63 Α' 2007

ΠΡΟΕΔΡΙΚΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ 59/2007

Προσαρμογή της Ελληνικής Νομοθεσίας στις διατάξεις της Οδηγίας 2004/17/ΕΚ «περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης συμβάσεων στους τομείς του ύδατος, της ενέργειας, των μεταφορών και των ταχυδρομικών υπηρεσιών», όπως τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε.

ΤΜΗΜΑ ΔΕΥΤΕΡΟ - ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ – ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ – ΕΞΑΙΡΕΣΕΙΣ
16 Μαρτίου 2007

ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ
ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
ΤΕΥΧΟΣ ΠΡΩΤΟ Αρ. Φύλλου 63
16 Μαρτίου 2007

ΠΡΟΕΔΡΙΚΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΥΠ’ ΑΡΙΘΜ. 59
Προσαρμογή της Ελληνικής Νομοθεσίας στις διατάξεις της Οδηγίας 2004/17/ΕΚ «περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης συμβάσεων στους τομείς του ύδατος, της ενέργειας, των μεταφορών και των ταχυδρομικών υπηρεσιών», όπως τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Έχοντας υπόψη:
1. Τις διατάξεις του άρθρου 4 του ν. 1338/1983 «Εφαρμογή του Κοινοτικού Δικαίου» (Α΄ 34), όπως το άρθρο αυτό αντικαταστάθηκε με την παράγραφο 4 του άρθρου 6 του ν. 1440/1984 «Συμμετοχής της Ελλάδας στο Κεφάλαιο, στα Αποθεματικά και στις προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων», στο κεφάλαιο της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Άνθρακα και Χάλυβα και του Οργανισμού ΕΥΡΑΤΟΜ (A΄ 70) όπως τροποποιήθηκε τελευταία με το άρθρο 48 του ν. 3427/2005 (Α΄ 312) και τις διατάξεις του άρθρου 3 του ν. 1338/1983 όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 65 του ν. 1892/1990 «Για τον εκσυγχρονισμό και την ανάπτυξη και άλλες διατάξεις» (Α΄ 101).
2. Τις διατάξεις του ν. 2155/1993 «Κύρωση Συμφωνίας για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο (Ε.Ο.Χ.) μετά των Πρωτοκόλλων, Δηλώσεων, Παραρτημάτων, Προσαρτημάτων και Πρακτικών αυτής και του Πρωτοκόλλου Προσαρμογής της Συμφωνίας για τον Ε.Ο.Χ. μετά των Παραρτημάτων, τελικής Πράξης και Πρακτικών αυτού» (Α΄ 104).
3. Τις διατάξεις του άρθρου 90 του Κώδικα που κυ−
ρώθηκε με το άρθρο πρώτο του π.δ/τος 63/2005 «Κωδικοποίηση της Νομοθεσίας για την κυβέρνηση και τα κυβερνητικά όργανα (Α΄ 98).
4. Το γεγονός ότι από τις διατάξεις του παρόντος δεν προκαλείται δαπάνη εις βάρος του κρατικού προϋπολογισμού.
5. Την υπ’ αριθμ. Δ15/Α/Φ19/4040/24.2.2006 (Β΄ 249) απόφαση του Πρωθυπουργού και του Υπουργού Ανάπτυξης περί «Ανάθεσης αρμοδιοτήτων στους Υφυπουργούς Ανάπτυξης Αναστάσιο Νεράντζη …………………………….».
6. Την υπ’ αριθμ. 356/2006 γνωμοδότηση του Συμβουλίου της Επικρατείας με πρόταση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών, Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων και Μεταφορών και Επικοινωνιών και του Υφυπουργού Ανάπτυξης αποφασίζουμε:

ΤΜΗΜΑ ΔΕΥΤΕΡΟΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ – ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ – ΕΞΑΙΡΕΣΕΙΣΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄ΑΝΑΘΕΤΟΝΤΕΣ ΦΟΡΕΙΣ
Άρθρο 3Αναθέτοντες φορείς (άρθρα 2, 8 Οδηγίας 2004/17/ΕΚ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Για τους σκοπούς του παρόντος διατάγματος νοούνται ως: α) «αναθέτουσες αρχές»: το κράτος, οι αρχές, τοπικές ή περιφερειακές, οι οργανισμοί δημοσίου δικαίου και οι ενώσεις μιας ή περισσότερων από τις προαναφερόμενες αρχές ή οργανισμούς δημοσίου δικαίου. Ως «οργανισμός δημοσίου δικαίου» θεωρείται κάθε οργανισμός, ο οποίος έχει συσταθεί με συγκεκριμένο σκοπό την κάλυψη αναγκών γενικού συμφέροντος που δεν εμπίπτουν στο βιομηχανικό ή εμπορικό τομέα, έχει νομική προσωπικότητα, και του οποίου η δραστηριότητα χρηματοδοτείται κατά το μεγαλύτερο μέρος από το κράτος ή τις τοπικές ή περιφερειακές αρχές ή άλλους οργανισμούς δημοσίου δικαίου ή του οποίου η διαχείριση υπόκειται σε έλεγχο ασκούμενο από τους οργανισμούς αυτούς ή περισσότερο από το ήμισυ των μελών του διοικητικού, του διευθυντικού ή του εποπτικού συμβουλίου του διορίζεται από το κράτος, τις τοπικές ή περιφερειακές αρχές τοπικής αυτοδιοίκησης ή άλλους οργανισμούς δημοσίου δικαίου, β) «δημόσια επιχείρηση»: κάθε επιχείρηση στην οποία οι αναθέτουσες αρχές μπορούν να ασκούν άμεσα ή έμμεσα καθοριστική επιρροή, είτε επειδή έχουν κυριότητα ή χρηματοδοτική συμμετοχή είτε λόγω των κανόνων που διέπουν την επιχείρηση. Η καθοριστική αυτή επιρροή επί της επιχείρησης εκ μέρους των αναθετουσών αρχών τεκμαίρεται όταν οι εν λόγω αρχές, έμμεσα ή άμεσα κατέχουν το μεγαλύτερο μέρος του καλυφθέντος κεφαλαίου μιας επιχείρησης, ή διαθέτουν την πλειονότητα των ψήφων, οι οποίες αντιστοιχούν στους τίτλους που έχει εκδώσει η επιχείρηση, ή μπορούν να διορίζουν περισσότερα από τα μισά μέλη του διοικητικού, διευθυντικού ή εποπτικού οργάνου της επιχείρησης.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Οι διατάξεις του παρόντος διατάγματος εφαρμόζονται στους αναθέτοντες φορείς, οι οποίοι α) είναι αναθέτουσες αρχές ή δημόσιες επιχειρήσεις και ασκούν μια από τις δραστηριότητες που αναφέρονται στα άρθρα 4 έως 8, β) εάν πάλι δεν είναι αναθέτουσες αρχές ή δημόσιες επιχειρήσεις, ασκούν, μεταξύ των δραστηριοτήτων τους, μία ή περισσότερες από τις δραστηριότητες που αναφέρονται στα άρθρα 4 έως 8 και απολαύουν ειδικών ή αποκλειστικών δικαιωμάτων χορηγουμένων από αρμόδια κρατική αρχή.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Για τους σκοπούς του παρόντος διατάγματος, ειδικά ή αποκλειστικά δικαιώματα είναι τα δικαιώματα που χορηγούνται από αρμόδια αρχή, δυνάμει διατάξεων της κείμενης νομοθεσίας η οποία έχει ως αποτέλεσμα να επιφυλάσσεται σε έναν ή περισσότερους φορείς η άσκηση δραστηριότητας που ορίζεται στα άρθρα 4 έως 8 και να θίγεται ουσιωδώς η δυνατότητα άλλων φορέων να ασκήσουν την δραστηριότητα αυτή.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Οι αναθέτοντες φορείς, κατά την έννοια του παρόντος διατάγματος, απαριθμούνται κατά τρόπο μη εξαντλητικό στους καταλόγους που παρατίθενται στα παραρτήματα Ι έως ΙΧ. Οι αρμόδιες αρχές κοινοποιούν περιοδικά στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή τις τροποποιήσεις που γίνονται στους οικείους καταλόγους.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ ΠΟΥ ΚΑΛΥΠΤΟΝΤΑΙ
Άρθρο 4Αέριο, θερμότητα και ηλεκτρισμός (άρθρο 3 Οδηγίας 2004/17/ΕΚ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Όσον αφορά στο αέριο και τη θερμότητα, το παρόν διάταγμα εφαρμόζεται στις ακόλουθες δραστηριότητες: α) διάθεση ή εκμετάλλευση σταθερών δικτύων σχεδιασμένων για να παρέχουν στο κοινό υπηρεσίες στον τομέα της παραγωγής, της μεταφοράς ή της διανομής αερίου ή θερμότητας, ή β) τροφοδότηση των δικτύων αυτών με αέριο ή θερμότητα.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Η τροφοδότηση με αέριο ή θερμότητα δικτύων που προορίζονται να παρέχουν υπηρεσίες στο κοινό από αναθέτοντα φορέα που δεν είναι αναθέτουσα αρχή, δεν θεωρείται δραστηριότητα κατά την έννοια της παραγράφου 1, όταν: α) η παραγωγή αερίου ή θερμότητας από τον ενδιαφερόμενο φορέα αποτελεί αναπόφευκτο αποτέλεσμα της άσκησης δραστηριότητας που δεν αναφέρεται στις παραγράφους 1 ή 3 του παρόντος άρθρου ή στα άρθρα 5 έως 8 και β) η τροφοδότηση του δημόσιου δικτύου αποβλέπει μόνο στην οικονομική εκμετάλλευση της παραγωγής αυτής και αντιστοιχεί το πολύ στο 20 % του κύκλου εργασιών του φορέα, με βάση το μέσο όρο των τριών τελευταίων ετών, συμπεριλαμβανομένου του τρέχοντος έτους.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Όσον αφορά στον ηλεκτρισμό, το παρόν διάταγμα εφαρμόζεται στις ακόλουθες δραστηριότητες: α) διάθεση ή εκμετάλλευση σταθερών δικτύων σχεδιασμένων για να παρέχουν στο κοινό υπηρεσίες στον τομέα της παραγωγής, της μεταφοράς ή της διανομής ηλεκτρισμού, ή β) τροφοδότηση των εν λόγω δικτύων με ηλεκτρισμό.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Η τροφοδότηση με ηλεκτρισμό δικτύων που προορίζονται να παράσχουν υπηρεσίες στο κοινό από αναθέτοντα φορέα που δεν είναι αναθέτουσα αρχή δεν θεωρείται δραστηριότητα κατά την έννοια της παραγράφου 3, όταν: α) η παραγωγή ηλεκτρισμού από τον ενδιαφερόμενο φορέα γίνεται διότι η κατανάλωσή του είναι αναγκαία για την άσκηση δραστηριότητας που δεν αναφέρεται στις παραγράφους 1 ή 3 του παρόντος άρθρου ή στα άρθρα 5 έως 8 και β) η τροφοδότηση του δημόσιου δικτύου εξαρτάται μόνον από την ιδιοκατανάλωση του φορέα και δεν υπερβαίνει το 30 % της συνολικής παραγωγής ενέργειας του φορέα, με βάση το μέσο όρο των τριών (3) τελευταίων ετών, συμπεριλαμβανομένου του τρέχοντος έτους.

Άρθρο 5Ύδωρ (άρθρο 4 Οδηγίας 2004/17/ΕΚ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Το παρόν διάταγμα εφαρμόζεται στις ακόλουθες δραστηριότητες: α) διάθεση ή εκμετάλλευση σταθερών δικτύων σχεδιασμένων για να παρέχουν στο κοινό υπηρεσίες στον τομέα της παραγωγής, της μεταφοράς ή της διανομής πόσιμου ύδατος, ή β) τροφοδότηση των εν λόγω δικτύων με πόσιμο ύδωρ.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Το παρόν διάταγμα εφαρμόζεται επίσης στις συμβάσεις που συνάπτονται ή στους διαγωνισμούς μελετών που διοργανώνονται από τους φορείς που ασκούν δραστηριότητα οριζόμενη στην παράγραφο 1, και τα οποία: α) συνδέονται με έργα υδραυλικής μηχανικής, αρδευτικών ή αποστραγγιστικών έργων, εφόσον ο όγκος του ύδατος που προορίζεται για εφοδιασμό με πόσιμο ύδωρ υπερβαίνει το 20 % του συνολικού όγκου ύδατος που διατίθεται για τα εν λόγω σχέδια ή εγκαταστάσεις άρδευσης ή αποστράγγισης, ή β) συνδέονται με την αποχέτευση ή την επεξεργασία λυμάτων.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Η τροφοδότηση με πόσιμο ύδωρ δικτύων που προορίζονται να παράσχουν υπηρεσίες στο κοινό από αναθέτοντα φορέα που δεν είναι αναθέτουσα αρχή δεν θεωρείται ως δραστηριότητα κατά την έννοια της παραγράφου 1, όταν: α) η παραγωγή πόσιμου ύδατος από τον ενδιαφερόμενο φορέα γίνεται, διότι η κατανάλωσή του είναι αναγκαία για την άσκηση δραστηριότητας που δεν αναφέρεται στα άρθρα 4 έως 8 και β) η τροφοδότηση του δημόσιου δικτύου εξαρτάται μόνον από την ιδιοκατανάλωση του φορέα και δεν υπερβαίνει το 30 % της συνολικής παραγωγής πόσιμου ύδατος του φορέα, με βάση το μέσο όρο των τριών (3) προηγουμένων ετών, συμπεριλαμβανομένου του τρέχοντος έτους.

Άρθρο 6Υπηρεσίες μεταφορών (άρθρο 5 Οδηγίας 2004/17/ΕΚ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Το παρόν διάταγμα εφαρμόζεται στις δραστηριότητες που αποσκοπούν στη διάθεση ή την εκμετάλλευση δικτύων που παρέχουν υπηρεσίες στο κοινό στους τομείς των μεταφορών με σιδηρόδρομο, αυτόματα συστήματα, τραμ, τρόλεϊ, λεωφορεία ή καλώδιο. Όσον αφορά στις υπηρεσίες μεταφορών, θεωρείται ότι υφίσταται δίκτυο όταν η υπηρεσία παρέχεται με τους όρους που ορίζονται από την αρμόδια αρχή, όπως εκείνοι που αφορούν τις ακολουθητέες διαδρομές, τη διαθέσιμη μεταφορική ικανότητα ή τη συχνότητα παροχής της υπηρεσίας.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Το παρόν διάταγμα δεν εφαρμόζεται στους φορείς που παρέχουν στο κοινό υπηρεσίες μεταφορών με λεωφορείο, οι οποίοι είχαν αποκλεισθεί από το πεδίο εφαρμογής του π.δ/τος 57/2000 (Α΄45) δυνάμει της παρ.2 του άρθρου 5 αυτού, με το οποίο μεταφέρθηκε η οδηγία 93/38/ΕΟΚ (άρθρο 2 παρ.4 αυτής ) στο ελληνικό δίκαιο.

Άρθρο 7Ταχυδρομικές υπηρεσίες (άρθρο 6 Οδηγίας 2004/17/ΕΚ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Το παρόν διάταγμα εφαρμόζεται στις δραστηριότητες που αποσκοπούν στην παροχή ταχυδρομικών υπηρεσιών ή, με βάση τις προϋποθέσεις της παραγράφου 2 στοιχείο γ), άλλων υπηρεσιών πλην των ταχυδρομικών.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Για τους σκοπούς του παρόντος διατάγματος και με την επιφύλαξη του ν.2668/1998 (Α΄282), όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει, νοούνται ως: α) «ταχυδρομικό αντικείμενο»: αντικείμενο με συγκεκριμένο παραλήπτη, αποστελλόμενο υπό την τελική του μορφή, ανεξάρτητα από το βάρος του· τα αντικείμενα αυτά περιλαμβάνουν, π.χ., πέραν των αντικειμένων αλληλογραφίας, βιβλία, καταλόγους, εφημερίδες, περιοδικά και ταχυδρομικά δέματα που περιέχουν αντικείμενα με ή χωρίς εμπορική αξία, ανεξάρτητα από το βάρος τους· β) «ταχυδρομικές υπηρεσίες»: υπηρεσίες που συνίστανται στη συλλογή, διαλογή, μεταφορά και διανομή ταχυδρομικών αντικειμένων. Στις υπηρεσίες αυτές περιλαμβάνονται οι εξής: − “ανατιθέμενες κατ’ αποκλειστικότητα ταχυδρομικές υπηρεσίες”: ταχυδρομικές υπηρεσίες που ανατίθενται ή μπορούν να ανατίθενται κατ’ αποκλειστικότητα βάσει του άρθρου 7 της οδηγίας 97/67/ΕΚ, η οποία ενσωματώθηκε με το ν. 2668/1998 «Οργάνωση του τομέα παροχής ταχυδρομικών υπηρεσιών και άλλες διατάξεις» (Α΄ 282), όπως τροποποιήθηκε με το ν. 3185/2003 «τροποποίηση του ν. 2668/1998, εναρμόνιση με την οδηγία 2002/39/ΕΚ, ρυθμίσεις θεμάτων του Οργανισμού Ελληνικά Ταχυδρομεία (ΕΛ.ΤΑ) και άλλες διατάξεις» (Α΄229). − “άλλες ταχυδρομικές υπηρεσίες”: ταχυδρομικές υπηρεσίες που δεν επιτρέπεται να ανατίθενται κατ’ αποκλειστικότητα βάσει του άρθρου 7 της οδηγίας 97/67/ΕΚ, η οποία ενσωματώθηκε με το ν. 2668/1998 (Α΄ 282), όπως τροποποιήθηκε με το ν. 3185/2003 (Α΄229) και γ) “άλλες υπηρεσίες πλην των ταχυδρομικών”: υπηρεσίες παρεχόμενες στους ακόλουθους τομείς: − υπηρεσίες διαχείρισης της αλληλογραφίας (τόσο προγενέστερες όσο και μεταγενέστερες της αποστολής, όπως “mailroom management services”), − υπηρεσίες προστιθέμενης αξίας που συνδέονται με το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο και παρέχονται εξ ολοκλήρου με ηλεκτρονικά μέσα (περιλαμβανομένης της ασφαλούς διαβίβασης κωδικοποιημένων εγγράφων με ηλεκτρονικά μέσα, της διαχείρισης διευθύνσεων και της διαβίβασης συστημένου ηλεκτρονικού ταχυδρομείου), − υπηρεσίες συνδεόμενες με ταχυδρομικά αντικείμενα που δεν περιλαμβάνονται στο στοιχείο α), όπως το διαφημιστικό ταχυδρομείο χωρίς συγκεκριμένο παραλήπτη, − χρηματοοικονομικές υπηρεσίες, όπως ορίζονται στην κατηγορία 6 του Παραρτήματος XVΙΙ A και στο άρθρο 20 παράγραφος 1 στοιχείο γ), συμπεριλαμβανομένων ιδίως των ταχυδρομικών ενταλμάτων πληρωμής και των ταχυδρομικών μεταφορών πιστώσεων, − φιλοτελικές υπηρεσίες και − υπηρεσίες εφοδιαστικής διαχείρισης (υπηρεσίες που συνδυάζουν τη φυσική παράδοση και/ ή την εναποθήκευση με άλλα μη ταχυδρομικά καθήκοντα), εφόσον οι υπηρεσίες αυτές παρέχονται από φορέα ο οποίος παρέχει επίσης ταχυδρομικές υπηρεσίες κατά την έννοια του στοιχείου β) πρώτη και δεύτερη περίπτωση, και εφόσον δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 23 παράγραφος 1, όσον αφορά στις υπηρεσίες που περιλαμβάνονται σε αυτές τις περιπτώσεις.

Άρθρο 8Αναζήτηση, εξόρυξη και συλλογή πετρελαίου, αερίου, άνθρακα και άλλων στερεών καυσίμων.

Διάθεση λιμένων και αερολιμένων σε μεταφορείς (άρθρο 7 Οδηγίας 2004/17/ΕΚ) Το παρόν διάταγμα εφαρμόζεται στις δραστηριότητες εκμετάλλευσης μιας γεωγραφικής περιοχής με σκοπό: α) την αναζήτηση, εξόρυξη και συλλογή πετρελαίου, αερίου, άνθρακα ή άλλων στερεών καυσίμων, ή β) τη διάθεση αερολιμένων, θαλάσσιων λιμένων ή λιμένων εσωτερικής ναυσιπλοΐας ή άλλων τερματικών σταθμών μεταφορικών μέσων, σε αεροπορικούς, θαλάσσιους ή ποτάμιους μεταφορείς.

Άρθρο 9Συμβάσεις που αφορούν διάφορες δραστηριότητες (άρθρο 9 Οδηγίας 2004/17/ΕΚ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Σύμβαση για τη διεξαγωγή περισσότερων δραστηριοτήτων ακολουθεί τους κανόνες που ισχύουν για τη δραστηριότητα για την οποία προορίζεται κυρίως. Η επιλογή μεταξύ της σύναψης μιας μόνο σύμβασης και (της σύναψης) πολλών χωριστών συμβάσεων δεν μπορεί να έχει ως στόχο την καταστρατήγηση της εφαρμογής τόσο του παρόντος διατάγματος όσο και του π. δ/τος 60/2007.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Εάν μία από τις δραστηριότητες που αποτελούν αντικείμενο της συμβάσεως, εμπίπτει στο παρόν διάταγμα και η άλλη εμπίπτει στο π.δ. 60/2007 και είναι αντικειμενικώς αδύνατον να προσδιορισθεί για ποια δραστηριότητα προορίζεται κυρίως η σύμβαση, η σύμβαση ανατίθεται σύμφωνα με το π.δ. 60/2007.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Εάν μία από τις δραστηριότητες, για τις οποίες προορίζεται η σύμβαση, εμπίπτει στο παρόν διάταγμα και η άλλη δεν εμπίπτει στο παρόν διάταγμα ή στο π.δ. 60/2007 και είναι αντικειμενικώς αδύνατον να προσδιορισθεί για ποια δραστηριότητα προορίζεται κυρίως η σύμβαση, η σύμβαση ανατίθεται σύμφωνα με το παρόν διάταγμα.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ΄ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ
Άρθρο 10Αρχές για την ανάθεση των συμβάσεων (άρθρο 10 Οδηγίας 2004/17/ΕΚ)

Οι αναθέτοντες φορείς αντιμετωπίζουν τους οικονομικούς φορείς ισότιμα και χωρίς διακρίσεις, ενεργώντας με διαφάνεια.

Άρθρο 11Οικονομικοί φορείς (άρθρο 11 Οδηγίας 2004/17/ΕΚ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Οι υποψήφιοι ή οι προσφέροντες οι οποίοι, δυνάμει του δικαίου κράτους μέλους, στο οποίο είναι εγκατεστημένοι, έχουν δικαίωμα να διενεργούν τη συγκεκριμένη παροχή, δεν μπορούν να απορρίπτονται για μόνον το λόγο ότι θα έπρεπε να είναι είτε φυσικά είτε νομικά πρόσωπα. Εντούτοις, προκειμένου για τις συμβάσεις έργων, υπηρεσιών και προμηθειών που περιλαμβάνουν επιπλέον εργασίες και/ή υπηρεσίες τοποθέτησης και εγκατάστασης, είναι δυνατόν να ζητείται από τα νομικά πρόσωπα να αναφέρουν, στις προσφορές ή στις αιτήσεις συμμετοχής τους, τα ονόματα και τα κατάλληλα επαγγελματικά προσόντα των προσώπων, στα οποία ανατίθεται η εκτέλεση της σύμβασης.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Οι κοινοπραξίες οικονομικών φορέων δύνανται να υποβάλλουν προσφορές ή υποψηφιότητες. Για την υποβολή μιας προσφοράς ή μιας αίτησης συμμετοχής, οι αναθέτοντες φορείς δεν μπορούν να απαιτούν να έχουν οι οικονομικοί φορείς συγκεκριμένη νομική μορφή. Η επιλεγόμενη κοινοπραξία είναι δυνατόν να υποχρεούται να περιβληθεί συγκεκριμένη νομική μορφή στο βαθμό που η περιβολή αυτής της νομικής μορφής είναι αναγκαία για την προσήκουσα εκτέλεση της σύμβασης.

Άρθρο 12Όροι που αφορούν τις συμφωνίες που έχουν συναφθεί στο πλαίσιο του Παγκόσμιου Οργανισμού

Εμπορίου (άρθρο 12 Οδηγίας 2004/17/ΕΚ) Κατά τη σύναψη δημοσίων συμβάσεων από τους αναθέτοντες φορείς, τα κράτη μέλη εφαρμόζουν στις σχέσεις τους εξίσου ευνοϊκούς όρους με εκείνους που παρέχουν στους οικονομικούς φορείς τρίτων χωρών κατ’ εφαρμογήν της συμφωνίας περί δημοσίων συμβάσεων, η οποία συνήφθη στο πλαίσιο διαπραγματεύσεων του Γύρου Ουρουγουάης (GATT). Για το σκοπό αυτό, τα κράτη μέλη διαβουλεύονται περί των μέτρων εφαρμογής της συμφωνίας, στο πλαίσιο της Συμβουλευτικής Επιτροπής Δημοσίων Συμβάσεων. ΦΕΚ 1503

Άρθρο 13Εχεμύθεια (άρθρo 13 Οδηγίας 2004/17/ΕΚ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Κατά τη διαβίβαση των τεχνικών προδιαγραφών στους ενδιαφερόμενους οικονομικούς φορείς, την προεπιλογή και την επιλογή των οικονομικών φορέων καθώς και τη σύναψη των συμβάσεων, οι αναθέτοντες φορείς μπορούν να επιβάλλουν όρους, προκειμένου να προστατεύσουν τον εμπιστευτικό χαρακτήρα των πληροφοριών που διαβιβάζουν.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Με την επιφύλαξη των διατάξεων του παρόντος διατάγματος, ιδίως δε εκείνων που αφορούν τις υποχρεώσεις σχετικά με τη δημοσιοποίηση των συναπτομένων συμβάσεων και την ενημέρωση των υποψηφίων και των προσφερόντων, που ορίζονται στα άρθρα 35 και 40, και τις κείμενες διατάξεις, ο αναθέτων φορέας δεν αποκαλύπτει πληροφορίες που του έχουν διαβιβάσει οικονομικοί φορείς και τις οποίες έχουν χαρακτηρίσει ως εμπιστευτικές. Οι πληροφορίες αυτές περιλαμβάνουν, ιδίως, τα τεχνικά ή εμπορικά απόρρητα και τις εμπιστευτικές πτυχές των προσφορών.

Άρθρο 14Συμφωνίες−πλαίσια (άρθρo 14 Οδηγίας 2004/17/ΕΚ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Οι αναθέτοντες φορείς μπορούν να θεωρούν συμφωνία−πλαίσιο, ως σύμβαση κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 2 και να εφαρμόζουν για την ανάθεσή της το παρόν διάταγμα.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Όταν οι αναθέτοντες φορείς έχουν συνάψει συμφωνία−πλαίσιο σύμφωνα με το παρόν διάταγμα, μπορούν να εφαρμόζουν το άρθρο 25 παράγραφος 3 σημείο θ) όταν συνάπτουν συμβάσεις που βασίζονται στη συμφωνία αυτή.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Όταν μια συμφωνία−πλαίσιο δεν έχει συναφθεί σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος διατάγματος, οι αναθέτοντες φορείς δεν μπορούν να εφαρμόζουν το άρθρο 25 παράγραφος 3 σημείο θ).

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Οι αναθέτοντες φορείς δεν μπορούν να προσφεύγουν στις συμφωνίες−πλαίσια καταχρηστικά κατά τρόπο που να εμποδίζει, να περιορίζει ή να νοθεύει τον ανταγωνισμό.

Άρθρο 15Δυναμικά συστήματα αγορών (άρθρo 15 Οδηγίας 2004/17/ΕΚ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Οι αναθέτοντες φορείς μπορούν να προσφεύγουν σε δυναμικά συστήματα αγορών.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Για την εφαρμογή ενός δυναμικού συστήματος αγορών, οι αναθέτοντες φορείς ακολουθούν τους κανόνες της ανοικτής διαδικασίας σε όλες τις φάσεις της μέχρι την ανάθεση των συμβάσεων στο πλαίσιο αυτού του συστήματος. Γίνονται δεκτοί στο σύστημα όλοι οι προσφέροντες, οι οποίοι πληρούν τα κριτήρια επιλογής και έχουν υποβάλει ενδεικτική προσφορά σύμφωνη προς τη συγγραφή υποχρεώσεων και τα ενδεχόμενα συμπληρωματικά έγγραφα· οι ενδεικτικές προσφορές μπορούν να βελτιώνονται οιαδήποτε στιγμή, υπό τον όρο ότι εξακολουθούν να συνάδουν προς τη συγγραφή υποχρεώσεων. Για την εφαρμογή του συστήματος και τη σύναψη των συμβάσεων στο πλαίσιο του συστήματος, οι αναθέτοντες φορείς χρησιμοποιούν αποκλειστικώς ηλεκτρονικά μέσα σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 39 παράγραφοι 2 έως 5.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Για τους σκοπούς της εφαρμογής του δυναμικού συστήματος αγορών, οι αναθέτοντες φορείς: α) δημοσιεύουν προκήρυξη διαγωνισμού, διευκρινίζοντας ότι πρόκειται για δυναμικό σύστημα αγορών, β) διευκρινίζουν, μεταξύ άλλων, στη συγγραφή υποχρεώσεων τη φύση των προβλεπόμενων αγορών που αποτελούν αντικείμενο αυτού του συστήματος καθώς και όλες τις απαραίτητες πληροφορίες που αφορούν το σύστημα αγορών, το χρησιμοποιούμενο ηλεκτρονικό εξοπλισμό και τις τεχνικές διευθετήσεις και προδιαγραφές της σύνδεσης, γ) προσφέρουν ελεύθερη, άμεση και πλήρη πρόσβαση με ηλεκτρονικά μέσα στη συγγραφή υποχρεώσεων και σε κάθε συμπληρωματικό έγγραφο, ήδη από τη δημοσίευση της προκήρυξης έως τη λήξη του συστήματος, και αναφέρουν στην προκήρυξη τη διεύθυνση στο Διαδίκτυο, στην οποία μπορούν να μελετώνται αυτά τα έγγραφα.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Οι αναθέτοντες φορείς παρέχουν, καθ’ όλη τη διάρκεια του δυναμικού συστήματος αγορών, τη δυνατότητα σε κάθε οικονομικό φορέα να υποβάλει ενδεικτική προσφορά με σκοπό να γίνει δεκτός στο σύστημα σύμφωνα με τους όρους που προβλέπει η παράγραφος 2. Ολοκληρώνουν την αξιολόγηση εντός μέγιστης προθεσμίας δεκαπέντε (15) ημερών, η οποία αρχίζει από την υποβολή της ενδεικτικής προσφοράς. Μπορούν, ωστόσο να παρατείνουν την αξιολόγηση εφόσον, εν τω μεταξύ, δεν έχει μεσολαβήσει άλλος διαγωνισμός. Ο αναθέτων φορέας ενημερώνει, το ταχύτερο δυνατόν, τον προσφέροντα, για τον οποίο γίνεται λόγος στο πρώτο εδάφιο, σχετικά με την αποδοχή του στο δυναμικό σύστημα αγορών ή την απόρριψη της ενδεικτικής προσφοράς του.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Κάθε σύμβαση πρέπει να αποτελεί αντικείμενο διαγωνισμού. Πριν από τον εν λόγω διαγωνισμό, οι αναθέτοντες φορείς δημοσιεύουν απλουστευμένη προκήρυξη διαγωνισμού, με την οποία καλούν όλους τους ενδιαφερόμενους οικονομικούς φορείς να υποβάλουν ενδεικτική προσφορά, σύμφωνα με την παράγραφο 4, εντός προθεσμίας η οποία δεν μπορεί να είναι μικρότερη από δεκαπέντε (15) ημέρες από την ημερομηνία αποστολής της απλουστευμένης προκήρυξης. Οι αναθέτοντες φορείς προχωρούν στον διαγωνισμό μόνο μετά την ολοκλήρωση της αξιολόγησης όλων των ενδεικτικών προσφορών που έχουν υποβληθεί εντός της εν λόγω προθεσμίας.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Οι αναθέτοντες φορείς καλούν όλους τους προσφέροντες που έχουν γίνει δεκτοί στο σύστημα να υποβάλουν προσφορά για κάθε συγκεκριμένη σύμβαση που πρόκειται να συναφθεί στο πλαίσιο του συστήματος. Για το σκοπό αυτόν, καθορίζουν επαρκή προθεσμία για την υποβολή των προσφορών. Η ανάθεση της σύμβασης γίνεται στον προσφέροντα, ο οποίος υπέβαλε την καλύτερη προσφορά σύμφωνα με τα κριτήρια ανάθεσης, τα οποία επισημαίνονται στην προκήρυξη διαγωνισμού για την έναρξη εφαρμογής του δυναμικού συστήματος αγορών. Τα κριτήρια αυτά μπορούν, ενδεχομένως, να προσδιορίζονται στην προαναφερθείσα πρόσκληση.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 7

Η διάρκεια ενός δυναμικού συστήματος αγορών δεν μπορεί να υπερβαίνει την τετραετία, εκτός από εξαιρετικές περιπτώσεις ειδικά αιτιολογημένες. Οι αναθέτοντες φορείς δεν μπορούν να προσφεύγουν σε αυτό το σύστημα κατά τρόπον ώστε να εμποδίζουν, περιορίζουν ή στρεβλώνουν τον ανταγωνισμό. Οι ενδιαφερόμενοι οικονομικοί φορείς ή οι συμμετέχοντες στο σύστημα δεν επιβαρύνονται με έξοδα διεκπεραίωσης.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ΄ΚΑΤΩΤΑΤΑ ΟΡΙΑ ΤΩΝ ΣΥΜΒΑΣΕΩΝ
Άρθρο 16Κατώτατα όρια των συμβάσεων (άρθρο 16 Οδηγίας 2004/17/ΕΚ, άρθρο 1 παρ.1 του Κανονισμού 2083/2005)

Εξαιρουμένων των περιπτώσεων όπου αποκλείονται με βάση τις εξαιρέσεις που προβλέπονται στα άρθρα 19 έως 21 ή δυνάμει του άρθρου 23, σχετικά με την άσκηση της συγκεκριμένης δραστηριότητας, το παρόν διάταγμα εφαρμόζεται στις συμβάσεις έργων, προμηθειών και υπηρεσιών, των οποίων η εκτιμώμενη αξία, χωρίς τον φόρο προστιθεμένης αξίας (ΦΠΑ), ισούται με ή υπερβαίνει τα ακόλουθα κατώτατα όρια: α) των 422.000 ευρώ για τις συμβάσεις προμηθειών και υπηρεσιών, β) των 5.278.000 ευρώ για τις συμβάσεις έργων.

Άρθρο 17Μέθοδοι υπολογισμού της εκτιμώμενης αξίας των συμβάσεων, των συμφωνιών−πλαισίων και των δυναμικών συστημάτων αγορών (άρθρο 17 Οδηγίας 2004/17/ΕΚ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Ο υπολογισμός της εκτιμώμενης αξίας μιας σύμβασης βασίζεται στο συνολικό πληρωτέο ποσό, εκτός ΦΠΑ, εκτιμώμενο από τον αναθέτοντα φορέα. Ο υπολογισμός αυτός λαμβάνει υπόψη το εκτιμώμενο συνολικό ποσό, συμπεριλαμβανομένου του τυχόν προβλεπόμενου δικαιώματος προαιρέσεως ή τυχόν ανανεώσεων της σύμβασης. Στην περίπτωση που ο αναθέτων φορέας προβλέπει βραβεία ή την καταβολή χρηματικών ποσών στους υποψηφίους ή προσφέροντες, λαμβάνει τα ποσά αυτά υπόψη του κατά τον υπολογισμό της εκτιμώμενης αξίας της σύμβασης.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Οι αναθέτοντες φορείς δεν μπορούν να καταστρατηγούν το παρόν διάταγμα κατατέμνοντας τα σχέδια έργων ή τις προτεινόμενες αγορές για την απόκτηση συγκεκριμένης ποσότητας προμηθειών και/ή υπηρεσιών ή χρησιμοποιώντας ειδικές μεθόδους υπολογισμού της αξίας των συμβάσεων.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Για τις συμφωνίες−πλαίσια και για τα δυναμικά συστήματα αγορών, η εκτιμώμενη αξία που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη είναι η μέγιστη εκτιμώμενη αξία εκτός ΦΠΑ του συνόλου των συμβάσεων που προβλέπονται για τη συνολική διάρκεια της συμφωνίας ή του συστήματος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Για τους σκοπούς του άρθρου 16, οι αναθέτοντες φορείς περιλαμβάνουν στην εκτιμώμενη αξία των συμβάσεων έργων την αξία των εργασιών καθώς και όλων των προμηθειών ή υπηρεσιών που απαιτούνται για την εκτέλεση των έργων, και τις θέτουν στη διάθεση του εργολήπτη.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Η αξία των προμηθειών ή των υπηρεσιών που δεν είναι απαραίτητες για την εκτέλεση μιας συγκεκριμένης σύμβασης έργων δεν μπορεί να προστίθεται στην αξία αυτής της σύμβασης έργων, με αποτέλεσμα να εξαιρείται η απόκτηση αυτών των προμηθειών ή υπηρεσιών από το πεδίο εφαρμογής του παρόντος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

α) Όταν προτεινόμενο έργο ή προτεινόμενη αγορά υπηρεσιών μπορεί να οδηγήσει σε ταυτόχρονη σύναψη χωριστών συμβάσεων κατά τμήματα, λαμβάνεται υπόψη η εκτιμώμενη συνολική αξία όλων αυτών των τμημάτων. Όταν η συνολική αξία των τμημάτων είναι ίση με ή υπερβαίνει το κατώτατο όριο που καθορίζεται στο άρθρο 16, το παρόν διάταγμα εφαρμόζεται στη σύναψη κάθε τμήματος. Οι αναθέτοντες φορείς μπορούν να παρεκκλίνουν από την εφαρμογή αυτή για τα τμήματα, η εκτιμώμενη αξία των οποίων εκτός ΦΠΑ είναι μικρότερη των 80.000 ευρώ για τις υπηρεσίες και του 1.000.000 ευρώ για τα έργα υπό τον όρο ότι το συνολικό ποσό των συγκεκριμένων τμημάτων δεν υπερβαίνει το 20% της συνολικής αξίας όλων των τμημάτων. β) Όταν ένα σχέδιο αγοράς για την απόκτηση ομοιογενών προμηθειών μπορεί να οδηγήσει σε ταυτόχρονη σύναψη χωριστών συμβάσεων κατά τμήματα, λαμβάνεται υπόψη η εκτιμώμενη συνολική αξία όλων αυτών των τμημάτων κατά την εφαρμογή του άρθρου 16. Όταν η συνολική αξία των τμημάτων είναι ίση με ή υπερβαίνει την αξία που καθορίζεται στο άρθρο 16, το παρόν διάταγμα εφαρμόζεται στη σύναψη κάθε τμήματος. Οι αναθέτοντες φορείς μπορούν να παρεκκλίνουν από την εφαρμογή αυτή για τα τμήματα η εκτιμώμενη αξία των οποίων εκτός ΦΠΑ είναι μικρότερη των 80.000 ευρώ, υπό τον όρο ότι το συνολικό ποσό των συγκεκριμένων τμημάτων δεν υπερβαίνει το 20 % της συνολικής αξίας όλων των τμημάτων.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 7

Όταν πρόκειται για συμβάσεις προμηθειών ή υπηρεσιών, οι οποίες έχουν περιοδικό χαρακτήρα ή προβλέπεται να ανανεωθούν μέσα σε συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, ο υπολογισμός της εκτιμώμενης αξίας της σύμβασης γίνεται με βάση: α) είτε την πραγματική συνολική αξία των διαδοχικών συμβάσεων του ιδίου τύπου που έχουν συναφθεί κατά τη διάρκεια του προηγούμενου δωδεκαμήνου ή οικονομικού έτους, η οποία, ει δυνατόν, αναπροσαρμόζεται, ώστε να λαμβάνονται υπόψη οι ενδεχόμενες μεταβολές στις ποσότητες ή στην αξία τους κατά τους δώδεκα (12) μήνες που έπονται της αρχικής σύμβασης β) είτε την εκτιμώμενη συνολική αξία των διαδοχικών συμβάσεων που συνήφθησαν κατά το δωδεκάμηνο που έπεται της πρώτης παράδοσης ή κατά τη διάρκεια του οικονομικού έτους, εφόσον αυτό υπερβαίνει τους δώδεκα (12) μήνες.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 8

Ο υπολογισμός της εκτιμώμενης αξίας μιας σύμβασης που περιλαμβάνει ταυτοχρόνως υπηρεσίες και προμήθειες βασίζεται στη συνολική αξία των υπηρεσιών και των προμηθειών, ανεξάρτητα από την επιμέρους αξία τους. Στον υπολογισμό αυτόν, περιλαμβάνεται η αξία των εργασιών τοποθέτησης και εγκατάστασης.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 9

Όσον αφορά στις συμβάσεις προμηθειών που έχουν ως αντικείμενο τη χρηματοδοτική μίσθωση, τη μίσθωση ή τη μίσθωση−πώληση προϊόντων, ως βάση για τον υπολογισμό της εκτιμώμενης αξίας της σύμβασης λαμβάνεται: α) για τις συμβάσεις ορισμένου χρόνου, εάν ο χρόνος αυτός είναι δώδεκα (12) μήνες ή λιγότερο, η εκτιμώμενη συνολική αξία για τη διάρκεια της σύμβασης ή, αν η διάρκεια αυτή υπερβαίνει τους δώδεκα (12) μήνες, η συνολική αξία της σύμβασης, συμπεριλαμβανομένης της εκτιμώμενης υπολειπόμενης αξίας και β) για τις συμβάσεις αορίστου χρόνου ή τις συμβάσεις των οποίων η διάρκεια δεν μπορεί να προσδιορισθεί, η μηνιαία αξία πολλαπλασιασμένη επί σαράντα οκτώ (48).

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 10

Για τον υπολογισμό της εκτιμώμενης αξίας συμβάσεων υπηρεσιών, λαμβάνονται υπόψη, ανάλογα με την περίπτωση, τα ακόλουθα ποσά: α) όσον αφορά στις ασφαλιστικές υπηρεσίες, το καταβλητέο ασφάλιστρο και οι άλλοι τρόποι αμοιβής β) όσον αφορά στις τραπεζικές και άλλες χρηματοοικονομικές υπηρεσίες, οι αμοιβές, οι προμήθειες, οι τόκοι και οι άλλοι τρόποι αμοιβής γ) όσον αφορά στις συμβάσεις που περιλαμβάνουν μελέτες, οι αμοιβές, προμήθειες και οι άλλοι τρόποι αμοιβής.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 11

Όταν πρόκειται για συμβάσεις υπηρεσιών στις οποίες δεν αναφέρεται συνολική τιμή, ως βάση υπολογισμού της εκτιμώμενης αξίας των συμβάσεων λαμβάνεται: α) για τις συμβάσεις ορισμένου χρόνου, εάν η διάρκειά τους είναι ίση ή μικρότερη από σαράντα οκτώ (48) μήνες, η συνολική αξία για όλη τη διάρκεια της σύμβασης· β) για τις συμβάσεις αορίστου χρόνου ή τις συμβάσεις των οποίων η διάρκεια υπερβαίνει τους σαράντα οκτώ (48) μήνες, η μηνιαία αξία πολλαπλασιασμένη επί σαράντα οκτώ (48).

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ε΄ΕΞΑΙΡΕΣΕΙΣ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ – ΕΙΔΙΚΑ ΚΑΘΕΣΤΩΤΑ
Άρθρο 18Συμβάσεις παραχώρησης έργων και υπηρεσιών (άρθρo 18 Οδηγίας 2004/17/ΕΚ)

Το παρόν διάταγμα δεν εφαρμόζεται στις συμβάσεις παραχώρησης έργων ή υπηρεσιών, όπως ορίζονται στο άρθρο 2, παράγραφος 3, οι οποίες ανατίθενται από αναθέτοντες φορείς κατά την άσκηση μιας ή περισσοτέρων από τις δραστηριότητες που αναφέρονται στα άρθρα 4 έως 8, όταν η παραχώρηση γίνεται για την άσκηση των εν λόγω δραστηριοτήτων.

Άρθρο 19Εξαιρέσεις που ισχύουν για όλους τους αναθέτοντες φορείς και όλα τα είδη συμβάσεων (άρθρα 19 έως 23 Οδηγίας 2004/17/ΕΚ) Το παρόν διάταγμα δεν εφαρμόζεται:ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Στις συμβάσεις που συνάπτονται με σκοπό τη μεταπώληση ή τη μίσθωση σε τρίτους, όταν ο αναθέτων φορέας δεν απολαύει ειδικού ή αποκλειστικού δικαιώματος πώλησης ή μίσθωσης του αντικειμένου αυτών των συμβάσεων καθώς και όταν άλλοι φορείς δικαιούνται να προβαίνουν ελεύθερα στην εν λόγω πώληση ή μίσθωση με τους ίδιους όρους που ισχύουν για τον αναθέτοντα φορέα. Οι αναθέτοντες φορείς κοινοποιούν στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, κατόπιν αιτήσεώς της, όλες τις κατηγορίες προϊόντων και δραστηριοτήτων που θεωρούν ότι εξαιρούνται δυνάμει του προηγούμενου εδαφίου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Στις συμβάσεις που συνάπτουν ή στους διαγωνισμούς μελετών που διοργανώνουν οι αναθέτοντες φορείς με σκοπούς διαφορετικούς από τις δραστηριότητες που ορίζονται στα άρθρα 4 έως 7 ή για την άσκηση αυτών των δραστηριοτήτων σε τρίτη χώρα, υπό συνθήκες που δεν προϋποθέτουν την υλική εκμετάλλευση δικτύου ή γεωγραφικής περιοχής στο εσωτερικό της Κοινότητας. Οι αναθέτοντες φορείς γνωστοποιούν στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, κατόπιν αιτήσεώς της, οποιαδήποτε δραστηριότητα θεωρούν ότι εξαιρείται δυνάμει του προηγούμενου εδαφίου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Στις συμβάσεις, οι οποίες χαρακτηρίζονται απόρρητες ή των οποίων η εκτέλεση πρέπει να συνοδεύεται από ιδιαίτερα μέτρα ασφαλείας ή όταν απαιτείται από την ανάγκη προστασίας των βασικών συμφερόντων ασφαλείας του κράτους.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Στις συμβάσεις οι οποίες διέπονται από διαφορετικούς διαδικαστικούς κανόνες και συνάπτονται δυνάμει: α) είτε διεθνούς συμφωνίας, η οποία έχει συναφθεί, σύμφωνα με τη Συνθήκη ΕΕ, μεταξύ κράτους μέλους και μιας ή περισσοτέρων τρίτων χωρών και καλύπτει προμήθειες, έργα, υπηρεσίες ή διαγωνισμούς μελετών που προορίζονται για την από κοινού εκτέλεση ή εκμετάλλευση ενός σχεδίου από τα υπογράφοντα κράτη· κάθε συμφωνία ανακοινώνεται στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η οποία μπορεί να προβαίνει σε διαβουλεύσεις στο πλαίσιο της Συμβουλευτικής Επιτροπής Δημοσίων Συμβάσεων, η οποία αναφέρεται στο άρθρο 68 της υπ’αριθμ. 2004/17/ΕΚ Οδηγίας. β) είτε διεθνούς συμφωνίας η οποία έχει συναφθεί για τη στάθμευση στρατευμάτων και αφορά ελληνικές επιχειρήσεις ή επιχειρήσεις τρίτης χώρας γ) είτε ειδικής διαδικασίας διεθνούς οργανισμού.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

α) Υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στην υποπαράγραφο γ), το παρόν διάταγμα δεν εφαρμόζεται στις συμβάσεις: αα) τις οποίες συνάπτει αναθέτων φορέας με συνδεδεμένη επιχείρηση, ή ββ) τις οποίες συνάπτει κοινοπραξία, η οποία έχει συσταθεί αποκλειστικά από διάφορους αναθέτοντες φορείς με σκοπό την άσκηση δραστηριοτήτων, κατά την έννοια των άρθρων 4 έως 8, με επιχείρηση συνδεδεμένη με έναν από αυτούς τους αναθέτοντες φορείς, β) Για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου, ως “συνδεδεμένη επιχείρηση” νοείται κάθε επιχείρηση, της οποίας οι ετήσιοι λογαριασμοί έχουν ενοποιηθεί με τους λογαριασμούς του αναθέτοντος φορέα σύμφωνα με τις απαιτήσεις της υπ’αριθμ. 83/349/ΕΟΚ έβδομης οδηγίας του Συμβουλίου, της 13ης Ιουνίου 1983, βασιζόμενη στο άρθρο 44 παράγραφος 2 περίπτωση ζ) της Συνθήκης για τους ενοποιημένους λογαριασμούς (ΕΕ L 193 της 18.7.1993, σ.1. Οδηγίας) όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την οδηγία 2001/65/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 283, 27.10.2001, σ.28), οι οποίες ενσωματώθηκαν στην ελληνική νομοθεσία με τις διατάξεις του άρθρου 42ε του κ.ν. 2190/1920 «περί ανωνύμων εταιρειών», όπως αυτό προστέθηκε με το άρθρο 33 του π.δ/τος 409/1986 και όπως τροποποιήθηκε με τις διατάξεις του ν. 3460/2006 (Α΄102) ή, στην περίπτωση που οι φορείς δεν εμπίπτουν στο παρόν διάταγμα, κάθε επιχείρηση επί της οποίας ο αναθέτων φορέας μπορεί να ασκεί, άμεσα ή έμμεσα, κυρίαρχη επιρροή, κατά την έννοια του άρθρου 3 παράγραφος 1 στοιχείο β), ή η οποία μπορεί να ασκεί κυρίαρχη επιρροή επί του αναθέτοντος φορέα ή η οποία υπόκειται, από κοινού με τον αναθέτοντα φορέα, στην κυρίαρχη επιρροή μιας άλλης επιχείρησης λόγω της ιδιοκτησίας, χρηματοδοτικής συμμετοχής ή των κανόνων που τη διέπουν. γ) Η υποπαράγραφος α) εφαρμόζεται: αα) στις συμβάσεις υπηρεσιών, εφόσον το 80% τουλάχιστον του μέσου κύκλου εργασιών που πραγματοποίησε η συνδεδεμένη επιχείρηση κατά την τελευταία τριετία στον τομέα των υπηρεσιών προέρχεται από την παροχή αυτών των υπηρεσιών στις επιχειρήσεις, με τις οποίες συνδέεται· ββ) στις συμβάσεις προμηθειών, εφόσον το 80% τουλάχιστον του μέσου κύκλου εργασιών που πραγματοποίησε η συνδεδεμένη επιχείρηση κατά την τελευταία τριετία στον τομέα των προμηθειών προέρχεται από την παροχή αυτών των προμηθειών στις επιχειρήσεις με τις οποίες συνδέεται· γγ) στις συμβάσεις έργων, εφόσον το 80% τουλάχιστον του μέσου κύκλου εργασιών που πραγματοποίησε η συνδεδεμένη επιχείρηση κατά την τελευταία τριετία στον τομέα των έργων προέρχεται από την παροχή αυτών των έργων στις επιχειρήσεις με τις οποίες συνδέεται. Όταν, σε συνάρτηση με την ημερομηνία δημιουργίας της συνδεδεμένης επιχείρησης ή έναρξης των δραστηριοτήτων της, δεν είναι διαθέσιμος ο κύκλος εργασιών για την τελευταία τριετία, η επιχείρηση αρκεί να αποδεικνύει ότι η πραγματοποίηση του κύκλου εργασιών που αναφέρεται στα στοιχεία αα), ββ) ή γγ), είναι πιθανή, ιδίως με προβολή δραστηριοτήτων. Όταν η ίδια ή παρόμοιες υπηρεσίες, προμήθειες ή έργα παρέχονται από περισσότερες από μία επιχειρήσεις συνδεδεμένες με τον αναθέτοντα φορέα, για τον υπολογισμό των προαναφερόμενων ποσοστών λαμβάνεται υπόψη ο συνολικός κύκλος εργασιών που προκύπτει αντιστοίχως από την παροχή υπηρεσιών, προμηθειών ή έργων εκ μέρους των συνδεδεμένων επιχειρήσεων. δ) Το παρόν διάταγμα δεν εφαρμόζεται στις συμβάσεις: αα) τις οποίες συνάπτει κοινοπραξία, η οποία έχει συσταθεί αποκλειστικά από διάφορους αναθέτοντες φορείς, με σκοπό την άσκηση δραστηριοτήτων κατά την έννοια των άρθρων 4 έως 7, με έναν από αυτούς τους αναθέτοντες φορείς, ή ββ) τις οποίες συνάπτει αναθέτων φορέας με μια τέτοια κοινοπραξία στην οποία συμμετέχει, με την προϋπόθεση ότι η κοινοπραξία έχει συσταθεί με σκοπό την άσκηση της συγκεκριμένης δραστηριότητας επί περίοδο τουλάχιστον τριών (3) ετών και ότι η συστατική πράξη της κοινοπραξίας ορίζει ότι οι αναθέτοντες φορείς, που την συγκροτούν, συμμετέχουν σε αυτήν τουλάχιστον για την εν λόγω περίοδο. ε) Οι αναθέτοντες φορείς κοινοποιούν στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, κατόπιν αιτήσεώς της, τις ακόλουθες πληροφορίες σχετικά με την εφαρμογή των υποπαραγράφων β), γ) και δ): αα) τις επωνυμίες των επιχειρήσεων ή κοινοπραξιών για τις οποίες πρόκειται ββ) τη φύση και την αξία των οριζόμενων συμβάσεων· γγ) τα στοιχεία που η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κρίνει απαραίτητα για να αποδείξει ότι οι σχέσεις μεταξύ του αναθέτοντος φορέα και της επιχείρησης ή της κοινοπραξίας, στην οποία ανατίθενται οι συμβάσεις, ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις του παρόντος άρθρου.

Άρθρο 20

Εξαιρέσεις που ισχύουν για όλους τους αναθέτοντες φορείς, αλλά μόνο για τις συμβάσεις υπηρεσιών (άρθρα 24, 25 Οδηγίας 2004/17/ΕΚ) Το παρόν διάταγμα δεν εφαρμόζεται στις συμβάσεις υπηρεσιών, οι οποίες: α) έχουν ως αντικείμενο την αγορά ή μίσθωση, με οιουσδήποτε χρηματοδοτικούς όρους, γης, υφισταμένων κτισμάτων ή άλλων ακινήτων ή αφορούν δικαιώματα επ’ αυτών. Οι συμβάσεις χρηματοοικονομικών υπηρεσιών που συνάπτονται ταυτοχρόνως, πριν ή μετά τη σύμβαση αγοράς ή μίσθωσης, υπό οποιαδήποτε μορφή, εμπίπτουν στο παρόν διάταγμα· β) αφορούν τις υπηρεσίες διαιτησίας και συμβιβασμού· γ) αφορούν χρηματοοικονομικές υπηρεσίες σχετικές με την έκδοση, την αγορά, την πώληση ή τη μεταβίβαση τίτλων ή άλλων χρηματοπιστωτικών μέσων, ιδίως με διαδικασίες προμήθειας χρημάτων ή κεφαλαίων από τους αναθέτοντες φορείς· δ) αφορούν συμβάσεις εργασίας· ε) αφορούν υπηρεσίες έρευνας και ανάπτυξης, εκτός από εκείνες των οποίων τα αποτελέσματα ανήκουν αποκλειστικά στον αναθέτοντα φορέα για ιδία χρήση κατά την άσκηση της δραστηριότητάς του, εφόσον οι παρεχόμενες υπηρεσίες αμείβονται εξ ολοκλήρου από τον αναθέτοντα φορέα. στ) ανατίθενται σε φορέα, ο οποίος είναι ο ίδιος αναθέτουσα αρχή κατά την έννοια του άρθρου 3 παράγραφος 1 στοιχείο α) ή ένωση τέτοιων αναθετουσών αρχών δυνάμει αποκλειστικού δικαιώματος που τους παρέχεται βάσει των κείμενων διατάξεων, εφόσον οι διατάξεις αυτές είναι σύμφωνες με τη Συνθήκη ΕΕ.

Άρθρο 21Εξαιρέσεις που ισχύουν για ορισμένους μόνον αναθέτοντες φορείς (άρθρo 26 Οδηγίας 2004/17/ΕΚ)

Το παρόν διάταγμα δεν εφαρμόζεται: α) στις συμβάσεις για την αγορά ύδατος, εφόσον συνάπτονται από αναθέτοντες φορείς οι οποίοι ασκούν μια ή και τις δύο από τις δραστηριότητες που ορίζονται στο άρθρο 5 παράγραφος 1 και β) στις συμβάσεις για την προμήθεια ενέργειας ή καυσίμων που προορίζονται για την παραγωγή ενέργειας, εφόσον συνάπτονται από αναθέτοντες φορείς, οι οποίοι ασκούν δραστηριότητα που ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφοι 1 και 3 ή στο άρθρο 8 στοιχείο α).

Άρθρο 22Συμβάσεις οι οποίες υπάγονται σε ειδικό καθεστώς, και διατάξεις σχετικά με τις κεντρικές αρχές προμηθειών καθώς και με τον γενικό μηχανισμό (άρθρα 28, 29 Οδηγίας 2004/17/ΕΚ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Οι αναθέτοντες φορείς μπορούν να προβλέπουν την εκτέλεση συμβάσεων προμηθειών και υπηρεσιών στο πλαίσιο προγραμμάτων προστατευόμενης απασχόλησης, όταν η πλειοψηφία των ενδιαφερόμενων εργαζομένων είναι άτομα με ειδικές ανάγκες, τα οποία, λόγω της φύσης ή της βαρύτητας των ειδικών αναγκών τους, δεν μπορούν να ασκήσουν επαγγελματική δραστηριότητα υπό κανονικές συνθήκες. Η προκήρυξη που χρησιμοποιείται ως πρόσκληση του διαγωνισμού αναφέρει το παρόν άρθρο.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

α) Οι αναθέτοντες φορείς μπορούν να αποκτούν έργα, προϊόντα και/ή υπηρεσίες, προσφεύγοντας σε κεντρικές αρχές προμηθειών. β) Οι αναθέτοντες φορείς που αποκτούν έργα, προϊόντα και/ή υπηρεσίες, προσφεύγοντας σε κεντρική αρχή προμηθειών, στις περιπτώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 2 παράγραφος 8, θεωρείται ότι έχουν τηρήσει τις διατάξεις του παρόντος, εφόσον τις έχει τηρήσει η εν λόγω κεντρική αρχή προμηθειών, ή, ανάλογα με την περίπτωση, τους ορισμούς του π. δ/τος 60/2007.

Άρθρο 23Διαδικασία για τον προσδιορισμό του κατά πόσον δεδομένη δραστηριότητα είναι απευθείας εκτεθειμένη στον ανταγωνισμό (άρθρο 30 Οδηγίας 2004/17/ΕΚ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Οι συμβάσεις με αντικείμενο την άσκηση δραστηριότητας οριζόμενης στα άρθρα 4 έως 8 δεν υπόκεινται στο παρόν διάταγμα, εάν η δραστηριότητα, στην Ελλάδα, είναι απευθείας εκτεθειμένη στον ανταγωνισμό σε αγορές στις οποίες η πρόσβαση δεν είναι περιορισμένη.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, προκειμένου να καθορισθεί εάν μια δραστηριότητα είναι απευθείας εκτεθειμένη στον ανταγωνισμό, αποφασίζεται κατόπιν κριτηρίων τα οποία είναι σύμφωνα με τις διατάξεις περί ανταγωνισμού της Συνθήκης ΕΕ, όπως τα χαρακτηριστικά των συγκεκριμένων αγαθών ή υπηρεσιών, η ύπαρξη εναλλακτικών αγαθών ή υπηρεσιών, οι τιμές και η πραγματική ή δυνητική παρουσία περισσότερων του ενός προμηθευτών των εν λόγω αγαθών ή παρόχων των εν λόγω υπηρεσιών.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, η πρόσβαση σε μια αγορά θεωρείται ότι δεν περιορίζεται εάν εφαρμόζονται οι διατάξεις της κοινοτικής νομοθεσίας που αναφέρονται στο Παράρτημα ΧΙ. Όταν δεν είναι δυνατόν να συναχθεί το τεκμήριο ότι υπάρχει ελεύθερη πρόσβαση σε δεδομένη αγορά βάσει του πρώτου εδαφίου, πρέπει να αποδεικνύεται ότι η πρόσβαση στην εν λόγω αγορά είναι ελεύθερη εκ των πραγμάτων και εκ του νόμου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Όταν το αρμόδιο Υπουργείο κρίνει ότι, σύμφωνα με τις παραγράφους 2 και 3, η παράγραφος 1 έχει εφαρμογή σε δεδομένη δραστηριότητα, απευθύνεται στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή και της γνωστοποιεί όλα τα συναφή περιστατικά, και, ιδίως, κάθε νομοθετική, κανονιστική ή διοικητική διάταξη ή συμφωνία που αφορά στη συμμόρφωση με τους όρους που αναφέρονται στην παράγραφο 1, συνοδευόμενα, ενδεχομένως, από τη θέση που έλαβε ανεξάρτητη εθνική αρχή, η οποία είναι αρμόδια για την εν λόγω δραστηριότητα. Οι συμβάσεις με αντικείμενο την άσκηση της συγκεκριμένης δραστηριότητας δεν υπόκεινται πλέον στο παρόν διάταγμα: − εάν η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εκδώσει απόφαση σχετικά με τη δυνατότητα εφαρμογής της παραγράφου 1, σύμφωνα με την παράγραφο 6 του άρθρου 30 της Οδηγίας 2004/17/ΕΚ και εντός της προθεσμίας που προβλέπεται στην παράγραφο αυτή, ή − δεν εκδώσει απόφαση σχετικά με αυτή τη δυνατότητα εφαρμογής εντός της προθεσμίας αυτής. Στις περιπτώσεις που η ελεύθερη πρόσβαση σε συγκεκριμένη αγορά τεκμαίρεται με βάση το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 3 του παρόντος, και όπου μια ανεξάρτητη εθνική αρχή που είναι αρμόδια για τη σχετική δραστηριότητα έχει προσδιορίσει τη δυνατότητα εφαρμογής της παρ 1, οι συμβάσεις που προορίζονται για την άσκηση της συγκεκριμένης δραστηριότητας δεν υπόκεινται πλέον στο παρόν διάταγμα, εάν η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δεν έχει καταλήξει στην αδυναμία εφαρμογής της παραγράφου 1 με απόφαση που λαμβάνεται σύμφωνα με την παράγραφο 6 του άρθρου 30 της υπ’αριθμ. 2004/17/ΕΚ Οδηγίας και εντός της προθεσμίας που προβλέπεται στην παράγραφο αυτή.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Οι αναθέτοντες φορείς μπορούν να ζητούν από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να προσδιορίσει ότι, σε δεδομένη δραστηριότητα έχει εφαρμογή η παράγραφος 1, με απόφαση βάσει της παραγράφου 6 του άρθρου 30 της υπ’αριθμ. 2004/17/ΕΚ Οδηγίας. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ενημερώνει αμέσως την ενδιαφερόμενη αρχή. Το αρμόδιο Υπουργείο ενημερώνει την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, τηρουμένων των παραγράφων 2 και 3, για όλα τα συναφή περιστατικά, και, ιδίως, για κάθε νομοθετική, κανονιστική ή διοικητική διάταξη ή συμφωνία που αφορά στη συμμόρφωση με τους όρους που αναφέρονται στην παράγραφο 1, συνοδευόμενα ενδεχομένως, από τη θέση που έλαβε η ανεξάρτητη εθνική αρχή που είναι αρμόδια για τη σχετική δραστηριότητα. Εάν, μετά το πέρας της προθεσμίας που προβλέπεται στην παράγραφο 6 του άρθρου 30 της υπ’αριθμ. 2004/17/ΕΚ Οδηγίας, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δεν έχει εκδώσει απόφαση σχετικά με την δυνατότητα εφαρμογής της παραγράφου 1 σε δεδομένη δραστηριότητα, η παράγραφος 1 τεκμαίρεται εφαρμοστέα.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Οι λεπτομέρειες εφαρμογής των παρ. 4 και 5 του παρόντος καθώς και της παρ. 6 του άρθρου 30 της υπ’αριθμ. 2004/17/ΕΚ Οδηγίας καθορίζονται στην απόφαση της Επιτροπής της 7ης Ιανουαρίου 2005/15/ΕΚ (ΕΕ L 7/11.1.2005), όπως κάθε φορά ισχύει.

Αθήνα, 16 Μαρτίου 2007
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
ΚΑΡΟΛΟΣ ΓΡ. ΠΑΠΟΥΛΙΑΣ
ΟΙ ΥΠΟΥΡΓΟΙ
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΥΦΥΠ. ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ Γ. ΑΛΟΓΟΣΚΟΥΦΗΣ Α. ΝΕΡΑΝΤΖΗΣ
ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ, ΧΩΡΟΤΑΞΙΑΣ ΜΕΤΑΦΟΡΩΝ ΚΑΙ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ
ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΡΓΩΝ
Γ. ΣΟΥΦΛΙΑΣ Μ. Γ. ΛΙΑΠΗΣ