ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ
ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
ΤΕΥΧΟΣ ΠΡΩΤΟ Αρ. Φύλλου 219
3 Οκτωβρίου 2011
ΝΟΜΟΣ ΥΠ’ ΑΡΙΘΜ. 4022
Εκδίκαση πράξεων διαφθοράς Πολιτικών και Κρατικών Αξιωματούχων, υποθέσεων μεγάλου κοινωνικού ενδιαφέροντος και μείζονος Δημοσίου Συμφέροντος και άλλες διατάξεις.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Εκδίδομε τον ακόλουθο νόμο που ψήφισε η Βουλή:
Άρθρο 1Πεδίο εφαρμογής του νόμουΟι διατάξεις του νόμου αυτού εφαρμόζονται για:
α) κακουργήματα τα οποία δεν υπάγονται στις ρυθμί- σεις της παραγράφου 1 του άρθρου 86 του Συντάγματος και διαπράττουν υπουργοί ή υφυπουργοί, καθώς και κα- κουργήματα που διαπράττουν βουλευτές, κατά τη διάρ- κεια της θητείας τους, ακόμη και αν οι υπαίτιοι έχουν παύσει να φέρουν την ιδιότητα αυτή, εφόσον αυτά υπά- γονται στην καθύλην αρμοδιότητα του τριμελούς εφετεί- ου,
β) κακουργήματα τα οποία διαπράττουν, κατά την ά- σκηση των καθηκόντων τους ή επωφελούμενοι από την ιδιότητά τους, γενικοί και ειδικοί γραμματείς Υπουργεί- ων, διοικητές, υποδιοικητές ή πρόεδροι διοικητικών συμ- βουλίων ή διευθύνοντες ή εντεταλμένοι σύμβουλοι νομι- κών προσώπων δημοσίου δικαίου, δημοσίων επιχειρήσε- ων, δημοσίων οργανισμών και νομικών προσώπων ιδιωτι- κού δικαίου τη διοίκηση των οποίων ορίζει άμεσα ή έμμε- σα το κράτος, καθώς και αιρετά μονοπρόσωπα όργανα των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης, εφόσον αυτά υ- πάγονται στην καθύλην αρμοδιότητα του τριμελούς εφε- τείου και
γ) κακουργήματα ιδιαίτερα μεγάλου κοινωνικού εν- διαφέροντος ή μείζονος δημοσίου συμφέροντος, εφό- σον υπάγονται στην καθύλην αρμοδιότητα του τριμε- λούς εφετείου, ο δε χαρακτηρισμός της υπόθεσης ως ι- διαίτερα μεγάλου κοινωνικού ενδιαφέροντος ή μείζονος δημοσίου συμφέροντος γίνεται με πράξη από τον εισαγ- γελέα του Αρείου Πάγου.
Άρθρο 2Ποινική δίωξη - ΑνάκρισηΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1Ο εισαγγελέας όταν λάβει τη μήνυση, την έγκληση ή την αναφορά, για την τέλεση πράξης του προηγούμε- νου άρθρου, ενεργεί σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρ- θρο 43 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας και ασκεί την ποινική δίωξη παραγγέλλοντας ανάκριση. Μπορεί να διαταχθεί και προκαταρκτική εξέταση, η οποία διενερ- γείται αποκλειστικά από εισαγγελέα πρωτοδικών και ο- λοκληρώνεται μέσα σε προθεσμία δύο μηνών.
ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2Η ανάκριση ενεργείται από πρόεδρο πρωτοδικών, ο οποίος ορίζεται ειδικά γι’ αυτή, από το όργανο που διευ- θύνει το δικαστήριο. Σε δυσχερείς υποθέσεις, μπορεί να ορισθούν επιπλέον μέχρι δύο ανακριτές-πρόεδροι πρω- τοδικών και μέχρι ένας εισαγγελέας πρωτοδικών. Η α- νάκριση διενεργείται κατ’ απόλυτη προτεραιότητα και ο- λοκληρώνεται μέσα σε προθεσμία τεσσάρων μηνών. Το αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο μπορεί με βούλευμα ειδικά αιτιολογημένο να παρατείνει την προθεσμία ολοκλήρω- σης της ανάκρισης εφάπαξ μέχρι δύο (2) το πολύ μήνες αν συντρέχουν σοβαροί λόγοι. Το ίδιο συμβούλιο δια- τάσσει το χωρισμό της ανάκρισης για πράξεις και πρό- σωπα, όταν τούτο επιβάλλεται από ιδιαίτερους λόγους που αφορούν την ασφαλέστερη διάγνωση της αλήθειας ή την ταχύτερη εκδίκαση της υπόθεσης.
ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3Οι δικαστικοί λειτουργοί των προηγούμενων παρα- γράφων απαλλάσσονται όλων των άλλων καθηκόντων τους και υποστηρίζονται στο έργο τους από αριθμό γραμματέων και ειδικών επιστημόνων ή πραγματογνω- μόνων που κρίνεται αναγκαίος για την ολοκλήρωση της ανακριτικής διαδικασίας μέσα στον προβλεπόμενο γι’ αυτήν χρόνο. Τους γραμματείς ορίζει το όργανο που δι- ευθύνει το δικαστήριο και τους ειδικούς επιστήμονες ο εισαγγελέας εφετών που έχει την ανώτατη διεύθυνση της ανάκρισης με πράξη του, μεταξύ αυτών που υπηρε- τούν στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, εφαρμοζομένων α- ναλόγως ως προς τους τελευταίους των διατάξεων των άρθρων 188 έως 193 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Ο ορισμός των πραγματογνωμόνων γίνεται από τον ανα- κριτή σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 183 και επό- μενων του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.
ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4Η Αρχή Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσό- δων από Εγκληματικές Δραστηριότητες και ο Εισαγγε- λέας Οικονομικού Εγκλήματος (άρθρο 17 Α του ν. 2523/1997, [Α΄179] όπως προστέθηκε με το άρθρο 2 του ν. 3943/2011 [Α΄66]) παρέχουν στους ως άνω δικα- στικούς λειτουργούς κάθε στοιχείο που τους ζητείται και κάθε άλλη συνδρομή. Την ίδια υποχρέωση έχει και κάθε δημόσιος λειτουργός ή υπάλληλος, καθώς και όλοι οι δη- μόσιοι οργανισμοί και αρχές.
ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5Ο ανακριτής και ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών μπορούν να διατάξουν με αιτιολογημένη διάταξή τους την άρση του φορολογικού, τραπεζικού και χρηματιστη- ριακού απορρήτου. Η διάταξη πρέπει να αναφέρει το πρόσωπο που έχει σχέση με την ερευνώμενη υπόθεση και να περιέχει το ακριβές χρονικό διάστημα για το ο- ποίο ισχύει η άρση, που δεν μπορεί να υπερβαίνει τον έ- να μήνα. Όταν κρίνεται ότι η άρση πρέπει να διαρκέσει περισσότερο, ο ανακριτής ή ο εισαγγελέας υποχρεού- νται να εισαγάγουν το ζήτημα στο οικείο δικαστικό συμ- βούλιο, διαφορετικά η ισχύς της διάταξης παύει αυτοδι- καίως με τη λήξη του μήνα.
ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6Ο ανακριτής, με σύμφωνη γνώμη του εισαγγελέα, μπορεί να απαγορεύσει την κίνηση κάθε είδους λογαρια- σμών, τίτλων ή χρηματοπιστωτικών προϊόντων που τη- ρούνται σε πιστωτικό ίδρυμα ή χρηματοπιστωτικό οργα- νισμό, καθώς και το άνοιγμα των θυρίδων θησαυροφυλα- κίου του κατηγορουμένου, έστω και κοινών οποιουδήπο- τε είδους με άλλο πρόσωπο, όταν υπάρχουν βάσιμες υ- πόνοιες ότι οι λογαριασμοί, οι τίτλοι, τα χρηματοπιστωτι- κά προϊόντα ή οι θυρίδες περιέχουν χρήματα ή πράγμα- τα που προέρχονται από την τέλεση του ερευνώμενου ε- γκλήματος. Με την ίδια διάταξη είναι δυνατό να εξαι- ρούνται λογαριασμοί και ποσά τα οποία είναι αναγκαία για την κάλυψη των γενικότερων δαπανών διαβίωσης του κατηγορουμένου και της οικογένειας του, των εξό- δων για τη νομική του υποστήριξη και των βασικών εξό- δων για τη διατήρηση των δεσμευμένων ως άνω στοιχεί- ων. Η διάταξη του ανακριτή επέχει θέση έκθεσης κατά- σχεσης και επιδίδεται στον κατηγορούμενο και στο διευ- θυντικό στέλεχος του πιστωτικού ιδρύματος ή του χρη- ματοπιστωτικού οργανισμού. Σε περίπτωση κοινών λο- γαριασμών, τίτλων, χρηματοπιστωτικών προϊόντων ή κοι- νής θυρίδας η διάταξη επιδίδεται και στον τρίτο. Η απα- γόρευση ισχύει από τη χρονική στιγμή της επίδοσης της διάταξης του ανακριτή στο πιστωτικό ίδρυμα ή χρηματο- πιστωτικό οργανισμό. Από τότε απαγορεύεται το άνοιγ- μα της θυρίδας και είναι άκυρη έναντι του Δημοσίου ε- κταμίευση χρημάτων από το λογαριασμό ή εκποίηση τίτ- λων ή χρηματοπιστωτικών προϊόντων. Ο κατηγορούμε- νος και ο τρίτος δικαιούνται να ζητήσουν την άρση της διάταξης του ανακριτή, με αίτηση που απευθύνεται προς το δικαστικό συμβούλιο και κατατίθεται στον ανακριτή ή τον εισαγγελέα, μέσα σε δέκα ημέρες από την επίδοση σε αυτόν της διάταξης. Στη σύνθεση του συμβουλίου, που κρίνει την αίτηση, δεν μετέχει ο ανακριτής. Η υπο- βολή της αίτησης και η προθεσμία της δεν αναστέλλουν την εκτέλεση της διάταξης. Η διάταξη ανακαλείται αν προκύψουν νέα στοιχεία.
Άρθρο 3Περάτωση της ανάκρισηςΣτα εγκλήματα που προβλέπονται στο άρθρο 1, η πε- ράτωση της κύριας ανάκρισης κηρύσσεται από το συμ- βούλιο των εφετών με βούλευμα. Για το σκοπό αυτό η δικογραφία διαβιβάζεται αμέσως μετά την τελευταία α- νακριτική πράξη στον εισαγγελέα εφετών, ο οποίος, μέ- σα σε προθεσμία ενός μήνα, την εισάγει με πρότασή του στο συμβούλιο εφετών, το οποίο, μέσα σε προθεσμία ε- νός μήνα, αποφαίνεται αμετακλήτως, είτε να μη γίνει κα- τηγορία είτε εκδίδοντας παραπεμπτικό βούλευμα, ακόμη και για τα συναφή πλημμελήματα ή κακουργήματα, ανε- ξαρτήτως της βαρύτητας των τελευταίων ή εάν για αυτά προβλέπεται διαφορετικός τρόπος περάτωσης της ανά- κρισης, και όταν από την έρευνα της ουσίας της υπόθε- σης κρίνει ότι δεν θεμελιώνεται προβλεπόμενο από το άρθρο 1 έγκλημα.
Άρθρο 4ΔιαδικασίαΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1Κατά την εκδίκαση των υποθέσεων του άρθρου 1 δεν επιτρέπεται η χορήγηση αναβολής.
ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2Σε όλως εξαιρετικές περιπτώσεις, το δικαστήριο μπορεί να διατάξει τη διακοπή της δίκης για δεκαπέντε το πολύ ημέρες. Αν μετά τη διακοπή, δεν μπορεί να συ- νεχισθεί η δίκη για οποιοδήποτε λόγο, αναβάλλεται και προσδιορίζεται σε ημέρα που δεν απέχει περισσότερο α- πό δύο μήνες, σε αυτήν προεδρεύει δε ο ίδιος δικαστής που είχε αρχικά κληρωθεί ή ορισθεί.
ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3Στις άνω υποθέσεις ο ορισμός δικασίμου από τον αρμόδιο εισαγγελέα γίνεται υποχρεωτικά κατ’ απόλυτη προτεραιότητα, σε ημέρα που δεν απέχει περισσότερο από δύο μήνες από την διαβίβαση σε αυτόν των εγγρά- φων. Εφόσον ασκηθεί έφεση, η υπόθεση εισάγεται κατ’ απόλυτη προτεραιότητα στο αρμόδιο δευτεροβάθμιο δι- καστήριο και ορίζεται δικάσιμος από τον αρμόδιο εισαγ- γελέα σε ημέρα που δεν απέχει περισσότερο από δύο μήνες από την διαβίβαση σε αυτόν των εγγράφων.
Άρθρο 5Αυτοτέλεια διαδικασίαςΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1Η ενώπιον της Βουλής σύμφωνα με το άρθρο 86 του Συντάγματος διαδικασία δεν εμποδίζει την άσκηση ποινικής δίωξης, την πρόοδο της ανάκρισης, της διαδικα- σίας στο ακροατήριο και της έκδοσης απόφασης σύμφω- να με τον παρόντα νόμο.
ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2Οι διατάξεις του παρόντος νόμου εφαρμόζονται α- ναλόγως και στην περίπτωση του άρθρου 29 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.
Άρθρο 6Τελικές διατάξειςΓια όσα θέματα δεν ρυθμίζονται διαφορετικά στο νόμο αυτόν εφαρμόζονται οι διατάξεις του Ποινικού Κώδικα και του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.
Άρθρο 7Μεταβατικές διατάξειςΥποθέσεις του άρθρου 1 που εκκρεμούν σε οποιοδή- ποτε στάδιο της ποινικής διαδικασίας και σε οποιοδήπο- τε βαθμό συνεχίζονται σύμφωνα με τις διατάξεις του πα- ρόντος νόμου.
Άρθρο 8ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1Η εκδίκαση των πολιτικών και ποινικών υποθέσεων που έχουν προσδιορισθεί για να δικασθούν μετά τη 16η Σεπτεμβρίου 2011 στη μεταβατική έδρα του Εφετείου Α- θηνών στη Χαλκίδα και στις μεταβατικές έδρες του Εφε- τείου Αιγαίου στη Μυτιλήνη και τη Χίο περιέρχεται αντί- στοιχα στα Εφετεία Ευβοίας και Βορείου Αιγαίου.
ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2Οι πολιτικές υποθέσεις που εκκρεμούν ενώπιον των Εφετείων Αθηνών, Πατρών, Αιγαίου και Κρήτης και υπά- γονται εφεξής στην αρμοδιότητα των Εφετείων Ευβοί- ας, Δυτικής Στερεάς Ελλάδος, Βορείου Αιγαίου και Ανα- τολικής Κρήτης αντίστοιχα, μεταφέρονται και εκδικάζο- νται από τα τελευταία αυτά Εφετεία, αφού τηρηθούν οι διατάξεις του άρθρου 498 του Κώδικα Πολιτικής Δικονο- μίας.
ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3Οι ποινικές υποθέσεις που εκκρεμούν σε οποιοδή- ποτε στάδιο είτε της προδικασίας είτε της διαδικασίας στο ακροατήριο ενώπιον των Εφετείων Αθηνών, Πατρών, Αιγαίου και Κρήτης και των αντίστοιχων Εισαγγελιών Ε- φετών διαβιβάζονται στις Εισαγγελίες των Εφετείων Ευβοίας, Δυτικής Στερεάς Ελλάδος, Βορείου Αιγαίου και Ανατολικής Κρήτης αντίστοιχα. Για την εκδίκαση των υ- ποθέσεων αυτών ενώπιον των νέων Εφετείων τηρούνται οι διατάξεις των άρθρων 320 επόμενα του Κώδικα Ποινι- κής Δικονομίας. Κατ’ εξαίρεση οι ποινικές υποθέσεις που έχουν προσδιορισθεί να εκδικασθούν μέχρι 31 Μαρτίου 2012 από το Εφετείο Κρήτης παραμένουν και εκδικάζο- νται από το δικαστήριο αυτό.
Άρθρο 9ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1Η παρ. 5 του άρθρου 6 του ν. δ. 3026/1954 (Α΄ 235), όπως προστέθηκε με το άρθρο 33 του ν. 3910/2011 (Α΄ 11) και συμπληρώθηκε με το άρθρο 68 του ν. 3994/2011 (Α΄ 165), αντικαθίσταται από την ισχύ του ν. 3910/2011 (Α΄ 11) ως εξής: «5. Μέρος της άσκησης, διάρκειας έως έξι μηνών, μπο- ρεί να γίνει στο πολιτικό και διοικητικό Εφετείο ή Πρωτο- δικείο ή στην αντίστοιχη Εισαγγελία ή στο Ειρηνοδικείο της έδρας του Δικηγορικού Συλλόγου που είναι εγγε- γραμμένος ο ασκούμενος. Ο συνολικός αριθμός και η κα- τανομή των ασκούμενων δικηγόρων στα Δικαστήρια και Εισαγγελίες της Ελλάδος, η διαδικασία και ο τρόπος επι- λογής, ο καθορισμός της έναρξης και ο ακριβής χρόνος άσκησης, η εξειδίκευση των καθηκόντων που οι ασκού- μενοι θα επιτελούν, ο τρόπος καταβολής της αμοιβής, καθώς και οποιαδήποτε άλλα ειδικότερα ζητήματα σχετι- κά με την άσκηση των ασκούμενων δικηγόρων καθορίζο- νται με κοινή απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, Δια- φάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και του Υπουργού Οικονομικών. Η κατανομή των ασκουμένων δικηγόρων ανά Εφετείο, Πρωτοδικείο, Εισαγγελία ή Ειρηνοδικείο καθορίζονται από τα όργανα διοίκησης του Εφετείου, Πρωτοδικείου, της Εισαγγελίας ή του Ειρηνοδικείου, με- τά από σύμφωνη γνώμη του οικείου Δικηγορικού Συλλό- γου. Ο ασκούμενος λαμβάνει αμοιβή που καθορίζεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιο- σύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.»
ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2Η παρ. 5 του άρθρου 64 του ν. 3900/2010 (Α΄ 213) α- ντικαθίσταται ως εξής: «5. Τα της διαδικασίας εκκαθάρισης και πληρωμής των δαπανών για την αντιμετώπιση των αναγκών της παρα- γράφου 1 καθορίζονται με κοινή απόφαση των Υπουρ- γών Οικονομικών και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Αν- θρωπίνων Δικαιωμάτων. Με την ίδια απόφαση καθορίζε- ται και ο τρόπος ελέγχου των απολογιστικών στοιχείων της διαχείρισης του ποσού της ετήσιας επιχορήγησης των ως άνω Δικαστηρίων.»