40 Α' 2010

ΝΟΜΟΣ 3833/2010

Προστασία της εθνικής οικονομίας − Επείγοντα μέτρα για την αντιμετώπιση της δημοσιονομικής κρίσης.

15 Μαρτίου 2010

ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ
ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
ΤΕΥΧΟΣ ΠΡΩΤΟ Αρ. Φύλλου 40
15 Μαρτίου 2010

NOMOΣ ΥΠ’ΑΡΙΘ. 3833
Προστασία της εθνικής οικονομίας − Επείγοντα μέτρα για την αντιμετώπιση της δημοσιονομικής κρίσης.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Εκδίδομε τον ακόλουθο νόμο που ψήφισε η Βουλή:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄ΜΕΤΡΑ ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΙΩΣΗ ΤΩΝ ∆ΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΩΝ ΕΛΛΕΙΜΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΕΙΣΟ∆ΗΜΑΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΤΟΥΣ 2010
Άρθρο 1Μείωση αποδοχών στον ευρύτερο δηµόσιο τοµέαΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Τα έξοδα παράστασης του Προέδρου της ∆ηµοκρατίας, όπως καθορίζονται στο άρθρο 1 παρ. 2 του ν. 565/1977 (ΦΕΚ 85 Α), καθώς και του Προέδρου της Κυβέρνησης, του Προέδρου της Βουλής, του Αντιπροέδρου της Κυβέρνησης, των Υπουργών και των Υφυπουργών, όπως καθορίζονται µε την αριθ. 70025/1929/ 5.6.1979 απόφαση του Υπουργού Οικονοµικών, που κυρώθηκε µε το άρθρο 55 του ν. 1249/1982 (ΦΕΚ 43 Α), µειώνονται κατά ποσοστό δώδεκα τοις εκατό (12%).

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Τα πάσης φύσεως επιδόµατα, αποζηµιώσεις και αµοιβές γενικά, καθώς και τα µε οποιαδήποτε άλλη ονοµασία οριζόµενα και από οποιαδήποτε γενική ή ειδική διάταξη προβλεπόµενα των λειτουργών και υπαλλήλων του ∆ηµοσίου, των Νοµικών Προσώπων ∆ηµοσίου ∆ικαίου (Ν.Π.∆.∆.) και των Οργανισµών Τοπικής Αυτοδιοίκησης (Ο.Τ.Α.), των µόνιµων στελεχών των Ενόπλων ∆υνάµεων και αντιστοίχων της Ελληνικής Αστυνοµίας, καθώς και του Πυροσβεστικού και Λιµενικού Σώµατος µειώνονται κατά ποσοστό δώδεκα τοις εκατό (12%). Τα επιδόµατα των παραγράφων Α3 των άρθρων 30 και 33 του ν. 3205/2003 (ΦΕΚ 297 Α), όπως ισχύουν, µειώνονται κατά ποσοστό είκοσι τοις εκατό (20%) και τα επιδόµατα των Χριστουγέννων, Πάσχα και αδείας µειώνονται κατά ποσοστό τριάντα τοις εκατό (30%) αντίστοιχα. Οι διατάξεις της παραγράφου αυτής εφαρµόζονται και για το προσωπικό µε σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου του ∆ηµοσίου, των Ν.Π.∆.∆. και των Ο.Τ.Α., των Ενόπλων ∆υνάµεων, της Ελληνικής Αστυνοµίας και του Πυροσβεστικού και Λιµενικού Σώµατος και κατισχύουν κάθε γενικής ή ειδικής διάταξης ή ρήτρας ή όρου συλλογικής σύµβασης εργασίας, διαιτητικής απόφασης ή ατοµικής σύµβασης εργασίας ή συµφωνίας.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Από τη µείωση της προηγούµενης παραγράφου εξαιρούνται τα επιδόµατα που προβλέπονται στις παρακάτω διατάξεις, όπως ισχύουν κάθε φορά: α) οικογενειακής παροχής [άρθρο 11 παρ. 1, 30 και 33 παρ. Α4, 35 παρ. Α5, 36 και 37 παρ. 2ε, 38 παρ. 3δ, 40, 41 και 42 παρ. 2δ, 44 παρ. Α5, 47 παρ. Α4, 49 παρ. 3ε, 51 παρ. Α2 του ν. 3205/2003, άρθρο 16 παρ. 2ε του ν. 3432/2006 (ΦΕΚ 14 Α΄), άρθρο 12 παρ. 2ε του ν. 3413/2005 (ΦΕΚ 278 Α΄), άρθρο 11 παρ. 2ε του ν. 3450/2006 (ΦΕΚ 64 Α΄), άρθρο 26 παρ. 2ε του ν. 3585/2007 (ΦΕΚ 148 Α΄)], β) χρόνου υπηρεσίας (άρθρα 30 και 33 παρ. Α1, 35 παρ. Α1, 36 και 37 παρ. 2α, 38 παρ. 3α, 40, 41 και 42 παρ. 2α, 44 παρ. Α1, 47 παρ. Α1, 48 παρ. 2α, 49 παρ. 3α και 51 παρ. Α1 του ν. 3205/2003, άρθρο 16 παρ. 2α του ν. 3432/2006, άρθρο 12 παρ. 2α του ν. 3413/2005, άρθρο 11 παρ. 2α του ν. 3450/2006, άρθρο 26 παρ. 2α του ν. 3585/2007), γ) εφηµεριών (άρθρο 45 του ν. 3205/2003), δ) ραδιενέργειας (άρθρο 8 παρ. Α16 και άρθρο 38 παρ. 3ε του ν. 3205/2003), ε) ειδικής απασχόλησης (άρθρο 8 παρ. Α6 περ. α΄ του ν. 3205/2003), στ) ειδικών συνθηκών εργασίας (άρθρο 8 παρ. Α11 του ν. 3205/2003), ζ) επικίνδυνης εργασίας [άρθρο 78 του ν. 3421/2005 (ΦΕΚ 302 Α΄)], η) καταδυτικού [άρθρο 23 παρ. 3 του ν. 3511/2006 (ΦΕΚ 258 Α΄)], θ) αναπηρίας και κινδύνου [άρθρο 3 παρ. 2 του ν.2448/1996 (ΦΕΚ 279 Α΄)], ι) µεταπτυχιακών σπουδών [άρθρο 8 παρ. Α1, άρθρο 30 παρ. 2, άρθρο 33 παρ. 2, άρθρο 35 παρ. 2, άρθρο 37 παρ. 10, άρθρο 39 παρ. 1 β, άρθρο 44 παρ. 2, άρθρο 47 παρ. 2, άρθρο 48 παρ. 2β, άρθρο 49 παρ. 3β του ν. 3205/2003, άρθρο 11 παρ. 4 του ν. 3450/2006 (ΦΕΚ 64 Α), άρθρο 16 παρ. 8 του ν. 3432/2006 (ΦΕΚ 14 Α΄)], ια) αποφοίτων Εθνικής Σχολής ∆ηµόσιας ∆ιοίκησης (άρθρο 8 παρ. Α2 του ν. 3205/2003) και αποφοίτων Εθνικής Σχολής Τοπικής Αυτοδιοίκησης [άρθρο 8 παρ. 2 του ν. 3670/2008 (ΦΕΚ 117 Α)], ιβ) κινήτρου απόδοσης (άρθρο 12 παρ. 1 και 47 παρ. Α3 του ν. 3205/2003).

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Στο προσωπικό µε σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου της παραγράφου 2 στο οποίο δεν εφαρµόζονται οι διατάξεις του ν. 3205/2003, εξαιρούνται από τη µείωση, που προβλέπεται στην παράγραφο 2, τα επιδόµατα που συνδέονται µε την οικογενειακή κατάσταση ή την υπηρεσιακή εξέλιξη, καθώς και τα συνδεόµενα µε το ανθυγιεινό ή επικίνδυνο της εργασίας τους ή µε το µεταπτυχιακό τίτλο σπουδών τους. Αν στο ανωτέρω προσωπικό δεν καταβάλλονται επιδόµατα, αποζηµιώσεις ή αµοιβές κατά την έννοια του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 2 του παρόντος, οι πάσης φύσεως αποδοχές µειώνονται κατά επτά τοις εκατό (7%).

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Οι πάσης φύσεως τακτικές αποδοχές, επιδόµατα, αποζηµιώσεις και αµοιβές γενικά, καθώς και τα µε οποιαδήποτε άλλη ονοµασία οριζόµενα και από οποιαδήποτε γενική ή ειδική διάταξη ή ρήτρα ή όρο συλλογικής σύµβασης εργασίας, διαιτητική απόφαση ή µε ατοµική σύµβαση εργασίας ή συµφωνία προβλεπόµενα των εργαζοµένων χωρίς εξαίρεση, σε Νοµικά Πρόσωπα Ιδιωτικού ∆ικαίου (Ν.Π.Ι.∆.), που ανήκουν στο κράτος ή επιχορηγούνται τακτικά από τον Κρατικό Προϋπολογισµό ή είναι δηµόσιες επιχειρήσεις κατά την έννοια των παραγράφων 1, 2 και 3 του άρθρου 1 του ν. 3429/2005 (ΦΕΚ 314 Α), µειώνονται κατά ποσοστό επτά τοις εκατό (7%). Τα επιδόµατα των Χριστουγέννων, Πάσχα και αδείας µειώνονται κατά τριάντα τοις εκατό (30%), αντίστοιχα. Από τη µείωση του πρώτου εδαφίου της παραγράφου αυτής εξαιρούνται τα επιδόµατα που συνδέονται µε την οικογενειακή κατάσταση ή την υπηρεσιακή εξέλιξη, καθώς και τα συνδεόµενα µε το ανθυγιεινό ή επικίνδυνο της εργασίας τους και το µεταπτυχιακό τίτλο σπουδών τους. Οι διατάξεις της παραγράφου αυτής, καθώς και της παραγράφου 4 κατισχύουν κάθε γενικής ή ειδικής διάταξης ή ρήτρας ή όρου συλλογικής σύµβασης εργασίας, διαιτητικής απόφασης ή ατοµικής σύµβασης εργασίας ή συµφωνίας.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Οι διατάξεις της προηγούµενης παραγράφου έχουν εφαρµογή και για τα αιρετά όργανα Ο.Τ.Α., τους διοικητές, υποδιοικητές, προέδρους, αντιπροέδρους των Ν.Π.∆.∆., τους προέδρους, αντιπροέδρους και τα µέλη των ανεξάρτητων διοικητικών αρχών, καθώς και τους προέδρους, αντιπροέδρους, διευθύνοντες συµβούλους και εκτελεστικά µέλη διοικητικού συµβουλίου (∆.Σ.) των Ν.Π.Ι.∆. που ανήκουν στο κράτος ή επιχορηγούνται τακτικά από τον Κρατικό Προϋπολογισµό ή είναι δηµόσιες επιχειρήσεις κατά την έννοια των παραγράφων 1, 2 και 3 του άρθρου 1 του ν. 3429/2005.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 7

Οι πάσης φύσεως αµοιβές, αποζηµιώσεις και απολαβές των µελών των συλλογικών οργάνων διοίκησης των Ν.Π.∆.∆. και των µελών ∆.Σ. των Ν.Π.Ι.∆. επί των οποίων εφαρµόζονται οι παράγραφοι 5 και 6 του άρθρου αυτού, µειώνονται κατά ποσοστό πενήντα τοις εκατό (50%), κατά παρέκκλιση κάθε γενικής ή ειδικής διάταξης νόµου ή απόφασης οποιουδήποτε οργάνου διοίκησης του νοµικού προσώπου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 8

Οι ρυθµίσεις των παραγράφων 5, 6 και 7 δεν εφαρµόζονται στις εταιρείες που υπάγονται στο Κεφάλαιο Β΄ του ν. 3429/2005, εφόσον το ∆ηµόσιο ή τα νοµικά πρόσωπα των παραγράφων 1, 2 και 3 του άρθρου 1 του ίδιου νόµου κατέχουν µόνα ή από κοινού ποσοστό του µετοχικού κεφαλαίου µικρότερο του πενήντα τοις εκατό (50%), καθώς και στις Τράπεζες.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 9

Τα ποσά που προκύπτουν από τη µείωση που προβλέπεται στο άρθρο αυτό και αντιστοιχούν στο χρονικό διάστηµα από 1.1.2010 µέχρι την εφαρµογή του νόµου αυτού παρακρατούνται από τη µισθοδοσία των επόµενων της ψήφισης του νόµου αυτού µηνών ως εξής: (α) για ποσά µέχρι εκατόν πενήντα ευρώ (150 €) εφάπαξ, (β) για ποσά µέχρι τριακόσια ευρώ (300 €) σε δύο µηνιαίες δόσεις, (γ) για ποσά µέχρι εξακόσια ευρώ (600 €) σε τέσσερις µηνιαίες δόσεις, (δ) για ποσά µέχρι χίλια ευρώ (1.000 €) σε έξι µηνιαίες δόσεις και (ε) για ποσά άνω των χιλίων ευρώ (1.000 €) σε οκτώ µηνιαίες δόσεις.

Άρθρο 2Ανώτατο όριο αποδοχών και πρόσθετων αµοιβώνΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Οι πάσης φύσεως αποδοχές και πρόσθετες αµοιβές ή απολαβές που καταβάλλονται στους λειτουργούς ή υπαλλήλους ή µισθωτούς µε σχέση εργασίας δηµοσίου ή ιδιωτικού δικαίου του ∆ηµοσίου, των Ν.Π.∆.∆. και Ο.Τ.Α., των Ενόπλων ∆υνάµεων, της Ελληνικής Αστυνοµίας, του Πυροσβεστικού και του Λιµενικού Σώµατος απαγορεύεται να υπερβαίνουν τις αποδοχές Γενικού Γραµµατέα Υπουργείου, όπως αυτές κάθε φορά καθορίζονται, χωρίς να λαµβάνεται υπόψη η οικογενειακή παροχή, τα επιδόµατα εορτών και αδείας, καθώς και τα επιδόµατα των παραγράφων 7, 8 και 9 του άρθρου 12 του ν. 3205/2003. Στο ανωτέρω όριο δεν συνυπολογίζεται το επίδοµα για υπηρεσία στην αλλοδαπή, όπως προβλέπεται από τις ισχύουσες διατάξεις.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Οι διατάξεις της προηγούµενης παραγράφου έχουν εφαρµογή και για τα αιρετά όργανα Ο.Τ.Α., τους διοικη τές, υποδιοικητές, προέδρους, αντιπροέδρους και τα µέλη των συλλογικών οργάνων διοίκησης των Ν.Π.∆.∆., τους προέδρους, αντιπροέδρους και τα µέλη των ανε ξάρτητων διοικητικών αρχών, τους προέδρους, αντιπροέδρους, διευθύνοντες συµβούλους και τα µέλη διοικητικών συµβουλίων, καθώς και στο πάσης φύσεως προσωπικό των Ν.Π.Ι.∆. που ανήκουν στο κράτος ή επιχορηγούνται τακτικά από τον Κρατικό Προϋπολογισµό ή είναι δηµόσιες επιχειρήσεις κατά την έννοια των παραγράφων 1, 2 και 3 του άρθρου 1 του ν. 3429/2005. Εξαιρούνται οι εταιρείες που υπάγονται στο Κεφάλαιο Β΄ του ν. 3429/2005, εφόσον το ∆ηµόσιο ή τα νοµικά πρόσωπα των παραγράφων 2 και 3 του άρθρου 1 του ίδιου νόµου, κατέχουν µόνα ή από κοινού ποσοστό του µετοχικού κεφαλαίου µικρότερο του πενήντα τοις εκατό (50%), οι Τράπεζες, καθώς και οι εταιρείες, στις οποίες το ∆ηµόσιο, αν και πλειοψηφών µέτοχος, δεν ασκεί τη διοίκηση και διαχείρισή τους.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Με κοινή απόφαση του Υπουργού Οικονοµικών και του καθ’ ύλην αρµόδιου Υπουργού επιτρέπεται υπέρβαση του ορίου που καθορίζεται στην παράγραφο 1 µέχρι ποσοστού είκοσι τοις εκατό (20%), ανάλογα µε τα ειδικά προσόντα ή τις ειδικές συνθήκες απασχόλησης, στον πρόεδρο και στον αντιπρόεδρο ανεξάρτητης διοικητικής αρχής, στον διοικητή και στον πρόεδρο Ν.Π.∆.∆. και µέχρι του διπλάσιου του ορίου της παραγράφου 1, στον πρόεδρο ή στον διευθύνοντα σύµβουλο Ν.Π.Ι.∆..

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Από το όριο που ορίζεται στην παράγραφο 1 εξαιρούνται: α) οι δικαστικοί λειτουργοί και το κύριο προσωπικό του Νοµικού Συµβουλίου του Κράτους (Ν.Σ.Κ.), για τους οποίους ως ανώτατο όριο αποδοχών και πρόσθετων αµοιβών ή απολαβών, ορίζονται οι εκάστοτε αποδοχές του Προέδρου του Αρείου Πάγου χωρίς οικογενειακή παροχή και β) οι ιατροί του Ε.Σ.Υ., για τους οποίους ως όριο ορίζεται το προβλεπόµενο στο άρθρο 6 παρ. 1 του ν. 3808/2009 (ΦΕΚ 227 Α).

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Από την έναρξη ισχύος του παρόντος άρθρου καταργείται κάθε γενική ή ειδική διάταξη ή ρήτρα ή όρος συλλογικής σύµβασης εργασίας, διαιτητικής απόφασης ή ατοµικής σύµβασης εργασίας ή συµφωνίας, που καθορίζει αποδοχές και πρόσθετες αµοιβές ή απολαβές που υπερβαίνουν το ανώτατο όριο που ορίζεται στις προηγούµενες παραγράφους. Αποδοχές, πρόσθετες αµοιβές ή απολαβές που υπερβαίνουν το ανώτατο όριο των διατάξεων του άρθρου αυτού αναπροσαρµόζονται αυτοδίκαια στο αντίστοιχο όριο.

Άρθρο 3Εισοδηµατική πολιτική έτους 2010ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Από την έναρξη ισχύος του παρόντος και µέχρι 31.12.2010 απαγορεύεται η συνοµολόγηση, καθώς και η χορήγηση ή η καταβολή, µε οποιονδήποτε τρόπο και για οποιονδήποτε λόγο, αυξήσεων στις κάθε είδους, φύσεως και ονοµασίας αποδοχές των λειτουργών, υπαλλήλων και εργαζοµένων κατά την ίδια χρονική περίοδο και µε οποιαδήποτε σχέση εργασίας στο ∆ηµόσιο εν γένει, τα Ν.Π.∆.∆., τους Ο.Τ.Α., καθώς και τα Ν.Π.Ι.∆. που ανήκουν στο κράτος ή επιχορηγούνται τακτικά από τον Κρατικό Προϋπολογισµό και στις δηµόσιες επιχειρήσεις που υπάγονται στο πεδίο εφαρµογής των άρθρων 1 παρ. 5 και 2 παρ. 2, πέραν των συνολικών αποδοχών που καταβάλλονται κατά τη δηµοσίευση του παρόντος, όπως οι αποδοχές αυτές αναπροσαρµόζονται µε την εφαρµογή των διατάξεων των άρθρων 1 και 2.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Η απαγόρευση αυτή: (α) καλύπτει κάθε συνοµολόγηση αυξήσεων που γίνεται µε γενική ή ειδική διάταξη νόµου ή ρήτρα ή όρο συλλογικής σύµβασης εργασίας, διαιτητικής απόφασης, υπουργικής απόφασης ή οποιουδήποτε είδους διοικητικής πράξης κανονιστικού χαρακτήρα ή µε ατοµική σύµβαση εργασίας ή συµφωνία, (β) ισχύει για όλους τους εργαζοµένους χωρίς εξαίρεση, στους φορείς της προηγούµενης παραγράφου, που συνδέονται είτε µε σχέση δηµοσίου δικαίου είτε µε σύµβαση ή σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου, (γ) καλύπτει κάθε είδους αύξηση στις αποδοχές των εργαζοµένων, δηλαδή τους µισθούς, τα ηµεροµίσθια, τα ωροµίσθια, τα επιδόµατα, τα βοηθήµατα ή τις οποιεσδήποτε άλλες παροχές προς αυτούς (µπόνους κ.λπ.), κατά οποιονδήποτε τρόπο και µε οποιαδήποτε µορφή ή ονοµασία επιχειρείται, είτε µε αύξηση υφιστάµενων είτε µε θέσπιση ή συνοµολόγηση νέων τέτοιων αποδοχών ή παροχών.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Από τις ρυθµίσεις των προηγούµενων παραγράφων εξαιρούνται µόνο οι ήδη προβλεπόµενες από νόµο, κανονιστική πράξη, συλλογική σύµβαση εργασίας, διαιτητική απόφαση, καταστατικό ή κανονισµό εργασίας, αυξήσεις αποδοχών που συνδέονται µε την οικογενειακή κατάσταση ή τη µισθολογική ή υπηρεσιακή εξέλιξη των προσώπων που αναφέρονται στην παράγραφο 1.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Πάσης φύσεως αποδοχές που καταβάλλονται κατά παράβαση των προηγούµενων διατάξεων αναζητούνται υποχρεωτικώς. Με κοινή απόφαση του Υπουργού Οικονοµικών και του καθ’ ύλην αρµόδιου Υπουργού και ύστερα από ακρόαση των ενδιαφεροµένων παύονται από τα καθήκοντά τους ο διοικητής ή πρόεδρος, ο διευθύνων σύµβουλος και τα µέλη του ∆.Σ. των φορέων που υπάγονται στις ρυθµίσεις του άρθρου αυτού, οι οποίοι δεν εφαρµόζουν τις διατάξεις του παρόντος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Κάθε διάταξη νόµου και κάθε διάταξη, όρος ή ρήτρα συλλογικής σύµβασης εργασίας, διαιτητικής απόφασης, υπουργικής απόφασης ή οποιουδήποτε είδους διοικητικής πράξης κανονιστικού χαρακτήρα, καθώς και κάθε όρος ατοµικής σύµβασης εργασίας ή συµφωνία που αντίκεινται στις διατάξεις του παρόντος και των προηγούµενων άρθρων καταργούνται.

Άρθρο 4Αναπροσαρµογή χρηµατοδότησης ΟΑΠ−∆ΕΗ και ΤΑΠ−ΟΤΕ

Η κατά το έτος 2010 και εφεξής χρηµατοδότηση των ασφαλιστικών ταµείων ΟΑΠ−∆ΕΗ και ΤΑΠ−ΟΤΕ που προβλέπεται στο άρθρο 34 του ν. 2773/1999 (ΦΕΚ 286 Α) και 26 του ν. 2843/2000 (ΦΕΚ 197 Α΄) δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει το προβλεπόµενο στον προϋπολογισµό του έτους 2010 ποσό, µειωµένο κατά ποσοστό δέκα τοις εκατό (10%). Τα διοικητικά συµβούλια των παραπάνω ασφαλιστικών ταµείων υποχρεούνται µέσα σε δεκαπέντε (15) ηµέρες από τη δηµοσίευση του νόµου αυτού να προβούν µε απόφασή τους, που εγκρίνεται µε κοινή απόφαση των Υπουργών Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης και Οικονοµικών, σε αναπροσαρµογή των παροχών, ώστε να προκύπτει ισοσκελισµένος προϋπολογισµός. Αν τα ∆.Σ. δεν προβούν στην πιο πάνω ενέργεια, αναπροσαρµόζονται οι ασφαλιστικές παροχές των ταµείων αυτών µε κοινή απόφαση των Υπουργών Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης και Οικονοµικών.

Άρθρο 5Έκτακτη οικονοµική εισφορά στα φυσικά πρόσωπα µε µεγάλο εισόδηµαΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Επιβάλλεται έκτακτη εφάπαξ εισφορά ποσοστού ένα τοις εκατό (1%) επί του εισοδήµατος των φυσικών προσώπων που φορολογούνται κατά τις διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 2 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήµατος (ν. 2238/1994), καθώς και στο εισόδηµα σχολάζουσας κληρονοµιάς. Επίσης στο εισόδηµα των φυσικών προσώπων τα οποία φορολογούνται µε βάση τις διατάξεις του άρθρου 5 του Ζ΄ Ψηφίσµατος του έτους 1975 (ΦΕΚ 23 Α).

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Για την επιβολή της εισφοράς λαµβάνεται υπόψη το συνολικό καθαρό εισόδηµα, πραγµατικό ή τεκµαρτό, φορολογούµενο ή απαλλασσόµενο του φυσικού προσώπου ή της σχολάζουσας κληρονοµιάς των δηλώσεων φορολογίας εισοδήµατος του οικονοµικού έτους 2010, εφόσον αυτό είναι εκατό χιλιάδες ευρώ (100.000 €) και άνω.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Για την εξεύρεση του συνολικού εισοδήµατος δεν προσµετρώνται τα εισοδήµατα της παραγράφου 1 του άρθρου 14 και της περίπτωσης γ΄ της παραγράφου 4 του άρθρου 45 του Κ.Φ.Ε..

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Για τον υπολογισµό, τη βεβαίωση, τον υπόχρεο καταβολής της εισφοράς, το χρόνο καταβολής της, καθώς και κάθε άλλο σχετικό θέµα για την έκτακτη εισφορά του άρθρου αυτού εφαρµόζονται αναλόγως οι διατάξεις των παραγράφων 3 και 4 του άρθρου 18 του ν. 3758/2009 (ΦΕΚ 68 Α’).

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

α. Στο άρθρο 39 παρ. 1 του ν. 1914/1990 (ΦΕΚ 178 Α), όπως τροποποιήθηκε και ισχύει, µετά τις λέξεις «και επανελέγχων» προστίθενται οι λέξεις «καθώς και για την έκδοση των καταλογιστικών πράξεων, τη βεβαίωση και την επιδίωξη είσπραξης των εσόδων». β. Στο τέλος του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 2 του άρθρου 39 του ν. 1914/1990, όπως τροποποιήθηκε και ισχύει, οι λέξεις «οι οποίοι κατά τη διενέργεια του ελέγχου εξοµοιούνται µε τους προϊσταµένους των ∆.Ο.Υ. και των περιφερειακών διευθύνσεων του Σ.∆.Ο.Ε. και έχουν τα αυτά δικαιώµατα και υποχρεώσεις µε αυτούς» αντικαθίστανται από τις λέξεις και προστίθεται εδάφιο ως εξής: «οι οποίοι κατά τη διάρκεια της τοποθέτησης εξοµοιούνται µε τους προϊσταµένους των ∆.Ο.Υ. και των περιφερειακών διευθύνσεων της ΥΠ.Ε.Ε. για όλες τις αρµοδιότητες που αφορούν έλεγχο, επανέλεγχο, καταλογισµό, βεβαίωση και επιδίωξη της είσπραξης των εσόδων και έχουν τα αυτά δικαιώµατα και υποχρεώσεις µε αυτούς. Με απόφαση του Υπουργού Οικονοµικών ρυθµίζεται κάθε αναγκαία λεπτοµέρεια για την εφαρµογή των διατάξεων του άρθρου αυτού.»

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄ΜΕΙΩΣΗ ΟΡΙΩΝ ΥΠΕΡΩΡΙΑΚΗΣ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗΣ, ∆ΑΠΑΝΩΝ ΜΕΤΑΚΙΝΗΣΗΣ ΚΑΙ ΑΜΟΙΒΩΝ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗΣ ΣΕ ΣΥΛΛΟΓΙΚΑ ΟΡΓΑΝΑ
Άρθρο 6Μείωση ορίων υπερωριακής απασχόλησηςΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Το τέταρτο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 16 του ν. 3205/2003 αντικαθίσταται ως εξής: «Οι κατά τα ως άνω ώρες απογευµατινής υπερωριακής εργασίας δεν µπορεί να υπερβαίνουν τις σαράντα (40) ώρες µηνιαίως ανά υπάλληλο.»

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Η περίπτωση α΄ και τα εδάφια πρώτο και δεύτερο της περίπτωσης β΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 16 του ν. 3205/2003 αντικαθίστανται ως εξής: «α. Εξήντα (60) ώρες µηνιαίως ανά υπάλληλο των Γραφείων του Προέδρου της ∆ηµοκρατίας, του Προέδρου και Αντιπροέδρου της Κυβέρνησης, των Υπουργών, των Αναπληρωτών Υπουργών, των Υφυπουργών, της Γενικής Γραµµατείας της Κυβέρνησης, καθώς και των Γραφείων των Βουλευτών, των µελών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, των Πολιτικών Κοµµάτων και του Γραφείου Επιτρόπου στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή για απογευµατινή απασχόληση. Στην περίπτωση απασχόλησης κατά τις εξαιρέσιµες ηµέρες και νυκτερινές ώρες, µπορεί να χορηγηθούν µέχρι τριάντα (30) ώρες για εξαιρέσιµες ηµέρες και είκοσι (20) ώρες για νυκτερινή εργασία µέσα στο όριο των εξήντα (60) ωρών. β. Πενήντα (50) ώρες µηνιαίως ανά υπάλληλο των Γραφείων των Γενικών Γραµµατέων Υπουργείων, των Ειδικών Γραµµατέων και των ∆ιοικητών και των Υποδιοικητών των Ασφαλιστικών Οργανισµών, για απογευµατινή απασχόληση. Στην περίπτωση απασχόλησης κατά τις εξαιρέσιµες ηµέρες και νυκτερινές ώρες, µπορεί να χορηγηθούν µέχρι είκοσι (20) ώρες για εξαιρέσιµες ηµέρες και δεκαπέντε (15) ώρες για νυκτερινή εργασία µέσα στο όριο των πενήντα (50) ωρών.»

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Όρια που έχουν καθορισθεί σε διαφορετικό ύψος από αυτά που προβλέπονται στις προηγούµενες παραγράφους αναπροσαρµόζονται στα όρια αυτά.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Οι διατάξεις του άρθρου 12 παρ. 5 του ν. 3207/2003 (ΦΕΚ 302 Α) και του άρθρου 17 παρ. 7 του ν. 3226/2004 (ΦΕΚ 24 Α) και οι κατ’ εξουσιοδότησή τους εκδοθείσες αποφάσεις καταργούνται. Ο αριθµός των ωρών νυκτερινής, Κυριακών και λοιπών εξαιρέσιµων ηµερών εργασίας για το προσωπικό που ορίζουν οι ανωτέρω διατάξεις, καθορίζεται µε κοινή απόφαση του Υπουργού Οικονοµικών και του καθ’ ύλην αρµόδιου Υπουργού, κατ’ εξαίρεση των διατάξεων της παρ. 1 του άρθρου 16 του ν. 3205/2003, όπως τροποποιείται µε την παρ. 1 του άρθρου αυτού.

Άρθρο 7

Μείωση αµοιβών για συµµετοχή σε συλλογικά όργανα Το άρθρο 17 του ν. 3205/2003 αντικαθίσταται ως εξής: «Άρθρο 17 Αµοιβές συλλογικών οργάνων 1. Τα κάθε είδους µόνιµα ή προσωρινού χαρακτήρα συλλογικά όργανα (συµβούλια, επιτροπές, οµάδες εργασίας κ.λπ.) του ∆ηµοσίου, των Ν.Π.∆.∆. και των Ο.Τ.Α., τα οποία προβλέπονται από τις εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις ή συνιστώνται και συγκροτούνται µε διοικητικές πράξεις λειτουργούν εντός του κανονικού ωραρίου εργασίας των οικείων Υπηρεσιών ή σε χρόνο που καλύπτεται από υπερωριακή απασχόληση και δεν καταβάλλεται καµία πρόσθετη αµοιβή ή αποζηµίωση στα µέλη τους. Κατ’ εξαίρεση στους ιδιώτες − µέλη των ανωτέρω συλλογικών οργάνων καθορίζεται αποζηµίωση µε απόφαση του καθ’ ύλην αρµόδιου Υπουργού, η οποία δεν µπορεί να υπερβαίνει τα πενήντα (50) ευρώ ανά συνεδρίαση και µέχρι πενήντα (50) συνεδριάσεις ετησίως. Οι ανωτέρω υπουργικές αποφάσεις δεν υπάγονται στις διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου 22 του ν. 2362/1995 (ΦΕΚ 247 Α). 2. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, λόγω της ιδιαίτερης σηµασίας του συλλογικού οργάνου για την οικονοµία της χώρας ή την αποτελεσµατικότερη λειτουργία της ∆ηµόσιας ∆ιοίκησης και την καλύτερη εξυπηρέτηση του πολίτη και προκειµένου περί Ν.Π.∆.∆. και Ο.Τ.Α., µε βάση το µέγεθος, τη σπουδαιότητα και τα στοιχεία του προϋπολογισµού τους, επιτρέπεται η λειτουργία τους εκτός του κανονικού ωραρίου εργασίας και εκτός του χρόνου που καλύπτεται από υπερωριακή απασχόληση και µπορεί να καθορίζεται αποζηµίωση κατά µήνα ή κατά συνεδρίαση µε κοινή απόφαση του Υπουργού Οικονοµικών και του καθ’ ύλην αρµόδιου Υπουργού. Η αποζηµίωση αυτή δεν µπορεί να είναι κατά µήνα, µεγαλύτερη από τετρακόσια (400) ευρώ για τον πρόεδρο και τριακόσια (300) ευρώ για τα µέλη και τους γραµµατείς. Η ανωτέρω µηνιαία αποζηµίωση καταβάλλεται µε την προϋπόθεση συµµετοχής σε τέσσερις (4) τουλάχιστον συνεδριάσεις το µήνα. Σε περίπτωση συµµετοχής σε λιγότερες συνεδριάσεις η αποζηµίωση περικόπτεται ανάλογα. 3. Σε ειδικές περιπτώσεις, κατά τις οποίες δεν είναι δυνατόν να χορηγηθεί αποζηµίωση κατά µήνα, µπορεί, µε κοινή απόφαση του Υπουργού Οικονοµικών και του καθ` ύλην αρµόδιου Υπουργού, να καθορισθεί αποζηµίωση ανά ώρα, έλεγχο ή αξιολογούµενο πρόγραµµα κ.λπ., ανάλογα µε τις κατά περίπτωση προκύπτουσες ανάγκες. Το συνολικό µηνιαίο ποσό της ανωτέρω αποζηµίωσης απαγορεύεται να υπερβαίνει το όριο της κατά µήνα αποζηµίωσης που προβλέπεται στην παράγραφο 2 για τα µέλη συλλογικών οργάνων. 4. Το σύνολο των πρόσθετων µηνιαίων αµοιβών ή απολαβών των λειτουργών, υπαλλήλων και µισθωτών του ∆ηµοσίου, των Ο.Τ.Α. και των άλλων νοµικών προσώπων δηµοσίου δικαίου από συµµετοχή σε µόνιµα ή προσωρινά συλλογικά όργανα των υπηρεσιών αυτών δεν µπορεί να υπερβαίνει το είκοσι πέντε τοις εκατό (25%) των συνολικών µηνιαίων αποδοχών της οργανικής τους θέσης, συµπεριλαµβανοµένης και της αναλογίας των επιδοµάτων του άρθρου 9 του ν. 3205/2003. Οι πάσης φύσεως αµοιβές υπολογίζονται κατά το µήνα πραγµατοποίησης της αντίστοιχης εργασίας. 5. Από τις παραπάνω παραγράφους εξαιρούνται τα συλλογικά όργανα της Γενικής Γραµµατείας της Κυβέρνησης, των οποίων η αµοιβή καθορίζεται µε απόφαση του Υπουργού Οικονοµικών, µετά από εισήγηση του Γενικού Γραµµατέα της Κυβέρνησης. 6. Ειδικά για τους εκπαιδευτικούς και το λοιπό προσωπικό που αποδεδειγµένα συµµετέχουν καθ’ οιονδήποτε τρόπο στην οργάνωση, διεξαγωγή και υποστήριξη των γενικών και ειδικών εξετάσεων ή άλλης διαδικασίας εισαγωγής στην Ανώτατη Εκπαίδευση και την έκδοση των αποτελεσµάτων επιλογής, καθώς και στις εξετάσεις ιδιωτικών, Γενικών και Επαγγελµατικών Λυκείων (Ε.ΠΑ.Λ.) και Επαγγελµατικών Σχολών (Ε.ΠΑΚ.) και στις αναβαθµολογήσεις γραπτών δοκιµίων µαθητών ∆ευτεροβάθµιας Εκπαίδευσης καθορίζεται αποζηµίωση µε κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονοµικών και Παιδείας, ∆ια Βίου Μάθησης και Θρησκευµάτων. Με όµοια απόφαση καθορίζεται εφάπαξ αµοιβή για το διοικητικό προσωπικό του Υπουργείου Παιδείας, ∆ια Βίου Μάθησης και Θρησκευµάτων που αποδεδειγµένα συµµετέχει στις ανωτέρω διαδικασίες. 7. Οι διατάξεις της παραγράφου 6 του άρθρου 17 του ν. 2190/1994 (ΦΕΚ 28 Α) εξακολουθούν να ισχύουν.»

Άρθρο 8Λοιπές µισθολογικές ρυθµίσειςΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Οι προβλεπόµενες από τα άρθρα 8 παράγραφος 3 εδάφιο δεύτερο, 30 και 33 παρ. Α7 του ν. 3205/2003 αναπροσαρµογές των εν λόγω επιδοµάτων καταργούνται και το ύψος αυτών καθορίζεται εφεξής στο διαµορφωµένο κατά την 31.12.2009.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Η µηνιαία αποζηµίωση που προβλέπεται στο πρώτο εδάφιο της παραγράφου 3 του άρθρου 58 του ν. 1943/ 1991 (ΦΕΚ 50 Α) ορίζεται εφεξής στο ύψος που αυτή έχει διαµορφωθεί κατά την 31.12.2009.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Αναστέλλεται η ισχύς των διατάξεων της παρ. 2, του άρθρου µόνου της αριθµ. 55682/10.9.2009 (ΦΕΚ 1967 Β) κοινής υπουργικής απόφασης, καθώς και των παράγραφων 2 και 3 του άρθρου µόνου της αριθµ. 2/9247/0022/28.5.2009 (ΦΕΚ 1125 Β) κοινής υπουργικής απόφασης µέχρι τις 31.12.2010 και ο χρόνος καταβολής των προβλεπόµενων προσαυξήσεων ανακαθορίζεται µε αντίστοιχες κοινές υπουργικές αποφάσεις.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Το ειδικό επίδοµα που προβλέπεται στο άρθρο 49 παρ. 3, περίπτωση δ’ του ν. 3205/2003, όπως αντικαταστάθηκε µε την παρ. 4 του άρθρου 9 του ν. 3676/2008 (ΦΕΚ 117 Α), καθορίζεται εφεξής στο ύψος που έχει διαµορφωθεί κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Το επίδοµα που προβλέπεται στο άρθρο 51 παρ. 10 του ν. 3205/2003, όπως προστέθηκε µε την παρ. 5 του άρθρου 9 του ν. 3408/2005 (ΦΕΚ 272 Α) και τροποποιήθηκε µε την παρ. 3 του άρθρου 1 του ν. 3554/2007 (ΦΕΚ 80 Α) καθορίζεται εφεξής στο ύψος που έχει διαµορφωθεί κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Το µηνιαίο επίδοµα που προβλέπεται στο άρθρο 16 παρ. 4 του ν. 3172/2003 (ΦΕΚ 197 Α) καθορίζεται στο ύψος που έχει διαµορφωθεί κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 7

Τα αιρετά όργανα των Ο.Τ.Α. που αναφέρονται στις διατάξεις του άρθρου 139 παρ. 1 του ν. 3463/2006 (ΦΕΚ 114 Α) και του άρθρου 11 παρ. 3 του ν. 3146/2003 (ΦΕΚ 125 Α) υποχρεούνται να επιλέξουν είτε τις αποδοχές της οργανικής θέσης από την οποία προέρχονται είτε τα έξοδα παράστασης που δικαιούνται, µέσα σε αποκλειστική προθεσµία είκοσι (20) ηµερών από τη δηµοσίευση του νόµου αυτού. Αν παρέλθει άπρακτη η προθεσµία, η καταβολή των αποδοχών της οργανικής θέσης από την οποία προέρχονται διακόπτεται.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 8

Στα επιδόµατα και αποζηµιώσεις του άρθρου αυτού εφαρµόζονται οι περικοπές των διατάξεων του άρθρου 1 του παρόντος.

Άρθρο 9∆απάνες µετακινήσεωνΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Το ανώτατο όριο των επιτρεπόµενων κατ’ έτος και κατά µήνα ηµερών εκτός έδρας της παρ. 3 του άρθρου 2 του ν. 2685/1999 (ΦΕΚ 35 Α΄) καθορίζεται σε εξήντα (60) ηµέρες. Η υπέρβαση του ανωτέρω ορίου που προβλέπεται από τις διατάξεις της ίδιας παραγράφου, δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει τις είκοσι (20) ηµέρες κατ’ έτος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Οι διατάξεις της παρ. 3 του άρθρου 6 του ν. 2685/ 1999, του άρθρου 10 του π.δ. 200/1993 (ΦΕΚ 75 Α), του άρθρου 10 της αριθµ. 2/72000/0022/4.12.2001 κοινής υπουργικής απόφασης (ΦΕΚ 1702 Β), καθώς και του άρθρου 10 της αριθµ. 2/66739/0022/19.10.2000 κοινής υπουργικής απόφασης (ΦΕΚ 1394 Β) καταργούνται.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Το όριο των πεντακοσίων (500) χιλιοµέτρων της περίπτωσης β΄ της παρ. 2Α του άρθρου 7 του ν. 2685/1999 µειώνεται σε τριακόσια (300) χιλιόµετρα µηνιαίως.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Τα όρια των εκατόν είκοσι (120) και ογδόντα (80) χιλιοµέτρων της περίπτωσης α΄ της παρ. 2 του άρθρου 8 του ν.2685/1999 αυξάνονται σε εκατόν εξήντα (160) και εκατόν είκοσι (120) χιλιόµετρα αντίστοιχα.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Οι προϋποθέσεις καταβολής των δαπανών που προβλέπονται από τα άρθρα 6 παρ. 2, 8 παράγραφοι 2 και 3 και 9 του ν. 2685/1999, καθώς και το ύψος αυτών καθορίζονται µε απόφαση του Υπουργού Οικονοµικών ανάλογα µε τις πραγµατικές ανάγκες και τις διαµορφούµενες κάθε φορά συνθήκες.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Οι διατάξεις του άρθρου 9 παράγραφοι 2Γ περίπτωση γ΄ και 3 του ν. 2685/1999, των άρθρων 7 παράγραφοι 7α, 7β ως προς τον καθορισµό του ύψους της εκτός έδρας αποζηµίωσης και των εξόδων µετακίνησης και 17 παράγραφος 6 εδάφιο β΄ του ν. 2860/2000 (ΦΕΚ 251 Α) καταργούνται και οι εκδοθείσες κατ’ εξουσιοδότηση των ανωτέρω διατάξεων κοινές υπουργικές αποφάσεις εξακολουθούν να ισχύουν έως την έκδοση της προβλεπόµενης από την προηγούµενη παράγραφο απόφασης.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 7

Το όριο των τριάντα (30) χιλιοµέτρων της παρ. 3 του άρθρου 10 του ν. 2685/1999 αυξάνεται σε πενήντα (50) χιλιόµετρα.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 8

Οι διατάξεις της παρ. 4 του άρθρου 11 του ν. 2685/ 1999, όπως προστέθηκαν µε τις όµοιες της παρ. 1 του άρθρου 51 του ν. 3801/2009 (ΦΕΚ 163 Α) καταργούνται.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 9

Το όριο των πενήντα (50) χιλιοµέτρων της περίπτωσης α’ της παρ. 1 του άρθρου 13 του ν. 2685/1999 αυξάνεται σε εβδοµήντα (70) χιλιόµετρα. Το όριο των πενήντα (50) χιλιοµέτρων των περιπτώσεων β΄ και γ΄ της ίδιας παραγράφου αυξάνεται σε εβδοµήντα (70) χιλιόµετρα. Το όριο των εκατό (100) χιλιοµέτρων της περίπτωσης δ΄ της ίδιας παραγράφου αυξάνεται σε εκατόν πενήντα (150) χιλιόµετρα.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 10

Η παρ. 2 του άρθρου 13 του ν. 2685/1999 αντικαθίσταται ως εξής: «2. Σε όλως εξαιρετικές περιπτώσεις και για αντιµετώπιση έκτακτων και επειγουσών αναγκών (φορολογικοί έλεγχοι, στελέχωση περιφερειακών αερολιµένων κατά τη θερινή περίοδο) µπορεί να καταβάλλεται ηµερήσια αποζηµίωση, καθώς και δαπάνες διανυκτέρευσης, σύµφωνα µε τις διατάξεις των άρθρων 8 και 9 του παρόντος νόµου και για χρονικό διάστηµα έως εβδοµήντα (70) ηµέρες συνολικά κατ’ έτος για κάθε απόσπαση. Οι ηµέρες αυτές καθορίζονται µε κοινή απόφαση του αρµόδιου Υπουργού και του Υπουργού Οικονοµικών.»

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 11

Το όριο των εκατό (100) χιλιοµέτρων των παραγράφων 4 και 6 του άρθρου 14 του ν. 2685/1999 αυξάνεται σε εκατόν πενήντα (150) χιλιόµετρα.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 12

Στο τέλος του δεύτερου εδαφίου της παρ. 7 του άρθρου 14 του ν. 2685/1999, διαγράφεται η φράση «και το τριάντα τοις εκατό (30%) του ποσού που προβλέπεται στις παραγράφους 4, 5 και 6 του παρόντος».

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 13

Στο άρθρο 17 του ν. 2685/1999 προστίθενται παράγραφοι 6 και 7, ως εξής: «6. Το ποσοστό του επιδόµατος αλλοδαπής των παραγράφων 2 και 3 καταβάλλεται µειωµένο, κατά περίπτωση, ως εξής: α) κατά είκοσι τοις εκατό (20%), αν παρέχεται δωρεάν διανυκτέρευση από φορέα άλλον από εκείνον στον οποίον ανήκει ο µετακινούµενος, β) κατά τριάντα τοις εκατό (30%), σε περίπτωση που παρέχεται δωρεάν διανυκτέρευση και ηµιδιατροφή από τον ως άνω φορέα, γ) κατά σαράντα τοις εκατό (40%), σε περίπτωση που παρέχεται δωρεάν διανυκτέρευση και πλήρης διατροφή από τον προαναφερόµενο φορέα, 7. Το ανωτέρω επίδοµα αλλοδαπής περικόπτεται κατά το ποσό της αποζηµίωσης ή αµοιβής που τυχόν καταβάλλεται από οποιονδήποτε άλλον φορέα ή πηγή κατά την εκτέλεση υπηρεσίας στην αλλοδαπή.»

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 14

Στην περίπτωση β’ της παρ. 2Α του άρθρου 21 του ν. 2685/1999, διαγράφεται η φράση «και επιστροφής».

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 15

Η προβλεπόµενη από τις διατάξεις της παρ.1 του άρθρου 7 του π.δ. 200/1993 (ΦΕΚ 75 Α) απόσταση άνω των δεκαπέντε (15) χιλιοµέτρων, καθώς και η προβλεπόµενη απόσταση άνω των σαράντα (40) χιλιόµετρων, σύµφωνα µε τις διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 3 της αριθµ. 2/73099/0022/19.2.2008 (ΦΕΚ 344 Β) κοινής απόφασης των Υπουργών Εσωτερικών και Οικονοµίας και Οικονοµικών, καθορίζεται σε εξήντα (60) χιλιόµετρα ως προς την καταβολή της ηµερήσιας αποζηµίωσης.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 16

Η παρ. 1 του άρθρου 8 του π.δ. 200/1993 αντικαθίσταται ως εξής: «1. Το ύψος της ηµερήσιας αποζηµίωσης για εκτέλεση υπηρεσίας εκτός έδρας καθορίζεται µε τον ισχύοντα εκάστοτε νόµο περί κάλυψης δαπανών µετακινούµενων υπαλλήλων εντός και εκτός Επικράτειας και αναπροσαρµόζεται µε απόφαση του Υπουργού Οικονοµικών.»

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 17

Το όριο των εκατόν είκοσι (120) ηµερών του άρθρου 23 του ν. 3613/2007 (ΦΕΚ 263 Α) και της αριθµ. 2/14889/0022/2.5.2003 (ΦΕΚ 643 Β) απόφασης µειώνεται σε εξήντα (60) ηµέρες. Το όριο των τριάντα (30) χιλιοµέτρων της προηγούµενης απόφασης αυξάνεται σε εξήντα (60) χιλιόµετρα.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 18

Το τελευταίο εδάφιο του άρθρου 24 του ν. 3536/2007 (ΦΕΚ 42 Α) τροποποιείται ως εξής: «Για διανυκτερεύσεις που πραγµατοποιούνται σε µετακινήσεις από εξήντα (60) χιλιόµετρα και άνω καταβάλλεται διπλάσια αποζηµίωση από την προβλεπόµενη στην αριθµ. 2/14889/0022/2.5.2003 (ΦΕΚ 643 Β) απόφαση όπως ισχύει.»

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 19

Το άρθρο 1 του ν.δ. 1106/1972 (ΦΕΚ 17 Α), όπως τροποποιήθηκε µε το άρθρο 1 του ν.δ. 23/1973 (ΦΕΚ 131 Α), καταργείται.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ΄ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΣ ΠΡΟΣΛΗΨΕΩΝ
Άρθρο 10Αναστολή προσλήψεων για το έτος 2010ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Κατά τη διάρκεια του έτους 2010 δεν χορηγούνται εγκρίσεις της Τριµελούς Επιτροπής της παρ. 1 του άρθρου 2 της ΠΥΣ 33/2006 (ΦΕΚ 280 Α), όπως ισχύει, για την πλήρωση κενών οργανικών θέσεων ή προσλήψεων προσωπικού µε σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου στους φορείς του άρθρου 1 παρ. 1 του ν. 3812/2009 (ΦΕΚ 234 Α). Για το ίδιο έτος, µε την επιφύλαξη της επόµενης παραγράφου, αναστέλλονται οι προσλήψεις και διορισµοί του ανωτέρω προσωπικού των φορέων αυτών. Εξαιρούνται οι τοµείς: α) υγείας, προκειµένου για ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό, β) παιδείας, προκειµένου για εκπαιδευτικό προσωπικό, γ) ασφάλειας, προκειµένου για ένστολο προσωπικό, καθώς και δ) ο υποχρεωτικός διορισµός των αποφοίτων της Σχολής ∆ηµόσιας ∆ιοίκησης και της Σχολής Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Οµοίως εξαιρείται το προσωπικό που προβλέπεται στις περιπτώσεις β΄ έως και κ της παρ. 1 του άρθρου 4 της ΠΥΣ 33/2006.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Οι επιτυχόντες σε διαδικασίες επιλογής τακτικού προσωπικού του Α.Σ.Ε.Π. και των φορέων για τους οποίους έχουν εκδοθεί οριστικά αποτελέσµατα µέχρι την 31.12.2009, διορίζονται σταδιακά, βάσει σειράς επιτυχίας, µε έναρξη το β΄ εξάµηνο του έτους 2010 και ο διορισµός όλων όσων περιλαµβάνονται στους οριστικούς πίνακες ολοκληρώνεται µέχρι την 31.12.2012.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Ο διορισµός των επιτυχόντων σε διαδικασίες επιλογής τακτικού προσωπικού του Α.Σ.Ε.Π. και των φορέων, οι οποίες προκηρύχθηκαν βάσει εγκριτικών αποφάσεων της Τριµελούς Επιτροπής της ΠΥΣ 33/2006, έτους 2009 ή και προγενέστερων ετών και για τους οποίους οι οριστικοί πίνακες αποτελεσµάτων θα εκδοθούν µετά την 1.1.2010, διενεργείται σταδιακά, βάσει σειράς επιτυχίας, εντός του έτους 2011 και ολοκληρώνεται, µέχρι την εξάντληση των περιλαµβανοµένων στους οριστικούς πίνακες και πάντως όχι πέραν της 31.12.2013. Εγκριτικές αποφάσεις της Τριµελούς Επιτροπής της ΠΥΣ 33/2006, όπως ισχύει, που έχουν εκδοθεί µέχρι 31.12.2009 και για τις οποίες δεν έχουν εκδοθεί οι σχετικές προκηρύξεις, παύουν να ισχύουν, µε εξαίρεση όσες αφορούν προσωπικό που υπάγεται στις ρυθµίσεις του τρίτου εδαφίου της παραγράφου 1 του άρθρου αυτού.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Για το διορισµό των επιτυχόντων των παραγράφων 2 και 3 δεν εφαρµόζονται οι διατάξεις του άρθρου 15 του ν. 3528/2007.

Άρθρο 11Περιορισµός προσλήψεων για τα έτη 2011 έως και 2013ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Από την 1η Ιανουαρίου 2011 και µέχρι την 31η ∆εκεµβρίου 2013, ο αριθµός των ετήσιων προσλήψεων και διορισµών του µόνιµου προσωπικού και του προσωπικού µε σχέση εργασίας αορίστου χρόνου στους φορείς της παρ. 1 του άρθρου 1 του ν. 3812/2009, δεν µπορεί να είναι µεγαλύτερος συνολικά από το λόγο ένα προς πέντε (µία πρόσληψη ανά πέντε αποχωρήσεις), στο σύνολο των φορέων. Οι αποχωρήσεις υπολογίζονται την 31η ∆εκεµβρίου του αµέσως προηγούµενου έτους και αφορούν στο σύνολο του έτους αυτού. Στον υπολογισµό του αριθµού του προς πρόσληψη προσωπικού στο σύνολο των φορέων, συνυπολογίζεται και ο υποχρεωτικός διορισµός των αποφοίτων της Σχολής ∆ηµόσιας ∆ιοίκησης και της Σχολής Τοπικής Αυτοδιοίκησης, καθώς και ο υποχρεωτικός διορισµός που διενεργείται βάσει ειδικών διατάξεων.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Ειδικά για το εκπαιδευτικό προσωπικό, όλων των βαθµίδων εκπαίδευσης, τα Σώµατα Ασφαλείας, το Λιµενικό Σώµα, καθώς και το ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό του τοµέα υγείας, ο λόγος αυτός ορίζεται σε ένα προς ένα (µία πρόσληψη ανά µία αποχώρηση).

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Από τη ρύθµιση αυτή εξαιρούνται: α) οι µετακλητοί υπάλληλοι, β) το µη πολιτικό προσωπικό των Ενόπλων ∆υνάµεων, γ) οι προσλήψεις ιατρικού και νοσηλευτικού προσωπικού νέων νοσηλευτικών µονάδων, δ) επιτυχόντες του Α.Σ.Ε.Π. και των φορέων, των παραγράφων 2 και 3 του προηγούµενου άρθρου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Αν για οποιαδήποτε αιτία το σύνολο των προσλήψεων είναι µικρότερο του λόγου ένα προς πέντε, µε απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών, Αποκέντρωσης και Ηλεκτρονικής ∆ιακυβέρνησης, οι υπολειπόµενες θέσεις διατηρούνται για πλήρωση σε επόµενο έτος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Οι κατά τις προηγούµενες παραγράφους προσλήψεις εγκρίνονται κατά περίπτωση από την Τετραµελή Επιτροπή της παρ. 1 του άρθρου 2 της ΠΥΣ 33/2006, όπως ισχύει, µε βάση τις προτεραιότητες και τις ανάγκες, όπως προκύπτουν από τον ετήσιο προγραµµατισµό προσλήψεων, στο σύνολο των φορέων του άρθρου 1 του ν. 3812/2009.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Με κοινή απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών, Αποκέντρωσης και Ηλεκτρονικής ∆ιακυβέρνησης και Οικονοµικών καθορίζονται οι προτεραιότητες και τα κριτήρια για την κατανοµή του προσωπικού της προηγούµενης παραγράφου. Με απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών, Αποκέντρωσης και Ηλεκτρονικής ∆ιακυβέρνησης κατανέµονται οι εγκριθείσες θέσεις ανά υπηρεσία και φορέα.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 7

Εγκρίσεις πρόσληψης προσωπικού µε σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισµένου χρόνου και συµβάσεις µίσθωσης έργου για το έτος 2010 περιορίζονται κατά τριάντα τοις εκατό (30%), σε σχέση µε τις αντίστοιχες εγκρίσεις του έτους 2009. Ο περιορισµός αυτός δεν ισχύει για προσλήψεις προσωπικού ορισµένου χρόνου που γίνονται για κάλυψη απρόβλεπτων και επειγουσών αναγκών.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 8

Από τη δηµοσίευση του παρόντος δεν επιτρέπεται η απόσπαση εκπαιδευτικού προσωπικού σε θέσεις χωρίς πλήρη εκπαιδευτικά και διδακτικά καθήκοντα. Με ευθύνη του Υπουργού Παιδείας, ∆ια Βίου Μάθησης και Θρησκευµάτων, οι υφιστάµενες κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος αποσπάσεις εκπαιδευτικών µειώνονται υποχρεωτικά κατά πενήντα τοις εκατό (50%), το αργότερο µέχρι τις 30 Αυγούστου 2010. Επίσης απαγορεύονται στο σύνολό τους οι αποσπάσεις σε καθήκοντα διάφορα της ειδικότητάς τους του ιατρικού και νοσηλευτικού προσωπικού, του στρατιωτικού προσωπικού, καθώς και του προσωπικού των Σωµάτων Ασφαλείας, συµπεριλαµβανοµένου και αυτού του Λιµενικού Σώµατος. Στο νοσηλευτικό προσωπικό συµπεριλαµβάνεται το τεχνικό προσωπικό των νοσηλευτικών ιδρυµάτων, καθώς και το προσωπικό του Εθνικού Κέντρου Άµεσης Βοήθειας (Ε.Κ.Α.Β.). Όλες οι υπάρχουσες κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος αποσπάσεις του προσωπικού αυτού ανακαλούνται µε ευθύνη των καθ’ ύλην αρµόδιων Υπουργών, µέχρι 30 Απριλίου 2010.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 9

Οι κατά νόµο υποχρεωτικές µετατάξεις συνοδεύονται µε κατάργηση ή µεταφορά των αντίστοιχων οργανικών θέσεων.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ∆΄ΑΝΑΠΡΟΣΑΡΜΟΓΗ Φ.Π.Α. ΚΑΙ ΕΙ∆ΙΚΩΝ ΦΟΡΩΝ ΚΑΤΑΝΑΛΩΣΗΣ − ΕΙ∆ΙΚΟΣ ΦΟΡΟΣ ΣΕ ΕΙ∆Η ΠΟΛΥΤΕΛΕΙΑΣ
Άρθρο 12Αναπροσαρµογή Φ.Π.Α.

Τα πρώτο και δεύτερο εδάφια της παραγράφου 1 του άρθρου 21 του Κώδικα Φόρου Προστιθέµενης Αξίας, ο οποίος κυρώθηκε µε το ν. 2859/2000 (ΦΕΚ 248 Α΄), όπως τροποποιήθηκε και ισχύει, αντικαθίστανται ως εξής: «Ο συντελεστής του φόρου προστιθέµενης αξίας ορίζεται σε είκοσι ένα τοις εκατό (21%) στη φορολογητέα αξία. Κατ’ εξαίρεση, για τα αγαθά και τις υπηρεσίες που περιλαµβάνονται στο Παράρτηµα ΙΙΙ του παρόντος, ο συντελεστής του φόρου ορίζεται σε δέκα τοις εκατό (10%).»

Άρθρο 13Ειδικός φόρος κατανάλωσης στα προϊόντα καπνούΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Οι διατάξεις του δεύτερου εδαφίου της παραγράφου 1 του άρθρου 97 του ν. 2960/2001 (ΦΕΚ 265 Α), όπως τροποποιήθηκε και ισχύει, αντικαθίστανται ως ακολούθως: «Στην τιµή αυτή ο συντελεστής του ειδικού φόρου κατανάλωσης (Ε.Φ.Κ.) ορίζεται σε ποσοστό 65% µε ελάχιστο ποσό είσπραξης τα 78 ευρώ ανά 1.000 τσιγάρα.»

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Οι διατάξεις της περίπτωσης β΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 97 του ν. 2960/2001, όπως τροποποιήθηκε και ισχύει, αντικαθίστανται ως εξής: «β) σε έναν αναλογικό φόρο ο συντελεστής του οποίου είναι 58,823 % και προκύπτει από το κλάσµα που έχει ως αριθµητή το γινόµενο του συντελεστή του ειδικού φόρου κατανάλωσης επί την πλέον ζητούµενη τιµή µείον τον πάγιο φόρο και παρονοµαστή την πλέον ζητούµενη τιµή. Ο αναλογικός συντελεστής 58,823% υπολογίζεται στην τιµή λιανικής πώλησης χιλίων (1.000) τεµαχίων τσιγάρων (1 φορολογική µονάδα) και είναι ίδιος για όλες τις κατηγορίες τσιγάρων. Στα τσιγάρα που πωλούνται σε τιµή µικρότερη από την τιµή λιανικής πώλησης των τσιγάρων της πλέον ζητούµενης κατηγορίας τιµών, το συνολικό ποσό του ειδικού φόρου κατανάλωσης, που υπολογίζεται σύµφωνα µε τις ανωτέρω περιπτώσεις α΄ και β΄ δεν µπορεί να είναι κατώτερο του εβδοµήντα πέντε τοις εκατό (75%) του συνολικού ειδικού φόρου κατανάλωσης που επιβάλλεται στα τσιγάρα της πλέον ζητούµενης κατηγορίας τιµών.»

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Οι διατάξεις των περιπτώσεων α΄ και β΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 97 του ν. 2960/2001, όπως τροποποιήθηκε και ισχύει, αντικαθίστανται ως εξής: «α) Στα πούρα ή σιγαρίλλος σε ποσοστό 32% επί της κατά χιλιόγραµµο τιµής λιανικής πώλησής τους. β) Στο λεπτοκοµµένο καπνό, ο οποίος προορίζεται για την κατασκευή χειροποίητων τσιγάρων και στα άλλα καπνά για κάπνισµα, σε ποσοστό 67% επί της κατά χιλιόγραµµο τιµής λιανικής πώλησής τους.»

Άρθρο 14Ειδικός φόρος κατανάλωσης αιθυλικής αλκοόληςΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Η παράγραφος 2 του άρθρου 81 του ν. 2960/2001 (ΦΕΚ 265 Α’), όπως τροποποιήθηκε και ισχύει, αντικαθίσταται ως εξής: «2. Ο συντελεστής του ειδικού φόρου κατανάλωσης αιθυλικής αλκοόλης καθορίζεται σε χίλια οκτακόσια ογδόντα τέσσερα (1.884) ευρώ, ανά εκατόλιτρο άνυδρης αιθυλικής αλκοόλης.»

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Οι διατάξεις του πρώτου και δεύτερου εδαφίου της παραγράφου 3 του άρθρου 81, όπως τροποποιήθηκαν και ισχύουν, αντικαθίστανται ως εξής: «Εφαρµόζεται µειωµένος κατά πενήντα τοις εκατό (50%) ο συντελεστής ειδικού φόρου κατανάλωσης αιθυλικής αλκοόλης, έναντι του ισχύοντος κανονικού συντελεστή για την αιθυλική αλκοόλη που προορίζεται για την παρασκευή ούζου ή που περιέχεται στο τσίπουρο και την τσικουδιά. Ο µειωµένος αυτός συντελεστής καθορίζεται σε εννιακόσια σαράντα δύο (942) ευρώ, ανά εκατόλιτρο άνυδρης αιθυλικής αλκοόλης.»

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Οι διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 87 του ν. 2960/2001, όπως τροποποιήθηκε και ισχύει, αντικαθίστανται ως εξής: «2. Ο φόρος αυτός ορίζεται σε ένα ευρώ και ενενήντα έξι λεπτά (1,96) ανά βαθµό PLATO κατά όγκο και εκατόλιτρο µπύρας.»

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Οι διατάξεις του προτελευταίου εδαφίου της παραγράφου 3 του άρθρου 87 του ν. 2960/2001, όπως τροποποιήθηκε και ισχύει, αντικαθίστανται ως εξής: «Ο µειωµένος αυτός συντελεστής καθορίζεται σε ενενήντα οκτώ λεπτά (0,98 ευρώ) ανά βαθµό PLATO κατά όγκο και εκατόλιτρο µπύρας.»

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Το άρθρο 89 του ν. 2960/2001, όπως τροποποιήθηκε και ισχύει, αντικαθίσταται ως εξής: «Άρθρο 89 Συντελεστές Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης Ο συντελεστής του ειδικού φόρου κατανάλωσης που επιβάλλεται στα προϊόντα του προηγούµενου άρθρου ορίζεται σε εβδοµήντα οκτώ (78) ευρώ ανά εκατόλιτρο τελικού προϊόντος, µε εξαίρεση τα προϊόντα που ορίζονται στις παραγράφους 6 και 7 του σηµείου Β του Παραρτήµατος ΙΙI του Κανονισµού (Ε.Κ.) της Επιτροπής 606/2009 (ΕΕL 193/24.7.2009) για τα οποία ο συντελεστής ορίζεται σε τριάντα εννέα (39) ευρώ ανά εκατόλιτρο τελικού προϊόντος.»

Άρθρο 15Ειδικός φόρος κατανάλωσης ενεργειακών προϊόντωνΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Οι περιπτώσεις α΄ µέχρι και ιβ΄, καθώς και οι περιπτώσεις κα΄ και κστ΄ του πίνακα της παραγράφου 1 του άρθρου 73 του ν. 2960/2001 (ΦΕΚ 265 Α΄), όπως τροποποιήθηκε και ισχύει, αντικαθίστανται ως ακολούθως: ΦΕΚ 445

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Η περίπτωση δ΄ του πίνακα της παραγράφου 2 του άρθρου 78 του ν. 2960/2001 καταργείται.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Μετά την παράγραφο 7 του άρθρου 73 του ν. 2960/2001 προστίθεται νέα παράγραφος 8, ως ακολούθως: «8. Για την εφαρµογή των διατάξεων της περίπτωσης κα΄ του πίνακα της παραγράφου 1 του άρθρου 73 του ν. 2690/2001 ως «επιχειρηµατική χρήση» νοείται η χρήση από µία επιχείρηση ικανή να λειτουργήσει αυτόνοµα από οργανωτική άποψη, η οποία διενεργεί ανεξαρτήτως και οπουδήποτε την παροχή αγαθών και υπηρεσιών όποιος και να είναι ο σκοπός ή τα αποτελέσµατα αυτών των οικονοµικών δραστηριοτήτων. Με απόφαση του Υπουργού Οικονοµικών καθορίζονται οι όροι και προϋποθέσεις που διέπουν τη διαδικασία βεβαίωσης και είσπραξης του ειδικού φόρου κατανάλωσης της ηλεκτρικής ενέργειας, καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτοµέρεια. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονοµικών και Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιµατικής Αλλαγής προσδιορίζονται, τα στοιχεία που διαβιβάζονται από τους διανοµείς ηλεκτρικής ενέργειας και τον ∆ιαχειριστή Ελληνικού Συστήµατος Μεταφοράς Ηλεκτρικής Ενέργειας (∆ΕΣΜΗΕ ΑΕ) στην αρµόδια υπηρεσία του Υπουργείου Οικονοµικών, καθώς και η συχνότητα και ο τρόπος διαβίβασής τους.»

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Στην παράγραφο 1 του άρθρου 78 του ν. 2960/2001 προστίθεται περίπτωση ι΄ ως ακολούθως: «ι) Η ηλεκτρική ενέργεια που παράγεται και χρησιµοποιείται για ιδία χρήση, εφόσον προέρχεται από αιολική, ηλιακή, γεωθερµική, παλιρροϊκή ενέργεια και ενέργεια κυµάτων.»

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Η παράγραφος 2 του άρθρου 109 του ν. 2960/2001 αντικαθίσταται ως ακολούθως: «2. Η βεβαίωση και είσπραξη του φόρου ενεργείται µε παραστατικό έγγραφο, το οποίο υποβάλλεται από τον υπόχρεο στην αρµόδια αρχή και από την ηµεροµηνία αποδοχής του αποτελεί τίτλο υπέρ του ∆ηµοσίου. Το παραστατικό αυτό καταρτίζεται µε ευθύνη του υπόχρεου και το περιεχόµενό του ελέγχεται και επαληθεύεται κατά τα οριζόµενα σε ειδικές προς τούτο διατάξεις.»

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Μετά την παράγραφο 6 του άρθρου 109 του ν. 2960/2001 προστίθεται νέα παράγραφος 7, ενώ η ήδη υπάρχουσα παράγραφος 7 αναριθµείται σε 8. «7. Ο ειδικός φόρος κατανάλωσης που αναλογεί στην ηλεκτρική ενέργεια βεβαιώνεται και εισπράττεται από την αρµόδια αρχή, βάσει των εκδιδόµενων από τον διανοµέα ή τον αναδιανοµέα φορολογικών στοιχείων επί των οποίων προσδιορίζονται η µονάδα µέτρησης και οι ποσότητες που παραδίδονται, το αργότερο µέχρι την εικοστή (20ή) ηµέρα του επόµενου µήνα από την έκδοση των ανωτέρω σχετικών φορολογικών στοιχείων. Με τον ειδικό φόρο κατανάλωσης βεβαιώνεται και εισπράττεται κατά την ίδια χρονική στιγµή ο φόρος προστιθέµενης αξίας (Φ.Π.Α.) και κάθε άλλη σχετική επιβάρυνση. Κατ’ εξαίρεση προκειµένου για την ηλεκτρική ενέργεια ο Φ.Π.Α. υπολογίζεται µε τον οικείο φορολογικό συντελεστή επί του ποσού του ειδικού φόρου κατανάλωσης.»

Άρθρο 16Επιβολή εφάπαξ φόρου επί των αποθεµάτων πετρελαίου θέρµανσηςΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Στα αποθέµατα πετρελαίου εσωτερικής καύσης (DIESEL) − θέρµανσης που έχει στην κυριότητά του την 3.3.2010 κάθε επιτηδευµατίας, που έχει λάβει αριθµό µητρώου ∆ιακινητών Πετρελαίου Θέρµανσης (∆Ι.ΠΕ.ΘΕ.), τα οποία έχουν τεθεί σε ανάλωση και έχει πραγµατοποιηθεί η φυσική τους έξοδος από τις φορολογικές αποθήκες, αλλά δεν έχουν διατεθεί στην κατανάλωση, επιβάλλεται εφάπαξ φόρος ισόποσος µε τη διαφορά των φορολογικών επιβαρύνσεων που εφαρµόζονται από 4.3.2010, ήτοι του ειδικού φόρου κατανάλωσης και του φόρου προστιθέµενης αξίας (Φ.Π.Α.), και των ήδη καταβληθέντων κατά την έξοδό τους από τη φορολογική αποθήκη ειδικού φόρου κατανάλωσης και Φ.Π.Α..

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Ο εφάπαξ φόρος επιβάλλεται στα αποθέµατα της προηγούµενης παραγράφου που έχει στην κυριότητά του ο επιτηδευµατίας ∆Ι.ΠΕ.ΘΕ., την 3.3.2010 σε εγκαταστάσεις του ή σε εγκαταστάσεις τρίτων, ανεξάρτητα από το χρόνο λήξης της διαχειριστικής του περιόδου ή την κατηγορία των βιβλίων που τηρεί ή την απαλλαγή από την τήρηση βιβλίων.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Σε περίπτωση που ο επιτηδευµατίας ∆Ι.ΠΕ.ΘΕ. πραγµατοποιεί πωλήσεις σε δικαιούχους χρήσης πετρελαίου θέρµανσης και δικαιούται επιστροφής, τότε ο οφειλόµενος εφάπαξ φόρος συµψηφίζεται µε τα προς επιστροφή ποσά των φορολογικών επιβαρύνσεων, λόγω της εξοµοίωσης του ειδικού φόρου κατανάλωσης του πετρελαίου εσωτερικής καύσης (DIESEL) − θέρµανσης µε το πετρέλαιο κίνησης, σύµφωνα µε τις διατάξεις του άρθρου 22 του ν. 3634/2008 (ΦΕΚ 9 Α).

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Σε περίπτωση που ο επιτηδευµατίας ∆Ι.ΠΕ.ΘΕ. δεν πραγµατοποιεί πωλήσεις σε δικαιούχους χρήσης πετρελαίου θέρµανσης και δεν δικαιούται επιστροφής σύµφωνα µε τις διατάξεις του άρθρου 22 του ν. 3634/ 2008 τότε ο οφειλόµενος εφάπαξ φόρος καταβάλλεται εφάπαξ µε την υποβολή από τον υπόχρεο δήλωσης εις διπλούν στην αρµόδια για τη φορολογία εισοδήµατός του ∆ηµόσια Οικονοµική Υπηρεσία (∆.Ο.Υ.), το αργότερο µέχρι και τις 15.4.2010. Το ένα αντίτυπο της δήλωσης µε ηµεροµηνία παραλαβής και θεωρηµένο από τον προϊστάµενο της ∆.Ο.Υ. επιστρέφεται στον υπόχρεο. ∆ήλωση που υποβάλλεται χωρίς την ταυτόχρονη καταβολή του οφειλόµενου εφάπαξ φόρου θεωρείται απαράδεκτη και δεν παράγει κανένα έννοµο αποτέλεσµα. Σε περίπτωση µη υποβολής δήλωσης ή ανακριβούς δήλωσης ή εκπρόθεσµης δήλωσης εφαρµόζονται οι κυρώσεις οι οποίες προβλέπονται από τις διατάξεις του ν. 2523/1997 (ΦΕΚ 179 Α), καθώς και οι κυρώσεις των περί λαθρεµπορίας διατάξεων του ν. 2960/2001 εφόσον συντρέχει περίπτωση. Για τη διαδικασία βεβαίωσης εφαρµόζονται ανάλογα οι εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις του ν. 2238/1994 (ΦΕΚ 151 Α).

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Με απόφαση του Υπουργού Οικονοµικών καθορίζεται ο τρόπος συµψηφισµού του εφάπαξ φόρου επί των αποθεµάτων µε τα προς επιστροφή ποσά, σύµφωνα µε τις διατάξεις του άρθρου 22 του ν. 3634/2008, ο τύπος και το περιεχόµενο της δήλωσης του εφάπαξ φόρου και κάθε αναγκαία λεπτοµέρεια για την εφαρµογή του παρόντος άρθρου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Κάθε άλλη διάταξη, η οποία αντίκειται στις διατάξεις του παρόντος άρθρου, δεν εφαρµόζεται στις περιπτώσεις οι οποίες ρυθµίζονται µε τις διατάξεις του άρθρου αυτού.

Άρθρο 17Ειδικός φόρος σε είδη πολυτελείαςΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Επιβάλλεται φόρος πολυτελείας στα επιβατικά αυτοκίνητα της δασµολογικής κλάσης 8703 της Συνδυασµένης Ονοµατολογίας, καθώς και στα αυτοκίνητα τύπου jeep της δασµολογικής κλάσης 8704, το ποσοστό του οποίου ορίζεται για αυτοκίνητα µε τιµή χονδρικής πώλησης από τον κατασκευαστή οίκο ως εξής: α) από 17.000 ευρώ µέχρι και 22.000 ευρώ, ποσοστό 10%, β) άνω των 22.000 ευρώ µέχρι και 30.000 ευρώ, ποσοστό 20%, γ) άνω των 30.000 ευρώ, ποσοστό 30%. Ο ανωτέρω φόρος επιβάλλεται επί της φορολογητέας αξίας του άρθρου 126 του ν. 2960/2001 (ΦΕΚ 265 Α’).

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Προκειµένου για µεταχειρισµένα όµοια αυτοκίνητα, το ποσοστό του φόρου καθορίζεται ως εξής: α) από 12.000 ευρώ µέχρι και 15.000 ευρώ, ποσοστό 10%, β) άνω των 15.000 ευρώ µέχρι και 20.000 ευρώ, ποσοστό 20%, γ) άνω των 20.000 ευρώ, ποσοστό 30%. Ο ανωτέρω φόρος επιβάλλεται επί της φορολογητέας αξίας του άρθρου 126 του ν. 2960/2001 (ΦΕΚ 265 Α΄).

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Από το φόρο πολυτελείας της προηγούµενης παραγράφου εξαιρούνται τα επιβατικά αυτοκίνητα που προορίζονται να κυκλοφορήσουν ως δηµόσιας χρήσης, καθώς και τα αυτοκινούµενα τροχόσπιτα.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Επιβάλλεται φόρος πολυτελείας επί της φορολογητέας αξίας, όπως αυτή διαµορφώνεται από τα άρθρα 19 και 20 του ν. 2859/2000 (ΦΕΚ 248 Α΄) για τα ενδοκοινοτικώς αποκτούµενα και τα εισαγόµενα από τρίτες χώρες και επί της τιµής πώλησης προ Φ.Π.Α. για τα εγχωρίως παραγόµενα, στα παρακάτω είδη:

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Ο φόρος πολυτελείας για τα επιβατικά αυτοκίνητα ανεξάρτητα από τη χώρα προέλευσης βεβαιώνεται και εισπράττεται από τις αρµόδιες τελωνειακές αρχές παράλληλα µε την είσπραξη του τέλους ταξινόµησης. Για τα είδη της παραγράφου 4 που προέρχονται από τρίτες προς την Ευρωπαϊκή Ένωση χώρες, ο φόρος πολυτελείας βεβαιώνεται και εισπράττεται από τις τελωνειακές αρχές κατά τη θέση αυτών σε ανάλωση, ενώ τα προερχόµενα από άλλα κράτη − µέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή τα εγχωρίως παραγόµενα, ο φόρος αποδίδεται στην αρµόδια ∆.Ο.Υ. της έδρας του επιτηδευµατία. Υπόχρεος για την απόδοση του φόρου για µεν τα εγχωρίως παραγόµενα είναι ο παραγωγός των προϊόντων, για δε τα προερχόµενα από τα λοιπά κράτη − µέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης το πρόσωπο που πραγµατοποιεί την ενδοκοινοτική απόκτηση. Με απόφαση του Υπουργού Οικονοµικών καθορίζονται ο χρόνος, ο τρόπος, η διαδικασία και κάθε αναγκαία λεπτοµέρεια για την απόδοση του φόρου αυτού στις ∆.Ο.Υ..

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Τα είδη της παραγράφου 4 που παραλαµβάνονται ως πρώτες ύλες για την παραγωγή ετοίµων προϊόντων της ίδιας παραγράφου, απαλλάσσονται του φόρου πολυτελείας. Με απόφαση του Υπουργού Οικονοµικών καθορίζονται οι όροι και προϋποθέσεις και κάθε άλλη αναγκαία λεπτοµέρεια και τα απαιτούµενα δικαιολογητικά για την εφαρµογή του άρθρου αυτού.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ε΄ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΑ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗΣ ΤΩΝ ΑΝΕΡΓΩΝ ΚΑΙ ΠΑΓΙΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΡΥΘΜΙΣΗΣ ΟΦΕΙΛΟΜΕΝΩΝ ΕΙΣΦΟΡΩΝ
Άρθρο 18Προγράµµατα απασχόλησης ανέργωνΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Με στόχο την καταπολέµηση της ανεργίας, την προώθηση της απασχόλησης και τη δηµιουργία νέων θέσεων εργασίας (Ν.Θ.Ε.), ο Ο.Α.Ε.∆. µπορεί να επιδοτεί µέχρι και το εκατό τοις εκατό (100%) των ασφαλιστικών εισφορών (εργοδοτών και εργαζοµένων) για προσλαµβανόµενους µισθωτούς σε επιχειρήσεις και γενικά εργοδότες, βάσει προγραµµάτων απασχόλησης ανέργων που καταρτίζονται µε αποφάσεις του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, µετά από γνώµη του ∆.Σ. του Ο.Α.Ε.∆..

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Με τις προβλεπόµενες από την παράγραφο 1 του άρθρου αυτού υπουργικές αποφάσεις καθορίζονται: α) Ο τρόπος επιδότησης των ασφαλιστικών εισφορών, ο οποίος µπορεί να γίνεται και κατά παρέκκλιση των διατάξεων της κείµενης ασφαλιστικής νοµοθεσίας. β) Το ποσοστό της επιδότησης των ασφαλιστικών εισφορών για τους προσλαµβανόµενους µισθωτούς, ο ανώτατος αριθµός των ως άνω επιδοτούµενων µισθωτών ανά επιχείρηση ή εργοδότη, η διάρκεια της επιδότησης κατά τα διάφορα στάδια του προγράµµατος, ο χρόνος της µετά από τη διάρκεια της επιδότησης πιθανής υποχρεωτικής απασχόλησης από τον εργοδότη των προσλαµβανοµένων και η απαγόρευση της απόλυσης του υπόλοιπου προσωπικού. γ) Τα στοιχεία που οι επιχειρήσεις και οι εργοδότες υποβάλλουν στον Ο.Α.Ε.∆. ή/ και στον οικείο ασφαλιστικό φορέα, εν όψει της υπαγωγής τους στα προγράµµατα απασχόλησης του παρόντος άρθρου. δ) Τα όργανα, τα οποία παράλληλα µε το ∆.Σ. του Ο.Α.Ε.∆., θα αποφασίζουν για την ύπαρξη ή µη των προϋποθέσεων υπαγωγής των επιχειρήσεων και εργοδοτών στις διατάξεις του παρόντος άρθρου. ε) Οι ειδικές περιπτώσεις της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου. στ) Κάθε άλλη λεπτοµέρεια, που είναι αναγκαία για τους όρους εφαρµογής των προγραµµάτων και τον έλεγχο αυτών.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Σε ειδικές περιπτώσεις, είναι δυνατόν τα καταρτιζόµενα κατά τη διαδικασία της παραγράφου 1 προγράµµατα απασχόλησης να αφορούν επιδότηση µέχρι και του εκατό τοις εκατό (100%) των ασφαλιστικών εισφορών (εργοδοτών και εργαζοµένων) για τη διατήρηση θέσεων σε επιχειρήσεις ή εργοδότες.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Επιχειρήσεις και εργοδότες που έχουν υπαχθεί στα καταρτιζόµενα κατά τη διαδικασία αυτού του άρθρου προγράµµατα απασχόλησης και παραβαίνουν τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τις διατάξεις των προγραµµάτων απασχόλησης για την πρόσληψη, τη διατήρηση και τη µη απόλυση του υπόλοιπου προσωπικού και του προσωπικού που επιδοτείται και γενικά την εφαρµογή του προγράµµατος, υποχρεούνται να καταβάλουν οι ίδιες τις ασφαλιστικές εισφορές (εργοδοτών και εργαζοµένων) που αντιστοιχούν στο υπόλοιπο χρονικό διάστηµα του συνολικού χρόνου απασχόλησης (επιχορηγούµενης και µη) των µισθωτών που καθορίζει το πρόγραµµα. Στην περίπτωση αυτή, η καταβολή των ασφαλιστικών εισφορών (εργοδοτών και εργαζοµένων) από τις επιχειρήσεις και εργοδότες που έχουν παραβεί τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τις διατάξεις των προγραµµάτων γίνεται σύµφωνα µε τη νοµοθεσία του οικείου ασφαλιστικού φορέα, ενώ το ποσό της δαπάνης που καταβλήθηκε από τον Ο.Α.Ε.∆. αχρεωστήτως για τις ως άνω ασφαλιστικές εισφορές αποδίδεται από τον οικείο ασφαλιστικό φορέα στον Ο.Α.Ε.∆..

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Για το ποσό που θα αποδοθεί στον Ο.Α.Ε.∆. αποφασίζει το διοικητικό συµβούλιο ή τα όργανα που ορίζει ο Υπουργός Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, σύµφωνα µε τη διάταξη της παραγράφου 2 περ. δ΄ του παρόντος άρθρου. Κάθε διαφορά που τυχόν προκύψει µεταξύ του Ο.Α.Ε.∆. και του οικείου ασφαλιστικού φορέα ως προς το ύψος του ποσού που πρέπει να αποδοθεί στον Ο.Α.Ε.∆. επιλύεται µε απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων.

Άρθρο 19Πάγιο σύστηµα ρύθµισης οφειλόµενων εισφορώνΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Με αποφάσεις των αρµόδιων οργάνων των φορέων κοινωνικής ασφάλισης, αρµοδιότητας Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, παρέχεται η ευχέρεια εξόφλησης σε µηνιαίες δόσεις, των καθυστερούµενων ασφαλιστικών εισφορών µετά των πρόσθετων τελών και λοιπών επιβαρύνσεων, µετά από αίτηση του οφειλέτη. Στις οφειλόµενες εισφορές συµπεριλαµβάνονται και οι εισφορές που εισπράττονται από τους Φ.Κ.Α. για τρίτους. Ο αριθµός των δόσεων καθορίζεται σε τριάντα έξι (36) µηνιαίες δόσεις, µε την προϋπόθεση, της καταβολής από τον οφειλέτη των τρεχουσών εισφορών. Η µηνιαία δόση δεν µπορεί να είναι µικρότερη του ποσού των διακοσίων (200) ευρώ. Εάν ο οφειλέτης αδυνατεί να καταβάλει την προβλεπόµενη δόση µέχρι και τέσσερις (4) συνεχόµενους µήνες ή έξι (6) µήνες για τους οφειλέτες του Ο.Γ.Α., µπορεί να συνεχίσει κανονικά την καταβολή από τον επόµενο µήνα. Το 36µηνο παρατείνεται τόσους µήνες όσοι είναι οι µήνες της µη καταβολής της δόσης. Η δυνατότητα αυτή παρέχεται µέχρι και τρεις φορές κατά τη διάρκεια της ρύθµισης, µε την προϋπόθεση ότι καταβάλλονται κανονικά οι δόσεις και οι τρέχουσες εισφορές για οκτώ (8) συνεχόµενους µήνες κάθε φορά. Σε κάθε περίπτωση απαραίτητη προϋπόθεση είναι η καταβολή από τον οφειλέτη των δόσεων και των τρεχουσών εισφορών. Σε περίπτωση µηχανογραφικής εφαρµογής συστηµάτων υπολογισµού των εισφορών σε διµηνιαία βάση ή εξαµηνιαία για τον Ο.Γ.Α., η καταβολή γίνεται σε ισόποσες διµηνιαίες δόσεις ή εξαµηνιαίες για τον Ο.Γ.Α..

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Εάν ο οφειλέτης απολέσει ολοκληρωτικά το δικαίωµα της τµηµατικής εξόφλησης εισφορών σε δόσεις, δύναται να υποβάλλει νέα αίτηση για ρύθµιση, µετά από ένα (1) χρόνο από την έκδοση της πρώτης απόφασης. Το αρµόδιο όργανο δύναται να ρυθµίσει εκ νέου τις οφειλές σύµφωνα µε τις προϋποθέσεις της προηγούµενης παραγράφου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

α. Σε περίπτωση εφάπαξ εξόφλησης των καθυστερούµενων ασφαλιστικών εισφορών παρέχεται έκπτωση σαράντα τοις εκατό (40%) επί των πρόσθετων τελών. β. Σε περίπτωση τµηµατικής εξόφλησης παρέχεται έκπτωση είκοσι τοις εκατό (20%) επί των πρόσθετων τελών. Το ποσό µείωσης των πρόσθετων τελών και λοιπών επιβαρύνσεων στην περίπτωση τµηµατικής καταβολής επιµερίζεται ισόποσα σε όλες τις δόσεις.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Η µη εµπρόθεσµη καταβολή των δόσεων, καθώς και η µη καταβολή των τρεχουσών εισφορών συνεπάγεται την έκπτωση από το δικαίωµα της τµηµατικής εξόφλησης των οφειλόµενων εισφορών και καθιστά άµεσα απαιτητό το σύνολο του οφειλόµενου ποσού. Το οφειλόµενο ποσό υπολογίζεται σύµφωνα µε την ισχύουσα νοµοθεσία κάθε φορέα.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Στους οφειλέτες, που υπάγονται στην παρούσα ρύθµιση και τηρούν τους όρους της ρύθµισης αυτής, χορηγείται βεβαίωση ασφαλιστικής ενηµερότητας διάρκειας ενός (1) µηνός. Εξακολουθούν να ισχύουν οι διατάξεις του άρθρου 8 παράγραφος 5ε΄ του α.ν. 1846/1951 (ΦΕΚ 179 Α΄, 21.6.1951) και της παραγράφου 4 του άρθρου 51 του ν. 2676/1999 (ΦΕΚ 1 Α΄, 5.1.1999), όπως ισχύει.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Στη ρύθµιση αυτή παρέχεται δυνατότητα υπαγωγής και όσων έχουν ρυθµίσει τις οφειλές τους µε άλλες διατάξεις νόµων για το µέρος της οφειλής που δεν έχει εισπραχθεί.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 7

Σε περίπτωση που υποβάλλεται αίτηµα τµηµατικής καταβολής ληξιπρόθεσµων εισφορών από: α) Επιχείρηση που έχει κηρυχθεί σε πτώχευση, αν δεν έχουν αποδώσει όλα τα αναγκαστικά ή άλλα µέτρα είσπραξης που ισχύουν, επιτρέπεται η ρύθµιση. β) Εποχική επιχείρηση, είναι δυνατόν τα αρµόδια όργανα να αποφασίζουν τη ρύθµιση σε µηνιαίες δόσεις σύµφωνα µε τα ανωτέρω οριζόµενα, µε τη δυνατότητα αυξηµένου ποσού µηνιαίας δόσης, κατά τη διάρκεια λειτουργίας αυτής και µειωµένου ποσού µηνιαίας δόσης κατά τριάντα τοις εκατό (30%) όταν αυτή δεν λειτουργεί.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 8

Όπου από τις κείµενες διατάξεις κάθε ασφαλιστικού οργανισµού ορίζεται ως προϋπόθεση για την έναρξη καταβολής σύνταξης η προηγούµενη εξόφληση των οφειλών, σε περίπτωση υπαγωγής του οφειλέτη στον παρόντα διακανονισµό, εξακολουθεί να ισχύει και η σύνταξη καταβάλλεται από την 1η του επόµενου της εξόφλησης µήνα.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 9

Η σύνταξη καταβάλλεται από την ηµεροµηνία που ορίζουν οι καταστατικές διατάξεις, αν το οφειλόµενο ποσό δεν είναι µεγαλύτερο των είκοσι (20) µηνιαίων συντάξεων κατώτατων ορίων, όπως αυτά ισχύουν κάθε φορά για καθέναν ασφαλιστικό οργανισµό.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 10

Τα ποσά οφειλής της ανωτέρω παραγράφου προσαυξηµένα µε τα πρόσθετα τέλη συµψηφίζονται ή παρακρατούνται από τα ποσά των συντάξεων σε ίσες µηνιαίες δόσεις που δεν µπορεί να είναι περισσότερες των τριάντα έξι (36). Η πρώτη (1η) δόση παρακρατείται από τον πρώτο µήνα απονοµής της σύνταξης.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 11

Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, που εκδίδεται µετά γνώµη των ∆ιοικητικών Συµβουλίων των αρµόδιων Οργανισµών ρυθµίζεται κάθε αναγκαία λεπτοµέρεια για την εφαρµογή του παρόντος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 12

Καταργείται κάθε διάταξη που ρυθµίζει αντίθετα τα θέµατα αυτά.

Άρθρο 20Έναρξη ισχύοςΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Η ισχύς των διατάξεων του άρθρου 1 αρχίζει από 1.1.2010.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Η ισχύς των διατάξεων των άρθρων 2, 6 και 7 αρχίζει από 1.3.2010.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Η ισχύς των διατάξεων του άρθρου 12 αρχίζει από 15.3.2010, µε εξαίρεση τα βιοµηχανοποιηµένα καπνικά προϊόντα για τα οποία η ισχύς του αρχίζει από 4.3.2010.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Η ισχύς των διατάξεων των άρθρων 13 έως και 17 αρχίζει από 4.3.2010 µε εξαίρεση την περίπτωση κα΄ του πίνακα της παρ. 1 του άρθρου 15, η ισχύς του οποίου αρχίζει από 2.5.2010.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Η ισχύς των λοιπών διατάξεων του νόµου αυτού αρχίζει από τη δηµοσίευσή του στην Εφηµερίδα της Κυβερνήσεως. Παραγγέλλομε τη δημοσίευση του παρόντος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και την εκτέλεσή του ως νόμου του Κράτους.

Αθήνα, 11 Μαρτίου 2010
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
ΚΑΡΟΛΟΣ ΓΡ. ΠΑΠΟΥΛΙΑΣ
ΟΙ ΥΠΟΥΡΓΟΙ
ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ, ΑΠΟΚΕΝΤΡΩΣΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ, ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΤΙΚΟΤΗΤΑΣ
ΚΑΙ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗΣ ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ ΚΑΙ ΝΑΥΤΙΛΙΑΣ
Ι. ΡΑΓΚΟΥΣΗΣ Γ. ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ Λ. ΚΑΤΣΕΛΗ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ, ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ
ΚΑΙ ΚΛΙΜΑΤΙΚΗΣ ΑΛΛΑΓΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ
Κ. ΜΠΙΡΜΠΙΛΗ Α. ΛΟΒΕΡΔΟΣ
Θεωρήθηκε και τέθηκε η Μεγάλη Σφραγίδα του Κράτους Αθήνα, 12 Μαρτίου 2010
Ο ΕΠΙ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΥΠΟΥΡΓΟΣ
Χ. ΚΑΣΤΑΝΙΔΗΣ