113 Α' 2010

ΝΟΜΟΣ 3862/2010

Προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας στις Οδηγίες 2007/64/ΕΚ, 2007/44/ΕΚ και 2010/16/ΕΕ που αφορούν υπηρεσίες πληρωμών στην εσωτερική αγορά, προληπτική αξιολόγηση προτάσεων απόκτησης συμμετοχής σε επιχειρήσεις του χρηματοπιστωτικού τομέα και άλλες διατάξεις.

ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ - ΟΛΟΚΛΗΡΩΣΗ ΕΝΣΩΜΑΤΩΣΗΣ ΤΗΣ ΟΔΗΓΙΑΣ 2007/44/ΕΚ ΚΑΙ ΕΝΣΩΜΑΤΩΣΗ ΤΗΣ ΟΔΗΓΙΑΣ 2010/16/ΕΕ ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΑΘΟΡΙΣΜΟ ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΚΑΝΟΝΩΝ ΚΑΙ ΚΡΙΤΗΡΙΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΛΗΠΤΙΚΗ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΠΡΟΤΑΣΕΩΝ ΑΠΟΚΤΗΣΗΣ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗΣ ΣΕ ΠΙΣΤΩΤΙΚΑ ΙΔΡΥΜΑΤΑ, ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΑΝΤΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ
Άρθρο 85 - (άρθρο 5 της Οδηγίας 2007/44)
13 Ιουλίου 2010

ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ
ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
ΤΕΥΧΟΣ ΠΡΩΤΟ Αρ. Φύλλου 113
13 Ιουλίου 2010

ΝΟΜΟΣ ΥΠ’ ΑΡΙΘ. 3862
Προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας στις Οδηγίες 2007/64/ΕΚ, 2007/44/ΕΚ και 2010/16/ΕΕ που αφορούν υπηρεσίες πληρωμών στην εσωτερική αγορά, προληπτική αξιολόγηση προτάσεων απόκτησης συμμετοχής σε επιχειρήσεις του χρηματοπιστωτικού τομέα και άλλες διατάξεις.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Εκδίδομε τον ακόλουθο νόμο που ψήφισε η Βουλή:

Άρθρο 85(άρθρο 5 της Οδηγίας 2007/44)

Αξιολόγηση απόκτησης ή εκχώρησης συμμετοχών σε πιστωτικά ιδρύματα Tο άρθρο 24 του ν. 3601/2007 αντικαθίσταται ως εξής: «Άρθρο 24 Συμμετοχές σε πιστωτικά ιδρύματα 1. α) Κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο (στο εξής: «υποψήφιος αγοραστής»), το οποίο μεμονωμένα ή μέσω κοινής δράσης με άλλα πρόσωπα, υπό την έννοια του εδαφίου γ΄ της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου, έχει αποφασίσει είτε να αποκτήσει, άμεσα ή έμμεσα, ειδική συμμετοχή σε πιστωτικό ίδρυμα που εδρεύει στην Ελλάδα, είτε να αυξήσει περαιτέρω, άμεσα ή έμμεσα, υφιστάμενη συμμετοχή σε πιστωτικό ίδρυμα, ούτως ώστε το ποσοστό των δικαιωμάτων ψήφου ή του μετοχικού κεφαλαίου που θα κατέχει να φθάνει ή να υπερβαίνει τα όρια του 10%, του 20%, του 1/3 ή του 50% ή ώστε να αποκτήσει, άμεσα ή έμμεσα, τον έλεγχο του πιστωτικού ιδρύματος υπό την έννοια της παραγράφου 12 του άρθρου 2 του παρόντος νόμου (στο εξής: «προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής»), αρχικά απευθύνει κοινοποίηση εγγράφως στην Τράπεζα της Ελλάδος και της γνωστοποιεί το ύψος της σκοπούμενης συμμετοχής, καθώς και τις σχετικές απαιτούμενες πληροφορίες, σύμφωνα με την παράγραφο 5 του παρόντος άρθρου. β) Κάθε υποψήφιος αγοραστής, ο οποίος έχει αποφασίσει να αποκτήσει ή να αυξήσει περαιτέρω, άμεσα ή έμμεσα, υφιστάμενη συμμετοχή σε πιστωτικό ίδρυμα που εδρεύει στην Ελλάδα ούτως ώστε το ποσοστό των δικαιωμάτων ψήφου ή του μετοχικού κεφαλαίου που θα κατέχει να φθάνει ή να υπερβαίνει το όριο του 5%, ενημερώνει προηγουμένως την Τράπεζα της Ελλάδος και της γνωστοποιεί το ποσοστό της νέας συμμετοχής. Η Τράπεζα της Ελλάδος αξιολογεί, κατά περίπτωση, εντός πέντε (5) εργάσιμων ημερών, εάν η συμμετοχή αυτή οδηγεί σε σημαντική επιρροή και σε θετική περίπτωση ενημερώνει τον υποψήφιο αγοραστή και προβαίνει στην απαιτούμενη αξιολόγηση της παραγράφου 11. γ) Κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, το οποίο έχει αποφασίσει να παύσει να κατέχει, άμεσα ή έμμεσα, συμμετοχή των ανωτέρω εδαφίων α΄ ή β΄, σε πιστωτικό ίδρυμα που εδρεύει στην Ελλάδα ή έχει αποφασίσει: i) να μειώσει τη συμμετοχή του σε πιστωτικό ίδρυμα, ούτως ώστε το ποσοστό των δικαιωμάτων ψήφου ή του μετοχικού κεφαλαίου που θα κατέχει, άμεσα ή έμμεσα, να διαμορφώνεται σε ποσοστό μικρότερο από το 5%, το 10%, το 20%, το 1/3 ή το 50% ή ii) να παύσει να έχει, άμεσα ή έμμεσα, τον έλεγχο του πιστωτικού ιδρύματος, ενημερώνει προηγουμένως εγγράφως την Τράπεζα της Ελλάδος και της γνωστοποιεί το τυχόν ύψος της συμμετοχής που προτίθεται να διατηρήσει. δ) Εφόσον τις συμμετοχές των εδαφίων α΄ ή β΄ της παρούσας παραγράφου προτίθενται να πραγματοποιήσουν νομικά πρόσωπα, αυτά γνωστοποιούν στην Τράπεζα της Ελλάδος την ταυτότητα των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου, των σημαντικότερων διευθυντικών στελεχών, των μετόχων που κατέχουν τουλάχιστον 5%, καθώς και όπου ενδείκνυται, την ταυτότητα των φυσικών προσώπων, υπό την έννοια του πραγματικού δικαιούχου της παραγράφου 16 του άρθρου 4 του ν. 3691/2008 (ΦΕΚ 166 Α΄), που, άμεσα ή έμμεσα, τα ελέγχουν, καθώς και κάθε μεταγενέστερη μεταβολή. Αντίστοιχη υποχρέωση γνωστοποίησης στην Τράπεζα της Ελλάδος υπέχουν και τα ανωτέρω φυσικά πρόσωπα. ε) Εάν τις συμμετοχές των εδαφίων α΄ και β΄ προτίθενται να αποκτήσουν έμμεσα ένα ή περισσότερα πρόσωπα, η Τράπεζα της Ελλάδος δύναται να αξιολογεί με βάση τα κριτήρια της παραγράφου 11, πέραν του υποψήφιου αγοραστή που προτίθεται να αποκτήσει άμεσα τη συμμετοχή και του πραγματικού δικαιούχου, και τα τυχόν παρεμβαλλόμενα, μεταξύ των δύο προηγούμενων περιπτώσεων, πρόσωπα. 2. α) Για το σκοπό υπολογισμού του ποσοστού συμμετοχής, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου λαμβάνονται υπόψη τα άρθρα 9, 10, 12 και 13 παράγραφοι 4 και 5 του ν. 3556/2007 (ΦΕΚ 91 Α΄), υπό την επιφύλαξη του εδαφίου β΄ της παρούσας παραγράφου. β) Κατά τον ως άνω υπολογισμό του ποσοστού συμμετοχής δεν λαμβάνονται υπόψη τα δικαιώματα ψήφου ή οι μετοχές με δικαίωμα ψήφου που κατέχουν πιστωτικά ιδρύματα ή επιχειρήσεις επενδύσεων ως αποτέλεσμα αναδοχής ή/και τοποθέτησης χρηματοπιστωτικών μέσων με ρητή δέσμευση ανάληψης, σύμφωνα με το εδάφιο στ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 4 του ν. 3606/2007, εφόσον τα εν λόγω δικαιώματα δεν ασκούνται ούτε χρησιμοποιούνται κατ’ άλλον τρόπο με σκοπό την παρέμβαση στη διαχείριση του εκδότη και πρόκειται βάσει ρητής δέσμευσης να μεταβιβαστούν εντός ενός (1) έτους από την απόκτηση. γ) Ως «από κοινού δράση» για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου νοείται η περίπτωση κατά την οποία δύο ή περισσότεροι υποψήφιοι αγοραστές προτίθενται να ενεργούν συντονισμένα κατά την άσκηση των δικαιωμάτων τους μετά την απόκτηση μετοχών ή δικαιωμάτων ψήφου με συμφωνία που μπορεί να γίνεται εγγράφως ή προφορικά ή συνάγεται από πραγματικά περιστατικά, ανεξαρτήτως εάν τα πρόσωπα που δρουν από κοινού συνδέονται μεταξύ τους. Η κοινοποίηση των δικαιωμάτων ψήφου της ως άνω περίπτωσης στην Τράπεζα της Ελλάδος γίνεται είτε από τον κάθε υποψήφιο αγοραστή είτε από έναν από αυτούς, ο οποίος έχει εξουσιοδοτηθεί για το σκοπό αυτόν. 3. Η Τράπεζα της Ελλάδος γνωστοποιεί εγγράφως στον υποψήφιο αγοραστή την παραλαβή της κοινοποίησης που προβλέπεται στην παράγραφο 1, καθώς και των πληροφοριών που προβλέπονται στην παράγραφο 6, και τις οποίες ενδεχομένως παρέλαβε μεταγενέστερα της εν λόγω κοινοποίησης. Η εν λόγω γνωστοποίηση παρέχεται εντός δύο (2) εργασίμων ημερών από την παραλαβή της κοινοποίησης και των σχετικών πρόσθετων στοιχείων. 4. α) Η Τράπεζα της Ελλάδος εντός εξήντα (60) εργασίμων ημερών από την ημερομηνία της τελευταίας γραπτής επιβεβαίωσης περί της παραλαβής εκ μέρους της όλων των απαιτούμενων εγγράφων της παραγράφου 5 (στο εξής: «περίοδος αξιολόγησης») προβαίνει στην αξιολόγηση που προβλέπεται στην παράγραφο 11 (στο εξής: «αξιολόγηση»). β) Η Τράπεζα της Ελλάδος στη γνωστοποίηση παραλαβής που προβλέπεται στην ανωτέρω παράγραφο 3 αναφέρει και την ημερομηνία λήξης της περιόδου αξιολόγησης. 5. α) Η Τράπεζα της Ελλάδος με απόφασή της δημοσιοποιεί κατάλογο με τις αναγκαίες, για τους σκοπούς της προληπτικής εποπτείας, πληροφορίες για τη διενέργεια της αξιολόγησης, οι οποίες πρέπει να υποβάλλονται σε αυτήν κατά την κοινοποίηση που προβλέπει η παράγραφος 1. β) Οι πληροφορίες του εδαφίου α΄ είναι προσαρμοσμένες αναλόγως με τα χαρακτηριστικά του υποψήφιου αγοραστή (φυσικό ή νομικό πρόσωπο, εποπτευόμενο ή μη κ.λπ.), το βαθμό συμμετοχής του στη διοίκηση του πιστωτικού ιδρύματος για το οποίο προτείνεται η απόκτηση συμμετοχής και το ύψος της σκοπούμενης συμμετοχής. 6. Η Τράπεζα της Ελλάδος δύναται, μέχρι και την πεντηκοστή εργάσιμη ημέρα της περιόδου αξιολόγησης, να ζητήσει εγγράφως πληροφορίες διευκρινιστικές και συναφείς με αυτές του καταλόγου της παραγράφου 5, αναγκαίες για την ολοκλήρωση της αξιολόγησης, καθορίζοντας τα απαιτούμενα για το σκοπό αυτόν συμπληρωματικά στοιχεία. 7. Κατά το χρονικό διάστημα που μεσολαβεί μεταξύ της ημερομηνίας κατά την οποία ζητήθηκαν οι πληροφορίες της παραγράφου 6 και της ημερομηνίας παραλαβής της απάντησης του υποψήφιου αγοραστή, η περίοδος αξιολόγησης αναστέλλεται. Η αναστολή αυτή δεν υπερβαίνει τις είκοσι (20) εργάσιμες ημέρες. Η Τράπεζα της Ελλάδος έχει τη διακριτική ευχέρεια να ζητήσει τη συμπλήρωση ή τη διευκρίνιση των πληροφοριών, χωρίς όμως στην περίπτωση αυτή να επέρχεται νέα αναστολή της περιόδου αξιολόγησης. 8. Η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να παρατείνει την αναστολή που αναφέρεται στην παράγραφο 7, κατά δέκα (10) εργάσιμες ημέρες, εάν ο υποψήφιος αγοραστής: α) είναι εγκατεστημένος ή υπόκειται σε ρυθμιστικό πλαίσιο σε χώρα εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή β) είναι φυσικό ή νομικό πρόσωπο μη υποκείμενο στο εποπτικό καθεστώς που με βάση την κοινοτική νομοθεσία διέπει τα πιστωτικά ιδρύματα, τις επιχειρήσεις παροχής επενδυτικών υπηρεσιών (Ε.Π.Ε.Υ.), τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις ή εταιρίες διαχείρισης οργανισμών συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες (Ο.Σ.Ε.Κ.Α.). 9. Εάν η Τράπεζα της Ελλάδος αποφασίσει, μόλις ολοκληρώσει την αξιολόγησή της, να αντιταχθεί στην προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής, εφόσον υπάρχουν βάσιμοι λόγοι γι’ αυτό, με βάση τα κριτήρια της παραγράφου 11, ή εάν οι πληροφορίες που διαβιβάσθηκαν από τον υποψήφιο αγοραστή δεν είναι πλήρεις ή αληθείς, ενημερώνει εγγράφως τον υποψήφιο αγοραστή, εντός δύο (2) εργασίμων ημερών από τη λήξη της περιόδου αξιολόγησης ή και πριν από την εκπνοή αυτής, εκθέτοντας τους λόγους αυτής της απόφασης. Σε αντίθετη περίπτωση, η προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής θεωρείται ότι εγκρίθηκε. Η απόφαση περί απόρριψης της συμμετοχής με τη δέουσα αιτιολόγηση μπορεί να δημοσιοποιείται κατά την κρίση της Τράπεζας της Ελλάδος ή και κατόπιν αιτήματος του υποψήφιου αγοραστή. Η θετική απόφαση δημοσιοποιείται σε κάθε περίπτωση. 10. Η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να ορίζει μέγιστη προθεσμία για την απόκτηση ή αύξηση υφιστάμενης συμμετοχής και να παρατείνει την προθεσμία αυτή, οσάκις ενδείκνυται. 11. α) Κατά την αξιολόγηση της κοινοποίησης που προβλέπει η παράγραφος 1 και των πληροφοριών που αναφέρονται στις παραγράφους 5 και 6, η Τράπεζα της Ελλάδος, προκειμένου να διασφαλίσει τη χρηστή και συνετή διοίκηση του πιστωτικού ιδρύματος για το οποίο προτείνεται η απόκτηση συμμετοχής και λαμβάνοντας υπόψη την ενδεχόμενη επιρροή του υποψήφιου αγοραστή στο πιστωτικό ίδρυμα, αξιολογεί την καταλληλότητα του υποψήφιου αγοραστή και τα οικονομικά εχέγγυα της προτεινόμενης απόκτησης συμμετοχής από χρηματοοικονομική άποψη, με βάση το σύνολο των ακόλουθων κριτηρίων: i) τη φήμη του υποψήφιου αγοραστή, ii) τη φήμη και την εμπειρία οποιουδήποτε προσώπου το οποίο θα διευθύνει τις δραστηριότητες του πιστωτικού ιδρύματος κατόπιν της προτεινόμενης απόκτησης συμμετοχής, iii) τη χρηματοοικονομική ευρωστία του υποψήφιου αγοραστή, ιδίως ως προς το είδος των δραστηριοτήτων που ασκούνται ή προβλέπεται ότι θα ασκούνται από το πιστωτικό ίδρυμα για το οποίο προτείνεται η απόκτηση συμμετοχής, iv) την ικανότητα του πιστωτικού ιδρύματος να ανταποκρίνεται και να συνεχίσει να ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας βάσει κυρίως του παρόντος νόμου, του ν. 3455/2006 (ΦΕΚ 84 Α΄) και του ν. 3606/2007 και, ιδίως, το βαθμό κατά τον οποίο ο όμιλος του οποίου, ενδεχομένως, το πιστωτικό ίδρυμα θα καταστεί μέλος, μέσω της σχεδιαζόμενης συμμετοχής, διαθέτει δομή που καθιστά δυνατή την άσκηση αποτελεσματικής εποπτείας, την αποτελεσματική ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ της Τράπεζας της Ελλάδος και των άλλων ημεδαπών ή αλλοδαπών αρμόδιων αρχών, καθώς και τον προσδιορισμό της κατανομής των αρμοδιοτήτων μεταξύ τους, v) το βαθμό κατά τον οποίο υπάρχουν βάσιμες υπόνοιες ότι, σε σχέση με την προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής, διαπράττεται, επιχειρείται να διαπραχθεί, έχει διαπραχθεί ή επιχειρήθηκε να διαπραχθεί, νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες ή χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, κατά την έννοια του ν. 3691/2008 ή ότι η προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής είναι δυνατόν να αυξήσει αυτόν τον κίνδυνο. β) Τηρουμένων των διατάξεων των παραγράφων 3, 4, 6, 7 και 8, σε περίπτωση που κατά την περίοδο αξιολόγησης μίας πρότασης κοινοποιηθούν και άλλη ή άλλες προτάσεις για απόκτηση ή αύξηση υφιστάμενης συμμετοχής στο ίδιο πιστωτικό ίδρυμα, η Τράπεζα της Ελλάδος τις αντιμετωπίζει αμερόληπτα. γ) Η Τράπεζα της Ελλάδος δεν επιβάλλει εκ των προτέρων όρους, όσον αφορά το ύψος της συμμετοχής που πρέπει να αποκτηθεί ούτε εξετάζει την προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής από πλευράς οικονομικών αναγκών της αγοράς. 12. α) Η Τράπεζα της Ελλάδος κατά την αξιολόγηση της προτεινόμενης απόκτησης συμμετοχής ακολουθεί διαδικασία προηγούμενης διαβούλευσης με τις ημεδαπές ή αλλοδαπές αρμόδιες αρχές, εάν ο υποψήφιος αγοραστής είναι: i) πιστωτικό ίδρυμα, ασφαλιστική επιχείρηση, αντασφαλιστική επιχείρηση, επιχείρηση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών ή εταιρία διαχείρισης οργανισμού συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες που έχει λάβει άδεια λειτουργίας σε κράτος–μέλος ή ii) μητρική πιστωτικού ιδρύματος, ασφαλιστικής επιχείρησης, αντασφαλιστικής επιχείρησης, επιχείρησης παροχής επενδυτικών υπηρεσιών ή εταιρίας διαχείρισης οργανισμού συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας σε κράτοςμέλος ή iii) φυσικό ή νομικό πρόσωπο που ελέγχει άλλο πιστωτικό ίδρυμα, ασφαλιστική επιχείρηση, αντασφαλιστική επιχείρηση, επιχείρηση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών ή εταιρία διαχείρισης οργανισμού συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες, που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας σε κράτος−μέλος. β) Η Τράπεζα της Ελλάδος διαβιβάζει χωρίς υπαίτια καθυστέρηση στις αρμόδιες αρχές των λοιπών κρατώνμελών, για τους σκοπούς της αξιολόγησης της προτεινόμενης απόκτησης συμμετοχής που προβλέπεται στο παρόν άρθρο ή σε αντίστοιχη διάταξη νομοθεσίας κρατών–μελών που ενσωματώνει το άρθρο 19 της Οδηγίας 2006/48, όπως ισχύει: i) κατόπιν αιτήματός τους, κάθε σχετική πληροφορία και ii) με δική της πρωτοβουλία, όλες τις ουσιαστικής σημασίας σχετικές πληροφορίες, διαβιβάζοντας και στις δύο περιπτώσεις τυχόν απόψεις ή επιφυλάξεις σχετικά με τον υποψήφιο αγοραστή. γ) Η Τράπεζα της Ελλάδος δύναται να ζητά πληροφορίες από αρμόδιες αρχές άλλων κρατών−μελών για τους σκοπούς αξιολόγησης από αυτήν προτεινόμενης απόκτησης συμμετοχής. Στην απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος για την προτεινόμενη συμμετοχή σε πιστωτικό ίδρυμα που εδρεύει στην Ελλάδα επισημαίνονται τυχόν απόψεις ή επιφυλάξεις τις οποίες ενδεχομένως εξέφρασε η αλλοδαπή αρχή, στο πλαίσιο της ανωτέρω διαβούλευσης. 13. α) Εφόσον οι κληρονόμοι προσώπου που ήταν κάτοχος συμμετοχής των εδαφίων α΄ και β΄ της παραγράφου 1 του άρθρου αυτού, αποκτούν ατομικά συμμετοχή των ανωτέρω εδαφίων, ενημερώνουν σχετικά την Τράπεζα της Ελλάδος εντός προθεσμίας τεσσάρων (4) μηνών από την ημερομηνία θανάτου του κληρονομούμενου ή από την ημερομηνία νόμιμης επαγωγής της κληρονομίας σε αυτούς. Σε περίπτωση αποποίησης της κληρονομίας, η προαναφερόμενη προθεσμία παρατείνεται αντιστοίχως μέχρι την παρέλευση τεσσάρων (4) μηνών από την επαγωγή της κληρονομίας στους περαιτέρω κληρονόμους, οι οποίοι έχουν την υποχρέωση ενημέρωσης. Την ίδια υποχρέωση ενημέρωσης έχει και ο τυχόν εκτελεστής της διαθήκης ή ο κηδεμόνας της σχολάζουσας κληρονομίας ή ο εκκαθαριστής της κληρονομίας που ορίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας. β) Η Τράπεζα της Ελλάδος δύναται, εφόσον κρίνει ότι κληρονόμοι εκ των αναφερομένων στο ανωτέρω εδάφιο α΄ δεν είναι κατάλληλοι για να διασφαλίσουν τη συνετή και χρηστή διαχείριση του πιστωτικού ιδρύματος, να ακολουθήσει τη διαδικασία της παραγράφου 5 του άρθρου 62. 14. α) Τα πιστωτικά ιδρύματα γνωστοποιούν στην Τράπεζα της Ελλάδος, μέχρι την 15η Ιουλίου κάθε έτους, τα ονόματα των μετόχων που κατέχουν συμμετοχή άνω του 1%, καθώς και τα ποσοστά των συμμετοχών αυτών, όπως προκύπτουν, ιδίως από τα στοιχεία που συγκεντρώθηκαν κατά την ετήσια γενική συνέλευση των μετόχων ή από την τυχόν πληρωμή μερισμάτων ή από τις πληροφορίες που περιέρχονται σε γνώση τους, δυνάμει ιδίως των υποχρεώσεων που επιβάλλονται σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία στις εταιρίες, οι μετοχές των οποίων αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε οργανωμένη αγορά. β) Τα πιστωτικά ιδρύματα, εντός 10 εργασίμων ημερών αφότου λάβουν γνώση, γνωστοποιούν στην Τράπεζα της Ελλάδος, την απόκτηση ή εκχώρηση συμμετοχών στο κεφάλαιό τους, οι οποίες αυξάνουν ή μειώνουν τα ποσοστά συμμετοχής πάνω ή κάτω από ένα από τα όρια που αναφέρονται στην παράγραφο 1, καθώς και οποιαδήποτε αλλαγή στην ταυτότητα ή στα στοιχεία των προσώπων που αναφέρονται στα εδάφια β΄ και γ΄ της παραγράφου 10 και στο εδάφιο α΄ της παραγράφου ΦΕΚ ....... 11 του άρθρου 5 του παρόντος νόμου, και λήφθηκαν υπόψη κατά τη χορήγηση της άδειας λειτουργίας των πιστωτικών ιδρυμάτων ή τη διαδικασία έγκρισης μετέπειτα αλλαγών των στοιχείων αυτών. 15. α) Σε περίπτωση που πραγματοποιηθεί συμμετοχή ή αυξηθεί η υφιστάμενη συμμετοχή στο κεφάλαιο πιστωτικού ιδρύματος από φυσικό ή νομικό πρόσωπο χωρίς την, βάσει του παρόντος άρθρου, απαιτούμενη κατά περίπτωση γνωστοποίηση ή έγκριση από την Τράπεζα της Ελλάδος, παύει αυτοδικαίως να έχει αποτέλεσμα η άσκηση των δικαιωμάτων ψήφου που απορρέουν από τη συμμετοχή αυτή και η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να επιβάλλει στους κατόχους των συμμετοχών αυτών τις κυρώσεις, που προβλέπονται στο εδάφιο α΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 64, διαζευκτικά ή σωρευτικά. β) Σε περίπτωση μη τήρησης των υποχρεώσεων γνωστοποίησης στην Τράπεζα της Ελλάδος περί της αλλαγής της ταυτότητας των φυσικών προσώπων που ελέγχουν νομικά πρόσωπα, κατόχους συμμετοχής, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο εδάφιο δ΄ της παραγράφου 1 ή εφόσον δεν υπάρξει συμμόρφωση προς την τυχόν απαίτηση της Τράπεζας της Ελλάδος για την εφαρμογή των προβλεπομένων στα εδάφια β΄ και γ΄ της παραγράφου 11 του άρθρου 5 του παρόντος νόμου, παύει αυτοδικαίως να έχει αποτέλεσμα η άσκηση των δικαιωμάτων ψήφου που απορρέουν από τη συμμετοχή του νομικού προσώπου στο μετοχικό κεφάλαιο του πιστωτικού ιδρύματος και η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να επιβάλλει τις κυρώσεις που προβλέπονται στο εδάφιο β΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 64. 16. Για τους σκοπούς της εποπτείας, η Τράπεζα της Ελλάδος δύναται να ζητά από τα πιστωτικά ιδρύματα τη γνωστοποίηση των στοιχείων της ταυτότητας και το ύψος του ποσοστού συμμετοχής των μεγαλύτερων μετόχων τους που αθροιστικά συγκεντρώνουν στην κατοχή τους την πλειοψηφία των δικαιωμάτων ψήφου του πιστωτικού ιδρύματος. 17. Η Τράπεζα της Ελλάδος δύναται να ρυθμίζει ειδικά θέματα και λεπτομέρειες εφαρμογής του παρόντος άρθρου. Άρθρο 86 (άρθρα 1 και 2 της Οδηγίας 2007/44) Αξιολόγηση της απόκτησης ή εκχώρησης συμμετοχών σε ασφαλιστικές επιχειρήσεις 1. Το τελευταίο εδάφιο της περίπτωσης ιγ΄ του άρθρου 2α του ν.δ. 400/1970 αντικαθίσταται ως εξής: «Για τον υπολογισμό της «ειδικής συμμετοχής» λαμβάνονται επιπλέον υπόψη τα άρθρα 9, 10, 12, 13 παράγραφοι 4 και 5 του ν. 3556/2007 (ΦΕΚ 91 Α΄).» 2. Η παράγραφος 1α του άρθρου 15α του ν.δ.400/1970 (ΦΕΚ 10 Α΄) αντικαθίσταται ως εξής: «1. Κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο (στο εξής: «υποψήφιος αγοραστής»), το οποίο, μεμονωμένα ή μέσω κοινής δράσης, όπως ο όρος αυτός ορίζεται κατωτέρω, με άλλα πρόσωπα, έχει αποφασίσει είτε να αποκτήσει, άμεσα ή έμμεσα, ειδική συμμετοχή είτε να αυξήσει περαιτέρω, άμεσα ή έμμεσα, υφιστάμενη ειδική συμμετοχή, όπως ο όρος «ειδική συμμετοχή» ορίζεται στο στοιχείο ιγ΄ του άρθρου 2α του παρόντος νομοθετικού διατάγματος και δύναται να εξειδικεύεται με πράξεις κανονιστικού περιεχομένου της Επιτροπής Εποπτείας Ιδιωτικής Ασφάλισης (στο εξής: «ΕΠ.Ε.Ι.Α.») σε ασφαλιστική επιχείρηση που εδρεύει και λειτουργεί στην Ελλάδα, ούτως ώστε το ποσοστό των δικαιωμάτων ψήφου ή του μετοχικού κεφαλαίου που κατέχει να φθάνει ή να υπερβαίνει τα όρια του 10%, του 20%, του 1/3 ή του 50% ή ώστε να αποκτήσει άμεσα ή έμμεσα τον έλεγχο της ασφαλιστικής επιχείρησης, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 2α στοιχ. ιβ΄ του παρόντος, όπως ισχύει (στο εξής: «προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής»), αρχικά απευθύνει κοινοποίηση εγγράφως στην ΕΠ.Ε.Ι.Α. προσδιορίζοντας το ύψος της σκοπούμενης συμμετοχής, καθώς και τις σχετικές με την προληπτική αξιολόγηση πληροφορίες, σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 15β του παρόντος. Η ΕΠ.Ε.Ι.Α. με απόφασή της δημοσιοποιεί κατάλογο με τις αναγκαίες, για τους σκοπούς της προληπτικής εποπτείας, πληροφορίες για τη διενέργεια της αξιολόγησης, οι οποίες πρέπει να υποβάλλονται σε αυτήν κατά την κοινοποίηση που προβλέπει το παρόν άρθρο. Ως «κοινή δράση» για την εφαρμογή του παρόντος νοείται η περίπτωση κατά την οποία δύο ή περισσότεροι υποψήφιοι αγοραστές ενεργούν συντονισμένα κατά την απόκτηση μετοχών ή δικαιωμάτων ψήφου με συμφωνία που μπορεί να γίνεται εγγράφως ή προφορικά, ανεξαρτήτως εάν τα πρόσωπα που δρουν από κοινού συνδέονται μεταξύ τους. Η κοινοποίηση των δικαιωμάτων ψήφου της ως άνω περίπτωσης στην ΕΠ.Ε.Ι.Α. γίνεται είτε από τον κάθε υποψήφιο αγοραστή χωριστά είτε από έναν από αυτούς, ο οποίος έχει εξουσιοδοτηθεί για το σκοπό αυτόν. Κατά τον ως άνω υπολογισμό του ποσοστού συμμετοχής δεν λαμβάνονται υπόψη τα δικαιώματα ψήφου ή οι μετοχές με δικαίωμα ψήφου που κατέχουν πιστωτικά ιδρύματα ή επιχειρήσεις επενδύσεων ως αποτέλεσμα αναδοχής ή/και τοποθέτησης χρηματοπιστωτικών μέσων με ρητή δέσμευση ανάληψης, σύμφωνα με το εδάφιο στ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 4 του ν. 3606/2007, εφόσον τα εν λόγω δικαιώματα δεν ασκούνται ούτε χρησιμοποιούνται κατ’ άλλον τρόπο, με σκοπό την παρέμβαση στη διαχείριση του εκδότη και πρόκειται βάσει ρητής δέσμευσης να μεταβιβαστούν εντός ενός (1) έτους από την απόκτηση. Προκειμένου περί συμμετοχών που πραγματοποιούνται από φυσικά πρόσωπα, η ΕΠ.Ε.Ι.Α. δικαιούται για την επίτευξη των σκοπών της εποπτείας και για λόγους διαφάνειας: i) να ζητά στοιχεία για την ταυτότητα, τη χρηματοοικονομική κατάσταση και την προέλευση των χρηματικών μέσων των εν λόγω προσώπων και ii) να απαιτεί από τα φυσικά πρόσωπα να της παρέχουν τις κατάλληλες πληροφορίες, ώστε να βεβαιώνεται ότι πληρούνται πάντοτε οι προϋποθέσεις που προβλέπονται για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας με βάση το παρόν νομοθετικό διάταγμα ή ότι δεν ανέκυψαν καταστάσεις που θα αποτελούσαν αιτία για τη μη χορήγηση της άδειας αυτής. Προκειμένου περί συμμετοχών πού πραγματοποιούνται από νομικά πρόσωπα, η ΕΠ.Ε.Ι.Α. δικαιούται: i) να ζητά πληροφορίες για την ταυτότητα των φυσικών προσώπων που άμεσα η έμμεσα ελέγχουν τα νομικά αυτά πρόσωπα, ii) να επιβάλλει την υποχρέωση να της γνωστοποιείται οποιαδήποτε μεταγενέστερη μεταβολή στην ταυτότητα των φυσικών αυτών προσώπων, υπό την έννοια του πραγματικού δικαιούχου της παραγράφου16 του άρθρου 4 του ν. 3691/2008 (ΦΕΚ 166 Α΄), που άμεσα ή έμμεσα τα ελέγχουν, iii) να ζητά τη γνωστοποίηση των οικονομικών στοιχείων (οικονομικές καταστάσεις τους), όταν καθιστούν την ασφαλιστική επιχείρηση θυγατρική τους για τον έλεγχο της χρηματοοικονομικής τους κατάστασης, τα οποία μπορεί να ζητηθούν και μεταγενέστερα και iv) να απαιτεί από τα νομικά πρόσωπα να της παρέχουν τις κατάλληλες πληροφορίες, ώστε να βεβαιώνεται ότι πληρούνται πάντοτε οι προϋποθέσεις που προβλέπονται για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας με βάση τον παρόντα νόμο ή ότι δεν ανέκυψαν καταστάσεις που θα αποτελούσαν αιτία για τη μη χορήγηση της άδειας αυτής. Για την έννοια του ελέγχου έχει εφαρμογή το στοιχείο ιβ΄ του άρθρου 2α του παρόντος. Για τον αποτελεσματικότερο έλεγχο της ταυτότητας των φυσικών προσώπων που ελέγχουν νομικά πρόσωπα, τα οποία κατέχουν ειδική συμμετοχή σε ασφαλιστικές επιχειρήσεις, η ΕΠ.Ε.Ι.Α. δύναται: i) να επιβάλλει την υποχρέωση στα νομικά αυτά πρόσωπα να έχουν ονομαστικές τις μετοχές με δικαίωμα ψήφου, ii) να απαιτεί όπως συγκεκριμένα ποσοστά του συνόλου των πιο πάνω ονομαστικών μετοχών με δικαίωμα ψήφου ανήκουν σε ένα η περισσότερα φυσικά πρόσωπα που τυγχάνουν της προηγούμενης έγκρισης της ΕΠ.Ε.Ι.Α. Σε περίπτωση θανάτου προσώπου που κατέχει ειδική συμμετοχή η ως άνω υποχρέωση ενημέρωσης από τους κληρονόμους του επιτρέπεται να πραγματοποιηθεί εντός προθεσμίας τεσσάρων (4) μηνών από την ημερομηνία θανάτου του κληρονομούμενου ή από την ημερομηνία νόμιμης επαγωγής της κληρονομίας σε αυτούς. Σε περίπτωση αποποίησης της κληρονομίας, η προαναφερόμενη προθεσμία παρατείνεται αντιστοίχως μέχρι την παρέλευση τεσσάρων (4) μηνών από την επαγωγή της κληρονομίας στους περαιτέρω κληρονόμους, οι οποίοι έχουν την υποχρέωση ενημέρωσης. Την ίδια υποχρέωση ενημέρωσης έχει και ο τυχόν εκτελεστής της διαθήκης ή ο κηδεμόνας της σχολάζουσας κληρονομίας ή ο εκκαθαριστής της κληρονομίας που ορίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας. Μέσα σε τρεις (3) μήνες από τη γνωστοποίηση η ΕΠ.Ε.Ι.Α. μπορεί, εφόσον κρίνει ότι οι κληρονόμοι δεν είναι κατάλληλοι για να εξασφαλίσουν τη συνετή και χρηστή διαχείριση της ασφαλιστικής επιχείρησης, να επιβάλλει τις κυρώσεις της παραγράφου 5 στοιχείο β΄ του παρόντος άρθρου.» 3. Η παράγραφος 3 του άρθρου 15α του ν.δ. 400/1970 αντικαθίσταται ως εξής: «3. Κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο έχει αποφασίσει να παύσει να κατέχει, άμεσα ή έμμεσα, ειδική συμμετοχή σε ασφαλιστική επιχείρηση απευθύνει κοινοποίηση εγγράφως στην ΕΠ.Ε.Ι.Α., προσδιορίζοντας το ύψος της συμμετοχής που προτίθεται να μεταβιβάσει. Κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο πρέπει ομοίως να απευθύνει έγγραφη κοινοποίηση στην ΕΠ.Ε.Ι.Α. για την απόφασή του να μειώσει την ειδική συμμετοχή του, προκειμένου το ποσοστό των δικαιωμάτων ψήφου ή του μετοχικού κεφαλαίου που θα κατέχει να μειωθεί σε λιγότερο από τα όρια του 10%, 20%, του 1/3 ή του 50 % ή προκειμένου να παύσει να έχει τον έλεγχο της εποπτευόμενης ασφαλιστικής επιχείρησης, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 2α στοιχείο ιβ΄ του παρόντος, όπως ισχύει.» 4. Στο προτελευταίο εδάφιο της παραγράφου 5 του άρθρου 15α του ν.δ. 400/1970 μετά τις λέξεις «συμμετοχή του νομικού προσώπου» προστίθενται οι λέξεις «στο μετοχικό κεφάλαιο της ασφαλιστικής επιχείρησης». 5. Στο ν.δ. 400/1970 προστίθεται άρθρο 15β ως ακολούθως: «Άρθρο 15β 1. Η ΕΠ.Ε.Ι.Α., αμέσως και σε κάθε περίπτωση εντός δύο (2) εργασίμων ημερών από την παραλαβή της κοινοποίησης, που απαιτείται βάσει του άρθρου 15α παράγραφος 1, καθώς και σε περίπτωση ενδεχόμενης μεταγενέστερης παραλαβής των πληροφοριών που αναφέρονται, γνωστοποιεί εγγράφως στον υποψήφιο αγοραστή ότι τις παρέλαβε. Η ΕΠ.Ε.Ι.Α. διαθέτει μέγιστη προθεσμία εξήντα (60) εργασίμων ημερών από την ημερομηνία της γραπτής επιβεβαίωσης της παραλαβής της κοινοποίησης και όλων των εγγράφων που απαιτούνται να επισυνάπτονται στην κοινοποίηση του υποψήφιου αγοραστή, προκειμένου να διενεργήσει την αξιολόγηση της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου. Στον υποψήφιο αγοραστή γνωστοποιείται κατά την επιβεβαίωση της παραλαβής και η ημερομηνία λήξης της περιόδου αξιολόγησης. Η ΕΠ.Ε.Ι.Α δύναται το αργότερο μέχρι την πεντηκοστή εργάσιμη ημέρα της περιόδου αξιολόγησης να ζητήσει περαιτέρω πληροφορίες που είναι αναγκαίες για την ολοκλήρωση της αξιολόγησης. Το αίτημα υποβάλλεται εγγράφως και καθορίζονται τα αναγκαία συμπληρωματικά πληροφοριακά στοιχεία. Κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ της ημερομηνίας κατά την οποία ζητήθηκαν οι πληροφορίες από την EΠ.Ε.Ι.Α. και της ημερομηνίας παραλαβής της απάντησης του υποψήφιου αγοραστή, η περίοδος αξιολόγησης αναστέλλεται. Η αναστολή δεν πρέπει να υπερβαίνει τις είκοσι (20) εργάσιμες ημέρες. Οι αρμόδιες αρχές έχουν τη διακριτική ευχέρεια να υποβάλλουν περαιτέρω αιτήματα για τη συμπλήρωση ή τη διευκρίνιση των πληροφοριών, τούτο όμως δεν είναι δυνατόν να συνεπάγεται διακοπή της περιόδου αξιολόγησης. Η EΠ.Ε.Ι.Α. μπορεί να παρατείνει την αναστολή της παραγράφου 2 δεύτερο εδάφιο έως τριάντα (30) εργάσιμες ημέρες, εάν ο υποψήφιος αγοραστής: α) είναι εγκατεστημένος ή υπόκειται σε ρυθμιστικό πλαίσιο εκτός της Κοινότητας· β) είναι φυσικό ή νομικό πρόσωπο μη υποκείμενο σε εποπτεία δυνάμει της ισχύουσας ασφαλιστικής νομοθεσίας. Εάν η ΕΠ.Ε.Ι.Α, μόλις ολοκληρώσει την αξιολόγησή της, αποφασίσει να αντιταχθεί στην προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής, πρέπει να ενημερώσει εγγράφως τον υποψήφιο αγοραστή, εντός δύο (2) εργασίμων ημερών, και χωρίς να υπερβαίνει την περίοδο αξιολόγησης, εκθέτοντας τους λόγους της απόφασης αυτής. Η EΠ.Ε.Ι.Α. δύναται να προβαίνει στη δημοσιοποίηση της αναφερόμενης στην παρούσα παράγραφο αιτιολογημένης εναντιώσεώς της στην προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής, άνευ αιτήματος του υποψήφιου αγοραστή. Εάν η ΕΠ.Ε.Ι.Α δεν αντιταχθεί εγγράφως στην προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής, εντός της περιόδου αξιολόγησης, τότε η προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής θεωρείται ότι εγκρίθηκε. Η θετική απόφαση δημοσιοποιείται σε κάθε περίπτωση. Η ΕΠ.Ε.Ι.Α. μπορεί να ορίζει μέγιστη προθεσμία για την ολοκλήρωση της προτεινόμενης απόκτησης συμμετοχής και να παρατείνει την προθεσμία αυτή, οσάκις ενδείκνυται. 2. Η ΕΠ.Ε.Ι.Α. κατά την αξιολόγηση της κοινοποίησης και των πληροφοριών της παραγράφου 1 του άρθρου 15α του παρόντος νομοθετικού διατάγματος για απόκτηση ειδικής συμμετοχής, προκειμένου να εξασφαλίσει την ορθή και συνετή διοίκηση της ασφαλιστικής επιχείρησης για την οποία προτείνεται η απόκτηση συμμετοχής και λαμβάνοντας υπόψη την ενδεχόμενη επιρροή του υποψήφιου αγοραστή (φυσικού ή νομικού προσώπου) στην ασφαλιστική επιχείρηση, αξιολογεί την καταλληλότητα του υποψήφιου αγοραστή και περαιτέρω την ορθότητα της προτεινόμενης απόκτησης συμμετοχής από χρηματοοικονομική άποψη, με βάση όλα τα ακόλουθα κριτήρια: α) τη φήμη του υποψήφιου αγοραστή· β) τη φήμη και την εμπειρία οποιουδήποτε προσώπου το οποίο θα διευθύνει τις δραστηριότητες της ασφαλιστικής επιχείρησης κατόπιν της προτεινόμενης απόκτησης συμμετοχής· γ) τη χρηματοοικονομική ευρωστία του υποψήφιου αγοραστή, ιδίως ως προς το είδος των δραστηριοτήτων που ασκούνται ή προβλέπεται ότι θα ασκούνται από την ασφαλιστική επιχείρηση για την οποία προτείνεται η απόκτηση συμμετοχής· δ) την ικανότητα της ασφαλιστικής επιχείρησης να ανταποκρίνεται και να συνεχίσει να ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας βάσει του παρόντος νομοθετικού διατάγματος και της σχετικής ασφαλιστικής νομοθεσίας, ιδίως δε το κατά πόσον ο όμιλος του οποίου ενδέχεται να καταστεί μέλος, διαθέτει δομή που καθιστά δυνατή την άσκηση αποτελεσματικής εποπτείας, την επαρκή ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ της ΕΠ.Ε.Ι.Α. και των λοιπών αρμόδιων αρχών, ημεδαπών και αλλοδαπών, καθώς και τον προσδιορισμό της κατανομής των αρμοδιοτήτων μεταξύ τους· ε) το βαθμό κατά τον οποίο υπάρχουν βάσιμες υπόνοιες ότι, σε σχέση με την προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής, διαπράττεται, επιχειρείται να διαπραχθεί, έχει διαπραχθεί ή επιχειρήθηκε να διαπραχθεί, νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, κατά την έννοια του άρθρου 2 του ν. 3691/2008 ή ότι η προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής είναι δυνατόν να αυξήσει αυτόν τον κίνδυνο. 3. Η ΕΠ.Ε.Ι.Α. δύναται να αρνηθεί την προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής μόνον εφόσον υπάρχουν βάσιμοι λόγοι γι’ αυτό, με βάση τα κριτήρια της παραγράφου 1 ή εάν οι πληροφορίες που διαβιβάσθηκαν από τον υποψήφιο αγοραστή (φυσικό ή νομικό πρόσωπο) δεν είναι πλήρεις, εφαρμοζομένης ανάλογα της παραγράφου 2 στοιχείο γ΄ του άρθρου 15α του παρόντος νομοθετικού διατάγματος. 4. Η ΕΠ.Ε.Ι.Α. κατά την αξιολόγηση της απόκτησης συμμετοχής διαβουλεύεται εκτενώς με τις αντίστοιχες αρμόδιες αρχές, εφόσον ο υποψήφιος αγοραστής είναι: α) ασφαλιστική επιχείρηση, αντασφαλιστική επιχείρηση, πιστωτικό ίδρυμα, επιχείρηση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών (Ε.Π.Ε.Υ.) ή εταιρία διαχείρισης Οργανισμού Συλλογικών Επενδύσεων σε Κινητές Αξίες (Ο.Σ.Ε.Κ.Α.), με άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος–μέλος ή σε διαφορετικό κλάδο από αυτόν στον οποίο προτείνεται η απόκτηση συμμετοχής ή β) μητρική επιχείρηση ασφαλιστικής επιχείρησης, αντασφαλιστικής επιχείρησης, πιστωτικού ιδρύματος, επιχείρησης παροχής επενδυτικών υπηρεσιών ή εταιρίας διαχείρισης Ο.Σ.Ε.Κ.Α. με άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος–μέλος ή σε διαφορετικό κλάδο από αυτόν στον οποίο προτείνεται η απόκτηση συμμετοχής ή γ) φυσικό ή νομικό πρόσωπο που ελέγχει ασφαλιστική επιχείρηση, αντασφαλιστική επιχείρηση, πιστωτικό ίδρυμα, επιχείρηση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών ή εταιρία διαχείρισης Ο.Σ.Ε.Κ.Α. με άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος–μέλος ή σε διαφορετικό κλάδο από αυτόν στον οποίο προτείνεται η απόκτηση συμμετοχής. 5. Η ΕΠ.Ε.Ι.Α. παρέχει, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, κάθε ουσιαστική ή σχετική πληροφορία για την αξιολόγηση της απόκτησης συμμετοχής σε επιχειρήσεις της παραγράφου 4. Στο πλαίσιο αυτό διαβιβάζει, κατόπιν αιτήματος στις αρμόδιες αρχές, κάθε σχετική πληροφορία και γνωστοποιεί, με δική της πρωτοβουλία, όλες τις ουσιαστικής σημασίας πληροφορίες, διαβιβάζοντας και στις δύο περιπτώσεις τυχόν απόψεις ή επιφυλάξεις σχετικά με τον υποψήφιο αγοραστή. 6. Η ΕΠ.Ε.Ι.Α. δύναται να ζητά πληροφορίες από αρμόδιες αρχές άλλων χωρών για τους σκοπούς αξιολόγησης από αυτήν προτεινόμενης απόκτησης συμμετοχής. Στην απόφασή της πρέπει να επισημαίνονται οι τυχόν απόψεις ή επιφυλάξεις τις οποίες εξέφρασε η αρμόδια αρχή η οποία είναι υπεύθυνη για την εποπτεία του υποψήφιου αγοραστή.»