167 Α' 2010

ΝΟΜΟΣ 3883/2010

Υπηρεσιακή εξέλιξη και ιεραρχία των στελεχών των Ενόπλων Δυνάμεων − Θέματα διοίκησης των Ενόπλων Δυνάμεων, Στρατολογίας και συναφείς διατάξεις.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΣΤ΄ - ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ
24 Σεπτεμβρίου 2010

ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ
ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
ΤΕΥΧΟΣ ΠΡΩΤΟ Αρ. Φύλλου 167
24 Σεπτεμβρίου 2010

ΝΟΜΟΣ ΥΠ’ ΑΡΙΘ. 3883
Υπηρεσιακή εξέλιξη και ιεραρχία των στελεχών των Ενόπλων Δυνάμεων − Θέματα διοίκησης των Ενόπλων Δυνάμεων, Στρατολογίας και συναφείς διατάξεις.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Εκδίδομε τον ακόλουθο νόμο που ψήφισε η Βουλή:
ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ
ΥΠΗΡΕΣΙΑΚΗ ΕΞΕΛΙΞΗ ΚΑΙ ΙΕΡΑΡΧΙΑ
ΤΩΝ ΣΤΕΛΕΧΩΝ ΤΩΝ ΕΝΟΠΛΩΝ ΔΥΝΑΜΕΩΝ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΣΤ΄ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ
Άρθρο 40Γενικές ΔιατάξειςΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Πειθαρχικός έλεγχος των στελεχών των ΕΔ ασκείται σε κάθε περίπτωση παράβασης των διατάξεων των κανονισμών πειθαρχίας που ισχύουν ανά κλάδο των ΕΔ.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Η πειθαρχική δίωξη ασκείται αμελλητί και αρχίζει με την έκδοση της κλήσης σε απολογία ή την πράξη παραπομπής στο Πειθαρχικό Συμβούλιο και περατώνεται με τη θέση της υπόθεσης στο αρχείο ή την έκδοση ανέκκλητης ενώπιον της διοίκησης απόφασης πειθαρχικού οργάνου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Για τον καθορισμό και την επιμέτρηση της ποινής λαμβάνονται υπόψη: α. Η βαρύτητα της παράβασης και οι συνθήκες τέλεσής της. β. Τα σχετικά στοιχεία του ατομικού φακέλου του παραβάτη. γ. Όλες οι συντρέχουσες επιβαρυντικές ή ελαφρυντικές περιστάσεις. (1) Επιβαρυντικές περιστάσεις είναι: (α) Η υποτροπή στην τέλεση ήδη διαπιστωθείσης παράβασης. (β) Η καθ’ έξη παραβατική συμπεριφορά. (2) Ελαφρυντικές περιστάσεις είναι: (α) Η εν γένει καλή διαγωγή και έντιμη συμπεριφορά του παραβάτη. (β) Η επίδειξη ειλικρινούς μεταμέλειας και η προσπάθεια έμπρακτης μετάνοιας ή μείωσης των συνεπειών της παράβασης. (γ) Η διαπιστούμενη δικαιολογημένη νομική ή πραγματική πλάνη. (δ) Η δικαιολογημένη αγανάκτηση λόγω πρότερης άδικης συμπεριφοράς τρίτου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Ο πειθαρχικός έλεγχος των Αξιωματικών των ΕΔ είναι ανεξάρτητος από τις ανακριτικές πράξεις ή την ποινική δίωξη που τυχόν ασκείται παράλληλα ή έχει ασκηθεί επί της υπόθεσης.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Οι πειθαρχικές ποινές των Αξιωματικών των ΕΔ διακρίνονται σε συνήθεις και καταστατικές: α. Οι συνήθεις πειθαρχικές ποινές κατά σειρά βαρύτητας είναι: (1) Η επίπληξη. (2) Ο περιορισμός. (3) Η κράτηση. (4) Η φυλάκιση. β. Οι καταστατικές πειθαρχικές ποινές είναι: (1) Η πρόσκαιρη παύση. (2) Η προσωρινή απόλυση. (3) Η απόταξη (4) Η αποβολή. γ. Οι ποινές των ανωτέρω εδαφίων 5α(2), 5α(3) και 5α(4) επιμετρώνται σε ημέρες και αυτές των 5β(1) και 5β(2) σε μήνες.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Τα έγγραφα πειθαρχικού ελέγχου καταχωρούνται στους οικείους ατομικούς φακέλους.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 7

Το αρμόδιο πειθαρχικό όργανο εφόσον διαπιστώσει ενδείξεις τέλεσης πειθαρχικής παράβασης συγκεντρώνει το σύνολο των σχετικών αποδεικτικών μέσων για τη διερεύνηση της υπόθεσης και αναλόγως των στοιχείων που προκύπτουν προβαίνει σε μία (1) από τις παρακάτω ενέργειες: ΦΕΚ 3507 α. Εκδίδει κλήση σε απολογία, η οποία υποβάλλεται από τον εγκαλούμενο εντός ρητής εύλογης προθεσμίας που δεν μπορεί να είναι μικρότερη των τριών (3) ημερών, ο δε εγκαλούμενος έχει δικαίωμα με αίτησή του να λάβει γνώση του συνόλου των εγγράφων της υπόθεσης. Πειθαρχικές παραβάσεις που τελούνται δια της απολογίας του εγκαλουμένου δεν αξιολογούνται προ του πέρατος της αρχικής πειθαρχικής δίωξης. Σε περίπτωση μη υποβολής απολογίας το πειθαρχικό όργανο εξετάζει τους λόγους μη υποβολής της και εφόσον διαπιστώσει νόμιμη επίδοση της κλήσης σε απολογία συνεχίζει κανονικά τη διαδικασία πειθαρχικού ελέγχου. β. Παραπέμπει τον εγκαλούμενο ενώπιον του αρμοδίου Πειθαρχικού Συμβουλίου σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις. γ. Θέτει την υπόθεση στο αρχείο.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 8

Για την εφαρμογή της ανωτέρω παραγράφου εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια του πειθαρχικού οργάνου να διατάξει τη διενέργεια Ένορκης Διοικητικής Εξέτασης, σύμφωνα με τις οικείες διατάξεις και κανονισμούς, για τη συγκέντρωση του απαιτούμενου αποδεικτικού υλικού.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 9

Οι πειθαρχικές παραβάσεις παραγράφονται εντός πέντε (5) ετών από την τέλεσή τους εκτός αν ορίζονται μεγαλύτερες προθεσμίες για την παραγραφή τους ως ποινικών αδικημάτων από τον Ποινικό και το Στρατιωτικό Ποινικό Κώδικα.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 10

Σε περιπτώσεις επιβολής συνήθων πειθαρχικών ποινών, ο εγκαλούμενος μπορεί να ασκήσει ενδικοφανή προσφυγή κατά των σχετικών ατομικών διοικητικών πράξεων των αρμοδίων οργάνων πειθαρχικού ελέγχου εντός προθεσμίας δεκαπέντε (15) ημερών. Οι βαθμοί εξέτασης των προσφυγών αυτών δεν μπορεί να είναι περισσότεροι των τριών (3), συμπεριλαμβανομένου του οργάνου που επέβαλε την ποινή.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 11

Ενώπιον των Πειθαρχικών Συμβουλίων παραπέμπονται σοβαρές πειθαρχικές υποθέσεις και εξετάζεται η επιβολή καταστατικής ποινής.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 12

Ως προς τον υπολογισμό των προθεσμιών: α. Οι προθεσμίες άσκησης ενδικοφανών προσφυγών υπολογίζονται από την επομένη της ημέρας κατά την οποία ο ενδιαφερόμενος έλαβε νομίμως γνώση της προσβαλλόμενης διοικητικής πράξης ή παράλειψης. β. Η έναρξη των προθεσμιών της Διοίκησης για την απάντηση ενδικοφανών προσφυγών υπολογίζεται από την ημέρα κατά την οποία αυτές περιήλθαν στο αρμόδιο για την απάντηση κλιμάκιο. γ. Σε περίπτωση που η ημέρα λήξης της προθεσμίας είναι αργία, η λήξη μετατίθεται για την επόμενη εργάσιμη.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 13

Αρμόδιος κατ’ αρχήν για την επιβολή, επαύξηση, μείωση και άρση πειθαρχικών ποινών είναι ο Υπουργός Εθνικής Άμυνας, με δικαίωμα μεταβίβασης της αρμοδιότητας σε υφιστάμενα κλιμάκια διοίκησης.

Άρθρο 41Πειθαρχικά ΣυμβούλιαΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Με απόφαση του αρμόδιου οργάνου για την πειθαρχική δίωξη Αξιωματικών του οικείου ΓΕ συγκροτούνται κατά μήνα Μάιο εκάστου έτους Πρωτοβάθμια Πειθαρχικά Συμβούλια (ΠΠΣ) και Δευτεροβάθμια Πειθαρχικά Συμβούλια (ΔΠΣ) με θητεία ενός (1) έτους, αποτελούμενα από πέντε (5) εν ενεργεία ανώτερους ή ανώτατους κατά περίπτωση Αξιωματικούς. Ο καθ’ ύλην και κατά τόπο αριθμός των Πειθαρχικών Συμβουλίων κατά ΓΕ καθορίζεται με τον ίδιο τρόπο ανάλογα με τις ανάγκες και την οργάνωσή του. Τα Πειθαρχικά Συμβούλια είναι αρμόδια για την επιβολή καταστατικών ποινών στο σύνολό του ανά κλάδο των ΕΔ στρατιωτικού προσωπικού.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Πρόεδρος του Πειθαρχικού Συμβουλίου ορίζεται ο αρχαιότερος Αξιωματικός εκ των μελών του. Σε περίπτωση απουσίας ή νομίμου κωλύματός του χρέη Προέδρου εκτελεί ο αναπληρωτής του ή ο αρχαιότερος Αξιωματικός εκ των υπολοίπων τακτικών και αναπληρωματικών μελών. Αντικατάσταση του Προέδρου ή των μελών του Πειθαρχικού Συμβουλίου από τον ασκούντα την πειθαρχική δίωξη γίνεται μόνο αιτιολογημένα και στην περίπτωση που το επιβάλει αυτό λόγος αναγόμενος στην άσκηση των καθηκόντων του (αποστρατεία, παραίτηση, μετάθεση κ.λπ.).

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Τους εισηγητές χωρίς δικαίωμα ψήφου ορίζουν οι Αξιωματικοί της παραγράφου 1 του άρθρου 18 του παρόντος νόμου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Γραμματέας του Πειθαρχικού Συμβουλίου ορίζεται το νεότερο μέλος του.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Για την αναπλήρωση των τακτικών μελών σε περίπτωση απουσίας ή νομίμου κωλύματος, ορίζονται με την απόφαση της ανωτέρω παραγράφου 1 ισάριθμα ή περισσότερα αναπληρωματικά μέλη. Εφόσον ο αριθμός των Αξιωματικών του οικείου Κλάδου των ΕΔ δεν επαρκεί για τη συγκρότηση των Συμβουλίων μπορεί να συμμετέχει σε αυτά ένας ή περισσότεροι Αξιωματικοί ετέρων κλάδων μέχρι τη συμπλήρωση του απαιτουμένου αριθμού.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Εάν με την ίδια διαταγή παραπέμπονται στρατιωτικοί διαφορετικού βαθμού που υπάγονται στις αρμοδιότητες περισσότερων Πειθαρχικών Συμβουλίων του ίδιου κλάδου, αρμόδιο είναι το συμβούλιο στο οποίο υπάγεται ο ανώτερος των εγκαλουμένων.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 7

Όταν ο εγκαλούμενος είναι ανώτατος Αξιωματικός, η υπόθεση παραπέμπεται στο Ανώτατο κατά κλάδο Συμβούλιο, το οποίο λειτουργεί και ενεργεί ως πρωτοβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο χωρίς τη συμμετοχή του Αρχηγού, με το Γραμματέα του να ορίζεται και ως εισηγητής και, σε περίπτωση ισοψηφίας κατά τη διαλογή των ψήφων της ψηφοφορίας, με την ψήφο του Προέδρου του να υπερισχύει. Η παραπομπή σε αυτό γίνεται με διαταγή του ασκούντος την πειθαρχική δίωξη.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 8

Η διαδικασία των παρόντων άρθρων περί Πειθαρχικών Συμβουλίων εφαρμόζεται για το σύνολο των Στελεχών των ΕΔ.

Άρθρο 42Μέλη Πειθαρχικών ΣυμβουλίωνΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Οι Αξιωματικοί που μετέχουν στη σύνθεση των Πειθαρχικών Συμβουλίων: α. Πρέπει: (1) Να είναι απόφοιτοι ΑΣΕΙ και ανώτεροι ή αρχαιότεροι των παραπεμπομένων. (2) Να μην τους έχει επιβληθεί καταστατική ποινή. (3) Να μην έχουν καταδικαστεί από τακτικό ή στρατιωτικό ποινικό δικαστήριο σε ποινή στερητική της ελευθερίας. (4) Να μην έχουν δυσμενή κρίση κατά την τελευταία τους προαγωγή. β. Εξαιρούνται από τη σύνθεση των Πειθαρχικών Συμβουλίων: (1) Οι Αξιωματικοί κατά των οποίων στρέφεται το πειθαρχικό παράπτωμα. (2) Οι συγγενείς εξ αίματος σε ευθεία γραμμή απεριόριστα ή σε πλάγια γραμμή και μέχρι τον τέταρτο βαθμό ή εξ αγχιστείας μέχρι το δεύτερο βαθμό, καθώς και ο/η σύζυγος εκείνου που διώκεται ή του Αξιωματικού κατά του οποίου στρέφεται το πειθαρχικό παράπτωμα. (3) Εκείνος που έχει ασκήσει την πειθαρχική δίωξη, καθώς και αυτός που έχει ενεργήσει ανάκριση στην ίδια πειθαρχική υπόθεση. (4) Αυτοί που έχουν εξεταστεί ως μάρτυρες στην ίδια υπόθεση. (5) Οι Αξιωματικοί που συμμετείχαν σε ποινική δίκη ως μέλη στρατιωτικού δικαστηρίου, μάρτυρες ή πολιτικώς ενάγοντες, για την ίδια πράξη. (6) Αυτοί που συνδέονται με ιδιαίτερη φιλία ή βρίσκονται σε οξεία αντίθεση με αυτόν που διώκεται ή έχουν ιδιαίτερη σχέση με την υπόθεση που κρίνεται, ώστε να μπορεί να δημιουργηθεί αμφιβολία για την αμεροληψία τους. (7) Στα ΔΠΣ όσοι μετείχαν στο Πειθαρχικό Συμβούλιο που έκρινε την υπόθεση σε πρώτο βαθμό.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Οι Αξιωματικοί που κωλύονται κατά τα παραπάνω έχουν τις υποχρεώσεις του άρθρου 23 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, που εφαρμόζεται αναλόγως.

Άρθρο 43Διαδικασία ΠαραπομπήςΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Στο πλαίσιο αξιολόγησης φακέλων Ενόρκων Διοικητικών Εξετάσεων ή δικογραφιών τακτικών ή στρατιωτικών ποινικών δικαστηρίων, τα αρμόδια κλιμάκια διοίκησης πειθαρχικής αρμοδιότητας οποιουδήποτε βαθμού δύνανται εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις επιβολής οποιασδήποτε καταστατικής ποινής να υποβάλουν αίτημα παραπομπής της υπόθεσης ενώπιον του ΠΠΣ.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Επί του εν λόγω αιτήματος γνωματεύουν όλα τα προϊστάμενά τους κλιμάκια διοίκησης με πειθαρχική αρμοδιότητα σε επίπεδο κλάδων των ΕΔ, λαμβάνοντας γνώση του φακέλου της υπόθεσης.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Το ανώτατο ανά κλάδο κλιμάκιο διοίκησης με πειθαρχική αρμοδιότητα είναι αυτό που στο πλαίσιο της διαδικασίας των Πειθαρχικών Συμβουλίων ασκεί την πειθαρχική δίωξη. Αποφασίζει ανέκκλητα επί της πρότασης παραπομπής είτε αναλαμβάνοντας ενέργειες επ’ αυτής είτε επιστρέφοντας την υπόθεση στο άμεσα αρμόδιο προϊστάμενο του εγκαλούμενου κλιμάκιο για τον πειθαρχικό έλεγχο της υπόθεσης με την επιβολή συνήθους πειθαρχικής ποινής, εφόσον προκύψουν επαρκή προς τούτο στοιχεία.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Ο ασκών την πειθαρχική δίωξη παραπέμπει τον εγκαλούμενο στο αρμόδιο πρωτοβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο και: α. Ορίζει την προθεσμία εντός της οποίας θα πρέπει να συνεδριάσει για να κρίνει την υπόθεση. Η προθεσμία αυτή δεν μπορεί να είναι μικρότερη των τριάντα (30) ημερών ούτε μεγαλύτερη των ενενήντα (90) ημερών. β. Θέτει τα ερωτήματα επί των οποίων οφείλει να γνωμοδοτήσει το Συμβούλιο σχετικά με την επιβολή καταστατικής ποινής. γ. Διαβιβάζει στον Πρόεδρο του Πειθαρχικού Συμβουλίου πλήρη φάκελο της υπόθεσης, τον ατομικό φάκελο του εγκαλουμένου και κάθε αναγκαίο επιπλέον στοιχείο. δ. Κοινοποιεί αντίγραφο της διαταγής παραπομπής στο σύνολο των τακτικών και αναπληρωματικών μελών του Πειθαρχικού Συμβουλίου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Η διαταγή παραπομπής σε Πειθαρχικό Συμβούλιο ανακαλείται μόνον εφόσον προέκυψαν εν τω μεταξύ σοβαρές ενδείξεις απαλλαγής του εγκαλουμένου ή εξάλειψης των λόγων εξέτασης επιβολής καταστατικής ποινής.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Η πράξη της παραπομπής και οι Γνωμοδοτήσεις των Πειθαρχικών Συμβουλίων καταχωρούνται στους ατομικούς φακέλους των εγκαλουμένων.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 7

Η διαδικασία των παραπάνω παραγράφων μπορεί να τηρηθεί και στις περιπτώσεις που έχει ήδη επιβληθεί συνήθης πειθαρχική ποινή και κλιμάκιο διοίκησης, οποιουδήποτε παραπάνω βαθμού, κρίνει αναγκαία την παραπομπή στο Πειθαρχικό Συμβούλιο. Στην περίπτωση, όμως, αυτή θα πρέπει να προηγηθεί άρση της επιβληθείσης ποινής με ρητή επιφύλαξη επανεπιβολής της σε περίπτωση μη επιβολής καταστατικής ποινής.

Άρθρο 44Σύγκληση Πειθαρχικών ΣυμβουλίωνΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Ο Πρόεδρος του ΠΠΣ όταν λάβει τη διαταγή παραπομπής προβαίνει εγγράφως στις παρακάτω ενέργειες: α. Παραγγέλλει την επίδοσή της στον εγκαλούμενο γνωρίζοντάς του παράλληλα ότι δικαιούται να λάβει γνώση του συνόλου των εγγράφων της υπόθεσης μέχρι την ημερομηνία της πρώτης συνεδρίασης. β. Καλεί τον εγκαλούμενο να προτείνει με έγγραφη αναφορά του απευθείας προς αυτόν και εντός πέντε (5) ημερών μάρτυρες υπεράσπισης, δηλώνοντας την κατοικία τους και στοιχεία επικοινωνίας. Εν συνεχεία ο Πρόεδρος τους καλεί εγγράφως να προσέλθουν για εξέταση στη συνεδρίαση του Πειθαρχικού Συμβουλίου. γ. Καλεί αυτεπαγγέλτως όσους επιπλέον μάρτυρες θεωρεί αναγκαίους για τη διαμόρφωση επαρκούς εικόνας επί της υπόθεσης. δ. Αφού λάβει τα αποδεικτικά επιδόσεως ή τις εκθέσεις θυροκολλήσεως και λαμβάνοντας υπόψη και την απόσταση από την έδρα του Συμβουλίου και του τόπου διαμονής του εγκαλούμενου και των μαρτύρων, συγκαλεί το Συμβούλιο να συνεδριάσει σε ορισμένο χρόνο και χώρο και καλεί τον εγκαλούμενο πέντε (5) τουλάχιστον εργάσιμες ημέρες προ της συνεδρίασης να προσέλθει σε αυτό.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Εάν ο εγκαλούμενος κωλύεται να παρουσιασθεί στο Συμβούλιο για λόγους ασθένειας ή ανώτερης βίας, καλείται από τον Πρόεδρο να εξετασθεί εγγράφως σε ερωτήματα που θα του τεθούν σε κατά παραγγελία εξέταση μέσω της οικείας στρατιωτικής ή αστυνομικής Αρχής.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Εάν οι μάρτυρες που θα προταθούν από τον εγκαλούμενο διαμένουν εκτός της έδρας του Συμβουλίου και από τα στοιχεία του φακέλου ή την αναφορά του εγκαλούμενου διαφαίνεται ότι η κατάθεσή τους είναι ουσιώδης για τη διαμόρφωση γνώμης επί της υπόθεσης, ο Πρόεδρος μεριμνά για την κατά παραγγελία εξέτασή τους μέσω της οικείας στρατιωτικής ή αστυνομικής Αρχής.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Ο εγκαλούμενος δικαιούται να προτείνει νέους μάρτυρες και κατά τη διαδικασία της συνεδρίασης του Συμβουλίου έχοντας μεριμνήσει ο ίδιος για την έγκαιρη προσέλευσή τους σε αυτήν, ο αριθμός των οποίων δεν μπορεί να υπερβαίνει τους τρεις (3).

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Σε περίπτωση πολέμου ή γενικής επιστρατεύσεως για την πρόσκληση στρατιωτικών ως μαρτύρων που διαμένουν εκτός του τόπου που συνεδριάζει το Συμβούλιο, απαιτείται έγκριση του Αρχηγού του οικείου ΓΕ.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Ο Πρόεδρος μπορεί επίσης να ζητήσει οποιοδήποτε περαιτέρω έγγραφο ή στοιχείο, εφόσον κρίνει ότι αυτό θα συμβάλει στην πληρέστερη μόρφωση γνώμης επί της κρινομένης υποθέσεως.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 7

Οι κλήσεις των στρατιωτικών επιδίδονται μέσω των Μονάδων που υπηρετούν ή του οικείου Φρουραρχείου και των λοιπών μαρτύρων μέσω των οικείων αστυνομικών Αρχών.

Άρθρο 45Συνεδρίαση Πειθαρχικών Συμβουλίων

Τα Συμβούλια συνέρχονται και συνεδριάζουν στον τόπο και χρόνο που καθορίζεται από τον Πρόεδρο, όπου συνέρχονται τα μέλη τους, τακτικά και αναπληρωματικά. Σε περίπτωση απουσίας ή κωλύματος τακτικών μελών ο Πρόεδρος καλεί τα αναπληρωματικά κατά την σειρά αναγραφής τους στη διαταγή συγκροτήσεως των Συμβουλίων. Για τη συγκρότηση απαρτίας απαιτείται η παρουσία του συνόλου των μελών των Πειθαρχικών Συμβουλίων πλην των νομίμως και για σοβαρό λόγο κωλυομένων, ο αριθμός των οποίων δεν πρέπει να υπερβαίνει το εν τρίτο της σύνθεσης.

Άρθρο 46Αίτηση ΕξαίρεσηςΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Κάθε μέλος του Συμβουλίου που εκτιμά ότι υπάρχει λόγος εξαιρέσεώς του, οφείλει να τον αναφέρει στο Συμβούλιο και αυτό αποφασίζει σύμφωνα με τη διαδικασία των παρακάτω παραγράφων.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Ο εγκαλούμενος μπορεί πριν από την έναρξη της συνεδριάσεως να ζητήσει εγγράφως από τον Πρόεδρο την εξαίρεση μελών του Συμβουλίου για τα οποία συντρέχει κάποιος από τους λόγους του άρθρου 42 του παρόντος νόμου. Δεν δικαιούται όμως να ζητήσει την εξαίρεση τόσου αριθμού μελών ώστε να μην σχηματίζεται απαρτία.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Ο Πρόεδρος διαβιβάζει την αίτηση εξαιρέσεως στα μέλη κατά των οποίων στρέφεται προκειμένου αυτά να αναφέρουν εγγράφως επί των προτεινομένων λόγων.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Τα μέλη αυτά απέχουν από τη διαδικασία αξιολόγησης της αίτησης εξαίρεσής τους και το Συμβούλιο συμπληρώνεται ειδικά προς τούτο με τα αναπληρωματικά μέλη, κατά την σειρά αναγραφής τους στη διαταγή συγκρότησης.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Εάν έχει ζητηθεί η εξαίρεση του Προέδρου, την προεδρία αναλαμβάνει ο αναπληρωτής του ή ο αρχαιότερος από τα μέλη του Συμβουλίου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Το Συμβούλιο που συγκροτείται με τη συμμετοχή των αναπληρωματικών μελών, αφού λάβει υπόψη του και τις απόψεις των μελών των οποίων ζητείται η εξαίρεση, αποφασίζει κατά πλειοψηφία επί της αίτησης και συντάσσει σχετικό πρακτικό.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 7

Εάν η αίτηση εξαίρεσης γίνει δεκτή, τα εξαιρεθέντα μέλη απέχουν των συνεδριάσεων και στις θέσεις τους παραμένουν οριστικά τα αναπληρωματικά μέλη για να κρίνουν τη συγκεκριμένη υπόθεση.

Άρθρο 47Διεξαγωγή των συνεδριάσεωνΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Η διαδικασία διεξάγεται προφορικώς και τη διευθύνει ο Πρόεδρος, ο οποίος αποφασίζει και για το αν αυτή θα διεξαχθεί κεκλεισμένων των θυρών, αναλόγως του αντικειμένου της υπόθεσης. Η παράσταση συνηγόρου επιτρέπεται.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Η συνεδρίαση δεν διακόπτεται παρά μόνο για τα αναγκαία διαλείμματα προς αναψυχή, για την εμφάνιση ουσιώδους μάρτυρα ή για την εξακρίβωση ουσιώδους γεγονότος. Για τη διακοπή αποφασίζει το Συμβούλιο κατά πλειοψηφία.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Εφόσον ο χρόνος δεν επαρκεί για την εξέταση της υποθέσεως εντός της ορισμένης ημέρας, η συνεδρίαση μπορεί να διακοπεί για την επομένη εργάσιμη.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Κάθε διακοπή που γίνεται σύμφωνα με τα παραπάνω αναφέρεται στο Πρακτικό.

Άρθρο 48Διαδικασία ενώπιον των Πειθαρχικών ΣυμβουλίωνΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Με την έναρξη της συνεδριάσεως, εμφανίζεται ενώπιον του Συμβουλίου ο εγκαλούμενος κατόπιν εντολής του Προέδρου και παρίσταται στη συνεδρίαση μέχρι το πέρας της διαδικασίας. Σε περίπτωση μη εμφανίσεως του εγκαλούμενου και εφόσον η απουσία του είναι δικαιολογημένη, το Συμβούλιο δύναται να αναβάλει την κρίση της υποθέσεως σε εύλογο χρόνο όχι μεγαλύτερο των δέκα (10) εργάσιμων ημερών, διαφορετικά η διαδικασία προχωρά κανονικά.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Ο εισηγητής με εντολή του Προέδρου διαβάζει την παραπεμπτική διαταγή, την απόφαση που τυχόν εκδόθηκε επί αιτήσεως εξαιρέσεως, καθώς και κάθε άλλο ουσιώδες έγγραφο της υποθέσεως. Ομοίως ο Πρόεδρος μπορεί να παραγγείλει την ανάγνωση και άλλων εγγράφων μετά από αίτηση του εγκαλούμενου ή των μελών του Συμβουλίου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Ο Πρόεδρος στη συνέχεια καλεί τους μάρτυρες που έχουν νομίμως κλητευθεί, καθώς και εκείνους που προτείνει στη συνεδρίαση ο εγκαλούμενος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Αν κάποιοι μάρτυρες απουσιάζουν ο Πρόεδρος ελέγχει το νόμιμο της κλήτευσής τους και εφόσον έχουν κληθεί νομίμως συνεχίζει τη διαδικασία, εκτός αν πιθανολογείται ότι η μαρτυρία τους είναι ουσιώδης για την αξιολόγηση της υπόθεσης, οπότε αναβάλει τη συνεδρίαση σε εύλογο χρόνο, όχι μεγαλύτερο των δέκα (10) ημερών.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Το Συμβούλιο μπορεί και κατά τη διάρκεια της ανακρίσεως να καλέσει και να εξετάσει κάθε πρόσωπο που κρίνεται αναγκαίο να καταθέσει.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Οι μάρτυρες εξετάζονται ενόρκως σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικα και του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 7

Τους μάρτυρες εξετάζει ο Πρόεδρος, μετά από αυτόν τα μέλη του Συμβουλίου και τελευταίος ο εγκαλούμενος. Οι μάρτυρες μπορεί να εξετάζονται και κατ’ αντιπαράσταση.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 8

Οι καταθέσεις των μαρτύρων καταχωρούνται περιληπτικά σε ιδιαίτερο πρακτικό που υπογράφεται αμέσως από τον μάρτυρα, τον Πρόεδρο και τον γραμματέα.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 9

Τελευταίος εξετάζεται και απολογείται ο εγκαλούμενος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 10

Κατόπιν τούτων ο Πρόεδρος ερωτά τα μέλη του Συμβουλίου εάν έχουν να ζητήσουν κάποια διευκρίνιση από τους μάρτυρες ή τον εγκαλούμενο και εφόσον αυτοί απαντήσουν αρνητικά κηρύσσει το πέρας της ανάκρισης και ο εγκαλούμενος και οι τυχόν παρευρισκόμενοι μάρτυρες αποσύρονται.

Άρθρο 49Διάσκεψη Πειθαρχικού ΣυμβουλίουΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Το Συμβούλιο μετά το πέρας της ανάκρισης διασκέπτεται προκειμένου να εκδώσει γνωμοδότηση επί των τεθέντων ερωτημάτων. Τα μέλη του Συμβουλίου διαρκούσης της διασκέψεως και προ της εκδόσεως της γνωμοδοτήσεως δεν επικοινωνούν με κανένα τρίτο και παραμένουν στον ίδιο χώρο όλοι μαζί.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Το Συμβούλιο λαμβάνει γνώση του περιεχομένου του ατομικού φακέλου του εγκαλουμένου και στη συνέχεια ο Πρόεδρος ερωτά τα μέλη εάν μόρφωσαν σαφή γνώμη από τη διαδικασία. Σε καταφατική απάντηση η διάσκεψη προχωρά σύμφωνα με τις παρακάτω παραγράφους του παρόντος άρθρου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Εάν το Συμβούλιο δεν δύναται να μορφώσει πεποίθηση επί ορισμένου ουσιώδους γεγονότος, μπορεί να αποφασίσει τη διεξαγωγή συμπληρωματικής συνεδρίασης επί της υπόθεσης κατόπιν συμπλήρωσης του φακέλου της υπόθεσης σε νέα ημέρα που θα οριστεί εντός των επόμενων πέντε (5) εργασίμων ημερών.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Ο εγκαλούμενος οφείλει, χωρίς νέα έγγραφη πρόσκληση, να εμφανισθεί κατά τη νέα ορισθείσα ημέρα συνεδριάσεως του Συμβουλίου, η οποία του ανακοινώνεται προφορικά από τον Πρόεδρο.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Ο Πρόεδρος θέτει στο Συμβούλιο το ερώτημα ή τα ερωτήματα χωριστά με τη σειρά που είναι διατυπωμένα στην παραπεμπτική διαταγή. Επί κανενός άλλου ερωτήματος δεν μπορεί να γνωμοδοτήσει το Συμβούλιο.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Για την κατάρτιση της γνωμοδοτήσεως για κάθε ερώτημα διεξάγεται φανερή ψηφοφορία, κατά την οποία ψηφίζουν τα μέλη του Συμβουλίου κατά σειρά από τον νεότερο προς τον αρχαιότερο και συντάσσεται πρακτικό, στο οποίο αναγράφεται η αιτιολογημένη γνώμη του συνόλου των μελών, συμπεριλαμβανομένης της γνώμης της μειοψηφίας. Η γνώμη της πλειοψηφίας αποτελεί την απόφαση του Συμβουλίου και το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας αναγράφεται στο πρακτικό της συνεδρίασης.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 7

Αν το Συμβούλιο αποφάσισε καταφατικά σε ερώτημα επιβολής καταστατικής ποινής αργίας ορίζει και τη χρονική της διάρκεια. Η απόφαση αυτή λαμβάνεται κατά πλειοψηφία με φανερή ψηφοφορία.

Άρθρο 50ΓνωμοδότησηΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Για όλη τη διαδικασία που έλαβε χώρα ενώπιον του Συμβουλίου συντάσσεται πρακτικό γνωμοδότησης που υπογράφεται από όλα τα μέλη.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Το πρακτικό αυτό περιλαμβάνει: α. Τον τόπο και τον χρόνο της συνεδριάσεως. β. Τα ονοματεπώνυμα και τους βαθμούς του Προέδρου, των μελών του Συμβουλίου, του Εισηγητή και του εγκαλούμενου και των μαρτύρων. γ. Τα στοιχεία της απόφασης συγκροτήσεως του Συμβουλίου, της πράξης παραπομπής σε αυτό και τους λόγους τυχόν αναβολών. δ. Την απολογία του εγκαλούμενου και συνοπτικά πρακτικά των μαρτυρικών καταθέσεων. ε. Τα τεθέντα ερωτήματα και τα αποτελέσματα της ψηφοφορίας, συμπεριλαμβανομένων των αριθμών θετικών και αρνητικών ψήφων και την πλήρως και ειδικώς αιτιολογημένη γνώμη των μελών.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Το πρακτικό υποβάλλεται αμελλητί και σε τέσσερα (4) αντίγραφα μαζί με ολόκληρο το φάκελο της υποθέσεως από τον Πρόεδρο στον ασκούντα την πειθαρχική δίωξη.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Η γνωμοδότηση του Πειθαρχικού Συμβουλίου είναι υποχρεωτική για τον αποφασίζοντα επί της ποινής.

Άρθρο 51Προσφυγή κατά της ΓνωμοδότησηςΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Προσφυγή κατά της Γνωμοδότησης του ΠΠΣ μπορούν να ασκήσουν ο εγκαλούμενος με τη συνήθη διαδικασία ιεραρχικής υποβολής αναφορών και ο ασκών την πειθαρχική δίωξη απευθείας προς τον Πρόεδρο του ΔΠΣ. Αυτοτελές δικαίωμα άσκησης προσφυγής έχει ο κάθε εγκαλούμενος και ο ασκών την πειθαρχική δίωξη. Κατά τη διάρκεια της προθεσμίας και ενόσω εκκρεμεί η ασκηθείσα προσφυγή αναστέλλεται η εκτέλεση της απόφασης.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Η άσκηση της προσφυγής επιτρέπεται εντός προθεσμίας δέκα (10) εργάσιμων ημερών από την ημερομηνία κοινοποίησης στους δικαιούμενους της Γνωμοδότησης του ΠΠΣ. Η Γνωμοδότηση του Πειθαρχικού Συμβουλίου επιδίδεται με μέριμνα του ασκούντος την πειθαρχική δίωξη στον εγκαλούμενο με ταυτόχρονη έγγραφη γνωστοποίηση της ανωτέρω προθεσμίας.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Σε περίπτωση άπρακτης παρόδου της ανωτέρω προθεσμίας: α. Εφόσον το ΠΠΣ έχει προτείνει την επιβολή καταστατικής ποινής, η Γνωμοδότησή του καθίσταται εκτελεστή και ανέκκλητη ενώπιον της Διοίκησης. β. Εφόσον το ΠΠΣ δεν έχει προτείνει την επιβολή καταστατικής ποινής, ο φάκελος της υπόθεσης διαβιβάζεται στο αμέσως προϊστάμενο του εγκαλουμένου κλιμάκιο διοίκησης με πειθαρχική αρμοδιότητα, το οποίο ολοκληρώνει τον πειθαρχικό έλεγχο της υπόθεσης αποκλειομένης της επιβολής καταστατικής πειθαρχικής ποινής.

Άρθρο 52Δευτεροβάθμια Πειθαρχικά ΣυμβούλιαΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Το ΔΠΣ επιλαμβάνεται των υποθέσεων που παραπέμπονται σε αυτό για επανεξέταση και ενεργεί περαιτέρω κατά τη διαδικασία του ΠΠΣ, σύμφωνα με τα παραπάνω άρθρα.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Όταν ο εγκαλούμενος είναι Ανώτατος Αξιωματικός, της υποθέσεως επιλαμβάνεται το ΣΑΓΕ, στο οποίο εισηγητής χωρίς δικαίωμα ψήφου ορίζεται ο Αρχηγός του οικείου ΓΕ και γραμματέας ο Γραμματέας ΣΑΓΕ.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Η παραπομπή ανωτάτου Αξιωματικού στο ΣΑΓΕ διενεργείται από τον ασκούντα την πειθαρχική δίωξη. Το ΣΑΓΕ τηρεί την ενώπιον του ΔΠΣ διαδικασία.

Άρθρο 53Διακλαδικός Κανονισμός Πειθαρχίας

Με Προεδρικό Διάταγμα που εκδίδεται με πρόταση του Υπουργού Εθνικής Άμυνας θεσπίζεται ενιαίος διακλαδικός «Κανονισμός Πειθαρχίας» περί επιβολής συνήθων και καταστατικών πειθαρχικών ποινών του συνόλου του στρατιωτικού προσωπικού των ΕΔ και καθορίζονται οι λοιπές ρυθμίσεις περί των πειθαρχικών ποινών και παραπτωμάτων, της διαδικασίας, των αρμοδίων οργάνων, των ενδικοφανών προσφυγών και κάθε άλλης αναγκαίας σχετικής λεπτομέρειας. Μέχρι την έκδοση του εν λόγω προεδρικού διατάγματος ισχύουν οι υφιστάμενες διατάξεις και διαταγές περί πειθαρχικών παραπτωμάτων και ποινών, ατομικών αναφορών και αναφορών παραπόνων ως ενδικοφανών προσφυγών κατά συνήθων πειθαρχικών ποινών.

Αθήνα, 22 Σεπτεμβρίου 2010
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
ΚΑΡΟΛΟΣ ΓΡ. ΠΑΠΟΥΛΙΑΣ
ΟΙ ΥΠΟΥΡΓΟΙ
ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΕΘΝΙΚΗΣ ΑΜΥΝΑΣ
Γ. ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ Ε. ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ
ΠΑΙΔΕΙΑΣ, ΔΙΑ ΒΙΟΥ ΜΑΘΗΣΗΣ
ΑΝΑΠΛ. ΕΘΝΙΚΗΣ ΑΜΥΝΑΣ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΥΜΑΤΩΝ
Π. ΜΠΕΓΛΙΤΗΣ Α. ΔΙΑΜΑΝΤΟΠΟΥΛΟΥ
Θεωρήθηκε και τέθηκε η Μεγάλη Σφραγίδα του Κράτους.
Αθήνα, 23 Σεπτεμβρίου 2010
Ο ΕΠΙ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΥΠΟΥΡΓΟΣ
Χ. ΚΑΣΤΑΝΙΔΗΣ