159 Α' 2011

ΝΟΜΟΣ 3990/2011

Κύρωση της Τροποποίησης της Σύμβασης για τη Φυσική Προστασία του Πυρηνικού Υλικού.

Άρθρο 2Α
ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5
13 Ιουλίου 2011

ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ
ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
ΤΕΥΧΟΣ ΠΡΩΤΟ Αρ. Φύλλου 159
13 Ιουλίου 2011

ΝΟΜΟΣ ΥΠ’ ΑΡΙΘ. 3990
Κύρωση της Τροποποίησης της Σύμβασης για τη Φυσική Προστασία του Πυρηνικού Υλικού.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Εκδίδομε τον ακόλουθο νόμο που ψήφισε η Βουλή:

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Ένα Συμβαλλόμενο Κράτος μπορεί να διαβουλεύεται και να συνεργάζεται, κατά περίπτωση, με άλλα Συμβαλλόμενα Κράτη, απευθείας ή μέσω του Διεθνούς Οργανισμού Ατομικής Ενέργειας και των λοιπών συναφών διεθνών οργανισμών, με σκοπό τη λήψη οδηγιών εκ μέρους τους σχετικά με το σχεδιασμό, τη συντήρηση και τη βελτίωση του εθνικού του συστήματος φυσικής προστασίας του πυρηνικού υλικού, κατά την εσωτερική χρήση, αποθήκευση και μεταφορά του, και των πυρηνικών εγκαταστάσεων. 8. Το Άρθρο 6 της Συμφωνίας αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο: 1. Τα Συμβαλλόμενα Κράτη θα λαμβάνουν τα κατάλληλα μέτρα, σύμφωνα με την εθνικό τους δίκαιο, προκειμένου να προστατεύσουν την εμπιστευτικότητα οποιωνδήποτε πληροφοριών λαμβάνουν εμπιστευτικά, δυνάμει των διατάξεων της παρούσας Συμφωνίας, από ένα άλλο Συμβαλλόμενο Κράτος ή μέσω της συμμετοχής σε μια δραστηριότητα η οποία υλοποιείται για την εφαρμογή της παρούσας Συμφωνίας. Εάν τα Συμβαλλόμενα Κράτη παρέχουν, εμπιστευτικά, πληροφορίες σε διεθνείς οργανισμούς ή σε Κράτη, τα οποία δεν είναι συμβαλλόμενα μέρη στην παρούσα Συμφωνία, θα λαμβάνονται μέτρα προκειμένου να διασφαλίζεται η προστασία της εμπιστευτικότητας των πληροφοριών αυτών. Ένα Συμβαλλόμενο Κράτος το οποίο έχει λάβει πληροφορίες, εμπιστευτικά, από ένα άλλο Συμβαλλόμενο Κράτος, μπορεί να διαβιβάσει τις πληροφορίες αυτές σε τρίτους, μόνο με τη συναίνεση αυτού του άλλου Συμβαλλόμενου Κράτους. 2. Τα Συμβαλλόμενα Κράτη δεν θα απαιτείται από την παρούσα Συμφωνία να παρέχουν οποιεσδήποτε πληροφορίες οι οποίες δεν επιτρέπεται να κοινοποιηθούν, σύμφωνα με την εθνικό τους δίκαιο ή οι οποίες θα έθεταν σε κίνδυνο την ασφάλεια του ενδιαφερόμενου Κράτους ή τη φυσική προστασία του πυρηνικού υλικού ή των πυρηνικών εγκαταστάσεων. 9. Η παράγραφος 1 του Άρθρου 7 της Συμφωνίας αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο: 1. Η εκ προθέσεως διάπραξη: (α) μιας πράξης χωρίς νόμιμη εξουσία, η οποία συνιστά παραλαβή, κατοχή, χρήση, μεταφορά, αλλαγή, διάθεση ή διασπορά πυρηνικού υλικού και η οποία προκαλεί ή είναι πιθανό να προκαλέσει θάνατο ή σοβαρό τραυματισμό σε οποιοδήποτε πρόσωπο ή σημαντική καταστροφή σε περιουσιακά στοιχεία ή στο περιβάλλον (β) κλοπής ή ληστείας πυρηνικού υλικού (γ) κατάχρησης ή δόλιας απόκτησης πυρηνικού υλικού (δ) μιας πράξης η οποία συνιστά μεταφορά, αποστολή, ή διακίνηση πυρηνικού υλικού, προς ή από ένα Κράτος, χωρίς νόμιμη εξουσία (ε) μιας πράξης η οποία στρέφεται κατά πυρηνικών εγκαταστάσεων, ή μιας πράξης η οποία παρεμποδίζει τη λειτουργία πυρηνικών εγκαταστάσεων, με την οποία ο παραβάτης προκαλεί εσκεμμένα, ή γνωρίζει ότι η πράξη είναι πιθανό να προκαλέσει, θάνατο ή σοβαρό τραυματισμό σε οποιοδήποτε πρόσωπο ή σημαντικές ζημίες σε περιουσιακά στοιχεία ή στο περιβάλλον, από την έκθεση σε ακτινοβολία ή την απελευθέρωση ραδιενεργών ουσιών, εκτός αν η πράξη αυτή διενεργείται σύμφωνα με την εθνικό δίκαιο του Συμβαλλόμενου Κράτους, στο έδαφος του οποίου βρίσκονται οι πυρηνικές εγκαταστάσεις (στ) μιας πράξης η οποία συνιστά αξίωση για παροχή πυρηνικού υλικού, με απειλή ή χρήση βίας ή με οποιαδήποτε άλλη μορφή εκφοβισμού (ζ) απειλής: (i) χρήσης πυρηνικού υλικού, προκειμένου να προκληθεί θάνατος ή σοβαρός τραυματισμός σε οποιοδήποτε πρόσωπο ή σημαντικές ζημιές σε περιουσιακά στοιχεία ή στο περιβάλλον ή να διαπραχθεί το αδίκημα το οποίο περιγράφεται στο εδάφιο (ε), ή (ii) διάπραξης ενός αδικήματος το οποίο περιγράφεται στα εδάφια (β) και (η), προκειμένου να εξαναγκαστεί ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο, ένας διεθνής οργανισμός ή ένα Κράτος να προβούν ή να απόσχουν από την εκτέλεση οποιασδήποτε πράξης (θ) μιας προσπάθειας διάπραξης οποιουδήποτε αδικήματος περιγράφεται στα εδάφια (α) έως (ε) (ι) μιας πράξης η οποία συνιστά συμμετοχή σε οποιοδήποτε αδίκημα περιγράφεται στα εδάφια (α) έως (η) (κ) μιας πράξης οποιουδήποτε προσώπου, το οποίο οργανώνει ή κατευθύνει άλλους να διαπράξουν ένα αδίκημα, το οποίο περιγράφεται στα εδάφια (α) έως (η), και (λ) μιας πράξης η οποία συμβάλλει στη διάπραξη οποιουδήποτε αδικήματος περιγράφεται στα εδάφια (α) έως (η), από μια ομάδα προσώπων τα οποία ενεργούν από κοινού. Η πράξη αυτή θα είναι σκόπιμη και: (i) είτε θα γίνεται με στόχο την εξυπηρέτηση της εγκληματικής δραστηριότητας ή του εγκληματικού σκοπού της ομάδας, στην περίπτωση που, μια τέτοια δραστηριότητα ή σκοπός, συμπεριλαμβάνουν την διάπραξη ενός αδικήματος το οποίο περιγράφεται στα εδάφια (α) έως (ζ), (ii) είτε θα γίνεται με γνώση της πρόθεσης της ομάδας να διαπράξει ένα αδίκημα το οποίο περιγράφεται στα εδάφια (α) έως (ζ) θα συνιστά τιμωρητέο αδίκημα από κάθε Συμβαλλόμενο Κράτος, βάσει του εθνικού δικαίου του. 10. Μετά το Άρθρο 11 της Συμφωνίας, προστίθενται δύο νέα Άρθρα, το Άρθρο 11Α και το Άρθρο 11B, ως εξής: