232 Α' 2016

ΝΟΜΟΣ 4443/2016

Ι) Ενσωμάτωση της Οδηγίας 2000/43/ΕΚ περί εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχείρισης προσώπων ασχέτως φυλετικής ή εθνοτικής τους καταγωγής, της Οδηγίας 2000/78/ΕΚ για τη διαμόρφωση γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία και της Οδηγίας 2014/54/ ΕΕ περί μέτρων που διευκολύνουν την άσκηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων στο πλαίσιο της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων, II) λήψη αναγκαίων μέτρων συμμόρφωσης με τα άρθρα 22, 23, 30, 31 παρ. 1, 32 και 34 του Κανονισμού 596/2014 για την κατάχρηση της αγοράς και την κατάργηση της Οδηγίας 2003/6/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και των Οδηγιών της Επιτροπής 2003/124/ΕΚ, 2003/125 ΕΚ και 2004/72/ΕΚ και ενσωμάτωση της Οδηγίας 2014/57/ΕΕ περί ποινικών κυρώσεων για την κατάχρηση αγοράς και της εκτελεστικής Οδηγίας 2015/2392, III) ενσωμάτωση της Οδηγίας 2014/62 σχετικά με την προστασία του ευρώ και άλλων νομισμάτων από την παραχάραξη και την κιβδηλεία μέσω του ποινικού δικαίου και για την αντικατάσταση της απόφασης - πλαισίου 2000/383/ΔΕΥ του Συμβουλίου και IV) Σύσταση Εθνικού Μηχανισμού Διερεύνησης Περιστατικών Αυθαιρεσίας στα σώματα ασφαλείας και τους υπαλλήλους των καταστημάτων κράτησης και άλλες διατάξεις.

09 Δεκεμβρίου 2016

ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ
ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
ΤΕΥΧΟΣ ΠΡΩΤΟ Αρ. Φύλλου 232
9 Δεκεμβρίου 2016

NOMOΣ ΥΠ’ ΑΡΙΘΜ. 4443
Ι) Ενσωμάτωση της Οδηγίας 2000/43/ΕΚ περί εφαρ- μογής της αρχής της ίσης μεταχείρισης προσώπων ασχέτως φυλετικής ή εθνοτικής τους καταγωγής, της Οδηγίας 2000/78/ΕΚ για τη διαμόρφωση γενι- κού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απα- σχόληση και την εργασία και της Οδηγίας 2014/54/ ΕΕ περί μέτρων που διευκολύνουν την άσκηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων στο πλαίσιο της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων, II) λήψη αναγκαίων μέτρων συμμόρφωσης με τα άρθρα 22, 23, 30, 31 παρ. 1, 32 και 34 του Κανονι- σμού 596/2014 για την κατάχρηση της αγοράς και την κατάργηση της Οδηγίας 2003/6/ΕΚ του Ευρω- παϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και των Οδηγιών της Επιτροπής 2003/124/ΕΚ, 2003/125 ΕΚ και 2004/72/ΕΚ και ενσωμάτωση της Οδηγίας 2014/57/ΕΕ περί ποινικών κυρώσεων για την κα- τάχρηση αγοράς και της εκτελεστικής Οδηγίας 2015/2392, III) ενσωμάτωση της Οδηγίας 2014/62 σχετικά με την προστασία του ευρώ και άλλων νο- μισμάτων από την παραχάραξη και την κιβδηλεία μέσω του ποινικού δικαίου και για την αντικατά- σταση της απόφασης - πλαισίου 2000/383/ΔΕΥ του Συμβουλίου και IV) Σύσταση Εθνικού Μηχανισμού Διερεύνησης Περιστατικών Αυθαιρεσίας στα σώ- ματα ασφαλείας και τους υπαλλήλους των κατα- στημάτων κράτησης και άλλες διατάξεις.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Εκδίδομε τον ακόλουθο νόμο που ψήφισε η Βουλή:

ΜΕΡΟΣ Α΄ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΗΣ ΑΡΧΗΣ ΤΗΣ ΙΣΗΣ ΜΕΤΑΧΕΙΡΙΣΗΣΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 1Σκοπός (άρθρα 1 της Οδηγίας 2000/43/ΕΚ, 1 της Οδηγίας

2000/78/ΕΚ και 1 της Οδηγίας 2014/54/ΕΕ) Σκοπός των διατάξεων του Μέρους Α΄ είναι η προώ- θηση της αρχής της ίσης μεταχείρισης και η καταπολέ- μηση των διακρίσεων: α) λόγω φυλής, χρώματος, εθνι- κής ή εθνοτικής καταγωγής, γενεαλογικών καταβολών σύμφωνα με την Οδηγία 2000/43/ΕΚ του Συμβουλίου της 29ης Ιουνίου 2000, β) λόγω θρησκευτικών ή άλλων πεποιθήσεων, αναπηρίας ή χρόνιας πάθησης, ηλικίας, οικογενειακής ή κοινωνικής κατάστασης, σεξουαλικού προσανατολισμού, ταυτότητας ή χαρακτηριστικών φύλου στον τομέα της απασχόλησης και της εργασίας σύμφωνα με την Οδηγία 2000/78/ΕΚ του Συμβουλίου της 27ης Νοεμβρίου 2000, μεταξύ άλλων και για γ) τη διευκόλυνση της άσκησης των δικαιωμάτων των εργα- ζομένων στο πλαίσιο της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων σύμφωνα με την Οδηγία 2014/54/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Απριλίου 2014.

Άρθρο 2Έννοια των διακρίσεων (άρθρα 2 της Οδηγίας 2000/43/ΕΚ και 2 της Οδηγίας 2000/78/ΕΚ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Απαγορεύεται κάθε μορφή διάκρισης για έναν από τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 1.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Για τους σκοπούς των διατάξεων του Μέρους Α΄: α) ως «άμεση διάκριση» νοείται όταν ένα πρόσω- πο υφίσταται, για λόγους φυλής, χρώματος, εθνικής ή εθνοτικής καταγωγής, γενεαλογικών καταβολών, θρη- σκευτικών ή άλλων πεποιθήσεων, αναπηρίας ή χρόνιας πάθησης, ηλικίας, οικογενειακής ή κοινωνικής κατά- στασης, σεξουαλικού προσανατολισμού, ταυτότητας ή χαρακτηριστικών φύλου μεταχείριση λιγότερο ευνοϊκή από αυτήν της οποίας τυγχάνει, έτυχε ή θα ετύγχανε άλλο πρόσωπο, σε ανάλογη κατάσταση, β) ως «έμμεση διάκριση» νοείται όταν μία εκ πρώτης όψεως ουδέτερη διάταξη, κριτήριο ή πρακτική μπορεί να θέσει πρόσωπα με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά φυλής, χρώματος, εθνικής ή εθνοτικής καταγωγής, γενεαλογι- κών καταβολών, θρησκευτικών ή άλλων πεποιθήσεων, αναπηρίας ή χρόνιας πάθησης, ηλικίας, οικογενειακής ή κοινωνικής κατάστασης, σεξουαλικού προσανατολι- σμού, ταυτότητας ή χαρακτηριστικών φύλου, σε μειο- νεκτική θέση συγκριτικά με άλλα πρόσωπα. «Έμμεση διάκριση» δεν υφίσταται, εάν η διάταξη, το κριτήριο ή η πρακτική αυτή δικαιολογείται αντικειμενικά από έναν θεμιτό σκοπό και τα μέσα επίτευξής του είναι πρόσφορα και αναγκαία, εάν τα μέτρα, που λαμβάνονται, είναι αναγκαία για την τήρηση της δημόσιας ασφάλει- ας, τη διασφάλιση της δημόσιας τάξης, την πρόληψη ποινικών παραβάσεων, την προστασία της υγείας, των δικαιωμάτων και ελευθεριών των άλλων ή όταν αφορά άτομα με αναπηρία ή χρόνια πάθηση και μέτρα που λαμ- βάνονται υπέρ αυτών, σύμφωνα με την παρ. 6 του άρ- θρου 21 του Συντάγματος και το άρθρο 5 του παρόντος, γ) η «παρενόχληση» νοείται ως διάκριση κατά την έν- νοια της παρ. 1, εφόσον σημειώνεται ανεπιθύμητη συ- μπεριφορά που συνδέεται με ένα από τους λόγους του άρθρου 1 με σκοπό ή αποτέλεσμα την προσβολή της αξιοπρέπειας προσώπου και τη δημιουργία εκφοβιστι- κού, εχθρικού, εξευτελιστικού, ταπεινωτικού ή επιθετι- κού περιβάλλοντος, δ) ως «διάκριση», νοείται επίσης, οποιαδήποτε εντολή για την εφαρμογή διακριτικής μεταχείρισης σε βάρος προσώπου για οποιονδήποτε από τους λόγους που ανα- φέρονται στο άρθρο 1, ε) ως «διάκριση λόγω σχέσης» νοείται η λιγότερη ευνοϊκή μεταχείριση ενός προσώπου λόγω της στενής του σχέσης με πρόσωπο ή πρόσωπα με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά φυλής, χρώματος, εθνικής ή εθνοτικής καταγωγής, γενεαλογικών καταβολών, θρησκευτικών ή άλλων πεποιθήσεων, αναπηρίας ή χρόνιας πάθησης, ηλικίας, οικογενειακής ή κοινωνικής κατάστασης, σε- ξουαλικού προσανατολισμού, ταυτότητας ή χαρακτη- ριστικών φύλου, στ) ως «διάκριση λόγω νομιζόμενων χαρακτηρι- στικών» νοείται η λιγότερο ευνοϊκή μεταχείριση ενός προσώπου που εικάζεται ότι διαθέτει συγκεκριμένα χαρακτηριστικά φυλής, χρώματος, εθνικής ή εθνοτικής καταγωγής, γενεαλογικών καταβολών, θρησκευτικών ή άλλων πεποιθήσεων, αναπηρίας ή χρόνιας πάθησης, ηλικίας, οικογενειακής ή κοινωνικής κατάστασης, σε- ξουαλικού προσανατολισμού, ταυτότητας ή χαρακτη- ριστικών φύλου, ζ) ως «πολλαπλή διάκριση» νοείται οποιαδήποτε δι- άκριση, αποκλεισμός ή περιορισμός, σε βάρος προσώ- που, που βασίζεται σε περισσότερους από έναν από τους ανωτέρω λόγους, η) η «άρνηση εύλογων προσαρμογών» για τα άτομα με αναπηρία ή χρόνια πάθηση νοείται ως διάκριση, θ) ως «εύλογες προσαρμογές» νοούνται οι απαραίτη- τες και κατάλληλες τροποποιήσεις, ρυθμίσεις και ενδε- δειγμένα μέτρα, που απαιτούνται σε μια συγκεκριμένη περίπτωση, προκειμένου να διασφαλιστεί για τα άτο- μα με αναπηρίες ή χρόνιες παθήσεις η αρχή της ίσης μεταχείρισης, οι οποίες δεν επιβάλλουν δυσανάλογο ή αδικαιολόγητο βάρος στον εργοδότη.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄ΙΣΗ ΜΕΤΑΧΕΙΡΙΣΗ
Άρθρο 3Πεδίο εφαρμογής (άρθρα 3 της Οδηγίας 2000/43/ΕΚ, 3 της Οδηγίας 2000/78/ΕΚ και 2 της Οδηγίας 2014/54/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Με την επιφύλαξη των παραγράφων 3 και 4 του παρόντος άρθρου, καθώς και του άρθρου 4, η αρχή της ίσης μεταχείρισης ανεξαρτήτως φυλής, χρώματος, εθνικής ή εθνοτικής καταγωγής, γενεαλογικών καταβο- λών, θρησκευτικών ή άλλων πεποιθήσεων, αναπηρίας ή χρόνιας πάθησης, ηλικίας, οικογενειακής ή κοινωνικής κατάστασης, σεξουαλικού προσανατολισμού, ταυτότη- τας ή χαρακτηριστικών φύλου στον τομέα της εργασίας και της απασχόλησης, εφαρμόζεται σε όλα τα πρόσωπα, στο δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα, όσον αφορά: α) τους όρους πρόσβασης στην εργασία και την απα- σχόληση εν γένει, συμπεριλαμβανομένων των κριτη- ρίων επιλογής και των όρων πρόσληψης, ανεξάρτητα από τον κλάδο δραστηριότητας και σε όλα τα επίπεδα της επαγγελματικής ιεραρχίας, καθώς και τους όρους υπηρεσιακής και επαγγελματικής εξέλιξης, β) την πρόσβαση σε όλα τα είδη και επίπεδα επαγγελ- ματικού προσανατολισμού, μαθητείας, επαγγελματικής κατάρτισης, επιμόρφωσης και επαγγελματικού αναπρο- σανατολισμού, συμπεριλαμβανομένης της απόκτησης πρακτικής επαγγελματικής εμπειρίας, γ) τους όρους και τις συνθήκες εργασίας και απασχό- λησης, ιδίως όσον αφορά τις αποδοχές, την απόλυση, την υγεία και την ασφάλεια στην εργασία και σε περίπτωση ανεργίας την επανένταξη και την εκ νέου απασχόληση, δ) την ιδιότητα του μέλους και τη συμμετοχή σε συν- δικαλιστική οργάνωση εργαζομένων ή εργοδοτών ή σε οποιαδήποτε επαγγελματική οργάνωση, συμπεριλαμ- βανομένων των πλεονεκτημάτων και υποχρεώσεων που απορρέουν από τη συμμετοχή σε αυτές, και ιδίως του δικαιώματος εκλέγειν και εκλέγεσθαι.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Με την επιφύλαξη των παραγράφων 3, 4, 6 του πα- ρόντος, καθώς και του άρθρου 4, η αρχή της ίσης μετα- χείρισης ανεξαρτήτως φυλής, χρώματος, εθνικής ή εθνο- τικής καταγωγής, γενεαλογικών καταβολών εφαρμόζεται σε όλα τα πρόσωπα, στο δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα, και όσον αφορά: α) την κοινωνική προστασία, συμπεριλαμβανομένης της κοινωνικής ασφάλισης και της υγειονομικής περί- θαλψης, β) τις κοινωνικές παροχές και τις φορολογικές διευκο- λύνσεις ή πλεονεκτήματα, γ) την εκπαίδευση, δ) την πρόσβαση στη διάθεση και την παροχή αγαθών και υπηρεσιών που διατίθενται (συναλλακτικά) στο κοι- νό, συμπεριλαμβανομένης της στέγης.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Οι διατάξεις του παρόντος Κεφαλαίου δεν εφαρμό- ζονται στις περιπτώσεις που προβλέπεται ειδικώς αιτι- ολογημένη διαφορετική μεταχείριση λόγω ιθαγένειας και δεν θίγουν τις διατάξεις και τις προϋποθέσεις του νομικού καθεστώτος των υπηκόων τρίτων χωρών εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης ή των ατόμων άνευ ιθαγένειας που ζουν στην Επικράτεια.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Οι διατάξεις του παρόντος Κεφαλαίου αναφορικά με την αρχή της ίσης μεταχείρισης ανεξαρτήτως θρησκευ- τικών ή άλλων πεποιθήσεων, αναπηρίας ή χρόνιας πά- θησης, ηλικίας, οικογενειακής ή κοινωνικής κατάστασης, σεξουαλικού προσανατολισμού, ταυτότητας ή χαρακτη- ριστικών φύλου δεν εφαρμόζονται στις πάσης φύσεως παροχές που προσφέρουν τα δημόσια συστήματα ή τα εξομοιούμενα προς τα δημόσια, συμπεριλαμβανομένων των δημόσιων συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης ή πρόνοιας και δεν θίγουν τα μέτρα που είναι αναγκαία για την τήρηση της δημόσιας ασφάλειας, τη διασφάλιση της δημόσιας τάξης, την πρόληψη ποινικών παραβάσεων, την προστασία της υγείας και την προστασία των δικαι- ωμάτων και ελευθεριών άλλων.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Οι διατάξεις του παρόντος Κεφαλαίου δεν εφαρμό- ζονται στις ένοπλες δυνάμεις καθόσον αφορά σε διαφο- ρετική μεταχείριση λόγω ηλικίας, αναπηρίας ή χρόνιας πάθησης σχετικής με την Υπηρεσία.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Οι διατάξεις του παρόντος Κεφαλαίου ως προς την παροχή φορολογικών διευκολύνσεων ή πλεονεκτημά- των δεν εφαρμόζονται σε πρόσωπα, των οποίων η φο- ρολογική κατοικία βρίσκεται εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 4Δικαιολογημένη διαφορετική μεταχείριση λόγω ειδικών επαγγελματικών απαιτήσεων (άρθρα 4 της Οδηγίας 2000/43/ΕΚ και 4 της Οδηγίας 2000/78/ΕΚ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Κατά παρέκκλιση του άρθρου 2, δεν συνιστά ανεπί- τρεπτη διάκριση η διαφορετική μεταχείριση που βασίζε- ται σε χαρακτηριστικό σχετικό με τους λόγους διάκρισης του άρθρου 1 του παρόντος μέρους, το οποίο λόγω της φύσης ή του πλαισίου των συγκεκριμένων επαγγελματι- κών δραστηριοτήτων αποτελεί ουσιαστική και καθορι- στική επαγγελματική προϋπόθεση και εφόσον ο οικείος σκοπός είναι θεμιτός και η προϋπόθεση ανάλογη.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Η διαφορετική μεταχείριση που εδράζεται στις θρη- σκευτικές ή άλλες πεποιθήσεις ενός προσώπου δεν συ- νιστά διάκριση, όταν λόγω της φύσης των εν λόγω δρα- στηριοτήτων ή του πλαισίου εντός του οποίου ασκούνται οι πεποιθήσεις αυτές αποτελούν ουσιώδη, θεμιτή και δικαιολογημένη επαγγελματική απαίτηση. Το Μέρος Α΄ του παρόντος νόμου δεν θίγει υφιστά- μενες διατάξεις και πρακτικές που αφορούν σε επαγ- γελματικές δραστηριότητες στο πλαίσιο των εκκλησιών, καθώς και οργανώσεων ή ενώσεων, η δεοντολογία των οποίων εδράζεται σε θρησκευτικές ή άλλες πεποιθήσεις. Αυτή η διαφορετική μεταχείριση ασκείται τηρουμένων των γενικών αρχών του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και δεν μπορεί να αιτιολογεί διάκριση η οποία βασίζεται σε άλλους λόγους. Δεν θίγεται επίσης το δικαίωμα των εκκλησιών ή άλλων δημόσιων ή ιδιωτικών οργανισμών, των οποίων η δεοντολογία εδράζεται σε θρησκευτικές ή άλλες πεποιθήσεις, να απαιτούν από τα πρόσωπα που εργάζονται για λογαριασμό τους συμπεριφορά καλής πίστης και συμμόρφωσης προς τη δεοντολογία τους.

Άρθρο 5Εύλογες προσαρμογές για τα άτομα με αναπηρία ή χρόνια πάθηση (άρθρο 5 της Οδηγίας 2000/78/ΕΚ)

Για την τήρηση της αρχής της ίσης μεταχείρισης στον τομέα της εργασίας και της απασχόλησης έναντι ατόμων με αναπηρία ή χρόνια πάθηση, ο εργοδότης υποχρεώνε- ται στη λήψη όλων των ενδεδειγμένων κατά περίπτωση μέτρων, προκειμένου τα άτομα αυτά να έχουν δυνατό- τητα πρόσβασης σε θέση εργασίας, να ασκούν αυτή και να εξελίσσονται, καθώς και δυνατότητα συμμετοχής στην επαγγελματική κατάρτιση, εφόσον τα μέτρα αυτά δεν συνεπάγονται δυσανάλογη επιβάρυνση για τον ερ- γοδότη. Δεν θεωρείται δυσανάλογη η επιβάρυνση, όταν αντισταθμίζεται επαρκώς από μέτρα προστασίας που λαμβάνονται στο πλαίσιο άσκησης της πολιτικής υπέρ των ατόμων με αναπηρία ή χρόνια πάθηση.

Άρθρο 6Δικαιολογημένη διαφορετική μεταχείριση λόγω ηλικίας (άρθρο 6 της Οδηγίας 2000/78/ΕΚ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Κατά παρέκκλιση του άρθρου 2, δεν συνιστά διά- κριση η ειδικώς αιτιολογημένη διαφορετική μεταχείριση λόγω ηλικίας, εφόσον η μεταχείριση αυτή προβλέπεται στο νόμο προς εξυπηρέτηση σκοπών της πολιτικής της απασχόλησης, της αγοράς εργασίας και της επαγγελ- ματικής κατάρτισης, τα δε μέσα επίτευξης των σκοπών αυτών είναι πρόσφορα και αναγκαία. Η ανωτέρω διαφορετική μεταχείριση μπορεί ιδίως να περιλαμβάνει: α) την καθιέρωση ειδικών συνθηκών τόσο για την πρόσβαση στην απασχόληση και την επαγγελματική κατάρτιση όσο για την απασχόληση και εργασία, συμπε- ριλαμβανομένων των όρων απόλυσης και αμοιβής, για τους νέους, τους ηλικιωμένους και τους εργαζομένους που συντηρούν άλλα πρόσωπα, προκειμένου να ευνο- είται η επαγγελματική τους ένταξη ή να εξασφαλίζεται η προστασία τους, β) τον καθορισμό ελάχιστων ορίων ηλικίας, επαγγελ- ματικής εμπειρίας ή αρχαιότητας στην απασχόληση για την πρόσβαση σε αυτήν ή σε ορισμένα πλεονεκτήματα που συνδέονται με την απασχόληση, γ) τον καθορισμό ανώτατου ορίου ηλικίας για την πρόσληψη, με βάση την απαιτούμενη κατάρτιση για τη συγκεκριμένη θέση εργασίας ή την ανάγκη εύλογης περιόδου απασχόλησης πριν από τη συνταξιοδότηση.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Κατά παρέκκλιση του άρθρου 2, δεν συνιστά διά- κριση λόγω ηλικίας, όσον αφορά στα επαγγελματικά συ- στήματα κοινωνικής ασφάλισης, ο καθορισμός ηλικίας για την ένταξη ή την αποδοχή, σε παροχές συνταξιο- δότησης ή αναπηρίας, συμπεριλαμβανομένου και του καθορισμού για τα καθεστώτα αυτά διαφορετικού ορίου ηλικίας για εργαζόμενους ή για ομάδες ή κατηγορίες εργαζομένων και της χρήσης στο πλαίσιο των συστη- μάτων αυτών κριτηρίων ηλικίας στους αναλογιστικούς υπολογισμούς, υπό τον όρο ότι αυτό δεν καταλήγει σε διακρίσεις λόγω φύλου.

Άρθρο 7Θετική δράση και ειδικά μέτρα (άρθρα 5 της Οδηγίας 2000/43/ΕΚ, 7 της Οδηγίας 2000/78/ΕΚ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Δεν συνιστά διάκριση η λήψη ή η διατήρηση ειδικών μέτρων με σκοπό την πρόληψη ή την αντιστάθμιση μειο- νεκτημάτων, λόγω φυλής, χρώματος, εθνικής ή εθνοτικής καταγωγής, γενεαλογικών καταβολών, θρησκευτικών ή άλλων πεποιθήσεων, αναπηρίας ή χρόνιας πάθησης, ηλικίας, οικογενειακής ή κοινωνικής κατάστασης, σε- ξουαλικού προσανατολισμού, ταυτότητας ή χαρακτη- ριστικών φύλου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Δεν συνιστά διάκριση, όσον αφορά τα άτομα με αναπηρία ή χρόνια πάθηση η θέσπιση ή η διατήρηση διατάξεων που αφορούν στην προστασία της υγείας και της ασφάλειας στο χώρο εργασίας ή μέτρων που απο- βλέπουν στη δημιουργία ή τη διατήρηση προϋποθέσεων ή διευκολύνσεων για τη διαφύλαξη ή την ενθάρρυνση της ένταξής τους στην απασχόληση και την εργασία.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ΄ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ
Άρθρο 8Παροχή προστασίας (άρθρα 7 της Οδηγίας 2000/43/ΕΚ, 9 της Οδηγίας 2000/78/ΕΚ και 3 της Οδηγίας 2014/54/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Σε περίπτωση μη τήρησης της αρχής της ίσης με- ταχείρισης στο πλαίσιο διοικητικής δράσης, παρέχεται στον βλαπτόμενο, πέραν της δικαστικής προστασίας, προστασία και υπό τους όρους των άρθρων 24 έως και 27 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας (N. 2690/1999 Α΄ 45).

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Η λήξη της σχέσης, στο πλαίσιο της οποίας συντε- λέστηκε η προσβολή, δεν αποκλείει την προστασία από παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Νομικά πρόσωπα, ενώσεις ή οργανώσεις συμπερι- λαμβανομένων των κοινωνικών εταίρων και των συν- δικαλιστικών οργανώσεων, που έχουν σκοπό μεταξύ άλλων τη διασφάλιση της τήρησης της αρχής της ίσης μεταχείρισης ανεξαρτήτως φυλής, χρώματος, εθνικής ή εθνοτικής καταγωγής, γενεαλογικών καταβολών, θρη- σκευτικών ή άλλων πεποιθήσεων, αναπηρίας ή χρόνιας πάθησης, ηλικίας, οικογενειακής ή κοινωνικής κατά- στασης, σεξουαλικού προσανατολισμού, ταυτότητας ή χαρακτηριστικών φύλου μπορούν να αντιπροσωπεύ- ουν τον βλαπτόμενο ενώπιον των δικαστηρίων και να τον εκπροσωπούν ενώπιον οποιασδήποτε διοικητικής αρχής ή διοικητικού οργάνου, εφόσον προηγουμένως παρασχεθεί η συναίνεσή του με συμβολαιογραφικό έγ- γραφο όπου απαιτείται ή ιδιωτικό έγγραφο, το οποίο φέρει θεώρηση του γνησίου της υπογραφής.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Τα νομικά πρόσωπα της παραγράφου 3 μπορούν να ασκούν πρόσθετη παρέμβαση σύμφωνα με τα άρ- θρα 80 και επόμενα Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας και 113 και επόμενα του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας. Στην περίπτωση αυτή τα ως άνω νομικά πρόσωπα δεν υποχρεούνται στην καταβολή παραβόλου, όπου αυτό προβλέπεται από τις κείμενες διατάξεις.

Άρθρο 9Βάρος αποδείξεως (άρθρα 8 της Οδηγίας 2000/43/ΕΚ, 10 της Οδηγίας 2000/78/ΕΚ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Όταν ο βλαπτόμενος προβάλλει ότι δεν τηρήθηκε η αρχή της ίσης μεταχείρισης και αποδεικνύει ενώπιον δικαστηρίου ή αρμόδιας διοικητικής αρχής πραγματι- κά γεγονότα από τα οποία μπορεί να συναχθεί άμεση ή έμμεση διάκριση, το αντίδικο μέρος ή η διοικητική αρχή φέρει το βάρος να αποδείξει στο δικαστήριο, ότι δεν συνέτρεξαν περιστάσεις που συνιστούν παραβίαση της αρχής αυτής.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Η ρύθμιση της ανωτέρω παραγράφου δεν ισχύει στην ποινική δίκη.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Η ρύθμιση της παραγράφου 1 ισχύει και στην περί- πτωση της παραγράφου 1 του προηγούμενου άρθρου.

Άρθρο 10Προστασία έναντι αντιμέτρων (άρθρο 9 της Οδηγίας 2000/43/ΕΚ, άρθρο 11 της Οδηγίας 2000/78/ΕΚ)

Η κατά το άρθρο 8 προστασία καταλαμβάνει και απόλυση ή δυσμενή, εν γένει, μεταχείριση προσώπου, η οποία εκδηλώνεται ως αντίμετρο σε καταγγελία ή αί- τημα παροχής έννομης προστασίας, για τη διασφάλιση τήρησης της αρχής της ίσης μεταχείρισης.

Άρθρο 11Κυρώσεις (άρθρα 15 της Οδηγίας 2000/43/ΕΚ, 17 της Οδηγίας 2000/78/ΕΚ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Όποιος, κατά τη συναλλακτική διάθεση αγαθών ή παροχή υπηρεσιών στο κοινό, παραβιάζει την κατά τον παρόντα νόμο απαγόρευση της διακριτικής μεταχείρι- σης για λόγους φυλής, χρώματος, εθνικής ή εθνοτικής καταγωγής, γενεαλογικών καταβολών, θρησκευτικών ή άλλων πεποιθήσεων, αναπηρίας ή χρόνιας πάθησης, ηλι- κίας, οικογενειακής ή κοινωνικής κατάστασης, σεξουαλι- κού προσανατολισμού, ταυτότητας ή χαρακτηριστικών φύλου, τιμωρείται με φυλάκιση έξι (6) μηνών μέχρι τριών (3) ετών και με χρηματική ποινή χιλίων (1.000) έως πέντε χιλιάδων (5.000) ευρώ. Οι πράξεις που προβλέπονται στην παρούσα παράγραφο διώκονται αυτεπαγγέλτως.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Η κατά παράβαση των διατάξεων του παρόντος Μέ- ρους διακριτική μεταχείριση λόγω φυλής, χρώματος, εθνικής ή εθνοτικής καταγωγής, γενεαλογικών καταβο- λών, θρησκευτικών ή άλλων πεποιθήσεων, αναπηρίας ή χρόνιας πάθησης, ηλικίας, οικογενειακής ή κοινωνικής κατάστασης, σεξουαλικού προσανατολισμού, ταυτότη- τας ή χαρακτηριστικών φύλου, από πρόσωπο που ενερ- γεί ως εργοδότης καθ’ οποιοδήποτε στάδιο πρόσβασης στην εργασία και την απασχόληση, κατά τη σύναψη ή άρνηση σύναψης εργασιακής σχέσης ή στη διάρκεια, λειτουργία, εξέλιξη ή λύση αυτής συνιστά παραβίαση της εργατικής νομοθεσίας για την οποία επιβάλλονται από το Σώμα Επιθεώρησης Εργασίας (ΣΕΠΕ) οι διοικητικές κυρώσεις του άρθρου 24 του N. 3996/2011 (Α΄ 170).

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ΄ΠΡΟΩΘΗΣΗ ΤΗΣ ΑΡΧΗΣ ΙΣΗΣ ΜΕΤΑΧΕΙΡΙΣΗΣ
Άρθρο 12Συνεκτίμηση της αρχής της ίσης μεταχείρισης

Κατά τη σύνταξη και εφαρμογή νομοθετικών, κανονι- στικών και διοικητικών διατάξεων ή πράξεων, πολιτικών και δράσεων στα πεδία εφαρμογής του Μέρους Α΄ του παρόντος νόμου, λαμβάνεται ιδιαιτέρως υπόψη η αρχή της ίσης μεταχείρισης, σύμφωνα με τις διατάξεις του Μέρους Α΄.

Άρθρο 13Κοινωνικός διάλογος (άρθρα 11 και 12 της Οδηγίας 2000/43/ΕΚ, 13 και 14 της Οδηγίας 2000/78/ΕΚ και 5 της Οδηγίας 2014/54/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Το Κράτος ενθαρρύνει το διάλογο μεταξύ των κοι- νωνικών εταίρων, καθώς και το διάλογο με τις μη κυ- βερνητικές οργανώσεις, οι οποίες έχουν ως καταστατικό σκοπό την καταπολέμηση των διακρίσεων λόγω φυλής, χρώματος, εθνικής ή εθνοτικής καταγωγής, γενεαλογι- κών καταβολών, θρησκευτικών ή άλλων πεποιθήσεων, αναπηρίας ή χρόνιας πάθησης, ηλικίας, οικογενειακής ή κοινωνικής κατάστασης, σεξουαλικού προσανατολι- σμού, ταυτότητας ή χαρακτηριστικών φύλου, με στόχο την προαγωγή της αρχής των ίσων ευκαιριών και της ίσης μεταχείρισης στο πλαίσιο των σκοπών του παρό- ντος νόμου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Η Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή, στο πλαίσιο της αποστολής της για τη διεξαγωγή κοινωνικού διαλό- γου για τη γενική πολιτική της χώρας και ειδικότερα για θέματα κοινωνικής πολιτικής, ενθαρρύνει το διάλογο με τις οργανώσεις - μέλη της, με σκοπό την ενημέρω- ση, ευαισθητοποίηση και ενεργό συμμετοχή τους στην προώθηση της αρχής των ίσων ευκαιριών και της ίσης μεταχείρισης, σύμφωνα με τους σκοπούς και κατά τις διατάξεις του παρόντος νόμου. Ειδικότερα, η Οικονο- μική και Κοινωνική Επιτροπή του άρθρου 82 παρ. 3 του Συντάγματος και του N. 2232/1994 (Α΄ 140): α. Διασφαλίζει το διάλογο με αντιπροσωπευτικές ορ- γανώσεις και με μη κυβερνητικές οργανώσεις, οι οποίες έχουν ως καταστατικό σκοπό την καταπολέμηση των διακρίσεων λόγω φυλής, χρώματος, εθνικής ή εθνοτικής καταγωγής, γενεαλογικών καταβολών, θρησκευτικών ή άλλων πεποιθήσεων, αναπηρίας ή χρόνιας πάθησης, ηλικίας, οικογενειακής ή κοινωνικής κατάστασης, σε- ξουαλικού προσανατολισμού, ταυτότητας ή χαρακτη- ριστικών φύλου. β. Μεριμνά για την ευρύτερη δημοσιότητα της σχε- τικής νομοθεσίας και των μέτρων, που λαμβάνονται σε εθνικό ή τοπικό επίπεδο, για την προώθηση των σκοπών του Μέρους Α΄ του παρόντος νόμου. γ. Συντάσσει ετήσια έκθεση, η οποία καταγράφει τις εξελίξεις ως προς την εφαρμογή του παρόντος νόμου, τα αποτελέσματα του κοινωνικού διαλόγου και τις δράσεις δημοσιότητας που αναλήφθηκαν. δ. Στην έκθεση αυτή, απευθύνει επίσης προτάσεις στην Κυβέρνηση και τους κοινωνικούς εταίρους για την προ- ώθηση των αρχών της ίσης μεταχείρισης και τη λήψη μέτρων κατά των διακρίσεων.

Άρθρο 14Φορέας προώθησης της αρχής της ίσης μεταχείρισης (άρθρα 13 της Οδηγίας 2000/43/ΕΚ και 4 της Οδηγίας 2014/54/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Φορέας παρακολούθησης και προώθησης της εφαρ- μογής της αρχής της ίσης μεταχείρισης ανεξαρτήτως φυ- λής, χρώματος, εθνικής ή εθνοτικής καταγωγής, γενεαλο- γικών καταβολών, θρησκευτικών ή άλλων πεποιθήσεων, αναπηρίας ή χρόνιας πάθησης, ηλικίας, οικογενειακής ή κοινωνικής κατάστασης, σεξουαλικού προσανατολι- σμού, ταυτότητας ή χαρακτηριστικών φύλου στο πεδίο εφαρμογής και κατά τους ορισμούς του παρόντος νόμου στον ιδιωτικό, στο δημόσιο και ευρύτερο δημόσιο τομέα ορίζεται ο Συνήγορος του Πολίτη.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Συνιστώνται στον Συνήγορο του Πολίτη δέκα (10) θέσεις του άρθρου 5 του N. 3094/2003, όπως έχει τρο- ποποιηθεί και ισχύει, για την άσκηση των αρμοδιοτήτων της Αρχής κατά το παρόν άρθρο.

Άρθρο 15Αρχές και Υπηρεσίες για την εποπτεία και προώθηση της αρχής της ίσης μεταχείρισηςΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Οι ανεξάρτητες αρχές στο πλαίσιο άσκησης της κύ- ριας λειτουργίας τους μεριμνούν για την εφαρμογή και προώθηση της αρχής της ίσης μεταχείρισης ανεξαρτή- τως φυλής, χρώματος, εθνικής ή εθνοτικής καταγωγής, θρησκευτικών ή άλλων πεποιθήσεων, αναπηρίας ή χρό- νιας πάθησης, ηλικίας, οικογενειακής ή κοινωνικής κα- τάστασης, σεξουαλικού προσανατολισμού, ταυτότητας ή χαρακτηριστικών φύλου, σύμφωνα με τους σκοπούς και τις διατάξεις του Μέρους Α΄ του παρόντος νόμου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Η Γενική Γραμματεία Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, στο πλαίσιο των αρμο- διοτήτων της για την προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου και την εξάλειψη όλων των μορφών διακρί- σεων μεριμνά για την προώθηση της αρχής της ίσης μεταχείρισης, σύμφωνα με τους σκοπούς και κατά τις διατάξεις του παρόντος νόμου, επί σχετικών, δε, θεμάτων ενθαρρύνει τη συνεργασία με συναρμόδια Υπουργεία και το διάλογο με την κοινωνία των πολιτών.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Η Διεύθυνση Κοινωνικής Προστασίας και Κοινωνικής Συνοχής του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλι- σης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης εκ της αρμοδιότητάς της, μεταξύ άλλων, παρακολουθεί την εφαρμογή των πολιτικών καταπολέμησης των διακρίσεων στον τομέα της εργασίας και της απασχόλησης, μεριμνά για την ενη- μέρωση και ευαισθητοποίηση των εργαζομένων και των εργοδοτών για τα ζητήματα των διακρίσεων στον τομέα της εργασίας, υποστηρίζει επιστημονικά το Σώμα Επιθε- ώρησης Εργασίας και εν γένει συνεργάζεται με συναρμό- δια Υπουργεία και φορείς για την προώθηση της αρχής της ίσης μεταχείρισης. Για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου, οι πέντε (5) θέσεις που συστάθηκαν με το άρθρο 19 παρ. 4 του N. 3304/2005 μεταφέρονται αυτο- δικαίως από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου στην Διεύθυνση Κοινωνικής Προστασίας και Κοινωνικής Συνοχής του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλι- σης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Επί θεμάτων αρμοδιότητάς τους οι Διευθύνσεις Μεταναστευτικής Πολιτικής του Υπουργείου Εσωτερι- κών και Διοικητικής Ανασυγκρότησης, Ευρωπαϊκών και Διεθνών Θεμάτων του Υπουργείου Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων, Ανάπτυξης Μονάδων Υγείας του Υπουργείου Υγείας, Φορολογίας Εισοδημάτων φυσικών προσώπων του Υπουργείου Οικονομικών, καθώς και η Γενική Γραμματεία Εμπορίου και Προστασίας Καταναλω- τή του Υπουργείου Οικονομίας και Ανάπτυξης συμβάλ- λουν στην προώθηση της αρχής της ίσης μεταχείρισης.

Άρθρο 16Συνεργασία φορέων

Ο, κατά το άρθρο 14 του Μέρους Α΄ του παρόντος νόμου, φορέας προώθησης της αρχής της ίσης μεταχεί- ρισης, καθώς και οι υπηρεσίες του άρθρου 15, συνερ- γάζονται μεταξύ τους, καθώς και με την Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή, τις τριτοβάθμιες συνδικαλιστικές οργανώσεις των εργαζομένων σε δημόσιο και ιδιωτικό τομέα, την Ανώτατη Διοίκηση Ενώσεων Δημοσίων Υπαλ- λήλων (Α.Δ.Ε.Δ.Υ), την Γενική Συνομοσπονδία Εργατών Ελλάδος (ΓΕ.Σ.Ε.Ε), καθώς και τις ενώσεις των εργοδο- τών, το Σύνδεσμο Επιχειρήσεων και Βιομηχανιών (ΣΕΒ), τη Γενική Συνομοσπονδία Επαγγελματιών, Βιοτεχνών και Εμπόρων Ελλάδας (ΓΣΕΒΕΕ), την Ελληνική Συνομο- σπονδία Εμπορίου και Επιχειρηματικότητας (ΕΣΕΕ) και το Σύνδεσμο Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων (ΣΕΤΕ), το Εθνικό Κέντρο Κοινωνικής Αλληλεγγύης (Ε.Κ.Κ.Α), το Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών (ΕΚΚΕ), το Κέντρο Έρευνας Θεμάτων Ισότητας (Κ.Ε.Θ.Ι), το Κέντρο Ελέγ- χου και Πρόληψης Νοσημάτων (ΚΕΕΛΠΝΟ), την Κεντρική Ένωση Δήμων Ελλάδας, την Ένωση Περιφερειών Ελλά- δας (ΕΝΠΕ), καθώς και με φορείς και οργανώσεις που δραστηριοποιούνται στο πεδίο της καταπολέμησης των διακρίσεων λόγω φυλής, χρώματος, εθνικής ή εθνοτικής καταγωγής, γενεαλογικών καταβολών, θρησκευτικών ή άλλων πεποιθήσεων, αναπηρίας ή χρόνιας πάθησης, ηλι- κίας, οικογενειακής ή κοινωνικής κατάστασης, σεξουαλι- κού προσανατολισμού, ταυτότητας ή χαρακτηριστικών φύλου, με στόχο τη συνεισφορά τους στην προαγωγή της αρχής της ίσης μεταχείρισης στο πλαίσιο των σκοπών του παρόντος νόμου.

Άρθρο 17Ενημέρωση και διάδοση πληροφοριών (άρθρα 10 της Οδηγίας 2000/43/ΕΚ, 12 της Οδηγίας 2000/78/ΕΚ και 6 της Οδηγίας 2014/54/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Οι συνδικαλιστικές οργανώσεις οφείλουν να ενημε- ρώνουν τα μέλη τους για το περιεχόμενο της εφαρμο- γής της ίσης μεταχείρισης, καθώς και για τα μέτρα που λαμβάνονται για την εφαρμογή και την προώθηση της αρχής της ίσης μεταχείρισης στο πλαίσιο των σκοπών του Μέρους Α΄ του παρόντος νόμου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Οι εργοδότες, καθώς και οι υπεύθυνοι για θέματα επαγγελματικής κατάρτισης, οφείλουν να διασφαλίζουν την εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχείρισης και να παρέχουν στοιχεία που ζητούνται στο πλαίσιο άσκησης των αρμοδιοτήτων του φορέα προώθησης της αρχής της ίσης μεταχείρισης και των υπηρεσιών εποπτείας του άρθρου 15, σύμφωνα με τις διατάξεις του Μέρους Α΄ του παρόντος νόμου.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ε΄ΛΟΙΠΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 18

Το άρθρο 1 του N. 3094/2003 αντικαθίσταται ως εξής: «Άρθρο 1 Αποστολή 1. Η ανεξάρτητη αρχή Συνήγορος του Πολίτη έχει ως αποστολή τη διαμεσολάβηση μεταξύ των πολιτών και των δημοσίων υπηρεσιών, των οργανισμών τοπι- κής αυτοδιοίκησης, των Ν.Π.Δ.Δ. και των Ν.Π.Ι.Δ., όπως αυτά καθορίζονται στο άρθρο 3 παράγραφος 1 του παρόντος, για την προστασία των δικαιωμάτων του πολίτη, την καταπολέμηση της κακοδιοίκησης και την τήρηση της νομιμότητας, καθώς και ιδιωτών για την παρακολούθηση και προώθηση της εφαρμογής της αρχής των ίσων ευκαιριών και της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών, βάσει της Οδηγίας 2006/54/ΕΚ, όπως ενσωματώθηκε στην ελληνική έννομη τάξη και για την παρακολούθηση και προώθηση της εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχείρισης ανεξαρτήτως φυλής, χρώματος, εθνικής ή εθνοτικής καταγωγής, γενεαλογι- κών καταβολών, θρησκευτικών ή άλλων πεποιθήσεων, αναπηρίας ή χρόνιας πάθησης, ηλικίας, οικογενειακής ή κοινωνικής κατάστασης, σεξουαλικού προσανατο- λισμού, ταυτότητας ή χαρακτηριστικών φύλου, βάσει των Οδηγιών 2000/43/ΕΚ, 2000/78/ΕΚ και 2014/54/ΕΕ, όπως ενσωματώθηκαν στην ελληνική έννομη τάξη. Ο Συνήγορος του Πολίτη έχει επίσης, ως αποστολή του την προάσπιση και προαγωγή των συμφερόντων του παιδιού και ορίζεται φορέας για την παρακολούθηση και προώθηση της εφαρμογής, στον ιδιωτικό και δημό- σιο τομέα, της αρχής της ίσης μεταχείρισης όλων των προσώπων ανεξαρτήτως φυλής, χρώματος, εθνικής ή εθνοτικής καταγωγής, γενεαλογικών καταβολών, θρη- σκευτικών ή άλλων πεποιθήσεων, αναπηρίας ή χρόνιας πάθησης, ηλικίας, οικογενειακής ή κοινωνικής κατά- στασης, σεξουαλικού προσανατολισμού, ταυτότητας ή χαρακτηριστικών φύλου κατ’ εφαρμογή του άρθρου 13 της Οδηγίας 2000/43/ΕΚ, του άρθρου 13 της Οδηγίας 2000/78/ΕΚ και του άρθρου 4 της Οδηγίας 2014/54/ΕΕ. Ο Συνήγορος του Πολίτη ορίζεται και φορέας παρακολού- θησης της εφαρμογής, στον ιδιωτικό και δημόσιο τομέα, της αρχής της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών όσον αφορά στην πρόσβαση στην απασχόληση, στην επαγγελματική εκπαίδευση και ανέλιξη και στις συνθή- κες εργασίας, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 1 παράγραφος 7 της Οδηγίας 2002/73/ΕΚ και του νέου άρθρου 8α της Οδηγίας 76/207/ΕΟΚ. Ο Συνήγορος του Πολίτη ορίζεται και φορέας παρακολούθησης της εφαρμογής στις δημό- σιες υπηρεσίες και τον ευρύτερο δημόσιο τομέα, κατά την παράγραφο 1 του άρθρου 3 του παρόντος νόμου, της αρχής της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών στην πρόσβαση σε αγαθά και υπηρεσίες και την παρο- χή αυτών, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 12 της Οδηγίας 2004/113/ΕΚ. Ο Συνήγορος του Πολίτη ορίζεται φορέας για την παρακολούθηση και προώθηση της εφαρμογής, στον ιδιωτικό και δημόσιο τομέα, της αρχής των ίσων ευκαιριών και της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναι- κών όσον αφορά: α) την πρόσβαση στην απασχόληση, συμπεριλαμβανομένης της επαγγελματικής εξέλιξης και στην επαγγελματική κατάρτιση, συμπεριλαμβανομένης της εκπαίδευσης με σκοπό την απασχόληση, β) τις συν- θήκες και τους όρους εργασίας, συμπεριλαμβανομένης της αμοιβής και γ) τα επαγγελματικά συστήματα κοι- νωνικής ασφάλισης, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 20 της Οδηγίας 2006/54/ΕΚ. Ο Συνήγορος του Πολίτη ορίζεται ως Εθνικός Μηχανι- σμός Πρόληψης, για την πρόληψη των βασανιστηρίων και άλλων μορφών σκληρής, απάνθρωπης ή ταπεινωτι- κής μεταχείρισης ή τιμωρίας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 3 και 17 του Προαιρετικού Πρωτοκόλλου, στη σύμβαση κατά των βασανιστηρίων και άλλων μορ- φών σκληρής, απάνθρωπης ή ταπεινωτικής μεταχείρι- σης ή τιμωρίας της Γενικής Συνέλευσης των Ηνωμένων Εθνών, που υιοθετήθηκε στις 18 Δεκεμβρίου 2002. Ο Συνήγορος του Πολίτη ορίζεται ως Εθνικός Μηχανισμός Διερεύνησης Περιστατικών Αυθαιρεσίας στα σώματα ασφαλείας και τους υπαλλήλους των καταστημάτων κράτησης, σύμφωνα με το άρθρο 1 του N. 3938/2011. 2. Ο Συνήγορος του Πολίτη επικουρείται από έξι (6) Βο- ηθούς Συνηγόρους. Ο Συνήγορος του Πολίτη αναθέτει σε Βοηθούς Συνηγόρους: α) την εκτέλεση των καθηκόντων του Συνηγόρου για το Παιδί, β) την παρακολούθηση και προώθηση της εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχείρι- σης ανεξαρτήτως φυλής, χρώματος, εθνικής ή εθνοτικής καταγωγής, γενεαλογικών καταβολών, θρησκευτικών ή άλλων πεποιθήσεων, αναπηρίας ή χρόνιας πάθησης, ηλικίας, οικογενειακής ή κοινωνικής κατάστασης, σεξου- αλικού προσανατολισμού, ταυτότητας ή χαρακτηριστι- κών φύλου, γ) του Εθνικού Μηχανισμού Πρόληψης για την πρόληψη των βασανιστηρίων και άλλων μορφών σκληρής, απάνθρωπης ή ταπεινωτικής μεταχείρισης ή τιμωρίας και δ) της παρακολούθησης και προώθησης της εφαρμογής της αρχής των ίσων ευκαιριών και της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών, κατά την παρ. 1 του άρθρου αυτού, τα δε ζητήματα εσωτερικής οργάνωσης για την άσκηση των ως άνω αρμοδιοτήτων τα ρυθμίζει ο Συνήγορος του Πολίτη, σύμφωνα με την παρ. 7 του άρθρου 2 του N. 3051/2002. Ως Βοηθοί Συνήγοροι επι- λέγονται πρόσωπα εγνωσμένου κύρους που διαθέτουν υψηλή επιστημονική κατάρτιση και απολαύουν ευρείας κοινωνικής αποδοχής. Ο Συνήγορος του Πολίτη και οι Βοηθοί Συνήγοροι δεν ευθύνονται, δεν διώκονται και δεν εξετάζονται για γνώμη που διατύπωσαν ή πράξη που διενήργησαν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους. Δίωξη επιτρέπεται κατόπιν εγκλήσεως μόνο για συκοφαντική δυσφήμιση, εξύβριση ή παραβίαση του απορρήτου».

Άρθρο 19

Το άρθρο 3 του N. 3094/2003 αντικαθίσταται ως εξής: «Άρθρο 3 1. Ο Συνήγορος του Πολίτη είναι αρμόδιος για θέματα που ανάγονται στις υπηρεσίες: α) του Δημοσίου, β) των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης α΄ και β΄ βαθμού, γ) των λοιπών νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, δ) των κρατικών νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου, των δημόσιων επιχειρήσεων, των επιχειρήσεων των ορ- γανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και των επιχειρήσεων των οποίων τη διοίκηση ορίζει άμεσα ή έμμεσα το Δη- μόσιο με διοικητική πράξη ή ως μέτοχος. Εξαιρούνται οι Τράπεζες και το Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών. Όπου στον παρόντα νόμο αναφέρεται ο όρος «δημόσια υπηρε- σία» ή «δημόσιες υπηρεσίες» νοούνται οι αναφερόμενες στο προηγούμενο εδάφιο της παραγράφου αυτής. Φυ- σικά ή νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου, συμπεριλαμ- βανομένων των τραπεζών, υπάγονται στην αρμοδιότητα του Συνηγόρου του Πολίτη για την εκπλήρωση της κατά την παράγραφο 1 του άρθρου 1 αποστολής αυτού: α) ως φορέα παρακολούθησης της εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχείρισης ανεξαρτήτως φυλής, χρώματος, εθνι- κής ή εθνοτικής καταγωγής, γενεαλογικών καταβολών, θρησκευτικών ή άλλων πεποιθήσεων, αναπηρίας ή χρό- νιας πάθησης, ηλικίας, οικογενειακής ή κοινωνικής κατά- στασης, σεξουαλικού προσανατολισμού, ταυτότητας ή χαρακτηριστικών φύλου, βάσει των Οδηγιών 2000/43/ ΕΚ και 2000/78/ΕΚ, καθώς και 2014/54/ΕΕ, όπως ενσω- ματώθηκαν στην ελληνική έννομη τάξη, β) ως φορέα για την παρακολούθηση και προώθηση της εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών, βάσει του N. 3488/2006 που μετέφερε την Οδηγία 2002/73/ ΕΚ και γ) ως φορέα για την παρακολούθηση και προ- ώθηση της εφαρμογής της αρχής των ίσων ευκαιριών και της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών, βάσει του N. 3896/2010 που μετέφερε την Οδηγία 2006/54/ ΕΚ. Για την προάσπιση των δικαιωμάτων του παιδιού ο Συνήγορος του Πολίτη είναι αρμόδιος και για θέματα που ανάγονται σε ιδιώτες, φυσικά ή νομικά πρόσωπα, που προσβάλλουν τα δικαιώματα του παιδιού, σύμφωνα με τους όρους και τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 4. Ο Συνήγορος του Πολίτη, ως Εθνικός Μηχανισμός Πρόληψης, για την πρόληψη των βασανιστηρίων και άλλων μορφών σκληρής, απάνθρωπης ή ταπεινωτικής μεταχείρισης ή τιμωρίας, διενεργεί έρευνες και δημο- σιεύει εκθέσεις, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του Προαιρετικού Πρωτοκόλλου στη Σύμβαση κατά των βα- σανιστηρίων και άλλων μορφών σκληρής, απάνθρωπης και ταπεινωτικής μεταχείρισης ή τιμωρίας. 2. Στην αρμοδιότητά του δεν υπάγονται οι Υπουργοί και Υφυπουργοί ως προς τις πράξεις που ανάγονται στη διαχείριση της πολιτικής λειτουργίας, τα θρησκευτικά νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, οι δικαστικές αρχές, οι στρατιωτικές υπηρεσίες ως προς τα θέματα, που αφο- ρούν την εθνική άμυνα και ασφάλεια, η Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών, οι υπηρεσίες του Υπουργείου Εξωτερικών για δραστηριότητες που ανάγονται στην εξωτερική πο- λιτική ή στις διεθνείς σχέσεις της Χώρας, το Νομικό Συμ- βούλιο του Κράτους και οι ανεξάρτητες αρχές ως προς την κύρια λειτουργία τους. Ο Συνήγορος του Πολίτη δεν επιλαμβάνεται υποθέσεων που αφορούν την κρατική ασφάλεια. Δεν υπάγονται επίσης στην αρμοδιότητά του θέματα που αφορούν την υπηρεσιακή κατάσταση του προσωπικού των δημοσίων υπηρεσιών, με εξαίρεση τις περιπτώσεις όπου ο Συνήγορος του Πολίτη ενεργεί ως φορέας προώθησης της αρχής της ίσης μεταχείρισης ανεξαρτήτως φυλής, χρώματος, εθνικής ή εθνοτικής καταγωγής, γενεαλογικών καταβολών θρησκευτικών ή άλλων πεποιθήσεων, αναπηρίας ή χρόνιας πάθησης, ηλικίας, οικογενειακής ή κοινωνικής κατάστασης, σεξου- αλικού προσανατολισμού, ταυτότητας ή χαρακτηριστι- κών φύλου βάσει των Οδηγιών 2000/43/ΕΚ και 2000/78/ ΕΚ, καθώς και 2014/54/ΕΕ, όπως ενσωματώθηκαν στην ελληνική έννομη τάξη, καθώς και τις περιπτώσεις όπου ενεργεί ως φορέας για την παρακολούθηση και προώ- θηση της εφαρμογής της αρχής των ίσων ευκαιριών και της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών, βάσει του N. 3896/2010 που μετέφερε την Οδηγία 2006/54/ΕΚ). 3. Ο Συνήγορος του Πολίτη ερευνά ατομικές διοικητι- κές πράξεις ή παραλείψεις ή υλικές ενέργειες οργάνων των δημοσίων υπηρεσιών που παραβιάζουν δικαιώματα ή προσβάλλουν νόμιμα συμφέροντα φυσικών ή νομικών προσώπων. Ιδίως ερευνά τις περιπτώσεις κατά τις οποίες όργανο δημόσιας υπηρεσίας ατομικό ή συλλογικό: i) Προσβάλλει, με πράξη ή παράλειψη, δικαίωμα ή συμ- φέρον προστατευόμενο από το Σύνταγμα και το νόμο, ii) αρνείται να εκπληρώσει συγκεκριμένη υποχρέωση που επιβάλλεται από τελεσίδικη ή προσωρινά εκτελεστή δικαστική απόφαση, iii) αρνείται να εκπληρώσει συγκε- κριμένη υποχρέωση που επιβάλλεται από διάταξη νόμου ή από ατομική διοικητική πράξη, ίν) ενεργεί ή παραλείπει νόμιμη οφειλόμενη ενέργεια, κατά παράβαση των αρ- χών της χρηστής διοίκησης και της διαφάνειας ή κατά κατάχρηση εξουσίας. 4. Ο Συνήγορος του Πολίτη δεν επιλαμβάνεται υπο- θέσεων που εκκρεμούν ενώπιον δικαστηρίου ή άλλης δικαστικής αρχής. Όταν ο Συνήγορος του Πολίτη ενεργεί ως φορέας για την παρακολούθηση και προώθηση της εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχείρισης στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος νόμου, καθώς και ως Εθνικός Μηχανισμός Διερεύνησης Περιστατικών Αυθαιρεσίας στα σώματα ασφαλείας και τους υπαλλήλους των κατα- στημάτων κράτησης κατά την παράγραφο 1 του άρθρου 1 του παρόντος νόμου, επιλαμβάνεται υποθέσεων που εκκρεμούν ενώπιον δικαστηρίων, δικαστικών ή εισαγγε- λικών αρχών, έως τη διεξαγωγή της πρώτης συζήτησης στο ακροατήριο ή την άσκηση ποινικής δίωξης ή έως ότου το αρμόδιο δικαστήριο ή η αρμόδια δικαστική αρχή αποφανθεί επί αιτήσεως παροχής προσωρινής δικαστικής προστασίας. 5. Ο Συνήγορος του Πολίτη με απόφασή του αναθέτει αρμοδιότητες στους Βοηθούς Συνηγόρους, εποπτεύει και συντονίζει το έργο τους. Ο Συνήγορος του Πολίτη συντάσσει ετήσια έκθεση, στην οποία εκθέτει το έργο της Αρχής, παρουσιάζει τις σημαντικότερες υποθέσεις και διατυπώνει προτάσεις για τη βελτίωση των δημοσίων υπηρεσιών και αναγκαίες νομοθετικές ρυθμίσεις. Η έκθεση του Συνηγόρου του Πολίτη υποβάλλεται το Μάρτιο κάθε έτους στον Πρό- εδρο της Βουλής, συζητείται κατά τα προβλεπόμενα στον Κανονισμό της Βουλής και δημοσιεύεται σε ειδική έκδοση του Εθνικού Τυπογραφείου. Ο Συνήγορος του Πολίτη μπορεί να υποβάλλει στον Πρωθυπουργό, τον Πρόεδρο της Βουλής και να κοινοποιεί στον κατά πε- ρίπτωση αρμόδιο Υπουργό, ειδικές εκθέσεις κατά τη διάρκεια του έτους. Ο Συνήγορος του Πολίτη διενεργεί έρευνες και δημοσι- εύει ειδικές εκθέσεις για την εφαρμογή και την προώθη- ση της ίσης μεταχείρισης ανεξαρτήτως φυλής, χρώματος, εθνικής ή εθνοτικής καταγωγής, γενεαλογικών καταβο- λών, θρησκευτικών ή άλλων πεποιθήσεων, αναπηρίας ή χρόνιας πάθησης, ηλικίας, οικογενειακής ή κοινωνικής κατάστασης, σεξουαλικού προσανατολισμού, ταυτότη- τας ή χαρακτηριστικών φύλου. Ο Συνήγορος του Πολίτη, ως Εθνικός Μηχανισμός Διερεύνησης Περιστατικών Αυθαιρεσίας στα σώματα ασφαλείας και τους υπαλλήλους των καταστημάτων κράτησης, σύμφωνα με το άρθρο 1 του N. 3938/2011 διενεργεί έρευνες, μεριμνά για την πληροφόρηση και ευαισθητοποίηση των πολιτών επί σχετικών θεμάτων και δημοσιεύει ειδικές εκθέσεις. Οι εκθέσεις αυτές περι- λαμβάνουν και εισηγήσεις μέτρων για την πρόληψη και την καταπολέμηση των περιστατικών αυθαιρεσίας στα σώματα ασφαλείας και τους υπαλλήλους των καταστη- μάτων κράτησης και κοινοποιούνται στον Αναπληρωτή Υπουργό Εσωτερικών και Διοικητικής Ανασυγκρότη- σης, αρμόδιο για θέματα Προστασίας του Πολίτη, στον Υπουργό Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής και στον Υπουργό Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δι- καιωμάτων. 6. Στο πλαίσιο της κατά την παράγραφο 1 του άρθρου 1 αποστολής του ως φορέα για την παρακολούθηση και προώθηση της εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχείρι- σης ανεξαρτήτως φυλής, χρώματος, εθνικής ή εθνοτικής καταγωγής, γενεαλογικών καταβολών, θρησκευτικών ή άλλων πεποιθήσεων, αναπηρίας ή χρόνιας πάθησης, ηλι- κίας, οικογενειακής ή κοινωνικής κατάστασης, σεξουαλι- κού προσανατολισμού, ταυτότητας ή χαρακτηριστικών φύλου, καθώς και της αρχής των ίσων ευκαιριών και της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών και πέραν των λοιπών κατά τον παρόντα νόμο αρμοδιοτήτων του, ο Συνήγορος του Πολίτη: α) παρέχει συνδρομή προς τα θύματα διακρίσεων λόγω φυλής, χρώματος, εθνικής ή εθνοτικής καταγω- γής, γενεαλογικών καταβολών, θρησκευτικών ή άλλων πεποιθήσεων, αναπηρίας ή χρόνιας πάθησης, ηλικίας, οικογενειακής ή κοινωνικής κατάστασης, σεξουαλικού προσανατολισμού, ταυτότητας ή χαρακτηριστικών φύ- λου, καθώς και λόγω φύλου διαμεσολαβώντας με κάθε πρόσφορο τρόπο για την αποκατάσταση της αρχής της ίσης μεταχείρισης στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος νόμου. Εφόσον η διαμεσολάβηση αυτή δεν επιφέρει ικανοποιητικά αποτελέσματα, ο Συνήγορος του Πολί- τη διαβιβάζει το πόρισμά του στον καθ’ ύλην αρμόδιο φορέα για την άσκηση της πειθαρχικής ή και κυρωτικής αρμοδιότητας, ο οποίος οφείλει να ενημερώσει σχετικά τον Συνήγορο του Πολίτη, β) διενεργεί έρευνες σχετικά με τις διακρίσεις σύμφω- να με το άρθρο 4, γ) δημοσιεύει ειδικές εκθέσεις για την εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχείρισης στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος νόμου οι οποίες περιλαμβάνουν και εισηγή- σεις μέτρων για την εξάλειψη των διακρίσεων, δ) διατυπώνει γνώμη, αυτεπαγγέλτως ή κατόπιν ερω- τήματος άλλης δημόσιας αρχής, ως προς την ερμηνεία του παρόντος νόμου, ε) ανταλλάσσει πληροφορίες και συνεργάζεται με ομόλογους φορείς των κρατών - μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και με αρμόδιους ευρωπαϊκούς οργανισμούς, όπως σε θέματα διακρίσεων φύλου με το Ευρωπαϊκό Ινστιτούτο για την Ισότητα των Φύλων που έχει συστα- θεί με τον Κανονισμό (ΕΚ) 1922/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 20ής Δεκεμβρίου 2006 (ΕΕ L 403), ή σε εργασιακά θέματα με υπηρεσίες σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως Your Europe, SOLVIT, EURES και το δίκτυο Enterprise Europe Network, στ) συνεργάζεται με τη Γενική Γραμματεία Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Υπουργείου Δικαι- οσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, με τη Γενική Γραμματεία Ισότητας των Φύλων του Υπουρ- γείου Εσωτερικών και Διοικητικής Ανασυγκρότησης, με το Υπουργείο Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, τους κοινωνικούς εταίρους, τις επιχειρήσεις και τις μη κυβερνητικές οργανώσεις προς ενημέρωση και διάδοση των καλών πρακτικών της ίσης μεταχείρισης στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος νό- μου και για τη διοργάνωση σχετικών επιμορφωτικών εκδηλώσεων».

Άρθρο 20

Το άρθρο 4 του N. 3094/2003 αντικαθίσταται ως εξής: «Άρθρο 4 1. Ο Συνήγορος του Πολίτη επιλαμβάνεται κάθε θέ- ματος που εμπίπτει στις αρμοδιότητές του, ύστερα από ενυπόγραφη αναφορά κάθε άμεσα ενδιαφερόμενου φυσικού ή νομικού προσώπου ή ενώσεως προσώπων. Ο Συνήγορος του Πολίτη δέχεται επίσης αναφορές από κάθε άμεσα ενδιαφερόμενο παιδί ή τον ασκούντα τη γο- νική μέριμνα ή συγγενή κατ’ ευθεία γραμμή ή εκ πλαγίου έως το δεύτερο βαθμό, τον επίτροπο ή τον προσωρινό επίτροπο, καθώς και από τρίτο πρόσωπο που έχει άμεση αντίληψη παραβίασης των δικαιωμάτων του παιδιού. Για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος νόμου, ως παιδί νοείται όποιος δεν έχει συμπληρώσει το δέκατο όγδοο έτος της ηλικίας του. 2. Ο Συνήγορος του Πολίτη δύναται να επιληφθεί υπο- θέσεων αυτεπαγγέλτως. Δύναται, επίσης, να μην ανα- κοινωθεί το όνομα και τα άλλα προσωπικά στοιχεία του προσώπου που κατέθεσε αναφορά, σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο, εφόσον το ζητήσει εγγράφως ο ίδιος ο ενδιαφερόμενος και εφόσον η διερεύνηση της αναφοράς είναι δυνατή χωρίς ανακοίνωση του ονόμα- τος. Αν εκ των πραγμάτων η διερεύνηση δεν είναι δυνατή χωρίς ανακοίνωση του ονόματος, ο ενδιαφερόμενος ει- δοποιείται ότι η αναφορά του θα τεθεί στο αρχείο, εφό- σον ο ίδιος δεν συναινέσει εγγράφως στην ανακοίνωση του ονόματός του. 3. Ο Συνήγορος του Πολίτη δεν επιλαμβάνεται περι- πτώσεων, κατά τις οποίες η διοικητική ενέργεια έχει γεν- νήσει δικαιώματα ή έχει δημιουργήσει ευνοϊκές καταστά- σεις υπέρ τρίτων, που ανατρέπονται μόνο με δικαστική απόφαση, εκτός εάν προφανώς συντρέχει παρανομία ή έχουν σχέση κατά το κύριο αντικείμενό τους με την προστασία του περιβάλλοντος. 4. Η αναφορά υποβάλλεται μέσα σε έξι (6) μήνες αφό- του ο ενδιαφερόμενος έλαβε πλήρη γνώση των ενερ- γειών ή παραλείψεων για τις οποίες προσφεύγει στον Συνήγορο του Πολίτη, καταχωρείται δε σε ειδικό μητρώο. Η υποβολή της αναφοράς δεν αναστέλλει τις προβλε- πόμενες από το νόμο προθεσμίες για την άσκηση εν- δίκου μέσου ή βοηθήματος και δεν εξαρτάται από την παράλληλη αίτηση θεραπείας, ιεραρχικής προσφυγής ή ενδικοφανούς προσφυγής. Ο Συνήγορος του Πολίτη μπορεί, προτού επιληφθεί της υποθέσεως, να ζητήσει από τον ενδιαφερόμενο να ασκήσει διοικητική προσφυ- γή. Σε περίπτωση που ασκηθεί ενδικοφανής προσφυγή, ο Συνήγορος του Πολίτη δεν επιλαμβάνεται του θέματος πριν αποφασίσει το αρμόδιο όργανο ή παρέλθει άπρακτη προθεσμία τριών (3) μηνών από την άσκηση της προσφυ- γής. Ο Συνήγορος του Πολίτη μπορεί να θέτει στο αρχείο αναφορά που κρίνεται προδήλως αόριστη, αβάσιμη ή ασκείται κατά τρόπο καταχρηστικό ή κατά παράβαση της αρχής της καλής πίστης. Όταν ο Συνήγορος του Πολίτη ενεργεί ως φορέας για την παρακολούθηση και προώ- θηση της εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχείρισης ανεξαρτήτως φυλής, χρώματος, εθνικής ή εθνοτικής καταγωγής, γενεαλογικών καταβολών, θρησκευτικών ή άλλων πεποιθήσεων, αναπηρίας ή χρόνιας πάθησης, ηλι- κίας, οικογενειακής ή κοινωνικής κατάστασης, σεξουαλι- κού προσανατολισμού, ταυτότητας ή χαρακτηριστικών φύλου, κατά την παράγραφο 1 του άρθρου 1, επιλαμ- βάνεται υποθέσεων εφόσον η αναφορά υποβάλλεται μέσα σε δώδεκα (12) μήνες αφότου ο ενδιαφερόμενος έλαβε πλήρη γνώση των ενεργειών ή παραλείψεων για τις οποίες προσφεύγει στον Συνήγορο του Πολίτη. 5. Ο Συνήγορος του Πολίτη δύναται κατά την έρευ- να των υποθέσεων να ζητεί τη συνδρομή του Σώματος Επιθεωρητών - Ελεγκτών Δημόσιας Διοίκησης ή άλλων ελεγκτικών σωμάτων της Διοίκησης. Ο Συνήγορος του Πολίτη μπορεί να ζητεί από τις δημόσιες υπηρεσίες κάθε πληροφορία, έγγραφο ή άλλο στοιχείο για την υπόθε- ση, να εξετάζει πρόσωπα, να ενεργεί αυτοψία και να παραγγέλλει πραγματογνωμοσύνη. Κατά την εξέταση εγγράφων και άλλων στοιχείων, που βρίσκονται στη δι- άθεση δημοσίων υπηρεσιών, δεν μπορεί να αντιταχθεί ο χαρακτηρισμός τους ως απορρήτων, εκτός εάν αφο- ρούν την εθνική άμυνα, την κρατική ασφάλεια και τις διεθνείς σχέσεις της χώρας. Όλες οι δημόσιες υπηρεσίες οφείλουν να διευκολύνουν με κάθε τρόπο την έρευνα. Η μη σύμπραξη δημόσιας υπηρεσίας στη διεξαγωγή της αποτελεί αντικείμενο ειδικής έκθεσης του Συνηγόρου του Πολίτη προς τον καθ’ ύλην αρμόδιο Υπουργό. Για την προάσπιση των δικαιωμάτων του παιδιού και για την παρακολούθηση της εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχείρισης ανεξαρτήτως φυλής, χρώματος, εθνικής ή εθνοτικής καταγωγής, γενεαλογικών καταβολών, θρη- σκευτικών ή άλλων πεποιθήσεων, αναπηρίας ή χρόνιας πάθησης, ηλικίας, οικογενειακής ή κοινωνικής κατά- στασης, σεξουαλικού προσανατολισμού, ταυτότητας ή χαρακτηριστικών φύλου, καθώς και της ίσης μεταχείρι- σης ανδρών και γυναικών, κατά την παράγραφο 1 του άρθρου 1 του παρόντος, ο Συνήγορος του Πολίτη μπορεί να ζητεί, με ειδικά αιτιολογημένο έγγραφό του, από ιδι- ώτη που κατονομάζεται στην αναφορά, έγγραφα ή άλλα στοιχεία για την υπόθεση. Τα στοιχεία αυτά παρέχονται εφόσον δεν παραβιάζεται η νομοθεσία περί προστασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Ο Συνήγορος του Πολίτη υποχρεούται να διασφαλίζει το προσωπικό και επαγγελματικό απόρρητο των ιδιωτών και να μη δημο- σιοποιεί στοιχεία που μπορεί να καταστήσουν δυνατό τον προσδιορισμό τους. Αν ιδιώτης αρνείται να παρά- σχει τα παραπάνω στοιχεία, ο Συνήγορος του Πολίτη μπορεί να ζητήσει τη συνδρομή δημόσιας υπηρεσίας ή επαγγελματικού συλλόγου κατά περίπτωση, καθώς και της εισαγγελικής αρχής. Καταγγελίες ή πληροφορίες που περιέρχονται σε δη- μόσια αρχή σχετικά με την εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχείρισης στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος νόμου διαβιβάζονται από αυτήν στο Συνήγορο του Πολίτη. Δημόσιες υπηρεσίες με αρμοδιότητα επιθεώρησης, ελέγχου ή επιβολής κυρώσεων επί ιδιωτών, όπως οι κατά τόπο Επιθεωρήσεις Εργασίας του Σώματος Επιθε- ώρησης Εργασίας επί εργοδοτών, ή Ν.Π.Δ.Δ., καθώς και επαγγελματικοί, επιστημονικοί σύλλογοι ή επιμελητήρια στο πλαίσιο άσκησης της πειθαρχικής ή και κυρωτικής αρμοδιότητας επί μελών τους, εφόσον παραλαμβάνουν καταγγελίες σχετικά με την εφαρμογή του παρόντος νό- μου, προβαίνουν στην κατά νόμο διερεύνησή τους και ενημερώνουν αμελλητί τον Συνήγορο του Πολίτη τόσο κατά την παραλαβή κάθε καταγγελίας όσο και μετά την ολοκλήρωση των διερευνητικών και τυχόν κυρωτικών τους ενεργειών. Οι ως άνω φορείς οφείλουν να επιλαμβάνονται σχε- τικών καταγγελιών και μετά από παραγγελία του Συ- νηγόρου του Πολίτη, στον οποίο υποβάλλουν τα απο- τελέσματα των ενεργειών τους, επιφυλασσόμενης, σε κάθε περίπτωση, της αρμοδιότητας του Συνηγόρου του Πολίτη προς ιδίαν έρευνα και διαμόρφωση του τελικού πορίσματος επί της καταγγελίας. Το διατακτικό του πορίσματος αυτού υποχρεούνται να υλοποιήσουν οι ως άνω φορείς στο πλαίσιο των πει- θαρχικών ή κυρωτικών τους αρμοδιοτήτων. Απόκλιση από το διατακτικό του πορίσματος επιτρέπεται μόνο με παράθεση πλήρους και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. 6. Μετά το πέρας της έρευνας ο Συνήγορος του Πολί- τη, εφόσον το απαιτεί η φύση της υπόθεσης, μπορεί να συντάσσει πόρισμα το οποίο γνωστοποιεί στον καθ’ ύλην αρμόδιο Υπουργό και τις αρμόδιες υπηρεσίες, διαμεσο- λαβεί δε με κάθε πρόσφορο τρόπο για την επίλυση του προβλήματος του πολίτη. Ο Συνήγορος του Πολίτη στις προτάσεις του προς τις υπηρεσίες μπορεί να θέτει προθεσμία, μέσα στην οποία οφείλουν να τον ενημερώσουν για τις ενέργειες τους σχετικά με την εφαρμογή των προτάσεών του ή για τους λόγους που δεν επιτρέπουν την αποδοχή τους. Ο Συνήγορος του Πολίτη μπορεί να δημοσιοποιήσει τη μη αποδοχή των προτάσεών του, εφόσον κρίνει ότι δεν αιτιολογείται επαρκώς. 7. Ο Συνήγορος του Πολίτη, όταν η αναφορά στρέφε- ται κατά ιδιώτη, προβαίνει σε όλες τις ενδεικνυόμενες ενέργειες, προκειμένου να εξαλειφθούν τα προβλήμα- τα που έχουν τεθεί υπόψη του και προτείνει κάθε ανα- γκαίο μέτρο για την προάσπιση των δικαιωμάτων του ενδιαφερόμενου παιδιού. Ειδικότερα, όταν οι συνθήκες λειτουργίας ενός νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου προσβάλλουν τα δικαιώματα του παιδιού, μπορεί να προτείνει τα αναγκαία οργανωτικά και λειτουργικά μέ- τρα. Το νομικό πρόσωπο υποχρεούται να ενημερώσει τον Συνήγορο του Πολίτη για τα μέτρα που έχει λάβει ή προτίθεται να λάβει, εντός της προθεσμίας που του έχει ταχθεί. Ο Συνήγορος του Πολίτη μπορεί να δημοσιοποι- ήσει τη μη αποδοχή των προτάσεων του, εφόσον κρίνει ότι δεν αιτιολογείται επαρκώς. 8. Ο Συνήγορος του Πολίτη ενημερώνει σε κάθε περί- πτωση τον ενδιαφερόμενο για την τύχη της υποθέσεώς του. 9. Το προσωπικό της Αρχής υπέχει καθήκον εχεμύθειας για έγγραφα και στοιχεία των οποίων λαμβάνει γνώση στο πλαίσιο της έρευνας και είναι απόρρητα σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις ή εξαιρούνται από το δικαίωμα πρόσβασης στα διοικητικά έγγραφα, κατά τον Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας και κάθε άλλη συναφή διάταξη. 10. Λειτουργός ή υπάλληλος ο οποίος αρνείται να συνεργασθεί με τον Συνήγορο του Πολίτη με σκοπό να παρακωλύσει ή να αποτρέψει τη διεξαγωγή έρευνας, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο (2) ετών. Η ποινική δίωξη ασκείται μόνο εφόσον υποβληθεί σχετική έκθεση από την Ανεξάρτητη Αρχή προς τον αρμόδιο Εισαγγελέα. 11. Άρνηση λειτουργού ή υπαλλήλου ή μέλους διοίκη- σης να συνεργασθεί με τον Συνήγορο του Πολίτη, κατά τη διεξαγωγή της έρευνας, συνιστά πειθαρχικό παρά- πτωμα παράβασης καθήκοντος, για δε τα μέλη διοίκησης λόγο αντικατάστασής τους. Αν κατά την έρευνα διαπιστωθεί παράνομη συμπερι- φορά λειτουργού, υπαλλήλου ή μέλους διοίκησης, ο Συ- νήγορος του Πολίτη διαβιβάζει την έκθεση στο αρμόδιο όργανο και μπορεί να προκαλέσει την πειθαρχική δίωξη του υπαιτίου ή να προτείνει τη λήψη άλλων μέτρων, αν ο υπαίτιος δεν υπόκειται σε πειθαρχικό έλεγχο. Ο Συνήγο- ρος του Πολίτη μπορεί να τάσσει εύλογη προθεσμία εν όψει των περιστάσεων, μετά την άπρακτη παρέλευση της οποίας παραγγέλλει ο ίδιος τον έλεγχο. Ο Συνήγορος του Πολίτη μπορεί επίσης σε σοβαρές περιπτώσεις να προ- καλέσει με έγγραφό του προς το αρμόδιο όργανο την πειθαρχική δίωξη του υπαίτιου λειτουργού ή υπαλλήλου για την ανωτέρω παράλειψη άσκησης του ενδεικνυόμε- νου ελέγχου. Αν προκύπτει από εκθέσεις του Συνηγόρου του Πολίτη ότι λειτουργός ή υπάλληλος δημόσιας υπη- ρεσίας παρακωλύει, για δεύτερη φορά εντός τριετίας, το έργο της έρευνας ή αρνείται χωρίς σοβαρό λόγο να συμπράξει στην επίλυση του προβλήματος μπορεί να του επιβληθεί η ποινή οριστικής παύσης. 12. Αν προκύψουν αποχρώσες ενδείξεις για τέλεση αξιόποινης πράξης από λειτουργό, υπάλληλο ή μέλος διοίκησης, ο Συνήγορος του Πολίτη διαβιβάζει την έκ- θεση και στον αρμόδιο εισαγγελέα. Για την υπεράσπιση των δικαιωμάτων του παιδιού, αν κριθεί ότι παρίσταται ανάγκη παρέμβασης της αρμόδιας δικαστικής αρχής ή άλλης δημόσιας υπηρεσίας ή φορέα, ο Συνήγορος του Πολίτη διαβιβάζει σε αυτούς σχετική έκθεση».

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΣΤ΄ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 21(άρθρα 6 της Οδηγίας 2000/43/ΕΚ, 8 της Οδηγίας

2000/78/ΕΚ και 7 της Οδηγίας 2014/54/ΕΕ ) Οι διατάξεις του Μέρους Α΄ του παρόντος νόμου δε θίγουν ευνοϊκότερες διατάξεις σχετικά με την προώθηση και την τήρηση της αρχής της ίσης μεταχείρισης και δεν αποτελούν λόγο μείωσης του υφιστάμενου επιπέδου παρεχόμενης προστασίας.

Άρθρο 22ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Ο N. 3304/2005 (Α΄ 16) καταργείται.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Οι διατάξεις του Μέρους Α΄ εφαρμόζονται σε εκ- κρεμείς υποθέσεις που αφορούν παραβάσεις του N. 3304/2005.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Οι αρμοδιότητες της Υπηρεσίας Ίσης Μεταχείρισης του άρθρου 23 του N. 3304/2005, οι οποίες μεταξύ άλλων ασκούνται από το Τμήμα Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων καταργούνται.

Άρθρο 23(άρθρα 14 της Οδηγίας 2000/43/ ΕΚ και 16 της Οδηγίας 2000/78/ΕΚ)

Από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου απαγο- ρεύονται, καταργούνται και καθίστανται άκυροι όροι και διατάξεις που περιλαμβάνονται σε ατομική ή συλλογική σύμβαση, γενικούς όρους συναλλαγών, εσωτερικούς κα- νονισμούς επιχειρήσεων, καταστατικά κερδοσκοπικών ή μη οργανώσεων, ανεξάρτητων επαγγελματικών οργα- νώσεων και συνδικαλιστικών οργανώσεων των εργαζο- μένων και των εργοδοτών και είναι αντίθετοι προς την, κατά το Μέρος Α’ του παρόντος νόμου αρχή της ίσης μεταχείρισης.

Άρθρο 24

Με Προεδρικό διάταγμα, το οποίο εκδίδεται μετά από πρόταση των Υπουργών Οικονομικών, Οικονομίας και Ανάπτυξης, Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινω- νικής Αλληλεγγύης, Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμά- των, Υγείας, Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και κάθε άλλου καθ’ ύλην αρμόδιου Υπουρ- γού, μπορεί να επεκταθεί η προστασία που παρέχεται για διακρίσεις λόγω θρησκευτικών ή άλλων πεποιθήσεων, αναπηρίας ή χρόνιας πάθησης, ηλικίας, οικογενειακής ή κοινωνικής κατάστασης, σεξουαλικού προσανατολισμού, ταυτότητας ή χαρακτηριστικών φύλου και πέραν των τομέων εργασίας και απασχόλησης στους τομείς της κοι- νωνικής προστασίας, συμπεριλαμβανομένης της κοινω- νικής ασφάλισης και της υγειονομικής περίθαλψης, των κοινωνικών παροχών και φορολογικών διευκολύνσεων, της εκπαίδευσης και της πρόσβασης στη διάθεση και παροχή αγαθών και υπηρεσιών που διατίθενται συναλ- λακτικά στο κοινό, συμπεριλαμβανομένης και της στέγης.

ΜΕΡΟΣ Β΄
ΤΜΗΜΑ Α΄ΠΕΡΙ ΠΟΙΝΙΚΩΝ ΚΥΡΩΣΕΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΧΡΗΣΗ ΑΓΟΡΑΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ A΄
Άρθρο 25Σκοπός

Σκοπός των διατάξεων του Τμήματος Α΄ του Μέρους Β΄ είναι η ενσωμάτωση στην ελληνική νομοθεσία της Οδηγίας 2014/57/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου περί ποινικών κυρώσεων για την κα- τάχρηση αγοράς (EE L 173/12.6.2014 σελ. 179). Για τις ανάγκες εφαρμογής του Τμήματος αυτού λαμβάνονται υπόψη οι διατάξεις του Κανονισμού (EE) 596/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την κατάχρηση της αγοράς (κανονισμός για την κατάχρηση της αγοράς) και την κατάργηση της Οδηγίας 2003/6/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και των Οδηγιών της Επιτροπής 2003/124/ΕΚ, 2003/125/ ΕΚ και 2004/72/ΕΚ (ΕΕ L 173/12.6.2014, σελ. 1) ως και τα μέτρα εφαρμογής του.

Άρθρο 26Πεδίο εφαρμογής (άρθρο 1 της Οδηγίας 2014/57/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Οι διατάξεις του Μέρους Β΄ εφαρμόζονται: α) σε χρηματοπιστωτικά μέσα που είναι εισηγμένα προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά ή για τα οποία έχει υποβληθεί σχετική αίτηση εισαγωγής, β) σε χρηματοπιστωτικά μέσα που τυγχάνουν διαπραγ- μάτευσης ή είναι εισηγμένα ή έχει υποβληθεί αίτηση ει- σαγωγής προς διαπραγμάτευση σε πολυμερή μηχανισμό διαπραγμάτευσης (ΠΜΔ), γ) σε χρηματοπιστωτικά μέσα που τυγχάνουν διαπραγ- μάτευσης σε μηχανισμό οργανωμένης διαπραγμάτευσης (ΜΟΔ), δ) σε χρηματοπιστωτικά μέσα που δεν καλύπτονται από τα στοιχεία α΄, β΄ ή γ΄ και των οποίων η τιμή ή η αξία εξαρτάται από ή έχει επίπτωση στην τιμή ή την αξία ενός χρηματοπιστωτικού μέσου που αναφέρεται στα ως άνω στοιχεία, όπως των συμφωνιών ανταλλαγής πιστωτικής αθέτησης και των συμβάσεων επί διαφοράς.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Οι διατάξεις του Μέρους Β΄ εφαρμόζονται επίσης σε συμπεριφορές, συναλλαγές και προσφορές σχετικές με πλειστηριασμούς σε πλατφόρμα πλειστηριασμών, αδειοδοτημένη ως ρυθμιζόμενη αγορά δικαιωμάτων εκπομπής ή άλλων πλειστηριαζόμενων προϊόντων βα- σιζόμενων επί των δικαιωμάτων αυτών, περιλαμβανομέ- νης και της περίπτωσης των πλειστηριαζόμενων προϊό- ντων που δεν είναι χρηματοπιστωτικά μέσα, σύμφωνα με τον Κανονισμό (ΕΕ) 1031/2010 της Επιτροπής. Με την επιφύλαξη των τυχόν ειδικών διατάξεων που ανα- φέρονται σε προσφορές υποβαλλόμενες στο πλαίσιο πλειστηριασμού, κάθε διάταξη του παρόντος νόμου η οποία αναφέρεται σε εντολές προς διενέργεια συναλλα- γής εφαρμόζεται και σε αυτές τις προσφορές.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Οι διατάξεις του Μέρους Β΄ δεν εφαρμόζονται: α) στις πράξεις επί ιδίων μετοχών στο πλαίσιο προ- γραμμάτων επαναγοράς, εφόσον οι πράξεις αυτές διε- νεργούνται σύμφωνα με τις παραγράφους 1, 2 και 3 του άρθρου 5 του Κανονισμού (ΕΕ) 596/2014, β) στις πράξεις επί κινητών αξιών ή συνδεόμενων μέ- σων για τη σταθεροποίηση των κινητών αξιών, όπως αναφέρονται στα στοιχεία α΄ και β΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 3 του Κανονισμού (ΕΕ) 596/2014 και περι- λαμβάνουν τα αναφερόμενα υπό (α) και (β) παρακάτω, εφόσον οι πράξεις αυτές διενεργούνται σύμφωνα με τις παραγράφους 4 και 5 του άρθρου 5 του ανωτέρω Κανονισμού. (α) Οι κινητές αξίες κατά την παραπάνω έννοια περι- λαμβάνουν μετοχές και άλλους τίτλους που ισοδυναμούν με μετοχές, ομολογίες και άλλες μορφές τιτλοποιημένου χρέους ή τιτλοποιημένο χρέος μετατρέψιμο ή ανταλλά- ξιμο σε μετοχές ή σε άλλους τίτλους που ισοδυναμούν με μετοχές. (β) Τα συνδεόμενα μέσα κατά την παραπάνω έννοια περιλαμβάνουν τα ακόλουθα χρηματοπιστωτικά μέσα, συμπεριλαμβανομένων εκείνων τα οποία δεν έχουν ει- σαχθεί προς διαπραγμάτευση ή δεν διαπραγματεύονται σε τόπο διαπραγμάτευσης ή για τα οποία δεν έχει υπο- βληθεί αίτηση εισαγωγής σε τόπο διαπραγμάτευσης: αα) συμβάσεις ή δικαιώματα προεγγραφής, απόκτη- σης ή πώλησης κινητών αξιών, ββ) χρηματοπιστωτικά παράγωγα επί κινητών αξιών, γγ) εάν οι κινητές αξίες είναι μετατρέψιμοι ή ανταλ- λάξιμοι χρεωστικοί τίτλοι, οι κινητές αξίες στις οποίες μπορούν να μετατραπούν ή με τις οποίες μπορούν να ανταλλαγούν αυτοί οι μετατρέψιμοι ή ανταλλάξιμοι χρε- ωστικοί τίτλοι, δδ) μέσα τα οποία εκδίδονται ή έχουν εγγύηση από τον εκδότη ή τον εγγυητή των κινητών αξιών και των οποίων η αγοραία τιμή είναι πιθανό να επηρεάσει σημαντικά την τιμή των κινητών αξιών, ή αντιστρόφως, εε) εάν οι κινητές αξίες είναι τίτλοι που ισοδυναμούν με μετοχές, οι μετοχές που αντιπροσωπεύονται από αυτούς τους τίτλους και οποιοιδήποτε άλλοι τίτλοι που ισοδυ- ναμούν με αυτές τις μετοχές, γ) στις συναλλαγές, εντολές ή συμπεριφορές που δι- ενεργούνται κατά την άσκηση της νομισματικής πολι- τικής, της συναλλαγματικής πολιτικής ή της πολιτικής διαχείρισης δημόσιου χρέους κατά την παράγραφο 1 του άρθρου 6 του Κανονισμού (ΕΕ) 596/2014, στις συναλλα- γές, εντολές ή συμπεριφορές που διεξάγονται κατά την παράγραφο 2 του άρθρου 6, στις δραστηριότητες στο πλαίσιο άσκησης της κλιματικής πολιτικής της Ένωσης κατά την παράγραφο 3 του άρθρου 6 και στις δραστηρι- ότητες στο πλαίσιο της κοινής γεωργικής πολιτικής της Ένωσης ή της κοινής αλιευτικής πολιτικής της Ένωσης κατά την παράγραφο 4 του άρθρου 6 του ανωτέρω Κα- νονισμού.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Οι διατάξεις περί χειραγώγησης αγοράς ως ορίζο- νται στο άρθρο 5 της Οδηγίας 2014/57/ΕΕ και τον παρό- ντα νόμο εφαρμόζονται επίσης: α) σε συμβόλαια άμεσης παράδοσης επί εμπορευμά- των που δεν είναι ενεργειακά προϊόντα χονδρικής, όπου η συναλλαγή, εντολή ή άλλη συμπεριφορά έχει επίπτωση στην τιμή ή την αξία ενός χρηματοπιστωτικού μέσου που αναφέρεται στις παραγράφους 1 και 2, β) σε είδη χρηματοπιστωτικών μέσων, περιλαμβανο- μένων των συμβάσεων παραγώγων ή παράγωγων μέ- σων για τη μετακύλιση πιστωτικού κινδύνου (derivative instruments for the transfer of credit risk), όπου η συ- ναλλαγή, εντολή, προσφορά ή άλλη συμπεριφορά έχει επίπτωση στην τιμή ή την αξία συμβολαίου άμεσης πα- ράδοσης επί εμπορευμάτων του οποίου η τιμή ή η αξία εξαρτάται από την τιμή ή την αξία των ως άνω χρημα- τοπιστωτικών μέσων, γ) σε συμπεριφορά που σχετίζεται με δείκτες αναφο- ράς (κριτήρια αξιολόγησης-benchmarks).

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Ο παρών νόμος εφαρμόζεται σε κάθε συναλλαγή, εντολή ή συμπεριφορά που αφορά κάθε χρηματοπιστω- τικό μέσο, όπως ορίζεται στις παραγράφους 1, 2 και 4, ανεξάρτητα από το αν αυτή η συναλλαγή, εντολή ή συ- μπεριφορά λαμβάνει χώρα σε τόπο διαπραγμάτευσης.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Όπου στο παρόν Μέρος αναφέρεται ορισμένη ενω- σιακή πράξη, η σχετική αναφορά νοείται ότι περιλαμβά- νει και τους αντίστοιχους κανόνες που εκδίδονται για την εφαρμογή της.

Άρθρο 27Ορισμοί Για τους σκοπούς του νόμου αυτού και μη θιγομένων των διατάξεων του Κανονισμού (ΕΕ) 596/2014 νοούνται ως:ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

«Χρηματοπιστωτικά μέσα»: τα χρηματοπιστωτικά μέσα κατά την έννοια του άρθρου 5 του Ν. 3606/2007, του Τμήματος Γ΄ του Παραρτήματος Ι της Οδηγίας 2004/39/ΕΚ και του στοιχείου 15 της παρ. 1 του άρθρου 4 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ που αναφέρονται σε: αα) Κινητές αξίες. ββ) Μέσα χρηματαγοράς. γγ) Μερίδια οργανισμών συλλογικών επενδύσεων. δδ) Συμβόλαια δικαιωμάτων προαίρεσης, συμβό- λαια μελλοντικής εκπλήρωσης, συμβάσεις ανταλλαγής (swaps), προθεσμιακές συμβάσεις επιτοκίων (forward- rate agreements) και άλλες συμβάσεις παραγώγων σχε- τιζόμενες με κινητές αξίες, νομίσματα, επιτόκια ή απο- δόσεις, δικαιώματα εκπομπής ή άλλα μέσα παραγώγων, χρηματοπιστωτικούς δείκτες ή άλλα χρηματοπιστωτικά μεγέθη δεκτικά εκκαθαρίσεως με φυσική παράδοση ή με ρευστά διαθέσιμα. εε) Συμβόλαια δικαιωμάτων προαίρεσης, συμβό- λαια μελλοντικής εκπλήρωσης, συμβάσεις ανταλλαγής (swaps), προθεσμιακές συμβάσεις (forwards) και κάθε άλλη σύμβαση παράγωγου μέσου σχετιζόμενη με εμπο- ρεύματα κατά την έννοια του στοιχείου 14 της παρ. 1 του άρθρου 3 του Κανονισμού (ΕΕ) 596/2014, που πρέ- πει να εκκαθαρισθούν με ρευστά διαθέσιμα ή μπορούν να εκκαθαρισθούν με ρευστά διαθέσιμα κατ’ επιλογή ενός συμβαλλόμενου μέρους, αλλά όχι λόγω αδυναμί- ας πληρωμής ή άλλου γεγονότος που επιφέρει τη λύση της σύμβασης. Τα εμπορεύματα περιλαμβάνουν κατά την παραπάνω έννοια αγαθά ανταλλάξιμα μεταξύ τους και δυνάμενα να παραδοθούν, περιλαμβανομένων των μετάλλων και των κραμάτων τους, των γεωργικών προ- ϊόντων και της ενέργειας. στστ) Συμβόλαια δικαιωμάτων προαίρεσης, συμβό- λαια μελλοντικής εκπλήρωσης, συμβάσεις ανταλλαγής (swaps), και κάθε άλλη σύμβαση παράγωγου μέσου σχετιζόμενη με εμπορεύματα, που μπορούν να εκκα- θαριστούν με φυσική παράδοση, εφόσον αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε ρυθμιζόμενη αγορά, πολυμερή μηχανισμό διαπραγμάτευσης (ΠΜΔ) ή μηχανι- σμό οργανωμένης διαπραγμάτευσης (ΜΟΔ), με εξαίρεση τα ενεργειακά προϊόντα χονδρικής τα οποία αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε ΜΟΔ και πρέπει να εκκαθαρίζονται με φυσική παράδοση. ζζ) Συμβόλαια δικαιωμάτων προαίρεσης, συμβό- λαια μελλοντικής εκπλήρωσης, συμβάσεις ανταλλαγής (swaps), προθεσμιακές συμβάσεις (forwards) και κάθε άλλη σύμβαση παράγωγου μέσου σχετιζόμενη με εμπο- ρεύματα, που μπορούν να εκκαθαριστούν με φυσική παράδοση, εφόσον δεν αναφέρονται άλλως στο ως άνω σημείο εε΄ και δεν προορίζονται για εμπορικούς σκοπούς και που έχουν τα χαρακτηριστικά άλλων παράγωγων χρηματοπιστωτικών μέσων. ηη) Παράγωγα μέσα για τη μετακύλιση του πιστωτικού κινδύνου. θθ) Χρηματοοικονομικές συμβάσεις επί διαφορών (contracts for differences). ιι) Συμβόλαια δικαιωμάτων προαίρεσης, συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης, συμβάσεις ανταλλαγής (swaps), προθεσμιακές συμβάσεις επιτοκίου και κάθε άλλη σύμβαση παράγωγου μέσου σχετιζόμενη με κλι- ματικές μεταβλητές, ναύλους ή ποσοστά πληθωρισμού ή άλλες επίσημες οικονομικές στατιστικές, που πρέπει να εκκαθαρισθούν με ρευστά διαθέσιμα ή μπορούν να εκκαθαρισθούν με ρευστά διαθέσιμα κατ’ επιλογή ενός συμβαλλόμενου μέρους όχι λόγω αδυναμίας πληρωμής ή άλλου γεγονότος που επιφέρει τη λύση της σύμβασης, καθώς και κάθε άλλη σύμβαση παράγωγου μέσου σχετι- ζόμενη με περιουσιακά στοιχεία, δικαιώματα, υποχρεώ- σεις, δείκτες και μέτρα, εφόσον δεν προβλέπεται διαφο- ρετικά στο παρόν τμήμα, που έχουν τα χαρακτηριστικά άλλων παράγωγων χρηματοπιστωτικών μέσων, όσον αφορά, μεταξύ άλλων, το κατά πόσον είναι αντικείμενα διαπραγμάτευσης σε ρυθμιζόμενη αγορά, ΜΟΔ ή ΠΜΔ. ιαια) Δικαιώματα εκπομπής του στοιχείου 12 του πα- ρόντος άρθρου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

«Επιχείρηση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών ή ΕΠΕΥ»: Η ανώνυμη εταιρεία παροχής επενδυτικών υπηρεσιών (ΑΕΠΕΥ) που λειτουργεί μετά από άδεια της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και υπό την εποπτεία της σύμφωνα με το Ν. 3606/2007 ως και κάθε άλλο φυσικό ή νομικό πρόσωπο σύμφωνα με την Οδηγία 2014/65/ ΕΚ του οποίου η συνήθης επιχειρηματική δραστηριό- τητα είναι η παροχή μιας ή περισσότερων επενδυτικών υπηρεσιών σε τρίτους ή η άσκηση μιας ή περισσότερων επενδυτικών δραστηριοτήτων σε επαγγελματική βάση.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

«Πιστωτικό ίδρυμα»: Η ανώνυμη εταιρεία που λει- τουργεί ως πιστωτικό ίδρυμα κατά την έννοια της περί- πτωσης 1 της παρ. 1 του άρθρου 3 του Ν. 4261/2014 ή κάθε άλλη επιχείρηση κατά την έννοια του στοιχείου 1 της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) 575/2013, η δραστηριότητα της οποίας συνίσταται στην αποδοχή από το κοινό καταθέσεων ή άλλων επιστρεπτέων κεφα- λαίων και στη χορήγηση πιστώσεων για ίδιο λογαριασμό.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

«Χρηματοδοτικό ίδρυμα»: Το χρηματοδοτικό ίδρυμα κατά την έννοια της περίπτωσης 22 της παρ. 1 του άρ- θρου 3 του Ν. 4261/2014 ή του στοιχείου 26 της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) 575/2013 που λειτουργεί ως επιχείρηση πλην ιδρύματος, η κύρια δραστηριότητα της οποίας συνίσταται στην απόκτηση συμμετοχών ή στην άσκηση μίας ή περισσότερων από τις δραστηριό- τητες που παρατίθενται στα στοιχεία 2 έως 12 και στο στοιχείο 15 του Παραρτήματος I της Οδηγίας 2013/36/ ΕΕ, περιλαμβανομένων των χρηματοδοτικών εταιρειών συμμετοχών, των μικτών χρηματοοικονομικών εταιρειών συμμετοχών, των ιδρυμάτων πληρωμών κατά την έννοια της Οδηγίας 2007/64/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τις υπηρεσίες πληρωμών στην εσωτερική αγορά και των εταιρειών διαχείρισης, αλλά αποκλειομένων των ασφαλιστικών εταιρειών χαρτοφυ- λακίου και των ασφαλιστικών εταιρειών χαρτοφυλακίου μεικτής δραστηριότητας όπως ορίζονται στο στοιχείο ζ΄ της παρ. 1 του άρθρου 212 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

«Συμβόλαιο άμεσης παράδοσης επί εμπορευμάτων»: Το συμβόλαιο άμεσης παράδοσης εμπορευμάτων κατά την έννοια του στοιχείου 15 της παρ. 1 του άρθρου 3 του Κανονισμού (ΕΕ) 596/2014 που περιλαμβάνει κάθε σύμβαση, προμήθειας εμπορεύματος το οποίο τυγχάνει διαπραγμάτευσης σε αγορά άμεσης παράδοσης κατά την έννοια του στοιχείου 16 της παρ. 1 του άρθρου 3 του ιδίου Κανονισμού και παραδίδεται αμέσως μετά το διακα- νονισμό της συναλλαγής, καθώς και οποιαδήποτε άλλη σύμβαση για την προμήθεια εμπορεύματος η οποία δεν είναι χρηματοπιστωτικό μέσο ούτε και προθεσμιακή σύμ- βαση που τυγχάνει εκκαθάρισης με φυσική παράδοση. Η αγορά άμεσης παράδοσης περιλαμβάνει κατά την πα- ραπάνω έννοια μια αγορά χρηματιστηριακών εμπορευ- μάτων στην οποία τα εμπορεύματα πωλούνται τοις με- τρητοίς και παραδίδονται αμέσως μετά το διακανονισμό της συναλλαγής, καθώς και άλλες μη χρηματοπιστωτικές αγορές, όπως οι προθεσμιακές αγορές εμπορευμάτων.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

«Πρόγραμμα επαναγοράς»: οι συναλλαγές σε ίδιες μετοχές κατά τα άρθρα 21 έως 27 της Οδηγίας 2012/30/ ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου «περί συντονισμού των εγγυήσεων που απαιτούνται στα κράτη - μέλη εκ μέρους των εταιριών, κατά την έννοια του άρθρου 54 δεύτερο εδάφιο της Συνθήκης για τη λει- τουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, για την προστασία των συμφερόντων των εταίρων και των τρίτων, με σκοπό να καταστούν οι εγγυήσεις αυτές ισοδύναμες όσον αφορά τη σύσταση ανωνύμων εταιριών και τη διατήρηση και τις μεταβολές του κεφαλαίου τους».

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 7

«Αρχεία διακίνησης δεδομένων»: Τα αρχεία δεδομέ- νων κίνησης κατά την έννοια του στοιχείου 27 της παρ. 1 του άρθρου 3 του Κανονισμού (ΕΕ) 596/2014.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 8

«Προνομιακές πληροφορίες (Inside Information)»: Οι προνομιακές πληροφορίες κατά την έννοια του άρθρου 7 του Κανονισμού (ΕΕ) 596/2014 που περιλαμβάνουν: α) Κάθε πληροφορία η οποία είναι συγκεκριμένη (information of precise nature), δεν έχει δημοσιοποιη- θεί και αφορά, άμεσα ή έμμεσα, έναν ή περισσότερους εκδότες ή ένα ή περισσότερα χρηματοπιστωτικά μέσα, και η οποία, εάν δημοσιοποιούνταν, θα μπορούσε να επιδράσει σημαντικά στην τιμή των χρηματοπιστωτικών μέσων που αφορά ή στην τιμή των συνδεόμενων με αυτά παράγωγων χρηματοπιστωτικών μέσων, β) όσον αφορά τα παράγωγα μέσα επί εμπορευμά- των, πληροφορία η οποία είναι συγκεκριμένη, δεν έχει δημοσιοποιηθεί και αφορά, άμεσα ή έμμεσα, ένα ή πε- ρισσότερα παράγωγα μέσα επί εμπορευμάτων ή αφο- ρά άμεσα το σχετικό συμβόλαιο άμεσης παράδοσης επί εμπορευμάτων, και η οποία, εάν δημοσιοποιούνταν, θα μπορούσε να επιδράσει σημαντικά στην τιμή των εν λόγω παράγωγων μέσων ή των συνδεόμενων με αυτά συμβολαίων άμεσης παράδοσης επί εμπορευμάτων, και εφόσον πρόκειται για πληροφορία που αναμένεται ευλό- γως να δημοσιοποιηθεί ή απαιτείται να δημοσιοποιηθεί σύμφωνα με τις διατάξεις του εθνικού δικαίου ή τις νο- μοθετικές ή ρυθμιστικές διατάξεις σε επίπεδο Ένωσης, με βάση τους κανόνες της αγοράς, με τις συμβάσεις, τις πρακτικές ή τα συναλλακτικά ήθη, που αφορούν τις σχε- τικές αγορές παραγώγων επί εμπορευμάτων ή αγορές άμεσης παράδοσης, γ) όσον αφορά τα δικαιώματα εκπομπής ή τα εκ- πλειστηριαζόμενα προϊόντα που βασίζονται σε αυτά, πληροφορία η οποία είναι συγκεκριμένη, η οποία δεν έχει δημοσιοποιηθεί και αφορά, άμεσα ή έμμεσα, ένα ή περισσότερα από τα ανωτέρω μέσα, και η οποία εάν δη- μοσιοποιούνταν, θα μπορούσε να επιδράσει σημαντικά στην τιμή των εν λόγω μέσων ή στην τιμή των συνδεό- μενων με αυτά παράγωγων χρηματοπιστωτικών μέσων, δ) για πρόσωπα που διαμεσολαβούν κατ’ επάγγελμα στην εκτέλεση εντολών σε χρηματοπιστωτικά μέσα, πλη- ροφορία η οποία διαβιβάζεται από πελάτη και σχετίζεται με εκκρεμείς εντολές του πελάτη σε χρηματοπιστωτικά μέσα, έχει συγκεκριμένο χαρακτήρα, αφορά, άμεσα ή έμμεσα, έναν ή περισσότερους εκδότες ή ένα ή περισσό- τερα χρηματοπιστωτικά μέσα, και η οποία, εάν δημοσιο- ποιούνταν, θα μπορούσε να επιδράσει σημαντικά στην τιμή των εν λόγω χρηματοπιστωτικών μέσων, στην τιμή των συνδεόμενων με αυτά συμβολαίων άμεσης παράδο- σης επί εμπορευμάτων ή στην τιμή των συνδεόμενων με αυτά παράγωγων χρηματοπιστωτικών μέσων. Μια πληροφορία θεωρείται συγκεκριμένη εάν αφορά σε κατάσταση που υφίσταται ή που ευλόγως αναμένεται να υπάρξει ή ένα γεγονός που έχει συμβεί ή ευλόγως αναμένεται να υπάρξει και είναι επαρκώς συγκεκριμένη (specific enough) ώστε να επιτρέπει την εξαγωγή συ- μπεράσματος σχετικά με την πιθανή επίδραση αυτής της κατάστασης ή αυτού του γεγονότος στις τιμές των χρηματοπιστωτικών μέσων ή των συνδεόμενων με αυτά παραγώγων χρηματοπιστωτικών μέσων, στα σχετικά συμβόλαια άμεσης παράδοσης επί εμπορευμάτων, ή στα εκπλειστηριαζόμενα προϊόντα που βασίζονται σε δικαι- ώματα εκπομπής. Εν προκειμένω, στην περίπτωση μιας παρατεταμένης διαδικασίας που αποσκοπεί σε ή έχει ως αποτέλεσμα συγκεκριμένη κατάσταση ή συγκεκριμένο γεγονός, μπορεί να θεωρηθεί ότι συνιστά συγκεκριμένη πληροφορία η εν λόγω μελλοντική κατάσταση ή το εν λόγω μελλοντικό γεγονός, καθώς επίσης και τα επιμέ- ρους στάδια της διαδικασίας αυτής, τα οποία συνδέονται με την πρόκληση ή την πραγματοποίηση της εν λόγω μελλοντικής κατάστασης ή μελλοντικού γεγονότος. Ένα επιμέρους στάδιο μιας παρατεταμένης διαδικασίας θα θεωρείται ότι συνιστά προνομιακή πληροφορία αν πλη- ροί αφ’ εαυτού τα κριτήρια προνομιακής πληροφορίας που αναφέρονται παραπάνω. Ως πληροφορία η οποία, εάν δημοσιοποιούνταν, θα μπορούσε να επιδράσει σημαντικά στην τιμή χρημα- τοπιστωτικών μέσων, παραγώγων χρηματοπιστωτικών μέσων, συνδεόμενων με αυτά συμβολαίων άμεσης πα- ράδοσης επί εμπορευμάτων ή εκπλειστηριαζόμενων προϊόντων που βασίζονται σε δικαιώματα εκπομπής νοείται η πληροφορία που ένας συνετός επενδυτής θα αξιολογούσε, μεταξύ άλλων, κατά τη λήψη των επενδυ- τικών αποφάσεών του. Στην περίπτωση των οντοτήτων που συμμετέχουν στην αγορά δικαιωμάτων εκπομπής με συνολικές εκ- πομπές ή αναλογική θερμική ισχύ στο καθορισμένο όριο ή κάτω από αυτό, σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 17 του Κανονισμού (ΕΕ) 596/2014, οι πληροφορίες για τις υλικές τους δραστηριότητες θε- ωρείται ότι δεν έχουν σημαντική επίδραση στις τιμές των δικαιωμάτων εκπομπής, των εκπλειστηριαζόμενων προϊόντων που βασίζονται στα δικαιώματα αυτά ή των συναφών παράγωγων χρηματοπιστωτικών μέσων.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 9

«Πρόσωπο που ασκεί διευθυντικά καθήκοντα»: Το πρόσωπο κατά την έννοια του στοιχείου 25 της παρ. 1 του άρθρου 3 του Κανονισμού (ΕΕ) 596/2014 που περι- λαμβάνει πρόσωπο εντός εκδότη, συμμετέχοντα σε αγο- ρά δικαιωμάτων εκπομπής ή άλλη οντότητα της παρ. 10 του άρθρου 19 του Κανονισμού (ΕΕ) 596/2014 που είναι: α) μέλος του διοικητικού, διευθυντικού ή εποπτικού οργάνου της οντότητας αυτής, ή β) ανώτερο στέλεχος χωρίς την ιδιότητα του μέλους των οργάνων που αναφέρονται στο στοιχείο α΄, το οποίο έχει τακτική πρόσβαση σε προνομιακές πληροφορίες που σχετίζονται, άμεσα ή έμμεσα, με την οντότητα αυτή, καθώς και την εξουσία να λαμβάνει διευθυντικές απο- φάσεις που επηρεάζουν τη μελλοντική πορεία και τις επιχειρηματικές προοπτικές της εν λόγω οντότητας. Οι οντότητες της παρ. 10 του άρθρου 19 του Κανο- νισμού (ΕΕ) 596/2014 περιλαμβάνουν πρόσωπα που ασκούν διευθυντικά καθήκοντα σε κάθε χώρο πλειστη- ριασμών, εκπλειστηριαστή και επιτηρητή πλειστηρια- σμών σε σχέση με πλειστηριασμούς διενεργούμενους σύμφωνα με τον Kανονισμό (ΕΕ) 1031/2010, καθώς και πρόσωπα που έχουν στενούς δεσμούς με τα πρόσωπα αυτά κατά την έννοια του στοιχείου 26 της παρ. 1 του άρθρου 3 του Κανονισμού (ΕΕ) 596/2014, στο βαθμό που οι συναλλαγές τους αφορούν δικαιώματα εκπομπής, παράγωγα αυτών ή εκπλειστηριαζόμενα προϊόντα που βασίζονται σε αυτά.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 10

«Σύσταση» ή «πρόταση μιας επενδυτικής στρα- τηγικής»: Η σύσταση ή πρόταση κατά την έννοια του στοιχείου 34 της παρ. 1 του άρθρου 2 του Κανονισμού (ΕΕ) 596/2014 η οποία περιλαμβάνει πληροφορίες που: i) παράγονται από ανεξάρτητο αναλυτή, ΕΠΕΥ, πι- στωτικό ίδρυμα, κάθε άλλο πρόσωπο του οποίου κύρια δραστηριότητα είναι η παραγωγή επενδυτικών συστά- σεων, κατά την έννοια του στοιχείου 35 της παρ. 1 του άρθρου 2 του Κανονισμού (ΕΕ) 596/2014, ή από φυσικό πρόσωπο που εργάζεται για λογαριασμό των παραπά- νω δυνάμει σύμβασης απασχόλησης ή άλλως, το οποίο, άμεσα ή έμμεσα, εκφράζει συγκεκριμένες επενδυτικές προτάσεις όσον αφορά ένα χρηματοπιστωτικό μέσο ή έναν εκδότη ή ii) παράγονται από πρόσωπα διαφορετικά από εκείνα που αναφέρονται στο σημείο i΄ και οι οποίες προτείνουν άμεσα μια συγκεκριμένη επενδυτική απόφαση όσον αφορά ένα χρηματοπιστωτικό μέσο. Οι επενδυτικές συστάσεις κατά την παραπάνω έννοια περιλαμβάνουν κάθε πληροφορία που συνιστά ή προ- τείνει μια επενδυτική στρατηγική, ρητά ή έμμεσα, όσον αφορά ένα ή περισσότερα χρηματοπιστωτικά μέσα ή τους εκδότες, συμπεριλαμβανομένης κάθε γνώμης όσον αφορά την παρούσα ή μελλοντική αξία ή τιμή των μέσων αυτών, οι οποίες προορίζονται για διαύλους επικοινωνίας ή για το κοινό.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 11

«Κριτήριο αξιολόγησης»: Ο δείκτης αναφοράς κατά την έννοια του σημείου 29 της παρ. 1 του άρθρου 3 του Κανονισμού (ΕΕ) 596/2014 ο οποίος περιλαμβάνει κάθε αναλογία, δείκτη ή αριθμητικό στοιχείο, προσβάσιμο από το κοινό ή δημοσιευμένο, το οποίο, κατά περιόδους ή τακτικά, υπολογίζεται με την εφαρμογή ενός τύπου στην αξία ή με βάση την αξία, ενός ή περισσοτέρων υποκείμενων περιουσιακών στοιχείων ή τιμών, συμπερι- λαμβανομένων των εκτιμώμενων τιμών, των τρεχόντων ή εκτιμώμενων επιτοκίων ή άλλων μεγεθών ή των ερευ- νών, και βάσει του οποίου προσδιορίζεται το πληρωτέο ποσό στο πλαίσιο ενός χρηματοπιστωτικού μέσου ή η αξία ενός χρηματοπιστωτικού μέσου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 12

«Δικαίωμα εκπομπής»: Το δικαίωμα εκπομπής όπως ορίζεται στο Παράρτημα Ι Τμήμα Γ΄ σημείο 11 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ, που αφορά σε δικαιώματα εκπο- μπής τα οποία περιλαμβάνουν μονάδες οποιουδήποτε τύπου που πληρούν τις απαιτήσεις της Οδηγίας 2003/87/ ΕΚ (Σύστημα Εμπορίας εκπομπών).

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 13

«Αποδεκτές πρακτικές αγοράς»: Συγκεκριμένες πρακτικές στην αγορά οι οποίες γίνονται αποδεκτές από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς σύμφωνα με τους όρους και τη διαδικασία που προβλέπονται στο άρθρο 13 του Κανονισμού (ΕΕ) 596/2014. Πρακτική αγοράς που έχει καθιερωθεί από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ως αποδεκτή πρακτική αγοράς σε συγκεκριμένη αγορά δεν θεωρείται εφαρμοστέα σε άλλες αγορές, εκτός εάν η εν λόγω πρακτική έχει γίνει αποδεκτή από τις αρμόδιες αρχές των άλλων αγορών σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 13 του Κανονισμού (ΕΕ) 596/2014.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 14

«Σταθεροποίηση»: Η πράξη σταθεροποίησης του στοιχείου δ΄ της παρ. 2 του άρθρου 3 του Κανονισμού (ΕΕ) 596/2014 που περιλαμβάνει αγορά ή προσφορά για την αγορά κινητών αξιών ή συναλλαγή σε συνδεόμενα μέσα όπως αναφέρονται στα στοιχεία α΄ και β΄ της παρα- γράφου 2 του άρθρου 3 του ιδίου Κανονισμού που είναι ισοδύναμη, την οποία διενεργούν πιστωτικά ιδρύματα ή ΕΠΕΥ στο πλαίσιο σημαντικής διάθεσης κατά την έν- νοια του στοιχείου γ΄ της παρ. 2 του άρθρου 3 του ιδίου Κανονισμού των σχετικών κινητών αξιών με αποκλειστι- κό σκοπό τη στήριξη της αγοραίας τιμής των σχετικών κινητών αξιών για προκαθορισμένη χρονική περίοδο, λόγω πίεσης που ασκείται στις τιμές αυτών των κινητών αξιών από εντολές πώλησης. Η σημαντική διάθεση κατά την παραπάνω έννοια περιλαμβάνει μια αρχική ή δευ- τερογενή προσφορά κινητών αξιών, η οποία διαφέρει από τη συνήθη διαπραγμάτευση τόσο από την άποψη της αξίας των προσφερόμενων κινητών αξιών όσο και από τη χρησιμοποιούμενη μέθοδο πώλησης.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 15

«Ρυθμιζόμενη αγορά»: Η ρυθμιζόμενη αγορά κατά την έννοια της παρ. 10 του άρθρου 2 του Ν. 3606/2007, της παρ. 1(14) του άρθρου 4 της Οδηγίας 2004/39/ΕΚ και του στοιχείου 21 της παρ. 1 του άρθρου 4 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ που περιλαμβάνει το πολυμερές σύστημα, το οποίο διευθύνει ή διαχειρίζεται διαχειριστής αγοράς και το οποίο επιτρέπει ή διευκολύνει την προσέγγιση πλειόνων συμφερόντων τρίτων για την αγορά και την πώληση χρηματοπιστωτικών μέσων- εντός του συστή- ματος και σύμφωνα με τους κανόνες του οι οποίοι δεν παρέχουν διακριτική ευχέρεια -κατά τρόπο καταλήγοντα στη σύναψη σύμβασης σχετικής με χρηματοπιστωτικά μέσα τα οποία είναι εισηγμένα προς διαπραγμάτευση βάσει των κανόνων ή και των συστημάτων του, και το οποίο έχει λάβει άδεια λειτουργίας σύμφωνα με τις δια- τάξεις του ν. 3606/2007, της Οδηγίας 2004/39/ΕΚ και της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ και λειτουργεί κανονικά με βάση τις εν λόγω διατάξεις.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 16

«Πολυμερής μηχανισμός διαπραγμάτευσης» ή ΠΜΔ: Ο πολυμερής μηχανισμός διαπραγμάτευσης ή ο ΠΜΔ κατά την έννοια της παρ. 11 του άρθρου 2 του Ν. 3606/2007, της παρ. 1(15) του άρθρου 4 της Οδηγίας 2004/39/ΕΚ και του στοιχείου 22 της παρ. 1 του άρθρου 4 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ που περιλαμβάνει το πολυμερές σύστημα, το οποίο διαχειρίζεται ΕΠΕΥ ή διαχειριστής αγοράς και το οποίο επιτρέπει την προσέγγιση πλειό- νων συμφερόντων τρίτων για την αγορά και την πώληση χρηματοπιστωτικών μέσων- εντός του συστήματος και σύμφωνα με κανόνες που δεν παρέχουν διακριτική ευχέ- ρεια- κατά τρόπο που καταλήγει στη σύναψη σύμβασης σύμφωνα με το Ν. 3606/2007, την Οδηγία 2004/39/ΕΚ και τον τίτλο II της Oδηγίας 2014/65/ΕΕ.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 17

«Μηχανισμός Οργανωμένης Διαπραγμάτευσης» ή «ΜΟΔ»: Ο οργανωμένος μηχανισμός διαπραγμάτευ- σης ή ο ΟΜΔ κατά την έννοια του ημεδαπού δικαίου και του στοιχείου 23 της παρ. 1 του άρθρου 4 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ που περιλαμβάνει το πολυμερές σύστημα, άλλο από ρυθμιζόμενη αγορά ή πολυμερή μηχανισμό διαπραγμάτευσης (ΠΜΔ), στο οποίο πλείονα συμφέρο- ντα τρίτων για αγορά και πώληση ομολόγων, δομημένων χρηματοοικονομικών προϊόντων, δικαιωμάτων εκπο- μπής και παράγωγων μέσων δύνανται να αλληλεπιδρούν στο εσωτερικό του κατά τρόπο που καταλήγει στη σύ- ναψη σύμβασης σύμφωνα με το ημεδαπό δίκαιο και τον τίτλο II της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 18

«Τόπος διαπραγμάτευσης»: Ο τόπος διαπραγμά- τευσης σύμφωνα με το ημεδαπό δίκαιο και το στοιχείο 24 της παρ. 1 του άρθρου 4 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ που περιλαμβάνει τη ρυθμιζόμενη αγορά, τον πολυμε- ρή μηχανισμό διαπραγμάτευσης (ΠΜΔ) ή το μηχανισμό οργανωμένης διαπραγμάτευσης (ΜΟΔ).

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 19

«Ενεργειακό προϊόν χονδρικής πώλησης»: Ενεργει- ακό προϊόν χονδρικής πώλησης σύμφωνα με το στοιχείο 4 του άρθρου 2 του Κανονισμού (ΕΕ) 1227/2011, που περιλαμβάνει τα ακόλουθα συμβόλαια και χρηματοοι- κονομικά παράγωγα, ανεξαρτήτως του τόπου και του τρόπου πραγματοποίησης της διαπραγμάτευσης για την ακεραιότητα και τη διαφάνεια στη χονδρική αγορά ενέργειας: α) Συμβόλαια προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας ή φυσικού αερίου όταν η παράδοση διενεργείται εντός της Ένωσης. β) Χρηματοοικονομικά παράγωγα που αφορούν ηλε- κτρική ενέργεια ή φυσικό αέριο που παράγεται, αποτελεί αντικείμενο διαπραγμάτευσης ή παραδίδεται εντός της Ένωσης. γ) Συμβόλαια που αφορούν τη μεταφορά ηλεκτρικής ενέργειας ή φυσικού αερίου εντός της Ένωσης. δ) Χρηματοοικονομικά παράγωγα που αφορούν τη μεταφορά ηλεκτρικής ενέργειας ή φυσικού αερίου εντός της Ένωσης. Συμβόλαια Προμήθειας και διανομής ηλεκτρικής ενέρ- γειας ή φυσικού αερίου προς χρήση από τους τελικούς πελάτες δεν είναι ενεργειακά προϊόντα χονδρικής. Εντού- τοις, τα συμβόλαια παροχής και διανομής ηλεκτρικής ενέργειας ή φυσικού αερίου προς τελικούς πελάτες με δυναμικότητα κατανάλωσης μεγαλύτερη της οριζόμενης στο δεύτερο εδάφιο του σημείου 5 του άρθρου 2 του Κανονισμού (ΕΕ) 1227/2011, θεωρούνται ως ενεργειακά προϊόντα χονδρικής.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 20

«Εκδότης»: Ο εκδότης κατά την έννοια του στοι- χείου 21 της παρ. 1 του άρθρου 3 του Κανονισμού (ΕΕ) 596/2014 που περιλαμβάνει τη νομική οντότητα ιδιωτι- κού ή δημόσιου δικαίου, η οποία εκδίδει ή προτίθεται να εκδώσει χρηματοπιστωτικά μέσα. Σε περίπτωση αποθε- τηρίου εγγράφου παραστατικού χρηματοπιστωτικών μέ- σων, εκδότης είναι ο εκδότης του αντιπροσωπευόμενου χρηματοπιστωτικού μέσου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 21

«Πρόσωπο»: φυσικό ή νομικό πρόσωπο.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 22

Οι αναφορές του παρόντος νόμου στην Οδηγία 2014/65/ΕΕ και στον Κανονισμό (ΕΕ) 600/2014 λογίζο- νται, πριν τις 3 Ιανουαρίου 2018, ως παραπομπές στην Οδηγία 2004/39/ΕΚ σύμφωνα με τον πίνακα αντιστοιχίας του Παραρτήματος IV της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ στο βαθ- μό που ο εν λόγω πίνακας περιλαμβάνει διατάξεις που παραπέμπουν στην Οδηγία 2004/39/ΕΚ.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄ΠΟΙΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 28Αξιόποινες πράξεις προσώπων που κατέχουν προνομιακές πληροφορίεςΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους, όποιος, από τα πρόσωπα που αναφέρονται στην πα- ράγραφο 2, κατέχοντας προνομιακές πληροφορίες, τις χρησιμοποιεί, με πρόθεση, αποκτώντας ή διαθέτοντας, για ίδιο λογαριασμό ή για λογαριασμό τρίτου, άμεσα ή έμμεσα, χρηματοπιστωτικά μέσα που αφορούν οι εν λόγω πληροφορίες και εφόσον: α) η μέση ημερήσια αξία των παράνομων συναλλαγών υπερβαίνει το ποσό των εκατό χιλιάδων (100.000) ευρώ ή β) η ημερήσια αξία των παράνομων συναλλαγών υπερβαίνει για συγκεκριμένη ημέρα το ποσό των εκατό πενήντα (150.000) ευρώ.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Για τις ανάγκες εφαρμογής του παρόντος νόμου, ως πρόσωπο που κατέχει προνομιακές πληροφορίες νοείται: α) Κάθε πρόσωπο το οποίο έχει στην κατοχή του προ- νομιακές πληροφορίες λόγω του ότι: αα) είναι μέλος των διοικητικών, διευθυντικών ή επο- πτικών οργάνων του εκδότη ή συμμετέχων σε αγορά δικαιωμάτων εκπομπής ή αβ) είναι κάτοχος συμμετοχής στο κεφάλαιο του εκ- δότη ή συμμετέχων σε αγορά δικαιωμάτων εκπομπής ή αγ) έχει πρόσβαση στις πληροφορίες αυτές κατά την εργασία ή την άσκηση του επαγγέλματος ή των καθη- κόντων του ή αδ) τελεί ή συμμετέχει σε αξιόποινες πράξεις μέσω των οποίων αποκτά προνομιακές πληροφορίες. β) Κάθε πρόσωπο το οποίο έχει αποκτήσει προνομι- ακές πληροφορίες, υπό περιστάσεις διαφορετικές από εκείνες της περίπτωσης α΄ όταν γνωρίζει ότι πρόκειται για προνομιακές πληροφορίες.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Στις περιπτώσεις της παραγράφου 1, επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών αν: α) η συνολική αξία των παράνομων συναλλαγών υπερβαίνει τα δύο (2) εκατομ- μύρια ευρώ ή β) η μέση ημερήσια αξία των παράνομων συναλλαγών υπερβαίνει τις διακόσιες πενήντα χιλιάδες (250.000) ευρώ ή γ) το περιουσιακό όφελος που πράγ- ματι επήλθε ή η ζημία που πράγματι αποφεύχθηκε ή η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνει το ποσό των τετρα- κοσίων χιλιάδων (400.000) ευρώ ή δ) ο υπαίτιος είναι πρόσωπο που διαπράττει το έγκλημα της παραγράφου 1 κατ’ επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το περιουσιακό όφελος που πράγματι επήλθε ή η ζημία που πράγματι αποφεύχθηκε ή η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνει το ποσό των εκατόν πενήντα χιλιάδων (150.000) ευρώ.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Στην περίπτωση των τριών πρώτων εδαφίων της προηγούμενης παραγράφου, αν ο υπαίτιος είναι πρό- σωπο που διαπράττει το έγκλημα της παραγράφου 1 κατ’ επάγγελμα ή κατά συνήθεια, επιβάλλεται κάθειρξη. Αν ο υπαίτιος των αδικημάτων της προηγούμενης πα- ραγράφου είναι μέλος εγκληματικής οργάνωσης κατά την έννοια του άρθρου 187 παράγραφος 1 του Ποινικού Κώδικα και τα παραπάνω αδικήματα τελούνται με σκοπό να ποριστεί η εγκληματική οργάνωση υλικά ή άλλα οφέ- λη, επιβάλλεται κάθειρξη τουλάχιστον δέκα (10) ετών.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Η χρήση προνομιακών πληροφοριών δια της ακύ- ρωσης ή της τροποποίησης μίας υφιστάμενης εντολής σχετικά με ένα χρηματοπιστωτικό μέσο που αφορούν οι εν λόγω πληροφορίες, εάν η εντολή εστάλη πριν απο- κτήσει το πρόσωπο τις προνομιακές πληροφορίες, είναι πράξη προσώπου που κατέχει προνομιακές πληροφο- ρίες. Στην περίπτωση πλειστηριασμών δικαιωμάτων εκπομπής ή άλλων εκπλειστηριαζομένων προϊόντων που βασίζονται σε αυτά και οι οποίοι λαμβάνουν χώρα κατά τον Κανονισμό (ΕΕ) 1031/2010, η χρήση προνομι- ακών πληροφοριών που αναφέρεται στο προηγούμενο εδάφιο, περιλαμβάνει επίσης υποβολή, τροποποίηση ή απόσυρση μίας προσφοράς για ίδιο λογαριασμό του προσώπου που κατέχει προνομιακές πληροφορίες ή για λογαριασμό τρίτου.

Άρθρο 29Σύσταση για τη διενέργεια χρηματοπιστωτικών συναλλαγών με χρήση προνομιακών πληροφοριώνΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών (3) μη- νών όποιος από τα πρόσωπα της παραγράφου 2 του προηγούμενου άρθρου, ενεργώντας με πρόθεση και με βάση προνομιακές πληροφορίες που κατέχει, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου και του Κανονισμού (ΕΕ) 596/2014, συστήνει ή παροτρύνει ή υποδεικνύει σε άλλον που δεν έχει τις παραπάνω ιδιότητες να αγοράσει ή να διαθέσει χρηματοπιστωτικά μέσα τα οποία αφορούν οι πληροφορίες αυτές ή να ακυρώσει ή να τροποποιήσει μία εντολή σε σχέση με χρηματοπιστωτικό μέσο το οποίο αφορούν αυτές οι πληροφορίες.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους τιμωρείται όποιος συμμορφώνεται προς τις συστάσεις, παρο- τρύνσεις ή υποδείξεις της προηγούμενης παραγράφου προσώπου που κατέχει προνομιακές πληροφορίες, αν το πρόσωπο που ακολούθησε τη σύσταση ή την παρό- τρυνση ή την υπόδειξη γνώριζε ότι αυτή βασιζόταν σε προνομιακές πληροφορίες.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Η περαιτέρω γνωστοποίηση ή δημοσιοποίηση από τον τρίτο των συστάσεων, υποδείξεων ή παροτρύνσε- ων που αναφέρονται στην παράγραφο 1, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών, αν ο υπαίτιος γνώριζε ότι πρόκειται για συστάσεις, υποδείξεις ή παροτρύνσεις με βάση προνομιακές πληροφορίες, κατά το χρόνο της πε- ραιτέρω γνωστοποίησης ή δημοσιοποίησης από αυτόν.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Η εφαρμογή των προηγούμενων παραγράφων τελεί υπό την επιφύλαξη του άρθρου 9 του Κανονισμού (ΕΕ) 596/2014 περί σύννομης συμπεριφοράς.

Άρθρο 30Παράνομη ανακοίνωση προνομιακών πληροφοριών

Τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι τριών (3) ετών όποιος από τα πρόσωπα της παράγραφο 2 του άρθρου 28, κατέ- χει προνομιακές πληροφορίες, σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου αυτού και του Κανονισμού (ΕΕ) 596/2014, και, ενεργώντας με πρόθεση, ανακοινώνει με οποιονδήποτε τρόπο ή γνωστοποιεί τις πληροφορίες αυτές σε άλλον, εκτός αν η ανακοίνωση ή η γνωστοποίηση αυτή γίνεται κατά την άσκηση της εργασίας του ή του επαγγέλματός του ή των καθηκόντων του ή αν εμπίπτει στις διατάξεις των παραγράφων 1 έως 8 του άρθρου 11 του Κανονι- σμού (ΕΕ) 596/2014 περί διερεύνησης (βολιδοσκόπησης) της αγοράς ή αν διενεργείται στο πλαίσιο εκπλήρωσης δημοσιογραφικών σκοπών ή άλλων μορφών έκφρασης στα μέσα μαζικής ενημέρωσης σύμφωνα με τους κανό- νες που διέπουν την ελευθερία του Τύπου και την ελευ- θερία έκφρασης ή σύμφωνα με τους κανόνες ή κώδικες που διέπουν το δημοσιογραφικό επάγγελμα.

Άρθρο 31Αξιόποινη χειραγώγηση της αγοράςΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους όποιος, στο πλαίσιο χρηματοπιστωτικών συναλλαγών που ρυθμίζονται από το νόμο αυτόν και τον Κανονισμό (ΕΕ) 596/2014, με πρόθεση: α) Πραγματοποιεί συναλλαγή ή αποστέλλει εντολή για διενέργεια συναλλαγής ή με οποιαδήποτε άλλη συ- μπεριφορά ή δραστηριότητα: (αα) παρέχει ψευδείς ή παραπλανητικές ενδείξεις σχετικά με την προσφορά, τη ζήτηση ή την τιμή ενός χρηματοπιστωτικού μέσου ή ενός συναφούς με αυτό συμβολαίου άμεσης παράδοσης επί εμπορευμάτων ή (ββ) διαμορφώνει σε μη κανονικό ή σε τεχνητό επίπεδο την τιμή ενός ή περισσοτέρων χρηματο- πιστωτικών μέσων ή ενός συναφούς με αυτά συμβολαίου άμεσης παράδοσης επί εμπορευμάτων, εκτός αν οι λόγοι για την ενέργεια αυτή του προσώπου που πραγματοποί- ησε τη συναλλαγή ή έδωσε τις εντολές για διενέργεια συναλλαγής είναι νόμιμοι και οι εν λόγω συναλλαγές ή εντολές για διενέργεια συναλλαγής είναι σύμφωνες με αποδεκτές πρακτικές της χρηματοπιστωτικής αγοράς στον συγκεκριμένο τόπο διαπραγμάτευσης και εφόσον: (ααα) η μέση ημερήσια αξία των παράνομων συναλλα- γών υπερβαίνει το ποσό των εκατόν πενήντα χιλιάδων (150.000) ευρώ ή (βββ) η ημερήσια αξία των παράνο- μων συναλλαγών υπερβαίνει για συγκεκριμένη ημέρα το ποσό των διακοσίων πενήντα χιλιάδων (250.000) ευρώ. β) Πραγματοποιεί συναλλαγή ή αποστέλλει εντολή για διενέργεια συναλλαγής ή με οποιαδήποτε άλλη δρα- στηριότητα ή συμπεριφορά επηρεάζει την τιμή ενός ή περισσοτέρων χρηματοπιστωτικών μέσων ή συναφούς με αυτά συμβολαίου άμεσης παράδοσης επί εμπορευ- μάτων, με τη χρήση εικονικής διατάξεως ή κάθε άλλης μορφής παραπλάνησης ή τεχνάσματος και εφόσον: (αα) η μέση ημερήσια αξία των παράνομων συναλλα- γών υπερβαίνει το ποσό των εκατόν πενήντα χιλιάδων (150.000) ευρώ ή (ββ) η ημερήσια αξία των παράνομων συναλλαγών υπερβαίνει για συγκεκριμένη ημέρα το ποσό των διακοσίων πενήντα χιλιάδων (250.000) ευρώ. γ) Προβαίνει σε διάδοση πληροφοριών, είτε δια των μέσων μαζικής ενημέρωσης, συμπεριλαμβανομένου του διαδικτύου, είτε με οποιονδήποτε άλλο τρόπο, οι οποί- ες είτε παρέχουν ψευδείς ή παραπλανητικές ενδείξεις σχετικά με την προσφορά, τη ζήτηση ή την τιμή ενός χρηματοπιστωτικού μέσου ή συναφούς με αυτά συμ- βολαίου άμεσης παράδοσης επί εμπορευμάτων είτε δι- αμορφώνουν σε μη κανονικό ή σε τεχνητό επίπεδο την τιμή ενός ή περισσοτέρων χρηματοπιστωτικών μέσων ή ενός συναφούς με αυτά συμβολαίου άμεσης παράδο- σης επί εμπορευμάτων, και εφόσον ο υπαίτιος ή τρίτος, προσπορίζεται, από τη διάδοση των εν λόγω πληροφο- ριών, πλεονέκτημα ή όφελος αξίας τουλάχιστον εκατό χιλιάδων (100.000) ευρώ. δ) Προβαίνει είτε σε διάδοση ψευδών ή παραπλανη- τικών πληροφοριών είτε στην διενέργεια ψευδών ή πα- ραπλανητικών εισροών είτε σε κάθε άλλη συμπεριφορά η οποία συνεπάγεται την χειραγώγηση του τρόπου υπο- λογισμού του κριτηρίου αξιολόγησης κατά την έννοια του νόμου αυτού.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Στις περιπτώσεις της παραγράφου 1 επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών: α) αν η αξία των παράνομων συναλλαγών ή των εντολών για διενέργεια συναλλαγής υπερβαίνει συνολικά τα πέντε (5) εκατομμύρια ευρώ ή β) αν η μέση ημερήσια αξία των παράνομων συναλλαγών ή των εντολών για τη διενέργεια συναλλαγής υπερβαίνει το ποσό των πεντακοσίων χιλιάδων (500.000) ευρώ ή γ) αν το περιουσιακό όφελος ή η αποφευχθείσα ζημία ή η προ- ξενηθείσα ζημία υπερβαίνει το ποσό των πεντακοσίων χιλιάδων (500.000) ευρώ ή δ) αν ο υπαίτιος είναι πρόσωπο που διαπράττει το έγκλημα της παραγράφου 1 κατ’ επάγ- γελμα ή κατά συνήθεια και το περιουσιακό όφελος ή η αποφευχθείσα ζημία ή η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνει το ποσό των διακοσίων πενήντα χιλιάδων (250.000) ευρώ.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Στην περίπτωση των τριών πρώτων εδαφίων της προηγούμενης παραγράφου, αν ο υπαίτιος είναι πρό- σωπο που διαπράττει το έγκλημα της παραγράφου 1 κατ’ επάγγελμα ή κατά συνήθεια, επιβάλλεται κάθειρξη.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Στην περίπτωση της παραγράφου 2 αν ο υπαίτιος εί- ναι μέλος εγκληματικής οργάνωσης κατά την έννοια του άρθρου 187 παράγραφος 1 του Ποινικού Κώδικα και τα παραπάνω αδικήματα τελούνται με σκοπό να ποριστεί η εγκληματική οργάνωση υλικά ή άλλα οφέλη, επιβάλλεται κάθειρξη τουλάχιστον δέκα (10) ετών.

Άρθρο 32Άσκηση ποινικής δίωξηςΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Η ποινική δίωξη για όλες τις αξιόποινες πράξεις του Κεφαλαίου Β΄ του Τμήματος Α΄ του Μέρους Β΄ του πα- ρόντος νόμου ασκείται αυτεπαγγέλτως από τον κατά τόπον αρμόδιο εισαγγελέα πλημμελειοδικών, ο οποίος έχει δικαίωμα να διενεργήσει προκαταρκτική εξέταση, προανάκριση ή να παραγγείλει κυρία ανάκριση για τη διακρίβωση των παραπάνω αξιοποίνων πράξεων, χωρίς να απαιτείται έγκληση ή αίτηση οποιασδήποτε αρχής. Η ποινική διαδικασία είναι σε κάθε περίπτωση ανεξάρτη- τη από την όποια διοικητική διαδικασία, καθώς και από οποιασδήποτε φύσεως ένδικο βοήθημα ή μέσο ενώπιον διοικητικών δικαστηρίων ή άλλων διοικητικών αρχών.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς υποβάλλει στον ει- σαγγελέα πλημμελειοδικών μηνυτήρια αναφορά με την οποία ανακοινώνεται η τέλεση οποιασδήποτε αξι- όποινης πράξης του παρόντος νόμου, καθώς και κάθε άλλης συναφούς αξιόποινης πράξης η οποία διώκεται αυτεπαγγέλτως από το νόμο. Στην περίπτωση αυτή ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών ενεργεί κατά τα άρθρα 31 και 43 του ΚΠΔ.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Αν διενεργείται προκαταρκτική εξέταση ή προα- νάκριση για κάποια από τις αξιόποινες πράξεις του πα- ρόντος νόμου, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς καλείται να λάβει γνώση της δικογραφίας και να υποβάλει έκθεση με τις απόψεις της για όλες τις υπό διερεύνηση αξιόποινες πράξεις το αργότερο μέσα σε τριάντα (30) ημέρες από την επίδοση της κλήσεως. Αν διενεργείται κυρία ανάκρι- ση και δεν έχει ήδη υποβληθεί η έκθεση του προηγουμέ- νου εδαφίου, ο ανακριτής καλεί την Επιτροπή Κεφαλαι- αγοράς για την υποβολή της σχετικής έκθεσης κατά τα παραπάνω οριζόμενα. Σε περίπτωση αμέσου κινδύνου παραγραφής της υποθέσεως ή αν υπάρχει πρόσωπο που τελεί σε προσωρινή κράτηση, εκείνος που διενεργεί την προκαταρκτική εξέταση, προανάκριση ή κυρία ανάκριση έχει δικαίωμα σύντμησης της παραπάνω προθεσμίας σε δέκα (10) ημέρες. Η μη υποβολή της παραπάνω έκθεσης δεν κωλύει σε καμία περίπτωση την πρόοδο της διαδι- κασίας ούτε συνιστά διαδικαστική προϋπόθεση για την άσκηση της ποινικής δίωξης ή την περαίωση της κύριας ανακρίσεως κατά του υπαιτίου προσώπου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου δεν εφαρμόζονται αν η προκαταρκτική εξέταση, η προανά- κριση ή η κύρια ανάκριση διενεργούνται κατόπιν μηνυ- τήριας αναφοράς της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Η άσκηση ποινικής δίωξης για όλες τις αξιόποινες πράξεις του Μέρους Β΄ του νόμου αυτού γνωστοποιεί- ται από τον αρμόδιο εισαγγελέα πλημμελειοδικών στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς.

Άρθρο 33Αρμοδιότητα - περάτωση κύριας ανάκρισηςΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Αρμόδιο δικαστήριο για την εκδίκαση των πλημμε- λημάτων του Κεφαλαίου Β΄ του Τμήματος Α΄ του Μέρους Β΄ του παρόντος νόμου είναι το τριμελές πλημμελειοδι- κείο, των δε κακουργημάτων το τριμελές εφετείο, του τόπου τελέσεώς τους. Αν ο τόπος τελέσεως των παραπά- νω αδικημάτων είναι η αλλοδαπή, αρμόδια δικαστήρια είναι αυτά των Αθηνών.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Στην περίπτωση των κακουργημάτων του Κεφα- λαίου Β΄ του Τμήματος Α΄ του Μέρους Β΄ του παρόντος νόμου για την περαίωση της κύριας ανακρίσεως και την εισαγωγή της υποθέσεως στο ακροατήριο εφαρμόζε- ται η διάταξη του άρθρου 308Α του ΚΠΔ, περί κατ’ εξαί- ρεση περατώσεως της κύριας ανακρίσεως, όπως κάθε φορά ισχύει. Η εισαγωγή των ποινικών υποθέσεων του παρόντος νόμου στο ακροατήριο γίνεται κατ’ απόλυτη προτεραιότητα. Αναβολή της δίκης για σημαντικά αίτια επιτρέπεται μία μόνο φορά.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Στις δίκες για τις αξιόποινες πράξεις των προηγού- μενων παραγράφων, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς έχει δικαίωμα, σε κάθε περίπτωση, να παρίσταται ως πολι- τικώς ενάγουσα για την υποστήριξη της κατηγορίας. Το παραπάνω δικαίωμα της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς δεν κωλύεται ακόμη και αν δεν υπέβαλε την έκθεση που προ- βλέπεται στην παράγραφο 3 του προηγουμένου άρθρου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Μετά την έκδοση οριστικής απόφασης η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς έχει δικαίωμα να λάβει αντίγραφα της απόφασης και των εγγράφων της δικογραφίας, ανεξαρτή- τως αν είχε δηλώσει ή όχι παράσταση πολιτικής αγωγής.

ΤΜΗΜΑ Β΄ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΕΣ ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ A΄ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΕΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΚΕΦΑΛΑΙΑΓΟΡΑΣ
Άρθρο 34Σκοπός

Σκοπός του Τμήματος Β΄ του Μέρους Β΄ του νόμου αυ- τού είναι η εναρμόνιση της ελληνικής νομοθεσίας προς τις διατάξεις των άρθρων 22, 23, 30, 31 παράγραφοι 1, 32 και 34 του Κανονισμού (ΕΕ) 596/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την κατάχρηση αγοράς (κανονισμός για την κατάχρηση της αγοράς) και την κατάργηση της Οδηγίας 2003/6/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και των Οδηγιών της Επιτροπής 2003/124/ΕΚ, 2003/125/ΕΚ και 2004/72/ΕΚ (ΕΕ L 173/12.6.2004).

Άρθρο 35Αρμόδια Αρχή [άρθρο 22 του Κανονισμού (ΕΕ) 596/2014]

Με την επιφύλαξη των αρμοδιοτήτων των δικαστι- κών και εισαγγελικών αρχών και προκειμένου για τους σκοπούς των Τμημάτων Β΄ και Γ΄ του Μέρους Β΄ του πα- ρόντος νόμου και του Κανονισμού (ΕΕ) 596/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την κατάχρηση της αγοράς, ορίζεται ως ενιαία διοικητική αρμόδια αρχή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς η οποία δια- σφαλίζει την εφαρμογή και εποπτεύει την τήρηση των διατάξεων του Κανονισμού (ΕΕ) 596/2014 στην ημεδαπή όσον αφορά: α) Πράξεις ή παραλείψεις που λαμβάνουν χώρα στην ημεδαπή και σχετίζονται με χρηματοπιστωτικά ή άλλα μέσα σύμφωνα με το άρθρο 2 του Κανονισμού (ΕΕ) 596/2014 τα οποία έχουν εισαχθεί προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά ή για τα οποία έχει υποβληθεί αί- τηση εισαγωγής προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά ή τα οποία εκπλειστηριάζονται σε χώρο πλειστη- ριασμών ή τα οποία διαπραγματεύονται σε πολυμερή μηχανισμό διαπραγμάτευσης ή σε οργανωμένο μηχα- νισμό διαπραγμάτευσης ή για τα οποία έχει υποβληθεί αίτηση εισαγωγής σε πολυμερή μηχανισμό διαπραγμά- τευσης, εφόσον η ρυθμιζόμενη αγορά, ο πολυμερής μη- χανισμός διαπραγμάτευσης, ο οργανωμένος μηχανισμός διαπραγμάτευσης ή ο χώρος πλειστηριασμών λειτουρ- γούν είτε στην ημεδαπή είτε σε άλλο κράτος - μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. β) Πράξεις ή παραλείψεις που λαμβάνουν χώρα στην αλλοδαπή και σχετίζονται με χρηματοπιστωτικά ή άλλα μέσα σύμφωνα με το άρθρο 2 του Κανονισμού (ΕΕ) 596/2014, τα οποία έχουν εισαχθεί προς διαπραγ- μάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά ή για τα οποία έχει υπο- βληθεί αίτηση εισαγωγής τους προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά ή τα οποία εκπλειστηριάζονται σε χώρο πλειστηριασμών ή τα οποία διαπραγματεύονται σε πολυμερή μηχανισμό διαπραγμάτευσης ή οργανω- μένο μηχανισμό διαπραγμάτευσης ή για τα οποία έχει υποβληθεί αίτηση εισαγωγής σε πολυμερή μηχανισμό διαπραγμάτευσης, εφόσον η ρυθμιζόμενη αγορά, ο πο- λυμερής μηχανισμός διαπραγμάτευσης, ο οργανωμένος μηχανισμός διαπραγμάτευσης ή ο χώρος πλειστηρια- σμών λειτουργούν στην ημεδαπή.

Άρθρο 36Αρμοδιότητες της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς [άρθρο 23 του Κανονισμού (ΕΕ) 596/2014]ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Για την υλοποίηση των σκοπών και την εφαρμογή των διατάξεων του Κανονισμού (ΕΕ) 596/2014, η Επι- τροπή Κεφαλαιαγοράς ασκεί τις αρμοδιότητές της με οποιονδήποτε από τους παρακάτω τρόπους: α) άμεσα, β) σε συνεργασία με άλλες αρχές ή με τους φορείς της αγοράς, γ) με ανάθεση κατ’ εξουσιοδότηση και υπό την επο- πτεία της προς τους φορείς της αγοράς, δ) μετά από αίτησή της προς τις δικαστικές ή εισαγ- γελικές Αρχές.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Για να εκπληρώσουν τα καθήκοντά τους δυνάμει του Κανονισμού (ΕΕ) 596/2014, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και τα εντεταλμένα όργανά της μπορούν να: α) Έχουν άμεση και ακώλυτη πρόσβαση σε οποιαδή- ποτε έγγραφα, βιβλία, στοιχεία ή άλλα δεδομένα οποιασ- δήποτε μορφής (έγγραφης, ηλεκτρονικής, μαγνητικής ή άλλης) συμπεριλαμβανομένων των ηλεκτρονικών μέσων αποθήκευσης, επεξεργασίας και μεταφοράς δεδομένων και λαμβάνουν αντίγραφα αυτών δίχως να χωρεί έναντι αυτών και της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς η επίκληση επαγγελματικού ή άλλου απορρήτου για τη μη παροχή της πρόσβασης και των αντιγράφων, υπό την επιφύλαξη των ρυθμίσεων του άρθρου 212 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. β) Ζητούν και λαμβάνουν πληροφορίες από οποιοδή- ποτε πρόσωπο, συμπεριλαμβανομένων όσων συμμετέ- χουν διαδοχικά στη διαβίβαση εντολών ή στη διεξαγωγή των σχετικών εργασιών, καθώς και από τους εντολείς αυτών. γ) Όσον αφορά τα παράγωγα επί εμπορευμάτων, ζη- τούν και λαμβάνουν πληροφορίες από συμμετέχοντες σε σχετικές αγορές άμεσης παράδοσης μέσω των τυποποι- ημένων μορφοτύπων, λαμβάνουν αναφορές σχετικά με συναλλαγές και έχουν άμεση πρόσβαση στα συστήματα των διαπραγματευτών. δ) Διεξάγουν επιτόπιες επιθεωρήσεις και έρευνες σε χώρους που δεν αποτελούν ιδιωτικές κατοικίες φυσικών προσώπων. ε) αα. Μπορούν να εισέρχονται στην επαγγελματική εγκατάσταση φυσικών και νομικών προσώπων και να προβαίνουν σε κατάσχεση εγγράφων, βιβλίων, στοιχείων και δεδομένων, οποιασδήποτε μορφής (έγγραφης, ηλε- κτρονικής, μαγνητικής ή άλλης) συμπεριλαμβανομένων των ηλεκτρονικών μέσων αποθήκευσης, επεξεργασίας και μεταφοράς δεδομένων, εφόσον υπάρχουν εύλογες υπόνοιες ότι τα έγγραφα, βιβλία, στοιχεία ή δεδομένα αυτά που σχετίζονται με το αντικείμενο του ελέγχου, ενδέχεται να είναι κρίσιμα για τη στοιχειοθέτηση πα- ράβασης κατάχρησης προνομιακής πληροφορίας ή χειραγώγησης της αγοράς σύμφωνα με τον Κανονισμό (ΕΕ) 596/2014. ββ. Για την κατάσχεση που πραγματοποιείται κατά τα παραπάνω συντάσσεται έκθεση κατάσχεσης. Η έκθεση υπογράφεται από τον ελεγκτή της Επιτροπής Κεφαλαια- γοράς που ενεργεί την κατάσχεση και από το ελεγχόμενο πρόσωπο ή τον παρόντα κατά τη διενέργεια της κατά- σχεσης υπάλληλο ή εκπρόσωπό του ή προκειμένου περί νομικών προσώπων, από πρόσωπο που μετέχει στη διοί- κηση ή διαχείριση του ελεγχόμενου νομικού προσώπου ή από τον εσωτερικό ελεγκτή του ή τον παρόντα κατά τη διενέργεια της κατάσχεσης υπάλληλο του ελεγχόμενου νομικού προσώπου. Η έκθεση κατάσχεσης συντάσσεται σε τρία αντίγραφα. Τα δύο αντίγραφα κρατούνται από τον ελεγκτή της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και το άλλο παραδίδεται στον υπογράφοντα ελεγχόμενο ή σε εκείνο από τα πρόσωπα του δεύτερου εδαφίου που υπέγραψε την έκθεση κατάσχεσης για λογαριασμό του ελεγχόμε- νου προσώπου. Σε περίπτωση άρνησης των παραπάνω να υπογράψουν, γίνεται σχετική μνεία στην έκθεση κα- τάσχεσης. Στην περίπτωση αυτή, καθώς και στην περί- πτωση που η έκθεση κατάσχεσης υπογράφεται από τα πρόσωπα του δεύτερου εδαφίου για λογαριασμό του ελεγχόμενου προσώπου, αντίγραφο αυτής επιδίδεται με δικαστικό επιμελητή στο ελεγχόμενο πρόσωπο κατά του οποίου επιβλήθηκε η κατάσχεση, εντός δέκα εργασίμων ημερών από την ημέρα ολοκλήρωσης της κατάσχεσης, εφαρμοζομένων κατά τα λοιπά αναλόγως των άρθρων 47 έως 57 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας. Το ελεγ- χόμενο πρόσωπο δικαιούται να λάβει αντίγραφα των κατασχεθέντων βιβλίων, στοιχείων και λοιπών εγγράφων με δαπάνες του. γγ. Η έκθεση κατάσχεσης περιλαμβάνει κατ’ ελάχιστο: - τον τίτλο «Έκθεση Κατάσχεσης της Επιτροπής Κεφα- λαιαγοράς», - το χρόνο διενέργειας της κατάσχεσης, - τον τόπο της κατάσχεσης, δηλαδή τα στοιχεία της εγκατάστασης, καθώς και τη νομική μορφή, επωνυμία ή πλήρη στοιχεία ταυτότητας του ελεγχόμενου προσώπου, - το ονοματεπώνυμο και το βαθμό του εντεταλμένου οργάνου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και την ταυτό- τητα του Προϊσταμένου του, - τον αριθμό και τη χρονολογία εντολής ελέγχου από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, - την αιτιολογία για τη διενέργεια της κατάσχεσης, - την υπογραφή των ενεργούντων την κατάσχεση εντεταλμένων οργάνων της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, καθώς και την υπογραφή του ελεγχόμενου προσώπου ή του προσώπου του δεύτερου εδαφίου της παραπάνω υποπερίπτωσης ββ΄ που υπέγραψε για λογαριασμό του ελεγχόμενου προσώπου, - το αντικείμενο της κατάσχεσης. Στην έκθεση κατά- σχεσης πρέπει να γίνεται σαφής, ακριβής και λεπτομερει- ακή περιγραφή των κατασχεθέντων αντικειμένων, ώστε να μην επιδέχεται παρερμηνεία και να μην δημιουργού- νται αμφιβολίες για το είδος και πλήθος των στοιχείων ή αντικειμένων που κατασχέθηκαν. δδ. Τα εντεταλμένα όργανα που ενεργούν την κα- τάσχεση εφοδιάζονται, αν είναι δυνατό, με αντίγραφα των εγγράφων που κατασχέθηκαν και με φωτογραφίες ή άλλες αναπαραστάσεις των πραγμάτων που κατασχέ- θηκαν και μπορούν να αλλοιωθούν ή είναι δύσκολο να φυλαχθούν. εε. Τα κατασχεθέντα φυλάσσονται στην Επιτροπή Κε- φαλαιαγοράς. Σε κάθε περίπτωση, το Διοικητικό Συμ- βούλιο της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς μπορεί να απο- φασίσει την άρση της κατάσχεσης, αν δεν είναι πιθανόν ότι από αυτόν το λόγο θα δημιουργηθούν δυσχέρειες στην διακρίβωση της αλήθειας. στστ. Η είσοδος στην κατοικία φυσικού προσώπου για την έρευνα και κατάσχεση κατά τα διαλαμβανόμενα στην ανωτέρω υποπερίπτωση αα΄ επιτρέπεται μόνον με τη συνδρομή εκπροσώπου της δικαστικής αρχής, εφαρμο- ζομένων αναλόγως των οικείων διατάξεων του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. ζζ. Η κατάσχεση των στοιχείων της ανωτέρω υπο- περίπτωσης αα΄ μπορεί να πραγματοποιηθεί από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ζητώντας, εφόσον κρίνεται απαραίτητο, και την παροχή σχετικής συνδρομής από το ΣΔΟΕ του Υπουργείου Οικονομικών, σύμφωνα με τα σχετικώς προβλεπόμενα στην παρ. 8 του άρθρου 30 του Ν. 3296/2004. ηη. Αν κατά την έρευνα και κατάσχεση παρίσταται εκ- πρόσωπος της δικαστικής αρχής, εφαρμόζονται αναλό- γως οι διατάξεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. στ) Αιτούνται και λαμβάνουν νομίμως υφιστάμενα αρ- χεία καταγραφής τηλεφωνικών συνδιαλέξεων, ηλεκτρο- νικών επικοινωνιών, καθώς και άλλα αρχεία διακίνησης δεδομένων που τηρούνται από επιχειρήσεις παροχής επενδυτικών υπηρεσιών, ανώνυμες εταιρίες επενδυτι- κής διαμεσολάβησης όπως ορίζονται στο άρθρο 36 του Ν. 3606/2007, πιστωτικά ιδρύματα ή άλλα χρηματοδοτι- κά ιδρύματα ή άλλα πρόσωπα που τηρούν νομίμως τα ως άνω αρχεία στο πλαίσιο του Κανονισμού (ΕΕ) 596/2014. ζ) αα. Καλούν και λαμβάνουν ένορκες μαρτυρικές κα- ταθέσεις από οποιοδήποτε πρόσωπο, για την απόκτηση πληροφοριών. ββ. Η λήψη μαρτυρικών καταθέσεων, πραγματο- ποιείται στην έδρα της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς. Τα πρόσωπα που αναφέρονται στις παραγράφους 1, 2 και 4 του άρθρου 215 και στην παράγραφο 1 του άρθρου 216 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας εξετάζονται στην κατοικία τους. γγ. Το πρόσωπο που πρόκειται να καταθέσει κλητεύε- ται εγγράφως σε ορισμένη ημέρα και ώρα. Η κλήση υπο- γράφεται από τον Προϊστάμενο της καθ’ ύλην αρμόδιας Διεύθυνσης της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς. δδ. Η κλήση περιέχει συνοπτική περιγραφή της υπό- θεσης για την οποία πρόκειται να εξεταστεί ο μάρτυ- ρας, μνημονεύει την αρχή στην οποία αυτός καλείται και αναγράφει ότι, αν αυτός δεν εμφανιστεί, επιβάλλεται διοικητικό πρόστιμο σύμφωνα με όσα αναφέρονται στην παράγραφο 4 του άρθρου 37 του παρόντος. εε. Η κλήση επιδίδεται στο εξεταζόμενο πρόσωπο, με δικαστικό επιμελητή, εφαρμοζομένων κατά τα λοιπά αναλόγως των άρθρων 155 έως 164 του Κώδικα Ποινι- κής Δικονομίας, δύο (2) τουλάχιστον εργάσιμες ημέρες πριν από την ημέρα για την οποία καλείται προς εξέταση. Η προθεσμία κλήσης μπορεί να παρατείνεται σε τρεις εργάσιμες ημέρες, εφόσον το εξεταζόμενο πρόσωπο έχει την κατοικία ή έδρα του εκτός του νομού Αττικής. Η προθεσμία κλήσης παρατείνεται σε δέκα (10) εργάσι- μες ημέρες, εφόσον το εξεταζόμενο πρόσωπο έχει την κατοικία ή έδρα του εκτός της ελληνικής επικράτειας. στστ. Η λήψη μαρτυρικών καταθέσεων πραγματοποι- είται ενώπιον ενός τουλάχιστον υπαλλήλου του ειδικού επιστημονικού προσωπικού της Επιτροπής Κεφαλαι- αγοράς και ενός δημοσίου υπαλλήλου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς ως γραμματέα, οι οποίοι έχουν εξουσι- οδοτηθεί προς τούτο από την Εκτελεστική Επιτροπή της Επιτροπής Kεφαλαιαγοράς. ζζ. Ο μάρτυρας, πριν καταθέσει, καλείται να δηλώσει το όνομα και το επώνυμό του, τον τόπο της γέννησης και της κατοικίας του, καθώς και την ηλικία του. ηη. Ως προς τον τρόπο λήψης των μαρτυρικών κατα- θέσεων, τον όρκο των μαρτύρων και ως προς το επαγ- γελματικό απόρρητο των μαρτύρων εφαρμόζονται ανα- λόγως και οι διατάξεις των άρθρων 210, 212, 216 παρ. 2, 218, 219 παρ. 1, 221, 223-226 και 227 του Κώδικα Ποι- νικής Δικονομίας. Για τη μαρτυρική κατάθεση συντάσ- σεται από τον γραμματέα έκθεση. Η έκθεση πρέπει να αναφέρει τον τόπο και την ημερομηνία της κατάθεσης, την ώρα κατά την οποία άρχισε και τελείωσε η κατάθεση, τα ονοματεπώνυμα και την κατοικία του υπαλλήλου που έλαβε την κατάθεση, του γραμματέα και του μάρτυρα, καθώς και ακριβή περιγραφή όσων κατατέθηκαν από τον μάρτυρα. Η έκθεση διαβάζεται από όλα τα παρευ- ρισκόμενα κατά την εξέταση πρόσωπα και υπογράφεται από αυτά. Αν κάποιο από τα πρόσωπα αυτά αρνείται να υπογράψει, αυτό αναφέρεται στην έκθεση και επιβάλλε- ται σε αυτό διοικητικό πρόστιμο κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο 4 του άρθρου 37 του παρόντος νόμου. Η έκθεση είναι άκυρη, αν λείπουν η χρονολογία (εκτός αν προκύπτει με βεβαιότητα από το όλο περιεχόμενο της έκθεσης ή από άλλα έγγραφα που επαναλαμβάνονται σε αυτήν), η αναγραφή των ονομάτων και των επωνύμων ή η υπογραφή των προσώπων που παρευρέθηκαν στην κατάθεση. Η έκθεση συντάσσεται σε δύο αντίγραφα από τα οποία ένα αντίγραφο δίδεται στον μάρτυρα και το άλλο τίθεται με ευθύνη του υπαλλήλου που έλαβε την κατάθεση στο φάκελο της υπόθεσης. θθ. Ψευδείς ή ανακριβείς μαρτυρικές καταθέσεις τιμω- ρούνται σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παράγραφο 2 του άρθρου 224 του Ποινικού Κώδικα. ιι. Αν σε οποιοδήποτε στάδιο της έρευνας που διεξάγε- ται από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς προκύψουν πραγ- ματικά περιστατικά επί τη βάσει των οποίων αποδίδεται σε συγκεκριμένο πρόσωπο η τέλεση παράβασης του Κανονισμού (ΕΕ) 596/2014, στο πρόσωπο αυτό χορη- γείται από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δικαίωμα προ- ηγούμενης ακρόασης σύμφωνα με τις οικείες διατάξεις του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας. Ο φερόμενος ως παραβάτης έχει δικαίωμα να λάβει γνώση της έκθεσης ελέγχου και του υπόλοιπου αποδεικτικού υλικού κατά το μέρος που τον αφορά, καθώς και να εκπροσωπείται από συνήγορο. Τυχόν προηγούμενη ένορκη εξέτασή του δεν λαμβάνεται σε καμία περίπτωση υπόψιν εναντίον του και παραμένει σε ειδικό αρχείο της Επιτροπής Κε- φαλαιαγοράς.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Επιπροσθέτως, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, προ- κειμένου να εκπληρώσει τα καθήκοντά της δυνάμει του Κανονισμού (ΕΕ) 596/2014, μπορεί να: α) Ζητεί την αναστολή διαπραγμάτευσης χρηματοπι- στωτικών μέσων τα οποία σχετίζονται με παραβάσεις του Κανονισμού (ΕΕ) 596/2014. β) Ζητεί την προσωρινή διακοπή, κάθε πρακτικής την οποία η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς θεωρεί αντίθετη με τις διατάξεις του Κανονισμού (ΕΕ) 596/2014. γ) Προβαίνει σε προσωρινή απαγόρευση άσκησης της επαγγελματικής δραστηριότητας προσώπων που αδειοδοτούνται ή πιστοποιούνται από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, για τα οποία υπάρχουν εύλογες υπό- νοιες ότι ευθύνονται για παραβάσεις του Κανονισμού (ΕΕ) 596/2014. δ) Λαμβάνει όλα τα αναγκαία μέτρα για την ορθή ενη- μέρωση του επενδυτικού κοινού, συμπεριλαμβανομένης της διόρθωσης ψευδών ή παραπλανητικών πληροφορι- ών που δημοσιοποιήθηκαν. Στην τελευταία περίπτωση μπορεί να αξιώσει από οποιονδήποτε εκδότη ή άλλο πρόσωπο που δημοσίευσε ή διέδωσε ψευδείς ή παρα- πλανητικές πληροφορίες τη δημοσίευση διορθωτικής δήλωσης. ε) αα. Ζητεί από τον αρμόδιο εισαγγελέα πλημμελειο- δικών τη δέσμευση περιουσιακών στοιχείων των ελεγχό- μενων φυσικών και νομικών προσώπων και συγκεκριμέ- να την απαγόρευση κίνησης κάθε είδους λογαριασμών, τίτλων ή χρηματοπιστωτικών μέσων που τηρούνται σε πιστωτικό ίδρυμα ή χρηματοπιστωτικό οργανισμό, καθώς και το άνοιγμα θυρίδων θησαυροφυλακίου του ελεγχόμενου, έστω και κοινών οποιουδήποτε είδους με άλλο πρόσωπο, καθώς και την απαγόρευση εκποίησης ορισμένου ακινήτου του ελεγχόμενου εφόσον υπάρχουν σοβαρές υπόνοιες ότι αυτά σχετίζονται με ενδεχόμενες παραβάσεις των διατάξεων των άρθρων 14 και 15 του Κανονισμού (ΕΕ) 596/2014. Η δέσμευση των περιουσι- ακών στοιχείων του ελεγχόμενου προσώπου πραγμα- τοποιείται με διάταξη του εισαγγελέα πλημμελειοδικών στην οποία αναφέρεται, επί ποινή ακυρότητος, η διάρ- κεια ισχύος της, η οποία δεν υπερβαίνει το ένα έτος. Η ισχύς της παραπάνω διάταξης μπορεί να παραταθεί για χρονικό διάστημα ενός ακόμη έτους με βούλευμα του οικείου συμβουλίου πλημμελειοδικών. ββ. Η δέσμευση των εν λόγω περιουσιακών στοιχείων ισχύει από τη χρονική στιγμή της επίδοσης της διάταξης του εισαγγελέα πλημμελειοδικών στο πιστωτικό ίδρυμα ή τον χρηματοπιστωτικό οργανισμό στον οποίο απευ- θύνεται. Η επίδοση κατά τα παραπάνω γίνεται παραχρή- μα από τον εισαγγελέα πλημμελειοδικών και μπορεί να λαμβάνει χώρα με οποιοδήποτε πρόσφορο μέσο ακόμη και με τηλεομοιοτυπία ή ηλεκτρονικό ταχυδρομείο. Από της επιδόσεως απαγορεύεται το άνοιγμα της θυρίδας και είναι άκυρη τυχόν εκταμίευση χρημάτων από το λογα- ριασμό ή εκποίηση τίτλων ή χρηματοπιστωτικών προϊ- όντων. Η διάταξη του εισαγγελέα πλημμελειοδικών εκ- δίδεται και χωρίς προηγούμενη κλήση του ελεγχόμενου ή του τρίτου, δεν είναι απαραίτητο να αναφέρει συγκε- κριμένο λογαριασμό, τίτλο, χρηματοπιστωτικό προϊόν ή θυρίδα και επιδίδεται και στον ελεγχόμενο, καθώς και στον τρίτο, σε περίπτωση κοινών λογαριασμών, τίτλων, χρηματοπιστωτικών μέσων ή κοινής θυρίδας. Η επίδοση της διατάξεως στον ελεγχόμενο γίνεται εντός δέκα (10) ημερών από την έκδοσή της. Προκειμένου για ακίνητα, η διάταξη περί απαγόρευσης εκποίησης εκδίδεται και χω- ρίς προηγούμενη κλήση του ελεγχόμενου και επιδίδεται αμελλητί τόσο στον ελεγχόμενο όσο και στον αρμόδιο φύλακα μεταγραφών, ο οποίος υποχρεούται να προβεί την ίδια ημέρα σε σχετική σημείωση στα οικεία βιβλία και να αρχειοθετήσει το έγγραφο που του κοινοποιήθη- κε. Ο ελεγχόμενος δικαιούται να ζητήσει την άρση της διάταξης με αίτηση προς τον εισαγγελέα πλημμελειο- δικών εντός είκοσι ημερών από την επίδοση σε αυτόν. Κατά των απορριπτικών διατάξεων του εισαγγελέα ο ελεγχόμενος δικαιούται να προσφύγει στο συμβούλιο πλημμελειοδικών εντός δέκα ημερών από την επίδοση σε αυτόν της απορριπτικής διάταξης, το οποίο αποφαί- νεται αμετακλήτως. Σε περίπτωση που ανακύψουν νέα στοιχεία κατά την έρευνα, τόσο ο ελεγχόμενος, όσο και η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δικαιούνται να ζητήσουν από τον εισαγγελέα πλημμελειοδικών την ανάκληση της διάταξης. στ) Αναφέρεται στον αρμόδιο εισαγγελέα πλημμε- λειοδικών για την ποινική διερεύνηση υποθέσεων που εμπίπτουν στο ρυθμιστικό πλαίσιο των διατάξεων της Οδηγίας 2014/57/ΕΕ όπως αυτές ενσωματώνονται στο εθνικό δίκαιο σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 28 έως 33 του παρόντος νόμου. ζ) Ζητεί δια του αρμόδιου εισαγγελέα πλημμελειοδι- κών την άρση του απορρήτου των επικοινωνιών κατά τις διατάξεις των άρθρων 4 και 5 του Ν. 2225/1994, για την προστασία της ελευθερίας και ανταπόκρισης και επι- κοινωνίας, προκειμένου να λάβουν τα υπάρχοντα αρχεία διακίνησης δεδομένων που τηρούνται από φορέα πα- ροχής τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών, όταν υπάρχουν εύλογες υπόνοιες παράβασης των διατάξεων των στοι- χείων α΄ ή β΄ του άρθρου 14 ή του άρθρου 15 του Κανο- νισμού (ΕΕ) 596/2014 και τα εν λόγω αρχεία ενδέχεται να είναι ουσιώδη για τη διακρίβωση της παράβασης αυτής.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Τα εντεταλμένα όργανα της Επιτροπής Κεφαλαιαγο- ράς ασκούν τις οριζόμενες στην παράγραφο 2 αρμοδιό- τητές τους μόνον εφόσον δοθεί σχετική έγγραφη εντολή από τον Γενικό Διευθυντή ή από τον Προϊστάμενο της καθ’ ύλην αρμόδιας Διεύθυνσης της Επιτροπής Κεφαλαι- αγοράς. Η εντολή δίδεται είτε σε ορισμένο ελεγκτή είτε σε ομάδα ελεγκτών. Στην τελευταία περίπτωση, η εντολή πρέπει να ορίζει και τον ελεγκτή που είναι ο επικεφαλής του ελέγχου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Οι έλεγχοι, η λήψη πληροφοριών και στοιχείων, οι έρευνες, καθώς και οι κατασχέσεις των παραπάνω αναφερομένων περιπτώσεων της παράγραφο 2, πραγ- ματοποιούνται σε οποιαδήποτε για το ελεγχόμενο πρό- σωπο εργάσιμη ώρα. Κατ’ εξαίρεση και σε εξαιρετικά επείγουσες περιπτώσεις οι παραπάνω ενέργειες μπορεί να πραγματοποιηθούν και εκτός εργασίμων ωρών με την παρουσία εκπροσώπων της Δικαστικής Αρχής, επι- φυλασσόμενων των ρυθμίσεων του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας περί νυκτερινής έρευνας σε κατοικία. Με την επιφύλαξη των διαλαμβανομένων στην υπο- περίπτωση στστ΄ της περίπτωση ε΄ της παραγράφου 2, τα εντεταλμένα όργανα της Επιτροπής Κεφαλαιαγο- ράς μεταβαίνουν στην εγκατάσταση του ελεγχόμενου προσώπου. Ο επικεφαλής του ελέγχου αναζητεί κατά προτεραιότητα το ελεγχόμενο πρόσωπο ή οποιονδή- ποτε υπάλληλο ή εκπρόσωπό του ή προκειμένου περί νομικού προσώπου, πρόσωπο που μετέχει στη διοίκηση ή διαχείριση του ελεγχόμενου νομικού προσώπου, τον εσωτερικό ελεγκτή του ή οποιονδήποτε υπάλληλο του εν λόγω προσώπου, προκειμένου να ανακοινώσει το σκοπό της επίσκεψής του, δείχνει την υπηρεσιακή του ταυτότητα, επιδίδει αντίγραφο της εντολής και αμέσως γίνεται έλεγχος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Στους ελέγχους και τις κατασχέσεις που διεξάγο- νται σύμφωνα με τις παραπάνω διατάξεις στην επαγ- γελματική εγκατάσταση ή την κατοικία προσώπων που εποπτεύονται από την Τράπεζα της Ελλάδος καλείται να συμμετάσχει και εκπρόσωπός της. Η κλήση προς συμ- μετοχή γίνεται με οποιονδήποτε πρόσφορο τρόπο. Η τυχόν μη συμμετοχή του δεν επιφέρει καμία ακυρότητα.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 7

Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να ζητήσει τη συνδρομή του ΣΔΟΕ και της Γενικής Γραμματείας Δημο- σίων Εσόδων (ΓΓΔΕ) σύμφωνα με το εκάστοτε θεσμικό πλαίσιο που διέπει τη λειτουργία τους. Στην περίπτωση αυτή, το ΣΔΟΕ ή η ΓΓΔΕ αναλόγως, κοινοποιούν στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς σχετική έκθεση ελέγχου με τα τυχόν ευρήματα που αφορούν σε παραβάσεις της νομοθεσίας της κεφαλαιαγοράς.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 8

Οι αστυνομικές, λιμενικές και λοιπές δημόσιες αρ- χές και υπηρεσίες υποχρεούνται, όταν τους ζητηθεί, να συνδράμουν άμεσα και αποτελεσματικά τα εντεταλμένα όργανα της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς κατά την άσκηση των καθηκόντων τους σύμφωνα με το παρόν άρθρο, καθώς επίσης και να χορηγούν κάθε σχετική πληροφορία και στοιχείο.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 9

Τα πιστωτικά ιδρύματα που λειτουργούν και ως ΕΠΕΥ και διαμεσολαβούν στην κατάρτιση συναλλαγών οφείλουν να παρέχουν στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, στο πλαίσιο των αναφερόμενων στην περίπτωση α΄ της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου, και οποιεσδή- ποτε άλλες πληροφορίες που αφορούν κάθε μορφής συμβάσεις, καταθέσεις ή λογαριασμούς που τηρούν στο όνομά τους ή στο όνομα επενδυτών πελατών τους, και άλλα στοιχεία που σχετίζονται με τα παραπάνω, οι οποίες είναι αναγκαίες για την άσκηση των αρμοδιοτήτων της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς στο πλαίσιο εφαρμογής των διατάξεων των άρθρων 14 και 15 του Κανονισμού (ΕΕ) 596/2014, μη δικαιούμενα να επικαλεστούν το τραπεζικό ή άλλο απόρρητο.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 10

Το τραπεζικό απόρρητο δεν ισχύει έναντι της Τράπεζας της Ελλάδος προκειμένου περί ασκήσεως εποπτείας στο πλαίσιο εφαρμογής του Κανονισμού (ΕΕ) 596/2014, καθώς και περί ελέγχου θεμάτων που συνδέ- ονται εν γένει με την εποπτεία της εύρυθμης λειτουργίας της κεφαλαιαγοράς. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, με αιτι- ολογημένη απόφαση του Διοικητικού της Συμβουλίου, μπορεί να ζητεί από την Τράπεζα της Ελλάδος να της πα- ρέχει οποιεσδήποτε πληροφορίες ως προς κάθε μορφής συμβάσεις, καταθέσεις ή λογαριασμούς οποιουδήποτε προσώπου σε πιστωτικά ιδρύματα, και άλλα στοιχεία που σχετίζονται με τα παραπάνω, όταν τούτο απαιτείται για την άσκηση των εποπτικών της αρμοδιοτήτων. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, στην οποία η Τράπεζα της Ελλάδος παρέχει τα ζητούμενα στοιχεία, υποχρεούται να τα χρησιμοποιεί αποκλειστικώς για την άσκηση των εποπτικών της αρμοδιοτήτων, τηρουμένων ιδίως των δι- ατάξεων των παραγράφων 12 και 13 του άρθρου 76 του Ν. 1969/1991 και του άρθρου 44 του παρόντος νόμου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 11

Τα πρόσωπα από τα οποία ζητούνται έγγραφα, στοιχεία, κάθε μορφής δεδομένα και οιεσδήποτε πλη- ροφορίες στο πλαίσιο της άσκησης των δυνάμει του Κανονισμού (ΕΕ) 596/2014 και του παρόντος νόμου αρμοδιοτήτων της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς υποχρε- ούνται σε άμεση, πλήρη και ακριβή παροχή αυτών, μη δικαιούμενα να επικαλεστούν τραπεζικό, επαγγελματικό ή άλλο απόρρητο.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 12

Η γνωστοποίηση πληροφοριών προς την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς από οποιοδήποτε πρόσωπο, συμπερι- λαμβανομένης της Τράπεζας της Ελλάδος, η οποία γί- νεται σύμφωνα με τις διατάξεις του Κανονισμού (ΕΕ) 596/2014 και του παρόντος νόμου, δεν θεωρείται ότι παραβιάζει κάποιον περιορισμό στη δημοσιοποίηση πληροφοριών ο οποίος επιβάλλεται δια συμβατικής υποχρεώσεως ή δια νομοθετικής ή κανονιστικής ή άλλης διοικητικής διατάξεως και δεν επισύρει στο πρόσωπο που προβαίνει στη γνωστοποίηση αυτή καμία απολύτως κύρωση διοικητική ή ποινική εκ μόνου του λόγου της γνωστοποιήσεως.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 13

Σε όλες τις παραπάνω περιπτώσεις και όπου θε- μελιώνεται αρμοδιότητα της Επιτροπής Κεφαλαιαγο- ράς έναντι ιδιωτών ή υπαλλήλων τρίτων προσώπων για ενέργεια ή παράλειψη, η τυχόν μη σχετική συνδρομή των τελευταίων στη νόμιμη πρόσκληση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, τιμωρείται σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 169 ΠΚ, εφόσον δεν συντρέχει περίπτωση επι- βολής βαρύτερης ποινής με άλλη ποινική διάταξη. Για την τιμωρία αξιόποινων πράξεων που τελούνται σε βά- ρος υπαλλήλων της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς κατά την άσκηση των ως άνω αρμοδιοτήτων τους ακολουθείται υποχρεωτικά η αυτόφωρη διαδικασία.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΕΣ ΚΥΡΩΣΕΙΣ ΚΑΙ ΑΝΑΦΟΡΑ ΠΑΡΑΔΟΣΕΩΝ
Άρθρο 37Διοικητικές κυρώσεις και διοικητικά μέτρα [άρθρα 30 και 31 του Κανονισμού (ΕΕ) 596/2014]ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, για παραβάσεις των διατάξεων των άρθρων 14,15, 16 παράγραφοι 1 και 2, 17 παράγραφοι 1, 2, 4, 5, 7 και 8, 18 παράγραφοι 1 έως 6, 19 παράγραφοι 1, 2, 3, 5, 6, 7, 11 και 12 και του άρθρου 20 παρ. 1 του Κανονισμού (ΕΕ) 596/2014 και των διατάξεων των κατ’ εξουσιοδότησή του εκδιδόμενων Κανονισμών, καθώς και των Κανονισμών για τον καθορισμό εκτελεστι- κών και ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων, καθώς και των κατ’ εξουσιοδότηση του παρόντος νόμου αποφάσεων της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, επιβάλλει τις ακόλουθες διοικητικές κυρώσεις: α) Για παράβαση από φυσικό πρόσωπο της απαγό- ρευσης κατάχρησης προνομιακών πληροφοριών, της απαγόρευσης παράνομης ανακοίνωσης προνομιακών πληροφοριών και της απαγόρευσης χειραγώγησης της αγοράς, σύμφωνα με τα άρθρα 14 και 15 του Κανονι- σμού (ΕΕ) 596/2014, πρόστιμο ύψους από δέκα χιλιάδες (10.000) μέχρι πέντε εκατομμύρια (5.000.000) ευρώ ή πρόστιμο έως και το τριπλάσιο του ποσού των κερδών που αποκτήθηκαν ή των ζημιών που αποφεύχθηκαν λόγω της παράβασης, εάν το ποσό αυτό μπορεί να προσ- διοριστεί. Για παράβαση των διατάξεων των άρθρων 14 και 15 του Κανονισμού (ΕΕ) 596/2014/ΕΕ από νομικό πρό- σωπο, πρόστιμο ύψους από δέκα χιλιάδες (10.000) μέχρι δέκα πέντε εκατομμύρια (15.000.000) ευρώ ή μέχρι του ποσού που αντιστοιχεί στο 15% του συνολικού ετήσιου κύκλου εργασιών του νομικού προσώπου σύμφωνα με τις τελευταίες διαθέσιμες οικονομικές καταστάσεις που έχουν εγκριθεί από το διοικητικό συμβούλιο ή έως και το τριπλάσιο του ποσού των κερδών που αποκτήθηκαν ή των ζημιών που αποφεύχθηκαν λόγω της παράβασης, εάν το ποσό αυτό μπορεί να προσδιοριστεί. Αν το νο- μικό πρόσωπο είναι μητρική επιχείρηση ή θυγατρική επιχείρηση, η οποία οφείλει να καταρτίζει ενοποιημέ- νες οικονομικές καταστάσεις σύμφωνα με τις διατάξεις του N. 4308/2014, ή της Οδηγίας 2013/34/ΕΕ του Ευρω- παϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, ο σχετικός συνολικός ετήσιος κύκλος εργασιών λογίζεται ως ίσος με το συνολικό ετήσιο κύκλο εργασιών, ή το αντίστοιχο είδος εισοδημάτων, σύμφωνα με τις σχετικές λογιστι- κές Οδηγίες (Οδηγία 86/635/ΕΟΚ του Συμβουλίου για τις τράπεζες και Οδηγία 91/674/ΕΟΚ του Συμβουλίου για τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις) σύμφωνα με τις τελευταίες διαθέσιμες ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις που έχουν εγκριθεί από το διοικητικό συμβούλιο της τελικής μητρικής επιχείρησης. β) Για παράβαση από φυσικό πρόσωπο των διατάξεων των άρθρων 16 παράγραφοι 1 και 2, 17 παράγραφοι 1, 2, 4, 5, 7 και 8 του Κανονισμού (ΕΕ) 596/2014, έγγραφη επί- πληξη ή πρόστιμο ύψους από τρεις χιλιάδες (3.000) μέχρι ένα εκατομμύριο (1.000.000) ευρώ ή πρόστιμο έως και το τριπλάσιο του ποσού των κερδών που αποκτήθηκαν ή των ζημιών που αποφεύχθηκαν λόγω της παράβασης, εάν το ποσό αυτό μπορεί να προσδιοριστεί. Για παράβα- ση των ανωτέρω διατάξεων του Κανονισμού 596/2014/ ΕΕ από νομικό πρόσωπο, έγγραφη επίπληξη ή πρόστιμο ύψους από τρεις χιλιάδες (3.000) μέχρι δύο εκατομμύρια πεντακόσιες χιλιάδες (2.500.000) ευρώ ή μέχρι του ποσού που αντιστοιχεί στο 2% του συνολικού ετήσιου κύκλου εργασιών του νομικού προσώπου σύμφωνα με τους τε- λευταίες διαθέσιμες οικονομικές καταστάσεις που έχουν εγκριθεί από το διοικητικό συμβούλιο, ή έως και το τρι- πλάσιο του ποσού των κερδών που αποκτήθηκαν ή των ζημιών που αποφεύχθηκαν λόγω της παράβασης, εάν το ποσό αυτό μπορεί να προσδιοριστεί. Αν το νομικό πρό- σωπο είναι μητρική επιχείρηση ή θυγατρική επιχείρηση, η οποία οφείλει να καταρτίζει ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις σύμφωνα με τις διατάξεις του N. 4308/2014 ή της Οδηγίας 2013/34/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, ο σχετικός συνολικός ετήσιος κύκλος εργασιών λογίζεται ως ίσος με το συνολικό ετήσιο κύκλο εργασιών, ή το αντίστοιχο είδος εισοδημάτων σύμφωνα με τις σχετικές λογιστικές Οδηγίες (Οδηγία 86/635/ΕΟΚ του Συμβουλίου για τις τράπεζες και Οδηγία 91/674/ΕΟΚ του Συμβουλίου για τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις) σύμ- φωνα με τις τελευταίες διαθέσιμες ενοποιημένες οικονο- μικές καταστάσεις που έχουν εγκριθεί από το διοικητικό συμβούλιο της τελικής μητρικής επιχείρησης. γ) Σε περίπτωση παράβασης από φυσικό πρόσωπο των διατάξεων των άρθρων 18 παράγραφοι 1 έως 6, 19 παράγραφοι 1, 2, 3, 5, 6, 7, 11 και 12, και του άρθρου 20 παρ. 1 του Κανονισμού (ΕΕ) 596/2014 έγγραφη επίπληξη ή πρόστιμο ύψους από τρεις χιλιάδες (3.000) μέχρι πε- ντακόσιες χιλιάδες (500.000) ευρώ ή πρόστιμο έως και το τριπλάσιο του ποσού των κερδών που αποκτήθηκαν ή των ζημιών που αποφεύχθηκαν λόγω της παράβασης, εάν το ποσό αυτό μπορεί να προσδιοριστεί. Σε περίπτω- ση παράβασης των ανωτέρω διατάξεων από νομικό πρόσωπο, έγγραφη επίπληξη ή πρόστιμο ύψους από τρεις χιλιάδες (3.000) μέχρι ένα εκατομμύριο (1.000.000) ευρώ ή πρόστιμο έως και το τριπλάσιο του ποσού των κερδών που αποκτήθηκαν ή των ζημιών που αποφεύ- χθηκαν λόγω της παράβασης, εάν το ποσό αυτό μπορεί να προσδιοριστεί.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Σε περίπτωση παράβασης των διατάξεων που ανα- φέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί, ανεξάρτητα από την επιβολή κυρώσεων της παραγράφου 1, να επιβάλει τα ακόλουθα διοικητικά μέτρα: α) εντολή προς το υπεύθυνο για την παράβαση πρό- σωπο να διακόψει την παράνομη συμπεριφορά και να την παραλείπει στο μέλλον, β) δημόσια προειδοποίηση που καταχωρίζεται στον διαδικτυακό της τόπο, η οποία προσδιορίζει τη φύση της παράβασης και το όνομα του υπεύθυνου γι’ αυτήν προσώπου, γ) αποστέρηση από το υπεύθυνο πρόσωπο των απο- κτηθέντων κερδών ή αποφευχθεισών ζημιών λόγω της παράβασης, στο βαθμό που αυτά μπορεί να προσδιο- ριστούν. Τα ποσά αυτά βεβαιώνονται και εισπράττονται υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου σύμφωνα με τον Κώδικα Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων, δ) ανάκληση ή αναστολή, εν όλω ή εν μέρει, της άδειας λειτουργίας επιχείρησης παροχής επενδυτικών υπηρεσι- ών και ανώνυμης εταιρίας επενδυτικής διαμεσολάβησης (ΑΕΕΔ), ε) προσωρινή απαγόρευση μέχρι έξι (6) μηνών σε πρόσωπο το οποίο ασκεί διευθυντικά καθήκοντα εντός επιχείρησης παροχής επενδυτικών υπηρεσιών ή ανώ- νυμης εταιρίας επενδυτικής διαμεσολάβησης (ΑΕΕΔ) ή σε κάθε άλλο φυσικό πρόσωπο το οποίο φέρει ευθύνη για την παράβαση, άσκησης διευθυντικών καθηκόντων σε επιχείρηση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών ή σε ανώνυμη εταιρία επενδυτικής διαμεσολάβησης (ΑΕΕΔ), στ) σε περίπτωση επανειλημμένης παράβασης των άρθρων 14 ή 15 του Κανονισμού 596/2014/ΕΕ, μόνιμη απαγόρευση σε πρόσωπο που ασκεί διευθυντικά καθή- κοντα εντός επιχείρησης παροχής επενδυτικών υπηρε- σιών ή ανώνυμης εταιρίας επενδυτικής διαμεσολάβη- σης (ΑΕΕΔ) ή σε κάθε άλλο φυσικό πρόσωπο το οποίο φέρει ευθύνη για την παράβαση, να ασκεί διευθυντικές λειτουργίες εντός επιχείρησης παροχής επενδυτικών υπηρεσιών ή ανώνυμης εταιρίας επενδυτικής διαμεσο- λάβησης (ΑΕΕΔ), ζ) προσωρινή απαγόρευση διενέργειας συναλλαγών για ίδιο λογαριασμό επί χρηματοπιστωτικών μέσων σε πρόσωπο που ασκεί διευθυντικά καθήκοντα εντός επι- χείρησης παροχής επενδυτικών υπηρεσιών ή σε κάθε άλλο φυσικό πρόσωπο το οποίο φέρει ευθύνη για την παράβαση.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Για τον προσδιορισμό του είδους και της, τυχόν, χρονικής έκτασης των διοικητικών κυρώσεων και την επιμέτρηση του ύψους των προστίμων που επιβάλλο- νται, λαμβάνονται, κατά περίπτωση, ενδεικτικά υπόψη τα κατωτέρω από το Διοικητικό Συμβούλιο της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς: α) η σοβαρότητα και διάρκεια της παράβασης, β) η επίπτωση της παράβασης στην εύρυθμη λειτουρ- γία της αγοράς και στη διάχυση ορθής και έγκυρης πλη- ροφόρησης στο επενδυτικό κοινό, γ) η αξία των παράνομων συναλλαγών, δ) ο βαθμός ευθύνης του υπεύθυνου για την παράβα- ση προσώπου, ε) η χρηματοοικονομική ευρωστία του υπεύθυνου για την παράβαση προσώπου, όπως προκύπτει για παρά- δειγμα από το συνολικό κύκλο εργασιών προκειμένου περί νομικού προσώπου ή από το ετήσιο δηλωθέν εισό- δημα προκειμένου περί φυσικού προσώπου, στ) το ύψος των κερδών που αποκτήθηκαν ή των ζημιών που αποφεύχθηκαν από το υπεύθυνο για την παράβαση πρόσωπο, στον βαθμό που μπορούν να προσδιοριστούν, ζ) ο βαθμός συνεργασίας του υπεύθυνου για την πα- ράβαση προσώπου με την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς κατά το στάδιο διερεύνησης-ελέγχου από την τελευταία με την επιφύλαξη της ανάγκης αποστέρησης των απο- κτηθέντων κερδών ή αποφευχθεισών ζημιών από το εν λόγω πρόσωπο, η) οι ανάγκες της ειδικής και γενικής πρόληψης, θ) τυχόν προηγούμενες παραβάσεις των διατάξεων του Κανονισμού (ΕΕ) 596/2014 και της νομοθεσίας της κεφαλαιαγοράς, ι) τα μέτρα που έχουν ληφθεί από το υπεύθυνο για την παράβαση πρόσωπο προκειμένου να αποτραπεί τυχόν επανάληψη της παράβασης.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Σε όποιον: α) παρακωλύει με οποιονδήποτε τρόπο τον έλεγχο που διενεργείται από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, στο πλαίσιο εφαρμογής των διατάξεων του Κανονισμού (ΕΕ) 596/2014 και του νόμου αυτού, ή β) αρνείται ή παρακωλύει την παροχή στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς των κατά το άρθρο 36 του παρόντος νόμου πληροφοριών ή παρέχει εν γνώσει του ψευδείς πληροφορίες ή αποκρύπτει αληθείς πληροφορίες ή γ) αρνείται, αν και έχει κληθεί προς το σκοπό αυτόν να παράσχει στοιχεία ή αποκρύπτει στοιχεία ή καταθέτει ψευδή στοιχεία, ή αρνείται να καταθέσει ενώπιον της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς επιβάλλει πρόστιμο ύψους από τρεις χιλιάδες (3.000) μέχρι πεντακόσιες χιλιάδες (500.000) ευρώ.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς πριν προβεί στην επι- βολή των κυρώσεων ή στη λήψη των μέτρων που προ- βλέπονται στις προηγούμενες παραγράφους καλεί τον φερόμενο ως παραβάτη να εκφράσει τις απόψεις του εγγράφως για την αποδιδόμενη σε αυτόν παράβαση. Ο φερόμενος ως παραβάτης έχει το δικαίωμα να λάβει γνώ- ση της έκθεσης ελέγχου κατά το μέρος που τον αφορά.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς κοινοποιεί στην Τράπε- ζα της Ελλάδος κάθε πρόστιμο που επιβάλλει βάσει των διατάξεων του παρόντος άρθρου σε πιστωτικό ίδρυμα ή και σε απασχολούμενα σε πιστωτικό ίδρυμα πρόσωπα. 6.α. Σε περίπτωση παράβασης των διατάξεων των άρ- θρων 14,15, 16 παράγραφοι 1 και 2, 17 παράγραφοι 1, 2, 4, 5, 7 και 8, 18 παράγραφοι 1 έως 6, 19 παράγραφοι 1, 2, 3, 5, 6, 7, 11 και 12 και του άρθρου 20 παρ.1 του Κανονι- σμού (ΕΕ) 596/2014, και των σχετικών διατάξεων των κατ’ εξουσιοδότησή του εκδιδόμενων Κανονισμών και των Κανονισμών για τον καθορισμό εκτελεστικών και ρυθ- μιστικών τεχνικών προτύπων από πιστωτικά ιδρύματα που εποπτεύονται από την Τράπεζα της Ελλάδος ή από απασχολούμενα σε αυτά πρόσωπα, η Τράπεζα της Ελλά- δος, κατόπιν εισηγήσεως της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς ή και αυτοτελώς, έχει την εξουσία, ανεξάρτητα από τις κυρώσεις που επιβάλλει η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς: (α) ανάκλησης ή αναστολής, εν όλω ή εν μέρει, της άδειας λειτουργίας πιστωτικού ιδρύματος, (β) σε περίπτωση επανειλημμένης παράβασης των άρθρων 14 ή 15 του Κανονισμού (ΕΕ) 596/2014, μόνι- μης απαγόρευσης σε πρόσωπο που ασκεί διευθυντικά καθήκοντα εντός πιστωτικού ιδρύματος ή σε κάθε άλλο φυσικό πρόσωπο το οποίο φέρει ευθύνη για την παρά- βαση, να ασκεί διευθυντικές λειτουργίες εντός πιστωτι- κού ιδρύματος, (γ) προσωρινής απαγόρευσης σε πρόσωπο το οποίο ασκεί διευθυντικά καθήκοντα εντός πιστωτικού ιδρύ- ματος ή σε κάθε άλλο φυσικό πρόσωπο το οποίο φέρει ευθύνη για την παράβαση, να ασκεί διευθυντικές λει- τουργίες εντός του πιστωτικού ιδρύματος, (δ) προσωρινής απαγόρευσης σε πρόσωπο το οποίο ασκεί διευθυντικά καθήκοντα εντός πιστωτικού ιδρύ- ματος ή σε κάθε άλλο φυσικό πρόσωπο το οποίο φέρει ευθύνη για την παράβαση, να διενεργεί συναλλαγές επί χρηματοπιστωτικών μέσων για ίδιο λογαριασμό. 6.β. Η Τράπεζα της Ελλάδος παρέχει ετησίως στην Ευ- ρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών (ΕΑΚΑΑ) συ- γκεντρωτικές πληροφορίες για τα διοικητικά μέτρα που επιβλήθηκαν δυνάμει της προηγούμενης παραγράφου. Στην περίπτωση δημοσιοποίησης επιβολής διοικητικών μέτρων της προηγούμενης παραγράφου, η Τράπεζα της Ελλάδος τα γνωστοποιεί στην ΕΑΚΑΑ.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 7

Α) Αξιόποινες πράξεις κατάχρησης αγοράς κατά την έννοια των άρθρων 28 έως 31 του παρόντος νόμου που διενεργούνται από: α) εντολοδόχο εκπροσώπησης νομικού προσώπου ή β) πληρεξούσιο λήψης αποφάσεων εξ ονόματος νο- μικού προσώπου ή γ) πληρεξούσιο άσκησης ελέγχου εντός νομικού προ- σώπου, ένεκα της άσκησης της εργασίας ή του επαγ- γέλματος ή των καθηκόντων τους στο νομικό πρόσωπο ή επ’ ευκαιρία αυτών, ενεργώντας ατομικά ή ως μέλος οργάνου του νομικού προσώπου και κατέχοντας ιθύνου- σα θέση εντός αυτού, υπό την ως άνω σχετική ιδιότητα, θεωρούνται ότι έχουν διενεργηθεί επ’ ωφελεία του νομι- κού προσώπου, εκτός εάν το νομικό πρόσωπο, δια των αρμοδίων οργάνων του, ανυπαίτια αγνοούσε την τέλεση της πράξεως προς όφελός του. Β) Στην περίπτωση τέλεσης αξιόποινων πράξεων κα- τάχρησης αγοράς από φυσικό πρόσωπο του εδαφίου Α΄ οι σχετικές διοικητικές κυρώσεις της παράγραφος 1 επιβάλλονται και επί του νομικού προσώπου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 8

Οι αποφάσεις επιβολής διοικητικών κυρώσεων και μέτρων, που εκδίδονται με βάση το παρόν άρθρο, προ- σβάλλονται δικαστικώς, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 25 του N. 3371/2005.

Άρθρο 38Δημοσίευση των αποφάσεων [άρθρο 34 του Κανονισμού (ΕΕ) 596/2014]ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δημοσιεύει στον δια- δικτυακό της τόπο τις αποφάσεις με τις οποίες επιβάλ- λεται διοικητική κύρωση ή μέτρο για παραβάσεις των διατάξεων του Κανονισμού (ΕΕ) 596/2014 και των κατ’ εξουσιοδότησή του εκδιδομένων κανονισμών και των κανονισμών για τον καθορισμό εκτελεστικών και ρυθμι- στικών τεχνικών προτύπων αμέσως μετά την ενημέρωση του προσώπου στο οποίο επιβάλλεται η κύρωση ή το μέτρο, σχετικά με την εν λόγω απόφαση. Η δημοσίευση περιλαμβάνει τουλάχιστον πληροφορίες σχετικά με το είδος και τη φύση της παράβασης και την ταυτότητα του προσώπου στο οποίο επιβάλλεται η κύρωση ή το μέτρο. Η ανωτέρω υποχρέωση δημοσίευσης δεν ισχύει για αποφάσεις επιβολής μέτρων διερευνητικού χαρακτήρα. Αν η δημοσίευση της ταυτότητας των νομικών προσώ- πων ή των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα φυσικών προσώπων στα οποία αφορά η απόφαση, κρίνεται από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ότι είναι δυσανάλογη, κα- τόπιν κατά περίπτωση αξιολόγησης που διενεργείται σχετικά με την αναλογικότητα της δημοσίευσης αυτών των δεδομένων, ή αν η δημοσίευση θέτει σε κίνδυνο τη σταθερότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών ή μία διεξαγόμενη έρευνα, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς: α) αναβάλει τη δημοσίευση της απόφασης μέχρι να παύσουν να υφίστανται οι λόγοι για την εν λόγω ανα- βολή ή β) δημοσιεύει την απόφαση χωρίς τα στοιχεία των προ- σώπων τα οποία αφορά η απόφαση κατά τρόπο σύμφω- νο με την εθνική νομοθεσία, εφόσον η δημοσίευση αυτή εξασφαλίζει αποτελεσματική προστασία των σχετικών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ή γ) δεν δημοσιεύει την απόφαση, αν θεωρεί ότι η δη- μοσίευση, σύμφωνα με τις περιπτώσεις α΄ και β΄ δεν διασφαλίζει: i) ότι δεν θα τεθεί σε κίνδυνο η σταθερότητα των χρη- ματοπιστωτικών αγορών ή ii) την αναλογικότητα της δημοσίευσης των εν λόγω αποφάσεων στην περίπτωση μέτρων που θεωρούνται ήσσονος σημασίας. Σε περίπτωση που η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς απο- φασίσει να δημοσιεύσει μία απόφαση χωρίς τα στοιχεία των προσώπων στα οποία αφορά η απόφαση σύμφωνα με την παραπάνω περίπτωση β΄, μπορεί να αναβάλει τη δημοσίευση των οικείων δεδομένων για εύλογο χρονι- κό διάστημα, όταν προβλέπεται ότι στο διάστημα αυτό θα εκλείψουν οι λόγοι για τη δημοσίευση με τον τρόπο αυτόν.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Σε περίπτωση άσκησης ενώπιον των δικαστικών, διοικητικών ή άλλων αρχών προσφυγής κατά της από- φασης επιβολής διοικητικής κύρωσης ή μέτρου της Επι- τροπής Κεφαλαιαγοράς, η τελευταία δημοσιεύει άμεσα στο διαδικτυακό της τόπο τις πληροφορίες αυτές και κάθε μεταγενέστερη πληροφορία σχετική με την έκβαση της προσφυγής. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δημοσιεύει επίσης κάθε απόφαση που ακυρώνει προηγούμενη απόφαση επιβο- λής διοικητικών κυρώσεων ή διοικητικών μέτρων.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς διατηρεί κάθε δημο- σίευση κατά το παρόν άρθρο, προσβάσιμη στο διαδι- κτυακό της τόπο για διάστημα τουλάχιστον πέντε (5) ετών μετά τη δημοσίευσή της. Τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που περιέχονται στην εν λόγω δημοσίευ- ση διατηρούνται στο διαδικτυακό τόπο της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς για χρονικό διάστημα, σύμφωνο με τις διατάξεις της ισχύουσας εθνικής νομοθεσίας περί προ- στασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.

Άρθρο 39Αναφορά παραβάσεων [άρθρο 32 του Κανονισμού (ΕΕ) 596/2014]ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της Επι- τροπής Κεφαλαιαγοράς καθορίζονται, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην εκτελεστική Οδηγία (ΕΕ) 2015/2392 της Επιτροπής, κατάλληλες διαδικασίες και μηχανισμοί που επιτρέπουν την υποβολή σε αυτήν αναφορών παραβά- σεων ή ενδεχόμενων παραβάσεων του Κανονισμού (ΕΕ) 596/2014 και περιλαμβάνουν τουλάχιστον: α) ειδικές διαδικασίες για τη λήψη αναφορών παραβά- σεων και την παρακολούθησή τους, συμπεριλαμβανο- μένης της καθιέρωσης ασφαλών διαύλων επικοινωνίας για τις εν λόγω αναφορές, β) κατάλληλη προστασία προσώπων που εργάζονται δυνάμει σύμβασης εργασίας ή παροχής υπηρεσιών και τα οποία αναφέρουν παραβάσεις ή κατηγορούνται για παραβάσεις, τουλάχιστον έναντι αντιποίνων, διακρίσεων ή άλλων μορφών άδικης μεταχείρισης, στο πλαίσιο της εργασίας τους και γ) προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτή- ρα τόσο του προσώπου που αναφέρει την παράβαση όσο και του φυσικού προσώπου το οποίο φέρεται ότι διέπραξε αυτήν, συμπεριλαμβανομένης της προστασίας σε σχέση με τη διατήρηση του εμπιστευτικού χαρακτή- ρα της ταυτότητας των εν λόγω προσώπων, σε όλα τα στάδια της διαδικασίας, με την επιφύλαξη των απαιτή- σεων δημοσιοποίησης των πληροφοριών δυνάμει της κείμενης νομοθεσίας στο πλαίσιο ερευνών ή μετέπειτα δικαστικών διαδικασιών.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Οι εργοδότες που συμμετέχουν σε δραστηριότητες οι οποίες υπάγονται στο ρυθμιστικό πλαίσιο που διέπει την παροχή χρηματοοικονομικών υπηρεσιών, θεσπίζουν κατάλληλες εσωτερικές διαδικασίες, ώστε να μπορούν οι εργαζόμενοί τους να αναφέρουν παραβάσεις του Κα- νονισμού (ΕΕ) 596/2014.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ΄
Άρθρο 40Εξουσιοδοτήσεις

Με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της Επι- τροπής Κεφαλαιαγοράς μπορούν να καταργούνται, να τροποποιούνται ή να αντικαθίστανται προηγούμενες αποφάσεις του που έχουν εκδοθεί κατ’ εξουσιοδότη- ση των διατάξεων που καταργούνται με το άρθρο 42 του παρόντος νόμου, στο μέτρο που αντίκεινται στον Κανονισμό (ΕΕ) 596/2014 και τους κατ’ εξουσιοδότησή του εκδιδόμενους εκτελεστικούς ή άλλους Κανονισμούς ή των οποίων το περιεχόμενο ρυθμίζεται από αυτούς.

Άρθρο 41Μεταβατικές και τελικές διατάξειςΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Με την επιφύλαξη της παρ. 2, οι διατάξεις των άρθρων 1 έως 19, 20 έως 28 και 31Α του N. 3340/2005 (Α΄ 112) εξα- κολουθούν να εφαρμόζονται σε παραβάσεις οι οποίες έλα- βαν χώρα μέχρι την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Οι αρμοδιότητες της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, σύμφωνα, με το άρθρο 36 εφαρμόζονται και σε υποθέ- σεις της παραγράφου 1 στις οποίες δεν έχει ξεκινήσει ακόμη ο έλεγχος. Εκκρεμείς υποθέσεις συνεχίζονται υπό την ισχύ του N. 3340/2005 μέχρις αμετακλήτου περαιώσεώς τους.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Με την επιφύλαξη των παραγράφων 1 και 2, όπου στην κείμενη νομοθεσία γίνεται αναφορά στις καταργού- μενες διατάξεις του N. 3340/2005, νοούνται οι αντίστοι- χες προς το περιεχόμενό τους διατάξεις του Κανονισμού (ΕΕ) 596/2014 και του παρόντος νόμου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Όπου στις διατάξεις του παρόντος γίνεται αναφορά σε ΜΟΔ, αγορές ανάπτυξης ΜΜΕ, δικαιώματα εκπομπής ή εκπλειστηριαζόμενα προϊόντα που βασίζονται σε αυτά, οι εν λόγω διατάξεις δεν εφαρμόζονται σε ΜΟΔ, αγορές ανάπτυξης ΜΜΕ, δικαιώματα εκπομπής ή εκπλειστηρι- αζόμενα προϊόντα που βασίζονται σε αυτά, έως τις 3 Ιανουαρίου 2018.

Άρθρο 42Κατάργηση διατάξεων

Με την επιφύλαξη του άρθρου 41 παράγραφος 1 από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου καταργού- νται οι διατάξεις των άρθρων 1 έως 19, 20 έως 31Α του N. 3340/2005 (Α΄ 112).

ΤΜΗΜΑ Γ΄ΛΟΙΠΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 43Τήρηση στοιχείων συναλλαγώνΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Τα πρόσωπα που κατ’ επάγγελμα διαμεσολαβούν στην κατάρτιση συναλλαγών ή εκτελούν συναλλαγές, σύμφωνα με το άρθρο 3 παρ. 1 στοιχείο 28 του Κανονι- σμού (ΕΕ) 596/2014 υποχρεούνται να καταγράφουν και να αρχειοθετούν όλες τις εντολές που δίνουν πελάτες τους για κατάρτιση συναλλαγών επί χρηματοπιστωτικών μέσων, και ιδίως να ηχογραφούν τις εντολές που δίδονται τηλεφωνικώς, καθώς και να αποθηκεύουν τις εντολές που δίδονται μέσω τηλεομοιοτυπίας ή ηλεκτρονικού μέ- σου, όπως το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο ή το διαδίκτυο.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Η καταγραφή και αρχειοθέτηση των πιο πάνω εντο- λών πρέπει να γίνεται με τρόπο που να διασφαλίζει την αξιοπιστία, την ακρίβεια και την πληρότητα των κατα- γεγραμμένων στοιχείων, τη δυνατότητα ευχερούς ανα- παραγωγής των καταγεγραμμένων στοιχείων εγγράφως ή σε ηλεκτρονικό ή μαγνητικό μέσο, καθώς, επίσης, να επιτρέπει την ευχερή πρόσβαση και έρευνα των καταγε- γραμμένων στοιχείων και την ασφαλή αποθήκευσή τους.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Τα πρόσωπα που κατ’ επάγγελμα διαμεσολαβούν στην κατάρτιση συναλλαγών ή εκτελούν συναλλαγές, σύμφωνα με το άρθρο 3 παρ. 1 στοιχείο 28 του Κανονι- σμού (ΕΕ) 596/2014 υποχρεούνται να τηρούν για πέντε (5) τουλάχιστον έτη, τουλάχιστον σε ηχητική μορφή, τις τηλεφωνικές συνομιλίες που καταγράφουν σύμφωνα με την παράγραφο 1, προσδιορίζοντας επακριβώς την ταυτότητα του εντολέα. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί με απόφασή της να διατάξει τη διατήρηση των στοιχείων του προηγού- μενου εδαφίου για πρόσθετη περίοδο που δεν μπορεί να υπερβαίνει τα δύο (2) έτη, εφόσον διενεργείται έρευνα για κατάχρηση της αγοράς. Τα πρόσωπα που κατ’ επάγγελμα διαμεσολαβούν στην κατάρτιση συναλλαγών ή εκτελούν συναλλαγές, σύμφω- να με το άρθρο 3 παρ. 1 στοιχείο 28 του Κανονισμού (ΕΕ) 596/2014 υποχρεούνται να θέτουν στη διάθεση της Επι- τροπής Κεφαλαιαγοράς τις καταγεγραμμένες συνομιλίες, καθώς και να απομαγνητοφωνούν και να θέτουν στη διάθεσή της εγγράφως και σε ηχητική μορφή και στην έκταση που εκείνη θα προσδιορίζει σε κάθε περίπτωση, τις τηλεφωνικές συνομιλίες που καταγράφουν, σύμφωνα με το παρόν άρθρο.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Τα πρόσωπα που ηχογραφούν εντολές για την κατάρτιση συναλλαγών σε χρηματοπιστωτικά μέσα οι οποίες δίνονται τηλεφωνικώς οφείλουν να ενημερώνουν τους καλούντες, κατά την έναρξη της τηλεφωνικής συνο- μιλίας, ότι η τηλεφωνική συνομιλία καταγράφεται για λό- γους προστασίας των συναλλαγών. Επίσης, οφείλουν, σε κάθε περίπτωση, να περιλαμβάνουν στη σύμβαση που συνάπτουν με τους πελάτες τους σαφή όρο ότι όλες οι εντολές που διαβιβάζονται τηλεφωνικά καταγράφονται και αρχειοθετούνται για λόγους προστασίας των συναλ- λαγών, καθώς και ότι τίθενται, εφόσον τούτο ζητηθεί, στη διάθεση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Οι υποχρεώσεις των παραγράφων 2 και 3 εξακολου- θούν να ισχύουν και σε κάθε περίπτωση που τα πρόσωπα τα οποία κατ’ επάγγελμα διαμεσολαβούν στην κατάρτιση συναλλαγών ή εκτελούν συναλλαγές είτε έχουν αναστεί- λει προσωρινά τη λειτουργία τους είτε έχουν παύσει τη λειτουργία τους καθ’ οιονδήποτε τρόπο.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Σε όποιον παραβαίνει τις υποχρεώσεις του παρόντος άρθρου η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς επιβάλλει έγγραφη επίπληξη ή πρόστιμο ύψους από τρεις χιλιάδες (3.000) μέχρι πεντακόσιες χιλιάδες (500.000) ευρώ, λαμβανομέ- νων υπόψη και των κριτηρίων της παραγράφου 3 του άρθρου 37.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 7

Προκειμένου περί παραβάσεως των διατάξεων του παρόντος άρθρου από πιστωτικά ιδρύματα που εποπτεύει η Τράπεζα της Ελλάδος ή από πρόσωπα που απασχολούνται σε αυτά, αρμόδια για την επιβολή των κυρώσεων της παραγράφου 6 είναι η Τράπεζα της Ελλά- δος, η οποία ενεργεί κατόπιν εισήγησης της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς ή και αυτοτελώς.

Άρθρο 44Συνεργασία με την Τράπεζα της ΕλλάδοςΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς συνεργάζεται, με την Τράπεζα της Ελλάδος για την άσκηση των αρμοδιοτή- των της, σύμφωνα με τον Κανονισμό (ΕΕ) 596/2014 και τον παρόντα νόμο, ως προς θέματα που αφορούν τα πιστωτικά ιδρύματα που λειτουργούν στην Ελλάδα, νο- ουμένου ότι οι διατάξεις του παρόντος νόμου δεν θίγουν τις εποπτικές αρμοδιότητες της Τράπεζας της Ελλάδος επί των πιστωτικών ιδρυμάτων.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Με την επιφύλαξη των υποχρεώσεων από την ποι- νική νομοθεσία, όταν η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς λαμ- βάνει πληροφορίες, σύμφωνα με την προηγούμενη πα- ράγραφο τις χρησιμοποιεί αποκλειστικά για την άσκηση των καθηκόντων της στο πλαίσιο του πεδίου εφαρμογής του νόμου αυτού, καθώς και στο πλαίσιο των διοικητικών ή δικαστικών διαδικασιών που σχετίζονται ειδικά με την άσκηση αυτών των καθηκόντων. Η Επιτροπή Κεφαλαι- αγοράς μπορεί να τις χρησιμοποιεί για άλλους σκοπούς ή να τις διαβιβάσει στις αρμόδιες αρχές άλλων κρατών ύστερα από ρητή συναίνεση της Τράπεζας της Ελλάδος.

Άρθρο 45Κατάλογος Διευθυντικών ΠροσώπωνΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Ο εκδότης οφείλει να υποβάλει στην Επιτροπή Κεφα- λαιαγοράς τον προβλεπόμενο στην παρ. 5 του άρθρου 19 του Κανονισμού (ΕΕ) 596/2014 κατάλογο των προσώ- πων που ασκούν διευθυντικά καθήκοντα και των προ- σώπων που έχουν στενούς δεσμούς με αυτά. Ο εκδότης ενημερώνει τον κατάλογο σε κάθε περίπτωση μεταβολής των στοιχείων που περιλαμβάνει και τον υποβάλλει στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της Επι- τροπής Κεφαλαιαγοράς μπορούν να προβλέπονται τα στοιχεία και οι όροι ενημέρωσης του καταλόγου της προηγούμενης παραγράφου και ο τρόπος υποβολής του.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Σε περίπτωση παράβασης της παραγράφου 1 του παρόντος η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς επιβάλλει έγ- γραφη επίπληξη ή πρόστιμο ύψους από τρεις χιλιάδες (3.000) μέχρι πεντακόσιες χιλιάδες (500.000) ευρώ λαμ- βανομένων υπόψη και των κριτηρίων της παραγράφου 3 του άρθρου 37.

Άρθρο 46Παροχή στοιχείων

Αν ένας εκδότης ή ένας συμμετέχων σε αγορά δικαιω- μάτων εκπομπής έχει αναβάλει τη δημοσιοποίηση προ- νομιακής πληροφορίας δυνάμει της παρ. 4 του άρθρου 17 του Κανονισμού (ΕΕ) 596/2014, παρέχει στην Επιτρο- πή Κεφαλαιαγοράς τις έγγραφες εξηγήσεις και το σχετικό αρχείο σχετικά με το πώς πληρούνται οι προϋποθέσεις της παρ. 4 του άρθρου 17 του Κανονισμού (ΕΕ) 596/2014, μετά τη δημοσιοποίηση της εν λόγω πληροφορίας, κατό- πιν σχετικού αιτήματος της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς.

Άρθρο 47Κατάρτιση και επιμόρφωση (άρθρο 11 της Οδηγίας 2014/57/ΕΕ)

Οι αρμόδιοι φορείς για την κατάρτιση και επιμόρφωση των δικαστικών λειτουργών, δικαστικών υπαλλήλων και αστυνομικών οργάνων που συμμετέχουν σε ποινικές ή άλλες διαδικασίες και έρευνες, μεριμνούν ώστε τα ανω- τέρω πρόσωπα να λαμβάνουν την κατάλληλη εκπαίδευ- ση και επιμόρφωση που θα τα βοηθά να εντοπίζουν και να ερευνούν τις δραστηριότητες που συνδέονται με τις παράνομες συμπεριφορές του παρόντος νόμου. Το πρόγραμμα σπουδών της Εθνικής Σχολής Δικαστι- κών Λειτουργών προσαρμόζεται κατάλληλα ώστε να πραγματοποιούνται μαθήματα συναφή με τη νομοθε- σία περί κεφαλαιαγοράς στους εκπαιδευόμενους δικα- στικούς λειτουργούς όλων των κατευθύνσεων, καθώς και για να παρέχεται σχετική σεμιναριακή επιμόρφωση στους ήδη υπηρετούντες δικαστικούς λειτουργούς.

ΜΕΡΟΣ Γ΄ΕΝΣΩΜΑΤΩΣΗ ΣΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΤΗΣ ΟΔΗΓΙΑΣ 2014/68/ΕΕ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΗΣ 15ΗΣ ΜΑΪΟΥ 2014 ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΟΥ ΕΥΡΩ ΚΑΙ ΑΛΛΩΝ ΝΟΜΙΣΜΑΤΩΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΡΑΧΑΡΑΞΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΚΙΒΔΗΛΕΙΑ ΜΕΣΩ ΤΟΥ ΠΟΙΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΚΑΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΤΙΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ-ΠΛΑΙΣΙΟΥ 2000/383/ΔΕΥ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ
Άρθρο 48

Αντικείμενο του παρόντος νόμου αποτελεί η προστα- σία του ευρώ και άλλων νομισμάτων από την παραχά- ραξη και την κιβδηλεία μέσω των διατάξεων του ουσι- αστικού και δικονομικού ποινικού δικαίου.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 49Τροποποιήσεις του Ποινικού Κώδικα (άρθρο 3 παράγραφος 1δ της Οδηγίας)

Το άρθρο 211 του Ποινικού Κώδικα αντικαθίσταται ως εξής: «Άρθρο 211 Προπαρασκευαστικές πράξεις Όποιος με σκοπό να διαπράξει κάποιο από τα εγκλή- ματα των άρθρων 207 και 209 κατασκευάζει, αποδέ- χεται, προμηθεύεται ή κατέχει εργαλεία, αντικείμενα, ηλεκτρονικά προγράμματα και δεδομένα, ή άλλα μέσα χρήσιμα γι’ αυτόν το σκοπό, καθώς και χαρακτηριστι- κά ασφαλείας, όπως ολογράμματα, υδατογραφήματα ή λοιπά συστατικά στοιχεία του νομίσματος, τα οποία χρησιμεύουν για την προστασία από την παραχάραξη, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός (1) έτους και χρηματική ποινή».

Άρθρο 50Τροποποιήσεις του Ποινικού Κώδικα (άρθρο 3 παράγραφος 2 της Οδηγίας)

Το άρθρο 208A του Ποινικού Κώδικα αντικαθίσταται ως εξής: «Άρθρο 208Α Όποιος με πρόθεση κατασκευάζει, προμηθεύεται, αποδέχεται, εισάγει, εξάγει, μεταφέρει, κατέχει ή θέτει σε κυκλοφορία μεταλλικό νόμισμα ή χαρτονόμισμα είτε κατά είτε πριν από το χρόνο νόμιμης κυκλοφορίας τους είτε κατά το διάστημα κατά το οποίο γίνεται δεκτό προς ανταλλαγή από τους αρμόδιους φορείς και για την κατα- σκευή του οποίου έχουν χρησιμοποιηθεί νόμιμες εγκα- ταστάσεις και υλικά, χωρίς όμως την άδεια της αρμόδιας αρχής ή καθ’ υπέρβαση του σχετικού δικαιώματος, τιμω- ρείται με τις ποινές της παραγράφου 1 του άρθρου 208».

Άρθρο 51Ευθύνη νομικών προσώπων (άρθρα 6 και 7 της Οδηγίας)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Αν κάποια από τις πράξεις των άρθρων 207 έως και 211 του Ποινικού Κώδικα τελέστηκε προς όφελος ή για λογαριασμό νομικού προσώπου ή ένωσης προσώπων, από φυσικό πρόσωπο που ενεργεί είτε ατομικά είτε ως μέλος οργάνου του νομικού προσώπου ή της ένωσης προσώπων και έχει εξουσία εκπροσώπησής τους ή εξου- σιοδότηση για τη λήψη αποφάσεων για λογαριασμό τους ή για την άσκηση ελέγχου εντός αυτών, επιβάλλονται στο νομικό πρόσωπο ή στην ένωση προσώπων με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, σωρευτικά ή διαζευκτικά, οι ακόλουθες κυρώσεις: α) διοικητικό πρόστιμο μέχρι 100% επί του ποσού της παράβασης ή σε περίπτωση που δεν είναι δυνατόν να προσδιορισθεί αυτό, μέχρι το ποσό του ενός εκατομμυ- ρίου (1.000.000) ευρώ, β) προσωρινή ή οριστική απαγόρευση άσκησης της επιχειρηματικής δραστηριότητας, γ) πρόσκαιρος ή οριστικός αποκλεισμός από δημόσιες παροχές, ενισχύσεις, επιδοτήσεις, αναθέσεις έργων και υπηρεσιών, προμήθειες, διαφημίσεις και διαγωνισμούς του Δημοσίου ή των νομικών προσώπων του δημόσιου τομέα, δ) προσωρινή ή οριστική διακοπή λειτουργίας των εγκαταστάσεων που χρησιμοποιήθηκαν για την τέλεση των ανωτέρω πράξεων. Οι ίδιες κυρώσεις επιβάλλονται στο νομικό πρόσωπο και όταν λόγω έλλειψης εποπτείας ή ελέγχου κατέστη δυνατή η τέλεση των αναφερόμενων στο ίδιο εδάφιο ποινικών αδικημάτων προς όφελος του νομικού προ- σώπου από άλλο φυσικό πρόσωπο που τελεί υπό την εξουσία εκείνου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Για τη σωρευτική ή διαζευκτική επιβολή των κυ- ρώσεων που προβλέπονται στην προηγούμενη παρά- γραφο και για την επιμέτρηση των κυρώσεων αυτών λαμβάνονται υπόψη, ιδίως, η βαρύτητα της παράβασης, ο βαθμός της υπαιτιότητας, η οικονομική επιφάνεια του νομικού προσώπου ή της ένωσης προσώπων και η τυχόν υποτροπή τους.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Η εφαρμογή των διατάξεων των προηγούμενων πα- ραγράφων είναι ανεξάρτητη από την αστική, πειθαρχική ή ποινική ευθύνη των αναφερόμενων σε αυτές φυσι- κών προσώπων. Καμία κύρωση δεν επιβάλλεται χωρίς προηγούμενη κλήτευση των νόμιμων εκπροσώπων του νομικού προσώπου ή της ένωσης προσώπων προς παρο- χή εξηγήσεων. Η κλήση κοινοποιείται τουλάχιστον δέκα (10) ημέρες πριν από την ημέρα της ακρόασης. Κατά τα λοιπά, εφαρμόζονται οι διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 6 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας. Σε περίπτωση άσκησης ποινικής δίωξης για κάποια από τις προβλεπόμενες στην παράγραφο 1 αξιόποινες πράξεις που τελέστηκε από πρόσωπο αναφερόμενο στην ίδια παράγραφο και προκειμένου να εφαρμοστεί η προβλε- πόμενη στο άρθρο αυτό διαδικασία επιβολής διοικη- τικών κυρώσεων, οι εισαγγελικές αρχές ενημερώνουν αμέσως τον Υπουργό Οικονομικών και αποστέλλουν σε αυτόν αντίγραφα της δικογραφίας.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Σε περίπτωση αμετάκλητης απαλλαγής εκείνου που παραπέμφθηκε, οι κατά τα ανωτέρω αποφάσεις επιβο- λής διοικητικών κυρώσεων ανακαλούνται.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Οι διατάξεις των προηγουμένων παραγράφων δεν εφαρμόζονται στο Κράτος, στους φορείς δημόσιας εξου- σίας και στους διεθνείς οργανισμούς δημοσίου δικαίου, χωρίς αυτό να επηρεάζει την εφαρμογή των διατάξεων που ισχύουν κάθε φορά περί αστικής, πειθαρχικής ή ποινικής ευθύνης.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ΄ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΑ ΜΕΣΑ ΚΑΙ ΕΘΝΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ ΑΝΑΛΥΣΗΣ
Άρθρο 52(άρθρο 9 της Οδηγίας)

Οι παράγραφοι 1 και 2 του άρθρου 253Α του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας αντικαθίστανται ως εξής: «1. Ειδικά, για τις αξιόποινες πράξεις των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 187, των άρθρων 187A, 207 εδάφιο α΄, 208 παρ. 1 εδάφιο α΄, 208Α, εκτός από τις ιδιαίτερα ελαφρές περιπτώσεις, 323Α, 336 σε βάρος ανηλίκου, της παραγράφου 1 του άρθρου 338 σε βάρος ανηλίκου, των παραγράφων 1 και 4 του άρθρου 339, των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 342, των άρθρων 348Α, 348Β, 348Γ, 351 και 351Α του Ποινικού Κώδικα, η έρευνα μπορεί να συμπεριλάβει και τη διενέργεια: α) ανακριτικής διείσδυσης, με την τήρηση των εγγυή- σεων και τις διαδικασίες των επόμενων παραγράφων και όπως κατά τα λοιπά η διείσδυση προβλέπεται στο άρθρο 28 του N. 4139/2013 (Α΄ 74) και στην παρ. 1 του άρθρου 5 του N. 2713/1999 (Α΄ 89), εφόσον η ανακριτική διείσδυση περιορίζεται στις πράξεις που είναι απολύτως αναγκαίες για τη διακρίβωση εγκλημάτων, την τέλεση των οποίων τα μέλη της οργάνωσης είχαν προαποφασίσει, β) ελεγχόμενων μεταφορών, με την τήρηση των εγγυή- σεων και τις διαδικασίες των επόμενων παραγράφων και όπως κατά τα λοιπά οι μεταφορές αυτές προβλέπονται στο άρθρο 38 του N. 2145/1993 (Α΄ 88). γ) άρσης του απορρήτου, με την τήρηση των εγγυή- σεων και τις διαδικασίες των επόμενων παραγράφων και όπως κατά τα λοιπά η άρση αυτή προβλέπεται στα άρθρα 4 και 5 του N. 2225/1994 (Α΄ 121), δ) καταγραφής δραστηριότητας ή άλλων γεγονότων εκτός κατοικίας με συσκευές ήχου ή εικόνας ή με άλλα ειδικά τεχνικά μέσα, με την τήρηση των εγγυήσεων και τις διαδικασίες των επόμενων παραγράφων και όπως κατά τα λοιπά η καταγραφή προβλέπεται στην παρ. 4 του άρθρου 6 του παραπάνω N. 2713/1999 (Α΄ 89) και ε) συσχέτισης ή συνδυασμού δεδομένων προσωπι- κού χαρακτήρα, με την τήρηση των εγγυήσεων και τις διαδικασίες των επόμενων παραγράφων και υπό τους ουσιαστικούς όρους και προϋποθέσεις του N. 2472/1997 (Α΄ 50). 2. Οι ανακριτικές πράξεις της προηγούμενης παραγρά- φου διεξάγονται μόνο: α) αν προκύπτουν σοβαρές ενδείξεις ότι έχει τελεσθεί αξιόποινη πράξη των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 187, των άρθρων 187Α, 207 εδάφιο α΄, 208 παρ. 1, εδάφιο α΄, 208Α, εκτός από τις ιδιαίτερα ελαφρές περιπτώσεις, 323Α, 336 σε βάρος ανηλίκου, της παρ. 1 του άρθρου 338 σε βάρος ανηλίκου, των παραγράφων 1 και 4 του άρθρου 339, των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 342, των άρθρων 348Α, 348Β, 348Γ, 351 και 351Α του Ποινι- κού Κώδικα, β) αν η εξάρθρωση της εγκληματικής οργάνωσης ή η εξιχνίαση των τρομοκρατικών πράξεων του άρθρου 187Α ή των πράξεων των άρθρων 207 εδάφιο α΄, 208 παρ. 1, εδάφιο α΄, 208Α, εκτός από τις ιδιαίτερα ελαφρές περιπτώσεις, 323Α, 336 σε βάρος ανηλίκου, της παρ. 1 του άρθρου 338 σε βάρος ανηλίκου, των παραγράφων 1 και 4 του άρθρου 339, των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 342, των άρθρων 348Α, 348Β, 348Γ, 351 και 351Α του Ποινικού Κώδικα είναι διαφορετικά αδύνατη ή ιδι- αιτέρως δυσχερής».

Άρθρο 53Τροποποιήσεις του Ποινικού Κώδικα (άρθρο 10 της Οδηγίας)

Στο άρθρο 213 του Ποινικού Κώδικα προστίθεται πα- ράγραφος 3 ως εξής: «3. Τα νομίσματα που κατάσχονται ως ύποπτα προ- ϊόντα παραχάραξης ή κιβδηλείας, αποστέλλονται στο αντίστοιχο Εθνικό Κέντρο Ανάλυσης ή Εθνικό Κέντρο Ανάλυσης Κερμάτων Ευρώ για ανάλυση, ανίχνευση και εντοπισμό περαιτέρω προϊόντων παραχάραξης, χωρίς καθυστέρηση και το αργότερο μέχρι να εκδοθεί τελεσί- δικη απόφαση κατά την ποινική διαδικασία».

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ΄ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 54(άρθρο 11 της Οδηγίας)

Οι αρμόδιες υπηρεσίες κάθε Εισαγγελίας Πρωτοδικών ανά την Επικράτεια τηρούν κατ’ έτος στατιστικά στοιχεία και δεδομένα ως προς: α) τον αριθμό και το είδος των αξιόποινων πράξεων των άρθρων 207 έως 211 ΠΚ που διαπράττονται στη χώρα, β) τον αριθμό των προσώπων κατά των οποίων ασκήθηκε ποινική δίωξη για τα ως άνω εγκλήματα, γ) τις ποινές που επιβλήθηκαν στα πρόσωπα που καταδικάσθηκαν για τα ίδια εγκλήματα. Τα δεδομένα αυτά οι ανωτέρω εισαγγελικές υπηρεσίες διαβιβάζουν κατ’ έτος στην αρμόδια Διεύθυνση του Υπουργείου Δι- καιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, η οποία τουλάχιστον κάθε δύο (2) έτη τα διαβιβάζει στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

ΜΕΡΟΣ Δ΄ΣΥΣΤΑΣΗ ΕΘΝΙΚΟΥ ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΥ ΔΙΕΡΕΥΝΗΣΗΣ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΩΝ ΑΥΘΑΙΡΕΣΙΑΣ ΣΤΑ ΣΩΜΑΤΑ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΥΠΑΛΛΗΛΟΥΣ ΤΩΝ ΚΑΤΑΣΤΗΜΑΤΩΝ ΚΡΑΤΗΣΗΣ
Άρθρο 56

Το άρθρο 1 του N. 3938/2011 (Α΄ 61) αντικαθίσταται ως εξής: «Άρθρο 1 1. Ο Συνήγορος του Πολίτη ορίζεται ως Εθνικός Μη- χανισμός Διερεύνησης Περιστατικών Αυθαιρεσίας με αρμοδιότητα τη συλλογή, την καταγραφή, την αξιολό- γηση, τη διερεύνηση ή την περαιτέρω προώθηση προς άσκηση πειθαρχικού ελέγχου στις αρμόδιες Υπηρεσίες, καταγγελιών για πράξεις του ένστολου προσωπικού της Ελληνικής Αστυνομίας, του Λιμενικού Σώματος - Ελληνι- κής Ακτοφυλακής, του Πυροσβεστικού Σώματος, καθώς και των υπαλλήλων των καταστημάτων κράτησης, οι οποίες εκδηλώθηκαν κατά την άσκηση των καθηκόντων του ή κατά κατάχρηση της ιδιότητάς του και αφορούν: α. βασανιστήρια και άλλες προσβολές της ανθρώπι- νης αξιοπρέπειας κατά την έννοια του άρθρου 137Α του Ποινικού Κώδικα, β. παράνομες εκ προθέσεως προσβολές κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας ή υγείας ή της προσωπι- κής ή γενετήσιας ελευθερίας, γ. παράνομη χρήση πυροβόλου όπλου και δ. παράνομη συμπεριφορά για την οποία υπάρχουν ενδείξεις ότι διενεργήθηκε με ρατσιστικό κίνητρο ή η οποία ενέχει άλλου είδους διακριτική μεταχείριση λόγω χαρακτηριστικών φυλής, χρώματος εθνικής ή εθνοτικής καταγωγής, γενεαλογικών καταβολών, θρησκείας, ανα- πηρίας, σεξουαλικού προσανατολισμού, ταυτότητας ή χαρακτηριστικών φύλου. 2. Οι καταγγελίες πρέπει να είναι επώνυμες και γραπτές και να υποβάλλονται στο Συνήγορο του Πολίτη, αυτο- προσώπως ή μέσω πληρεξούσιου. Το όνομα και τα άλλα στοιχεία ταυτότητας του καταγγέλλοντος μπορεί να μην ανακοινώνονται κατά το στάδιο της διερεύνησης, αν το ζητήσει εγγράφως ο ενδιαφερόμενος. Αν κατά την κρίση του Συνηγόρου του Πολίτη η διερεύνηση δεν είναι δυνα- τή χωρίς ανακοίνωση του ονόματος, ο ενδιαφερόμενος ενημερώνεται ότι η καταγγελία του θα τεθεί στο αρχείο, εφόσον ο ίδιος δεν συναινέσει εγγράφως στην ανακοί- νωση του ονόματός του. Αν ο καταγγέλλων αγνοεί την ελληνική γλώσσα, μπορεί να παραστεί με διερμηνέα. Αν ο καταγγέλλων αδυνατεί να γράψει, η καταγγελία γίνεται προφορικώς, καταγράφεται από υπάλληλο του Συνη- γόρου του Πολίτη και συντάσσεται έκθεση στην οποία γίνεται ειδική μνεία της αδυναμίας του καταγγέλλοντος να γράψει. Η έκθεση υπογράφεται από τον καταγγέλλο- ντα και τον υπάλληλο του Συνηγόρου του Πολίτη που τη συνέταξε. Όταν η καταγγελία είναι ανώνυμη τίθεται στο αρχείο με πράξη του Συνηγόρου του Πολίτη, όμως τυ- χόν στοιχεία αυτής που παρέχουν βάση για διερεύνηση μπορούν να αξιοποιηθούν στο πλαίσιο αυτεπάγγελτης παρέμβασης. Ο Συνήγορος του Πολίτη επιλαμβάνεται και αυτεπαγγέλτως, μετά από πληροφορίες με συγκε- κριμένα στοιχεία για περιστατικά της παραγράφου 1 και ιδίως όσων προέρχονται από δημοσιεύματα ή εκπομπές Μ.Μ.Ε. ή μετά από παραπομπή της υπόθεσης από τον καθ’ ύλην αρμόδιο Υπουργό ή Γενικό Γραμματέα. 3. Ο Συνήγορος του Πολίτη αξιολογεί κάθε καταγγελία ή περιστατικό για το αν εμπίπτει στις αρμοδιότητές του κατά τον παρόντα νόμο και αποφασίζει με πράξη του εντός προθεσμίας δέκα (10) ημερών ή για τη διερεύνη- ση μιας καταγγελίας ή ενός περιστατικού, περίπτωση κατά την οποία υποχρεούται εντός προθεσμίας τριών (3) μηνών να έχει συντάξει σχετικό πόρισμα, ή για την προώθηση μιας καταγγελίας ή ενός περιστατικού προς διερεύνηση στις αρμόδιες Υπηρεσίες, ή για τη θέση τους στο αρχείο ως αβάσιμων ή ανεπίδεκτων εκτίμη- σης. Οι προθεσμίες του ως άνω εδαφίου μπορούν κατά παρέκκλιση να παρατείνονται μέχρι τρεις (3) μήνες με αιτιολογημένη πράξη του Συνηγόρου του Πολίτη υπό τους όρους της παρ. 2 του άρθρου 4 του N. 2690/1999 (Α΄ 45). Σε αυτή την περίπτωση, ο Συνήγορος του Πολίτη ενημερώνει σχετικά τις αρμόδιες Υπηρεσίες. 4. Σε περίπτωση διερεύνησης μιας καταγγελίας ή ενός περιστατικού από το Συνήγορο του Πολίτη, τα αρμόδια πειθαρχικά όργανα αναστέλλουν την έκδοση της απόφα- σής τους, έως την έκδοση πορίσματος από το Συνήγορο του Πολίτη. Διοικητικά μέτρα που προβλέπονται από το πειθαρχικό δίκαιο κάθε Υπηρεσίας και λαμβάνονται σε βάρος του πειθαρχικά ελεγχόμενου δεν θίγονται. Ο ελεγχόμενος έχει δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης και ενώπιον του Συνηγόρου του Πολίτη. Ενδεχόμενη απόκλι- ση από το διατακτικό του πορίσματος του Συνηγόρου του Πολίτη επιτρέπεται μόνο με ειδική και εμπεριστα- τωμένη αιτιολογία. Οι πειθαρχικές διαδικασίες μετά την ολοκλήρωση και γνωστοποίηση του πορίσματος του Συνηγόρου του Πολίτη διέπονται από το αντίστοιχο πει- θαρχικό δίκαιο εκάστης υπηρεσίας. 5. Ο Συνήγορος του Πολίτη επιλαμβάνεται επίσης υποθέσεων για τις οποίες έχει εκδοθεί καταδικαστική απόφαση από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου σε βάρος της Ελλάδας για παράβαση των διατάξεων της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (N.δ. 53/1974), με την οποία διαπιστώνονται ελλείψεις της πειθαρχικής διαδικασίας ή νέα στοιχεία που δεν αξιολογήθηκαν στην πειθαρχική έρευνα ή την εκδίκαση της υπόθεσης. Στις περιπτώσεις αυτές οι Δι- ευθύνσεις Προσωπικού των αρμόδιων Υπηρεσιών των σωμάτων ασφαλείας, καθώς και των υπαλλήλων των κα- ταστημάτων κράτησης υποχρεούται να διαβιβάζουν την ως άνω απόφαση και το σχετικό πειθαρχικό φάκελο στο Συνήγορο του Πολίτη, ο οποίος επανεξετάζει την υπό- θεση λαμβάνοντας υπόψη του ιδίως όσα έκανε δεκτά το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και αποφασίζει για την εκ νέου διερεύνηση της υπόθεσης. 6. Εντός των προθεσμιών της παραγράφου 3 του πα- ρόντος άρθρου, ο Συνήγορος του Πολίτη, επιφυλασσό- μενος της αρμοδιότητάς του για διερεύνηση και διαμόρ- φωση σχετικού πορίσματος, γνωστοποιεί την απόφασή του για την εκ νέου διερεύνηση της υπόθεσης με όλα τα στοιχεία του φακέλου στην αρμόδια Υπηρεσία που δε- σμεύεται από την ανωτέρω απόφαση και διατάσσει νέα έρευνα, σύμφωνα και με όσα γίνονται δεκτά από το Ευ- ρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Στο πλαίσιο της επανεξέτασης της πειθαρχικής υπόθεσης εί- ναι δυνατόν να ασκηθεί ή να συμπληρωθεί η πειθαρχική δίωξη και να επιβληθεί η προσήκουσα πειθαρχική ποινή ανεξάρτητα από την αρχική εκδίκαση της υπόθεσης υπό την προϋπόθεση ότι δεν διώκεται υπάλληλος για δεύτε- ρη φορά για το ίδιο πειθαρχικό παράπτωμα. Για τον υπο- λογισμό του χρόνου παραγραφής που προβλέπεται από τις πειθαρχικές διατάξεις για τα σώματα ασφαλείας και τους υπαλλήλους των καταστημάτων κράτησης δεν υπο- λογίζεται το χρονικό διάστημα που μεσολαβεί από την έκδοση της απόφασης του αρμόδιου, κατά περίπτωση, πειθαρχικού οργάνου, σύμφωνα με τα άρθρα 38 και 39 του Π.δ. 120/2008 (Α΄ 18), το άρθρο 5 του Π.δ. 187/2004 (Α΄ 187), το άρθρο 25 παρ. 9 του Ν.δ. 343/1969 (Α΄ 238), το άρθρο 18 παράγραφοι 9 και 10 του Ν.δ. 935/1971 (Α΄ 149) και το άρθρο 122 του Κώδικα Κατάστασης Δημο- σίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ., μέχρι την περιέλευση στο Συνήγορο του Πολίτη της απόφασης του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιω- μάτων του Ανθρώπου. Κατά τα λοιπά ακολουθείται η προβλεπόμενη πειθαρχική διαδικασία κάθε Υπηρεσίας στην οποία ανήκει το ελεγχόμενο προσωπικό. Αν ο Συ- νήγορος του Πολίτη κρίνει ότι δεν απαιτείται η εκ νέου διερεύνηση της υπόθεσης γνωστοποιεί το πόρισμά του στη Διεύθυνση Προσωπικού κάθε αρμόδιας Υπηρεσίας προκειμένου να τεθεί η υπόθεση στο αρχείο. 7. Ο Συνήγορος του Πολίτη μπορεί να ζητεί στοιχεία από οποιαδήποτε δημόσια Υπηρεσία ή Υπηρεσία του ευ- ρύτερου δημόσιου τομέα, οι οποίες υποχρεούνται να τα γνωστοποιούν ή να διαβιβάζουν αντίγραφα εγγράφων που αφορούν την υπόθεση εκτός αν χαρακτηρίζονται ως απόρρητα, επειδή αφορούν την εθνική άμυνα, την κρατική ασφάλεια και τις διεθνείς σχέσεις της χώρας. Η υποχρέωση τήρησης ιατρικού απορρήτου δεν αποτελεί λόγο άρνησης χορήγησης των εγγράφων. Τα στοιχεία της παρούσας παραγράφου χρησιμοποιούνται αποκλειστικά για την εκπλήρωση της αποστολής του Συνηγόρου του Πολίτη. Σε περίπτωση ήδη σχηματισθείσας πειθαρχι- κής δικογραφίας από τα αρμόδια πειθαρχικά όργανα εκάστης Υπηρεσίας, ο Συνήγορος του Πολίτη λαμβάνει αντίγραφα του συνόλου των στοιχείων του σχετικού φακέλου. 8. Τα πειθαρχικά όργανα της Ελληνικής Αστυνομίας, του Λιμενικού Σώματος - Ελληνικής Ακτοφυλακής, του Πυροσβεστικού Σώματος και των υπαλλήλων των κατα- στημάτων κράτησης υποχρεούνται να εξετάζουν κατά προτεραιότητα κάθε πειθαρχική υπόθεση που τους προ- ωθείται από το Συνήγορο του Πολίτη και αφορά πράξεις της παραγράφου 1, προβαίνουν δε σε ενημέρωσή του αναφορικά με το αποτέλεσμα της εξέτασης των ως άνω υποθέσεων, διαβιβάζοντας αντίγραφα του συνόλου των στοιχείων του σχετικού φακέλου και αναστέλλοντας την έκδοση της απόφασης. Ο Συνήγορος αποτιμά την πλη- ρότητα της εξέτασης και μπορεί να την αναπέμψει προς συμπλήρωση, συντάσσοντας πόρισμα εντός αποκλει- στικής προθεσμίας είκοσι (20) ημερών, η οποία μπορεί να παραταθεί υπό τους όρους του άρθρου 4 παρ. 2 του Ν. 2690/1999 (Α΄ 45). Ενδεχόμενη απόκλιση από το δια- τακτικό του πορίσματος του Συνηγόρου του Πολίτη επι- τρέπεται μόνο με ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Όποιος υποβάλλει καταγγελία σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου δικαιούται να πληροφορείται το αποτέλεσμα της καταγγελίας του, ενώ πρόσβαση επί των στοιχείων του φακέλου μπορεί να αποκτήσει οποιοσδή- ποτε υπό τις προϋποθέσεις και τους περιορισμούς του άρθρου 5 του Ν. 2690/1999 (Α΄ 45), του Ν. 2472/1997 (Α΄ 50), καθώς και του Ν. 3471/2006 (Α΄ 133). 9. Η αρμοδιότητα του Συνηγόρου του Πολίτη ως Εθνι- κού Μηχανισμού Διερεύνησης Περιστατικών Αυθαιρε- σίας δεν υποκαθιστά τις υφιστάμενες δομές υποβολής και εξέτασης καταγγελιών αυθαιρεσίας σε άλλα όργανα ή αρχές. 10. Συνιστώνται στο Συνήγορο του Πολίτη δέκα (10) θέσεις του άρθρου 5 του Ν. 3094/2003, όπως έχει τρο- ποποιηθεί και ισχύει, για την άσκηση των αρμοδιοτήτων της Αρχής κατά το παρόν άρθρο».

Άρθρο 57

Οι δαπάνες που προκαλούνται από τη λειτουργία του Εθνικού Μηχανισμού Διερεύνησης Περιστατικών Αυθαι- ρεσίας και την εκτέλεση του έργου του, αντιμετωπίζονται στο πλαίσιο των κατ’ έτος εγγεγραμμένων στον προϋπο- λογισμό του Υπουργείου Εσωτερικών και Διοικητικής Ανασυγκρότησης πιστώσεων, ύστερα από εισήγηση του Συνηγόρου του Πολίτη.

Άρθρο 58
Άρθρο 59

Η παρ. 14 του άρθρου 25 του Ν. 2800/2000 (Α΄ 41), όπως προστέθηκε με την παρ. 7 του άρθρου 74 του Ν. 4249/2014 (Α΄ 73), αντικαθίσταται ως εξής: «14.α. Οι Υπηρεσίες Εναερίων Μέσων της Ελληνικής Αστυνομίας και του Πυροσβεστικού Σώματος συγχω- νεύονται σε ενιαία κεντρική αυτοτελή Υπηρεσία με τίτλο «Εναέρια Μέσα Σωμάτων Ασφαλείας» (Ε.Μ.Σ.Α.), υπαγό- μενη απευθείας στο Αρχηγείο της Ελληνικής Αστυνομίας, υπό την εποπτεία του Υπαρχηγού του Σώματος αυτού. Η συνιστώμενη Υπηρεσία έχει ενιαία έδρα και διοί- κηση, χειριστές και τεχνικούς προερχόμενους και από τα δύο Σώματα, οι οποίοι εντάσσονται αυτοδικαίως σε αυτήν, κοινά πτητικά μέσα, διατιθέμενα για την εξυπηρέ- τηση των αναγκών που καλύπτουν οι συγχωνευόμενες Υπηρεσίες, και εφαρμόζει κοινή εκπαίδευση και κοινό πρόγραμμα τεχνικής και εφοδιαστικής υποστήριξης, συ- ντήρησης, μίσθωσης και αγοράς εναερίων μέσων. Στο πλαίσιο της λειτουργίας της μπορεί να συνάπτει συμβά- σεις με δημόσιους και ιδιωτικούς φορείς και με διεθνείς ή διακρατικούς οργανισμούς. β. Ο Διοικητής και ο Β’ Υποδιοικητής της Υπηρεσίας επιλέγονται από την Ελληνική Αστυνομία και ο Α’ Υπο- διοικητής από το Πυροσβεστικό Σώμα, κατά τις οικείες διαδικασίες των δύο Σωμάτων. γ. Ανάλογα με το είδος του κινδύνου προς αντιμετώπι- ση, ο επιχειρησιακός σχεδιασμός και έλεγχος της απαι- τουμένης δύναμης σε μέσα και προσωπικό διενεργείται από τα κεντρικά όργανα του αντίστοιχου Σώματος. Η κατά τα ανωτέρω ανάληψη του επιχειρησιακού ελέγχου μπορεί να αφορά και σε μια χρονική περίοδο, όπως ιδίως την αντιπυρική περίοδο. Οι διατάξεις του παρόντος δεν θίγουν τη σύσταση, τη λειτουργία και τις αρμοδιότητες του Ενιαίου Συντονιστι- κού Κέντρου Επιχειρήσεων του άρθρου 68, ούτε των επιμέρους Κέντρων, Μονάδων και Γραφείων στα οποία αυτό διαρθρώνεται. δ. Στο νέο φορέα μεταφέρονται όλες οι δαπάνες του Κρατικού Προϋπολογισμού που αφορούν στις συγχω- νευόμενες Υπηρεσίες. Oι συναφθείσες προηγουμένως συμβάσεις και τα εξ αυτών δικαιώματα και υποχρεώσεις παραμένουν στο φορέα του αντίστοιχου Σώματος. Ο Κλάδος Οικονομοτεχνικής Υποστήριξης και Πληροφο- ρικής της Ελληνικής Αστυνομίας παρέχει στο νέο φο- ρέα διοικητική, οικονομική, λογιστική και διαχειριστική υποστήριξη. ε. Η με οποιονδήποτε τρόπο ένταξη προς απασχόληση ένστολου και πολιτικού προσωπικού των δύο Σωμάτων στο νέο φορέα, πλην αυτών του δεύτερου εδαφίου της υποπαραγράφου α΄ της παρούσας, ρυθμίζεται με από- φαση του Υπουργού Εσωτερικών χωρίς να θίγεται κατά τα λοιπά η υπηρεσιακή, μισθολογική και βαθμολογική κατάσταση και εξέλιξη, τα αντίστοιχα δικαιώματα και υποχρεώσεις και το ισχύον πειθαρχικό δίκαιο. Όμοια απόφαση εκδίδεται για τη μετακίνηση του ανωτέρω προσωπικού από το νέο φορέα. Oι ειδικές διατάξεις που αφορούν τη διαδικασία πρόσληψης χειριστών από τον ιδιωτικό τομέα στο Πυροσβεστικό Σώμα διατηρούνται σε ισχύ. στ. Με Προεδρικό διάταγμα, το οποίο εκδίδεται με πρόταση του Υπουργού Εσωτερικών, ρυθμίζονται τα επιμέρους ζητήματα της συγχώνευσης των υφιστάμε- νων Υπηρεσιών, της οργάνωσης και διάρθρωσης της συνιστώμενης Υπηρεσίας, της εσωτερικής κατανομής αρμοδιοτήτων, της στελέχωσής της από ένστολο και πο- λιτικό προσωπικό, καθώς και κάθε άλλο σχετικό θέμα. Η έκδοση του Προεδρικού διατάγματος δεν συνιστά προϋπόθεση για την εφαρμογή του παρόντος νόμου. Στη συνιστώμενη διά του παρόντος Υπηρεσία δύνανται να συγχωνεύονται και κάθε είδους υπηρεσίες εναερίων μέσων άλλων Υπουργείων με Προεδρικό διάταγμα, το οποίο προτείνεται από τον Υπουργό Εσωτερικών και τον κατά περίπτωση αρμόδιο Υπουργό. ζ. Ο Κανονισμός Λειτουργίας της Υπηρεσίας καταρτίζε- ται κατόπιν επεξεργασίας από Επιτροπή που συγκροτεί- ται με απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών στην οποία συμμετέχουν ισομερώς εκπρόσωποι των δύο Σωμάτων. Η Επιτροπή υποβάλλει τις προτάσεις της εντός εξήντα (60) ημερών από τη συγκρότησή της στον Υπουργό, ο οποίος εκδίδει τον Κανονισμό με απόφασή του. Ο Κα- νονισμός τίθεται σε ισχύ από την έκδοση της απόφασης του προηγούμενου εδαφίου. Οι αποφάσεις αυτές του Υπουργού δεν δημοσιεύονται. η. Μέχρι την έκδοση του ανωτέρω Προεδρικού διατάγ- ματος και του Κανονισμού Λειτουργίας εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις που διέπουν τη λειτουργία των Υπηρεσιών Εναερίων Μέσων της Ελληνικής Αστυνομίας και του Πυροσβεστικού Σώματος».

Άρθρο 60

Αντικαθίσταται το πρώτο εδάφιο της παρ. 1 του άρ- θρου 7 του Π.δ. 62/2014 ως εξής: «1. Ο θεσμός της ηλεκτρονικής επιτήρησης θα εφαρ- μοσθεί πιλοτικά για χρονικό διάστημα τριάντα έξι (36) μηνών και θα αφορά:».

Άρθρο 61

Η παρ. 2 του άρθρου 12 του Ν. 2328/1995 (Α΄ 159), όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 33 της από 30.12.2015 ΠΝΠ (Α΄ 184), η οποία κυρώθηκε με το άρ- θρο δεύτερο του Ν. 4366/2016 (Α΄ 18) και με το άρθρο 63 του Ν. 4409/2016 (Α΄ 136), αντικαθίσταται ως εξής: «2. Από 1.4.2017 η τιμολόγηση για τις πράξεις της πα- ραγράφου 1 διενεργείται αποκλειστικά με τιμολόγιο που εκδίδει το Μέσο που καταχωρεί ή αναμεταδίδει τη δια- φήμιση ή τη χορηγία προς τον διαφημιζόμενο. Εξαίρεση από την παραπάνω διάταξη επιτρέπεται αποκλειστικά στις περιπτώσεις που οι διαφημιστικές και επικοινωνι- ακές ενέργειες διενεργούνται στο πλαίσιο σύμβασης διαφημιστικής και επικοινωνιακής προβολής που: α. είτε έχει συναφθεί το αργότερο μέχρι τις 31.3.2017, υπό την πρόσθετη προϋπόθεση ότι: (i) η σχετική σύμβα- ση έχει κοινοποιηθεί εγκαίρως στην οικεία φορολογική αρχή, όπως ορίζεται από τις οικείες διατάξεις, και (ii) σε κάθε περίπτωση, η διάρκεια ισχύος της λήγει το αργό- τερο μέχρι τις 30.6.2017, β. είτε έχει συναφθεί από το Δημόσιο ή φορέα του ευρύτερου δημόσιου τομέα σε συνέχεια διαγωνιστικής διαδικασίας της οποίας η Διακήρυξη έχει δημοσιευθεί μέχρι τις 31.3.2017. Αν για την εξόφληση του Μέσου μεσολαβεί με οποιον- δήποτε τρόπο διαφημιστής, αυτός ενεργεί ως εκπρόσω- πος του διαφημιζόμενου, προς τον οποίο εκδίδονται και όλα τα νόμιμα παραστατικά. Παρατάσεις συμβάσεων που εμπίπτουν στο στοιχείο α’ παραπάνω απαγορεύονται, ενώ παρατάσεις συμβάσεων που εμπίπτουν στο στοιχείο β’ επιτρέπονται υπό τους όρους της νομοθεσίας για τη διαφημιστική προβολή του Δημοσίου και των φορέων του ευρύτερου δημό- σιου τομέα. Τιμολόγια για τις πράξεις της παρ. 1 του άρθρου 12 του Ν. 2328/1995 (Α΄ 159) που τυχόν έχουν εκδοθεί από 1.10.2016, μέχρι τη δημοσίευση του παρόντος, επανεκ- δίδονται, μέχρι τις 31.12.2016. Η ισχύς των διατάξεων των περιπτώσεων β΄, γ΄, ε΄ και στ΄ του άρθρου πέμπτου του Ν. 4279/2014 (Α΄ 158), όπως ισχύει, αρχίζει από 1.4.2017». Εθνικός Μηχανισμός Εποπτείας της Εφαρμογής των Αποφάσεων του ΕΔΔΑ

Άρθρο 62

Σύσταση Συνιστάται συλλογικό συμβουλευτικό όργανο υπό την ονομασία «Εθνικός Μηχανισμός Εποπτείας της Εφαρμο- γής των Αποφάσεων του ΕΔΔΑ», το οποίο υπάγεται στη Γενική Γραμματεία Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιω- μάτων (εφεξής «Εθνικός Μηχανισμός»).

Άρθρο 63

Σύνθεση 1. Ο Εθνικός Μηχανισμός συγκροτείται με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και αποτελείται από τα εξής μέλη με τους αναπληρωτές τους: α. Τον Γενικό Γραμματέα Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ως Πρόεδρο, β. έναν εκπρόσωπο του Υπουργείου Εξωτερικών, γ. έναν εκπρόσωπο του Νομικού Συμβουλίου του Κρά- τους. 2. Τακτικά και αναπληρωματικά μέλη ορίζονται από τους αρμόδιους Υπουργούς και φορείς, με γνώμονα την εξειδίκευσή τους σε θέματα Προστασίας των Δικαιωμά- των του Ανθρώπου. 3. Κατά περίπτωση και εφόσον τα υπό συζήτηση θέ- ματα εμπίπτουν στην καθ’ ύλην αρμοδιότητα άλλων φορέων της Διοίκησης πέρα των μελών του Εθνικού Μηχανισμού, εκπρόσωπός τους δύναται να καλείται και να συμμετέχει στις σχετικές συνεδριάσεις του Εθνικού Μηχανισμού.

Άρθρο 64

Αρμοδιότητες Ο Εθνικός Μηχανισμός έχει τις ακόλουθες αρμοδιό- τητες: α. Την εποπτεία της εφαρμογής των αποφάσεων του ΕΔΔΑ και της εναρμόνισης της εθνικής νομοθεσίας και της διοικητικής πρακτικής με αυτές. β. Τη διατύπωση προτάσεων για την εφαρμογή των αποφάσεων του ΕΔΔΑ και την εναρμόνιση της ελληνικής νομοθεσίας και της διοικητικής πρακτικής με αυτές. γ. Τη συμβολή στην προώθηση και διάχυση της Ευρω- παϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και της νομολογίας του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου στη Δημόσια Διοίκηση, τη Δικαιοσύνη και την Κοινωνία των Πολιτών.

Άρθρο 65

Λειτουργία 1. Ο Εθνικός Μηχανισμός εδρεύει στο Υπουργείο Δικαι- οσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και επι- κουρείται κατά τη λειτουργία του επιστημονικά και διοικη- τικά από τη Γενική Γραμματεία Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, ενώ παρέχεται γραμματειακή υποστήριξη από υπάλληλο της κεντρικής υπηρεσίας του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. 2. Ο Γενικός Γραμματέας Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων μεριμνά για τη σύγκληση και λειτουργία του Εθνικού Μηχανισμού, καθώς και για την εκπλήρω- σητων αρμοδιοτήτων του. 3. Ο Εθνικός Μηχανισμός συνεδριάζει τακτικά κάθε δύο (2) μήνες, έκτακτα δε ύστερα από πρόσκληση του Προέδρου. 4. Ο Εθνικός Μηχανισμός λειτουργεί εντός του κανο- νικού ωραρίου εργασίας των οικείων Υπηρεσιών ή σε χρόνο που καλύπτεται από υπερωριακή απασχόληση. Στα μέλη του δεν καταβάλλεται καμία πρόσθετη αμοιβή ή αποζημίωση. 5. Κατά τα λοιπά, ισχύουν οι διατάξεις του Κώδικα Δι- οικητικής Διαδικασίας.

Άρθρο 66

Συνεργασία με φορείς και κοινωνικός διάλογος Κατά τις συνεδριάσεις του Εθνικού Μηχανισμού δύ- ναται να καλούνται εμπειρογνώμονες με συναφή εξει- δίκευση, Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις ή φορείς για την παροχή πληροφοριών, τη διαβούλευση ή τη συνεργασία, εφόσον αυτό θεωρείται αναγκαίο κατά την κρίση αυτού.

Άρθρο 67

Από 1.12.2016 οι οργανικές θέσεις των δικαστικών λειτουργών πολιτικής και ποινικής δικαιοσύνης αυξά- νονται ως ακολούθως: των Αρεοπαγιτών κατά τέσσερις (4), οριζομένου του συνολικού αριθμού αυτών σε εξήντα πέντε (65).

Άρθρο 68

Μετά το πρώτο εδάφιο του άρθρου 18 του Ν. 2606/1998 (A΄ 89) προστίθεται εδάφιο ως εξής: «Κατά την έννοια του προηγούμενου εδαφίου η άδεια αυτή απαιτείται προκειμένου περί επιλογής και διορι- σμού σε θέση πλήρους και αποκλειστικής απασχόλη- σης».

Άρθρο 69

Από την έναρξη ισχύος του παρόντος καταργούνται: α) Οι διατάξεις των περιπτώσεων ζ’ και η’ της παρ. 1 του άρθρου 17 του Ν. 3147/2003 «Ρύθμιση θεμάτων αγρο- τικής γης, επίλυση ζητημάτων αποκατασταθέντων και αποκαθισταμένων κτηνοτρόφων και άλλες διατάξεις» (Α΄ 135). β) Το Π.δ. 36/1986 «Όροι, προϋποθέσεις και διαδικασία αναγνώρισης Ομάδων Παραγωγών και Ενώσεων Ομά- δων Παραγωγών» (Α΄ 12).

Άρθρο 70

1. Με απόφαση του Υπουργού Τουρισμού συγκροτεί- ται πενταμελής γνωμοδοτική Επιστημονική Επιτροπή, αρμόδια για θέματα των Σχολών Ξεναγών του Υπουργεί- ου Τουρισμού και λοιπά θέματα εκπαίδευσης ξεναγών, αποτελούμενη από: α) τέσσερα μέλη ΔΕΠ ειδικοτήτων συναφών με την εκπαίδευση των ξεναγών, με τους ανα- πληρωτές τους και β) έναν εκπρόσωπο της αρμόδιας Διεύθυνσης του Υπουργείου Τουρισμού, με τον αναπλη- ρωτή του. Πρόεδρος της Επιτροπής ορίζεται ένα εκ των ανωτέ- ρω μελών ΔΕΠ. Καθήκοντα γραμματέως της Επιτροπής ασκεί υπάλληλος της αρμόδιας Διεύθυνσης του Υπουρ- γείου Τουρισμού, ο οποίος ορίζεται με την ίδια απόφαση. 2. Έργο της Επιτροπής είναι η υποβολή προτάσεων για θέματα εκπαίδευσης ξεναγών, ιδίως δε όσον αφο- ρά στις Σχολές Ξεναγών, η υποβολή προτάσεων για το πρόγραμμα σπουδών, τον ορισμό ειδικοτήτων των προς πρόσληψη εκπαιδευτικών και την υπόδειξη εκπαιδευτι- κών συγγραμμάτων. 3. Η Επιστημονική Επιτροπή έχει ρόλο συμβουλευτικό και συγκαλείται από τον Πρόεδρο αυτής. Στις συνεδρι- άσεις της Επιτροπής δύνανται να συμμετέχουν χωρίς δικαίωμα ψήφου, όποτε αυτό κρίνεται σκόπιμο, κατά περίπτωση, υπηρεσιακοί παράγοντες, οι Προϊστάμενοι των Σχολών Ξεναγών, εκπρόσωποι του διδακτικού προ- σωπικού, των σπουδαστών και εκπρόσωποι συλλογικών φορέων.

Άρθρο 71

1. Για τον υπολογισμό του φόρου προστιθέμενης αξίας (ΦΠΑ) επί των αντισταθμιστικών καταβολών των διαχειριστικών χρήσεων 2013, 2014, 2015, 2016, 2017 που προβλέπονται στην κυρωθείσα, με το άρθρο 30 παρ. 5 του Ν. 4313/2014 (Α΄ 261), κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων υπ’ αριθμ. Α οικ. 45787/3551/5.8.2014 (Β΄ 2283), εφαρμόζεται ο συντελεστής ΦΠΑ που ισχύει κατά το χρόνο καταβολής αυτών στον Οργανισμό Αστικών Συ- γκοινωνιών Θεσσαλονίκης (Ο.Α.Σ.Θ.) και ανεξαρτήτως εάν αυτές αφορούν προϋπολογιστικό καθορισμό, επα- ναπροσδιορισμό ή οριστικό προσδιορισμό. 2. Στον Οργανισμό Αστικών Συγκοινωνιών Θεσσα- λονίκης (Ο.Α.Σ.Θ.) καταβάλλονται τυχόν διαφορές που προκύπτουν μεταξύ του ΦΠΑ που έχει ήδη καταβληθεί ή θα καταβληθεί, κατ’ εφαρμογή της κοινής υπουργικής απόφασης της προηγούμενης παραγράφου, μέχρι την έναρξη ισχύος του παρόντος άρθρου και του ΦΠΑ που υπάρχει υποχρέωση να καταβληθεί κατ’ εφαρμογή της παραγράφου 1.

Άρθρο 72

Τροποποιήσεις του Ν. 4314/2014 (Α΄ 265) 1. Μετά το άρθρο 27 του Ν. 4314/2014 (Α΄ 265) προ- στίθεται άρθρο 27Α ως εξής: «Άρθρο 27Α Αρμοδιότητα υποβολής προτάσεων και χρηματοδοτήσεων και έκδοσης αποφάσεων κατανομής και εντολών πληρωμής του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων 1. Χρηματοδότηση Συλλογικών Αποφάσεων Προγράμ- ματος Δημοσίων Επενδύσεων α. Οι προτάσεις χρηματοδότησης των Συλλογικών Αποφάσεων του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσε- ων που αφορούν: i. πράξεις Επιχειρησιακών Προγραμμάτων του ΕΣΠΑ που συγχρηματοδοτούνται από τα Ευρωπαϊκά Διαρθρω- τικά Ταμεία (ΕΤΠΑ, ΕΚΤ) και το Ταμείο Συνοχής, καθώς και πράξεις που συγχρηματοδοτούνται από τον ΧΜ-ΕΟΧ και το Μηχανισμό «Διευκόλυνση Συνδέοντας την Ευρώπη» υποβάλλονται από τον Προϊστάμενο της αρμόδιας Ειδι- κής Υπηρεσίας Διαχείρισης κατόπιν συνεργασίας με τους δικαιούχους και τις Οικονομικές Υπηρεσίες των φορέων Χρηματοδότησης, ii. πράξεις των λοιπών συγχρηματοδοτούμενων προ- γραμμάτων, καθώς και πράξεις που συγχρηματοδο- τούνται από το Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο Αγροτικής Ανάπτυξης (ΕΓΤΑΑ) και το Ευρωπαϊκό Ταμείο Θάλασσας και Αλιείας (ΕΤΘΑ), υποβάλλονται από τον Προϊστάμενο της αρμόδιας ειδικής υπηρεσίας ή από το όργανο που προβλέπεται στις οικείες διατάξεις. β. Οι λοιπές, πέραν της περίπτωσης α΄, προτάσεις χρη- ματοδότησης των Συλλογικών Αποφάσεων του Προ- γράμματος Δημοσίων Επενδύσεων: i. των Φορέων της Κεντρικής Διοίκησης υποβάλλονται από τον Γενικό Διευθυντή Οικονομικών Υπηρεσιών του αρμόδιου Υπουργείου ή από το εξουσιοδοτημένο από αυτόν όργανο, ii. των Περιφερειών της χώρας υποβάλλονται από τον Περιφερειάρχη ή από το εξουσιοδοτημένο από αυτόν όργανο της αρμόδιας υπηρεσίας. γ. Οι αποφάσεις χρηματοδότησης των περιπτώσεων α΄ και β΄ της παραγράφου αυτής εγκρίνονται με απόφαση του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Επενδύσεων και ΕΣΠΑ του Υπουργείου Οικονομίας και Ανάπτυξης. Με απόφασή του δύναται να εξουσιοδοτεί τον Προϊστάμενο της Γενι- κής Διεύθυνσης Δημοσίων Επενδύσεων να υπογράφει τις ανωτέρω αποφάσεις χρηματοδότησης. 2. Εντολές κατανομής α. Οι εντολές κατανομής προς την Τράπεζα της Ελ- λάδος για πίστωση των λογαριασμών των υπολόγων/ υπευθύνων λογαριασμού ή για απευθείας μεταφορά άνευ υπολόγου της υποπερίπτωσης i της περίπτωσης α΄ της παραγράφου 1 εγκρίνονται με απόφαση του Γε- νικού Γραμματέα Δημοσίων Επενδύσεων και ΕΣΠΑ του Υπουργείου Οικονομίας και Ανάπτυξης. Με απόφασή του δύναται να εξουσιοδοτεί τον Προϊστάμενο της Γενικής Διεύθυνσης Δημοσίων Επενδύσεων να υπογράφει τις ανωτέρω εντολές κατανομής. β. Οι εντολές κατανομής προς την Τράπεζα της Ελλά- δος για πίστωση των λογαριασμών των υπολόγων/υπευ- θύνων λογαριασμού ή για απευθείας μεταφορά άνευ υπολόγου της υποπερίπτωσης ii της περίπτωσης α της παραγράφου 1 εγκρίνονται με απόφαση του Προϊστα- μένου της Γενικής Διεύθυνσης Οικονομικών Υπηρεσιών του οικείου Φορέα ή του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Επενδύσεων και ΕΣΠΑ του Υπουργείου Οικονομίας και Ανάπτυξης, όταν από ειδικές διατάξεις ορίζεται ότι η κατανομή αποτελεί αρμοδιότητα του Υπουργείου Οι- κονομίας και Ανάπτυξης. Ο Γενικός Γραμματέας Δημο- σίων Επενδύσεων και ΕΣΠΑ με απόφασή του δύναται να εξουσιοδοτεί τον Προϊστάμενο της Γενικής Διεύθυνσης Δημοσίων Επενδύσεων να υπογράφει τις ανωτέρω εντο- λές κατανομής. γ. Οι εντολές κατανομής προς την Τράπεζα της Ελ- λάδος για πίστωση των λογαριασμών των υπολόγων/ υπευθύνων λογαριασμού ή για απευθείας μεταφορά άνευ υπολόγου της περίπτωσης β΄ της παραγράφου 1 εγκρίνονται: i. για τους Φορείς της Κεντρικής Διοίκησης από τον Γενικό Διευθυντή Οικονομικών Υπηρεσιών του αρμόδι- ου Υπουργείου ή από το εξουσιοδοτημένο από αυτόν όργανο, ii. για τις Περιφέρειες της χώρας από τον Περιφερει- άρχη ή από το εξουσιοδοτημένο από αυτόν όργανο της αρμόδιας υπηρεσίας. 3. Εντολές Πληρωμής α. Οι αποφάσεις εντολών πληρωμής των φορέων Κε- ντρικής Διοίκησης εκδίδονται ανάλογα του ύψους δα- πάνης εκάστης απόφασης ως εξής: i. από του ποσού των δέκα εκατομμυρίων ενός (10.000.001) ευρώ και άνω από τον Υπουργό, ii. από του ποσού του ενός εκατομμυρίου ενός (1.000.001) ευρώ και μέχρι δέκα εκατομμύρια (10.000.000) ευρώ από τον αρμόδιο ιεραρχικά Γενικό Γραμματέα της Γενικής Διεύθυνσης Οικονομικών Υπη- ρεσιών, iii. από του ποσού των διακοσίων χιλιάδων ενός (200.001) ευρώ και μέχρι ενός εκατομμυρίου (1.000.000) ευρώ από τον Γενικό Διευθυντή Οικονομικών Υπηρεσιών και iν. μέχρι του ποσού των διακοσίων χιλιάδων (200.000) ευρώ από τον Προϊστάμενο της αρμόδιας Οικονομικής Διεύθυνσης ή από το εξουσιοδοτημένο από αυτόν όρ- γανο. β. Οι εντολές πληρωμής των δαπανών Τεχνικής Βοή- θειας των άρθρων 119 και 329 του Ν. 4412/2016 (Α΄ 147) που εντάσσονται σε δράσεις Τεχνικής Βοήθειας των ει- δικών υπηρεσιών εκδίδονται σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παρ. 8 του άρθρου 200 του Ν. 4412/2016. Για τις περιπτώσεις των δικαιούχων δράσεων Τεχνικής Βοήθειας πλην των Ειδικών Υπηρεσιών, αρμόδια υπηρε- σία για την εκκαθάριση της δαπάνης και την έκδοση της σχετικής εντολής πληρωμής είναι η αρμόδια οικονομική υπηρεσία του οικείου φορέα. γ. Οι εντολές κατανομής για απευθείας μεταφορά της πίστωσης σε ΙΒΑΝ Ειδικού Λογαριασμού, άνευ υπολό- γου εκδίδονται κατ’ αναλογία με τις ανωτέρω υποπερι- πτώσεις i, ii, iii και iv της περίπτωσης α΄ της παρούσας παραγράφου. δ. Οι αποφάσεις της παρούσας παραγράφου για τις συλλογικές αποφάσεις των Περιφερειών της χώρας, κα- θώς και των λοιπών νομικών προσώπων που φέρουν την ιδιότητα του υπολόγου εκδίδονται βάσει του οικείου θεσμικού πλαισίου ανάθεσης αρμοδιότητας, ανάλογα του ύψους δαπάνης εκάστης απόφασης. ε. Οι λοιπές, σχετικές με τις ως άνω αποφάσεις, δια- δικαστικές πράξεις υλοποιούνται από την αρμόδια Γε- νική Διεύθυνση Οικονομικών Υπηρεσιών σύμφωνα με το εκάστοτε ισχύον για την άσκηση των αρμοδιοτήτων της θεσμικό πλαίσιο. στ. Στις υποπεριπτώσεις ii, iii και iv της περίπτωσης α΄, η απουσία του οριζόμενου αρμόδιου οργάνου αναπλη- ρώνεται από το ανώτερο στην ιεραρχία όργανο. 4. Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου ισχύουν από 1.1.2017 και υπερισχύουν κάθε αντίθετης ρύθμισης». 2. Στο άρθρο 47 του Ν. 4314/2014 (Α΄ 265) προστίθεται παράγραφος 4 ως εξής: «4. Για τις ανάγκες αξιολόγησης προτάσεων, καθώς και παρακολούθησης της εκτέλεσης των δράσεων RIS3, που υλοποιούνται στο πλαίσιο Περιφερειακών Επιχειρησια- κών Προγραμμάτων, δύναται να χρησιμοποιείται το Μη- τρώο Πιστοποιημένων Αξιολογητών του άρθρου 27 του Ν. 4310/2014 (Α΄ 258). Για τον καθορισμό της καταβαλλό- μενης αποζημίωσης ισχύουν τα οριζόμενα με την κοινή υπουργική απόφαση που εκδίδεται κατ’ εξουσιοδότηση των διατάξεων του εβδόμου και ογδόου εδαφίου της παρ. 2 του άρθρου 21 του Ν. 4354/2015 (Α΄ 176) για τον καθορισμό της αποζημίωσης των εμπειρογνωμόνων, πιστοποιητών και μελών των επιτροπών για την αξιο- λόγηση και υλοποίηση έργων Έρευνας, Τεχνολογικής Ανάπτυξης και Καινοτομίας της Γενικής Γραμματείας Έρευνας και Τεχνολογίας». 3. Στο άρθρο 51 του Ν. 4314/2014 (Α΄ 265) προστίθεται παράγραφος 3 ως εξής: «3. Στις συμφωνίες χρηματοδότησης του άρθρου 38 του Κανονισμού, το Ελληνικό Δημόσιο εκπροσωπείται από τον Υπουργό Οικονομίας και Ανάπτυξης ή το ειδικώς εξουσιοδοτημένο από αυτόν όργανο. Στις συμφωνίες αυτές δύναται να συνομολογούνται, κατά παρέκκλιση των ισχυουσών διατάξεων, όροι σχετικά με το εφαρ- μοστέο δίκαιο, τον τρόπο επίλυσης των διαφορών, συ- μπεριλαμβανομένης και της ρήτρας διαιτησίας, καθώς και ζητήματα που αφορούν την εκτέλεση των σχετικών αποφάσεων». 4. Στο τέλος της παρ. 1 του άρθρου 53 του Ν. 4314/2014 (Α΄ 265) προστίθεται εδάφιο ως εξής: «Η ανωτέρω Ειδική Υπηρεσία μετονομάζεται σε «Επιτε- λική Δομή ΕΣΠΑ Τομέα Τεχνολογίας, Πληροφορικής και Επικοινωνιών» και από την έναρξη ισχύος του παρόντος και έως τις 31.3.2017, υπάγεται στη Γενική Γραμματεία Δημοσίων Επενδύσεων και ΕΣΠΑ του Υπουργείου Οι- κονομίας και Ανάπτυξης. Από 1.4.2017 υπάγεται στο Υπουργείο Ψηφιακής Πολιτικής, Τηλεπικοινωνιών και Ενημέρωσης».

Άρθρο 73

Η χρηματοδότηση του συνόλου του προϋπολογισμού έργων ύδρευσης των Δημοτικών Επιχειρήσεων Ύδρευ- σης Αποχέτευσης (Δ.Ε.Υ.Α.), των οποίων ανακλήθηκαν οι αποφάσεις ένταξης σε επιχειρησιακά προγράμματα του ΕΣΠΑ 2007-2013, μπορεί να πραγματοποιείται από το εθνικό σκέλος του Προγράμματος Δημοσίων Επεν- δύσεων, κατά παρέκκλιση των διατάξεων της παρ. 1 του άρθρου 13 και του άρθρου 14 του Ν. 1069/1980 (Α΄ 191). Η ένταξη των έργων στο εθνικό σκέλος, σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο, επιτρέπεται, μέχρι τις 31.12.2016 και υπό την προϋπόθεση της υποβολής βεβαίωσης των αρμόδιων ειδικών υπηρεσιών διαχείρισης επιχειρησι- ακών προγραμμάτων (ΕΠ) του ΕΣΠΑ, από την οποία να προκύπτει ότι η ανάκληση της απόφασης ένταξης πραγματοποιήθηκε για διαχειριστικούς λόγους και ότι δεν είναι δυνατή η ένταξη του έργου σε επιχειρησιακό πρόγραμμα του ΕΣΠΑ 2014-2020.

Άρθρο 74

Τροποποιήσεις του Ν. 3419/2005 (Α΄ 297) 1. Στην παρ. 4 του άρθρου 11 του Ν. 3419/2005 προ- στίθεται περίπτωση ε΄ ως εξής: «ε. Επιχειρήσεις που είναι εγγεγραμμένες στο Γ.Ε.ΜΗ., για τις οποίες από τα διαβιβαζόμενα στις Υπηρεσίες Γ.Ε.ΜΗ. στοιχεία προκύπτει ότι ο πραγματικός χρόνος παύσης εργασιών τους είναι προγενέστερος της 23ης Νοεμβρίου 2016, διαγράφονται αυτεπάγγελτα και ατε- λώς από το Γ.Ε.ΜΗ. με χρόνο διαγραφής τους τον ως άνω πραγματικό χρόνο». 2. Στο άρθρο 6 του Ν. 3419/2005 προστίθεται παρά- γραφος 3 ως εξής: «3. Οι επιχειρήσεις της περίπτωσης ε΄ της παραγράφου 4 του άρθρου 11 απαλλάσσονται από την υποχρέωση δημοσίευσης των οικονομικών καταστάσεών τους για τις χρήσεις που ακολουθούν το χρόνο διαγραφής τους. Επί- σης, απαλλάσσονται από οποιαδήποτε υποχρέωση προς το Γ.Ε.ΜΗ. οι επιχειρήσεις που δεν είναι εγγεγραμμένες στο Γ.Ε.ΜΗ. και ο πραγματικός χρόνος παύσης εργασιών τους είναι προγενέστερος της 23ης Νοεμβρίου 2016». Η υπάρχουσα παρ. 3 του άρθρου 6 του Ν. 3419/2005 αναριθμείται σε 4. 3. Στο άρθρο 8 του Ν. 3419/2005 προστίθεται παρά- γραφος 1α ως εξής: «1α. Οι επιχειρήσεις της περίπτωσης ε΄ της παραγρά- φου 4 του άρθρου 11 απαλλάσσονται από την καταβολή επιμελητηριακών τελών και τελών Γ.Ε.ΜΗ. για τις χρή- σεις που ακολουθούν το χρόνο διαγραφής τους. Επίσης, απαλλάσσονται από οποιαδήποτε υποχρέωση προς το Γ.Ε.ΜΗ. οι επιχειρήσεις που δεν είναι εγγεγραμμένες στο Γ.Ε.ΜΗ. και ο πραγματικός χρόνος παύσης εργασιών τους είναι προγενέστερος της 23ης Νοεμβρίου 2016».

Άρθρο 75

Μετά την περίπτωση δ΄της παρ. 7 του άρθρου 10 του Ν. 4384/2016 (Α΄ 78) προστίθεται εδάφιο, ως εξής: «Τυχόν κατασχέσεις που έχουν επιβληθεί επί του τιμή- ματος των προϊόντων των μελών Ομάδας Παραγωγών, η οποία είχε συγκροτηθεί στο πλαίσιο Ένωσης Αγρο- τικών Συνεταιρισμών, κατ’ εφαρμογή του Κανονισμού 2200/1996 του Συμβουλίου της Ε.Ε., για οφειλές της Ένω- σης Αγροτικών Συνεταιρισμών, προς οποιονδήποτε, με την οποία Ένωση, η Ομάδα Παραγωγών είχε τον ίδιο Α.Φ.Μ., αίρονται από τη δημοσίευση του παρόντος και τα κατασχεθέντα ποσά αποδίδονται στην Ομάδα Παρα- γωγών και στους αγρότες, μέλη αυτής».

Άρθρο 76

Η παρ. 7 του άρθρου 109 του Ν. 3852/2010 (Α΄ 87), όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει, αντικαθίσταται ως εξής: «7. Σε περίπτωση λύσης κοινωφελούς επιχείρησης ή Δ.Ε.Υ.Α. ή ανώνυμης εταιρείας Ο.Τ.Α. της οποίας ποσο- στό τουλάχιστον ίσο με το ενενήντα τοις εκατό (90%) του μετοχικού της κεφαλαίου ανήκει στον οικείο Ο.Τ.Α., το προσωπικό της με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαί- ου αορίστου και ορισμένου χρόνου μεταφέρεται στον αντίστοιχο Ο.Τ.Α. ή Ν.Π.Δ.Δ. και Ν.Π.Ι.Δ. αυτού, με την ίδια σχέση εργασίας, ύστερα από απόφαση του δημο- τικού συμβουλίου για τη λύση της εταιρείας ή της επι- χείρησης ή ύστερα από ειδική απόφαση του δημοτικού συμβουλίου, εφόσον μέχρι την έναρξη ισχύος του πα- ρόντος έχει ήδη εκδοθεί η απόφαση για τη λύση της και εφόσον τελούν υπό εκκαθάριση ή λυθούν και τεθούν υπό εκκαθάριση μέχρι τις 31.3.2017. Συμβάσεις έργου που έχουν συναφθεί από τις επιχειρήσεις που λύονται εκτελούνται από τον αντίστοιχο φορέα άσκησης των σχετικών αρμοδιοτήτων. Το μεταφερόμενο προσωπικό κατατάσσεται σε προ- σωποπαγείς θέσεις, αντίστοιχες των τυπικών προσόντων του, με απόφαση του αρμόδιου προς διορισμό οργάνου, η οποία δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσε- ως, λαμβανομένης υπόψη της προϋπηρεσίας του για κάθε μισθολογική, βαθμολογική και ασφαλιστική συ- νέπεια. Οφειλές των ανωτέρω επιχειρήσεων, καθώς και των αμιγών επιχειρήσεων του Π.δ. 410/1995 που λύθηκαν, προς το Ελληνικό Δημόσιο, τα ασφαλιστικά ταμεία και προς τρίτους, περιλαμβανομένων και δεδουλευμένων αποδοχών του μεταφερόμενου προσωπικού τους, μπο- ρούν να καταβάλλονται από τον οικείο δήμο μετά από αιτιολογημένη απόφαση του δημοτικού συμβουλίου, που λαμβάνεται με την απόλυτη πλειοψηφία του συνό- λου των μελών του. Οφειλές που βεβαιώθηκαν ταμειακά στις Δ.Ο.Υ. σε βάρος των αναφερόμενων στην παρούσα παράγραφο επιχειρήσεων διαγράφονται, έπειτα από τη λήψη από- φασης αναδοχής των οφειλών από το οικείο δημοτικό συμβούλιο και με πράξεις της βεβαιούσας εν ευρεία έν- νοια αρχής και βεβαιώνονται σε βάρος του οικείου Ο.Τ.Α. μόνο για τα ποσά των κύριων οφειλών που ορίζονται στα προηγούμενα εδάφια της παρούσας παραγράφου, με βάση χρηματικό κατάλογο που συντάσσεται σε βάρος του, για το ποσό της κύριας οφειλής, όπως αυτό προ- κύπτει από εκδοθείσες πράξεις επιβολής προστίμων ή αποφάσεων καταλογισμού ή φύλλα ελέγχου ή πράξεις προσδιορισμού φόρου προστιθέμενης αξίας, καθώς και από το φόρο εισοδήματος ή παρακρατούμενους φό- ρους, έστω και αν τα ανωτέρω έχουν καταστεί απρό- σβλητα λόγω απόρριψης τελεσίδικα των προσφυγών που ασκήθηκαν εναντίον τους ή άπρακτης παρόδου της προθεσμίας της προσφυγής. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εσωτερικών, ρυθμίζονται ζητήματα σχετικά με τη δια- γραφή, τη ρύθμιση και εν γένει τον τρόπο καταβολής των πρόσθετων φόρων, προστίμων, προσαυξήσεις εκ- πρόθεσμης καταβολής και κάθε μορφής επιβαρύνσεις που απορρέουν από τις οφειλές της παραγράφου αυτής. Ως προς τη διαδικασία λύσης, εκκαθάρισης και μετα- φοράς στοιχείων ενεργητικού των επιχειρήσεων της πα- ραγράφου αυτής, εφαρμόζονται κατά τα λοιπά οι διατά- ξεις των άρθρων 262 και 269 του Ν. 3463/2006 (Α΄ 114)».

Άρθρο 77

Έναρξη ισχύος Η ισχύς του παρόντος νόμου αρχίζει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, εκτός από τις διατάξεις των άρθρων 35 έως 39 και 46, η έναρξη ισχύος των οποίων ανατρέχει στο χρόνο έναρξης εφαρμογής του Κανονισμού (ΕΕ) 596/2014, δηλαδή την 3η Ιουλίου 2016, καθώς και από τις διατάξεις των άρθρων 56 και 58, η ισχύς των οποίων αρχίζει έξι μήνες από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Παραγγέλλομε τη δημοσίευση του παρόντος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και την εκτέλεσή του ως νόμου του Κράτους.

Αθήνα, 8 Δεκεμβρίου 2016
Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας
ΠΡΟΚΟΠΙΟΣ Β. ΠΑΥΛΟΠΟΥΛΟΣ
Οι Υπουργοί
Αναπληρωτής Υπουργός
Εσωτερικών Εσωτερικών Οικονομίας και Ανάπτυξης
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΣΚΟΥΡΛΕΤΗΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΤΟΣΚΑΣ ΔΗΜΟΣ ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ Αναπληρωτής Υπουργός Ψηφιακής Πολιτικής, Παιδείας, Έρευνας Οικονομίας και Ανάπτυξης Τηλεπικοινωνιών και Ενημέρωσης και Θρησκευμάτων ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΧΑΡΙΤΣΗΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΠΑΠΠΑΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΓΑΒΡΟΓΛΟΥ Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης Αναπληρωτής Υπουργός
και Κοινωνικής Αλληλεγγύης Εξωτερικών Εξωτερικών
ΕΥΤΥΧΙΑ ΑΧΤΣΙΟΓΛΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΚΟΤΖΙΑΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΤΡΟΥΓΚΑΛΟΣ Αναπληρωτής Υπουργός
Δικαιοσύνης, Διαφάνειας Δικαιοσύνης, Διαφάνειας
και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων Οικονομικών ΣΤΑΥΡΟΣ ΚΟΝΤΟΝΗΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΠΑΠΑΓΓΕΛΟΠΟΥΛΟΣ ΕΥΚΛΕΙΔΗΣ ΤΣΑΚΑΛΩΤΟΣ Αναπληρωτής Υπουργός Υφυπουργός
Οικονομικών Οικονομικών Υγείας
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΧΟΥΛΙΑΡΑΚΗΣ ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗ ΠΑΠΑΝΑΤΣΙΟΥ ΑΝΔΡΕΑΣ ΞΑΝΘΟΣ Διοικητικής Ανασυγκρότησης Περιβάλλοντος και Ενέργειας Υποδομών και Μεταφορών ΟΛΓΑ ΓΕΡΟΒΑΣΙΛΗ ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΣΤΑΘΑΚΗΣ ΧΡΗΣΤΟΣ ΣΠΙΡΤΖΗΣ Ναυτιλίας Αγροτικής Ανάπτυξης
Μεταναστευτικής Πολιτικής και Νησιωτικής Πολιτικής και Τροφίμων ΙΩΑΝΝΗΣ ΜΟΥΖΑΛΑΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΚΟΥΡΟΥΜΠΛΗΣ ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ Τουρισμού
ΕΛΕΝΑ ΚΟΥΝΤΟΥΡΑ
Θεωρήθηκε και τέθηκε η Μεγάλη Σφραγίδα του Κράτους.
Αθήνα, 9 Δεκεμβρίου 2016
Ο επί της Δικαιοσύνης Υπουργός
ΣΤΑΥΡΟΣ ΚΟΝΤΟΝΗΣ
Καποδιστρίου 34, Τ.Κ. 104 32, Αθήνα Τηλ. Κέντρο 210 5279000
Κείμενα προς δημοσίευση: webmaster.et@et.gr *01002320912160036*