220 Α' 2016

ΝΟΜΟΣ 4438/2016

Εναρμόνιση της νομοθεσίας με την Οδηγία 2014/17/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 4ης Φεβρουαρίου 2014 σχετικά με τις συμβάσεις πίστωσης για κατα- ναλωτές για ακίνητα που προορίζονται για κα- τοικία και την τροποποίηση των Οδηγιών 2008/ 48/ΕΚ και 2013/36/ΕΕ και του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 1093/2010, και άλλες διατάξεις αρμοδιό- τητας του Υπουργείου Οικονομικών.

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ
28 Νοεμβρίου 2016

ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ
ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
ΤΕΥΧΟΣ ΠΡΩΤΟ Αρ. Φύλλου 220
28 Νοεμβρίου 2016

NOMOΣ ΥΠ’ ΑΡΙΘΜ. 4438
Εναρμόνιση της νομοθεσίας με την Οδηγία 2014/17/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 4ης Φεβρουαρίου 2014 σχετικά με τις συμβάσεις πίστωσης για κατα- ναλωτές για ακίνητα που προορίζονται για κα- τοικία και την τροποποίηση των Οδηγιών 2008/ 48/ΕΚ και 2013/36/ΕΕ και του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 1093/2010, και άλλες διατάξεις αρμοδιό- τητας του Υπουργείου Οικονομικών.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Εκδίδομε τον ακόλουθο νόμο που ψήφισε η Βουλή:

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄ΣΚΟΠΟΣ, ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ, ΟΡΙΣΜΟΙ ΚΑΙ ΑΡΜΟΔΙΕΣ ΑΡΧΕΣ
Άρθρο 1Σκοπός (άρθρο 1 της Οδηγίας)

Σκοπός του παρόντος νόμου είναι η μεταφορά στο ελ- ληνικό δίκαιο της Οδηγίας 2014/17/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 4ης Φεβρουαρίου 2014 σχετικά με τις συμβάσεις πίστωσης για καταναλω- τές για ακίνητα που προορίζονται για κατοικία και την τροποποίηση της Οδηγίας 2008/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 23ης Απριλίου 2008 (L 133).

Άρθρο 2Πεδίο εφαρμογής (άρθρο 3 της Οδηγίας)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Ο παρών νόμος εφαρμόζεται: α) σε συμβάσεις πίστωσης που εξασφαλίζονται είτε με υποθήκη είτε με προσημείωση υποθήκης είτε βάσει δικαιώματος σχετιζομένου με ακίνητα που προορίζονται για κατοικία και β) σε συμβάσεις πίστωσης, σκοπός των οποίων είναι η απόκτηση ή η διατήρηση δικαιωμάτων κυριότητας επί εγγείου ιδιοκτησίας ή επί υπάρχοντος ή υπό κατασκευή κτιρίου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Ο παρών νόμος δεν εφαρμόζεται σε: α) συμβάσεις πίστωσης αποδέσμευσης περιθωρίου αξίας (equity release credit agreements) όπου ο πιστω- τικός φορέας: αα) χορηγεί την πίστωση με εφάπαξ ποσό, σε τακτικές δόσεις ή με άλλη μορφή, και ως αντιπαροχή εισπράττει ένα ποσό από το τίμημα της μελλοντικής πώλησης ενός ακινήτου που προορίζεται για κατοικία ή αποκτά ένα δικαίωμα επί ακινήτου που προορίζεται για κατοικία, και ββ) δεν απαιτεί αποπληρωμή της πίστωσης έως ότου συμβούν ένα ή περισσότερα προκαθορισμένα γεγονότα στη ζωή του καταναλωτή, όπως αυτά μπορεί να ορίζο- νται από την αρμόδια αρχή, εκτός εάν υπάρξει παραβία- ση από τον καταναλωτή των συμβατικών υποχρεώσεων του που επιτρέπει στον πιστωτικό φορέα να καταγγείλει τη σύμβαση πίστωσης, β) συμβάσεις πίστωσης με τις οποίες η πίστωση χορη- γείται από εργοδότη στους εργαζομένους του ως δευτε- ρεύουσα δραστηριότητα, άτοκα ή με Συνολικό Ετήσιο Πραγματικό Ποσοστό Επιβάρυνσης (ΣΕΠΠΕ) χαμηλότε- ρο από εκείνα που επικρατούν στην αγορά και τα οποία δεν προσφέρονται γενικά στο κοινό, γ) συμβάσεις πίστωσης όπου η πίστωση χορηγείται άτοκα και χωρίς άλλες επιβαρύνσεις εκτός από εκείνες που έχουν σκοπό την ανάκτηση του κόστους που συν- δέεται άμεσα με την εξασφάλιση της πίστωσης, δ) συμβάσεις πίστωσης υπό μορφή δυνατότητας υπε- ρανάληψης και στις οποίες η πίστωση πρέπει να εξοφλη- θεί εντός ενός μηνός, ε) συμβάσεις πίστωσης που είναι αποτέλεσμα διακα- νονισμού ο οποίος επιτεύχθηκε ενώπιον δικαστηρίου ή άλλης δημόσιας αρχής, στ) συμβάσεις πίστωσης που αφορούν την προθεσμια- κή εξόφληση υπάρχουσας οφειλής, χωρίς επιβαρύνσεις, οι οποίες δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της περί- πτωσης α της παραγράφου 1.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Οικονομίας και Ανάπτυξης μπορεί να εξαιρεθούν από την εφαρμογή του συνόλου ή μέρους των διατάξεων του παρόντος νόμου συμβάσεις πίστωσης που σχετίζο- νται με πιστώσεις χορηγούμενες σε περιορισμένο κοι- νό δυνάμει νομοθετικών διατάξεων για σκοπούς κοι- νής ωφελείας, είτε άτοκα είτε με επιτόκιο χορηγήσεων χαμηλότερο από αυτό που επικρατεί στην αγορά είτε με άλλους όρους, οι οποίοι είναι ευνοϊκότεροι για τον καταναλωτή από αυτούς που επικρατούν στην αγορά και με επιτόκιο χορήγησης που δεν μπορεί να υπερβαίνει αυτό που επικρατεί στην αγορά. Με την απόφαση αυτή καθορίζονται οι δέουσες απαιτήσεις πληροφόρησης, οι οποίες περιλαμβάνουν τουλάχιστον έγκαιρη ενημέρωση για τα κύρια χαρα- κτηριστικά, τους κινδύνους και το κόστος τέτοιων συμβάσεων πίστωσης στο προσυμβατικό στάδιο. Με την ίδια απόφαση καθορίζεται το θεσμικό πλαίσιο για τη διαφήμιση τέτοιων συμβάσεων πίστωσης, ώστε να διασφαλίζεται ότι η διαφήμιση θα είναι ακριβής, σαφής και μη παραπλανητική.

Άρθρο 3Ορισμοί (άρθρο 4 της Οδηγίας)

Για τους σκοπούς του παρόντος νόμου, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί: 1) «Καταναλωτής»: κάθε φυσικό πρόσωπο, το οποίο με τις δικαιοπραξίες που καλύπτει ο παρών νόμος επι- διώκει σκοπούς που δεν σχετίζονται με την εμπορική, επιχειρηματική ή επαγγελματική δραστηριότητά του. 2) «Πιστωτικός φορέας»: κάθε φυσικό ή νομικό πρό- σωπο που, στο πλαίσιο της εμπορικής, επιχειρηματικής ή επαγγελματικής του δραστηριότητας, χορηγεί ή υπό- σχεται να χορηγήσει πίστωση η οποία εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 2, καθώς και οι εταιρείες της παρ. 1 του άρθρου 1 του Ν. 4354/2015 (Α΄ 176), σύμφωνα με την παράγραφο 22 του ιδίου άρθρου, όπως το άρθρο αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 70 του Ν. 4389/2016 (Α 94) και, τροποποιήθηκε, ως προς τις προδιαληφθεί- σες διατάξεις με τις παραραγράφους 1 και 3 αντιστοίχως του άρθρου τέταρτου του Ν. 4393/2016 (Α΄ 106). 3) «Σύμβαση πίστωσης»: σύμβαση δυνάμει της οποίας πιστωτικός φορέας χορηγεί ή υπόσχεται να χορηγήσει σε καταναλωτή πίστωση κατά την έννοια του άρθρου 2, υπό μορφή προθεσμιακής καταβολής, δανείου ή οποιασδή- ποτε άλλης παρόμοιας χρηματοδοτικής διευκόλυνσης. 4) «Συμπληρωματική υπηρεσία»: υπηρεσία που προ- σφέρεται στον καταναλωτή σε συνδυασμό με τη σύμ- βαση πίστωσης. 5) «Μεσίτης πιστώσεων»: φυσικό ή νομικό πρόσωπο, το οποίο, δεν ενεργεί ως πιστωτικός φορέας ή συμβολαι- ογράφος και δεν παρουσιάζει απλώς, άμεσα ή έμμεσα, στον καταναλωτή έναν πιστωτικό φορέα ή μεσίτη πιστώ- σεων και το οποίο, στο πλαίσιο της εμπορικής, επιχειρη- ματικής ή επαγγελματικής του δραστηριότητας, έναντι αμοιβής η οποία μπορεί να είναι χρηματική ή να έχει οποιαδήποτε άλλη συμφωνηθείσα μορφή οικονομικού ανταλλάγματος προβαίνει σε μία ή περισσότερες από τις ακόλουθες δραστηριότητες πιστωτικής διαμεσολά- βησης: α) προτείνει ή προσφέρει συμβάσεις πίστωσης στους καταναλωτές, β) βοηθά τους καταναλωτές αναλαμβάνοντας προπα- ρασκευαστικές εργασίες ή άλλες προσυμβατικές διοικη- τικές διαδικασίες για τη σύναψη συμβάσεων πίστωσης διαφορετικές από αυτές της περίπτωσης α΄ ή γ) συνάπτει συμβάσεις πίστωσης με τους καταναλωτές εξ ονόματος του πιστωτικού φορέα. 6) «Όμιλος»: όμιλος που περιλαμβάνει πιστωτικό φο- ρέα που υποβάλει ενοποιημένες οικονομικές καταστά- σεις, σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 4308/2014 (Α΄ 251). 7) «Συνδεδεμένος μεσίτης πιστώσεων»: κάθε μεσίτης πιστώσεων που ενεργεί εξ ονόματος και υπό την πλήρη και άνευ όρων ευθύνη: α) ενός μόνον πιστωτικού φορέα β) ενός μόνον ομίλου. 8) «Πιστωτικό ίδρυμα»: πιστωτικό ίδρυμα κατά την έννοια της περίπτωσης 1 της παρ. 1 του άρθρου 3 του Ν. 4261/2014 (Α΄ 107) (άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 1 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013). 9) «Μη πιστωτικό ίδρυμα»: κάθε πιστωτικός φορέας που δεν είναι πιστωτικό ίδρυμα. 10) «Προσωπικό»: α) κάθε φυσικό πρόσωπο το οποίο εργάζεται για τον πιστωτικό φορέα ή τον μεσίτη πιστώσεων, απασχολείται άμεσα σε δραστηριότητες που καλύπτονται από τον πα- ρόντα νόμο ή το οποίο έχει επαφή με τους καταναλωτές στη διάρκεια δραστηριοτήτων που καλύπτονται από τον παρόντα νόμο, β) κάθε φυσικό πρόσωπο που διευθύνει ή εποπτεύει άμεσα τα φυσικά πρόσωπα που αναφέρονται στην πε- ρίπτωση α΄. 11) «Συνολικό ποσό της πίστωσης»: το ανώτατο όριο ή το σύνολο των ποσών που καθίστανται διαθέσιμα βάσει της σύμβασης πίστωσης. 12) «Συνολικό κόστος της πίστωσης για τον κατα- ναλωτή»: το σύνολο των επιβαρύνσεων, όπως ορίζε- ται στην περίπτωση ζ' του άρθρου 3 της ΖΙ-699/2010 κοινής απόφασης των Υπουργών Οικονομικών, Οικο- νομίας, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας και Δικαιο- σύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων Β΄ 917), συμπεριλαμβανομένου του κόστους αποτίμη- σης ακίνητης περιουσίας όταν η εν λόγω αποτίμηση είναι απαραίτητη για τη χορήγηση της πίστωσης, αλλά εξαιρουμένων των φόρων μεταβίβασης, των συμβο- λαιογραφικών εξόδων και των εξόδων παραστάσεως, μεταγραφής ή/και καταχώρισης της εμπράγματης εξασφάλισης ή της μεταβίβασης της κυριότητας της ακίνητης περιουσίας. Εξαιρούνται επίσης τυχόν επιβαρύνσεις που καταβάλ- λονται από τον καταναλωτή σε περίπτωση μη συμμόρ- φωσης με τις δεσμεύσεις που καθορίζονται στη σύμβαση πίστωσης. 13) «Συνολικό ποσό πληρωτέο από τον καταναλωτή»: το άθροισμα του συνολικού ύψους της πίστωσης και του συνολικού κόστους αυτής για τον καταναλωτή. 14) «Συνολικό Ετήσιο Πραγματικό Ποσοστό Επιβάρυν- σης (ΣΕΠΠΕ)»: το συνολικό κόστος της πίστωσης για τον καταναλωτή, που εκφράζεται ως ετήσιο ποσοστό του συνολικού ποσού της πίστωσης, συμπεριλαμβανομένου, κατά περίπτωση, του κόστους που αναφέρεται στην πα- ράγραφο 2 του άρθρου 16 και ισούται, σε ετήσια βάση, με την τρέχουσα αξία του συνόλου των μελλοντικών ή τρεχουσών υποχρεώσεων (αναλήψεων, εξοφλήσεων και επιβαρύνσεων) που έχουν συμφωνηθεί μεταξύ του πιστωτικού φορέα και του καταναλωτή. 15) «Επιτόκιο χορηγήσεων»: το επιτόκιο εκφραζόμενο ως σταθερό ή κυμαινόμενο ποσοστό, το οποίο εφαρμό- ζεται σε ετήσια βάση στο ποσό της πίστωσης. 16) «Αξιολόγηση πιστοληπτικής ικανότητας»: η αξιολό- γηση της προοπτικής να εξοφληθούν οι δανειακές υπο- χρεώσεις που απορρέουν από τη σύμβαση πίστωσης. 17) «Σταθερό μέσο»: κάθε μέσο που επιτρέπει στον καταναλωτή να αποθηκεύει πληροφορίες απευθυνόμε- νες προσωπικά σε αυτόν, κατά τρόπο προσπελάσιμο για μελλοντική αναδρομή επί χρονικό διάστημα επαρκές για τους σκοπούς που εξυπηρετούν οι παρεχόμενες πληρο- φορίες και το οποίο επιτρέπει την ακριβή αναπαραγωγή των αποθηκευμένων πληροφοριών. 18) «Κράτος - μέλος καταγωγής»: α) αν ο πιστωτικός φορέας ή ο μεσίτης πιστώσεων είναι φυσικό πρόσωπο, το κράτος - μέλος στο οποίο βρίσκεται η κεντρική του διοίκηση, β) αν ο πιστωτικός φορέας ή ο μεσίτης πιστώσεων είναι νομικό πρόσωπο, το κράτος μέλος στο οποίο βρίσκεται η καταστατική του έδρα ή, αν δεν έχει καταστατική έδρα, σύμφωνα με το εθνικό του δίκαιο, το κράτος - μέλος στο οποίο βρίσκεται η κεντρική του διοίκηση. 19) «Κράτος - μέλος υποδοχής»: το κράτος - μέλος, εκτός από το κράτος - μέλος καταγωγής, στο οποίο έχει υποκατάστημα ή παρέχει υπηρεσίες ο πιστωτικός φορέ- ας ή ο μεσίτης πιστώσεων. 20) «Συμβουλευτικές υπηρεσίες»: η παροχή προσω- πικών συστάσεων σε καταναλωτή, σε σχέση με μία ή περισσότερες συναλλαγές που συνδέονται με συμβάσεις πίστωσης και η οποία αποτελεί ξεχωριστή δραστηριότη- τα από τη χορήγηση της πίστωσης και από τις δραστη- ριότητες πιστωτικής διαμεσολάβησης που καθορίζονται στην περίπτωση 5. 21) «Αρμόδια αρχή»: η αρχή, όπως κατά περίπτωση ορίζεται στο άρθρο 4. 22) «Ενδιάμεσο δάνειο»: σύμβαση πίστωσης που είτε δεν έχει σταθερή διάρκεια είτε πρέπει να εξοφληθεί εντός δωδεκαμήνου, η οποία χρησιμοποιείται από τον καταναλωτή ως προσωρινή λύση χρηματοδότησης κατά τη μετάβαση σε μία άλλη χρηματοδοτική ρύθμιση για το ακίνητο. 23) «Ενδεχόμενη ευθύνη ή εγγύηση (contigent liability)»: σύμβαση πίστωσης που ισχύει ως εγγύηση για άλλη ξεχωριστή αλλά συμπληρωματική συναλλαγή και όπου το εγγυημένο κεφάλαιο έναντι ακινήτου ανα- λαμβάνεται μόνο σε περίπτωση επέλευσης γεγονότος ή γεγονότων που καθορίζονται στη σύμβαση. 24) «Συμμετοχικό στεγαστικό δάνειο (shared equity)»: σύμβαση πίστωσης όπου το αποπληρωτέο κεφάλαιο βασίζεται σε συμβατικά καθορισμένο ποσοστό της αξίας του ακινήτου κατά το χρόνο αποπληρωμής ή αποπλη- ρωμών του κεφαλαίου. 25) «Πρακτική δέσμευσης»: η προσφορά ή η πώληση σύμβασης πίστωσης σε δέσμη με άλλα ξεχωριστά χρη- ματοπιστωτικά προϊόντα ή υπηρεσίες όταν η σύμβαση πίστωσης δεν διατίθεται χωριστά στον καταναλωτή. 26) «Πρακτική ομαδοποίησης»: η προσφορά ή η πώ- ληση μίας σύμβασης πίστωσης σε δέσμη με άλλα ξεχω- ριστά χρηματοπιστωτικά προϊόντα ή υπηρεσίες, όταν η σύμβαση πίστωσης διατίθεται και χωριστά στον κα- ταναλωτή αλλά όχι κατ’ ανάγκη με τους ίδιους όρους ή προϋποθέσεις, όπως όταν προσφέρεται ομαδοποιημένη με τις συμπληρωματικές υπηρεσίες. 27) «Δάνειο σε ξένο νόμισμα»: σύμβαση πίστωσης όπου η πίστωση: α) εκφράζεται σε νόμισμα διαφορετικό από το νόμισμα στο οποίο ο καταναλωτής λαμβάνει το εισόδημα του ή διατηρεί τα περιουσιακά στοιχεία από τα οποία πρόκει- ται να εξοφληθεί η πίστωση ή β) εκφράζεται σε νόμισμα διαφορετικό από το νόμισμα του κράτους - μέλους κατοικίας του καταναλωτή.

Άρθρο 4Αρμόδιες Αρχές (άρθρο 5 της Οδηγίας)

Για την εφαρμογή των άρθρων 5, 9,10, και της παρα- γράφου 7 του άρθρου 21, καθώς και του άρθρου 37, αρμόδιο είναι το Υπουργείο Οικονομίας, Ανάπτυξης και Τουρισμού. Επί των λοιπών άρθρων αρμόδια αρχή ορίζε- ται η Τράπεζα της Ελλάδος. Για την εφαρμογή των λοιπών διατάξεων του παρόντος νόμου, καθώς και για τη σύνα- ψη του μνημονίου συνεργασίας, κατά την παράγραφο 2 του άρθρου 34, αρμόδια είναι η Τράπεζα της Ελλάδος.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΔΙΑΠΑΙΔΑΓΩΓΗΣΗ
Άρθρο 5Χρηματοοικονομική διαπαιδαγώγηση των καταναλωτών (άρθρο 6 της Οδηγίας)

Η Γενική Γραμματεία Εμπορίου και Προστασίας Κα- ταναλωτή, στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων της για την ενημέρωση και εκπαίδευση του καταναλωτή, συνεργά- ζεται με την Τράπεζα της Ελλάδος, την Ειδική Γραμματεία Διαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους, το Συνήγορο του Κατανα- λωτή, τις ενώσεις των πιστωτικών φορέων, τις πιστοποι- ημένες, σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία, ενώσεις καταναλωτών, το Μεσολαβητή Τραπεζικών Επενδυτικών Υπηρεσιών και κάθε άλλο εμπλεκόμενο φορέα για: α) την εκπαίδευση των καταναλωτών σε ό,τι αφορά τον υπεύθυνο δανεισμό και τη διαχείριση χρέους, ιδίως σχετικά με τις συμβάσεις ενυπόθηκης πίστωσης, και β) την παροχή σαφών και γενικών πληροφοριών σχετι- κά με τη διαδικασία χορήγησης πίστωσης με σκοπό την καθοδήγηση των καταναλωτών, ιδίως όσων λαμβάνουν ενυπόθηκη πίστη για πρώτη φορά.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ΄ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΠΟΙΗΣΗΣ ΠΙΣΤΩΤΙΚΩΝ ΦΟΡΕΩΝ ΚΑΙ ΜΕΣΙΤΩΝ ΠΙΣΤΩΣΕΩΝ
Άρθρο 6Υποχρεώσεις επαγγελματικής συμπεριφοράς κατά την παροχή πιστώσεων σε καταναλωτές (άρθρο 7 της Οδηγίας)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Όταν ο πιστωτικός φορέας ή ο μεσίτης πιστώσε- ων, σχεδιάζει πιστωτικά προϊόντα, ή χορηγεί πίστωση ή ασκεί δραστηριότητα πιστωτικής διαμεσολάβησης κατά την έννοια της παραγράφου 5 του άρθρου 3 ή πα- ρέχει συμβουλευτικές υπηρεσίες σχετικά με πίστωση ή κατά περίπτωση, παρέχει συμπληρωματικές υπηρεσί- ες σε καταναλωτές ή όταν εκτελεί σύμβαση πίστωσης, υποχρεούται να ενεργεί με εντιμότητα, δικαιοσύνη, δι- αφάνεια και επαγγελματισμό, λαμβάνοντας υπόψη τα δικαιώματα και τα συμφέροντα των καταναλωτών. Σε ό,τι αφορά τη χορήγηση πίστωσης, την άσκηση πιστω- τικής διαμεσολάβησης ή την παροχή συμβουλευτικών ή, κατά περίπτωση, συμπληρωματικών υπηρεσιών σχετικά με πίστωση, οι εν λόγω δραστηριότητες βασίζονται σε πληροφορίες σχετικά με τις συνθήκες υπό τις οποίες βρί- σκεται ο καταναλωτής και οποιαδήποτε ειδική απαίτηση έχει γνωστοποιήσει, καθώς και σε εύλογες παραδοχές σχετικά με κινδύνους αναφορικά με την κατάσταση του καταναλωτή κατά τη διάρκεια της σύμβασης πίστωσης. Σε ό,τι αφορά την παροχή συμβουλευτικών υπηρεσιών, η δραστηριότητα βασίζεται επιπροσθέτως σε πληρο- φορίες που ζητούνται δυνάμει της περίπτωση α΄ της παραγράφου 3 του άρθρου 21.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Ο τρόπος με τον οποίον οι πιστωτικοί φορείς αμεί- βουν το προσωπικό τους και τους μεσίτες πιστώσεων, καθώς και ο τρόπος με τον οποίον οι μεσίτες πιστώσεων αμείβουν το προσωπικό τους, δεν επιτρέπεται να εμπο- δίζει τη συμμόρφωση τους προς τις υποχρεώσεις που καθορίζονται στην παράγραφο 1.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Οι πιστωτικοί φορείς, κατά τον καθορισμό και την εφαρμογή των πολιτικών αμοιβών για το προσωπικό που είναι υπεύθυνο για την αξιολόγηση πιστοληπτικής ικανό- τητας, συμμορφώνονται προς τις ακόλουθες αρχές κατά τρόπο και στο βαθμό που συνάδει στο μέγεθός τους, την εσωτερική τους οργάνωση και τη φύση, το εύρος και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων τους: α) Η πολιτική αμοιβών συνάδει με την ορθή και απο- τελεσματική διαχείριση των κινδύνων και προάγει αυτήν και δεν ενθαρρύνει την ανάληψη υπερβολικών κινδύνων εκ μέρους του πιστωτικού φορέα. β) Η πολιτική αμοιβών συνάδει με την επιχειρηματική στρατηγική, τους στόχους, τις αξίες και τα μακροπρόθε- σμα συμφέροντα του πιστωτικού φορέα και ενσωματώ- νει μέτρα για την αποφυγή συγκρούσεων συμφερόντων, προβλέποντας ιδίως ότι η αμοιβή δεν συναρτάται με τον αριθμό ή το ποσοστό των αιτήσεων που γίνονται δεκτές.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Όταν οι πιστωτικοί φορείς ή οι μεσίτες πιστώσεων παρέχουν συμβουλευτικές υπηρεσίες, η διάρθρωση των αμοιβών του εμπλεκόμενου προσωπικού δεν πρέπει να παραβλάπτει την ικανότητά του να ενεργεί προς το συμφέρον του καταναλωτή και ιδίως δεν επιτρέπεται να συναρτάται με τους στόχους πωλήσεων.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Η αρμόδια αρχή μπορεί να θεσπίζει κανόνες που διασφαλίζουν την αποτελεσματική εφαρμογή των δι- ατάξεων του παρόντος άρθρου, και ιδίως να απαγο- ρεύει συγκεκριμένους τύπους διάρθρωσης αμοιβών ή μορφών οικονομικού ανταλλάγματος. Μπορεί επίσης να επιβάλλει στους πιστωτικούς φορείς και μεσίτες πι- στώσεων την παροχή των στοιχείων και πληροφοριών που κρίνονται αναγκαία για την αποτελεσματική παρα- κολούθηση της συμμόρφωσης προς τις διατάξεις του παρόντος άρθρου.

Άρθρο 7Υποχρέωση δωρεάν παροχής πληροφοριών στους καταναλωτές (άρθρο 8 της Οδηγίας)

Η πληροφόρηση που παρέχεται στον καταναλωτή σε συμμόρφωση προς τις απαιτήσεις των διατάξεων των άρθρων 12 έως 15, καθώς και των άρθρων 22 και 26 του παρόντος νόμου παρέχεται δωρεάν.

Άρθρο 8Απαιτήσεις γνώσεων και επάρκειας του προσωπικού (άρθρο 9 της Οδηγίας)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Οι πιστωτικοί φορείς και οι μεσίτες πιστώσεων υποχρεούνται να εξασφαλίζουν ότι το προσωπικό τους διαθέτει κατάλληλο και επικαιροποιημένο επίπεδο γνώ- σεων και επάρκειας για το σχεδιασμό, την προσφορά ή τη χορήγηση πίστωσης, την άσκηση δραστηριοτήτων πιστωτικής διαμεσολάβησης που προβλέπονται στην παράγραφο 5 του άρθρου 3 ή την παροχή συμβουλευ- τικών υπηρεσιών. Αν η συμφωνία χορήγησης πίστωσης περιλαμβάνει συμπληρωματική υπηρεσία, απαιτούνται κατάλληλες γνώσεις και επάρκεια σχετικά με την εν λόγω συμπληρωματική υπηρεσία.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

α) Οι πιστωτικοί φορείς και οι μεσίτες πιστώσεων που παρέχουν υπηρεσίες στην Ελλάδα, μέσω υποκαταστή- ματος, υποχρεούνται να εξασφαλίζουν ότι το προσω- πικό του υποκαταστήματος ικανοποιεί τουλάχιστον τις απαιτήσεις γνώσεων και επάρκειας που προβλέπονται, από τις διατάξεις των παραγράφων 1 και 5 και των κατ’ εξουσιοδότηση αυτών εκδιδόμενων αποφάσεων. β) Στην περίπτωση παροχής από πιστωτικό φορέα ή μεσίτη πιστώσεων υπηρεσιών στην Ελλάδα χωρίς εγκα- τάσταση υποκαταστήματος εφαρμόζονται οι κατ’ ελάχι- στον απαιτήσεις που θεσπίζονται από το κράτος - μέλος καταγωγής, εκτός εάν με την απόφαση της παραγράφου 5 της αρμόδιας αρχής ορίζεται διαφορετικά.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Η αρμόδια αρχή παρακολουθεί τη συμμόρφωση προς τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τις διατάξεις του άρθρου αυτού, δυνάμενη να απαιτεί την παροχή από τους πιστωτικούς φορείς και τους μεσίτες πιστώσεων των στοιχείων και πληροφοριών που κρίνονται αναγκαία για την άσκηση των εποπτικών της καθηκόντων.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Για την αποτελεσματική εποπτεία των πιστωτικών φορέων και των μεσιτών πιστώσεων που εδρεύουν σε άλλα κράτη - μέλη και παρέχουν υπηρεσίες στην Ελλά- δα χωρίς εγκατάσταση υποκαταστήματος, η αρμόδια αρχή συνεργάζεται στενά με τις αρμόδιες αρχές των άλλων κρατών - μελών με σκοπό την αποτελεσματική εποπτεία και τη διασφάλιση της εφαρμογής των κατ’ ελάχιστον προβλεπόμενων απαιτήσεων γνώσεων και επάρκειας. Προς το σκοπό αυτόν, η αρμόδια αρχή μπο- ρεί να αναθέτει καθήκοντα και αρμοδιότητες σε άλλες αρμόδιες αρχές ή να αναλαμβάνει καθήκοντα και αρ- μοδιότητες που της ανατίθενται από άλλες αρμόδιες αρχές.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Με απόφαση της αρμόδιας αρχής μπορεί να θεσπί- ζονται οι κατ’ ελάχιστον προβλεπόμενες απαιτήσεις γνώ- σεων και επάρκειας για το προσωπικό των πιστωτικών φορέων και των μεσιτών πιστώσεων, καθώς και κάθε αναγκαίο θέμα, σύμφωνα με το Παράρτημα IV.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ΄ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ ΚΑΙ ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ ΠΟΥ ΠΡΟΗΓΟΥΝΤΑΙ ΤΗΣ ΣΥΝΑΨΗΣ ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΠΙΣΤΩΣΗΣ
Άρθρο 9Γενικές διατάξεις για τη διαφήμιση και την εμπορική προώθηση (άρθρο 10 της Οδηγίας)

Με την επιφύλαξη των διατάξεων των άρθρων 9 έως 9θ του Ν. 2251/1994 (Α΄ 191), όπως το άρθρο 9 τροπο- ποιήθηκε με το άρθρο 11 του Ν. 3587/2007 (Α΄ 152) και τα άρθρα 9α έως και 9θ προστέθηκαν με το άρθρο 12 του πιο πάνω νόμου, δεν επιτρέπονται αθέμιτες, ασαφείς ή παραπλανητικές διαφημιστικές και εμπορικές ανακοι- νώσεις σχετικά με συμβάσεις πίστωσης. Απαγορεύονται ιδίως οι διατυπώσεις που ενδέχεται να δημιουργήσουν ψευδείς προσδοκίες στον καταναλωτή όσον αφορά τη διαθεσιμότητα ή το κόστος της πίστωσης.

Άρθρο 10Τυποποιημένες πληροφορίες που πρέπει να περιλαμβάνονται στη διαφήμιση (άρθρο 11 της Οδηγίας)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Κάθε διαφήμιση για συμβάσεις πίστωσης, η οποία αναφέρει επιτόκιο ή τυχόν αριθμητικά στοιχεία που αφορούν στο κόστος της πίστωσης για τον καταναλω- τή, πρέπει να περιλαμβάνει τις ακόλουθες τυποποιημέ- νες πληροφορίες, οι οποίες προσδιορίζουν κατά τρόπο σαφή, συνοπτικό και ευδιάκριτο: α) την ταυτότητα του πιστωτικού φορέα ή, κατά περί- πτωση, του μεσίτη πιστώσεων, β) ανάλογα με την περίπτωση, ότι η σύμβαση πίστω- σης θα εξασφαλιστεί είτε με υποθήκη σε ακίνητα που προορίζονται για κατοικία, είτε βάσει δικαιώματος σχε- τιζόμενου με ακίνητα που προορίζονται για κατοικία, γ) το επιτόκιο χορηγήσεων, επισημαίνοντας αν πρό- κειται για σταθερό ή κυμαινόμενο ή συνδυασμό και των δύο, καθώς και πληροφορίες για τυχόν επιβαρύνσεις που περιλαμβάνονται στο συνολικό κόστος της πίστωσης για τον καταναλωτή, δ) το συνολικό ποσό της πίστωσης, ε) το ΣΕΠΠΕ που αναφέρεται στη διαφήμιση με τουλά- χιστον τον ίδιο ευδιάκριτο τρόπο, όπως και οποιοδήποτε επιτόκιο, στ) κατά περίπτωση, τη διάρκεια της σύμβασης πίστω- σης, τον αριθμό και το ποσό των δόσεων, το συνολικό πληρωτέο ποσό από τον καταναλωτή, ζ) κατά περίπτωση, προειδοποίηση σχετικά με τον κίνδυνο ότι πιθανές διακυμάνσεις της συναλλαγματικής ισοτιμίας θα μπορούσαν να επηρεάσουν το ποσό που πρέπει να καταβάλει ο καταναλωτής, η) συνοπτική και κατάλληλη για την περίσταση προ- ειδοποίηση για τους κινδύνους που σχετίζονται με τις συμβάσεις πίστωσης.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Οι πληροφορίες που απαριθμούνται στις περιπτώ- σεις γ΄, δ΄, ε΄ και στ΄ της παραγράφου 1, γνωστοποιούνται με αντιπροσωπευτικό παράδειγμα το οποίο ακολουθεί- ται σε ολόκληρη τη διαφήμιση. Η αρμόδια αρχή θεσπίζει κριτήρια για τον καθορισμό αντιπροσωπευτικού παρα- δείγματος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Αν για τη χορήγηση της πίστωσης υπό τους όρους και τις προϋποθέσεις που διαφημίζονται είναι υποχρεω- τική η σύναψη σύμβασης που αφορά συμπληρωματική υπηρεσία και ιδίως ασφάλιση, το δε κόστος της συμπλη- ρωματικής υπηρεσίας δεν μπορεί να καθοριστεί εκ των προτέρων, η υποχρέωση σύναψης της εν λόγω σύμβα- σης πρέπει να αναφέρεται κατά τρόπο σαφή, συνοπτικό και ευδιάκριτο, μαζί με το ΣΕΠΠΕ.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Οι πληροφορίες που αναφέρονται στις παραγρά- φους 1 και 3 πρέπει να είναι ευανάγνωστες ή να ακούγο- νται ευκρινώς, ανάλογα με το μέσο που χρησιμοποιείται για τη διαφήμιση.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Το παρόν άρθρο εφαρμόζεται με την επιφύλαξη των διατάξεων των άρθρων 9 έως 9Θ του Ν. 2251/1994.

Άρθρο 11Πρακτικές δέσμευσης και ομαδοποίησης (άρθρο 12 της Οδηγίας)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Οι πρακτικές ομαδοποίησης επιτρέπονται ενώ οι πρακτικές δέσμευσης απαγορεύονται. Κατ’ εξαίρεση, οι πιστωτικοί φορείς επιτρέπεται να ζητούν από τον κα- ταναλωτή να ανοίξει ή να τηρήσει λογαριασμό ειδικού σκοπού πληρωμών ή ταμιευτηρίου, εφόσον μοναδικός σκοπός του εν λόγω λογαριασμού είναι η συγκέντρωση κεφαλαίου για την εξόφληση ή την εξυπηρέτηση ή τη συγχρηματοδότηση της πίστωσης ή για την παροχή πρό- σθετης ασφάλειας στον πιστωτικό φορέα σε περίπτωση αθέτησης υποχρέωσης.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Η αρμόδια αρχή μπορεί να επιτρέψει δεσμευτικές πρακτικές, εφόσον ο πιστωτικός φορέας αποδείξει ότι τα δεσμευμένα προϊόντα ή κατηγορίες προϊόντων που προσφέρονται, με όρους και προϋποθέσεις παρόμοιες μεταξύ τους, τα οποία δεν διατίθενται ξεχωριστά, έχουν ως αποτέλεσμα σαφές πλεονέκτημα για τους καταναλω- τές, λαμβάνοντας δεόντως υπόψη τη διαθεσιμότητα και τις τιμές των σχετικών προϊόντων που προσφέρονται στην αγορά.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Οι πιστωτικοί φορείς επιτρέπεται να ζητούν από τον καταναλωτή να διαθέτει ασφαλιστήριο συμβόλαιο που συνδέεται με τη σύμβαση πίστωσης. Στις περιπτώσεις αυτές ο πιστωτικός φορέας υποχρεούται να δέχεται ασφαλιστήριο συμβόλαιο από φορέα παροχής διαφο- ρετικό από εκείνον της προτίμησής του, όταν το επίπεδο εγγύησης του εν λόγω ασφαλιστηρίου είναι αντίστοιχο με το ασφαλιστήριο συμβόλαιο που πρότεινε ο πιστω- τικός φορέας.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Η αρμόδια αρχή μπορεί με αποφάσεις της να εξειδι- κεύει κάθε αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή του παρόντος, με βάση τις σχετικές κατευθυντήριες οδηγίες των ευρωπαϊκών αρχών με αρμοδιότητες στα θέματα εποπτείας [Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών(ΕΑΤ), Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών (ΕΑΚΑΑ), Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων (ΕΑ- ΑΕΣ)].

Άρθρο 12Γενικές πληροφορίες (άρθρο 13 της Οδηγίας)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Οι πιστωτικοί φορείς και οι συνδεδεμένοι μεσίτες πιστώσεων, διαθέτουν, ανά πάσα στιγμή, εγγράφως ή σε άλλο σταθερό μέσο ή σε ηλεκτρονική μορφή, σαφείς και κατανοητές γενικές πληροφορίες για τις συμβάσεις πίστωσης. Οι γενικές πληροφορίες περιλαμβάνουν τουλάχιστον τα εξής: α) την ταυτότητα και την ταχυδρομική διεύθυνση του συντάκτη των πληροφοριών, β) τους σκοπούς, για τους οποίους μπορεί να χρησι- μοποιηθεί η πίστωση, γ) τις μορφές της εξασφάλισης, περιλαμβανομένης, κατά περίπτωση, της δυνατότητας η εξασφάλιση να βρί- σκεται σε διαφορετικό κράτος - μέλος, δ) την πιθανή διάρκεια των συμβάσεων πίστωσης, ε) τα είδη του διαθέσιμου επιτοκίου χορηγήσεων, αναφέροντας αν αυτό είναι σταθερό ή κυμαινόμενο ή και τα δύο, με σύντομη περιγραφή των χαρακτηριστι- κών του σταθερού και του κυμαινόμενου επιτοκίου, συμπεριλαμβανομένων των σχετικών επιπτώσεων για τον καταναλωτή, στ) όταν διατίθενται δάνεια σε ξένο νόμισμα, ένδειξη του ξένου νομίσματος ή νομισμάτων, καθώς και επεξήγη- ση των επιπτώσεων για τον καταναλωτή, όταν η πίστωση είναι εκφρασμένη σε ξένο νόμισμα, ζ) αντιπροσωπευτικό παράδειγμα του συνολικού πο- σού της πίστωσης, του συνολικού κόστους της πίστωσης για τον καταναλωτή, του συνολικού πληρωτέου ποσού από τον καταναλωτή και του ΣΕΠΠΕ, η) επισήμανση των πιθανών επιπλέον εξόδων, που δεν περιλαμβάνονται στο συνολικό κόστος της πίστωσης για τον καταναλωτή, τα οποία συνδέονται με τη σύμβαση πίστωσης, θ) τις διάφορες εναλλακτικές λύσεις για την αποπλη- ρωμή της πίστωσης στον πιστωτικό φορέα, περιλαμβα- νομένου του αριθμού, της περιοδικότητας και του ποσού των τακτικών δόσεων αποπληρωμής, ι) εφόσον συντρέχει περίπτωση, σαφή και συνοπτι- κή δήλωση ότι η τήρηση των όρων και προϋποθέσεων της σύμβασης πίστωσης δεν εξασφαλίζει εξόφληση του συνολικού ποσού της πίστωσης βάσει της σύμβασης πίστωσης, ια) περιγραφή των όρων που σχετίζονται απευθείας με την πρόωρη αποπληρωμή, ιβ) κατά πόσον είναι αναγκαία η εκτίμηση του ακινήτου και, ανάλογα με την περίπτωση, ποιος είναι ο υπεύθυνος να εξασφαλίσει την πραγματοποίηση της εκτίμησης και εάν προκύπτει σχετικό κόστος για τον καταναλωτή, ιγ) επισήμανση των συμπληρωματικών υπηρεσιών που οφείλει να αγοράσει ο καταναλωτής προκειμένου να του χορηγηθεί η πίστωση ή να του χορηγηθεί με τους όρους και τις προϋποθέσεις που διαφημίζονται και, εφό- σον συντρέχει περίπτωση, διευκρίνιση ότι οι συμπληρω- ματικές υπηρεσίες μπορεί να αγοραστούν από φορέα διαφορετικό του πιστωτικού φορέα, ιδ) γενική προειδοποίηση σχετικά με τις πιθανές συ- νέπειες λόγω αθέτησης των σχετικών με τη σύμβαση πίστωσης υποχρεώσεων.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Η αρμόδια αρχή μπορεί να υποχρεώνει τους πιστωτι- κούς φορείς να περιλαμβάνουν στις γενικές πληροφορί- ες της παραγράφου 1 και άλλα είδη προειδοποίησης που θεωρεί σημαντικά, καθώς και να εξειδικεύει τον τρόπο παροχής αυτών.

Άρθρο 13Προσυμβατικές πληροφορίες (άρθρο 14 της Οδηγίας)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Ο πιστωτικός φορέας και, κατά περίπτωση ο μεσίτης πιστώσεων παρέχουν στον καταναλωτή τις εξατομικευ- μένες πληροφορίες, οι οποίες είναι απαραίτητες για τη σύγκριση των πιστώσεων που διατίθενται στην αγορά, την αξιολόγηση των επιπτώσεων τους και τη λήψη τεκ- μηριωμένης απόφασης σχετικά με τη σύναψη σύμβασης πίστωσης: α) χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, αφού ο κα- ταναλωτής δώσει τις απαραίτητες πληροφορίες για τις ανάγκες του, την οικονομική του κατάσταση και τις προ- τιμήσεις του, σύμφωνα με το άρθρο 19, β) εγκαίρως, πριν από την παροχή δεσμευτικής για τον πιστωτικό φορέα προσφοράς και, σε κάθε περίπτωση, πριν ο καταναλωτής δεσμευθεί με σύμβαση ή προσφορά πίστωσης.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Οι εξατομικευμένες πληροφορίες της παραγράφου 1 παρέχονται, εγγράφως ή σε άλλο σταθερό μέσο, με το «Ευρωπαϊκό Τυποποιημένο Δελτίο Πληροφοριών» (ESIS), το περιεχόμενο και οι οδηγίες συμπλήρωσης του οποίου ορίζονται στο Παράρτημα II.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Όταν παρέχεται στον καταναλωτή προσφορά που εί- ναι δεσμευτική για τον πιστωτικό φορέα, αυτή παρέχεται εγγράφως ή επί άλλου σταθερού μέσου και συνοδεύεται από το ESIS όταν δεν είχε παρασχεθεί προηγουμένως ESIS στον καταναλωτή ή τα στοιχεία της προσφοράς είναι διαφορετικά από τις πληροφορίες που περιείχε το ESIS το οποίο είχε παρασχεθεί προηγουμένως.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Μεταξύ της παροχής δεσμευτικής προσφοράς και της σύναψης σύμβασης πίστωσης, μεσολαβεί χρονική περίοδος μελέτης δέκα (10) ημερολογιακών ημερών, ώστε ο καταναλωτής να συγκρίνει τις προσφορές και να αξιολογήσει τις συνέπειες τους προκειμένου να λάβει τεκμηριωμένη απόφαση. Οι καταναλωτές δεν μπορούν να δεχτούν την προσφορά πριν από την πα- ρέλευση πέντε (5) ημερολογιακών ημερών της περιό- δου μελέτης. Η προσφορά είναι δεσμευτική για τον πιστωτικό φο- ρέα για όσο χρόνο διαρκεί η περίοδος μελέτης, υπό την προϋπόθεση ότι τα δεδομένα στα οποία στηρίχτηκε η δεσμευτική προσφορά ως προς το πρόσωπο του δανει- ολήπτη, των λοιπών ενεχομένων και την εξασφάλιση εξακολουθούν να ισχύουν. Αν το επιτόκιο χορηγήσεων ή τα λοιπά έξοδα που αναφέρονται στη δεσμευτική προσφορά, καθορίζονται βάσει της πώλησης υποκείμενων ομολόγων ή άλλων μα- κροπρόθεσμων χρηματοπιστωτικών μέσων (long term funding instruments), το εν λόγω επιτόκιο και τα έξοδα μπορεί να μεταβάλλονται σε σχέση με το ύψος στο οποίο προσδιορίζονταν στη δεσμευτική προσφορά, σύμφωνα με την αξία του υποκείμενου ομολόγου ή του εργαλείου μακροπρόθεσμης χρηματοδότησης.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Ο πιστωτικός φορέας ή, κατά περίπτωση, ο μεσίτης πιστώσεων που παρέσχε το ESIS στον καταναλωτή θεω- ρείται ότι έχει εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του σχετικά με την παροχή πληροφοριών στον καταναλωτή πριν από τη σύναψη μιας σύμβασης εξ αποστάσεως, όπως ορίζε- ται στις διατάξεις της περίπτωσης α΄ της παρ. 3 του άρ- θρου 4θ του Ν. 2251/1994, όπως η περίπτωση αυτή έχει τροποποιηθεί με τις παραγράφους 4, 5 και 6 του άρθρου 5 του Ν. 3587/2007, και ότι πληροί τις απαιτήσεις της εν λόγω διάταξης μόνον εφόσον έχει παράσχει το ESIS πριν από τη σύναψη της σύμβασης πίστωσης.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Κάθε πρόσθετη πληροφορία, την οποία ο πιστωτι- κός φορέας ή, κατά περίπτωση, ο μεσίτης πιστώσεων επιθυμεί ή υποχρεούται να παράσχει στον καταναλωτή, σύμφωνα με απόφαση της αρμόδιας αρχής, κατά την παρ. 11 του άρθρου 4 του Ν. 4261/2014, παρέχεται σε χωριστό έγγραφο που επισυνάπτεται στο ESIS.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 7

Στην περίπτωση επικοινωνιών φωνητικής τηλε- φωνίας, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην περίπτωση β΄ της παρ. 3 του άρθρου 4θ του Ν. 2251/1994, όπως η περίπτωση αυτή έχει αντικατασταθεί με την παρ. 7 του άρθρου 5 του Ν. 3587/2007, η περιγραφή των βασικών χαρακτηριστικών της χρηματοοικονομικής υπηρεσίας, περιλαμβάνει τουλάχιστον τα στοιχεία που αναφέρονται στα Τμήματα 3 έως 6 του Παραρτήματος II.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 8

Ο πιστωτικός φορέας ή, κατά περίπτωση, ο μεσίτης πιστώσεων παρέχει, με απόδειξη παραλαβής, στον κα- ταναλωτή, εγγράφως ή με σταθερό μέσο, αντίγραφο, δεσμευτικό για τον φορέα πίστωσης, σχεδίου σύμβασης πίστωσης κατά το χρόνο υποβολής μίας προσφοράς που είναι δεσμευτική για τον πιστωτικό φορέα.

Άρθρο 14Απαιτήσεις παροχής πληροφοριών σχετικά με τους μεσίτες πιστώσεων (άρθρο 15 της Οδηγίας)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Εγκαίρως πριν από την άσκηση οποιασδήποτε από τις δραστηριότητες πιστωτικής διαμεσολάβησης που καθορίζονται στην παράγραφο 5 του άρθρου 3, ο με- σίτης πιστώσεων παρέχει στον καταναλωτή, εγγράφως ή σε άλλο σταθερό μέσο, τουλάχιστον τις ακόλουθες πληροφορίες: α) ταυτότητα και ταχυδρομική διεύθυνση του μεσίτη πιστώσεων, β) το Μητρώο στο οποίο είναι καταχωρισμένος, τον αριθμό καταχώρισης, κατά περίπτωση, και τα μέσα για την εξακρίβωση της καταχώρισης, γ) κατά πόσον ο μεσίτης πιστώσεων είναι συνδεδεμέ- νος ή συνεργάζεται αποκλειστικά με έναν ή περισσότε- ρους πιστωτικούς φορείς. Αν ο μεσίτης πιστώσεων είναι συνδεδεμένος ή συνεργάζεται αποκλειστικά με έναν ή περισσότερους πιστωτικούς φορείς, παρέχει την επω- νυμία των πιστωτικών φορέων εξ ονόματος των οποίων ενεργεί. Ο μεσίτης πιστώσεων μπορεί να γνωστοποιήσει ότι είναι ανεξάρτητος όταν πληροί τις προϋποθέσεις της παραγράφου 4 του άρθρου 21, δ) κατά πόσο ο μεσίτης πιστώσεων παρέχει συμβου- λευτικές υπηρεσίες, ε) το ποσό της αμοιβής που, ανάλογα με την περί- πτωση, πρέπει να καταβάλει ο καταναλωτής στο μεσίτη πιστώσεων για τις υπηρεσίες του ή, αν αυτό δεν είναι δυνατόν, τη μέθοδο υπολογισμού της αμοιβής, στ) τις διαδικασίες που παρέχουν τη δυνατότητα στους καταναλωτές ή άλλα ενδιαφερόμενα μέρη να υποβάλ- λουν εσωτερικές καταγγελίες/παράπονα για μεσίτες πιστώσεων και, ενδεχομένως, τα μέσα με τα οποία μπο- ρούν να προσφύγουν σε εξωδικαστικές διαδικασίες κα- ταγγελιών και επίλυσης διαφορών, ζ) κατά περίπτωση, την ύπαρξη και, όταν είναι γνωστά, τα ποσά των προμηθειών ή άλλων οικονομικών κινή- τρων που καταβάλλονται από τον πιστωτικό φορέα ή τρίτα μέρη στο μεσίτη πιστώσεων για τις υπηρεσίες του όσον αφορά τη σύμβαση πίστωσης. Αν το ποσό δεν είναι γνωστό κατά τη στιγμή της παροχής πληροφοριών στον καταναλωτή, ο μεσίτης πιστώσεων ενημερώνει τον κατα- ναλωτή ότι το πραγματικό ποσό θα του γνωστοποιηθεί σε μεταγενέστερο στάδιο στο ESIS.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Οι μεσίτες πιστώσεων που δεν είναι συνδεδεμένοι αλλά λαμβάνουν προμήθειες από έναν ή περισσότερους πιστωτικούς φορείς παρέχουν, εφόσον το ζητήσει ο κα- ταναλωτής, πληροφορίες σχετικά με τη διαφοροποίηση του ύψους των προμηθειών που καταβάλλουν οι διάφο- ροι πιστωτικοί φορείς που παρέχουν τις προσφερόμενες στον καταναλωτή συμβάσεις πίστωσης. Ο καταναλωτής ενημερώνεται ότι έχει το δικαίωμα να ζητήσει αυτές τις πληροφορίες.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Αν ο μεσίτης πιστώσεων επιβαρύνει τον καταναλωτή με αμοιβή και επιπλέον εισπράττει προμήθεια από τον πιστωτικό φορέα ή τρίτο μέρος, ο μεσίτης πιστώσεων εξηγεί στον καταναλωτή κατά πόσον η προμήθεια συμ- ψηφίζεται ή όχι με την αμοιβή, είτε κατά ένα μέρος της είτε πλήρως.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Το ποσό της αμοιβής που πρέπει, ενδεχομένως, να καταβάλει ο καταναλωτής στο μεσίτη πιστώσεων για τις υπηρεσίες του, κοινοποιείται από το μεσίτη πιστώσεων στον πιστωτικό φορέα, με σκοπό τον υπολογισμό του ΣΕΠΠΕ.

Άρθρο 15Ενδεδειγμένες εξηγήσεις (άρθρο 16 της Οδηγίας)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Οι πιστωτικοί φορείς και, ανάλογα με την περίπτωση, οι μεσίτες πιστώσεων παρέχουν επαρκείς εξηγήσεις στον καταναλωτή σχετικά με τις προτεινόμενες συμβάσεις πίστωσης και τις τυχόν συμπληρωματικές υπηρεσίες, ούτως ώστε ο καταναλωτής να είναι σε θέση να αξιο- λογήσει αν οι προτεινόμενες συμβάσεις πίστωσης και συμπληρωματικές υπηρεσίες είναι προσαρμοσμένες στις ανάγκες και στην οικονομική του κατάσταση. Στις εξηγήσεις περιλαμβάνονται, ιδίως, κατά περίπτω- ση, τα εξής: α) οι προσυμβατικές πληροφορίες που πρέπει να πα- ρέχονται, σύμφωνα με: αα) το άρθρο 13 στην περίπτωση των πιστωτικών φορέων, ββ) τα άρθρα 13 και 14 στην περίπτωση των μεσιτών πιστώσεων, β) τα βασικά χαρακτηριστικά των προτεινόμενων προ- ϊόντων, γ) οι συγκεκριμένες επιπτώσεις που τα προτεινόμενα προϊόντα ενδέχεται να έχουν για τον καταναλωτή, συ- μπεριλαμβανομένων των συνεπειών της υπερημερίας του καταναλωτή, δ) όταν οι συμπληρωματικές υπηρεσίες προσφέρο- νται ομαδοποιημένες με σύμβαση πίστωσης, κατά πόσον κάθε συστατικό στοιχείο της ομάδας προσφερόμενων προϊόντων είναι δεκτικό χωριστής καταγγελίας εκ μέ- ρους του καταναλωτή και τις συνέπειες της επιλογής αυτής για τον ίδιο.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Η αρμόδια αρχή μπορεί να προσαρμόζει: α) τον τρό- πο παροχής και την έκταση των εξηγήσεων που αναφέ- ρονται στην παράγραφο 1, καθώς και β) τα υπόχρεα πρόσωπα για την παροχή των εξηγή- σεων, ανάλογα με: αα) τις συγκεκριμένες συνθήκες υπό τις οποίες προ- σφέρεται η σύμβαση πίστωσης, ββ) το πρόσωπο στο οποίο προσφέρεται, γγ) το είδος της προσφερόμενης πίστωσης.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ε΄ΣΥΝΟΛΙΚΟ ΕΤΗΣΙΟ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟ ΠΟΣΟΣΤΟ ΕΠΙΒΑΡΥΝΣΗ!
Άρθρο 16Υπολογισμός του ΣΕΠΠΕ (άρθρο 17 της Οδηγίας)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Το ΣΕΠΠΕ υπολογίζεται, σύμφωνα με το μαθηματικό τύπο που περιλαμβάνεται στο Παράρτημα Ι.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Τα έξοδα για το άνοιγμα και την τήρηση λογαρια- σμού ειδικού σκοπού της παραγράφου 1 του άρθρου 11, τα έξοδα για τη χρήση μέσου πληρωμής που επιτρέπει καταβολές στο λογαριασμό και αναλήψεις από αυτόν και τα λοιπά έξοδα που σχετίζονται με τη διενέργεια πρά- ξεων πληρωμών περιλαμβάνονται στο συνολικό κόστος της πίστωσης για τον καταναλωτή αν το άνοιγμα ή η τήρηση λογαριασμού είναι υποχρεωτικά προκειμένου να χορηγηθεί η πίστωση ή να χορηγηθεί υπό τους όρους και τις προϋποθέσεις που διαφημίζονται.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Ο υπολογισμός του ΣΕΠΠΕ γίνεται, σύμφωνα με την παραδοχή ότι η σύμβαση πίστωσης θα παραμείνει σε ισχύ για όλη τη συμφωνηθείσα διάρκειά της και ότι ο πιστωτικός φορέας και ο καταναλωτής θα εκπληρώνουν τις υποχρεώσεις τους, σύμφωνα με τους όρους και κατά τις ημερομηνίες που έχουν καθορισθεί στη σύμβαση πίστωσης.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Σε περίπτωση συμβάσεων πίστωσης που περιέχουν ρήτρες βάσει των οποίων επιτρέπονται διακυμάνσεις στο επιτόκιο χορηγήσεων και, κατά περίπτωση, στις επιβα- ρύνσεις που περιλαμβάνονται στο ΣΕΠΠΕ, των οποίων όμως το ύψος δεν μπορεί να προσδιορισθεί επακριβώς κατά τη στιγμή του υπολογισμού, το ΣΕΠΠΕ υπολογίζεται με βάση την παραδοχή ότι το επιτόκιο χορηγήσεων και οι λοιπές επιβαρύνσεις θα παραμείνουν σταθερά σε σχέση με το επίπεδο που προσδιορίζεται κατά την εκάστοτε χρονική στιγμή υπολογισμού του.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Όσον αφορά τις συμβάσεις πίστωσης για τις οποίες συμφωνείται σταθερό επιτόκιο χορηγήσεων για μια αρχική περίοδο διάρκειας τουλάχιστον πέντε (5) ετών, στο τέλος της οποίας πραγματοποιείται διαπραγμάτευση ώστε να συμφωνηθεί νέο σταθερό επιτόκιο για νέα χρονική περί- οδο, ο υπολογισμός του πρόσθετου, ενδεικτικού ΣΕΠΠΕ που γνωστοποιείται στο ESIS καλύπτει μόνο την αρχική περίοδο σταθερού επιτοκίου και βασίζεται στην παραδοχή ότι, στο τέλος της αρχικής περιόδου σταθερού επιτοκίου χορηγήσεων, το οφειλόμενο κεφάλαιο εξοφλείται.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

α) Αν η σύμβαση πίστωσης επιτρέπει διακυμάνσεις του επιτοκίου χορηγήσεων, ο καταναλωτής ενημερώνε- ται σχετικά με τις πιθανές συνέπειες των διακυμάνσεων για τα προς πληρωμή ποσά και για το ΣΕΠΠΕ τουλάχιστον μέσω του ESIS. Αυτό γίνεται με την παροχή πρόσθετου ΣΕΠΠΕ στον καταναλωτή το οποίο απεικονίζει τους πιθα- νούς κινδύνους που συνδέονται με μια σημαντική αύξη- ση του επιτοκίου χορηγήσεων. Αν δεν έχει τεθεί ανώτατο όριο στο επιτόκιο χορηγήσεων, η πληροφόρηση αυτή συνοδεύεται από προειδοποίηση στην οποία τονίζεται ότι το συνολικό κόστος της πίστωσης για τον καταναλω- τή, όπως αποτυπώνεται στο ΣΕΠΠΕ, μπορεί να αλλάξει. β) Οι διατάξεις της περίπτωσης α΄ εφαρμόζονται και σε συμβάσεις πίστωσης στις οποίες το επιτόκιο χορηγή- σεων είναι σταθερό για συγκεκριμένη ελάχιστη περίο- δο στο τέλος της οποίας δίνεται η δυνατότητα για δια- πραγμάτευση του επιτοκίου χορηγήσεων προκειμένου να συμφωνηθεί νέο σταθερό ή κυμαινόμενο επιτόκιο. γ) Οι διατάξεις της περίπτωσης α΄ δεν εφαρμόζονται σε συμβάσεις πιστώσεων στις οποίες το επιτόκιο χορηγήσε- ων είναι σταθερό για αρχική περίοδο διάρκειας τουλάχι- στον πέντε (5) ετών, στο τέλος της οποίας πραγματοποι- είται διαπραγμάτευση του επιτοκίου χορηγήσεων ώστε να συμφωνηθεί νέο σταθερό επιτόκιο για νέα χρονική περίοδο, για την οποία προβλέπεται στο ESIS πρόσθετο, ενδεικτικό ΣΕΠΠΕ.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 7

Κατά περίπτωση, για τον υπολογισμό του ΣΕΠΠΕ χρησιμοποιούνται οι πρόσθετες παραδοχές που καθο- ρίζονται στο Παράρτημα Ι.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΣΤ΄ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΠΙΣΤΟΛΗΠΤΙΚΗΣ ΙΚΑΝΟΤΗΤΑΣ
Άρθρο 17Υποχρέωση αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας του καταναλωτή (άρθρο 18 της Οδηγίας)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Ο πιστωτικός φορέας, πριν από την παροχή δεσμευ- τικής προσφοράς, πραγματοποιεί ενδελεχή αξιολόγηση της πιστοληπτικής ικανότητας του καταναλωτή. Η αξι- ολόγηση αυτή λαμβάνει δεόντως υπόψη παράγοντες που επιτρέπουν την επαλήθευση της προοπτικής του καταναλωτή να τηρήσει τις υποχρεώσεις του στο πλαίσιο της σύμβασης πίστωσης.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Ο πιστωτικός φορέας υποχρεούται να διαθέτει κατα- γεγραμμένες και τεκμηριωμένες εσωτερικές διαδικασίες, σύμφωνα με τις οποίες διενεργείται η αξιολόγηση της παραγράφου 1, στις οποίες, μεταξύ άλλων, προβλέπο- νται ρητά οι πληροφορίες στις οποίες βασίζεται η εν λόγω αξιολόγηση.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Η αξιολόγηση της πιστοληπτικής ικανότητας δεν βασίζεται κατά κύριο λόγο στην παραδοχή ότι η αξία του ακινήτου που προορίζεται για κατοικία υπερβαίνει το ποσό της πίστωσης ή στην παραδοχή ότι η αξία του εν λόγω ακινήτου θα αυξηθεί, εκτός αν ο σκοπός της σύμβασης πίστωσης είναι η κατασκευή ή ανακαίνιση ακινήτου που προορίζεται για κατοικία.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Μετά τη σύναψη της σύμβασης πίστωσης με κα- ταναλωτή, ο πιστωτικός φορέας δεν καταγγέλλει ούτε τροποποιεί τη σύμβαση εις βάρος του καταναλωτή με την αιτιολογία ότι η αξιολόγηση της πιστοληπτι- κής ικανότητας δεν διενεργήθηκε σωστά, εκτός αν αποδείξει ότι ο καταναλωτής εν γνώσει του απέκρυ- ψε ή παραποίησε πληροφορίες κατά την έννοια του άρθρου 19.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Ο πιστωτικός φορέας: α) δύναται να χορηγεί την πίστωση στον καταναλωτή μόνο όταν το αποτέλεσμα της αξιολόγησης της πιστο- ληπτικής ικανότητας δείχνει ότι οι υποχρεώσεις που απορρέουν από τη σύμβαση πίστωσης είναι πιθανόν να τηρηθούν με τον τρόπο που προβλέπεται από την εν λόγω σύμβαση, β) υποχρεούται να ενημερώνει εκ των προτέρων τον καταναλωτή, σύμφωνα με το άρθρο 11 του Ν. 2472/1997 (Α΄ 50), όπως το άρθρο αυτό τροποποιήθηκε με την παρ. 4 του άρθρου 34 του Ν. 2915/2001 (Α΄ 109) και την παρ. 8 του άρθρου 39 του Ν. 4024/2011 (Α΄ 226), ότι πρόκειται να γίνει έρευνα σε βάση δεδομένων, γ) όταν απορρίπτεται η αίτηση πίστωσης, ο πιστωτικός φορέας ενημερώνει αμελλητί τον καταναλωτή για την απόρριψη και, κατά περίπτωση, ότι η απόφαση βασί- ζεται σε αυτοματοποιημένη επεξεργασία δεδομένων. Εάν η απόρριψη βασίζεται στο αποτέλεσμα της έρευνας σε βάση δεδομένων, ο πιστωτικός φορέας ενημερώνει επίσης τον καταναλωτή σχετικά με το αποτέλεσμα της έρευνας και σχετικά με τα στοιχεία της συγκεκριμένης βάσης δεδομένων.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Η πιστοληπτική ικανότητα του καταναλωτή επαναξι- ολογείται με βάση επικαιροποιημένες πληροφορίες πριν εγκριθεί οποιαδήποτε σημαντική αύξηση του συνολικού ποσού της πίστωσης μετά τη σύναψη της σύμβασης πί- στωσης, εκτός εάν αυτή η συμπληρωματική πίστωση προβλεπόταν και περιλαμβανόταν στην αρχική αξιολό- γηση της πιστοληπτικής ικανότητας.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 7

Το παρόν άρθρο εφαρμόζεται με την επιφύλαξη των διατάξεων του Ν. 2472/1997.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 8

Η αρμόδια αρχή μπορεί να ρυθμίζει περαιτέρω λε- πτομέρειες εφαρμογής των διατάξεων του παρόντος άρθρου πλην αυτών της περίπτωσης β΄ της παραγράφου 5 και της παραγράφου 7, με βάση τις κατευθυντήριες γραμμές της EAT.

Άρθρο 18Εκτίμηση της αξίας του ακινήτου (άρθρο 19 της Οδηγίας)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Η εκτίμηση της αξίας ακινήτων που προορίζονται για κατοικία με σκοπό τη χορήγηση ενυπόθηκων πιστώσεων διενεργείται με αξιόπιστα πρότυπα εκτίμησης, σύμφωνα με την υποπαράγραφο Γ7 της παρ. Γ' του άρθρου πρώ- του του Ν. 4152/2013 (Α΄ 107).

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Οι εσωτερικοί και εξωτερικοί εκτιμητές που διενερ- γούν εκτιμήσεις ακινήτων, εκ μέρους των πιστωτικών φο- ρέων, είναι επαγγελματικά επαρκείς, εγγεγραμμένοι στο Μητρώο Πιστοποιημένων Εκτιμητών του Ν. 4152/2013 και είναι ανεξάρτητοι από τη διαδικασία έγκρισης της πίστωσης, ώστε να μπορούν να παρέχουν αμερόληπτη και αντικειμενική εκτίμηση. Η εκτίμηση που παρέχουν καταχωρίζεται σε αρχείο το οποίο τηρείται από τον πι- στωτικό φορέα.

Άρθρο 19Διαβίβαση και επαλήθευση των πληροφοριών που παρέχει ο καταναλωτής (άρθρο 20 της Οδηγίας)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Η αξιολόγηση της πιστοληπτικής ικανότητας που αναφέρεται στο άρθρο 17 διενεργείται με βάση αναγκαί- ες, επαρκείς και αναλογικές πληροφορίες για το εισόδη- μα και τις δαπάνες του καταναλωτή, καθώς και για άλλες χρηματοοικονομικές και οικονομικές συνθήκες που τον αφορούν. Ο πιστωτικός φορέας αντλεί τις πληροφορίες αυτές από κατάλληλες εσωτερικές ή εξωτερικές πηγές, συμπεριλαμβανομένου του καταναλωτή, και συμπερι- λαμβάνουν πληροφορίες που παρέχονται στο μεσίτη πιστώσεων κατά τη διάρκεια της διαδικασίας αίτησης για τη χορήγηση πίστωσης. Οι πληροφορίες επαληθεύονται καταλλήλως, μεταξύ άλλων, μέσω χρήσης δικαιολογη- τικών που παρέχονται από ανεξάρτητα εξακριβώσιμες πηγές, εφόσον είναι αναγκαίο.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Ο μεσίτης πιστώσεων διαβιβάζει, με ακρίβεια, στον ενδιαφερόμενο πιστωτικό φορέα τις απαραίτητες πλη- ροφορίες που λαμβάνει από τον καταναλωτή, προκειμέ- νου να καταστεί εφικτή η αξιολόγηση της πιστοληπτικής του ικανότητας.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Πριν από τη σύναψη της σύμβασης πίστωσης, ο πι- στωτικός φορέας προσδιορίζει με σαφή και κατανοητό τρόπο τις αναγκαίες πληροφορίες και τα δικαιολογητικά από ανεξάρτητα εξακριβώσιμες πηγές που οφείλει να παράσχει ο καταναλωτής, καθώς και το χρονικό διάστη- μα εντός του οποίου ο καταναλωτής οφείλει να παράσχει τα στοιχεία αυτά. Το αίτημα αυτό του πιστωτικού φορέα για παροχή πληροφοριών από τον καταναλωτή πρέπει να είναι αναλογικό και να περιορίζεται σε ό,τι είναι απα- ραίτητο για τη διενέργεια άρτιας αξιολόγησης της πιστο- ληπτικής του ικανότητας. Ο πιστωτικός φορέας μπορεί να ζητά διευκρινίσεις από τον καταναλωτή όσον αφορά στις πληροφορίες που λαμβάνει σε απάντηση του εν λόγω αιτήματός του, όταν αυτό είναι αναγκαίο για την αξιολόγηση της πιστοληπτικής ικανότητάς του. Ο πιστωτικός φορέας δεν επιτρέπεται να καταγγείλει τη σύμβαση πίστωσης, με τη δικαιολογία ότι οι πληροφο- ρίες που παρασχέθηκαν από τον καταναλωτή πριν από τη σύναψη της σύμβασης πίστωσης ήταν ελλιπείς, εκτός αν αποδείξει ότι ο καταναλωτής εν γνώσει του απέκρυψε ή παραποίησε πληροφορίες.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Ο πιστωτικός φορέας ή ο μεσίτης πιστώσεων ενημε- ρώνουν, εγγράφως ή με άλλο σταθερό μέσο τον κατα- ναλωτή για την υποχρέωσή του να παρέχει ορθές πλη- ροφορίες, κατόπιν του αιτήματος που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο της παραγράφου 3, και για το γεγονός ότι οι πληροφορίες αυτές πρέπει να είναι όσο το δυνατόν πληρέστερες, με σκοπό τη διεξαγωγή της αξιολόγησης της πιστοληπτικής του ικανότητας. Ο πιστωτικός φορέας ή ο μεσίτης πιστώσεων οφείλουν να προειδοποιούν τον καταναλωτή ότι σε περίπτωση κατά την οποία ο πιστωτι- κός φορέας δεν είναι σε θέση να προβεί σε αξιολόγηση της πιστοληπτικής του ικανότητας, επειδή ο κατανα- λωτής επέλεξε να μην παράσχει τις πληροφορίες ή την επαλήθευση που είναι αναγκαίες για την αξιολόγηση της πιστοληπτικής του ικανότητας, η πίστωση δεν μπορεί να χορηγηθεί. Η προειδοποίηση αυτή μπορεί να παρέχεται από τον πιστωτικό φορέα σε τυποποιημένη μορφή.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Το παρόν άρθρο εφαρμόζεται με την επιφύλαξη του Ν. 2472/1997 και ιδίως του άρθρου 4 αυτού.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ζ΄ΠΡΟΣΒΑΣΗ ΣΕ ΒΑΣΕΙΣ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ
Άρθρο 20Πρόσβαση σε βάσεις δεδομένων (άρθρο 21 της Οδηγίας)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Επιτρέπεται η πρόσβαση των πιστωτικών φορέων με καταστατική έδρα σε άλλα κράτη - μέλη της ΕΕ στο διατραπεζικό αρχείο δεδομένων οικονομικής συμπερι- φοράς που λειτουργεί στο πλαίσιο του ελληνικού χρη- ματοπιστωτικού συστήματος και, κατά περίπτωση, σε όμοιου περιεχομένου βάσεις δεδομένων που λειτουρ- γούν νόμιμα στην Ελλάδα για την αξιολόγηση της πιστο- ληπτικής ικανότητας των καταναλωτών στους οποίους έχουν χορηγήσει ή πρόκειται να χορηγήσουν δάνεια και με μοναδικό σκοπό την παρακολούθηση της συμμόρ- φωσης των τελευταίων προς τις πιστωτικές τους υπο- χρεώσεις καθ’ όλη τη διάρκεια της σύμβασης πίστωσης, με τους ίδιους όρους πρόσβασης που προβλέπονται για τους εθνικούς πιστωτικούς φορείς.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Το παρόν άρθρο ισχύει με την επιφύλαξη των δια- τάξεων του Ν. 2472/1997.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Η΄ΣΥΜΒΟΥΛΕΥΤΙΚΕΣ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ
Άρθρο 21Πρότυπα συμβουλευτικών υπηρεσιών (άρθρο 22 της Οδηγίας)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Ο πιστωτικός φορέας ή ο μεσίτης πιστώσεων ενη- μερώνει ρητώς τον καταναλωτή, στο πλαίσιο συγκεκρι- μένης συναλλαγής, για το αν παρέχονται ή μπορεί να παρασχεθούν συμβουλευτικές υπηρεσίες εκ μέρους τους στον καταναλωτή.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Πριν από την παροχή συμβουλευτικών υπηρεσιών ή, κατά περίπτωση, πριν από τη σύναψη σύμβασης για την παροχή συμβουλευτικών υπηρεσιών, ο πιστωτικός φορέας ή ο μεσίτης πιστώσεων παρέχει στον καταναλω- τή τις ακόλουθες πληροφορίες εγγράφως ή επί άλλου σταθερού μέσου: α) κατά πόσον η σύσταση θα βασιστεί σε εξέταση μό- νον του δικού τους φάσματος προϊόντων, σύμφωνα με την περίπτωσης β΄ της παραγράφου 3, ή ενός ευρέος φάσματος προϊόντων από ολόκληρη την αγορά, σύμ- φωνα με την περίπτωση γ΄ της παραγράφου 3, ούτως ώστε να μπορέσει ο καταναλωτής να καταλάβει τη βάση πάνω στην οποία γίνεται η σύσταση, β) εφόσον συντρέχει περίπτωση, το ποσό της αμοιβής που πρέπει να καταβάλει ο καταναλωτής για την παροχή συμβουλευτικών υπηρεσιών ή, αν το ποσό δεν μπορεί να καθοριστεί τη στιγμή της παροχής των πληροφοριών, τον τρόπο υπολογισμού του. Οι πληροφορίες που αναφέρονται στις περιπτώσεις α΄ και β΄ μπορεί να παρασχεθούν στον καταναλωτή με τη μορφή πρόσθετων προσυμβατικών πληροφοριών.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Όταν παρέχονται στους καταναλωτές συμβουλευτι- κές υπηρεσίες, εκτός των απαιτήσεων που ορίζονται στα άρθρα 6 και 8, προβλέπονται οι ακόλουθες υποχρεώσεις: α) οι πιστωτικοί φορείς ή οι μεσίτες πιστώσεων απο- κτούν τις αναγκαίες πληροφορίες όσον αφορά την προσωπική και χρηματοοικονομική κατάσταση του καταναλωτή, καθώς και τις προτιμήσεις και τους στό- χους του, προκειμένου να είναι σε θέση να προτείνουν κατάλληλες συμβάσεις πίστωσης. Η αξιολόγηση αυτή βασίζεται σε πληροφορίες που είναι επικαιροποιημέ- νες κατά τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή και λαμβάνει υπόψη εύλογες παραδοχές ως προς τους κινδύνους που αφορούν την κατάσταση του καταναλωτή καθ’ όλη τη διάρκεια της προτεινόμενης σύμβασης πίστω- σης, β) οι πιστωτικοί φορείς ή οι συνδεδεμένοι μεσίτες πι- στώσεων εξετάζουν ικανό αριθμό συμβάσεων πίστωσης από το φάσμα των προϊόντων τους που ανταποκρίνονται στις ανάγκες και στην χρηματοοικονομική και προσωπι- κή κατάσταση του καταναλωτή και του προτείνουν μία ή περισσότερες κατάλληλες συμβάσεις πίστωσης, γ) οι μη συνδεδεμένοι μεσίτες πιστώσεων εξετάζουν ικανό αριθμό συμβάσεων πίστωσης από αυτές που δι- ατίθενται στην αγορά οι οποίες ανταποκρίνονται στις ανάγκες και στην χρηματοοικονομική και προσωπική κατάσταση του καταναλωτή και του προτείνουν μία ή περισσότερες κατάλληλες συμβάσεις πίστωσης, δ) οι πιστωτικοί φορείς και οι μεσίτες πιστώσεων ενερ- γούν προς το συμφέρον του καταναλωτή με τους εξής τρόπους: αα) λαμβάνοντας ενημέρωση για τις ανάγκες και την κατάσταση του καταναλωτή και ββ) συστήνοντας κατάλληλες συμβάσεις πίστωσης, σύμφωνα με τις περιπτώσεις α΄, β΄ και γ΄, ε) οι πιστωτικοί φορείς ή οι μεσίτες πιστώσεων χορη- γούν στον καταναλωτή εγγράφως ή επί άλλου σταθερού μέσου το περιεχόμενο των συμβουλών που του παρέ- χουν.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Οι πιστωτικοί φορείς ή οι μεσίτες πιστώσεων που πα- ρέχουν συμβουλευτικές υπηρεσίες μπορούν να κάνουν χρήση των όρων «ανεξάρτητες συμβουλές» ή «ανεξάρ- τητος σύμβουλος» με την προϋπόθεση ότι: α) εξετάζουν ικανό αριθμό συμβάσεων πίστωσης από αυτές που διατίθενται στην αγορά, β) δεν αμείβονται για τις εν λόγω συμβουλευτικές υπη- ρεσίες από έναν ή περισσότερους πιστωτικούς φορείς.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Οι πιστωτικοί φορείς και οι μεσίτες πιστώσεων προειδοποιούν τον καταναλωτή, εφόσον λαμβάνοντας υπόψη την χρηματοοικονομική του κατάσταση, κρίνουν ότι μια σύμβαση πίστωσης ενδεχομένως ενέχει συγκε- κριμένο κίνδυνο για αυτόν.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Συμβουλευτικές υπηρεσίες παρέχονται μόνον από πιστωτικούς φορείς και μεσίτες πιστώσεων.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 7

Κατ’ εξαίρεση, συμβουλευτικές υπηρεσίες στο πλαί- σιο της υποστήριξης των καταναλωτών σε θέματα δια- χείρισης χρέους μπορεί να παρέχουν και οι πιστοποιημέ- νες προς τούτο ενώσεις καταναλωτών. Στην περίπτωση αυτή, οι ενώσεις καταναλωτών δεν έχουν το δικαίωμα που αναφέρεται στην παράγραφο 1 του άρθρου 30 να παρέχουν υπηρεσίες στο σύνολο της επικράτειας της Ένωσης.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 8

Με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Ανάπτυ- ξης, που εκδίδεται ύστερα από γνώμη της Τράπεζας της Ελλάδος, καθορίζονται οι περαιτέρω προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούνται για την παροχή συμβουλευτικών υπηρεσιών από ενώσεις καταναλωτών.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 9

Το παρόν άρθρο δεν θίγει το άρθρο 15 και διατάξεις οι οποίες αποσκοπούν στη διασφάλιση παροχής προς τους καταναλωτές υπηρεσιών, που τους βοηθούν να κα- τανοούν τις χρηματοοικονομικές τους ανάγκες και το είδος των προϊόντων που είναι πιθανό να ανταποκρίνεται στις ανάγκες αυτές.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Θ΄ΚΑΙ ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ ΠΙΣΤΩΣΗΣ ΚΥΜΑΙΝΟΜΕΝΟΥ ΕΠΙΤΟΚΙΟΥ
Άρθρο 22Συμβάσεις πίστωσης σε ξένο νόμισμα (άρθρο 23 της Οδηγίας)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Σε περίπτωση συμβάσεων πίστωσης σε ξένο νόμι- σμα, ο πιστωτικός φορέας: α) είτε συμπεριλαμβάνει στη σύμβαση πίστωσης όρο, σύμφωνα με τον οποίο, ο καταναλωτής δικαιούται να με- τατρέψει, κατόπιν σχετικού αιτήματος του, τη σύμβαση πίστωσης σε εναλλακτικό νόμισμα, τουλάχιστον όταν η διακύμανση της συναλλαγματικής ισοτιμίας υπερβαίνει το 20% σε σχέση με αυτή που ίσχυε κατά το χρόνο σύ- ναψης της σύμβασης, β) είτε διασφαλίζει ότι η σύμβαση πίστωσης συνοδεύ- εται καθ’ όλη τη διάρκεια αυτής με χρηματοπιστωτικό μέσο αντιστάθμισης του συναλλαγματικού κινδύνου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Στην περίπτωση α΄ της παραγράφου 1, ο σχετικός όρος της σύμβασης ορίζει υποχρεωτικά ως εναλλακτικό νόμισμα: α) το νόμισμα στο οποίο ο καταναλωτής λαμβάνει κατά κύριο λόγο το εισόδημα του ή διατηρεί τα περι- ουσιακά του στοιχεία από τα οποία πρόκειται να εξο- φληθεί η πίστωση, όπως τα στοιχεία αυτά προκύπτουν από την τελευταία αξιολόγηση της πιστοληπτικής του ικανότητας, πριν από τη σύναψη της σύμβασης πίστω- σης, ή/και β) το νόμισμα του κράτους - μέλους στο οποίο ο κα- ταναλωτής είτε κατοικούσε τη στιγμή της σύναψης της σύμβασης πίστωσης είτε κατοικεί κατά το χρόνο ενερ- γοποίησης του σχετικού συμβατικού όρου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Κατά την εφαρμογή της περίπτωσης α΄ της παρα- γράφου 1, η μετατροπή διενεργείται με βάση την ισχύου- σα κατά το χρόνο μετατροπής συναλλαγματική ισοτιμία, όπως αυτή προκύπτει από τις επίσημες δημοσιεύσεις της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας ή της Τράπεζας της Ελλάδος, εκτός αν προβλέπεται διαφορετικά στη σύμβαση πίστωσης.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Όταν ένας καταναλωτής έχει συνάψει σύμβαση πίστωσης σε ξένο νόμισμα και το ύψος του οφειλόμε- νου συνολικού ποσού ή των οφειλόμενων δόσεων που πρέπει να καταβάλει παρουσιάζει διακύμανση μεγαλύ- τερη από 20% σε σχέση με αυτό που θα ήταν αν ίσχυε η συναλλαγματική ισοτιμία μεταξύ του νομίσματος της σύμβασης και του εναλλακτικού νομίσματος που ίσχυε κατά το χρόνο σύναψης της σύμβασης πίστωσης, ο πι- στωτικός φορέας ειδοποιεί αμέσως τον καταναλωτή, εγγράφως ή με άλλο σταθερό μέσο. Η ειδοποίηση αυτή επέχει θέση ενημέρωσης του καταναλωτή προκειμένου αυτός να ενεργοποιήσει το συμβατικό όρο της παρα- γράφου 1. Στην περιοδική ενημέρωση περιλαμβάνεται αναφορά του ύψους της μεταβολής της συναλλαγματικής ισοτι- μίας. Οι ρυθμίσεις που εφαρμόζονται δυνάμει του παρό- ντος άρθρου κοινοποιούνται στον καταναλωτή στο πλαίσιο του ESIS και της σύμβασης πίστωσης. Όταν στη σύμβαση πίστωσης δεν υπάρχει όρος που να περιορί- ζει το συναλλαγματικό κίνδυνο, στον οποίον εκτίθεται ο καταναλωτής σε διακύμανση της συναλλαγματικής ισοτιμίας μικρότερης του 20%, το ESIS περιλαμβάνει ενδεικτικό παράδειγμα που αφορά τον αντίκτυπο της διακύμανσης της συναλλαγματικής ισοτιμίας σε πο- σοστό 20%.

Άρθρο 23Πιστώσεις κυμαινόμενου επιτοκίου (άρθρο 24 της Οδηγίας)

Όταν σε μία σύμβαση πίστωσης ορίζεται κυμαινόμενο επιτόκιο: α) οι δείκτες ή τα επιτόκια αναφοράς που χρησιμοποι- ούνται από τον πιστωτικό φορέα για τον υπολογισμό του επιτοκίου χορήγησης πρέπει να είναι σαφείς, προσιτοί, αντικειμενικοί και επαληθεύσιμοι από τα συμβαλλόμενα μέρη στη σύμβαση πίστωσης και την αρμόδια αρχή, β) τηρούνται αρχεία των ανωτέρω δεικτών ή επιτο- κίων αναφοράς από τον πιστωτικό φορέα, εκτός αν ο πάροχος των δεικτών ή επιτοκίων αναφοράς υπόκειται σε ισοδύναμη υποχρέωση τήρησης αρχείου.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι΄ΚΑΛΗ ΕΚΤΕΛΕΣΗ ΤΩΝ ΣΥΜΒΑΣΕΩΝ ΠΙΣΤΩΣΗΣ ΚΑΙ ΣΥΝΑΦΗ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ
Άρθρο 24Πρόωρη αποπληρωμή (άρθρο 25 της Οδηγίας)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Ο καταναλωτής έχει δικαίωμα να εκπληρώσει πλή- ρως ή εν μέρει τις υποχρεώσεις του που απορρέουν από τη σύμβαση πίστωσης πριν από τη λήξη της. Στην περίπτωση αυτή, ο καταναλωτής δικαιούται μείωση του συνολικού κόστους της πίστωσης. Η μείωση συνίσταται στους τόκους και τις επιβαρύνσεις για το εναπομένον χρονικό διάστημα μέχρι τη λήξη της σύμβασης.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Αν η άσκηση του δικαιώματος πρόωρης εξόφλη- σης εκ μέρους του καταναλωτή λαμβάνει χώρα εντός χρονικού διαστήματος για το οποίο έχει συμφωνηθεί σταθερό επιτόκιο χορηγήσεων, ο πιστωτικός φορέας δικαιούται εύλογη και αντικειμενικά αιτιολογημένη απο- ζημίωση προς αποκατάσταση των ενδεχόμενων εξόδων που υφίσταται και έχουν άμεση σχέση με την πρόωρη εξόφληση και, ιδίως, του κόστους που συνεπάγεται για τον πιστωτικό φορέα η επανατοποθέτηση στη διατρα- πεζική αγορά κεφαλαίου ίσου προς το ποσό που απο- πληρώνεται πρόωρα. Η εν λόγω αποζημίωση δεν μπορεί να υπερβαίνει το ποσό των τόκων που θα κατέβαλλε ο καταναλωτής για το χρονικό διάστημα μεταξύ της πρό- ωρης εξόφλησης και της συμφωνηθείσας ημερομηνίας λήξης του σταθερού επιτοκίου. Η αποζημίωση του πιστωτικού φορέα υπολογίζεται βάσει του μαθηματικού τύπου που περιλαμβάνεται στο Παράρτημα III.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Αν ο καταναλωτής επιθυμεί να εκπληρώσει τις συμ- βατικές του υποχρεώσεις πριν από τη λήξη της σύμβασης πίστωσης, ο πιστωτικός φορέας παρέχει σε αυτόν χωρίς καθυστέρηση, μετά την παραλαβή σχετικού αιτήματος, εγγράφως ή επί άλλου σταθερού μέσου, τις πληροφορίες που είναι απαραίτητες προκειμένου ο καταναλωτής να είναι σε θέση να αξιολογήσει την εν λόγω δυνατότητα. Οι πληροφορίες αυτές προσδιορίζουν τις συνέπειες που θα έχει για τον καταναλωτή η εκπλήρωση των υποχρεώ- σεων του πριν από τη λήξη της σύμβασης, τουλάχιστον ως προς την προβλεπόμενη για αυτόν επιβάρυνση, και αναφέρουν σαφώς τις παραδοχές που χρησιμοποιού- νται, οι οποίες πρέπει να είναι λογικές και αιτιολογημένες.

Άρθρο 25Ευέλικτες και αξιόπιστες αγορές (άρθρο 26 της Οδηγίας)

Οι πιστωτικοί φορείς υποχρεούνται να τηρούν αρχεία σχετικά με τα είδη της ακίνητης περιουσίας που γίνονται δεκτά ως εμπράγματη εξασφάλιση, καθώς και τις γενικές πολιτικές που διέπουν την εκ μέρους τους χορήγηση πιστώσεων με εμπράγματη εξασφάλιση.

Άρθρο 26Πληροφορίες για τις αλλαγές του επιτοκίου χορηγήσεων (άρθρο 27 της Οδηγίας)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Ο πιστωτικός φορέας ενημερώνει τον καταναλωτή για οποιαδήποτε μεταβολή του επιτοκίου χορηγήσε- ων, εγγράφως ή επί άλλου σταθερού μέσου, πριν από την έναρξη ισχύος του νέου επιτοκίου, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στα Κεφάλαια Α΄ και Γ' της πράξης του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδας 2501/2002 (Α΄277). Η ενημέρωση περιλαμβάνει τουλάχιστον το ποσό των οφειλόμενων καταβολών μετά την έναρξη ισχύος του νέου επιτοκίου χορηγήσεων και, στις περιπτώσεις που μεταβάλλεται ο αριθμός ή η περιοδικότητα των πληρω- μών, λεπτομέρειες σχετικά με τη μεταβολή αυτή.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Κατά παρέκκλιση της παραγράφου 1, τα μέρη μπο- ρούν να συμφωνήσουν στη σύμβαση πίστωσης ότι οι προβλεπόμενες στην παράγραφο 1 πληροφορίες πα- ρέχονται στον καταναλωτή σε περιοδική βάση, εφόσον συντρέχουν οι ακόλουθες προϋποθέσεις: α) η μεταβολή του επιτοκίου χορηγήσεων συνδέεται με μεταβολή του επιτοκίου αναφοράς, β) το νέο επιτόκιο αναφοράς δημοσιοποιείται με κα- τάλληλα μέσα, και γ) οι σχετικές με το νέο επιτόκιο αναφοράς πληρο- φορίες είναι επίσης διαθέσιμες στις εγκαταστάσεις του πιστωτικού φορέα και κοινοποιούνται στον καταναλωτή μαζί με το ύψος των νέων περιοδικών καταβολών, σύμ- φωνα με τα προβλεπόμενα στα Κεφάλαια Α΄ και Γ΄ της πράξης 2501/2002.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Αν οι μεταβολές στο επιτόκιο χορηγήσεων καθορί- ζονται μέσω δημοπρασίας στις κεφαλαιαγορές και συνε- πώς είναι αδύνατον ο πιστωτικός φορέας να πληροφορή- σει τον καταναλωτή εκ των προτέρων για οποιαδήποτε μεταβολή πριν αυτή επέλθει, ο πιστωτικός φορέας σε εύλογο χρόνο πριν από τη δημοπρασία γνωστοποιεί εγ- γράφως ή με άλλο σταθερό μέσο στον καταναλωτή την επικείμενη διαδικασία και παρέχει ενδείξεις για το πώς μπορεί να επηρεαστεί το επιτόκιο χορηγήσεων.

Άρθρο 27Τόκοι υπερημερίας και κατάσχεση (άρθρο 28 της Οδηγίας)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Οι πιστωτικοί φορείς συμμορφώνονται με τις διατά- ξεις του Κώδικα Δεοντολογίας της παρ. 2 του άρθρου 1 του Ν. 4224/2013 (Α΄288) που εκδόθηκε με την απόφαση ΕΠΑΘ της Τράπεζας της Ελλάδος 195/1/2016 Β΄ 2376).

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Σε περίπτωση υπερημερίας του καταναλωτή δεν επιτρέπεται η επιβολή πρόσθετων επιβαρύνσεων πέραν: α) του προβλεπόμενου ανώτατου ορίου για το επιτόκιο υπερημερίας, όπως εκάστοτε ισχύει με απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος, λαμβάνοντας υπόψη τις διατάξεις του άρθρου 39 του Ν. 3259/2004 (Α 149), και β) της απο- κατάστασης των αναγκαίων δαπανών που έγιναν από τον πιστωτικό φορέα ως επισπεύδοντα προς το γενικό συμφέρον όλων των δανειστών οι οποίοι αναγγέλθηκαν στη διαδικασία του πλειστηριασμού.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Τα συμβαλλόμενα στη σύμβαση πίστωσης μέρη μπορεί να προβλέπουν ρητώς ότι η επιστροφή ή με- ταβίβαση της εξασφάλισης ή των εσόδων από την πώ- ληση της εξασφάλισης αρκεί για την αποπληρωμή της πίστωσης.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Αν δεν υπάρχει συμφωνία της παραγράφου 3, και μετά τις διαδικασίες αναγκαστικής εκτέλεσης παραμένει ανεξόφλητο χρέος, ο πιστωτικός φορέας διευκολύνει την αποπληρωμή του, λαμβάνοντας υπόψη ιδίως τις εύλογες δαπάνες διαβίωσης, όπως αυτές εκάστοτε ορίζονται από το ΚΥ.Σ.Δ.Ι.Χ., σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 73 του Ν. 4389/2016 (Α΄ 94), καθώς και την ύπαρξη τυχόν άλλων περιουσιακών στοιχείων.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΑ΄ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΚΑΙ ΕΠΟΠΤΕΙΑΣ ΤΩΝ ΜΕΣΙΤΩΝ ΠΙΣΤΩΣΕΩΝ
Άρθρο 28Άδεια λειτουργίας μεσιτών πιστώσεων (άρθρο 29 της Οδηγίας)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Για την άσκηση μίας ή περισσότερων από τις δρα- στηριότητες πιστωτικής διαμεσολάβησης των περιπτώ- σεων α΄ έως γ΄ της παραγράφου 5 του άρθρου 3, την παροχή συμβουλευτικών υπηρεσιών της παραγράφου 20 του άρθρου 3 από, συνδεδεμένο ή μη, μεσίτη πιστώ- σεων, εγκατεστημένο στην Ελλάδα, απαιτείται η λήψη άδειας λειτουργίας ως «μεσίτη στεγαστικής πίστης» από την αρμόδια αρχή (ΤτΕ).

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Για τη χορήγηση της άδειας λειτουργίας απαιτείται οι μεσίτες πιστώσεων να πληρούν κατ’ ελάχιστον τις ακό- λουθες απαιτήσεις: α) να διαθέτουν ασφάλιση επαγγελματικής αστικής ευθύνης με εδαφικό εύρος που καλύπτει τα κράτη - μέλη ή τις περιοχές όπου προσφέρουν υπηρεσίες ή άλλη ανά- λογη εγγύηση έναντι της ευθύνης που προκύπτει από επαγγελματική αμέλεια, σύμφωνα με τα οριζόμενα στον κατ’ εξουσιοδότηση Κανονισμό (ΕΕ) 1125/2014 της Επι- τροπής της 19ης Σεπτεμβρίου 2014 (ΕΕ L 305). Σε ό,τι αφορά τους συνδεδεμένους μεσίτες πιστώσεων, η εν λόγω ασφάλιση ή ανάλογη εγγύηση μπορεί να παρέχεται από τον πιστωτικό φορέα για λογαριασμό του οποίου ενεργεί ο μεσίτης πιστώσεων, β) να διαθέτουν τα απαιτούμενα εχέγγυα εντιμότητας, τα οποία συνίστανται στο να διαθέτουν λευκό ποινικό Μητρώο και στο να μην έχουν κηρυχθεί σε πτώχευση στο παρελθόν, εκτός εάν έχουν αποκατασταθεί, σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία. Τα ανωτέρω εχέγγυα πρέπει να συντρέχουν στο πρόσωπο του μεσίτη πιστώσεων, αν αυτός είναι φυσικό πρόσωπο, στο πρόσωπο των μελών του διοικητικού συμβουλίου του μεσίτη πιστώσεων, αν αυτός είναι νομικό πρόσωπο και στα φυσικά πρόσωπα που ασκούν ισοδύναμα καθήκοντα σε μεσίτη πιστώσε- ων που αποτελεί νομικό πρόσωπο αλλά δεν διαθέτει διοικητικό συμβούλιο, γ) να διαθέτουν κατάλληλο επίπεδο γνώσεων και επάρ- κειας όσον αφορά τις συμβάσεις πίστωσης, σύμφωνα με τις απαιτήσεις που καθορίζονται από την αρμόδια αρχή του κράτους - μέλους καταγωγής, εκτός αν ορίζεται δια- φορετικά από την αρμόδια αρχή, για τις περιπτώσεις β, γ, ε΄ και στ΄ του Παραρτήματος IV. Η προϋπόθεση αυτή πρέπει να συντρέχει στο πρόσωπο του μεσίτη πιστώσε- ων, αν αυτός είναι φυσικό πρόσωπο, στο πρόσωπο των μελών του διοικητικού συμβουλίου του μεσίτη πιστώ- σεων, αν αυτός είναι νομικό πρόσωπο και στα φυσικά πρόσωπα που ασκούν ισοδύναμα καθήκοντα σε μεσίτη πιστώσεων που αποτελεί νομικό πρόσωπο αλλά δεν δι- αθέτει διοικητικό συμβούλιο.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Η αρμόδια αρχή μεριμνά ώστε να δημοσιοποιούνται τα κριτήρια επαγγελματικών απαιτήσεων που απαιτείται να πληροί το προσωπικό των μεσιτών πιστώσεων ή των πιστωτικών φορέων.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Η αρμόδια αρχή τηρεί και ενημερώνει ανά τακτά χρονικά διαστήματα δημόσιο Μητρώο μεσιτών πιστώ- σεων (μεσιτών στεγαστικής πίστης), στο οποίο εγγρά- φονται όλοι οι μεσίτες πιστώσεων, οι οποίοι έχουν λάβει άδεια λειτουργίας ως «μεσίτες στεγαστικής πίστης». Το Μητρώο αυτό αναρτάται στο διαδικτυακό τόπο της αρ- μόδιας αρχής και επικαιροποιείται ανά τακτά χρονικά διαστήματα. Το ανωτέρω δημόσιο Μητρώο μεσιτών πιστώσεων περιλαμβάνει τουλάχιστον τις ακόλουθες πληροφορίες: α) τα ονόματα των μελών της διοίκησης της επιχείρη- σης που είναι υπεύθυνα για την άσκηση των δραστηρι- οτήτων πιστωτικής διαμεσολάβησης, β) όλα τα φυσικά πρόσωπα που διενεργούν για λογα- ριασμό της επιχείρησης λειτουργίες που τους φέρνουν σε προσωπική επαφή (client facing functions) με τους πελάτες στο πλαίσιο άσκησης δραστηριοτήτων πιστω- τικής διαμεσολάβησης, γ) τα κράτη - μέλη στα οποία ο μεσίτης πιστώσεων ασκεί τις δραστηριότητες του, σύμφωνα με την αρχή της ελεύθερης εγκατάστασης ή ελεύθερης παροχής υπηρεσιών κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο 2 του άρθρου 30 και για τα οποία έχει ενημερώσει την αρμό- δια αρχή του κράτους - μέλους καταγωγής, δ) κατά πόσον ο μεσίτης είναι συνδεδεμένος ή όχι, ε) εφόσον πρόκειται για συνδεδεμένο μεσίτη πιστώσεων, την επωνυμία του πιστωτικού φορέα για λογαριασμό του οποίου ενεργεί.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Μεσίτες πιστώσεων, συμπεριλαμβανομένων των συνδεδεμένων, που λαμβάνουν άδεια λειτουργίας από την αρμόδια αρχή, σύμφωνα με την παράγραφο 1 εφό- σον είναι νομικά πρόσωπα με καταστατική έδρα στην Ελλάδα, υποχρεούνται να έχουν την κεντρική τους διοί- κηση στην Ελλάδα. Εφόσον η άδεια λειτουργίας μεσιτών πιστώσεων έχει ληφθεί από φυσικό ή νομικό πρόσωπο, το οποίο λόγω του εταιρικού του τύπου δεν διαθέτει καταστατική έδρα και ασκεί τις κύριες επιχειρηματικές του δραστηριότητες στην Ελλάδα, το εν λόγω πρόσωπο υποχρεούται επίσης να έχει την κεντρική του διοίκηση στην Ελλάδα.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Η αρμόδια αρχή για την τήρηση του αρχείου της πα- ραγράφου 4 δημιουργεί ένα ενιαίο σημείο πληροφόρη- σης για τη διασφάλιση ταχείας και εύκολης πρόσβασης του κοινού στις πληροφορίες του δημόσιου Μητρώου της παραγράφου 4, οι οποίες συγκεντρώνονται ηλεκτρο- νικά και επικαιροποιούνται. Το εν λόγω σημείο πληρο- φόρησης περιλαμβάνει και τα στοιχεία των αρμόδιων αρχών για την παροχή της άδειας λειτουργίας και την τήρηση αρχείων μεσιτών πιστώσεων κάθε κράτους - μέλους.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 7

Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου δεν ισχύουν για πιστωτικά ιδρύματα στα οποία έχει χορηγηθεί άδεια λει- τουργίας, σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 4261/2014.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 8

Η αρμόδια αρχή παρακολουθεί την τήρηση εκ μέ- ρους των μεσιτών πιστώσεων των υποχρεώσεων που απορρέουν από τις διατάξεις της παραγράφου 2. Για το σκοπό αυτό η αρμόδια αρχή μπορεί να θεσπίζει κα- νόνες, περιλαμβανομένης της υποχρέωσης υποβολής στοιχείων, να ζητά γραπτές εξηγήσεις και να διενεργεί επιτόπιους ελέγχους. Η διάταξη του πρώτου εδαφίου δεν θίγει τις διατάξεις του άρθρου 29.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 9

Με απόφαση της αρμόδιας αρχής ορίζονται τυχόν επιπλέον απαιτήσεις για την χορήγηση της άδειας της παραγράφου 1 και οι κατ’ ελάχιστον προβλεπόμενες απαιτήσεις γνώσεων και επάρκειας για τα αναφερό- μενα στην περίπτωση γ΄ της παραγράφου 2 πρόσωπα, καθώς και κάθε αναγκαία λεπτομέρεια, σύμφωνα με το Παράρτημα IV.

Άρθρο 29Μεσίτες πιστώσεων συνδεδεμένοι με ένα μόνο πιστωτικό φορέα (άρθρο 30 της Οδηγίας)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Ο συνδεδεμένος μεσίτης πιστώσεων λαμβάνει άδεια λειτουργίας από την αρμόδια αρχή μέσω του πιστωτικού φορέα για λογαριασμό του οποίου ενεργεί αποκλειστι- κώς. Σε αυτήν την περίπτωση, ο πιστωτικός φορέας ευθύνε- ται πλήρως και άνευ όρων για κάθε πράξη ή παράλειψη του συνδεδεμένου μεσίτη πιστώσεων που ενεργεί για λογαριασμό του σε τομείς που διέπονται από τις διατά- ξεις του παρόντος νόμου και εξασφαλίζει ότι οι συνδε- δεμένοι με αυτόν μεσίτες πιστώσεων συμμορφώνονται τουλάχιστον με τις επαγγελματικές απαιτήσεις που προ- βλέπονται στην παράγραφο 2 του άρθρου 28 και παρέχει την απαιτούμενη τεκμηρίωση προς την αρμόδια αρχή.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Με την επιφύλαξη του άρθρου 33, ο πιστωτικός φορέας παρακολουθεί τις δραστηριότητες των συνδε- δεμένων με αυτόν μεσιτών πιστώσεων, προκειμένου να εξασφαλίσει ότι αυτοί εξακολουθούν να πληρούν τις απαιτήσεις περί γνώσεων και επάρκειας του συνδεδε- μένου μεσίτη πιστώσεων και του προσωπικού του και παρέχει την απαιτούμενη τεκμηρίωση προς την αρμόδια αρχή.

Άρθρο 30Ελευθερία εγκατάστασης και ελευθερία παροχής υπηρεσιών των μεσιτών πιστώσεων (άρθρο 32 της Οδηγίας)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Η άδεια λειτουργίας που χορηγείται σε μεσίτη πιστώ- σεων από τις αρμόδιες αρχές άλλων κρατών - μελών ανα- γνωρίζεται και στην Ελλάδα, χωρίς να απαιτείται άλλη άδεια από τις αρμόδιες αρχές στην Ελλάδα ως κράτους - μέλους υποδοχής για την άσκηση των δραστηριοτήτων και την παροχή των υπηρεσιών που καλύπτονται από την άδεια λειτουργίας στο κράτος - μέλος καταγωγής. Απα- γορεύεται όμως στους μεσίτες πιστώσεων να παρέχουν στην Ελλάδα τις υπηρεσίες τους σχετικά με συμβάσεις πίστωσης που προσφέρονται σε καταναλωτές από μη πιστωτικά ιδρύματα.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Κάθε μεσίτης πιστώσεων ο οποίος έχει λάβει άδεια λειτουργίας στην Ελλάδα και προτίθεται να ασκήσει επιχειρηματική δραστηριότητα για πρώτη φορά σε ένα ή περισσότερα από τα άλλα κράτη - μέλη, σύμ- φωνα με την αρχή της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών ή ιδρύοντας υποκατάστημα, κοινοποιεί την πρόθεση του αυτή στην αρμόδια αρχή της παραγράφου 1 του άρθρου 28. Εντός προθεσμίας ενός (1) μηνός από την ανωτέρω κοινοποίηση, η αρμόδια αρχή στην Ελλάδα, ως αρχή κράτους - μέλους καταγωγής, κοινοποιεί στις αρμόδι- ες αρχές των κρατών - μελών υποδοχής την πρόθεση του μεσίτη πιστώσεων που έχει λάβει άδεια από εκείνη να παρέχει υπηρεσίες στο έδαφος τους και ενημερώνει ταυτοχρόνως τον ενδιαφερόμενο μεσίτη πιστώσεων για τη διενέργεια της κοινοποίησης αυτής. Η ενημέρω- ση αναφέρεται και στους πιστωτικούς φορείς, με τους οποίους είναι συνδεδεμένος ο μεσίτης πιστώσεων και το κατά πόσον αυτοί αναλαμβάνουν πλήρως και άνευ όρων την ευθύνη για τις δραστηριότητες του μεσίτη πι- στώσεων. Η αρμόδια αρχή στην Ελλάδα, όταν λαμβάνει κοινοποίηση υπό την ιδιότητα της ως αρμόδιας αρχής κράτους - μέλους υποδοχής, χρησιμοποιεί τις πληρο- φορίες που έλαβε από την αρμόδια αρχή του κράτους - μέλους καταγωγής, ώστε να ενημερώσει δεόντως το Μητρώο που τηρεί. Ο μεσίτης πιστώσεων που έχει λάβει άδεια σε άλλο κράτος - μέλος μπορεί να αρχίσει να ασκεί την επιχειρη- ματική του δραστηριότητα στην Ελλάδα έναν (1) μήνα μετά την ημερομηνία κατά την οποία ενημερώθηκε από την αρμόδια αρχή του κράτους - μέλους καταγωγής για την ανωτέρω κοινοποίηση προς την αρμόδια αρχή στην Ελλάδα.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Πριν ξεκινήσει η επιχειρηματική δραστηριότητα του υποκαταστήματος του μεσίτη πιστώσεων στην Ελλάδα ή εντός δύο (2) μηνών από την παραλαβή της κοινοποίη- σης που αναφέρεται στο δεύτερο εδάφιο της παραγρά- φου 2, η αρμόδια αρχή στην Ελλάδα υπό την ιδιότητα της ως αρμόδιας αρχής του κράτους - μέλους υποδοχής προετοιμάζεται για την εποπτεία του μεσίτη πιστώσεων και, αν είναι απαραίτητο, υποδεικνύει στο μεσίτη πιστώ- σεων τους όρους, σύμφωνα με τους οποίους, σε τομείς που δεν έχουν εναρμονιστεί στο δίκαιο της ΕΕ, οι δρα- στηριότητες αυτές πρέπει να διεξάγονται στην Ελλάδα.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Η αρμόδια αρχή στην Ελλάδα μπορεί με απόφαση της να ρυθμίζει τη μορφή, το περιεχόμενο και τη διαδι- κασία των προβλεπόμενων στο παρόν άρθρο κοινοποι- ήσεων και κάθε άλλο σχετικό θέμα.

Άρθρο 31Ανάκληση της άδειας λειτουργίας μεσιτών πιστώσεων (άρθρο 33 της Οδηγίας)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Η άδεια λειτουργίας του μεσίτη πιστώσεων ανακα- λείται αν ο μεσίτης πιστώσεων: α) παραιτήθηκε ρητώς από την άδεια ή δεν άσκησε κατά τους προηγούμενους έξι (6) μήνες καμία από τις δραστηριότητες για τις οποίες αδειοδοτήθηκε, β) απέκτησε την άδεια λειτουργίας με ψευδείς ή πα- ραπλανητικές δηλώσεις ή με οποιονδήποτε άλλο μη σύννομο τρόπο, γ) δεν πληροί πλέον τις απαιτήσεις βάσει των οποίων χορηγήθηκε η άδεια λειτουργίας, δ) εμπίπτει σε οποιαδήποτε από τις περιπτώσεις ανά- κλησης που προβλέπονται από την ισχύουσα νομοθε- σία, με την οποία ρυθμίζονται θέματα εκτός του πεδίου εφαρμογής του παρόντος νόμου, ή ε) έχει υποπέσει σε σοβαρές ή επανειλημμένες παρα- βάσεις των διατάξεων του παρόντος νόμου που αφο- ρούν τη λειτουργία των μεσιτών πιστώσεων.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Αν η άδεια λειτουργίας μεσίτη πιστώσεων, ανακλη- θεί από την αρμόδια αρχή, η εν λόγω αρχή ενημερώνει όσο το δυνατόν συντομότερα και το αργότερο εντός δεκατεσσάρων (14) ημερών, τις αρμόδιες αρχές των κρατών - μελών υποδοχής με οποιοδήποτε κατάλληλο μέσο.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Η αρμόδια αρχή (ΤτΕ) διαγράφει από το Μητρώο της παραγράφου 4 του άρθρου 28, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, τους μεσίτες πιστώσεων, των οποίων έχει ανακληθεί η άδεια λειτουργίας.

Άρθρο 32Εποπτεία των μεσιτών πιστώσεων (άρθρο 34 της Οδηγίας)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Οι μεσίτες πιστώσεων, που έχουν λάβει άδεια λει- τουργίας από την αρμόδια αρχή (ΤτΕ), υπόκεινται στην εποπτεία αυτής, σύμφωνα με το παρόν άρθρο. Οι συνδεδεμένοι μεσίτες πιστώσεων υπόκεινται σε άμεση εποπτεία από την αρμόδια αρχή. Κατ’ εξαίρεση, αν: α) ο συνδεδεμένος μεσίτης πιστώσεων δεν παρέχει υπηρεσίες εκτός Ελλάδος, και β) ο πιστωτικός φορέας για λογαριασμό του οποίου ενεργεί είναι πιστωτικό ίδρυμα, κατά την έννοια της πα- ραγράφου 8 του άρθρου 3, το οποίο έχει λάβει άδεια λειτουργίας στην Ελλάδα, σύμφωνα με το άρθρο 8 του Ν. 4261/2014, τότε ο συνδεδεμένος μεσίτης πιστώσεων υπόκειται σε εποπτεία μέσω του εν λόγω πιστωτικού ιδρύματος (έμμεση εποπτεία).

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Αν μεσίτης πιστώσεων εγκατεστημένος σε άλλο κράτος - μέλος της Ε Ε παρέχει υπηρεσίες στην Ελλάδα μέσω εγκατάστασης υποκαταστήματος, σύμφωνα με την παραγράφου 2 του άρθρου 30, η, κατά περίπτωση αρμόδια αρχή του άρθρου 4 παρακολουθεί την εφαρ- μογή και μεριμνά για τη συμμόρφωση εκ μέρους του υποκαταστήματος προς τις απαιτήσεις που ορίζονται στις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 6 και των άρθρων 7 έως και 10, 12 έως και 16,19, 21 και 37, καθώς επίσης και στα κατ’ εξουσιοδότηση αυτών θεσπιζόμενα μέτρα. Αν διαπιστωθεί ότι μεσίτης πιστώσεων, ο οποίος εί- ναι εγκατεστημένος σε άλλο κράτος - μέλος της Ε Ε και παρέχει υπηρεσίες στην Ελλάδα μέσω υποκαταστήμα- τος, παραβιάζει τις διατάξεις του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 2, η Τράπεζα της Ελλάδας απαιτεί από το συγκεκριμένο μεσίτη πιστώσεων να τερματίσει τη πα- ραβίαση των ανωτέρω διατάξεων. Αν ο εν λόγω μεσίτης πιστώσεων δεν προβεί στις αι- τούμενες ενέργειες, η Τράπεζα της Ελλάδας προβαίνει αμελλητί σε όλες τις απαιτούμενες ενέργειες για να εξα- σφαλίσει ότι ο εν λόγω μεσίτης πιστώσεων θα τερματί- σει την παραβίαση των ανωτέρω μέτρων. Το είδος των ενεργειών αυτών γνωστοποιείται άμεσα στην αρμόδια αρχή του κράτους - μέλους καταγωγής. Αν, παρά τις ανωτέρω ενέργειες, ο μεσίτης πιστώσεων συνεχίζει να παραβιάζει τις διατάξεις που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, η Τράπεζα της Ελλάδας μπορεί, αφού ενημερώσει την αρμόδια αρχή του κράτους - μέλους καταγωγής, να προβεί στις απαραίτητες ενέργειες για να εμποδίσει τη συνέχιση της παραβίασης των ανωτέρω δι- ατάξεων ή να επιβάλει τις σχετικές κυρώσεις και, εφόσον είναι απαραίτητο, να εμποδίσει το μεσίτη πιστώσεων να διενεργήσει νέες συναλλαγές στην Ελλάδα. Η Τράπεζα της Ελλάδας ενημερώνει αμελλητί την Ευρωπαϊκή Επι- τροπή για τις εν λόγω ενέργειες. Αν αρμόδια αρχή άλλου κράτους - μέλους της Ε Ε προβεί σε αντίστοιχες με τις ανωτέρω ενέργειες ανα- φορικά με υποκατάστημα μεσίτη πιστώσεων, ο οποίος έχει λάβει άδεια λειτουργίας, σύμφωνα με την παρά- γραφο 1 του άρθρου 28 και παρέχει υπηρεσίες στο εν λόγω κράτος-μέλος μέσω εγκατάστασης υποκαταστή- ματος, και η Τράπεζα της Ελλάδας διαφωνεί με τις ενέρ- γειες αυτές, τότε η τελευταία μπορεί να παραπέμψει το ζήτημα στην EAT και να ζητήσει τη συνδρομή της, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 19 του Κανονι- σμού (ΕΕ) 1093/2010.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Η αρμόδια αρχή μπορεί να ελέγχει τον τρόπο λει- τουργίας του υποκαταστήματος και να επιβάλλει τις αλ- λαγές που κρίνει απολύτως απαραίτητες για την εκτέ- λεση των καθηκόντων του δυνάμει της παραγράφου 2, καθώς και να εξουσιοδοτεί την αρμόδια αρχή του κράτους - μέλους καταγωγής να επιβάλει την τήρηση των υποχρεώσεων των παραγράφων 2, 3 και 4 του άρ- θρου 6 και των κατ’ εξουσιοδότηση αυτών θεσπιζόμε- νων μέτρων όσον αφορά τις υπηρεσίες που παρέχει το υποκατάστημα.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Αν η αρμόδια αρχή κρίνει ότι ένας μεσίτης πιστώ- σεων που ασκεί δραστηριότητες στην Ελλάδα υπό κα- θεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών παραβαίνει τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τα διατάξεις του πα- ρόντος νόμου ή ότι ένας μεσίτης πιστώσεων που έχει υποκατάστημα στην Ελλάδα παραβιάζει τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τις διατάξεις του παρόντος νόμου πέραν όσων ορίζονται στην παράγραφο 2, ενημερώνει σχετικά την αρμόδια αρχή του κράτους - μέλους καταγω- γής προκειμένου η τελευταία να προβεί στις κατάλληλες ενέργειες. Αν η αρμόδια αρχή του κράτους - μέλους καταγωγής δεν προβεί σε οποιαδήποτε ενέργεια εντός ενός (1) μη- νός από την προαναφερθείσα ενημέρωση ή εάν, παρά τις ενέργειες στις οποίες προέβη η τελευταία, ο μεσίτης πιστώσεων εξακολουθεί να ενεργεί με τρόπο σαφώς επι- ζήμιο για τα συμφέροντα των καταναλωτών της Ελλάδας ή για την εύρυθμη λειτουργία της αγοράς: α) αφού ενημερώσει την αρμόδια αρχή του κράτους -μέλους καταγωγής, προβαίνει σε όλες τις κατάλληλες ενέργειες που είναι αναγκαίες προκειμένου να προστα- τεύσει τους καταναλωτές και να διασφαλίσει την εύρυθ- μη λειτουργία των αγορών, συμπεριλαμβανομένης της δυνατότητας να εμποδίζει το μεσίτη πιστώσεων που παρανομεί να προβεί σε νέες συναλλαγές στην Ελλάδα και ενημερώνει την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και την EAT για τις ενέργειες αυτές αμελλητί, β) μπορεί να παραπέμψει το θέμα στην EAT και να ζη- τήσει τη συνδρομή της, σύμφωνα με το άρθρο 19 του Κανονισμού (ΕΕ) 1093/2010.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Στην περίπτωση εγκατάστασης στην Ελλάδα, σύμ- φωνα με την παράγραφο 3 του άρθρου 30, υποκατα- στήματος μεσίτη πιστώσεων που έχει λάβει άδεια λει- τουργίας σε άλλο κράτος - μέλος, η αρμόδια αρχή του κράτους - μέλους καταγωγής μπορεί, αφού ενημερώσει την Τράπεζα της Ελλάδας, να διενεργεί επιτόπιους ελέγ- χους στο ως άνω υποκατάστημα.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Η κατανομή των καθηκόντων μεταξύ των κρατών -μελών που ορίζεται στο παρόν άρθρο δεν θίγει τις αρμοδιότητες των κρατών - μελών σε τομείς που δεν καλύπτονται από τον παρόντα νόμο, σύμφωνα με τις υποχρεώσεις τους δυνάμει του δικαίου της Ένωσης.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ IB΄ΑΔΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΚΑΙ ΕΠΟΠΤΕΙΑ ΜΗ ΠΙΣΤΩΤΙΚΩΝ ΙΔΡΥΜΑΤΩΝ
Άρθρο 33Άδεια λειτουργίας και εποπτεία μη πιστωτικών ιδρυμάτων (άρθρο 35 της Οδηγίας)

Οι διατάξεις του παρόντος νόμου δεν θίγουν τις διατά- ξεις των άρθρων 9,41 και 43 του Ν. 4261/2014.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΓ΄ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ ΜΕΤΑΞΥ ΑΡΜΟΔΙΩΝ ΑΡΧΩΝ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΩΝ ΚΡΑΤΩΝ - ΜΕΛΩΝ
Άρθρο 34Υποχρέωση συνεργασίας (άρθρο 36 της Οδηγίας)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Οι αρμόδιες ελληνικές αρχές του άρθρου 4 συνερ- γάζονται με τις αντίστοιχες αρμόδιες αρχές των άλλων κρατών - μελών, παρέχοντας τους την αναγκαία για την εφαρμογή του παρόντος νόμου συνδρομή, ιδίως μέσω της ανταλλαγής πληροφοριών και της συνεργασίας κατά τη διενέργεια ελέγχων και την άσκηση εποπτείας. Ως σημείο επαφής ορίζεται η Τράπεζα της Ελλάδος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Για τους σκοπούς της εφαρμογής της παραγράφου 1, οι αρμόδιες αρχές του άρθρου 4 συνάπτουν μνημόνιο συνεργασίας, το οποίο αναρτάται στους οικείους διαδι- κτυακούς τόπους και επικαιροποιείται ανά τακτά χρονικά διαστήματα.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Η Τράπεζα της Ελλάδος και οι αρμόδιες αρχές των άλλων κρατών - μελών, που έχουν ορισθεί αντιστοίχως ως σημείο επαφής ανταλλάσσουν χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση όλες τις πληροφορίες που είναι αναγκαίες για την εκπλήρωση των καθηκόντων τους. Κατά την ανταλλαγή των ως άνω πληροφοριών, οι αρμόδιες αρχές μπορεί να ορίζουν ότι οι εν λόγω πληροφορίες δεν πρέπει να αποκαλυφθούν χωρίς τη ρητή συναίνεσή τους. Στην περίπτωση αυτή οι πληρο- φορίες αποτελούν αντικείμενο ανταλλαγής μόνο για τους σκοπούς για τους οποίους έχει δοθεί η σχετική συναίνεση. Η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να διαβιβάζει τις λη- φθείσες πληροφορίες στις λοιπές αρμόδιες, σύμφωνα με τον παρόντα νόμο, αρχές στην Ελλάδα ή σε άλλα κράτη - μέλη. Η διαβίβαση των εν λόγω πληροφοριών σε άλλους φορείς ή φυσικά ή νομικά πρόσωπα προϋ- ποθέτει τη ρητή συναίνεση των αρμόδιων αρχών που τις κοινοποίησαν και λαμβάνει χώρα μόνο για τους σκοπούς για τους οποίους έχει δοθεί η σχετική συναί- νεση πλην δεόντως αιτιολογημένων περιστάσεων. Στην περίπτωση αυτή η Τράπεζα της Ελλάδος ενημερώνει αμέσως την αρμόδια αρχή, η οποία παρείχε τις πλη- ροφορίες.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Μία από τις αρμόδιες ελληνικές αρχές μπορεί, κα- τόπιν αιτήματος συνεργασίας στο πλαίσιο διενέργειας ελέγχου, να αρνηθεί την παροχή συνεργασίας για δρα- στηριότητα έρευνας ή εποπτείας κατόπιν σχετικού αιτή- ματος ή την ανταλλαγή πληροφοριών, όπως προβλέπε- ται στην παράγραφο 3 μόνον εάν: α) ο σχετικός έλεγχος, επιτόπιος ή μη, ή η μη άσκηση συγκεκριμένου εποπτικού καθήκοντος ή η ανταλλαγή πληροφοριών ενδέχεται να προσβάλει την εθνική κυρι- αρχία, την ασφάλεια ή τη δημόσια τάξη ή β) έχει ήδη κινηθεί δικαστική διαδικασία ενώπιον των ελληνικών δικαστηρίων για τα ίδια πραγματικά περιστα- τικά και κατά των ιδίων προσώπων ή έχει ήδη εκδοθεί σχετική τελεσίδικη απόφαση για τις ίδιες πράξεις. Στην περίπτωση τέτοιας άρνησης, η αρμόδια αρχή, μέσω της Τράπεζας της Ελλάδος, ενημερώνει σχετικά την αρμόδια αρχή που υπέβαλε το αίτημα και της παρέχει όσο το δυνατόν λεπτομερέστερες πληροφορίες.

Άρθρο 35Επίλυση διαφορών μεταξύ αρμόδιων αρχών διαφορετικών κρατών - μελών (άρθρο 37 της Οδηγίας)

Αν αίτημα για συνεργασία, ιδίως όσον αφορά την ανταλλαγή πληροφοριών, απορρίφθηκε ή δεν ικανο- ποιήθηκε μέσα σε εύλογο χρονικό διάστημα, η Τράπεζα της Ελλάδος ή άλλη αρμόδια αρχή του άρθρου 4, μέσω της Τράπεζας της Ελλάδος μπορεί να παραπέμπει το ζήτημα στην EAT και να ζητεί τη συνδρομή της, σύμ- φωνα με τις διατάξεις του άρθρου 19 του Κανονισμού (ΕΕ) 1093/2010. Σε αυτές τις περιπτώσεις, κάθε απόφαση που λαμβάνει η EAT, σύμφωνα με αυτό το άρθρο είναι δεσμευτική για την ελληνική αρμόδια αρχή ανεξαρτήτως του αν είναι ή όχι μέλος της EAT.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΔ΄ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 36Κυρώσεις (άρθρο 38 της Οδηγίας)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Σε περίπτωση παράβασης των διατάξεων του παρό- ντος νόμου οι οριζόμενες στο άρθρο 4 αρμόδιες αρχές επιβάλλουν κυρώσεις, σύμφωνα με τις διατάξεις των παραγράφων 2 και 3.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Με την επιφύλαξη ειδικότερων διατάξεων, σε περί- πτωση παράβασης των διατάξεων των άρθρων 9 και 10 επιβάλλονται κυρώσεις κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 13α του Ν. 2251/1994. Σε περίπτωση παράβασης των διατάξεων του άρθρου 37 εφαρμόζεται το άρθρο 19 της 70330 οικ/30.6.2015 κοινής απόφασης των Υπουργών Οικονομίας, Υποδομών, Ναυτιλίας και Τουρισμού και Δικαιοσύνης Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων Β΄ 1421).

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Σε περίπτωση παράβασης των διατάξεων του πα- ρόντος νόμου, πλην αυτών που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της παραγράφου 2, η Τράπεζα της Ελλάδος, μπορεί να λαμβάνει διοικητικά μέτρα και να επιβάλλει τις κυρώσεις της παρ. 2 του άρθρου 59 του Ν. 4261/2014. Για τη δημοσιοποίηση διοικητικών κυρώσεων που επι- βάλλονται εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 60 του Ν. 4261/2014.

Άρθρο 37Μηχανισμοί επίλυσης διαφορών (άρθρο 39 της Οδηγίας)

Για την εξωδικαστική επίλυση διαφορών, οι οποίες ανακύπτουν μεταξύ καταναλωτών και πιστωτικών φο- ρέων, μεσιτών πιστώσεων και αφορούν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που καθορίζονται με τις διατάξεις του παρόντος νόμου, εφαρμόζονται οι διατάξεις της 70330 οικ/30.6.2015 κοινής απόφασης των Υπουργών Οικονομίας, Υποδομών, Ναυτιλίας και Τουρισμού και Δικαιοσύνης Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Οι πιστωτικοί φορείς και οι μεσίτες πιστώσεων οφεί- λουν να συνεργάζονται με τους φορείς εναλλακτικής επίλυσης διαφορών (Ε.Ε.Δ) που είναι αναγνωρισμένοι και καταχωρισμένοι στο ειδικό Μητρώο, σύμφωνα με το άρθρο 18 της 70330 οικ/30.6.2015 κοινής απόφασης των Υπουργών Οικονομίας, Υποδομών, Ναυτιλίας και Τουρισμού και Δικαιοσύνης Διαφάνειας και Ανθρωπί- νων Δικαιωμάτων και καλύπτουν διαφορές στον τομέα των χρηματοπιστωτικών (τραπεζικών, επενδυτικών και ασφαλιστικών) προϊόντων και υπηρεσιών. Για τις περιπτώσεις διασυνοριακών διαφορών που αφορούν συμβάσεις πίστωσης, εφαρμόζονται οι δια- τάξεις του άρθρου 15 της 70330 οικ/30.6.2015 κοινής απόφασης των Υπουργών Οικονομίας, Υποδομών, Ναυ- τιλίας και Τουρισμού και Δικαιοσύνης Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.

Άρθρο 38Διατάξεις αναγκαστικού δικαίου (άρθρο 41 της Οδηγίας)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Παραίτηση του καταναλωτή από δικαιώματα που του αναγνωρίζονται, σύμφωνα με τις διατάξεις του πα- ρόντος νόμου δεν επιτρέπεται.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Τα μέτρα που θεσπίζονται με τον παρόντα νόμο δεν μπορεί να καταστρατηγούνται μέσω του τρόπου διατύ- πωσης των συμβατικών όρων με συνέπεια να κινδυνεύ- ουν οι καταναλωτές να χάσουν την προστασία που τους παρέχει ο παρών νόμος.

Άρθρο 39Μεταβατικές διατάξεις (άρθρο 43 της Οδηγίας)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Οι πιστωτικοί φορείς και οι μεσίτες πιστώσεων που ασκούν δραστηριότητες οι οποίες ρυθμίζονται από τις διατάξεις του παρόντος νόμου συμμορφώνονται με τις διατάξεις των άρθρων 10, 12 έως και 14, 16 και 26 εντός προθεσμίας τεσσάρων (4) μηνών από την έναρξη ισχύος του παρόντος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου δεν θίγουν την εφαρμογή του κώδικα δεοντολογίας της παρ. 2 του άρ- θρου 1 του Ν. 4224/2013 που εκδόθηκε με την απόφαση ΕΠΑΘ της Τράπεζας της Ελλάδος 195/1/2016.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Οι μεσίτες πιστώσεων που ασκούν δραστηριότητες πιστωτικής διαμεσολάβησης που καθορίζονται στην πα- ράγραφο 5 του άρθρου 3 πριν από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, μπορούν να συνεχίσουν να ασκούν αυτές τις δραστηριότητες, σύμφωνα με τις ισχύουσες μέχρι την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου διατάξεις έως τις 21 Μαρτίου 2017. Όταν ένας μεσίτης πιστώσεων βασίζεται στην ανωτέρω παρέκκλιση μπορεί να ασκεί τις δραστηριότητες του μόνον εντός της Ελλάδος, εκτός εάν πληροί τις αναγκαίες νόμιμες απαιτήσεις του κράτους - μέλους υποδοχής.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Οι πιστωτικοί φορείς και οι μεσίτες πιστώσεων οι οποίοι ασκούν δραστηριότητες που ρυθμίζονται από τις διατάξεις του παρόντος νόμου πριν από τις 20 Μαρτίου 2014 συμμορφώνονται με τις διατάξεις του άρθρου 8 έως τις 21 Μαρτίου 2017.

Άρθρο 40Τροποποίηση της κοινής υπουργικής απόφασης Ζ1-699/2010 Β΄ 917) (Τροποποίηση του άρθρου 2 της Οδηγίας 2008/48/ΕΚ)

Μετά την παρ. 2 του άρθρου 2 της Ζ1-699/2010 κοι- νής απόφασης των Υπουργών Οικονομικών, Οικονομί- ας, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, προστίθεται παράγραφος 2α, ως εξής: «2α. Με την επιφύλαξη της περίπτωσης γ΄ της πα- ραγράφου 2, η παρούσα απόφαση εφαρμόζεται σε μη εξασφαλισμένες συμβάσεις πίστωσης, σκοπός των οποίων είναι η ανακαίνιση ακινήτου που προορίζεται για κατοικία, και οι οποίες συνεπάγονται συνολικό ποσό πίστωσης ανώτερο των εβδομήντα πέντε χιλιά- δων (75.000) ευρώ.»

Άρθρο 41

Προσαρτώνται και αποτελούν αναπόσπαστο μέρος του παρόντος νόμου τα Παραρτήματα Ι, II, III και IV, τα οποία έχουν ως ακολούθως: Παρατηρήσεις: α) Τα ποσά που καταβάλλονται και από τα δύο συμβαλλόμενα μέρη σε διαφορετικές χρονικές στιγμές δεν είναι κατ’ ανάγκη ίσα ούτε καταβάλλονται κατ’ ανάγκη ανά ίσα χρονικά διαστήματα. β) Εναρκτήρια ημερομηνία είναι η ημερομηνία της πρώτης ανάληψης. γ) Τα χρονικά διαστήματα που μεσολαβούν μεταξύ των ημερομηνιών που λαμβάνονται υπόψη κατά τον υπολο- γισμό εκφράζονται σε έτη ή κλάσματα έτους. Το έτος θεωρείται ότι έχει 365 ημέρες (για τα δίσεκτα έτη 366 ημέρες), 52 εβδομάδες ή 12 ισόχρονους μήνες. Ο ισόχρονος μήνας έχει 30,41666 ημέρες (δηλαδή 365/12), είτε πρόκειται για δίσεκτο έτος είτε όχι. Όταν τα χρονικά διαστήματα που μεσολαβούν μεταξύ των ημερομηνιών που χρησιμοποιούνται στους υπολο- γισμούς δεν μπορούν να εκφραστούν ως ακέραιος αριθμός εβδομάδων, μηνών ή ετών, τα χρονικά διαστήματα εκφράζονται ως ακέραιος αριθμός μιας εξ' αυτών των περιόδων σε συνδυασμό με αριθμό ημερών. Όταν χρησιμο- ποιούνται ημέρες: i) μετρώνται όλες οι ημέρες, συμπεριλαμβανομένων των σαββατοκύριακων και των αργιών, ii) ίσες περίοδοι και στη συνέχεια ημέρες μετρώνται αντίστροφα ως την ημερομηνία της αρχικής ανάληψης, iii) η διάρκεια της περιόδου ημερών προσδιορίζεται αφαιρώντας την πρώτη ημέρα και συνυπολογίζοντας την τελευταία ημέρα και εκφράζεται σε έτη, διαιρώντας την περίοδο αυτή με τον αριθμό των ημερών (365 ή 366 ημέρες) ολόκληρου του έτους, μετρώντας αντίστροφα από την τελευταία ημέρα έως την ίδια ημέρα του προηγούμενου έτους. δ) Το αποτέλεσμα του υπολογισμού εκφράζεται με ακρίβεια τουλάχιστον ενός δεκαδικού ψηφίου. Εάν το επόμενο δεκαδικό ψηφίο είναι μεγαλύτερο ή ίσο του 5, το αμέσως προηγούμενο δεκαδικό ψηφίο αυξάνεται κατά μία μονάδα. ε) Η εξίσωση μπορεί να ξαναγραφεί με τη χρήση ενός μόνο αθροίσματος και με την εισαγωγή της έννοιας των χρηματοροών (40, που θα έχουν είτε θετικό πρόσημο σε περίπτωση καταβολών, είτε αρνητικό πρόσημο σε περί- πτωση αναλήψεων, κατά τις χρονικές περιόδους 1 έως η, αντίστοιχα, εκφραζόμενες σε έτη, ήτοι: όπου S είναι το υπόλοιπο της παρούσας αξίας των χρηματοροών. Η τιμή του θα είναι μηδενική, εάν ο σκοπός είναι να διατηρηθεί η ισοδυναμία των χρηματοροών. II. Πρόσθετες παραδοχές για τον υπολογισμό του ΣΕΠΠΕ α) Εάν η σύμβαση πίστωσης παρέχει στον καταναλω- τή τη δυνατότητα ελεύθερης επιλογής όσον αφορά τις αναλήψεις, τεκμαίρεται ότι πραγματοποιείται πλήρης και άμεση ανάληψη του συνολικού ποσού της πίστωσης. β) Εάν η σύμβαση πίστωσης προβλέπει διαφορετικούς τρόπους ανάληψης με διαφορετικές επιβαρύνσεις ή επι- τόκια χορηγήσεων, τεκμαίρεται ότι πραγματοποιείται ανάληψη του συνολικού ποσού της πίστωσης με την υψηλότερη επιβάρυνση και με το επιτόκιο χορηγήσε- ων που αντιστοιχεί στον πλέον συνήθη τρόπο αναλή- ψεων που χρησιμοποιείται για αυτό το είδος σύμβασης πίστωσης. γ) Εάν η σύμβαση πίστωσης δίνει γενικά στον κατανα- λωτή την δυνατότητα ελεύθερης επιλογής όσον αφορά τις αναλήψεις, αλλά επιβάλλει, μεταξύ των διαφόρων τρόπων ανάληψης, περιορισμό ως προς το ποσό της πίστωσης και τη χρονική περίοδο, τεκμαίρεται ότι το ποσό της πίστωσης αναλαμβάνεται κατά την πρώτη ημε- ρομηνία που προβλέπεται στη σύμβαση πίστωσης και σύμφωνα με τα καθοριζόμενα όρια ανάληψης. δ) Εάν προσφέρονται διαφορετικά επιτόκια χορηγή- σεων και επιβαρύνσεις για περιορισμένο διάστημα ή ποσό, ως επιτόκιο χορηγήσεων και επιβαρύνσεις θεω- ρούνται τα υψηλότερα για όλη τη διάρκεια της σύμβασης πίστωσης. ε) Όσον αφορά τις συμβάσεις πίστωσης για τις οποί- ες συμφωνείται σταθερό επιτόκιο χορηγήσεων για την αρχική περίοδο, στο τέλος της οποίας καθορίζεται νέο επιτόκιο χορηγήσεων το οποίο εν συνεχεία προσαρμό- ζεται περιοδικά βάσει του συμφωνηθέντος δείκτη ή εσω- τερικού επιτοκίου αναφοράς, ο υπολογισμός του ΣΕΠΠΕ βασίζεται στην παραδοχή ότι, στο τέλος της περιόδου για την οποία έχει καθορισθεί σταθερό επιτόκιο χορηγή- σεων, το επιτόκιο χορηγήσεων είναι ίσο προς εκείνο που ισχύει κατά τον χρόνο υπολογισμού του ΣΕΠΠΕ, βάσει της αξίας του συμφωνηθέντος δείκτη ή εσωτερικού επι- τοκίου αναφοράς κατά τη συγκεκριμένη χρονική στιγ- μή, αλλά δεν είναι χαμηλότερο του σταθερού επιτοκίου χορηγήσεων. στ) Εάν δεν έχει συμφωνηθεί ήδη το ανώτατο όριο της πίστωσης, το όριο αυτό θεωρείται ότι ανέρχεται σε 170.000 ευρώ. Στην περίπτωση συμβάσεων πίστωσης -εκτός των υπό αίρεση υποχρεώσεων ή εγγυήσεων- σκοπός των οποίων δεν είναι η απόκτηση ή η διατή- ρηση δικαιώματος επί ακινήτου ή εγγείου ιδιοκτησίας, διευκολύνσεων υπερανάληψης., χρεωστικών καρτών μεταχρονολογημένης χρέωσης ή πιστωτικών καρτών, το ανώτατο όριο θεωρείται ότι ανέρχεται στα 1.500 ευρώ. ζ) Στην περίπτωση συμβάσεων πίστωσης εκτός των διευκολύνσεων υπερανάληψης, ενδιάμεσων δανείων, συμμετοχικών στεγαστικών δανείων (shared equity), υπό αίρεση υποχρεώσεων ή εγγυήσεων και συμβάσε- ων πίστωσης αόριστης διάρκειας όπως αναφέρεται στις παραδοχές των στοιχείων θ), ι), ια), ιβ) και ιγ): i) εάν η ημερομηνία αποπληρωμής ή το ποσό του κεφαλαίου που πρέπει να εξοφλήσει ο καταναλωτής δεν μπορεί να βεβαιωθεί, θεωρείται ότι η αποπληρωμή πραγματοποιείται την πρώτη ημερομηνία που προβλέ- πεται στη σύμβαση πίστωσης και καταβάλλεται το χαμη- λότερο ποσό το οποίο προβλέπει η σύμβαση πίστωσης, ii) εάν το χρονικό διάστημα ανάμεσα στην ημερομηνία της αρχικής ανάληψης και την ημερομηνία της πρώτης πληρωμής που πρέπει να πραγματοποιήσει ο κατανα- λωτής δεν μπορεί να βεβαιωθεί, θεωρείται ότι είναι το πιο σύντομο χρονικό διάστημα. η) Εάν η ημερομηνία ή το ποσό πληρωμής που πρέπει να καταβάλει ο καταναλωτής δεν μπορεί να βεβαιωθεί βάσει της σύμβασης πίστωσης ή βάσει των παραδοχών που αναφέρονται στα στοιχεία ζ), θ), ι), ια), ιβ) και ιγ), θεωρείται ότι η πληρωμή γίνεται σύμφωνα με τις ημερο- μηνίες και τους όρους που απαιτεί ο πιστωτικός φορέας και, όταν αυτά δεν είναι γνωστά: i) οι επιβαρύνσεις από τόκους καταβάλλονται μαζί με τις εξοφλητικές δόσεις κεφαλαίου (χρεολυτικές δόσεις), ii) οι λοιπές επιβαρύνσεις πλην των τόκων, που εκφρά- ζονται ως εφάπαξ καταβαλλόμενο ποσό, καταβάλλονται την ημερομηνία σύναψης της σύμβασης πίστωσης, iii) οι λοιπές επιβαρύνσεις πλην των τόκων, που εκ- φράζονται με τη μορφή πολλαπλών πληρωμών, κατα- βάλλονται σε τακτά διαστήματα, ξεκινώντας από την ημερομηνία της πρώτης εξοφλητικής δόσης κεφαλαίου και, αν το ποσό των πληρωμών αυτών δεν είναι γνωστό, θεωρούνται ισόποσες, iν) με την τελική πληρωμή εξοφλείται κάθε υπόλοι- πο κεφαλαίου, τόκων και άλλων επιβαρύνσεων εφόσον υπάρχουν. θ) Σε περίπτωση διευκόλυνσης υπερανάληψης, τεκ- μαίρεται ότι πραγματοποιείται πλήρης ανάληψη του συνολικού ποσού της πίστωσης για όλη τη διάρκεια της σύμβασης πίστωσης. Εάν η διάρκεια της διευκόλυνσης υπερανάληψης δεν είναι γνωστή, το ΣΕΠΠΕ υπολογίζεται σύμφωνα με την παραδοχή ότι η διάρκεια της σύμβασης είναι τρίμηνη. ι) Σε περίπτωση ενδιάμεσου δανείου, τεκμαίρεται ότι πραγματοποιείται πλήρης ανάληψη του συνολικού πο- σού της πίστωσης για όλη τη διάρκεια της σύμβασης πίστωσης. Εάν η διάρκεια της σύμβασης πίστωσης δεν είναι γνωστή, το ΣΕΠΠΕ υπολογίζεται σύμφωνα με την παραδοχή ότι η διάρκεια της σύμβασης είναι 12 μήνες ια) Στην περίπτωση σύμβασης πίστωσης αόριστης διάρκειας, εκτός της διευκόλυνσης υπερανάληψης και του ενδιάμεσου δανείου, θεωρείται ότι: i) Για συμβάσεις πίστωσης σκοπός των οποίων είναι η απόκτηση ή η διατήρηση δικαιωμάτων σε ακίνητα, η πίστωση χορηγείται για περίοδο 20 ετών από την ημε- ρομηνία της αρχικής ανάληψης και με την τελική πλη- ρωμή που πραγματοποιεί ο καταναλωτής εξοφλείται κάθε υπόλοιπο κεφαλαίου, τόκων και άλλων επιβαρύν- σεων, εφόσον υπάρχουν. Στην περίπτωση συμβάσεων πίστωσης σκοπός των οποίων δεν είναι η απόκτηση ή η διατήρηση δικαιωμάτων σε ακίνητα ή στις οποίες οι αναλήψεις πραγματοποιούνται με χρεωστικές κάρτες μεταχρονολογημένης χρέωσης ή πιστωτικές κάρτες, θεωρείται ότι η περίοδος αυτή διαρκεί ένα έτος. ii) Το κεφάλαιο εξοφλείται από τον καταναλωτή σε ισό- ποσες μηνιαίες δόσεις, η καταβολή των οποίων ξεκινά έναν μήνα μετά την ημερομηνία της αρχικής ανάληψης. Ωστόσο, όταν το κεφάλαιο πρέπει να εξοφληθεί μόνον στο σύνολο του, εφάπαξ, σε κάθε περίοδο πληρωμής, οι διαδοχικές αναλήψεις και εξοφλήσεις ολόκληρου του κεφαλαίου από τον καταναλωτή θεωρείται ότι πραγμα- τοποιούνται εντός περιόδου ενός έτους. Οι τόκοι και οι άλλες επιβαρύνσεις υπολογίζονται σύμφωνα με τις εν λόγω αναλήψεις και εξοφλήσεις του κεφαλαίου και όπως προβλέπεται στη σύμβαση πίστωσης. Για τους σκοπούς του παρόντος σημείου, μια σύμβαση πίστωσης αόριστης διάρκειας είναι μια σύμβαση πίστω- σης χωρίς σταθερή διάρκεια και περιλαμβάνει πιστώσεις που πρέπει να εξοφληθούν πλήρως εντός μιας περιόδου ή με τη λήξη μιας περιόδου αλλά, μόλις εξοφληθούν, είναι εκ νέου διαθέσιμες για ανάληψη. ιβ) Στην περίπτωση των υπό αίρεση υποχρεώσεων ή εγγυήσεων, τεκμαίρεται ότι πραγματοποιείται ανάληψη του συνολικού ποσού της πίστωσης ως ενιαίου ποσού το νωρίτερο: α) την τελευταία ημερομηνία ανάληψης που επιτρέ- πεται σύμφωνα με τη σύμβαση πίστωσης που αποτελεί πιθανή πηγή της υπό αίρεση υποχρέωσης ή εγγύησης, ή β) στην περίπτωση σύμβασης ανανεώσιμης πίστωσης στο τέλος της αρχικής περιόδου πριν από την ανανέωση της σύμβασης. ιγ) Στην περίπτωση συμμετοχικών στεγαστικών δα- νείων «shared equity»: i) οι πληρωμές από τους καταναλωτές θεωρείται ότι λαμβάνουν χώρα την τελευταία επιτρεπόμενη ημερομη- νία ή ημερομηνίες σύμφωνα με τη σύμβαση πίστωσης, ii) οι ποσοστιαίες αυξήσεις της αξίας του ακινήτου που εξασφαλίζει την πιστωτική σύμβαση συμμετοχικού στε- γαστικού δανείου «shared equity» και το ποσοστό του τυχόν δείκτη πληθωρισμού που ενδεχομένως αναφέ- ρεται στη σύμβαση θεωρείται ότι ισούται με την τρέ- χουσα ανώτατη τιμή-στόχο της κεντρικής τράπεζας για τον δείκτη πληθωρισμού ή με το επίπεδο πληθωρισμού στο κράτος μέλος όπου βρίσκεται το ακίνητο τη στιγμή της σύναψης της σύμβασης πίστωσης ή με 0 % αν τα ποσοστά αυτά είναι αρνητικά. ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II ΤΥΠΟΠΟΙΗΜΕΝΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΔΕΛΤΙΟ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ (ESIS)

Αθήνα, 28 Νοεμβρίου 2016
Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας
ΠΡΟΚΟΠΙΟΣ Β. ΠΑΥΛΟΠΟΥΛΟΣ
Οι Υπουργοί
Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης
Εσωτερικών Οικονομίας και Ανάπτυξης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΣΚΟΥΡΛΕΤΗΣ ΔΗΜΟΣ ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΕΥΤΥΧΙΑ ΑΧΤΣΙΟΓΛΟΥ Δικαιοσύνης, Διαφάνειας Αναπληρωτής Υπουργός
και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων Οικονομικών Οικονομικών
ΣΤΑΥΡΟΣ ΚΟΝΤΟΝΗΣ ΕΥΚΛΕΙΔΗΣ ΤΣΑΚΑΛΩΤΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΧΟΥΛΙΑΡΑΚΗΣ Υφυπουργός Οικονομικών Διοικητικής Ανασυγκρότησης Πολιτισμού και Αθλητισμού ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗ ΠΑΠΑΝΑΤΣΙΟΥ ΟΛΓΑ ΓΕΡΟΒΑΣΙΛΗ ΛΥΔΙΑ ΚΟΝΙΟΡΔΟΥ Θεωρήθηκε και τέθηκε η Μεγάλη Σφραγίδα του Κράτους.
Αθήνα, 28 Νοεμβρίου 2016
Ο επί της Δικαιοσύνης Υπουργός
ΣΤΑΥΡΟΣ ΚΟΝΤΟΝΗΣ
Καποδιστρίου 34, Τ.Κ. 104 32, Αθήνα Τηλ. Κέντρο 210 5279000
Κείμενα προς δημοσίευση: webmaster.et@et.gr *01002202811160040*