α Η παράγραφος 1 του άρθρου 10 του π.δ. 114/2010 αντικαθίσταται ως εξής: «1. Πριν τη λήψη απόφασης από την Αποφαινόμενη Αρχή, διενεργείται προσωπική συνέντευξη του αιτούντος, ο οποίος καλείται με πρόσκληση κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 7, από βαθμοφόρο της αρμόδιας αρχής εξέτασης ο οποίος ορίζεται για το σκοπό αυτό. Ο βαθμοφόρος εισηγείται σχετικά στην Αποφαινόμενη Αρχή, αφού πρώτα συντάξει πρακτικό. Η συνέντευξη διενεργείται με τη συνδρομή διερμηνέα, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 8 παρ. 1 περίπτ. β΄, ικανού να εξασφαλίσει την αναγκαία επικοινωνία, προκειμένου ο ενδιαφερόμενος να επιβεβαιώσει όσα αναφέρει στην αίτησή του και να δώσει εξηγήσεις, ιδίως σε ό, τι αφορά την ηλικία του, το προσωπικό του ιστορικό, συμπεριλαμβανομένου του ιστορικού των οικείων συγγενών του, την ταυτότητα, την ιθαγένεια, τη χώρα και το μέρος προηγούμενης διαμονής του, προηγούμενες αιτήσεις διεθνούς προστασίας, τα δρομολόγια που ακολούθησε για να εισέλθει στο ελληνικό έδαφος, τα ταξιδιωτικά του έγγραφα και τους λόγους που τον ανάγκασαν να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής του ή προηγούμενης συνήθους διαμονής του, όταν πρόκειται για ανιθαγενή, ζητώντας προστασία καθώς και τους λόγους για τους οποίους δεν μπορεί ή δεν επιθυμεί να επιστρέψει σε αυτήν. Πριν από τη συνέντευξη χορηγείται στον αιτούντα, εφόσον το επιθυμεί, εύλογος χρόνος προκειμένου να προετοιμασθεί κατάλληλα και να συμβουλευθεί νομικό ή άλλο σύμβουλο για να τον επικουρεί κατά τη διάρκεια της διαδικασίας. Ο εύλογος χρόνος καθορίζεται από την αρμόδια αρχή εξέτασης και δεν δύναται, περιλαμβανομένων και των τυχόν παρατάσεων, να υπερβεί τις δέκα (10) ημέρες ή τις τρεις (3) ημέρες όταν πραγματοποιείται συνέντευξη βάσει του άρθρου 24 ή όταν αφορά αιτούντα που κρατείται. Κατά την διάρκεια της συνέντευξης δύναται να παρίσταται, εκπρόσωπος της Ύπατης Αρμοστείας του Ο.Η.Ε. για τους Πρόσφυγες ή συνεργαζόμενης με αυτή οργάνωσης, με δυνατότητα πρότασης ερωτήσεων στον αρμόδιο βαθμοφόρο, καθώς και ο νομικός ή άλλος σύμβουλος του αιτούντος. Η Ύπατη Αρμοστεία του Ο.Η.Ε. για τους Πρόσφυγες ενημερώνεται εγκαίρως αναφορικά με το πρόγραμμα συνεντεύξεων και τα στοιχεία ταυτότητας των αιτούντων. Όταν η συνέντευξη αφορά γυναίκα, λαμβάνεται ειδική μέριμνα, ώστε να διεξάγεται από ειδικευμένη γυναίκα υπάλληλο, παρουσία γυναίκας διερμηνέα. Σε περίπτωση που τούτο δεν καθίσταται δυνατό, γίνεται σχετική μνεία των λόγων στο πρακτικό της συνέντευξης. Για κάθε ενήλικο μέλος της οικογένειας διεξάγεται ξεχωριστή προσωπική συνέντευξη. Για τους ανήλικους, διεξάγεται προσωπική συνέντευξη λαμβανομένης υπόψη της ωριμότητάς τους και των ψυχολογικών συνεπειών των τραυματικών βιωμάτων τους». β. Οι παράγραφοι 5 και 6 του άρθρου 10 του π.δ. 114/ 2010 αντικαθίστανται ως εξής: «5. Η παράλειψη προσωπικής συνέντευξης κατά τις προηγούμενες παραγράφους δεν επιδρά δυσμενώς στην απόφαση της Αποφαινόμενης Αρχής, ούτε εμποδίζει την Αποφαινόμενη Αρχή να λαμβάνει απόφαση επί της αίτησης. Σε περίπτωση παράλειψης της συνέντευξης, η Αποφαινόμενη Αρχή στην απόφασή της περιλαμβάνει αιτιολογία αυτής της παράλειψης. γ. Οι παράγραφοι 7, 8, 9, 10, 11, 12, 13, 14 του άρθρου 10 του π.δ. 114/2010 αναριθμούνται σε παραγράφους 6, 7, 8, 9, 10, 11, 12, 13 αντίστοιχα. 10. Οι παράγραφοι 1, 3 και 4 του άρθρου 11 του π.δ. 114/2010 αντικαθίστανται ως εξής: «1. Οι αιτούντες έχουν δικαίωμα να συμβουλεύονται με δαπάνη τους δικηγόρο ή άλλο σύμβουλο σε θέματα σχετικά με την αίτησή τους. Εφόσον ειδικές διατάξεις δεν ορίζουν διαφορετικά για συγκεκριμένες πράξεις, η εξουσιοδότηση αιτούντων προς δικηγόρο για την εκπροσώπησή τους ενώπιον των αρχών του παρόντος μπορεί να πραγματοποιηθεί και με απλό ιδιωτικό έγγραφο, χωρίς να απαιτείται θεώρηση του γνησίου της υπογραφής. Η εξουσιοδότηση αιτούντων προς άλλα πρόσωπα απαιτεί θεώρηση του γνησίου της υπογραφής». «3. Οι δικηγόροι που εκπροσωπούν αιτούντες έχουν πρόσβαση σε πληροφορίες του φακέλου τους, εφόσον αυτές σχετίζονται με την εξέταση της αίτησης. Άλλοι σύμβουλοι που παρέχουν συνδρομή σε αιτούντες έχουν πρόσβαση σε στοιχεία του φακέλου τους εφόσον αυτά σχετίζονται με την παρεχόμενη συνδρομή. Η Αποφαινόμενη Αρχή δύναται, μετά από αιτιολογημένη πράξη της, να απαγορεύει τη γνωστοποίηση πληροφοριών ή της πηγής αυτών, εφόσον κρίνει ότι η αποκάλυψη αυτών ενδέχεται να θέσει σε κίνδυνο την εθνική ασφάλεια ή τις διεθνείς σχέσεις της χώρας ή την ασφάλεια ή την επιβαλλόμενη μυστικότητα της δράσης υπηρεσιών ή προσώπων που παρέχουν τις πληροφορίες. Η πρόσβαση στις εν λόγω απόρρητες πληροφορίες ή πηγές είναι δυνατή, σε κάθε περίπτωση, από το δικαστήριο, το οποίο είναι αρμόδιο για την εξέταση των προβλεπομένων στο άρθρο 29 αιτήσεων ακυρώσεως. 4. Οι δικηγόροι που εκπροσωπούν και οι σύμβουλοι που παρέχουν συνδρομή σε αιτούντες έχουν πρόσβαση σε Περιφερειακές Υπηρεσίες Πρώτης Υποδοχής υπό τους ειδικούς όρους του Γενικού Κανονισμού λειτουργίας της Υπηρεσίας Πρώτης Υποδοχής. Επίσης έχουν πρόσβαση σε χώρους κράτησης και ζώνες διέλευσης, για να επικοινωνούν με τους αιτούντες, σε ειδικά διαμορφωμένο χώρο. Η δυνατότητα πρόσβασης των ως άνω προσώπων στους χώρους αυτούς περιορίζεται όταν τούτο κρίνεται αντικειμενικά απαραίτητο από τις εκάστοτε αρμόδιες αρχές για την ασφάλεια, τη δημόσια τάξη ή τη διοικητική διαχείριση του εν λόγω χώρου, υπό τον όρο ότι η πρόσβασή τους δεν περιορίζεται υπερβολικά ούτε καθίσταται αδύνατη». 11. α. Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 13 του π.δ. 114/2010 αντικαθίσταται ως εξής: «2. Η κράτηση των αιτούντων σε κατάλληλο χώρο επιτρέπεται κατ’ εξαίρεση και εφόσον κριθεί ότι δεν μπορούν να εφαρμοσθούν εναλλακτικά μέτρα όπως αυτά που αναφέρονται στο άρθρο 22 παρ. 3 του ν. 3907/2011 για έναν από τους παρακάτω λόγους:». β. Στο άρθρο 13 του π.δ. 114/2010 προστίθεται παράγραφος 7 ως εξής: «7. Όταν εκλείψουν οι λόγοι που δικαιολογούν την κράτηση ενός αιτούντος για τους λόγους που αναφέρονται στην παράγραφο 2, οι αρχές που διέταξαν την κράτηση, με αιτιολογημένη απόφασή τους αφήνουν ελεύθερο τον αιτούντα και ενημερώνουν αμελλητί τις Αρχές Εξέτασης και την Κεντρική Αρχή.» 12. Το άρθρο 14 του π.δ. 114/2010 αντικαθίσταται ως εξής: «Άρθρο 14 (Άρθρα 19 και 20 Οδηγίας) Παραίτηση από την αίτηση – ανάκληση 1. Ο αιτών δύναται να παραιτηθεί από την αίτησή του καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας, εφόσον υποβάλει σχετική δήλωση εγγράφως ενώπιον των αρμόδιων αρχών παραλαβής ή εξέτασης εξέτασης και παραδώσει το δελτίο αιτήσαντος άσυλο αλλοδαπού. Για τη βεβαίωση της παραίτησης συντάσσεται σχετικό πρακτικό παραίτησης παρουσία διερμηνέα, ο οποίος επιβεβαιώνει το ακριβές περιεχόμενο αυτού, ενώ ο αιτών ενημερώνεται για τις συνέπειες της πράξης αυτής, ότι οφείλει να εγκαταλείψει τη χώρα εφόσον δεν είναι κάτοχος τίτλου διαμονής και παραλαμβάνει αντίγραφο του πρακτικού παραίτησης. Μετά την υποβολή παραίτησης οι εκάστοτε αρμόδιες Αρχές Απόφασης θέτουν την υπόθεση στο αρχείο. Η σχετική πράξη έχει βεβαιωτικό χαρακτήρα και δεν επιδίδεται στον αιτούντα. 2. Όταν υπάρχει εύλογη αιτία να θεωρείται ότι ο αιτών έχει σιωπηρά ανακαλέσει την αίτησή του χωρίς να έχει εκδοθεί απόφαση σε α΄ βαθμό, η Αποφαινόμενη Αρχή διακόπτει την εξέταση της αίτησης με σχετική πράξη της και θέτει την υπόθεση στο αρχείο. Εφόσον έχει ήδη υποβληθεί προσφυγή κατά απορριπτικής απόφασης σε α΄ βαθμό και υπάρχει εύλογη αιτία να θεωρείται ότι ο προσφεύγων την έχει σιωπηρά ανακαλέσει, η Επιτροπή Προσφυγών απορρίπτει την προσφυγή για τους τυπικούς λόγους οι οποίοι περιγράφονται στην παρ. 3 λόγω σιωπηρής ανάκλησης. Οι ως άνω αποφάσεις αποστέλλονται στην τελευταία δηλωθείσα διεύθυνση του αιτούντος με επιστολή. 3. Σιωπηρή ανάκληση θεωρείται ότι υπάρχει όταν διαπιστώνεται ότι ο αιτών: α. δεν ανταποκρίθηκε σε αιτήματα για παροχή πληροφοριών με ουσιώδη σημασία για την αίτησή του σύμφωνα με τους όρους του άρθρου 4 του π.δ. 96/2008 ή β. δεν παρέστη στην προσωπική συνέντευξη, όπως προβλέπεται στο άρθρο 10 παρότι εκλήθη νόμιμα και χωρίς να προβάλει βάσιμους λόγους για τη μη παρουσία του ή γ. διέφυγε από το μέρος όπου βρισκόταν υπό κράτηση ή δεν συμμορφώθηκε με τα επιβληθέντα εναλλακτικά μέτρα ή δ. αναχώρησε από το μέρος όπου διέμενε, χωρίς να ζητήσει άδεια ή να ενημερώσει τις αρμόδιες αρχές εφόσον είχε προς τούτο υποχρέωση ή εγκατέλειψε τη χώρα χωρίς να λάβει άδεια από τις αρμόδιες αρχές ή ε. δεν συμμορφώθηκε με τις υποχρεώσεις αναφοράς του άρθρου 9 παρ. 1 περίπτ. γ΄, ή άλλη υποχρέωση επικοινωνίας, εντός δεκαπέντε (15) ημερών από την ημέρα που οι αρμόδιες αρχές του ζήτησαν να επικοινωνήσει μαζί τους ή να παρουσιαστεί ενώπιον τους, ή στ. δεν εμφανίστηκε για να ανανεώσει το ειδικό ατομικό δελτίο κατά την επόμενη εργάσιμη ημέρα μετά τη λήξη του. 4. Αιτών για τον οποίο έχει εκδοθεί πράξη διακοπής εξέτασης της αίτησης λόγω σιωπηρής ανάκλησης, έχει δικαίωμα να ζητήσει από την αρχή που εξέδωσε την πράξη τη συνέχιση της εξέτασης αυτής, προβάλλοντας τους λόγους για τους οποίους δεν συντρέχει σιωπηρή ανάκληση της αίτησής ή προσφυγής του. Μέχρι την τελεσίδικη κρίση της ως άνω αίτησης, ο αιτών δεν απελαύνεται από τη χώρα ούτε εκτελείται απόφαση επιστροφής. 5. Στις περιπτώσεις μεταφοράς αιτούντων στη χώρα, στο πλαίσιο εφαρμογής του Κανονισμού 343/2003 του Συμβουλίου, οι εκδοθείσες πράξεις απόρριψης ή διακοπής βάσει της παρ. 2 ανακαλούνται αυτοδικαίως και η διαδικασία εξέτασης της αίτησης συνεχίζεται». 13. Οι παράγραφοι 1, 3 και 4 του άρθρου 17 του π.δ. 114/ 2010 αντικαθίστανται ως εξής: «1. Οι Αρμόδιες Αρχές Εξέτασης εξετάζουν τις αιτήσεις διεθνούς προστασίας, σύμφωνα με τις βασικές αρχές και εγγυήσεις του Κεφαλαίου Β με την κανονική ή με την ταχύρρυθμη διαδικασία. Η υπαγωγή μίας αίτησης στην ταχύρρυθμη διαδικασία αιτιολογείται από την Αποφαινόμενη Αρχή ειδικά βάσει των διατάξεων της παραγράφου 4 του παρόντος άρθρου και δεν ασκεί επιρροή στην κρίση επί της ουσίας της αίτησης διεθνούς προστασίας». «3. Οι Αρμόδιες Αρχές Εξέτασης δύνανται να εξετάζουν κατά προτεραιότητα αιτήσεις διεθνούς προστασίας οι οποίες αφορούν: α. άτομα που ανήκουν σε ευάλωτες ομάδες, ή β. άτομα που υποβάλλουν αίτηση ενόσω κρατούνται, υποβάλλουν αίτηση βάσει του άρθρου 24 ευρισκόμενα σε ζώνες διέλευσης λιμένων ή αερολιμένων της χώρας ή παραμένουν εντός Περιφερειακών Υπηρεσιών Πρώτης Υποδοχής, ή γ. άτομα που ενδέχεται να υπαχθούν στις διαδικασίες του Κανονισμού 343/2003, ή δ. άτομα των οποίων οι αιτήσεις εύλογα πιθανολογείται ότι είναι βάσιμες, ή ε. άτομα των οποίων οι αιτήσεις χαρακτηρίζονται ως προδήλως αβάσιμες, ή στ. άτομα για τα οποία η Ελληνική Αστυνομία με αιτιολογημένο έγγραφό της αναφέρει ότι συνιστούν κίνδυνο για την εθνική ασφάλεια ή τη δημόσια τάξη της χώρας, ή ζ. άτομα τα οποία υποβάλλουν μεταγενέστερες αιτήσεις διεθνούς προστασίας κατά το στάδιο του παραδεκτού. 4. Οι Αρμόδιες Αρχές Εξέτασης εξετάζουν μία αίτηση με την ταχύρρυθμη διαδικασία, όταν: α. ο αιτών προέρχεται από ασφαλή χώρα καταγωγής σύμφωνα με το άρθρο 21 ή β. η αίτηση είναι προδήλως αβάσιμη. Ως προδήλως αβάσιμη χαρακτηρίζεται μία αίτηση όταν ο αιτών, κατά την υποβολή της αίτησης και τη διεξαγωγή της συνέντευξης, κάνει επίκληση λόγων που προδήλως δεν συνάδουν με την ιδιότητα του πρόσφυγα ή του δικαιούχου επικουρικής προστασίας ή γ. ο αιτών έχει παρουσιάσει ασυνεπείς, αντιφατικές, απίθανες ή μη τεκμηριωμένες πληροφορίες που καθιστούν σαφώς μη πειστική τη δήλωσή του ότι αποτέλεσε θύμα διώξεων δυνάμει του π.δ. 96/2008 ή δ. ο αιτών παραπλάνησε τις Αρχές Παραλαβής ή Εξέτασης με την παρουσίαση ψευδών πληροφοριών ή εγγράφων ή με την απόκρυψη σχετικών πληροφοριών ή εγγράφων όσον αφορά την ταυτότητα ή/και την εθνικότητά του, που μπορούσαν να επηρεάσουν αρνητικά την απόφαση, ή ε. ο αιτών υπέβαλε άλλη αίτηση διεθνούς προστασίας στην οποία δηλώνει άλλα προσωπικά δεδομένα, ή στ. ο αιτών δεν έχει παράσχει πληροφορίες ώστε να αποδειχθεί με εύλογο βαθμό βεβαιότητας η ταυτότητα ή η εθνικότητά του ή είναι πιθανόν ότι έχει καταστρέψει ή πετάξει κακόπιστα έγγραφο ταυτότητας ή ταξιδιωτικό έγγραφο που θα βοηθούσε στον προσδιορισμό της ταυτότητας ή της εθνικότητάς του, ή ζ. ο αιτών έχει υποβάλει την αίτηση μόνο για να καθυστερήσει ή να εμποδίσει την εκτέλεση προγενέστερης ή επικείμενης απόφασης απέλασης ή με άλλο τρόπο απομάκρυνσής του, ή η. ο αιτών παρέλειψε να συμμορφωθεί με τις υποχρεώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 9 ή θ. ο αιτών αρνείται να συμμορφωθεί με την υποχρέωση να υποβληθεί σε λήψη δακτυλικών αποτυπωμάτων σύμφωνα με την οικεία νομοθεσία, ή ι. η αίτηση υποβλήθηκε από άγαμο ανήλικο για τον οποίο είχε ήδη υποβληθεί αίτηση από τους γονείς ή τον γονέα του, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 4 παράγραφο 2, η οποία απορρίφθηκε, και ο αιτών δεν επικαλείται νέα κρίσιμα στοιχεία σχετικά με την προσωπική του κατάσταση ή την κατάσταση στη χώρα καταγωγής του». 14. Η περίπτωση γ΄ του άρθρου 18 του π.δ. 114/2010 αντικαθίσταται ως εξής: «γ. H αίτηση αποτελεί μεταγενέστερη αίτηση του αιτούντος και η προκαταρκτική εξέταση, σύμφωνα με το άρθρο 23 παρ. 2, δεν κατέδειξε την ύπαρξη νέων ουσιωδών στοιχείων ή». 15. α. Οι παράγραφοι 2, 3, 4, 5 και 6 του άρθρου 23 του π.δ. 114/2010 αντικαθίστανται ως εξής: «2. Η μεταγενέστερη αίτηση εξετάζεται κατ’ αρχάς σε προκαταρκτικό στάδιο κατά το οποίο ερευνάται εάν έχουν προκύψει ή έχουν υποβληθεί από τον αιτούντα νέα ουσιώδη στοιχεία. Ο αιτών υποβάλλει και αναπτύσσει γραπτώς στην αρμόδια Αρχή παραλαβής του τόπου διαμονής ή κράτησής του, τα τυχόν νέα στοιχεία που υποβάλλει χωρίς να πραγματοποιηθεί συνέντευξη. Κατά το στάδιο αυτό αποφασίζει ο Διευθυντής της αρμόδιας αρχής εξέτασης επί της αρχικής αίτησης. 3. Οι Αρμόδιες Αρχές Εξέτασης διασφαλίζουν στους αιτούντες, των οποίων η αίτηση εξετάζεται, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην προηγούμενη παράγραφο, ότι απολαμβάνουν των εγγυήσεων που αναφέρονται στο άρθρο 8 παρ. 1 (α), (β), (γ) και (ε). Μέχρι την έκδοση οριστικής κατά το προκαταρκτικό στάδιο απόφασης, αναστέλλεται η εκτέλεση κάθε μέτρου απέλασης ή απομάκρυνσης που υφίσταται σε βάρος των αιτούντων.» 4. Εάν κατά την προκαταρκτική εξέταση που αναφέρεται στην παρ. 2 προκύψουν ή υποβληθούν από τον αιτούντα νέα ουσιώδη στοιχεία τα οποία επηρεάζουν την κρίση επί της αίτησης διεθνούς προστασίας, η αίτηση κρίνεται παραδεκτή, εξετάζεται περαιτέρω σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος και του χορηγείται δελτίο. Σε αντίθετη περίπτωση η αίτηση απορρίπτεται ως απαράδεκτη.» 5. Η διαδικασία του παρόντος άρθρου μπορεί να εφαρμόζεται επίσης και στην περίπτωση μέλους της οικογένειας του αιτούντα, το οποίο υποβάλλει αίτηση αφού έχει συναινέσει, σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 2, να αποτελέσει η περίπτωση του τμήμα αίτησης, η οποία υποβάλλεται για λογαριασμό του. Σε αυτή την περίπτωση, η προκαταρκτική εξέταση, που αναφέρεται στην παρ. 2 του παρόντος άρθρου, αφορά την ενδεχόμενη ύπαρξη στοιχείων που να δικαιολογούν την υποβολή χωριστής αίτησης εκ μέρους του εξαρτωμένου προσώπου. 6. Αίτηση διεθνούς προστασίας που υποβάλλεται χωρίς να έχει εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση επί προγενέστερης αίτησης του ίδιου αιτούντος θεωρείται ως συμπληρωματικό στοιχείο της αρχικής και δεν υπάγεται στις διατάξεις του παρόντος άρθρου. Η εκ νέου υποβολή όμοιας μεταγενέστερης αίτησης εξετάζεται από τον Διευθυντή της παραγράφου 1 και τίθεται στο αρχείο, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 4 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας». 16. Το άρθρο 24 του π.δ. 114/2010 αντικαθίσταται ως εξής: «Άρθρο 24 (Άρθρο 35 Οδηγίας) Διαδικασίες στα σύνορα 1. Στις περιπτώσεις που υποβάλλονται αιτήσεις διεθνούς προστασίας στις ζώνες διέλευσης λιμένων ή αερολιμένων της χώρας, οι αιτούντες απολαμβάνουν των δικαιωμάτων και των εγγυήσεων των διατάξεων των άρθρων 8, 11 και 12. 2. Αν δεν ληφθεί απόφαση εντός είκοσι οκτώ ημερών από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης, επιτρέπεται στον αιτούντα η είσοδος στο έδαφος της χώρας, προκειμένου να εξετασθεί η αίτησή του σύμφωνα με τις λοιπές διατάξεις. 3. Στις περιπτώσεις, όπου η διαδικασία ασύλου είναι αντικειμενικά αδύνατο να εφαρμοστεί στις ζώνες διέλευσης λιμένων ή αερολιμένων, ιδίως λόγω άφιξης μεγάλου αριθμού προσώπων που υποβάλλουν αίτηση διεθνούς προστασίας, η διαδικασία ασύλου μπορεί να εφαρμόζεται σε άλλους χώρους πλησίον των ζωνών διέλευσης, στους οποίους φιλοξενούνται τα προαναφερόμενα πρόσωπα. 4. Με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 13, στις περιπτώσεις του παρόντος άρθρου που απορρίπτεται αίτηση διεθνούς προστασίας και εκδίδεται απόφαση απέλασης, επιστροφής ή επανεισδοχής, η εκτέλεση της οποίας αναστέλλεται λόγω άσκησης ενδίκων μέσων, επιτρέπεται η άνευ διαβατηριακών διατυπώσεων είσοδος του αιτούντος στη χώρα μέχρι την έκδοση απόφασης επί του ένδικου μέσου. Ο αιτών οφείλει να παρουσιασθεί το συντομότερο στην κατά τόπο αρμόδια αρχή παραλαβής ή εξέτασης για να δηλώσει διεύθυνση διαμονής και να του χορηγηθεί δελτίο αιτήσαντος άσυλο αλλοδαπού». 17. α. Η παράγραφος 1 του άρθρου 25 του π.δ. 114/2010 αντικαθίσταται ως εξής: «1. Ο αιτών δικαιούται να προσφύγει ενώπιον της οριζόμενης από το άρθρο 26 Επιτροπής Προσφυγών: α. Κατά της απόφασης που απορρίπτει αίτηση διεθνούς προστασίας ως αβάσιμη με την κανονική διαδικασία ή ανακαλεί το καθεστώς αυτό, εντός τριάντα (30) ημερών από την επίδοση της εν λόγω απόφασης. Η ίδια προθεσμία ισχύει σε περίπτωση που χορηγείται στον αιτούντα καθεστώς επικουρικής προστασίας εφόσον ο αιτών ισχυρίζεται ότι δικαιούται καθεστώς πρόσφυγα. β. Κατά της απόφασης που απορρίπτει αίτηση διεθνούς προστασίας με την ταχύρρυθμη διαδικασία ή ως απαράδεκτη κατά τα οριζόμενα στα άρθρα 17 παρ. 4 και 18 αντίστοιχα, εντός δεκαπέντε (15) ημερών από την επίδοση της εν λόγω απόφασης. Κατά της απόφασης που απορρίπτει αίτηση διεθνούς προστασίας ως απαράδεκτη βάσει του άρθρου 18 περίπτ. α΄ η προσφυγή στρέφεται και κατά της σχετικής πράξης μεταφοράς κατ’ εφαρμογή των σχετικών διατάξεων του Κανονισμού 343/2003 του Συμβουλίου. γ. Κατά της απόφασης που απορρίπτει αίτηση διεθνούς προστασίας που υποβάλλεται εντός σωφρονιστικών καταστημάτων ή άλλων χώρων διοικητικής κράτησης, εντός δέκα (10) ημερών από την επίδοση της εν λόγω απόφασης. δ. Κατά της απόφασης που απορρίπτει αίτηση διεθνούς προστασίας στις περιπτώσεις του άρθρου 24 ή που υποβάλλεται εντός εγκαταστάσεων Πρώτης Υποδοχής εντός τριών (3) ημερών από την επίδοση της εν λόγω απόφασης». β. Στο άρθρο 25 του π.δ. 114/2010 προστίθεται παράγραφος 4 ως εξής: «4. Προσφυγές που υποβάλλονται εκπρόθεσμα εξετάζονται κατά προτεραιότητα από την Επιτροπή Προσφυγών που αποφασίζει επί του παραδεκτού αυτών. Όταν η Επιτροπή κρίνει την προσφυγή παραδεκτή, εκδίδει σχετική απόφαση η οποία επιδίδεται σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 7 και χορηγείται εκ νέου το δελτίο αιτούντος. Η εξέταση επί της ουσίας πραγματοποιείται σε ύστερο στάδιο σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 6 του άρθρου 26. Σε αντίθετη περίπτωση η προσφυγή απορρίπτεται.» 18. α. Η περίπτωση β της παραγράφου 1 του άρθρου 26 του π.δ. 114/2010 αντικαθίσταται ως εξής: «β. έναν εκπρόσωπο της Ύπατης Αρμοστείας του Ο.Η.Ε. για τους Πρόσφυγες ή έναν Έλληνα υπήκοο που υποδεικνύεται από την Ύπατη Αρμοστεία του Ο.Η.Ε. για τους πρόσφυγες και» β. Στην παράγραφο 5 του άρθρου 26 του π.δ. 114/2010 προστίθεται τελευταίο εδάφιο ως εξής: «Κατ’ εξαίρεση, η Επιτροπή Προσφυγών αποφασίζει τη μη κλήση του προσφεύγοντος όταν κρίνει ότι μπορεί να λάβει απόφαση επί της προσφυγής από τα στοιχεία του φακέλου. Στην περίπτωση αυτή η Επιτροπή Προσφυγών κοινοποιεί στον προσφεύγοντα, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 7, τη σχετική απόφασή της περί μη κλήσης του και του τάσσει προθεσμία 10 ημερών για την υποβολή τυχόν συμπληρωματικών στοιχείων ή/και υπομνήματος». γ. Στο άρθρο 26 του π.δ. 114/2010 προστίθεται παράγραφος 6 ως εξής: «6. Οι Επιτροπές Προσφυγών δύνανται να εξετάζουν κατά προτεραιότητα προσφυγές οι οποίες αφορούν:
α. άτομα που ανήκουν σε ευάλωτες ομάδες, ή
β. άτομα που υποβάλλουν αίτηση ενόσω κρατούνται, υποβάλλουν αίτηση βάσει του άρθρου 24 ευρισκόμενα σε ζώνες διέλευσης λιμένων ή αερολιμένων της χώρας, ή
γ. άτομα που υπάγονται στις διαδικασίες του Κανονισμού 343/2003, ή
δ. άτομα για τα οποία η Ελληνική Αστυνομία με αιτιολογημένο έγγραφό της αναφέρει ότι συνιστούν κίνδυνο για την εθνική ασφάλεια ή τη δημόσια τάξη της χώρας, ή
ε. απόρριψη μεταγενέστερης αίτησης διεθνούς προστασίας κατά το στάδιο του παραδεκτού». δ. Οι παράγραφοι 6 και 7 του άρθρου 26 του π.δ. 114/2010 αναριθμούνται σε 7 και 8 αντίστοιχα και αντικαθίστανται ως εξής: «7. Η απόφαση της Επιτροπής Προσφυγών επιδίδεται στον αιτούντα κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 7 και κοινοποιείται στον Υπουργό Δημόσιας Τάξης και Προστασίας του Πολίτη. Απόφαση που απορρίπτει προσφυγή τάσσει στον αιτούντα προθεσμία αναχώρησής του από τη χώρα η οποία δεν δύναται να υπερβαίνει τις ενενήντα (90) ημέρες. 8. Ο Υπουργός Δημόσιας Τάξης και Προστασίας του Πολίτη έχει το δικαίωμα άσκησης αίτησης ακύρωσης κατά των αποφάσεων της Επιτροπής Προσφυγών».