Προσαρτώνται και αποτελούν αναπόσπαστο μέρος του παρόντος νόμου τα Παραρτήματα Ι, II, III και IV, τα οποία έχουν ως ακολούθως: Παρατηρήσεις:
α) Τα ποσά που καταβάλλονται και από τα δύο συμβαλλόμενα μέρη σε διαφορετικές χρονικές στιγμές δεν είναι κατ’ ανάγκη ίσα ούτε καταβάλλονται κατ’ ανάγκη ανά ίσα χρονικά διαστήματα.
β) Εναρκτήρια ημερομηνία είναι η ημερομηνία της πρώτης ανάληψης.
γ) Τα χρονικά διαστήματα που μεσολαβούν μεταξύ των ημερομηνιών που λαμβάνονται υπόψη κατά τον υπολο- γισμό εκφράζονται σε έτη ή κλάσματα έτους. Το έτος θεωρείται ότι έχει 365 ημέρες (για τα δίσεκτα έτη 366 ημέρες), 52 εβδομάδες ή 12 ισόχρονους μήνες. Ο ισόχρονος μήνας έχει 30,41666 ημέρες (δηλαδή 365/12), είτε πρόκειται για δίσεκτο έτος είτε όχι. Όταν τα χρονικά διαστήματα που μεσολαβούν μεταξύ των ημερομηνιών που χρησιμοποιούνται στους υπολο- γισμούς δεν μπορούν να εκφραστούν ως ακέραιος αριθμός εβδομάδων, μηνών ή ετών, τα χρονικά διαστήματα εκφράζονται ως ακέραιος αριθμός μιας εξ' αυτών των περιόδων σε συνδυασμό με αριθμό ημερών. Όταν χρησιμο- ποιούνται ημέρες: i) μετρώνται όλες οι ημέρες, συμπεριλαμβανομένων των σαββατοκύριακων και των αργιών, ii) ίσες περίοδοι και στη συνέχεια ημέρες μετρώνται αντίστροφα ως την ημερομηνία της αρχικής ανάληψης, iii) η διάρκεια της περιόδου ημερών προσδιορίζεται αφαιρώντας την πρώτη ημέρα και συνυπολογίζοντας την τελευταία ημέρα και εκφράζεται σε έτη, διαιρώντας την περίοδο αυτή με τον αριθμό των ημερών (365 ή 366 ημέρες) ολόκληρου του έτους, μετρώντας αντίστροφα από την τελευταία ημέρα έως την ίδια ημέρα του προηγούμενου έτους.
δ) Το αποτέλεσμα του υπολογισμού εκφράζεται με ακρίβεια τουλάχιστον ενός δεκαδικού ψηφίου. Εάν το επόμενο δεκαδικό ψηφίο είναι μεγαλύτερο ή ίσο του 5, το αμέσως προηγούμενο δεκαδικό ψηφίο αυξάνεται κατά μία μονάδα.
ε) Η εξίσωση μπορεί να ξαναγραφεί με τη χρήση ενός μόνο αθροίσματος και με την εισαγωγή της έννοιας των χρηματοροών (40, που θα έχουν είτε θετικό πρόσημο σε περίπτωση καταβολών, είτε αρνητικό πρόσημο σε περί- πτωση αναλήψεων, κατά τις χρονικές περιόδους 1 έως η, αντίστοιχα, εκφραζόμενες σε έτη, ήτοι: όπου S είναι το υπόλοιπο της παρούσας αξίας των χρηματοροών. Η τιμή του θα είναι μηδενική, εάν ο σκοπός είναι να διατηρηθεί η ισοδυναμία των χρηματοροών. II. Πρόσθετες παραδοχές για τον υπολογισμό του ΣΕΠΠΕ α) Εάν η σύμβαση πίστωσης παρέχει στον καταναλω- τή τη δυνατότητα ελεύθερης επιλογής όσον αφορά τις αναλήψεις, τεκμαίρεται ότι πραγματοποιείται πλήρης και άμεση ανάληψη του συνολικού ποσού της πίστωσης. β) Εάν η σύμβαση πίστωσης προβλέπει διαφορετικούς τρόπους ανάληψης με διαφορετικές επιβαρύνσεις ή επι- τόκια χορηγήσεων, τεκμαίρεται ότι πραγματοποιείται ανάληψη του συνολικού ποσού της πίστωσης με την υψηλότερη επιβάρυνση και με το επιτόκιο χορηγήσε- ων που αντιστοιχεί στον πλέον συνήθη τρόπο αναλή- ψεων που χρησιμοποιείται για αυτό το είδος σύμβασης πίστωσης. γ) Εάν η σύμβαση πίστωσης δίνει γενικά στον κατανα- λωτή την δυνατότητα ελεύθερης επιλογής όσον αφορά τις αναλήψεις, αλλά επιβάλλει, μεταξύ των διαφόρων τρόπων ανάληψης, περιορισμό ως προς το ποσό της πίστωσης και τη χρονική περίοδο, τεκμαίρεται ότι το ποσό της πίστωσης αναλαμβάνεται κατά την πρώτη ημε- ρομηνία που προβλέπεται στη σύμβαση πίστωσης και σύμφωνα με τα καθοριζόμενα όρια ανάληψης. δ) Εάν προσφέρονται διαφορετικά επιτόκια χορηγή- σεων και επιβαρύνσεις για περιορισμένο διάστημα ή ποσό, ως επιτόκιο χορηγήσεων και επιβαρύνσεις θεω- ρούνται τα υψηλότερα για όλη τη διάρκεια της σύμβασης πίστωσης. ε) Όσον αφορά τις συμβάσεις πίστωσης για τις οποί- ες συμφωνείται σταθερό επιτόκιο χορηγήσεων για την αρχική περίοδο, στο τέλος της οποίας καθορίζεται νέο επιτόκιο χορηγήσεων το οποίο εν συνεχεία προσαρμό- ζεται περιοδικά βάσει του συμφωνηθέντος δείκτη ή εσω- τερικού επιτοκίου αναφοράς, ο υπολογισμός του ΣΕΠΠΕ βασίζεται στην παραδοχή ότι, στο τέλος της περιόδου για την οποία έχει καθορισθεί σταθερό επιτόκιο χορηγή- σεων, το επιτόκιο χορηγήσεων είναι ίσο προς εκείνο που ισχύει κατά τον χρόνο υπολογισμού του ΣΕΠΠΕ, βάσει της αξίας του συμφωνηθέντος δείκτη ή εσωτερικού επι- τοκίου αναφοράς κατά τη συγκεκριμένη χρονική στιγ- μή, αλλά δεν είναι χαμηλότερο του σταθερού επιτοκίου χορηγήσεων.
στ) Εάν δεν έχει συμφωνηθεί ήδη το ανώτατο όριο της πίστωσης, το όριο αυτό θεωρείται ότι ανέρχεται σε 170.000 ευρώ. Στην περίπτωση συμβάσεων πίστωσης -εκτός των υπό αίρεση υποχρεώσεων ή εγγυήσεων- σκοπός των οποίων δεν είναι η απόκτηση ή η διατή- ρηση δικαιώματος επί ακινήτου ή εγγείου ιδιοκτησίας, διευκολύνσεων υπερανάληψης., χρεωστικών καρτών μεταχρονολογημένης χρέωσης ή πιστωτικών καρτών, το ανώτατο όριο θεωρείται ότι ανέρχεται στα 1.500 ευρώ.
ζ) Στην περίπτωση συμβάσεων πίστωσης εκτός των διευκολύνσεων υπερανάληψης, ενδιάμεσων δανείων, συμμετοχικών στεγαστικών δανείων (shared equity), υπό αίρεση υποχρεώσεων ή εγγυήσεων και συμβάσε- ων πίστωσης αόριστης διάρκειας όπως αναφέρεται στις παραδοχές των στοιχείων θ), ι), ια), ιβ) και ιγ): i) εάν η ημερομηνία αποπληρωμής ή το ποσό του κεφαλαίου που πρέπει να εξοφλήσει ο καταναλωτής δεν μπορεί να βεβαιωθεί, θεωρείται ότι η αποπληρωμή πραγματοποιείται την πρώτη ημερομηνία που προβλέ- πεται στη σύμβαση πίστωσης και καταβάλλεται το χαμη- λότερο ποσό το οποίο προβλέπει η σύμβαση πίστωσης, ii) εάν το χρονικό διάστημα ανάμεσα στην ημερομηνία της αρχικής ανάληψης και την ημερομηνία της πρώτης πληρωμής που πρέπει να πραγματοποιήσει ο κατανα- λωτής δεν μπορεί να βεβαιωθεί, θεωρείται ότι είναι το πιο σύντομο χρονικό διάστημα.
η) Εάν η ημερομηνία ή το ποσό πληρωμής που πρέπει να καταβάλει ο καταναλωτής δεν μπορεί να βεβαιωθεί βάσει της σύμβασης πίστωσης ή βάσει των παραδοχών που αναφέρονται στα στοιχεία ζ), θ), ι), ια), ιβ) και ιγ), θεωρείται ότι η πληρωμή γίνεται σύμφωνα με τις ημερο- μηνίες και τους όρους που απαιτεί ο πιστωτικός φορέας και, όταν αυτά δεν είναι γνωστά: i) οι επιβαρύνσεις από τόκους καταβάλλονται μαζί με τις εξοφλητικές δόσεις κεφαλαίου (χρεολυτικές δόσεις), ii) οι λοιπές επιβαρύνσεις πλην των τόκων, που εκφρά- ζονται ως εφάπαξ καταβαλλόμενο ποσό, καταβάλλονται την ημερομηνία σύναψης της σύμβασης πίστωσης, iii) οι λοιπές επιβαρύνσεις πλην των τόκων, που εκ- φράζονται με τη μορφή πολλαπλών πληρωμών, κατα- βάλλονται σε τακτά διαστήματα, ξεκινώντας από την ημερομηνία της πρώτης εξοφλητικής δόσης κεφαλαίου και, αν το ποσό των πληρωμών αυτών δεν είναι γνωστό, θεωρούνται ισόποσες, iν) με την τελική πληρωμή εξοφλείται κάθε υπόλοι- πο κεφαλαίου, τόκων και άλλων επιβαρύνσεων εφόσον υπάρχουν.
θ) Σε περίπτωση διευκόλυνσης υπερανάληψης, τεκ- μαίρεται ότι πραγματοποιείται πλήρης ανάληψη του συνολικού ποσού της πίστωσης για όλη τη διάρκεια της σύμβασης πίστωσης. Εάν η διάρκεια της διευκόλυνσης υπερανάληψης δεν είναι γνωστή, το ΣΕΠΠΕ υπολογίζεται σύμφωνα με την παραδοχή ότι η διάρκεια της σύμβασης είναι τρίμηνη.
ι) Σε περίπτωση ενδιάμεσου δανείου, τεκμαίρεται ότι πραγματοποιείται πλήρης ανάληψη του συνολικού πο- σού της πίστωσης για όλη τη διάρκεια της σύμβασης πίστωσης. Εάν η διάρκεια της σύμβασης πίστωσης δεν είναι γνωστή, το ΣΕΠΠΕ υπολογίζεται σύμφωνα με την παραδοχή ότι η διάρκεια της σύμβασης είναι 12 μήνες
ια) Στην περίπτωση σύμβασης πίστωσης αόριστης διάρκειας, εκτός της διευκόλυνσης υπερανάληψης και του ενδιάμεσου δανείου, θεωρείται ότι: i) Για συμβάσεις πίστωσης σκοπός των οποίων είναι η απόκτηση ή η διατήρηση δικαιωμάτων σε ακίνητα, η πίστωση χορηγείται για περίοδο 20 ετών από την ημε- ρομηνία της αρχικής ανάληψης και με την τελική πλη- ρωμή που πραγματοποιεί ο καταναλωτής εξοφλείται κάθε υπόλοιπο κεφαλαίου, τόκων και άλλων επιβαρύν- σεων, εφόσον υπάρχουν. Στην περίπτωση συμβάσεων πίστωσης σκοπός των οποίων δεν είναι η απόκτηση ή η διατήρηση δικαιωμάτων σε ακίνητα ή στις οποίες οι αναλήψεις πραγματοποιούνται με χρεωστικές κάρτες μεταχρονολογημένης χρέωσης ή πιστωτικές κάρτες, θεωρείται ότι η περίοδος αυτή διαρκεί ένα έτος. ii) Το κεφάλαιο εξοφλείται από τον καταναλωτή σε ισό- ποσες μηνιαίες δόσεις, η καταβολή των οποίων ξεκινά έναν μήνα μετά την ημερομηνία της αρχικής ανάληψης. Ωστόσο, όταν το κεφάλαιο πρέπει να εξοφληθεί μόνον στο σύνολο του, εφάπαξ, σε κάθε περίοδο πληρωμής, οι διαδοχικές αναλήψεις και εξοφλήσεις ολόκληρου του κεφαλαίου από τον καταναλωτή θεωρείται ότι πραγμα- τοποιούνται εντός περιόδου ενός έτους. Οι τόκοι και οι άλλες επιβαρύνσεις υπολογίζονται σύμφωνα με τις εν λόγω αναλήψεις και εξοφλήσεις του κεφαλαίου και όπως προβλέπεται στη σύμβαση πίστωσης. Για τους σκοπούς του παρόντος σημείου, μια σύμβαση πίστωσης αόριστης διάρκειας είναι μια σύμβαση πίστω- σης χωρίς σταθερή διάρκεια και περιλαμβάνει πιστώσεις που πρέπει να εξοφληθούν πλήρως εντός μιας περιόδου ή με τη λήξη μιας περιόδου αλλά, μόλις εξοφληθούν, είναι εκ νέου διαθέσιμες για ανάληψη.
ιβ) Στην περίπτωση των υπό αίρεση υποχρεώσεων ή εγγυήσεων, τεκμαίρεται ότι πραγματοποιείται ανάληψη του συνολικού ποσού της πίστωσης ως ενιαίου ποσού το νωρίτερο: α) την τελευταία ημερομηνία ανάληψης που επιτρέ- πεται σύμφωνα με τη σύμβαση πίστωσης που αποτελεί πιθανή πηγή της υπό αίρεση υποχρέωσης ή εγγύησης, ή β) στην περίπτωση σύμβασης ανανεώσιμης πίστωσης στο τέλος της αρχικής περιόδου πριν από την ανανέωση της σύμβασης.
ιγ) Στην περίπτωση συμμετοχικών στεγαστικών δα- νείων «shared equity»: i) οι πληρωμές από τους καταναλωτές θεωρείται ότι λαμβάνουν χώρα την τελευταία επιτρεπόμενη ημερομη- νία ή ημερομηνίες σύμφωνα με τη σύμβαση πίστωσης, ii) οι ποσοστιαίες αυξήσεις της αξίας του ακινήτου που εξασφαλίζει την πιστωτική σύμβαση συμμετοχικού στε- γαστικού δανείου «shared equity» και το ποσοστό του τυχόν δείκτη πληθωρισμού που ενδεχομένως αναφέ- ρεται στη σύμβαση θεωρείται ότι ισούται με την τρέ- χουσα ανώτατη τιμή-στόχο της κεντρικής τράπεζας για τον δείκτη πληθωρισμού ή με το επίπεδο πληθωρισμού στο κράτος μέλος όπου βρίσκεται το ακίνητο τη στιγμή της σύναψης της σύμβασης πίστωσης ή με 0 % αν τα ποσοστά αυτά είναι αρνητικά. ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II ΤΥΠΟΠΟΙΗΜΕΝΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΔΕΛΤΙΟ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ (ESIS)