Μετά το άρθρο 6 του ν. 3148/2003 προστίθενται άρθρα 6Α και 6Β ως εξής: «Άρθρο 6Α Διερεύνηση υποθέσεων 1. Η διερεύνηση των υποθέσεων για τη διαπίστωση της συνδρομής ή μη παράβασης της νομοθεσίας και του ρυθμιστικού πλαισίου που διέπει τις εργασίες των ελεγκτών κατά την παράγραφο 1 του άρθρου 6 του παρόντος διενεργείται με τη διοικητική μέριμνα του Σ.Π.Ε. και με την υποστήριξη της Διεύθυνσης Λογιστικών και Ελεγκτικών Θεμάτων, Μελετών και Υποστήριξης Ποιοτικών Ελέγχων της Ε.Λ.Τ.Ε. και των «εντεταλμένων ελεγκτών» της Ε.Λ.Τ.Ε.. 2. Το Δ.Σ. της Ε.Λ.Τ.Ε. ύστερα από εισήγηση του Σ.Π.Ε. μπορεί να ορίζει ως «εντεταλμένους ελεγκτές», φυσικά πρόσωπα, ιδιώτες ή υπαλλήλους του Δημοσίου ή νομικών προσώπων Δημοσίου Δικαίου, με κατάλληλη επαγγελματική κατάρτιση και εμπειρία που έχουν λάβει εξειδικευμένη εκπαίδευση, ιδίως σε θέματα διενέργειας ποιοτικών ελέγχων. Με απόφαση του Δ.Σ. της Ε.Λ.Τ.Ε. μπορούν να εξειδικεύονται τα αναγκαία προσόντα και οι απαιτούμενες ειδικότητες των «εντεταλμένων ελεγκτών», καθώς και η διαδικασία επιλογής και αποζημίωσής τους. Οι «εντεταλμένοι ελεγκτές» της Ε.Λ.Τ.Ε. υποχρεούνται κατά την άσκηση των καθηκόντων τους στην τήρηση του επαγγελματικού απορρήτου, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 33 του ν. 3693/2008 και 11 του παρόντος νόμου. Για τη διασφάλιση της ανεξαρτησίας και της αντικειμενικότητας των ποιοτικών ελέγχων, οι «εντεταλμένοι ελεγκτές» της Ε.Λ.Τ.Ε. υπόκεινται στους ακόλουθους περιορισμούς: α) Δεν επιτρέπεται να ασκούν το επάγγελμα του νόμιμου ελεγκτή ή να εργάζονται για λογαριασμό νόμιμου ελεγκτή ή ελεγκτικού γραφείου ή του δικτύου τους. β) Δεν επιτρέπεται να συμμετέχουν σε έλεγχο νόμιμου ελεγκτή ή ελεγκτικού γραφείου, στο οποίο κατά την προηγούμενη διετία εργάστηκαν ως εταίροι ή υπάλληλοι ή με το οποίο συνδέονταν κατά οποιονδήποτε τρόπο ή από το οποίο λαμβάνουν οποιασδήποτε φύσεως αμοιβή. γ) Δεν υπάρχει σύγκρουση συμφερόντων μεταξύ αυτών και του ελεγχόμενου φορέα, επί του οποίου θα πραγματοποιήσουν έλεγχο. Οι «εντεταλμένοι ελεγκτές» της Ε.Λ.Τ.Ε. υποχρεούνται να υποβάλουν στο Σ.Π.Ε. πριν από την έναρξη εκάστου ελέγχου που τους ανατίθεται, «υπεύθυνη δήλωση» ότι συμμορφώνονται με τους παραπάνω περιορισμούς και απαιτήσεις. 3. Το Σ.Π.Ε. δύναται να δίδει εντολές ελέγχου – είτε αυτεπαγγέλτως είτε κατόπιν σχετικής καταγγελίας – οδηγίες και κατευθυντήριες γραμμές στη Διεύθυνση της παραγράφου 1 του παρόντος, καθώς και στους «εντεταλμένους ελεγκτές» ως προς θέματα ασκήσεως του ελέγχου και, γενικώς, εποπτεύει την εν λόγω ελεγκτική αρμοδιότητά τους. Η Διεύθυνση Λογιστικών και Ελεγκτικών Θεμάτων, Μελετών και Υποστήριξης Ποιοτικών Ελέγχων ή/και οι «εντεταλμένοι ελεγκτές» της Ε.Λ.Τ.Ε. («τα ελεγκτικά όργανα της Ε.Λ.Τ.Ε.») μετά το πέρας της διερεύνησης υποθέσεως υποβάλλουν το πόρισμά τους στο Σ.Π.Ε.. 4. Σε περίπτωση που κατά τη διάρκεια διενέργειας ποιοτικού ελέγχου πιθανολογείται σοβαρά η τέλεση πειθαρχικών παραπτωμάτων, το Σ.Π.Ε. μπορεί να εισηγείται προς το Δ.Σ. της Ε.Λ.Τ.Ε. την επιβολή κυρώσεων, χωρίς να απαιτείται περαιτέρω διερεύνηση της υποθέσεως από τα ελεγκτικά όργανα της Ε.Λ.Τ.Ε..» « Άρθρο 6Β Εξουσίες των οργάνων της Ε.Λ.Τ.Ε. 1. Τα ελεγκτικά όργανα της Ε.Λ.Τ.Ε. στο πλαίσιο της διερεύνησης υποθέσεως για τη διαπίστωση της τυχόν τέλεσης παραβάσεων της νομοθεσίας και του ρυθμιστικού πλαισίου που διέπει τις εργασίες των ελεγκτών κατά την παράγραφο 1 του άρθρου 6 του παρόντος δύνανται: α) Να έχουν πρόσβαση και να λαμβάνουν αντίγραφα ή αποσπάσματα από έγγραφα, βιβλία και άλλα στοιχεία που τηρούνται σε οποιαδήποτε μορφή (έγγραφη, ηλεκτρονική, μαγνητική ή άλλη) στην επαγγελματική εγκατάσταση που βρίσκεται μέσα ή έξω από τις κτιριακές εγκαταστάσεις των ελεγχόμενων προσώπων των παραγράφων 2 έως 8 του ν. 3693/2008, τα οποία δεν δικαιούνται να επικαλεσθούν επαγγελματικό ή άλλο απόρρητο. β) Να προβαίνουν σε κατασχέσεις βιβλίων, εγγράφων και άλλων στοιχείων, στα οποία συμπεριλαμβάνονται και τα ηλεκτρονικά μέσα αποθήκευσης και μεταφοράς δεδομένων, που βρίσκονται μέσα ή έξω από τις κτιριακές εγκαταστάσεις των ελεγχόμενων προσώπων ή εταιρειών. γ) Να λαμβάνουν κατά την κρίση τους ένορκες ή ανωμοτί μαρτυρικές καταθέσεις, με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 212 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, και να ζητούν επεξηγήσεις για τα γεγονότα ή έγγραφα που σχετίζονται με το αντικείμενο και το σκοπό του ελέγχου και να καταγράφουν τις σχετικές απαντήσεις. 2. Τα ελεγκτικά όργανα της Ε.Λ.Τ.Ε. ασκούν τις ως άνω αρμοδιότητές τους, εφόσον δοθεί σχετική, έγγραφη και ειδική εντολή, από τον Πρόεδρο της Ε.Λ.Τ.Ε.. Η εντολή δίδεται είτε σε ορισμένο ελεγκτή είτε σε ομάδα ελεγκτών. Στην τελευταία περίπτωση, η εντολή πρέπει να ορίζει και τον ελεγκτή που είναι ο επικεφαλής του ελέγχου. Σε περίπτωση που η εντολή δίδεται προς «εντεταλμένο ελεγκτή» της Ε.Λ.Τ.Ε., υποχρεωτικά ορίζεται στην ομάδα ελέγχου και ένας τουλάχιστον υπάλληλος της Ε.Λ.Τ.Ε., ο οποίος υπογράφει κάθε έγγραφο σχετικό με τη διενέργεια της έρευνας. 3. Οι έλεγχοι και η λήψη πληροφοριών και στοιχείων της περίπτωσης α΄ της παραγράφου 1, καθώς και οι κατασχέσεις της περίπτωσης β΄ της παραγράφου 1, πραγματοποιούνται σε οποιαδήποτε, για το ελεγχόμενο πρόσωπο, εργάσιμη ώρα. 4. Για την κατάσχεση που πραγματοποιείται σύμφωνα με την περίπτωση β΄ της παραγράφου 1 του παρόντος, συντάσσεται έκθεση κατάσχεσης. Η έκθεση υπογράφεται από το αρμόδιο ελεγκτικό όργανο που ενεργεί την κατάσχεση, το οποίο πρέπει να είναι υπάλληλος της Ε.Λ.Τ.Ε. και από το ελεγχόμενο πρόσωπο ή τον νόμιμο εκπρόσωπό του. Η έκθεση κατάσχεσης συντάσσεται σε δύο αντίγραφα. Το ένα από τα αντίγραφα διατηρείται από το αρμόδιο ελεγκτικό όργανο της Ε.Λ.Τ.Ε. και το άλλο παραδίδεται σε εκείνον που υπέγραψε για λογαριασμό του ελεγχόμενου προσώπου. Σε περίπτωση άρνησης των παραπάνω να υπογράψουν, αντίγραφο της έκθεσης κατάσχεσης επιδίδεται, με δικαστικό επιμελητή στο πρόσωπο, κατά του οποίου επεβλήθη η κατάσχεση, εντός δέκα εργάσιμων ημερών από την ημέρα ολοκλήρωσης της κατάσχεσης, εφαρμοζομένων κατά τα λοιπά αναλόγως των άρθρων 47 έως 57 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ν. 2717/1999). Το ελεγχόμενο πρόσωπο δικαιούται να λάβει αντίγραφα των κατασχεθέντων εγγράφων με δαπάνες του. 5. Η έκθεση κατάσχεσης περιλαμβάνει κατ’ ελάχιστον: α) τον τίτλο «Έκθεση Κατάσχεσης της Επιτροπής Λογιστικής Τυποποίησης και Ελέγχων», β) το χρόνο διενέργειας της κατάσχεσης, γ) τον τόπο διενέργειας της κατάσχεσης, δηλαδή τα στοιχεία της επαγγελματικής εγκατάστασης, καθώς και τη νομική μορφή, επωνυμία ή πλήρη στοιχεία ταυτότητας του ελεγχόμενου προσώπου, δ) το ονοματεπώνυμο των διενεργούντων την κατάσχεση ελεγκτικών οργάνων της Ε.Λ.Τ.Ε., ε) τον αριθμό και τη χρονολογία εντολής ελέγχου του Προϊσταμένου της Διεύθυνσης Λογιστικών και Ελεγκτικών Θεμάτων, Μελετών και Υποστήριξης Ποιοτικών Ελέγχων της Ε.Λ.Τ.Ε. ή του αναπληρωτή του ή του Προέδρου του Σ.Π.Ε., στ) την αιτιολογία για τη διενέργεια της κατάσχεσης, ζ) την υπογραφή των ενεργούντων την κατάσχεση ελεγκτικών οργάνων της Ε.Λ.Τ.Ε., καθώς και την υπογραφή του προσώπου που υπέγραψε για λογαριασμό του ελεγχόμενου προσώπου, η) σαφή περιγραφή των κατασχεθέντων αντικειμένων. 6. Η λήψη μαρτυρικών καταθέσεων, σύμφωνα με την περίπτωση γ΄ της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, πραγματοποιείται στην έδρα της Ε.Λ.Τ.Ε.. Το ελεγχόμενο πρόσωπο που πρόκειται να καταθέσει κλητεύεται εγγράφως σε ορισμένη ημέρα και ώρα. Η κλήση υπογράφεται από τον Προϊστάμενο της Διεύθυνσης Λογιστικών και Ελεγκτικών Θεμάτων, Μελετών και Υποστήριξης Ποιοτικών Ελέγχων της Ε.Λ.Τ.Ε. ή τον αναπληρωτή του ή τον Πρόεδρο του Σ.Π.Ε.. Η κλήση περιέχει συνοπτική περιγραφή της υπόθεσης, για την οποία πρόκειται να εξεταστεί ο μάρτυρας και μνημονεύει την αρχή στην οποία αυτό καλείται. Η κλήση επιδίδεται στο εξεταζόμενο πρόσωπο με δικαστικό επιμελητή, εφαρμοζομένων αναλόγως των άρθρων 47 έως 57 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, μία (1) τουλάχιστον εργάσιμη ημέρα πριν από την ημέρα για την οποία καλείται προς εξέταση. Η προθεσμία κλήσης μπορεί να παρατείνεται σε πέντε (5) εργάσιμες ημέρες, εφόσον το εξεταζόμενο πρόσωπο έχει την κατοικία ή έδρα του εκτός του Νομού Αττικής. Η προθεσμία κλήσης παρατείνεται σε δέκα (10) εργάσιμες ημέρες, εφόσον το εξεταζόμενο πρόσωπο έχει την κατοικία ή έδρα του εκτός της Ελληνικής Επικράτειας. 7. Η λήψη μαρτυρικών καταθέσεων πραγματοποιείται ενώπιον ελεγκτικού οργάνου της Ε.Λ.Τ.Ε. και ενός διοικητικού υπαλλήλου της Ε.Λ.Τ.Ε., ως γραμματέα. Ο μάρτυρας, πριν καταθέσει, καλείται να δηλώσει το όνομα και το επώνυμό του, τον τόπο της γέννησης και της κατοικίας του, καθώς και την ηλικία του. 8. Για τη μαρτυρική κατάθεση συντάσσεται από τον γραμματέα έκθεση μαρτυρικής κατάθεσης. Η έκθεση πρέπει να αναφέρει τον τόπο και την ημερομηνία της κατάθεσης, την ώρα κατά την οποία άρχισε και τελείωσε η κατάθεση και το ονοματεπώνυμο του ελεγκτικού οργάνου της Ε.Λ.Τ.Ε. που έλαβε την κατάθεση, του γραμματέα και του μάρτυρα, καθώς και ακριβή καταγραφή όσων κατατέθηκαν από τον μάρτυρα. Η έκθεση διαβάζεται από όλα τα παρευρισκόμενα κατά την εξέταση πρόσωπα και υπογράφεται από αυτά. Αν κάποιο από τα πρόσωπα αυτά αρνείται να υπογράψει, αυτό αναφέρεται στην έκθεση. Η έκθεση αποτελεί πλήρη απόδειξη για όσα έχει καταθέσει ο μάρτυρας. Η έκθεση είναι άκυρη, εάν λείπουν η χρονολογία (εκτός αν προκύπτει με βεβαιότητα από το όλο περιεχόμενο της έκθεσης ή από άλλα έγγραφα που επαναλαμβάνονται σε αυτήν), η αναγραφή των ονομάτων και των επωνύμων ή η υπογραφή των προσώπων που παρευρέθηκαν στην κατάθεση. Η έκθεση συντάσσεται σε δύο αντίγραφα, από τα οποία ένα αντίγραφο δίδεται στον μάρτυρα και το άλλο τίθεται με ευθύνη του ελεγκτικού οργάνου της Ε.Λ.Τ.Ε. που έλαβε την κατάθεση, στο φάκελο της υπόθεσης. 9. Ψευδείς ή ανακριβείς μαρτυρικές καταθέσεις τιμωρούνται σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παράγραφο 2 του άρθρου 225 του Ποινικού Κώδικα.»