175 Α' 2010

ΝΟΜΟΣ 3888/2010

Εκούσια κατάργηση φορολογικών διαφορών, ρύθμιση ληξιπρόθεσμων χρεών, διατάξεις για την αποτελεσματική τιμωρία της φοροδιαφυγής και άλλες διατάξεις.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄ - ΕΚΟΥΣΙΑ ΚΑΤΑΡΓΗΣΗ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
30 Σεπτεμβρίου 2010

ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ
ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
ΤΕΥΧΟΣ ΠΡΩΤΟ Αρ. Φύλλου 175
30 Σεπτεμβρίου 2010

NOMOΣ ΥΠ’ ΑΡΙΘ. 3888
Εκούσια κατάργηση φορολογικών διαφορών, ρύθμιση ληξιπρόθεσμων χρεών, διατάξεις για την αποτελεσματική τιμωρία της φοροδιαφυγής και άλλες διατάξεις.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Εκδίδομε τον ακόλουθο νόμο που ψήφισε η Βουλή:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄ΕΚΟΥΣΙΑ ΚΑΤΑΡΓΗΣΗ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Άρθρο 1Εισαγωγή

Με τις διατάξεις του Κεφαλαίου A΄ του νόμου αυτού καθορίζεται προαιρετικός ειδικός τρόπος επίλυσης των φορολογικών διαφορών που προκύπτουν από τις εκκρεμείς φορολογικές υποθέσεις, με σκοπό την κατάργησή τους.

Άρθρο 2Βασικές έννοιες Για την εφαρμογή των διατάξεων του Κεφαλαίου αυτού οι παρακάτω όροι νοούνται ως εξής:ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Ελεγμένη και ανέλεγκτη υπόθεση: Ελεγμένη θεωρείται η υπόθεση που έχει ελεγχθεί με τακτικό έλεγχο και έχουν εκδοθεί οι σχετικές καταλογιστικές πράξεις και ανέλεγκτη αυτή που δεν έχει ελεγχθεί με τακτικό έλεγχο.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Δηλωθέντα ακαθάριστα έσοδα: Θεωρούνται αυτά που προκύπτουν από τα κύρια έντυπα των δηλώσεων φορολογίας εισοδήματος που έχουν υποβληθεί, μετά την αφαίρεση: α) των εσόδων από συμμετοχές σε άλλες επιχειρήσεις και β) των εσόδων από μισθώματα ακινήτων για όλους τους υπόχρεους, με εξαίρεση τα νομικά πρόσωπα του άρθρου 101 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος (Κ.Φ.Ε., ν. 2238/1994, ΦΕΚ 151 Α΄).

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Αποκρυβείσα φορολογητέα ύλη: Είναι το ποσό που προκύπτει αναμφισβήτητα από δελτίο πληροφοριών ή λοιπά στοιχεία ή έγγραφα ή από απόφαση επιβολής προστίμου του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων (Κ.Β.Σ.) και αφορά: α) την απόκρυψη ποσού εσόδων ή αγορών ή δαπανών από παράλειψη έκδοσης ή λήψης φορολογικού στοιχείου ή β) την απόκρυψη ποσού εσόδων ή αγορών ή δαπανών από έκδοση ή λήψη ανακριβούς ως προς την αξία φορολογικού στοιχείου ή γ) την καθαρή αξία ληφθέντος φορολογικού στοιχείου, εικονικού ως προς το πρόσωπο του αντισυμβαλλόμενου ή δ) την καθαρή αξία εκδοθέντος εικονικού φορολογικού στοιχείου ή ληφθέντος φορολογικού στοιχείου εικονικού ως προς τη συναλλαγή ή φορολογικού στοιχείου που έχει νοθευθεί. Σε περίπτωση μερικώς εικονικού φορολογικού στοιχείου ως αξία λαμβάνεται η αξία της εικονικότητας.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Παράβαση Κ.Β.Σ. ή άλλο επιβαρυντικό στοιχείο που επαυξάνει το φόρο είναι παράβαση που συνίσταται σε: α) μη τήρηση ή μη διαφύλαξη οποιουδήποτε θεωρημένου Βιβλίου Κ.Β.Σ., είτε βασικού είτε πρόσθετου, β) μη επίδειξη των θεωρημένων Βιβλίων σε έλεγχο, γ) ανακριβή τήρηση Βιβλίων ως προς τα έσοδα ή μη καταχώρηση εσόδων, δ) ανακριβή τήρηση Βιβλίων ως προς τις αγορές και τις δαπάνες ή μη καταχώρηση αγορών και δαπανών, ε) ανακριβή τήρηση πρόσθετων Βιβλίων ή σε μη καταχώρηση δεδομένων που επηρεάζουν τα έσοδα ή τις αγορές ή τις δαπάνες, στ) τήρηση Βιβλίων κατώτερης της προβλεπόμενης από τον Κ.Β.Σ. κατηγορίας, ζ) ανακρίβεια απογραφής ως προς την ποσότητα ή την αξία, η) έκδοση αθεώρητου στοιχείου Κ.Β.Σ. μη καταχωρημένου στα Βιβλία, θ) μη διαφύλαξη εκδοθέντος ή ληφθέντος φορολογικού στοιχείου, ι) καταχώρηση στα Βιβλία ανύπαρκτων αγορών ή δαπανών, ια) έκδοση ή σήμανση στοιχείου από μη νόμιμο φορολογικό μηχανισμό που δεν καταχωρήθηκε στα Βιβλία, ιβ) μη αναγραφή του είδους των αγαθών, ιγ) μη σύνταξη Απογραφής ή Ισολογισμού, ιδ) μη έκδοση ή έκδοση ανακριβούς στοιχείου που προβλέπεται από τον Κ.Β.Σ. ή υπουργική απόφαση χωρίς να προσδιορίζεται η αξία, ιε) μη λήψη ή λήψη ανακριβούς στοιχείου που προβλέπεται από τον Κ.Β.Σ. ή υπουργική απόφαση χωρίς να προσδιορίζεται η αξία, ιστ) μη έκδοση ή μη λήψη ή σε έκδοση ή λήψη ανακριβούς στοιχείου, η οποία προκύπτει αναμφισβήτητα από δελτίο πληροφοριών ή άλλο στοιχείο ή έγγραφο, χωρίς να προσδιορίζεται η αξία, ιζ) έκδοση ή λήψη εικονικού φορολογικού στοιχείου ή νόθευση τέτοιου στοιχείου, η οποία προκύπτει αναμφισβήτητα από δελτίο πληροφοριών ή άλλο στοιχείο ή έγγραφο, χωρίς να προσδιορίζεται η αξία.

Άρθρο 3Υποθέσεις που υπάγονται στις ρυθμίσειςΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Στο πεδίο εφαρμογής των ρυθμίσεων του παρόντος Κεφαλαίου υπάγονται οι εκκρεμείς υποθέσεις φορολογίας εισοδήματος και λοιπών φορολογικών αντικειμένων επιτηδευματιών, οι οποίες αφορούν διαχειριστικές περιόδους που έκλεισαν μέχρι και τις 31.12.2009.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Για την υπαγωγή στις ρυθμίσεις, ως εκκρεμείς υποθέσεις νοούνται εκείνες που μέχρι την ημερομηνία έναρξης ισχύος του νόμου: α) δεν έχει αρχίσει ο έλεγχος ή έχει αρχίσει και δεν έχει περατωθεί, β) έχει εκδοθεί φύλλο ελέγχου ή πράξη αποτελεσμάτων, αλλά δεν έχει οριστικοποιηθεί, γ) εκκρεμούν στα διοικητικά δικαστήρια μετά από άσκηση εμπρόθεσμης προσφυγής ή έφεσης και δεν έχουν συζητηθεί στο ακροατήριο του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου. Ως εκκρεμείς θεωρούνται και οι υποθέσεις για τις οποίες έχει εκδοθεί οριστική απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και δεν έχει παρέλθει η προθεσμία άσκησης έφεσης για κάποιον από τους διαδίκους, δ) έχουν ήδη ελεγχθεί και: αα) έχουν εκδοθεί συμπληρωματικά φύλλα ελέγχου ή πράξεις προσδιορισμού αποτελεσμάτων ή φόρου προστιθέμενης αξίας (Φ.Π.Α.) ή λοιπές εν γένει τέτοιες πράξεις, που είτε δεν έχουν οριστικοποιηθεί είτε εκκρεμούν στα διοικητικά δικαστήρια και δεν έχουν συζητηθεί στο ακροατήριο του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, ή ββ) έχουν εκδοθεί, μέχρι την 31.8.2010, αποφάσεις επιβολής προστίμου Κ.Β.Σ. που είτε δεν έχουν οριστικοποιηθεί είτε εκκρεμούν στα διοικητικά δικαστήρια και αφορούν συμπληρωματικά στοιχεία με βάση τα οποία δεν έχει διενεργηθεί ακόμη έλεγχος στις λοιπές φορολογίες.

Άρθρο 4Υποθέσεις που εξαιρούνται από τις ρυθμίσειςΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Από τις υποθέσεις του προηγούμενου άρθρου εξαιρούνται: α) οι υποθέσεις για τις οποίες δεν έχει υποβληθεί μέχρι 31.8.2010 εμπρόθεσμη ή εκπρόθεσμη αρχική δήλωση φόρου εισοδήματος για κάποια από τις ανέλεγκτες χρήσεις, καθώς και οι επόμενες αυτής, β) οι αγρότες του ειδικού καθεστώτος του άρθρου 41 του Κώδικα Φ.Π.Α. (ν. 2859/2000, ΦΕΚ 248 Α΄), γ) οι υποθέσεις για τις οποίες έχουν υποβληθεί συμπληρωματικές δηλώσεις σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 6 του ν. 2753/1999 (ΦΕΚ 249 Α΄), με εξαίρεση τις προηγούμενες ή επόμενες χρήσεις αυτών για τις οποίες υποβλήθηκαν οι συμπληρωματικές δηλώσεις, δ) από κάθε υπόθεση, η ανέλεγκτη χρήση στην οποία τα δηλωθέντα ακαθάριστα έσοδα είναι μεγαλύτερα του ποσού των είκοσι εκατομμυρίων (20.000.000) ευρώ ή του αντίστοιχου ποσού σε δραχμές και όλες οι επόμενες αυτής χρήσεις, ε) οι υποθέσεις φορολογίας πλοίων, ακίνητης περιουσίας, μεγάλης ακίνητης περιουσίας, μεταβίβασης ακινήτων και κληρονομιών, δωρεών, προικών και γονικών παροχών, ενιαίου τέλους ακινήτων, ειδικού φόρου επί των ακινήτων, φόρου αυτόματου υπερτιμήματος και τέλους συναλλαγής, στ) οι υποθέσεις των επιχειρήσεων που είναι εισηγμένες στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών, ζ) οι υποθέσεις των επιχειρήσεων για τον έλεγχο των οποίων έχουν συγκροτηθεί Ειδικά Συνεργεία Ελέγχου του άρθρου 39 του ν. 1914/1990 (ΦΕΚ 178 Α΄), καθώς και οι υποθέσεις των νομικών προσώπων της παραγράφου 2 του άρθρου 101 του Κ.Φ.Ε. (ν. 2238/1994), η) από κάθε υπόθεση η ανέλεγκτη χρήση για την οποία υφίσταται παράβαση Κ.Β.Σ. για έκδοση πλαστού φορολογικού στοιχείου ή προκύπτει αναμφισβήτητα από δελτίο πληροφοριών ή από άλλα στοιχεία ή έγγραφα η έκδοση τέτοιου στοιχείου και όλες οι επόμενες αυτής χρήσεις, θ) οι υποθέσεις επιτηδευματιών φυσικών προσώπων τα οποία, με βάση τα στοιχεία του περιουσιολογίου έτους 2008, υπόκεινται σε φορολόγηση για την ακίνητη περιουσία (Κεφάλαιο Δ΄του ν. 3842/2010, ΦΕΚ 58 Α΄).

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Οι εξαιρέσεις των περιπτώσεων δ΄ και στ΄της προηγούμενης παραγράφου δεν ισχύουν για την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 11 και της παραγράφου 6 του άρθρου 12.

Άρθρο 5Προϋποθέσεις και αποτελέσματα υπαγωγής των υποθέσεων στις ρυθμίσειςΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Η κατά τις διατάξεις του παρόντος Κεφαλαίου κατάργηση των εκκρεμών υποθέσεων φορολογίας εισοδήματος και λοιπών φορολογικών αντικειμένων γίνεται με τους όρους και τις προϋποθέσεις των επόμενων παραγράφων.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Περαιώνεται υποχρεωτικά η πρώτη κατά σειρά ανέλεγκτη και οι συνεχόμενες με αυτή ανέλεγκτες υποθέσεις που υπάγονται στη ρύθμιση.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Επιτρέπεται η περαίωση ορισμένων, μόνο, από τις ανέλεγκτες υποθέσεις που υπάγονται στη ρύθμιση, με την επιφύλαξη των διατάξεων της προηγούμενης παραγράφου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Με την περαίωση των ανέλεγκτων υποθέσεων φόρου εισοδήματος και λοιπών φορολογικών αντικειμένων μπορεί να περαιώνονται τα εκκρεμή προσωρινά φύλλα ελέγχου ή πράξεις, καθώς και οι εκκρεμείς αποφάσεις επιβολής προστίμου που αφορούν τις υποθέσεις αυτές, σύμφωνα με τα οριζόμενα στα άρθρα 6, 7 και 8.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Ο επιτηδευματίας, για την περαίωση των ανέλεγκτων υποθέσεών του, αποδέχεται την καταβολή της συνολικής οφειλής που προκύπτει από το Εκκαθαριστικό Σημείωμα του άρθρου 9, χωρίς να συμψηφίζεται ή να εκπίπτεται ο φόρος που βεβαιώθηκε με βάση τις οικείες δηλώσεις που υποβλήθηκαν.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Για τις ελεγμένες υποθέσεις που υπάγονται στις ρυθμίσεις του παρόντος Κεφαλαίου, η περαίωση διενεργείται για καθεμία εκκρεμή καταλογιστική πράξη ξεχωριστά και για όποια καταλογιστική πράξη επιθυμεί ο φορολογούμενος, ανεξαρτήτως φορολογικού αντικειμένου και διαχειριστικής περιόδου που αυτή αφορά.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 7

Τα χρηματικά ποσά που καταβάλλονται στο Δημόσιο, κατ’ εφαρμογή των ρυθμίσεων του παρόντος Κεφαλαίου, δεν αναζητούνται, ούτε συμψηφίζονται, με την επιφύλαξη των διατάξεων της παραγράφου 4 του άρθρου 9.

Άρθρο 6Περαίωση ανέλεγκτων υποθέσεων φορολογίας εισοδήματοςΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Η περαίωση καθεμιάς ανέλεγκτης υπόθεσης φορολογίας εισοδήματος πραγματοποιείται με την καταβολή φόρου επιπλέον εκείνου που τυχόν βεβαιώθηκε με βάση τη δήλωση φορολογίας εισοδήματος που υποβλήθηκε.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Για τον υπολογισμό του φόρου τα δηλωθέντα ακαθάριστα έσοδα πολλαπλασιάζονται με συντελεστή δύο τοις εκατό (2%) για όλα τα επαγγέλματα, με εξαίρεση αυτά που αφορούν δραστηριότητες με Κωδικούς Αριθμούς Δραστηριότητας (Κ.Α.Δ.), οι οποίοι αντιστοιχούν στους παρακάτω Κωδικούς Αριθμούς των Μοναδικών Συντελεστών Καθαρού Κέρδους, για τα οποία τα δηλωθέντα ακαθάριστα έσοδα πολλαπλασιάζονται ως εξής: α) με συντελεστή επτά τοις χιλίοις (7‰): Κ.Α. 4214: έμπορος (πρατήριο) βενζίνης και πετρελαίου Κ.Α. 4214 α: έμπορος (πρατήριο) πετρελαίου θέρμανσης (εκτός του Κ.Α. 4235) Κ.Α. 5402: πρατήριο χονδρικής πωλήσεως προϊόντων καπνοβιομηχανίας Κ.Α. 5402: έμπορος προϊόντων καπνοβιομηχανίας χονδρικώς, β) με συντελεστή δώδεκα τοις χιλίοις (12‰): Κ.Α. 4235: έμπορος πετρελαίου θέρμανσης (διανομή κατ’ οίκον) Κ.Α. 4235: έμπορος − μεταπωλητής πετρελαίου θέρμανσης (εκτός του Κ.Α. 4214 α), γ) με συντελεστή ένα τοις εκατό (1%): Κ.Α. 8301: πρακτορείο τουρισμού και ταξιδίων (προμήθεια από πωλήσεις εισιτηρίων) Κ.Α. 8301 α: πρακτορείο τουρισμού και ταξιδίων (προμήθειες από πώληση αεροπορικών εισιτηρίων μέσω τρίτων ή προς ναυτιλιακές επιχειρήσεις) Κ.Α. 8302: πρακτορείο τουρισμού και ταξιδίων (έσοδα από οργάνωση τουρισμού εσωτερικού ή εξωτερικού) Κ.Α. 8303: πρακτορείο τουρισμού και ταξιδίων (προμήθειες από οργανωμένο τουρισμό από το εξωτερικό).

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Το ποσό που προκύπτει σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο πολλαπλασιάζεται με συντελεστή προοδευτικότητας ανάλογα με τα δηλωθέντα ακαθάριστα έσοδα ως εξής: Ακαθάριστα έσοδα Συντελεστής προοδευτικότητας έως και 150.000 ευρώ 1 Από 150.001 ευρώ έως και 300.000 ευρώ 1,05 Από 300.001 ευρώ έως και 600.000 ευρώ 1,10 Από 600.001 ευρώ έως και 1.200.000 ευρώ 1,15 Από 1.200.001 ευρώ έως και 3.000.000 ευρώ 1,20 Από 3.000.001 ευρώ έως και 6.000.000 ευρώ 1,25 Από 6.000.001 ευρώ και άνω 1,30

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Στο τελικό ποσό που προκύπτει από τους ως άνω υπολογισμούς επιβάλλεται φόρος με συντελεστή είκοσι τοις εκατό (20%), εκτός από τις Α.Ε. και Ε.Π.Ε. για τις οποίες επιβάλλεται φόρος με συντελεστή είκοσι πέντε τοις εκατό (25%).

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Το ποσό του φόρου της προηγούμενης παραγράφου προσαυξάνεται αν υπάρχουν παραβάσεις ή επιβαρυντικά στοιχεία της παραγράφου 4 του άρθρου 2 ως εξής: α) Για παραβάσεις των περιπτώσεων α΄ έως και ιγ΄, κατά είκοσι τοις εκατό (20%). β) Για παραβάσεις των περιπτώσεων ιδ΄ και ιε΄, κατά σαράντα τοις εκατό (40%). γ) Για την περίπτωση ιστ΄, κατά σαράντα τοις εκατό (40%). δ) Για την περίπτωση ιζ΄, κατά εξήντα τοις εκατό (60%).

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Αν υπάρχει αποκρυβείσα φορολογητέα ύλη, για τον υπολογισμό του ποσού του φόρου, το ποσό της αποκρυβείσας φορολογητέας ύλης πολλαπλασιάζεται με συντελεστή δεκαπέντε τοις εκατό (15%), το ποσό που προκύπτει προστίθεται στο ποσό που προκύπτει από τον πολλαπλασιασμό των δηλωθέντων ακαθάριστων εσόδων με το συντελεστή της παραγράφου 2, περαιτέρω το άθροισμα που προκύπτει πολλαπλασιάζεται με τον οικείο συντελεστή προοδευτικότητας της παραγράφου 3, με την επιφύλαξη όσων ορίζονται στην παράγραφο 8 και επί του γινομένου επιβάλλεται φόρος με τον οικείο συντελεστή της παραγράφου 4. Ο φόρος που προκύπτει προσαυξάνεται ως εξής: α) Αν υπάρχει αποκρυβείσα φορολογητέα ύλη των περιπτώσεων α΄, β΄και γ΄της παραγράφου 3 του άρθρου 2, κατά σαράντα τοις εκατό (40%). β) Αν υπάρχει αποκρυβείσα φορολογητέα ύλη της περίπτωσης δ΄ της παραγράφου 3 του άρθρου 2, κατά εξήντα τοις εκατό (60%).

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 7

Για την εφαρμογή της προηγούμενης παραγράφου καθώς και της παραγράφου 5 περιπτώσεις α΄και β΄, λαμβάνονται υπόψη οι παραβάσεις του Κ.Β.Σ. οι οποίες: α) έχουν οριστικοποιηθεί ή β) εκκρεμούν για διοικητική επίλυση της διαφοράς στη Δ.Ο.Υ. ή άλλη ελεγκτική αρχή ή για εκδίκαση στα διοικητικά δικαστήρια.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 8

Αν υπάρχει αποκρυβείσα φορολογητέα ύλη η οποία αφορά απόκρυψη εσόδων, το ποσό της απόκρυψης προστίθεται στα δηλωθέντα ακαθάριστα έσοδα προκειμένου να προσδιορισθεί ο οικείος συντελεστής προοδευτικότητας και να εφαρμοστούν τα οριζόμενα στην παράγραφο 6.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 9

Αν υπάρχει αποκρυβείσα φορολογητέα ύλη και παραβάσεις Κ.Β.Σ. ή λοιπά επιβαρυντικά στοιχεία που επαυξάνουν το φόρο, για την προσαύξηση του φόρου ισχύουν τα μεγαλύτερα ποσοστά προσαύξησης κατά τα οριζόμενα στις παραγράφους 5 και 6, ανάλογα με την περίπτωση.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 10

Αν για κάποια από τις ανέλεγκτες χρήσεις δεν έχει υποβληθεί εκκαθαριστική δήλωση Φ.Π.Α., το ποσό του φόρου που προκύπτει κατά τις προηγούμενες παραγράφους, ανάλογα με την περίπτωση, προσαυξάνεται κατά δέκα τοις εκατό (10%). Το ποσό που προκύπτει από την προσαύξηση αυτή δεν μπορεί να είναι κατώτερο από διακόσια (200) ευρώ και προστίθεται στο φόρο που προκύπτει κατά τις προηγούμενες παραγράφους ή στο ελάχιστο ποσό φόρου όπως ορίζεται στην επόμενη παράγραφο.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 11

Αν από τον υπολογισμό του φόρου κατά τις προηγούμενες παραγράφους δεν προκύπτει φόρος ή προκύπτει: α) Ποσό μικρότερο από τριακόσια (300) ευρώ, προκειμένου για μη υπόχρεο ή επιτηδευματία που δεν τήρησε Βιβλία ή τήρησε Βιβλία πρώτης κατηγορίας του Κ.Β.Σ., το ποσό του φόρου ορίζεται στα τριακόσια (300) ευρώ. β) Ποσό μικρότερο από πεντακόσια (500) ευρώ, προκειμένου για επιτηδευματία που τήρησε Βιβλία δεύτερης κατηγορίας του Κ.Β.Σ., το ποσό του φόρου ορίζεται στα πεντακόσια (500) ευρώ. Εφόσον πρόκειται για ελεύθερους επαγγελματίες τα αντίστοιχα ποσά φόρου ορίζονται σε επτακόσια (700) ευρώ. γ) Ποσό μικρότερο από επτακόσια (700) ευρώ, προκειμένου για επιτηδευματία που τήρησε Βιβλία τρίτης κατηγορίας του Κ.Β.Σ., το ποσό του φόρου ορίζεται στα επτακόσια (700) ευρώ. Εφόσον πρόκειται για ελεύθερους επαγγελματίες τα αντίστοιχα ποσά φόρου ορίζονται σε χίλια (1.000) ευρώ.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 12

Ζημιά που προκύπτει από τη δήλωση φορολογίας εισοδήματος της τελευταίας περαιούμενης χρήσης δεν μεταφέρεται για συμψηφισμό με τα θετικά εισοδήματα των επόμενων χρήσεων σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις, εφόσον η χρήση αυτή ή κάποια από τις τέσσερις (4) προηγούμενες χρήσεις βαρύνεται με παράβαση Κ.Β.Σ. ή άλλο επιβαρυντικό στοιχείο που επαυξάνει το φόρο ή με αποκρυβείσα φορολογητέα ύλη.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 13

Προσωρινό φύλλο ελέγχου ή προσωρινή πράξη προσδιορισμού του φόρου που εκκρεμεί στη Δ.Ο.Υ. ή άλλη ελεγκτική αρχή ή ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 3 παράγραφος 2 περ. γ΄, και αφορά τις περαιούμενες ανέλεγκτες υποθέσεις, περαιώνεται με ανάλογη εφαρμογή όσων ορίζονται στο άρθρο 11.

Άρθρο 7Περαίωση ανέλεγκτων υποθέσεων λοιπών φορολογικών αντικειμένωνΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Η περαίωση καθεμιάς ανέλεγκτης υπόθεσης φορολογίας εισοδήματος συνεπάγεται αυτοδίκαια και την περαίωση ως ειλικρινών των ανέλεγκτων υποθέσεων των λοιπών φορολογικών αντικειμένων, με την επιφύλαξη των οριζόμενων στις επόμενες παραγράφους.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Για την περαίωση κάθε ανέλεγκτης υπόθεσης Φ.Π.Α.: α) Αν για κάποια από τις ανέλεγκτες χρήσεις υπάρχει αποκρυβείσα φορολογητέα ύλη, επί του ποσού της αποκρυβείσας φορολογητέας ύλης υπολογίζεται Φ.Π.Α. με συντελεστή δεκαπέντε τοις εκατό (15%) και το προκύπτον ποσό προσαυξάνεται κατά τριάντα τοις εκατό (30%). β) Αν για κάποια από τις ανέλεγκτες χρήσεις προκύπτει αναμφισβήτητα η λήψη πλαστού φορολογικού στοιχείου από δελτίο πληροφοριών ή άλλο στοιχείο ή έγγραφο, επί του ποσού της καθαρής αξίας του πλαστού στοιχείου υπολογίζεται Φ.Π.Α. με συντελεστή δεκαπέντε τοις εκατό (15%). γ) Το πιστωτικό υπόλοιπο που προκύπτει από την εκκαθαριστική δήλωση Φ.Π.Α. της τελευταίας περαιούμενης χρήσης, το οποίο έχει μεταφερθεί στην επόμενη ανέλεγκτη χρήση, συνεχίζει να υπόκειται σε προσωρινό έλεγχο ως προς τις φορολογικές ή διαχειριστικές περιόδους στις οποίες γεννήθηκε ή από τις οποίες προέρχεται, εφόσον υπερβαίνει το ποσό των πέντε χιλιάδων (5.000) ευρώ και δεν συντρέχει περίπτωση εφαρμογής της επόμενης περίπτωσης δ΄. δ) Το πιστωτικό υπόλοιπο που προκύπτει από την εκκαθαριστική δήλωση Φ.Π.Α. της τελευταίας περαιούμενης χρήσης προσαυξάνει το ποσό της οφειλής όπως αυτή προκύπτει με βάση την περαίωση της χρήσης αυτής, εφόσον η εν λόγω χρήση ή έστω μία από τις τέσσερις (4) προηγούμενες χρήσεις βαρύνεται με παράβαση Κ.Β.Σ. ή άλλο επιβαρυντικό στοιχείο που επαυξάνει το φόρο ή με αποκρυβείσα φορολογητέα ύλη. Ειδικά στις περιπτώσεις που το πιστωτικό υπόλοιπο που προκύπτει δηλώθηκε προς επιστροφή, η επιστροφή δεν διενεργείται και αν αυτή έχει ήδη διενεργηθεί κατά ένα μέρος ή στο σύνολό της, το σχετικό ποσό αποδίδεται από τον υπόχρεο στο Δημόσιο με έκτακτη δήλωση, χωρίς κυρώσεις, εντός μηνός από την ημερομηνία καταβολής του ποσού της παραγράφου 3 του άρθρου 9. Αν το ποσό αυτό δεν αποδοθεί μέσα στην προθεσμία αυτή εφαρμόζονται οι γενικές διατάξεις.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Εκκρεμείς προσωρινές καταλογιστικές πράξεις επιβολής του φόρου, τέλους ή εισφοράς ή πράξεις επιβολής προστίμου που εκκρεμούν στη Δ.Ο.Υ. ή άλλη ελεγκτική αρχή ή ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 3 παράγραφος 2 περ. γ΄, και αφορούν τις περαιούμενες ανέλεγκτες υποθέσεις, περαιώνονται με ανάλογη εφαρμογή όσων ορίζονται στο άρθρο 11.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Αν διαπιστώνεται η μη υποβολή των σχετικών δηλώσεων ή υπάρχουν στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. κάθε είδους επιβαρυντικά στοιχεία, διενεργείται έλεγχος με βάση τις κείμενες διατάξεις, με εξαίρεση τις μη υποβληθείσες εκκαθαριστικές δηλώσεις Φ.Π.Α., για τις οποίες έχουν εφαρμογή οι διατάξεις της παραγράφου 10 του άρθρου 6.

Άρθρο 8Περαίωση παραβάσεων του Κ.Β.Σ.

Αποφάσεις επιβολής προστίμου του Κ.Β.Σ. που εκκρεμούν στις Δ.Ο.Υ. ή λοιπές ελεγκτικές αρχές ή ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 3 παράγραφος 2 περ. γ΄, και αφορούν τις περαιούμενες ανέλεγκτες υποθέσεις, περαιώνονται με ανάλογη εφαρμογή όσων ορίζονται στο άρθρο 11.

Άρθρο 9Διαδικασία περαίωσηςΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Για την πραγματοποίηση της περαίωσης των ανέλεγκτων υποθέσεων η Γενική Γραμματεία Πληροφοριακών Συστημάτων (Γ.Γ.Π.Σ.) του Υπουργείου Οικονομικών εκδίδει Εκκαθαριστικό Σημείωμα για τις ανέλεγκτες υποθέσεις που υπάγονται στις ρυθμίσεις του παρόντος Κεφαλαίου, με βάση τα δεδομένα που είναι καταχωρημένα στα κεντρικά υπολογιστικά συστήματά της κατά την ημερομηνία που ορίζεται στην υπουργική απόφαση που εκδίδεται κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 13. Το Εκκαθαριστικό Σημείωμα για καθεμία υπόθεση περιέχει τουλάχιστον τα εξής στοιχεία: α) την αρμόδια για την κατά οικονομικό έτος Δ.Ο.Υ. φορολογίας εισοδήματος του επιτηδευματία και τον κωδικό αυτής, β) τα ανέλεγκτα οικονομικά έτη, γ) τη νομική μορφή του επιτηδευματία και την κατηγορία Βιβλίων Κ.Β.Σ., δ) τα δηλωθέντα ακαθάριστα έσοδα, ε) την τυχόν αποκρυβείσα φορολογητέα ύλη ή την παράβαση του Κ.Β.Σ. ή το δελτίο πληροφοριών ή τα λοιπά επιβαρυντικά στοιχεία ή έγγραφα, κατά τα οριζόμενα στις παραγράφους 3 και 4 του άρθρου 2, στ) το συντελεστή του φόρου περαίωσης, ζ) το ποσό του φόρου περαίωσης κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 6, η) το ποσό του Φ.Π.Α. που προκύπτει κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 7, θ) το σύνολο της οφειλής κατά οικονομικό έτος και το ποσό της συνολικής οφειλής, ι) το ποσό της οφειλής που πρέπει να καταβληθεί σύμφωνα με την παράγραφο 3 για να γίνει αποδεκτό το Εκκαθαριστικό Σημείωμα και να υπαχθεί η υπόθεση στις ρυθμίσεις του παρόντος Κεφαλαίου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Το Εκκαθαριστικό Σημείωμα αποστέλλεται ταχυδρομικά από τη Γ.Γ.Π.Σ. στον επιτηδευματία που αφορά, με ενημέρωση της αρμόδιας για τη φορολογία εισοδήματος Δ.Ο.Υ..

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Ο επιτηδευματίας που επιθυμεί να ρυθμιστούν οι ανέλεγκτες υποθέσεις του σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Κεφαλαίου, υποχρεούται να καταβάλλει το είκοσι τοις εκατό (20%) του ποσού της συνολικής οφειλής που αναγράφεται στο Εκκαθαριστικό Σημείωμα, το οποίο δεν μπορεί να είναι κατώτερο από πεντακόσια (500) ευρώ, εκτός αν το ποσό της συνολικής οφειλής είναι κατώτερο από το ποσό αυτό. Η καταβολή από τον επιτηδευματία του αναφερόμενου στο προηγούμενο εδάφιο ποσού συνεπάγεται την ανεπιφύλακτη και αμετάκλητη αποδοχή του περιεχομένου του Εκκαθαριστικού Σημειώματος, καθώς και των όρων και των προϋποθέσεων που ορίζονται με τις διατάξεις του παρόντος Κεφαλαίου για την περαίωση των ανέλεγκτων υποθέσεων, η οποία και επέρχεται με την εξόφληση της συνολικής οφειλής που αναγράφεται στο Εκκαθαριστικό Σημείωμα. Η κατά το πρώτο εδάφιο καταβολή δεν μπορεί να γίνει μετά την ημερομηνία που καθορίζεται με την υπουργική απόφαση που εκδίδεται κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 13. Μετά την παρέλευση της ημερομηνίας αυτής δεν επιτρέπεται η υπαγωγή φορολογικών υποθέσεων στις ρυθμίσεις του παρόντος Κεφαλαίου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Αν μετά την κατά τα ανωτέρω αποδοχή του Εκκαθαριστικού Σημειώματος περιέλθουν σε γνώση του προϊσταμένου της αρμόδιας Δ.Ο.Υ. συμπληρωματικά στοιχεία σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 68 του Κ.Φ.Ε. και της παραγράφου 3 του άρθρου 49 του Κώδικα Φ.Π.Α., εκδίδεται βάσει αυτών συμπληρωματικό Εκκαθαριστικό Σημείωμα κατά τις διατάξεις του παρόντος Κεφαλαίου, συμψηφιζομένου του ποσού που καταβλήθηκε με την αποδοχή του αρχικού Εκκαθαριστικού Σημειώματος. Τα οριζόμενα στο προηγούμενο εδάφιο ισχύουν και για κάθε είδους στοιχεία που υφίστανται ήδη στις αρμόδιες Δ.Ο.Υ. και λοιπές ελεγκτικές αρχές κατά την ημερομηνία που ορίζεται με την υπουργική απόφαση του άρθρου 13 αλλά δεν ήταν διαθέσιμα στη Γ.Γ.Π.Σ. κατά την ίδια ημερομηνία και δεν λήφθηκαν υπόψη κατά την έκδοση των Εκκαθαριστικών Σημειωμάτων, καθώς επίσης και για τα αποτελέσματα της επεξεργασίας και των ελέγχων που αφορούν βιβλία και στοιχεία που είχαν κατασχεθεί ή παραληφθεί, ανάλογα με την περίπτωση, κατά την ίδια ως άνω ημερομηνία, αλλά δεν είχαν ελεγχθεί.

Άρθρο 10Τρόπος καταβολής των φόρωνΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Τα υπόλοιπα ποσά φόρου εισοδήματος και φόρου προστιθέμενης αξίας που περιλαμβάνονται στο Ειδικό Εκκαθαριστικό Σημείωμα και αφορούν τις ρυθμιζόμενες ανέλεγκτες υποθέσεις του επιτηδευματία, καταβάλλονται ως ακολούθως: α) Όταν το ποσό της αρχικής συνολικής οφειλής είναι μέχρι πέντε χιλιάδες (5.000) ευρώ, σε έξι (6), κατ’ ανώτατο όριο, ίσες μηνιαίες δόσεις και χωρίς το ποσό της κάθε δόσης να υπολείπεται των πεντακοσίων (500) ευρώ, με εξαίρεση την τελευταία δόση. β) Όταν το ποσό της αρχικής συνολικής οφειλής είναι πάνω από πέντε χιλιάδες (5.000) ευρώ και μέχρι δέκα χιλιάδες (10.000) ευρώ, σε οκτώ (8) ίσες μηνιαίες δόσεις, με εξαίρεση την τελευταία δόση. γ) Όταν το ποσό της αρχικής συνολικής οφειλής είναι πάνω από δέκα χιλιάδες (10.000) ευρώ και μέχρι δεκαπέντε χιλιάδες (15.000) ευρώ, σε δώδεκα (12) ίσες μηνιαίες δόσεις, με εξαίρεση την τελευταία δόση. δ) Όταν το ποσό της αρχικής συνολικής οφειλής είναι πάνω από δεκαπέντε χιλιάδες (15.000) ευρώ και μέχρι είκοσι χιλιάδες (20.000) ευρώ, σε δεκαοκτώ (18) ίσες μηνιαίες δόσεις. ε) Όταν το ποσό της αρχικής συνολικής οφειλής είναι πάνω από είκοσι χιλιάδες (20.000) ευρώ, σε είκοσι τέσσερις (24) ίσες μηνιαίες δόσεις.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Η πρώτη δόση καταβάλλεται μέχρι την τελευταία εργάσιμη ημέρα του επόμενου μήνα από εκείνον εντός του οποίου το Εκκαθαριστικό Σημείωμα έγινε αποδεκτό και οι υπόλοιπες μέχρι την τελευταία εργάσιμη ημέρα των αντίστοιχων επόμενων μηνών, χωρίς να απαιτείται σχετική ειδοποίηση του υπόχρεου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Σε περίπτωση που ολόκληρο το οφειλόμενο κατά την παράγραφο 1 ποσό καταβληθεί μέσα στην προθεσμία καταβολής της πρώτης δόσης, παρέχεται έκπτωση ποσοστού δέκα τοις εκατό (10%) επί του ποσού αυτού.

Άρθρο 11Περαίωση εκκρεμών ελεγμένων υποθέσεωνΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Εκκρεμείς ελεγμένες υποθέσεις οι οποίες δεν έχουν συζητηθεί στο Διοικητικό Πρωτοδικείο, καθώς και εκείνες για τις οποίες τα φύλλα ελέγχου ή οι πράξεις προσδιορισμού του φόρου ή οι αποφάσεις επιβολής προστίμου ακυρώθηκαν για τυπικούς λόγους, περαιώνονται με διαγραφή των πρόσθετων φόρων και τον περιορισμό στο 1/5 των κάθε είδους προστίμων.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Εκκρεμείς ελεγμένες υποθέσεις για τις οποίες έγινε δεκτή εν όλω ή εν μέρει η προσφυγή, περαιώνονται με διαγραφή των πρόσθετων φόρων και μείωση του κύριου φόρου στο είκοσι πέντε τοις εκατό (25%) και προκειμένου περί προστίμου, με περιορισμό αυτού στο 1/10. Η διαγραφή και η μείωση διενεργείται στο μέρος του κυρίου φόρου, των πρόσθετων φόρων και του προστίμου για το οποίο έγινε δεκτή η προσφυγή.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Εκκρεμείς ελεγμένες υποθέσεις για τις οποίες με βάση την πρωτόδικη απόφαση απορρίπτεται εν όλω ή εν μέρει η προσφυγή, περαιώνονται με μείωση του πρόσθετου φόρου στο είκοσι τοις εκατό (20%) και του προστίμου στο 1/4. Η μείωση διενεργείται στο μέρος των πρόσθετων φόρων και του προστίμου για το οποίο απορρίφθηκε η προσφυγή. ΦΕΚ 4073

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Τα οριζόμενα στις ως άνω παραγράφους 1, 2 και 3 ισχύουν ανάλογα και για τις υποθέσεις της υποπερίπτωσης αα΄ της περίπτωσης δ΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 3.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Οι υποθέσεις της υποπερίπτωσης ββ΄ της περίπτωσης δ΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 3 περαιώνονται με τον περιορισμό στο εξήντα τοις εκατό (60%) του επιβληθέντος προστίμου Κ.Β.Σ., εξαντλούμενης κάθε περαιτέρω φορολογικής υποχρέωσης για τις υποθέσεις αυτές ως προς τα συμπληρωματικά στοιχεία που αφορά το εν λόγω πρόστιμο.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Η περαίωση κατά τις προηγούμενες παραγράφους επέρχεται εφόσον μέσα στην προθεσμία που ορίζεται με την υπουργική απόφαση που εκδίδεται κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 13 επέλθει επίλυση της διαφοράς για κάθε εκκρεμή καταλογιστική πράξη, στο πλαίσιο σχετικού διοικητικού ή δικαστικού συμβιβασμού, ανάλογα με την περίπτωση, μετά από σχετική αίτηση του υπόχρεου. Εφόσον πρόκειται για υπαγόμενες υποθέσεις που εκκρεμούν ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων, μαζί με την αίτηση προσκομίζεται και βεβαίωση από το αρμόδιο δικαστήριο ότι η υπόθεση δεν έχει ακόμη συζητηθεί.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 7

Τα ποσά που προκύπτουν από την εφαρμογή του παρόντος άρθρου βεβαιώνονται από τον προϊστάμενο της ελεγκτικής αρχής που εξέδωσε την οικεία καταλογιστική πράξη στο όνομα του υπόχρεου, με τη σύνταξη σχετικών χρηματικών καταλόγων. Ως προς τη σύνταξη των καταλόγων και τα λοιπά εν γένει θέματα έχουν εφαρμογή οι κείμενες διατάξεις.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 8

Με την επίλυση των διαφορών που προκύπτουν ανά εκκρεμή καταλογιστική πράξη στο πλαίσιο της εφαρμογής του παρόντος άρθρου ή το αργότερο εντός δύο (2) εργάσιμων για τις Δ.Ο.Υ. ημερών από την ημερομηνία επίλυσης, καταβάλλεται το είκοσι τοις εκατό (20%) της βάσει συμβιβασμού οφειλής το οποίο δεν μπορεί να είναι κατώτερο από πεντακόσια (500) ευρώ εκτός αν το σύνολο της βάσει συμβιβασμού οφειλής είναι μικρότερο, και το υπόλοιπο οφειλόμενο βάσει συμβιβασμού ποσό από την ίδια καταλογιστική πράξη καταβάλλεται σε δόσεις σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 10. Οι διατάξεις του τρίτου και τέταρτου εδαφίου της παραγράφου 2 του άρθρου 24 του ν. 2523/1997 (ΦΕΚ 179 Α΄), ισχύουν ανάλογα και εν προκειμένω. Σε περιπτώσεις εκκρεμών καταλογιστικών πράξεων που περαιώνονται κατά τα ανωτέρω για τις οποίες υπάρχει ήδη βεβαίωση ποσού για οποιονδήποτε λόγο, αυτό συνυπολογίζεται προκειμένου να βεβαιωθεί το βάσει συμβιβασμού ποσό. Αν το ήδη βεβαιωθέν ποσό υπερβαίνει αυτό που προκύπτει βάσει συμβιβασμού, το επιπλέον ήδη βεβαιωθέν ποσό δεν διαγράφεται ούτε επιστρέφεται.

Άρθρο 12Ρυθμίσεις για υποθέσεις που έχουν υπαχθεί στον αυτοέλεγχο και την άρση της υποχρέωσης διαφύλαξης βιβλίων και στοιχείωνΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Υποθέσεις που αφορούν δηλώσεις οι οποίες υπήχθησαν στις διατάξεις των άρθρων 13 έως 17 του ν. 3296/2004 (ΦΕΚ 253 Α΄) και περιλαμβάνονται στις επιλεχθείσες προς έλεγχο δηλώσεις σύμφωνα με τις 1105941/1845/ ΔΕ−Α/ΠΟΛ 1130/2007 (ΦΕΚ 2217 Β΄) και 1028045/1232/ΔΕΑ/ΠΟΛ 1035/2009 (ΦΕΚ 503 Β΄) Α.Υ.Ο.Ο. και για τις οποίες κατά την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος δεν έχει αρχίσει ο έλεγχος ή έχει αρχίσει και δεν έχει περατωθεί, υπάγονται στις διατάξεις του παρόντος Κεφαλαίου περί ανέλεγκτων υποθέσεων, εφαρμοζόμενων στο σύνολό τους των διατάξεων αυτών.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Υποθέσεις που αφορούν δηλώσεις οι οποίες υπήχθησαν στις διατάξεις των άρθρων 13 έως 17 του ν.3296/ 2004, διαχειριστικών περιόδων που έκλεισαν από 1.1.2008 έως και 31.12.2009, υπάγονται στις διατάξεις του παρόντος Κεφαλαίου περί ανέλεγκτων υποθέσεων, υπολογιζόμενου στο οικείο Εκκαθαριστικό Σημείωμα ποσού φόρου εισοδήματος ίσου με το 1/2 του ελάχιστου ποσού της παραγράφου 11 του άρθρου 6.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Εφόσον υφίστανται υποθέσεις των προηγούμενων παραγράφων, καθώς και λοιπές ανέλεγκτες υποθέσεις του ίδιου επιτηδευματία, υπαγόμενες στη ρύθμιση του παρόντος Κεφαλαίου, οι διατάξεις των παραγράφων 2 και 3 του άρθρου 5 εφαρμόζονται για το σύνολο των πιο πάνω υποθέσεων.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Οι δηλώσεις που αφορούν υποθέσεις της παραγράφου 2 οι οποίες θα περαιωθούν σύμφωνα με τα ανωτέρω, εξαιρούνται της επιλογής προς έλεγχο βάσει δείγματος με υπουργική απόφαση, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 7 του άρθρου 17 του ν. 3296/ 2004, όπως η παράγραφος αυτή ίσχυε πριν αναριθμηθεί και αντικατασταθεί με τις διατάξεις του άρθρου 79 του ν. 3842/2010.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Αν περαιωθούν όλες οι υπαγόμενες ανέλεγκτες χρήσεις και οι χρήσεις που αφορούν υποθέσεις των παραγράφων 1 και 2, καθώς και όλα τα εκκρεμή προσωρινά φύλλα ελέγχου ή οι πράξεις ή οι αποφάσεις επιβολής προστίμου και εξοφληθεί η συνολική οφειλή που προκύπτει βάση του Εκκαθαριστικού Σημειώματος και των οικείων πρακτικών συμβιβασμού, αντίστοιχα, αίρεται η υποχρέωση διαφύλαξης των βιβλίων και στοιχείων κατά το άρθρο 21 του Κ.Β.Σ. όσον αφορά τις περαιωθείσες χρήσεις μέχρι και τη χρήση 2005, από την ημερομηνία εξόφλησης του συνόλου των σχετικών ποσών. Οι διατάξεις του προηγούμενου εδαφίου ισχύουν και για υποθέσεις που έχουν ελεγχθεί με τακτικό έλεγχο ή έχουν περαιωθεί με οποιαδήποτε ρύθμιση, και εφόσον έχει εξοφληθεί ή θα εξοφληθεί το σύνολο της οφειλής. Οι διατάξεις της παραγράφου αυτής δεν ισχύουν για υποθέσεις για τις οποίες έχει υποβληθεί και εκκρεμεί κατά την έναρξη ισχύος του νόμου δήλωση φόρου κληρονομιών, δωρεών, γονικών παροχών και έχουν δηλωθεί περιουσιακά στοιχεία του άρθρου 12 του ν. 2961/2001 (ΦΕΚ 266 Α΄), καθώς και για υποθέσεις για τις οποίες έχουν εφαρμογή οι διατάξεις του άρθρου 13 του Κ.Φ.Ε..

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Επιτηδευματίας, φυσικό ή νομικό πρόσωπο, που έχει λάβει μη νόμιμα φορολογικά στοιχεία ή έχει εκδώσει τέτοια στοιχεία, κατά το άρθρο 19 του ν. 2523/1997 (ΦΕΚ 179 Α΄), με εξαίρεση τους εκδότες πλαστών φορολογικών στοιχείων, και δεν έχει εκδοθεί απόφαση επιβολής προστίμου ούτε βρίσκεται σε διαδικασία ελέγχου μέχρι την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, μπορεί να υποβάλλει στην αρμόδια για τη φορολογία εισοδήματος Δ.Ο.Υ., ειδικό σημείωμα δήλωσης των τιμολογίων ή εν γένει των φορολογικών αυτών στοιχείων και να δηλώσει τον αριθμό, την ημερομηνία έκδοσης και την αξία καθενός από αυτά, καθώς και τη συνολική αξία. Επί της συνολικής αξίας, προ Φ.Π.Α., υπολογίζεται φόρος εισοδήματος ίσος με το πενήντα πέντε τοις εκατό (55%) αν πρόκειται για Α.Ε. ή Ε.Π.Ε. και σαράντα τοις εκατό (40%) σε κάθε άλλη περίπτωση. Το ειδικό σημείωμα υποβάλλεται μέχρι την ημερομηνία που ορίζεται με την υπουργική απόφαση του άρθρου 13. Με την υποβολή του καταβάλλεται το είκοσι τοις εκατό (20%) του προκύπτοντος φόρου και το υπόλοιπο ποσό βεβαιώνεται σε 12 ίσες μηνιαίες δόσεις η καθεμία εκ των οποίων δεν μπορεί να είναι κατώτερη των πεντακοσίων (500) ευρώ, εκτός της τελευταίας. Εφόσον εξοφληθεί ο φόρος εισοδήματος της παραγράφου αυτής δεν επιβάλλεται διοικητική κύρωση είτε αφορά σε πρόσθετους φόρους είτε σε πρόστιμο του Κ.Β.Σ., είτε σε θέματα κύρους των βιβλίων, αποκλειστικά και μόνο για τα δηλωθέντα μη νόμιμα φορολογικά στοιχεία και εφαρμόζεται για τα στοιχεία αυτά το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 24 του ν. 2523/1997.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 7

Η προθεσμία παραγραφής που λήγει στις 31.12.2010 ημερομηνία μετά την οποία παραγράφεται το δικαίωμα του Δημοσίου για κοινοποίηση φύλλων ελέγχου ή πράξεων επιβολής φόρων, τελών και εισφορών, παρατείνεται μέχρι 31.12.2011. Η διάταξη του προηγούμενου εδαφίου δεν ισχύει για υποθέσεις φορολογίας κληρονομιών, δωρεών, γονικών παροχών, προικών, κερδών από λαχεία, μεταβίβασης ακινήτων και φόρου μεγάλης ακίνητης περιουσίας (Φ.Μ.Α.Π.).

Άρθρο 13Διαδικασία βεβαίωσης οφειλών και τρόπος καταβολής τους

Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών καθορίζονται: α) Οι υπηρεσίες, τα πιστωτικά ιδρύματα ή άλλοι φορείς στα οποία διενεργείται η καταβολή του ποσού της παραγράφου 3 του άρθρου 9 και η καταβολή των δόσεων της οφειλής. β) Το περιεχόμενο, ο χρόνος, ο τρόπος και η διαδικασία έκδοσης Εκκαθαριστικού ή Συμπληρωματικού Εκκαθαριστικού Σημειώματος των παραγράφων 1 και 4 του άρθρου 9, καθώς και οι συνέπειες και οι διαδικασίες που ακολουθούνται σε περίπτωση μη αποδοχής του από τον επιτηδευματία. γ) Ο ειδικότερος τρόπος βεβαίωσης των οφειλών στις αρμόδιες Δ.Ο.Υ. και τα παραστατικά που θεωρούνται ως αποδεικτικά είσπραξης για τις ανάγκες εφαρμογής των διατάξεων του Κεφαλαίου αυτού. δ) Ο ειδικότερος τρόπος, ο χρόνος και η κατανομή των καταβαλλόμενων εσόδων στους κωδικούς του προϋπολογισμού. ε) Ο ειδικότερος τρόπος πίστωσης των καταβαλλόμενων εσόδων. στ) Οι συνέπειες της εκπρόθεσμης καταβολής μιας ή περισσότερων δόσεων για την περαίωση των υποθέσεων του παρόντος Κεφαλαίου. ζ) Ο τρόπος, ο χρόνος και η διαδικασία σύνταξης και υποβολής στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. από τον επιτηδευματία του Εκκαθαριστικού Σημειώματος στην περίπτωση μη έκδοσής του από την Γ.Γ.Π.Σ.. η) Ο τρόπος, ο χρόνος και η διαδικασία διόρθωσης του Εκκαθαριστικού Σημειώματος από την αρμόδια Δ.Ο.Υ. προφανών σφαλμάτων του Εκκαθαριστικού Σημειώματος. θ) Ο τρόπος, ο χρόνος και η διαδικασία αποδοχής του Εκκαθαριστικού Σημειώματος όταν ο επιτηδευματίας δεν επιθυμεί να περαιώσει το σύνολο των χρήσεων που περιλαμβάνονται στο Εκκαθαριστικό Σημείωμα. ι) Ο τρόπος, ο χρόνος, η διαδικασία και κάθε αναγκαίο ζήτημα για την εφαρμογή των διατάξεων της παραγράφου 13 του άρθρου 6, της παραγράφου 3 του άρθρου 7 και των άρθρων 8 και 11 και, ια) κάθε αναγκαίο ζήτημα ή διαδικασία για την εφαρμογή των διατάξεων του Κεφαλαίου αυτού.

Αθήνα, 30 Σεπτεμβρίου 2010
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
ΚΑΡΟΛΟΣ ΓΡ. ΠΑΠΟΥΛΙΑΣ
ΟΙ ΥΠΟΥΡΓΟΙ
ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ, ΑΠΟΚΕΝΤΡΩΣΗΣ
ΚΑΙ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗΣ ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
Ι. ΡΑΓΚΟΥΣΗΣ Γ. ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ, ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ, ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ
ΚΑΙ ΝΑΥΤΙΛΙΑΣ ΚΑΙ ΚΛΙΜΑΤΙΚΗΣ ΑΛΛΑΓΗΣ
Μ. ΧΡΥΣΟΧΟΪΔΗΣ Κ. ΜΠΙΡΜΠΙΛΗ
ΥΠΟΔΟΜΩΝ, ΜΕΤΑΦΟΡΩΝ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ, ΔΙΑΦΑΝΕΙΑΣ
ΚΑΙ ΔΙΚΤΥΩΝ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ
Δ. ΡΕΠΠΑΣ Χ. ΚΑΣΤΑΝΙΔΗΣ
Θεωρήθηκε και τέθηκε η Μεγάλη Σφραγίδα του Κράτους.
Αθήνα, 30 Σεπτεμβρίου 2010
Ο ΕΠΙ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΥΠΟΥΡΓΟΣ
Χ. ΚΑΣΤΑΝΙΔΗΣ