοξίνες και προς τα μέγιστα επιτρεπτά επίπεδα
για το άθροισμα των διοξινών και των παρόμοιων με τις
διοξίνες PCB. Μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2008 θα εξεταστεί
η κατάργηση των ξεχωριστών μέγιστων επιτρεπτών επιπέδων
για τις διοξίνες.
(54) Προκειμένου να ενθαρρυνθεί μια δυναμική προσέγγιση όσον
αφορά τη μείωση των διοξινών και των παρόμοιων με τις
διοξίνες PCB που υπάρχουν στα τρόφιμα και στις ζωο-
τροφές, ορίστηκαν επίπεδα δράσης με τη σύσταση
2006/88/ΕΚ της Επιτροπής για τη μείωση της παρουσίας
διοξινών, φουρανίων και PCB στις ζωοτροφές και στα τρό-
φιμα (34). Τα εν λόγω επίπεδα δράσης αποτελούν εργαλείο
για τις αρμόδιες αρχές και τις επιχειρήσεις τροφίμων και
ζωοτροφών, για την επισήμανση των περιπτώσεων στις
οποίες είναι σκόπιμο να προσδιοριστεί η πηγή μόλυνσης
και να ληφθούν μέτρα για τη μείωση ή την εξάλειψή της.
Δεδομένου ότι οι πηγές διοξινών και παρόμοιων με τις διο-
ξίνες PCB είναι διαφορετικές, πρέπει να καθοριστούν ξεχωρι-
στά επίπεδα δράσης για τις διοξίνες, αφενός, και για τα
παρόμοια με τις διοξίνες PCB, αφετέρου. Ακολουθείται μια
δυναμική προσέγγιση προκειμένου να μειωθούν δραστικά οι
διοξίνες και τα παρόμοια με τις διοξίνες PCB στα τρόφιμα
και στις ζωοτροφές και, κατά συνέπεια, τα μέγιστα επιτρεπτά
επίπεδα που εφαρμόζονται πρέπει να αναθεωρηθούν εντός
καθορισμένης χρονικής περιόδου με στόχο τον καθορισμό
χαμηλότερων επιπέδων. Ως εκ τούτου, θα ληφθεί μέριμνα
ώστε, μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2008, να μειωθούν σημα-
ντικά τα μέγιστα επιτρεπτά επίπεδα για το άθροισμα των
διοξινών και των παρόμοιων με τις διοξίνες PCB.
(55) Οι υπεύθυνοι των επιχειρήσεων πρέπει να καταβάλουν προ-
σπάθειες να αυξήσουν την ικανότητα να απομακρύνουν, τις
διοξίνες, τα φουράνια και τα παρόμοια με τις διοξίνες PCB
από τα ιχθυέλαια. Το σημαντικά χαμηλότερο επίπεδο, για το
οποίο θα ληφθεί μέριμνα μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2008, θα
βασίζεται στις τεχνικές δυνατότητες της αποτελεσματικό-
τερης διαδικασίας απομάκρυνσης.
(56) Όσον αφορά τον καθορισμό μέγιστων επιτρεπτών επιπέδων
για άλλα τρόφιμα μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2008, θα δοθεί
ιδιαίτερη προσοχή στην ανάγκη να καθοριστούν ειδικά χαμη-
λότερα μέγιστα επιτρεπτά επίπεδα για τις διοξίνες και τα
παρόμοια με τις διοξίνες PCB σε τρόφιμα που προορίζονται
για βρέφη και μικρά παιδιά, υπό το πρίσμα των στοιχείων
παρακολούθησης που συγκεντρώθηκαν κατά τη διάρκεια των
προγραμμάτων των ετών 2005, 2006 και 2007 για την
παρακολούθηση των διοξινών και των παρόμοιων με τις
διοξίνες PCB στα τρόφιμα για βρέφη και μικρά παιδιά.
ELL 364/10 Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης 20.12.2006
(31) Γνώμη της επιστημονικής επιτροπής τροφίμων σχετικά με την αξιολό-
γηση επικινδυνότητας των διοξινών και των παρόμοιων με τις διοξίνες
PCB στα τρόφιμα. Επικαιροποίηση με βάση τις νέες επιστημονικές πλη-
ροφορίες που προέκυψαν μετά την έκδοση της γνώμης της ΕΕΤ της
22ας Νοεμβρίου 2000 (η οποία εκδόθηκε στις 30 Μαΐου 2001),
http://ec.europa.eu/food/fs/sc/scf/out90_en.pdf
(32) Γνώμη της επιστημονικής επιτροπής τροφίμων σχετικά με την αξιολό-
γηση επικινδυνότητας των διοξινών και των παρόμοιων με τις διοξίνες
PCB στα τρόφιμα (η οποία εκδόθηκε στις 22 Νοεμβρίου 2000),
http://ec.europa.eu/food/fs/sc/scf/out78_en.pdf
(33) Εκθέσεις σχετικά με τα έργα της επιστημονικής συνεργασίας, έργο 3.2.5
«Αξιολόγηση της διατροφικής πρόσληψης των διοξινών και συναφών
PCB από τον πληθυσμό των κρατών μελών της ΕΕ»,
http://ec.europa.eu/dgs/health_consumer/library/pub/pub08_en.pdf (34) ΕΕ L 42 της 14.2.2006, σ. 26.
(57) Όσον αφορά στους πολυκυκλικούς αρωματικούς υδρογονάν-
θρακες, η ΕΕΤ κατέληξε, στη γνώμη της 4ης Δεκεμβρίου
2002 (35), στο συμπέρασμα ότι ορισμένοι πολυκυκλικοί
αρωματικοί υδρογονάνθρακες (ΠΑΥ) είναι γονιδιοτοξικά
καρκινογόνα. Η κοινή επιτροπή εμπειρογνωμόνων FAO/ΠΟΥ
για τα πρόσθετα τροφίμων (JECFA) διενήργησε το 2005
αξιολόγηση επικινδυνότητας σχετικά με τους ΠΑΥ και εκτί-
μησε τα περιθώρια έκθεσης (ΠΕ) για τους ΠΑΥ ως βάση για
την παροχή συμβουλών σχετικά με τις ενώσεις που είναι
τόσο γονιδιοτοξικές όσο και καρκινογόνες (36).
(58) Σύμφωνα με την ΕΕΤ, το βενζο[a]πυρένιο μπορεί να χρησι-
μοποιείται ως δείκτης για την εμφάνιση και τη δράση των
καρκινογόνων ΠΑΥ στα τρόφιμα, όπου συμπεριλαμβάνονται
επίσης το βενζ[a]ανθρακένιο, το βενζο[b]φλουορανθένιο, το
βενζο[j]φλουορανθένιο, το βενζο[k]φλουορανθένιο, το βεν-
ζο[g,h,i]περυλένιο, το χρυσένιο, το κυκλοπεντα[c,d]πυρένιο,
το διβενζ[a,h]ανθρακένιο, το διβενζο[a,e]πυρένιο, το διβεν-
ζο[a,h]πυρένιο, το διβενζο[a,i]πυρένιο, το διβενζο[a,l]πυρέ-
νιο, το ινδενο[1,2,3-c,d]πυρένιο και το 5-μεθυλοχρυσένιο.
Απαιτούνται περαιτέρω αναλύσεις των σχετικών συγκεντρώ-
σεων των ΠΑΥ αυτών στα τρόφιμα, στις οποίες θα βασιστεί
μια μελλοντική επανεξέταση του κατά πόσο πρέπει να δια-
τηρηθεί το βενζο(a)πυρένιο ως δείκτης. Επιπλέον, πρέπει να
αναλυθεί το βενζο[c]φλουορένιο, έπειτα από σύσταση της
JECFA.
(59) Οι ΠΑΥ δύνανται να επιμολύνουν τρόφιμα κατά τη διάρκεια
των διαδικασιών καπνίσματος, θέρμανσης και ξήρανσης, που
επιτρέπουν στα προϊόντα καύσης να έρχονται σε άμεση
επαφή με τα τρόφιμα. Επιπλέον, η ρύπανση του περιβάλλο-
ντος μπορεί να προκαλέσει επιμόλυνση με ΠΑΥ, ιδίως στα
ψάρια και στα προϊόντα αλιείας.
(60) Στο πλαίσιο της οδηγίας 93/5/ΕΟΚ, ένα ειδικό έργο της
SCOOP «Συλλογή των στοιχείων εμφάνισης ΠΑΥ στα τρό-
φιμα» εκτελέστηκε το 2004 (37). Βρέθηκαν υψηλά επίπεδα
στα ξηρά φρούτα, στο έλαιο από ελαιοπυρήνες, σε καπνιστά
ψάρια, στο έλαιο από σπόρους σταφυλιών, στα προϊόντα
καπνιστού κρέατος, στα νωπά μαλάκια, στα μπαχαρικά/σάλ-
τσες και στα αρτύματα-καρυκεύματα.
(61) Για την προστασία της δημόσιας υγείας, είναι απαραίτητο να
θεσπιστούν μέγιστα επιτρεπτά επίπεδα για το βενζο[a]πυρέ-
νιο σε ορισμένα τρόφιμα που περιέχουν λίπη και έλαια και
σε τρόφιμα όπου οι μέθοδοι καπνισμού ή ξήρανσης θα
μπορούσαν να προκαλέσουν υψηλά επίπεδα επιμόλυνσης.
Η θέσπιση μέγιστων επιτρεπτών επιπέδων είναι επίσης απα-
ραίτητη για τρόφιμα όπου η περιβαλλοντική ρύπανση μπορεί
να προκαλέσει υψηλά επίπεδα επιμόλυνσης, ιδίως σε ψάρια
και προϊόντα αλιείας, π.χ. που προέρχονται από πετρελαιο-
κηλίδες οφειλόμενες στη ναυτιλία.
(62) Σε ορισμένα τρόφιμα, όπως τα ξηρά φρούτα και τα συμπλη-
ρώματα διατροφής, έχει βρεθεί βενζο[a]πυρένιο, αλλά τα
διαθέσιμα στοιχεία δεν επαρκούν για την εξαγωγή συμπερα-
σμάτων ως προς το ποια επίπεδα είναι ευλόγως εφικτά σ’
αυτά τα τρόφιμα. Χρειάζεται περισσότερη διερεύνηση για να
διευκρινιστούν τα επιτρεπτά επίπεδα που είναι ευλόγως εφι-
κτά σ’ αυτά τα τρόφιμα. Εν τω μεταξύ, θα πρέπει να εφαρ-
μόζονται μέγιστα επιτρεπτά επίπεδα για το βενζο[a]πυρένιο
σε ανάλογα συστατικά στοιχεία, όπως στα έλαια και τα λίπη
που χρησιμοποιούνται στα συμπληρώματα διατροφής.
(63) Τα μέγιστα επιτρεπτά επίπεδα για τους ΠΑΥ και η σκοπιμό-
τητα καθορισμού μέγιστου επιτρεπτού επιπέδου για τους
ΠΑΥ στο βούτυρο κακάο πρέπει να επανεξεταστούν μέχρι
την 1η Απριλίου 2007, λαμβάνοντας υπόψη την πρόοδο
στις επιστημονικές και τεχνικές γνώσεις σχετικά με την
ύπαρξη του βενζο[a]πυρενίου και άλλων καρκινογόνων
ΠΑΥ στα τρόφιμα.
(64) Τα μέτρα που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό είναι
σύμφωνα με τη γνώμη της μόνιμης επιτροπής για την τρο-
φική αλυσίδα και την υγεία των ζώων,
ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:
Άρθρο 1
Γενικοί κανόνες
1. Τα τρόφιμα που παρατίθενται στο παράρτημα δεν διατίθενται
στην αγορά όταν περιέχουν μια από τις ουσίες που τα επιμολύνουν
και παρατίθενται στο παράρτημα σε επίπεδο που υπερβαίνει το
μέγιστο επιτρεπτό επίπεδο το οποίο καθορίζεται στο παράρτημα.
2. Τα μέγιστα επιτρεπτά επίπεδα που καθορίζονται στο παράρ-
τημα εφαρμόζονται στο βρώσιμο μέρος των σχετικών τροφίμων,
εκτός εάν ορίζεται διαφορετικά στο παράρτημα.
Άρθρο 2
Τρόφιμα που έχουν υποστεί ξήρανση, αραίωση, μεταποίηση ή
έχουν προκύψει από συνδυασμό περισσότερων του ενός
συστατικών
1. Κατά την εφαρμογή των μέγιστων επιτρεπτών επιπέδων που
ορίζονται στο παράρτημα σε τρόφιμα τα οποία έχουν υποστεί
ξήρανση, αραίωση, μεταποίηση ή έχουν προκύψει από συνδυασμό
περισσότερων του ενός συστατικών, λαμβάνονται υπόψη τα ακό-
λουθα:
α) οι αλλαγές που προκαλούνται από τη διαδικασία ξήρανσης ή
αραίωσης στη συγκέντρωση των ουσιών που επιμολύνουν τα
τρόφιμα·
β) οι αλλαγές που προκαλούνται από τη μεταποίηση στη συγκέ-
ντρωση των ουσιών που επιμολύνουν τα τρόφιμα·
γ) οι σχετικές αναλογίες των συστατικών στο προϊόν, και
δ) το αναλυτικό όριο του ποσοτικού προσδιορισμού.
EL20.12.2006 Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης L 364/11
(35) Γνώμη της επιστημονικής επιτροπής τροφίμων σχετικά με τους κινδύ-
νους για την υγεία του ανθρώπου που παρουσιάζουν οι πολυκυκλικοί
αρωματικοί υδρογονάνθρακες στα τρόφιμα (η οποία εκδόθηκε στις 4
Δεκεμβρίου 2002),
http://ec.europa.eu/food/fs/sc/scf/out153_en.pdf
(36) Αξιολόγηση ορισμένων ουσιών οι οποίες επιμολύνουν τα τρόφιμα —
Έκθεση της κοινής επιτροπής εμπειρογνωμόνων FAO/ΠΟΥ για τα πρό-
σθετα τροφίμων, 64η συνεδρίαση, Ρώμη 8-17 Φεβρουαρίου 2005,
σ. 1-6 και σ. 61-81.
Σειρά τεχνικών εκθέσεων της ΠΟΥ, αριθ. 930, 2006 —
http://whqlibdoc.who.int/trs/WHO_TRS_930_eng.pdf
(37) Εκθέσεις σχετικά με τα έργα της επιστημονικής συνεργασίας, έργο
3.2.12 «Συλλογή των στοιχείων εμφάνισης σχετικά με τους πολυκυκλι-
κούς αρωματικούς υδρογονάθρακες στα τρόφιμα»,
http://ec.europa.eu/food/food/chemicalsafety/contaminants/scoop
_3-2-12_final_report_pah_en.pdf
2. Οι συγκεκριμένοι συντελεστές συγκέντρωσης ή αραίωσης για
την ξήρανση, την αραίωση, τη μεταποίηση ή/και την ανάμειξη ή για
τα ξηρά, αραιωμένα, μεταποιημένα ή/και αποτελούμενα από διά-
φορα συστατικά τρόφιμα παρέχονται και αιτιολογούνται από τον
υπεύθυνο της επιχείρησης τροφίμων κατά τη διενέργεια επίσημου
ελέγχου από την αρμόδια αρχή.
Εάν ο υπεύθυνος της επιχείρησης τροφίμων δεν παρέχει τον ανα-
γκαίο συντελεστή συγκέντρωσης ή αραίωσης ή εάν η αρμόδια αρχή
κρίνει τον συντελεστή ακατάλληλο βάσει της δοθείσας αιτιολό-
γησης, η αρμόδια αρχή καθορίζει η ίδια αυτό το συντελεστή, με
βάση τις διαθέσιμες πληροφορίες και με στόχο τη μέγιστη προστα-
σία της υγείας του ανθρώπου.
3. Οι παράγραφοι 1 και 2 εφαρμόζονται εφόσον δεν έχουν
καθοριστεί μέγιστα επιτρεπτά επίπεδα για τα εν λόγω ξηρά, αραιω-
μένα, μεταποιημένα ή αποτελούμενα από διάφορα συστατικά τρό-
φιμα.
4. Εφόσον η κοινοτική νομοθεσία δεν προβλέπει ειδικά μέγιστα
επιτρεπτά επίπεδα για τα τρόφιμα που προορίζονται για βρέφη και
μικρά παιδιά, τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέψουν αυστηρότερα
επίπεδα.
Άρθρο 3
Απαγορεύσεις όσον αφορά τη χρήση, την ανάμειξη και την
απομάκρυνση
1. Τα τρόφιμα που δεν συμμορφώνονται προς τα μέγιστα επι-
τρεπτά επίπεδα τα οποία παρατίθενται στο παράρτημα δεν χρησι-
μοποιούνται ως συστατικά τροφίμων.
2. Τα τρόφιμα που συμμορφώνονται προς τα μέγιστα επιτρεπτά
επίπεδα τα οποία παρατίθενται στο παράρτημα δεν αναμειγνύονται
με τρόφιμα τα οποία υπερβαίνουν τα εν λόγω μέγιστα επιτρεπτά
επίπεδα.
3. Τα τρόφιμα που πρόκειται να υποβληθούν σε διαλογή ή άλλη
φυσική κατεργασία προκειμένου να μειωθούν τα επίπεδα επιμό-
λυνσης δεν αναμειγνύονται με τρόφιμα που προορίζονται για
άμεση κατανάλωση από τον άνθρωπο ή με τρόφιμα που προορίζο-
νται για χρήση ως συστατικά τροφίμων.
4. Τα τρόφιμα που περιέχουν ουσίες που τα επιμολύνουν οι
οποίες παρατίθενται στο τμήμα 2 του παραρτήματος (Μυκοτοξίνες)
δεν υφίστανται χημικές κατεργασίες με σκοπό την απομάκρυνση των
ουσιών αυτών.
Άρθρο 4
Ειδικές διατάξεις για τα αράπικα φιστίκια, τους ξηρούς
καρπούς με κέλυφος, τα ξηρά φρούτα και τον αραβόσιτο
Τα αράπικα φιστίκια, οι ξηροί καρποί με κέλυφος, τα ξηρά φρούτα
και ο αραβόσιτος που δεν συμμορφώνονται προς τα κατάλληλα
μέγιστα επιτρεπτά επίπεδα αφλατοξινών τα οποία καθορίζονται
στα σημεία 2.1.3, 2.1.5 και 2.1.6 του παραρτήματος μπορούν
να διατίθεται στην αγορά, με την προϋπόθεση ότι τα εν λόγω
τρόφιμα:
α) δεν προορίζονται για άμεση κατανάλωση από τον άνθρωπο ή για
χρήση ως συστατικά τροφίμων·
β) συμμορφώνονται προς τα κατάλληλα μέγιστα επιτρεπτά επίπεδα
που καθορίζονται στα σημεία 2.1.1, 2.1.2, 2.1.4 και 2.1.7 του
παραρτήματος·
γ) υποβάλλονται σε κατεργασία διαλογής ή σε άλλες φυσικές μεθό-
δους κατεργασίας και ότι, μετά την κατεργασία αυτή, δεν υπάρ-
χει υπέρβαση των μέγιστων επιτρεπτών επιπέδων που καθορίζο-
νται στα σημεία 2.1.3, 2.1.5 και 2.1.6 του παραρτήματος και η
εν λόγω κατεργασία δεν δημιουργεί άλλα επιβλαβή κατάλοιπα·
δ) επισημαίνονται ευκρινώς, με αναγραφή της χρήσης για την οποία
προορίζονται, και φέρουν την ένδειξη «προϊόν προοριζόμενο να
υποστεί κατεργασία διαλογής ή άλλη φυσική κατεργασία προ-
κειμένου να μειωθεί το επίπεδο επιμόλυνσης από αφλατοξίνες
πριν από κάθε κατανάλωση από τον άνθρωπο ή χρήση ως συστα-
τικό των τροφίμων». Η ένδειξη αυτή περιλαμβάνεται στην επισή-
μανση κάθε επιμέρους σακούλας, κιβωτίου κ.λπ. ή στο πρωτό-
τυπο έγγραφο που τα συνοδεύει. Ο κωδικός αναγνώρισης φορ-
τίου/παρτίδας σημειώνεται ανεξίτηλα σε κάθε επιμέρους
σακούλα, κιβώτιο κ.λπ. του φορτίου και στο πρωτότυπο του
συνοδευτικού εγγράφου.
Άρθρο 5
Ειδικές διατάξεις για τα αράπικα φιστίκια, τα προϊόντα που
παράγονται από αυτά και τα δημητριακά
Στην επισήμανση κάθε επιμέρους σακούλας, κιβωτίου κ.λπ. ή στο
πρωτότυπο συνοδευτικό έγγραφο πρέπει να περιέχεται σαφής
ένδειξη της χρήσης για την οποία προορίζονται τα προϊόντα
αυτά. Το εν λόγω συνοδευτικό έγγραφο πρέπει να συνδέεται
σαφώς με το φορτίο, αναφέροντας τον κωδικό αναγνώρισης του
φορτίου, ο οποίος υπάρχει σε κάθε επιμέρους σακούλα, κιβώτιο
του φορτίου κ.λπ. Επιπλέον, η επιχειρηματική δραστηριότητα του
παραλήπτη του φορτίου, η οποία αναγράφεται στο συνοδευτικό
έγγραφο, πρέπει να είναι συμβατή με τη χρήση για την οποία
προορίζονται τα εν λόγω προϊόντα.
Εάν δεν υπάρχει σαφής ένδειξη ότι η χρήση για την οποία προο-
ρίζονται δεν είναι η κατανάλωση από τον άνθρωπο, τα μέγιστα
επιτρεπτά επίπεδα που καθορίζονται στα σημεία 2.1.3 και 2.1.6
του παραρτήματος ισχύουν για όλα τα αράπικα φιστίκια, τα προϊό-
ντα που παράγονται από αυτά και τα δημητριακά τα οποία διατί-
θενται στην αγορά.
Άρθρο 6
Ειδικές διατάξεις για τα μαρούλια
Με εξαίρεση τα μαρούλια που καλλιεργήθηκαν σε εγκαταστάσεις
υπό κάλυψη («μαρούλια προστατευμένης καλλιέργειας») και για τα
οποία επισημαίνεται αυτό το γεγονός, ισχύουν τα μέγιστα επιτρεπτά
επίπεδα που καθορίζονται στο παράρτημα για τα μαρούλια που
καλλιεργήθηκαν στο ύπαιθρο («μαρούλια υπαίθριας καλλιέργειας»).
ELL 364/12 Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης 20.12.2006
Άρθρο 7
Προσωρινές παρεκκλίσεις
1. Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 1, επιτρέπεται στο Βέλγιο,
την Ιρλανδία, τις Κάτω Χώρες και το Ηνωμένο Βασίλειο, μέχρι τις
31 Δεκεμβρίου 2008, να διαθέτουν στην αγορά νωπό σπανάκι που
έχει καλλιεργηθεί και προορίζεται για κατανάλωση στην επικράτειά
τους με συγκέντρωση νιτρικών μεγαλύτερη από τα μέγιστα επιτρε-
πτά επίπεδα που καθορίζονται στο σημείο 1.1 του παραρτήματος.
2. Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 1, επιτρέπεται στην Ιρλανδία
και το Ηνωμένο Βασίλειο, μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2008, να δια-
θέτουν στην αγορά νωπά μαρούλια που έχουν καλλιεργηθεί και
προορίζονται για κατανάλωση στην επικράτειά τους και των οποίων
η συγκομιδή έγινε καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους με συγκέντρωση
νιτρικών μεγαλύτερη από τα μέγιστα επιτρεπτά επίπεδα που καθο-
ρίζονται στο σημείο 1.3 του παραρτήματος.
3. Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 1, επιτρέπεται στη Γαλλία,
μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2008, να διαθέτει στην αγορά νωπά
μαρούλια που έχουν καλλιεργηθεί και προορίζονται για κατανά-
λωση στην επικράτειά της και των οποίων η συγκομιδή έγινε από
την 1η Οκτωβρίου έως τις 31 Μαρτίου με συγκέντρωση νιτρικών
μεγαλύτερη από τα μέγιστα επιτρεπτά επίπεδα που καθορίζονται
στο σημείο 1.3 του παραρτήματος.
4. Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 1, επιτρέπεται στη Φινλανδία
και τη Σουηδία, μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2011, να διαθέτουν στην
αγορά σολωμό του Ατλαντικού (Salmo salar), ρέγγα (Clupea
harengus), λάμπρενα (Lampetra fluviatilis), πέστροφα (Salmo
trutta), σαλβελίνους (Salvelinus spp) και αυγά λευκοκορέγονου
(Coregonus albula) που προέρχονται από τη Βαλτική και προορί-
ζονται για κατανάλωση στην επικράτειά τους με μέγιστα επιτρεπτά
επίπεδα διοξινών ή/και επίπεδα για το άθροισμα των διοξινών και
των παρόμοιων με τις διοξίνες PCB υψηλότερα από εκείνα που
καθορίζονται στο σημείο 5.3 του παραρτήματος, με την προϋπό-
θεση ότι υπάρχει σύστημα με το οποίο να εξασφαλίζεται ότι οι
καταναλωτές είναι πλήρως ενημερωμένοι σχετικά με τις διατροφικές
συστάσεις όσον αφορά στους περιορισμούς στην κατανάλωση των
εν λόγω ειδών ψαριών από τη Βαλτική από συγκεκριμένες ευάλωτες
ομάδες του πληθυσμού, ώστε να αποφεύγονται οι δυνητικοί κίνδυ-
νοι για την υγεία. Μέχρι τις 31 Μαρτίου κάθε έτους, η Φινλανδία
και η Σουηδία κοινοποιούν στην Επιτροπή τα αποτελέσματα της
παρακολούθησης που ασκούν στα επίπεδα των διοξινών και των
παρόμοιων με τις διοξίνες PCB στα ψάρια από τη Βαλτική που
αλιεύθηκαν το προηγούμενο έτος και υποβάλλουν έκθεση σχετικά
με τα μέτρα που λαμβάνουν για να μειώσουν την έκθεση του
ανθρώπου στις διοξίνες και στα παρόμοια με τις διοξίνες PCB
από ψάρια που προέρχονται από τη Βαλτική.
Η Φινλανδία και η Σουηδία εξακολουθούν να εφαρμόζουν τα μέτρα
που είναι αναγκαία για να διασφαλιστεί ότι τα ψάρια και τα προϊό-
ντα ψαριών που δεν συμμορφώνονται με το σημείο 5.3 του παραρ-
τήματος δεν διατίθενται στην αγορά άλλων κρατών μελών.
Άρθρο 8
Δειγματοληψία και ανάλυση
Η δειγματοληψία και ανάλυση για τον επίσημο έλεγχο των μέγιστων
επιτρεπτών επιπέδων που καθορίζονται στο παράρτημα διενερ-
γούνται σύμφωνα με τους κανονισμούς της Επιτροπής (ΕΚ)
αριθ. 1882/2006 (38), (ΕΚ) αριθ. 401/2006 (39) και (ΕΚ) αριθ.
1883/2006 (40) και τις οδηγίες της Επιτροπής 2001/22/ΕΚ (41),
2004/16/ΕΚ (42) και 2005/10/ΕΚ (43).
Άρθρο 9
Παρακολούθηση και υποβολή εκθέσεων
1. Τα κράτη μέλη παρακολουθούν τα επίπεδα νιτρικών στα
λαχανικά που ενδέχεται να περιέχουν νιτρικά σε σημαντικά επίπεδα,
ιδίως στα λαχανικά με πράσινα φύλλα, και κοινοποιούν τα αποτε-
λέσματα στην Επιτροπή μέχρι τις 30 Ιουνίου κάθε έτους. Η Επι-
τροπή θέτει τα αποτελέσματα αυτά στη διάθεση των κρατών μελών.
2. Τα κράτη μέλη και τα ενδιαφερόμενα μέρη κοινοποιούν ετη-
σίως στην Επιτροπή τα αποτελέσματα των ερευνών που διεξάγουν,
συμπεριλαμβανομένων των στοιχείων σχετικά με την εμφάνιση και
της σημειούμενης προόδου, όσον αφορά την εφαρμογή προληπτι-
κών μέτρων για την αποφυγή της επιμόλυνσης με ωχρατοξίνη Α,
δεσοξυνιβαλενόλη, ζεαραλενόνη, φουμονισίνη B1 και B2 και τοξίνη
T-2 και HT-2. Η Επιτροπή θέτει τα αποτελέσματα αυτά στη διά-
θεση των κρατών μελών.
3. Τα κράτη μέλη υποβάλλουν στην Επιτροπή έκθεση σχετικά με
τα πορίσματα για τις αφλατοξίνες, τις διοξίνες, τα παρόμοια με τις
διοξίνες PCB, τα μη παρόμοια με τις διοξίνες PCB και τους πολυ-
κυκλικούς αρωματικούς υδρογονάνθρακες, όπως καθορίζεται στην
απόφαση 2006/504/ΕΚ της Επιτροπής (44), στη σύσταση
2006/794/ΕΚ της Επιτροπής (45) και στη σύσταση 2005/108/ΕΚ
της Επιτροπής (46).
Άρθρο 10
Κατάργηση
Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 466/2001 καταργείται.
Οι παραπομπές στον καταργούμενο κανονισμό θεωρούνται παραπο-
μπές στον παρόντα κανονισμό.
Άρθρο 11
Μεταβατικά μέτρα
Ο παρών κανονισμός δεν εφαρμόζεται στα προϊόντα που διατέθηκαν
στην αγορά πριν από τις ημερομηνίες που αναφέρονται στα στοιχεία
α) έως δ) σύμφωνα με τις διατάξεις που εφαρμόζονται κατά την
αντίστοιχη ημερομηνία:
α) 1η Ιουλίου 2006 όσον αφορά τα μέγιστα επιτρεπτά επίπεδα για
τη δεσοξυνιβαλενόλη και τη ζεαραλενόνη τα οποία καθορίζονται
στα σημεία 2.4.1, 2.4.2, 2.4.4, 2.4.5, 2.4.6, 2.4.7, 2.5.1,
2.5.3, 2.5.5 και 2.5.7 του παραρτήματος·
EL20.12.2006 Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης L 364/13
(38) Βλέπε σελίδα 25 της παρούσας Επίσημης Εφημερίδας.
(39) ΕΕ L 70 της 9.3.2006, σ. 12.
(40) Βλέπε σελίδα 32 της παρούσας Επίσημης Εφημερίδας.
(41) ΕΕ L 77 της 16.3.2001, σ. 14. Οδηγία όπως τροποποιήθηκε με την
οδηγία 2005/4/ΕΚ (ΕΕ L 19 της 21.1.2005, σ. 50).
(42) ΕΕ L 42 της 13.2.2004, σ. 16.
(43) ΕΕ L 34 της 8.2.2005, σ. 15.
(44) ΕΕ L 199 της 21.7.2006, σ. 21.
(45) ΕΕ L 322 της 22.11.2006, σ. 24.
(46) ΕΕ L 34 της 8.2.2005, σ. 43.
β) 1η Ιουλίου 2007 όσον αφορά τα μέγιστα επιτρεπτά επίπεδα για
τη δεσοξυνιβαλενόλη και την ζεαραλενόνη τα οποία καθορίζο-
νται στα σημεία 2.4.3, 2.5.2., 2.5.4, 2.5.6 και 2.5.8 του
παραρτήματος·
γ) 1η Οκτωβρίου 2007 όσον αφορά τα μέγιστα επιτρεπτά επίπεδα
για τη φουμονισίνη B1 και B2 τα οποία καθορίζονται στο σημείο
2.6 του παραρτήματος·
δ) 4η Νοεμβρίου 2006 όσον αφορά τα μέγιστα επιτρεπτά επίπεδα,
για το σύνολο των διοξινών και των παρόμοιων με τις διοξίνες
PCB τα οποία καθορίζονται στο τμήμα 5 του παραρτήματος.
Το βάρος της απόδειξης σχετικά με το πότε διατέθηκαν τα προϊόντα
στην αγορά φέρουν οι υπεύθυνοι των επιχειρήσεων τροφίμων.
Άρθρο 12
Έναρξη ισχύος και εφαρμογής
Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη
δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Εφαρμόζεται από την 1η Μαρτίου 2007.
Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος
μέλος.
Βρυξέλλες, 19 Δεκεμβρίου 2006.
Για την Επιτροπή
Μάρκος ΚΥΠΡΙΑΝΟΥ
Μέλος της Επιτροπής
ELL 364/14 Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης 20.12.2006
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
Μέγιστα επιτρεπτά επίπεδα για ορισμένες ουσίες οι οποίες επιμολύνουν τα τρόφιμα (1)
Τμήμα 1: Νιτρικά
Τρόφιμα (1) Μέγιστα επιτρεπτά επίπεδα (mg NO3/kg)
1.1 Νωπό σπανάκι (Spinacia oleracea) (2) Συγκομιδή από την 1η Οκτωβρίου έως τις 31
Μαρτίου
3 000
Συγκομιδή από την 1η Απριλίου έως τις 30
Σεπτεμβρίου
2 500
1.2 Σπανάκι συντηρημένο, βαθειάς κατάψυξης ή κατε-
ψυγμένο
2 000
1.3 Νωπά μαρούλια (Lactuca sativa L.) (μαρούλια προ-
στατευόμενης και υπαίθριας καλλιέργειας) εξαι-
ρουμένου του μαρουλιού που αναφέρεται στο
σημείο 1.4
Συγκομιδή από την 1η Οκτωβρίου έως τις 31
Μαρτίου:
μαρούλια που καλλιεργήθηκαν σε εγκατάσταση
υπό κάλυψη
4 500
μαρούλια που καλλιεργήθηκαν στο ύπαιθρο 4 000
Συγκομιδή από την 1η Απριλίου έως τις 30
Σεπτεμβρίου:
μαρούλια που καλλιεργήθηκαν σε εγκατάσταση
υπό κάλυψη
3 500
μαρούλια που καλλιεργήθηκαν στο ύπαιθρο 2 500
1.4 Μαρούλια τύπου «Iceberg» Μαρούλια που καλλιεργήθηκαν σε εγκατάσταση
υπό κάλυψη
2 500
Μαρούλια που καλλιεργήθηκαν στο ύπαιθρο 2 000
1.5 Μεταποιημένα τρόφιμα με βάση τα δημητριακά και
παιδικές τροφές για βρέφη και μικρά παιδιά (3) (4)
Τμήμα 2: Μυκοτοξίνες
Τρόφιμα (1) Μέγιστα επιτρεπτά επίπεδα (μg/kg)
2.1 Αφλατοξίνες B1 Άθροισμα των
αφλατοξινών B1,
B2, G1 και G2
M1
2.1.1 Αράπικα φιστίκια που υφίστανται κατεργασία διαλογής ή άλλη
φυσική κατεργασία πριν από την κατανάλωση από τον άνθρωπο
ή τη χρήση ως συστατικά σε τρόφιμα
8,0 (5) 15,0 (5) —
2.1.2 Καρποί με κέλυφος που υφίστανται κατεργασία διαλογής ή άλλη
φυσική κατεργασία πριν από την κατανάλωση από τον άνθρωπο ή
τη χρήση ως συστατικά σε τρόφιμα
5,0 (5) 10,0 (5) —
2.1.3 Αράπικα φιστίκια και ξηροί καρποί με κέλυφος και μεταποιημένα
προϊόντα τους, που προορίζονται για άμεση κατανάλωση από τον
άνθρωπο ή για χρήση ως συστατικά σε τρόφιμα
2,0 (5) 4,0 (5) —
2.1.4 Ξηρά φρούτα που υφίστανται κατεργασία διαλογής ή άλλη φυσική
κατεργασία πριν από την κατανάλωση από τον άνθρωπο ή τη χρήση
ως συστατικά σε τρόφιμα
5,0 10,0 —
2.1.5 Ξηρά φρούτα και μεταποιημένα προϊόντα τους που προορίζονται
για άμεση κατανάλωση από τον άνθρωπο ή για χρήση ως συστατικά
σε τρόφιμα
2,0 4,0 —
2.1.6 Όλα τα δημητριακά και όλα τα προϊόντα που παράγονται από
δημητριακά, συμπεριλαμβανομένων των μεταποιημένων προϊόντων
με βάση τα δημητριακά, εξαιρουμένων των τροφίμων που παρατί-
θενται στα σημεία 2.1.7, 2.1.10 και 2.1.12
2,0 4,0 —
2.1.7 Αραβόσιτος που υφίσταται κατεργασία διαλογής ή άλλη φυσική
κατεργασία πριν από την κατανάλωση από τον άνθρωπο ή τη
χρήση ως συστατικό σε τρόφιμα
5,0 10,0 —
2.1.8 Νωπό γάλα (6), θερμικά επεξεργασμένο γάλα και γάλα για την
παρασκευή προϊόντων με βάση το γάλα
— — 0,050
EL20.12.2006 Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης L 364/15
Τρόφιμα (1) Μέγιστα επιτρεπτά επίπεδα (μg/kg)
2.1.9 Τα εξής είδη καρυκευμάτων:
Capsicum spp. (ξηροί καρποί, ολόκληροι ή αλεσμένοι, συμπεριλαμ-
βανομένου του τσίλι, του τσίλι σε σκόνη, του καγιέν και της
πάπρικας)
Piper spp. (καρποί, συμπεριλαμβανομένου του λευκού και μαύρου
πιπεριού)
Myristica fragrans (μοσχοκάρυδο)
Zingiber officinale (πιπερόριζα)
Curcuma longa (κουρκούμη ή χρυσόρριζα)
5,0 10,0 —
2.1.10 Μεταποιημένα τρόφιμα με βάση τα δημητριακά και παιδικές τροφές
για βρέφη και μικρά παιδιά (3) (7)
0,10 — —
2.1.11 Παρασκευάσματα για βρέφη και παρασκευάσματα δεύτερης βρε-
φικής ηλικίας, συμπεριλαμβανομένου του γάλακτος για βρέφη και
του γάλακτος δεύτερης βρεφικής ηλικίας (4) (8)
— — 0,025
2.1.12 Διαιτητικά τρόφιμα για ειδικούς ιατρικούς σκοπούς (9) (10) που
προορίζονται ειδικά για βρέφη
0,10 — 0,025
2.2 Ωχρατοξίνη A
2.2.1 Μη μεταποιημένα δημητριακά 5,0
2.2.2 Όλα τα προϊόντα που παράγονται από μη μεταποιημένα δημη-
τριακά, συμπεριλαμβανομένων των μεταποιημένων προϊόντων με
βάση τα δημητριακά και των δημητριακών που προορίζονται για
άμεση κατανάλωση από τον άνθρωπο, εξαιρουμένων των τροφίμων
που παρατίθενται στα σημεία 2.2.9 και 2.2.10
3,0
2.2.3 Σταφίδες (κορινθιακή, ξανθή σταφίδα και σουλτανίνα) 10,0
2.2.4 Φρυγμένοι κόκκοι καφέ και φρυγμένος και αλεσμένος καφές, εξαι-
ρουμένου του διαλυτού καφέ
5,0
2.2.5 Διαλυτός καφές (στιγμιαίος καφές) 10,0
2.2.6 Οίνοι (συμπεριλαμβανομένων των αφρωδών οίνων, εξαιρουμένων
των οίνων λικέρ και των οίνων με αλκοολικό τίτλο όχι μικρότερο
του 15 % vol) και ποτά που προέρχονται από ζύμωση φρούτων (11)
2,0 (12)
2.2.7 Αρωματισμένοι οίνοι, αρωματισμένα ποτά με βάση τον οίνο και
αρωματισμένα κοκτέιλ αμπελοοινικών προϊόντων (13)
2,0 (12)
2.2.8 Χυμός σταφυλιών, συμπυκνωμένος χυμός σταφυλιών, όπως αυτός
ανασυστάθηκε, νέκταρ σταφυλιών, γλεύκος σταφυλιών και συμπυ-
κνωμένος γλεύκος σταφυλιών όπως αυτός ανασυστάθηκε, οι οποίοι
προορίζονται για άμεση κατανάλωση από τον άνθρωπο (14)
2,0 (12)
2.2.9 Μεταποιημένα τρόφιμα με βάση τα δημητριακά και παιδικές τροφές
για βρέφη και μικρά παιδιά (3) (7)
0,50
2.2.10 Διαιτητικά τρόφιμα για ειδικούς ιατρικούς σκοπούς (9) (10) που
προορίζονται ειδικά για βρέφη
0,50
2.2.11 Ωμός καφές, ξηρά φρούτα εκτός από τις σταφίδες, μπίρα, κακάο
και προϊόντα με βάση το κακάο, λικέρ, προϊόντα με βάση το κρέας,
καρυκεύματα και γλυκόριζα

2.3 Πατουλίνη
2.3.1 Χυμοί φρούτων, συμπυκνωμένοι χυμοί φρούτων όπως αυτοί ανασυ-
στάθηκαν και νέκταρ φρούτων (14)
ELL 364/16 Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης 20.12.2006
Τρόφιμα (1) Μέγιστα επιτρεπτά επίπεδα (μg/kg)
2.3.2 Αλκοολούχα ποτά (15), μηλίτης και άλλα ποτά που έχουν υποστεί
ζύμωση και προέρχονται από μήλα ή περιέχουν χυμό μήλων
2.3.3 Στερεά προϊόντα από μήλο, συμπεριλαμβανομένων της κομπόστας
και του πολτού μήλου, που προορίζονται για άμεση κατανάλωση,
εξαιρουμένων των τροφίμων που παρατίθενται στα σημεία 2.3.4 και
2.3.5
2.3.4 Χυμός μήλων και στερεά προϊόντα από μήλο, συμπεριλαμβανο-
μένης της κομπόστας και του πολτού μήλου, για βρέφη και
μικρά παιδιά (16), τα οποία επισημαίνονται και πωλούνται ως
τέτοια (4)
10,0
2.3.5 Βρεφικές τροφές, εκτός των μεταποιημένων τροφίμων με βάση τα
δημητριακά για βρέφη και μικρά παιδιά (3) (4)
10,0
2.4 Δεσοξυνιβαλενόλη (17)
2.4.1 Μη μεταποιημένα δημητριακά (18) (19), εκτός του σκληρού σίτου,
της βρώμης και του αραβοσίτου
1 250
2.4.2 Μη μεταποιημένος σκληρός σίτος και βρώμη (18) (19) 1 750
2.4.3 Μη μεταποιημένος αραβόσιτος (18) 1 750 (20)
2.4.4 Δημητριακά που προορίζονται για άμεση κατανάλωση από τον
άνθρωπο, άλευρα δημητριακών (συμπεριλαμβανομένων του αλευ-
ριού αραβοσίτου, του σιμιγδαλιού αραβοσίτου και του χονδραλε-
σμένου αραβοσίτου (21)), πίτουρα ως τελικό προϊόν που διατίθεται
στην αγορά για άμεση κατανάλωση από τον άνθρωπο και φύτρα,
εξαιρουμένων των τροφίμων που παρατίθεται στο σημείο 2.4.7
2.4.5 Ζυμαρικά (ξηρά) (22) 750
2.4.6 Ψωμί (συμπεριλαμβανομένων των μικρών αρτοσκευασμάτων), γλυ-
κίσματα αρτοποιίας, μπισκότα, σνακ δημητριακών και δημητριακά
για πρωινό
2.4.7 Μεταποιημένα τρόφιμα με βάση τα δημητριακά και παιδικές τροφές
για βρέφη και μικρά παιδιά (3) (7)
2.5 Ζεαραλενόνη (17)
2.5.1 Μη μεταποιημένα δημητριακά (18) (19), εκτός του αραβοσίτου 100
2.5.2 Μη μεταποιημένος αραβόσιτος (18) 200 (20)
2.5.3 Δημητριακά που προορίζονται για άμεση κατανάλωση από τον
άνθρωπο, αλεύρι δημητριακών, πίτουρα ως τελικό προϊόν που δια-
τίθεται στην αγορά για άμεση κατανάλωση από τον άνθρωπο και
φύτρα, εξαιρουμένων των τροφίμων που παρατίθενται στα σημεία
2.5.4, 2.5.7 και 2.5.8
2.5.4 Αραβόσιτος που προορίζεται για άμεση κατανάλωση από τον
άνθρωπο, αλεύρι αραβοσίτου, σιμιγδάλι αραβοσίτου, χονδραλε-
σμένος αραβόσιτος, φύτρα αραβοσίτου και ραφιναρισμένο αραβο-
σιτέλαιο (21)
200 (20)
2.5.5 Ψωμί (συμπεριλαμβανομένων των μικρών αρτοσκευασμάτων), γλυ-
κίσματα αρτοποιίας, μπισκότα, σνακ δημητριακών και δημητριακά
για πρωινό, εξαιρουμένων των σνακ αραβοσίτου και των δημητρια-
κών για πρωινό με βάση τον αραβόσιτο
2.5.6 Σνακ αραβοσίτου και δημητριακά για πρωινό με βάση τον αραβό-
σιτο
50 (20)
EL20.12.2006 Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης L 364/17
Τρόφιμα (1) Μέγιστα επιτρεπτά επίπεδα (μg/kg)
2.5.7 Μεταποιημένα τρόφιμα με βάση τα δημητριακά (εξαιρουμένων των
μεταποιημένων τροφίμων με βάση τον αραβόσιτο) και παιδικές
τροφές για βρέφη και μικρά παιδιά (3) (7)
2.5.8 Μεταποιημένα τρόφιμα με βάση τον αραβόσιτο για βρέφη και
μικρά παιδιά (3) (7)
20 (20)
2.6 Φουμονισίνες Άθροισμα της B1 και B2
2.6.1 Μη μεταποιημένος αραβόσιτος (18) 2 000 (23)
2.6.2 Αλεύρι αραβοσίτου, σιμιγδάλι αραβοσίτου, χονδραλεσμένος αραβό-
σιτος, φύτρα αραβοσίτου και ραφιναρισμένο αραβοσιτέλαιο (21)
1 000 (23)
2.6.3 Τρόφιμα με βάση τον αραβόσιτο για άμεση κατανάλωση από τον
άνθρωπο, εξαιρουμένων των τροφίμων που παρατίθενται στα σημεία
2.6.2 και 2.6.4
400 (23)
2.6.4 Μεταποιημένα τρόφιμα με βάση τον αραβόσιτο και παιδικές τροφές
για βρέφη και μικρά παιδιά (3) (7)
200 (23)
2.7 Τοξίνη T-2 και ΗΤ-217 (17) Άθροισμα της τοξίνης T-2 και HT-2
2.7.1 Μη μεταποιημένα δημητριακά (18) και προϊόντα με βάση τα δημη-
τριακά
Τμήμα 3: Μέταλλα
Τρόφιμα (1) Μέγιστα επιτρεπτά επίπεδα(mg/kg νωπού προϊόντος)
3.1 Μόλυβδος
3.1.1 Νωπό γάλα (6), γάλα που υφίσταται θερμική επεξεργασία και γάλα
για την παρασκευή προϊόντων με βάση το γάλα
0,020
3.1.2 Παρασκευάσματα για βρέφη και παρασκευάσματα δεύτερης βρε-
φικής ηλικίας (4) (8)
0,020
3.1.3 Κρέας (εξαιρουμένων των εντοσθίων) βοοειδών, προβάτων, χοίρων
και πουλερικών (6)
0,10
3.1.4 Εντόσθια βοοειδών, προβάτων, χοίρων και πουλερικών (6) 0,50
3.1.5 Σάρκα ψαριών (24) (25) 0,30
3.1.6 Μαλακόστρακα, πλην του φαιού κρέατος των καβουριών και του
κρέατος κεφαλιού και θώρακα του αστακού και παρόμοιων μεγά-
λων μαλακοστράκων (Nephropidae και Palinuridae) (26)
0,50
3.1.7 Δίθυρα μαλάκια (26) 1,5
3.1.8 Κεφαλόποδα (χωρίς εντόσθια) (26) 1,0
3.1.9 Δημητριακά και όσπρια 0,20
3.1.10 Λαχανικά, εξαιρουμένων των κραμβών, των φυλλωδών λαχανικών,
των νωπών αρωματικών φυτών και των μανιταριών (27). Στην περί-
πτωση της πατάτας, το μέγιστο επιτρεπτό επίπεδο ισχύει για την
αποφλοιωμένη πατάτα
0,10
ELL 364/18 Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης 20.12.2006
Τρόφιμα (1) Μέγιστα επιτρεπτά επίπεδα(mg/kg νωπού προϊόντος)
3.1.11 Κράμβες, φυλλώδη λαχανικά και καλλιεργημένα μανιτάρια (27) 0,30
3.1.12 Φρούτα, εξαιρουμένων των μούρων και των μικρών καρπών (27) 0,10
3.1.13 Μούρα και μικροί καρποί (27) 0,20
3.1.14 Λίπη και έλαια, συμπεριλαμβανομένων των λιπαρών ουσιών του
γάλακτος
0,10
3.1.15 Χυμοί φρούτων, συμπυκνωμένοι χυμοί φρούτων όπως έχουν ανα-
συσταθεί και νέκταρ φρούτων (14)
0,050
3.1.16 Οίνοι (συμπεριλαμβανομένων των αφρωδών οίνων, εξαιρουμένων
των οίνων λικέρ), μηλίτης, απιδίτης και ποτά που προέρχονται
από ζύμωση φρούτων (11)
0,20 (28)
3.1.17 Αρωματισμένοι οίνοι, αρωματισμένα ποτά με βάση τον οίνο και
αρωματισμένα κοκτέιλ αμπελοοινικών προϊόντων με βάση τον
οίνο (13)
0,20 (28)
3.2 Κάδμιο
3.2.1 Κρέας (εξαιρουμένων των εντοσθίων) βοοειδών, προβάτων, χοίρων
και πουλερικών (6)
0,050
3.2.2 Κρέας ίππων, εξαιρουμένων των εντοσθίων (6) 0,20
3.2.3 Ήπαρ βοοειδών, προβάτων, χοίρων, πουλερικών και ίππων (6) 0,50
3.2.4 Νεφροί βοοειδών, προβάτων, χοίρων, πουλερικών και ίππων (6) 1,0
3.2.5 Σάρκα ψαριών (24) (25), εξαιρουμένων των ειδών που παρατίθενται
στα σημεία 3.2.6 και 3.2.7
0,050
3.2.6 Σάρκα των ακόλουθων ψαριών (24) (25):
γαύροι (Engraulis spp.)
παλαμίδα (Sarda sarda)
αυλιάς (Diplodus vulgaris)
χέλι (Anguilla anguilla)
βελανίτσα (Mugil labrosus labrosus)
σαυρίδια (Trachurus species)
λούβαρος (Luvarus imperialis)
σαρδέλα του είδους (Sardina pilchardus)
σαρδέλα του είδους (Sardinops species)
τόνοι (Thunnus species, Euthynnus species, Katsuwonus pelamis)
γλώσσα (Dicologoglossa cuneata)
0,10
3.2.7 Σάρκα ξιφία (Xiphias gladius) (24) (25) 0,30
3.2.8 Μαλακόστρακα, πλην του φαιού κρέατος των καβουριών και του
κρέατος κεφαλιού και θώρακα του αστακού και παρόμοιων μεγά-
λων μαλακοστράκων (Nephropidae και Palinuridae) (26)
0,50
3.2.9 Δίθυρα μαλάκια (26) 1,0
3.2.10 Κεφαλόποδα (χωρίς εντόσθια) (26) 1,0
EL20.12.2006 Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης L 364/19
Τρόφιμα (1) Μέγιστα επιτρεπτά επίπεδα(mg/kg νωπού προϊόντος)
3.2.11 Δημητριακά, πλην των πίτουρων, φύτρων, σπόρων σιταριού και
ρυζιού
0,10
3.2.12 Πίτουρα, φύτρα, σίτος και ρύζι 0,20
3.2.13 Σόγια 0,20
3.2.14 Λαχανικά και φρούτα, εξαιρουμένων των φυλλωδών λαχανικών, των
νωπών αρωματικών φυτών, των μανιταριών, των λαχανικών με στέ-
λεχος, των κουκουναριών, των ριζωδών λαχανικών και της
πατάτας (27)
0,050
3.2.15 Φυλλώδη λαχανικά, νωπά αρωματικά φυτά, καλλιεργημένα μανιτά-
ρια και σελινόριζα (27)
0,20
3.2.16 Λαχανικά με στέλεχος, ριζώδη λαχανικά και πατάτα, πλην της σελι-
νόριζας (27). Στην περίπτωση της πατάτας, το μέγιστο επιτρεπτό
επίπεδο ισχύει για την αποφλοιωμένη πατάτα
0,10
3.3 Υδράργυρος
3.3.1 Προϊόντα αλιείας (26) και σάρκα ψαριών (24) (25), εκτός από τα είδη
που παρατίθενται στο σημείο 3.3.2. Το μέγιστο επιτρεπτό επίπεδο
εφαρμόζεται στα μαλακόστρακα, πλην του φαιού κρέατος των
καβουριών και του κρέατος κεφαλιού και θώρακα του αστακού
και παρόμοιων μεγάλων μαλακοστράκων (Nephropidae και Palinu-
ridae).
0,50
3.3.2 Σάρκα των ακόλουθων ψαριών (24) (25):
πεσκαντρίτσες (Lophius spp.)
λυκόψαρο του Ατλαντικού (Anarhichas lupus)
παλαμίδα (Sarda sarda)
χέλι (Anguilla species)
καθρεπτόψαρο του Ατλαντικού, καθρεπτόψαρο (Hoplostethus spp.)
γρεναδιέρος των βράχων (Coryphaenoides rupestris)
χάλιμπατ (Hippoglossus hippoglossus)
μάρλιν (Makaira spp.)
ζαγκέτες (Lepidorhombus spp.)
μουλίδες (Mullus spp.)
τούρνα (Esox lucius)
κοπάνι (Orcynopsis unicolor)
σύκο (Tricopterus minutes)
πορτογαλικό σκυλόψαρο (Centroscymnus coelolepis)
σελάχια (Raja spp.)
κοκκινόψαρα (Sebastes marinus, S. mentella, S. viviparus)
ιστιοφόρος του Ειρηνικού (Istiophorus platypterus)
σπαθόψαρο (Lepidopus caudatus, Aphanopus carbo)
λιθρίνια (Pagellus spp.)
καρχαρίες, σκυλόψαρα (όλα τα είδη)
εκσολάρ, μαυρόψαρο (Lepidocybium flavobrunneum, Ruvettus pretio-
sus, Gempylus serpens)
στουριόνια (Acipenser spp.)
ξιφίας (Xiphias gladius)
τόνοι, παλαμίδες (Thunnus spp., Euthynnus spp., Katsuwonus pela-
mis)
1,0
3.4 Κασσίτερος (ανόργανος)
3.4.1 Κονσερβοποιημένα τρόφιμα εκτός από ποτά 200
3.4.2 Κονσερβοποιημένα ποτά, συμπεριλαμβανομένων των χυμών φρού-
των και των χυμών λαχανικών
ELL 364/20 Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης 20.12.2006
Τρόφιμα (1) Μέγιστα επιτρεπτά επίπεδα(mg/kg νωπού προϊόντος)
3.4.3 Κονσερβοποιημένα τρόφιμα για βρέφη και μικρά παιδιά, εκτός από
τα ξηρά προϊόντα και τα προϊόντα σε σκόνη (3) (29)
3.4.4 Κονσερβοποιημένα παρασκευάσματα για βρέφη και παρασκευά-
σματα δεύτερης βρεφικής ηλικίας, εκτός από τα ξηρά προϊόντα
και τα προϊόντα σε σκόνη (8) (29)
3.4.5 Κονσερβοποιημένα διαιτητικά τρόφιμα για ειδικούς ιατρικούς σκο-
πούς (9) (29) που προορίζονται ειδικά για βρέφη, εκτός από τα ξηρά
προϊόντα και τα προϊόντα σε σκόνη
Τμήμα 4: 3-μονοχλωροπροπανο-1,2-διόλη (3-MCPD)
Τρόφιμα (1) Μέγιστα επιτρεπτά επίπεδα(μg/kg)
4.1 Υδρολυμένες φυτικές πρωτεΐνες (30) 20
4.2 Σάλτσα σόγιας (30) 20
Τμήμα 5: Διοξίνες και PCB (31)
Τρόφιμα
Μέγιστα επιτρεπτά επίπεδα
Άθροισμα διοξινών
(WHO-PCDD/F-
TEQ) (32)
Άθροισμα διοξινών και
παρόμοιων με τις διοξίνες
PCB (WHO-PCDD/F-
PCB-TEQ) (32)
5.1 Κρέας και προϊόντα με βάση το κρέας (εξαιρουμένων των βρώσιμων
εντοσθίων) των ακόλουθων ζώων (6):
— βοοειδή και πρόβατα 3,0 pg/g λίπους (33) 4,5 pg/g λίπους (33)
— πουλερικά 2,0 pg/g λίπους (33) 4,0 pg/g λίπους (33)
— χοίροι 1,0 pg/g λίπους (33) 1,5 pg/g λίπους (33)
5.2 Ήπαρ χερσαίων ζώων που αναφέρονται στο σημείο 5.1 (6) και
παράγωγα προϊόντα
6,0 pg/g λίπους (33) 12,0 pg/g λίπους (33)
5.3 Σάρκα ψαριών και προϊόντα αλιείας και παράγωγα προϊόντα, εξαι-
ρουμένων των χελιών (25) (34). Το μέγιστο επιτρεπτό επίπεδο εφαρ-
μόζεται στα μαλακόστρακα, εξαιρουμένου του φαιού κρέατος των
καβουριών και του κρέατος κεφαλιού και θώρακα του αστακού και
παρόμοιων μεγάλων μαλακοστράκων (Nephropidae και Palinuridae).
4,0 pg/g νωπού
προϊόντος
8,0 pg/g νωπού
προϊόντος
5.4 Σάρκα χελιών (Anguilla anguilla) και προϊόντα αυτής 4,0 pg/g νωπού
προϊόντος
12,0 pg/g νωπού
προϊόντος
5.5 Νωπό γάλα (6) και γαλακτοκομικά προϊόντα (6), συμπεριλαμβανομέ-
νων των λιπαρών ουσιών του βουτύρου
3,0 pg/g λίπους (33) 6,0 pg/g λίπους (33)
EL20.12.2006 Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης L 364/21
Τρόφιμα
Μέγιστα επιτρεπτά επίπεδα
Άθροισμα διοξινών
(WHO-PCDD/F-
TEQ) (32)
Άθροισμα διοξινών και
παρόμοιων με τις διοξίνες
PCB (WHO-PCDD/F-
PCB-TEQ) (32)
5.6 Αυγά κότας και προϊόντα με βάση τα αυγά (6) 3,0 pg/g λίπους (33) 6,0 pg/g λίπους (33)
5.7 Λίπος των ακόλουθων ζώων:
— βοοειδή και πρόβατα 3,0 pg/g λίπους 4,5 pg/g λίπους
— πουλερικά 2,0 pg/g λίπους 4,0 pg/g λίπους
— χοίροι 1,0 pg/g λίπους 1,5 pg/g λίπους
5.8 Ανάμεικτα ζωικά λίπη 2,0 pg/g λίπους 3,0 pg/g λίπους
5.9 Φυτικά έλαια και λίπη 0,75 pg/g λίπους 1,5 pg/g λίπους
5.10 Ιχθυέλαια (λάδι από το σώμα ψαριών, λάδι από το ήπαρ ψαριών
και έλαια άλλων θαλάσσιων οργανισμών που προορίζονται για
κατανάλωση από τον άνθρωπο)
2,0 pg/g λίπους 10,0 pg/g λίπους
Τμήμα 6: Πολυκυκλικοί αρωματικοί υδρογονάνθρακες
Τρόφιμα
Μέγιστα επιτρεπτά επίπεδα
(μg/kg νωπού προϊόντος)
6.1 Βενζο[a]πυρένιο (35)
6.1.1 Έλαια και λίπη (εξαιρουμένου του βουτύρου κακάου) που προορί-
ζονται για άμεση κατανάλωση από τον άνθρωπο ή για χρήση ως
συστατικά σε τρόφιμα
2,0
6.1.2 Καπνιστά κρέατα και καπνιστά προϊόντα με βάση το κρέας 5,0
6.1.3 Σάρκα καπνιστών ψαριών και καπνιστά προϊόντα αλιείας (25) (36),
εξαιρουμένων των διθύρων μαλακίων. Το μέγιστο επιτρεπτό επίπεδο
εφαρμόζεται στα καπνιστά μαλακόστρακα, εξαιρουμένου του φαιού
κρέατος των καβουριών και του κρέατος κεφαλιού και θώρακα του
αστακού και παρόμοιων μεγάλων μαλακοστράκων (Nephropidae και
Palinuridae).
5,0
6.1.4 Σάρκα ψαριών (24) (25), εκτός από τα καπνιστά ψάρια 2,0
6.1.5 Μαλακόστρακα, κεφαλόποδα, εκτός από τα καπνιστά (26). Το μέγι-
στο επιτρεπτό επίπεδο εφαρμόζεται στα μαλακόστρακα, εξαιρουμέ-
νου του φαιού κρέατος των καβουριών και του κρέατος κεφαλιού
και θώρακα του αστακού και παρόμοιων μεγάλων μαλακοστράκων
(Nephropidae και Palinuridae).
5,0
6.1.6 Δίθυρα μαλάκια (26) 10,0
6.1.7 Μεταποιημένα τρόφιμα με βάση τα δημητριακά και παιδικές τροφές
για βρέφη και μικρά παιδιά (3) (29)
1,0
6.1.8 Παρασκευάσματα για βρέφη και παρασκευάσματα δεύτερης βρε-
φικής ηλικίας, συμπεριλαμβανομένου του γάλακτος για βρέφη και
του γάλακτος δεύτερης βρεφικής ηλικίας (8) (29)
1,0
6.1.9 Διαιτητικά τρόφιμα για ειδικούς ιατρικούς σκοπούς (9) (29) που
προορίζονται ειδικά για βρέφη
1,0
ELL 364/22 Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης 20.12.2006
(1) Όσον αφορά τα φρούτα, τα λαχανικά και τα δημητριακά, γίνεται παραπομπή στα τρόφιμα που απαριθμούνται στη σχετική κατηγορία όπως
καθορίζεται στο σχετικό κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 396/2005 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Φεβρουαρίου 2005,
για τα ανώτατα όρια καταλοίπων φυτοφαρμάκων μέσα ή πάνω στα τρόφιμα και τις ζωοτροφές φυτικής και ζωικής προέλευσης και για την
τροποποίηση της οδηγίας 91/414/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 70 της 16.3.2005, σ. 1) όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ.
178/2006 (ΕΕ L 29 της 2.2.2006, σ. 3). Αυτό σημαίνει, μεταξύ άλλων, ότι το φαγόπυρο (Fagopyrum sp) συμπεριλαμβάνεται στα
«δημητριακά» και τα προϊόντα με βάση το φαγόπυρο συμπεριλαμβάνονται στα «προϊόντα δημητριακών».
(2) Τα μέγιστα επιτρεπτά επίπεδα δεν ισχύουν για το νωπό σπανάκι που υφίσταται μεταποίηση και το οποίο μεταφέρεται χύμα απευθείας από τον
αγρό στη μονάδα μεταποίησης.
(3) Τρόφιμα που απαριθμούνται σ’ αυτή την κατηγορία όπως καθορίζεται στην οδηγία 95/5/ΕΚ της Επιτροπής, της 16ης Φεβρουαρίου 1996, για
τις μεταποιημένες τροφές με βάση τα δημητριακά και τις παιδικές τροφές για βρέφη και μικρά παιδιά (ΕΕ L 49 της 28.2.1996, σ. 17) όπως
τροποποιήθηκε τελευταία με την οδηγία 2003/13/ΕΚ (ΕΕ L 41 της 14.2.2003, σ. 33).
(4) Το μέγιστο επιτρεπτό επίπεδο αναφέρεται σε προϊόντα έτοιμα προς χρήση (τα οποία διατίθενται στην αγορά ως έχουν ή κατόπιν ανασύστασης
βάσει των οδηγιών του παρασκευαστή).
(5) Τα μέγιστα επιτρεπτά επίπεδα αναφέρονται στο βρώσιμο μέρος των αράπικων φιστικιών και των καρπών με κέλυφος. Εάν τα αράπικα φιστίκια
και οι καρποί με κέλυφος αναλυθούν, κατά τον υπολογισμό της περιεχόμενης αφλατοξίνης θεωρείται ότι όλη η μόλυνση βρίσκεται στο
βρώσιμο μέρος.
(6) Τρόφιμα που απαριθμούνται σ’ αυτή την κατηγορία όπως καθορίζεται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 853/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου
και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για τον καθορισμό ειδικών κανόνων υγιεινής για τα τρόφιμα ζωικής προέλευσης (ΕΕ L 226
της 25.6.2004, σ. 22).
(7) Τα μέγιστα επιτρεπτά επίπεδα αναφέρονται στην ξηρή ύλη. Η ξηρή ύλη ορίζεται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 401/2006.
(8) Τρόφιμα που απαριθμούνται σε αυτή την κατηγορία όπως καθορίζεται στην οδηγία 91/321/ΕΟΚ της Επιτροπής, της 14ης Μαΐου 1991,
σχετικά με τα παρασκευάσματα για βρέφη και τα παρασκευάσματα δεύτερης βρεφικής ηλικίας (ΕΕ L 175 της 4.7.1991, σ. 35), όπως
τροποποιήθηκε τελευταία με την οδηγία 2003/14/ΕΚ (ΕΕ L 41 της 14.2.2003, σ. 37).
(9) Τρόφιμα που απαριθμούνται σ’ αυτή την κατηγορία όπως καθορίζεται στην οδηγία 1999/21/ΕΚ της Επιτροπής, της 25ης Μαρτίου 1999,
σχετικά με τα διαιτητικά τρόφιμα που προορίζονται για ειδικούς ιατρικούς σκοπούς (ΕΕ L 91 της 7.4.1999, σ. 29).
(10) Το μέγιστο επιτρεπτό επίπεδο αναφέρεται, στην περίπτωση του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων, στα προϊόντα που είναι έτοιμα
προς χρήση (τα οποία διατίθενται στην αγορά ως έχουν ή αφού ανασυσταθούν σύμφωνα με τις οδηγίες του παρασκευαστή) και, στην
περίπτωση προϊόντων πλην του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων, στην ξηρή ύλη. Η ξηρή ύλη ορίζεται σύμφωνα με τον
κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 401/2006.
(11) Τρόφιμα που απαριθμούνται σ’ αυτή την κατηγορία όπως καθορίζεται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1493/1999 του Συμβουλίου, της 17ης
Μαΐου 1999, για την κοινή οργάνωση της αμπελοοινικής αγοράς (ΕΕ L 179 της 14.7.1999, σ. 1) όπως τροποποιήθηκε τελευταία με το
πρωτόκολλο σχετικά με τους όρους και τις λεπτομέρειες της προσχώρησης της Δημοκρατίας της Βουλγαρίας και της Ρουμανίας στην
Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ L 157 της 21.6.2005, σ. 29).
(12) Το μέγιστο επιτρεπτό επίπεδο ισχύει για τα προϊόντα που παράγονται από τη συγκομιδή 2005 και μετά.
(13) Τρόφιμα που απαριθμούνται σ’ αυτή την κατηγορία όπως καθορίζεται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1601/91 του Συμβουλίου, της 10ης
Ιουνίου 1991, για τη θέσπιση των γενικών κανόνων σχετικά με τον ορισμό, τον χαρακτηρισμό και την παρουσίαση των αρωματισμένων οίνων,
των αρωματισμένων ποτών με βάση τον οίνο και των αρωματισμένων κοκτέιλ αμπελοοινικών προϊόντων (ΕΕ L 149 της 14.6.1991, σ. 1) όπως
τροποποιήθηκε τελευταία με το πρωτόκολλο σχετικά με τους όρους και τις λεπτομέρειες της προσχώρησης της Δημοκρατίας της Βουλγαρίας
και της Ρουμανίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Το μέγιστο επιτρεπτό επίπεδο για την ΟΤΑ που εφαρμόζεται στα ποτά αυτά εξαρτάται από την
αναλογία οίνου ή/και γλεύκους σταφυλιών που περιέχεται στο τελικό προϊόν.
(14) Τρόφιμα που απαριθμούνται σ’ αυτή την κατηγορία όπως καθορίζεται στην οδηγία 2001/112/ΕΚ του Συμβουλίου, τις 20ής Δεκεμβρίου
2001, για τους χυμούς φρούτων και ορισμένα ομοειδή προϊόντα που προορίζονται για τη διατροφή του ανθρώπου (ΕΕ L 10 της 12.1.2002,
σ. 58).
(15) Τρόφιμα που απαριθμούνται σ’ αυτή την κατηγορία όπως καθορίζεται στον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 1576/89 του Συμβουλίου, της 29ης
Μαΐου 1989, για τη θέσπιση των γενικών κανόνων σχετικά με τον ορισμό, το χαρακτηρισμό και την παρουσίαση των αλκοολούχων ποτών (ΕΕ
L 160 της 12.6.1989, σ. 1) όπως τροποποιήθηκε τελευταία με το πρωτόκολλο σχετικά με τους όρους και τις λεπτομέρειες της προσχώρησης
της Δημοκρατίας της Βουλγαρίας και της Ρουμανίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
(16) Βρέφη και μικρά παιδιά , όπως καθορίζεται στην οδηγία 91/321/ΕΟΚ και στην οδηγία 96/5/ΕΚ.
(17) Για τους σκοπούς της εφαρμογής των μέγιστων επιτρεπτών επιπέδων για τη δεσοξυνιβαλενόλη, τη ζεαραλενόνη, και την τοξίνη T-2 και HT-2
που ορίζονται στα σημεία 2.4, 2.5 και 2.7, το ρύζι δεν περιλαμβάνεται στα «δημητριακά» και τα προϊόντα με βάση το ρύζι δεν περιλαμβά-
νονται στα «προϊόντα δημητριακών».
(18) Το μέγιστο επιτρεπτό επίπεδο ισχύει για τα μη μεταποιημένα δημητριακά που διατίθεται στην αγορά για πρώτη μεταποίηση. Με τον όρο
«πρώτη μεταποίηση» νοείται κάθε φυσική ή θερμική κατεργασία, εκτός της ξήρανσης, ολόκληρου του κόκκου ή της επιφάνειας του κόκκου.
Οι διεργασίες καθαρισμού, διαλογής και ξήρανσης δεν θεωρείται ότι αποτελούν «πρώτη μεταποίηση», εφόσον δεν ασκείται καμία φυσική
δράση στον ίδιο τον πυρήνα του κόκκου και ολόκληρος ο κόκκος παραμένει ανέπαφος μετά τον καθαρισμό και τη διαλογή. Στα ολοκλη-
ρωμένα συστήματα παραγωγής και μεταποίησης, το μέγιστο επιτρεπτό επίπεδο ισχύει για τα μη μεταποιημένα δημητριακά σε περίπτωση που
προορίζονται για πρώτη μεταποίηση.
(19) Το μέγιστο επιτρεπτό επίπεδο ισχύει για τα δημητριακά που υφίστανται συγκομιδή και ισχύουν , από το έτος εμπορίας 2005/2006, σύμφωνα
με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 824/2000 της Επιτροπής, της 19ης Απριλίου 2000, περί των διαδικασιών ανάληψης δημητριακών από
οργανισμούς παρέμβασης καθώς και των αναλυτικών μεθόδων για τον καθορισμό της ποιότητας (ΕΕ L 100 της 20.4.2000, σ. 31) όπως
τροποποιήθηκε τελευταία με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1068/2005 (ΕΕ L 174 της 7.7.2005, σ. 65).
(20) Το μέγιστο επιτρεπτό επίπεδο εφαρμόζεται από την 1η Ιουλίου 2007.
(21) Η κατηγορία αυτή περιλαμβάνει επίσης παρόμοια προϊόντα που φέρουν διαφορετική ονομασία, όπως είναι το σιμιγδάλι.
(22) Ζυμαρικά (ξηρά) σημαίνει ζυμαρικά με περιεκτικότητα σε νερό περίπου 12 %.
EL20.12.2006 Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης L 364/23
(23) Το μέγιστο επιτρεπτό επίπεδο ισχύει από την 1η Οκτωβρίου 2007.
(24) Ψάρια που απαριθμούνται σ’ αυτή την κατηγορία όπως καθορίζεται στην κατηγορία (α), με εξαίρεση το ήπαρ ψαριών που υπόκειται στον
κωδικό ΣΟ 0302 70 00, του καταλόγου του άρθρου 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 104/2000 (ΕΕ L 17 της 21.1.2000, σ. 22) όπως
τροποποιήθηκε τελευταία με την πράξη περί των όρων προσχώρησης της Τσεχικής Δημοκρατίας, της Δημοκρατίας της Εσθονίας, της
Κυπριακής Δημοκρατίας, της Δημοκρατίας της Λεττονίας, της Δημοκρατίας της Λιθουανίας , της Δημοκρατίας της Ουγγαρίας, της Δημο-
κρατίας της Μάλτας, της Δημοκρατίας της Πολωνίας, της Δημοκρατίας της Σλοβενίας και της Σλοβακικής Δημοκρατίας και των προσαρμο-
γών των συνθηκών επί των οποίων βασίζεται η Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ L 236 της 23.9.2003, σ. 33). Στην περίπτωση των τροφίμων που έχουν
υποστεί ξήρανση, αραίωση, μεταποίηση ή/και έχουν προκύψει από συνδυασμό περισσότερων του ενός συστατικών, ισχύει το άρθρο 2
παράγραφοι 1 και 2.
(25) Όταν το ψάρι πρόκειται να καταναλωθεί ολόκληρο, το μέγιστο επιτρεπτό επίπεδο ισχύει για ολόκληρο το ψάρι.
(26) Τρόφιμα που εμπίπτουν στην κατηγορία (γ) και (στ) του καταλόγου του άρθρου 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 104/2000, κατά περίπτωση
(είδη όπως απαριθμούνται στη σχετική καταχώριση). Στην περίπτωση των τροφίμων που έχουν υποστεί ξήρανση, αραίωση, μεταποίηση ή/και
έχουν προκύψει από συνδυασμό περισσότερων του ενός συστατικών, ισχύει το άρθρο 2 παράγραφοι 1 και 2.
(27) Το μέγιστο επιτρεπτό επίπεδο εφαρμόζεται μετά το πλύσιμο των φρούτων ή των λαχανικών και το διαχωρισμό του βρώσιμου μέρους.
(28) Το μέγιστο επιτρεπτό επίπεδο ισχύει για τα προϊόντα που παράγονται από τη συγκομιδή φρούτων 2001 και μετά.
(29) Το μέγιστο επιτρεπτό επίπεδο αναφέρεται στο προϊόν, όπως πωλείται.
(30) Το μέγιστο επιτρεπτό επίπεδο δίνεται για το υγρό προϊόν που περιέχει 40 % ξηρή ύλη, που αντιστοιχεί σε μέγιστη τιμή 50 mg/kg στην ξηρή
ύλη. Το επιτρεπτό επίπεδο πρέπει να αναπροσαρμοστεί αναλογικά σύμφωνα με το περιεχόμενο ξηρής ύλης των προϊόντων.
(31) Διοξίνες [άθροισμα πολυχλωριωμένων διβενζο-p-διοξινών (PCDD) και πολυχλωριωμένων διβενζοφουρανίων (PCDF), εκφρασμένο ως συγκέν-
τρωση ισοδυνάμου τοξικότητας της Παγκόσμιας Οργάνωσης Υγείας (ΠΟΥ) χρησιμοποιώντας τους συντελεστές ισοδυνάμου τοξικότητας της
ΠΟΥ (WHO-TEF)] και άθροισμα διοξινών και παρόμοιων με τις διοξίνες PCB [άθροισμα PCDD, PCDF και πολυχλωροδιφαινυλίων (PCB),
εκφρασμένο ως συγκέντρωση ισοδυνάμου τοξικότητας της ΠΟΥ χρησιμοποιώντας τους WHO-TEF)]. Οι WHO-TEF για την εκτίμηση του
κινδύνου για τον άνθρωπο βασίζονται στα συμπεράσματα της συνεδρίασης της ΠΟΥ στη Στοκχόλμη της Σουηδίας, στις 15-18 Ιουνίου 1997
[(Van den Berg et al., 1998) Toxic Equivalency Factors (TEFs) for PCBs, PCDDs, PCDFs for Humans and for Wildlife. Environmental
Health Perspectives, 106(12), 775].
(32) Ανώτατα όρια συγκέντρωσης: τα ανώτατα όρια συγκέντρωσης υπολογίζονται με την υπόθεση ότι όλες οι τιμές των διαφόρων ομοειδών ουσιών
κάτω από το όριο του ποσοτικού προσδιορισμού ισούνται με το όριο του ποσοτικού προσδιορισμού.
(33) Το μέγιστο επιτρεπτό επίπεδο δεν ισχύει για τρόφιμα που περιέχουν < 1 % λίπος.
(34) Τρόφιμα που απαριθμούνται σ’ αυτή την κατηγορία όπως καθορίζεται στις κατηγορίες (α), (β), (γ), (ε) και (στ) του καταλόγου του άρθρου 1
του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 104/2000 με εξαίρεση το ήπαρ ψαριών που εμπίπτει στον κωδικό ΣΟ 0302 70 00.
(35) Το βενζο[a]πυρένιο, για το οποίο παρατίθενται τα μέγιστα επιτρεπτά επίπεδα, χρησιμοποιείται ως δείκτης για την εμφάνιση και την επίπτωση
των καρκινογόνων πολυκυκλικών αρωματικών υδρογονανθράκων. Συνεπώς, τα μέτρα αυτά παρέχουν πλήρη εναρμόνιση όσον αφορά τους
πολυκυκλικούς αρωματικούς υδρογονάνθρακες στα απαριθμούμενα τρόφιμα σε όλα τα κράτη μέλη.
(36) Τρόφιμα που απαριθμούνται σ’ αυτή την κατηγορία όπως καθορίζεται στις κατηγορίες (β), (γ) και (στ) του καταλόγου του άρθρου 1 του
κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 104/2000.
ELL 364/24 Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης 20.12.2006