52 Α' 2013

ΝΟΜΟΣ 4129/2013

Κύρωση του Κώδικα Νόμων για το Ελεγκτικό Συνέδριο.

Άρθρο 48 - Αναθεώρηση πράξεων
28 Φεβρουαρίου 2013

ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ
ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
ΤΕΥΧΟΣ ΠΡΩΤΟ Αρ. Φύλλου 52
28 Φεβρουαρίου 2013

ΝΟΜΟΣ ΥΠ’ ΑΡΙΘ. 4129
Κύρωση του Κώδικα Νόμων για το Ελεγκτικό Συνέδριο.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Εκδίδομε τον ακόλουθο νόμο που ψήφισε η Βουλή:

Άρθρο 48Αναθεώρηση πράξεωνΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Οι πράξεις του Ελεγκτικού Συνεδρίου που εκδίδονται σύμφωνα με το άρθρο 46 υπόκεινται σε αίτηση αναθεώρησης, που ασκείται είτε από τον Γενικό Επίτροπο της Επικρατείας σε αυτό είτε από τον υπόλογο ή τον εγγυητή του είτε αυτεπαγγέλτως από το Ελεγκτικό Συνέδριο.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Η αίτηση αναθεώρησης δεν αναστέλλει την εκτέλεση της προσβαλλόμενης πράξης.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Η αίτηση αναθεώρησης επιτρέπεται να ασκηθεί μέσα σε προθεσμία ενός έτους από την κοινοποίηση στον υπόλογο της προσβαλλόμενης πράξης: α) λόγω πλάνης περί τα πραγματικά γεγονότα ή λόγω λογιστικού λάθους, β) αν προσαχθούν νέα κρίσιμα έγγραφα, γ) αν η πράξη στηρίχθηκε σε καταθέσεις μαρτύρων που καταδικάστηκαν για ψευδορκία ή απαλλάχθηκαν αλλά η ψευδορκία αναγνωρίστηκε δικαστικά, δ) αν η πράξη στηρίχθηκε σε πλαστά έγγραφα, εφόσον η πλαστογραφία αναγνωρίστηκε δικαστικά έστω και στο σκεπτικό της δικαστικής απόφασης ή του βουλεύματος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Αν παρέλθει η παραπάνω ετήσια προθεσμία, αίτηση αναθεώρησης επιτρέπεται στις δύο τελευταίες περιπτώσεις και μέσα σε έξι μήνες από τότε που ο αιτών έλαβε γνώση ότι αναγνωρίστηκε δικαστικά η πλαστότητα των εγγράφων ή η ψευδορκία. Στις ίδιες περιπτώσεις επιτρέπεται και η αυτεπάγγελτη αναθεώρηση από το Ελεγκτικό Συνέδριο μέσα στην ίδια προθεσμία, η οποία αρχίζει από τότε που το Ελεγκτικό Συνέδριο έλαβε γνώση ότι αναγνωρίστηκε δικαστικά η πλαστότητα των εγγράφων ή η ψευδορκία.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Το Ελεγκτικό Συνέδριο δύναται, αυτεπαγγέλτως ή ύστερα από αίτηση του Γενικού Επιτρόπου της Επικρατείας σε αυτό, να ανακαλεί ή τροποποιεί οποτεδήποτε τις πράξεις του, εφόσον από νεότερα στοιχεία βεβαιωθεί ότι αυτές στηρίχθηκαν σε προϋποθέσεις που δεν υπήρχαν. Επίσης δύναται να διορθώνει πράξεις του που εκδόθηκαν κατά τον έλεγχο των λογαριασμών δημοσίων υπολόγων για επανόρθωση εσφαλμένης κατάταξης διαχειριστικών πράξεων του υπολόγου, εφόσον όμως από τη διόρθωση αυτή δεν επέρχεται χρέωση ή πίστωση του υπολόγου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Δεν επιτρέπεται η αναθεώρηση πράξης που έχει εκδοθεί ύστερα από άσκηση αίτησης αναθεώρησης. Επίσης δεν είναι δεκτή αίτηση αναθεώρησης, που στηρίζεται σε άλλο λόγο, για κεφάλαια της πράξης για τα οποία έχει ήδη ασκηθεί η αίτηση αναθεώρησης.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 7

Η αίτηση αναθεώρησης του υπολόγου ή του εγγυητή είναι απαράδεκτη αν δεν προσαρτάται σε αυτή γραμμάτιο είσπραξης από το δημόσιο ταμείο για την καταβολή παραβόλου ίσου προς το δέκα τοις εκατό του αμφισβητούμενου με την αίτηση αναθεώρησης ποσού, το οποίο σε κάθε περίπτωση δεν μπορεί να είναι κατώτερο των δεκαπέντε ευρώ. Το παραπάνω ποσό μπορεί να αυξάνεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ύστερα από πρόταση της Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Αν η αίτηση αναθεώρησης γίνει δεκτή εν μέρει ή στο σύνολο, το Ελεγκτικό Συνέδριο διατάσσει την επιστροφή του παραβόλου. Αν απορριφθεί η αίτηση, το παράβολο καταπίπτει υπέρ του δημοσίου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 8

Η ετήσια προθεσμία, για μεν την άσκηση της αίτησης αναθεώρησης από τον Γενικό Επίτροπο της Επικρατείας του Ελεγκτικού Συνεδρίου, αρχίζει από την περιέλευση της πράξης στη Γραμματεία της Γενικής Επιτροπείας, για δε την αυτεπάγγελτη αναθεώρηση εκ μέρους του Ελεγκτικού Συνεδρίου, από την έκδοση της πράξης που προσβάλλεται.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 9

Επί των αιτήσεων αναθεώρησης το Ελεγκτικό Συνέδριο αποφαίνεται με πράξη.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 10

Όταν ασκηθεί αίτηση αναθεώρησης κατά πράξεων του Ελεγκτικού Συνεδρίου, η προθεσμία για την άσκηση έφεσης κατά των ίδιων πράξεων παρατείνεται για εξήντα ακόμα ημέρες.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 11

Κάθε αίτηση προς το Ελεγκτικό Συνέδριο που αφορά πράξη η οποία εκδόθηκε από αυτό, εφόσον στηρίζεται σε νέα έγγραφα, για το περιεχόμενο των οποίων δεν έκρινε σχετικώς η πράξη αυτή, δεν θεωρείται ένδικο μέσο αναθεώρησης αλλά ως νέα αίτηση που εξετάζεται για πρώτη φορά.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 12

Επιτρέπεται η αναθεώρηση χρηματικών ενταλμάτων πληρωμής δαπανών, που έχουν θεωρηθεί από Επίτροπο του Ελεγκτικού Συνεδρίου, στο πλαίσιο του διενεργούμενου από αυτό προληπτικού ελέγχου των δαπανών του Δημοσίου ή Ν.Π.Δ.Δ., καθώς και πράξεων του αρμόδιου Κλιμακίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου, με τις οποίες επιλύθηκε διαφωνία υπέρ της θεώρησης χρηματικού εντάλματος ή πράξεως επί λογαριασμών, κατόπιν αιτήσεως του Υπουργού Οικονομικών ή των κατά νόμο εξουσιοδοτημένων από αυτόν οργάνων. Στην περίπτωση αυτή ως λόγοι αναθεώρησης των ανωτέρω πράξεων δύνανται να προβάλονται, πέραν των αναφερομένων στην παρ. 3 του παρόντος άρθρου, και οι ακόλουθοι: α) πλάνη περί το νόμο, β) εντοπισμός, κατά τη διενέργεια επιγενόμενων διοικητικών ελέγχων νέων κρίσιμων εγγράφων (στοιχείων) που στοιχειοθετούν εξ αντικειμένου την απόρριψη της θεωρηθείσας δαπάνης. Οι διατάξεις των παραγράφων 9 και 11 του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται και εν προκειμένω. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων καθορίζονται οι λεπτομέρειες εφαρμογής της παρούσας παραγράφου.