146 Α' 2013

ΠΡΟΕΔΡΙΚΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ 113/2013

Καθιέρωση ενιαίας διαδικασίας αναγνώρισης σε αλλοδαπούς και ανιθαγενείς του καθεστώτος του πρόσφυγα ή δικαιούχου επικουρικής προστασίας σε συμμόρφωση προς την Οδηγία 2005/85/ΕΚ του Συμβουλίου «σχετικά με τις ελάχιστες προδιαγραφές για τις διαδικασίες με τις οποίες τα κράτη μέλη χορηγούν και ανακαλούν το καθεστώς του πρόσφυγα» (L 326/13.12.2005) και άλλες διατάξεις.

ΜΕΡΟΣ Α΄
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ΄ - ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΣΕ ΠΡΩΤΟ ΒΑΘΜΟ
14 Ιουνίου 2013

ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ
ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
ΤΕΥΧΟΣ ΠΡΩΤΟ Αρ. Φύλλου 146
14 Ιουνίου 2013

ΠΡΟΕΔΡΙΚΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΥΠ’ ΑΡΙΘΜ. 113
Καθιέρωση ενιαίας διαδικασίας αναγνώρισης σε αλλοδαπούς και ανιθαγενείς του καθεστώτος του πρόσφυγα ή δικαιούχου επικουρικής προστασίας σε συμμόρφωση προς την Οδηγία 2005/85/ΕΚ του Συμβουλίου «σχετικά με τις ελάχιστες προδιαγραφές για τις διαδικασίες με τις οποίες τα κράτη μέλη χορηγούν και ανακαλούν το καθεστώς του πρόσφυγα» (L 326/13.12.2005) και άλλες διατάξεις.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Έχοντας υπόψη:
1. Τις διατάξεις:
α) του άρθρου 1 παρ. 1 του ν. 1338/1983 «Εφαρμογή του Κοινοτικού Δικαίου» (Α΄ 34), όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 6 παρ. 1 του ν. 1440/1984 (Α΄ 70) και της παρ. 2 του ιδίου άρθρου, β) του άρθρου 3 του ν. 1338/1983, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 65 ν. 1892/1990 (Α΄ 101), γ) του άρθρου 4 του ν. 1338/1983, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 6 παρ. 4 του ν. 1440/1984 και τροποποιήθηκε με τα άρθρα 7 του ν. 1775/1988 (Α΄ 101), 31 του ν. 2076/1992 (Α΄ 130), 19 του ν. 2367/1995 (Α΄ 261), 22 του ν. 2789/2000 (Α΄ 21), 48 του ν. 3427/2005 (Α΄ 312) και 91 του ν. 3862/2010 (Α΄ 113).
2. Τις διατάξεις των παρ. 2 και 3 του άρθρου 5 του ν. 3907/2011 «΄Ιδρυση Υπηρεσίας Ασύλου και Υπηρεσίας Πρώτης Υποδοχής, προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας προς τις διατάξεις της Οδηγίας 2008/115/ΕΚ «σχετικά με τους κοινούς κανόνες και διαδικασίες στα κράτη μέλη για την επιστροφή των παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών» και λοιπές διατάξεις» (Α΄ 7).
3. Τις διατάξεις του άρθρου 22 παρ. 3 του ν. 2362/1995 «Περί δημοσίου λογιστικού ελέγχου των δαπανών του κράτους και άλλες διατάξεις» (Α΄ 247), όπως η παράγραφος αυτή τροποποιήθηκε με το άρθρο 22 παρ. 3 του Ν. 3871/2010 (Α’ 141).
4. Τις διατάξεις του άρθρου 90 του Κώδικα Νομοθεσίας για την Κυβέρνηση και τα Κυβερνητικά Όργανα, που κωδικοποιήθηκε με το άρθρο πρώτο του π.δ. 63/2005 (Α΄ 98).
5. Τις διατάξεις του π.δ. 85/2012 «Ίδρυση και μετονομασία Υπουργείων, μεταφορά και κατάργηση υπηρεσιών» (Α΄ 141), όπως τροποποιήθηκε με τα π.δ. 88/2012 (Α΄ 143), 94/2012 (Α΄ 149) και 98/2012 (Α΄ 160).
6. Τις διατάξεις της υπ’ αριθ. Υ48 από 9−7−2012 απόφασης του Πρωθυπουργού «Καθορισμός αρμοδιοτήτων του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών Χρήστου Σταϊκούρα» (Β΄ 2105).
7. Τις διατάξεις της υπ’ αριθ. Υ 39 από 4−07−2012 απόφασης του Πρωθυπουργού «Ανάθεση αρμοδιοτήτων στον Αναπληρωτή Υπουργό Εσωτερικών Χαράλαμπο Αθανασίου» (Β΄ 2091).
8. Τις διατάξεις της υπ’ αριθ. ΟΙΚ. 14362/20/18.07.2012 κοινής απόφασης του Πρωθυπουργού και του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας «Ανάθεση αρμοδιοτήτων στον Υφυπουργό Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας Νικόλαο Παναγιωτόπουλο» (Β΄ 2166).
9. Τα έγγραφα αριθ. ΟΙΚ. 1021/25−2−2013 και ΟΙΚ. 1043/ 25−2−2013 της Υπηρεσίας Ασύλου.
10. Το γεγονός ότι από τις διατάξεις του παρόντος διατάγματος προκαλούνται οι ακόλουθες δαπάνες, οι οποίες προβλέπονται στο π.δ. 114/2010 και στο ν. 3907/2011:
α) Δαπάνες, οι οποίες δεν είναι δυνατό να προσδιοριστούν, διότι εξαρτώνται από πραγματικά γεγονότα και αφορούν: ι) Στην επιμόρφωση του προσωπικού και στη διοργάνωση σεμιναρίων (άρθρα 6 παρ. 2β, 17 παρ. 7α και 31 παρ. 5). Η εν λόγω δαπάνη θα καλύπτεται εξ ολοκλήρου από τον προϋπολογισμό της Ύπατης Αρμοστείας ή της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Στήριξης για το Άσυλο και σε διαφορετική περίπτωση από τον προϋπολογισμό της Υπηρεσίας Ασύλου (Ε.Φ. 43630 ΚΑΕ 0881). ιι) Στην παροχή υπηρεσιών διερμηνείας (άρθρο 8 παρ. 1β). Η εν λόγω δαπάνη θα καλύπτεται από τον Χρηματοδοτικό Μηχανισμό του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου για τα έτη 2013 έως 2015 και για τα επόμενα οικονομικά έτη, σε περίπτωση που δεν συνεχιστεί η χρηματοδότηση από τον Χρηματοδοτικό Μηχανισμό του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου, από τον προϋπολογισμό της Υπηρεσίας Ασύλου (Ε.Φ. 43630 ΚΑΕ 0871). ιιι) Στην πραγματοποίηση ιατρικών εξετάσεων (άρθρο 11 παρ. 3). Η εν λόγω ενδεχόμενη δαπάνη, εφόσον πραγματοποιηθεί, θα βαρύνει τον προϋπολογισμό της Υπηρεσίας Ασύλου (Ε.Φ. 43630 ΚΑΕ 0871). β) Δαπάνη ύψους 1.700.000 ευρώ περίπου ετησίως από την αμοιβή των μελών των Επιτροπών Προσφυγών, η οποία θα καλυφθεί από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Προσφύγων μέχρι την 31η/3/2014 και σε περίπτωση που δεν συνεχιστεί η χρηματοδότηση από το ανωτέρω Ταμείο, θα καλύπτεται από τον προϋπολογισμό της Υπηρεσίας Ασύλου (Ε.Φ. 43630 ΚΑΕ 0871).
11. Την υπ’ αριθ. 152/2013 Γνωμοδότηση του Συμβουλίου της Επικρατείας, ύστερα από πρόταση του Υπουργού Εξωτερικών, των Αναπληρωτών Υπουργών Οικονομικών και Εσωτερικών, των Υπουργών Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας, Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων και Παιδείας και Θρησκευμάτων, Πολιτισμού και Αθλητισμού, του Υφυπουργού Εργασίας Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας και των Υπουργών Δικαιοσύνης Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Δημόσιας Τάξης και
Προστασίας του Πολίτη, αποφασίζουμε:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ΄ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΣΕ ΠΡΩΤΟ ΒΑΘΜΟ
Άρθρο 16(Άρθρο 23 Οδηγίας) Διαδικασία εξέτασηςΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Οι Αρμόδιες Αρχές Εξέτασης εξετάζουν τις αιτήσεις διεθνούς προστασίας, σύμφωνα με τις βασικές αρχές και εγγυήσεις του Κεφαλαίου Β΄ με την κανονική ή με την ταχύρρυθμη διαδικασία. Η υπαγωγή μίας αίτησης στην ταχύρρυθμη διαδικασία αιτιολογείται από τον χειριστή ειδικά βάσει των διατάξεων της παρ. 4 και δεν ασκεί επιρροή στην κρίση επί της ουσίας της αίτησης διεθνούς προστασίας. Η ταχύρρυθμη διαδικασία δεν διαφοροποιείται από την κανονική κατά την εξέταση της αίτησης σε πρώτο βαθμό αλλά μόνο κατά την εξέταση τυχόν προσφυγής.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Η εξέταση των αιτήσεων ολοκληρώνεται το ταχύτερο δυνατό και σε κάθε περίπτωση εντός έξι μηνών στις περιπτώσεις εφαρμογής της κανονικής διαδικασίας ή τριών στις περιπτώσεις εφαρμογής της ταχύρρυθμης. Στις περιπτώσεις που η εξέταση διαρκεί πέραν του ανώτατου κατά περίπτωση χρονικού ορίου, ο αιτών έχει δικαίωμα να ζητά πληροφορίες από τις Αρμόδιες Αρχές Εξέτασης για το χρόνο κατά τον οποίο αναμένεται η απόφαση επί της αίτησης. Η ενημέρωση αυτή δε θεμελιώνει υποχρέωση των ανωτέρω αρχών να λάβουν απόφαση εντός συγκεκριμένης προθεσμίας.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Οι Αρμόδιες Αρχές Εξέτασης δύνανται να εξετάζουν κατά προτεραιότητα αιτήσεις διεθνούς προστασίας οι οποίες αφορούν: α. άτομα που ανήκουν σε ευάλωτες ομάδες, ή β. άτομα που υποβάλλουν αίτηση ενόσω κρατούνται, υποβάλλουν αίτηση βάσει του άρθρου 24 ευρισκόμενα σε ζώνες διέλευσης λιμένων ή αερολιμένων της χώρας ή παραμένουν εντός Περιφερειακών Υπηρεσιών Πρώτης Υποδοχής, ή γ. άτομα που ενδέχεται να υπαχθούν στις διαδικασίες του Κανονισμού 343/2003, ή δ. άτομα των οποίων οι αιτήσεις εύλογα πιθανολογείται ότι είναι βάσιμες, ή ε. άτομα των οποίων οι αιτήσεις χαρακτηρίζονται ως προδήλως αβάσιμες, ή στ. άτομα για τα οποία η Ελληνική Αστυνομία με αιτιολογημένο έγγραφό της αναφέρει ότι συνιστούν κίνδυνο για την εθνική ασφάλεια ή τη δημόσια τάξη της χώρας, ή ζ. άτομα τα οποία υποβάλλουν μεταγενέστερες αιτήσεις διεθνούς προστασίας κατά το στάδιο του παραδεκτού.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Οι Αρμόδιες Αρχές Εξέτασης εξετάζουν μία αίτηση με την ταχύρρυθμη διαδικασία, όταν: α. ο αιτών προέρχεται από ασφαλή χώρα καταγωγής σύμφωνα με το άρθρο 21 ή β. η αίτηση είναι προδήλως αβάσιμη. Ως προδήλως αβάσιμη χαρακτηρίζεται μία αίτηση όταν ο αιτών, κατά την υποβολή της αίτησης και τη διεξαγωγή της συνέντευξης, κάνει επίκληση λόγων που προδήλως δεν συνάδουν με την ιδιότητα του πρόσφυγα ή του δικαιούχου επικουρικής προστασίας ή γ. ο αιτών έχει παρουσιάσει ασυνεπείς, αντιφατικές, απίθανες ή μη τεκμηριωμένες πληροφορίες που καθιστούν σαφώς μη πειστική τη δήλωσή του ότι αποτέλεσε θύμα διώξεων δυνάμει του π.δ. 96/2008 ή δ. ο αιτών παραπλάνησε τις Αρχές Εξέτασης με την παρουσίαση ψευδών πληροφοριών ή εγγράφων ή με την απόκρυψη σχετικών πληροφοριών ή εγγράφων όσον αφορά την ταυτότητα ή/και την εθνικότητά του, που μπορούσαν να επηρεάσουν αρνητικά την απόφαση, ή ε. ο αιτών υπέβαλε άλλη αίτηση διεθνούς προστασίας στην οποία δηλώνει άλλα προσωπικά δεδομένα, ή στ. ο αιτών δεν έχει παράσχει πληροφορίες ώστε να αποδειχθεί με εύλογο βαθμό βεβαιότητας η ταυτότητα ή η εθνικότητά του ή είναι πιθανόν ότι έχει καταστρέψει ή πετάξει κακόπιστα έγγραφο ταυτότητας ή ταξιδιωτικό έγγραφο που θα βοηθούσε στον προσδιορισμό της ταυτότητας ή της εθνικότητάς του, ή ζ. ο αιτών έχει υποβάλει την αίτηση μόνο για να καθυστερήσει ή να εμποδίσει την εκτέλεση προγενέστερης ή επικείμενης απόφασης απέλασης ή με άλλο τρόπο απομάκρυνσής του, ή η. ο αιτών παρέλειψε να συμμορφωθεί με τις υποχρεώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 9 ή θ. ο αιτών αρνείται να συμμορφωθεί με την υποχρέωση να υποβληθεί σε λήψη δακτυλικών αποτυπωμάτων σύμφωνα με την οικεία νομοθεσία, ή ι. η αίτηση υποβλήθηκε από άγαμο ανήλικο για τον οποίο είχε ήδη υποβληθεί αίτηση από τους γονείς ή τον γονέα του, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 4 παράγραφο 2, η οποία απορρίφθηκε, και ο αιτών δεν επικαλείται νέα κρίσιμα στοιχεία σχετικά με την προσωπική του κατάσταση ή την κατάσταση στη χώρα καταγωγής του.

Άρθρο 17(Άρθρα 12, 13 και 14 Οδηγίας) Προσωπική συνέντευξηΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Πριν τη λήψη απόφασης, η αρμόδια αρχή εξέτασης διενεργεί προσωπική συνέντευξη του αιτούντος, ο οποίος καλείται με πρόσκληση κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 7. Η συνέντευξη διενεργείται από υπάλληλο της αρμόδιας αρχής εξέτασης (χειριστή), ο οποίος διαθέτει τα κατάλληλα προσόντα και λαμβάνει την απόφαση επί της αίτησης διεθνούς προστασίας. Ο εσωτερικός κανονισμός της Υπηρεσίας Ασύλου ορίζει τη διαδικασία ορισμού του αρμόδιου χειριστή από τον προϊστάμενο του κάθε Περιφερειακού Γραφείου. Η συνέντευξη διενεργείται με τη συνδρομή διερμηνέα, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 8 παρ. 1 περίπτ. β΄, ικανού να εξασφαλίσει την αναγκαία επικοινωνία, προκειμένου ο ενδιαφερόμενος να επιβεβαιώσει όσα αναφέρει στην αίτησή του και να δώσει εξηγήσεις, ιδίως σε ό, τι αφορά την ηλικία του, το προσωπικό του ιστορικό, συμπεριλαμβανομένου του ιστορικού των οικείων συγγενών του, την ταυτότητα, την ιθαγένεια, τη χώρα και το μέρος προηγούμενης διαμονής του, προηγούμενες αιτήσεις διεθνούς προστασίας, τα δρομολόγια που ακολούθησε για να εισέλθει στο ελληνικό έδαφος, τα ταξιδιωτικά του έγγραφα και τους λόγους που τον ανάγκασαν να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής του ή προηγούμενης συνήθους διαμονής του, όταν πρόκειται για ανιθαγενή, ζητώντας προστασία καθώς και τους λόγους για τους οποίους δεν μπορεί ή δεν επιθυμεί να επιστρέψει σε αυτήν. Πριν από τη συνέντευξη χορηγείται στον αιτούντα, εφόσον το επιθυμεί, εύλογος χρόνος προκειμένου να προετοιμασθεί κατάλληλα και να συμβουλευθεί νομικό ή άλλο σύμβουλο για να τον επικουρεί κατά τη διάρκεια της διαδικασίας. Ο εύλογος χρόνος καθορίζεται από την αρμόδια αρχή εξέτασης και δεν δύναται, περιλαμβανομένων και των τυχόν παρατάσεων, να υπερβεί τις επτά (7) ημέρες ή τις τρεις (3) ημέρες όταν πραγματοποιείται συνέντευξη βάσει του άρθρου 24 ή όταν αφορά αιτούντα που βρίσκεται σε Περιφερειακή Υπηρεσία Πρώτης Υποδοχής. Όταν η συνέντευξη αφορά γυναίκα, λαμβάνεται ειδική μέριμνα, ώστε να διεξάγεται από ειδικευμένη γυναίκα υπάλληλο, παρουσία γυναίκας διερμηνέα. Σε περίπτωση που τούτο δεν καθίσταται δυνατό, γίνεται σχετική μνεία των λόγων στην έκθεση. Για κάθε ενήλικο μέλος της οικογένειας διεξάγεται ξεχωριστή προσωπική συνέντευξη. Για τους ανήλικους, διεξάγεται προσωπική συνέντευξη λαμβανομένης υπόψη της ωριμότητάς τους και των ψυχολογικών συνεπειών των τραυματικών βιωμάτων τους.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Η προσωπική συνέντευξη μπορεί να παραλειφθεί όταν η Αποφαινόμενη Αρχή κρίνει ότι, με βάση τα διαθέσιμα αποδεικτικά στοιχεία, δύναται να αναγνωρίσει τον αιτούντα ως πρόσφυγα ή δικαιούχο επικουρικής προστασίας ή όταν δεν είναι αντικειμενικά δυνατή, ιδίως όταν ο αιτών δεν είναι σε θέση ή δεν μπορεί για λόγους που οφείλονται σε μόνιμες καταστάσεις ανεξάρτητες από τη θέλησή του να συμμετάσχει στη συνέντευξη. Η αδυναμία αυτή πιστοποιείται με σχετική βεβαίωση ιατρού ανάλογης ειδικότητας.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Όταν στον αιτούντα ή στο μέλος της οικογένειας του δεν παρέχεται η ευκαιρία προσωπικής συνέντευξης σύμφωνα με την παρ. 2, η Αποφαινόμενη Αρχή καταβάλλει εύλογες προσπάθειες ώστε να τους δίνεται η δυνατότητα να υποβάλουν συμπληρωματικά στοιχεία.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Η παράλειψη προσωπικής συνέντευξης κατά τις προηγούμενες παραγράφους δεν επιδρά δυσμενώς στην απόφαση της Αποφαινόμενης Αρχής, ούτε εμποδίζει την Αποφαινόμενη Αρχή να λαμβάνει απόφαση επί της αίτησης. Σε περίπτωση παράλειψης της συνέντευξης, η Αποφαινόμενη Αρχή στην απόφασή της περιλαμβάνει αιτιολογία αυτής της παράλειψης.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Η προσωπική συνέντευξη διεξάγεται χωρίς την παρουσία των μελών της οικογένειας του αιτούντος, εκτός εάν ο χειριστής κρίνει ότι η παρουσία τους είναι απαραίτητη.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Η προσωπική συνέντευξη διεξάγεται υπό συνθήκες που εξασφαλίζουν την απαιτούμενη εμπιστευτικότητα.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 7

Κατά την προσωπική συνέντευξη λαμβάνονται τα κατάλληλα μέτρα που εξασφαλίζουν τη διεξαγωγή της σε συνθήκες που επιτρέπουν στον αιτούντα να παρουσιάσει διεξοδικά τους λόγους της αίτησής του. Για το σκοπό αυτό: α. O κάθε χειριστής διαθέτει τα κατάλληλα προσόντα για να συνεκτιμήσει τις προσωπικές ή γενικές συνθήκες που αφορούν την αίτηση, συμπεριλαμβανομένων των πολιτισμικών καταβολών του αιτούντα. Ειδικότερα, οι χειριστές επιμορφώνονται για τις ειδικές ανάγκες των γυναικών, των παιδιών και των θυμάτων βίας και βασανιστηρίων. β. Ο διερμηνέας που επιλέγεται είναι ικανός να εξασφαλίσει την αναγκαία επικοινωνία σε γλώσσα που κατανοεί ο αιτών.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 8

Για κάθε προσωπική συνέντευξη συντάσσεται έκθεση στην οποία περιλαμβάνονται οι βασικοί ισχυρισμοί του αιτούντος διεθνή προστασία και όλα τα ουσιώδη στοιχεία αυτής. Η συνέντευξη δύναται να καταγράφεται ηχητικά. Η ηχητική καταγραφή συνοδεύει την έκθεση και αποθηκεύεται με μέριμνα της Αποφαινόμενης Αρχής. Συνεντεύξεις που πραγματοποιούνται με τηλεδιάσκεψη καταγράφονται ηχητικά υποχρεωτικά.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 9

Εφόσον δεν είναι δυνατή η ηχητική καταγραφή, η έκθεση περιλαμβάνει πλήρες πρακτικό της συνέντευξης. Ο αιτών καλείται να βεβαιώσει την ακρίβεια του περιεχομένου του πρακτικού, υπογράφοντας με τη συνδρομή του διερμηνέα που επίσης υπογράφει, εφόσον παρίσταται. Όταν ο αιτών αρνείται να επιβεβαιώσει το περιεχόμενο του πρακτικού οι λόγοι άρνησης καταχωρίζονται στην έκθεση. Η άρνηση του αιτούντος να βεβαιώσει το περιεχόμενο του πρακτικού δεν εμποδίζει την Αποφαινόμενη Αρχή να λάβει απόφαση επί της αίτησής του.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 10

Ο αιτών δικαιούται να λαμβάνει οποτεδήποτε αντίγραφο του πρακτικού ή της έκθεσης και της ηχητικής καταγραφής που συντάσσεται στο πλαίσιο της προσωπικής συνέντευξης.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 11

Αν υπάρξουν ενδείξεις στο πλαίσιο της συνέντευξης ότι ο αιτών υπήρξε θύμα βασανιστηρίων, παραπέμπεται σε εξειδικευμένο για το σκοπό αυτό ιατρικό κέντρο ή φορέα της κοινωνίας των πολιτών ή σε ιατρό ή ψυχολόγο δημοσίου νοσηλευτικού ιδρύματος, προκειμένου να γνωματεύσει για την ύπαρξη ή μη κακώσεων ή ενδείξεων βασανιστηρίων.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 12

Οι προαναφερόμενες εγγυήσεις τηρούνται και κατά τη διαδικασία εξέτασης των προσφυγών καθώς και σε κάθε συμπληρωματική εξέταση.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 13

Ο εσωτερικός κανονισμός της Υπηρεσίας Ασύλου δύναται να ορίζει λεπτομερέστερα τις τεχνικές διαδικασίες της διεξαγωγής και της ηχητικής καταγραφής της συνέντευξης και τηλεδιάσκεψης.

Άρθρο 18(Άρθρο 25 Οδηγίας)

Απαράδεκτες αιτήσεις Η Αποφαινόμενη Αρχή απορρίπτει ως απαράδεκτη, με σχετική πράξη της, αίτηση διεθνούς προστασίας, εφόσον: α. άλλο κράτος μέλος της Ε.Ε. έχει χορηγήσει στον αιτούντα καθεστώς διεθνούς προστασίας ή β. άλλο κράτος μέλος της Ε.Ε. ή άλλο κράτος που δεσμεύεται από τον Κανονισμό 343/2003 του Συμβουλίου έχει αναλάβει την ευθύνη εξέτασης της σχετικής αίτησης, κατ’ εφαρμογή του Κανονισμού αυτού ή γ. ο αιτών απολαμβάνει επαρκούς προστασίας από χώρα που δεν είναι κράτος μέλος της Ε.Ε. και θεωρείται ως πρώτη χώρα ασύλου για αυτόν, σύμφωνα με το άρθρο 19 ή δ. οι Αρμόδιες Αρχές Εξέτασης κρίνουν ότι μία χώρα συνιστά ασφαλή τρίτη χώρα για τον αιτούντα, σύμφωνα με το άρθρο 20 ή ε. H αίτηση αποτελεί μεταγενέστερη αίτηση του αιτούντος και η προκαταρκτική εξέταση, σύμφωνα με το άρθρο 23 παρ. 2, δεν κατέδειξε την ύπαρξη νέων ουσιωδών στοιχείων ή στ. μέλος της οικογένειας του αιτούντος υποβάλλει ξεχωριστή αίτηση, παρότι το πρόσωπο αυτό έχει ήδη συναινέσει, σύμφωνα με το άρθρο 4, να συμπεριληφθεί η περίπτωσή του ως τμήμα αίτησης υποβαλλόμενης για λογαριασμό του και δεν υπάρχουν στοιχεία τα οποία να δικαιολογούν την υποβολή χωριστής αίτησης.

Άρθρο 19(Άρθρο 26 Οδηγίας) Πρώτη χώρα ασύλουΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Μία χώρα θεωρείται ως πρώτη χώρα ασύλου για τον αιτούντα με την προϋπόθεση ότι θα γίνει εκ νέου δεκτός στη χώρα αυτή, εάν αυτός έχει αναγνωρισθεί ως πρόσφυγας από τη χώρα αυτή και απολαμβάνει ακόμη της σχετικής προστασίας, ή απολαμβάνει άλλης αποτελεσματικής προστασίας στην εν λόγω χώρα, επωφελούμενος μεταξύ άλλων από την αρχή της μη επαναπροώθησης.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Για την εφαρμογή της έννοιας της πρώτης χώρας ασύλου στον συγκεκριμένο αιτούντα, λαμβάνεται υπόψη η παρ. 1 του άρθρου 20.

Άρθρο 20(Άρθρο 27 Οδηγίας) Ασφαλείς τρίτες χώρεςΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Μια χώρα θεωρείται ως ασφαλής τρίτη χώρα για ένα συγκεκριμένο αιτούντα, όταν πληρούνται σωρευτικά τα εξής κριτήρια: α. δεν απειλούνται η ζωή και η ελευθερία του λόγω φυλής, θρησκείας, εθνικότητας, συμμετοχής σε ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα, ή πολιτικών πεποιθήσεων, β. η χώρα αυτή τηρεί την αρχή της μη επαναπροώθησης, σύμφωνα με τη Σύμβαση της Γενεύης, γ. δεν υπάρχει κίνδυνος σοβαρής βλάβης για τον αιτούντα κατά το άρθρο 15 του π.δ. 96/2008, δ. η χώρα αυτή απαγορεύει την απομάκρυνση ενός αιτούντος σε χώρα όπου αυτός κινδυνεύει να υποστεί βασανιστήρια ή σκληρή, απάνθρωπη ή ταπεινωτική μεταχείριση ή τιμωρία, όπως ορίζεται στο διεθνές δίκαιο, ε. υπάρχει η δυνατότητα να ζητηθεί το καθεστώς του πρόσφυγα και, στην περίπτωση που ο αιτών αναγνωρισθεί ως πρόσφυγας, να του χορηγηθεί προστασία σύμφωνα με τη Σύμβαση της Γενεύης και στ. ο αιτών έχει σύνδεσμο με την εν λόγω τρίτη χώρα, βάσει του οποίου θα ήταν εύλογο για αυτόν να μεταβεί σε αυτή.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Η συνδρομή των ως άνω κριτηρίων εξετάζεται ανά περίπτωση και για κάθε αιτούντα ξεχωριστά. Σε περίπτωση έκδοσης απόφασης που βασίζεται αποκλειστικά στο παρόν άρθρο, οι Αρμόδιες Αρχές Εξέτασης ενημερώνουν σχετικά τον αιτούντα και του χορηγούν έγγραφο με το οποίο ενημερώνονται οι αρχές της εν λόγω τρίτης χώρας ότι η αίτηση δεν έχει εξετασθεί επί της ουσίας.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Όταν η ως άνω τρίτη χώρα δεν επιτρέπει στον αιτούντα να εισέλθει στο έδαφός της, η αίτησή του εξετάζεται επί της ουσίας από τις Αρμόδιες Αρχές Εξέτασης.

Άρθρο 21(Άρθρα 30 και 31 Οδηγίας) Ασφαλείς χώρες καταγωγήςΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Ασφαλείς χώρες καταγωγής είναι: α. Όσες περιλαμβάνονται στον κοινό κατάλογο ασφαλών χωρών καταγωγής του Συμβουλίου Ε.Ε. β. Οι τρίτες χώρες, πέραν εκείνων της περίπτωσης (α), οι οποίες περιλαμβάνονται στον εθνικό κατάλογο ασφαλών χωρών καταγωγής, που καταρτίζει και τηρεί για την εξέταση αιτήσεων διεθνούς προστασίας το Τμήμα Διεθνούς Συνεργασίας και Τεκμηρίωσης της Κεντρικής Αρχής μετά από αξιολόγηση, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις παρ. 3 και 4. Για την αξιολόγηση αυτή λαμβάνονται υπόψη σχετικές πληροφορίες από άλλα κράτη και διεθνείς οργανισμούς, όπως η Ύπατη Αρμοστεία των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες και το Συμβούλιο της Ευρώπης. Η αξιολόγηση αυτή επαναλαμβάνεται περιοδικά λαμβάνοντας υπόψη τις αλλαγές της κατάστασης σε κάθε χώρα. Ο εθνικός κατάλογος χωρών καταγωγής κοινοποιείται από την Κεντρική Aρχή στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Μία τρίτη χώρα μπορεί να χαρακτηρισθεί ως ασφαλής χώρα καταγωγής για τον αιτούντα, μόνον εφόσον μετά την εξέταση της αίτησης αποδειχθεί ότι ο αιτών: α. έχει την ιθαγένεια αυτής της χώρας ή είναι ανιθαγενής και είχε την προηγούμενη συνήθη διαμονή του στη χώρα αυτή και β. δεν επικαλείται σοβαρούς λόγους για να θεωρηθεί ότι η χώρα δεν είναι ασφαλής χώρα καταγωγής για τον ίδιο, όσον αφορά την αναγνώρισή του ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας κατά τις κείμενες διατάξεις.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Μια χώρα θεωρείται ως ασφαλής χώρα καταγωγής αν, με βάση την ισχύουσα νομοθεσία και την εφαρμογή του δικαίου στο πλαίσιο ενός δημοκρατικού πολιτεύματος και των γενικών πολιτικών συνθηκών, καταδεικνύεται σαφώς ότι τα άτομα στις συγκεκριμένες τρίτες χώρες δεν υφίστανται δίωξη, γενικά και μόνιμα, όπως ορίζεται στο άρθρο 9 του π.δ. 96/2008, ούτε βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή ταπεινωτική μεταχείριση ή τιμωρία, ούτε απειλή που προκύπτει από τη χρήση γενικευμένης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύγκρουσης.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Για την εφαρμογή της προηγούμενης παραγράφου λαμβάνεται μεταξύ άλλων υπόψη ο βαθμός στον οποίο παρέχεται προστασία κατά της δίωξης ή της κακομεταχείρισης μέσω: α. των σχετικών νομοθετικών και κανονιστικών διατάξεων της χώρας και του τρόπου εφαρμογής τους, β. της τήρησης των δικαιωμάτων και των ελευθεριών που προβλέπονται στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών (ΕΣΔΑ − ν.δ. 53/1974, Α΄ 256), στο Διεθνές Σύμφωνο για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα (ν. 2462/1997, Α΄ 25), ιδίως δε των δικαιωμάτων από τα οποία δεν χωρεί παρέκκλιση δυνάμει του άρθρου 15 παρ. 2 της ΕΣΔΑ, και στη Σύμβαση κατά των βασανιστηρίων και άλλων τρόπων σκληρής, απάνθρωπης ή ταπεινωτικής μεταχείρισης ή τιμωρίας (ν. 1782/1988, Α΄ 116). γ. της τήρησης της αρχής της μη επαναπροώθησης σύμφωνα με τη Σύμβαση της Γενεύης. δ. της πρόβλεψης μηχανισμού αποτελεσματικής προσφυγής κατά των παραβιάσεων των εν λόγω δικαιωμάτων και ελευθεριών.

Άρθρο 22(Άρθρο 28 Οδηγίας) Αβάσιμες αιτήσειςΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Με την επιφύλαξη του άρθρου 13, η αρμόδια αρχή απόφασης απορρίπτει ως αβάσιμη την αίτηση, εφόσον θεμελιώσει ότι ο αιτών δεν πληροί τις προϋποθέσεις για να χαρακτηρισθεί ως πρόσφυγας ή δικαιούχος επικουρικής προστασίας, κατά τις κείμενες διατάξεις.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Η απόφαση επιδίδεται στον αιτούντα σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 7 και αφαιρείται το χορηγηθέν δελτίο.

Άρθρο 23(Άρθρα 32 και 34 παρ. 1 Οδηγίας) Μεταγενέστερες αιτήσειςΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Αιτών διεθνή προστασία που υποβάλλει μεταγενέστερη αίτηση οφείλει να προσκομίσει και την τελεσίδικη απόφαση επί της προγενέστερης αίτησης του. Οι Αρμόδιες Αρχές Εξέτασης εξετάζουν τα στοιχεία της μεταγενέστερης αίτησης, σε συνδυασμό με τα στοιχεία της αρχικής αίτησης ή/και της προσφυγής.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Η μεταγενέστερη αίτηση εξετάζεται κατ’ αρχάς σε προκαταρκτικό στάδιο κατά το οποίο ερευνάται εάν έχουν προκύψει ή έχουν υποβληθεί από τον αιτούντα νέα ουσιώδη στοιχεία. Κατά το στάδιο αυτό ο αιτών υποβάλλει γραπτώς στις Αρμόδιες Αρχές Εξέτασης τα τυχόν νέα στοιχεία που προσκομίζει χωρίς να πραγματοποιηθεί συνέντευξη.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Οι Αρμόδιες Αρχές Εξέτασης διασφαλίζουν στους αιτούντες, των οποίων η αίτηση εξετάζεται, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην προηγούμενη παράγραφο, ότι απολαμβάνουν των εγγυήσεων που αναφέρονται στο άρθρο 8 παρ. 1 περιπτ. α΄, β΄, γ΄ και ε΄. Μέχρι την έκδοση οριστικής κατά το προκαταρκτικό στάδιο απόφασης, αναστέλλεται η εκτέλεση κάθε μέτρου επιστροφής ή απομάκρυνσης που υφίσταται σε βάρος των αιτούντων.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Εάν κατά την προκαταρκτική εξέταση που αναφέρεται στην παρ. 2 προκύψουν ή υποβληθούν από τον αιτούντα νέα ουσιώδη στοιχεία τα οποία επηρεάζουν την κρίση επί της αίτησης διεθνούς προστασίας, η αίτηση κρίνεται παραδεκτή, εξετάζεται περαιτέρω σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος και του χορηγείται δελτίο. Σε αντίθετη περίπτωση η αίτηση απορρίπτεται ως απαράδεκτη.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Η διαδικασία του παρόντος άρθρου μπορεί να εφαρμόζεται επίσης και στην περίπτωση μέλους της οικογένειας του αιτούντος, το οποίο υποβάλλει αίτηση αφού έχει συναινέσει, σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 2, να αποτελέσει η περίπτωσή του τμήμα αίτησης, η οποία υποβάλλεται για λογαριασμό του. Σε αυτή την περίπτωση, η προκαταρκτική εξέταση, που αναφέρεται στην παρ. 2 του παρόντος άρθρου, αφορά την ενδεχόμενη ύπαρξη στοιχείων που να δικαιολογούν την υποβολή χωριστής αίτησης εκ μέρους του εξαρτωμένου προσώπου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Αίτηση διεθνούς προστασίας που υποβάλλεται χωρίς να έχει εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση επί προγενέστερης αίτησης του ίδιου αιτούντα θεωρείται ως συμπληρωματικό στοιχείο της αρχικής και δεν υπάγεται στις διατάξεις του παρόντος άρθρου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 7

Η εκ νέου υποβολή όμοιας μεταγενέστερης αίτησης εξετάζεται από την Αποφαινόμενη Αρχή και τίθεται στο αρχείο, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 4 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας.

Άρθρο 24(Άρθρο 35 Οδηγίας) Διαδικασίες στα σύνοραΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Στις περιπτώσεις που υποβάλλονται αιτήσεις διεθνούς προστασίας στις ζώνες διέλευσης λιμένων ή αερολιμένων της χώρας, οι αιτούντες απολαμβάνουν των δικαιωμάτων και των εγγυήσεων των διατάξεων των άρθρων 8, 10 και 11.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Αν δεν ληφθεί απόφαση εντός είκοσι οκτώ ημερών από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης, επιτρέπεται στον αιτούντα η είσοδος στο έδαφος της χώρας, προκειμένου να εξετασθεί η αίτησή του σύμφωνα με τις λοιπές διατάξεις.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 12, στις περιπτώσεις του παρόντος άρθρου, που απορρίπτεται αίτηση διεθνούς προστασίας και εκδίδεται απόφαση απέλασης, επιστροφής ή επανεισδοχής, η εκτέλεση της οποίας αναστέλλεται λόγω άσκησης ενδίκων μέσων, επιτρέπεται η άνευ διαβατηριακών διατυπώσεων είσοδος του αιτούντος στη χώρα μέχρι την έκδοση απόφασης επί του ένδικου μέσου.

Αθήνα, 13 Ιουνίου 2013
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
ΚΑΡΟΛΟΣ ΓΡ. ΠΑΠΟΥΛΙΑΣ
ΟI ΥΠΟΥΡΓΟI
ΑΝΑΠΛΗΡΩΤΗΣ ΥΠΟΥΡΓΟΣ
ΕΞΩΤΕΡΙΚΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΑΒΡΑΜΟΠΟΥΛΟΣ ΧΡΗΣΤΟΣ ΣΤΑΪΚΟΥΡΑΣ
ΑΝΑΠΛΗΡΩΤΗΣ ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ, ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΤΙΚΟΤΗΤΑΣ,
ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΥΠΟΔΟΜΩΝ, ΜΕΤΑΦΟΡΩΝ ΚΑΙ ΔΙΚΤΥΩΝ
ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΧΑΤΖΗΔΑΚΗΣ
ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΥΜΑΤΩΝ, ΥΦΥΠ. ΕΡΓΑΣΙΑΣ, ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΥ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΚΑΙ ΠΡΟΝΟΙΑΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΑΡΒΑΝΙΤΟΠΟΥΛΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΣ
ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ, ΔΙΑΦΑΝΕΙΑΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΗΣ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΗ
ΑΝΤΩΝΙΟΣ ΡΟΥΠΑΚΙΩΤΗΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ − ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΔΕΝΔΙΑΣ