219 Α' 2011

ΝΟΜΟΣ 4022/2011

Εκδίκαση πράξεων διαφθοράς Πολιτικών και Κρατικών Αξιωματούχων, υποθέσεων μεγάλου κοινωνικού ενδιαφέροντος και μείζονος Δημοσίου Συμφέροντος και άλλες διατάξεις.

Άρθρο 2 - Ποινική δίωξη - Ανάκριση
03 Οκτωβρίου 2011

ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ
ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
ΤΕΥΧΟΣ ΠΡΩΤΟ Αρ. Φύλλου 219
3 Οκτωβρίου 2011

ΝΟΜΟΣ ΥΠ’ ΑΡΙΘΜ. 4022
Εκδίκαση πράξεων διαφθοράς Πολιτικών και Κρατικών Αξιωματούχων, υποθέσεων μεγάλου κοινωνικού ενδιαφέροντος και μείζονος Δημοσίου Συμφέροντος και άλλες διατάξεις.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Εκδίδομε τον ακόλουθο νόμο που ψήφισε η Βουλή:

Άρθρο 2Ποινική δίωξη - ΑνάκρισηΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Ο εισαγγελέας όταν λάβει τη μήνυση, την έγκληση ή την αναφορά, για την τέλεση πράξης του προηγούμε- νου άρθρου, ενεργεί σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρ- θρο 43 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας και ασκεί την ποινική δίωξη παραγγέλλοντας ανάκριση. Μπορεί να διαταχθεί και προκαταρκτική εξέταση, η οποία διενερ- γείται αποκλειστικά από εισαγγελέα πρωτοδικών και ο- λοκληρώνεται μέσα σε προθεσμία δύο μηνών.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Η ανάκριση ενεργείται από πρόεδρο πρωτοδικών, ο οποίος ορίζεται ειδικά γι’ αυτή, από το όργανο που διευ- θύνει το δικαστήριο. Σε δυσχερείς υποθέσεις, μπορεί να ορισθούν επιπλέον μέχρι δύο ανακριτές-πρόεδροι πρω- τοδικών και μέχρι ένας εισαγγελέας πρωτοδικών. Η α- νάκριση διενεργείται κατ’ απόλυτη προτεραιότητα και ο- λοκληρώνεται μέσα σε προθεσμία τεσσάρων μηνών. Το αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο μπορεί με βούλευμα ειδικά αιτιολογημένο να παρατείνει την προθεσμία ολοκλήρω- σης της ανάκρισης εφάπαξ μέχρι δύο (2) το πολύ μήνες αν συντρέχουν σοβαροί λόγοι. Το ίδιο συμβούλιο δια- τάσσει το χωρισμό της ανάκρισης για πράξεις και πρό- σωπα, όταν τούτο επιβάλλεται από ιδιαίτερους λόγους που αφορούν την ασφαλέστερη διάγνωση της αλήθειας ή την ταχύτερη εκδίκαση της υπόθεσης.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Οι δικαστικοί λειτουργοί των προηγούμενων παρα- γράφων απαλλάσσονται όλων των άλλων καθηκόντων τους και υποστηρίζονται στο έργο τους από αριθμό γραμματέων και ειδικών επιστημόνων ή πραγματογνω- μόνων που κρίνεται αναγκαίος για την ολοκλήρωση της ανακριτικής διαδικασίας μέσα στον προβλεπόμενο γι’ αυτήν χρόνο. Τους γραμματείς ορίζει το όργανο που δι- ευθύνει το δικαστήριο και τους ειδικούς επιστήμονες ο εισαγγελέας εφετών που έχει την ανώτατη διεύθυνση της ανάκρισης με πράξη του, μεταξύ αυτών που υπηρε- τούν στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, εφαρμοζομένων α- ναλόγως ως προς τους τελευταίους των διατάξεων των άρθρων 188 έως 193 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Ο ορισμός των πραγματογνωμόνων γίνεται από τον ανα- κριτή σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 183 και επό- μενων του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Η Αρχή Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσό- δων από Εγκληματικές Δραστηριότητες και ο Εισαγγε- λέας Οικονομικού Εγκλήματος (άρθρο 17 Α του ν. 2523/1997, [Α΄179] όπως προστέθηκε με το άρθρο 2 του ν. 3943/2011 [Α΄66]) παρέχουν στους ως άνω δικα- στικούς λειτουργούς κάθε στοιχείο που τους ζητείται και κάθε άλλη συνδρομή. Την ίδια υποχρέωση έχει και κάθε δημόσιος λειτουργός ή υπάλληλος, καθώς και όλοι οι δη- μόσιοι οργανισμοί και αρχές.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Ο ανακριτής και ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών μπορούν να διατάξουν με αιτιολογημένη διάταξή τους την άρση του φορολογικού, τραπεζικού και χρηματιστη- ριακού απορρήτου. Η διάταξη πρέπει να αναφέρει το πρόσωπο που έχει σχέση με την ερευνώμενη υπόθεση και να περιέχει το ακριβές χρονικό διάστημα για το ο- ποίο ισχύει η άρση, που δεν μπορεί να υπερβαίνει τον έ- να μήνα. Όταν κρίνεται ότι η άρση πρέπει να διαρκέσει περισσότερο, ο ανακριτής ή ο εισαγγελέας υποχρεού- νται να εισαγάγουν το ζήτημα στο οικείο δικαστικό συμ- βούλιο, διαφορετικά η ισχύς της διάταξης παύει αυτοδι- καίως με τη λήξη του μήνα.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Ο ανακριτής, με σύμφωνη γνώμη του εισαγγελέα, μπορεί να απαγορεύσει την κίνηση κάθε είδους λογαρια- σμών, τίτλων ή χρηματοπιστωτικών προϊόντων που τη- ρούνται σε πιστωτικό ίδρυμα ή χρηματοπιστωτικό οργα- νισμό, καθώς και το άνοιγμα των θυρίδων θησαυροφυλα- κίου του κατηγορουμένου, έστω και κοινών οποιουδήπο- τε είδους με άλλο πρόσωπο, όταν υπάρχουν βάσιμες υ- πόνοιες ότι οι λογαριασμοί, οι τίτλοι, τα χρηματοπιστωτι- κά προϊόντα ή οι θυρίδες περιέχουν χρήματα ή πράγμα- τα που προέρχονται από την τέλεση του ερευνώμενου ε- γκλήματος. Με την ίδια διάταξη είναι δυνατό να εξαι- ρούνται λογαριασμοί και ποσά τα οποία είναι αναγκαία για την κάλυψη των γενικότερων δαπανών διαβίωσης του κατηγορουμένου και της οικογένειας του, των εξό- δων για τη νομική του υποστήριξη και των βασικών εξό- δων για τη διατήρηση των δεσμευμένων ως άνω στοιχεί- ων. Η διάταξη του ανακριτή επέχει θέση έκθεσης κατά- σχεσης και επιδίδεται στον κατηγορούμενο και στο διευ- θυντικό στέλεχος του πιστωτικού ιδρύματος ή του χρη- ματοπιστωτικού οργανισμού. Σε περίπτωση κοινών λο- γαριασμών, τίτλων, χρηματοπιστωτικών προϊόντων ή κοι- νής θυρίδας η διάταξη επιδίδεται και στον τρίτο. Η απα- γόρευση ισχύει από τη χρονική στιγμή της επίδοσης της διάταξης του ανακριτή στο πιστωτικό ίδρυμα ή χρηματο- πιστωτικό οργανισμό. Από τότε απαγορεύεται το άνοιγ- μα της θυρίδας και είναι άκυρη έναντι του Δημοσίου ε- κταμίευση χρημάτων από το λογαριασμό ή εκποίηση τίτ- λων ή χρηματοπιστωτικών προϊόντων. Ο κατηγορούμε- νος και ο τρίτος δικαιούνται να ζητήσουν την άρση της διάταξης του ανακριτή, με αίτηση που απευθύνεται προς το δικαστικό συμβούλιο και κατατίθεται στον ανακριτή ή τον εισαγγελέα, μέσα σε δέκα ημέρες από την επίδοση σε αυτόν της διάταξης. Στη σύνθεση του συμβουλίου, που κρίνει την αίτηση, δεν μετέχει ο ανακριτής. Η υπο- βολή της αίτησης και η προθεσμία της δεν αναστέλλουν την εκτέλεση της διάταξης. Η διάταξη ανακαλείται αν προκύψουν νέα στοιχεία.