Οι διατάξεις του Κεφαλαίου Α΄ «Περαίωση εκκρεμών φορολογικών υποθέσεων» του ν. 3259/2004 (ΦΕΚ 149 Α΄), όπως ισχύουν, τροποποιούνται, αντικαθίστανται και συμπληρώνονται ως ακολούθως:
α. Στην περίπτωση β΄ της παραγράφου 3 του άρθρου 2 αντικαθίσταται η υποπερίπτωση γγ΄ ως εξής: «γγ) την ανακριβή καταχώριση εσόδων ή αγορών ή δαπανών στο έντυπο Ε3 της δήλωσης φορολογίας εισοδήματος.»
β. Η περίπτωση ια΄ της παραγράφου 5 του άρθρου 2 καταργείται και η περίπτωση ιβ΄ της ίδιας παραγράφου αντικαθίσταται ως εξής: «ιβ) Λήψη εικονικού φορολογικού στοιχείου ως προς το πρόσωπο του αντισυμβαλλόμενου.»
γ. Το πρώτο εδάφιο του άρθρου 3 αντικαθίσταται ως εξής: «Στη ρύθμιση που καθορίζεται με τα άρθρα 1 έως και 11 υπάγονται οι εκκρεμείς υποθέσεις φορολογίας εισοδήματος και λοιπών φορολογικών αντικειμένων επιτηδευματιών, οι οποίες αφορούν διαχειριστικές περιόδους που έκλεισαν μέχρι και τις 31.12.2006.»
δ. Η πρώτη περίοδος της περίπτωσης δ΄ του άρθρου 3 αντικαθίσταται ως εξής: «δ) Υποθέσεις περαιωμένες οριστικά για τις οποίες μέχρι την 31.12.2007:».
ε. Η περίπτωση α΄ του άρθρου 4 αντικαθίσταται ως εξής: «α) Οι υποθέσεις για τις οποίες δεν έχει υποβληθεί μέχρι 31 Δεκεμβρίου 2007 εμπρόθεσμη ή εκπρόθεσμη αρχική δήλωση φόρου εισοδήματος ή εκκαθαριστική δήλωση Φ.Π.Α. για κάποια από τις ανέλεγκτες χρήσεις.»
στ. Η περίπτωση δ΄ του άρθρου 4 αντικαθίσταται ως εξής: «δ) Από κάθε υπόθεση, η ανέλεγκτη χρήση στην οποία τα δηλούμενα ακαθάριστα έσοδα είναι μεγαλύτερα του ποσού των τριών δισεκατομμυρίων εξήντα έξι εκατομμυρίων επτακοσίων πενήντα χιλιάδων (3.066.750.000) δρχ. ή εννέα εκατομμυρίων (9.000.000) ευρώ και όλες οι επόμενες αυτής χρήσεις.»
ζ. Στο άρθρο 4 προστίθεται νέα περίπτωση η΄ που έχει ως εξής: «η) Από κάθε υπόθεση, η ανέλεγκτη χρήση για την οποία προκύπτει αναμφισβήτητα από έκθεση ελέγχου ή δελτίο πληροφοριών ή άλλο έγγραφο στοιχείο της αρμόδιας Δ.Ο.Υ. ή άλλης Δ.Ο.Υ. ή του Σ.Δ.Ο.Ε. ή της ΥΠ.Ε.Ε. ή άλλης αρχής, η έκδοση πλαστών ή εικονικών φορολογικών στοιχείων ή η λήψη εικονικών φορολογικών στοιχείων ως προς τη συναλλαγή ή η νόθευση τέτοιων στοιχείων και όλες οι επόμενες αυτής χρήσεις.»
η. Η παράγραφος 2 του άρθρου 5 αντικαθίσταται ως εξής: «2. Επιτρέπεται η περαίωση ορισμένων, μόνο, από τις ανέλεγκτες υποθέσεις που υπάγονται στη ρύθμιση, με την επιφύλαξη των διατάξεων της παραγράφου 1.»
θ. Η παράγραφος 4 του άρθρου 5 αντικαθίσταται ως εξής: «4. Ο ενδιαφερόμενος αποδέχεται τη βεβαίωση και καταβολή της συνολικής οφειλής φόρου που προκύπτει από το ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΤΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ του άρθρου 9, χωρίς να συμψηφίζεται ή να εκπίπτεται ο φόρος που βεβαιώθηκε με βάση τις οικείες δηλώσεις που υποβλήθηκαν ή τα ποσά κύριου και πρόσθετου φόρου που βεβαιώθηκαν με βάση απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου. Απεναντίας, συμψηφίζεται το είκοσι πέντε τοις εκατό (25%) ή τριάντα τοις εκατό (30%) ή δέκα τοις εκατό (10%), κατά περίπτωση, της διαφοράς κύριου και πρόσθετου φόρου που τυχόν έχει βεβαιωθεί λόγω άσκησης προσφυγής ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου. Αν το ποσό που βεβαιώθηκε λόγω άσκησης προσφυγής είναι μεγαλύτερο του ποσού που προκύπτει από το ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΤΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ, τότε η επιπλέον διαφορά δεν επιστρέφεται.»
ι. Η παράγραφος 5 του άρθρου 5 αντικαθίσταται ως εξής: «5. Με την υπογραφή της προβλεπόμενης από την παράγραφο 4 του άρθρου 9 πράξης, καταβάλλεται υποχρεωτικά ποσοστό είκοσι τοις εκατό (20%) της συνολικής οφειλής φόρου εισοδήματος, Φ.Π.Α. και προστίμων Κ.Β.Σ. που περαιώνονται με τις παρούσες διατάξεις.»
ια. Η περίπτωση β΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 6 καταργείται και η περίπτωση γ΄της ίδιας παραγράφου αντικαθίσταται ως εξής: «γ) Ποσό μικρότερο από πεντακόσια (500) ευρώ για κάθε επιτηδευματία που τήρησε βιβλία δεύτερης κατηγορίας του Κ.Β.Σ., το ποσό του βεβαιωτέου φόρου ορίζεται στα πεντακόσια (500) ευρώ.»
ιβ. Στο τέλος της παραγράφου 3 του άρθρου 6 προστίθεται νέο εδάφιο που έχει ως εξής: «Σε κάθε περίπτωση το παραπάνω ποσό φόρου δεν μπορεί να είναι μικρότερο των εξακοσίων (600) ευρώ.»
ιγ. Η πρώτη περίοδος της παραγράφου 4 του άρθρου 6 αντικαθίσταται ως εξής: «4. Για τον υπολογισμό του ποσού του βεβαιωτέου φόρου στην περίπτωση που υπάρχει απόφαση επιβολής προστίμου Κ.Β.Σ. ή έκθεση ελέγχου Κ.Β.Σ. από την οποία προκύπτει απόκρυψη ακαθάριστων εσόδων συγκεκριμένου ύψους ή δελτίο πληροφοριών της υποπερίπτωσης γγ΄ της περίπτωσης β΄ της παραγράφου 3 του άρθρου 2, με συγκεκριμένα ποσά απόκρυψης, τα ποσά της απόκρυψης προσαυξάνουν τα δηλούμενα ακαθάριστα έσοδα του οικονομικού έτους που αφορούν και ο συντελεστής υπολογισμού του φόρου γίνεται:».
ιδ. Η παράγραφος 6 του άρθρου 6 αντικαθίσταται ως εξής: «6. Η ζημιά που τυχόν περιλαμβάνεται σε κάθε περαιούμενη ανέλεγκτη υπόθεση φορολογίας εισοδήματος συμψηφίζεται με το ποσό των λογιστικών διαφορών που υπολογίζεται κατά τα οριζόμενα στις προηγούμενες παραγράφους του παρόντος και το τυχόν ακάλυπτο ποσό αυτής μεταφέρεται για συμψηφισμό με τα θετικά εισοδήματα των επόμενων ετών σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις, εκτός εάν η οικεία χρήση βαρύνεται με αποκρυβείσα φορολογητέα ύλη. Τυχόν ζημιά που προκύπτει από τη δήλωση φορολογίας εισοδήματος της τελευταίας περαιούμενης χρήσης δεν μεταφέρεται για συμψηφισμό με τα θετικά εισοδήματα των επόμενων ετών σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις, εφόσον η χρήση από την οποία προέρχεται ή έστω μία από τις επόμενες αυτής περαιούμενες χρήσεις βαρύνεται με αποκρυβείσα φορολογητέα ύλη. Στις περιπτώσεις αυτές επιβάλλεται το ελάχιστο ποσό βεβαιωτέου φόρου σύμφωνα με τα οριζόμενα στις παραγράφους 2 και 3 του άρθρου αυτού.»
ιε. Η παράγραφος 1 του άρθρου 7 αντικαθίσταται ως εξής: «1. Η περαίωση καθεμιάς ανέλεγκτης υπόθεσης φορολογίας εισοδήματος συνεπάγεται αυτοδίκαια και την περαίωση ως ειλικρινών των ανέλεγκτων υποθέσεων των λοιπών φορολογικών αντικειμένων με την επιφύλαξη των οριζομένων στις επόμενες παραγράφους.» ιστ. Στην παράγραφο 2 του άρθρου 7 τροποποιείται η περίπτωση α΄ και προστίθεται νέα περίπτωση γ΄, ως εξής: «α) Εάν σε κάποια από τις ανέλεγκτες χρήσεις υφίσταται περίπτωση επαύξησης των δηλούμενων ακαθάριστων εσόδων κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο 4 του άρθρου 6 ή τα δεδομένα των υποβληθεισών σχετικών δηλώσεων εμφανίζουν διαφορές σε σχέση με τα αντίστοιχα δεδομένα της δήλωσης φορολογίας εισοδήματος και των εντύπων που την συνοδεύουν, επί των επιπλέον ακαθάριστων εσόδων υπολογίζεται Φ.Π.Α. με την εφαρμογή ως συντελεστή του μέσου σταθμικού που προκύπτει από τη σχέση συνολικού φόρου εκροών της εκκαθαριστικής δήλωσης στη συγκεκριμένη χρήση προς συνολικές φορολογητέες εκροές, προσαυξημένου κατά τριάντα τοις εκατό (30%).» «γ) Σε περιπτώσεις εκκρεμών αιτημάτων επιστροφής πιστωτικού υπολοίπου Φ.Π.Α., η διαδικασία επιστροφής κατά τις κείμενες διατάξεις προηγείται της περαίωσης της υπόθεσης. Το τυχόν πιστωτικό υπόλοιπο που προκύπτει από την εκκαθαριστική δήλωση Φ.Π.Α. της τελευταίας περαιούμενης χρήσης προσαυξάνει το ποσό της οφειλής βάσει της περαίωσης της χρήσης αυτής, εφόσον η χρήση από την οποία προέρχεται ή έστω μία από τις επόμενες αυτής περαιούμενες χρήσεις βαρύνεται με αποκρυβείσα φορολογητέα ύλη.» ιζ. Στο τέλος του άρθρου 7 προστίθεται νέα παράγραφος 4 που έχει ως εξής: «4. Στην περίπτωση που διαπιστώνεται η μη υποβολή των σχετικών δηλώσεων ή υπάρχουν κάθε είδους επιβαρυντικά στοιχεία για τις δηλώσεις αυτές διενεργείται έλεγχος με βάση τις κείμενες διατάξεις.» ιη. Στο τέλος της παραγράφου 2 του άρθρου 8 προστίθενται δύο νέα εδάφια που έχουν ως εξής: «Ο ανωτέρω περιορισμός καταλαμβάνει και τις περιπτώσεις για τις οποίες έχουν εκδοθεί σχετικές αποφάσεις από τα Πρωτοβάθμια Δικαστήρια. Στις περιπτώσεις αυτές, με βάση την κατά τα ανωτέρω περαίωση, ο προϊστάμενος της αρμόδιας Δημόσιας Οικονομικής Υπηρεσίας ενεργεί συμπληρωματική βεβαίωση του επιπλέον προστίμου που τυχόν οφείλεται ή έκπτωση του επιπλέον προστίμου που βεβαιώθηκε.» ιθ. Η περίπτωση ιε΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 9 αντικαθίσταται ως εξής: «ιε) Το ποσοστό είκοσι τοις εκατό (20%) της συνολικής οφειλής που πρέπει να καταβληθεί με την υπογραφή της πράξης περαίωσης.» κ. Η παράγραφος 3 του άρθρου 9 αντικαθίσταται ως εξής: «3. Το ένα αντίτυπο του Μηχανογραφημένου Εκκαθαριστικού Σημειώματος κοινοποιείται επί αποδείξει στον επιτηδευματία και το άλλο παραμένει στην αρμόδια για την τελευταία ανέλεγκτη χρήση Δ.Ο.Υ. που αναγράφεται σε αυτό. Κατ’ εξαίρεση, στον προϊστάμενο της ίδιας Δ.Ο.Υ. παραμένουν και τα δύο αντίτυπα του Σημειώματος αυτού προκειμένου για επιτηδευματία φυσικό πρόσωπο ή επιτηδευματία μη φυσικό πρόσωπο που μέχρι και το έτος 2006 είχε διακόψει τις εργασίες του ή είχε λυθεί κατά περίπτωση.» κα. Το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 4 του άρθρου 9 αντικαθίσταται ως εξής: «Κατά την υπογραφή της πράξης καταβάλλεται υποχρεωτικώς το είκοσι τοις εκατό (20%) του οφειλόμενου φόρου εισοδήματος, Φ.Π.Α. και τυχόν προστίμου Κ.Β.Σ..» κβ. Το πέμπτο εδάφιο της παραγράφου 4 του άρθρου 9 καταργείται και το τέταρτο εδάφιο της ίδιας παραγράφου αντικαθίσταται ως εξής: «Η κατά τα παραπάνω προθεσμία προσέλευσης και υπογραφής δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερη από χρονικό διάστημα δέκα (10) ημερών από την ημερομηνία κοινοποίησης του Μηχανογραφημένου Εκκαθαριστικού Σημειώματος.» κγ. Οι περιπτώσεις α΄ και β΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 11 αντικαθίστανται και προστίθεται νέα περίπτωση γ΄ ως εξής: «α) Όταν το ποσό της αρχικής συνολικής οφειλής αυτών είναι μέχρι είκοσι πέντε χιλιάδες (25.000) ευρώ, σε έξι (6), κατ’ ανώτατο όριο, ίσες μηνιαίες δόσεις και χωρίς το ποσό της κάθε δόσης να υπολείπεται των πεντακοσίων (500) ευρώ.» «β) Όταν το ποσό της αρχικής συνολικής οφειλής αυτών είναι πάνω από είκοσι πέντε χιλιάδες (25.000) και μέχρι εξήντα χιλιάδες (60.000) ευρώ, σε οκτώ (8) ίσες μηνιαίες δόσεις.» «γ) Όταν το ποσό της αρχικής συνολικής οφειλής αυτών είναι πάνω από εξήντα χιλιάδες (60.000) ευρώ, σε δώδεκα (12) ίσες μηνιαίες δόσεις.» κδ. Η παράγραφος 5 του άρθρου 6 αντικαθίσταται ως εξής: «5. Το ποσό του οφειλόμενου φόρου στην περίπτωση που δεν υπάρχει παράβαση Κ.Β.Σ. ή Αποκρυβείσα Φορολογητέα Ύλη, δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερο από ποσοστό ένα τοις εκατό (1%) των ακαθάριστων εσόδων, τηρουμένων σε κάθε περίπτωση των κατώτατων ορίων του τελευταίου εδαφίου των παραγράφων 2 και 3 του παρόντος άρθρου.»