1) Στο τέλος της περίπτωσης Β΄ του άρθρου 17 του ν. 1756/1988, όπως ισχύει, προστίθεται περίπτωση Βα ως εξής: «Βα. Καθορισμός υπηρεσίας και κλήρωση προεδρευόντων σε τριμελή πλημμελειοδικεία και σε ποινικά εφετεία. 1. Όταν για οποιονδήποτε λόγο αναβάλλεται ή ματαιώνεται η ουσιαστική εκδίκαση ποινικής υπόθεσης από το τριμελές πλημμελειοδικείο ή από το ποινικό εφετείο, αυτή προσδιορίζεται σε δικάσιμο, κατά την οποία προεδρεύει ο ίδιος δικαστής. Για το σκοπό αυτό και ύστερα από σύμφωνη πρόταση του Εισαγγελέα, η υπηρεσία των προεδρευόντων προκαθορίζεται για όσο χρόνο κρίνεται αναγκαίο, από το τριμελές συμβούλιο ή το δικαστή που διευθύνει το δικαστήριο, με βάση τον αριθμό των υποθέσεων, που είναι κάθε φορά εκκρεμείς, σε κάθε δε περίπτωση τουλάχιστον για τις δικασίμους στις οποίες είναι ήδη προσδιορισμένες για εκδίκαση υποθέσεις σε αριθμό ίσο ή ανώτερο του προβλεπομένου, ως ανωτάτου ορίου από τον οικείο εσωτερικό κανονισμό. 2. Η κλήρωση των προεδρευόντων γίνεται κατά τους μήνες Ιανουάριο και Ιούνιο κάθε έτους ή συμπληρωματικά κατά την παράγραφο 5 και για όσο χρονικό διάστημα κρίνεται αναγκαίο κατά την παράγραφο 1. Συγχρόνως, για την περίπτωση, που θα χρειαστεί να αντικατασταθούν οι προεδρεύοντες λόγω μεταθέσεως, προαγωγής ή για άλλη νόμιμη αιτία, κληρώνεται εύλογος, κατά την κρίση του τριμελούς συμβουλίου ή του δικαστή που διευθύνει το Δικαστήριο, αριθμός αναπληρωτών προεδρευόντων. 3. Ο εισαγγελέας οφείλει, δέκα (10) τουλάχιστον ημέρες πριν από την κλήρωση, να αποστέλει στον πρόεδρο του τριμελούς συμβουλίου ή τον διευθύνοντα το δικαστήριο δικαστή, αναλυτικό πίνακα, στον οποίο να εμφαίνεται ο αριθμός των υποθέσεων, που έχουν ήδη προσδιοριστεί για εκδίκαση ανά ακροατήριο και ανά δικάσιμο. 4. Το πρακτικό της κλήρωσης αποστέλλεται αυθημερόν στον εισαγγελέα και δεν επιτρέπεται έκτοτε ο προσδιορισμός από αυτόν άλλων υποθέσεων στις δικασίμους για τις οποίες έχει γίνει κλήρωση προεδρευόντων, με την επιφύλαξη των περιπτώσεων α΄ και β΄ της παρ. 9 στοιχείο Β΄. 5. Με πράξη του τριμελούς συμβουλίου ή του δικαστή που διευθύνει το Δικαστήριο και μετά από σύμφωνη πρόταση του εισαγγελέα, μπορεί: α) να εφαρμοσθεί η ανωτέρω ρύθμιση αναλόγως και σε άλλα ποινικά δικαστήρια, β) να αποφασίζεται η διεξαγωγή συμπληρωματικής κλήρωσης προεδρευόντων και αναπληρωτών προεδρευόντων, όποτε αυτό κρίνεται αναγκαίο. 6. Η ισχύς των διατάξεων των παραπάνω παραγράφων αρχίζει την 1.1.2015. 2) Η περίπτωση δ΄ του άρθρου 135 του ν. 2812/2000 «Κύρωση Κώδικα Δικαστικών Υπαλλήλων», όπως ισχύει, αντικαθίσταται ως εξής: «Η εκτέλεση της ποινής της προσωρινής παύσης αρχίζει την επόμενη ημέρα από την επίδοση της απόφασης του δευτεροβαθμίου πειθαρχικού οργάνου στον δικαστικό υπάλληλο ή την επομένη ημέρα από εκείνη, από την οποία η απόφαση του πρωτοβαθμίου πειθαρχικού οργάνου έγινε τελεσίδικη. Ο χρόνος της προσωρινής παύσης δεν θεωρείται χρόνος πραγματικής υπηρεσίας. Κατά τη διάρκεια εκτέλεσης της ποινής της προσωρινής παύσης, ο δικαστικός υπάλληλος δεν μπορεί να ασκεί τα υπηρεσιακά του καθήκοντα ούτε άλλη αρμοδιότητα ή καθήκον, που έχει ανατεθεί σε αυτόν με την ιδιότητά του ως δικαστικού υπαλλήλου.» 3) Στο τέλος του άρθρου 56 του Ποινικού Κώδικα προστίθεται εδάφιο ως εξής: «Οι διατάξεις για την κατ’ οίκον έκτιση της ποινής έχουν εφαρμογή και σε καταδίκους που πάσχουν από νοσήματα με ποσοστό αναπηρίας ογδόντα τοις εκατό (80%) και άνω, με εξαίρεση τους καταδικασθέντες για πράξεις των άρθρων 134 και 187Α. Η διακρίβωση της αναπηρίας γίνεται, μετά από αίτηση του καταδίκου, από το αρμόδιο συμβούλιο πλημμελειοδικών, το οποίο διατάσσει ειδική πραγματογνωμοσύνη, κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο 2 του άρθρου 110Α.» 4) Η περίπτωση β΄ της παρ. 1 του άρθρου 6 του ν. 4285/2014 (Α΄191), όπως ισχύει, αντικαθίσταται ως εξής: «β) Από 1ης Ιουνίου 2016 των εισαγγελέων πρωτοδικών κατά τέσσερις (4) και από 1ης Ιανουαρίου 2015 των αντεισαγγελέων πρωτοδικών − παρέδρων εισαγγελίας κατά τρεις (3), οριζομένου του συνολικού αριθμού αυτών σε εκατόν σαράντα (140) και διακοσίων σαράντα έξι (246), αντιστοίχως.» 5) Η παρ. 3 του άρθρου 43 του ν. 1756/1988, όπως ισχύει, αντικαθίσταται ως εξής: «3. Δεν οφείλεται μισθός για το χρονικό διάστημα, κατά το οποίο ο δικαστικός λειτουργός από δική του υπαιτιότητα δεν παρέχει υπηρεσία. Ως μη παροχή υπηρεσίας νοείται και η, κατά την κρίση των οργάνων που αναφέρονται στην επομένη παράγραφο, αδικαιολόγητη καθυστέρηση παράδοσης σχεδίων αποφάσεων και δικογραφιών που του ανατίθενται προς επεξεργασία, καθώς και η αδικαιολόγητη μη συμμετοχή στις συνεδριάσεις των οργάνων του δικαστηρίου ή η αδικαιολόγητη μη εκτέλεση υπηρεσίας που του ανατέθηκε αρμοδίως.» 6) Το τέταρτο εδάφιο της παρ. 4 του άρθρου 43 του ν. 1756/1988, όπως ισχύει, αντικαθίσταται ως εξής: «Η πράξη της περικοπής τίθεται στον ατομικό φάκελο του δικαστικού λειτουργού και συνεκτιμάται για την προαγωγή του.» 7) Η παρ. 11 του άρθρου 44 του ν. 1756/1988, όπως ισχύει, αντικαθίσταται ως εξής: «11. Δικαστικός λειτουργός δεν έχει δικαίωμα να κάνει χρήση δικαστικών διακοπών ή κανονικής αδείας, εφόσον, κατά την κρίση του οικείου προϊσταμένου, υπάρχει κίνδυνος ουσιώδους καθυστέρησης στην έκδοση αποφάσεων ή βουλευμάτων σε επείγουσες υποθέσεις, εκτός αν συντρέχουν λίαν σοβαροί λόγοι υγείας.»