195 Α' 2010

ΠΡΟΕΔΡΙΚΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ 114/2010

Καθιέρωση ενιαίας διαδικασίας αναγνώρισης σε αλλοδαπούς και ανιθαγενείς του καθεστώτος του πρόσφυγα ή δικαιούχου επικουρικής προστασίας σε συμμόρφωση προς την Οδηγία 2005/85/ΕΚ του Συμβουλίου «σχετικά με τις ελάχιστες προδιαγραφές για τις διαδικασίες με τις οποίες τα κράτη μέλη χορηγούν και ανακαλούν το καθεστώς του πρόσφυγα» (L 326/13.12.2005).

22 Νοεμβρίου 2010

ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ
ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
ΤΕΥΧΟΣ ΠΡΩΤΟ Αρ. Φύλλου 195
22 Νοεμβρίου 2010

ΠΡΟΕΔΡΙΚΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΥΠ’ ΑΡΙΘΜ. 114
Καθιέρωση ενιαίας διαδικασίας αναγνώρισης σε αλλοδαπούς και ανιθαγενείς του καθεστώτος του πρόσφυγα ή δικαιούχου επικουρικής προστασίας σε συμμόρφωση προς την Οδηγία 2005/85/ΕΚ του Συμβουλίου «σχετικά με τις ελάχιστες προδιαγραφές για τις διαδικασίες με τις οποίες τα κράτη μέλη χορηγούν και ανακαλούν το καθεστώς του πρόσφυγα» (L 326/13.12.2005).
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Έχοντας υπόψη:
1. Τις διατάξεις: α) του άρθρου 1 παρ. 1 του ν.1338/1983 «Εφαρμογή του Κοινοτικού Δικαίου» (Α΄ 34), όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 6 παρ. 1 του ν.1440/1984 (Α΄ 70),
β) το άρθρο 3 του ν.1338/1983, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 65 ν.1892/1990 (Α΄ 101), γ) το άρθρο 4 του ν.1338/1983, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 6 παρ. 4 του ν.1440/1984 και τροποποιήθηκε με τα άρθρα 7 του ν.1775/1988 (Α΄ 101), 31 του ν.2076/1992 (Α΄ 130), 19 του ν.2367/1995 (Α΄ 261), 22 του ν.2789/2000 (Α΄ 21), 48 του ν.3427/2005 (Α΄ 132) και 91 του ν.3862/2010 (Α΄ 113).
2. Τις διατάξεις των άρθρων 24 παρ. 1 και 25 παρ. 4 του ν.1975/1991 (Α΄ 184), όπως αντικαταστάθηκαν αντίστοιχα με τα άρθρα 1 και 2 του ν. 2452/1996 (Α΄ 283).
3. Τις διατάξεις του άρθρου 11 παρ. 1 περίπτ. στ΄ του ν.1481/1984 (Α΄ 152), όπως το άρθρο αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 παρ. 1 του ν.1590/1986 (Α΄ 49).
4. Τις διατάξεις των άρθρων 14 παρ. 4 και 28 παρ. 1 του ν.2800/2000 «Αναδιάρθρωση Υπηρεσιών Υπουργείου Δημόσιας Τάξης, σύσταση Αρχηγείου Ελληνικής Αστυνομίας και άλλες διατάξεις» (Α΄ 41).
5. Τις διατάξεις του άρθρου 90 του Κώδικα Νομοθεσίας για την Κυβέρνηση και τα Κυβερνητικά Όργανα, που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του π.δ. 63/2005 (Α΄ 98).
6. Τις διατάξεις του π.δ/τος 184/2009 «Σύσταση Υπουργείου Προστασίας του Πολίτη και καθορισμός των αρμοδιοτήτων του» (Α΄ 213).
7. Τις διατάξεις της υπ’ αριθμ. 2672 από 3−12−2009 απόφασης Πρωθυπουργού και Υπουργού Οικονομικών «Καθορισμός αρμοδιοτήτων του Υφυπουργού Οικονομικών Φιλίππου Σαχινίδη» (Β΄ 2408).
8. Το γεγονός ότι από τις διατάξεις του παρόντος διατάγματος προκαλείται δαπάνη σε βάρος του κρατικού προϋπολογισμού το ύψος της οποίας δεν μπορεί να προσδιοριστεί επειδή εξαρτάται από πραγματικά γεγονότα συνδεόμενα κυρίως με την εφαρμογή των άρθρων 6 παρ. 2 περίπτ. β΄, 10 παρ. 9 περίπτ. α΄, 11 παρ. 2, 12 παρ. 4, 13 παρ. 6 περίπτ. δ΄ (αριθμός και διάρκεια σεμιναρίων, αριθμός επιμορφούμενων υπαλλήλων, παροχή νομικής συνδρομής, πραγματοποίηση ιατρικών εξετάσεων και παροχή ιατρικής φροντίδας). Η δαπάνη αυτή όσον αφορά το 2010 θα αντιμετωπισθεί από τις πιστώσεις του προϋπολογισμού εξόδων του Υπουργείου Προστασίας του Πολίτη (Ε.Φ. 43−110, ΚΑΕ 0515), ενώ οι δαπάνες του έτους 2011 και επομένων ετών θα αντιμετωπίζονται από τις πιστώσεις που θα εγκρίνονται για το σκοπό αυτό στον ίδιο ως άνω Π/Υ εξόδων του αντίστοιχου έτους.
9. Την υπ’ αριθμ. 227/2010 γνωμοδότηση του Συμβουλίου της Επικρατείας, ύστερα από πρόταση των Υπουργών Εσωτερικών, Αποκέντρωσης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης, Οικονομίας, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας, Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Προστασίας του Πολίτη και του Υφυπουργού Οικονομικών , αποφα−
σίζουμε:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 1

Σκοπός του παρόντος προεδρικού διατάγματος είναι η καθιέρωση ενιαίας διαδικασίας αναγνώρισης σε αλλοδαπούς και ανιθαγενείς του καθεστώτος του πρόσφυγα ή δικαιούχου επικουρικής προστασίας σε συμμόρφωση προς την Οδηγία 2005/85/ΕΚ του Συμβουλίου «σχετικά με τις ελάχιστες προδιαγραφές για τις διαδικασίες με τις οποίες τα κράτη μέλη χορηγούν και ανακαλούν το καθεστώς του πρόσφυγα» (L 326/13.12.2005).

Άρθρο 2(Άρθρα 2 και 4 Οδηγίας)

Ορισμοί Για την εφαρμογή του παρόντος προεδρικού διατάγματος: α. «Σύμβαση της Γενεύης» είναι η Σύμβαση περί του καθεστώτος των προσφύγων, η οποία υπεγράφη στη Γενεύη στις 28 Ιουλίου 1951 και κυρώθηκε με το ν.δ. 3989/ 1959 (Α΄ 201), όπως τροποποιήθηκε από το συναφές Πρωτόκολλο της Νέας Υόρκης της 31ης Ιανουαρίου 1967, το οποίο κυρώθηκε με τον α.ν. 389/1968 (Α΄ 125). β. «Aίτηση παροχής διεθνούς προστασίας» ή «αίτηση ασύλου» ή «αίτηση» είναι η αίτηση παροχής προστα σίας από το ελληνικό κράτος που υποβάλλει αλλοδαπός ή ανιθαγενής, με την οποία ζητά την αναγνώριση στο πρόσωπό του της ιδιότητας του πρόσφυγα, σύμφωνα με τη Σύμβαση της Γενεύης, ή την χορήγηση καθεστώτος επικουρικής προστασίας. Κάθε αίτηση διεθνούς προστασίας τεκμαίρεται ότι είναι αίτηση ασύλου, εκτός εάν ο αιτών ζητά ρητώς να του παρασχεθεί άλλη μορφή προστασίας, η οποία είναι δυνατόν να ζητηθεί αυτοτελώς. Η αίτηση διεθνούς προστασίας μπορεί να περιλαμβάνει και τα μέλη της οικογενείας του αιτούντος που βρίσκονται στην ελληνική επικράτεια. γ. «Mέλη της οικογένειας» του αιτούντος διεθνή προστασία, υπό την προϋπόθεση ότι η οικογένεια υπήρχε πριν την είσοδο στη Χώρα, θεωρούνται: i. Ο σύζυγος ή ο εκτός γάμου σύντροφός του με τον οποίο διατηρεί σταθερή σχέση, ii. Τα ανήλικα, άγαμα και εξαρτημένα τέκνα, ανεξαρτήτως αν γεννήθηκαν σε γάμο ή εκτός γάμου των γονέων τους ή είναι υιοθετημένα. iii. Τα ενήλικα τέκνα του αιτούντος που πάσχουν από πνευματική ή σωματική αναπηρία και δεν δύνανται να υποβάλουν αυτοτελώς αίτηση. δ. «Αιτών διεθνή προστασία» ή «αιτών άσυλο» ή «αιτών» είναι ο αλλοδαπός ή ανιθαγενής, ο οποίος δηλώνει προφορικώς ή εγγράφως ενώπιον οποιασδήποτε ελληνικής αρχής στα σημεία εισόδου στην ελληνική επικράτεια ή εντός αυτής ότι ζητεί άσυλο ή επικουρική προστασία στη χώρα μας ή με οποιονδήποτε τρόπο ζητεί να μην απελαθεί σε κάποια χώρα εκ φόβου δίωξης λόγω φυλής, θρησκείας, εθνικότητος, κοινωνικής τάξεως ή πολιτικών πεποιθήσεων, σύμφωνα με την ως άνω Σύμβαση της Γενεύης ή επειδή κινδυνεύει να υποστεί σοβαρή βλάβη σύμφωνα με το άρθρο 15 του π.δ. 96/2008 (Α΄ 152) και επί του αιτήματος του οποίου δεν έχει ληφθεί ακόμη τελεσίδικη απόφαση. Επίσης, ως αιτών διεθνή προστασία θεωρείται και ο αλλοδαπός, ο οποίος εισέρχεται στη χώρα μας, κατ’ εφαρμογή του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 343/2003 του Συμβουλίου, για τη θέσπιση των κριτηρίων και μηχανισμών για τον προσδιορισμό του κράτους μέλους που είναι υπεύθυνο για την εξέταση αίτησης ασύλου που υποβάλλεται σε κράτος μέλος από υπήκοο τρίτης χώρας (L 050/ 25.02.2003). Αν ο αιτών απευθυνθεί σε μη αρμόδια αρχή, αυτή υποχρεούται να τον παραπέμψει αμέσως στην κατά την περίπτωση ιδ΄ του παρόντος άρθρου αρμόδια αρχή παραλαβής, με τον προσφορότερο τρόπο. ε. «Τελεσίδικη απόφαση» είναι η απόφαση που ορίζει εάν αλλοδαπός ή ανιθαγενής αναγνωρίζεται ή όχι ως πρόσφυγας ή δικαιούχος επικουρικής προστασίας, η οποία δεν υπόκειται πλέον σε άσκηση του ένδικου μέσου που προβλέπεται στο άρθρο 29. στ. «Πρόσφυγας» είναι ο αλλοδαπός ή ο ανιθαγενής στο πρόσωπο του οποίου πληρούνται οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 1Α της Σύμβασης της Γενε ύης. ζ. «Καθεστώς πρόσφυγα» είναι το καθεστώς που χορηγείται κατόπιν της αναγνώρισης από την αρμόδια ελληνική αρχή ενός αλλοδαπού ή ανιθαγενούς ως πρόσφυγα. η. «Πρόσωπο που δικαιούται επικουρική προστασία» είναι, με την επιφύλαξη του άρθρου 17 του π.δ. 96/2008, ο αλλοδαπός ή ο ανιθαγενής που δεν πληροί τις προϋποθέσεις για να αναγνωρισθεί ως πρόσφυγας, αλλά στο πρόσωπό του συντρέχουν ουσιώδεις λόγοι από τους οποίους προκύπτει ότι αν επιστρέψει στη χώρα της καταγωγής του ή, στην περίπτωση ανιθαγενούς, στη χώρα της προηγούμενης συνήθους διαμονής του, κινδυνεύει να υποστεί σοβαρή βλάβη κατά την έννοια του άρθρου 15 του π.δ. 96/2008 και που δεν μπορεί ή λόγω του κινδύνου αυτού δεν επιθυμεί να θέσει εαυτόν υπό την προστασία της εν λόγω χώρας. θ. «Καθεστώς επικουρικής προστασίας» είναι το καθεστώς που χορηγείται κατόπιν της αναγνώρισης από την αρμόδια ελληνική αρχή ενός αλλοδαπού ή ανιθαγενούς ως δικαιούχου επικουρικής προστασίας. ι. «Ασυνόδευτος ανήλικος» είναι το πρόσωπο ηλικίας κάτω των 18 ετών, ο οποίος φθάνει στην Ελλάδα, χωρίς να συνοδεύεται από ενήλικα υπεύθυνο για τη φροντίδα του, σύμφωνα με το νόμο ή το έθιμο που εφαρμόζεται στον τόπο προέλευσης, και για όσο χρόνο δεν έχει τεθεί υπό την ουσιαστική φροντίδα ενός τέτοιου προσώπου, ή ο ανήλικος που εγκαταλείπεται ασυνόδευτος μετά την είσοδό του στην Ελλάδα. ια. «Εκπρόσωπος ασυνόδευτου ανηλίκου» είναι ο προσωρινός ή οριστικός επίτροπος του ανηλίκου ή το πρόσωπο που ορίζεται από τον αρμόδιο Εισαγγελέα Ανηλίκων ή, όπου δεν υπάρχει Εισαγγελέας Ανηλίκων, από τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών για την προάσπιση των συμφερόντων του ανηλίκου αυτού. ιβ. «Κράτηση» είναι ο περιορισμός σε ειδικό χώρο, με αποτέλεσμα τη στέρηση της ελευθερίας κυκλοφορίας του προσώπου. ιγ. «Κέντρο Φιλοξενίας» είναι κάθε χώρος, ο οποίος χρησιμοποιείται για την ομαδική φιλοξενία των αιτούντων, εξαιρουμένων των χώρων κράτησης. ιδ. «Αρμόδιες αρχές παραλαβής της αίτησης διεθνούς προστασίας» ή «αρμόδιες αρχές παραλαβής» είναι οι Υπηρεσίες της Ελληνικής Αστυνομίας που είναι υπεύθυνες για να κινήσουν τη διαδικασία εξέτασης της αίτησης παροχής διεθνούς προστασίας, ήτοι: Τα Τμήματα Ασύλου των Διευθύνσεων Αλλοδαπών Αττικής και Θεσσαλονίκης, το Τμήμα Ασφαλείας της Διεύθυνσης Αστυνόμευσης Αερολιμένα Αθηνών, το Τμήμα Ασφαλείας της Διεύθυνσης Αστυνόμευσης Κρατικού Αερολιμένα Θεσσαλονίκης οι Υποδιευθύνσεις ή τα Τμήματα Ασφαλείας της έδρας των Αστυνομικών Διευθύνσεων Χώρας, όπου δεν υπάρχουν Υποδιευθύνσεις Ασφαλείας. ιε. «Αρμόδιες Αρχές Εξέτασης της αίτησης διεθνούς προστασίας» ή «αρμόδιες αρχές εξέτασης» είναι για αιτήσεις που υποβάλλονται στην περιοχή αρμοδιότητας των: (1) Γενικής Αστυνομικής Διεύθυνσης Αττικής (Γ.Α.Δ.Α.), Γενικής Αστυνομικής Διεύθυνσης Περιφέρειας (Γ.Α.Δ.Π.) Στερεάς Ελλάδας και Αστυνομικής Διεύθυνσης (Α.Δ.) Κυκλάδων, το Τμήμα Ασύλου της Διεύθυνσης Αλλοδαπών Αττικής. (2) Γενικής Αστυνομικής Διεύθυνσης Θεσσαλονίκης (Γ.Α.Δ.Θ.), Γ.Α.Δ.Π. Δυτικής Μακεδονίας, Γ.Α.Δ.Π. Κεντρικής Μακεδονίας, Α.Δ. Καβάλας και Α.Δ. Δράμας, το Τμήμα Ασύλου της Διεύθυνσης Αλλοδαπών Θεσσαλονίκης. (3) Α.Δ. Αλεξανδρούπολης, Α.Δ. Ροδόπης, Α.Δ. Ξάνθης, Α.Δ. Ορεστιάδας, η Υποδιεύθυνση Ασφαλείας Ορεστιάδας. (4) Γ.Α.Δ.Π. Πελοποννήσου, Γ.Α.Δ.Π. Δυτικής Ελλάδας και Γ.Α.Δ.Π. Ιονίων Νήσων, πλην Α.Δ. Κέρκυρας, η Υποδιεύθυνση Ασφαλείας Πατρών. (5) Γ.Α.Δ.Π. Ηπείρου και Α.Δ Κέρκυρας, η Υποδιεύθυνση Ασφαλείας Ιωαννίνων. (6) Γ.Α.Δ.Π. Θεσσαλίας, η Υποδιεύθυνση Ασφαλείας Βόλου. (7) Α.Δ. Λέσβου, η Υποδιεύθυνση Ασφαλείας Μυτιλήνης. (8) Α.Δ. Χίου, η Υποδιεύθυνση Ασφαλείας Χίου. (9) Α.Δ. Σάμου, η Υποδιεύθυνση Ασφαλείας Σάμου. (10) Α.Δ. Δωδεκανήσου και ειδικότερα: (i) στις νήσους Καλύμνου, Πάτμου, Λειψών και Λέρου, το Αστυνομικό Τμήμα (Α.Τ.) Λέρου και (ii) στα λοιπά Δωδεκάνησα, η Υποδιεύθυνση Ασφαλείας Ρόδου. (11) Γ.Α.Δ.Π. Κρήτης, η Υποδιεύθυνση Ασφαλείας Ηρακλείου. (12) Διεθνούς Αερολιμένα Αθηνών, το Τμήμα Ασφαλείας της Διεύθυνσης Αστυνόμευσης Αερολιμένα Αθηνών. (13) Διεθνούς Αερολιμένα Θεσσαλονίκης, το Τμήμα Ασφαλείας της Διεύθυνσης Αστυνόμευσης Κρατικού Αερολιμένα Θεσσαλονίκης. ιστ. «Κεντρική αρχή» είναι η Διεύθυνση Αλλοδαπών του Αρχηγείου της Ελληνικής Αστυνομίας. ιζ. «Χώρα καταγωγής» είναι η χώρα της ιθαγένειας ή, για τους ανιθαγενείς, η χώρα της προηγούμενης συνήθους διαμονής τους. ιη. «Άδεια διαμονής» είναι κάθε άδεια, η οποία εκδίδεται από τις Ελληνικές Αρχές, σύμφωνα με τον τύπο που προβλέπει η Ελληνική νομοθεσία και η οποία επιτρέπει σε αλλοδαπό ή σε ανιθαγενή τη διαμονή του στην ελληνική επικράτεια. ιθ. «Αποφαινόμενη Αρχή» είναι ο Γενικός Γραμματέας Δημόσιας Τάξης του Υπουργείου Προστασίας του Πολίτη που αποφασίζει σε πρώτο βαθμό επί των αιτήσεων παροχής διεθνούς προστασίας. Στις περιπτώσεις των άρθρων 17 παράγραφος 3 και 18, Αποφαινόμενη Αρχή είναι ο οικείος Αστυνομικός Διευθυντής, οι Αστυνομικοί Διευθυντές των Διευθύνσεων Αλλοδαπών Αττικής, Θεσσαλονίκης και ο Διευθυντής της Διεύθυνσης Αστυνομίας Αερολιμένα Αθηνών. κ. «Αρμόδιες Αρχές Απόφασης» είναι η Αποφαινόμενη Αρχή και η Επιτροπή Προσφυγών. κα. «Μεταγενέστερη αίτηση» είναι η αίτηση για παροχή διεθνούς προστασίας που υποβάλλεται μετά από τελεσίδικη απορριπτική απόφαση. κβ. «Ανάκληση του καθεστώτος του πρόσφυγα» είναι η απόφαση της αρμόδιας αρχής να ανακαλέσει ή να αρνηθεί να ανανεώσει το καθεστώς πρόσφυγα σε ένα πρόσωπο. κγ. «Ανάκληση του καθεστώτος επικουρικής προστασίας» είναι η απόφαση της αρμόδιας αρχής να ανακαλέσει ή να αρνηθεί να ανανεώσει το καθεστώς επικουρικής προστασίας σε ένα πρόσωπο. κδ. «Παραμονή στη Χώρα» είναι η παραμονή στο έδαφος της ελληνικής επικράτειας, περιλαμβανομένων των συνόρων και των ζωνών διέλευσης. κε. «Σύμβουλος του αιτούντα» είναι ο νομικός, ιατρός, ψυχολόγος ή κοινωνικός λειτουργός, ο οποίος τον υποστηρίζει κατά τη διάρκεια της διαδικασίας εξέτασης του αιτήματός του.

Άρθρο 3(Άρθρο 3 Οδηγίας) Πεδίο εφαρμογήςΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Το παρόν προεδρικό διάταγμα εφαρμόζεται σε όλες τις αιτήσεις ασύλου που υποβάλλονται στο έδαφος της ελληνικής επικράτειας, περιλαμβανομένων των συνόρων, ή στις ζώνες διέλευσης της Χώρας, καθώς και για την ανάκληση του καθεστώτος του πρόσφυγα. Οι ίδιες διατάξεις εφαρμόζονται αναλόγως και για τις αιτήσεις επικουρικής προστασίας καθώς και για την ανάκληση του καθεστώτος επικουρικής προστασίας. Όλες οι αιτήσεις διεθνούς προστασίας εξετάζονται καταρχήν ως αιτήσεις ασύλου και, εφόσον δεν πληρούνται τα κριτήρια της Σύμβασης της Γενεύης για το καθεστώς του πρόσφυγα, εξετάζονται με βάση τα κριτήρια του καθεστώτος επικουρικής προστασίας, εκτός εάν ρητά υποβάλλεται αίτηση παροχής επικουρικής προστασίας.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Το παρόν προεδρικό διάταγμα δεν εφαρμόζεται επί αιτήσεων διπλωματικού ή εδαφικού ασύλου που υποβάλλονται σε ελληνικές διπλωματικές αρχές και μόνιμες αντιπροσωπείες στο εξωτερικό.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Η ερμηνεία και εφαρμογή του παρόντος διατάγματος διενεργούνται πάντα σε συμφωνία με τις επιταγές της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 για τη Νομική Κατάσταση των Προσφύγων, όπως τροποποιήθηκε με το Πρωτόκολλο της Ν. Υόρκης του 1967, καθώς και των διεθνών και ευρωπαϊκών συμβάσεων προστασίας των δικαιωμάτων του ανθρώπου που έχουν κυρωθεί από την Ελλάδα.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄ΒΑΣΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΚΑΙ ΕΓΓΥΗΣΕΙΣ
Άρθρο 4(Άρθρο 6 Οδηγίας) Πρόσβαση στη διαδικασίαΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Κάθε αλλοδαπός ή ανιθαγενής έχει δικαίωμα υποβολής αιτήσεως διεθνούς προστασίας. Οι αρμόδιες αρχές παραλαβής της αίτησης μεριμνούν, ώστε κάθε ενήλικας να μπορεί να ασκήσει το δικαίωμα να υποβάλει αίτηση, υπό την προϋπόθεση ότι θα παρουσιασθεί αυτοπροσώπως ενώπιον των ως άνω αρχών, με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 9 παρ. (1) εδ. (α). Σε περίπτωση που ο αιτών είναι κρατούμενος, οι αρχές παραλαβής μεριμνούν για τη μεταγωγή αυτού στην κατά τόπον αρμόδια αρχή εξέτασης κατά την ημερομηνία της συνέντευξης.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Ο αιτών μπορεί να υποβάλει αίτηση εξ ονόματος των μελών της οικογένειάς του. Σε αυτές τις περιπτώσεις τα ενήλικα μέλη πρέπει να συναινούν εγγράφως στην κατάθεση της αίτησης εξ ονόματός τους ή, αν αυτό δεν ισχύει, να έχουν την ευκαιρία να υποβάλουν οι ίδιοι την αίτησή τους. Η συναίνεση ζητείται κατά το χρόνο υποβολής της αίτησης ή το αργότερο κατά την προσωπική συνέντευξη με το εν λόγω μέλος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Ο ανήλικος, ασυνόδευτος ή μη, άνω των 14 ετών μπορεί να υποβάλει αυτοτελώς αίτηση αν οι ως άνω αρχές θεωρούν ότι έχει την ωριμότητα να αντιληφθεί τη σημασία της πράξης του.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Ο ασυνόδευτος ανήλικος, που δεν πληροί το προαναφερόμενο κριτήριο της ωριμότητας, υποβάλει αίτηση δι’ αντιπροσώπου, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 12.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Η Κεντρική Αρχή μεριμνά για την ενημέρωση των αρχών στις οποίες είναι πιθανόν να απευθυνθεί όποιος επιθυμεί να υποβάλει αίτηση διεθνούς προστασίας, σχετικά με τις αρμόδιες υπηρεσίες και τη διαδικασία υποβολής της αίτησης, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις παραγράφους 1 έως 4 του παρόντος άρθρου.

Άρθρο 5(Άρθρο 7 Οδηγίας) Δικαίωμα παραμονής αιτούντων − ΕξαιρέσειςΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Οι αιτούντες επιτρέπεται να παραμένουν στη Χώρα μέχρι την ολοκλήρωση της διοικητικής διαδικασίας εξέτασης της αίτησης και δεν απομακρύνονται με οποιοδήποτε τρόπο.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Η προηγούμενη παράγραφος δεν εφαρμόζεται: α. Στις περιπτώσεις όπου οι αρχές παραδίδουν ή εκδίδουν τον ενδιαφερόμενο, είτε σε άλλο κράτος μέλος, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 3251/2004 (Α΄ 127), είτε σε τρίτη χώρα ή σε διεθνή ποινικά δικαστήρια, με βάση τις διεθνείς υποχρεώσεις της χώρας. Η σύλληψη ή η έκδοση δεν πρέπει να οδηγεί σε επαναπροώθηση του ενδιαφερόμενου που είναι αντίθετη με το άρθρο 33 παρ. 1 της Σύμβασης της Γενεύης. Κανένας δεν εκδίδεται πριν εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση επί της αιτήσεώς του, εφόσον επικαλείται φόβο δίωξης στο εκζητούν κράτος. β. Στις περιπτώσεις ανάληψης της ευθύνης εξέτασης αίτησης ασύλου από άλλο κράτος, στο πλαίσιο εφαρμογής του Κανονισμού 343/2003 του Συμβουλίου (L 50/25.2.2003).

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Το δικαίωμα παραμονής του αιτούντος στη Χώρα, σύμφωνα με την παρ. 1, δεν θεμελιώνει δικαίωμα για χορήγηση άδειας διαμονής.

Άρθρο 6(Άρθρο 8 Οδηγίας) Προϋποθέσεις για την εξέταση της αίτησηςΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Οι αιτήσεις δεν απορρίπτονται, ούτε αποκλείεται η εξέτασή τους για μόνο το λόγο ότι δεν υποβλήθηκαν το ταχύτερο δυνατό.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Οι αποφάσεις επί των αιτήσεων λαμβάνονται σε ατομική βάση, μετά από εμπεριστατωμένη, αντικειμενική και αμερόληπτη εξέταση. Για το σκοπό αυτό η Κεντρική Αρχή: α. Συγκεντρώνει και αξιολογεί συγκεκριμένες και ακριβείς πληροφορίες από αξιόπιστες πηγές, όπως η Ύπατη Αρμοστεία του Ο.Η.Ε. για τους Πρόσφυγες, ως προς τη γενική κατάσταση που επικρατεί στις χώρες καταγωγής ή προηγούμενης συνήθους διαμονής των αιτούντων και, εφόσον αυτό απαιτείται, στις χώρες μέσω των οποίων διήλθαν. Οι πληροφορίες αυτές κοινοποιούνται στις αρμόδιες αρχές εξέτασης. β. Μεριμνά, ώστε το προσωπικό που εξετάζει τις αιτήσεις και εισηγείται για τη λήψη αποφάσεων, να γνωρίζει τη νομοθεσία και τη νομολογία περί διεθνούς προστασίας. Προς τούτο, διοργανώνει σεμινάρια κατάρτισης, αυτοτελώς ή σε συνεργασία με την Ύπατη Αρμοστεία του Ο.Η.Ε. για τους Πρόσφυγες ή με Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις και κοινοποιεί στις αρμόδιες αρχές παραλαβής, εξέτασης και απόφασης τις διαθέσιμες από την Ύπατη Αρμοστεία του Ο.Η.Ε. για τους Πρόσφυγες οδηγίες και ενημερωτικά δελτία σε θέματα διεθνούς προστασίας.

Άρθρο 7(Άρθρο 9 Οδηγίας) Αιτιολόγηση και επίδοση αποφάσεωνΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Η απόφαση επί της αίτησης διεθνούς προστασίας επιδίδεται στον αιτούντα σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 47 και επόμενα του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ν.2717/1999 − Α΄ 97), από αστυνομικό. Εάν δεν καταστεί δυνατόν να ανευρεθεί ο αιτών στη διεύθυνση κατοικίας ή διαμονής που έχει δηλώσει, ειδοποιείται τηλεφωνικώς, εφόσον έχει δηλώσει αριθμό τηλεφωνικής σύνδεσης, να προσέλθει στην αρμόδια αρχή παραλαβής της αίτησης για να διενεργηθεί η επίδοση. Η επίδοση διενεργείται το αργότερο κατά την επόμενη προσέλευση του αιτούντος για ανανέωση του δελτίου αιτήσαντος άσυλο αλλοδαπού από τις αρμόδιες αρχές. Εάν ο αιτών δεν εμφανισθεί το αργότερο κατά την επόμενη εργάσιμη ημέρα μετά τη λήξη του δελτίου αιτήσαντος άσυλο αλλοδαπού, η επίδοση θεωρείται ότι έχει πραγματοποιηθεί κατά την ημέρα αυτή. Η επίδοση στον αιτούντα διενεργείται με την παρουσία διερμηνέα σε γλώσσα που κατανοεί ο αιτών, μνεία δε του γεγονότος αυτού γίνεται στη σχετική έκθεση επίδοσης.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Όταν η αίτηση απορρίπτεται, στην απόφαση αναφέρονται οι πραγματικοί και νομικοί λόγοι της απόρριψης. Στην απορριπτική απόφαση γίνεται μνεία για την προθεσμία προς άσκηση προσφυγής, για το όργανο ενώπιον του οποίου ασκείται καθώς και για τις συνέπειες παρόδου άπρακτης της προθεσμίας αυτής.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Όταν έχει υποβληθεί αίτηση εξ ονόματος των μελών της οικογένειας του αιτούντα, που επικαλούνται τους ίδιους λόγους, η Αποφαινόμενη Αρχή μπορεί να εκδίδει μια απόφαση που αφορά όλα τα μέλη της οικογένειας.

Άρθρο 8(Άρθρο 10 Οδηγίας) Εγγυήσεις για τους αιτούντεςΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Οι αιτούντες, κατά την εφαρμογή των διατάξεων των Κεφαλαίων Γ΄ και Δ΄ έχουν τα ακόλουθα δικαιώματα: α. Ενημερώνονται, σε γλώσσα την οποία ευλόγως θεωρείται ότι κατανοούν, για τη διαδικασία που ακολουθείται, τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τους, το γεγονός ότι οι πληροφορίες που παρέχουν στις αρχές κατά τη διάρκεια της εξέτασης του αιτήματός τους παραμένουν εμπιστευτικές, καθώς και για τις συνέπειες της μη συμμόρφωσης προς τις υποχρεώσεις τους και της μη συνεργασίας με τις αρχές. Επίσης, ενημερώνονται για τις προθεσμίες και τα μέσα που έχουν στη διάθεσή τους, ώστε να συμμορφωθούν με την υποχρέωση υποβολής των στοιχείων που απαιτούνται για την τεκμηρίωση της αίτησής τους. Οι πληροφορίες τους δίδονται εγκαίρως ώστε να ασκήσουν τα δικαιώματα τους και να συμμορφωθούν με τις υποχρεώσεις που περιγράφονται στο άρθρο 9. β. Τους παρέχονται υπηρεσίες διερμηνέα για να εκθέσουν την υπόθεσή τους στις αρμόδιες αρχές υποβολής και εξέτασης και για τη διεξαγωγή της συνέντευξης σε όλα τα στάδια της διαδικασίας, εφόσον δεν μπορεί να εξασφαλισθεί η αναγκαία επικοινωνία χωρίς αυτόν. Η δαπάνη της διερμηνείας βαρύνει το δημόσιο. γ. Διευκολύνεται η επικοινωνία τους με την Ύπατη Αρμοστεία του Ο.Η.Ε. για τους Πρόσφυγες ή με κάθε άλλη οργάνωση που παρέχει νομική συνδρομή. δ. Εφοδιάζονται ατελώς από την αρμόδια αρχή παραλαβής, αμέσως μετά τον καθορισμό ημερομηνίας λήψης συνέντευξης, με ειδικό ατομικό δελτίο («δελτίο αιτήσαντος άσυλο αλλοδαπού»), το οποίο φέρει τη φωτογραφία τους και τους επιτρέπει την παραμονή στην ελληνική επικράτεια μέχρι την ημερομηνία λήψης συνέντευξης που τους έχει καθοριστεί. Στο δελτίο αυτό μπορεί να αναφέρεται περιορισμός της κυκλοφορίας του αιτούντος σε τμήμα της ελληνικής επικράτειας. Εφόσον πραγματοποιηθεί η συνέντευξη, το δελτίο ανανεώνεται για διάρκεια μέχρι έξι μηνών, στις δε περιπτώσεις των άρθρων 17 παρ. 3 και 18 μέχρι τριών μηνών, έως την έκδοση οριστικής απόφασης επί της αίτησης παροχής διεθνούς προστασίας. Το δελτίο παραδίδεται υποχρεωτικά από τον αιτούντα στην αρμόδια Υπηρεσία κατά την επίδοση σε αυτόν της οριστικής απόφασης επί του αιτήματός του και εν συνεχεία καταστρέφεται, συντασσόμενου προς τούτο σχετικού πρακτικού. Με αντίστοιχο δελτίο εφοδιάζονται και τα μέλη της οικογένειας του αιτούντος. Δεν χορηγείται το προαναφερόμενο δελτίο, όταν ο αιτών κρατείται ή όσο διαρκεί η εξέταση της αίτησης που έχει υποβληθεί στα σύνορα, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 24. ε. Ενημερώνονται σχετικά με το αποτέλεσμα της απόφασης επί της αιτήσεως διεθνούς προστασίας σε γλώσσα που κατανοούν, καθώς και για τη δυνατότητα προσβολής της απορριπτικής απόφασης.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Η απόφαση για την αίτηση διεθνούς προστασίας εκδίδεται και επιδίδεται στον αιτούντα το ταχύτερο δυνατόν σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 7.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας εξέτασης του αιτήματος διεθνούς προστασίας, οι αρχές αναγνωρίζουν και θεωρούν το γνήσιο της υπογραφής αιτούντων, με την επίδειξη του δελτίου αιτήσαντος άσυλο αλλοδαπού, για διεκπεραίωση ζητημάτων σχετικών με το αίτημά τους. Στις περιπτώσεις κράτησης ή κατά τη διαδικασία σύμφωνα με το άρθρο 24, οι αρμόδιες αρχές αναγνωρίζουν και βεβαιώνουν την υπογραφή των αλλοδαπών βάσει των στοιχείων που έχουν δηλώσει.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Όταν η αίτηση είναι πιθανό να θεωρηθεί ως βάσιμη ή όταν ο αιτών είναι άτομο που ανήκει σε ευάλωτη ομάδα, σύμφωνα με το άρθρο 17 του π.δ. 220/2007 (Α΄ 251), εξετάζεται κατά προτεραιότητα, σύμφωνα με τις βασικές αρχές και εγγυήσεις που προβλέπονται στο παρόν άρθρο.

Άρθρο 9(Άρθρο 11 Οδηγίας) Υποχρεώσεις των αιτούντωνΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Οι αιτούντες υποχρεούνται να συνεργάζονται με τις αρμόδιες αρχές στο μέτρο που αυτό είναι αναγκαίο για τη διεκπεραίωση της αίτησής τους. Ειδικότερα, σε κάθε περίπτωση, οι αιτούντες υποχρεούνται να: α. Παρουσιάζονται ενώπιον των αρμοδίων αρχών αυτοπροσώπως χωρίς καθυστέρηση ή στον καθοριζόμενο από τις οικείες διατάξεις χρόνο και υποβάλλουν τα αιτήματά τους. Αίτηση για διεθνή προστασία, προσφυγή κατά απορριπτικής απόφασης, μεταγενέστερη αίτηση και αίτηση για ανανέωση δελτίου αιτήσαντος ασύλου υποβάλλονται αυτοπροσώπως, εκτός αν συντρέχουν λόγοι ανωτέρας βίας, όπως σοβαρή ασθένεια, σοβαρή σωματική αναπηρία ή κράτηση, οι οποίοι να αποδεικνύονται με ανάλογο πιστοποιητικό ή βεβαίωση δημόσιας υπηρεσίας. Στις προαναφερόμενες περιπτώσεις ανωτέρας βίας, η αίτηση περιλαμβάνει δήλωση του αιτούντος ότι γνωρίζει τις προϋποθέσεις της παρούσης παραγράφου. Σε κάθε περίπτωση, η εκκίνηση της διαδικασίας εξέτασης μιας αίτησης διεθνούς προστασίας τελεί υπό την προϋπόθεση της συνδρομής των ως άνω λόγων, καθώς και της αυτοπρόσωπης επιβεβαίωσης της αίτησης. β. Παραδίδουν το ταξιδιωτικό έγγραφο ή οποιοδήποτε άλλο έγγραφο που έχουν στην κατοχή τους και σχετίζεται με την εξέταση της αίτησης και των στοιχείων που πιστοποιούν την ταυτότητα του ιδίου και των μελών της οικογένειάς του, τη χώρα προέλευσης και το τόπο καταγωγής του, καθώς και την οικογενειακή του κατάσταση. Η αναγνώριση της ιδιότητας του δικαιούχου διεθνούς προστασίας δεν προϋποθέτει απαραιτήτως την υποβολή τυπικών αποδεικτικών στοιχείων. Στις περιπτώσεις που παραδοθούν τα ανωτέρω έγγραφα συντάσσεται πρακτικό παράδοσης−παραλαβής. γ. Ενημερώνουν τις αρμόδιες αρχές παραλαβής για τη διεύθυνση κατοικίας ή διαμονής τους καθώς και τις αρμόδιες αρχές παραλαβής ή εξέτασης για κάθε μεταβολή της διεύθυνσης αυτής, το συντομότερο δυνατόν. Επίσης, υποχρεούνται να δέχονται κάθε επίδοση ή κοινοποίηση στον πιο πρόσφατο τόπο διαμονής ή κατοικίας που έχουν δηλώσει. δ. Συνεργάζονται με τις αρμόδιες αρχές για τη διενέργεια κάθε νόμιμης έρευνας σχετικά με την αίτησή τους. ε. Δέχονται σωματική έρευνα και έρευνα των αντικειμένων που φέρουν και φωτογραφίζονται σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις. Δακτυλοσκοπούνται, εφόσον είναι άνω των 14 ετών (άρθρο 4 του Κανονισμού 2725/2000/ΕΚ του Συμβουλίου EEL 316/15.12.2000).

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Για τις υποχρεώσεις αυτές και τα δικαιώματα που παρέχονται σύμφωνα με το άρθρο 8, ενημερώνονται ειδικά οι αιτούντες σε γλώσσα που κατανοούν και συντάσσεται προς τούτο σχετική έκθεση στην οποία αναφέρεται ρητά η γλώσσα επικοινωνίας.

Άρθρο 10(Άρθρα 12, 13 και 14 Οδηγίας) Προσωπική συνέντευξηΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Πριν τη λήψη απόφασης από την Αποφαινόμενη Αρχή, διενεργείται προσωπική συνέντευξη του αιτούντος από βαθμοφόρο της αρμόδιας αρχής εξέτασης ο οποίος ορίζεται για το σκοπό αυτό. Ο βαθμοφόρος εισηγείται σχετικά στην Αποφαινόμενη Αρχή, αφού πρώτα συντάξει πρακτικό. Η συνέντευξη διενεργείται με τη συνδρομή διερμηνέα, ικανού να εξασφαλίσει την αναγκαία επικοινωνία, προκειμένου ο ενδιαφερόμενος να επιβεβαιώσει όσα αναφέρει στην αίτησή του και να δώσει εξηγήσεις, ιδίως σε ό,τι αφορά τα ακριβή στοιχεία της ταυτότητάς του, τη μη κατοχή διαβατηρίου ή άλλου επίσημου ταξιδιωτικού εγγράφου, το ακριβές δρομολόγιο που ακολούθησε για να εισέλθει στο ελληνικό έδαφος και τους λόγους που τον ανάγκασαν να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής του ή προηγούμενης συνήθους παραμονής του, όταν πρόκειται για ανιθαγενή, ζητώντας προστασία. Πριν από τη συνέντευξη χορηγείται στον αιτούντα, εφόσον το επιθυμεί, εύλογος χρόνος προκειμένου να προετοιμασθεί κατάλληλα και να συμβουλευθεί νομικό ή άλλο σύμβουλο για να τον επικουρεί κατά τη διάρκεια της διαδικασίας. Ο εύλογος χρόνος καθορίζεται από την αρμόδια για τον αιτούντα αρχή εξέτασης και δεν δύναται, περιλαμβανομένων και των τυχόν παρατάσεων, να υπερβεί τους δύο μήνες. Κατά την διάρκεια της συνέντευξης δύναται να παρίσταται με δυνατότητα υποβολής ερωτήσεων, εκπρόσωπος της Ύπατης Αρμοστείας του Ο.Η.Ε. για τους Πρόσφυγες ή συνεργαζόμενης με αυτή οργάνωσης, καθώς και ο νομικός ή άλλος σύμβουλος του αιτούντος. Η Ύπατη Αρμοστεία του Ο.Η.Ε. για τους Πρόσφυγες ενημερώνεται εγκαίρως αναφορικά με το πρόγραμμα συνεντεύξεων και τα στοιχεία ταυτότητας των αιτούντων. Όταν η συνέντευξη αφορά γυναίκα, λαμβάνεται ειδική μέριμνα, ώστε να διεξάγεται από ειδικευμένη γυναίκα υπάλληλο, παρουσία γυναίκας διερμηνέα. Σε περίπτωση που τούτο δεν καθίσταται δυνατό, γίνεται σχετική μνεία των λόγων στο πρακτικό. Για κάθε ενήλικο μέλος της οικογένειας διεξάγεται ξεχωριστή προσωπική συνέντευξη. Για τους ανήλικους, διεξάγεται προσωπική συνέντευξη λαμβανομένης υπόψη της ωριμότητάς τους και των ψυχολογικών συνεπειών των τραυματικών βιωμάτων τους.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Η προσωπική συνέντευξη μπορεί να παραλειφθεί όταν: α. η Αποφαινόμενη Αρχή μπορεί, με βάση τα διαθέσιμα αποδεικτικά στοιχεία, να λάβει θετική απόφαση ή β. δεν είναι αντικειμενικά δυνατή, ιδίως όταν ο αιτών δεν είναι σε θέση ή δεν μπορεί για λόγους που οφείλονται σε μόνιμες καταστάσεις ανεξάρτητες από τη θέλησή του να συμμετάσχει στη συνέντευξη. Η αδυναμία αυτή πιστοποιείται με σχετική βεβαίωση ιατρού ή ψυχολόγου από δημόσιο νοσηλευτικό ίδρυμα.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Η εισήγηση του βαθμοφόρου της αρμόδιας αρχής εξέτασης θα περιλαμβάνει και την γνωμοδότηση του τυχόν παρευρισκόμενου εκπροσώπου της Ύπατης Αρμοστείας του Ο.Η.Ε. για τους Πρόσφυγες. ή συνεργαζόμενης με αυτήν οργάνωσης. Η ίδια εισήγηση θα περιλαμβάνει και τυχόν πρόταση για την εξέταση της αίτησης ως προδήλως αβάσιμης. Σε περίπτωση που η απόφαση της Αποφαινόμενης Αρχής διαφοροποιείται από την ως άνω γνωμοδότηση του εκπροσώπου της Ύπατης Αρμοστείας του Ο.Η.Ε. για τους Πρόσφυγες ή συνεργαζόμενης με αυτή οργάνωσης και είναι απορριπτική θα πρέπει να αιτιολογείται ειδικώς.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Όταν στον αιτούντα ή στο μέλος της οικογένειας δεν παρέχεται η ευκαιρία προσωπικής συνέντευξης, σύμφωνα με την περίπτωση β΄ της παραγράφου 2 ανωτέρω, η Αποφαινόμενη Αρχή καταβάλλει εύλογες προσπάθειες ώστε να τους δίνεται η δυνατότητα να υποβάλουν συμπληρωματικά στοιχεία.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Η παράλειψη προσωπικής συνέντευξης κατά τα προαναφερόμενα δεν εμποδίζει την Αποφαινόμενη Αρχή να λαμβάνει απόφαση επί της αιτήσεως. Σε περίπτωση παράλειψης της συνέντευξης, η Αποφαινόμενη Αρχή στην απόφασή της με την οποία απορρίπτει την αίτηση διαλαμβάνει αιτιολογημένη κρίση για τους λόγους αυτής της παράλειψης.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Η παράλειψη προσωπικής συνέντευξης στην περίπτωση (β) της παραγράφου 2 δεν επιδρά δυσμενώς στην απόφαση της Αποφαινόμενης Αρχής.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 7

Η προσωπική συνέντευξη διεξάγεται χωρίς την παρουσία των μελών της οικογένειας του αιτούντος, εκτός εάν η αρμόδια αρχή εξέτασης κρίνει ότι η παρουσία τους είναι απαραίτητη.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 8

Η προσωπική συνέντευξη διεξάγεται υπό συνθήκες που εξασφαλίζουν την απαιτούμενη εμπιστευτικότητα.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 9

Κατά την προσωπική συνέντευξη λαμβάνονται τα κατάλληλα μέτρα που εξασφαλίζουν τη διεξαγωγή της σε συνθήκες που επιτρέπουν στον αιτούντα να παρουσιάσει διεξοδικά τους λόγους της αίτησής του. Για το σκοπό αυτό: α. Oι αρμόδιοι υπάλληλοι που διεξάγουν τη συνέντευξη πρέπει να διαθέτουν τα κατάλληλα προσόντα για να συνεκτιμήσουν τις προσωπικές ή γενικές συνθήκες που αφορούν την αίτηση, συμπεριλαμβανομένης των πολιτισμικών καταβολών και της κουλτούρας του αιτούντα. Ειδικότερα, επιβάλλεται όπως οι ως άνω υπάλληλοι επιμορφώνονται για τις ειδικές ανάγκες των γυναικών, των παιδιών, των θυμάτων βίας και βασανιστηρίων. β. Eπιλέγεται διερμηνέας ικανός να εξασφαλίσει την αναγκαία επικοινωνία σε γλώσσα που να κατανοεί ο αιτών.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 10

Για κάθε προσωπική συνέντευξη συντάσσεται πρακτικό στο οποίο αναφέρονται οι ισχυρισμοί του αιτούντος διεθνή προστασία, οι ερωτήσεις που υπεβλήθησαν σε αυτόν καθώς και οι σχετικές απαντήσεις του.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 11

Ο αιτών καλείται να βεβαιώσει την ακρίβεια του περιεχομένου του πρακτικού, υπογράφοντας με τη συνδρομή του διερμηνέα που επίσης υπογράφει. Όταν ο αιτών αρνείται να επιβεβαιώσει το περιεχόμενο του πρακτικού οι λόγοι άρνησης καταχωρίζονται στο σώμα του πρακτικού. Η άρνηση του αιτούντα να βεβαιώσει το περιεχόμενο του πρακτικού, δεν εμποδίζει την Αποφαινόμενη Αρχή να λάβει απόφαση επί της αίτησής του.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 12

Ο αιτών δικαιούται να λαμβάνει οποτεδήποτε αντίγραφο του πρακτικού που συντάσσεται στο πλαίσιο της προσωπικής συνέντευξης.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 13

Αν υπάρξουν σοβαρές ενδείξεις στο πλαίσιο της συνέντευξης ότι ο αιτών υπήρξε θύμα βασανιστηρίων, παραπέμπεται σε εξειδικευμένο ιατρικό κέντρο ή σε ιατρό ή ψυχολόγο δημοσίου νοσηλευτικού ιδρύματος, προκειμένου να γνωματεύσει για την ύπαρξη ή μη κακώσεων ή ενδείξεων βασανιστηρίων.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 14

Οι προαναφερόμενες εγγυήσεις τηρούνται και κατά τη διαδικασία εξέτασης των προσφυγών καθώς και σε κάθε συμπληρωματική εξέταση.

Άρθρο 11(Άρθρα 15 και 16 Οδηγίας) Εκπροσώπηση και συνδρομήΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Οι αιτούντες έχουν δικαίωμα να συμβουλεύονται με δαπάνη τους δικηγόρο ή άλλο σύμβουλο σε θέματα σχετικά με την αίτησή τους.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Σε περίπτωση επιδίωξης δικαστικής προστασίας, ο αιτών δύναται να λάβει δωρεάν νομική συνδρομή, σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στις διατάξεις του ν. 3226/2004 (Α΄ 24).

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Οι δικηγόροι που εκπροσωπούν τους αιτούντες έχουν πρόσβαση σε πληροφορίες του φακέλου τους, εφόσον αυτές σχετίζονται με την εξέταση της αίτησης. Άλλοι σύμβουλοι που παρέχουν συνδρομή στον αιτούντα έχουν πρόσβαση σε στοιχεία του φακέλου τους εφόσον αυτά σχετίζονται με την παρεχόμενη συνδρομή. Η Αποφαινόμενη Αρχή δύναται, μετά από αιτιολογημένη πράξη της, να απαγορεύει τη γνωστοποίηση της πηγής των πληροφοριών, εφόσον κρίνει ότι η αποκάλυψη αυτής ενδέχεται να θέσει σε κίνδυνο την εθνική ασφάλεια ή τις διεθνείς σχέσεις της χώρας ή την ασφάλεια ή την επιβαλλόμενη μυστικότητα της δράσης υπηρεσιών ή προσώπων που παρέχουν τις πληροφορίες. Η πρόσβαση στις εν λόγω απόρρητες πληροφορίες ή πηγές είναι δυνατή, σε κάθε περίπτωση, από το δικαστήριο, το οποίο είναι αρμόδιο για την εξέταση των προβλεπομένων στο άρθρο 29 αιτήσεων ακυρώσεως.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Οι δικηγόροι που εκπροσωπούν και οι σύμβουλοι που παρέχουν συνδρομή σε αιτούντες έχουν πρόσβαση σε κλειστές ζώνες, όπως χώρους κράτησης και ζώνες διέλευσης, για να επικοινωνούν με τους αιτούντες, σε ειδικά διαμορφωμένο χώρο. Οι αρμόδιες αρχές παραλαβής ή εξέτασης μπορούν να περιορίσουν τη δυνατότητα πρόσβασης των ως άνω προσώπων σε κλειστές ζώνες, μόνο όταν οι εν λόγω περιορισμοί, κρίνονται αντικειμενικά απαραίτητοι για την ασφάλεια, τη δημόσια τάξη ή τη διοικητική διαχείριση της ζώνης ή για την εξασφάλιση της αποτελεσματικής εξέτασης της αίτησης, υπό τον όρο ότι η πρόσβασή τους δεν περιορίζεται υπερβολικά ούτε καθίσταται αδύνατη.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Δικηγόροι ή άλλοι σύμβουλοι δικαιούνται να παρέχουν κάθε νόμιμη συνδρομή στον αιτούντα σε όλα τα στάδια της διαδικασίας. Οι αιτούντες δικαιούνται να παρίστανται στην προσωπική συνέντευξη με τον δικηγόρο που τους εκπροσωπεί ή τον σύμβουλο που τους συνδράμει. Η απουσία του δικηγόρου ή άλλου συμβούλου δεν εμποδίζει τη διεξαγωγή της προσωπικής συνέντευξης.

Άρθρο 12(Άρθρο 17 Οδηγίας) Αιτήσεις ασυνόδευτων ανήλικωνΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Οι αρμόδιες αρχές, όταν υποβάλλεται αίτηση από ασυνόδευτους ανήλικους, ενεργούν σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 19 του π.δ.220/2007, για το διορισμό επιτρόπου του ανηλίκου. Στον επίτροπο ή στον ασκούντα τη σχετική πράξη επιτροπείας παρέχεται η ευκαιρία να ενημερώνει τον ασυνόδευτο ανήλικο, για τη σημασία και τις πιθανές συνέπειες της προσωπικής συνέντευξης, καθώς και για τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να προετοιμασθεί για την προσωπική συνέντευξη. Ο επίτροπος ή ο ασκών τη σχετική πράξη επιτροπείας καλείται και δύναται να παρίσταται στην προσωπική συνέντευξη του ανηλίκου και να υποβάλει ερωτήσεις ή παρατηρήσεις προς διευκόλυνση της διαδικασίας.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Οι αιτήσεις που υποβάλλονται από ασυνόδευτους ανήλικους εξετάζονται σύμφωνα με την κανονική διαδικασία κατά προτεραιότητα.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Οι βαθμοφόροι που διεξάγουν προσωπικές συνεντεύξεις με ασυνόδευτο ανήλικο και εισηγούνται για την έκδοση της απόφασης επί της αίτησης διεθνούς προστασίας του πρέπει να διαθέτουν τις αναγκαίες γνώσεις σχετικά με τις ειδικές ανάγκες των ανήλικων και διενεργούν με τέτοιο τρόπο την συνέντευξη, ώστε να είναι απόλυτα αντιληπτή από τον αιτούντα, λαμβάνοντας ιδιαίτερα υπόψη την παιδική του ηλικία.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Οι αρμόδιες αρχές εξέτασης μπορούν να χρησιμοποιούν ιατρικές εξετάσεις για τον προσδιορισμό της ηλικίας των ασυνόδευτων ανηλίκων. Στις περιπτώσεις που χρησιμοποιούνται ιατρικές εξετάσεις, λαμβάνεται μέριμνα ώστε: α. οι ασυνόδευτοι ανήλικοι να ενημερώνονται, πριν από την εξέταση της αίτησής τους και σε γλώσσα την οποία κατανοούν, για τη δυνατότητα προσδιορισμού της ηλικίας με ιατρική εξέταση, για τη μέθοδο της εξέτασης, τις ενδεχόμενες συνέπειες των αποτελεσμάτων της ιατρικής εξέτασης στην εξέταση της αίτησης καθώς και τις συνέπειες της άρνησης του ασυνόδευτου ανηλίκου να υποβληθεί στην ιατρική εξέταση, β. οι ασυνόδευτοι ανήλικοι ή οι επίτροποί τους να συναινούν στη διενέργεια εξέτασης για τον προσδιορισμό της ηλικίας των συγκεκριμένων ανηλίκων, γ. η απόφαση απόρριψης της αίτησης ασυνόδευτου ανηλίκου που αρνήθηκε να υποβληθεί σε αυτή την ιατρική εξέταση να μη βασίζεται μόνο στην άρνηση αυτή και δ. μέχρι την ολοκλήρωση της ιατρικής εξέτασης, το πρόσωπο που ισχυρίζεται ότι είναι ανήλικο έχει ανάλογη μεταχείριση ως ανήλικο.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Εφόσον από τη διαδικασία για τον προσδιορισμό της ηλικίας δεν προκύψει με ασφάλεια ότι ο αιτών είναι ενήλικας, αυτός αντιμετωπίζεται ως ανήλικος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Το γεγονός ότι ένας ασυνόδευτος ανήλικος έχει αρνηθεί να υποβληθεί σε ιατρική εξέταση δεν εμποδίζει την Αποφαινόμενη Αρχή να λαμβάνει απόφαση επί της αιτήσεως.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 7

Η διασφάλιση του συμφέροντος του παιδιού αποτελεί πρωταρχική υποχρέωση κατά την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος άρθρου.

Άρθρο 13(Άρθρο 18 Οδηγίας) Κράτηση των αιτούντωνΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Υπήκοος τρίτης χώρας ή ανιθαγενής, που αιτείται διεθνούς προστασίας, δεν κρατείται για μόνο το λόγο ότι εισήλθε και παραμένει παράνομα στη χώρα. Πρόσωπο, το οποίο κατά το χρόνο που κρατείται υποβάλλει αίτηση διεθνούς προστασίας, παραμένει υπό κράτηση εάν συντρέχουν οι προϋποθέσεις της παραγράφου 2.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Η κράτηση των αιτούντων σε κατάλληλο χώρο επιτρέπεται κατ’ εξαίρεση και εφόσον δεν μπορούν να εφαρμοσθούν εναλλακτικά μέτρα, για έναν από τους παρακάτω λόγους: α. Δεν φέρει ή έχει καταστρέψει τα ταξιδιωτικά του έγγραφα και είναι αναγκαίο να διαπιστωθεί η ταυτότητά του, οι συνθήκες εισόδου και τα πραγματικά στοιχεία προέλευσης του, ιδίως στις περιπτώσεις μαζικών αφίξεων παράνομα εισερχομένων αλλοδαπών. β. Συνιστά κίνδυνο για την εθνική ασφάλεια ή τη δημόσια τάξη για λόγους που αναλύονται ειδικώς στην απόφαση κράτησης. γ. Κρίνεται αναγκαία για την ταχεία και αποτελεσματική εξέταση του αιτήματος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Η απόφαση για την κράτηση των αιτούντων διεθνή προστασία λαμβάνεται από τον οικείο Αστυνομικό Διευθυντή και, προκειμένου περί Γενικών Αστυνομικών Διευθύνσεων Αττικής και Θεσσαλονίκης, από τον αρμόδιο για θέματα αλλοδαπών Αστυνομικό Διευθυντή και περιέχει πλήρη και εμπεριστατωμένη αιτιολογία.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Η κράτηση αυτή επιβάλλεται για το απολύτως αναγκαίο χρονικό διάστημα και σε καμία περίπτωση δεν δύναται να υπερβαίνει τις ενενήντα (90) ημέρες. Εάν ο αιτών έχει προηγουμένως κρατηθεί εν όψει διοικητικής απέλασής του, ο συνολικός χρόνος κράτησης δεν δύναται να υπερβαίνει τις εκατόν ογδόντα (180) ημέρες.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Οι αιτούντες που κρατούνται, σύμφωνα με τις προηγούμενες παραγράφους, έχουν τα δικαιώματα προσφυγής και υποβολής αντιρρήσεων που προβλέπονται στην παρ. 3 του άρθρου 76 του ν. 3386/2005, όπως ισχύει.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Στις περιπτώσεις κράτησης αιτούντων, οι αρμόδιες αρχές παραλαβής ή εξέτασης, με την επιφύλαξη των διεθνών και εθνικών κανόνων δικαίου που διέπουν την κράτηση, εφαρμόζουν τα ακόλουθα: α. Μεριμνούν ώστε οι γυναίκες να κρατούνται σε χώρο χωριστά από τους άντρες. β. Αποφεύγουν την κράτηση των ανήλικων. Ανήλικοι που έχουν χωριστεί από τις οικογένειές τους και ασυνόδευτοι ανήλικοι κρατούνται μόνο για το απαραίτητο χρόνο έως την ασφαλή παραπομπή τους σε κατάλληλες δομές φιλοξενίας ανηλίκων. γ. Αποφεύγουν την κράτηση εγκύων σε προχωρημένη εγκυμοσύνη ή λεχώνων. δ. Παρέχουν στους κρατούμενους την προσήκουσα ιατρική φροντίδα. ε. Διασφαλίζουν το δικαίωμα για νομική εκπροσώπηση των κρατούμενων. στ. Μεριμνούν ώστε οι κρατούμενοι να ενημερώνονται για τους λόγους και τη διάρκεια της κράτησης.

Άρθρο 14(Άρθρα 19 και 20 Οδηγίας) Παραίτηση από την αίτηση − ανάκλησηΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Όταν ο αιτών παραιτείται εγγράφως από την αίτησή του, η αρμόδια αρχή απόφασης απορρίπτει την αίτηση με ειδικά αιτιολογημένη απόφαση. Το πρακτικό παραίτησης συντάσσεται παρουσία διερμηνέα, ο οποίος επιβεβαιώνει το ακριβές περιεχόμενο αυτού και ο αιτών ενημερώνεται για τις συνέπειες της πράξης αυτής.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Όταν υπάρχει εύλογη αιτία να θεωρείται ότι ο αιτών έχει σιωπηρά ανακαλέσει την αίτησή του και έχει διενεργηθεί η συνέντευξη του αιτούντος, η αρμόδια αρχή απόφασης εκδίδει απόφαση επί του αιτήματος. Εφόσον δεν έχει διενεργηθεί συνέντευξη, η αρμόδια αρχή απόφασης διακόπτει την εξέταση της αίτησης με σχετική πράξη και θέτει την υπόθεση στο αρχείο. Στην περίπτωση αυτή, ο αιτών έχει δικαίωμα να ζητήσει από την παραπάνω αρχή τη συνέχιση της εξέτασης του αιτήματός του, εντός αποκλειστικής προθεσμίας εξήντα (60) ημερών από την ημερομηνία της σχετικής πράξης διακοπής, προβάλλοντας τους λόγους για τους οποίους δεν συντρέχει σιωπηρή ανάκληση της αίτησής του. Μέχρι την οριστική κρίση της ως άνω αίτησης, ο αιτών δεν απελαύνεται από τη χώρα.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Θεωρείται ότι ο αιτών έχει ανακαλέσει σιωπηρά την αίτησή του ιδίως όταν διαπιστώνεται ότι: α. δεν ανταποκρίθηκε σε αιτήματα για παροχή πληροφοριών με ουσιώδη σημασία για την αίτησή του, σύμφωνα με τους όρους του άρθρου 4 του π.δ.96/2008 ή β. δεν παρέστη στην προσωπική συνέντευξη, όπως προβλέπεται στο άρθρο 9 ή γ. διέφυγε από το μέρος όπου βρισκόταν υπό κράτηση ή δ. αναχώρησε από το μέρος όπου διέμενε, χωρίς να ζητήσει άδεια ή να ενημερώσει τις αρμόδιες αρχές ή ε. δεν συμμορφώθηκε με την υποχρέωση αναφοράς κατά το εδ. (α) της παρ. 1 του άρθρου 9, ή άλλη υποχρέωση επικοινωνίας, εντός (30) ημερών ή στ. δεν εμφανίστηκε για να ανανεώσει το δελτίο αιτήσαντος άσυλο αλλοδαπού κατά την επόμενη εργάσιμη μετά τη λήξη του δελτίου, παρήλθε δε η προθεσμία ασκήσεως προσφυγής.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Στις περιπτώσεις εκτέλεσης μεταφοράς αιτούντων στη χώρα, στο πλαίσιο εφαρμογής του Κανονισμού 343/2003 του Συμβουλίου, οι εκδοθείσες πράξεις δια κοπής ανακαλούνται αυτοδικαίως και η διαδικασία ασύλου συνεχίζεται.

Άρθρο 15(Άρθρο 21 Οδηγίας) Ο ρόλος της Ύπατης Αρμοστείας του Ο.Η.Ε. για τους Πρόσφυγες.ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Οι αποφάσεις που λαμβάνονται επί των αιτήσεων διεθνούς προστασίας σε πρώτο και δεύτερο βαθμό, καθώς και οι αποφάσεις με τις οποίες ανακαλείται ή ακυρώνεται το καθεστώς του πρόσφυγα ή του δικαιούχου επικουρικής προστασίας, κοινοποιούνται στο γραφείο της Ύπατης Αρμοστείας του Ο.Η.Ε. για τους Πρόσφυγες στην Ελλάδα.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Η Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες: α. Έχει πρόσβαση στις πληροφορίες για τις ατομικές αιτήσεις διεθνούς προστασίας, για την πρόοδο της διαδικασίας και τις αποφάσεις που λαμβάνονται, υπό την προϋπόθεση ότι ο αιτών συμφωνεί σχετικά. β. Δύναται να εκθέτει τις απόψεις της ή να παρέχει συμπληρωματικές πληροφορίες στις αρμόδιες αρχές παραλαβής ή εξέτασης. γ. Δύναται να επισκέπτεται, δια των εκπροσώπων της, αιτούντες ή χρήζοντες διεθνούς προστασίας στους χώρους κράτησης ή στη ζώνη διέλευσης αερολιμένα ή λιμένα, στην οποία η πρόσβαση αυτών είναι ελεύθερη. Για τη διασφάλιση του απορρήτου της επικοινωνίας των αιτούντων με τους ανωτέρω εκπρόσωπους, διατίθεται κατάλληλος χώρος από την αρμόδια αρχή που δέχεται το αίτημα ή στην οποία κρατούνται. δ. Παρουσιάζει τις απόψεις της κατά την άσκηση των δραστηριοτήτων της, βάσει του άρθρου 35 της Σύμβασης της Γενεύης, ενώπιον των αρμοδίων αρχών, σχετικά με τις αιτήσεις διεθνούς προστασίας σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Στην Ύπατη Αρμοστεία του Ο.Η.Ε. για τους Πρόσφυγες παρέχονται τα στατιστικά δεδομένα που επιτρέπουν την αποτελεσματική εκπλήρωση του έργου της, κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο 2 του άρθρου 35 της Σύμβασης της Γενεύης.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Οι διατάξεις της παραγράφου 2 εφαρμόζονται και για τις οργανώσεις οι οποίες, με βάση ειδική συμφωνία, ενεργούν για λογαριασμό της Ύπατης Αρμοστείας του Ο.Η.Ε. για τους Πρόσφυγες στην Ελλάδα.

Άρθρο 16(Άρθρο 22 Οδηγίας)

Τήρηση εμπιστευτικότητας Για το σκοπό της εξέτασης ατομικών περιπτώσεων, όλες οι αρμόδιες αρχές οφείλουν: α. Να μην αποκαλύπτουν τις πληροφορίες που αφορούν ατομικές αιτήσεις ή το γεγονός ότι έχει υποβληθεί αίτηση στους φερόμενους ως διώκτες του αιτούντος. β. Να μην ζητούν πληροφορίες από τους φερόμενους ως διώκτες του αιτούντος κατά τρόπο που θα είχε ως αποτέλεσμα να αποκαλυφθεί άμεσα ή έμμεσα το γεγονός ότι ο αιτών έχει υποβάλει αίτηση και θα έθετε σε κίνδυνο τη σωματική ακεραιότητά του και των εξαρτώμενων από αυτόν προσώπων ή την ελευθερία και την ασφάλεια των μελών της οικογένειάς του που εξακολουθούν να ζουν στη χώρα καταγωγής.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ΄ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΣΕ ΠΡΩΤΟ ΒΑΘΜΟ
Άρθρο 17(Άρθρο 23 Οδηγίας) Διαδικασία εξέτασηςΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Οι αρμόδιες αρχές εξέτασης εξετάζουν τις αιτήσεις διεθνούς προστασίας, σύμφωνα με τις βασικές αρχές και εγγυήσεις του Κεφαλαίου Β.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Η εξέταση των αιτήσεων ολοκληρώνεται εντός τριών μηνών, όταν εφαρμόζεται η ταχύρρυθμη διαδικασία, εξαιρουμένων των αιτήσεων που εξετάζονται βάσει του άρθρου 24, και εντός έξι μηνών όταν εφαρμόζεται η κανονική διαδικασία. Στις περιπτώσεις που η εξέταση διαρκεί πέραν του προβλεπόμενου ανά περίπτωση ανώτατου χρονικού ορίου, ο αιτών έχει δικαίωμα να ζητά πληροφορίες από τις αρμόδιες αρχές εξέτασης για το χρόνο κατά τον οποίο αναμένεται η απόφαση επί της αιτήσεως. Η ενημέρωση αυτή δε θεμελιώνει υποχρέωση των ανωτέρω αρχών να λάβουν απόφαση εντός συγκεκριμένης προθεσμίας.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Οι αιτήσεις διεθνούς προστασίας εξετάζονται με την ταχύρρυθμη διαδικασία, όταν είναι προδήλως αβάσιμες ή όταν ο αιτών προέρχεται από ασφαλή χώρα καταγωγής ή από ασφαλή τρίτη χώρα.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Προδήλως αβάσιμες θεωρούνται οι αιτήσεις, όταν ο αιτών: α. κάνει επίκληση λόγων που προδήλως δεν συνάδουν με την ιδιότητα του πρόσφυγα ή του δικαιούχου επικουρικής προστασίας ή β. υποβάλλει την αίτηση καταχρηστικά ή με δόλο για να παραπλανήσει τις αρχές.

Άρθρο 18(Άρθρο 25 Οδηγίας)

Απαράδεκτες αιτήσεις Η Αποφαινόμενη Αρχή απορρίπτει ως απαράδεκτη, με σχετική πράξη της, αίτηση διεθνούς προστασίας, εφόσον: α. άλλο κράτος μέλος της Ε.Ε. έχει χορηγήσει στον αιτούντα καθεστώς διεθνούς προστασίας ή έχει αναλάβει την ευθύνη εξέτασης της σχετικής αίτησης, κατ’ εφαρμογή του Κανονισμού 343/2003 του Συμβουλίου ή β. ο αιτών απολαμβάνει επαρκούς προστασίας από χώρα που δεν είναι κράτος μέλος της Ε.Ε. και θεωρείται ως ασφαλής τρίτη χώρα για αυτόν, σύμφωνα με το άρθρο 20, ή ως πρώτη χώρα ασύλου, σύμφωνα με το άρθρο 19 ή γ. ο αιτών υπέβαλε όμοια αίτηση μετά από τελεσίδικη απόφαση της αρμόδιας αρχής απόφασης ή δ. μέλος της οικογένειας του αιτούντα υποβάλλει ξεχωριστή αίτηση, παρότι το πρόσωπο αυτό έχει ήδη συναινέσει, σύμφωνα με το άρθρο 4, να συμπεριληφθεί η περίπτωσή του ως τμήμα αίτησης υποβαλλόμενης για λογαριασμό του και δεν υπάρχουν στοιχεία τα οποία να δικαιολογούν την υποβολή χωριστής αίτησης.

Άρθρο 19(Άρθρο 26 Οδηγίας) Πρώτη χώρα ασύλουΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Μία χώρα θεωρείται ως πρώτη χώρα ασύλου για τον αιτούντα, εάν αυτός έχει αναγνωρισθεί ως πρόσφυγας από τη χώρα αυτή και απολαμβάνει ακόμη της σχετικής προστασίας, ή απολαμβάνει άλλης επαρκούς προστασίας στην εν λόγω χώρα, επωφελούμενος μεταξύ άλλων από την αρχή της μη επαναπροώθησης, με την προϋπόθεση ότι θα γίνει εκ νέου δεκτός στη χώρα αυτή.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Για την εφαρμογή της έννοιας της πρώτης χώρας ασύλου στον συγκεκριμένο αιτούντα, λαμβάνεται υπόψη η παράγραφος 1 του άρθρου 20.

Άρθρο 20(Άρθρο 27 Οδηγίας) Ασφαλείς τρίτες χώρεςΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Μια χώρα θεωρείται ως ασφαλής τρίτη χώρα για ένα συγκεκριμένο αιτούντα, όταν πληρούνται σωρευτικά τα εξής κριτήρια: α. δεν απειλούνται η ζωή και η ελευθερία του λόγω φυλής, θρησκείας, εθνικότητας, κοινωνικής τάξης ή πολιτικών πεποιθήσεων, β. η χώρα αυτή τηρεί την αρχή της μη επαναπροώθησης, σύμφωνα με τη Σύμβαση της Γενεύης, γ. δεν υπάρχει κίνδυνος σοβαρής βλάβης για τον αιτούντα κατά το άρθρο 15 του π./δ. 96/2008, δ. η χώρα αυτή απαγορεύει την απομάκρυνση ενός αιτούντα σε χώρα όπου αυτός κινδυνεύει να υποστεί βασανιστήρια και σκληρή, απάνθρωπη ή ταπεινωτική μεταχείριση ή τιμωρία, όπως ορίζεται στο διεθνές δίκαιο, ε. υπάρχει η δυνατότητα να ζητηθεί το καθεστώς του πρόσφυγα και, στην περίπτωση που ο αιτών αναγνωρισθεί ως πρόσφυγας, να του χορηγηθεί προστασία σύμφωνα με τη Σύμβαση της Γενεύης, στ. ο αιτών έχει σύνδεσμο με την εν λόγω τρίτη χώρα, βάσει του οποίου θα ήταν εύλογο για αυτόν να μεταβεί σε αυτή.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Η συνδρομή των ως άνω κριτηρίων εξετάζεται ανά περίπτωση και για κάθε αιτούντα ξεχωριστά. Σε περίπτωση έκδοσης απόφασης που βασίζεται αποκλειστικά στο παρόν άρθρο, οι αρμόδιες αρχές εξέτασης ενημερώνουν σχετικά τον αιτούντα και του χορηγούν έγγραφο με το οποίο ενημερώνονται οι αρχές της εν λόγω τρίτης χώρας ότι η αίτηση δεν έχει εξετασθεί επί της ουσίας.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Όταν η ως άνω τρίτη χώρα δεν επιτρέπει στον αιτούντα να εισέλθει στο έδαφός της, η αίτησή του εξετάζεται επί της ουσίας από τις αρμόδιες αρχές εξέτασης.

Άρθρο 21(Άρθρα 30 και 31 Οδηγίας) Ασφαλείς χώρες καταγωγήςΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Ασφαλείς χώρες καταγωγής είναι: α. Όσες περιλαμβάνονται στον κοινό κατάλογο ασφαλών χωρών καταγωγής του Συμβουλίου Ε.Ε. β. Οι τρίτες χώρες, πέραν εκείνων της περίπτωσης (α), οι οποίες περιλαμβάνονται στον εθνικό κατάλογο ασφαλών χωρών καταγωγής, που καταρτίζει και τηρεί για την εξέταση αιτήσεων διεθνούς προστασίας η Κεντρική Αρχή μετά από αξιολόγηση, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις παραγράφους 3 και 4. Για την αξιολόγηση αυτή λαμβάνονται υπόψη σχετικές πληροφορίες από άλλα κράτη και διεθνείς οργανισμούς, όπως η Ύπατη Αρμοστεία των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες και το Συμβούλιο της Ευρώπης. Στον εθνικό κατάλογο χωρών μπορεί να περιλαμβάνονται και τμήματα χώρας, εφόσον αυτά πληρούν τους όρους των παραγράφων 3 και 4. Η αξιολόγηση αυτή επαναλαμβάνεται περιοδικά, ανά έτος, λαμβάνοντας υπόψη τις αλλαγές της κατάστασης σε κάθε χώρα. Ο εθνικός κατάλογος χωρών καταγωγής κοινοποιείται από την Κεντρική αρχή στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Μια τρίτη χώρα μπορεί να χαρακτηρισθεί ως ασφαλής χώρα καταγωγής για τον αιτούντα, μόνον εφόσον μετά την εξέταση της αίτησης αποδειχθεί ότι ο αιτών: α. έχει την ιθαγένεια αυτής της χώρας ή είναι ανιθαγενής και είχε την προηγούμενη συνήθη διαμονή του στη χώρα αυτή και β. δεν επικαλείται σοβαρούς λόγους για να θεωρηθεί ότι η χώρα δεν είναι ασφαλής χώρα καταγωγής για τον ίδιο, όσον αφορά την αναγνώρισή του ως πρόσφυγα κατά τις κείμενες διατάξεις.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Μια χώρα θεωρείται ως ασφαλής χώρα καταγωγής αν, με βάση την ισχύουσα νομοθεσία και την εφαρμογή του δικαίου στο πλαίσιο ενός δημοκρατικού πολιτεύματος και των γενικών πολιτικών συνθηκών, καταδεικνύεται σαφώς ότι τα άτομα στις συγκεκριμένες τρίτες χώρες δεν υφίστανται δίωξη, γενικά και μόνιμα, όπως ορίζεται στο άρθρο 9 του π.δ. 96/2008, ούτε βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή ταπεινωτική μεταχείριση ή τιμωρία, ούτε απειλή που προκύπτει από τη χρήση γενικευμένης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύγκρουσης.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Για την εφαρμογή της προηγούμενης παραγράφου λαμβάνεται μεταξύ άλλων υπόψη ο βαθμός στον οποίο παρέχεται προστασία κατά της δίωξης ή της κακομεταχείρισης μέσω: α. των σχετικών νομοθετικών και κανονιστικών διατάξεων της χώρας και του τρόπου εφαρμογής τους, β. της τήρησης των δικαιωμάτων και των ελευθεριών που προβλέπονται στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών (ΕΣΔΑ − ν.δ. 53/74, Α΄− 256), στο Διεθνές Σύμφωνο για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα και στη Σύμβαση κατά των βασανιστηρίων και άλλων τρόπων σκληρής, απάνθρωπης ή ταπεινωτικής μεταχείρισης ή τιμωρίας (ν.1782/1988, Α΄− 116), ιδίως δε των δικαιωμάτων από τα οποία δεν χωρεί παρέκκλιση δυνάμει του άρθρου 15 παράγραφος 2 της ΕΣΔΑ, γ. της τήρησης της αρχής της μη επαναπροώθησης σύμφωνα με τη Σύμβαση της Γενεύης και δ. της πρόβλεψης μηχανισμού πραγματικής προσφυγής κατά των παραβιάσεων των εν λόγω δικαιωμάτων και ελευθεριών.

Άρθρο 22(Άρθρο 28 Οδηγίας) Αβάσιμες αιτήσειςΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Με την επιφύλαξη του άρθρου 14, η αρμόδια αρχή απόφασης απορρίπτει ως αβάσιμη την αίτηση, εφόσον αποδείξει ότι ο αιτών δεν πληροί τις προϋποθέσεις για να χαρακτηρισθεί ως πρόσφυγας ή δικαιούχος επικουρικής προστασίας, κατά τις κείμενες διατάξεις.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Η απόφαση επιδίδεται στον αιτούντα σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 7 παρ. 1 και αφαιρείται το χορηγηθέν δελτίο αιτήσαντος άσυλο αλλοδαπού.

Άρθρο 23(Άρθρα 32 και 34 παρ. 1 Οδηγίας) Μεταγενέστερες αιτήσειςΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Όταν ο αιτών διεθνή προστασία υποβάλει μεταγενέστερη αίτηση, οι αρμόδιες αρχές εξέτασης εξετάζουν τα στοιχεία της μεταγενέστερης αίτησης, σε συνδυασμό με τα στοιχεία της αρχικής αίτησης ή και της προσφυγής. ΦΕΚ 4271

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Η μεταγενέστερη αίτηση εξετάζεται κατ’ αρχήν σε προκαταρκτικό στάδιο κατά το οποίο ερευνάται εάν έχουν προκύψει ή έχουν υποβληθεί από τον αιτούντα νέα ουσιώδη στοιχεία. Κατά το στάδιο αυτό αποφασίζει ο οικείος Αστυνομικός Διευθυντής ή ο Διευθυντής των Διευθύνσεων Αλλοδαπών Αττικής και Θεσσαλονίκης ή ο Διευθυντής της Διεύθυνσης Αστυνομίας Αερολιμένα Αθηνών.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Οι αρμόδιες αρχές εξέτασης διασφαλίζουν στους αιτούντες, των οποίων η αίτηση εξετάζεται, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην προηγούμενη παράγραφο, ότι απολαμβάνουν τις εγγυήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 8.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Μέχρι την έκδοση οριστικής κατά το προκαταρκτικό στάδιο απόφασης, αναστέλλεται η εκτέλεση κάθε μέτρου απέλασης ή μέτρου απομάκρυνσης που υφίσταται σε βάρος των αιτούντων.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Εάν κατά την προκαταρκτική εξέταση που αναφέρεται στην παρ. 2 προκύψουν ή υποβληθούν από τον αιτούντα νέα στοιχεία ή πορίσματα, τα οποία αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες παροχής διεθνούς προστασίας, η αίτηση εξετάζεται περαιτέρω σύμφωνα με τις διατάξεις του Κεφαλαίου Β.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Η διαδικασία του παρόντος άρθρου μπορεί να εφαρμόζεται επίσης και στην περίπτωση μέλους της οικογένειας του αιτούντα, το οποίο υποβάλλει αίτηση αφού έχει συναινέσει, σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 2, να αποτελέσει η περίπτωσή του τμήμα αίτησης, η οποία υποβάλλεται για λογαριασμό του. Σε αυτή την περίπτωση, η προκαταρκτική εξέταση, που αναφέρεται στην παρ. 2 του παρόντος άρθρου, αφορά την ενδεχόμενη ύπαρξη στοιχείων που να δικαιολογούν την υποβολή χωριστής αίτησης εκ μέρους του εξαρτωμένου προσώπου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 7

Η εκ νέου υποβολή όμοιας μεταγενέστερης αίτησης εξετάζεται από τον οικείο Αστυνομικό Διευθυντή ή τον Διευθυντή των Διευθύνσεων Αλλοδαπών για την Αττική και Θεσσαλονίκη ή τον Διευθυντή της Διεύθυνσης Αστυνομίας Αερολιμένα Αθηνών, σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας περί καταχρηστικών αιτημάτων.

Άρθρο 24(Άρθρο 35 Οδηγίας) Διαδικασίες στα σύνοραΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Στις περιπτώσεις που υποβάλλονται αιτήσεις διεθνούς προστασίας στα σύνορα ή στις ζώνες διέλευσης λιμένων ή αερολιμένων της χώρας, ακολουθείται η ταχύρρυθμη διαδικασία εξέτασης, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 17, και οι αιτούντες απολαμβάνουν των δικαιωμάτων και των εγγυήσεων των διατάξεων της παρ. 1 του άρθρου 11 και των άρθρων 8 και 12.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Αν δεν ληφθεί οριστική απόφαση επί της αίτησης εντός προθεσμίας τεσσάρων εβδομάδων, επιτρέπεται στον αιτούντα η είσοδος στο έδαφος της χώρας, προκειμένου να εξετασθεί η αίτησή του σύμφωνα με τις λοιπές διατάξεις.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Στις περιπτώσεις, όπου η ταχύρρυθμη διαδικασία της παραγράφου 1 είναι αντικειμενικά αδύνατο να εφαρμοστεί στα σύνορα ή τις ζώνες διέλευσης λιμένων ή αερολιμένων, ιδίως λόγω άφιξης μεγάλου αριθμού προσώπων που υποβάλλουν αίτηση διεθνούς προστασίας, η ταχύρρυθμη διαδικασία μπορεί να εφαρμόζεται σε άλλους χώρους πλησίον των συνόρων ή των ζωνών διέλευσης, στους οποίους φιλοξενούνται τα προαναφερόμενα πρόσωπα.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Στις περιπτώσεις του παρόντος άρθρου, που απορρίπτεται αίτηση διεθνούς προστασίας και εκδίδεται απόφαση απέλασης, η εκτέλεση της οποίας αναστέλλεται λόγω άσκησης ενδίκων μέσων, επιτρέπεται η άνευ διαβατηριακών διατυπώσεων είσοδος του αιτούντος στη χώρα μέχρι την έκδοση απόφασης επί της αιτήσεως ακυρώσεως. Ο αιτών οφείλει να παρουσιασθεί το συντομότερο στην κατά τόπο αρμόδια αρχή εξέτασης για να δηλώσει διεύθυνση διαμονής και να του χορηγηθεί δελτίο αιτήσαντος άσυλο αλλοδαπού.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ΄ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΣΕ ΔΕΥΤΕΡΟ ΒΑΘΜΟ
Άρθρο 25Δικαίωμα άσκησης προσφυγήςΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Ο αιτών δικαιούται να προσφύγει ενώπιον της οριζόμενης από το άρθρο 26 Επιτροπής Προσφυγών: α. Κατά της απόφασης που απορρίπτει αίτηση διεθνούς προστασίας ή ανακαλεί το καθεστώς αυτό εντός τριάντα (30) ημερών από της επιδόσεως της εν λόγω απόφασης. β. Κατά της απόφασης που κρίνει την αίτηση διεθνούς προστασίας ως προδήλως αβάσιμη ή απαράδεκτη κατά τα οριζόμενα στα άρθρα 17, παρ. 3 και 18 αντίστοιχα, εντός δεκαπέντε (15) ημερών από της επιδόσεως της εν λόγω απόφασης. γ. Κατά της απόφασης που απορρίπτει αίτηση διεθνούς προστασίας, στις περιπτώσεις του άρθρου 24, εντός δέκα (10) ημερών από της επιδόσεως της εν λόγω απόφασης. δ. Κατά της απόφασης που απορρίπτει μεταγενέστερη αίτηση κατά το προκαταρκτικό στάδιο, εντός δέκα πέντε (15) ημερών από της επιδόσεως της εν λόγω απόφασης.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Κατά το χρόνο που επιτρέπεται η άσκηση προσφυγής, ως και μετά την άσκησή αυτής, αναστέλλεται κάθε μέτρο απέλασης του αιτούντος μέχρι την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης της Επιτροπής Προσφυγών.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Το δελτίο αιτήσαντος άσυλο αλλοδαπού χορηγείται εκ νέου σε περίπτωση άσκησης προσφυγής με ισχύ έως έξι μηνών για τις περιπτώσεις του εδ. (α) της παρ. 1 και έως τριών μηνών για τις λοιπές περιπτώσεις της παρ. 1.

Άρθρο 26Επιτροπή ΠροσφυγώνΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Με απόφαση του Υπουργού Προστασίας του Πολίτη συνιστάται μία ή περισσότερες Επιτροπές Προσφυγών που λειτουργούν στο Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη και έχουν αποφασιστική αρμοδιότητα. Με την ίδια απόφαση καθορίζεται η θητεία των Επιτροπών. Οι Επιτροπές αποτελούνται από: α. έναν υπάλληλο του Υπουργείου Εσωτερικών, Αποκέντρωσης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης ή Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, κατηγορίας ΠΕ, πτυχιούχο νομικής, ως Πρόεδρο, β. έναν εκπρόσωπο της Ύπατης Αρμοστείας του Ο.Η.Ε. για τους Πρόσφυγες και γ. έναν νομικό, με εξειδίκευση στο προσφυγικό δίκαιο ή το δίκαιο των δικαιωμάτων του ανθρώπου, ως μέλη.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Οι υπάλληλοι των Υπουργείων −μέλη των Επιτροπών ορίζονται με τους αναπληρωτές τους από τον οικείο Υπουργό. Το ως άνω γ΄ μέλος των Επιτροπών επιλέγεται από σχετικό κατάλογο που καταρτίζεται με ευθύνη της Εθνικής Επιτροπής για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, σύμφωνα με τον κανονισμό λειτουργίας της. Δικηγόροι που ορίζονται ως μέλη των ως άνω Επιτροπών δεν αναλαμβάνουν υποθέσεις πολιτών τρίτων χωρών που αφορούν υποθέσεις μετανάστευσης ή διεθνούς προστασίας, ούτε τους εκπροσωπούν ενώπιον των αρχών. Σε περίπτωση μη προσέλευσης για οποιονδήποτε λόγο, πλην ανωτέρας βίας, των β΄ και γ΄ μελών των Επιτροπών και των αναπληρωτών τους επί τρεις συνεχείς συνεδριάσεις παρότι κλήθηκαν νομίμως, ορίζονται στη θέση τους υπάλληλοι κατηγορίας ΠΕ των Υπουργείων Εσωτερικών, Αποκέντρωσης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης ή Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Οι πρόεδροι και τα μέλη των Επιτροπών είναι πλήρους απασχόλησης. Στην κάθε Επιτροπή εξασφαλίζεται πενταμελής γραμματειακή υποστήριξη από κατάλληλα εκπαιδευμένο προσωπικό του Υπουργείου Προστασίας του Πολίτη, που είναι αποκλειστικής απασχόλησης. Στα μέλη των επιτροπών ορίζεται αποζημίωση κατά τις διατάξεις του άρθρου 17 παρ. 2 (γ) του ν.3205/2003 (Α΄− 297), όπως ισχύει. Η αποζημίωση των εκπροσώπων της Ύπατης Αρμοστείας του Ο.Η.Ε. για τους Πρόσφυγες καταβάλλεται στο φορέα αυτό.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Οι Επιτροπές Προσφυγών αποφαίνονται επί των προσφυγών των περιπτώσεων του άρθρου 25 παρ. 1 εδ. (α) εντός έξι (6) μηνών, για δε τις λοιπές προσφυγές εντός τριών (3) μηνών από την ημερομηνία κατάθεσης προσφυγής σε κάθε περίπτωση. Οι Επιτροπές λειτουργούν με βάση κανονισμό λειτουργίας που εκδίδεται με απόφαση του Υπουργού Προστασίας του Πολίτη.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Κάθε Επιτροπή καλεί τον προσφεύγοντα, ο οποίος ενημερώνεται το αργότερο πέντε (5) ημέρες πριν την ημερομηνία εξέτασής του και σε γλώσσα που κατανοεί για τον τόπο και την ημερομηνία εξέτασης της προσφυγής του, καθώς και για το δικαίωμά του, να παραστεί αυτοπροσώπως ή και με τον δικηγόρο ή άλλο σύμβουλό του ενώπιον της, για να εκθέσει προφορικά, με τη βοήθεια κατάλληλου διερμηνέα, τα επιχειρήματά του και να δώσει διευκρινίσεις ή να υποβάλει τυχόν συμπληρωματικά στοιχεία.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Η απόφαση της Επιτροπής Προσφυγών επιδίδεται στον αιτούντα κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 7 και κοινοποιείται στον Υπουργό Προστασίας του Πολίτη. Απόφαση που απορρίπτει προσφυγή τάσσει στον αιτούντα προθεσμία αναχώρησής του από τη χώρα η οποία δεν δύναται να υπερβαίνει τις ενενήντα (90) ημέρες.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 7

Ο Υπουργός Προστασίας του Πολίτη έχει δικαίωμα άσκησης αίτησης ακύρωσης κατά των αποφάσεων της Επιτροπής Προσφυγών.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ε΄ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 27(Άρθρα 37 και 38 Οδηγίας) Ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίαςΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Όταν προκύπτουν νέα στοιχεία που συνιστούν λόγο επανεξέτασης του καθεστώτος διεθνούς προστασίας, η Κεντρική Αρχή εξετάζει αν συντρέχει περίπτωση ανάκλησης του καθεστώτος αυτού βάσει των οικείων διατάξεων του π.δ. 96/2008 και εισηγείται σχετικά προς τον Γενικό Γραμματέα Δημόσιας Τάξης του Υπουργείου Προστασίας του Πολίτη, ο οποίος, με ειδικά αιτιολογημένη πράξη του, δύναται να ανακαλεί το καθεστώς διεθνούς προστασίας.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Στις περιπτώσεις εφαρμογής της παρ. 1, ο ενδιαφερόμενος, δικαιούται: α. Να ενημερώνεται εγγράφως από την Κεντρική Αρχή, μέσω της αρμόδιας αρχής εξέτασης, όταν επανεξετάζει τη συνδρομή των αναγκαίων προϋποθέσεων για να χαρακτηρίζεται ως δικαιούχος διεθνούς προστασίας καθώς και για τους λόγους της επανεξέτασης αυτής. β. Να προβάλλει στο πλαίσιο προσωπικής συνέντευξης ή με γραπτή δήλωσή του στην αρμόδια αρχή εξέτασης, του λόγους για τους οποίους θεωρεί ότι δεν πρέπει να ανακληθεί το χορηγηθέν καθεστώς.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Η Αποφαινόμενη Αρχή, στο πλαίσιο της διαδικασίας αυτής και μέσω της Κεντρικής Αρχής: α. λαμβάνει ακριβείς και επίκαιρες πληροφορίες, κυρίως από το Υπουργείο Εξωτερικών και την Ύπατη Αρμοστεία του Ο.Η.Ε. για τους Πρόσφυγες, όσον αφορά τη γενική κατάσταση που επικρατεί στις χώρες καταγωγής των ενδιαφερομένων προσώπων και β. συλλέγει πληροφορίες σχετικά με τη συγκεκριμένη περίπτωση προκειμένου να επανεξεταστεί το καθεστώς. Οι πληροφορίες αυτές δεν λαμβάνονται από τους φορείς της δίωξης κατά τρόπο που θα είχε ως αποτέλεσμα να πληροφορούνται απευθείας ότι ο ενδιαφερόμενος είναι πρόσφυγας, ή δικαιούχος επικουρικής προστασίας, του οποίου το καθεστώς είναι υπό επανεξέταση, ή να τίθεται σε κίνδυνο η σωματική ακεραιότητα του ενδιαφερόμενου και των προσώπων που εξαρτώνται από αυτόν και η ελευθερία ή η ασφάλεια των μελών της οικογένειάς του που εξακολουθούν να διαμένουν στη χώρα καταγωγής.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Η απόφαση ανάκλησης του καθεστώτος επιδίδεται βάσει των διατάξεων του άρθρου 7. Η απόφαση αναφέρει τους πραγματικούς και νομικούς λόγους και παρέχει πληροφορίες σχετικά με τις δυνατότητες άσκησης προσφυγής κατά αυτής ενώπιον της Επιτροπής Προσφυγών.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Οι διατάξεις των παρ. 2 και 3 του άρθρου 11 και του άρθρου 15, εφαρμόζονται και στην ανάκληση του καθεστώτος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Κατά παρέκκλιση των διατάξεων των προηγούμενων παραγράφων, το καθεστώς του δικαιούχου διεθνούς προστασίας παύει αυτοδικαίως αν ο δικαιούχος παραιτηθεί ρητώς από αυτό, με αίτησή του, η οποία υποβάλλεται αυτοπροσώπως στις αρμόδιες αρχές.

Άρθρο 28Παραμονή για ανθρωπιστικούς λόγους.ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Οι αρμόδιες αρχές απόφασης δύνανται να χορηγήσουν σε αιτούντα, του οποίου την αίτηση για διεθνή προστασία απορρίπτουν, καθεστώς παραμονής για ανθρωπιστικούς λόγους.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Για την έγκριση παραμονής ενός αιτούντα για ανθρωπιστικούς λόγους, λαμβάνονται υπόψη ιδίως η αντικειμενική αδυναμία απομάκρυνσης ή επιστροφής του στη χώρα καταγωγής ή συνήθους διαμονής του για λόγους ανωτέρας βίας, όπως σοβαροί λόγοι υγείας του ιδίου ή μέλους της οικογενείας του, διεθνής αποκλεισμός της χώρας του, εμφύλιες συρράξεις συνοδευόμενες από μαζικές παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ή η συνδρομή στο πρόσωπο του ενδιαφερομένου της ρήτρας μη επαναπροώθησης του άρθρου 3 της Σύμβασης για την προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών η οποία κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν.δ/τος 53/1974 (Α΄ 256) ή του άρθρου 3 της Σύμβασης της Ν. Υόρκης της 10ης Δεκεμβρίου 1984 κατά των βασανιστηρίων και άλλων τρόπων σκληρής, απάνθρωπης ή ταπεινωτικής μεταχείρισης, η οποία κυρώθηκε με το ν.1782/1988 (Α΄ 116).

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Για τις διαδικασίες ανάκλησης και μη ανανέωσης του καθεστώτος παραμονής για ανθρωπιστικούς λόγους εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις του άρθρου 27.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Ο αιτών στον οποίο χορηγείται καθεστώς παραμονής για ανθρωπιστικούς λόγους εφοδιάζεται από την κατά τόπο αρμόδια αρχή εξέτασης, ατελώς, με ειδική άδεια διαμονής διάρκειας έως δύο (2) ετών. Παρόμοια άδεια χορηγείται και στα μέλη της οικογενείας του.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Ο κάτοχος της άδειας αυτής οφείλει να αναχωρήσει χωρίς άλλη ειδοποίηση μέχρι την ημερομηνία λήξης της ισχύος της, εκτός και αν τριάντα (30) τουλάχιστον ημέρες πριν την εκπνοή της προθεσμίας υποβάλει στην αρχή απόφασης που εξέδωσε την αρχική απόφαση αίτηση για παράταση της ισχύος της. Η εν λόγω αρχή αποφαίνεται οριστικά περί της ανανέωσης ή μη της εν λόγω άδειας.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Τα δικαιώματα των αιτούντων, στους οποίους έχει χορηγηθεί καθεστώς παραμονής για ανθρωπιστικούς λόγους, εξομοιώνονται με αυτά των δικαιούχων επικουρικής προστασίας. Τα δικαιώματα αυτά διατηρούνται και μετά τη λήξη ισχύος της σχετικής άδειας διαμονής εφόσον έχει υποβληθεί αίτηση παράτασης μέχρι την λήψη απόφασης επ’ αυτής.

Άρθρο 29(Άρθρο 39 Οδηγίας)

Ένδικα μέσα Οι αιτούντες διεθνή προστασία έχουν δικαίωμα άσκησης αιτήσεως ακυρώσεως ενώπιον του αρμοδίου δικαστηρίου, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 15 του ν.3068/2002 (Α΄ 274), όπως ισχύει, κατά των αποφάσεων που λαμβάνονται κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος. Για τη δυνατότητα αυτή καθώς και για το αρμόδιο δικαστήριο γίνεται ρητή αναφορά επί του σώματος της απόφασης.

Άρθρο 30(Άρθρο 41 Οδηγίας)

Υποχρέωση εχεμύθειας Το προσωπικό των αρμοδίων Υπηρεσιών που εφαρμόζουν τις διατάξεις του παρόντος διατάγματος υποχρεούται να τηρεί εχεμύθεια για προσωπικά δεδομένα που περιέρχονται σε γνώση του κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του ή επ’ ευκαιρία αυτών.

Άρθρο 31(Άρθρο 42 Οδηγίας)

Υποβολή Εκθέσεων Η Κεντρική Αρχή αποστέλλει στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή όλες τις πληροφορίες που είναι απαραίτητες για την κατάρτιση της έκθεσης, σχετικά με την εφαρμογή του παρόντος διατάγματος.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΣΤ΄ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΚΑΤΑΡΓΟΥΜΕΝΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 32Μεταβατικές διατάξειςΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Με απόφαση του Υπουργού Προστασίας του Πολίτη συγκροτούνται ειδικές επιτροπές, σύμφωνα με όσα ορίζονται για τις Επιτροπές Προσφυγών του άρθρου 26, με αρμοδιότητα να αποφαίνονται: α. Επί προσφυγών, οι οποίες είχαν υποβληθεί σύμφωνα με τις διατάξεις των π.δ. 61/1999 (Α΄ 63) ή π.δ. 90/2008 (Α΄ 138) και η εξέτασή τους εκκρεμεί. β. Επί προσφυγών, οι οποίες είχαν υποβληθεί εκπρόθεσμα υπό το καθεστώς ισχύος των π.δ. 61/1999 ή 90/2008 και για τις οποίες δεν έχουν αποφανθεί οι αρμόδιες αρχές. γ. Επί αιτήσεων διεθνούς προστασίας που αναπέμπονται με απόφαση του Συμβούλιο της Επικρατείας στις αρχές απόφασης.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Αιτούντες, των οποίων οι αιτήσεις απορρίφθηκαν βάσει των διατάξεων του π.δ. 81/2009 (Α΄ 99), δύνανται, εφόσον δεν έχουν ασκήσει αίτηση ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, εντός ανατρεπτικής προθεσμίας τριών μηνών από την έναρξη ισχύος του παρόντος, να υποβάλουν προσφυγή ενώπιον των Επιτροπών Προσφυγών του άρθρου 26.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Αιτούντες, των οποίων οι αιτήσεις απορρίφθηκαν βάσει των διατάξεων του π.δ. 81/2009 και έχουν υποβάλει ενώπιον του Σ.τ.Ε. αίτηση ακυρώσεως κατά της σχετικής απορριπτικής απόφασης, δύνανται εντός ανατρεπτικής προθεσμίας τριών μηνών από την έναρξη ισχύος του παρόντος, να υποβάλουν προσφυγή ενώπιον των Επιτροπών Προσφυγών του άρθρου 26, παραιτούμενοι της σχετικής αίτησης ακυρώσεως.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Για τις προσφυγές που είχαν υποβληθεί υπό το καθεστώς του π.δ. 61/1999, για τις οποίες είχε εκδοθεί γνωμοδότηση από την Επιτροπή του άρθρου 3 παρ. 5 του ως άνω π.δ. και εκκρεμούν, αποφαίνονται τα όργανα που προβλέπονται στα άρθρα 3 και 4 του ως άνω π.δ., όπως τα άρθρα αυτά ίσχυαν πριν την κατάργησή τους από το π.δ.90/2008.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Εκκρεμείς αιτήσεις διεθνούς προστασίας, που έχουν υποβληθεί βάσει του π.δ.81/2009, διαβιβάζονται στις αρμόδιες αρχές εξέτασης του παρόντος, εφόσον δεν έχει διεξαχθεί η συνέντευξη ενώπιον της γνωμοδοτικής επιτροπής προσφύγων που αναφέρεται στο άρθρο 3 του π.δ.81/2009. Διαφορετικά, αποφαίνονται τα όργανα που προβλέπονται στο π.δ.81/2009, όπως αυτό ίσχυε πριν την κατάργησή του και οι αιτούντες έχουν δικαίωμα προσφυγής, σύμφωνα με το άρθρο 25 του παρόντος π.δ.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Εκκρεμείς αιτήσεις διεθνούς προστασίας που έχουν υποβληθεί βάσει του π.δ.90/2008 διαβιβάζονται στις αρμόδιες αρχές εξέτασης και απόφασης του παρόντος, εφόσον δεν έχει διεξαχθεί συνέντευξη. Διαφορετικά, αποφαίνονται τα όργανα που προβλέπονται στις διατάξεις του παρόντος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 7

Αιτήσεις ανανέωσης ανθρωπιστικού καθεστώτος που είχε χορηγηθεί βάσει του άρθρου 8 του π.δ.61/1999 και εκκρεμούν ή υποβάλλονται μετά την θέση σε ισχύ του παρόντος εξετάζονται από τον Γενικό Γραμματέα Δημόσιας Τάξης του Υπουργείου Προστασίας του Πολίτη.

Άρθρο 33Καταργούμενες διατάξεις

Από την έναρξη ισχύος του παρόντος διατάγματος καταργούνται οι διατάξεις των π.δ. 61/1999, 90/2008, 81/2009 και του άρθρου 5 του π.δ.220/2007, καθώς και κάθε άλλη, γενική ή ειδική διάταξη που αντίκειται στις διατάξεις του ή ρυθμίζει διαφορετικά τα θέματα που αποτελούν αντικείμενο αυτού, με την επιφύλαξη των μεταβατικών διατάξεων του παρόντος.

Άρθρο 34Έναρξη ισχύος

Η εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος προεδρικού διατάγματος αρχίζει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Στον Υπουργό Προστασίας του Πολίτη αναθέτουμε τη δημοσίευση και εκτέλεση του παρόντος διατάγματος.

Αθήνα, 16 Νοεμβρίου 2010
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
ΚΑΡΟΛΟΣ ΓΡ. ΠΑΠΟΥΛΙΑΣ
ΟΙ ΥΠΟΥΡΓΟΙ
ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ, ΑΠΟΚΕΝΤΡΩΣΗΣ
ΚΑΙ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗΣ ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ ΥΦΥΠ. ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΑΓΚΟΥΣΗΣ ΦΙΛΙΠΠΟΣ ΣΑΧΙΝΙΔΗΣ
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ, ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΥΓΕΙΑΣ
ΚΑΙ ΝΑΥΤΙΛΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗΣ
ΜΙΧΑΗΛ ΧΡΥΣΟΧΟΪΔΗΣ ΑΝΔΡΕΑΣ ΛΟΒΕΡΔΟΣ
ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ, ΔΙΑΦΑΝΕΙΑΣ
ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΗ
ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΚΑΣΤΑΝΙΔΗΣ ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΠΟΥΤΣΗΣ