195 Α' 2010

ΠΡΟΕΔΡΙΚΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ 114/2010

Καθιέρωση ενιαίας διαδικασίας αναγνώρισης σε αλλοδαπούς και ανιθαγενείς του καθεστώτος του πρόσφυγα ή δικαιούχου επικουρικής προστασίας σε συμμόρφωση προς την Οδηγία 2005/85/ΕΚ του Συμβουλίου «σχετικά με τις ελάχιστες προδιαγραφές για τις διαδικασίες με τις οποίες τα κράτη μέλη χορηγούν και ανακαλούν το καθεστώς του πρόσφυγα» (L 326/13.12.2005).

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄ - ΒΑΣΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΚΑΙ ΕΓΓΥΗΣΕΙΣ
22 Νοεμβρίου 2010

ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ
ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
ΤΕΥΧΟΣ ΠΡΩΤΟ Αρ. Φύλλου 195
22 Νοεμβρίου 2010

ΠΡΟΕΔΡΙΚΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΥΠ’ ΑΡΙΘΜ. 114
Καθιέρωση ενιαίας διαδικασίας αναγνώρισης σε αλλοδαπούς και ανιθαγενείς του καθεστώτος του πρόσφυγα ή δικαιούχου επικουρικής προστασίας σε συμμόρφωση προς την Οδηγία 2005/85/ΕΚ του Συμβουλίου «σχετικά με τις ελάχιστες προδιαγραφές για τις διαδικασίες με τις οποίες τα κράτη μέλη χορηγούν και ανακαλούν το καθεστώς του πρόσφυγα» (L 326/13.12.2005).
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Έχοντας υπόψη:
1. Τις διατάξεις: α) του άρθρου 1 παρ. 1 του ν.1338/1983 «Εφαρμογή του Κοινοτικού Δικαίου» (Α΄ 34), όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 6 παρ. 1 του ν.1440/1984 (Α΄ 70),
β) το άρθρο 3 του ν.1338/1983, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 65 ν.1892/1990 (Α΄ 101), γ) το άρθρο 4 του ν.1338/1983, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 6 παρ. 4 του ν.1440/1984 και τροποποιήθηκε με τα άρθρα 7 του ν.1775/1988 (Α΄ 101), 31 του ν.2076/1992 (Α΄ 130), 19 του ν.2367/1995 (Α΄ 261), 22 του ν.2789/2000 (Α΄ 21), 48 του ν.3427/2005 (Α΄ 132) και 91 του ν.3862/2010 (Α΄ 113).
2. Τις διατάξεις των άρθρων 24 παρ. 1 και 25 παρ. 4 του ν.1975/1991 (Α΄ 184), όπως αντικαταστάθηκαν αντίστοιχα με τα άρθρα 1 και 2 του ν. 2452/1996 (Α΄ 283).
3. Τις διατάξεις του άρθρου 11 παρ. 1 περίπτ. στ΄ του ν.1481/1984 (Α΄ 152), όπως το άρθρο αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 παρ. 1 του ν.1590/1986 (Α΄ 49).
4. Τις διατάξεις των άρθρων 14 παρ. 4 και 28 παρ. 1 του ν.2800/2000 «Αναδιάρθρωση Υπηρεσιών Υπουργείου Δημόσιας Τάξης, σύσταση Αρχηγείου Ελληνικής Αστυνομίας και άλλες διατάξεις» (Α΄ 41).
5. Τις διατάξεις του άρθρου 90 του Κώδικα Νομοθεσίας για την Κυβέρνηση και τα Κυβερνητικά Όργανα, που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του π.δ. 63/2005 (Α΄ 98).
6. Τις διατάξεις του π.δ/τος 184/2009 «Σύσταση Υπουργείου Προστασίας του Πολίτη και καθορισμός των αρμοδιοτήτων του» (Α΄ 213).
7. Τις διατάξεις της υπ’ αριθμ. 2672 από 3−12−2009 απόφασης Πρωθυπουργού και Υπουργού Οικονομικών «Καθορισμός αρμοδιοτήτων του Υφυπουργού Οικονομικών Φιλίππου Σαχινίδη» (Β΄ 2408).
8. Το γεγονός ότι από τις διατάξεις του παρόντος διατάγματος προκαλείται δαπάνη σε βάρος του κρατικού προϋπολογισμού το ύψος της οποίας δεν μπορεί να προσδιοριστεί επειδή εξαρτάται από πραγματικά γεγονότα συνδεόμενα κυρίως με την εφαρμογή των άρθρων 6 παρ. 2 περίπτ. β΄, 10 παρ. 9 περίπτ. α΄, 11 παρ. 2, 12 παρ. 4, 13 παρ. 6 περίπτ. δ΄ (αριθμός και διάρκεια σεμιναρίων, αριθμός επιμορφούμενων υπαλλήλων, παροχή νομικής συνδρομής, πραγματοποίηση ιατρικών εξετάσεων και παροχή ιατρικής φροντίδας). Η δαπάνη αυτή όσον αφορά το 2010 θα αντιμετωπισθεί από τις πιστώσεις του προϋπολογισμού εξόδων του Υπουργείου Προστασίας του Πολίτη (Ε.Φ. 43−110, ΚΑΕ 0515), ενώ οι δαπάνες του έτους 2011 και επομένων ετών θα αντιμετωπίζονται από τις πιστώσεις που θα εγκρίνονται για το σκοπό αυτό στον ίδιο ως άνω Π/Υ εξόδων του αντίστοιχου έτους.
9. Την υπ’ αριθμ. 227/2010 γνωμοδότηση του Συμβουλίου της Επικρατείας, ύστερα από πρόταση των Υπουργών Εσωτερικών, Αποκέντρωσης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης, Οικονομίας, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας, Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Προστασίας του Πολίτη και του Υφυπουργού Οικονομικών , αποφα−
σίζουμε:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄ΒΑΣΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΚΑΙ ΕΓΓΥΗΣΕΙΣ
Άρθρο 4(Άρθρο 6 Οδηγίας) Πρόσβαση στη διαδικασίαΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Κάθε αλλοδαπός ή ανιθαγενής έχει δικαίωμα υποβολής αιτήσεως διεθνούς προστασίας. Οι αρμόδιες αρχές παραλαβής της αίτησης μεριμνούν, ώστε κάθε ενήλικας να μπορεί να ασκήσει το δικαίωμα να υποβάλει αίτηση, υπό την προϋπόθεση ότι θα παρουσιασθεί αυτοπροσώπως ενώπιον των ως άνω αρχών, με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 9 παρ. (1) εδ. (α). Σε περίπτωση που ο αιτών είναι κρατούμενος, οι αρχές παραλαβής μεριμνούν για τη μεταγωγή αυτού στην κατά τόπον αρμόδια αρχή εξέτασης κατά την ημερομηνία της συνέντευξης.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Ο αιτών μπορεί να υποβάλει αίτηση εξ ονόματος των μελών της οικογένειάς του. Σε αυτές τις περιπτώσεις τα ενήλικα μέλη πρέπει να συναινούν εγγράφως στην κατάθεση της αίτησης εξ ονόματός τους ή, αν αυτό δεν ισχύει, να έχουν την ευκαιρία να υποβάλουν οι ίδιοι την αίτησή τους. Η συναίνεση ζητείται κατά το χρόνο υποβολής της αίτησης ή το αργότερο κατά την προσωπική συνέντευξη με το εν λόγω μέλος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Ο ανήλικος, ασυνόδευτος ή μη, άνω των 14 ετών μπορεί να υποβάλει αυτοτελώς αίτηση αν οι ως άνω αρχές θεωρούν ότι έχει την ωριμότητα να αντιληφθεί τη σημασία της πράξης του.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Ο ασυνόδευτος ανήλικος, που δεν πληροί το προαναφερόμενο κριτήριο της ωριμότητας, υποβάλει αίτηση δι’ αντιπροσώπου, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 12.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Η Κεντρική Αρχή μεριμνά για την ενημέρωση των αρχών στις οποίες είναι πιθανόν να απευθυνθεί όποιος επιθυμεί να υποβάλει αίτηση διεθνούς προστασίας, σχετικά με τις αρμόδιες υπηρεσίες και τη διαδικασία υποβολής της αίτησης, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις παραγράφους 1 έως 4 του παρόντος άρθρου.

Άρθρο 5(Άρθρο 7 Οδηγίας) Δικαίωμα παραμονής αιτούντων − ΕξαιρέσειςΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Οι αιτούντες επιτρέπεται να παραμένουν στη Χώρα μέχρι την ολοκλήρωση της διοικητικής διαδικασίας εξέτασης της αίτησης και δεν απομακρύνονται με οποιοδήποτε τρόπο.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Η προηγούμενη παράγραφος δεν εφαρμόζεται: α. Στις περιπτώσεις όπου οι αρχές παραδίδουν ή εκδίδουν τον ενδιαφερόμενο, είτε σε άλλο κράτος μέλος, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 3251/2004 (Α΄ 127), είτε σε τρίτη χώρα ή σε διεθνή ποινικά δικαστήρια, με βάση τις διεθνείς υποχρεώσεις της χώρας. Η σύλληψη ή η έκδοση δεν πρέπει να οδηγεί σε επαναπροώθηση του ενδιαφερόμενου που είναι αντίθετη με το άρθρο 33 παρ. 1 της Σύμβασης της Γενεύης. Κανένας δεν εκδίδεται πριν εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση επί της αιτήσεώς του, εφόσον επικαλείται φόβο δίωξης στο εκζητούν κράτος. β. Στις περιπτώσεις ανάληψης της ευθύνης εξέτασης αίτησης ασύλου από άλλο κράτος, στο πλαίσιο εφαρμογής του Κανονισμού 343/2003 του Συμβουλίου (L 50/25.2.2003).

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Το δικαίωμα παραμονής του αιτούντος στη Χώρα, σύμφωνα με την παρ. 1, δεν θεμελιώνει δικαίωμα για χορήγηση άδειας διαμονής.

Άρθρο 6(Άρθρο 8 Οδηγίας) Προϋποθέσεις για την εξέταση της αίτησηςΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Οι αιτήσεις δεν απορρίπτονται, ούτε αποκλείεται η εξέτασή τους για μόνο το λόγο ότι δεν υποβλήθηκαν το ταχύτερο δυνατό.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Οι αποφάσεις επί των αιτήσεων λαμβάνονται σε ατομική βάση, μετά από εμπεριστατωμένη, αντικειμενική και αμερόληπτη εξέταση. Για το σκοπό αυτό η Κεντρική Αρχή: α. Συγκεντρώνει και αξιολογεί συγκεκριμένες και ακριβείς πληροφορίες από αξιόπιστες πηγές, όπως η Ύπατη Αρμοστεία του Ο.Η.Ε. για τους Πρόσφυγες, ως προς τη γενική κατάσταση που επικρατεί στις χώρες καταγωγής ή προηγούμενης συνήθους διαμονής των αιτούντων και, εφόσον αυτό απαιτείται, στις χώρες μέσω των οποίων διήλθαν. Οι πληροφορίες αυτές κοινοποιούνται στις αρμόδιες αρχές εξέτασης. β. Μεριμνά, ώστε το προσωπικό που εξετάζει τις αιτήσεις και εισηγείται για τη λήψη αποφάσεων, να γνωρίζει τη νομοθεσία και τη νομολογία περί διεθνούς προστασίας. Προς τούτο, διοργανώνει σεμινάρια κατάρτισης, αυτοτελώς ή σε συνεργασία με την Ύπατη Αρμοστεία του Ο.Η.Ε. για τους Πρόσφυγες ή με Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις και κοινοποιεί στις αρμόδιες αρχές παραλαβής, εξέτασης και απόφασης τις διαθέσιμες από την Ύπατη Αρμοστεία του Ο.Η.Ε. για τους Πρόσφυγες οδηγίες και ενημερωτικά δελτία σε θέματα διεθνούς προστασίας.

Άρθρο 7(Άρθρο 9 Οδηγίας) Αιτιολόγηση και επίδοση αποφάσεωνΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Η απόφαση επί της αίτησης διεθνούς προστασίας επιδίδεται στον αιτούντα σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 47 και επόμενα του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ν.2717/1999 − Α΄ 97), από αστυνομικό. Εάν δεν καταστεί δυνατόν να ανευρεθεί ο αιτών στη διεύθυνση κατοικίας ή διαμονής που έχει δηλώσει, ειδοποιείται τηλεφωνικώς, εφόσον έχει δηλώσει αριθμό τηλεφωνικής σύνδεσης, να προσέλθει στην αρμόδια αρχή παραλαβής της αίτησης για να διενεργηθεί η επίδοση. Η επίδοση διενεργείται το αργότερο κατά την επόμενη προσέλευση του αιτούντος για ανανέωση του δελτίου αιτήσαντος άσυλο αλλοδαπού από τις αρμόδιες αρχές. Εάν ο αιτών δεν εμφανισθεί το αργότερο κατά την επόμενη εργάσιμη ημέρα μετά τη λήξη του δελτίου αιτήσαντος άσυλο αλλοδαπού, η επίδοση θεωρείται ότι έχει πραγματοποιηθεί κατά την ημέρα αυτή. Η επίδοση στον αιτούντα διενεργείται με την παρουσία διερμηνέα σε γλώσσα που κατανοεί ο αιτών, μνεία δε του γεγονότος αυτού γίνεται στη σχετική έκθεση επίδοσης.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Όταν η αίτηση απορρίπτεται, στην απόφαση αναφέρονται οι πραγματικοί και νομικοί λόγοι της απόρριψης. Στην απορριπτική απόφαση γίνεται μνεία για την προθεσμία προς άσκηση προσφυγής, για το όργανο ενώπιον του οποίου ασκείται καθώς και για τις συνέπειες παρόδου άπρακτης της προθεσμίας αυτής.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Όταν έχει υποβληθεί αίτηση εξ ονόματος των μελών της οικογένειας του αιτούντα, που επικαλούνται τους ίδιους λόγους, η Αποφαινόμενη Αρχή μπορεί να εκδίδει μια απόφαση που αφορά όλα τα μέλη της οικογένειας.

Άρθρο 8(Άρθρο 10 Οδηγίας) Εγγυήσεις για τους αιτούντεςΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Οι αιτούντες, κατά την εφαρμογή των διατάξεων των Κεφαλαίων Γ΄ και Δ΄ έχουν τα ακόλουθα δικαιώματα: α. Ενημερώνονται, σε γλώσσα την οποία ευλόγως θεωρείται ότι κατανοούν, για τη διαδικασία που ακολουθείται, τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τους, το γεγονός ότι οι πληροφορίες που παρέχουν στις αρχές κατά τη διάρκεια της εξέτασης του αιτήματός τους παραμένουν εμπιστευτικές, καθώς και για τις συνέπειες της μη συμμόρφωσης προς τις υποχρεώσεις τους και της μη συνεργασίας με τις αρχές. Επίσης, ενημερώνονται για τις προθεσμίες και τα μέσα που έχουν στη διάθεσή τους, ώστε να συμμορφωθούν με την υποχρέωση υποβολής των στοιχείων που απαιτούνται για την τεκμηρίωση της αίτησής τους. Οι πληροφορίες τους δίδονται εγκαίρως ώστε να ασκήσουν τα δικαιώματα τους και να συμμορφωθούν με τις υποχρεώσεις που περιγράφονται στο άρθρο 9. β. Τους παρέχονται υπηρεσίες διερμηνέα για να εκθέσουν την υπόθεσή τους στις αρμόδιες αρχές υποβολής και εξέτασης και για τη διεξαγωγή της συνέντευξης σε όλα τα στάδια της διαδικασίας, εφόσον δεν μπορεί να εξασφαλισθεί η αναγκαία επικοινωνία χωρίς αυτόν. Η δαπάνη της διερμηνείας βαρύνει το δημόσιο. γ. Διευκολύνεται η επικοινωνία τους με την Ύπατη Αρμοστεία του Ο.Η.Ε. για τους Πρόσφυγες ή με κάθε άλλη οργάνωση που παρέχει νομική συνδρομή. δ. Εφοδιάζονται ατελώς από την αρμόδια αρχή παραλαβής, αμέσως μετά τον καθορισμό ημερομηνίας λήψης συνέντευξης, με ειδικό ατομικό δελτίο («δελτίο αιτήσαντος άσυλο αλλοδαπού»), το οποίο φέρει τη φωτογραφία τους και τους επιτρέπει την παραμονή στην ελληνική επικράτεια μέχρι την ημερομηνία λήψης συνέντευξης που τους έχει καθοριστεί. Στο δελτίο αυτό μπορεί να αναφέρεται περιορισμός της κυκλοφορίας του αιτούντος σε τμήμα της ελληνικής επικράτειας. Εφόσον πραγματοποιηθεί η συνέντευξη, το δελτίο ανανεώνεται για διάρκεια μέχρι έξι μηνών, στις δε περιπτώσεις των άρθρων 17 παρ. 3 και 18 μέχρι τριών μηνών, έως την έκδοση οριστικής απόφασης επί της αίτησης παροχής διεθνούς προστασίας. Το δελτίο παραδίδεται υποχρεωτικά από τον αιτούντα στην αρμόδια Υπηρεσία κατά την επίδοση σε αυτόν της οριστικής απόφασης επί του αιτήματός του και εν συνεχεία καταστρέφεται, συντασσόμενου προς τούτο σχετικού πρακτικού. Με αντίστοιχο δελτίο εφοδιάζονται και τα μέλη της οικογένειας του αιτούντος. Δεν χορηγείται το προαναφερόμενο δελτίο, όταν ο αιτών κρατείται ή όσο διαρκεί η εξέταση της αίτησης που έχει υποβληθεί στα σύνορα, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 24. ε. Ενημερώνονται σχετικά με το αποτέλεσμα της απόφασης επί της αιτήσεως διεθνούς προστασίας σε γλώσσα που κατανοούν, καθώς και για τη δυνατότητα προσβολής της απορριπτικής απόφασης.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Η απόφαση για την αίτηση διεθνούς προστασίας εκδίδεται και επιδίδεται στον αιτούντα το ταχύτερο δυνατόν σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 7.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας εξέτασης του αιτήματος διεθνούς προστασίας, οι αρχές αναγνωρίζουν και θεωρούν το γνήσιο της υπογραφής αιτούντων, με την επίδειξη του δελτίου αιτήσαντος άσυλο αλλοδαπού, για διεκπεραίωση ζητημάτων σχετικών με το αίτημά τους. Στις περιπτώσεις κράτησης ή κατά τη διαδικασία σύμφωνα με το άρθρο 24, οι αρμόδιες αρχές αναγνωρίζουν και βεβαιώνουν την υπογραφή των αλλοδαπών βάσει των στοιχείων που έχουν δηλώσει.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Όταν η αίτηση είναι πιθανό να θεωρηθεί ως βάσιμη ή όταν ο αιτών είναι άτομο που ανήκει σε ευάλωτη ομάδα, σύμφωνα με το άρθρο 17 του π.δ. 220/2007 (Α΄ 251), εξετάζεται κατά προτεραιότητα, σύμφωνα με τις βασικές αρχές και εγγυήσεις που προβλέπονται στο παρόν άρθρο.

Άρθρο 9(Άρθρο 11 Οδηγίας) Υποχρεώσεις των αιτούντωνΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Οι αιτούντες υποχρεούνται να συνεργάζονται με τις αρμόδιες αρχές στο μέτρο που αυτό είναι αναγκαίο για τη διεκπεραίωση της αίτησής τους. Ειδικότερα, σε κάθε περίπτωση, οι αιτούντες υποχρεούνται να: α. Παρουσιάζονται ενώπιον των αρμοδίων αρχών αυτοπροσώπως χωρίς καθυστέρηση ή στον καθοριζόμενο από τις οικείες διατάξεις χρόνο και υποβάλλουν τα αιτήματά τους. Αίτηση για διεθνή προστασία, προσφυγή κατά απορριπτικής απόφασης, μεταγενέστερη αίτηση και αίτηση για ανανέωση δελτίου αιτήσαντος ασύλου υποβάλλονται αυτοπροσώπως, εκτός αν συντρέχουν λόγοι ανωτέρας βίας, όπως σοβαρή ασθένεια, σοβαρή σωματική αναπηρία ή κράτηση, οι οποίοι να αποδεικνύονται με ανάλογο πιστοποιητικό ή βεβαίωση δημόσιας υπηρεσίας. Στις προαναφερόμενες περιπτώσεις ανωτέρας βίας, η αίτηση περιλαμβάνει δήλωση του αιτούντος ότι γνωρίζει τις προϋποθέσεις της παρούσης παραγράφου. Σε κάθε περίπτωση, η εκκίνηση της διαδικασίας εξέτασης μιας αίτησης διεθνούς προστασίας τελεί υπό την προϋπόθεση της συνδρομής των ως άνω λόγων, καθώς και της αυτοπρόσωπης επιβεβαίωσης της αίτησης. β. Παραδίδουν το ταξιδιωτικό έγγραφο ή οποιοδήποτε άλλο έγγραφο που έχουν στην κατοχή τους και σχετίζεται με την εξέταση της αίτησης και των στοιχείων που πιστοποιούν την ταυτότητα του ιδίου και των μελών της οικογένειάς του, τη χώρα προέλευσης και το τόπο καταγωγής του, καθώς και την οικογενειακή του κατάσταση. Η αναγνώριση της ιδιότητας του δικαιούχου διεθνούς προστασίας δεν προϋποθέτει απαραιτήτως την υποβολή τυπικών αποδεικτικών στοιχείων. Στις περιπτώσεις που παραδοθούν τα ανωτέρω έγγραφα συντάσσεται πρακτικό παράδοσης−παραλαβής. γ. Ενημερώνουν τις αρμόδιες αρχές παραλαβής για τη διεύθυνση κατοικίας ή διαμονής τους καθώς και τις αρμόδιες αρχές παραλαβής ή εξέτασης για κάθε μεταβολή της διεύθυνσης αυτής, το συντομότερο δυνατόν. Επίσης, υποχρεούνται να δέχονται κάθε επίδοση ή κοινοποίηση στον πιο πρόσφατο τόπο διαμονής ή κατοικίας που έχουν δηλώσει. δ. Συνεργάζονται με τις αρμόδιες αρχές για τη διενέργεια κάθε νόμιμης έρευνας σχετικά με την αίτησή τους. ε. Δέχονται σωματική έρευνα και έρευνα των αντικειμένων που φέρουν και φωτογραφίζονται σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις. Δακτυλοσκοπούνται, εφόσον είναι άνω των 14 ετών (άρθρο 4 του Κανονισμού 2725/2000/ΕΚ του Συμβουλίου EEL 316/15.12.2000).

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Για τις υποχρεώσεις αυτές και τα δικαιώματα που παρέχονται σύμφωνα με το άρθρο 8, ενημερώνονται ειδικά οι αιτούντες σε γλώσσα που κατανοούν και συντάσσεται προς τούτο σχετική έκθεση στην οποία αναφέρεται ρητά η γλώσσα επικοινωνίας.

Άρθρο 10(Άρθρα 12, 13 και 14 Οδηγίας) Προσωπική συνέντευξηΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Πριν τη λήψη απόφασης από την Αποφαινόμενη Αρχή, διενεργείται προσωπική συνέντευξη του αιτούντος από βαθμοφόρο της αρμόδιας αρχής εξέτασης ο οποίος ορίζεται για το σκοπό αυτό. Ο βαθμοφόρος εισηγείται σχετικά στην Αποφαινόμενη Αρχή, αφού πρώτα συντάξει πρακτικό. Η συνέντευξη διενεργείται με τη συνδρομή διερμηνέα, ικανού να εξασφαλίσει την αναγκαία επικοινωνία, προκειμένου ο ενδιαφερόμενος να επιβεβαιώσει όσα αναφέρει στην αίτησή του και να δώσει εξηγήσεις, ιδίως σε ό,τι αφορά τα ακριβή στοιχεία της ταυτότητάς του, τη μη κατοχή διαβατηρίου ή άλλου επίσημου ταξιδιωτικού εγγράφου, το ακριβές δρομολόγιο που ακολούθησε για να εισέλθει στο ελληνικό έδαφος και τους λόγους που τον ανάγκασαν να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής του ή προηγούμενης συνήθους παραμονής του, όταν πρόκειται για ανιθαγενή, ζητώντας προστασία. Πριν από τη συνέντευξη χορηγείται στον αιτούντα, εφόσον το επιθυμεί, εύλογος χρόνος προκειμένου να προετοιμασθεί κατάλληλα και να συμβουλευθεί νομικό ή άλλο σύμβουλο για να τον επικουρεί κατά τη διάρκεια της διαδικασίας. Ο εύλογος χρόνος καθορίζεται από την αρμόδια για τον αιτούντα αρχή εξέτασης και δεν δύναται, περιλαμβανομένων και των τυχόν παρατάσεων, να υπερβεί τους δύο μήνες. Κατά την διάρκεια της συνέντευξης δύναται να παρίσταται με δυνατότητα υποβολής ερωτήσεων, εκπρόσωπος της Ύπατης Αρμοστείας του Ο.Η.Ε. για τους Πρόσφυγες ή συνεργαζόμενης με αυτή οργάνωσης, καθώς και ο νομικός ή άλλος σύμβουλος του αιτούντος. Η Ύπατη Αρμοστεία του Ο.Η.Ε. για τους Πρόσφυγες ενημερώνεται εγκαίρως αναφορικά με το πρόγραμμα συνεντεύξεων και τα στοιχεία ταυτότητας των αιτούντων. Όταν η συνέντευξη αφορά γυναίκα, λαμβάνεται ειδική μέριμνα, ώστε να διεξάγεται από ειδικευμένη γυναίκα υπάλληλο, παρουσία γυναίκας διερμηνέα. Σε περίπτωση που τούτο δεν καθίσταται δυνατό, γίνεται σχετική μνεία των λόγων στο πρακτικό. Για κάθε ενήλικο μέλος της οικογένειας διεξάγεται ξεχωριστή προσωπική συνέντευξη. Για τους ανήλικους, διεξάγεται προσωπική συνέντευξη λαμβανομένης υπόψη της ωριμότητάς τους και των ψυχολογικών συνεπειών των τραυματικών βιωμάτων τους.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Η προσωπική συνέντευξη μπορεί να παραλειφθεί όταν: α. η Αποφαινόμενη Αρχή μπορεί, με βάση τα διαθέσιμα αποδεικτικά στοιχεία, να λάβει θετική απόφαση ή β. δεν είναι αντικειμενικά δυνατή, ιδίως όταν ο αιτών δεν είναι σε θέση ή δεν μπορεί για λόγους που οφείλονται σε μόνιμες καταστάσεις ανεξάρτητες από τη θέλησή του να συμμετάσχει στη συνέντευξη. Η αδυναμία αυτή πιστοποιείται με σχετική βεβαίωση ιατρού ή ψυχολόγου από δημόσιο νοσηλευτικό ίδρυμα.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Η εισήγηση του βαθμοφόρου της αρμόδιας αρχής εξέτασης θα περιλαμβάνει και την γνωμοδότηση του τυχόν παρευρισκόμενου εκπροσώπου της Ύπατης Αρμοστείας του Ο.Η.Ε. για τους Πρόσφυγες. ή συνεργαζόμενης με αυτήν οργάνωσης. Η ίδια εισήγηση θα περιλαμβάνει και τυχόν πρόταση για την εξέταση της αίτησης ως προδήλως αβάσιμης. Σε περίπτωση που η απόφαση της Αποφαινόμενης Αρχής διαφοροποιείται από την ως άνω γνωμοδότηση του εκπροσώπου της Ύπατης Αρμοστείας του Ο.Η.Ε. για τους Πρόσφυγες ή συνεργαζόμενης με αυτή οργάνωσης και είναι απορριπτική θα πρέπει να αιτιολογείται ειδικώς.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Όταν στον αιτούντα ή στο μέλος της οικογένειας δεν παρέχεται η ευκαιρία προσωπικής συνέντευξης, σύμφωνα με την περίπτωση β΄ της παραγράφου 2 ανωτέρω, η Αποφαινόμενη Αρχή καταβάλλει εύλογες προσπάθειες ώστε να τους δίνεται η δυνατότητα να υποβάλουν συμπληρωματικά στοιχεία.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Η παράλειψη προσωπικής συνέντευξης κατά τα προαναφερόμενα δεν εμποδίζει την Αποφαινόμενη Αρχή να λαμβάνει απόφαση επί της αιτήσεως. Σε περίπτωση παράλειψης της συνέντευξης, η Αποφαινόμενη Αρχή στην απόφασή της με την οποία απορρίπτει την αίτηση διαλαμβάνει αιτιολογημένη κρίση για τους λόγους αυτής της παράλειψης.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Η παράλειψη προσωπικής συνέντευξης στην περίπτωση (β) της παραγράφου 2 δεν επιδρά δυσμενώς στην απόφαση της Αποφαινόμενης Αρχής.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 7

Η προσωπική συνέντευξη διεξάγεται χωρίς την παρουσία των μελών της οικογένειας του αιτούντος, εκτός εάν η αρμόδια αρχή εξέτασης κρίνει ότι η παρουσία τους είναι απαραίτητη.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 8

Η προσωπική συνέντευξη διεξάγεται υπό συνθήκες που εξασφαλίζουν την απαιτούμενη εμπιστευτικότητα.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 9

Κατά την προσωπική συνέντευξη λαμβάνονται τα κατάλληλα μέτρα που εξασφαλίζουν τη διεξαγωγή της σε συνθήκες που επιτρέπουν στον αιτούντα να παρουσιάσει διεξοδικά τους λόγους της αίτησής του. Για το σκοπό αυτό: α. Oι αρμόδιοι υπάλληλοι που διεξάγουν τη συνέντευξη πρέπει να διαθέτουν τα κατάλληλα προσόντα για να συνεκτιμήσουν τις προσωπικές ή γενικές συνθήκες που αφορούν την αίτηση, συμπεριλαμβανομένης των πολιτισμικών καταβολών και της κουλτούρας του αιτούντα. Ειδικότερα, επιβάλλεται όπως οι ως άνω υπάλληλοι επιμορφώνονται για τις ειδικές ανάγκες των γυναικών, των παιδιών, των θυμάτων βίας και βασανιστηρίων. β. Eπιλέγεται διερμηνέας ικανός να εξασφαλίσει την αναγκαία επικοινωνία σε γλώσσα που να κατανοεί ο αιτών.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 10

Για κάθε προσωπική συνέντευξη συντάσσεται πρακτικό στο οποίο αναφέρονται οι ισχυρισμοί του αιτούντος διεθνή προστασία, οι ερωτήσεις που υπεβλήθησαν σε αυτόν καθώς και οι σχετικές απαντήσεις του.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 11

Ο αιτών καλείται να βεβαιώσει την ακρίβεια του περιεχομένου του πρακτικού, υπογράφοντας με τη συνδρομή του διερμηνέα που επίσης υπογράφει. Όταν ο αιτών αρνείται να επιβεβαιώσει το περιεχόμενο του πρακτικού οι λόγοι άρνησης καταχωρίζονται στο σώμα του πρακτικού. Η άρνηση του αιτούντα να βεβαιώσει το περιεχόμενο του πρακτικού, δεν εμποδίζει την Αποφαινόμενη Αρχή να λάβει απόφαση επί της αίτησής του.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 12

Ο αιτών δικαιούται να λαμβάνει οποτεδήποτε αντίγραφο του πρακτικού που συντάσσεται στο πλαίσιο της προσωπικής συνέντευξης.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 13

Αν υπάρξουν σοβαρές ενδείξεις στο πλαίσιο της συνέντευξης ότι ο αιτών υπήρξε θύμα βασανιστηρίων, παραπέμπεται σε εξειδικευμένο ιατρικό κέντρο ή σε ιατρό ή ψυχολόγο δημοσίου νοσηλευτικού ιδρύματος, προκειμένου να γνωματεύσει για την ύπαρξη ή μη κακώσεων ή ενδείξεων βασανιστηρίων.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 14

Οι προαναφερόμενες εγγυήσεις τηρούνται και κατά τη διαδικασία εξέτασης των προσφυγών καθώς και σε κάθε συμπληρωματική εξέταση.

Άρθρο 11(Άρθρα 15 και 16 Οδηγίας) Εκπροσώπηση και συνδρομήΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Οι αιτούντες έχουν δικαίωμα να συμβουλεύονται με δαπάνη τους δικηγόρο ή άλλο σύμβουλο σε θέματα σχετικά με την αίτησή τους.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Σε περίπτωση επιδίωξης δικαστικής προστασίας, ο αιτών δύναται να λάβει δωρεάν νομική συνδρομή, σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στις διατάξεις του ν. 3226/2004 (Α΄ 24).

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Οι δικηγόροι που εκπροσωπούν τους αιτούντες έχουν πρόσβαση σε πληροφορίες του φακέλου τους, εφόσον αυτές σχετίζονται με την εξέταση της αίτησης. Άλλοι σύμβουλοι που παρέχουν συνδρομή στον αιτούντα έχουν πρόσβαση σε στοιχεία του φακέλου τους εφόσον αυτά σχετίζονται με την παρεχόμενη συνδρομή. Η Αποφαινόμενη Αρχή δύναται, μετά από αιτιολογημένη πράξη της, να απαγορεύει τη γνωστοποίηση της πηγής των πληροφοριών, εφόσον κρίνει ότι η αποκάλυψη αυτής ενδέχεται να θέσει σε κίνδυνο την εθνική ασφάλεια ή τις διεθνείς σχέσεις της χώρας ή την ασφάλεια ή την επιβαλλόμενη μυστικότητα της δράσης υπηρεσιών ή προσώπων που παρέχουν τις πληροφορίες. Η πρόσβαση στις εν λόγω απόρρητες πληροφορίες ή πηγές είναι δυνατή, σε κάθε περίπτωση, από το δικαστήριο, το οποίο είναι αρμόδιο για την εξέταση των προβλεπομένων στο άρθρο 29 αιτήσεων ακυρώσεως.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Οι δικηγόροι που εκπροσωπούν και οι σύμβουλοι που παρέχουν συνδρομή σε αιτούντες έχουν πρόσβαση σε κλειστές ζώνες, όπως χώρους κράτησης και ζώνες διέλευσης, για να επικοινωνούν με τους αιτούντες, σε ειδικά διαμορφωμένο χώρο. Οι αρμόδιες αρχές παραλαβής ή εξέτασης μπορούν να περιορίσουν τη δυνατότητα πρόσβασης των ως άνω προσώπων σε κλειστές ζώνες, μόνο όταν οι εν λόγω περιορισμοί, κρίνονται αντικειμενικά απαραίτητοι για την ασφάλεια, τη δημόσια τάξη ή τη διοικητική διαχείριση της ζώνης ή για την εξασφάλιση της αποτελεσματικής εξέτασης της αίτησης, υπό τον όρο ότι η πρόσβασή τους δεν περιορίζεται υπερβολικά ούτε καθίσταται αδύνατη.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Δικηγόροι ή άλλοι σύμβουλοι δικαιούνται να παρέχουν κάθε νόμιμη συνδρομή στον αιτούντα σε όλα τα στάδια της διαδικασίας. Οι αιτούντες δικαιούνται να παρίστανται στην προσωπική συνέντευξη με τον δικηγόρο που τους εκπροσωπεί ή τον σύμβουλο που τους συνδράμει. Η απουσία του δικηγόρου ή άλλου συμβούλου δεν εμποδίζει τη διεξαγωγή της προσωπικής συνέντευξης.

Άρθρο 12(Άρθρο 17 Οδηγίας) Αιτήσεις ασυνόδευτων ανήλικωνΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Οι αρμόδιες αρχές, όταν υποβάλλεται αίτηση από ασυνόδευτους ανήλικους, ενεργούν σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 19 του π.δ.220/2007, για το διορισμό επιτρόπου του ανηλίκου. Στον επίτροπο ή στον ασκούντα τη σχετική πράξη επιτροπείας παρέχεται η ευκαιρία να ενημερώνει τον ασυνόδευτο ανήλικο, για τη σημασία και τις πιθανές συνέπειες της προσωπικής συνέντευξης, καθώς και για τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να προετοιμασθεί για την προσωπική συνέντευξη. Ο επίτροπος ή ο ασκών τη σχετική πράξη επιτροπείας καλείται και δύναται να παρίσταται στην προσωπική συνέντευξη του ανηλίκου και να υποβάλει ερωτήσεις ή παρατηρήσεις προς διευκόλυνση της διαδικασίας.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Οι αιτήσεις που υποβάλλονται από ασυνόδευτους ανήλικους εξετάζονται σύμφωνα με την κανονική διαδικασία κατά προτεραιότητα.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Οι βαθμοφόροι που διεξάγουν προσωπικές συνεντεύξεις με ασυνόδευτο ανήλικο και εισηγούνται για την έκδοση της απόφασης επί της αίτησης διεθνούς προστασίας του πρέπει να διαθέτουν τις αναγκαίες γνώσεις σχετικά με τις ειδικές ανάγκες των ανήλικων και διενεργούν με τέτοιο τρόπο την συνέντευξη, ώστε να είναι απόλυτα αντιληπτή από τον αιτούντα, λαμβάνοντας ιδιαίτερα υπόψη την παιδική του ηλικία.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Οι αρμόδιες αρχές εξέτασης μπορούν να χρησιμοποιούν ιατρικές εξετάσεις για τον προσδιορισμό της ηλικίας των ασυνόδευτων ανηλίκων. Στις περιπτώσεις που χρησιμοποιούνται ιατρικές εξετάσεις, λαμβάνεται μέριμνα ώστε: α. οι ασυνόδευτοι ανήλικοι να ενημερώνονται, πριν από την εξέταση της αίτησής τους και σε γλώσσα την οποία κατανοούν, για τη δυνατότητα προσδιορισμού της ηλικίας με ιατρική εξέταση, για τη μέθοδο της εξέτασης, τις ενδεχόμενες συνέπειες των αποτελεσμάτων της ιατρικής εξέτασης στην εξέταση της αίτησης καθώς και τις συνέπειες της άρνησης του ασυνόδευτου ανηλίκου να υποβληθεί στην ιατρική εξέταση, β. οι ασυνόδευτοι ανήλικοι ή οι επίτροποί τους να συναινούν στη διενέργεια εξέτασης για τον προσδιορισμό της ηλικίας των συγκεκριμένων ανηλίκων, γ. η απόφαση απόρριψης της αίτησης ασυνόδευτου ανηλίκου που αρνήθηκε να υποβληθεί σε αυτή την ιατρική εξέταση να μη βασίζεται μόνο στην άρνηση αυτή και δ. μέχρι την ολοκλήρωση της ιατρικής εξέτασης, το πρόσωπο που ισχυρίζεται ότι είναι ανήλικο έχει ανάλογη μεταχείριση ως ανήλικο.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Εφόσον από τη διαδικασία για τον προσδιορισμό της ηλικίας δεν προκύψει με ασφάλεια ότι ο αιτών είναι ενήλικας, αυτός αντιμετωπίζεται ως ανήλικος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Το γεγονός ότι ένας ασυνόδευτος ανήλικος έχει αρνηθεί να υποβληθεί σε ιατρική εξέταση δεν εμποδίζει την Αποφαινόμενη Αρχή να λαμβάνει απόφαση επί της αιτήσεως.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 7

Η διασφάλιση του συμφέροντος του παιδιού αποτελεί πρωταρχική υποχρέωση κατά την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος άρθρου.

Άρθρο 13(Άρθρο 18 Οδηγίας) Κράτηση των αιτούντωνΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Υπήκοος τρίτης χώρας ή ανιθαγενής, που αιτείται διεθνούς προστασίας, δεν κρατείται για μόνο το λόγο ότι εισήλθε και παραμένει παράνομα στη χώρα. Πρόσωπο, το οποίο κατά το χρόνο που κρατείται υποβάλλει αίτηση διεθνούς προστασίας, παραμένει υπό κράτηση εάν συντρέχουν οι προϋποθέσεις της παραγράφου 2.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Η κράτηση των αιτούντων σε κατάλληλο χώρο επιτρέπεται κατ’ εξαίρεση και εφόσον δεν μπορούν να εφαρμοσθούν εναλλακτικά μέτρα, για έναν από τους παρακάτω λόγους: α. Δεν φέρει ή έχει καταστρέψει τα ταξιδιωτικά του έγγραφα και είναι αναγκαίο να διαπιστωθεί η ταυτότητά του, οι συνθήκες εισόδου και τα πραγματικά στοιχεία προέλευσης του, ιδίως στις περιπτώσεις μαζικών αφίξεων παράνομα εισερχομένων αλλοδαπών. β. Συνιστά κίνδυνο για την εθνική ασφάλεια ή τη δημόσια τάξη για λόγους που αναλύονται ειδικώς στην απόφαση κράτησης. γ. Κρίνεται αναγκαία για την ταχεία και αποτελεσματική εξέταση του αιτήματος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Η απόφαση για την κράτηση των αιτούντων διεθνή προστασία λαμβάνεται από τον οικείο Αστυνομικό Διευθυντή και, προκειμένου περί Γενικών Αστυνομικών Διευθύνσεων Αττικής και Θεσσαλονίκης, από τον αρμόδιο για θέματα αλλοδαπών Αστυνομικό Διευθυντή και περιέχει πλήρη και εμπεριστατωμένη αιτιολογία.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Η κράτηση αυτή επιβάλλεται για το απολύτως αναγκαίο χρονικό διάστημα και σε καμία περίπτωση δεν δύναται να υπερβαίνει τις ενενήντα (90) ημέρες. Εάν ο αιτών έχει προηγουμένως κρατηθεί εν όψει διοικητικής απέλασής του, ο συνολικός χρόνος κράτησης δεν δύναται να υπερβαίνει τις εκατόν ογδόντα (180) ημέρες.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Οι αιτούντες που κρατούνται, σύμφωνα με τις προηγούμενες παραγράφους, έχουν τα δικαιώματα προσφυγής και υποβολής αντιρρήσεων που προβλέπονται στην παρ. 3 του άρθρου 76 του ν. 3386/2005, όπως ισχύει.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Στις περιπτώσεις κράτησης αιτούντων, οι αρμόδιες αρχές παραλαβής ή εξέτασης, με την επιφύλαξη των διεθνών και εθνικών κανόνων δικαίου που διέπουν την κράτηση, εφαρμόζουν τα ακόλουθα: α. Μεριμνούν ώστε οι γυναίκες να κρατούνται σε χώρο χωριστά από τους άντρες. β. Αποφεύγουν την κράτηση των ανήλικων. Ανήλικοι που έχουν χωριστεί από τις οικογένειές τους και ασυνόδευτοι ανήλικοι κρατούνται μόνο για το απαραίτητο χρόνο έως την ασφαλή παραπομπή τους σε κατάλληλες δομές φιλοξενίας ανηλίκων. γ. Αποφεύγουν την κράτηση εγκύων σε προχωρημένη εγκυμοσύνη ή λεχώνων. δ. Παρέχουν στους κρατούμενους την προσήκουσα ιατρική φροντίδα. ε. Διασφαλίζουν το δικαίωμα για νομική εκπροσώπηση των κρατούμενων. στ. Μεριμνούν ώστε οι κρατούμενοι να ενημερώνονται για τους λόγους και τη διάρκεια της κράτησης.

Άρθρο 14(Άρθρα 19 και 20 Οδηγίας) Παραίτηση από την αίτηση − ανάκλησηΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Όταν ο αιτών παραιτείται εγγράφως από την αίτησή του, η αρμόδια αρχή απόφασης απορρίπτει την αίτηση με ειδικά αιτιολογημένη απόφαση. Το πρακτικό παραίτησης συντάσσεται παρουσία διερμηνέα, ο οποίος επιβεβαιώνει το ακριβές περιεχόμενο αυτού και ο αιτών ενημερώνεται για τις συνέπειες της πράξης αυτής.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Όταν υπάρχει εύλογη αιτία να θεωρείται ότι ο αιτών έχει σιωπηρά ανακαλέσει την αίτησή του και έχει διενεργηθεί η συνέντευξη του αιτούντος, η αρμόδια αρχή απόφασης εκδίδει απόφαση επί του αιτήματος. Εφόσον δεν έχει διενεργηθεί συνέντευξη, η αρμόδια αρχή απόφασης διακόπτει την εξέταση της αίτησης με σχετική πράξη και θέτει την υπόθεση στο αρχείο. Στην περίπτωση αυτή, ο αιτών έχει δικαίωμα να ζητήσει από την παραπάνω αρχή τη συνέχιση της εξέτασης του αιτήματός του, εντός αποκλειστικής προθεσμίας εξήντα (60) ημερών από την ημερομηνία της σχετικής πράξης διακοπής, προβάλλοντας τους λόγους για τους οποίους δεν συντρέχει σιωπηρή ανάκληση της αίτησής του. Μέχρι την οριστική κρίση της ως άνω αίτησης, ο αιτών δεν απελαύνεται από τη χώρα.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Θεωρείται ότι ο αιτών έχει ανακαλέσει σιωπηρά την αίτησή του ιδίως όταν διαπιστώνεται ότι: α. δεν ανταποκρίθηκε σε αιτήματα για παροχή πληροφοριών με ουσιώδη σημασία για την αίτησή του, σύμφωνα με τους όρους του άρθρου 4 του π.δ.96/2008 ή β. δεν παρέστη στην προσωπική συνέντευξη, όπως προβλέπεται στο άρθρο 9 ή γ. διέφυγε από το μέρος όπου βρισκόταν υπό κράτηση ή δ. αναχώρησε από το μέρος όπου διέμενε, χωρίς να ζητήσει άδεια ή να ενημερώσει τις αρμόδιες αρχές ή ε. δεν συμμορφώθηκε με την υποχρέωση αναφοράς κατά το εδ. (α) της παρ. 1 του άρθρου 9, ή άλλη υποχρέωση επικοινωνίας, εντός (30) ημερών ή στ. δεν εμφανίστηκε για να ανανεώσει το δελτίο αιτήσαντος άσυλο αλλοδαπού κατά την επόμενη εργάσιμη μετά τη λήξη του δελτίου, παρήλθε δε η προθεσμία ασκήσεως προσφυγής.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Στις περιπτώσεις εκτέλεσης μεταφοράς αιτούντων στη χώρα, στο πλαίσιο εφαρμογής του Κανονισμού 343/2003 του Συμβουλίου, οι εκδοθείσες πράξεις δια κοπής ανακαλούνται αυτοδικαίως και η διαδικασία ασύλου συνεχίζεται.

Άρθρο 15(Άρθρο 21 Οδηγίας) Ο ρόλος της Ύπατης Αρμοστείας του Ο.Η.Ε. για τους Πρόσφυγες.ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Οι αποφάσεις που λαμβάνονται επί των αιτήσεων διεθνούς προστασίας σε πρώτο και δεύτερο βαθμό, καθώς και οι αποφάσεις με τις οποίες ανακαλείται ή ακυρώνεται το καθεστώς του πρόσφυγα ή του δικαιούχου επικουρικής προστασίας, κοινοποιούνται στο γραφείο της Ύπατης Αρμοστείας του Ο.Η.Ε. για τους Πρόσφυγες στην Ελλάδα.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Η Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες: α. Έχει πρόσβαση στις πληροφορίες για τις ατομικές αιτήσεις διεθνούς προστασίας, για την πρόοδο της διαδικασίας και τις αποφάσεις που λαμβάνονται, υπό την προϋπόθεση ότι ο αιτών συμφωνεί σχετικά. β. Δύναται να εκθέτει τις απόψεις της ή να παρέχει συμπληρωματικές πληροφορίες στις αρμόδιες αρχές παραλαβής ή εξέτασης. γ. Δύναται να επισκέπτεται, δια των εκπροσώπων της, αιτούντες ή χρήζοντες διεθνούς προστασίας στους χώρους κράτησης ή στη ζώνη διέλευσης αερολιμένα ή λιμένα, στην οποία η πρόσβαση αυτών είναι ελεύθερη. Για τη διασφάλιση του απορρήτου της επικοινωνίας των αιτούντων με τους ανωτέρω εκπρόσωπους, διατίθεται κατάλληλος χώρος από την αρμόδια αρχή που δέχεται το αίτημα ή στην οποία κρατούνται. δ. Παρουσιάζει τις απόψεις της κατά την άσκηση των δραστηριοτήτων της, βάσει του άρθρου 35 της Σύμβασης της Γενεύης, ενώπιον των αρμοδίων αρχών, σχετικά με τις αιτήσεις διεθνούς προστασίας σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Στην Ύπατη Αρμοστεία του Ο.Η.Ε. για τους Πρόσφυγες παρέχονται τα στατιστικά δεδομένα που επιτρέπουν την αποτελεσματική εκπλήρωση του έργου της, κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο 2 του άρθρου 35 της Σύμβασης της Γενεύης.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Οι διατάξεις της παραγράφου 2 εφαρμόζονται και για τις οργανώσεις οι οποίες, με βάση ειδική συμφωνία, ενεργούν για λογαριασμό της Ύπατης Αρμοστείας του Ο.Η.Ε. για τους Πρόσφυγες στην Ελλάδα.

Άρθρο 16(Άρθρο 22 Οδηγίας)

Τήρηση εμπιστευτικότητας Για το σκοπό της εξέτασης ατομικών περιπτώσεων, όλες οι αρμόδιες αρχές οφείλουν: α. Να μην αποκαλύπτουν τις πληροφορίες που αφορούν ατομικές αιτήσεις ή το γεγονός ότι έχει υποβληθεί αίτηση στους φερόμενους ως διώκτες του αιτούντος. β. Να μην ζητούν πληροφορίες από τους φερόμενους ως διώκτες του αιτούντος κατά τρόπο που θα είχε ως αποτέλεσμα να αποκαλυφθεί άμεσα ή έμμεσα το γεγονός ότι ο αιτών έχει υποβάλει αίτηση και θα έθετε σε κίνδυνο τη σωματική ακεραιότητά του και των εξαρτώμενων από αυτόν προσώπων ή την ελευθερία και την ασφάλεια των μελών της οικογένειάς του που εξακολουθούν να ζουν στη χώρα καταγωγής.

Αθήνα, 16 Νοεμβρίου 2010
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
ΚΑΡΟΛΟΣ ΓΡ. ΠΑΠΟΥΛΙΑΣ
ΟΙ ΥΠΟΥΡΓΟΙ
ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ, ΑΠΟΚΕΝΤΡΩΣΗΣ
ΚΑΙ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗΣ ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ ΥΦΥΠ. ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΑΓΚΟΥΣΗΣ ΦΙΛΙΠΠΟΣ ΣΑΧΙΝΙΔΗΣ
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ, ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΥΓΕΙΑΣ
ΚΑΙ ΝΑΥΤΙΛΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗΣ
ΜΙΧΑΗΛ ΧΡΥΣΟΧΟΪΔΗΣ ΑΝΔΡΕΑΣ ΛΟΒΕΡΔΟΣ
ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ, ΔΙΑΦΑΝΕΙΑΣ
ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΗ
ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΚΑΣΤΑΝΙΔΗΣ ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΠΟΥΤΣΗΣ