251 Α' 2014

ΝΟΜΟΣ 4308/2014

Eλληνικά Λογιστικά Πρότυπα, συναφείς ρυθμίσεις και άλλες διατάξεις.

24 Νοεμβρίου 2014

ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ
ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
ΤΕΥΧΟΣ ΠΡΩΤΟ Αρ. Φύλλου 251
24 Νοεμβρίου 2014

NOMOΣ ΥΠ’ ΑΡΙΘ. 4308
Eλληνικά Λογιστικά Πρότυπα, συναφείς ρυθμίσεις και άλλες διατάξεις.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Εκδίδομε τον ακόλουθο νόμο που ψήφισε η Βουλή:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΚΑΙ ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ ΟΝΤΟΤΗΤΩΝ ΒΑΣΕΙ ΜΕΓΕΘΟΥΣ
Άρθρο 1Πεδίο εφαρμογήςΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Για την εφαρμογή των ρυθμίσεων αυτού του νόμου λαμβάνονται υποχρεωτικά υπόψη οι ορισμοί του παραρτήματος Α΄.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Οι παρακάτω οντότητες εφαρμόζουν τις ρυθμίσεις αυτού του νόμου: α) Τα νομικά πρόσωπα που έχουν τη μορφή της ανώνυμης εταιρείας, της εταιρείας περιορισμένης ευθύνης, της ετερόρρυθμης κατά μετοχές εταιρείας και της ιδιωτικής κεφαλαιουχικής εταιρείας. β) Τα νομικά πρόσωπα που έχουν τη μορφή της ομόρρυθμης ή ετερόρρυθμης εταιρείας, όταν όλοι οι άμεσοι ή έμμεσοι εταίροι των προσώπων αυτών έχουν περιορισμένη ευθύνη λόγω του ότι είναι είτε νομικά πρόσωπα της περίπτωσης α΄ της παρούσας παραγράφου ή άλλου νομικού τύπου συγκρίσιμου με τα νομικά πρόσωπα της περίπτωσης αυτής. γ) Η ετερόρρυθμη εταιρεία, η ομόρρυθμη εταιρεία, η ατομική επιχείρηση και κάθε άλλη οντότητα του ιδιωτικού τομέα που υποχρεούται στην εφαρμογή αυτού του νόμου από φορολογική ή άλλη νομοθετική διάταξη. δ) Κερδοσκοπικές ή μη κερδοσκοπικές οντότητες που ανήκουν στο δημόσιο τομέα ή ελέγχονται από το Δημόσιο ή τελούν υπό την εποπτεία του Δημοσίου, όταν δεν εμπίπτουν στην εφαρμογή του άρθρου 156 του ν. 4270/2014.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Oι παρακάτω κατηγορίες οντοτήτων έχουν υποχρέωση σύνταξης των χρηματοοικονομικών τους καταστάσεων βάσει των Διεθνών Προτύπων Χρηματοοικονομικής Αναφοράς, όπως αυτά έχουν υιοθετηθεί από την Ευρωπαϊκή Ένωση, δυνάμει του Κανονισμού 1606/2002 (Δ.Π.Χ.Α. – υποχρεωτική εφαρμογή Δ.Π.Χ.Α.), για τις ατομικές και ενοποιημένες χρηματοοικονομικές τους καταστάσεις: α) Οι οντότητες δημοσίου ενδιαφέροντος, όπως ορίζονται στο παράρτημα αυτού του νόμου. β) Οι οντότητες που είναι εγκατεστημένες στην Ελλάδα και είναι θυγατρικής οντότητας, οι μετοχές ή άλλες κινητές αξίες της οποίας είναι εισηγμένες σε οργανωμένη αγορά κράτους−μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατά την έννοια της Οδηγίας 2004/39/ΕΟΚ και σύμφωνα με τις προβλέψεις του Κανονισμού 1606/2002 της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εφόσον αντιπροσωπεύουν ατομικά ή αθροιστικά ποσοστό μεγαλύτερο από 5% του καθαρού κύκλου εργασιών ή του ενεργητικού ή του μέσου όρου των εργαζόμενων της μητρικής. γ) Τα χρηματοδοτικά ιδρύματα της περίπτωσης 26 της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/ 2013, εφόσον υπόκεινται σε απαιτήσεις κεφαλαιακής επάρκειας. δ) Οι ανώνυμες εταιρείες παροχής επενδυτικών υπηρεσιών του ν. 3606/2007 (Οδηγία 2004/39/ΕΚ). ε) Οι ανώνυμες εταιρείες επενδύσεων χαρτοφυλακίου του ν. 3371/2005. στ) Οι ανώνυμες εταιρείες επενδύσεων σε ακίνητη περιουσία του ν. 2778/1999. ζ) Οι ανώνυμες εταιρείες κεφαλαίου επιχειρηματικών συμμετοχών του ν. 2367/1995. η) Οι ανώνυμες εταιρείες διαχείρισης αμοιβαίων κεφα- λαίων του ν. 4099/2012 (Οδηγία 2009/65/ΕΚ). θ) Οι οντότητες χαρτοφυλακίου. ι) Οι οντότητες που έχουν αυτή την υποχρέωση βάσει άλλης νομοθετικής διάταξης.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Κάθε άλλη οντότητα υποκείμενη στον παρόντα νό- μο μπορεί, με απόφαση της διοίκησής της, να εφαρμόζει προαιρετικά τα Δ.Π.Χ.Α., όπως αυτά έχουν υιοθετηθεί α- πό την Ευρωπαϊκή Ένωση (προαιρετική εφαρμογή Δ.Π.Χ.Α.). Στην περίπτωση αυτή η εφαρμογή των Δ.Π.Χ.Α. είναι υποχρεωτική για πέντε συνεχόμενες ετή- σιες περιόδους από την πρώτη εφαρμογή των Δ.Π.Χ.Α..

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Οι οντότητες που επιλέγουν να συντάξουν τις ατο- μικές χρηματοοικονομικές καταστάσεις τους βάσει των Δ.Π.Χ.Α., συντάσσουν και τις ενοποιημένες χρηματοοι- κονομικές καταστάσεις τους βάσει των ιδίων προτύπων, όταν υποχρεούνται σε σύνταξη ενοποιημένων χρηματο- οικονομικών καταστάσεων.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Οι οντότητες που, υποχρεωτικά ή προαιρετικά, συ- ντάσσουν τις χρηματοοικονομικές καταστάσεις τους βά- σει των Δ.Π.Χ.Α. εφαρμόζουν μόνο τα άρθρα 3 έως και 15 και την παρ. 32 του άρθρου 29 του παρόντος νόμου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 7

Oι κερδοσκοπικές ή μη κερδοσκοπικές οντότητες που ανήκουν στο δημόσιο τομέα ή ελέγχονται από το Δημόσιο ή τελούν υπό την εποπτεία του Δημοσίου, όταν εμπίπτουν στην εφαρμογή του άρθρου 156 του ν. 4270/2014 εφαρμόζουν μόνο τα άρθρα 3 έως και 15, πλην των παραγράφων 8 και 9 του άρθρου 3 του παρό- ντος νόμου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 8

Η Τράπεζα της Ελλάδος εφαρμόζει, στο μέτρο που δεν αντιβαίνουν το Καταστατικό της, μόνο τις διατάξεις των άρθρων 3 έως και 15, πλην της παρ. 14 του άρθρου 5 του παρόντος νόμου. Η ίδια οντότητα συντάσσει Ισολο- γισμό (κατάσταση χρηματοοικονομικής θέσης), Κατά- σταση αποτελεσμάτων και Προσάρτημα (σημειώσεις), με βάση τους κανόνες και τα υποδείγματα που ορίζονται α- πό τις λογιστικές αρχές του Ευρωσυστήματος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 9

Οι οργανισμοί επενδύσεων σε κινητές αξίες (ΟΣΕ- ΚΑ) του ν. 4099/2012 (Οδηγία 2009/65/ΕΚ) είτε λειτουρ- γούν με τη μορφή αμοιβαίου κεφαλαίου είτε με τη μορφή ανώνυμης εταιρείας επενδύσεων μεταβλητού κεφαλαί- ου (ΑΕΕΜΚ): α) Επιμετρούν το ενεργητικό τους που αναφέρεται στις παραγράφους 1 και 2 του άρθρου 59 του ν. 4009/ 2012 (παράγραφοι 1 και 2 του άρθρου 50 της Οδηγίας 2009/65/ΕΚ) στην εύλογη αξία του. Ο προσδιορισμός των εύλογων αξιών και οι σχετικές γνωστοποιήσεις γί- νονται βάσει των Δ.Π.Χ.Α.. β) Διαφορές επιμέτρησης του κατεχόμενου, στο τέλος της περιόδου, ενεργητικού του σημείου (α) αυτής της παραγράφου καταχωρούνται στα αποτελέσματα της πε- ριόδου, στην Κατάσταση Εξέλιξης των Καθαρών Περιου- σιακών Στοιχείων. γ) Εφαρμόζουν τα άρθρα 3 έως και 15 του παρόντος νόμου, καθώς και, κατά περίπτωση, τα άρθρα 16 έως και 30 και 37 έως και 40 του παρόντος νόμου για τα λοιπά περιουσιακά στοιχεία, υποχρεώσεις, έσοδα, κέρδη, έξο- δα και ζημιές.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 10

Οι οντότητες της παραγράφου 9 του παρόντος άρ- θρου συντάσσουν Κατάσταση χρηματοοικονομικής θέ- σης (ισολογισμό) του υποδείγματος Β.11 και Κατάσταση εξέλιξης των καθαρών περιουσιακών στοιχείων περιό- δου του υποδείγματος Β.12.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 11

Θέματα άλλων απλοποιήσεων και απαλλαγών ανά κατηγορία οντοτήτων ρυθμίζονται στο άρθρο 30 του πα- ρόντος νόμου, σε ό,τι αφορά στις ατομικές χρηματοοι- κονομικές τους καταστάσεις.

Άρθρο 2Καθορισμός μεγέθους οντοτήτωνΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Οι οντότητες κατατάσσονται με βάση το μέγεθός τους στις παρακάτω κατηγορίες των παραγράφων 2 έως 6 του παρόντος άρθρου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Πολύ μικρές οντότητες. Πολύ μικρές οντότητες εί- ναι οι οντότητες οι οποίες κατά την ημερομηνία του ισο- λογισμού τους δεν υπερβαίνουν τα όρια δύο τουλάχι- στον από τα ακόλουθα τρία κριτήρια: α) Σύνολο ενεργητικού (περιουσιακών στοιχείων): 350.000 ευρώ. β) Καθαρό ύψος κύκλου εργασιών: 700.000 ευρώ. γ) Μέσος όρος απασχολουμένων κατά τη διάρκεια της περιόδου: 10 άτομα.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Ειδικά οι οντότητες της παραγράφου 2(γ) του άρ- θρου 1 εντάσσονται στην κατηγορία των πολύ μικρών ο- ντοτήτων με μόνη προϋπόθεση ότι ο κύκλος εργασιών τους δεν υπερβαίνει το ποσό του 1.500.000 ευρώ.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Μικρές οντότητες. Μικρές οντότητες είναι οι οντό- τητες οι οποίες δεν είναι πολύ μικρές οντότητες και κα- τά την ημερομηνία του ισολογισμού τους δεν υπερβαί- νουν τα όρια δύο τουλάχιστον από τα ακόλουθα τρία κρι- τήρια: α) Σύνολο ενεργητικού: 4.000.000 ευρώ. β) Καθαρό ύψος κύκλου εργασιών: 8.000.000 ευρώ. γ) Μέσος όρος απασχολουμένων κατά τη διάρκεια της περιόδου: 50 άτομα.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Μεσαίες οντότητες. Μεσαίες οντότητες είναι οι ο- ντότητες οι οποίες δεν είναι πολύ μικρές ή μικρές οντό- τητες και οι οποίες κατά την ημερομηνία του ισολογι- σμού τους δεν υπερβαίνουν τα όρια δύο τουλάχιστον α- πό τα ακόλουθα τρία κριτήρια: α) Σύνολο ενεργητικού: 20.000.000 ευρώ. β) Καθαρό ύψος κύκλου εργασιών: 40.000.000 ευρώ. γ) Μέσος όρος απασχολουμένων κατά τη διάρκεια της περιόδου: 250 άτομα.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Μεγάλες οντότητες. Μεγάλες οντότητες είναι οι ο- ντότητες οι οποίες κατά την ημερομηνία κλεισίματος του ισολογισμού τους υπερβαίνουν τα όρια δύο τουλάχιστον από τα ακόλουθα τρία κριτήρια: α) Σύνολο ενεργητικού: 20.000.000 ευρώ. β) Καθαρό ύψος κύκλου εργασιών: 40.000.000 ευρώ. γ) Μέσος όρος απασχολουμένων κατά τη διάρκεια της περιόδου: 250 άτομα.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 7

Το ποσό του κονδυλίου «Σύνολο ενεργητικού» και το καθαρό ποσό του κονδυλίου «Κύκλος εργασιών» που αναφέρονται σε αυτό το άρθρο είναι εκείνα των αντί- στοιχων κονδυλίων των υποδειγμάτων χρηματοοικονο- μικών καταστάσεων, ως εξής: α) «Σύνολο ενεργητικού» είναι το ποσό του κονδυλίου «Σύνολο ενεργητικού» του υποδείγματος ισολογισμού Β.1.1 ή Β.1.2 ή Β.5, αναλόγως. β) «Κύκλος εργασιών» είναι το ποσό του κονδυλίου «Κύκλος εργασιών (καθαρός)» του υποδείγματος της Κατάστασης αποτελεσμάτων Β.2.1 ή Β.2.2 ή Β.6, αναλό- γως.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 8

Σε περίπτωση περιόδου διαφορετικής του δωδεκά- μηνου, ο κύκλος εργασιών για την εφαρμογή του παρό- ντος άρθρου υπολογίζεται κατ’ αναλογία σε ετήσια βάση.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 9

Όταν η οντότητα υπερβαίνει ή παύει να υπερβαίνει τα όρια δύο εκ των τριών κριτηρίων των παραγράφων 2 και 4 έως 6 ή το κριτήριο της παραγράφου 3 του παρό- ντος άρθρου για δύο διαδοχικές περιόδους, για τους σκοπούς εφαρμογής των ρυθμίσεων αυτού του νόμου η αλλαγή κατηγορίας μεγέθους ενεργοποιείται από την περίοδο που έπεται των δύο εν λόγω διαδοχικών περιό- δων.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 10

Οι οντότητες της παραγράφου 2(δ) του άρθρου 1, όταν δεν είναι οντότητες της παραγράφου 2(α), 2(β) ή 2(γ) του άρθρου 1, εντάσσονται στις «μεγάλες» οντότη- τες.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2ΛΟΓΙΣΤΙΚΑ ΑΡΧΕΙΑ
Άρθρο 3Λογιστικό σύστημα και βασικά λογιστικά αρχείαΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Η οντότητα τηρεί, ως μέρος του λογιστικού συστή- ματός της, αρχείο κάθε συναλλαγής και γεγονότος αυ- τής που πραγματοποιείται στη διάρκεια της περιόδου α- ναφοράς, καθώς και των προκυπτόντων πάσης φύσεως εσόδων, κερδών, εξόδων, ζημιών, αγορών και πωλήσεων περιουσιακών στοιχείων, εκπτώσεων και επιστροφών, φόρων, τελών και των πάσης φύσεως εισφορών σε α- σφαλιστικούς οργανισμούς.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Το λογιστικό σύστημα της οντότητας παρακολουθεί σε αρχείο κάθε στοιχείο του ισολογισμού, καθώς και κά- θε μεταβολή αυτού.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Η τήρηση των αρχείων των παραγράφων 1 και 2 του παρόντος άρθρου γίνεται με τρόπο ανάλογο του μεγέ- θους και της φύσης της οντότητας και σύμφωνα με τον παρόντα νόμο.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Για την εκπλήρωση της υποχρέωσης τήρησης των αρχείων των παραγράφων 1 και 2 του παρόντος άρθρου, το κριτήριο της σημαντικότητας της παρ. 5 του άρθρου 17 του παρόντος νόμου δεν έχει εφαρμογή.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Το λογιστικό σύστημα της οντότητας απαιτείται να παρακολουθεί τη λογιστική βάση των στοιχείων των ε- σόδων, εξόδων, περιουσιακών στοιχείων, υποχρεώσεων και καθαρής θέσης, κατά περίπτωση, με σκοπό την κα- τάρτιση των χρηματοοικονομικών καταστάσεων της ο- ντότητας, σύμφωνα με τον παρόντα νόμο. Το λογιστικό σύστημα της οντότητας απαιτείται να παρακολουθεί και τη φορολογική βάση των στοιχείων των εσόδων, εξό- δων, περιουσιακών στοιχείων, υποχρεώσεων και καθα- ρής θέσης, κατά περίπτωση, με σκοπό τη συμμόρφωση με τη φορολογική νομοθεσία και την υποβολή φορολογι- κών δηλώσεων.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Τα λογιστικά αρχεία τηρούνται με ηλεκτρονικό ή χειρόγραφο τρόπο. Όταν στην τήρηση των αρχείων χρη- σιμοποιούνται συντομεύσεις ή σύμβολα, το νόημά τους ορίζεται με σαφήνεια.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 7

Τα λογιστικά στοιχεία (παραστατικά), συμπεριλαμ- βανομένων των τιμολογίων πώλησης, επιτρέπεται να συ- ντάσσονται σε γλώσσα άλλη από την Ελληνική. Τα λογι- στικά βιβλία (αρχεία) τηρούνται στην Ελληνική γλώσσα.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 8

Το σχέδιο των λογαριασμών του Παραρτήματος Γ΄ χρησιμοποιείται ως μέρος του λογιστικού συστήματος της οντότητας, σε ό,τι αφορά στην ονοματολογία, στο βαθμό ανάλυσης και συγκέντρωσης των λογαριασμών, καθώς και στο περιεχόμενό τους, όπως αυτό καθορίζεται σε συνδυασμό με τους ορισμούς του Παραρτήματος Α΄ και τα υποδείγματα των χρηματοοικονομικών καταστά- σεων του Παραρτήματος Β΄. Η περαιτέρω ανάπτυξη του σχεδίου λογαριασμών για την κάλυψη των πληροφορια- κών αναγκών της οντότητας και την ευχερή εφαρμογή του παρόντος νόμου είναι ευθύνη της διοίκησης της ο- ντότητας, λαμβάνοντας ιδιαίτερα υπόψη την ανάγκη κά- λυψης των απαιτήσεων της παρ. 10 του άρθρου 5. Ιδιαί- τερα, οι τίτλοι των λογαριασμών δύναται να προσαρμό- ζονται, σύμφωνα με τις καθιερωμένες ονοματολογίες ευρύτερων κλάδων δραστηριότητας, λαμβάνοντας υπό- ψη και την παρ. 12 του άρθρου 16.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 9

Εναλλακτικά του σχεδίου λογαριασμών του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 8 του παρόντος άρθρου, κάθε οντότητα που υπόκειται σε αυτόν το νόμο έχει τη δυνα- τότητα να εφαρμόζει το σχέδιο λογαριασμών, όπως ι- σχύει κατά την 31η Δεκεμβρίου 2014.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 10

Όταν η οντότητα συντάσσει ισολογισμό, χρησιμο- ποιεί ένα κατάλληλο διπλογραφικό σύστημα για την πα- ρακολούθηση των στοιχείων των παραγράφων 1 και 2 του παρόντος άρθρου και τηρεί: α) Αρχείο στο οποίο καταχωρείται αναλυτικά κάθε συ- ναλλαγή και γεγονός (ημερολόγιο). β) Αρχείο με τις μεταβολές κάθε τηρούμενου λογαρια- σμού (αναλυτικό καθολικό). γ) Σύστημα συγκέντρωσης του αθροίσματος των αυξή- σεων και μειώσεων (χρεώσεων και πιστώσεων), καθώς και το υπόλοιπο κάθε τηρούμενου λογαριασμού (ισοζύ- γιο).

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 11

Η οντότητα της παρ. 2(γ) του άρθρου 1 που εμπί- πτει στην κατηγορία των πολύ μικρών οντοτήτων και επι- λέγει, σύμφωνα με τον παρόντα νόμο, να καταρτίσει τις χρηματοοικονομικές καταστάσεις της παρ. 8 του άρθρου 16 δύναται να μην τηρήσει τα αρχεία της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 12

Όταν, σύμφωνα με τις ρυθμίσεις αυτού του νόμου, η οντότητα δεν συντάσσει ισολογισμό, δύναται, αντί του λογιστικού συστήματος της παραγράφου 10, να χρησι- μοποιεί ένα κατάλληλο απλογραφικό λογιστικό σύστημα (βιβλία εσόδων – εξόδων) για την παρακολούθηση των στοιχείων της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, τα οποία συμπεριλαμβάνουν: α) Τα πάσης φύσεως έσοδα διακεκριμένα σε έσοδα α- πό πώληση εμπορευμάτων, από πώληση προϊόντων, από παροχή υπηρεσιών και λοιπά έσοδα. β) Τα πάσης φύσεως κέρδη. γ) Τις πάσης φύσεως αγορές περιουσιακών στοιχείων, διακεκριμένα σε αγορές εμπορευμάτων, υλικών (πρώτων ή βοηθητικών υλών), παγίων και αγορές λοιπών περιου- σιακών στοιχείων. δ) Τα πάσης φύσεως έξοδα, διακεκριμένα σε αμοιβές προσωπικού συμπεριλαμβανομένων εισφορών σε ασφα- λιστικούς οργανισμούς, αποσβέσεις, έξοδα από τη λήψη λοιπών υπηρεσιών και λοιπά έξοδα. ε) Τις πάσης φύσεως ζημίες. στ) Τους πάσης φύσεως φόρους και τέλη, ξεχωριστά κατά είδος.

Άρθρο 4Άλλα λογιστικά αρχείαΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Η οντότητα τηρεί κατά περίπτωση, πέραν των αρχεί- ων του άρθρου 3, τα αρχεία (βιβλία) που περιγράφονται στις επόμενες παραγράφους, με ημερομηνία αναφοράς την ημερομηνία τέλους της περιόδου αναφοράς (ημερο- μηνία του ισολογισμού). μηνία του ισολογισμού).

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Αρχείο ενσώματων και άυλων πάγιων περιουσιακών στοιχείων. Στο αρχείο αυτό, με τήρηση αναλυτικής μερί- δας, παρακολουθείται η αξία κτήσης κατά την αρχική α- ναγνώριση, καθώς και κάθε επακόλουθη μεταβολή, δη- λαδή προσθήκη, αναπροσαρμογή, απομείωση, διαγραφή και απόσβεση επί του παγίου, με ένδειξη των σωρευτι- κών ποσών και των ποσών που αφορούν την περίοδο α- ναφοράς. Στο αρχείο αυτό παρακολουθούνται και τα πλήρως αποσβεσμένα πάγια τα οποία εξακολουθούν να πληρούν τον ορισμό του παγίου περιουσιακού στοιχείου, είτε εξακολουθούν να είναι σε λειτουργία είτε όχι.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Αρχείο επενδύσεων σε χρεωστικούς τίτλους, τίτ- λους καθαρής θέσης και λοιπούς τίτλους. Στο αρχείο αυ- τό καταχωρούνται κατά τίτλο τα υπάρχοντα στοιχεία με σύντομη περιγραφή και αναφορά της ποσότητας και της λογιστικής αξίας τους.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Αρχείο ιδιόκτητων αποθεμάτων: Στο αρχείο αυτό καταχωρούνται: α) Τα ποσοτικά δεδομένα της φυσικής απογραφής (σύ- ντομη περιγραφή είδους, μονάδα μέτρησης και ποσότη- τα), κατά είδος και διακεκριμένα για κάθε αποθηκευτικό χώρο. β) Η κατά μονάδα αξία επιμέτρησης, καθώς και η συνο- λική αξία επιμέτρησης του κάθε είδους. γ) Ο προσδιορισμός της ποσότητας των αποθεμάτων δύναται να γίνεται με έμμεσες τεχνικές που είναι αξιόπι- στες και κατάλληλα τεκμηριωμένες. δ) Αναλώσιμα υλικά αγαθά που δεν είναι σημαντικά μπορούν να μην απογράφονται.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Αρχείο αποθεμάτων τρίτων. Η οντότητα που έχει στην κατοχή της αποθέματα κυριότητας άλλης οντότη- τας τηρεί αρχείο στο οποίο καταγράφονται αναλυτικά τα σχετικά αποθέματα, κατά είδος και ποσότητα και διακε- κριμένα κατά αποθηκευτικό χώρο, σύμφωνα με τις περι- πτώσεις α΄ και γ΄ της παραγράφου 4 του παρόντος άρ- θρου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Αρχείο λοιπών περιουσιακών στοιχείων. Στο αρχείο αυτό καταχωρούνται αναλυτικά κατά είδος τα υπάρχο- ντα λοιπά περιουσιακά στοιχεία, με σύντομη περιγραφή και αναφορά της ποσότητας, όπου συντρέχει περίπτω- ση, και της λογιστικής τους αξίας.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 7

Αρχείο λογαριασμών καθαρής θέσης. Στο αρχείο αυτό καταχωρούνται αναλυτικά κατά είδος οι λογαρια- σμοί καθαρής θέσης.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 8

Αρχείο λογαριασμών υποχρεώσεων. Στο αρχείο αυ- τό καταχωρούνται αναλυτικά κατά είδος οι υποχρεώ- σεις, με αναφορά της ποσότητας (όταν συντρέχει περί- πτωση) και της λογιστικής τους αξίας.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 9

Αρχείο περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων σε ξένο νόμισμα. Στο αρχείο αυτό παρακολουθείται η ποσότητα των μονάδων του ξένου νομίσματος για τα ε- πιμέρους περιουσιακά στοιχεία και υποχρεώσεις που εκ- φράζονται στο νόμισμα αυτό.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 10

Οι πληροφορίες που απαιτούνται από το παρόν άρ- θρο δύναται να παρέχονται από άλλα αρχεία που τηρεί η οντότητα ή από συνδυασμό αρχείων.

Άρθρο 5Διασφάλιση αξιοπιστίας λογιστικού συστήματοςΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Η διοίκηση της οντότητας έχει την ευθύνη της τήρη- σης αξιόπιστου λογιστικού συστήματος και κατάλληλων λογιστικών αρχείων για τη σύνταξη των χρηματοοικονο- μικών καταστάσεων και άλλων πληροφοριών, σύμφωνα με τις ρυθμίσεις του παρόντος νόμου ή, σύμφωνα με τα Δ.Π.Χ.Α., κατά περίπτωση. Το λογιστικό σύστημα και τα λογιστικά αρχεία εξετάζονται ως ενιαίο σύνολο και όχι αποσπασματικά τα επιμέρους συστατικά τους, σε ό,τι α- φορά την αξιοπιστία και την καταλληλότητά τους για τους σκοπούς αυτού του νόμου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Για την εκπλήρωση της υποχρέωσης της παραγρά- φου 1, τα λογιστικά αρχεία: α) Τηρούνται με τάξη, πληρότητα και ορθότητα ως προς τον εντοπισμό, την καταγραφή και την επεξεργα- σία των λογιστικών δεδομένων που προκύπτουν από τις συναλλαγές και τα γεγονότα της οντότητας. β) Συμμορφώνονται προς τις απαιτήσεις αυτού του νό- μου. γ) Υποστηρίζουν τη σύνταξη των χρηματοοικονομικών καταστάσεων, σύμφωνα με τις απαιτήσεις αυτού του νό- μου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Το λογιστικό σύστημα πρέπει να παρέχει τη δυνατό- τητα σε ένα πρόσωπο, που διαθέτει τις απαιτούμενες γνώσεις και εμπειρία, να αποκτά, εντός ευλόγου χρό- νου, κατανόηση της δομής και της λειτουργίας του, των τηρούμενων αρχείων στα οποία καταχωρούνται οι συ- ναλλαγές και τα γεγονότα της οντότητας, καθώς και της χρηματοοικονομικής κατάστασης στην οποία βρίσκεται η οντότητα.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Οι χρηματοοικονομικές καταστάσεις κάθε οντότη- τας που υπόκεινται στον παρόντα νόμο, προ της έκδο- σής τους, εγκρίνονται κατά περίπτωση από το αρμόδιο όργανο διοίκησης της οντότητας και υπογράφονται από το εξουσιοδοτημένο μέλος (μέλη) του και τον κατά το νόμο υπεύθυνο λογιστή για τη σύνταξη αυτών, σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Κάθε συναλλαγή και γεγονός που αφορά την οντό- τητα τεκμηριώνεται με κατάλληλα παραστατικά (τεκμή- ρια). Τα παραστατικά αυτά εκδίδονται είτε από την οντό- τητα είτε από τους συναλλασσόμενους με αυτήν είτε α- πό τρίτους, σε έντυπη ή σε ηλεκτρονική μορφή, σύμφω- να με τα οριζόμενα στο νόμο αυτόν. Τα παραστατικά α- ναφέρουν όλες τις απαραίτητες πληροφορίες για την α- σφαλή ταυτοποίηση κάθε μίας συναλλαγής ή γεγονό- τος, και σε κάθε περίπτωση όσα ορίζει ο παρών νόμος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Ο συναλλασσόμενος με την οντότητα ή το τρίτο μέ- ρος που εκδίδει παραστατικά της παραγράφου 5 του πα- ρόντος άρθρου για λογαριασμό της οντότητας, οφείλει να αποστέλλει στην οντότητα τα εκδιδόμενα παραστατι- κά ή κατ’ ελάχιστον όλες τις απαιτούμενες πληροφο- ρίες, σε επαρκή χρόνο για την εκπλήρωση κάθε νόμιμης υποχρέωσης και από τα δύο μέρη.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 7

Η οντότητα εφαρμόζει κατάλληλες κατά την κρίση της δικλίδες για: α) Τη διασφάλιση ότι υπάρχει αξιόπιστη και ελέγξιμη αλληλουχία τεκμηρίων (ελεγκτική αλυσίδα) για κάθε συ- ναλλαγή ή γεγονός, από το χρόνο που προέκυψαν μέχρι το διακανονισμό τους. β) Τη δημιουργία αξιόπιστης και ελέγξιμης αλληλου- χίας τεκμηρίων, που διασφαλίζει την ευχερή συσχέτιση των συναλλαγών και άλλων γεγονότων με τα λογιστικά αρχεία και τις χρηματοοικονομικές καταστάσεις. γ) Την επίτευξη εύλογης διασφάλισης ως προς την αυ- θεντικότητα των παραστατικών (τεκμηρίων) της προη- γούμενης παραγράφου και την ακεραιότητα του περιε- χομένου τους, με σκοπό την επιβεβαίωση της προέλευ- σης αυτών και την τεκμηρίωση της συναλλαγής.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 8

Ειδικά, η οντότητα παρακολουθεί με κατάλληλες δι- κλίδες τα παραλαμβανόμενα και αποστελλόμενα αποθέ- ματα είτε έχουν τιμολογηθεί είτε όχι. Ομοίως παρακο- λουθεί τα αποθέματά της σε χώρους τρίτων ή τα αποθέ- ματα τρίτων σε δικούς της χώρους. Κατ’ ελάχιστο, για τις διακινήσεις αυτές παρακολουθούνται: α) η πλήρης επωνυμία ή το ονοματεπώνυμο, η διεύθυν- ση και ο Αριθμός Φορολογικού Μητρώου (Α.Φ.Μ.) του ε- μπλεκόμενου μέρους, β) η ποσότητα και το είδος των διακινούμενων αγα- θών, και γ) η ημερομηνία που έγινε η διακίνηση.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 9

Η υποχρέωση της παραγράφου 8 εκπληρούται και ό- ταν η οντότητα τηρεί με τάξη, πληρότητα και ορθότητα τα παραστατικά στοιχεία διακίνησης ή τα τιμολόγια πώ- λησης ή τις αποδείξεις λιανικής πώλησης, κατά περίπτω- ση, που εκδίδει ή λαμβάνει για τις σχετικές διακινήσεις των αγαθών, ώστε η οντότητα να είναι σε θέση να τεκ- μηριώνει οποτεδήποτε τις διακινήσεις αυτών. Όταν δεν έχει ληφθεί παραστατικό διακίνησης ή πώλησης, η οντό- τητα καταχωρεί σε κατάλληλο αρχείο τις απαιτούμενες πληροφορίες της παραγράφου 8(α) έως και 8(γ), αμελ- λητί με την παραλαβή των αποθεμάτων.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 10

Από το τηρούμενο λογιστικό σύστημα πρέπει να παρέχονται ευχερώς, αναλυτικά και σε σύνοψη, όλα τα δεδομένα και πληροφορίες που απαιτούνται για να καθί- σταται ευχερής η διενέργεια συμφωνιών και επαληθεύ- σεων κατά τη διενέργεια οποιουδήποτε ελέγχου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 11

Στα τηρούμενα λογιστικά αρχεία (βιβλία) καταχω- ρείται η ημερομηνία έκδοσης ή λήψης, κατά περίπτωση, του σχετικού παραστατικού.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 12

Μετά την οριστικοποίηση των καταχωρήσεων των δεδομένων των συναλλαγών ή γεγονότων στα λογιστι- κά αρχεία, αλλαγή επιτρέπεται μόνο εφόσον είναι εφι- κτό να προσδιοριστεί με ασφάλεια το αρχικό περιεχόμε- νο των αρχείων (δεδομένα των συναλλαγών ή γεγονό- των) και η ημερομηνία που έγινε η αλλαγή.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 13

Η οντότητα μπορεί να συγχωνεύει ή να συνενώνει λογιστικά αρχεία με την προϋπόθεση ότι υπάρχει ασφα- λής πρόσβαση στις υποκείμενες πληροφορίες πριν τη συγχώνευση ή συνένωσή τους.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 14

Τα λογιστικά αρχεία πρέπει να είναι διαθέσιμα στα αρμόδια ελεγκτικά όργανα και στις αρμόδιες αρχές ε- ντός ευλόγου χρόνου από σχετική ειδοποίηση, εκτός ε- άν άλλη νομοθεσία απαιτεί άμεση πρόσβαση ή ρυθμίζει διαφορετικά το θέμα.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 15

Μία μητρική οντότητα που έχει θυγατρική, η οποία θυγατρική δεν υπόκειται στο νόμο αυτόν, πρέπει να λαμ- βάνει τα ενδεδειγμένα μέτρα ώστε να διασφαλίζεται ότι η θυγατρική τηρεί λογιστικά αρχεία με τρόπο που παρέ- χει τη δυνατότητα στη μητρική να συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις αυτού του νόμου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 16

Σε περίπτωση που δύο ή περισσότερες οντότητες συνενώνονται σε μία ή σε περίπτωση αλλαγής του νομι- κού τύπου της οντότητας, η νέα οντότητα αναλαμβάνει την ευθύνη για τη συμμόρφωση των προηγούμενων ο- ντοτήτων με τις ρυθμίσεις αυτού του νόμου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 17

Η οντότητα πρέπει να παρέχει στις αρμόδιες αρ- χές και στα αρμόδια ελεγκτικά όργανα, όταν ζητηθεί, με- τάφραση κάθε αρχείου που έχει συνταχθεί σε ξένη γλώσσα ή που έχει εκφραστεί σε ποσά ξένου νομίσμα- τος, στην ελληνική γλώσσα και στο εθνικό νόμισμα, αντί- στοιχα. Η μετάφραση αυτή δίδεται εντός ευλόγου χρό- νου που ορίζεται από τις αρμόδιες αρχές. Η μετατροπή ποσών στο εθνικό νόμισμα γίνεται, σύμφωνα με τις ρυθ- μίσεις του άρθρου 27 του παρόντος νόμου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 18

Η οντότητα μπορεί να αναθέτει σε τρίτο πρόσωπο (εξωτερικός λογιστής) την τήρηση μέρους ή του συνό- λου του λογιστικού της συστήματος ή τη σύνταξη των χρηματοοικονομικών της καταστάσεων. Η ανάθεση της τήρησης του λογιστικού συστήματος ή της κατάρτισης των χρηματοοικονομικών καταστάσεων σε τρίτο πρόσω- πο δεν απαλλάσσει τη διοίκηση της οντότητας από τη σχετική ευθύνη που προκύπτει, σύμφωνα με τον παρό- ντα νόμο ή εν γένει την κείμενη νομοθεσία, για τα λογι- στικά αρχεία και τις χρηματοοικονομικές καταστάσεις.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 19

Όταν η οντότητα χρησιμοποιεί τρίτο πρόσωπο για την εκπλήρωση οποιασδήποτε υποχρέωσης που προκύ- πτει από τον παρόντα νόμο, το τρίτο μέρος έχει, στην περίπτωση οποιουδήποτε ελέγχου τις ίδιες υποχρεώ- σεις συνεργασίας με το ελεγκτικό όργανο (ελεγκτής) ό- πως ή οντότητα. Μη συνεργασία του τρίτου μέρους με το ελεγκτικό όργανο δεν απαλλάσσει την οντότητα από οποιαδήποτε υποχρέωση προβλέπεται από τον παρόντα νόμο.

Άρθρο 6Χρόνος ενημέρωσης λογιστικών αρχείωνΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Η ενημέρωση των λογιστικών αρχείων (βιβλίων) γί- νεται ως εξής: α) Όταν η οντότητα συντάσσει ισολογισμό, η ενημέ- ρωση για τα εκδιδόμενα ή λαμβανόμενα παραστατικά του κάθε μήνα γίνεται το αργότερο μέχρι το τέλος του ε- πόμενου μήνα. β) Όταν η οντότητα δεν συντάσσει ισολογισμό, η ενη- μέρωση για τα εκδιδόμενα ή λαμβανόμενα παραστατικά του κάθε ημερολογιακού τριμήνου γίνεται το αργότερο μέχρι το τέλος του επόμενου μήνα από τη λήξη του τρι- μήνου. γ) Σε κάθε περίπτωση, η ενημέρωση γίνεται εντός του απαιτούμενου χρόνου για την έγκαιρη σύνταξη των χρη- ματοοικονομικών καταστάσεων.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Ο προσδιορισμός της ποσότητας αποθεμάτων, όπου συντρέχει περίπτωση, διενεργείται σε κατάλληλο χρόνο που διασφαλίζει την αξιοπιστία των δεδομένων σε σχέ- ση με την ημερομηνία αναφοράς των χρηματοοικονομι- κών καταστάσεων της οντότητας.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Η κατάρτιση των χρηματοοικονομικών καταστάσε- ων της περιόδου ολοκληρώνεται στο συντομότερο χρό- νο από: α) έξι μήνες από τη λήξη της περιόδου ή β) το χρονικό όριο που επιτρέπει την εκπλήρωση των υποχρεώσεων που τίθενται από τη φορολογική ή άλλη νομοθεσία της χώρας.

Άρθρο 7Διαφύλαξη λογιστικών αρχείωνΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Το σύνολο των λογιστικών αρχείων που η οντότητα τηρεί, σύμφωνα με τις διατάξεις αυτού του νόμου διαφυ- λάσσονται για το μεγαλύτερο χρονικό διάστημα από: α) Πέντε (5) έτη από τη λήξη της περιόδου. β) Το χρόνο που ορίζεται από άλλη νομοθεσία.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Τα λογιστικά αρχεία μπορούν να διαφυλάσσονται σε οποιαδήποτε μορφή, εφόσον υπάρχει σύστημα αναζήτη- σης, εμφάνισης και εκτύπωσης ή αναπαραγωγής αυτών, για τη διευκόλυνση οποιουδήποτε ελέγχου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Ειδικά για κάθε τιμολόγιο, διαφυλάσσονται επιπλέ- ον τα δεδομένα που διασφαλίζουν την αυθεντικότητα και την ακεραιότητα του περιεχομένου του, σύμφωνα με τις παραγράφους (1) και (2) του παρόντος άρθρου.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3ΠΑΡΑΣΤΑΤΙΚΑ ΠΩΛΗΣΕΩΝ
Άρθρο 8Τιμολόγιο πώλησηςΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Τιμολόγιο είναι το στοιχείο που εκδίδεται από την υ- ποκείμενη σε αυτόν το νόμο οντότητα για κάθε πώληση αγαθών και παροχή υπηρεσιών, εντός της χώρας ή άλ- λης χώρας μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή προς άλ- λη χώρα, καθώς και σε κάθε περίπτωση συναλλαγής που υπόκειται σε Φόρο Προστιθέμενης Αξίας (Φ.Π.Α.), βάσει της ισχύουσας νομοθεσίας.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Κάθε έγγραφο που περιλαμβάνει όλες τις πληροφο- ρίες που απαιτούνται για το τιμολόγιο θεωρείται τιμολό- γιο, με την προϋπόθεση ότι ο παραλήπτης των αγαθών ή υπηρεσιών που υπόκεινται σε τιμολόγηση αποδέχεται το έγγραφο αυτό.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Κάθε έγγραφο ή μήνυμα που τροποποιεί και αναφέ- ρεται ειδικά και αναμφισβήτητα σε ένα αρχικό τιμολόγιο, θεωρείται τιμολόγιο.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Ο όρος «τιμολόγιο» μπορεί να υποκαθίσταται ανα- λόγως των καθιερωμένων πρακτικών σε διάφορους κλά- δους της οικονομίας.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Η οντότητα που πωλεί αγαθά ή υπηρεσίες έχει την ευθύνη να διασφαλίζει ότι εκδίδεται τιμολόγιο για κάθε πώληση. Ο πωλητής αγαθών ή υπηρεσιών εκδίδει το τι- μολόγιο πώλησης. Εναλλακτικά, ο πωλητής μπορεί με προηγούμενη συμφωνία να διασφαλίσει την έκδοση τι- μολογίου από το λήπτη των αγαθών ή των υπηρεσιών (αυτο-τιμολόγηση) ή από τρίτο πρόσωπο εξ ονόματος και για λογαριασμό του πωλητή. Η συμφωνία για έκδοση τιμολογίου από το λήπτη αγαθών ή υπηρεσιών ή από άλ- λο τρίτο πρόσωπο δεν απαλλάσσει την οντότητα από τη νόμιμη υποχρέωση να διασφαλίσει ότι θα εκδοθεί τιμο- λόγιο, καθώς και από κάθε σχετική ευθύνη.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Πιστωτικό τιμολόγιο είναι το τιμολόγιο που εκδίδε- ται για κάθε περίπτωση εκπτώσεων, επιστροφών ή άλ- λων διαφορών.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 7

Τα εκδιδόμενα ή λαμβανόμενα τιμολόγια αποτελούν μέρος των λογιστικών αρχείων της οντότητας.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 8

Στην περίπτωση έκδοσης τιμολογίου από το λήπτη των αγαθών ή των υπηρεσιών (αυτo-τιμολόγηση) ή από τρίτο πρόσωπο εξ ονόματος και για λογαριασμό του πω- λητή, ο εκδότης του τιμολογίου παρέχει όλες τις απαι- τούμενες πληροφορίες για την τεκμηρίωση και καταχώ- ρηση των σχετικών συναλλαγών από τον πωλητή, έγκαι- ρα για την εκπλήρωση υπ’ αυτού κάθε νόμιμης υποχρέω- σης.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 9

Τo Δημόσιο, οι περιφέρειες, οι νομαρχίες, οι δήμοι και κοινότητες και οι λοιποί οργανισμοί δημοσίου δικαίου δεν έχουν υποχρέωση έκδοσης τιμολογίου για τις δρα- στηριότητες ή πράξεις, τις οποίες πραγματοποιούν ως δημόσια εξουσία, έστω και αν για αυτές τις δραστηριό- τητες ή πράξεις εισπράττουν δικαιώματα, τέλη, εισφο- ρές ή άλλες επιβαρύνσεις. Η εξαίρεση αυτή παρέχεται με την προϋπόθεση ότι οι πράξεις αυτές δεν υπόκεινται σε Φόρο Προστιθέμενης Αξίας, σύμφωνα με την ισχύου- σα νομοθεσία και την Οδηγία 2006/112/ΕΚ.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 10

Οι οντότητες που υπόκεινται στις ρυθμίσεις του παρόντος νόμου όταν συναλλάσσονται ως αγοραστές με πρόσωπα μη υπόχρεα στην έκδοση τιμολογίου, εκδί- δουν σχετικό παραστατικό προς τεκμηρίωση και ανα- γνώριση της συναλλαγής. Το παραστατικό αυτό αναφέ- ρει: α) Την ημερομηνία έκδοσης. β) Την επωνυμία, τη διεύθυνση και τον αριθμό φορολο- γικού μητρώου του αντισυμβαλλόμενου. γ) Την ποσότητα και το είδος των παραδιδόμενων αγα- θών ή την έκταση και το είδος των παρεχόμενων υπηρε- σιών. δ) Την ημερομηνία κατά την οποία πραγματοποιήθηκε ή ολοκληρώθηκε η παράδοση αγαθών ή η παροχή υπηρε- σιών. ε) Την αξία μονάδας αγαθού ή υπηρεσίας, κατά περί- πτωση, και το συνολικό ποσό της συναλλαγής. στ) Το είδος και το ποσό τυχόν φορολογικών επιβα- ρύνσεων.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 11

Οι οντότητες που υπόκεινται στις ρυθμίσεις του παρόντος νόμου όταν συναλλάσσονται ως αγοραστές με οντότητα που επίσης υπόκεινται σε αυτόν το νόμο και η οποία για οποιονδήποτε λόγο δεν εκδίδει τιμολόγιο πώλησης, υπόκεινται στην υποχρέωση της παραγράφου 10 του παρόντος άρθρου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 12

Ο τρίτος που πωλεί αγαθά για λογαριασμό της ο- ντότητας και εκδίδει το σχετικό παραστατικό πώλησης για λογαριασμό της, εκδίδει επίσης έγγραφο (εκκαθάρι- ση), σε έντυπη ή ηλεκτρονική μορφή, για τις πωλήσεις για λογαριασμό της οντότητας. Το έγγραφο περιλαμβά- νει τις απαιτούμενες πληροφορίες και αποστέλλεται από τον εκδότη στην οντότητα έγκαιρα, για την εκπλήρωση κάθε νόμιμης υποχρέωσης.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 13

Εξαιρετικά, για τις πωλήσεις αγροτικών προϊόντων από τρίτο για λογαριασμό αγρότη παραγωγού, το έγγρα- φο της προηγούμενης παραγράφου εκδίδεται τουλάχι- στον σε ετήσια βάση και αποστέλλεται στον αγρότη πα- ραγωγό έγκαιρα για εκπλήρωση κάθε νόμιμης υποχρέω- σης.

Άρθρο 9Περιεχόμενο τιμολογίουΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Το τιμολόγιο φέρει υποχρεωτικά τις ακόλουθες εν- δείξεις: α) Την ημερομηνία έκδοσης του τιμολογίου. β) Τον αύξοντα αριθμό για μία ή περισσότερες σειρές τιμολογίων, ο οποίος χαρακτηρίζει το τιμολόγιο με μονα- δικό τρόπο. γ) Τον Αριθμό Φορολογικού Μητρώου (Α.Φ.Μ.), με βά- ση τον οποίο ο πωλητής πραγματοποίησε την παράδοση των αγαθών ή την παροχή των υπηρεσιών. δ) Τον Α.Φ.Μ. του πελάτη, με βάση τον οποίο έλαβε χώρα η παράδοση των αγαθών ή η παροχή των υπηρε- σιών. ε) Την πλήρη επωνυμία και την πλήρη διεύθυνση του πωλητή και του πελάτη που αποκτά τα αγαθά ή λαμβάνει τις υπηρεσίες. στ) Την ποσότητα και το είδος των παραδιδόμενων α- γαθών ή την έκταση και το είδος των παρεχόμενων υπη- ρεσιών, εκτός εάν η έκταση και το είδος των παρεχόμε- νων υπηρεσιών προκύπτει από άλλα έγγραφα στα οποία παραπέμπει το τιμολόγιο. ζ) Την ημερομηνία κατά την οποία πραγματοποιήθηκε ή ολοκληρώθηκε η παράδοση αγαθών ή η παροχή υπηρε- σιών, εφόσον η ημερομηνία αυτή δεν συμπίπτει με την η- μερομηνία έκδοσης του τιμολογίου. η) Την αξία αγαθών ή υπηρεσιών ανά συντελεστή Φ.Π.Α., την αξία που απαλλάσσεται Φ.Π.Α., την αξία μο- νάδας αγαθού ή υπηρεσίας χωρίς Φ.Π.Α., καθώς και την αξία κάθε έκπτωσης ή επιστροφής, εάν δεν συμπεριλαμ- βάνονται στην τιμή μονάδας. θ) Το συντελεστή Φ.Π.Α. που εφαρμόζεται. ι) Το ποσό του οφειλόμενου Φ.Π.Α., εκτός εάν εφαρ- μόζεται ειδικό καθεστώς, σύμφωνα με το οποίο η πληρο- φορία αυτή παραλείπεται. ια) Τον όρο «Αυτο-τιμολόγηση», όταν το τιμολόγιο εκ- δίδεται από τον λήπτη των αγαθών ή των υπηρεσιών. ιβ) Όταν η πράξη απαλλάσσεται από Φ.Π.Α., η διάταξη της εθνικής νομοθεσίας (ν. 2859/2000) ή η διάταξη της Οδηγίας 2006/112/ΕΚ ή άλλη διάταξη, σύμφωνα με την οποία η παράδοση αγαθών ή η παροχή υπηρεσιών απαλ- λάσσεται από το φόρο αυτόν. ιγ) Όταν ο λήπτης είναι υπόχρεος καταβολής του Φ.Π.Α., η αναφορά «Αντίστροφη επιβάρυνση». ιδ) Επί ενδοκοινοτικής παράδοσης ενός καινούργιου μεταφορικού μέσου, τα στοιχεία που προβλέπονται από την ισχύουσα νομοθεσία περί Φ.Π.Α., βάσει της Οδηγίας 2006/112/ΕΚ. ιε) Όταν εφαρμόζεται το καθεστώς του περιθωρίου κέρδους των πρακτορείων ταξιδίων, η αναφορά «Καθε- στώς περιθωρίου – Ταξιδιωτικά πρακτορεία». ιστ) Ο όρος «Καθεστώς περιθωρίου – Μεταχειρισμένα αγαθά» ή «Καθεστώς περιθωρίου – Έργα τέχνης» ή «Κα- θεστώς περιθωρίου – Αντικείμενα συλλεκτικής και αρ- χαιολογικής αξίας», όταν εφαρμόζεται ένα από τα ειδικά καθεστώτα που ισχύουν στον τομέα των μεταχειρισμέ- νων αγαθών και των αντικειμένων καλλιτεχνικής, συλλε- κτικής και αρχαιολογικής αξίας, αντίστοιχα. ιζ) Όταν ο υπόχρεος στο Φ.Π.Α. είναι φορολογικός α- ντιπρόσωπος κατά την έννοια της ισχύουσας νομοθε- σίας περί Φ.Π.Α. και της σχετικής Οδηγίας 2006/112/ΕΚ, τα πλήρη στοιχεία του εν λόγω προσώπου, καθώς και τον Αριθμό Φορολογικού Μητρώου (Α.Φ.Μ.) αυτού.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Τα ποσά του τιμολογίου μπορεί να εκφράζονται σε οποιοδήποτε νόμισμα. Το ποσό Φ.Π.Α. του τιμολογίου εκφράζεται και στο εθνικό νόμισμα.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Το τιμολόγιο δεν απαιτείται να φέρει υπογραφή για τους σκοπούς αυτού του νόμου.

Άρθρο 10Απλοποιημένο τιμολόγιο και συγκεντρωτικό τιμολόγιοΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Επιτρέπεται η έκδοση απλοποιημένου τιμολογίου σε κάθε μία από τις παρακάτω δύο περιπτώσεις: α) όταν το ποσό του τιμολογίου δεν υπερβαίνει το πο- σό των 100 ευρώ, ή β) όταν το εκδιδόμενο τιμολόγιο είναι έγγραφο της παρ. 3 του άρθρου 8.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Το απλοποιημένο τιμολόγιο φέρει υποχρεωτικά τις ακόλουθες ενδείξεις: α) Την ημερομηνία έκδοσης του τιμολογίου. β) Προσδιορισμό της οντότητας που πωλεί τα αγαθά ή τις υπηρεσίες. γ) Τον προσδιορισμό των αγαθών ή των υπηρεσιών που προσφέρονται. δ) Το ποσό του Φ.Π.Α. που οφείλεται ή τις απαιτούμε- νες πληροφορίες για τον υπολογισμό του. ε) Στην περίπτωση έκδοσης τιμολογίου, σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 8, αναφορά στο αρχικό τιμολόγιο και τις συγκεκριμένες ενδείξεις (δεδομένα) που τροπο- ποιούνται.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Επιτρέπεται η έκδοση συγκεντρωτικού τιμολογίου το οποίο αναφέρεται σε διαφορετικές παραδόσεις αγα- θών ή παροχές υπηρεσιών. Το συγκεντρωτικό τιμολόγιο περιλαμβάνει τις ίδιες πληροφορίες όπως το τιμολόγιο ή το απλοποιημένο τιμολόγιο, κατά περίπτωση.

Άρθρο 11Χρόνος έκδοσης τιμολογίουΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Η υποχρέωση έκδοσης τιμολογίου γεννάται κατά το χρόνο που πραγματοποιείται η αποστολή ή παράδοση των αγαθών ή των υπηρεσιών.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Ο χρόνος έκδοσης τιμολογίου καθορίζεται ως εξής: α) Σε περίπτωση πώλησης αγαθών ή παροχής υπηρε- σιών, τιμολόγιο εκδίδεται το αργότερο μέχρι τη 15η ημέ- ρα του επόμενου μήνα της παράδοσης ή αποστολής α- γαθών ή της ολοκλήρωσης της υπηρεσίας, κατά περί- πτωση. β) Σε περίπτωση συνεχιζόμενης παροχής αγαθών, υ- πηρεσίας ή κατασκευής έργου, το τιμολόγιο εκδίδεται μέχρι τη 15η ημέρα του επόμενου μήνα από την περίοδο στην οποία μέρος της σχετικής αμοιβής καθίσταται απαι- τητό για τα αγαθά ή τις υπηρεσίες που έχουν παρασχε- θεί ή το μέρος του έργου που έχει ολοκληρωθεί. γ) Σε περίπτωση απόκτησης δικαιώματος λήψης υπη- ρεσίας, με την απόκτηση του δικαιώματος αυτού. δ) Στην περίπτωση έκδοσης συγκεντρωτικού τιμολογί- ου της παρ. 3 του άρθρου 10, το συγκεντρωτικό τιμολό- γιο εκδίδεται το αργότερο μέχρι τη 15η του επόμενου μήνα από το μήνα εντός του οποίου πραγματοποιήθηκε το πρώτο γεγονός πώλησης αγαθών ή παροχής υπηρε- σιών που συμπεριλαμβάνεται στο συγκεντρωτικό τιμο- λόγιο. ε) Ειδικά, όταν ο αγοραστής των αγαθών ή υπηρεσιών είναι το Δημόσιο ή νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, το τιμολόγιο δύναται να εκδίδεται μέχρι το τέλος της ετή- σιας περιόδου μέσα στην οποία έγινε η παράδοση ή η α- ποστολή των αγαθών ή η παροχή των υπηρεσιών ή η πι- στοποίηση δημόσιων έργων ή η οριστικοποίηση της συ- ναλλαγής από τον αγοραστή, κατά περίπτωση.

Άρθρο 12Εκδιδόμενα στοιχεία για λιανική πώληση αγαθών ή υπηρεσιώνΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Για κάθε πώληση αγαθών ή υπηρεσιών σε ιδιώτες καταναλωτές, μπορεί να εκδίδεται στοιχείο λιανικής πώ- λησης (απόδειξη λιανικής πώλησης ή απόδειξη παροχής υπηρεσιών), αντί έκδοσης τιμολογίου του άρθρου 8. Α- ντίτυπο αυτού του εγγράφου παραδίδεται, αποστέλλε- ται ή τίθεται στη διάθεση του πελάτη.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Το στοιχείο λιανικής πώλησης φέρει υποχρεωτικά τις ακόλουθες ενδείξεις: α) Την ημερομηνία έκδοσης. β) Τον αύξοντα αριθμό για μία ή περισσότερες σειρές στοιχείων λιανικής πώλησης, ο οποίος χαρακτηρίζει το στοιχείο αυτό με μοναδικό τρόπο. γ) Τον Αριθμό Φορολογικού Μητρώου (Α.Φ.Μ.), με βά- ση τον οποίο ο πωλητής πραγματοποίησε την παράδοση των αγαθών ή την παροχή των υπηρεσιών. δ) Το πλήρες όνομα και την πλήρη διεύθυνση του πω- λητή των αγαθών ή υπηρεσιών. ε) Το συντελεστή Φ.Π.Α. που εφαρμόζεται και τη μικτή αξία πώλησης που αυτός αφορά.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Για σκοπούς ευχερούς ταυτοποίησης των σχετικών συναλλαγών, δύναται να καθίσταται υποχρεωτική η ανα- γραφή πρόσθετων στοιχείων στα εκδιδόμενα στοιχεία λιανικής πώλησης ορισμένων κατηγοριών υπηρεσιών ή αγαθών, με απόφαση του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων, ύστερα από δημοσίευση αξιολόγησης των διοι- κητικών βαρών για τις υποκείμενες οντότητες σε σχέση με το αναμενόμενο φορολογικό όφελος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Στην περίπτωση εκπτώσεων ή επιστροφών εκδίδε- ται πιστωτικό στοιχείο λιανικής πώλησης. Για κάθε εκδι- δόμενο πιστωτικό στοιχείο λιανικής πώλησης άνω των 50 ευρώ τηρείται από τον πωλητή αρχείο με το ονοματε- πώνυμο και τη διεύθυνση του πελάτη.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Με στοιχείο λιανικής πώλησης εξομοιώνεται κάθε άλλο έγγραφο που περιλαμβάνει τα δεδομένα του στοι- χείου λιανικής πώλησης και αντίτυπο αυτού παραδίδε- ται, αποστέλλεται ή τίθεται στη διάθεση του πελάτη.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Το στοιχείο λιανικής πώλησης μπορεί να φέρει ανά- λογη ονομασία, σύμφωνα με τις επικρατούσες συναλλα- κτικές πρακτικές ή τις απαιτήσεις άλλης νομοθεσίας.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 7

Η οντότητα που πωλεί αγαθά ή υπηρεσίες σε ιδιώ- τες καταναλωτές έχει την ευθύνη να διασφαλίζει ότι εκ- δίδεται στοιχείο λιανικής πώλησης ή εναλλακτικά τιμο- λόγιο, για κάθε σχετική πώληση. Η οντότητα αυτή εκδί- δει το παραστατικό πώλησης. Εναλλακτικά, η οντότητα μπορεί με προηγούμενη συμφωνία να διασφαλίσει την έκδοση παραστατικού από τρίτο πρόσωπο εξ’ ονόματος και για λογαριασμό της. Η συμφωνία για έκδοση παρα- στατικού πώλησης από τρίτο πρόσωπο δεν απαλλάσσει την οντότητα από τη νόμιμη υποχρέωση να διασφαλίσει ότι θα εκδοθεί σχετικό παραστατικό, καθώς και από κάθε σχετική ευθύνη, σύμφωνα με αυτόν το νόμο.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 8

Η έκδοση στοιχείων λιανικής πώλησης (αποδείξεων λιανικής ή τιμολογίων) γίνεται με τη χρήση φορολογικών ηλεκτρονικών μηχανισμών που προβλέπει ο ν. 1809/1988 κατά τη θέση σε ισχύ του παρόντος νόμου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 9

Με απόφαση του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Ε- σόδων δύναται να τίθενται σε εφαρμογή τεχνικές προ- διαγραφές, καθώς και πληροφοριακά και λειτουργικά χα- ρακτηριστικά των φορολογικών ηλεκτρονικών μηχανι- σμών που είναι, σύμφωνα με τις βέλτιστες Ευρωπαϊκές πρακτικές, με σκοπό τη διασφάλιση της αυθεντικότητας και της ακεραιότητας των εκδιδόμενων στοιχείων λιανι- κής πώλησης. Με την ίδια απόφαση δύναται να ρυθμίζο- νται θέματα σχετικά με την εφαρμογή των εν λόγω τε- χνικών προδιαγραφών.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 10

Οι οντότητες δύνανται να εκδίδουν τα στοιχεία λιανικής πώλησης με τη χρήση υπηρεσιών παρόχου ηλε- κτρονικής έκδοσης στοιχείων λιανικής πώλησης, αντί της χρήσης φορολογικών ηλεκτρονικών μηχανισμών της παραγράφου 8.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 11

Με απόφαση του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Ε- σόδων, ύστερα από δημοσίευση αξιολόγησης των διοι- κητικών βαρών για τις υποκείμενες οντότητες σε σχέση με το αναμενόμενο φορολογικό όφελος, δύναται να α- παλλάσσονται ορισμένες κατηγορίες οντοτήτων από την υποχρέωση της παραγράφου 8. Οι οντότητες αυτές δύνανται να εκδίδουν τα στοιχεία λιανικής πώλησης με χειρόγραφο τρόπο ή με άλλο τεχνικό μέσο.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 12

Κατ’ εξαίρεση, επιτρέπεται η έκδοση στοιχείων λιανικής πώλησης με χειρόγραφο τρόπο ή με άλλο τε- χνικό μέσο, αντί της εφαρμογής των παραγράφων 8 ή 10 του παρόντος άρθρου, για περιστασιακές λιανικές πωλή- σεις.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 13

Η οντότητα μπορεί να εκδίδει παραστατικά λιανι- κής πώλησης με χειρόγραφο τρόπο στην περίπτωση δια- κοπής του συστήματος διανομής ηλεκτρικής ενέργειας ή διακοπής της λειτουργίας του μέσου της παραγράφου 8, λόγω τεχνικού προβλήματος. Σε περίπτωση μη λειτουρ- γίας του εξοπλισμού της παραγράφου 8 του παρόντος άρθρου λόγω τεχνικού προβλήματος, η οντότητα λαμβά- νει όλα τα απαραίτητα μέτρα για την αποκατάσταση της λειτουργίας του εξοπλισμού χωρίς αδικαιολόγητη καθυ- στέρηση και για την αποτροπή επαναλήψεων του προ- βλήματος. Με απόφαση του Γενικού Γραμματέα Δημο- σίων Εσόδων της παραγράφου 9 δύναται να ρυθμίζονται θέματα εφαρμογής αυτής της παραγράφου, καθώς και να επιβάλλονται υποχρεώσεις ενημέρωσης της Διεύθυν- σης Υποστήριξης Ηλεκτρονικών Υπηρεσιών της Γενικής Διεύθυνσης Δημοσίων Εσόδων του Υπουργείου Οικονο- μικών.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 14

Η οντότητα που εκδίδει στοιχεία λιανικής πώλησης με τη χρήση φορολογικών ηλεκτρονικών μηχανισμών της παραγράφου 8, διαβιβάζει εντός δέκα (10) ημερών από την έναρξη ή την παύση της χρήσης του εν λόγω μέ- σου στη Διεύθυνση Υποστήριξης Ηλεκτρονικών Υπηρε- σιών της Γενικής Διεύθυνσης Δημοσίων Εσόδων του Υ- πουργείου Οικονομικών τις ακόλουθες, κατά περίπτωση πληροφορίες: α) Τον τύπο και το σειριακό αριθμό (κωδικό) του κατα- σκευαστή του χρησιμοποιούμενου μέσου που απαιτείται για την ταυτοποίηση του εν λόγω μέσου. β) Την ημερομηνία απόκτησης και την ημερομηνία ορι- στικής παύσης της χρήσης του μέσου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 15

Οι οντότητες, οι οποίες επιλέγουν να εκδίδουν τα στοιχεία λιανικής πώλησης μέσω τρίτου προσώπου (πά- ροχος) διαβιβάζουν προς τη Διεύθυνση Υποστήριξης Η- λεκτρονικών Υπηρεσιών της Γενικής Διεύθυνσης Δημο- σίων Εσόδων του Υπουργείου Οικονομικών την επωνυ- μία και τα στοιχεία επικοινωνίας του τρίτου προσώπου, καθώς και την ημερομηνία έναρξης και παύσης της χρή- σης των υπηρεσιών του παρόχου. Η διαβίβαση των πλη- ροφοριών αυτών γίνεται εντός δέκα (10) ημερών από την έναρξη ή την παύση χρήσης των υπηρεσιών του πα- ρόχου.

Άρθρο 13Χρόνος έκδοσης στοιχείων λιανικής πώλησης

Το στοιχείο λιανικής πώλησης (απόδειξη ή τιμολόγιο) εκδίδεται: α) Σε περίπτωση πώλησης αγαθών, κατά το χρόνο πα- ράδοσης ή την έναρξη της αποστολής. Όταν η παράδο- ση των πωλούμενων αγαθών γίνεται από τρίτο, το στοι- χείο λιανικής πώλησης εκδίδεται μέχρι το τέλος του ε- πόμενου μήνα από την παράδοση. β) Σε περίπτωση παροχής υπηρεσιών, με την ολοκλή- ρωση της παροχής της υπηρεσίας. γ) Σε περίπτωση απόκτησης δικαιώματος λήψης υπη- ρεσίας, με την απόκτηση του δικαιώματος αυτού. δ) Σε περίπτωση συνεχιζόμενης παροχής υπηρεσίας ή κατασκευής έργου, το παραστατικό της πώλησης εκδί- δεται όταν μέρος της αμοιβής καθίσταται απαιτητό για το μέρος της υπηρεσίας ή του έργου που έχει ολοκλη- ρωθεί και σε κάθε περίπτωση με την ολοκλήρωση της υ- πηρεσίας ή του έργου.

Άρθρο 14Ηλεκτρονικό τιμολόγιοΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Το τιμολόγιο μπορεί να εκδίδεται σε ηλεκτρονική ή σε έντυπη μορφή.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Ηλεκτρονικό τιμολόγιο, συμπεριλαμβανομένου του στοιχείου λιανικής πώλησης, είναι οποιοδήποτε τιμολό- γιο περιέχει τις πληροφορίες που απαιτούνται από τον παρόντα νόμο και το οποίο έχει εκδοθεί και ληφθεί σε η- λεκτρονική μορφή.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Η χρήση ηλεκτρονικού τιμολογίου υπόκειται στην α- ποδοχή του, με έντυπο ή ηλεκτρονικό τρόπο, εκ μέρους του λήπτη των αγαθών ή υπηρεσιών που υπόκεινται σε τιμολόγηση.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Στην περίπτωση που πλήθος ηλεκτρονικών τιμολο- γίων αποστέλλονται ή τίθενται συγκεντρωτικά στη διά- θεση του ίδιου προσώπου που αποκτά αγαθά ή λαμβάνει υπηρεσίες, οι επαναλαμβανόμενες ενδείξεις στα διάφο- ρα τιμολόγια είναι δυνατόν να παρατίθενται μία μόνο φορά, όταν είναι δυνατή η πρόσβαση στο σύνολο των πληροφοριών κάθε τιμολογίου.

Άρθρο 15Αυθεντικότητα του τιμολογίουΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Η αυθεντικότητα της προέλευσης, η ακεραιότητα του περιεχομένου και η αναγνωσιμότητα του τιμολογίου που λαμβάνεται ή εκδίδεται από την οντότητα, σε έντυ- πη ή σε ηλεκτρονική μορφή, διασφαλίζεται από το χρόνο της έκδοσής του έως τη λήξη της περιόδου διαφύλαξής του.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Κάθε οντότητα οφείλει να εφαρμόζει τα κατάλληλα στις περιστάσεις μέτρα διασφάλισης της αυθεντικότη- τας της προέλευσης, της ακεραιότητας του περιεχομέ- νου και της αναγνωσιμότητας του τιμολογίου. Αυτό μπο- ρεί να επιτυγχάνεται με οποιεσδήποτε δικλίδες της ο- ντότητας δημιουργούν αξιόπιστη και ελέγξιμη αλληλου- χία (αλυσίδα) τεκμηρίων που συνδέουν κάθε τιμολόγιο με τη σχετική προμήθεια αγαθών ή παροχή υπηρεσιών, και αντίστροφα.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Η αυθεντικότητα της προέλευσης και η ακεραιότη- τας του περιεχομένου ενός ηλεκτρονικού τιμολογίου μπορεί να διασφαλίζεται με τους πιο κάτω ενδεικτικά α- ναφερόμενους τρόπους: α) Χρήση προηγμένης ηλεκτρονικής υπογραφής που έ- χει δημιουργηθεί από έναν μηχανισμό δημιουργίας α- σφαλών ηλεκτρονικών υπογραφών και στηρίζεται σε πι- στοποιητικό εγκεκριμένου φορέα, σύμφωνα με τα οριζό- μενα στις διατάξεις του π.δ.150/2001 (Α΄125). β) Ηλεκτρονική ανταλλαγή δεδομένων (EDI), όπως αυ- τή ορίζεται στο άρθρο 2 της σύστασης 1994/820/ΕΚ της Επιτροπής, της 19ης Οκτωβρίου 1994 (Επίσημη Εφημερί- δα Ε.Κ. EL 388/28.12.1994), εφόσον η συμφωνία σχετικά με αυτήν την ανταλλαγή προβλέπει τη χρησιμοποίηση διαδικασιών που εγγυώνται τη γνησιότητα της προέλευ- σης και την ακεραιότητα των δεδομένων. γ) Εκκαθάριση συναλλαγών πωλήσεων μέσω ενός πα- ρόχου υπηρεσιών πληρωμών που τελεί υπό την εποπτεία της Τράπεζας της Ελλάδος, σύμφωνα με το ν. 3862/ 2010. δ) Χρήση των φορολογικών ηλεκτρονικών μηχανι- σμών, σύμφωνα με τις παραγράφους 8 και 9 του άρθρου 12.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4ΑΡΧΕΣ ΣΥΝΤΑΞΗΣ ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΩΝ
Άρθρο 16Ορισμός των χρηματοοικονομικών καταστάσεωνΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Όλες οι συναλλαγές και όλα τα γεγονότα που κατα- χωρούνται στα λογιστικά αρχεία ενσωματώνονται στις χρηματοοικονομικές καταστάσεις της περιόδου, βάσει των διατάξεων του παρόντος νόμου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Οι χρηματοοικονομικές καταστάσεις αποτελούν ενι- αίο σύνολο και παρουσιάζουν εύλογα (εύλογη παρου- σίαση), τα αναγνωριζόμενα περιουσιακά στοιχεία (στοι- χεία του ενεργητικού), τις υποχρεώσεις, την καθαρή θέ- ση, τα στοιχεία εσόδων, εξόδων, κερδών και ζημιών, κα- θώς και τις χρηματοροές της εκάστοτε περιόδου, κατά περίπτωση, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νό- μου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Οι χρηματοοικονομικές καταστάσεις των μεγάλων οντοτήτων του άρθρου 2, περιλαμβάνουν: α) Τον Ισολογισμό ή Κατάσταση Χρηματοοικονομικής Θέσης (Πίνακας). β) Την Κατάσταση Αποτελεσμάτων (Πίνακας). γ) Την Κατάσταση Μεταβολών Καθαρής Θέσης (Πίνα- κας). δ) Την Κατάσταση Χρηματοροών (Πίνακας). ε) Το Προσάρτημα (Σημειώσεις).

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Οι χρηματοοικονομικές καταστάσεις των μεσαίων ο- ντοτήτων του άρθρου 2, περιλαμβάνουν: α) Τον Ισολογισμό ή Κατάσταση Χρηματοοικονομικής Θέσης (Πίνακας). β) Την Κατάσταση Αποτελεσμάτων (Πίνακας). γ) Την Κατάσταση Μεταβολών Καθαρής Θέσης (Πίνα- κας). δ) Το Προσάρτημα (Σημειώσεις).

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Οι χρηματοοικονομικές καταστάσεις των πολύ μι- κρών και μικρών οντοτήτων του άρθρου 2, περιλαμβά- νουν: α) Τον Ισολογισμό ή Κατάσταση Χρηματοοικονομικής Θέσης (Πίνακας). β) Την Κατάσταση Αποτελεσμάτων (Πίνακας). γ) Το Προσάρτημα (Σημειώσεις).

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Οι χρηματοοικονομικές καταστάσεις των οντοτήτων καταρτίζονται, κατά περίπτωση, σύμφωνα με τα υπο- δείγματα του Παραρτήματος Β: υπόδειγμα Β.1.1 ή Β.1.2 (Ισολογισμός), Β.2 (Κατάσταση Αποτελεσμάτων, Β.2.1 ή Β.2.2), Β.3 (Κατάσταση Μεταβολών Καθαρής Θέσης) και Β.4 (Κατάσταση Χρηματοροών).

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 7

Οι πολύ μικρές οντότητες δύνανται, εναλλακτικά της παραγράφου 6 του παρόντος άρθρου, να καταρτί- ζουν συνοπτικό Ισολογισμό του υποδείγματος Β.5 και συνοπτική Κατάσταση Αποτελεσμάτων του υποδείγμα- τος Β.6, εφόσον δεν προβλέπεται διαφορετικά από άλλη νομοθεσία.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 8

Οι πολύ μικρές οντότητες της παρ. 2(γ) του άρθρου 1 του παρόντος νόμου δύνανται, εναλλακτικά της παρα- γράφου 7, να καταρτίζουν μόνο την Κατάσταση Αποτε- λεσμάτων του υποδείγματος Β.6, εφόσον δεν προβλέπε- ται διαφορετικά από άλλη νομοθεσία.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 9

Τα κονδύλια των υποδειγμάτων χρηματοοικονομι- κών καταστάσεων στο παράρτημα Β του νόμου παρου- σιάζονται διακεκριμένα χωρίς συμψηφισμούς.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 10

Η δομή και το περιεχόμενο των χρηματοοικονομι- κών καταστάσεων δεν μεταβάλλεται από περίοδο σε πε- ρίοδο, με την επιφύλαξη των διατάξεων της παρ. 1β του άρθρου 17 του παρόντος νόμου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 11

Απόκλιση από τη δομή και το περιεχόμενο των υ- ποδειγμάτων του Παραρτήματος Β΄ επιτρέπεται μόνο στις εξής περιπτώσεις: α) Περαιτέρω ανάλυση των κονδυλίων των χρηματοοι- κονομικών καταστάσεων υπό τον όρο ότι θα τηρείται η διάρθρωση των υποδειγμάτων. β) Νέα κονδύλια μπορούν να προστίθενται, υπό τον ό- ρο ότι το περιεχόμενό τους δεν περιλαμβάνεται σε άλλο κονδύλι προβλεπόμενο στα υποδείγματα. γ) Τα κονδύλια των χρηματοοικονομικών καταστάσε- ων μπορούν να συγχωνεύονται όταν: γ1) τα ποσά τους είναι ασήμαντα σε σχέση με τους σκοπούς της εύλογης παρουσίασης της παρ. 2 του άρ- θρου 16 ή και γ2) η συγχώνευση παρέχει μεγαλύτερη σαφήνεια.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 12

Η μορφή, το περιεχόμενο και η ονοματολογία των κονδυλίων και των λογαριασμών των χρηματοοικονομι- κών καταστάσεων προσαρμόζονται εάν απαιτείται από την ιδιαίτερη φύση του κλάδου δραστηριότητας της ο- ντότητας.

Άρθρο 17Γενικές αρχές σύνταξης χρηματοοικονομικών καταστάσεωνΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Οι χρηματοοικονομικές καταστάσεις συντάσσονται με σαφήνεια, σύμφωνα με τις θεμελιώδεις παραδοχές του δουλευμένου και της συνέχισης της δραστηριότη- τας, καθώς και τις ακόλουθες γενικές αρχές: α) Οι λογιστικές πολιτικές χρησιμοποιούνται με συνέ- πεια από περίοδο σε περίοδο, ώστε να διασφαλίζεται η συγκρισιμότητα των χρηματοοικονομικών πληροφοριών. Σε περιπτώσεις αλλαγής αυτών, έχει εφαρμογή το άρ- θρο 28 αυτού του νόμου. β) Όταν τα ποσά της προηγούμενης περιόδου (ή πε- ριόδων, όταν παρουσιάζονται περισσότερες περίοδοι) δεν είναι συγκρίσιμα με τα αντίστοιχα της τρέχουσας περιόδου, τα ποσά της προηγούμενης περιόδου (περιό- δων) προσαρμόζονται αναλόγως, ώστε να γίνουν συ- γκρίσιμα. γ) Η αναγνώριση και η επιμέτρηση των στοιχείων του ισολογισμού και της κατάστασης αποτελεσμάτων γίνε- ται με σύνεση και ξεχωριστά για κάθε στοιχείο. Συμψη- φισμοί μεταξύ περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσε- ων ή μεταξύ εξόδων και εσόδων δεν επιτρέπονται, εκτός εάν τέτοιος συμψηφισμός προβλέπεται από τον παρόντα νόμο. δ) Όλες οι αρνητικές προσαρμογές της αξίας των πε- ριουσιακών στοιχείων και των υποχρεώσεων αναγνωρί- ζονται στην περίοδο που λαμβάνουν χώρα, ανεξάρτητα από το εάν το αποτέλεσμα της περιόδου είναι κέρδος ή ζημία. ε) Όλα τα στοιχεία του ισολογισμού και της κατάστα- σης αποτελεσμάτων που προκύπτουν στην τρέχουσα περίοδο αναγνωρίζονται στην περίοδο αυτή βάσει της αρχής του δουλευμένου. στ) Όλα τα στοιχεία του ισολογισμού και της κατάστα- σης αποτελεσμάτων που προέκυψαν σε προηγούμενη περίοδο, αλλά δεν έχουν αναγνωριστεί κατάλληλα βά- σει των προβλέψεων του παρόντος νόμου, αναγνωρίζο- νται στην τρέχουσα περίοδο, σύμφωνα με το άρθρο 28 του παρόντος νόμου. ζ) Με την επιφύλαξη του άρθρου 28 του παρόντος νό- μου, τα υπόλοιπα έναρξης του ισολογισμού σε κάθε πε- ρίοδο συμφωνούν με τα αντίστοιχα υπόλοιπα λήξης της προηγούμενης περιόδου. η) Η παραδοχή της συνέχισης της δραστηριότητας α- ξιολογείται τουλάχιστον για διάστημα 12 μηνών μετά την ημερομηνία του ισολογισμού. θ) Με την επιφύλαξη του άρθρου 24 του παρόντος νό- μου, κέρδη που δεν έχουν πραγματοποιηθεί την ημερο- μηνία του ισολογισμού, δεν αναγνωρίζονται.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Κάθε κονδύλι των χρηματοοικονομικών καταστάσε- ων αναγράφεται μαζί με το αντίστοιχο ποσό της προη- γούμενης περιόδου. Στην περίπτωση που δεν υπάρχουν ποσά σε καμία περίοδο, το σχετικό κονδύλι παραλείπε- ται.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Στοιχεία των χρηματοοικονομικών καταστάσεων που ικανοποιούν τα σχετικά κριτήρια αναγνώρισης ανα- γνωρίζονται στον ισολογισμό και στην κατάσταση απο- τελεσμάτων, κατά περίπτωση. Η μη αναγνώριση των στοιχείων αυτών δεν υποκαθίσταται από σχετική γνω- στοποίηση στο προσάρτημα.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Ενδεχόμενα περιουσιακά στοιχεία και ενδεχόμενες υποχρεώσεις δεν αναγνωρίζονται ως στοιχεία των πινά- κων των χρηματοοικονομικών καταστάσεων του άρθρου 16.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Οι απαιτήσεις αυτού του νόμου σχετικά με την ανα- γνώριση, επιμέτρηση, παρουσίαση, γνωστοποίηση και ε- νοποίηση, μπορεί να παραβλέπονται, μόνο εάν η επίπτω- ση της μη συμμόρφωσης προς αυτές δεν είναι σημαντι- κή.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Τα κονδύλια των χρηματοοικονομικών καταστάσεων παρακολουθούνται λογιστικά και παρουσιάζονται λαμβά- νοντας υπόψη την οικονομική ουσία των συναλλαγών ή γεγονότων.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 7

Οι οντότητες που καταρτίζουν τις χρηματοοικονομι- κές τους καταστάσεις, σύμφωνα με το πλαίσιο που καθο- ρίζεται στον παρόντα νόμο δύνανται να αναζητούν ερ- μηνευτική καθοδήγηση από τα σχετικά Δ.Π.Χ.Α., στο βαθμό που οι ρυθμίσεις των προτύπων αυτών είναι συμ- βατές με τον παρόντα νόμο.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 8

Γεγονότα που έγιναν εμφανή μετά τη λήξη της πε- ριόδου (ημερομηνία αναφοράς), αλλά πριν από την ημε- ρομηνία κατά την οποία το αρμόδιο όργανο εγκρίνει τις χρηματοοικονομικές καταστάσεις για δημοσιοποίηση, α- ναγνωρίζονται στην κλειόμενη περίοδο, εφόσον αναφέ- ρονται σε συνθήκες που υπήρχαν στο τέλος αυτής της περιόδου και επηρεάζουν τα κονδύλια του ισολογισμού και της κατάστασης αποτελεσμάτων.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 9

Όπου, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, η εφαρμογή μιας διάταξης του παρόντος νόμου έρχεται σε σύγκρουση με την υποχρέωση της παραγράφου 2 του άρθρου 16 περί εύλογης παρουσίασης, επιβάλλεται παρέκκλιση από τη διάταξη αυτή προκειμένου να ικανοποιηθεί η απαίτηση της εύλογης παρουσίασης. Αυτές οι εξαιρετικές περι- πτώσεις αφορούν ασυνήθεις συναλλαγές ή γεγονότα.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 10

Όταν οι χρηματοοικονομικές καταστάσεις συντάσ- σονται με βάση τη θεμελιώδη παραδοχή της συνέχισης της δραστηριότητας της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, τα στοιχεία των χρηματοοικονομικών καταστά- σεων επιμετρώνται, σύμφωνα με το κεφάλαιο 5 του πα- ρόντος νόμου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 11

Όταν οι χρηματοοικονομικές καταστάσεις δεν συ- ντάσσονται με βάση τη θεμελιώδη παραδοχή της συνέχι- σης της δραστηριότητας της παραγράφου 1 του παρό- ντος άρθρου: α) Τα περιουσιακά στοιχεία επιμετρώνται στις καθαρές ρευστοποιήσιμες αξίες τους. β) Οι υποχρεώσεις, περιλαμβανομένων των προβλέψε- ων, επιμετρώνται στα ποσά που αναμένεται να απαιτη- θούν για το διακανονισμό τους.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5ΚΑΝΟΝΕΣ ΕΠΙΜΕΤΡΗΣΗΣ
Άρθρο 18Ενσώματα και άυλα πάγια περιουσιακά στοιχείαΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Ενσώματα, βιολογικά και άυλα πάγια στοιχεία. Τα στοιχεία αυτά αναγνωρίζονται αρχικά στο κόστος κτή- σης και μεταγενέστερα επιμετρώνται στο αποσβέσιμο κόστος κτήσεως. Ειδικότερα, στα πάγια περιλαμβάνο- νται, μεταξύ άλλων: α) Η υπεραξία, ως άυλο στοιχείο. β) Οι δαπάνες βελτίωσης παγίων. γ) Οι δαπάνες επισκευής και συντήρησης, μόνο όταν εμπίπτουν στον ορισμό του περιουσιακού στοιχείου. Σε κάθε άλλη περίπτωση, οι σχετικές δαπάνες αναγνωρίζο- νται ως έξοδο, σύμφωνα με το άρθρο 25. δ) Οι δαπάνες ανάπτυξης, οι οποίες αναγνωρίζονται ως περιουσιακό στοιχείο όταν, και μόνον όταν, πληρού- νται όλες οι κατωτέρω προϋποθέσεις: δ1) Υπάρχει πρόθεση και τεχνική δυνατότητα εκ μέ- ρους της οντότητας να ολοκληρώσει τα σχετικά στοι- χεία, ούτως ώστε να είναι διαθέσιμα προς χρήση ή διά- θεση. δ2) Εκτιμάται ως σφόδρα πιθανό ότι τα στοιχεία αυτά θα αποφέρουν μελλοντικά οικονομικά οφέλη. δ3) Υπάρχει αξιόπιστο σύστημα επιμέτρησης των απο- δοτέων σε αυτά ποσών κόστους. Σε κάθε άλλη περίπτωση, η σχετική δαπάνη αναγνωρί- ζεται ως έξοδο, σύμφωνα με το άρθρο 25. ε) Το κόστος αποσυναρμολόγησης, απομάκρυνσης ή αποκατάστασης ενσώματων πάγιων στοιχείων, όταν η σχετική υποχρέωση γεννάται για την επιχείρηση ως α- ποτέλεσμα της εγκατάστασης του παγίου ή της χρήσης του στη διάρκεια μιας συγκεκριμένης περιόδου, για σκο- πούς άλλους από την παραγωγή αποθεμάτων στη διάρ- κεια αυτής της περιόδου. Όταν το εν λόγω κόστος σχε- τίζεται με την παραγωγή αποθεμάτων στη διάρκεια μιας συγκεκριμένης περιόδου, το κόστος αυτό επιβαρύνει τα παραχθέντα αποθέματα.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Ιδιοπαραγόμενα πάγια στοιχεία α) Το κόστος κτήσης ενός ιδιοπαραγόμενου παγίου περιλαμβάνει το σύνολο των δαπανών που απαιτούνται για να φθάσει το στοιχείο στην κατάσταση λειτουργίας για την οποία προορίζεται. β) Το κόστος ενός ιδιοπαραγόμενου παγίου περιλαμ- βάνει το κόστος πρώτων υλών, αναλώσιμων υλικών, ερ- γασίας και άλλο κόστος που σχετίζεται άμεσα με το εν λόγω πάγιο στοιχείο. γ) Το κόστος ενός ιδιοπαραγόμενου παγίου περιλαμ- βάνει επίσης μια εύλογη αναλογία σταθερών και μετα- βλητών εξόδων που σχετίζονται έμμεσα με το εν λόγω πάγιο στοιχείο, στο βαθμό που τα ποσά αυτά αναφέρο- δ) Το κόστος ενός ιδιοπαραγόμενου παγίου μακράς περιόδου κατασκευής ή παραγωγής μπορεί να επιβαρύ- νεται με τόκους εντόκων υποχρεώσεων κατά το μέρος που αναλογούν σε αυτό. ε) Ημιτελή ιδιοπαραγόμενα πάγια στοιχεία επιμετρώ- νται στο κόστος που έχουν απορροφήσει κατά την ημε- ρομηνία του ισολογισμού. στ) Με την εξαίρεση των δαπανών ανάπτυξης της πα- ραγράφου 1, εσωτερικώς δημιουργούμενα άυλα στοι- χεία, συμπεριλαμβανομένης της υπεραξίας, δεν αναγνω- ρίζονται.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Προσαρμογή αξιών α) Αποσβέσεις α.1) Η αξία των παγίων περιουσιακών στοιχείων που έ- χουν περιορισμένη ωφέλιμη ζωή υπόκειται σε απόσβε- ση. Η απόσβεση αρχίζει όταν το περιουσιακό στοιχείο εί- ναι έτοιμο για τη χρήση για την οποία προορίζεται και υ- πολογίζεται με βάση την εκτιμώμενη ωφέλιμη οικονομι- κή ζωή του. α.2) Η διοίκηση της οντότητας έχει την ευθύνη επιλο- γής της κατάλληλης μεθόδου απόσβεσης για τη συστη- ματική κατανομή της αξίας του παγίου στην ωφέλιμη οι- κονομική ζωή του. α.3) Η απόσβεση διενεργείται είτε με τη σταθερή μέ- θοδο είτε με τη φθίνουσα μέθοδο είτε με τη μέθοδο των παραγόμενων μονάδων. α.4) Η γη δεν υπόκειται σε απόσβεση. Ωστόσο, βελτιώ- σεις αυτής με περιορισμένη ωφέλιμη ζωή υπόκεινται σε απόσβεση. α.5) Έργα τέχνης, αντίκες, κοσμήματα και άλλα πάγια στοιχεία που δεν υπόκεινται σε φθορά ή αχρήστευση, δεν αποσβένονται. α.6) Η υπεραξία και τα άυλα περιουσιακά στοιχεία με απεριόριστη ζωή δεν υπόκεινται σε απόσβεση. Στην πε- ρίπτωση αυτή τα εν λόγω στοιχεία υπόκεινται σε ετήσιο έλεγχο απομείωσης της αξίας τους. α.7) Η υπεραξία, οι δαπάνες ανάπτυξης και τα άυλα περιουσιακά στοιχεία με ωφέλιμη ζωή που δεν μπορεί να προσδιοριστεί αξιόπιστα υπόκεινται σε απόσβεση, με πε- ρίοδο απόσβεσης τα δέκα (10) έτη. β) Απομείωση β.1) Τα πάγια περιουσιακά στοιχεία που επιμετρώνται στο κόστος ή στο αποσβέσιμο κόστος υπόκεινται σε έ- λεγχο απομείωσης της αξίας τους, όταν υπάρχουν σχε- τικές ενδείξεις. Ζημίες απομείωσης προκύπτουν όταν η ανακτήσιμη αξία ενός παγίου καταστεί μικρότερη από τη λογιστική του αξία. Η αναγνώριση της ζημίας απομείω- σης γίνεται όταν εκτιμάται ότι η απομείωση είναι μόνι- μου χαρακτήρα. β.2) Ενδείξεις απομείωσης, μεταξύ άλλων, αποτελούν: (i) η μείωση της αξίας ενός στοιχείου πέραν του ποσού που θα αναμενόταν ως αποτέλεσμα του χρόνου ή της κανονικής χρήσης του, (ii) δυσμενείς μεταβολές στο τε- χνολογικό, οικονομικό και νομικό περιβάλλον της οντό- τητας, (iii) η αύξηση των επιτοκίων της αγοράς ή άλλων ποσοστών αποδόσεων μιας επένδυσης που είναι πιθα- νόν να οδηγήσει σε σημαντική μείωση της ανακτήσιμης αξίας του στοιχείου και (iv) απαξίωση ή φυσική βλάβη ε- νός στοιχείου. β.3) Οι ζημίες απομείωσης αναγνωρίζονται στα αποτε- λέσματα ως έξοδο. β.4) Οι ζημίες απομείωσης αναστρέφονται στα αποτε- λέσματα, όταν οι συνθήκες που τις προκάλεσαν παύουν νται στην περίοδο κατασκευής. να υφίστανται. να υφίστανται. β.5) Ειδικά, η απομείωση υπεραξίας δεν αναστρέφε- ται. β.6) Η λογιστική αξία ενός παγίου μετά την αναστρο- φή της ζημίας απομείωσης δεν μπορεί να υπερβεί τη λο- γιστική αξία που θα είχε το πάγιο εάν δεν είχε αναγνω- ριστεί η ζημία απομείωσης.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Παύση αναγνώρισης παγίων α) Ένα πάγιο στοιχείο παύει να αναγνωρίζεται στον ι- σολογισμό όταν το στοιχείο αυτό διατίθεται ή όταν δεν αναμένονται πλέον μελλοντικά οικονομικά οφέλη από τη χρήση ή τη διάθεσή του. β) Το κέρδος ή ζημία που προκύπτει από την παύση α- ναγνώρισης παγίου στοιχείου προσδιορίζεται ως η δια- φορά μεταξύ του καθαρού προϊόντος της διάθεσης, αν υπάρχει, και της λογιστικής αξίας του στοιχείου. γ) Το κέρδος ή η ζημία από την παύση αναγνώρισης παγίου στοιχείου περιλαμβάνεται στην κατάσταση απο- τελεσμάτων στο χρόνο που το στοιχείο παύει να ανα- γνωρίζεται, εκτός εάν προβλέπεται διαφορετικά από τον παρόντα νόμο.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Χρηματοδοτική μίσθωση α) Ένα περιουσιακό στοιχείο που περιέρχεται στην ο- ντότητα (μισθωτής) με χρηματοδοτική μίσθωση αναγνω- ρίζεται ως περιουσιακό στοιχείο της οντότητας με το κό- στος κτήσης που θα είχε προκύψει εάν το στοιχείο αυτό είχε αγοραστεί, με ταυτόχρονη αναγνώριση αντίστοιχης υποχρέωσης προς την εκμισθώτρια οντότητα (υποχρέω- ση χρηματοδοτικής μίσθωσης). Μεταγενέστερα, τα εν λόγω πάγια στοιχεία αντιμετωπίζονται λογιστικά βάσει των προβλέψεων του παρόντος νόμου για τα αντίστοιχα ιδιόκτητα στοιχεία. Η υποχρέωση χρηματοδοτικής μίσθω- σης αντιμετωπίζεται ως δάνειο, το δε μίσθωμα διαχωρί- ζεται σε χρεολύσιο, το οποίο μειώνει το δάνειο, και σε τόκο που αναγνωρίζεται ως χρηματοοικονομικό έξοδο. β) Από την πλευρά του εκμισθωτή, τα περιουσιακά στοιχεία που εκμισθώνονται σε τρίτους δυνάμει χρημα- τοδοτικής μίσθωσης εμφανίζονται αρχικά ως απαιτήσεις με ποσό ίσο με την καθαρή επένδυση στη μίσθωση. Με- ταγενέστερα η απαίτηση χρηματοδοτικής μίσθωσης αντι- μετωπίζεται ως χορηγηθέν δάνειο, το δε μίσθωμα διαχω- ρίζεται σε χρεολύσιο, το οποίο μειώνει το δάνειο, και σε τόκο που αναγνωρίζεται ως χρηματοοικονομικό έσοδο. γ) Πώληση περιουσιακών στοιχείων που στη συνέχεια επαναμισθώνονται με χρηματοδοτική μίσθωση, λογιστι- κά αντιμετωπίζεται από τον πωλητή ως εγγυημένος δα- νεισμός. Το εισπραττόμενο από την πώληση ποσό ανα- γνωρίζεται ως υποχρέωση η οποία μειώνεται με τα κατα- βαλλόμενα χρεολύσια, ενώ οι σχετικοί τόκοι αναγνωρί- ζονται ως χρηματοοικονομικό έξοδο. Τα πωληθέντα στοιχεία συνεχίζουν να αναγνωρίζονται στον ισολογι- σμό ως περιουσιακά στοιχεία.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Λειτουργική μίσθωση α) Ο εκμισθωτής παγίων παρουσιάζει στον ισολογισμό του τα εκμισθωμένα σε τρίτους περιουσιακά στοιχεία βά- σει λειτουργικής μίσθωσης, σύμφωνα με τη φύση του κάθε περιουσιακού στοιχείου. Τα μισθώματα αναγνωρί- ζονται ως έσοδα στα αποτελέσματα με τη σταθερή μέ- θοδο σε ολόκληρη τη διάρκεια της μίσθωσης, εκτός εάν μία άλλη συστηματική μέθοδος είναι περισσότερο αντι- προσωπευτική για την κατανομή του εσόδου των μισθω- μάτων στη διάρκεια της μίσθωσης. β) Ο μισθωτής παγίων βάσει λειτουργικής μίσθωσης α- ναγνωρίζει τα μισθώματα ως έξοδα στα αποτελέσματα με τη σταθερή μέθοδο σε όλη τη διάρκεια της μίσθωσης, εκτός εάν μία άλλη συστηματική μέθοδος είναι περισσό- τερο αντιπροσωπευτική για την κατανομή του εξόδου των μισθωμάτων στη διάρκεια της μίσθωσης.

Άρθρο 19Χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχείαΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Όλα τα χρηματοοικονομικά στοιχεία αναγνωρίζο- νται αρχικά στο κόστος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Μεταγενέστερα της αρχικής αναγνώρισης, τα χρη- ματοοικονομικά στοιχεία επιμετρώνται στο κόστος κτή- σεως μείον ζημίες απομείωσης.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Ειδικότερα, μεταγενέστερα της αρχικής αναγνώρι- σης τα έντοκα χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία επιμετρώνται στο αποσβέσιμο κόστος με τη χρήση της μεθόδου του πραγματικού επιτοκίου ή με τη σταθερή μέ- θοδο, αντί του κόστους της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου, εάν η μέθοδος του αποσβέσιμου κόστους έχει σημαντική επίπτωση στα ποσά των χρηματοοικονομικών καταστάσεων. H μέθοδος του αποσβέσιμου κόστους κτήσης χρησιμοποιείται μόνο κατά την επιμέτρηση έντο- κων χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων. Ως έ- ντοκα χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία θεωρού- νται και τα στοιχεία εκείνα που τεκμαίρεται ότι εμπεριέ- χουν σημαντικά ποσά τόκων, έστω και εάν αυτό δεν ορί- ζεται ρητά.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Τα χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία υπό- κεινται σε έλεγχο απομείωσης, όταν υπάρχουν σχετικές ενδείξεις.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Ενδείξεις απομείωσης θεωρείται ότι υφίστανται ό- ταν: α) Υπάρχουν προφανείς, σοβαρές χρηματοοικονομι- κές δυσκολίες του εκδότη ή του υπόχρεου των χρηματο- οικονομικών στοιχείων ή β) η λογιστική αξία είναι σημαντικά υψηλότερη από την εύλογη αξία αυτών των στοιχείων (όταν η εύλογη α- ξία υπάρχει) ή γ) δυσμενείς τοπικές, εθνικές ή διεθνείς συνθήκες αυ- ξάνουν την πιθανότητα αθέτησης βασικών δεσμεύσεων που απορρέουν από τα χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Ζημία απομείωσης προκύπτει όταν η λογιστική αξία του στοιχείου είναι μεγαλύτερη από το ποσό που η οντό- τητα εκτιμά ότι θα ανακτήσει από το στοιχείο αυτό.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 7

Το ποσό που η οντότητα εκτιμά ότι θα ανακτήσει α- πό ένα χρηματοοικονομικό περιουσιακό στοιχείο είναι το μεγαλύτερο από: α) Την παρούσα αξία του ποσού που εκτιμάται ότι θα ληφθεί από το περιουσιακό στοιχείο, υπολογιζόμενη με τη χρήση του αρχικού πραγματικού επιτοκίου ή β) την εύλογη αξία του στοιχείου, μειωμένη με το α- παιτούμενο κόστος πώλησης.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 8

Οι ζημίες απομείωσης αναγνωρίζονται στην κατά- σταση αποτελεσμάτων και αναστρέφονται ως κέρδη σε αυτή, όταν οι συνθήκες που τις προκάλεσαν πάψουν να υφίστανται. Αναστροφή γίνεται μέχρι της αξίας που θα είχε το στοιχείο, εάν δεν είχε αναγνωριστεί ζημία απο- μείωσης. Ειδικότερα, για τα χρηματοοικονομικά στοιχεία του μη κυκλοφορούντος ενεργητικού οι ζημίες απομείω- σης αναγνωρίζονται όταν εκτιμάται ότι η απομείωση εί- ναι μόνιμου χαρακτήρα.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 9

Η οντότητα παύει να αναγνωρίζει ένα χρηματοοικο- νομικό περιουσιακό στοιχείο όταν και μόνον όταν: να υφίστανται. α) Εκπνεύσουν τα συμβατικά δικαιώματα επί των τα- μιακών ροών του στοιχείου ή β) μεταβιβάσει όλους ουσιαστικά τους κινδύνους και τα οφέλη που προκύπτουν από την κυριότητα του στοι- χείου αυτού.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 10

Κατά την παύση αναγνώρισης ενός χρηματοοικο- νομικού περιουσιακού στοιχείου αναγνωρίζεται ως κέρ- δος ή ζημία στα αποτελέσματα, η διαφορά μεταξύ της λογιστικής αξίας και του ανταλλάγματος που λαμβάνε- ται (συμπεριλαμβανομένου κάθε νέου περιουσιακού στοιχείου που αποκτάται μείον κάθε νέα υποχρέωση που αναλαμβάνεται).

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 11

Τα χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία πα- ρουσιάζονται στον ισολογισμό ως μη κυκλοφορούντα ή ως κυκλοφορούντα, ανάλογα με τις προθέσεις της διοί- κησης της οντότητας και το συμβατικό ή εκτιμώμενο χρόνο διακανονισμού τους.

Άρθρο 20Επιμέτρηση αποθεμάτων και υπηρεσιώνΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Τα αποθέματα αναγνωρίζονται αρχικά στο κόστος κτήσης.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Το κόστος κτήσης των αποθεμάτων περιλαμβάνει το σύνολο των δαπανών που απαιτούνται για να φθάσουν αυτά στην παρούσα θέση και κατάστασή τους.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Το κόστος παραγωγής προϊόντος ή υπηρεσίας προσδιορίζεται με μία από τις γενικά αποδεκτές μεθό- δους κοστολόγησης και περιλαμβάνει: α) Το κόστος πρώτων υλών, αναλώσιμων υλικών, εργα- σίας και άλλο κόστος που σχετίζεται άμεσα με το εν λό- γω στοιχείο και β) μία εύλογη αναλογία σταθερών και μεταβλητών ε- ξόδων που σχετίζονται έμμεσα με το εν λόγω στοιχείο, στο βαθμό που τα έξοδα αυτά αναφέρονται στην περίο- δο παραγωγής.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Τα κόστη διανομής και διοίκησης δεν επιβαρύνουν το κόστος παραγωγής.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Όταν απαιτείται σημαντική περίοδος χρόνου για να καταστούν τα αποθέματα έτοιμα για την προοριζόμενη χρήση ή πώλησή τους, το κόστος των αποθεμάτων μπο- ρεί να επιβαρύνεται με τόκους εντόκων υποχρεώσεων, κατά το μέρος που οι τόκοι αυτοί αναλογούν στα εν λό- γω αποθέματα και για την προαναφερθείσα περίοδο.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Μετά την αρχική αναγνώριση, τα αποθέματα επιμε- τρώνται στην κατ’ είδος χαμηλότερη αξία μεταξύ κό- στους κτήσης και καθαρής ρευστοποιήσιμης αξίας.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 7

Το κόστος κτήσης του τελικού αποθέματος: α) Προσδιορίζεται, σύμφωνα με τη μέθοδο «Πρώτο Ει- σαχθέν – Πρώτο Εξαχθέν» (FIFO) ή τη μέθοδο του μέ- σου σταθμικού όρου ή άλλη τεκμηριωμένα γενικά αποδε- κτή μέθοδο. Η χρήση της μεθόδου «Τελευταίο Εισαχθέν – Πρώτο Εξαχθέν» (LIFO) δεν επιτρέπεται. β) Η ίδια μέθοδος χρησιμοποιείται για όλα τα αποθέμα- τα που έχουν παρόμοια φύση και χρήση από την οντότη- τα. Για αποθέματα με διαφορετική φύση ή χρήση διαφο- ρετικές μέθοδοι μπορεί να δικαιολογούνται. γ) Το κόστος αποθεμάτων που δεν είναι συνήθως αντι- καταστατά, καθώς και των αγαθών ή υπηρεσιών που πα- ράγονται και προορίζονται για ειδικά έργα, προσδιορίζε- ται με τη μέθοδο του εξατομικευμένου κόστους.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 8

Οι αγορές αναλώσιμων υλικών που δεν είναι σημα- ντικές για το μέγεθος της οντότητας μπορούν να αντιμε- τωπίζονται ως έξοδα της περιόδου.

Άρθρο 21Προκαταβολές δαπανών και λοιπά μη χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχείαΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Οι προκαταβολές αναγνωρίζονται αρχικά στο κό- στος κτήσης (καταβαλλόμενα ποσά). Μεταγενέστερα ε- πιμετρώνται στο αρχικό κόστος κτήσης, μείον τα χρησι- μοποιηθέντα ποσά βάσει της αρχής του δουλευμένου και τυχόν ζημίες απομείωσης.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Τα λοιπά μη χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοι- χεία αναγνωρίζονται αρχικά στο κόστος κτήσης. Μετα- γενέστερα επιμετρώνται στη χαμηλότερη αξία μεταξύ κόστους κτήσης και ανακτήσιμης αξίας.

Άρθρο 22ΥποχρεώσειςΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Χρηματοοικονομικές υποχρεώσεις. Οι χρηματοοικο- νομικές υποχρεώσεις αναγνωρίζονται αρχικά στο οφει- λόμενο ποσό τους.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Ποσά που αφορούν υπέρ ή υπό το άρτιο έκδοση, κα- θώς και το κόστος που σχετίζεται άμεσα με την ανάληψη των υποχρεώσεων αντιμετωπίζονται ως έξοδα ή έσοδα της περιόδου στην οποία οι υποχρεώσεις αναγνωρίσθη- καν αρχικά.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Μεταγενέστερα της αρχικής αναγνώρισης, οι χρη- ματοοικονομικές υποχρεώσεις επιμετρώνται στα οφει- λόμενα ποσά.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Αντί της εφαρμογής των παραγράφων 1 έως 3 του παρόντος άρθρου, οι χρηματοοικονομικές υποχρεώσεις αναγνωρίζονται αρχικά και επιμετρώνται μεταγενέστερα στο αποσβέσιμο κόστος με τη μέθοδο του πραγματικού επιτοκίου ή τη σταθερή μέθοδο, εάν η επιμέτρηση με τον κανόνα της παρούσας παραγράφου έχει σημαντική επί- πτωση στα ποσά των χρηματοοικονομικών καταστάσε- ων.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Ειδικότερα, για την επιμέτρηση των χρηματοοικονο- μικών υποχρεώσεων, σύμφωνα με την παράγραφο 4 του παρόντος άρθρου, η αρχική αναγνώριση των χρηματοοι- κονομικών υποχρεώσεων γίνεται στο καθαρό ποσό που αναλαμβάνεται, λαμβανομένων υπόψη των ποσών που αφορούν υπέρ ή υπό το άρτιο έκδοση, τόκους, καθώς και το κόστος που σχετίζεται άμεσα με την ανάληψη αυτών.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Οι προκύπτοντες τόκοι από τις χρηματοοικονομικές υποχρεώσεις αναγνωρίζονται ως έξοδα στα αποτελέ- σματα, εκτός εάν βαρύνουν το κόστος περιουσιακών στοιχείων βάσει των προβλέψεων του άρθρου 18 παρά- γραφος 2.δ και 20 παράγραφος 5 του παρόντος νόμου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 7

Η οντότητα παύει να αναγνωρίζει μια χρηματοοικο- νομική υποχρέωση όταν, και μόνον όταν, η συμβατική δέ- σμευση εκπληρώνεται, ακυρώνεται ή εκπνέει.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 8

Τροποποίηση των όρων υφιστάμενης χρηματοοικο- νομικής υποχρέωσης (είτε οφείλεται σε οικονομική δυ- σχέρεια του οφειλέτη είτε όχι) αντιμετωπίζεται ως εξό- φληση της αρχικής και αναγνώριση νέας χρηματοοικο- νομικής υποχρέωσης.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 9

Η διαφορά μεταξύ της λογιστικής αξίας μιας χρημα- τοοικονομικής υποχρέωσης που εξοφλείται ή μεταβιβά- ζεται σε ένα τρίτο μέρος και του ανταλλάγματος που κα- ταβάλλεται, συμπεριλαμβανομένης της λογιστικής αξίας τυχόν άλλων, εκτός μετρητών, μεταβιβαζόμενων περιου- σιακών στοιχείων και τυχόν νέων υποχρεώσεων που α- ναλαμβάνονται, αναγνωρίζεται στα αποτελέσματα.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 10

Μη χρηματοοικονομικές υποχρεώσεις. Οι μη χρη- ματοοικονομικές υποχρεώσεις αναγνωρίζονται αρχικά και επιμετρώνται μεταγενέστερα στο ονομαστικό ποσό που αναμένεται να απαιτηθεί για το διακανονισμό τους.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 11

Προβλέψεις. Οι προβλέψεις αναγνωρίζονται αρχι- κά και επιμετρώνται μεταγενέστερα στο ονομαστικό πο- σό που αναμένεται να απαιτηθεί για το διακανονισμό τους.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 12

Οι προβλέψεις αναγνωρίζονται αρχικά και επιμε- τρώνται μεταγενέστερα στην παρούσα αξία των ποσών που αναμένεται να απαιτηθούν για το διακανονισμό τους, αντί της επιμέτρησης της παραγράφου 11, εάν η ε- πιμέτρηση με βάση την παρούσα αξία αναμένεται να έχει σημαντική επίπτωση στα ποσά των χρηματοοικονομικών καταστάσεων, έναντι της επιμέτρησης με βάση το ονο- μαστικό ποσό.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 13

Ειδικότερα, οι προβλέψεις για παροχές σε εργαζο- μένους μετά την έξοδο από την υπηρεσία, αναγνωρίζο- νται και επιμετρώνται είτε στα προκύπτοντα από τη νο- μοθεσία ονομαστικά ποσά κατά την ημερομηνία του ισο- λογισμού είτε με βάση αποδεκτή αναλογιστική μέθοδο, εάν η αναλογιστική μέθοδος έχει σημαντική επίπτωση στις οικονομικές καταστάσεις.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 14

Διαφορές που προκύπτουν είτε κατά την επανεκτί- μησή είτε κατά το διακανονισμό των μη χρηματοοικονο- μικών υποχρεώσεων, συμπεριλαμβανομένων των προ- βλέψεων, αναγνωρίζονται ως κέρδη ή ζημίες της περιό- δου στην οποία προκύπτουν.

Άρθρο 23Κρατικές επιχορηγήσεις και αναβαλλόμενοι φόροιΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Κρατικές επιχορηγήσεις περιουσιακών στοιχείων. Οι κρατικές επιχορηγήσεις που αφορούν περιουσιακά στοι- χεία αναγνωρίζονται αρχικά ως υποχρεώσεις στην πε- ρίοδο που εισπράττονται ή στην περίοδο που καθίσταται οριστική η έγκρισή τους και υπάρχει βεβαιότητα ότι θα εισπραχθούν. Οι κρατικές επιχορηγήσεις αναγνωρίζο- νται με τα ποσά που εισπράττονται ή εγκρίνονται οριστι- κά. Μεταγενέστερα της αρχικής αναγνώρισης, οι κρατι- κές επιχορηγήσεις αποσβένονται με τη μεταφορά τους στα αποτελέσματα ως έσοδα, στην ίδια περίοδο και με τρόπο αντίστοιχο της μεταφοράς στα αποτελέσματα της λογιστικής αξίας του στοιχείου που επιχορηγήθηκε.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Κρατικές επιχορηγήσεις εξόδων. Οι κρατικές επιχο- ρηγήσεις που αφορούν έξοδα αναγνωρίζονται αρχικά ως υποχρεώσεις στην περίοδο που εισπράττονται ή στην περίοδο που καθίσταται οριστική η έγκρισή τους και υ- πάρχει βεβαιότητα ότι θα εισπραχθούν. Οι κρατικές επι- χορηγήσεις που αφορούν έξοδα μεταφέρονται στα απο- τελέσματα ως έσοδα στην περίοδο στην οποία τα επιχο- ρηγηθέντα έξοδα βαρύνουν τα αποτελέσματα.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Αναβαλλόμενοι φόροι. Οι οντότητες δύνανται να α- ναγνωρίζουν αναβαλλόμενο φόρο εισοδήματος στις χρηματοοικονομικές καταστάσεις τους. Οι οντότητες που αναγνωρίζουν αναβαλλόμενο φόρο, πρέπει να ανα- γνωρίζουν όλες τις αναβαλλόμενες φορολογικές υπο- χρεώσεις. Αντίθετα, οι αναβαλλόμενες φορολογικές α- παιτήσεις αναγνωρίζονται στο βαθμό που είναι σφόδρα πιθανό και τεκμηριωμένο ότι θα υπάρχουν φορολογητέα κέρδη έναντι των οποίων οι εκπιπτόμενες προσωρινές διαφορές μπορούν να χρησιμοποιηθούν. Χρεωστικά και πιστωτικά υπόλοιπα των αναβαλλόμενων φόρων υπόκει- νται σε συμψηφισμό και τα αντίστοιχα καθαρά ποσά πα- ρουσιάζονται στον ισολογισμό και στην κατάσταση απο- τελεσμάτων.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Ο αναβαλλόμενος φόρος, είτε περιουσιακό στοιχείο είτε υποχρέωση, αναγνωρίζεται αρχικά και επιμετράται μεταγενέστερα στο ποσό που προκύπτει από την εφαρ- μογή του ισχύοντος φορολογικού συντελεστή σε κάθε προσωρινή διαφορά.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Οι μεταβολές στο ποσό της αναβαλλόμενης φορο- λογικής απαίτησης ή υποχρέωσης του ισολογισμού που προκύπτουν από περίοδο σε περίοδο αναγνωρίζονται σε μείωση ή αύξηση αναλόγως του φόρου εισοδήματος της κατάστασης αποτελεσμάτων. Κατ’ εξαίρεση, οι διαφορές που προκύπτουν από περιουσιακά στοιχεία ή υποχρεώ- σεις των οποίων οι μεταβολές αναγνωρίζονται στην κα- θαρή θέση, αναγνωρίζονται ομοίως κατ’ ευθείαν στην καθαρή θέση, σε μείωση ή αύξηση αναλόγως του σχετι- κού κονδυλίου.

Άρθρο 24Επιμέτρηση περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων στην εύλογη αξίαΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Εναλλακτικά των οριζόμενων στα άρθρα 18 έως 23, παρέχεται η δυνατότητα τα περιουσιακά στοιχεία και οι υποχρεώσεις του παρόντος άρθρου να επιμετρώνται με- ταγενέστερα της αρχικής τους αναγνώρισης στην εύλο- γη αξία τους.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Όταν ένα περιουσιακό στοιχείο ή υποχρέωση ενός κονδυλίου του ισολογισμού επιμετράται, σύμφωνα με το παρόν άρθρο, όλα τα επιμέρους περιουσιακά στοιχεία και υποχρεώσεις παρόμοιας φύσης του σχετικού κονδυ- λίου επιμετρώνται στην εύλογη αξία.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Η επιμέτρηση, σύμφωνα με το παρόν άρθρο γίνεται μόνο όταν η εύλογη αξία ενός περιουσιακού στοιχείου ή υποχρέωσης μπορεί να επιμετρηθεί αξιόπιστα. Όταν η εύλογη αξία ενός περιουσιακού στοιχείου ή υποχρέω- σης δεν μπορεί να επιμετρηθεί αξιόπιστα, το στοιχείο αυτό επιμετράται με τη μέθοδο του κόστους.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Όταν επιλέγεται η επιμέτρηση στην εύλογη αξία για χρηματοοικονομικά μέσα που ταξινομούνται ως «Διαθέ- σιμα για πώληση χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοι- χεία», «Χρηματοοικονομικά στοιχεία του εμπορικού χαρ- τοφυλακίου» και «Χρηματοοικονομικά στοιχεία κατεχό- μενα για αντιστάθμιση», η επιμέτρηση αυτή εφαρμόζεται στο σύνολο των επιμέρους περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων και των τριών κατηγοριών.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Ιδιοχρησιμοποιούμενα ακίνητα α) Κέρδη (θετικές διαφορές) από την επιμέτρηση των ιδιοχρησιμοποιούμενων ακινήτων στην εύλογη αξία τους αναγνωρίζονται, κατά στοιχείο ακινήτου, ως διαφορά στην καθαρή θέση στην περίοδο που προκύπτουν. β) Ζημιές (αρνητικές διαφορές) από την επιμέτρηση των ιδιοχρησιμοποιούμενων ακινήτων στην εύλογη αξία τους πρώτα συμψηφίζουν τυχόν υπάρχουσα θετική δια- φορά εύλογης αξίας της καθαρής θέσης κατά περιουσια- κό στοιχείο και το απομένον ποσό αναγνωρίζεται ως ζη- μία απομείωσης στα αποτελέσματα της περιόδου που προκύπτει. γ) Το ποσό των θετικών διαφορών εύλογης αξίας (κέρ- δος) της καθαρής θέσης μπορεί να μεταφέρεται κατευ- θείαν στα αποτελέσματα εις νέον, στο βαθμό που το σχετικό ποσό έχει καταστεί πραγματοποιημένο. Η μετα- φορά γίνεται είτε σταδιακά, καθώς το περιουσιακό στοι- χείο αποσβένεται, είτε εφάπαξ κατά τη διαγραφή ή την καθ’ οιονδήποτε τρόπο διάθεση του στοιχείου από το ο- τελεσμάτων. ποίο προέρχεται η σχετική διαφορά. ποίο προέρχεται η σχετική διαφορά. δ) Η εύλογη αξία ενός στοιχείου, εφόσον έχει επιλε- γεί η εν λόγω μέθοδος για την επιμέτρησή του, επανε- κτιμάται τουλάχιστον ανά τετραετία και σε κάθε περί- πτωση όταν οι συνθήκες της αγοράς υποδηλώνουν ότι η λογιστική αξία του στοιχείου διαφέρει σημαντικά από την εύλογη αξία του. ε) Η εύλογη αξία ιδιοχρησιμοποιούμενων ακινήτων ε- κτιμάται κανονικά από επαγγελματία εκτιμητή που δια- θέτει τα κατάλληλα προσόντα, λαμβάνοντας υπόψη δε- δομένα της αγοράς και, σύμφωνα με τις αρχές των προ- τύπων του κλάδου της εκτιμητικής. στ) Τα ιδιοχρησιμοποιούμενα ακίνητα που παρακολου- θούνται σε εύλογες αξίες υπόκεινται σε απόσβεση όταν έχουν περιορισμένη ωφέλιμη ζωή. Η απόσβεση αυτή υ- πολογίζεται με βάση την αναπροσαρμοσμένη αξία.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Επενδυτικά ακίνητα α) Οι διαφορές από την επιμέτρηση των επενδυτικών ακινήτων στην εύλογη αξία τους αναγνωρίζονται ως κέρδη ή ζημίες στα αποτελέσματα της περιόδου που προκύπτουν. β) Η εύλογη αξία των επενδυτικών ακινήτων προσδιο- ρίζεται τουλάχιστον ανά διετία και σε κάθε περίπτωση ό- ταν οι συνθήκες της αγοράς υποδηλώνουν ότι η λογιστι- κή αξία του στοιχείου διαφέρει σημαντικά από την εύλο- γη αξία του. γ) Η εύλογη αξία των επενδυτικών ακινήτων εκτιμάται κανονικά από επαγγελματία εκτιμητή που διαθέτει τα κα- τάλληλα προσόντα, λαμβάνοντας υπόψη δεδομένα της αγοράς και σύμφωνα με τις αρχές των προτύπων του κλάδου της εκτιμητικής. δ) Όταν τα επενδυτικά ακίνητα επιμετρώνται στην εύ- λογη αξία δεν υπόκεινται σε απόσβεση.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 7

Βιολογικά περιουσιακά στοιχεία α) Όταν εφαρμόζεται επιμέτρηση στην εύλογη αξία, τα βιολογικά περιουσιακά στοιχεία επιμετρώνται στην εύλογη αξία τους μείον το κόστος που απαιτείται για τη διάθεσή τους. β) Τα βιολογικά περιουσιακά στοιχεία που επιμετρώ- νται στην εύλογη αξία τους δεν υπόκεινται σε απόσβε- ση. γ) Διαφορές από την επιμέτρηση των βιολογικών περι- ουσιακών στοιχείων στην εύλογη αξία τους αναγνωρίζο- νται ως κέρδη ή ζημιές στα αποτελέσματα της περιόδου που προκύπτουν.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 8

Αποθέματα εμπορευμάτων α) Εμπορεύματα οι τιμές των οποίων διαπραγματεύο- νται σε οργανωμένες αγορές και τα οποία προορίζονται για πώληση στα πλαίσια κερδοσκοπικών συναλλαγών, μπορούν να επιμετρώνται στην εύλογη αξία τους, μείον το κόστος που απαιτείται για τη διάθεσή τους. β) Οι διαφορές από την επιμέτρηση των εν λόγω στοι- χείων στην εύλογη αξία τους αναγνωρίζονται ως κέρδη ή ζημίες στα αποτελέσματα της περιόδου που προκύ- πτουν.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 9

Διαθέσιμα για πώληση χρηματοοικονομικά περιου- σιακά στοιχεία α) Οι διαφορές από την επιμέτρηση των διαθεσίμων για πώληση χρηματοοικονομικών στοιχείων στην εύλο- γη αξία τους (κέρδη ή ζημίες) αναγνωρίζονται ως στοι- χείο (διαφορά) της καθαρής θέσης, στην περίοδο που προκύπτουν. β) Το κονδύλι της καθαρής θέσης της περίπτωσης α΄ μεταφέρεται στα αποτελέσματα όταν τα εν λόγω στοι- χεία διαγραφούν ή όταν υπάρχουν αντικειμενικά τεκμή- ρια ότι τα περιουσιακά στοιχεία έχουν απομειωθεί, σύμ- φωνα με την παράγραφο 5 του άρθρου 19. γ) Οι ζημιές απομείωσης της περίπτωσης β΄ αναστρέ- φονται στα αποτελέσματα όταν οι λόγοι που τις προκά- λεσαν παύουν να ισχύουν. Κατ’ εξαίρεση, οι ζημίες απο- μείωσης από τίτλους καθαρής θέσης (συμμετοχικούς τίτ- λους) αναστρέφονται κατευθείαν στην καθαρή θέση και όχι μέσω αποτελεσμάτων.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 10

Χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία του ε- μπορικού χαρτοφυλακίου και χρηματοοικονομικές υπο- χρεώσεις που αποτελούν μέρος του εμπορικού χαρτο- φυλακίου α) Οι διαφορές από την επιμέτρηση των εν λόγω στοι- χείων στην εύλογη αξία τους αναγνωρίζονται ως κέρδη ή ζημιές στην περίοδο που προκύπτουν. β) Παράγωγα χρηματοοικονομικά στοιχεία που δεν κα- τέχονται για σκοπούς αντιστάθμισης θεωρούνται μέρος του εμπορικού χαρτοφυλακίου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 11

Παράγωγα για αντιστάθμιση α) Παράγωγα αντιστάθμισης εύλογης αξίας: α1) Όταν επιλέγεται η επιμέτρηση στην εύλογη αξία, τόσο το αντισταθμισμένο στοιχείο (για τον κίνδυνο που αντισταθμίζεται) όσο και το αντίστοιχο μέσο αντιστάθμι- σης επιμετρώνται στην εύλογη αξία. α2) Διαφορές από την επιμέτρηση του αντισταθμισμέ- νου στοιχείου και του αντίστοιχου μέσου αντιστάθμισης αναγνωρίζονται ως κέρδη ή ζημίες της κατάστασης απο- τελεσμάτων στην περίοδο που προκύπτουν. β) Παράγωγα αντιστάθμισης ταμειακών ροών. Κέρδη και ζημιές από την επιμέτρηση του μέσου αντιστάθμισης αναγνωρίζονται ως στοιχείο (διαφορά) της καθαρής θέ- σης στην περίοδο που προκύπτουν. Αυτό το στοιχείο (διαφορά) της καθαρής θέσης μεταφέρεται στα αποτελέ- σματα στην ίδια περίοδο στην οποία οι αντισταθμισμένες ταμειακές ροές αναγνωρίζονται στα αποτελέσματα. γ) Οι διαφορές από την επιμέτρηση των αντισταθμι- σμένων στοιχείων και των αντίστοιχων μέσων αντιστάθ- μισης υπό α΄ ή β΄ ανωτέρω, όταν αναγνωρίζονται ως κέρδη ή ζημιές στα αποτελέσματα συγχωνεύονται σε έ- να κονδύλι. δ) Η λογιστική της αντιστάθμισης της παραγράφου αυ- τής εφαρμόζεται εφόσον τεκμηριώνεται η ύπαρξη σχέ- σης αντιστάθμισης και η αντιστάθμιση αυτή είναι αποτε- λεσματική.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 12

Η εύλογη αξία των χρηματοοικονομικών περιου- σιακών στοιχείων και υποχρεώσεων ορίζεται ως εξής: α) Η αγοραία αξία, στην περίπτωση χρηματοοικονομι- κών στοιχείων για τα οποία υπάρχει αγορά που δημιουρ- γεί αξιόπιστες τιμές. β) Εάν η αγοραία αξία δεν είναι άμεσα διαθέσιμη για έ- να στοιχείο, αλλά μπορεί να εντοπιστεί για συστατικά του στοιχείου ή για ένα παρόμοιο στοιχείο, η εύλογη α- ξία μπορεί να προσδιοριστεί από τα συστατικά στοιχεία ή το παρόμοιο στοιχείο. γ) Στην περίπτωση χρηματοοικονομικών στοιχείων για τα οποία δεν μπορεί να εντοπιστεί μια αξιόπιστη αγορά, η αξία που προκύπτει από γενικά αποδεκτά μοντέλα και τεχνικές μέτρησης, υπό τον όρο ότι αυτά τα μοντέλα και οι τεχνικές διασφαλίζουν μια εύλογη εκτίμηση της αγο- ραίας αξίας.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 13

Σύμβαση επί εμπορευμάτων που δίνει σε κάθε συμ- βαλλόμενο μέρος το δικαίωμα διακανονισμού αυτής σε μετρητά ή σε κάποιο άλλο χρηματοοικονομικό στοιχείο, θεωρείται ως παράγωγο χρηματοοικονομικό στοιχείο, ε- κτός εάν: α) Η σύναψη της σύμβασης έγινε για να καλυφθούν οι αναμενόμενες, κατά το χρόνο της αγοράς και μεταγενέ- στερα, απαιτήσεις της οντότητας σε ό,τι αφορά την αγο- ρά, χρήση ή πώληση του εμπορεύματος και η κάλυψη αυ- τών των απαιτήσεων εξακολουθεί να ισχύει. β) Η σύμβαση ορίσθηκε ως σύμβαση επί εμπορευμά- των κατά τη σύναψή της και γ) αναμένεται να διακανονιστεί με παράδοση των ε- μπορευμάτων.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 14

Μεταφορά χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων μεταξύ επιμέρους κατηγοριών: α) Η μεταφορά χρηματοοικονομικών στοιχείων από και προς την κατηγορία «εμπορικό χαρτοφυλάκιο» δεν επιτρέπεται. β) Η μεταφορά χρηματοοικονομικών στοιχείων από την κατηγορία «Μη παράγωγα χρηματοοικονομικά στοι- χεία διακρατούμενα μέχρι τη λήξη» προς την κατηγορία «Διαθέσιμα για πώληση χρηματοοικονομικά στοιχεία» ε- πιτρέπεται μόνον όταν η οντότητα πάψει να έχει την πρόθεση να διακρατήσει τα στοιχεία αυτά μέχρι τη λήξη τους. Στην περίπτωση αυτή, η διαφορά μεταξύ λογιστι- κής αξίας του μεταφερόμενου στοιχείου και εύλογης α- ξίας του κατά την ημερομηνία της μεταφοράς αναγνωρί- ζεται στην καθαρή θέση και υπόκειται στο χειρισμό της παραγράφου 9 του παρόντος άρθρου. γ) Η μεταφορά χρηματοοικονομικών στοιχείων από την κατηγορία «Διαθέσιμα για πώληση χρηματοοικονομι- κά στοιχεία» προς την κατηγορία «Μη παράγωγα χρημα- τοοικονομικά στοιχεία διακρατούμενα μέχρι τη λήξη», ε- πιτρέπεται μόνον όταν η οντότητα αποφασίσει ότι έχει εφεξής την πρόθεση να διακρατήσει τα στοιχεία αυτά μέχρι τη λήξη τους. Στην περίπτωση αυτή τυχόν διαφο- ρές εύλογης αξίας της καθαρής θέσης από τα εν λόγω στοιχεία αποσβένεται τμηματικά μέχρι τη λήξη τους.

Άρθρο 25Στοιχεία της κατάστασης αποτελεσμάτωνΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Τα στοιχεία του παρόντος άρθρου αναγνωρίζονται στην κατάσταση αποτελεσμάτων στο ενδεδειγμένο κα- τά περίπτωση κονδύλι και βάσει των παραγράφων 2 έως 14 κατωτέρω.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Τα έσοδα αναγνωρίζονται εντός της περιόδου στην οποία καθίστανται δουλευμένα.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Τα έσοδα από πώληση αγαθών αναγνωρίζονται ό- ταν πληρούνται όλα τα παρακάτω: α) Μεταβιβάζονται στον αγοραστή οι ουσιαστικοί κίν- δυνοι και τα οφέλη που συνδέονται με την κυριότητά τους. β) Τα αγαθά γίνονται αποδεκτά από τον αγοραστή. γ) Τα οικονομικά οφέλη από τη συναλλαγή μπορούν να επιμετρηθούν αξιόπιστα και θεωρείται σφόδρα πιθανή η εισροή τους στην οντότητα.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Τα έσοδα από παροχή υπηρεσιών και κατασκευαστι- κά συμβόλαια αναγνωρίζονται με βάση το ποσοστό ολο- κλήρωσης (μέθοδος του ποσοστού ολοκλήρωσης) και ε- φόσον θεωρείται σφόδρα πιθανή η εισροή του οικονομι- κού οφέλους της συναλλαγής. Εναλλακτικά, μπορεί να εφαρμόζεται η μέθοδος της ολοκληρωμένης σύμβασης, όταν δεν επηρεάζονται σημαντικά τα μεγέθη των χρημα- τοοικονομικών καταστάσεων.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Τα έσοδα που προέρχονται από τη χρήση περιουσια- κών στοιχείων της οντότητας από τρίτους αναγνωρίζο- νται ως εξής: α) Oι τόκοι βάσει χρονικής αναλογίας με τη μέθοδο του πραγματικού επιτοκίου ή τη σταθερή μέθοδο. β) Tα μερίσματα ή παρόμοιας φύσης εισόδημα από τη συμμετοχή στην καθαρή θέση άλλων οντοτήτων όταν ε- γκρίνονται από το αρμόδιο όργανο που αποφασίζει τη διανομή τους. γ) Tα δικαιώματα βάσει των σχετικών συμβατικών ό- ρων.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Τα έσοδα των παραγράφων 3 έως 4 του παρόντος άρθρου επιμετρώνται σε ποσά καθαρά από κάθε επι- στροφή, έκπτωση ή φόρο επί των πωλήσεων.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 7

Τα έσοδα των παραγράφων 3 έως 5 του παρόντος άρθρου αναγνωρίζονται διακεκριμένα από τα σχετικά έ- ξοδα.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 8

Τα κέρδη από επιμετρήσεις περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων, συμπεριλαμβανομένων των κερδών από αναστροφές προβλέψεων και απομειώσεων, ανα- γνωρίζονται βάσει των ρυθμίσεων του παρόντος νόμου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 9

Τα κέρδη που προκύπτουν από τη διαγραφή περιου- σιακών στοιχείων ή υποχρεώσεων αναγνωρίζονται όταν τα περιουσιακά στοιχεία ή οι υποχρεώσεις διαγράφονται από τις χρηματοοικονομικές καταστάσεις.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 10

Κάθε άλλο έσοδο ή κέρδος αναγνωρίζεται βάσει των ρυθμίσεων του παρόντος νόμου στην κατάσταση α- ποτελεσμάτων.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 11

Τα κέρδη παρουσιάζονται κατάλληλα στην κατά- σταση αποτελεσμάτων με το καθαρό ποσό τους.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 12

Τα έξοδα περιλαμβάνουν: α) Tα έξοδα ίδρυσης. β) Tο κόστος κτήσης ή κόστος παραγωγής, κατά περί- πτωση, των πωληθέντων αγαθών ή υπηρεσιών. γ) Τις πάσης φύσεως δαπάνες μισθοδοσίας εργαζομέ- νων, περιλαμβανομένων των προβλέψεων για μελλοντι- κές παροχές. δ) Tα έξοδα έρευνας. ε) Tα έξοδα ανάπτυξης. στ) Τις επισκευές και συντηρήσεις. ζ) Τις αποσβέσεις ενσώματων και άυλων πάγιων στοι- χείων. η) Τις προβλέψεις για λοιπούς κινδύνους και έξοδα. θ) Τους τόκους και τα συναφή έξοδα. ι) Τα έξοδα και τις ζημίες που προκύπτουν από την επι- μέτρηση περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων, σύμφωνα με τον παρόντα νόμο. ια) Τις ζημίες που προκύπτουν από τη διαγραφή περι- ουσιακών στοιχείων. ιβ) Τις λοιπές προκύπτουσες ζημίες που παρουσιάζο- νται με το καθαρό ποσό τους. ιγ) Το φόρο εισοδήματος της περιόδου, τρέχοντα και αναβαλλόμενο, κατά περίπτωση. ιδ) Κάθε άλλο έξοδο που έχει προκύψει και δεν περι- λαμβάνεται στις προηγούμενες κατηγορίες.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 13

Κάθε δαπάνη της παραγράφου 12 αναγνωρίζεται και ταξινομείται στην κατάσταση αποτελεσμάτων με κα- τάλληλο τρόπο, εκτός εάν η δαπάνη αυτή καλύπτει τον ορισμό του περιουσιακού στοιχείου, βάσει των ρυθμίσε- ων του παρόντος νόμου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 14

Όταν συμφωνίες για αγορά ή πώληση περιλαμβά- νουν όρους για αναβολή της πληρωμής, είναι πιθανόν το σχετικό ποσό να ενσωματώνει τόκο. Το αντίστοιχο έσο- δο ή κόστος επιμετράται στο αποσβέσιμο κόστος με τη μέθοδο του πραγματικού επιτοκίου ή τη σταθερή μέθο- δο, αντί της επιμέτρησης στο ονομαστικό ποσό, εάν το αποσβέσιμο κόστος εκτιμάται ότι έχει σημαντική επίπτω- ση στα ποσά των χρηματοοικονομικών καταστάσεων. Στην περίπτωση αυτή, το ποσό του προκύπτοντος τόκου αναγνωρίζεται κατάλληλα στα αποτελέσματα.

Άρθρο 26Στοιχεία της καθαρής θέσηςΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Τα στοιχεία της καθαρής θέσης περιλαμβάνουν: α) Το καταβληθέν από τους ιδιοκτήτες κεφάλαιο της ο- ντότητας, συμπεριλαμβανομένου: α.1) του υπέρ το άρτιο ποσού αυτού και α.2) οποιασδήποτε εισφοράς των ιδιοκτητών εφόσον υπάρχει ανέκκλητη δέσμευση κεφαλαιοποίησής της και υποχρέωση της οντότητας για έκδοση μετοχών ή άλλων συμμετοχικών τίτλων προς τους συνεισφέροντες εντός δώδεκα (12) μηνών από την ημερομηνία της εισφοράς. β) Τα αποθεματικά που σχηματίζονται βάσει διατάξεων της φορολογικής ή άλλης νομοθεσίας ή του καταστατι- κού. γ) Τα αποτελέσματα εις νέον. δ) Τις διαφορές από την επιμέτρηση περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων στην εύλογη αξία τους, που αναγνωρίζονται κατευθείαν ως στοιχεία της καθαρής θέ- σης βάσει των προβλέψεων του παρόντος νόμου. ε) Τους ιδίους τίτλους καθαρής θέσης της οντότητας, όταν συντρέχει περίπτωση που παρουσιάζονται ως ξε- χωριστό στοιχείο αφαιρετικά της καθαρής θέσης. στ) Κέρδη και ζημίες από τη διάθεση ή ακύρωση ιδίων τίτλων καθαρής θέσης, όταν συντρέχει περίπτωση, που αναγνωρίζονται κατευθείαν στην καθαρή θέση ως ξεχω- ριστό στοιχείο, προσθετικά ή αφαιρετικά αναλόγως.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Τα κονδύλια της καθαρής θέσης της παραγράφου 1α και 1ε του παρόντος άρθρου αναγνωρίζονται αρχικά και επιμετρώνται μεταγενέστερα στα ονομαστικά τους πο- σά, που έχουν ληφθεί ή καταβληθεί.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Κόστος που σχετίζεται άμεσα με στοιχείο της καθα- ρής θέσης παρακολουθείται αφαιρετικά του στοιχείου αυτού της καθαρής θέσης, εφόσον είναι σημαντικό για τις χρηματοοικονομικές καταστάσεις. Σε αντίθετη περί- πτωση το εν λόγω ποσό αναγνωρίζεται ως έξοδο στην περίοδο που αφορά.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Κέρδη από την επιμέτρηση περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων στην εύλογη αξία, που αναγνωρίζο- νται στην καθαρή θέση, δεν μπορούν να κεφαλαιοποιη- θούν πριν πραγματοποιηθούν.

Άρθρο 27Συναλλαγές και στοιχεία σε ξένο νόμισμαΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Μία συναλλαγή σε ξένο νόμισμα μετατρέπεται κατά την αρχική αναγνώριση στο νόμισμα στο οποίο καταρτί- ζονται οι χρηματοοικονομικές καταστάσεις της οντότη- τας με την ισχύουσα συναλλαγματική ισοτιμία κατά τη συναλλαγή.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Στο τέλος κάθε περιόδου αναφοράς: α) Τα νομισματικά στοιχεία μετατρέπονται με την ισο- τιμία κλεισίματος της ημερομηνίας του ισολογισμού. β) Τα μη νομισματικά στοιχεία που εκφράζονται σε ξέ- νο νόμισμα και επιμετρώνται στο ιστορικό κόστος, μετα- τρέπονται με την ισοτιμία της αρχικής αναγνώρισης. γ) Τα μη νομισματικά στοιχεία που εκφράζονται σε ξέ- νο νόμισμα και επιμετρώνται στην εύλογη αξία, μετατρέ- πονται με την ισοτιμία της ημέρας στην οποία η εύλογη αξία προσδιορίστηκε. Οι διαφορές που προκύπτουν αντι- μετωπίζονται λογιστικά με τον ίδιο τρόπο που αντιμετω- πίζονται οι μεταβολές της εύλογης αξίας, σύμφωνα με το άρθρο 24.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Oι συναλλαγματικές διαφορές που προκύπτουν από το διακανονισμό νομισματικών στοιχείων ή από τη μετα- τροπή τους με ισοτιμία διαφορετική από την ισοτιμία με- τατροπής κατά την αρχική αναγνώριση ή κατά τη σύντα- ξη προγενέστερων χρηματοοικονομικών καταστάσεων, αναγνωρίζονται στα αποτελέσματα της περιόδου που προκύπτουν.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Η συναλλαγματική διαφορά που προκύπτει από νο- μισματικό στοιχείο το οποίο αποτελεί μέρος της καθα- ρής επένδυσης σε αλλοδαπή δραστηριότητα, αναγνωρί- ζεται κατευθείαν ως στοιχείο (διαφορά) στην καθαρή θέ- ση. Το στοιχείο αυτό της καθαρής θέσης μεταφέρεται στα αποτελέσματα κατά τη διάθεση της αλλοδαπής δρα- στηριότητας.

Άρθρο 28Μεταβολές λογιστικών πολιτικών και εκτιμήσεων και διόρθωση λαθώνΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Οι μεταβολές των λογιστικών πολιτικών και οι διορ- θώσεις λαθών αναγνωρίζονται αναδρομικά με τη διόρ- θωση: α) Των λογιστικών αξιών των περιουσιακών στοιχείων, των υποχρεώσεων και της καθαρής θέσης, για τη σωρευ- τική επίδραση της μεταβολής κατά την έναρξη και λήξη της συγκριτικής και της τρέχουσας περιόδου, και β) των εσόδων, κερδών, εξόδων και ζημιών, όσον αφο- ρά την επίδραση επί των λογιστικών μεγεθών της συ- γκριτικής περιόδου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Οι μεταβολές των λογιστικών εκτιμήσεων αναγνω- ρίζονται στην περίοδο στην οποία διαπιστώνεται ότι προ- κύπτουν και επηρεάζουν αυτή την περίοδο και μελλοντι- κές περιόδους, κατά περίπτωση. Οι αλλαγές αυτές δεν αναγνωρίζονται αναδρομικά.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Η διόρθωση των λαθών διενεργείται άμεσα κατά τον εντοπισμό τους.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6ΠΡΟΣΑΡΤΗΜΑ (ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ) ΚΑΙ ΑΠΑΛΛΑΓΕΣ
Άρθρο 29Προσάρτημα (σημειώσεις) επί των χρηματοοικονομικών καταστάσεωνΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Η κατάρτιση του προσαρτήματος των χρηματοοικο- νομικών καταστάσεων ακολουθεί τις παρακάτω αρχές: α) Οι οντότητες που δεν υποχρεούνται να παρέχουν τις πληροφορίες μιας παραγράφου του παρόντος άρ- θρου δύνανται να παρέχουν τις σχετικές πληροφορίες προαιρετικά. Στην περίπτωση αυτή, οι οντότητες παρέ- χουν τις εν λόγω πληροφορίες σε πλήρη συμφωνία με τα οριζόμενα στην αντίστοιχη παράγραφο αυτού του άρ- θρου. β) Οι πληροφορίες επί των κονδυλίων των χρηματοοι- κονομικών καταστάσεων παρατίθενται με τη σειρά με την οποία τα κονδύλια αυτά παρουσιάζονται στις χρημα- τοοικονομικές καταστάσεις. γ) Όταν γίνεται χρήση συντομεύσεων, διαγραμμάτων ή συμβόλων στις χρηματοοικονομικές καταστάσεις, δί- νονται με σαφήνεια οι απαιτούμενες για την κατανόησή τους πληροφορίες. Ειδικότερα, γνωστοποιείται η μονά- δα μέτρησης και το επίπεδο στρογγυλοποίησης των πα- ρατιθέμενων αριθμών. δ) Όταν πληροφορίες του παρόντος άρθρου παρατίθε- νται στους πίνακες των χρηματοοικονομικών καταστά- σεων, οι πληροφορίες αυτές μπορεί να μην επαναλαμβά- νονται στο προσάρτημα.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Το προσάρτημα περιλαμβάνει, κατ’ ελάχιστον, τις ε- πεξηγηματικές πληροφορίες και αναλύσεις των παρα- γράφων 3 έως 34 του παρόντος άρθρου, εκτός και εάν προβλέπεται απαλλαγή βάσει του παρόντος νόμου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Πληροφορίες σχετικά με: α) Την επωνυμία της οντότητας. β) Το νομικό τύπο της οντότητας. γ) Την περίοδο αναφοράς. δ) Τη διεύθυνση της έδρας της οντότητας. ε) Το δημόσιο μητρώο στο οποίο είναι εγγεγραμμένη η οντότητα ή αντίστοιχες πληροφορίες, κατά περίπτωση. στ) Εάν η οντότητα λειτουργεί με την παραδοχή της συνεχιζόμενης δραστηριότητας. ζ) Εάν η οντότητα είναι υπό εκκαθάριση. η) Την κατηγορία της οντότητας (πολύ μικρή, μικρή, μεσαία, μεγάλη, δημοσίου συμφέροντος), σύμφωνα με τον παρόντα νόμο. θ) Δήλωση ότι οι χρηματοοικονομικές καταστάσεις έ- χουν καταρτιστεί σε πλήρη συμφωνία με τον παρόντα νόμο.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Εάν υπάρχουν παράγοντες που θέτουν σε κίνδυνο την προοπτική της οντότητας ως συνεχιζόμενη δραστη- ριότητα, γνωστοποιείται η φύση αυτών των παραγόντων, καθώς και τα μέτρα που έχουν ληφθεί για την αντιμετώ- πισή τους.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Συνοπτική αναφορά των λογιστικών πολιτικών που ακολουθεί η οντότητα για τα επιμέρους στοιχεία των χρηματοοικονομικών της καταστάσεων. Σε περίπτωση αλλαγών λογιστικών πολιτικών, αλλαγών λογιστικών ε- κτιμήσεων ή διόρθωσης λαθών, γίνεται αναφορά στο γε- γονός, στους λόγους που οδήγησαν στην αλλαγή ή τη διόρθωση, και γνωστοποιούνται επαρκώς οι σχετικές ε- πιπτώσεις στα κονδύλια των χρηματοοικονομικών κατα- στάσεων.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Όπου, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, η οντότητα έχει παρεκκλίνει από την εφαρμογή μιας διάταξης του παρό- ντος νόμου για να εκπληρώσει την υποχρέωση της πα- ραγράφου 2 του άρθρου 16 περί εύλογης παρουσίασης, η παρέκκλιση αυτή γνωστοποιείται και δικαιολογείται ε- παρκώς. Οι επιπτώσεις της παρέκκλισης στα περιουσια- κά στοιχεία, στις υποχρεώσεις, στην καθαρή θέση και στα αποτελέσματα, παρατίθενται πλήρως στο προσάρ- τημα.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 7

Όταν ένα περιουσιακό στοιχείο ή μία υποχρέωση σχετίζεται με περισσότερα από ένα κονδύλια του ισολο- γισμού, γνωστοποιείται η σχέση του στοιχείου αυτού με τα σχετιζόμενα κονδύλια των χρηματοοικονομικών κα- ταστάσεων.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 8

Πίνακα που παρουσιάζει για κάθε κονδύλι των εν- σώματων και άυλων πάγιων περιουσιακών στοιχείων: α) Το κόστος κτήσης ή το κόστος παραγωγής ή την εύ- λογη αξία (του άρθρου 24) σε περίπτωση που έχει εφαρ- μοστεί επιμέτρηση στην εύλογη αξία, στην αρχή και στο τέλος της περιόδου για κάθε κονδύλι. β) Τις προσθήκες, τις μειώσεις και τις μεταφορές μετα- ξύ των κονδυλίων των παγίων κατά τη διάρκεια της πε- ριόδου. γ) Τις αποσβέσεις και απομειώσεις αξίας που αφορούν την περίοδο. δ) Τις σωρευμένες αποσβέσεις και απομειώσεις στην αρχή και στο τέλος της περιόδου. ε) Τις λοιπές μεταβολές των σωρευμένων αποσβέσε- ων και απομειώσεων κατά τη διάρκεια της περιόδου. στ) Το ποσό με το οποίο προσαυξήθηκε η αξία κτήσης πάγιων περιουσιακών στοιχείων λόγω κεφαλαιοποίησης τόκων στην περίοδο, σύμφωνα με την παράγραφο 2δ του άρθρου 18. ζ) Λοιπές μεταβολές.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 9

Η φύση σημαντικών γεγονότων που προκύπτουν με- τά το τέλος της περιόδου, τα οποία δεν αντικατοπτρίζο- νται στην κατάσταση αποτελεσμάτων ή στον ισολογισμό της κλειόμενης περιόδου και τις χρηματοοικονομικές ε- πιπτώσεις τους.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 10

Σε περίπτωση επιμέτρησης στην εύλογη αξία, σύμ- φωνα με το άρθρο 24, παρατίθεται: α) Σαφής δήλωση ότι έχει γίνει χρήση της δυνατότη- τας επιμέτρησης στην εύλογη αξία, καθώς και τα κονδύ- λια των χρηματοοικονομικών καταστάσεων που έχουν ε- πιμετρηθεί στην εύλογη αξία. β) Περιγραφή των σημαντικών υποθέσεων στις οποίες βασίζονται τα υποδείγματα και οι τεχνικές επιμέτρησης. γ) Ανά κονδύλι στοιχείων του ισολογισμού: η εύλογη αξία, οι μεταβολές της που έχουν αναγνωριστεί στα α- ποτελέσματα, καθώς και οι μεταβολές αυτής που έχουν αναγνωριστεί απευθείας στην καθαρή θέση (διαφορές εύλογης αξίας). δ) Πίνακας στον οποίο παρουσιάζεται η κίνηση των διαφορών εύλογης αξίας κατά τη διάρκεια της περιόδου, με ανάλυση σε μικτό ποσό και αναβαλλόμενο φόρο εισο- δήματος, όταν αναγνωρίζεται αναβαλλόμενη φορολο- γία. ε) Για κάθε κατηγορία παράγωγων χρηματοοικονομι- κών μέσων, πληροφορίες για την έκταση και τη φύση τους, συμπεριλαμβανόμενων των όρων και των συνθη- κών που μπορεί να επηρεάσουν το ποσό, το χρόνο και την πιθανότητα μελλοντικών χρηματοροών. στ) Για πάγια στοιχεία, η λογιστική αξία των παγίων αυτών που θα αναγνωρίζονταν στον ισολογισμό, εάν τα εν λόγω στοιχεία δεν είχαν επιμετρηθεί στην εύλογη α- ξία τους, σύμφωνα με το άρθρο 24.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 11

Σε περίπτωση επιμέτρησης χρηματοπιστωτικών μέ- σων στην τιμή κτήσης: α) Για κάθε κατηγορία παράγωγων χρηματοπιστωτι- κών μέσων: α.1) η εύλογη αξία των μέσων αυτών, εάν αυτή μπορεί να προσδιοριστεί, σύμφωνα με την παράγραφο 12 του άρθρου 24 του παρόντος νόμου, και α.2) πληροφορίες για την έκταση της χρήσης αυτών των μέσων και τη φύση τους. β) Για τα μη κυκλοφορούντα χρηματοοικονομικά στοι- χεία τα οποία εμφανίζονται με ποσό που υπερβαίνει την εύλογη αξία τους: β.1) η λογιστική αξία και η εύλογη αξία είτε των επιμέ- ρους περιουσιακών στοιχείων είτε των κατάλληλων ομά- δων των επιμέρους αυτών στοιχείων και β.2) οι λόγοι για τη μη μείωση της λογιστικής αξίας, καθώς και η φύση των ενδείξεων που τεκμηριωμένα οδη- γούν στην πεποίθηση για τη δυνατότητα ανάκτησης της λογιστικής αξίας.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 12

Για την καθαρή θέση της οντότητας: ριόδου. ) Τ α) Το κεφάλαιο που έχει εγκριθεί αλλά δεν έχει κατα- βληθεί. β) Ο αριθμός και η ονομαστική αξία των τίτλων καθα- ρής θέσης ή, όταν δεν υπάρχει ονομαστική, η λογιστική αξία κάθε κατηγορίας τίτλων. γ) Ο αριθμός και η ονομαστική αξία ή, όταν δεν υπάρ- χει ονομαστική αξία, η λογιστική αξία των τίτλων που α- ντιπροσωπεύουν το κεφάλαιο και εκδόθηκαν μέσα στη περίοδο, εντός των ορίων του εγκεκριμένου κεφαλαίου. δ) Η ύπαρξη πιστοποιητικών συμμετοχής, μετατρέψι- μων τίτλων, δικαιωμάτων αγοράς τίτλων, δικαιωμάτων προαίρεσης ή παρόμοιων τίτλων ή δικαιωμάτων, με μνεία του αριθμού τους, της αξίας τους και των δικαιωμάτων που παρέχουν. ε) Ανάλυση κάθε αποθεματικού με σύντομη περιγραφή του σκοπού του και της κίνησης που παρουσίασε στην περίοδο, εφόσον η εν λόγω κίνηση δεν παρέχεται ανα- λυτικά στον Πίνακα Μεταβολών Καθαρής Θέσης. στ) Ο αριθμός και η ονομαστική αξία των κατεχόμενων ιδίων τίτλων καθαρής θέσης ή, όταν δεν υπάρχει ονομα- στική, η λογιστική αξία κάθε κατηγορίας τίτλων.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 13

Το συνολικό χρέος της οντότητας που καλύπτεται με εξασφαλίσεις που παρέχονται από την οντότητα, με ένδειξη της φύσης και της μορφής της εξασφάλισης.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 14

Τα ποσά των υποχρεώσεων της οντότητας που κα- θίστανται απαιτητά μετά από πέντε (5) έτη από την ημε- ρομηνία του ισολογισμού.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 15

Η φύση και ο επιχειρηματικός στόχος των διακανο- νισμών της οντότητας, που δεν περιλαμβάνονται στον ι- σολογισμό, καθώς και οι χρηματοοικονομικές επιπτώ- σεις των διακανονισμών αυτών επί της οντότητας, εφό- σον οι κίνδυνοι ή τα οφέλη των διακανονισμών αυτών εί- ναι σημαντικά και εφόσον η δημοσιοποίηση των κινδύ- νων ή οφελών απαιτείται για τους σκοπούς της εκτίμη- σης της χρηματοοικονομικής θέσης της οντότητας.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 16

Το συνολικό ποσό των χρηματοοικονομικών δε- σμεύσεων, εγγυήσεων ή ενδεχόμενων επιβαρύνσεων (ενδεχόμενες υποχρεώσεις) που δεν εμφανίζονται στον ισολογισμό, με ένδειξη της φύσης και της μορφής των σχετικών εξασφαλίσεων που έχουν παρασχεθεί. Κάθε δέσμευση που αφορά παροχές σε εργαζόμενους μετά την έξοδο από τη υπηρεσία ή οντότητες ομίλου ή συγγε- νείς οντότητες, γνωστοποιείται ξεχωριστά.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 17

Το ποσό και τη φύση των επιμέρους στοιχείων των εσόδων ή των εξόδων που είναι ιδιαίτερου ύψους ή ιδιαί- τερης συχνότητας ή σημασίας. Ιδιαίτερα, στην περίπτω- ση που από τον παρόντα νόμο προβλέπεται συμψηφι- σμός εσόδων και εξόδων γνωστοποιούνται τα σχετικά κονδύλια και οι αξίες αυτών προ του συμψηφισμού.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 18

Το ποσό τόκων της περιόδου με το οποίο αυξήθηκε το κόστος απόκτησης αγαθών και υπηρεσιών, σύμφωνα με το άρθρο 20.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 19

Η προτεινόμενη ή, κατά περίπτωση, οριστική διά- θεση των κερδών.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 20

Το ποσό μερισμάτων που καταβλήθηκε στην περίο- δο.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 21

Ο λογιστικός χειρισμός των ζημιών της περιόδου, όταν συντρέχει περίπτωση.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 22

Σε περίπτωση αναγνώρισης αναβαλλόμενων φό- ρων, το υπόλοιπο ισολογισμού στην αρχή και στο τέλος της περιόδου, καθώς και ανάλυση της κίνησής του κατά τη διάρκεια της περιόδου, με αναφορά των ποσών που ε- πηρεάζουν τα αποτελέσματα της περιόδου και την καθα- ρή θέση.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 23

Για τους απασχολούμενους στην οντότητα κατά τη διάρκεια περιόδου παρέχονται οι εξής πληροφορίες: α) Ο μέσος όρος των απασχολούμενων. β) Ανάλυση του μέσου όρου των απασχολούμενων α- νά κατηγορία. γ) Αν δεν αναφέρονται χωριστά στην Κατάσταση Απο- τελεσμάτων οι δαπάνες για παροχές σε εργαζόμενους της περιόδου, γνωστοποιούνται αναλυτικά τα συνολικά ποσά των εξής κατηγοριών αυτών των δαπανών: γ.1) Μισθοί και ημερομίσθια. γ.2) Κοινωνικές επιβαρύνσεις. γ.3) Παροχές μετά την έξοδο από την υπηρεσία.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 24

Το καθαρό ύψος του κύκλου εργασιών με ανάλυση κατά κατηγορίες δραστηριότητας και κατά γεωγραφικές αγορές, εφόσον οι κατηγορίες και οι αγορές αυτές δια- φέρουν ουσιωδώς μεταξύ τους από άποψη οργάνωσης των πωλήσεων και παροχής των υπηρεσιών.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 25

Τα ποσά προκαταβολών και πιστώσεων που χορη- γήθηκαν στα μέλη διοικητικών, διαχειριστικών και επο- πτικών συμβουλίων, με μνεία του επιτοκίου, των όρων χορήγησης και των ποσών που επιστράφηκαν, διαγράφη- καν ή δεν εισπράχθηκαν λόγω αποποίησης, καθώς και τις δεσμεύσεις που αναλήφθηκαν για λογαριασμό τους, με οποιαδήποτε εγγύηση. Τα στοιχεία αυτά γνωστοποι- ούνται αθροιστικά για κάθε κατηγορία των προσώπων αυτών.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 26

Η επωνυμία, η έδρα και η νομική μορφή κάθε άλλης οντότητας, στην οποία η οντότητα είναι απεριόριστα ευ- θυνόμενος εταίρος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 27

Η επωνυμία και η έδρα της οντότητας η οποία κα- ταρτίζει ενοποιημένες χρηματοοικονομικές καταστάσεις του τελικού συνόλου επιχειρήσεων, μέρος του οποίου α- ποτελεί η οντότητα ως θυγατρική, εάν συντρέχει περί- πτωση.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 28

Η επωνυμία και η έδρα της οντότητας η οποία κα- ταρτίζει ενοποιημένες χρηματοοικονομικές καταστάσεις μερικού συνόλου επιχειρήσεων, μέρος του οποίου απο- τελεί η οντότητα ως θυγατρική, και η οποία περιλαμβά- νεται επίσης στο σύνολο των επιχειρήσεων του στοιχεί- ου της παραγράφου 27.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 29

Ο τόπος στον οποίο κάθε ενδιαφερόμενος μπορεί να προμηθευτεί τις ενοποιημένες χρηματοοικονομικές καταστάσεις, που αναφέρονται στις παραγράφους 27 και 28, στην περίπτωση που είναι διαθέσιμες. Εάν δεν εί- ναι διαθέσιμες οι καταστάσεις αυτές γίνεται αναφορά του σχετικού γεγονότος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 30

Τα ποσά που δόθηκαν στην περίοδο για αμοιβές σε μέλη διοικητικών, διαχειριστικών και εποπτικών συμβου- λίων στα πλαίσια των καθηκόντων τους, καθώς και τις δεσμεύσεις που προέκυψαν ή αναλήφθηκαν για παροχές μετά την έξοδο από την υπηρεσία σε αποχωρήσαντα μέ- λη των εν λόγω συμβουλίων, συνολικά κατά κατηγορία συμβουλίου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 31

Οι συναλλαγές που πραγματοποιεί η οντότητα με τα συνδεδεμένα μέρη, περιλαμβανομένου και του ποσού αυτών των συναλλαγών, τη φύση της σχέσης του συνδε- δεμένου μέρους, καθώς και άλλα πληροφοριακά στοι- χεία για τις συναλλαγές, τα οποία είναι απαραίτητα για την κατανόηση της χρηματοοικονομικής θέσης της οντό- τητας. Ανάλογες πληροφορίες παρέχονται και για τα υ- πόλοιπα των σχετικών απαιτήσεων και υποχρεώσεων κατά την ημερομηνία του ισολογισμού. Οι πληροφορίες για τις επιμέρους συναλλαγές και τα υπόλοιπα μπορούν να συναθροίζονται ανάλογα με τη φύση τους, εκτός εάν απαιτούνται χωριστά πληροφοριακά στοιχεία για την κα- τανόηση των επιπτώσεων των συναλλαγών του συνδε- δεμένου μέρους στη χρηματοοικονομική θέση της οντό- τητας.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 32

Οι συνολικές αμοιβές που χρεώθηκαν κατά την πε- ρίοδο από τον νόμιμο ελεγκτή ή το ελεγκτικό γραφείο της οντότητας, για τον έλεγχο των ετήσιων χρηματοοι- κονομικών καταστάσεων, για άλλες υπηρεσίες διασφάλι- σης, για συμβουλευτικές φορολογικές υπηρεσίες και για λοιπές μη ελεγκτικές υπηρεσίες, διακεκριμένα κατά κα- τηγορία.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 33

Η λογιστική αξία των περιουσιακών στοιχείων και των συνδεόμενων με αυτά υποχρεώσεων, τα οποία η δι- οίκηση της οντότητας έχει ήδη λάβει απόφαση να διαθέ- σει στο προσεχές διάστημα, και οπωσδήποτε στους επό- μενους 12 μήνες, εφόσον είναι σημαντικά.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 34

Οι πολύ μικρές οντότητες που κάνουν χρήση της ε- πιλογής της παραγράφου 7 ή της παραγράφου 8 του άρ- θρου 16, δηλώνουν τη συγκεκριμένη επιλογή που έχουν χρησιμοποιήσει.

Άρθρο 30Απλοποιήσεις και απαλλαγές Πολύ μικρές οντότητες της παραγράφου 2(γ) του άρ- θρου 1ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Οι πολύ μικρές οντότητες της παραγράφου 2(γ) του άρθρου 1 που κάνουν, σύμφωνα με το νόμο, χρήση της επιλογής της παραγράφου 8 του άρθρου 16: α) Δύνανται να μην εφαρμόζουν τις παραγράφους 8 και 9 του άρθρου 3 περί σχεδίου λογαριασμών. β) Δύνανται να μην εφαρμόζουν τις παραγράφους 6 έ- ως και 8 του άρθρου 4. γ) Δεν εφαρμόζουν τις παραγράφους 11 και 12 του άρ- θρου 16 περί απόκλισης από τα υποδείγματα των χρημα- τοοικονομικών καταστάσεων. δ) Δύνανται να μην εφαρμόζουν την παράγραφο 6 του άρθρου 17 περί λογιστικής παρακολούθησης και παρου- σίασης των συναλλαγών και γεγονότων λαμβάνοντας υ- πόψη την οικονομική τους ουσία. ε) Δύνανται να μην εφαρμόζουν την παράγραφο 9 του άρθρου 17 περί δυνατότητας απόκλισης από τις διατά- ξεις αυτού του νόμου για την επίτευξη της εύλογης πα- ρουσίασης των χρηματοοικονομικών καταστάσεων. στ) Δύνανται να μην εφαρμόζουν την παράγραφο 2γ του άρθρου 18 περί προσαύξησης, με έμμεσο κόστος, του κόστους κτήσης ιδιοπαραγόμενων πάγιων στοιχεί- ων. ζ) Χρησιμοποιούν τις μεθόδους απόσβεσης παγίων στοιχείων της φορολογικής νομοθεσίας και δεν εφαρμό- ζουν τις σχετικές ρυθμίσεις των παραγράφων 3(α)(1) έ- ως και 3(α)(4) του άρθρου 18. η) Δεν εφαρμόζουν την παράγραφο 3(α)(6) του άρ- θρου 18 περί μη απόσβεσης της υπεραξίας και άλλων άυ- λων στοιχείων με απεριόριστη ωφέλιμη ζωή. Τα εν λόγω στοιχεία, εφόσον υπάρχουν, αποσβένονται με τον τρόπο που ορίζει η φορολογική νομοθεσία. θ) Δεν εφαρμόζουν την παράγραφο 3β του άρθρου 18 περί απομείωσης των ενσώματων και άυλων πάγιων στοιχείων, αλλά ακολουθούν τις εκάστοτε ισχύουσες φορολογικές ρυθμίσεις. ι) Αντιμετωπίζουν λογιστικά όλες τις συμβάσεις μί- σθωσης, σύμφωνα με τη φορολογική νομοθεσία. ια) Δεν εφαρμόζουν την παράγραφο 3 του άρθρου 19 περί χρήσης της μεθόδου του πραγματικού επιτοκίου ή της σταθερής μεθόδου κατά την επιμέτρηση χρηματοοι- κονομικών περιουσιακών στοιχείων στο αποσβέσιμο κό- στος. ιβ) Αναγνωρίζουν ζημίες απομείωσης χρηματοοικονο- μικών περιουσιακών στοιχείων με βάση τη φορολογική νομοθεσία και δεν εφαρμόζουν τις παραγράφους 4 έως και 8 του άρθρου 19. ιγ) Δεν εφαρμόζουν τις παραγράφους 3β και 5 του άρ- θρου 20 περί προσαύξησης, με έμμεσο κόστος και τό- κους, του κόστους παραγωγής αποθεμάτων. ιδ) Δεν εφαρμόζουν την παράγραφο 4 του άρθρου 22 περί χρήσης της μεθόδου του πραγματικού επιτοκίου ή της σταθερής μεθόδου κατά την επιμέτρηση χρηματοοι- κονομικών υποχρεώσεων στο αποσβέσιμο κόστος. ιε) Αναγνωρίζουν προβλέψεις, σύμφωνα με τη φορο- λογική νομοθεσία και δεν εφαρμόζουν τις παραγράφους 11 έως και 14 του άρθρου 22. ιστ) Αναγνωρίζουν τις κρατικές επιχορηγήσεις, σύμ- φωνα με τη φορολογική νομοθεσία και δεν εφαρμόζουν τις παραγράφους 1 και 2 του άρθρου 23. ιζ) Δεν εφαρμόζουν τις παραγράφους 3 έως και 5 του άρθρου 23 περί δυνατότητας αναγνώρισης αναβαλλόμε- νης φορολογίας. ιη) Δεν εφαρμόζουν το άρθρο 24 του παρόντος νόμου περί επιμέτρησης στην εύλογη αξία. ιθ) Δύνανται να μην εφαρμόζουν τις παραγράφους 1 έ- ως και 3 του άρθρου 28 περί αναδρομικής διόρθωσης των επιπτώσεων από αλλαγές λογιστικών πολιτικών και αναγνώριση λαθών και αναγνωρίζουν τις σχετικές επι- πτώσεις στα ποσά των χρηματοοικονομικών καταστάσε- ων στην περίοδο που η αλλαγή λογιστικής πολιτικής πραγματοποιείται ή το λάθος εντοπίζεται.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Οι οντότητες της παραγράφου 1 του παρόντος άρ- θρου παρέχουν τις πληροφορίες μόνο των παραγράφων 3 και 34 του άρθρου 29.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Οι οντότητες της παραγράφου 1 του παρόντος άρ- θρου, των οποίων ο ετήσιος καθαρός κύκλος εργασιών δεν υπερβαίνει το ποσό των 150.000 ευρώ από πωλήσεις αγαθών, δύνανται να μην διενεργούν απογραφή των α- ποθεμάτων τους και να αντιμετωπίζουν τις αγορές της περιόδου ως έξοδο.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Οι οντότητες της παραγράφου 1 του παρόντος άρ- θρου που επιλέγουν να διενεργήσουν απογραφή για τον προσδιορισμό των αποτελεσμάτων μιας περιόδου, ενώ δεν διενεργούσαν, υποχρεούνται σε διενέργεια απογρα- φής για τις τρεις (3) τουλάχιστον επόμενες ετήσιες πε- ριόδους.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Όταν οι οντότητες της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου επιλέγουν να διενεργήσουν φυσική απογραφή στο τέλος της περιόδου, ενώ δεν διενεργούσαν, για τον υπολογισμό του κόστους πωληθέντων της ίδιας περιό- δου το απόθεμα έναρξης θεωρείται μηδέν.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Όταν οι οντότητες της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου επιλέγουν σε μια περίοδο να παύσουν να διενερ- γούν φυσική απογραφή, ενώ διενεργούσαν, το απόθεμα τέλους της τελευταίας περιόδου δεν λαμβάνεται υπόψη στον υπολογισμό των αποτελεσμάτων της πρώτης πε- ριόδου στην οποία δεν διενεργείται απογραφή. Πολύ μικρές οντότητεςτων παραγράφων 2α και 2β του άρθρου 1

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 7

Οι πολύ μικρές οντότητες των παραγράφων 2α και 2β του άρθρου 1 που κάνουν χρήση της επιλογής της πα- ραγράφου 7 του άρθρου 16: α) Δεν εφαρμόζουν την παράγραφο 9 του άρθρου 17 περί δυνατότητας απόκλισης από τις διατάξεις αυτού του νόμου για την επίτευξη της εύλογης παρουσίασης των χρηματοοικονομικών καταστάσεων. β) Δεν εφαρμόζουν το άρθρο 24 του παρόντος νόμου περί επιμέτρησης στην εύλογη αξία. γ) Δύνανται να μην εφαρμόζουν τις παραγράφους 1 έ- ως και 3 του άρθρου 28 περί αναδρομικής διόρθωσης των επιπτώσεων από αλλαγές λογιστικών πολιτικών και αναγνώριση λαθών και αναγνωρίζουν τις σχετικές επι- πτώσεις στα ποσά των χρηματοοικονομικών καταστάσε- ων στην περίοδο που η αλλαγή λογιστικής πολιτικής πραγματοποιείται ή το λάθος εντοπίζεται.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 8

Οι οντότητες της παραγράφου 7 του παρόντος άρ- θρου παρέχουν τις πληροφορίες μόνο των παραγράφων 3, 16, 25 και 34 του άρθρου 29. Δύνανται να μην παρέ- χουν τις λοιπές πληροφορίες του άρθρου 29. Μικρές οντότητες

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 9

Οι μικρές οντότητες παρέχουν τις πληροφορίες μό- νο των παραγράφων 3 έως και 8, 10, 13, 14, 16 έως και 18, 23(α) και 25 του άρθρου 29. Δύνανται να μην παρέ- χουν τις λοιπές πληροφορίες του άρθρου 29. Μεσαίες οντότητες

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 10

Οι μεσαίες οντότητες δύνανται να μην παρέχουν τις πληροφορίες των παραγράφων 24, 32 και 33 του άρ- θρου 29. Ειδικές απλοποιήσεις και απαλλαγές

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 11

Η οντότητα της περίπτωσης γ΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 1 η οποία έχει ως αντικείμενο δραστηριότη- τας την εμπορία υγρών καυσίμων του ν. 3054/2002 ε- ντάσσεται στην κατηγορία των πολύ μικρών οντοτήτων της παραγράφου 2 του άρθρου 2 με μόνη προϋπόθεση ό- τι ο κύκλος εργασιών της δεν υπερβαίνει το όριο του κύ- κλου εργασιών της παραγράφου 4 του άρθρου 2.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 12

Όταν η οντότητα της παραγράφου 11 του παρό- ντος άρθρου υπερβαίνει ή παύει να υπερβαίνει το όριο της ίδιας παραγράφου για δύο διαδοχικές περιόδους, η παρεχόμενη δυνατότητα στη σύνταξη των χρηματοοικο- νομικών καταστάσεων ενεργοποιείται ή αίρεται αντί- στοιχα από την περίοδο που έπεται των δύο εν λόγω διαδοχικών περιόδων.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 13

Οι παρακάτω οντότητες της παραγράφου 2γ του άρθρου 1 έχουν τη δυνατότητα σύνταξης μόνο συνοπτι- κής κατάστασης αποτελεσμάτων, σύμφωνα με το υπό- δειγμα Β.6 και παρέχουν τις πληροφορίες της παραγρά- φου 2 του παρόντος άρθρου: α) Οι αλλοδαπές επιχειρήσεις που εγκαθίστανται στην Ελλάδα με βάση τους νόμους 89/1967 και 378/1968. β) Τα υποκαταστήματα των αλλοδαπών αεροπορικών επιχειρήσεων που λειτουργούν στην Ελλάδα και απαλ- λάσσονται φόρου εισοδήματος με τον όρο της αμοιβαιό- τητας. γ) Ο εκμεταλλευτής πλοίου δεύτερης κατηγορίας του άρθρου 3 του ν. 27/1975.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 14

Με απόφαση του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Ε- σόδων δύναται να καθορίζονται ειδικές απλουστεύσεις και απαλλαγές σε ό,τι αφορά στην τήρηση λογιστικών αρχείων (βιβλίων) και στην έκδοση λογιστικών στοιχείων (παραστατικών) για κατηγορίες οντοτήτων με κριτήρια το μέγεθος ή το είδος της δραστηριότητας ή τον τρόπο ή τον τόπο άσκησης αυτής και εφόσον διασφαλίζεται ο προσδιορισμός της φορολογητέας ύλης.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7ΕΝΟΠΟΙΗΜΕΝΕΣ ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ
Άρθρο 31Κατηγοριοποίηση οντοτήτων και ομίλων για σκοπούς ενοποίησηςΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Μικροί όμιλοι είναι οι όμιλοι που αποτελούνται από μία μητρική και θυγατρικές οντότητες προς υπαγωγή σε ενοποίηση, οι οποίοι σε ενοποιημένη βάση κατά την ημε- ρομηνία ισολογισμού της μητρικής οντότητας δεν υπερ- βαίνουν τα όρια τουλάχιστον δύο από τα ακόλουθα τρία κριτήρια: α) Σύνολο ενεργητικού: 4.000.000 ευρώ. β) Καθαρό ύψος κύκλου εργασιών: 8.000.000 ευρώ. γ) Μέσος όρος απασχολουμένων κατά τη διάρκεια της περιόδου: 50 άτομα.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Μεσαίοι όμιλοι είναι οι όμιλοι, εξαιρουμένων των μι- κρών, που αποτελούνται από μια μητρική και θυγατρικές οντότητες προς υπαγωγή σε ενοποίηση, οι οποίοι σε ε- νοποιημένη βάση κατά την ημερομηνία του ισολογισμού της μητρικής οντότητας δεν υπερβαίνουν τα όρια τουλά- χιστον δύο από τα ακόλουθα τρία κριτήρια: α) Σύνολο ενεργητικού: 20.000.000 ευρώ. β) Καθαρό ύψος κύκλου εργασιών: 40.000.000 ευρώ. γ) Μέσος όρος απασχολουμένων κατά τη διάρκεια της περιόδου: 250 άτομα.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Μεγάλοι όμιλοι είναι οι όμιλοι που αποτελούνται α- πό μία μητρική και θυγατρικές οντότητες προς υπαγωγή σε ενοποίηση, οι οποίοι σε ενοποιημένη βάση κατά την ημερομηνία του ισολογισμού της μητρικής οντότητας, υ- περβαίνουν τα όρια τουλάχιστον δύο από τα ακόλουθα τρία κριτήρια: α) Σύνολο ενεργητικού: 20.000.000 ευρώ. β) Καθαρό ύψος κύκλου εργασιών: 40.000.000 ευρώ. γ) Μέσος όρος απασχολουμένων κατά τη διάρκεια της περιόδου: 250 άτομα.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Τα όρια ενεργητικού και κύκλου εργασιών των πα- ραγράφων 1 έως 3 του παρόντος άρθρου ισχύουν μετά την αφαίρεση των συμψηφισμών και των απαλοιφών των παραγράφων 4 και 8 του άρθρου 34. Αν δεν λαμβάνονται υπόψη οι προαναφερόμενοι συμψηφισμοί και απαλοιφές τα όρια αυτά προσαυξάνονται κατά 20%.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Όταν ένας όμιλος υπερβαίνει ή παύει να υπερβαίνει τα όρια δύο εκ των τριών κριτηρίων των παραγράφων 1 έως 3 του παρόντος άρθρου κατά την ημερομηνία ισολο- γισμού της μητρικής οντότητας για δύο διαδοχικές πε- ριόδους, για τους σκοπούς εφαρμογής των ρυθμίσεων αυτού του νόμου η αλλαγή κατηγορίας μεγέθους ενερ- γοποιείται από την περίοδο που έπεται των δύο εν λόγω διαδοχικών περιόδων.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Το ποσό του κονδυλίου «Σύνολο ενεργητικού» είναι εκείνο του ομότιτλου κονδυλίου του υποδείγματος ισο- λογισμού Β.7 και του κονδυλίου «Κύκλος εργασιών» εί- ναι εκείνο του κονδυλίου «Κύκλος εργασιών (καθαρός)» του υποδείγματος της κατάστασης αποτελεσμάτων Β.8.1 ή Β.8.2, κατά περίπτωση.

Άρθρο 32Προϋποθέσεις υποχρεωτικής ενοποίησης

1) Τις ρυθμίσεις των άρθρων 32 έως 36 εφαρμόζουν οι οντότητες: οντότητες: α) Οι μητρικές οντότητες των περιπτώσεων α΄ και β΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 1 του παρόντος νόμου. β) Κάθε άλλη οντότητα όταν επιλέγει ή υποχρεώνεται από άλλη νομοθεσία, να συντάσει ενοποιημένες χρημα- τοοικονομικές καταστάσεις. 2) Μια μητρική οντότητα συντάσσει ενοποιημένες χρη- ματοοικονομικές καταστάσεις για την ίδια και κάθε άλλη οντότητα, εάν για την εν λόγω μητρική οντότητα ισχύει οποιοδήποτε από τα παρακάτω α΄ έως στ΄: α) Έχει την πλειοψηφία των δικαιωμάτων ψήφου των μετόχων, εταίρων ή μελών της άλλης οντότητας (θυγα- τρική οντότητα). β) Έχει το δικαίωμα να διορίζει ή να παύει την πλειο- ψηφία των μελών του διοικητικού, διαχειριστικού ή επο- πτικού οργάνου της άλλης οντότητας (θυγατρική οντό- τητα) και είναι ταυτόχρονα μέτοχος, εταίρος ή μέλος αυ- τής της οντότητας. γ) Έχει το δικαίωμα να ασκεί κυριαρχική επιρροή στην άλλη οντότητα (θυγατρική οντότητα), της οποίας είναι μέτοχος, εταίρος ή μέλος, είτε βάσει σύμβασης που έχει συνάψει με την οντότητα αυτή είτε βάσει πρόβλεψης του ιδρυτικού εγγράφου ή του καταστατικού της. δ) Είναι μέτοχος, εταίρος ή μέλος της άλλης οντότη- τας και είτε: δ1) ελέγχει από μόνη της, δυνάμει συμφωνίας που έ- χει συνάψει με άλλους μετόχους, εταίρους ή μέλη της ο- ντότητας αυτής (θυγατρική οντότητα), την πλειοψηφία των δικαιωμάτων ψήφου των μετόχων, εταίρων ή μελών της είτε δ2) ισχύουν αθροιστικά οι κατωτέρω προυποθέσεις: δ2.1) Η πλειοψηφία των μελών των διοικητικών, δια- χειριστικών ή εποπτικών οργάνων της οντότητας αυτής (θυγατρικής οντότητας) που είχαν τη διοίκηση κατά τη διάρκεια της τρέχουσας περιόδου, καθώς και κατά την προηγούμενη περίοδο και μέχρι την κατάρτιση των ενο- ποιημένων χρηματοοικονομικών καταστάσεων, έχει διο- ριστεί μόνο ως αποτέλεσμα της άσκησης των δικαιωμά- των ψήφου αυτής. δ2.2) Τα δικαιώματα ψήφου που κατέχονται από τη μη- τρική οντότητα αντιπροσωπεύουν τουλάχιστον το 20% των συνολικών δικαιωμάτων ψήφου στη θυγατρική οντό- τητα. δ2.3) Κανένα τρίτο μέρος δεν έχει τα δικαιώματα που αναφέρονται στα σημεία α΄, β΄ ή γ΄ της παρούσας πα- ραγράφου, αναφορικά με αυτή την οντότητα (θυγατρική οντότητα). ε) Έχει την εξουσία να ασκεί ή πράγματι ασκεί κυριαρ- χική επιρροή ή έλεγχο στην άλλη οντότητα (θυγατρική οντότητα). 3) Για την εφαρμογή των στοιχείων α΄, β΄ και δ΄ της παραγράφου 2 αυτού του άρθρου, τα δικαιώματα ψήφου, διορισμού και παύσης της πλειοψηφίας των μελών του διοικητικού, διαχειριστικού ή εποπτικού οργάνου κάθε θυγατρικής οντότητας, καθώς επίσης και τα δικαιώματα κάθε προσώπου που ενεργεί στο όνομά του αλλά για λο- γαριασμό της μητρικής οντότητας ή μιας άλλης θυγατρι- κής οντότητας, προστίθενται σε εκείνα της μητρικής ο- ντότητας. 4) Για την εφαρμογή των στοιχείων α΄, β΄ και δ΄ της παραγράφου 2 αυτού του άρθρου, από τα δικαιώματα της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου, αφαιρούνται τα δικαιώματα τα οποία: α) ενσωματώνονται σε μετοχές που κατέχονται για λογαριασμό ενός προσώπου που δεν είναι ούτε η μητρι- κή οντότητα ούτε μια θυγατρική οντότητα αυτής της μη- τρικής, ή β) ενσωματώνονται σε μετοχές οι οποίες: β1) κατέχονται για εγγύηση, εφόσον τα δικαιώματα αυτά ασκούνται, σύμφωνα με τις οδηγίες που έχουν λη- φθεί, ή β2) κατέχονται σε σχέση με δάνεια που χορηγήθηκαν στα πλαίσια της συνήθους επιχειρηματικής δραστηριότη- τας, εφόσον τα δικαιώματα ψήφου ασκούνται προς όφε- λος του προσώπου που παρέχει την εγγύηση. 5) Για τους σκοπούς των σημείων α΄ και δ΄ της παρα- γράφου 2, το σύνολο των δικαιωμάτων ψήφου των μετό- χων, εταίρων ή μελών στην θυγατρική οντότητα, μειώνε- ται με τα δικαιώματα ψήφου που ενσωματώνονται στις μετοχές που κατέχονται από αυτή την ίδια την οντότητα, από μια θυγατρική αυτής της οντότητας ή από ένα πρό- σωπο που ενεργεί στο όνομά του αλλά για λογαριασμό αυτών των οντοτήτων. 6) Μια μητρική οντότητα και όλες οι θυγατρικές της ο- ντότητες ενοποιούνται ανεξαρτήτως της έδρας των θυ- γατρικών οντοτήτων. 7) Κάθε οντότητα που υπάγεται στην ελληνική νομο- θεσία συντάσσει ενοποιημένες χρηματοοικονομικές κα- ταστάσεις, εάν αυτή η οντότητα και μία άλλη(ες) οντότη- τα(ες) με την(τις) οποία(ες) δεν συνδέεται με τις σχέσεις που ορίζονται στις παραγράφους 2 έως 5 του παρόντος άρθρου, διοικούνται σε ενιαία βάση, σύμφωνα με: α) σύμβαση που έχει υπογραφεί με την άλλη οντότη- τα, ή β) προβλέψεις στο ιδρυτικό έγγραφο ή το καταστατικό της άλλης οντότητας. 8) Οι οντότητες που αναφέρονται στις παραγράφους 6 και 7 και όλες οι θυγατρικές τους οντότητες ενοποιού- νται, όταν μία ή περισσότερες από αυτές τις οντότητες εμπίπτουν στις κατηγορίες των οντοτήτων που αναφέ- ρονται στις περιπτώσεις α΄ ή β΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 1 του παρόντος νόμου. 9) Η παράγραφος 6 του παρόντος άρθρου και οι παρά- γραφοι 1, 6 και 7 του άρθρου 33 και τα άρθρα 34 έως 36 εφαρμόζονται στις ενοποιημένες χρηματοοικονομικές καταστάσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 7 του παρόντος άρθρου, με την επιφύλαξη των κατωτέρω ανα- φερομένων: α) αναφορές σε μητρικές οντότητες εκλαμβάνονται ως αναφερόμενες σε όλες τις οντότητες που αναφέρο- νται στην παράγραφο 7 του παρόντος άρθρου, και β) με την επιφύλαξη της παραγράφου 4 του άρθρου 34, τα διάφορα κονδύλια καθαρής θέσης που περιλαμβά- νονται στις ενοποιημένες χρηματοοικονομικές καταστά- σεις είναι τα συνολικά ποσά των αντίστοιχων κονδυλίων που αναλογούν σε καθεμία οντότητα που αναφέρεται στην παράγραφο 7 του παρόντος άρθρου.

Άρθρο 33Κατηγορίες οντοτήτων που απαλλάσσονται από ενοποίηση

1) Οι μικροί και οι μεσαίοι όμιλοι απαλλάσσονται από την υποχρέωση σύνταξης ενοποιημένων χρηματοοιοκο- νομικών καταστάσεων, εκτός και εάν κάποια από τις ο- ντότητες του ομίλου είναι δημοσίου συμφέροντος. 2) Μια μητρική οντότητα απαλάσσεται από την υπο- χρέωση σύνταξης ενοποιημένων χρηματοοικονομικών καταστάσεων, εάν αυτή η μητρική οντότητα (απαλλασ- σόμενη οντότητα) είναι επίσης θυγατρική οντότητα μιας άλλης οντότητας η οποία υπόκειται στο δίκαιο ενός κρά- τους-μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και: α) η μητρική οντότητα της απαλασσόμενης οντότητας κατέχει όλες τις μετοχές της απαλασσόμενης οντότη- τας. Οι μετοχές στην απαλασσόμενη οντότητα που κατέ- χονται από μέλη των διοικητικών, διαχειριστικών ή επο- πτικών οργάνων βάσει νομικής δέσμευσης ή δέσμευσης στο ιδρυτικό έγγραφό της ή στο καταστατικό της, δεν λαμβάνονται υπόψη για το σκοπό της απαλλαγής, ή β) η μητρική οντότητα της απαλασσόμενης οντότητας, κατέχει το 90% ή περισσότερο των μετοχών της απα- λασσόμενης και οι υπόλοιποι μέτοχοι ή μέλη αυτής έ- χουν εγκρίνει την απαλλαγή. 3) Η απαλλαγή που αναφέρεται στην παράγραφο 2 πρέπει να πληροί όλες τις κατωτέρω προυποθέσεις: α) Η απαλλασσόμενη οντότητα και, με την επιφύλαξη της παραγράφου 6 του παρόντος άρθρου, όλες οι θυγα- τρικές της οντότητες ενοποιούνται στις χρηματοοικονο- μικές καταστάσεις ενός μεγαλύτερου συνόλου οντοτή- των, η μητρική οντότητα του οποίου διέπεται από το δί- καιο κράτους-μέλους. β) Οι ενοποιημένες χρηματοοικονομικές καταστάσεις που αναφέρονται στην περίπτωση α΄ της παρούσας πα- ραγράφου του μεγαλύτερου συνόλου οντοτήτων συ- ντάσσσονται από την μητρική οντότητα αυτού του συνό- λου, σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους-μέλους της Ευ- ρωπαϊκής Ένωσης που διέπει αυτή τη μητρική οντότητα, σύμφωνα με την Οδηγία 2013/34/EΕ, ή τα Δ.Π.Χ.Α. που έχουν υιοθετηθεί βάσει του Κανονισμού 1606/2002 της Ευρωπαϊκής Ένωσης. γ) Αναφορικά με την απαλλασσόμενη οντότητα, τα κα- τωτέρω στοιχεία δημοσιεύονται με τον τρόπο που απαι- τείται από το δίκαιο της χώρας μέλους στο οποίο υπόκει- ται η εν λόγω οντότητα, σύμφωνα με το άρθρο 30 της Ο- δηγίας 2013/34/ΕΕ: γ1) Οι ενοποιημένες χρηματοοικονομικές καταστάσεις που αναφέρονται στην περίπτωση α΄ της παρούσας πα- ραγράφου. γ2) Η έκθεση ελέγχου. δ) Οι σημειώσεις των ετησίων χρηματοοικονομικών κατάστασεων της απαλλασσόμενης οντότητας γνωστο- ποιούν τα κατωτέρω: δ1) την επωνυμία και την έδρα της μητρικής οντότητας που συντάσει τις ενοποιημένες χρηματοοικονομικές κα- ταστάσεις που αναφέρονται στην περίπτωση α΄ της πα- ρούσας παραγράφου, και δ2) την απαλλαγή από την υποχρέωση σύνταξης ενο- ποιημένων χρηματοοικονομικών καταστάσεων. 4) Μια μητρική οντότητα απαλλάσσεται από την υπο- χρέωση σύνταξης ενοποιημένων χρηματοοικονομικών καταστάσεων, εάν η εν λόγω μητρική οντότητα (απαλασ- σόμενη οντότητα) είναι θυγατρική μιας άλλης μητρικής οντότητας η οποία δεν διέπεται από το δίκαιο ενός κρά- τους-μέλους, αν πληρούνται όλες οι κατωτέρω προυπο- θέσεις: α) Η απαλλασσόμενη οντότητα και, με την επιφύλαξη της παραγράφου 6, όλες οι θυγατρικές της οντότητες ε- νοποιούνται στις χρηματοοικονομικές καταστάσεις ενός μεγαλύτερου συνόλου οντοτήτων. β) Οι ενοποιημένες χρηματοοικονομικές καταστάσεις που αναφέρονται στην περίπτωση α΄ της παρούσας πα- ραγράφου, συντάσσονται: β1) σύμφωνα με την Οδηγία 2013/34/EΕ ή β2) σύμφωνα με τα Δ.Π.Χ.Α. ή β3) με τρόπο ισοδύναμο των ενοποιημένων χρηματο- οικονομικών καταστάσεων που συντάσσονται βάσει της Οδηγίας 2013/34/ΕΕ ή β4) με τρόπο ισοδύναμο των Δ.Π.Χ.Α., όπως αυτός κα- θορίζεται, σύμφωνα με τον Κανονισμό της Επιτροπής της Ευρωπαϊκής Ένωσης 1569/2007 της 21ης Δεκεμβρί- ου 2007 που καθιερώνει το μηχανισμό για τον προσδιο- ρισμό της ισοδυναμίας των λογιστικών προτύπων που ε- φαρμόζονται από τρίτες χώρες που εκδίδουν τίτλους βά- σει των Οδηγιών 2003/71/EΚ και 2004/109/EΚ του Ευρω- παϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου. γ) Οι ενοποιημένες χρηματοοικονομικές καταστάσεις που αναφέρονται στην περίπτωση α΄ ανωτέρω, έχουν ε- λεγχθεί από έναν ή περισσότερους νόμιμους ελεγκτές ή ελεγκτικές εταιρείες (ελεγκτικά γραφεία), που έχουν α- δειοδοτηθεί για να διενεργούν ελέγχους χρηματοοικο- νομικών καταστάσεων, βάσει της εθνικής νομοθεσίας η οποία διέπει την οντότητα που συντάσσει αυτές τις κα- ταστάσεις. δ) Οι περιπτώσεις γ΄ και δ΄ της παραγράφου 3 πρέπει να εφαρμόζονται. 5) Η απαλλαγή της προηγούμενης παραγράφου 4 δεν παρέχεται αν η προς απαλλαγή οντότητα είναι οντότητα δημοσίου συμφέροντος που εμπίπτει στην περίπτωση α΄ του ορισμού των οντοτήτων δημοσίου συμφέροντος του παραρτήματος Α΄. 6) Μια οντότητα, περιλαμβανομένης μιας οντότητας δημοσίου συμφέροντος, δεν απαιτείται να περιλαμβάνε- ται στις ενοποιημένες χρηματοοικονομικές καταστάσεις, όταν πληρείται μία τουλάχιστον από τις κατωτέρω προϋ- ποθέσεις: α) σε εξαιρετικά σπάνιες περιπτώσεις που οι αναγκαί- ες πληροφορίες για την κατάρτιση των ενοποιημένων χρηματοοικονομικών καταστάσεων, σύμφωνα με τον πα- ρόντα νόμο δεν μπορούν να αποκτηθούν χωρίς δυσανά- λογα έξοδα ή υπερβολική καθυστέρηση ή β) οι μετοχές αυτής της οντότητας κατέχονται απο- κλειστικά με σκοπό την μεταγενέστερη διάθεσή τους, ή γ) αυστηροί μακροπρόθεσμοι περιορισμοί παρεμποδί- ζουν ουσιωδώς: γ1) τη μητρική οντότητα να ασκεί τα δικαιώματά της στα περιουσιακά στοιχεία ή στη διοίκηση αυτής της ο- ντότητας ή γ2) την άσκηση της ενοποιημένης διοίκησης αυτής της οντότητας όταν εμπίπτει σε μια από τις σχέσεις που κα- θορίζονται στο άρθρο 32 παράγραφος 7. 7) Κάθε μητρική οντότητα, περιλαμβανομένης μιας ο- ντότητας δημοσίου συμφέροντος, απαλλάσσεται από την υποχρέωση που επιβάλεται από το άρθρο 32, εάν: α) έχει μόνο θυγατρικές οντότητες που δεν είναι ση- μαντικές, τόσο ατομικά όσο και συνολικά, ή / και β) όλες οι θυγατρικές της οντότητες μπορούν να εξαι- ρεθούν από την ενοποίηση βάσει της παραγράφου 6 του παρόντος άρθρου.

Άρθρο 34Κανόνες κατάρτισης ενοποιημένων χρηματοοικονομικών καταστάσεωνΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Οι ενοποιημένες χρηματοοικονομικές καταστάσεις καταρτίζονται, σύμφωνα με τα υποδείγματα Β.7 έως και Β.10 του Παραρτήματος Β΄ του παρόντος νόμου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Τα άρθρα 16 έως 29 του παρόντος νόμου εφαρμόζο- νται αναφορικά με τις ενοποιημένες χρηματοοικονομι- κές καταστάσεις, λαμβάνοντας υπόψη τις ουσιώδεις προσαρμογές που προκύπτουν από τα ιδιαίτερα χαρα- κτηριστικά των ενοποιημένων χρηματοοικονομικών κα- ταστάσεων σε σύγκριση με τις ετήσιες χρηματοοικονο- μικές καταστάσεις.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Τα περιουσιακά στοιχεία και οι υποχρεώσεις των ο- ντοτήτων που περιλαμβάνονται στην ενοποίηση ενσω- ματώνονται στο σύνολό τους στον ενοποιημένο ισολογι- σμό.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Οι λογιστικές αξίες των μετοχών στο κεφάλαιο των οντοτήτων που περιλαμβάνονται στην ενοποίηση συμ- ψηφίζονται έναντι της αναλογίας που αντιπροσωπεύουν στην καθαρή θέση εκείνων των οντοτήτων, ως εξής: α) Εκτός της περίπτωσης μετοχών στο κεφάλαιο της μητρικής οντότητας που κατέχονται είτε από την ίδια την οντότητα είτε από άλλη οντότητα που περιλαμβάνε- ται στην ενοποίηση, οι οποίες αντιμετωπίζονται ως ίδιες μετοχές, σύμφωνα με τον παρόντα νόμο, ο εν λόγω συμ- ψηφισμός γίνεται με βάση τις λογιστικές αξίες που υ- πάρχουν κατά την ημερομηνία που εκείνες οι οντότητες περιελήφθησαν στην ενοποίηση για πρώτη φορά. Οι δια- φορές που προκύπτουν από τον συμψηφισμό κατανέμο- νται, στο βαθμό που είναι δυνατόν, σε εκείνα τα στοιχεία του ενοποιημένου ισολογισμού, των οποίων οι εύλογες αξίες είναι μεγαλύτερες ή μικρότερες από τις λογιστικές αξίες τους. β) Η διαφορά που απομένει μετά την εφαρμογή της περίπτωσης α΄ αφορά υπεραξία και αντιμετωπίζεται λο- γιστικά ως εξής: β1) Η θετική διαφορά εμφανίζεται στον ενοποιημένο ι- σολογισμό ως περιουσιακό στοιχείο με τον τίτλο «Yπε- ραξία» και αντιμετωπίζεται, κατά περίπτωση, βάσει των παραγράφων 3(α)(6) ή 3(α)(7) του άρθρου 18. β2) Η αρνητική διαφορά υποδηλώνει αγορά σε τιμή ευ- καιρίας και μεταφέρεται άμεσα στα αποτελέσματα των ενοποιημένων χρηματοοικονομικών καταστάσεων ως κέρδος. γ) Όταν η μητρική και η θυγατρική ελέγχονται τελικά από το ίδιο μέρος τόσο πριν όσο και μετά την ενοποίηση, και εφόσον ο έλεγχος δεν είναι προσωρινός, δεν εφαρ- μόζονται οι προβλέψεις του δεύτερου εδαφίου της περί- πτωσης α΄ και η περίπτωση β΄ της παρούσας παραγρά- φου. Στην περίπτωση αυτή η λογιστική αξία της κατεχό- μενης από τη μητρική επένδυσης συμψηφίζεται με την α- ξία που αντιστοιχεί στο ποσοστό των ιδίων κεφαλαίων της θυγατρικής που κατέχει η μητρική και τυχόν διαφο- ρές καταχωρούνται στα αποτελέσματα εις νέον του ενο- ποιημένου ισολογισμού.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Όταν μετοχές θυγατρικών οντοτήτων που περιλαμ- βάνονται στην ενοποίηση κατέχονται από πρόσωπα, άλ- λα εκτός του ομίλου, το ποσό που αποδίδεται σε αυτές τις μετοχές εμφανίζεται ξεχωριστά στην καθαρή θέση του ενοποιημένου ισολογισμού ως «δικαιώματα που δεν ασκούν έλεγχο».

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Τα έσοδα, κέρδη, έξοδα και ζημίες των οντοτήτων που περιλαμβάνονται στην ενοποίηση ενσωματώνονται πλήρως στην ενοποιημένη κατάσταση αποτελεσμάτων.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 7

Το ποσό του κέρδους ή ζημίας που αποδίδεται στις μετοχές που αναφέρονται στην παράγραφο 5 του παρό- ντος άρθρου εμφανίζεται ξεχωριστά στην ενοποιημένη κατάσταση αποτελεσμάτων, ως κέρδος ή ζημία που απο- δίδεται στα δικαιώματα που δεν ασκούν έλεγχο.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 8

Οι ενοποιημένες χρηματοοικονομικές καταστάσεις εμφανίζουν τα περιουσιακά στοιχεία, τις υποχρεώσεις, τις χρηματοοικονομικές θέσεις, τα κέρδη ή τις ζημίες των οντοτήτων που περιλαμβάνονται στην ενοποίηση, ως να ήταν μια οντότητα. Ιδιαίτερα, τα κατωτέρω απα- λείφονται από τις ενοποιημένες χρηματοοικονομικές κα- ταστάσεις: α) Υποχρεώσεις και απαιτήσεις μεταξύ των οντοτή- των. β) Έσοδα, κέρδη, έξοδα και ζημίες που σχετίζονται με συναλλαγές μεταξύ των οντοτήτων. γ) Κέρδη και ζημίες που προκύπτουν από συναλλαγές μεταξύ των οντοτήτων, όταν περιλαμβάνονται στις λογι- στικές αξίες των περιουσιακών στοιχείων.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 9

Οι ενοποιημένες χρηματοοικονομικές καταστάσεις συντάσσονται κατά την ίδια ημερομηνία με τις ετήσιες χρηματοοικονομικές καταστάσεις της μητρικής οντότη- τας.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 10

Τα περιουσιακά στοιχεία και οι υποχρεώσεις που περιλαμβάνονται στην ενοποίηση επιμετρώνται με τις ί- διες μεθόδους και, σύμφωνα με τα άρθρα 16 έως 29 του παρόντος νόμου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 11

Όταν τα περιουσιακά στοιχεία και οι υποχρεώσεις που περιλαμβάνονται στις ενοποιημένες χρηματοοικο- νομικές καταστάσεις έχουν επιμετρηθεί, από οντότητες που περιλαμβάνονται στην ενοποίηση, με τη χρήση δια- φορετικών λογιστικών πολιτικών από αυτές που χρησι- μοποιούνται για σκοπούς της ενοποίησης, τα εν λόγω περιουσιακά στοιχεία και οι υποχρεώσεις επαναμετρού- νται, σύμφωνα με τις μεθόδους που χρησιμοποιούνται στην ενοποίηση. Παρέκκλιση από αυτή την απαίτηση επι- τρέπεται σε εξαιρετικές περιπτώσεις. Κάθε τέτοια πα- ρέκκλιση γνωστοποιείται και δικαιολογείται στις σημειώ- σεις των χρηματοοικονομικών καταστάσεων.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 12

Αναβαλλόμενοι φόροι αναγνωρίζονται στις ενο- ποιημένες χρηματοοικονομικές καταστάσεις, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 23. Κατ’ εξαίρεση δεν επι- τρέπεται συμψηφισμός στον ισολογισμό αναβαλλόμε- νων φορολογικών απαιτήσεων με αναβαλλόμενες φορο- λογικές υποχρεώσεις, όταν τα σχετικά ποσά προέρχο- νται από οντότητες που λειτουργούν σε διαφορετικές φορολογικές δικαιοδοσίες.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 13

Οι κοινές δραστηριότητες ενοποιούνται με τη χρή- ση της μεθόδου της αναλογικής ενοποίησης. Οι παρά- γραφοι 6 και 7 του άρθρου 33 και το παρόν άρθρο εφαρ- μόζονται κατ’ αναλογία στην αναλογική ενοποίηση.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 14

Όταν η θυγατρική μιας μητρικής οντότητας καταρ- τίζει τις χρηματοοικονομικές της καταστάσεις σε ένα νό- μισμα άλλο από το νόμισμα στο οποίο καταρτίζονται οι χρηματοοικονομικές καταστάσεις της μητρικής οντότη- τας, τα στοιχεία των χρηματοοικονομικών καταστάσεων της θυγατρικής μετατρέπονται στο νόμισμα στο οποίο καταρτίζονται οι χρηματοοικονομικές καταστάσεις της μητρικής οντότητας ως εξής: α) Τα στοιχεία της κατάστασης αποτελεσμάτων μετα- τρέπονται με τη μέση ισοτιμία της περιόδου αναφοράς. β) Τα περιουσιακά στοιχεία και οι υποχρεώσεις μετα- τρέπονται με τη συναλλαγματική ισοτιμία κλεισίματος της ημερομηνίας του ισολογισμού. γ) Τα στοιχεία της καθαρής θέσης μετατρέπονται με τη συναλλαγματική ισοτιμία της ημερομηνίας κατά την ο- ποία εισφέρθηκαν ή σχηματίσθηκαν. δ) Οι συναλλαγματικές διαφορές που προκύπτουν από τις παραπάνω μετατροπές υπό α΄, β΄ και γ΄ αναγνωρίζο- νται κατευθείαν ως στοιχείο (διαφορά) στην καθαρή θέ- ση. Το στοιχείο αυτό της καθαρής θέσης μεταφέρεται στην ενοποιημένη κατάσταση αποτελεσμάτων κατά την εκποίηση της θυγατρικής.

Άρθρο 35Μέθοδος της καθαρής θέσης για συγγενείς και κοινοπραξίεςΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Όταν μια οντότητα που περιλαμβάνεται στην ενο- ποίηση έχει μια συμμετοχή σε συγγενή ή κοινοπραξία, αυτή η συμμετοχή εμφανίζεται στον ενοποιημένο ισολο- γισμό σε ιδιαίτερο κονδύλι με τον τίτλο «συμμετοχή σε συγγενή ή και κοινοπραξία», βάσει της μεθόδου της κα- θαρής θέσης.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Με τη μέθοδο της καθαρής θέσης, μια συγγενής ή κοινοπραξία αναγνωρίζεται κατά την απόκτησή της στο κόστος κτήσης.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Το ποσό που αντιστοιχεί στην αναλογία της καθα- ρής θέσης της συγγενούς ή της κοινοπραξίας, που προ- κύπτει από την εφαρμογή των παραγράφων 1 και 2 αυ- τού του άρθρου, αυξάνεται ή μειώνεται με το ποσό της μεταβολής της καθαρής θέσης της κατά τη διάρκεια της περιόδου που αντιστοιχεί στα συμμετοχικά δικαιώματα της οντότητας (επενδυτής) και μειώνεται με το ποσό των εισπραττόμενων μερισμάτων που αναλογούν σε αυ- τά τα συμμετοχικά δικαιώματα.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Στο βαθμό που η θετική διαφορά μεταξύ του κό- στους κτήσης και της αναλογίας της καθαρής θέσης που αποκτήθηκε δεν μπορεί να συσχετισθεί με κάποια κατη- γορία περιουσιακών στοιχείων ή υποχρεώσεων, αντιμε- τωπίζεται ως «υπεραξία», σύμφωνα με την παράγραφο 3(α)(6) ή 3(α)(7), κατά περίπτωση, του άρθρου 18.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Η αναλογία των αποτελεσμάτων των συγγενών ή των κοινοπραξιών που αποδίδεται στα συμμετοχικά δι- καιώματα της οντότητας εμφανίζεται στα ενοποιημένα αποτελέσματα ως ξεχωριστό κονδύλι με τον τίτλο «απο- τέλεσμα από συγγενείς και κοινοπραξίες».

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Οι απαλοιφές που αναφέρονται στο άρθρο 34 παρά- γραφος 8 γίνονται στο βαθμό που τα γεγονότα είναι γνωστά ή μπορούν να επιβεβαιωθούν.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 7

Όταν μια συγγενής ή κοινοπραξία συντάσσει ενο- ποιημένες χρηματοοικονομικές καταστάσεις, οι παρά- γραφοι 1 έως 6 του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται στην καθαρή θέση που εμφανίζεται σε αυτές τις ενοποι- ημένες χρηματοοικονομικές καταστάσεις.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 8

Αυτό το άρθρο δεν απαιτείται να εφαρμόζεται όταν η αξία των συμμετοχικών δικαιωμάτων στο κεφάλαιο συγγενούς ή κοινοπραξίας δεν είναι σημαντική.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 9

Οι προβλέψεις της παραγράφου 14 του άρθρου 34 εφαρμόζονται στη μετατροπή των χρηματοοικονομικών καταστάσεων συγγενών ή κοινοπραξιών που έχουν συ- νταχθεί σε νόμισμα άλλο από το νόμισμα στο οποίο έ- χουν συνταχθεί οι χρηματοοικονομικές καταστάσεις της επενδύτριας οντότητας.

Άρθρο 36Σημειώσεις των ενοποιημένων χρηματοοικονομικών καταστάσεωνΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Οι σημειώσεις των ενοποιημένων χρηματοοικονομι- κών καταστάσεων περιλαμβάνουν όλες τις πληροφο- ρίες, συμπεριλαμβανομένων των πληροφοριών που προ- βλέπονται από το άρθρο 29, με τρόπο που διευκολύνει την αξιολόγηση της χρηματοοικονομικής θέσης των ο- ντοτήτων που περιλαμβάνονται στην ενοποίηση ως σύ- νολο, και λαμβάνοντας υπόψη τις ουσιώδεις προσαρμο- γές που προκύπτουν από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των ενοποιημένων χρηματοοικονομικών καταστάσεων σε σύγκριση με τις ετήσιες. Ιδιαίτερα: α) Κατά τη γνωστοποίηση των συναλλαγών με τα συν- δεδεμένα μέρη, οι συναλλαγές μεταξύ τέτοιων μερών που περιλαμβάνονται στην ενοποίηση και έχουν απαλει- φθεί, παραλείπονται. β) Κατά τη γνωστοποίηση του μέσου αριθμού των ερ- γαζομένων που απασχολήθηκαν στη διάρκεια της περιό- δου, γίνεται ξεχωριστή γνωστοποίηση για το μέσο αριθ- μό των εργαζομένων που απασχολήθηκαν σε από κοινού ελεγχόμενες δραστηριότητες. γ) Κατά τη γνωστοποίηση των ποσών των αποζημιώ- σεων, των προκαταβολών και των πιστώσεων που δόθη- καν σε μέλη των διοικητικών, διαχειριστικών και εποπτι- κών συμβουλίων, γνωστοποιούνται μόνο τα ποσά που δόθηκαν σε μέλη αυτών των συμβουλίων της μητρικής ο- ντότητας, από την ίδια και τις θυγατρικές της.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Οι σημειώσεις των ενοποιημένων χρηματοοικονομι- κών καταστάσεων, εκτός των πληροφοριών που απαι- τούνται από την παράγραφο 1, περιλαμβάνουν: α) Αναφορικά με τις οντότητες που περιλαμβάνονται στην ενοποίηση: α.1) Τις επωνυμίες και την έδρα των οντοτήτων. α.2) Την κατεχόμενη αναλογία στο κεφάλαιο αυτών των οντοτήτων από άλλες οντότητες που περιλαμβάνο- νται στην ενοποίηση εκτός της μητρικής οντότητας ή α- πό πρόσωπα που ενεργούν στο όνομά τους αλλά για λο- γαριασμό των εν λόγω οντοτήτων, και α.3) Πληροφορίες αναφορικά με το ποιές από τις προ- ϋποθέσεις των παραγράφων 2 και 7 του άρθρου 32, μετά την εφαρμογή των παραγράφων 3, 4 και 5 του άρθρου 32, αποτέλεσε τη βάση με την οποία έγινε η ενοποίηση. Πάντως, αυτή η γνωστοποίηση μπορεί να παραλείπεται όταν η ενοποίηση έχει γίνει με βάση την παράγραφο 2α του άρθρου 32 και όταν η αναλογία στο κεφάλαιο και στα δικαιώματα ψήφου είναι η ίδια. α.4) Οι πληροφορίες των περιπτώσεων α1 έως α3 ανω- τέρω παρέχονται και σε σχέση με τις οντότητες που α- παλλάσσονται από την ενοποίηση για λόγους μη σημα- ντικότητας, σύμφωνα με την παράγραφο 5 του άρθρου 17 και την παράγραφο 7 του άρθρου 33. Παρέχεται επί- σης επεξήγηση για την απαλλαγή των οντοτήτων που α- ναφέρονται στην παράγραφο 7 του άρθρου 33. β) Τις επωνυμίες και την έδρα των συγγενών οντοτή- των που περιλαμβάνονται στην ενοποίηση και την ανα- λογία του κεφαλαίου τους που κατέχεται από οντότητες που περιλαμβάνονται στην ενοποίηση, όπως ορίζεται στην παράγραφο 1 του άρθρου 35 ή από πρόσωπα που ε- νεργούν στο όνομά τους αλλά για λογαριασμό αυτών των οντοτήτων. γ) Τις επωνυμίες και τα μητρώα εγγραφής των κοινο- πραξιών και των από κοινού ελεγχόμενων δραστηριοτή- των, τους παράγοντες επί των οποίων βασίζεται η κοινή διοίκηση (έλεγχος) επί αυτών και την αναλογία του κε- φαλαίου τους που κατέχεται από οντότητες που περι- λαμβάνονται στην ενοποίηση ή από πρόσωπα που ενερ- γούν στο όνομά τους αλλά για λογαριασμό αυτών των ο- ντοτήτων. δ) Αναφορικά με κάθε οντότητα, εκτός αυτών που ανα- φέρονται στις περιπτώσεις α΄, β΄ και γ΄ της παρούσας παραγράφου, στην οποία οι οντότητες που περιλαμβά- νονται στην ενοποίηση, είτε οι ίδιες είτε μέσω προσώ- πων που ενεργούν στο όνομά τους αλλά για λογαριασμό αυτών των οντοτήτων, έχουν συμμετοχικά δικαιώματα: δ.1) Τις επωνυμίες και την έδρα αυτών των οντοτήτων. δ.2) Την αναλογία του κατεχόμενου κεφαλαίου. δ.3) Το ποσό της καθαρής θέσης και των αποτελεσμά- των για την πιο πρόσφατη περίοδο της υπό αναφορά ο- ντότητας για την οποία έχουν εγκριθεί χρηματοοικονομι- κές καταστάσεις. ε) Οι πληροφορίες που αφορούν την καθαρή θέση και τα αποτελέσματα της περίπτωσης δ΄ μπορούν να παρα- λείπονται όταν η υπό αναφορά οντότητα δεν δημοσιεύει τις χρηματοοικονομικές καταστάσεις της.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Οι μέθοδοι που χρησιμοποιήθηκαν για τον υπολογι- σμό του ποσού της υπεραξίας και κάθε σημαντική μετα- βολή της σε σχέση με την προηγούμενη περίοδο επεξη- γούνται στις σημειώσεις των χρηματοοικονομικών κατα- στάσεων.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Όταν εφαρμόζεται η μέθοδος της καθαρής θέσης σε μια συγγενή ή κοινοπραξία, η οντότητα γνωστοποιεί τη διαφορά μεταξύ του κόστους κτήσης της επένδυσης και της λογιστικής αξίας της αναλογίας της καθαρής θέσης που αποκτήθηκε, κατά την ημερομηνία απόκτησης. Η γνωστοποίηση αυτή απαιτείται μόνο στην περίοδο που έ- γινε η απόκτηση.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Όταν τα περιουσιακά στοιχεία ή οι υποχρεώσεις μιας συγγενούς ή κοινοπραξίας έχουν επιμετρηθεί στις ατομικές τους χρηματοοικονομικές καταστάσεις με με- θόδους άλλες από αυτές που χρησιμοποιήθηκαν για ενο- ποίηση, σύμφωνα με την παράγραφο 10 του άρθρου 34, τα εν λόγω στοιχεία για τον υπολογισμό της διαφοράς της παραγράφου 4 του παρόντος άρθρου μπορούν να ε- παναμετρώνται, σύμφωνα με τις μεθόδους που χρησιμο- ποιούνται για ενοποίηση. Εάν τέτοια επαναμέτρηση δεν έχει πραγματοποιηθεί, γνωστοποιείται το γεγονός αυτό.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Αν η σύνθεση των οντοτήτων που περιλαμβάνονται στην ενοποίηση έχει μεταβληθεί σημαντικά κατά τη διάρκεια μιας περιόδου, οι ενοποιημένες χρηματοοικο- νομικές καταστάσεις περιλαμβάνουν πληροφορίες που καθιστούν δυνατή τη σύγκριση των διαδοχικών ενοποιη- μένων χρηματοοικονομικών καταστάσεων.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 7

Όταν εφαρμόζεται η περίπτωση γ΄ της παραγράφου 4 του άρθρου 34, γνωστοποιούνται οι μεταβολές που προκύπτουν στα αποτελέσματα εις νέον, καθώς και η ε- πωνυμία και η έδρα των θυγατρικών.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8ΠΡΩΤΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΚΑΙ ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕIΣ
Άρθρο 37Πρώτη εφαρμογήΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Ο παρών νόμος τίθεται σε ισχύ, όπως ορίζεται στο άρθρο 44.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Η πρώτη εφαρμογή των κανόνων επιμέτρησης και σύνταξης χρηματοοικονομικών καταστάσεων των κεφα- λαίων 4 έως 7 αντιμετωπίζεται ως αλλαγή λογιστικών πολιτικών, σύμφωνα με το άρθρο 28 του παρόντος νό- μου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Όταν η αναδρομική προσαρμογή ορισμένων ή όλων των στοιχείων των χρηματοοικονομικών καταστάσεων είναι πρακτικά δυσχερής ή όταν το απαιτούμενο κόστος είναι σημαντικό, στην αρχή της περιόδου της πρώτης ε- φαρμογής η οντότητα δύναται: α) Στην περίπτωση που υιοθετείται το ιστορικό κόστος ως βάση επιμέτρησης ενός στοιχείου εφεξής: α.1) να θεωρήσει τις λογιστικές αξίες των στοιχείων του ισολογισμού του τέλους της προηγούμενης περιό- δου ως το τεκμαρτό κόστος αυτού του στοιχείου για την εφαρμογή του παρόντος νόμου, ή α.2) να επιμετρήσει αυτό το στοιχείο στην εύλογη αξία του, σύμφωνα με το άρθρο 24. Σε αυτή την περίπτωση, η εύλογη αξία που χρησιμοποιήθηκε θεωρείται ως το τεκ- μαρτό κόστος του στοιχείου αυτού για την εφαρμογή του παρόντος νόμου εφεξής. Η επιλογή του παρόντος ε- δαφίου παρέχεται μόνο για ιδιοχρησιμοποιούμενα και ε- πενδυτικά ακίνητα. α.3) Κάθε διαφορά που προκύπτει από την εφαρμογή του προηγούμενου σημείου υπό α2 αναγνωρίζεται στα κέρδη εις νέον στην καθαρή θέση. β) Στην περίπτωση που υιοθετείται η εύλογη αξία ως βάση επιμέτρησης εφεξής, σύμφωνα με το άρθρο 24, η οντότητα επιμετρά τα σχετικά στοιχεία του ισολογισμού στην εύλογη αξία. Κάθε προκύπτουσα διαφορά αναγνω- ρίζεται είτε κατευθείαν στα κέρδη εις νέον της καθαρής θέσης είτε ως διαφορά εύλογης αξίας στην καθαρή θέ- ση, σύμφωνα με το άρθρο 24. γ) Οι πολύ μικρές οντότητες της παραγράφου 2α, 2β και 2γ του άρθρου 1 δεν έχουν την επιλογή της περίπτω- σης α2 της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Η αναδρομική προσαρμογή των χρηματοοικονομι- κών καταστάσεων μπορεί να μην είναι πρακτικά ευχερής ή να απαιτεί σημαντικό κόστος, όταν: α) Η αρχική αναγνώριση στοιχείων του ισολογισμού έ- χει λάβει χώρα σε μακρινή περίοδο στο παρελθόν, ή β) η εύλογη αξία στοιχείων του ισολογισμού δεν είναι διαθέσιμη για τα χρονικά σημεία, όπως απαιτείται για την αναδρομική εφαρμογή της επιμέτρησης στην εύλο- γη αξία.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Κονδύλια του ισολογισμού που δεν πληρούν τα κρι- τήρια αναγνώρισης του παρόντος νόμου, αλλά αναγνω- ρίζονταν με το προηγούμενο λογιστικό πλαίσιο, δύναται να συνεχίσουν να εμφανίζονται στον ισολογισμό μετά την 31η Δεκεμβρίου 2014 και μέχρι την ολοσχερή από- σβεσή τους, βάσει των κείμενων φορολογικών διατάξε- ων ή την καθ’ οιονδήποτε τρόπο διάθεσή τους.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Τα στοιχεία των χρηματοοικονομικών καταστάσεων της συγκριτικής περιόδου ταξινομούνται, σύμφωνα με τα υποδείγματα των χρηματοοικονομικών καταστάσεων του Παραρτήματος Β΄ του παρόντος νόμου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 7

Η μέθοδος μετάβασης στον παρόντα νόμο, καθώς και οι επιπτώσεις σε κάθε ένα κονδύλι των χρηματοοικο- νομικών καταστάσεων γνωστοποιούνται στις σημειώ- σεις των χρηματοοικονομικών καταστάσεων. Ιδιαίτερα γνωστοποιείται ενδεχόμενη χρήση της παραγράφου 5 του παρόντος άρθρου, καθώς και τα σχετικά ποσά του ι- σολογισμού και της κατάστασης αποτελεσμάτων.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 8

Οι οντότητες που κατά την πρώτη εφαρμογή του πα- ρόντος νόμου ή μεταγενέστερα υποχρεούνται ή επιλέ- γουν να συντάξουν για πρώτη φορά ισολογισμό, διενερ- γούν κατά την έναρξη της περιόδου για την οποία θα συ- νταχθεί ισολογισμός απογραφή των περιουσιακών στοι- χείων και των υποχρεώσεών τους. Με βάση αυτή την α- πογραφή συντάσσεται ο ισολογισμός έναρξης της οντό- τητας.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 9

Οι πολύ μικρές και οι μικρές οντότητες μπορούν να μην εφαρμόζουν τις παραγράφους 4, 6 και 7 του παρό- ντος άρθρου.φαρμογής η οντότητα δύναται:

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 10

Οι πολύ μικρές και οι μικρές οντότητες δεν εφαρ- μόζουν τις παραγράφους 3(α2) και 3(α3) του παρόντος άρθρου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 11

Για το κονδύλι «Διαφορές Ενοποίησης», σύμφωνα με το καταργούμενο άρθρο 103 του κ.ν. 2190/1920, κατά την πρώτη χρήση εφαρμογής του παρόντος νόμου εφαρ- μόζονται τα εξής: α) Για το αναπόσβεστο χρεωστικό υπόλοιπο κατά τις 31.12.2014, που εμφανίζεται στο ενεργητικό του ενοποι- ημένου ισολογισμού, ισχύουν τα προβλεπόμενα από την παράγραφο 3 περιπτώσεις α6 και α7 του άρθρου 18 του παρόντος νόμου. β) Το χρεωστικό ή πιστωτικό υπόλοιπο που εμφανίζε- ται ως στοιχείο της καθαρής θέσης του ενοποιημένου ι- σολογισμού κατά τις 31.12.2014, μεταφέρεται κατ’ ευ- θείαν στα αποτελέσματα εις νέον.

Άρθρο 38Καταργούμενες και τροποποιούμενες διατάξειςΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Από την 1η Ιανουαρίου 2015 καταργείται η υποπα- ράγραφος Ε1 της παραγράφου Ε΄ του ν. 4093/2012 (Κώ- δικας Φορολογικής Απεικόνισης Συναλλαγών), καθώς και κάθε διάταξη, ερμηνευτική εγκύκλιος ή Οδηγία έχει εκδοθεί δυνάμει εκείνης της διάταξης ή του προϊσχύο- ντος π.δ. 186/1992.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Ο ν. 1809/1988 καταργείται από 1η Ιανουαρίου 2015, καθώς και κάθε διάταξη, ερμηνευτική εγκύκλιος ή Οδη- γία έχει εκδοθεί δυνάμει εκείνου του νόμου. Κατ’ εξαίρε- ση, παραμένει σε ισχύ το άρθρο 10 του ν. 1809/1988 για παραβάσεις που διαπράττονται μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2014.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Για περιόδους που αρχίζουν μετά την 31η Δεκεμβρί- ου 2014, παύουν εφεξής να ισχύουν: α) Η παρ. 8δ του άρθρου 16, η παρ. 2 του άρθρου 42, οι παράγραφοι 1 έως 4, 7 και 8 του άρθρου 42α, τα άρθρα 42β έως 43, οι παράγραφοι 1 και 2 του άρθρου 43α, το άρθρο 43γ, τα άρθρα 90 έως 107, τα άρθρα 110 έως 130, τα άρθρα 132 έως 134, και τα άρθρα 138 έως 143 του κ.ν. 2190/1920. β) Τα άρθρα 20 έως 27 του ν. 2065/1992. γ) Η περίπτωση β΄ της παρ. 1 του άρθρου 23 και τα άρ- θρα 62 έως 78 (κεφάλαιο 11) του ν.δ. 400/1970. δ) Η παρ. 2 του άρθρου 22 του κ.ν. 3190/1955. ε) Τα άρθρα 80, 96 και 97, η παρ. 1 του άρθρου 98, και το άρθρο 101 του ν. 4072/2012. στ) Το π.δ. 1123/1980 (Α΄ 283) περί εφαρμογής του Ελληνικού Γενικού Λογιστικού Σχεδίου, με την επιφύλα- ξη της παραγράφου 9 του άρθρου 3 του παρόντος νό- μου, καθώς και οι σχετικές ρυθμίσεις των άρθρων 47 έως 49 του ν. 1041/1980, για τις υποκείμενες στον παρόντα νόμο οντότητες. ζ) Το π.δ. 148/1984 περί εφαρμογής του Κλαδικού Λο- γιστικού Σχεδίου Ασφαλιστικών Επιχειρήσεων, με την ε- πιφύλαξη της παραγράφου 9 του άρθρου 3 του παρό- ντος νόμου. η) Το π.δ. 384/1992 περί εφαρμογής Κλαδικού Λογιστι- κού Σχεδίου Τραπεζών, με την επιφύλαξη της παραγρά- φου 9 του άρθρου 3 του παρόντος νόμου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Από την 1η Ιανουαρίου 2015 καταργείται κάθε άλλη κανονιστική πράξη, εγκύκλιος ή Οδηγία που έχει εκδοθεί δυνάμει των καταργούμενων διατάξεων της παραγρά- φου 3 του παρόντος άρθρου, στο βαθμό που είναι σε α-

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Όπου άλλη διάταξη νόμου ή άλλος κανόνας δικαίου παραπέμπει σε διατάξεις του κ.ν. 2190/1920 οι οποίες καταργούνται δυνάμει του παρόντος άρθρου, με την έ- ναρξη ισχύος του παρόντος νόμου η παραπομπή αυτή νοείται ότι αναφέρεται στις αντίστοιχες διατάξεις του παρόντος νόμου. Ειδικότερα: α) Παραπομπή στην παρ. 1 του άρθρου 42α ή στο άρ- θρο 42γ του κ.ν. 2190/1920 θεωρείται ότι αναφέρεται στο άρθρο 16 του παρόντος νόμου. β) Παραπομπή στην παρ. 5 του άρθρου 42ε του κ.ν. 2190/1920 θεωρείται ότι αναφέρεται στο άρθρο 32 του παρόντος νόμου. γ) Παραπομπή στην παρ. 5 του άρθρου 103 του κ.ν. 2190/1920 (παρουσίαση ίδιων μετοχών στον ισολο- γισμό) θεωρείται ότι αναφέρεται στην παράγραφο 1ε του άρθρου 26 του παρόντος νόμου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Η παρ. 6 του άρθρου 42α του κ.ν. 2190/1920 τροπο- ποιείται ως εξής: «6. Κάθε εταιρεία, η οποία, κατά την ημερομηνία κλει- σίματος του, πρώτου μετά την έναρξη ισχύος αυτού του νόμου ισολογισμού της, δεν υπερβαίνει τα αριθμητικά ό- ρια των δύο από τα παρακάτω τρία κριτήρια: α) σύνολο ι- σολογισμού δύο εκατομμύρια πεντακόσιες χιλιάδες (2.500.000) ευρώ, β) καθαρός κύκλος εργασιών πέντε ε- κατομμύρια (5.000.000) ευρώ, γ) μέσος όρος προσωπι- κού που απασχολήθηκε κατά τη διάρκεια της χρήσης 50 άτομα, και εφόσον δεν εφαρμόζει τα Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα του Κανονισμού 1606/2002 της Ευρωπαϊκής Έ- νωσης, δύναται να μην εκλέγει ελεγκτές από τους νόμι- μους ελεγκτές του ν. 3693/2008. Όταν η εταιρεία παύει να υπερβαίνει τα αριθμητικά όρια της παρούσας παρα- γράφου για δύο συνεχόμενες χρήσεις, ενώ τα υπερέβαι- νε, η ευχέρεια παρέχεται από τη χρήση που έπεται των δύο εν λόγω χρήσεων. Όταν η εταιρεία υπερβαίνει τα α- ριθμητικά όρια της παρούσας παραγράφου για δύο συνε- χόμενες χρήσεις, ενώ δεν τα υπερέβαινε, η άρση της ευ- χέρειας ενεργοποιείται από τη χρήση που έπεται των δύο εν λόγω χρήσεων.»

Άρθρο 39Ρυθμίσεις λοιπών θεμάτωνΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Δεν υπόκεινται στις ρυθμίσεις αυτού του νόμου τα παρακάτω φυσικά πρόσωπα που εμπίπτουν στην παρά- γραφο 2γ του άρθρου 1. α) Οι αγρότες του ειδικού καθεστώτος Φ.Π.Α. του ν. 2859/2000, βάσει ύψους ακαθάριστων εσόδων τους α- πό την πώληση αγροτικών προϊόντων παραγωγής τους και την παροχή αγροτικών υπηρεσιών ή του ποσού των δικαιωμάτων ενιαίας ενίσχυσης που λαμβάνουν, ανά φο- ρολογικό έτος. Τα ποσοτικά όρια της παραγράφου αυτής ορίζονται με απόφαση του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων. β) Τα φυσικά πρόσωπα, τα οποία, ευκαιριακά και ως παρεπόμενη απασχόληση, πωλούν προϊόντα ή παρέχουν υπηρεσίες, εφόσον οι συναλλαγές αυτές στο σύνολό τους δεν υπερβαίνουν το ποσό των 10.000 ευρώ ετη- σίως. γ) Δημόσιοι ή ιδιωτικοί υπάλληλοι ή συνταξιούχοι που είναι συγγραφείς ή εισηγητές εκπαιδευτικών προγραμ- μάτων και σεμιναρίων, εφόσον δεν ασκούν άλλη επιχει- ρηματική δραστηριότητα.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Όπου από τη νομοθεσία απαιτείται η υποβολή λογι- ντίθεση με τις ρυθμίσεις του παρόντος νόμου. στικών ή στατιστικών δεδομένων η οντότητα οφείλει σε κάθε περίπτωση να συγκεντρώνει κατάλληλα από το λο- γιστικό της σύστημα και να παρέχει τις πληροφορίες που απαιτούνται.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών συνιστά- ται διαρκής επιτροπή για την υποστήριξη της εφαρμογής και την αξιολόγηση του παρόντος νόμου. Η επιτροπή ε- πεξεργάζεται προτάσεις για τη βελτίωση και την άμεση προσαρμογή του παρόντος νόμου στις εξελίξεις στους ευρωπαϊκούς λογιστικούς κανόνες και στη διεθνή πρα- κτική, τη λειτουργική διασύνδεσή του με το φορολογικό και λοιπό θεσμικό πλαίσιο λειτουργίας των υποκείμενων οντοτήτων, καθώς και την έκδοση εγκυκλίων και οδη- γιών εφαρμογής. Οι προτάσεις αυτές προϋποθέτουν τη δημοσιοποίηση ανάλυσης των επιπτώσεων σε σχέση με το διοικητικό κόστος και τα εκτιμώμενα οφέλη.

Άρθρο 40Μεταβατικές διατάξειςΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Οι φορολογικοί ηλεκτρονικοί μηχανισμοί (φορολογι- κές ταμειακές μηχανές και μηχανισμοί Ειδικών Ασφα- λών Διατάξεων Σήμανσης Στοιχείων) του ν. 1809/1988 δύναται να συνεχίσουν να χρησιμοποιούνται, εκτός εάν, με απόφαση του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων, κριθεί ότι δεν πληρούν τις τεχνικές προδιαγραφές και λοιπά χαρακτηριστικά της παραγράφου 9 του άρθρου 12 του παρόντος νόμου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Οι αποφάσεις 1220/2012 και 1221/2012 του Υπουρ- γείου Οικονομικών διατηρούνται σε ισχύ ως προς τις προβλεπόμενες ιδιότητες και τα τεχνικά χαρακτηριστικά των φορολογικών ηλεκτρονικών μηχανισμών του ν. 1809/1980, εκτός εάν, με απόφαση του Γενικού Γραμ- ματέα Δημοσίων Εσόδων, κριθεί ότι αυτές οι ιδιότητες και τα τεχνικά χαρακτηριστικά δεν πληρούν τις τεχνικές προδιαγραφές και λοιπά χαρακτηριστικά της παραγρά- φου 9 του άρθρου 12 του παρόντος νόμου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Εγκρίσεις φορολογικών ηλεκτρονικών μηχανισμών με τις αποφάσεις 1220/2012 και 1221/2012 του Υπουρ- γείου Οικονομικών δύναται να χορηγούνται αρμοδίως μέχρι την έκδοση της απόφασης της παραγράφου 9 του άρθρου 12 του παρόντος νόμου.

Άρθρο 41ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Στο άρθρο 2 του ν. 4276/2014 (Α΄ 155) προστίθεται παράγραφος 6 που έχει ως εξής: «6. Από την 1.4.2015 και εφεξής τα τουριστικά κατα- λύματα των υποπεριπτώσεων αα΄, γγ΄, δδ΄ ως προς τα ξενοδοχεία που αποτελούν μέρος του σύνθετου τουρι- στικού καταλύματος, εε΄, στστ΄ της περίπτωσης α΄ και της υποπερίπτωσης γγ΄ της περίπτωσης β΄ της παρ. 2 του άρθρου 1 του παρόντος νόμου υποχρεούνται να επι- κολλούν σε κάθε δωμάτιο αυτών, ειδικό θεωρημένο αυ- τοκόλλητο νόμιμης λειτουργίας στο οποίο θα αναγράφε- ται ο αριθμός μητρώου τουριστικών επιχειρήσεων (ΜΗ.Τ.Ε.) και η επωνυμία της επιχείρησης. Το ανωτέρω αυτοκόλλητο θα έχει ετήσια ισχύ και θα εκδίδεται σε α- ριθμό αντιτύπων ίσο με τον αριθμό των δωματίων του τουριστικού καταλύματος, σύμφωνα με το ειδικό σήμα λειτουργίας του. Έκαστο αντίτυπο θα φέρει ειδική θεώ- ρηση και αύξοντα αριθμό εκδόσεως σε συνάρτηση με τον αριθμό των δωματίων του τουριστικού καταλύματος. Το προβλεπόμενο στην παρούσα παράγραφο αυτοκόλ- λητο θα εκδίδεται από το Σύνδεσμο Ελληνικών Τουριστι- κών Επιχειρήσεων (Σ.Ε.Τ.Ε.) ή από επαγγελματικές ενώ- σεις μέλη του, στα οποία θα μεταβιβάζεται από το Σ.Ε.Τ.Ε. η σχετική αρμοδιότητα κατόπιν καταρτίσεως εγ- γράφου συμβάσεως αντίγραφο της οποίας θα πρέπει να κοινοποιείται στο Υπουργείο Τουρισμού. Το αυτοκόλλη- το θα χορηγείται κατόπιν προηγούμενης αίτησης του ε- πιχειρηματία και αφού προηγηθεί διασταύρωση στοιχεί- ων του τουριστικού καταλύματος με το μητρώο τουριστι- κών επιχειρήσεων που τηρεί το Υπουργείο Τουρισμού. Με απόφαση του Υπουργού Τουρισμού θα καθορίζεται ο τύπος και τα χαρακτηριστικά του προβλεπόμενου στην παρούσα παράγραφο αυτοκόλλητου, οι όροι, οι προϋπο- θέσεις και η διαδικασία έκδοσής του, καθώς και κάθε άλ- λο στοιχείο απαραίτητο για την εφαρμογή της παρού- σας.»

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Στο άρθρο 7 του ν. 4276/2014 προστίθεται παράγρα- φος 21 με το εξής περιεχόμενο: «21. Στο φορέα επιχείρησης που εκμεταλλεύεται του- ριστικό κατάλυμα το οποίο δεν συμμορφώνεται με την υ- ποχρέωση εφοδιασμού του ειδικού αυτοκόλλητου, όπως προβλέπεται στην παρ. 6 του άρθρου 2 του ν. 4276/2014, επιβάλλεται από τα αρμόδια όργανα του Υπουργείου Τουρισμού πρόστιμο ύψους χιλίων (1.000) ευρώ ανά του- ριστικό κατάλυμα.»

Άρθρο 42Διάφορες ρυθμίσεις αρμοδιότητας Υπουργείου Οικονο- μικώνΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών δύναται να ανασυγκροτούνται συλλογικά όργανα των οποίων η, κατά τις κείμενες διατάξεις, συγκρότηση επηρεάζεται α- πό τις ρυθμίσεις του π.δ. 111/2014 (Α΄ 178).

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

α. Στο πρώτο και στο τρίτο εδάφιο της περίπτωσης β΄ της παρ. 3 του άρθρου 6 του ν. 4223/2013 (Α΄ 287) η φράση «την 30ή Νοεμβρίου 2014» αντικαθίσταται από τη φράση «τη 19η Δεκεμβρίου 2014». β. Στο δεύτερο εδάφιο της παρ. 9 του άρθρου 23 του ν. 3427/2005 (Α΄ 312), όπως ισχύει, η φράση «την 30ή Νοεμβρίου 2014» αντικαθίσταται από τη φράση «τη 19η Δεκεμβρίου 2014».

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου ισχύουν από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

Άρθρο 43ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Η παράγραφος 2 του άρθρου 160 του Κώδικα Κατά- στασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ. (ν. 3528/2007, Α΄ 26), όπως αντικα- ταστάθηκε με το άρθρο 2 του ν. 4275/2014 (Α΄ 149), α- ντικαθίσταται ως εξής: «2. Το Συμβούλιο Υπηρεσιακής Κατάστασης Προϊστα- μένων Γενικής Διεύθυνσης συγκροτείται με απόφαση του Υπουργού Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρο- νικής Διακυβέρνησης που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, είναι πενταμελές και αποτελείται από έναν Αντιπρόεδρο του ΑΣΕΠ, ο οποίος ορίζεται Πρόε- δρος, δύο λειτουργούς του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους με βαθμό Νομικού Συμβούλου ή Παρέδρου, ένα μέλος του ΑΣΕΠ και έναν Βοηθό Συνήγορο του Πολίτη, οι οποίοι υποδεικνύονται αρμοδίως. Γραμματέας του Συμβουλίου ορίζεται υπάλληλος της κατηγορίας ΠΕ του Υπουργείου Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονι- κής Διακυβέρνησης. Με την ως άνω απόφαση ορίζονται ο Πρόεδρος, τα μέλη και ο γραμματέας του Συμβουλίου με ισάριθμους αναπληρωτές, οι οποίοι θα πρέπει να έ- χουν την ίδια ιδιότητα με τα τακτικά μέλη. Εισηγητές στο Συμβούλιο ορίζονται τα μέλη του από τον Πρόε- δρο.»

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται μετά από πρόταση του Υπουργού Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης, κωδικοποιείται ο ν. 3528/ 2008 με ενσωμάτωση των διατάξεων νόμων οι οποίες έ- χουν τροποποιήσει τον ανωτέρω νόμο σε ενιαίο κείμενο με τον ίδιο τίτλο του ισχύοντος υπαλληλικού κώδικα. Με απόφαση του ίδιου Υπουργού συγκροτείται τριμελής Ε- πιτροπή, τα μέλη της οποίας είναι άμισθα και ρυθμίζεται κάθε σχετικό οργανωτικό και λειτουργικό ζήτημα αυτής. Με την ίδια απόφαση ορίζεται ο χρόνος ολοκλήρωσης του έργου της Επιτροπής, καθώς και ο ορισμός των με- λών της.

Άρθρο 44Έναρξη ισχύος

Οι διατάξεις του νόμου αυτού τίθενται σε ισχύ ως ε- ξής: α) Τα κεφάλαια 4 έως 7, καθώς και οι ορισμοί του Πα- ραρτήματος Α΄ που σχετίζονται με την εφαρμογή των κεφαλαίων αυτών τίθενται σε ισχύ για περιόδους που αρχίζουν μετά την 31η Δεκεμβρίου 2014. β) Όλα τα υπόλοιπα κεφάλαια, καθώς και οι ορισμοί του Παραρτήματος Α΄ που σχετίζονται με την εφαρμογή των κεφαλαίων αυτών τίθενται σε ισχύ από την 1η Ια- νουαρίου 2015, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά στις επι- μέρους διατάξεις. Συγγενής οντότητα (associated entity): Συγγενής οντότητα είναι μια οντότητα στην οποία συμμετέ- χει μια άλλη οντότητα και επί της οποίας η άλλη οντότητα ασκεί ουσιώδη επιρροή στις λειτουργίες και χρηματοοικονομικές πολιτικές της. Η συγγενής οντότητα δεν είναι ούτε θυγατρική ούτε κοινοπραξία για την άλλη οντότητα. Παραγγέλλομε τη δημοσίευση του παρόντος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και την εκτέλεσή του ως νόμου του Κράτους.

Αθήνα, 24 Νοεμβρίου 2014
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
ΚΑΡΟΛΟΣ ΓΡ. ΠΑΠΟΥΛΙΑΣ
ΟΙ ΥΠΟΥΡΓΟΙ
ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ
ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΤΙΚΟΤΗΤΑΣ
ΓΚΙΚΑΣ ΧΑΡΔΟΥΒΕΛΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΣΚΡΕΚΑΣ
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗΣ ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΗΣ
ΚΑΙ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗΣ ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ
ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΜΗΤΣΟΤΑΚΗΣ ΟΛΓΑ ΚΕΦΑΛΟΓΙΑΝΝΗ
Θεωρήθηκε και τέθηκε η Μεγάλη Σφραγίδα του Κράτους.
Αθήνα, 24 Νοεμβρίου 2014
Ο ΕΠΙ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΥΠΟΥΡΓΟΣ
ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ