175 Α' 2010

ΝΟΜΟΣ 3888/2010

Εκούσια κατάργηση φορολογικών διαφορών, ρύθμιση ληξιπρόθεσμων χρεών, διατάξεις για την αποτελεσματική τιμωρία της φοροδιαφυγής και άλλες διατάξεις.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄ - ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΡΥΘΜΙΣΗ ΛΗΞΙΠΡΟΘΕΣΜΩΝ ΟΦΕΙΛΩΝ, ΤΗΝ ΕΙΣΠΡΑΞΗ ΤΩΝ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΣΟΔΩΝ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΗ ΤΙΜΩΡΙΑ ΤΩΝ ΑΔΙΚΗΜΑΤΩΝ ΦΟΡΟΔΙΑΦΥΓΗΣ
30 Σεπτεμβρίου 2010

ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ
ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
ΤΕΥΧΟΣ ΠΡΩΤΟ Αρ. Φύλλου 175
30 Σεπτεμβρίου 2010

NOMOΣ ΥΠ’ ΑΡΙΘ. 3888
Εκούσια κατάργηση φορολογικών διαφορών, ρύθμιση ληξιπρόθεσμων χρεών, διατάξεις για την αποτελεσματική τιμωρία της φοροδιαφυγής και άλλες διατάξεις.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Εκδίδομε τον ακόλουθο νόμο που ψήφισε η Βουλή:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΡΥΘΜΙΣΗ ΛΗΞΙΠΡΟΘΕΣΜΩΝ ΟΦΕΙΛΩΝ, ΤΗΝ ΕΙΣΠΡΑΞΗ ΤΩΝ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΣΟΔΩΝ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΗ ΤΙΜΩΡΙΑ ΤΩΝ ΑΔΙΚΗΜΑΤΩΝ ΦΟΡΟΔΙΑΦΥΓΗΣ
Άρθρο 14Ρύθμιση ληξιπρόθεσμων οφειλώνΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Τα κατά την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού ληξιπρόθεσμα, σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων, χρέη προς το Δημόσιο, καθώς και χρέη υπέρ τρίτων που εισπράττονται μέσω των Δ.Ο.Υ., μπορεί, μετά από αίτηση του οφειλέτη η οποία υποβάλλεται μέχρι την 29η Οκτωβρίου 2010 στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. ή Τελωνείο που είναι βεβαιωμένα, να ρυθμίζονται και να καταβάλλονται ως ακολούθως: α) Εφάπαξ, με απαλλαγή από τις προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής κατά ποσοστό εκατό τοις εκατό (100%) και έκπτωση από τυχόν πρόσθετους φόρους ή πρόσθετα τέλη που συμβεβαιώθηκαν με την κύρια οφειλή από το έτος 2007 και μετά, κατά ποσοστό, που διαφοροποιείται, ανάλογα με το έτος βεβαίωσης: αα) όσα βεβαιώθηκαν εντός του 2007, κατά ποσοστό δέκα τοις εκατό (10%), ββ) όσα βεβαιώθηκαν εντός του 2008, κατά ποσοστό είκοσι τοις εκατό (20%), γγ) όσα βεβαιώθηκαν εντός του 2009, κατά ποσοστό τριάντα τοις εκατό (30%) και, δδ) όσα βεβαιώθηκαν εντός του 2010 κατά ποσοστό σαράντα τοις εκατό (40%). β) Σε δύο (2) έως τρεις (3) μηνιαίες δόσεις, με απαλλαγή από τις προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής κατά ποσοστό ενενήντα πέντε τοις εκατό (95%) και με ελάχιστο ποσό μηνιαίας δόσης τριακόσια (300) ευρώ. γ) Σε τέσσερις (4) έως δώδεκα (12) μηνιαίες δόσεις με απαλλαγή ποσοστού ενενήντα τοις εκατό (90%) των προσαυξήσεων εκπρόθεσμης καταβολής και με ελάχιστο ποσό μηνιαίας δόσης πεντακόσια (500) ευρώ. δ) Σε δεκατρείς (13) έως είκοσι τέσσερις (24) μηνιαίες δόσεις με απαλλαγή ποσοστού ογδόντα τοις εκατό (80%) των προσαυξήσεων εκπρόθεσμης καταβολής και με ελάχιστο ποσό μηνιαίας δόσης πεντακόσια (500) ευρώ. ε) Σε είκοσι πέντε (25) έως τριάντα έξι (36) μηνιαίες δόσεις με απαλλαγή ποσοστού εβδομήντα τοις εκατό (70%) των προσαυξήσεων εκπρόθεσμης καταβολής και με ελάχιστο ποσό μηνιαίας δόσης χίλια (1.000) ευρώ. στ) Σε τριάντα επτά (37) έως σαράντα πέντε (45) μηνιαίες δόσεις, με απαλλαγή ποσοστού πενήντα τοις εκατό (50%) των προσαυξήσεων εκπρόθεσμης καταβολής και με ελάχιστο ποσό μηνιαίας δόσης χίλια (1.000) ευρώ. Ως προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής για την εφαρμογή των απαλλαγών των περιπτώσεων β΄έως και στ΄, λογίζονται σε κάθε περίπτωση οι προσαυξήσεις όπως έχουν διαμορφωθεί κατά την ημερομηνία καταβολής της α΄δόσης. Οι υπόλοιπες δόσεις επιβαρύνονται με προσαύξηση ένα τοις εκατό (1%) ανά μήνα και όπως ειδικότερα πρόκειται να καθορισθεί σύμφωνα με την κατ’ εξουσιοδότηση της παραγράφου 7 υπουργικής απόφασης.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Η πρώτη δόση είναι καταβλητέα την ημέρα υποβολής της αίτησης για υπαγωγή στη ρύθμιση, η δεύτερη δόση μέχρι την τελευταία εργάσιμη ημέρα του Νοεμβρίου 2010, οι δε επόμενες δόσεις την τελευταία εργάσιμη ημέρα των επόμενων μηνών. Εξαιρετικά οι απαλλαγές της εφάπαξ εξόφλησης που προβλέπονται στην περίπτωση α΄της προηγούμενης παραγράφου, δεν ισχύουν αν η εξόφληση δεν διενεργηθεί εντός πέντε εργασίμων ημερών από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Οι ευνοϊκοί όροι εξόφλησης της παραγράφου 1, παύουν να ισχύουν αν ο οφειλέτης: α) δεν καταβάλλει εμπρόθεσμα μία δόση της περίπτωσης β΄ ή δύο δόσεις της περίπτωσης γ΄ ή τρεις δόσεις των λοιπών περιπτώσεων της παραγράφου 1, β) καθυστερήσει την καταβολή της τελευταίας δόσης της ρύθμισής του για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο του ενός μηνός στην περίπτωση β΄, των δύο μηνών στην περίπτωση γ΄ή των τριών μηνών στις λοιπές περιπτώσεις της παραγράφου 1, γ) δεν υποβάλει εμπρόθεσμα τις δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος και του φόρου προστιθέμενης αξίας, καθ’ όλο το διάστημα της ρύθμισης καταβολής των χρεών του και μέχρι την εξόφλησή τους, δ) δεν είναι ενήμερος για τα χρέη του που βεβαιώνονται από την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού και μετά, για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των δύο μηνών, ή ε) απολέσει διευκόλυνση τμηματικής καταβολής που του έχει χορηγηθεί για υφιστάμενα χρέη κατά την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού ή που θα του χορηγηθεί για χρέη που θα βεβαιωθούν μετά την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού, στ) δεν είναι ενήμερος για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των δύο μηνών, για χρέη που βεβαιώθηκαν μέχρι την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού, τα οποία δεν ζήτησε να υπαχθούν στις ρυθμίσεις της παραγράφου 1.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Αν καθυστερήσει η πληρωμή δόσης, η δόση επιβαρύνεται με προσαύξηση εκπρόθεσμης καταβολής πέντε τοις εκατό (5%) για κάθε μήνα καθυστέρησης.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Για χρονικό διάστημα δύο ετών δεν επιτρέπεται η χορήγηση διευκολύνσεων τμηματικής καταβολής σύμφωνα και με τα άρθρα 13 έως 21 του ν. 2648/1998 (ΦΕΚ 238 Α΄) από τα όργανα του άρθρου 14 του ιδίου νόμου, για χρέη που βεβαιώθηκαν ταμειακά μέχρι την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Στον οφειλέτη που θα υπαχθεί σε ρύθμιση των χρεών του, σύμφωνα με όσα ορίζονται στις προηγούμενες παραγράφους, δεν λαμβάνονται τα μέτρα που προβλέπονται από τις διατάξεις των άρθρων 22 και 23 του ν.2523/1997, αναστέλλονται δε όσα τυχόν λήφθηκαν. Κατά το χρονικό διάστημα της ρύθμισης αναστέλλεται επίσης η διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης επί κινητών ή ακινήτων, με την προϋπόθεση ότι η εκτέλεση αφορά αποκλειστικά χρέη που υπήχθησαν στη ρύθμιση του άρθρου αυτού. Η αναστολή δεν ισχύει για κατασχέσεις που έχουν επιβληθεί στα χέρια τρίτων ή για κατασχέσεις για τις οποίες έχουν εκδοθεί οι σχετικές παραγγελίες πριν την καταβολή της πρώτης δόσης ή την εφάπαξ εξόφληση της ρύθμισης, τα αποδιδόμενα όμως ποσά από αυτές καλύπτουν δόσεις της ρύθμισης, εφόσον δεν συμψηφίζονται με άλλες οφειλές που δεν έχουν ρυθμιστεί. Αν ο οφειλέτης απολέσει το ευεργέτημα της ρύθμισης, τα μέτρα που έχουν ανασταλεί συνεχίζονται. Οι διατάξεις του άρθρου 20 του ν. 2648/1998 πλην της παραγράφου 2 εφαρμόζονται και για τα χρέη που υπάγονται στη ρύθμιση σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου αυτού. Η παραγραφή των χρεών για τα οποία υποβάλλεται αίτηση υπαγωγής στη ρύθμιση αναστέλλεται από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης και για ολόκληρο το χρονικό διάστημα που αφορά η ρύθμιση, ανεξαρτήτως καταβολής οποιουδήποτε ποσού, και δεν συμπληρώνεται πριν παρέλθει ένα έτος από τη λήξη της αναστολής.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 7

Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών καθορίζονται: α) οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες οφειλέτης που έχει υπαχθεί σε πρόγραμμα ρύθμισης από τα προβλεπόμενα στην παράγραφο 1, μπορεί να υπαχθεί σε άλλο πρόγραμμα της παραγράφου 1, β) οι όροι και οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες οφειλέτες μπορούν να υπαχθούν στις ρυθμίσεις της παραγράφου 1 μετά την 29η Οκτωβρίου 2010, για χρέη που έχουν βεβαιωθεί μέχρι την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού, γ) οι όροι και οι προϋποθέσεις υπαγωγής στη ρύθμιση βεβαιωμένων αλλά μη ληξιπρόθεσμων οφειλών, δ) οι προϋποθέσεις χορήγησης και η διάρκεια ισχύος του αποδεικτικού φορολογικής ενημερότητας στους οφειλέτες που είναι συνεπείς προς τις υποχρεώσεις τους και κάθε αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου αυτού.

Άρθρο 15Διατάξεις για την είσπραξη των δημοσίων εσόδων Κατάργηση του Κ.Β.Σ.ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Το άρθρο 9 του ν. 356/1975 (ΚΕΔΕ), αντικαθίσταται ως εξής: «Άρθρο 9 Απαρίθμηση αναγκαστικών μέτρων Τα αναγκαστικά μέτρα που εφαρμόζονται για την είσπραξη των δημοσίων εσόδων είναι τα εξής: 1) Κατάσχεση κινητών, είτε στα χέρια του οφειλέτη είτε κινητών και απαιτήσεών του, εν γένει στα χέρια τρίτου. 2) Κατάσχεση ακινήτων. Η χρήση των αναγκαστικών αυτών μέτρων εναπόκειται στην κρίση του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. ή του Τελωνείου που είναι βεβαιωμένο το έσοδο, ο οποίος μπορεί να τα λάβει σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος, είτε αθροιστικά είτε καθένα χωριστά κατά την ελεύθερη κρίση του. Τα αναγκαστικά μέτρα του άρθρου αυτού, καθώς και τα μέτρα του προηγούμενου άρθρου, μπορεί να λαμβάνονται είτε αθροιστικά είτε καθένα ξεχωριστά για έναν ή περισσότερους οφειλέτες και από το διοικητικό όργανο που ορίζεται με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Με την απόφαση του προηγούμενου εδαφίου μπορεί να κατανέμονται οι αρμοδιότητες κατά την χρήση των αναγκαστικών μέτρων και την διενέργεια διαδικαστικών πράξεων της εκτελέσεως μεταξύ των προϊσταμένων των Δ.Ο.Υ. ή των Τελωνείων που είναι βεβαιωμένο το έσοδο και του διοικητικού οργάνου που ορίζεται με την υπουργική απόφαση και να ρυθμίζεται κάθε ειδικότερο ζήτημα για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος άρθρου.»

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Στο τέλος της παρ. 3 του άρθρου 83 του ΚΕΔΕ, προστίθεται εδάφιο ως εξής: «Ομοίως δύναται να αντιταχθεί σε συμψηφισμό και απαίτηση βεβαιωμένη ακόμη και αν δεν έχει καταστεί ληξιπρόθεσμη.»

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Στην παρ. 3 του άρθρου 48 του ν. 2238/1994 (ΦΕΚ 151 Α΄) προστίθεται εδάφιο ως εξής: «Σε προσαύξηση περιουσίας που προέρχεται από άγνωστη ή μη διαρκή ή μη σταθερή πηγή ή αιτία, ο φορολογούμενος μπορεί να κληθεί να αποδείξει είτε την πραγματική πηγή ή αιτία προέλευσής της είτε ότι φορολογείται από άλλες διατάξεις είτε ότι απαλλάσσεται από το φόρο με ειδική διάταξη, προκειμένου αυτό να μην φορολογηθεί ως εισόδημα από υπηρεσίες ελευθερίων επαγγελμάτων της χρήσης κατά την οποία επήλθε η προσαύξηση.»

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Από την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού και μέχρι 31.12.2012 παρατείνεται η παραγραφή των πάσης φύσεως βεβαιωμένων στις Δ.Ο.Υ. και τα Τελωνεία χρεών.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

α) Οι διατάξεις του Προεδρικού Διατάγματος 186/1992 «Κώδικας Βιβλίων και Στοιχείων» ( ΦΕΚ 84 Α΄ −Κ.Β.Σ.), με τις οποίες ορίζονται οι υποχρεώσεις και τα δικαιώματα των επιτηδευματιών, σχετικά με την τήρηση των Βιβλίων και την έκδοση των Στοιχείων για την εκπλήρωση των φορολογικών υποχρεώσεων, παύουν να ισχύουν στο σύνολό τους από την 1η Ιανουαρίου 2012. β) Συνιστάται στο Υπουργείο Οικονομικών ειδική νομοπαρασκευαστική Επιτροπή με σκοπό τον έλεγχο των ισχυουσών διατάξεων του Κ.Β.Σ.. Η Επιτροπή αξιολογεί τις διατάξεις και εισηγείται στον Υπουργό Οικονομικών σχετικά με την ένταξη εκείνων των διατάξεων που αξιολογούνται ως σκόπιμες και λειτουργικές είτε αυτούσιων είτε τροποποιημένων στον Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος (ν. 2238/1994 − ΦΕΚ 151 Α΄) ή σε άλλο φορολογικό νόμο. Η Επιτροπή συγκροτείται με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, είναι εννεαμελής και αποτελείται από ανώτατο δικαστικό λειτουργό ή μέλος Δ.Ε.Π. Α.Ε.Ι., εν ενεργεία ή μη, ως Πρόεδρο και από δημόσιους λειτουργούς, υπαλλήλους του Υπουργείου Οικονομικών και πρόσωπα με ειδικές γνώσεις και εμπειρία, ως μέλη. Με την ίδια απόφαση ορίζεται ως γραμματέας της Επιτροπής υπάλληλος του Υπουργείου Οικονομικών. Η Επιτροπή ολοκληρώνει το έργο της και υποβάλλει την εισήγησή της το αργότερο μέχρι τις 30.6.2011. Με απόφαση του Υπουργού των Οικονομικών οι εργασίες της Επιτροπής μπορεί να παραταθούν για τρεις μήνες.

Άρθρο 16Διατάξεις για την αποτελεσματική τιμωρία της φοροδιαφυγήςΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Η παράγραφος 1 του άρθρου 18 του ν.2523/1997 αντικαθίσταται ως εξής: «1. Αδίκημα μη απόδοσης ή ανακριβούς απόδοσης στο Δημόσιο του φόρου προστιθέμενης αξίας, του φόρου κύκλου − εργασιών και των παρακρατούμενων και επιρριπτόμενων φόρων, τελών ή εισφορών διαπράττει ο φορολογούμενος ο οποίος προκειμένου να αποφύγει την πληρωμή αυτών δεν απέδωσε ή απέδωσε ανακριβώς τους άνω φόρους, τέλη ή εισφορές ή συμψήφισε ή εξαπατώντας τη φορολογική αρχή με την παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθών ή την αθέμιτη παρασιώπηση ή απόκρυψη αληθινών γεγονότων, έλαβε επιστροφή Φ.Π.Α., τιμωρούμενος: α) με φυλάκιση εφόσον το προς απόδοση ποσό του κύριου φόρου, τέλους ή εισφοράς ή το ποσό του Φ.Π.Α. που συμψηφίσθηκε ή δεν αποδόθηκε ή αποδόθηκε ανακριβώς, ανέρχεται σε ετήσια βάση έως το ποσό των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ, β) με φυλάκιση τουλάχιστον ενός (1) έτους, εφόσον το προς απόδοση ποσό του κύριου φόρου, τέλους ή εισφοράς ή το ποσό του Φ.Π.Α. που συμψηφίσθηκε ή δεν αποδόθηκε ή αποδόθηκε ανακριβώς, ανέρχεται σε ετήσια βάση από το ποσό των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ μέχρι το ποσό των εβδομήντα πέντε χιλιάδων (75.000) ευρώ και γ) με κάθειρξη μέχρι δέκα (10) έτη, εφόσον το ως άνω ποσό υπερβαίνει σε ετήσια βάση τα εβδομήντα πέντε χιλιάδες (75.000) ευρώ. Σε περίπτωση συρροής περισσότερων τέτοιων φόρων, τελών ή εισφορών τα ως άνω ποσά υπολογίζονται ξεχωριστά για κάθε μερικότερο φόρο, τέλος ή εισφορά.»

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Η παράγραφος 5 του άρθρου 19 του ν.2523/1997 αντικαθίσταται ως εξής: «5. Επίσης, με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον τεσσάρων (4) μηνών τιμωρείται ο υπόχρεος που δεν εκδίδει ή εκδίδει ανακριβώς τα προβλεπόμενα από το π.δ. 186/1992 (Κ.Β.Σ.) στοιχεία κατά την πώληση ή διακίνηση αγαθών ή την παροχή υπηρεσιών ή δεν καταχωρεί στα πρόσθετα βιβλία της παραγράφου 5 του άρθρου 10 του ίδιου προεδρικού διατάγματος, τις συναλλαγές για τις οποίες δεν έχουν εκδοθεί τα οικεία στοιχεία εσόδων, εφόσον εμπίπτει στις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 13. Ειδικά για υπόχρεους που, κατά τα οριζόμενα στο προηγούμενο εδάφιο, εμπίπτουν στις διατάξεις του πέμπτου και έκτου εδαφίου της παραγράφου 1 του άρθρου 13, επιβάλλεται ποινή φυλάκισης τουλάχιστον έξι (6) μηνών. Οι διατάξεις της παραγράφου 2 καταλαμβάνουν και το αδίκημα της παρούσας παραγράφου.»

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 21 του ν. 2523/1997 αντικαθίσταται ως εξής: «Ειδικά, στις περιπτώσεις: α) της παραγράφου 1 περίπτωση γ΄ του άρθρου 18, β) της παραγράφου 5 του άρθρου 19, όταν το πλήθος των μη εκδοθέντων παραστατικών στοιχείων είναι πλέον των δέκα (10) ή υπερβαίνουν σε αξία τα πεντακόσια (500) ευρώ και γ) της περίπτωσης β΄της παραγράφου 1 του άρθρου 19, δεν ακολουθείται η διαδικασία του προηγούμενου εδαφίου, αλλά η μηνυτήρια αναφορά υποβάλλεται αμέσως με την ολοκλήρωση του ελέγχου και ζητείται από τον αρμόδιο εισαγγελέα η κατά προτεραιότητα εκδίκαση της υπόθεσης με βάση τα πορίσματα του φορολογικού ελέγχου.»

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 4 του άρθρου 21 του ν. 2523/1997, αντικαθίσταται ως εξής: «4. Ο προϊστάμενος της αρμόδιας δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας, με την επιφύλαξη των διατάξεων του τελευταίου εδαφίου της παραγράφου 2, εφόσον δεν ασκήθηκε προσφυγή κατά του οικείου φύλλου ελέγχου, υποβάλλει αμελλητί, σχετική μηνυτήρια αναφορά στην αρμόδια εισαγγελική αρχή, για την άσκηση της κατά νόμο ποινικής δίωξης.»

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Η παράγραφος 5 του άρθρου 21 του ν. 2523/1997 αντικαθίσταται ως εξής: «5. Αρμόδιο δικαστήριο είναι κατά περίπτωση το τριμελές πλημμελειοδικείο ή το τριμελές εφετείο κακουργημάτων του τόπου της έδρας της αρμόδιας για τη φορολόγηση δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας.»

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Στο τέλος της παραγράφου 1 του άρθρου 13 του ν.2523/1997 προστίθενται εδάφια ως εξής: «Αν κατά τον ίδιο έλεγχο διαπιστωθεί η μη έκδοση πλέον των δέκα (10) παραστατικών στοιχείων ή, ανεξαρτήτως του πλήθους, τα μη εκδοθέντα ή το μη εκδοθέν παραστατικό στοιχείο υπερβαίνει σε αξία τα πεντακόσια (500) ευρώ, η λειτουργία του καταστήματος, γραφείου, εργοστασίου, εργαστηρίου, αποθήκης και γενικά κάθε επαγγελματικής εγκατάστασης του υπόχρεου επαγγελματία, αναστέλλεται άμεσα για 48 ώρες, με πράξη των οργάνων που διενεργούν τον έλεγχο και η επαγγελματική εγκατάσταση σφραγίζεται με τη συνδρομή της αστυνομικής αρχής, εφόσον ζητηθεί από τα ελεγκτικά όργανα. Η διάταξη του προηγούμενου εδαφίου εφαρμόζεται από τα ελεγκτικά όργανα υπό την προϋπόθεση ότι έχει εκδοθεί ειδική εντολή ελέγχου από τον Ειδικό Γραμματέα του Σ.Δ.Ο.Ε. για την εφαρμογή του ως άνω μέτρου κατά την ημερομηνία έκδοσης της ειδικής εντολής. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών μπορεί να ρυθμίζεται η ειδικότερη διαδικασία και κάθε αναγκαίο ζήτημα για την εφαρμογή του προηγούμενου εδαφίου. Η, σύμφωνα με τα δύο προηγούμενα εδάφια, αναστολή της λειτουργίας της επαγγελματικής εγκατάστασης με πράξη των ελεγκτικών οργάνων, δεν εμποδίζει την περαιτέρω αναστολή λειτουργίας της επαγγελματικής εγκατάστασης του υπόχρεου επιτηδευματία με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών σύμφωνα με όσα ορίζονται στις διατάξεις των προηγούμενων εδαφίων.»

Αθήνα, 30 Σεπτεμβρίου 2010
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
ΚΑΡΟΛΟΣ ΓΡ. ΠΑΠΟΥΛΙΑΣ
ΟΙ ΥΠΟΥΡΓΟΙ
ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ, ΑΠΟΚΕΝΤΡΩΣΗΣ
ΚΑΙ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗΣ ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
Ι. ΡΑΓΚΟΥΣΗΣ Γ. ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ, ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ, ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ
ΚΑΙ ΝΑΥΤΙΛΙΑΣ ΚΑΙ ΚΛΙΜΑΤΙΚΗΣ ΑΛΛΑΓΗΣ
Μ. ΧΡΥΣΟΧΟΪΔΗΣ Κ. ΜΠΙΡΜΠΙΛΗ
ΥΠΟΔΟΜΩΝ, ΜΕΤΑΦΟΡΩΝ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ, ΔΙΑΦΑΝΕΙΑΣ
ΚΑΙ ΔΙΚΤΥΩΝ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ
Δ. ΡΕΠΠΑΣ Χ. ΚΑΣΤΑΝΙΔΗΣ
Θεωρήθηκε και τέθηκε η Μεγάλη Σφραγίδα του Κράτους.
Αθήνα, 30 Σεπτεμβρίου 2010
Ο ΕΠΙ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΥΠΟΥΡΓΟΣ
Χ. ΚΑΣΤΑΝΙΔΗΣ