27 Α' 2009

ΝΟΜΟΣ 3746/2009

Ταμείο Εγγύησης Καταθέσεων και Επενδύσεων (ΤΕΚΕ), ενσωμάτωση των Οδηγιών 2005/14/ΕΚ για την υποχρεωτική ασφάλιση οχημάτων και 2005/68/ΕΚ σχετικά με τις αντασφαλίσεις και λοιπές διατάξεις.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ΄ - ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΤΩΝ ΔΙΑΤΑΞΕΩΝ ΤΟΥ Ν.Δ. 400/1970 (ΦΕΚ 10 Α΄) ΓΙΑ ΤΗ ΒΕΛΤΙΩΣΗ ΤΗΣ ΕΠΟΠΤΕΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΝΣΩΜΑΤΩΣΗ ΤΗΣ ΟΔΗΓΙΑΣ 2005/68/ΕΚ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΙΣ ΑΝΤΑΣΦΑΛΙΣΕΙΣ
16 Φεβρουαρίου 2009

ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ
ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
ΤΕΥΧΟΣ ΠΡΩΤΟ Αρ. Φύλλου 27
16 Φεβρουαρίου 2009

NOMOΣ ΥΠ’ ΑΡΙΘΜ. 3746
Ταμείο Εγγύησης Καταθέσεων και Επενδύσεων (ΤΕΚΕ), ενσωμάτωση των Οδηγιών 2005/14/ΕΚ για την υποχρεωτική ασφάλιση οχημάτων και 2005/68/ΕΚ σχετικά με τις αντασφαλίσεις και λοιπές διατάξεις.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Εκδίδομε τον ακόλουθο νόμο που ψήφισε η Βουλή:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ΄ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΤΩΝ ΔΙΑΤΑΞΕΩΝ ΤΟΥ Ν.Δ. 400/1970 (ΦΕΚ 10 Α΄) ΓΙΑ ΤΗ ΒΕΛΤΙΩΣΗ ΤΗΣ ΕΠΟΠΤΕΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΝΣΩΜΑΤΩΣΗ ΤΗΣ ΟΔΗΓΙΑΣ 2005/68/ΕΚ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΙΣ ΑΝΤΑΣΦΑΛΙΣΕΙΣ
Άρθρο 44

Στο άρθρο 2 του ν.δ. 400/1970 (ΦΕΚ 10 Α΄), όπως ισχύει, μετά την παράγραφο 1, προστίθεται παράγραφος 1α, ως εξής: «1α. Ασφαλιστικές επιχειρήσεις δύνανται να ασκούν αντασφαλιστικές δραστηριότητες (αναλήψεις) μόνο στους κλάδους για τους οποίους διαθέτουν διοικητική άδεια, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος. Σε ασφαλιστικές επιχειρήσεις, που ασκούν αντασφάλιση κλάδου για τον οποίον δεν έχουν διοικητική άδεια άσκησης πρωτασφάλισης ή εν γένει δεν προσαρμόζονται στις απαιτήσεις των αναφερομένων στο παρόν διάταγμα, η ΕΠ.Ε.Ι.Α., δύναται, πέραν της επιβολής διοικητικών κυρώσεων σύμφωνα με το άρθρο 120 του παρόντος διατάγματος, να τους απαγορεύσει την άσκηση αντασφάλισης στην Ελλάδα και σε όλο το έδαφος της Κοινότητας και να τους ανακαλέσει την άδεια λειτουργίας τους ως ασφαλιστικών επιχειρήσεων.»

Άρθρο 45ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Το σημείο (γ) στο άρθρο 2α του ν.δ. 400/1970 (ΦΕΚ 10 Α΄), όπως ισχύει, αντικαθίσταται ως εξής: «γ) «Αντασφαλιστική επιχείρηση»: θεωρείται η επιχείρηση η οποία έχει λάβει διοικητική άδεια σύμφωνα με τις διατάξεις του Κεφαλαίου 12 του παρόντος διατάγματος.»

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Τα σημεία (κ) και (κα) στο άρθρο 2α του ν.δ. 400/1970 (ΦΕΚ 10 Α΄), όπως ισχύει, αντικαθίστανται ως εξής: «κ) «Ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου»: θεωρείται η μητρική επιχείρηση, η κύρια δραστηριότητα της οποίας είναι η κτήση και η κατοχή συμμετοχών σε θυγατρικές επιχειρήσεις όπου οι εν λόγω θυγατρικές είναι αποκλειστικά ή κυρίως ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, ή ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις τρίτης χώρας, εκ των οποίων θυγατρικών επιχειρήσεων η μία τουλάχιστον είναι ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση και η οποία δεν είναι Μικτή Χρηματοοικονομική Εταιρεία Συμμετοχών (Μ.Χ.Ε.Σ.) που αναφέρεται στη νομοθεσία για τη συμπληρωματική εποπτεία των Ομίλων Ετερογενών Χρηματοοικονομικών Δραστηριοτήτων (Ο.Ε.Χ.Δ.). Στο πλαίσιο εφαρμογής της συμπληρωματικής εποπτείας ενός ασφαλιστικού ομίλου, τα πρόσωπα, που ουσιαστικά διευθύνουν τις δραστηριότητες μιας τέτοιας εταιρείας, οφείλουν να έχουν την απαιτούμενη εντιμότητα και την αναγκαία ικανότητα για την άσκηση των καθηκόντων τους. κα) «Ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου μικτής δραστηριότητας»: θεωρείται η μητρική επιχείρηση, η οποία δεν είναι ασφαλιστική επιχείρηση ή ασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας ή αντασφαλιστική επιχείρηση ή αντασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας ή ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου ή Μ.Χ.Ε.Σ. που αναφέρεται στη νομοθεσία για τη συμπληρωματική εποπτεία των Ο.Ε.Χ.Δ., όταν η μία τουλάχιστον από τις θυγατρικές της είναι ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση.»

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Στο άρθρο 2α του ν.δ. 400/1970 (ΦΕΚ 10 Α΄), όπως ισχύει, προστίθεται νέο σημείο (λζ) ως εξής: «λζ) Ως «αντασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας»: νοείται η επιχείρηση η οποία, εάν είχε την έδρα της εντός Ε.Ε., θα χρειαζόταν διοικητική άδεια σύμφωνα με τις διατάξεις του Κεφαλαίου 12 του παρόντος διατάγματος.»

Άρθρο 46Η παράγραφος 2α του άρθρου 3 του ν.δ. 400/1970

(ΦΕΚ 10 Α΄), όπως ισχύει, αντικαθίσταται ως εξής: «2.α. Πριν από τη χορήγηση της αναφερομένης ανωτέρω άδειας λειτουργίας η ΕΠ.Ε.Ι.Α. υποχρεούται να διεξάγει διαβουλεύσεις με τις αρμόδιες αρχές του άλλου εμπλεκόμενου κράτους − μέλους, στις οποίες περιλαμβάνονται και οι αρχές που είναι υπεύθυνες για την εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων ή εταιρειών επενδύσεων, εφόσον η επιχείρηση που ζητά την άδεια: α) είναι θυγατρική ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης με άδεια λειτουργίας στο άλλο κράτος − μέλος ή β) είναι θυγατρική της μητρικής επιχείρησης ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης με άδεια λειτουργίας στο άλλο κράτος − μέλος ή γ) ελέγχεται από το ίδιο φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο ελέγχει ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση με άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος − μέλος ή δ) είναι θυγατρική πιστωτικού ιδρύματος ή εταιρείας επενδύσεων με άδεια λειτουργίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση (Ε.Ε.) ή ε) είναι θυγατρική της μητρικής επιχείρησης πιστωτικού ιδρύματος ή εταιρείας επενδύσεων με άδεια λειτουργίας στην Ε.Ε. ή στ) ελέγχεται από το ίδιο φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο ελέγχει πιστωτικό ίδρυμα ή εταιρεία επενδύσεων με άδεια λειτουργίας στην Ε.Ε.. Οι ανωτέρω διαβουλεύσεις που πραγματοποιεί η ΕΠ.Ε.Ι.Α. αφορούν ιδίως την καταλληλότητα και το ποιόν των μετόχων και την εντιμότητα, ικανότητα και εμπειρία των διευθυντικών στελεχών, οι οποίες είναι αναγκαίες τόσο για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας, όσο και για τον έλεγχο της εφαρμογής των όρων λειτουργίας της επιχείρησης.»

Άρθρο 47ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Το άρθρο 4α του ν.δ. 400/1970 (ΦΕΚ 10 Α΄), όπως ισχύει, καταργείται.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Αν για την έκδοση ατομικής, γενικής ή κανονιστικής διοικητικής πράξης απαιτείται σύμφωνα με διάταξη του ν.δ. 400/1970 (ΦΕΚ 10 Α΄) προηγούμενη γνώμη, πρόταση ή εισήγηση της επιτροπής του καταργηθέντος άρθρου 4α του ν.δ. 400/1970 (ΦΕΚ 10 Α΄), η απόφαση αυτή εκδίδεται από μόνο το Δ.Σ. της ΕΠ.Ε.Ι.Α. χωρίς προηγούμενη γνώμη, εισήγηση ή πρόταση.

Άρθρο 48ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Η παράγραφος 3 του άρθρου 6 του ν.δ. 400/1970 (ΦΕΚ 10 Α΄), όπως ισχύει, αντικαθίσταται ως εξής: «3. Οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις διαθέτουν καλή διοικητική και λογιστική οργάνωση και κατάλληλες διαδικασίες εσωτερικού ελέγχου, θεσπίζουν δε με απόφαση του διοικητικού τους συμβουλίου εσωτερικό κανονισμό λειτουργίας. Η ΕΠ.Ε.Ι.Α. μπορεί με απόφασή της να ρυθμίζει κάθε ειδικό θέμα και αναγκαία λεπτομέρεια, που αφορά ενδεικτικά το περιεχόμενο, τις διαδικασίες παρακολούθησης και τις πολιτικές, που μπορούν να περιλαμβάνονται, στον εσωτερικό κανονισμό λειτουργίας των ασφαλιστικών επιχειρήσεων.»

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Μετά την παράγραφο 3 του άρθρου 6 του ν.δ. 400/1970 (ΦΕΚ 10 Α΄), όπως ισχύει, προστίθεται παράγραφος 3α ως εξής: «3.α. Η ΕΠ.Ε.Ι.Α. μπορεί με απόφασή της να θεσπίζει κανονισμό δεοντολογίας, ο οποίος πρέπει να τηρείται από τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις και το εν γένει προσωπικό τους, όπως αυτό εξειδικεύεται στην εν λόγω απόφαση. Κατ’ ελάχιστον, ο κανονισμός δεοντολογίας περιέχει κανόνες οι οποίοι διασφαλίζουν ότι τα παραπάνω νομικά και φυσικά πρόσωπα, ενεργούν εντίμως, νομίμως και με την απαιτούμενη προσοχή και επιμέλεια κατά τη διεξαγωγή των επαγγελματικών τους δραστηριοτήτων, διαθέτουν και χρησιμοποιούν αποτελεσματικά τους πόρους και τις διαδικασίες που απαιτούνται προς το συμφέρον των ασφαλισμένων και λαμβάνουν μέτρα ώστε να αποτρέπουν τις συγκρούσεις συμφερόντων.»

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Μετά την παράγραφο 6 του άρθρου 6 του ν.δ. 400/1970 (ΦΕΚ 10 Α΄), όπως ισχύει, προστίθεται παράγραφος 7 ως εξής: «7. Αντασφαλιστική σύμβαση που συνάπτεται από ασφαλιστική επιχείρηση με αντασφαλιστική επιχείρηση η οποία έχει λάβει άδεια σύμφωνα με την Οδηγία 2005/68/ΕΚ ή με άλλη ασφαλιστική επιχείρηση που έχει λάβει άδεια σύμφωνα με την Οδηγία 73/239 ή την Οδηγία 2002/83/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου δεν δύναται να απορριφθεί από την ΕΠ.Ε.Ι.Α. για λόγους που συνδέονται άμεσα με την οικονομική ευρωστία της αντισυμβαλλόμενης αντασφαλιστικής επιχείρησης ή της ασφαλιστικής επιχείρησης.»

Άρθρο 49

Το άρθρο 6α του ν.δ. 400/1970 (ΦΕΚ 10 Α΄), όπως ισχύει, αντικαθίσταται ως εξής: «Άρθρο 6α Συμπληρωματική χρηματοοικονομική εποπτεία ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων στο πλαίσιο ενός ασφαλιστικού ή αντασφαλιστικού ομίλου 1. Η ΕΠ.Ε.Ι.Α. ασκεί συμπληρωματική χρηματοοικονομική εποπτεία, με τον τρόπο που προβλέπεται στο παρόν άρθρο, στις κάτωθι περιπτώσεις: α) Σε κάθε ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση με έδρα στην Ελλάδα, η οποία είναι συμμετέχουσα επιχείρηση σε τουλάχιστον μία ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση με έδρα στην Ε.Ε. και στον Ε.Ο.Χ. αντασφαλιστική επιχείρηση ή ασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας. β) Σε κάθε ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση με έδρα στην Ελλάδα, η μητρική επιχείρηση της οποίας είναι ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου ή ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας. γ) Σε κάθε ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση με έδρα την Ελλάδα, η μητρική επιχείρηση της οποίας είναι ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου μεικτής δραστηριότητας. 2. Κατά την άσκηση της συμπληρωματικής χρηματοοικονομικής εποπτείας, σύμφωνα με την παράγραφο 1 ανωτέρω, η ΕΠ.Ε.Ι.Α. δεν μπορεί να εποπτεύει δια του παρόντος ατομικώς την ασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας, την αντασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας, την ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου ή την ασφαλιστική εταιρία χαρτοφυλακίου μεικτής δραστηριότητας, με την επιφύλαξη των διατάξεων του 11ου Κεφαλαίου. 3. Κατά την άσκηση της συμπληρωματικής χρηματοοικονομικής εποπτείας λαμβάνονται υπόψη: − συνδεδεμένες επιχειρήσεις με την ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, − συμμετέχουσες επιχειρήσεις στην ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, − συνδεδεμένες επιχειρήσεις συμμετέχουσας επιχείρησης στην ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση. 4. Η ΕΠ.Ε.Ι.Α. ασκώντας τη συμπληρωματική χρηματοοικονομική εποπτεία, σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο, μπορεί να μην συνυπολογίζει δεδομένα και στοιχεία των επιχειρήσεων που έχουν έδρα σε τρίτες χώρες, όταν υπάρχουν νομικά εμπόδια, με την επιφύλαξη των άρθρων 6β (παρ. 5) και 6γ (παρ. 3). 5. Όταν ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση με έδρα στην Ελλάδα μαζί με άλλη ή άλλες ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, που έχουν έδρα στην Ε.Ε. και στον Ε.Ο.Χ., έχουν σαν μητρική τους επιχείρηση την ίδια ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου, αντασφαλιστική ή ασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας ή ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου μεικτής δραστηριότητας, οι αρμόδιες εποπτικές αρχές των εν λόγω κρατών− μελών μπορούν να συμφωνήσουν ποια εξ αυτών θα ασκεί τη συμπληρωματική χρηματοοικονομική εποπτεία. 6. Οι ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις με έδρα στην Ελλάδα, που υπόκεινται σε συμπληρωματική εποπτεία, πρέπει να έχουν αποτελεσματικές διαδικασίες διαχείρισης των κινδύνων και συστήματα εσωτερικού ελέγχου, συμπεριλαμβανομένων των ορθών διαδικασιών λογιστικής και αναφορών, και να εφαρμόζουν με συνέπεια τις διατάξεις του 11ου Κεφαλαίου, ώστε αφ’ ενός να εντοπίζουν, να υπολογίζουν, να παρακολουθούν και να ελέγχουν κατάλληλα τις συναλλαγές που προβλέπονται στην παράγραφο 10 του παρόντος άρθρου και αφ’ ετέρου να παράγουν και να παρουσιάζουν στην ΕΠ.Ε.Ι.Α. τα στοιχεία και τις πληροφορίες που είναι σχετικές με τους στόχους της συμπληρωματικής αυτής εποπτείας. Οι ανωτέρω διαδικασίες και συστήματα ελέγχονται από την ΕΠ.Ε.Ι.Α.. 7. Επιτρέπεται οποιαδήποτε ανταλλαγή πληροφοριών, αναγκαίων για τους σκοπούς της συμπληρωματικής χρηματοοικονομικής εποπτείας, μεταξύ των ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών επιχειρήσεων με έδρα στην Ελλάδα που υπόκεινται στη συμπληρωματική αυτή εποπτεία και των συνδεδεμένων και των συμμετεχουσών επιχειρήσεών τους. 8. Σχετικά με την πρόσβαση της ΕΠ.Ε.Ι.Α. στις αναγκαίες πληροφορίες για την άσκηση της συμπληρωματικής χρηματοοικονομικής εποπτείας ισχύουν τα εξής: α) Έχει πρόσβαση σε οποιαδήποτε πληροφορία σχετική με την εποπτεία ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης με έδρα στην Ελλάδα που υπόκειται σε συμπληρωματική χρηματοοικονομική εποπτεία. Προς τούτο, μπορεί να απευθύνεται απευθείας στις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις, που αναφέρονται στην παράγραφο 3 ανωτέρω, για να εξασφαλίσει την κοινοποίηση των απαιτούμενων πληροφοριών, μόνο όταν η ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση δεν δίδει πληροφορίες που της ζητούνται. β) Επίσης, μπορεί να διενεργεί στην Ελλάδα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 9 (παρ. 4), επιτόπια εξακρίβωση των πληροφοριών που αναφέρονται στο εδάφιο α΄ ανωτέρω, με την επιφύλαξη του εδαφίου β΄ της παραγράφου 9 του παρόντος άρθρου: − στην ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση που υπόκειται στη συμπληρωματική χρηματοοικονομική εποπτεία, − στις θυγατρικές επιχειρήσεις αυτής της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, − στις μητρικές επιχειρήσεις αυτής της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, − στις θυγατρικές επιχειρήσεις μιας μητρικής επιχείρησης αυτής της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης. γ) Όταν η ΕΠ.Ε.Ι.Α., κατά την εφαρμογή της παρούσας παραγράφου, επιθυμεί, σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, να επαληθεύσει πληροφορίες σχετικά με επιχείρηση που έχει έδρα σε άλλο κράτος − μέλος της Ε.Ε. και του Ε.Ο.Χ., η οποία είναι συνδεδεμένη ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, θυγατρική επιχείρηση, μητρική επιχείρηση ή θυγατρική επιχείρηση μιας μητρικής επιχείρησης της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης που έχει έδρα στην Ελλάδα και υπόκειται στη συμπληρωματική χρηματοοικονομική εποπτεία, ζητά με αίτησή της από την αρμόδια εποπτική αρχή του άλλου κράτους − μέλους τη διενέργεια αυτής της επαλήθευσης. Επίσης, όταν λαμβάνει αντίστροφα μία παρόμοια αίτηση, οφείλει στα πλαίσια των αρμοδιοτήτων της να δώσει συνέχεια σε αυτήν, είτε διενεργώντας η ίδια την επαλήθευση είτε επιτρέποντας στην άλλη εποπτική αρχή να πραγματοποιήσει την επαλήθευση. δ) Κατά την εφαρμογή του σημείου γ΄ ανωτέρω, η Αρμόδια Αρχή που έχει υποβάλλει το αίτημα, μπορεί, εφόσον το επιθυμεί, να συμμετάσχει στον έλεγχο, όταν δεν τον πραγματοποιεί η ίδια. 9. Σχετικά με τη συνεργασία και την ανταλλαγή πληροφοριών της ΕΠ.Ε.Ι.Α. με τις αρμόδιες εποπτικές αρχές των κρατών − μελών της Ε.Ε. και του Ε.Ο.Χ., για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου, ισχύουν τα εξής: α) Η ΕΠ.Ε.Ι.Α., στην περίπτωση ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών επιχειρήσεων με έδρα στην Ελλάδα και οι οποίες συνδέονται απευθείας ή εμμέσως ή έχουν κοινή συμμετέχουσα επιχείρηση με έδρα στα άλλα κράτη κοινοποιεί στις αρχές των άλλων κρατών − μελών, εφόσον ζητηθούν με αίτησή τους, όλες τις πληροφορίες που θα επιτρέπουν ή που θα διευκολύνουν την άσκηση της εποπτείας βάσει του παρόντος άρθρου, κοινοποιεί αυτοβούλως κάθε πληροφορία που κρίνει απαραίτητη στις άλλες αρμόδιες εποπτικές αρχές και συνεργάζεται στενά με αυτές. β) Όταν μια ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση με έδρα την Ελλάδα και είτε ένα πιστωτικό ίδρυμα, κατά την έννοια της Οδηγίας 2000/12/ΕΚ ή μια επιχείρηση επενδύσεων, κατά την έννοια της Οδηγίας 93/22/ΕΟΚ, ή και τα δύο, συνδέονται απευθείας ή εμμέσως ή έχουν κοινή συμμετέχουσα επιχείρηση, η ΕΠ.Ε.Ι.Α. και οι αρχές που έχουν δημόσια εξουσία εποπτείας των άλλων αυτών επιχειρήσεων συνεργάζονται στενά. Οι εν λόγω αρχές ανταλλάσσουν πληροφορίες, που περιέρχονται σε γνώση τους κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, εποπτικών και ελεγκτικών, οι οποίες μπορούν να διευκολύνουν την αποστολή τους, ειδικότερα στο πλαίσιο του παρόντος άρθρου. γ) Οι πληροφορίες που συλλέγονται βάσει του παρόντος άρθρου, και ειδικότερα οποιαδήποτε ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ αρμοδίων εποπτικών αρχών που προβλέπεται στο παρόν άρθρο, υπόκεινται στο επαγγελματικό απόρρητο και στις διαδικασίες που προβλέπονται στο άρθρο 115 του παρόντος διατάγματος. 10. Α) Η ΕΠ.Ε.Ι.Α., για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου, ασκεί γενική εποπτεία στις πράξεις (συναλλαγές) μεταξύ: α. Μιας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης με έδρα στην Ελλάδα και: i. μιας συνδεδεμένης επιχείρησης της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, ii. μιας συμμετέχουσας επιχείρησης της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, iii. μιας συνδεδεμένης επιχείρησης μιας συμμετέχουσας επιχείρησης της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης. β. Μιας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης με έδρα στην Ελλάδα και ενός φυσικού προσώπου που διαθέτει συμμετοχή: i. στην ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση ή σε μια από τις συνδεδεμένες επιχειρήσεις της, ii. σε συμμετέχουσα επιχείρηση της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, iii. σε συνδεδεμένη επιχείρηση συμμετέχουσας επιχείρησης της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης. Β) Οι ανωτέρω πράξεις (συναλλαγές) αφορούν ιδιαιτέρως: − δάνεια, − εγγυήσεις και πράξεις εκτός ισολογισμού, − στοιχεία που μπορούν να επιλεγούν για την κάλυψη του περιθωρίου φερεγγυότητας, − επενδύσεις, − αντασφαλίσεις και αντεκχωρήσεις, − συμφωνίες περί επιμερισμού εξόδων. Γ) Οι ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις με έδρα στην Ελλάδα, που υπάγονται στη συμπληρωματική χρηματοοικονομική εποπτεία του παρόντος άρθρου, υποβάλλουν στην ΕΠ.Ε.Ι.Α. εκθέσεις, υπογεγραμμένες από τον Υπεύθυνο Διοίκησης και Διαχείρισης της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης του άρθρου 55 του παρόντος νομοθετικού διατάγματος, όσον αφορά στις πράξεις (συναλλαγές) που προβλέπονται στις υποπαραγράφους Α και Β ανωτέρω. Η απόφαση που προβλέπεται στο άρθρο 17α παρ. 10 του παρόντος νομοθετικού διατάγματος αφορά και στις ανωτέρω εκθέσεις. Εάν με βάση τις ανωτέρω εκθέσεις φαίνεται ότι υπονομεύεται ή ενδέχεται να υπονομευθεί το περιθώριο φερεγγυότητας και η εν γένει φερεγγυότητα της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, η ΕΠ.Ε.Ι.Α. λαμβάνει τα ανάλογα μέτρα, που αναφέρονται στο άρθρο 17γ παράγραφοι 4, 5 και 6 του παρόντος διατάγματος και ειδοποιεί τις ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές των άλλων κρατών − μελών. 11. α) Στην περίπτωση που αναφέρεται στην παρ. 1α ανωτέρω στο παρόν άρθρο, η ΕΠ.Ε.Ι.Α. απαιτεί τη διεξαγωγή υπολογισμού της προσαρμοσμένης φερεγγυότητας από τη συμμετέχουσα ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση με έδρα στην Ελλάδα, σύμφωνα με το άρθρο 6β. Ο υπολογισμός της προσαρμοσμένης φερεγγυότητας υποβάλλεται στην ΕΠ.Ε.Ι.Α. υπογεγραμμένος από τον Υπεύθυνο Διοίκησης και Διαχείρισης της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης του άρθρου 55 του παρόντος νομοθετικού διατάγματος. Η απόφαση που προβλέπεται στο άρθρο 17α παρ. 10 του παρόντος νομοθετικού διατάγματος αφορά και στον ανωτέρω υπολογισμό. β) Οποιαδήποτε συνδεδεμένη επιχείρηση, συμμετέχουσα επιχείρηση ή συνδεδεμένη επιχείρηση μιας συμμετέχουσας επιχείρησης περιλαμβάνεται στον υπολογισμό που αναφέρεται στο εδάφιο (α) ανωτέρω. γ) Εάν ο υπολογισμός του εδαφίου (α) ανωτέρω καταδείξει ότι η προσαρμοσμένη φερεγγυότητα είναι αρνητική, η ΕΠ.Ε.Ι.Α. λαμβάνει τα ανάλογα μέτρα, που αναφέρονται στο άρθρο 17γ παράγραφοι 4, 5 και 6 του παρόντος νομοθετικού διατάγματος και ειδοποιεί τις ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές των άλλων κρατών − μελών. 12. α) Στην περίπτωση που αναφέρεται στην παρ. 1β ανωτέρω στο παρόν άρθρο, η ΕΠ.Ε.Ι.Α. πραγματοποιεί συμπληρωματική μέθοδο εποπτείας σύμφωνα με το άρθρο 6γ του παρόντος νομοθετικού διατάγματος. β) Στην ίδια ανωτέρω περίπτωση, στο σχετικό υπολογισμό συμπεριλαμβάνονται όλες οι συνδεδεμένες επιχειρήσεις της ασφαλιστικής εταιρείας χαρτοφυλακίου, της αντασφαλιστικής ή ασφαλιστικής επιχείρησης τρίτης χώρας, σύμφωνα με τη μέθοδο που προβλέπεται στο άρθρο 6γ του παρόντος νομοθετικού διατάγματος. γ) Εάν, με βάση τον ανωτέρω υπολογισμό, η ΕΠ.Ε.Ι.Α. κρίνει ότι υπονομεύεται ή ενδέχεται να υπονομευθεί το περιθώριο φερεγγυότητας και η εν γένει φερεγγυότητα μιας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης με έδρα στην Ελλάδα θυγατρικής της ασφαλιστικής εταιρείας χαρτοφυλακίου, της αντασφαλιστικής ή της ασφαλιστικής επιχείρησης τρίτης χώρας, λαμβάνει τα ανάλογα μέτρα, που αναφέρονται στο άρθρο 17γ παράγραφοι 4, 5 και 6 του παρόντος νομοθετικού διατάγματος. 13. α) Κατά τη διαδικασία ελέγχου για την έκδοση άδειας λειτουργίας μιας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης εφαρμόζονται οι αρχές και οι μέθοδοι, που προβλέπονται στο παρόν άρθρο και στα άρθρα 6β και 6γ, σε συμμετέχουσες επιχειρήσεις στην εν λόγω ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση. β) Όταν ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση συμμετέχει σε άλλες επιχειρήσεις, εκτός ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών, τότε εφαρμόζονται οι αρχές του παρόντος άρθρου και στον υπολογισμό της προσαρμοσμένης φερεγγυότητας λαμβάνονται υπόψη οι αρχές και οι κανόνες του άρθρου 6β και επιπλέον τα κάτωθι: i. Στο αλγεβρικό άθροισμα της παραγράφου 1 (α, β, γ) του άρθρου 6β του παρόντος: Δεν λαμβάνονται υπόψη τυχόν αναγκαία περιθώρια φερεγγυότητας (επάρκεια ιδίων κεφαλαίων) για τις επιχειρήσεις αυτές, εκτός εάν πρόκειται για: πιστωτικά ιδρύματα της παραγράφου 1 του άρθρου 2 του ν. 2076/1992 (ΦΕΚ 130 Α΄) και της παραγράφου 1 του άρθρου 1 της Οδηγίας 2000/12/ΕΚ (L.126/26.5.2000), επιχειρήσεις παροχής επικουρικών τραπεζικών υπηρεσιών του άρθρου 2 του π.δ. 267/1995 (ΦΕΚ 149 Α΄) και της παραγράφου 23 του άρθρου 1 της Οδηγίας 2000/12/ ΕΚ, επιχειρήσεις επενδύσεων των παραγράφων 3 και 17 του άρθρου 2 του ν. 2396/1996 (ΦΕΚ 73 Α΄) και της παραγράφου 1 του άρθρου 4 της Οδηγίας 2004/39/ΕΚ (L.145/30.4.2004) και παράγραφος 4 του άρθρου 2 της Οδηγίας 93/6/ΕΟΚ (L. 141/11.6.1993), χρηματοδοτικά ιδρύματα της παραγράφου 6 του άρθρου 2 του ν. 2076/1992, της παραγράφου 22 του άρθρου 2 του ν. 2396/1996, της παραγράφου 5 του άρθρου 1 της Οδηγίας 2000/12/ΕΚ και της παραγράφου 7 του άρθρου 2 της Οδηγίας 93/6/ ΕΟΚ, εταιρείες διαχείρισης των παραγράφων 4 και 5 του άρθρου 3 του ν. 3283/2004 (ΦΕΚ 210 Α΄) και της παραγράφου 2 του άρθρου 1α της Οδηγίας 85/611/ΕΟΚ (L.375/31.12.1975) και με την επιφύλαξη της νομοθεσίας για τη συμπληρωματική εποπτεία των Ο.Ε.Χ.Δ.. Τα αναγκαία περιθώρια φερεγγυότητας των χρηματοδοτικών ιδρυμάτων, των επιχειρήσεων παροχής επικουρικών τραπεζικών υπηρεσιών και των εταιρειών διαχείρισης υπολογίζονται σύμφωνα με το σημείο ii) της παραγράφου 2 του μέρους Ι του προσαρτήματος Ι, της Οδηγίας 2002/87/ΕΚ (L.35/11.2.2003) και με τη συνεργασία των Σχετικών Αρμόδιων Αρχών. Λαμβάνονται υπόψη τα ίδια κεφάλαια (η εσωτερική λογιστική αξία) των επιχειρήσεων αυτών ή η χρηματιστηριακή τους αξία εφόσον είναι εισηγμένες σε χρηματιστήριο. ii. Η εξακρίβωση των ιδίων κεφαλαίων ή η χρηματιστηριακή αξία των επιχειρήσεων αυτών γίνεται με τις προϋποθέσεις που περιγράφονται στο άρθρο 17α του παρόντος διατάγματος. iii. Στην περίπτωση που δεν μπορεί να γίνει η εξακρίβωση του σημείου ii ανωτέρω, για τον υπολογισμό της προσαρμοσμένης φερεγγυότητας λαμβάνεται υπόψη η παράγραφος 5 του άρθρου 6β. γ) Όταν πρόκειται για υποκαταστήματα ή πρακτορεία ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών επιχειρήσεων με έδρα σε τρίτη χώρα, τα οποία λειτουργούν στην Ελλάδα και χρησιμοποιούν τα στοιχεία που μπορούν να επιλέγουν για την κάλυψη του περιθωρίου φερεγγυότητας και των τεχνικών αποθεμάτων για την απόκτηση συμμετοχών, εφαρμόζονται οι ρυθμίσεις του τελευταίου εδαφίου της παραγράφου 2 του άρθρου 2, του παρόντος άρθρου, καθώς και του άρθρου 6β. 14. Η ΕΠ.Ε.Ι.Α. μπορεί, με αίτησή της προς την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, να ζητήσει την έναρξη διαδικασιών για τη διαπραγμάτευση συμφωνιών με μία ή περισσότερες τρίτες χώρες σχετικά με τα μέσα άσκησης της συμπληρωματικής εποπτείας, σύμφωνα με τις διαδικασίες που προβλέπει το άρθρο 10α της Οδηγίας 98/78/ΕΚ (L.330/5.12.1998).»

Άρθρο 50

Το άρθρο 6β του ν.δ. 400/1970 (ΦΕΚ 10 Α΄), όπως ισχύει, αντικαθίσταται ως εξής: «Άρθρο 6β 1. Ο υπολογισμός της προσαρμοσμένης φερεγγυότητας της συμμετέχουσας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης με έδρα την Ελλάδα που προβλέπεται στην παράγραφο 11 του άρθρου 6α γίνεται ως εξής: α) Υπολογίζεται το εξής άθροισμα: i. των στοιχείων που μπορούν να επιλεγούν, σύμφωνα με το άρθρο 17α, για την κάλυψη του περιθωρίου φερεγγυότητας της συμμετέχουσας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης και ii. του αναλογικού μεριδίου της συμμετέχουσας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης στα στοιχεία που μπορούν να επιλεγούν, σύμφωνα με το άρθρο 17α, για την κάλυψη του περιθωρίου φερεγγυότητας της συνδεδεμένης ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης. β) Υπολογίζεται το εξής άθροισμα: i. της λογιστικής αξίας, που περιλαμβάνεται στα βιβλία και τις οικονομικές καταστάσεις της συμμετέχουσας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, της συνδεδεμένης ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, ii. του αναγκαίου περιθωρίου φερεγγυότητας, σύμφωνα με το άρθρο 17α, της συμμετέχουσας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης και iii. του αναλογικού μεριδίου του αναγκαίου περιθωρίου φερεγγυότητας, σύμφωνα με το άρθρο 17α, της συνδεδεμένης ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης. γ) Η διαφορά του αθροίσματος, που υπολογίζεται σύμφωνα με την περίπτωση β΄ ανωτέρω, από το άθροισμα, που υπολογίζεται σύμφωνα με την περίπτωση α΄ ανωτέρω, αποτελεί το ποσό της προσαρμοσμένης φερεγγυότητας της συμμετέχουσας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης. δ) Όταν η συμμετοχή στη συνδεδεμένη ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση συνιστά, εν όλω ή εν μέρει, μία έμμεση κυριότητα (ιδιοκτησία), τότε το στοιχείο i της περίπτωσης β΄ ανωτέρω περιλαμβάνει την αξία της έμμεσης κυριότητας, λαμβάνοντας υπόψη τα σχετικά διαδοχικά συμφέροντα. Τα στοιχεία ii της περίπτωσης α΄ ανωτέρω και iii της περίπτωσης β΄ ανωτέρω περιλαμβάνουν τα αντίστοιχα αναλογικά μερίδια των στοιχείων που μπορούν να επιλεγούν για την κάλυψη του περιθωρίου φερεγγυότητας της συνδεδεμένης ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης και του αναγκαίου περιθωρίου φερεγγυότητας της συνδεδεμένης ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης αντιστοίχως. 2. Για τον υπολογισμό, που αναφέρεται στην παράγραφο 1, ισχύουν τα εξής: α) Αναλογικό μερίδιο σημαίνει την αναλογία του εγγεγραμμένου κεφαλαίου των οικείων συνδεδεμένων επιχειρήσεων, το οποίο ανήκει, απευθείας ή εμμέσως, στη συμμετέχουσα ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση. β) Όταν πρόκειται για συνδεδεμένη ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση που είναι θυγατρική και έχει έλλειμμα φερεγγυότητας, λαμβάνεται υπόψη το συνολικό έλλειμμα φερεγγυότητας της θυγατρικής, ήτοι λαμβάνεται υπόψη ολόκληρο το αναγκαίο περιθώριο φερεγγυότητας της θυγατρικής. Στην περίπτωση όμως, που η ανωτέρω θυγατρική ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση έχει και αυτή θυγατρική μία άλλη ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, τότε μεταξύ των δύο τελευταίων θυγατρικών επιχειρήσεων ισχύει η αρχή της αναλογικότητας. γ) Δεν περιλαμβάνονται τα ακόλουθα ποσά, εφόσον δεν έχουν ήδη αφαιρεθεί: i. Η αξία τυχόν περιουσιακών στοιχείων της συμμετέχουσας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, τα οποία αντιπροσωπεύουν τη χρηματοδότηση στοιχείων επιλέξιμων για την κάλυψη του περιθωρίου φερεγγυότητας μίας συνδεδεμένης ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης. ii. Η αξία τυχόν περιουσιακών στοιχείων συνδεδεμένης ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, τα οποία αντιπροσωπεύουν τη χρηματοδότηση στοιχείων επιλέξιμων για την κάλυψη του περιθωρίου φερεγγυότητας της συμμετέχουσας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης. iii. Η αξία τυχόν περιουσιακών στοιχείων μίας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης συνδεδεμένης της συμμετέχουσας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, η οποία αντιπροσωπεύει τη χρηματοδότηση στοιχείων επιλέξιμων για την κάλυψη του περιθωρίου φερεγγυότητας οποιασδήποτε άλλης ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης συνδεδεμένης της συμμετέχουσας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης. iv. Τυχόν εγγεγραμμένα άλλα μη καταβεβλημένα κεφάλαια της συνδεδεμένης ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, που συνιστούν δυνάμει υποχρέωση εκ μέρους της συμμετέχουσας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης. v. Τυχόν εγγεγραμμένα άλλα μη καταβεβλημένα κεφάλαια της συμμετέχουσας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, που συνιστούν δυνάμει υποχρέωση εκ μέρους μίας συνδεδεμένης ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης. vi. Τυχόν εγγεγραμμένα άλλα μη καταβεβλημένα κεφάλαια μίας συνδεδεμένης ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, που συνιστούν δυνάμει υποχρέωση εκ μέρους άλλης συνδεδεμένης ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης της ίδιας συμμετέχουσας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης. δ) Όταν δεν υπάρχουν κεφαλαιακοί δεσμοί μεταξύ ορισμένων επιχειρήσεων σε έναν ασφαλιστικό ή αντασφαλιστικό όμιλο, η ΕΠ.Ε.Ι.Α. καθορίζει ποιο αναλογικό μερίδιο πρέπει να λαμβάνεται υπόψη. 3. α) Κατά τον υπολογισμό, που αναφέρεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, δεν λαμβάνονται υπόψη στοιχεία επιλέξιμα για την κάλυψη του περιθωρίου φερεγγυότητας τα οποία προκύπτουν από την αμοιβαία χρηματοδότηση μεταξύ της (συμμετέχουσας) ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης και: − μίας συνδεδεμένης επιχείρησης, − μίας συμμετέχουσας επιχείρησης, − άλλης συνδεδεμένης επιχείρησης οποιασδήποτε των συμμετεχουσών επιχειρήσεων. β) Επιπλέον, δεν λαμβάνονται υπόψη στοιχεία επιλέξιμα για την κάλυψη του περιθωρίου φερεγγυότητας μίας συνδεδεμένης ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, όταν τα στοιχεία αυτά έχουν προκύψει από αμοιβαία χρηματοδότηση με άλλη επιχείρηση συνδεδεμένη με την πρώτη (συνδεδεμένη) ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση. γ) Ειδικότερα, αμοιβαία χρηματοδότηση υπάρχει όταν μία ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση ή οποιαδήποτε από τις συνδεδεμένες επιχειρήσεις της, κατέχει μετοχές (συμμετοχή) σε ή χορηγεί δάνεια προς άλλη επιχείρηση, η οποία απευθείας ή εμμέσως κατέχει στοιχείο επιλέξιμο για την κάλυψη του περιθωρίου φερεγγυότητας των πρώτων επιχειρήσεων. 4. Σχετικά με τις ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις και τις ενδιάμεσες ασφαλιστικές εταιρίες χαρτοφυλακίου, που είναι συνδεδεμένες επιχειρήσεις και λαμβάνονται υπόψη στον υπολογισμό της προσαρμοσμένης φερεγγυότητας της συμμετέχουσας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης σύμφωνα με την παράγραφο 1 ανωτέρω, ισχύουν τα εξής: α) Όταν η (συμμετέχουσα) ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση έχει περισσότερες από μια συνδεδεμένες ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, ο υπολογισμός της προσαρμοσμένης φερεγγυότητας πραγματοποιείται με την ενσωμάτωση καθεμίας από αυτές τις συνδεδεμένες ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις. β) Σε περίπτωση διαδοχικών συμμετοχών, όπως όταν μία ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση συμμετέχει σε άλλη ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, η οποία επίσης συμμετέχει σε άλλη ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, ο υπολογισμός της προσαρμοσμένης φερεγγυότητας πραγματοποιείται στο επίπεδο κάθε συμμετέχουσας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, η οποία έχει τουλάχιστον μία συνδεδεμένη ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση. γ) i. Μπορεί να μην πραγματοποιηθεί υπολογισμός προσαρμοσμένης φερεγγυότητας μίας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης με έδρα την Ελλάδα: − εάν είναι συνδεδεμένη επιχείρηση άλλης ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης με έδρα την Ελλάδα και εφόσον αυτή η συνδεδεμένη επιχείρηση έχει ληφθεί υπόψη στον υπολογισμό της προσαρμοσμένης φερεγγυότητας της συμμετέχουσας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, − εάν είναι συνδεδεμένη επιχείρηση μιας ασφαλιστικής εταιρείας χαρτοφυλακίου με έδρα στην Ελλάδα και εφόσον αυτή η ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου και αυτή η συνδεδεμένη ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση λαμβάνονται υπόψη κατά τον υπολογισμό που πραγματοποιείται, − εάν είναι συνδεδεμένη επιχείρηση άλλης ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης ή ασφαλιστικής εταιρίας χαρτοφυλακίου με έδρα σε άλλο κράτος ΦΕΚ 1093 − μέλος της Ε.Ε. και του Ε.Ο.Χ., εφόσον η ΕΠ.Ε.Ι.Α. και η αρμόδια εποπτική αρχή του άλλου κράτους − μέλους συμφωνήσουν να ανατεθεί στην αρμόδια εποπτική αρχή του άλλου κράτους – μέλους η άσκηση της συμπληρωματικής χρηματοοικονομικής εποπτείας. ii. Σε καθεμία από τις ανωτέρω περιπτώσεις, η απαλλαγή μπορεί να δοθεί μόνον εφόσον προσκομισθούν στην ΕΠ.Ε.Ι.Α. ικανές αποδείξεις ότι τα στοιχεία που είναι επιλέξιμα για την κάλυψη των περιθωρίων φερεγγυότητας των ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών επιχειρήσεων που περιλαμβάνονται στον υπολογισμό είναι καταλλήλως κατανεμημένα μεταξύ των επιχειρήσεων αυτών. δ) Στην περίπτωση που η (συμμετέχουσα) ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση έχει μία συνδεδεμένη ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση με έδρα σε άλλο κράτος − μέλος της Ε.Ε. και του Ε.Ο.Χ. στον υπολογισμό μπορεί να ληφθεί υπόψη η κατάσταση φερεγγυότητας της συνδεδεμένης ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης όπως έχει εκτιμηθεί από την αρμόδια εποπτική αρχή του άλλου κράτους − μέλους. ε) Όταν η (συμμετέχουσα) ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση έχει συμμετοχή σε ασφαλιστική ή σε αντασφαλιστική επιχείρηση ή σε ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας μέσω ασφαλιστικής εταιρείας χαρτοφυλακίου, λαμβάνεται υπόψη στον υπολογισμό η κατάσταση της ενδιάμεσης ασφαλιστικής εταιρίας χαρτοφυλακίου. Για τις ανάγκες αποκλειστικά αυτού του υπολογισμού, ο οποίος πραγματοποιείται σύμφωνα με τις γενικές αρχές και μεθόδους που περιγράφονται στο παρόν άρθρο, η εν λόγω ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου αντιμετωπίζεται σαν να επρόκειτο για ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση με αναγκαίο περιθώριο φερεγγυότητας μηδέν και με στοιχεία επιλέξιμα για την κάλυψη του περιθωρίου φερεγγυότητας αυτά που προβλέπονται στο άρθρο 17α. στ) i. Όταν η (συμμετέχουσα) ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση έχει μια συνδεδεμένη ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση με έδρα σε τρίτη χώρα, η τελευταία αυτή επιχείρηση αντιμετωπίζεται, για τον αποκλειστικό σκοπό του υπολογισμού, κατά τρόπο ανάλογο με συνδεδεμένη ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση με έδρα στην Ε.Ε. και στον Ε.Ο.Χ.. ii. Ωστόσο, όταν η τρίτη χώρα, στην οποία η συνδεδεμένη ασφαλιστκή ή αντασφαλιστική επιχείρηση έχει την έδρα της, της επιβάλλει υποχρέωση άδειας, καθώς και υποχρέωση κατάστασης φερεγγυότητας τουλάχιστον συγκρίσιμης προς εκείνη που προβλέπεται στο άρθρο 17α, τότε μπορεί να ληφθεί υπόψη η εν λόγω επιχείρηση στον υπολογισμό με βάση το αναγκαίο περιθώριο φερεγγυότητας και τα επιλέξιμα στοιχεία για την κάλυψη αυτού, όπως καθορίζονται από την τρίτη χώρα. 5. Για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου, όταν κατά τον υπολογισμό της προσαρμοσμένης φερεγγυότητας της συμμετέχουσας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης δεν υπάρχουν για οποιονδήποτε λόγο πληροφορίες σχετικά με μια συνδεδεμένη επιχείρηση με έδρα στην Ε.Ε. και στον Ε.Ο.Χ. ή σε τρίτη χώρα, αφαιρείται η λογιστική αξία της συνδεδεμένης επιχείρησης, που είναι καταχωρημένη στα βιβλία και στις οικονομικές καταστάσεις της συμμετέχουσας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, από τα επιλέξιμα στοιχεία για την κάλυψη του προσαρμοσμένου περιθωρίου φερεγγυότητας. Στην περίπτωση αυτή τα μη πραγματοποιηθέντα (ρευστοποιηθέντα) κέρδη που συνδέονται με τη συμμετοχή αυτή δεν επιτρέπονται ως επιλέξιμο στοιχείο κατά την κάλυψη του περιθωρίου προσαρμοσμένης φερεγγυότητας.»

Άρθρο 51ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Η περίπτωση γ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 6γ του ν.δ. 400/1970 (ΦΕΚ 10 Α΄), όπως ισχύει, αντικαθίσταται ως εξής: «γ. Για τον αποκλειστικό σκοπό του ανωτέρω υπολογισμού, η μητρική επιχείρηση, που αναφέρεται στα εδάφια α΄ και β΄ ανωτέρω, θεωρείται ως ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση που υπόκειται: − Σε μηδέν αναγκαίο περιθώριο φερεγγυότητας, όταν πρόκειται για ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου. − Σε αναγκαίο περιθώριο φερεγγυότητας, όπως προβλέπεται στο άρθρο 6β (παρ. 4 εδάφιο στ΄), όταν πρόκειται για ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση με έδρα σε τρίτη χώρα. − Στις ίδιες προϋποθέσεις με εκείνες, που ορίζονται στο άρθρο 17α, όσον αφορά τα στοιχεία που είναι επιλέξιμα για την κάλυψη του περιθωρίου φερεγγυότητας.»

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Τα σημεία α΄ και β΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 6γ του ν.δ. 400/1970 (ΦΕΚ 10 Α΄), όπως ισχύει, αντικαθίστανται ως εξής: «α) Στην περίπτωση που μια ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση με έδρα στην Ελλάδα μαζί με άλλη ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση ή άλλες με έδρα στην Ε.Ε. και στον Ε.Ο.Χ. είναι θυγατρικές ασφαλιστικής εταιρείας χαρτοφυλακίου, αντασφαλιστικής επιχείρησης ή ασφαλιστικής επιχείρησης με έδρα σε τρίτη χώρα, η ΕΠ.Ε.Ι.Α. μαζί με τις άλλες αρμόδιες εποπτικές αρχές εξασφαλίζουν τη συνεπή εφαρμογή της μεθόδου που περιγράφεται στο παρόν άρθρο. β) Για μια ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση με έδρα στην Ελλάδα μπορεί να μην πραγματοποιηθεί ο υπολογισμός που προβλέπεται στην παράγραφο 1 ανωτέρω: − Εάν είναι συνδεδεμένη επιχείρηση άλλης ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης με έδρα στην Ε.Ε. και στον Ε.Ο.Χ. και έχει συμπεριληφθεί στον υπολογισμό που προβλέπεται στην παράγραφο 1 ανωτέρω για την άλλη επιχείρηση. − Εάν αυτή και μια ή περισσότερες άλλες ασφαλιστι−κές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις με έδρα στην Ελλάδα έχουν ως μητρική τους επιχείρηση την ίδια ασφαλιστική εταιρία χαρτοφυλακίου αντασφαλιστική επιχείρηση ή ασφαλιστική επιχείρηση με έδρα σε τρίτη χώρα και αυτή έχει ληφθεί υπόψη στον υπολογισμό που προβλέπεται στην παράγραφο 1 ανωτέρω για μία από αυτές τις άλλες ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις. − Εάν αυτή και μία ή περισσότερες άλλες ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις με έδρα στην Ε.Ε. και στον Ε.Ο.Χ. έχουν ως μητρική τους επιχείρηση την ίδια ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου, αντασφαλιστική επιχείρηση ή ασφαλιστική επιχείρηση με έδρα τρίτη χώρα και έχει συναφθεί συμφωνία κατά το άρθρο 6α παράγραφος 5, με την οποία η άσκηση συμπληρωματικής χρηματοοικονομικής εποπτείας που αναφέρεται στο παρόν άρθρο ανατίθεται στην αρμόδια εποπτική αρχή άλλου κράτους – μέλους.»

Άρθρο 52Το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου

6δ του ν.δ. 400/1970 (ΦΕΚ 10 Α΄), όπως ισχύει, αντικαθίσταται ως εξής: «Αντίστοιχα τα, κατά το άρθρο 2α εδάφιο λ΄ του παρόντος, μέτρα εξυγίανσης ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης και των υποκαταστημάτων της σε άλλα κράτη – μέλη, τα οποία λαμβάνονται από την ΕΠ.Ε.Ι.Α. σύμφωνα με το ελληνικό δίκαιο, παράγουν πλήρη αποτελέσματα στα άλλα κράτη – μέλη.»

Άρθρο 53ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Η παράγραφος 1 του άρθρου 7 του ν.δ.400/1970 (ΦΕΚ 10 Α΄), όπως ισχύει, αντικαθίσταται ως εξής: «1. Οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις με έδρα την Ελλάδα, υποχρεούνται να σχηματίζουν και να διατηρούν σε συνεχή βάση επαρκή τεχνικά αποθέματα για το σύνολο των ασφαλίσεων που συνάπτουν και των αντασφαλίσεων που αναλαμβάνουν τόσο στην Ελλάδα όσο και στα άλλα κράτη – μέλη μέσω υποκαταστημάτων ή με καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών. Για τις ασφαλίσεις που συνάπτουν σε τρίτες χώρες οι ανωτέρω ασφαλιστικές επιχειρήσεις σχηματίζουν τεχνικά αποθέματα σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος, εφόσον δεν υπόκεινται σε αντίστοιχη υποχρέωση σχηματισμού στην τρίτη χώρα.»

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Η φράση «κατά την ημερομηνία κλεισίματος του ισολογισμού», όπου αυτή αναφέρεται στην παράγραφο 2 του άρθρου 7 του ν.δ. 400/1970 (ΦΕΚ 10 Α΄), όπως ισχύει, αντικαθίσταται με τη φράση «κατά την ημερομηνία υπολογισμού του αποθέματος».

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Οι λέξεις «του στοιχ. ιζ» στην παράγραφο 2.Α(α) του άρθρου 7 του ν.δ. 400/1970 (ΦΕΚ 10 Α΄), όπως ισχύει, αντικαθίστανται με τις λέξεις «του στοιχ. κβ».

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Μετά το πρώτο εδάφιο της περίπτωσης γ΄ της παραγράφου 2Α του άρθρου 7 του ν.δ. 400/1970 (ΦΕΚ 10 Α΄), όπως ισχύει, προστίθεται νέο εδάφιο ως εξής: «To απόθεμα εκκρεμών ζημιών καταχωρείται υποχρεωτικά ξεχωριστά για κάθε περίπτωση επί τη βάσει των εξόδων που αναμένεται να προκύψουν, η δε επάρκειά του πιστοποιείται με τη χρήση αναλογιστικών – στατιστικών μεθόδων.»

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Στην παράγραφο 2Β του άρθρου 7 του ν.δ. 400/1970 (ΦΕΚ 10 Α΄), όπως ισχύει, αμφότερα τα τελευταία εδάφια των περιπτώσεων (δiii) και (στ) καταργούνται.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Η παράγραφος 5 του άρθρου 7 του ν.δ. 400/1970 (ΦΕΚ 10 Α΄), όπως ισχύει, αντικαθίσταται ως εξής: «5. Με απόφαση της ΕΠ.Ε.Ι.Α., μπορεί να εισάγεται υποχρέωση σχηματισμού επιπλέον τεχνικών αποθεμάτων, όπως ενδεικτικά καταστροφικών κινδύνων, εξισορρόπησης του τεχνικού αποτελέσματος, εγγυήσεων και διαχειριστικών εξόδων.»

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 7

Η παράγραφος 6 του άρθρου 7 του ν.δ. 400/1970 (ΦΕΚ 10 Α΄), όπως ισχύει, αντικαθίσταται ως εξής: «6. Με απόφαση της ΕΠ.Ε.Ι.Α., μπορεί να καθορίζεται κάθε ειδικό θέμα και αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου, όπως ενδεικτικά οι τεχνικές βάσεις ως και οι αρχές της μεθοδολογίας υπολογισμού επαρκών τεχνικών αποθεμάτων ασφαλίσεων κατά ζημιών και ασφαλίσεων ζωής.»

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 8

Η παράγραφος 7 του άρθρου 7 του ν.δ. 400/1970 (ΦΕΚ 10 Α΄), όπως ισχύει, αντικαθίσταται ως εξής: «7. Μετά από αίτηση της ασφαλιστικής επιχείρησης και με απόφαση της ΕΠ.Ε.Ι.Α. μπορεί να επιτρέπονται σε εξαιρετικές περιπτώσεις, ο σχηματισμός επιπλέον των προβλεπομένων στο παρόν άρθρο, τεχνικών αποθεμάτων.»

Άρθρο 54ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Το τρίτο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 8 του ν.δ. 400/1970 (ΦΕΚ 10 Α΄), όπως ισχύει, αντικαθίσταται ως εξής: «Σε ασφαλιστική τοποθέτηση διατίθενται τα περιουσιακά στοιχεία που καλύπτουν τα τεχνικά αποθέματα, συμπεριλαμβανομένου του αποθέματος εξισορρόπησης, του άρθρου 7 του παρόντος, καθώς και τα περιουσιακά στοιχεία που καλύπτουν το τέταρτο του ελαχίστου ορίου που αναφέρεται στην περίπτωση ε΄ του εδαφίου Α της παραγράφου 2 του άρθρου 20 του παρόντος.»

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Μετά την παράγραφο 2 του άρθρου 8 του ν.δ. 400/1970 (ΦΕΚ 10 Α΄), όπως ισχύει, προστίθεται παράγραφος 2α ως εξής: «2.α. Η ασφαλιστική τοποθέτηση των αντασφαλιστικών αναλήψεων, των ασφαλιστικών εταιριών που πληρούν μία εκ των προϋποθέσεων της παρ. 10 του άρθρου 17α ή της παρ. 2 του άρθρου 17β, διακρίνεται περαιτέρω σε: α) ασφαλιστική τοποθέτηση αντασφαλιστικών αναλήψεων ζωής, β) ασφαλιστική τοποθέτηση αντασφαλιστικών αναλήψεων κατά ζημιών.»

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Η περίπτωση (Ε) της παραγράφου 3 του άρθρου 8 του ν.δ. 400/1970 (ΦΕΚ 10 Α΄), όπως ισχύει, αντικαθίσταται ως εξής: «Ε. Δάνεια (προκαταβολές) επί ασφαλιστηρίων, που χορηγήθηκαν σε ασφαλισμένους με ασφαλιστήρια ζωής, μέχρι του ποσού της αποζημίωσης σε περίπτωση θανάτου του ασφαλιζομένου και μέχρι του ύψους της εκάστοτε αξίας εξαγοράς.»

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Η περίπτωση (Ζ) της παραγράφου 3 του άρθρου 8 του ν.δ. 400/1970 (ΦΕΚ 10 Α΄), όπως ισχύει, αντικαθίσταται ως εξής: «Ζ. Η συμμετοχή των αντασφαλιστών και φορέων ειδικού σκοπού στα τεχνικά αποθέματα.»

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Η περίπτωση (ΙΑ) της παραγράφου 3 του άρθρου 8 του ν.δ. 400/1970 (ΦΕΚ 10 Α΄), όπως ισχύει, αντικαθίσταται ως εξής: «ΙΑ. Επενδύσεις σε χρηματοπιστωτικά μέσα πέραν των προβλεπομένων στις περιπτώσεις α΄ έως γ΄ του άρθρου 5 του ν. 3606/2007 επιτρέπονται, μόνο με τις προϋποθέσεις που η ΕΠ.Ε.Ι.Α. με σχετική απόφασή της καθορίζει επί τη βάσει των εξής αρχών: − οι επενδύσεις αυτές διενεργούνται αποκλειστικά είτε για αντιστάθμιση κινδύνου είτε για διευκόλυνση της αποτελεσματικής διαχείρισης χαρτοφυλακίου, − οι επενδύσεις αυτές αποτιμώνται από τις επιχειρήσεις συντηρητικά και πάντοτε επί τη βάσει της τρέχουσας αξίας των υποκείμενων περιουσιακών στοιχείων και − απαγορεύεται η υπέρμετρη έκθεση στον κίνδυνο που απορρέει είτε από έναν και μόνο αντισυμβαλλόμενο είτε από μεγάλη έκθεση σε εν γένει παράγωγα χρηματοπιστωτικά μέσα.»

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Η περίπτωση β΄ της παραγράφου 4 του άρθρου 8 του ν.δ. 400/1970 (ΦΕΚ 10 Α΄), όπως ισχύει, αντικαθίσταται ως εξής: «β) Τα περιουσιακά στοιχεία της ασφαλιστικής επιχείρησης, που προσδιορίζονται στις περιπτώσεις γ΄ έως και θ΄ του στοιχείου (Α) της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου δεν μπορούν να αποκτηθούν από αυτήν κατά το χρόνο έκδοσης ή δημόσιας εγγραφής τους, όταν αυτή γίνεται από τη μητρική της ή άλλη ελέγχουσα την ασφαλιστική επιχείρηση εταιρεία, καταχωρούνται δε υποχρεωτικά και φυλάσσονται με κοινή ευθύνη της ασφαλιστικής επιχείρησης και της τράπεζας θεματοφύλακα στο Σύστημα Άυλων Τίτλων (Σ.Α.Τ.), που προβλέπεται από τα άρθρα 39 επ. του ν. 2396/1996 (ΦΕΚ 73 Α΄), όπως ισχύουν.».

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 7

Η περίπτωση δ΄ της παραγράφου 4 του άρθρου 8 του ν.δ. 400/1970 (ΦΕΚ 10 Α΄), όπως ισχύει, αντικαθίσταται ως εξής: «δ) Όσον αφορά στους κινδύνους και στις δραστηριότητες που ασκούνται εντός της Ε.Ε., τα περιουσιακά στοιχεία του που καλύπτουν τα τεχνικά αποθέματα πρέπει να βρίσκονται εντός της Ε.Ε..»

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 8

Η περίπτωση ια΄ της παραγράφου 5 του άρθρου 8 του ν.δ. 400/1970 (ΦΕΚ 10 Α΄), όπως ισχύει, αντικαθίσταται ως εξής: «ια. Η συμμετοχή των αντασφαλιστών και των φορέων ειδικού σκοπού της περίπτωσης Ζ της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου, αποτιμάται με βάση τα χρεωστικά υπόλοιπα, περιλαμβανομένης της συμμετοχής τους στα τεχνικά αποθέματα του πρωτασφαλιστή στο βαθμό που δεν περιλαμβάνονται στα ανωτέρω χρεωστικά υπόλοιπα. Οι προϋποθέσεις αποδοχής της ανωτέρω συμμετοχής των αντασφαλιστών και των φορέων ειδικού σκοπού δύνανται να καθορίζονται με απόφαση της ΕΠ.Ε.Ι.Α..»

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 9

Η περίπτωση ιγ΄ της παραγράφου 5 του άρθρου 8 του ν.δ. 400/1970 (ΦΕΚ 10 Α΄), όπως ισχύει, αντικαθίσταται ως εξής: «ιγ. Για την αποτίμηση των μεταφερόμενων (αναπόσβεστων) εξόδων προσκτήσεως της περίπτωσης Θ της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου ισχύουν τα κάτωθι: − Στις ασφαλίσεις κατά ζημιών τα έξοδα αυτά περιλαμβάνουν τα ποσά των εξόδων πρόσκτησης που αντιστοιχούν στο απόθεμα μη δεδουλευμένων ασφαλίστρων, καθώς και τα ποσά που έχουν υπολογιστεί με αναλογιστική μέθοδο όταν σχηματίζονται μαθηματικά αποθέματα γήρατος στους κλάδους 1 ή 2 της παραγράφου 1 «ασφαλίσεις κατά ζημιών» του άρθρου 13. − Στις ασφαλίσεις ζωής τα έξοδα αυτά περιλαμβάνουν τα ποσά των εξόδων πρόσκτησης στις περιπτώσεις που σχηματίζεται απόθεμα μη δεδουλευμένων ασφαλίστρων, καθώς και τα ποσά που έχουν υπολογιστεί με αναλογιστική μέθοδο.»

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 10

Μετά την περίπτωση ιβ΄ της παραγράφου 6.Α του άρθρου 8 του ν.δ. 400/1970 (ΦΕΚ 10 Α΄), όπως ισχύει, προστίθεται περίπτωση ιγ΄ ως εξής: «ιγ) Με απόφαση της ΕΠ.Ε.Ι.Α. καθορίζεται το ποσοστό επί των αντίστοιχων αποθεμάτων μέχρι του οποίου γίνεται δεκτή η συμμετοχή των αντασφαλιστών και φορέων ειδικού σκοπού.»

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 11

Η περίπτωση ε΄ της παραγράφου 6.Β του άρθρου 8 του ν.δ. 400/1970 (ΦΕΚ 10 Α΄), όπως ισχύει, αντικαθίσταται ως εξής: «ε) Η συμμετοχή των αντασφαλιστών και φορέων ειδικού σκοπού γίνεται δεκτή μέχρι ποσοστού δέκα τοις εκατό (10%) των αντίστοιχων αποθεμάτων πλην των κλάδων 5, 6, 11 και 12 της παραγράφου 1 του άρθρου 13 του παρόντος νομοθετικού διατάγματος όπου γίνεται δεκτή στο σύνολό της. Ειδικά στις περιπτώσεις των κλάδων: i. 17 «Νομική προστασία», η οποία ασκείται σύμφωνα με την περίπτωση β΄ της παραγράφου 5 του άρθρου 13β του παρόντος, η συμμετοχή του αντασφαλιστή γίνεται δεκτή στο σύνολό της. ii. 18 «Βοήθεια», η οποία ασκείται από την ασφαλιστική επιχείρηση με μέσα που δεν είναι δικά της, η συμμετοχή των αντασφαλιστών γίνεται δεκτή στο σύνολό της εφόσον οι αντασφαλιστές είναι επιχειρήσεις με τη μορφή της ανώνυμης εταιρίας. iii. Για τις δύο παραπάνω περιπτώσεις i και ii απαιτούνται οι αντασφαλιστικές συμβάσεις και οι οικονομικές καταστάσεις των αντασφαλιστών με την επιφύλαξη του στοιχείου ια΄ της παραγράφου 5 του παρόντος άρθρου. Το ανωτέρω ποσοστό της συμμετοχής των αντασφαλιστών και φορέων ειδικού σκοπού δύναται να αναπροσαρμόζεται με απόφαση της ΕΠ.Ε.Ι.Α..»

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 12

Η παράγραφος 12 του άρθρου 8 του ν.δ. 400/1970 (ΦΕΚ 10 Α΄), όπως ισχύει, αντικαθίσταται ως εξής: «12. Με απόφαση της ΕΠ.Ε.Ι.Α. ρυθμίζεται: α) ο ενιαίος τρόπος υποβολής των καταστάσεων τοποθέτησης του ενεργητικού της ασφαλιστικής επιχείρησης και τα απαραίτητα δικαιολογητικά, β) τα τακτά χρονικά διαστήματα σχηματισμού των τεχνικών αποθεμάτων και υποβολής των σχετικών καταστάσεων προς την ΕΠ.Ε.Ι.Α., γ) ο τρόπος και ο χρόνος υποβολής προς την ΕΠ.Ε.Ι.Α. των περιουσιακών στοιχείων που απαρτίζουν την ασφαλιστική τοποθέτηση των τεχνικών αποθεμάτων, που έχουν σχηματισθεί σύμφωνα με τα οριζόμενα υπό (β) ανωτέρω, ως και οι πολιτικές, που πρέπει να τηρούν οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις, για την ασφάλεια, την απόδοση, τη ρευστότητα και τη διασπορά των επενδύσεών τους, δ) η υποχρέωση σύνταξης και υποβολής προς την ΕΠ.Ε.Ι.Α. καταστάσεων ταμειακών ροών (ρευστότητας), ε) κάθε ειδικό θέμα και αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου.»

Άρθρο 55

Μετά την περίπτωση κα΄ του κεφαλαίου Α του άρθρου 13γ του ν.δ. 400/1970 (ΦΕΚ 10 Α΄), όπως ισχύει, προστίθεται περίπτωση κβ΄, ως εξής: «κβ) Κάθε ειδικό θέμα και αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου μπορεί να καθορίζεται με απόφαση της ΕΠ.Ε.Ι.Α.»

Άρθρο 56

Μετά την περίπτωση ζ΄ της παραγράφου 2.Α του άρθρου 15 του ν.δ. 400/1970 (ΦΕΚ 10 Α΄), όπως ισχύει, τίθεται νέα περίπτωση η΄ ως εξής, και η υφιστάμενη περίπτωση η΄ μετονομάζεται σε περίπτωση θ΄: «η) Την πιθανή ταμειακή κατάσταση».

Άρθρο 57

Η παράγραφος 1α του άρθρου 15α του ν.δ. 400/1970 (ΦΕΚ 10 Α΄), όπως ισχύει, αντικαθίσταται ως εξής: «1.α. Κατά την εφαρμογή της παραγράφου 1, εάν ο αγοραστής συμμετοχής είναι ασφαλιστική επιχείρηση, αντασφαλιστική επιχείρηση, πιστωτικό ίδρυμα ή επιχείρηση επενδύσεων με άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος – μέλος ή μητρική επιχείρηση τέτοιας επιχείρησης ή το νομικό ή φυσικό πρόσωπο που ελέγχει την επιχείρηση αυτή και εάν, λόγω αυτής της εξαγοράς, η επιχείρηση, στην οποία ο αγοραστής σκοπεύει να αποκτήσει συμμετοχή, καθίσταται θυγατρική του εν λόγω αγοραστή ή περιέρχεται υπό τον έλεγχό του, η αξιολόγηση της εξαγοράς υπόκειται στη διαδικασία της διαβούλευσης που αναφέρεται στην παράγραφο 2α του άρθρου 3.»

Άρθρο 58ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Οι περιπτώσεις β΄ και γ΄ της παραγράφου 3.(i) του άρθρου 17α του ν.δ. 400/1970 αντικαθίστανται ως εξής: «β) Τα αποθεματικά (νόμιμα και ελεύθερα) που δεν αντιστοιχούν σε ασφαλιστικές υποχρεώσεις, ούτε κατατάσσονται στα αποθεματικά εξισορρόπησης. γ) Τα κέρδη ή ζημιές που μεταφέρονται στη νέα εταιρική χρήση, μετά την αφαίρεση των πληρωτέων μερισμάτων. Το διαθέσιμο περιθώριο φερεγγυότητας μειώνεται κατά το ποσό των ιδίων μετοχών που κατέχει άμεσα η ασφαλιστική επιχείρηση, καθώς επίσης και κατά τα ακόλουθα περιουσιακά στοιχεία: 1) συμμετοχές που διαθέτει η ασφαλιστική επιχείρηση σε: − ασφαλιστική επιχείρηση κατά την έννοια του άρθρου 6 της Οδηγίας 73/239/ΕΟΚ, του άρθρου 4 της Οδηγίας 2002/83/ΕΚ, ή του άρθρου 1 στοιχείο β΄ της Οδηγίας 98/78/ΕΚ, − αντασφαλιστική επιχείρηση κατά την έννοια του άρθρου 3 της Οδηγίας 2005/68/ΕΚ, ή αντασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας κατά την έννοια του άρθρου 1 παράγραφος 1 της Οδηγίας 98/78/ΕΚ, − ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου κατά την έννοια του άρθρου 1 στοιχείο θ΄ της Οδηγίας 98/78/ΕΚ, − πιστωτικό ίδρυμα ή χρηματοπιστωτικό ίδρυμα κατά την έννοια του άρθρου 1 παράγραφοι 1 και 5 της Οδηγίας 2000/12/ΕΚ, − εταιρεία επενδύσεων και χρηματοπιστωτικό ίδρυμα κατά την έννοια του άρθρου 1 παράγραφος 2 της Οδηγίας 93/22/ΕΟΚ και του άρθρου 2 παράγραφοι 4 και 7 της Οδηγίας 93/6/ΕΟΚ. 2) καθένα από τα ακόλουθα χρηματοοικονομικά στοιχεία, τα οποία διαθέτει η ασφαλιστική επιχείρηση στις οντότητες που ορίζονται στο ανωτέρω σημείο 1 και στις οποίες διαθέτει συμμετοχή: − τα χρηματοοικονομικά στοιχεία στα οποία αναφέρεται το στοιχείο ii) της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου, − τις απαιτήσεις μειωμένης διασφάλισης και τα χρηματοοικονομικά στοιχεία στα οποία αναφέρεται το άρθρο 35 και το άρθρο 36 παράγραφος 3 της Οδηγίας 2000/12/ΕΚ.»

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Μετά την παράγραφο 9 του άρθρου 17α του ν.δ. 400/1970 (ΦΕΚ 10 Α΄), όπως ισχύει, τίθεται νέα παράγραφος 10 ως εξής και οι υφιστάμενες παράγραφοι 10 και 11 αναριθμούνται σε 11 και 12 αντίστοιχα: «10. Οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις με έδρα στην Ελλάδα υποχρεούνται σε ξεχωριστό υπολογισμό περιθωρίου φερεγγυότητας για τις αναλήψεις αντασφαλίσεων ζωής όταν συντρέχει μια από τις κατωτέρω προϋποθέσεις: − τα εισπραττόμενα αντασφάλιστρα ζωής υπερβαίνουν το 10% των συνολικών ακαθάριστων εγγεγραμμένων ασφαλίστρων ζωής, − τα εισπραττόμενα αντασφάλιστρα ζωής υπερβαίνουν το ποσό των 50.000.000 ευρώ, − τα τεχνικά αποθεματικά που αφορούν στις αντασφαλιστικές αναλήψεις ζωής υπερβαίνουν το 10% των συνολικών τεχνικών αποθεματικών ζωής. Το αναγκαίο περιθώριο φερεγγυότητας, καθώς και το διαθέσιμο περιθώριο φερεγγυότητας, όσον αφορά στις αναλήψεις αντασφαλίσεων ζωής, υπολογίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 97 και 98 του παρόντος. Στην περίπτωση που οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις σχηματίζουν ξεχωριστό περιθώριο φερεγγυότητας για τις αντασφαλίσεις, τότε δεν λαμβάνουν υπόψη τα ποσά αυτά στον υπολογισμό του περιθωρίου φερεγγυότητας για τις πρωτασφαλιστικές δραστηριότητες.»

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Η παράγραφος 10 του άρθρου 17α του ν.δ. 400/1970 (ΦΕΚ 10 Α΄), όπως ισχύει, η οποία, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο προηγούμενο εδάφιο του παρόντος άρθρου αναριθμήθηκε σε παράγραφο 11, αντικαθίσταται περαιτέρω ως εξής: «11. Με απόφαση της ΕΠ.Ε.Ι.Α. καθορίζεται το περιεχόμενο των εκθέσεων περιθωρίου φερεγγυότητας που υποβάλλουν οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις.»

Άρθρο 59

Η περίπτωση α΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 17β του ν.δ. 400/1970 (ΦΕΚ 10 Α΄), όπως ισχύει, αντικαθίσταται ως εξής: «α) Όταν πρόκειται για δραστηριότητες ασφαλίσεων κατά ζημιών, το εγγυητικό κεφάλαιο αποτελείται από τα στοιχεία που απαριθμούνται στο άρθρο 17α παράγραφος 3 σημεία i και ii και εδάφιο γ΄ του σημείου iii, και σε καμία περίπτωση το κεφάλαιο αυτό, δεν μπορεί να είναι κατώτερο από το ποσό που αντιστοιχεί σε: − 3.000.000 ευρώ προκειμένου για επιχειρήσεις που ασκούν ένα ή περισσότερους από τους κλάδους 10 μέχρι και 15, 4.500.000 ευρώ από 1.1.2006 και 6.000.000 ευρώ από 1.1.2008. − 2.000.000 ευρώ προκειμένου για επιχειρήσεις που ασκούν έναν ή περισσότερους από τους κλάδους 1 μέχρι και 9, 16, 17 και 18. Το ποσό αυτό δεν μπορεί να υπολείπεται των 3.000.000 ευρώ εφόσον ασκούν αντασφαλιστικές δραστηριότητες (αναλήψεις) και εφόσον πληρούται μία εκ των κάτωθι προϋποθέσεων: i) τα εισπραττόμενα αντασφάλιστρα κατά ζημιών υπερβαίνουν το 10% των συνολικών ακαθάριστων εγγεγραμμένων ασφαλίστρων κατά ζημιών, ii) τα εισπρατόμμενα αντασφάλιστρα κατά ζημιών υπερβαίνουν το ποσό των 50.000.000 ευρώ, iii) τα τεχνικά αποθεματικά που αφορούν στις αντασφαλιστικές αναλήψεις κατά ζημιών υπερβαίνουν το 10% των συνολικών τεχνικών αποθεματικών κατά ζημιών.»

Άρθρο 60ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Η παράγραφος 1 του άρθρου 17γ του ν.δ. 400/1970 (ΦΕΚ 10 Α΄), όπως ισχύει, αντικαθίσταται ως εξής: «1. α) Η ΕΠ.Ε.Ι.Α. διαπιστώνει την εκ μέρους των ασφαλιστικών επιχειρήσεων τήρηση των διατάξεων του παρόντος που αφορούν το περιθώριο φερεγγυότητας και το εγγυητικό κεφάλαιο, προβαίνοντας σε, τουλάχιστον ετήσιους επιτόπιους, ως και εξ αποστάσεως ελέγχους της οικονομικής τους κατάστασης. Προς το σκοπό αυτόν η ΕΠ.Ε.Ι.Α. δύναται να απαιτεί οποιοδήποτε στοιχείο ή να διεξάγει ελέγχους στην ασφαλιστική επιχείρηση. β) Προκειμένου για τον κλάδο 18 (Βοήθειας) ο έλεγχος αφορά και τα προσόντα του προσωπικού, συμπεριλαμβανομένου και του ιατρικού, καθώς και την ποιότητα του εξοπλισμού που διαθέτουν οι επιχειρήσεις για να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις που επιβάλλει ο κλάδος αυτός. Ο ανωτέρω έλεγχος διενεργείται σε στενή συνεργασία με τις αρμόδιες Υπηρεσίες των οικείων Υπουργείων. γ) Κάθε ασφαλιστική επιχείρηση υποχρεούται να δημοσιεύει και να υποβάλει στην ΕΠ.Ε.Ι.Α. συνοπτικές οικονομικές καταστάσεις. Ειδικά κατά τη διάρκεια των 3 (τριών) πρώτων εταιρικών χρήσεων μίας ασφαλιστικής επιχείρησης ο έλεγχος της οικονομικής κατάστασης γίνεται σε συνδυασμό με το υποβληθέν πρόγραμμα δραστηριότητάς της. Με απόφαση της ΕΠ.Ε.Ι.Α., καθορίζεται το περιεχόμενο, ο τρόπος και ο χρόνος δημοσιοποίησης των συνοπτικών οικονομικών καταστάσεων. δ) Κάθε ασφαλιστική επιχείρηση υποχρεούται να υποβάλει στην ΕΠ.Ε.Ι.Α. εκθέσεις περιθωρίου φερεγγυότητας και προσαρμοσμένης φερεγγυότητας. Με απόφαση της ΕΠ.Ε.Ι.Α. καθορίζεται ο τρόπος και ο χρόνος υποβολής των εκθέσεων αυτών. ε) Οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις υποχρεούνται μέχρι την 31η Ιανουαρίου εκάστου έτους να υποβάλουν: − την πραγματοποιηθείσα παραγωγή των ακαθάριστων εγγεγραμμένων ασφαλίστρων (ασφάλιστρα από πρωτασφαλίσεις, αναλήψεις και δικαιώματα συμβολαίου) του προηγούμενου έτους κατά κλάδο ασφάλισης, και − το ποσό των πληρωθεισών αποζημιώσεων, συμπεριλαμβανομένων των άμεσων εξόδων διακανονισμού, αναλυτικά κατά περίπτωση. στ) Κάθε ειδικό θέμα και αναγκαία λεπτομέρεια μπορεί να καθορίζεται με απόφαση της ΕΠ.Ε.Ι.Α..»

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Η παράγραφος 8 του άρθρου 17γ του ν.δ. 400/1970 (ΦΕΚ 10 Α΄), όπως ισχύει, αντικαθίσταται ως εξής: «8. Κάθε ειδικό θέμα για την εφαρμογή του παρόντος, όπως ενδεικτικά ο χρόνος και τρόπος υπολογισμού και ελέγχου του περιθωρίου φερεγγυότητας, τα μέτρα που μπορούν να λαμβάνονται σε περιπτώσεις ανασυγκρότησης ή βραχυχρονίου χρηματοδότησης, ζητήματα υποβολής και έγκρισης των σχετικών προγραμμάτων, ως και κάθε αναγκαία λεπτομέρεια μπορεί να καθορίζεται με απόφαση της ΕΠ.Ε.Ι.Α.. Στα προγράμματα ανασυγκρότησης και βραχυχρονίου χρηματοδότησης τίθενται υποχρεωτικά από την ΕΠ.Ε.Ι.Α. προθεσμίες πραγματοποίησής τους που δεν μπορούν να ξεπερνούν τους δύο (2) μήνες.»

Άρθρο 61

Στην παράγραφο 1(α) του άρθρου 19 του ν.δ. 400/1970 (ΦΕΚ 10 Α΄), όπως ισχύει, η φράση «μέχρι την 30ή Ιουνίου εκάστου έτους» αντικαθίσταται με τη φράση «μέχρι 31η Μαρτίου εκάστου έτους».

Άρθρο 62

Στο τρίτο εδάφιο της περίπτωσης δ΄ της παραγράφου Α1) του άρθρου 42β του ν.δ. 400/1970, όπως ισχύει, διαγράφεται η φράση «ιδίως απαγορεύεται να αναλαμβάνει δραστηριότητες πρωτασφάλισης».

Άρθρο 63
Άρθρο 64

Το άρθρο 50 του ν.δ. 400/1970 (ΦΕΚ 10 Α΄) αντικαθί− σταται ως εξής: « Άρθρο 50 Στην ΕΠ.Ε.Ι.Α. δημιουργούνται και τηρούνται προσβάσι− μα στο κοινό μητρώα των ελληνικών ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων ως και των Φορέων Ει− δικού Σκοπού, που έχουν αδειοδοτηθεί από την ΕΠ.Ε.Ι.Α. ως και των αλλοδαπών ασφαλιστικών και αντασφαλιστι− κών επιχειρήσεων που παρέχουν ασφάλιση ή αντασφά− λιση είτε με εγκατάσταση είτε με καθεστώς ελεύθερης παροχής. Κάθε ειδικό θέμα και αναγκαία λεπτομέρεια για τη δημιουργία και τήρηση των ως άνω μητρώων μπορεί να ρυθμίζεται με απόφαση της ΕΠ.Ε.Ι.Α..»

Άρθρο 65

Το άρθρο 50α του ν.δ. 400/1970 (ΦΕΚ 10 Α΄) καταρ− γείται.

Άρθρο 66

1. Η παράγραφος Β του άρθρου 55 του ν.δ. 400/1970 (ΦΕΚ 10 Α΄), όπως ισχύει, καταργείται και η παράγραφος Α του άρθρου 55 του ν.δ. 400/1970 (ΦΕΚ 10 Α΄) απαλεί− φεται ως αρίθμηση. 2. Η παράγραφος 1 του άρθρου 55 του ν.δ. 400/1970 (ΦΕΚ 10 Α΄), όπως ισχύει, αντικαθίσταται ως εξής: «1. Το διοικητικό συμβούλιο κάθε ασφαλιστικής επι− χείρησης, καθώς και ο νόμιμος αντιπρόσωπος αλλοδα− πής ασφαλιστικής επιχείρησης είναι υποχρεωμένοι να δηλώνουν στην ΕΠ.Ε.Ι.Α. τα στοιχεία (ονοματεπώνυμο, διεύθυνση κατοικίας, αριθμό αστυνομικής ταυτότητας και ΑΦΜ) των κάτωθι προσώπων: α) του προσώπου που ασκεί διοίκηση και διαχείριση στην ασφαλιστική επιχείρηση και είναι υπεύθυνο για όλα τα θέματα που πηγάζουν από το παρόν νομοθετικό διάταγμα, πλην των ζητημάτων των παραγράφων 2 έως και 7 του παρόντος άρθρου και της περίπτωσης (Ι) του στοιχείου Α του άρθρου 13γ του παρόντος νομοθετικού διατάγματος, β) του Υπεύθυνου Αναλογιστή, αρμόδιου για την τήρηση των προβλεπομένων στις παραγράφους 2 έως και 7 του παρόντος άρθρου, γ) του Υπεύθυνου Εσωτερικού Μεταβλητού Κεφαλαίου, αρμόδιου για την τήρηση των προβλεπομένων στο άρθρο 13.Γ. περ. Ι του παρόντος νο− μοθετικού διατάγματος, δ) του Υπεύθυνου Διαχείρισης Κινδύνων, αρμόδιου για την τήρηση των προβλεπομένων στο άρθρο 6α παρ. 6 του παρόντος νομοθετικού διατάγ− ματος, ε) του Υπεύθυνου Εσωτερικού Ελέγχου, αρμόδιου για την τήρηση των προβλεπομένων στο άρθρο 6 παρ. 3 του παρόντος νομοθετικού διατάγματος και του Υπεύ− θυνου Συμμόρφωσης για την Αποφυγή Νομιμοποίησης εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες. Τα πρόσωπα αυτά καταχωρούνται σε μητρώο που τηρεί η ΕΠ.Ε.Ι.Α.. Για την αλλαγή των ανωτέρω προσώπων, καθώς και για κάθε άλλη αλλαγή στα στοιχεία αυτών, η ασφαλιστική επιχείρηση ενημερώνει αμελλητί και το αργότερο εντός δέκα (10) ημερών από την ημερομηνία της αλλαγής την ΕΠ.Ε.Ι.Α.. Κάθε ειδικό θέμα και αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή της παρούσας διατάξεως, όπως ενδει− κτικά ζητήματα αξιολόγησης της καταλληλότητας των προσώπων αυτών, εξειδίκευσης των σχετικών αρμοδι− οτήτων τους, περιεχομένου και μορφής των σχετικών ενημερώσεων, μπορεί να ρυθμίζεται με απόφαση της ΕΠ.Ε.Ι.Α.. Ο Υπεύθυνος Αναλογιστής πρέπει να κατέχει την άδεια ασκήσεως επαγγέλματος αναλογιστή.» 3. Η περίπτωση (i) της παραγράφου 2(α) του άρθρου 55 του ν.δ. 400/1970 (ΦΕΚ 10 Α΄), όπως ισχύει, αντικαθί− σταται ως εξής: «i) Έχει ευθύνη έναντι οποιασδήποτε εποπτικής αρχής για πράξεις αναλογιστικής φύσεως της ασφαλιστικής επιχείρησης, όπως ενδεικτικά για: 1. τον υπολογισμό των μεταφερόμενων (αναποσβέ− στων) εξόδων πρόσκτησης και 2. των τεχνικών αποθεμάτων ασφαλίσεως ζωής πλην των εκκρεμών ζημιών που καταχωρούνται ξεχωριστά ανά περίπτωση, όταν αυτές δεν υπολογίζονται με ανα− λογιστική ή στατιστική μέθοδο.» 4. Η περίπτωση (iv) της παραγράφου 2(α) του άρθρου 55 του ν.δ. 400/1970 (ΦΕΚ 10 Α΄), όπως ισχύει, αντικαθί− σταται ως εξής: «iv. Για τη μεθοδολογία υπολογισμού της επάρκειας των τεχνικών αποθεμάτων, όπως και του ύψους των μεταφερόμενων εξόδων πρόσκτησης, ο Υπεύθυνος Ανα− λογιστής συντάσσει σχετική έκθεση και χορηγεί βεβαίω− ση. Κάθε ειδικό θέμα και λεπτομέρεια αναγκαία για την εφαρμογή της παρούσας διατάξεως, όπως ενδεικτικά ο τύπος και το περιεχόμενο της ως άνω έκθεσης και της βεβαίωσης, μπορεί να καθορίζεται με απόφαση της ΕΠ.Ε.Ι.Α..» 5. Η περίπτωση (vii) της παραγράφου 2(α) του άρθρου 55 του ν.δ. 400/1970 (ΦΕΚ 10 Α΄), όπως ισχύει, αντικαθί− σταται ως εξής: «vii) Τηρεί το «βιβλίο των τεχνικών σημειωμάτων και γενικών και ειδικών όρων», στο οποίο καταχωρούνται η μεθοδολογία υπολογισμού των τεχνικών αποθεμά− των και οι γενικοί και ειδικοί όροι πριν τη διάθεση των ασφαλιστικών προϊόντων.» 6. Η περίπτωση (v) της παραγράφου 2(β) του άρθρου 55 του ν.δ. 400/1970 (ΦΕΚ 10 Α΄), όπως ισχύει, αντικαθί− σταται ως εξής: «v) Υπογράφει τον ισολογισμό, καθώς και τις συνο− πτικές οικονομικές καταστάσεις αυτής και έχει ευθύ− νη μόνο για τα ποσά που έχει υπολογίσει για όλα τα τεχνικά αποθέματα, σύμφωνα με τις αποφάσεις περί τεχνικών αποθεμάτων, πλην των εκκρεμών ζημιών που καταχωρούνται ξεχωριστά ανά περίπτωση, όταν αυ− τές δεν υπολογίζονται με αναλογιστική ή στατιστική μέθοδο.» 7. Μετά την περίπτωση (v) της παραγράφου 2(β) του άρθρου 55 του ν.δ. 400/1970 (ΦΕΚ 10 Α΄), όπως ισχύει, προστίθεται περίπτωση (vi) ως εξής: «vi) Για τη μεθοδολογία υπολογισμού της επάρκειας των τεχνικών αποθεμάτων όπως και το ύψος των μεταφερό− μενων εξόδων πρόσκτησης, ο Υπεύθυνος Αναλογιστής συντάσσει σχετική έκθεση και χορηγεί βεβαίωση. Κάθε ειδικό θέμα και λεπτομέρεια αναγκαία για την εφαρμογή της παρούσας διατάξεως, όπως ενδεικτικά ο τύπος και το περιεχόμενο της ως άνω έκθεσης και της βεβαίωσης, μπορεί να καθορίζεται με απόφαση της ΕΠ.Ε.Ι.Α..» 8. Στο άρθρο 55 του ν.δ. 400/1970 (ΦΕΚ 10 Α΄) προστί− θεται παράγραφος 8 ως εξής: «8. Τα πρόσωπα της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου δικαιούνται να λαμβάνουν γνώση οποιουδήποτε εγγράφου, αρχείου, στοιχείου, βιβλίου της ασφαλιστικής επιχείρησης και να έχουν πρόσβαση σε οποιαδήποτε υπηρεσία της. Τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου οφεί− λουν να συνεργάζονται και να παρέχουν πληροφορίες στα πρόσωπα αυτά και γενικά να διευκολύνουν με κάθε τρόπο το έργο τους. Κάθε ειδικό θέμα και αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου μπορεί να καθορίζεται με απόφαση της ΕΠ.Ε.Ι.Α..»

Άρθρο 67

Μετά το Ενδέκατο Κεφάλαιο του ν.δ. 400/1970 (ΦΕΚ 10 Α΄), όπως ισχύει, προστίθεται Κεφάλαιο Δωδέκατο ως εξής: «ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΩΔΕΚΑΤΟ ΑΝΤΑΣΦΑΛΙΣΗ ΤΙΤΛΟΣ Ι: ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΚΑΙ ΟΡΙΣΜΟΙ Άρθρο 79 Σκοπός Σκοπός του παρόντος κεφαλαίου είναι η ενσωμάτωση στην ελληνική νομοθεσία της Οδηγίας 2005/68/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Νοεμβρίου 2005 (ΕΕ L 323 της 9.12.2005) σχετικά με τις αντασφαλίσεις και την τροποποίηση των Οδηγιών 73/239/EΟΚ, 92/49/EΟΚ του Συμβουλίου, καθώς και των Οδηγιών 98/78/EΚ και 2002/83/EΚ και η ρύθμιση της ανάληψης και άσκησης δραστηριοτήτων αντασφάλισης στην Ελλάδα. Άρθρο 80 Ορισμοί 1. Για τους σκοπούς εφαρμογής του παρόντος δι− ατάγματος και ειδικότερα του παρόντος κεφαλαίου νοούνται ως: α) «αντασφάλιση», η δραστηριότητα που συνίσταται στην ανάληψη κινδύνων που εκχωρούνται από ασφαλι− στική επιχείρηση ή από μια άλλη αντασφαλιστική επιχεί− ρηση. Στην περίπτωση της ένωσης ασφαλιστών, η οποία είναι γνωστή ως Lloyd’s, ως αντασφάλιση θεωρείται και η δραστηριότητα που συνίσταται στην ανάληψη κινδύνων εκ μέρους ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης άλλης από την ένωση ασφαλιστών, η οποία είναι γνωστή ως Lloyd’s, τους οποίους εκχωρεί οποιο− δήποτε μέλος της Lloyd’s. Η αντασφάλιση διακρίνεται σε αντασφάλιση ζωής, αντασφάλισης ζημιών και μικτή αντασφάλιση, η οποία περιλαμβάνει τόσο αντασφάλιση ζωής όσο και ζημιών· β) «εξαρτημένη αντασφαλιστική επιχείρηση», αντα− σφαλιστική επιχείρηση που ανήκει είτε σε χρηματοπι− στωτική επιχείρηση εκτός των ασφαλιστικών ή αντα− σφαλιστικών επιχειρήσεων ή των ομίλων ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών επιχειρήσεων κατά την έννοια του παρόντος νόμου είτε σε μη χρηματοπιστωτική επιχεί− ρηση με σκοπό την παροχή αντασφαλιστικής κάλυψης αποκλειστικά για τους κινδύνους της επιχείρησης ή των επιχειρήσεων στις οποίες ανήκει, ή της επιχείρησης ή των επιχειρήσεων του ομίλου του οποίου η εξαρτημένη επιχείρηση είναι μέλος· γ) ως «αντασφαλιστική επιχείρηση», κάθε επιχείρηση που ασκεί αποκλειστικά δραστηριότητες αντασφάλισης και έχει λάβει άδεια λειτουργίας σύμφωνα με τα οριζό− μενα στο άρθρο 83 του παρόντος διατάγματος· δ) «υποκατάστημα», κάθε πρακτορείο ή υποκατάστημα κοινοτικής αντασφαλιστικής επιχείρησης. Με υποκα− τάστημα εξομοιώνεται κάθε μόνιμη παρουσία κοινο− τικής αντασφαλιστικής επιχείρησης στην Ελλάδα και ελληνικής αντασφαλιστικής επιχείρησης στο έδαφος κράτους − μέλους, έστω και αν αυτή η παρουσία δεν έχει τη μορφή υποκαταστήματος ή πρακτορείου αλλά υλοποιείται μέσω απλού γραφείου το οποίο διευθύνεται από το προσωπικό της ίδιας της επιχείρησης ή από ανε− ξάρτητο πρόσωπο εντεταλμένο να ενεργεί μονίμως για την επιχείρηση όπως θα ενεργούσε ένα πρακτορείο· ε) «εγκατάσταση», η εταιρική έδρα ή κάθε υποκα− τάστημα αντασφαλιστικής επιχείρησης, λαμβανομένης υπόψη της περίπτωσης δ΄ ανωτέρω· στ) «κράτος − μέλος καταγωγής», το κράτος μέλος όπου βρίσκεται η εταιρική έδρα της αντασφαλιστικής επιχείρησης· ζ) «κράτος − μέλος του υποκαταστήματος», το κρά− τος μέλος στο οποίο βρίσκεται το υποκατάστημα της αντασφαλιστικής επιχείρησης· η) «κράτος − μέλος υποδοχής», το κράτος − μέλος στο οποίο μια αντασφαλιστική επιχείρηση έχει υποκατάστη− μα ή παρέχει υπηρεσίες· θ) «έλεγχος», μία επιχείρηση θεωρείται ότι ελέγχει άλλη όταν συντρέχει μία τουλάχιστον από τις προϋ− ποθέσεις που αναφέρονται στα άρθρα 42Ε ή 106 του κ.ν. 2190/1920, όπως ισχύει, ή στις παραγράφους 1 και 2 του άρθρου 1 της Οδηγίας 83/349/ΕΟΚ· ι) «ειδική συμμετοχή», η κατοχή, άμεσα ή έμμεσα σύμ− φωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 10 του ν. 3556/2007, όπως ισχύει, ποσοστού τουλάχιστον 10% του μετοχικού κεφαλαίου ή των δικαιωμάτων ψήφου μιας επιχείρησης ως και κάθε άλλη εν τοις πράγμασι υφιστάμενη δυνατό− τητα άσκησης ουσιώδους επιρροής στη διαχείριση της επιχείρησης στην οποία υπάρχει συμμετοχή· ια) «μητρική», η μητρική επιχείρηση κατά την έννοια του άρθρου 42Ε παρ. 5 του κ.ν. 2190/1920, όπως ισχύει· ιβ) «θυγατρική», η θυγατρική επιχείρηση κατά την έν− νοια του άρθρου 42Ε παρ. 5 του κ.ν. 2190/1920, όπως ισχύει· ιγ) «στενοί δεσμοί», κατάσταση στην οποία δύο ή πε− ρισσότερα φυσικά ή νομικά πρόσωπα συνδέονται με: − «σχέση συμμετοχής», δηλαδή κατοχή, άμεσα ή μέσω ελέγχου, του 20% ή περισσότερο των δικαιωμάτων ψή− φου ή του κεφαλαίου μιας επιχείρησης, − «σχέση ελέγχου», δηλαδή σχέση μεταξύ μητρικής και θυγατρικής επιχείρησης κατά την έννοια της πα− ραγράφου 5 του άρθρου 42Ε ή 106 του κ.ν. 2190/1920, όπως ισχύει, ή στις παραγράφους 1 και 2 του άρθρου 1 της Οδηγίας 83/349/ΕΟΚ ή παρόμοια σχέση μεταξύ οποιουδήποτε φυσικού ή νομικού προσώπου και μιας επιχείρησης. Κατάσταση στην οποία δύο ή περισσότερα φυσικά ή νομικά πρόσωπα συνδέονται μόνιμα με ένα και το αυτό πρόσωπο με σχέση ελέγχου θεωρείται επίσης ότι συνι− στά στενό δεσμό μεταξύ αυτών των προσώπων. ιδ) «αρμόδιες αρχές», οι εθνικές αρχές που είναι εξουσι− οδοτημένες, δυνάμει νομοθετικών ή κανονιστικών ρυθμίσε− ων, να εποπτεύουν τις αντασφαλιστικές επιχειρήσεις· ιε) «χρηματοπιστωτική επιχείρηση», ένας των κάτωθι οργανισμών: i) πιστωτικό ίδρυμα ή χρηματοδοτικό ίδρυμα κατά την έννοια των οικείων διατάξεων του ν. 3601/2007, όπως ισχύει, ii) ασφαλιστική επιχείρηση, αντασφαλιστική επιχείρηση ή ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου κατά την έννοια των οικείων διατάξεων του παρόντος διατάγματος, iii) εταιρεία παροχής επενδυτικών υπηρεσιών, εταιρεία διαχείρισης οργανισμών συλλογικών επενδύσεων, εται− ρεία επενδύσεων και κάθε συναφής χρηματοοικονομικός οργανισμός σύμφωνα με τις οικείες διατάξεις των νόμων 3606/2007 και 3283/2004, όπως ισχύουν, iv) Μικτή Χρηματοοικονομική Εταιρεία Συμμετοχών κατά την έννοια του άρθρου 2 παρ. 15 του ν. 3455/2006. 2. Για τους σκοπούς της παραγράφου 1 περίπτωση (α) του παρόντος άρθρου, η παροχή κάλυψης από αντασφα− λιστική επιχείρηση σε ίδρυμα επαγγελματικών συνταξι− οδοτικών παροχών του ν. 3029/2002, όπως ισχύει ή της Οδηγίας 2003/41/ΕΚ, στις περιπτώσεις που το κράτος − μέλος καταγωγής του ιδρύματος έχει επιτρέψει τέτοια κάλυψη, θεωρείται επίσης δραστηριότητα που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος κεφαλαίου. Άρθρο 81 Πεδίο εφαρμογής 1. Οι διατάξεις του παρόντος κεφαλαίου εφαρμόζονται στις ελληνικές αντασφαλιστικές επιχειρήσεις. 2. Οι διατάξεις του παρόντος κεφαλαίου δεν εφαρ− μόζονται στις εργασίες αντασφαλίσεως εξαγωγικών πιστώσεων για λογαριασμό ή με την εγγύηση του Κρά− τους ή όταν το Κράτος είναι αντασφαλιστής. Επίσης δεν εφαρμόζονται στην αντασφάλιση που ασκείται ή για την οποία εγγυάται πλήρως, κυβέρνηση κράτους − μέλους, όταν αυτή ενεργεί για λόγους ουσιώδους δημοσίου συμ− φέροντος, με την ιδιότητα του αντασφαλιστή τελευταίου βαθμού περιλαμβανομένων των περιπτώσεων, όπου ο ρόλος αυτός απαιτείται από τις συνθήκες της αγοράς, λόγω των οποίων καθίσταται ανέφικτη η απόκτηση επαρ− κούς κάλυψης από επιχειρήσεις της αγοράς. ΤΙΤΛΟΣ ΙΙ: ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΝΤΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑΣ, ΧΟΡΗΓΗΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΚΛΗΣΗ ΑΔΕΙΑΣ ΣΕ ΑΝΤΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ, ΜΕΤΑΒΙΒΑΣΗ ΧΑΡΤΟΦΥΛΑΚΙΟΥ Άρθρο 82 Άσκηση αντασφάλισης 1. Με εξαίρεση τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας και εποπτεύονται από την αρμόδια αρχή άλλου κράτους − μέλους, η καθ’ οιονδήποτε τρόπο κατ’ επάγγελμα άσκηση αντασφάλισης στην Ελλάδα επιτρέπεται, μόνο εφόσον διενεργείται από αντασφαλιστικές επιχειρήσεις σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος κεφαλαίου, ή από ασφαλιστικές επιχειρήσεις, μόνο όμως για τον κλά− δο για τον οποίον αυτές έχουν αδειοδοτηθεί σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος διατάγματος. 2. Όποιος με πρόθεση ασκεί αντασφάλιση κατά παρά− βαση των προβλέψεων της προηγούμενης παραγράφου τιμωρείται, πλέον των αναφερομένων στο παρόν διά− ταγμα διοικητικών προστίμων, και με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον ενός (1) έτους. Σε περίπτωση που η αντα− σφάλιση ασκείται από νομικό πρόσωπο, με την ποινή του προηγούμενου εδαφίου τιμωρείται όποιος ασκεί τη διοίκηση ή διαχείριση του νομικού προσώπου. Άρθρο 83 Άδεια λειτουργίας και μητρώο αντασφαλιστικών επιχειρήσεων 1. Η ΕΠ.Ε.Ι.Α. χορηγεί άδεια λειτουργίας σε αντασφα− λιστική επιχείρηση, εφόσον αυτή έχει την καταστατική της έδρα και την κεντρική διοίκησή της στην Ελλάδα. Στην άδεια λειτουργίας της μπορεί να γίνεται διάκριση των αντασφαλιστικών υπηρεσιών, που αυτή μπορεί να παρέχει σε αντασφαλίσεις ζωής, αντασφαλίσεις ζημιών και μικτές αντασφαλίσεις. Αντασφαλιστική επιχείρηση, που έχει αδειοδοτηθεί για αντασφαλίσεις ζωής ή ζημιών, μπορεί να υποβάλει αίτηση επέκτασης της άδειάς της για μικτές αντασφαλίσεις τηρώντας τις προϋποθέσεις του παρόντος κεφαλαίου. 2. Οι αντασφαλιστικές επιχειρήσεις λειτουργούν είτε με τη μορφή ανώνυμης εταιρίας είτε με τη μορφή αλ− ληλασφαλιστικού συνεταιρισμού του άρθρου 35 παρ. 4 του παρόντος διατάγματος, έχουν δε αμφότεροι ως αποκλειστικό σκοπό την παροχή υπηρεσιών αντασφά− λισης. Ειδικά οι ανώνυμες αντασφαλιστικές εταιρείες δύνανται να σωρεύουν στο σκοπό τους και τη δρα− στηριότητα της Μικτής Χρηματοοικονομικής Εταιρείας Συμμετοχών κατά την έννοια του άρθρου 2 παρ. 15 του ν. 3455/2006. 3. Στην επωνυμία τους, οι αντασφαλιστικές επιχειρήσεις προσδιορίζονται, οι μεν ανώνυμες εταιρείες ως «Ανώνυμη Αντασφαλιστική Εταιρεία», οι δε συνεταιρισμοί ως «Αλ− ληλασφαλιστικοί Αντασφαλιστικοί Συνεταιρισμοί». 4. Η ΕΠ.Ε.Ι.Α. τηρεί σύμφωνα με το άρθρο 50 του πα− ρόντος διατάγματος μητρώο αντασφαλιστικών επιχει− ρήσεων στο οποίο καταχωρεί τις εταιρείες και τους συνεταιρισμούς στους οποίους έχει χορηγήσει άδεια λειτουργίας. Το μητρώο ενημερώνεται εντός εύλογου χρόνου από την επέλευση οποιασδήποτε αλλαγής. 5. Οι αντασφαλιστικές επιχειρήσεις οφείλουν να συμ− μορφώνονται καθ’ όλη τη διάρκεια της λειτουργίας τους με τους όρους που τίθενται στο παρόν διάταγμα και τις αφορούν. 6. Οι αντασφαλιστικές επιχειρήσεις οφείλουν να ανα− γράφουν σε κάθε έντυπο, δημοσίευση, ανακοίνωση ή διαφήμιση ότι εποπτεύονται από την ΕΠ.Ε.Ι.Α., καθώς και τον αριθμό της άδειας λειτουργίας τους. 7. Χορηγηθείσα σύμφωνα με το παρόν άρθρο άδεια λειτουργίας ισχύει για το σύνολο της Κοινότητας, όπου η αντασφαλιστική επιχείρηση δύναται να παράσχει υπη− ρεσίες με εγκατάσταση ή με ελεύθερη παροχή υπηρε− σιών κατά τα ειδικότερα προβλεπόμενα στον Τίτλο IV του παρόντος κεφαλαίου.

Άρθρο 84

Aρχικό εγγυητικό κεφάλαιο αντασφαλιστικής επιχείρησης 1. Το αρχικό εγγυητικό κεφάλαιο αντασφαλιστικής επιχείρησης, προκειμένου για τη χορήγηση της άδειας λειτουργίας της, ανέρχεται τουλάχιστον σε τρία εκα− τομμύρια (3.000.000) ευρώ. 2. Οι μετοχές των αντασφαλιστικών επιχειρήσεων είναι ονομαστικές. 3. Για να εκδοθεί άδεια σύστασης σε αντασφαλιστική επιχείρηση, σύμφωνα με τις διατάξεις περί ανωνύμων εταιριών ή τη διάταξη της παραγράφου 4 του άρθρου 35 του παρόντος διατάγματος, απαιτείται να κατατε− θεί προηγουμένως σε ειδικό λογαριασμό σε πιστωτικό ίδρυμα που λειτουργεί στην Ελλάδα το μετοχικό της κεφάλαιο, καθώς και να έχει χορηγηθεί άδεια λειτουρ− γίας από την ΕΠ.Ε.Ι.Α.. 4. Το μετοχικό κεφάλαιο καταβάλλεται τοις μετρητοίς. Μερική καταβολή του αποκλείεται.

Άρθρο 85

Προϋποθέσεις χορήγησης άδειας λειτουργίας αντασφαλιστικής επιχείρησης 1. Η ΕΠ.Ε.Ι.Α. χορηγεί άδεια λειτουργίας μόνον εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις του παρόντος κεφαλαίου και ειδικότερα εφόσον: α) έχει καταβληθεί σύμφωνα με το άρθρο 84 του πα− ρόντος διατάγματος το αρχικό εγγυητικό κεφάλαιο, β) έχει κριθεί η καταλληλότητα των ιδιοκτητών (μετό− χων) και διοικητών της ασφαλιστικής επιχείρησης, γ) έχει κριθεί βιώσιμο το πρόγραμμα δραστηριοτήτων της επιχείρησης δεδομένης και της οργανωτικής της επάρκειας σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 86 του παρόντος διατάγματος, δ) η αντασφαλιστική επιχείρηση έχει ως αποκλειστι− κούς σκοπούς τους αναφερόμενους στο άρθρο 83 παρ. 2 του παρόντος διατάγματος. 2. Οι ιδρυτές ή οι μέτοχοι της αντασφαλιστικής επιχεί− ρησης παρέχουν όλες τις πληροφορίες, οι οποίες είναι αναγκαίες για να μπορέσει η ΕΠ.Ε.Ι.Α. να αξιολογήσει ότι η αντασφαλιστική επιχείρηση κατά το χρόνο που θα λάβει την άδεια λειτουργίας θα πληροί τις προϋπο− θέσεις για να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις που υπέχει από τις διατάξεις του παρόντος κεφαλαίου. 3. Η ΕΠ.Ε.Ι.Α. ενημερώνει την αιτούσα επιχείρηση εντός έξι (6) μηνών από την υποβολή πλήρους αίτησης άδει− ας λειτουργίας, για τη χορήγηση ή την αιτιολογημένη απόρριψη της άδειας. 4. Με απόφαση της ΕΠ.Ε.Ι.Α. μπορούν να εξειδικεύο− νται οι προϋποθέσεις και η διαδικασία για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας και κάθε τεχνικό θέμα και αναγκαία λεπτομέρεια. 5. Η ΕΠ.Ε.Ι.Α. ζητά, πριν από τη χορήγηση άδειας λει− τουργίας σε αντασφαλιστική επιχείρηση, τη γνώμη της αρμόδιας αρχής του κράτους − μέλους καταγωγής, όταν η αιτούσα: (α) είναι θυγατρική χρηματοπιστωτικής επιχείρησης που έχει λάβει άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος − μέλος ή (β) ελέγχεται από τα ίδια φυσικά ή νομικά πρόσωπα που ελέγχουν χρηματοπιστωτική επιχείρηση που έχει λάβει άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος − μέλος. 6. Η ΕΠ.Ε.Ι.Α. ζητά, πριν από τη χορήγηση άδειας λει− τουργίας σε αντασφαλιστική επιχείρηση, τη γνώμη της Τράπεζας της Ελλάδος ή της Επιτροπής Κεφαλαιαγο− ράς, όταν η αιτούσα: (α) είναι θυγατρική πιστωτικού ιδρύματος, ΑΕΠΕΥ ή ΑΕΔΑΚ που εδρεύει στην Ελλάδα, ή (β) είναι θυγατρική της μητρικής επιχείρησης πιστωτικού ιδρύματος, ΑΕΠΕΥ ή ΑΕΔΑΚ που εδρεύει στην Ελλάδα, ή (γ) ελέγχεται από τα ίδια φυσικά ή νομικά πρόσωπα που ελέγχουν πιστωτικό ίδρυμα, ΑΕΠΕΥ ή ΑΕΔΑΚ που εδρεύει στην Ελλάδα.

Άρθρο 86

Πρόγραμμα δραστηριοτήτων και οργανωτικές προϋποθέσεις 1. Για τη χορήγηση της άδειας λειτουργίας και κάθε άδειας επέκτασής της σε μικτές αντασφαλίσεις, η αντασφαλιστική επιχείρηση υποβάλει στην ΕΠ.Ε.Ι.Α. Πρόγραμμα Δραστηριοτήτων και Περίληψη Οργανω− τικών Προϋποθέσεων σύμφωνα με τα οριζόμενα στις παραγράφους 2 έως 4 του παρόντος άρθρου. 2. Το Πρόγραμμα Δραστηριοτήτων περιλαμβάνει τα στοιχεία που αναλύουν διεξοδικά: α) τη φύση των κινδύνων, τους οποίους η αντασφα− λιστική επιχείρηση προτίθεται να καλύψει· β) τα είδη των αντασφαλιστικών ρυθμίσεων τις οποίες η αντασφαλιστική επιχείρηση προτίθεται να πραγμα− τοποιήσει με τις εκχωρούσες επιχειρήσεις· γ) τις κατευθυντήριες αρχές όσον αφορά την αντεκ− χώρηση· δ) τα οικονομικά στοιχεία που συγκροτούν το ελάχι− στο εγγυητικό κεφάλαιο· ε) τις προβλέψεις για τα έξοδα εγκατάστασης των διοικητικών υπηρεσιών και του δικτύου παραγωγής, κα− θώς και τα χρηματοοικονομικά μέσα που προορίζονται για την αντιμετώπισή τους. 3. Επιπλέον των απαιτήσεων της παραγράφου 2 ανω− τέρω, για τις τρεις πρώτες εταιρικές χρήσεις το Πρό− γραμμα Δραστηριοτήτων περιλαμβάνει: α) προβλέψεις σχετικά με τα έξοδα διαχείρισης, εκτός των εξόδων εγκατάστασης, ιδίως τα τρέχοντα γενικά έξοδα και τις προμήθειες· β) προβλέψεις σχετικά με τα ασφάλιστρα ή τις εισφο− ρές και τις αξιώσεις αποζημίωσης· γ) τον προβλεπόμενο ισολογισμό· δ) τις προβλέψεις σχετικά με τα χρηματοοικονομικά μέσα που προορίζονται να καλύψουν τις αναλήψεις υπο− χρεώσεων και το περιθώριο φερεγγυότητας. 4. Η Περίληψη Οργανωτικών Προϋποθέσεων περιλαμ− βάνει στοιχεία που αποδεικνύουν ότι η αντασφαλιστική επιχείρηση σε συνεχή βάση: α) εφαρμόζει κατάλληλες πολιτικές και διαδικασίες για να εξασφαλίζεται επαρκώς η συμμόρφωσή της με τις υποχρεώσεις, αυτή και τα στελέχη της που υπέχει από τις διατάξεις του παρόντος διατάγματος, β) καταρτίζει και εφαρμόζει αποτελεσματικές οργα− νωτικές και διοικητικές ρυθμίσεις για την αντιμετώπιση καταστάσεων συγκρούσεως συμφερόντων, γ) λαμβάνει όλα τα αναγκαία μέτρα για την ορθή διαχείριση των αναλαμβανόμενων κινδύνων και τη δια− τήρηση της φερεγγυότητάς της, δ) λαμβάνει όλα τα αναγκαία μέτρα, όταν αναθέτει σε τρίτους την εκτέλεση επιχειρησιακών ή ελεγκτικών λειτουργιών ουσιώδους σημασίας, ώστε να αποφεύγεται η αδικαιολόγητη επιδείνωση του λειτουργικού κινδύνου και να μην παραβλάπτεται ουσιωδώς η ποιότητα του εσωτερικού ελέγχου της επιχείρησης ούτε η δυνατό− τητα της ΕΠ.Ε.Ι.Α. να εποπτεύει τη συμμόρφωση της επιχείρησης με τις υποχρεώσεις της, ε) έχει υγιείς διοικητικές και λογιστικές διαδικασί− ες, μηχανισμούς διαχείρισης κινδύνου και εσωτερικού ελέγχου, αποτελεσματικές διαδικασίες εκτίμησης των κινδύνων και κατάλληλους μηχανισμούς ελέγχου και ασφάλειας των συστημάτων ηλεκτρονικής επεξεργα− σίας δεδομένων. 5. Κατ’ ελάχιστον γνωστοποιούνται στην ΕΠ.Ε.Ι.Α. τα πρόσωπα του άρθρου 55 του παρόντος διατάγματος, ήτοι ο Υπεύθυνος Διοίκησης και Διαχείρισης, ο Υπεύθυ− νος Αναλογιστής, ο Υπεύθυνος Διαχείρισης Κινδύνων, ο Υπεύθυνος Εσωτερικού Ελέγχου και ο Υπεύθυνος Συμ− μόρφωσης για την Αποφυγή Νομιμοποίησης εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες, ως και κάθε αλλαγή που επέρχεται στα πρόσωπα εντός δέκα (10) ημερών από την ημερομηνία επέλευσή της. 6. Με απόφαση της ΕΠ.Ε.Ι.Α. εξειδικεύονται για τις αντασφαλιστικές επιχειρήσεις οι υποχρεώσεις που προ− βλέπονται στις παραγράφους 2 έως 5 του παρόντος άρθρου.

Άρθρο 87

Μέτοχοι ασφαλιστικής επιχείρησης με ειδικές συμμετοχές 1. Η ΕΠ.Ε.Ι.Α. χορηγεί άδεια σε αντασφαλιστική επιχεί− ρηση μόνο εφόσον γνωρίζει την ταυτότητα των άμεσων ή έμμεσων μετόχων, φυσικών ή νομικών προσώπων, που κατέχουν ειδικές συμμετοχές, καθώς και το ύψος των εν λόγω ειδικών συμμετοχών. Η ΕΠ.Ε.Ι.Α. δεν χορηγεί άδεια λειτουργίας εφόσον, εν όψει της ανάγκης να διασφαλι− στεί η ορθή και συνετή διαχείριση της αντασφαλιστικής επιχείρησης, δεν έχει πεισθεί για την καταλληλότητα των μετόχων που κατέχουν ειδικές συμμετοχές. Εάν υπάρχουν στενοί δεσμοί μεταξύ της αντασφαλιστικής επιχείρησης και άλλων φυσικών ή νομικών προσώπων, η ΕΠ.Ε.Ι.Α. χορηγεί άδεια λειτουργίας μόνο εάν οι δεσμοί αυτοί δεν εμποδίζουν την αποτελεσματική άσκηση των εποπτικών της καθηκόντων. 2. Η ΕΠ.Ε.Ι.Α. δεν χορηγεί άδεια, εάν οι νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις τρίτης χώρας που διέπουν ένα ή περισσότερα φυσικά ή νομικά πρόσωπα με τα οποία η αντασφαλιστική επιχείρηση έχει στε− νούς δεσμούς ή οι δυσχέρειες που ανακύπτουν κατά την εφαρμογή τους, εμποδίζουν την αποτελεσματική άσκηση των εποπτικών της καθηκόντων. 3. Η ΕΠ.Ε.Ι.Α. εγκρίνει εκ των προτέρων την απόκτηση ή διάθεση ειδικής συμμετοχής σύμφωνα με την παρά− γραφο αυτή. Κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο μεμονωμένα ή σε συνεννόηση με άλλα πρόσωπα, προ− τίθεται: (α) να αποκτήσει ή να αυξήσει, άμεσα ή έμμεσα, ειδική συμμετοχή σε αντασφαλιστική επιχείρηση έτσι ώστε η αναλογία των δικαιωμάτων ψήφου που κατέχει να φθάσει ή να υπερβεί το 20%, 1/3 ή 50% έτσι ώστε η αντασφαλιστική επιχείρηση να καταστεί θυγατρική του, γνωστοποιεί προηγουμένως εγγράφως στην ΕΠ.Ε.Ι.Α., το ύψος της συμμετοχής που θα προκύψει από τη σκο− πούμενη συναλλαγή, καθώς και κάθε άλλη πληροφορία σύμφωνα με την παράγραφο 7 του παρόντος άρθρου, (β) να παύσει να κατέχει, άμεσα ή έμμεσα, ειδική συμ− μετοχή σε αντασφαλιστική επιχείρηση, γνωστοποιεί προηγουμένως εγγράφως στην ΕΠ.Ε.Ι.Α. το ύψος της συμμετοχής και την πρόθεσή του να μειώσει τη συμμε− τοχή του έτσι ώστε η αναλογία των δικαιωμάτων ψήφου που κατέχει να μειωθεί σε λιγότερο από το 20%, 1/3 ή 50%, έτσι ώστε η αντασφαλιστική επιχείρηση να παύσει να είναι θυγατρική του. 4. Η εκτίμηση της απόκτησης συμμετοχής υπόκειται στην προηγούμενη διαβούλευση που προβλέπεται στην παρ. 5 του άρθρου 85 του παρόντος διατάγματος, εάν το πρόσωπο που αποκτά τη συμμετοχή που αναφέρεται στην παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου είναι: α) χρηματοπιστωτική επιχείρηση, που έχει λάβει άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος − μέλος, β) μητρική χρηματοπιστωτικής επιχείρησης, που έχει λάβει άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος − μέλος, γ) πρόσωπο που ελέγχει χρηματοπιστωτική επιχείρη− ση που έχει λάβει άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος − μέλος. Η ΕΠ.Ε.Ι.Α. αναφέρει στην απόφασή της για την έγκρι− ση ειδικής συμμετοχής τις απόψεις ή επιφυλάξεις, που διατυπώθηκαν στο πλαίσιο της διαβούλευσης της πα− ρούσας παραγράφου. 5. Αντασφαλιστική επιχείρηση, η οποία λαμβάνει γνώση οποιασδήποτε απόκτησης ή εκχώρησης συμμετοχών στο κεφάλαιό της με την οποία οι συμμετοχές σε αυτήν υπερ− βαίνουν ή κατέρχονται κάτω από τα όρια του πρώτου εδα− φίου της παραγράφου 3, ενημερώνει άμεσα την ΕΠ.Ε.Ι.Α.. Οι αντασφαλιστικές επιχειρήσεις γνωστοποιούν στην ΕΠ.Ε.Ι.Α., μέχρι τις 31 Ιανουαρίου κάθε έτους, τα ονόματα των με− τόχων που κατείχαν ειδικές συμμετοχές και τα ποσοστά αυτών των συμμετοχών, κατά τη διάρκεια του παρελθόντος έτους, λαμβάνοντας υπόψη μεταξύ άλλων τις πληροφορίες που ανακοινώνονται στις ετήσιες γενικές συνελεύσεις των μετόχων και, προκειμένου περί αντασφαλιστικών επιχειρή− σεων, των οποίων οι κινητές αξίες είναι εισηγμένες προς διαπραγμάτευση σε οργανωμένη αγορά τις δημοσιοποιή− σεις σημαντικών συμμετοχών των μετόχων τους. 6. Εάν η επιρροή των προσώπων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο της παραγράφου 1 μπορεί να θέσει σε κίνδυνο την ορθή και συνετή διαχείριση της αντασφα− λιστικής επιχείρησης, η ΕΠ.Ε.Ι.Α. λαμβάνει κατάλληλα μέτρα για να τερματιστεί αυτή η κατάσταση. Τα μέτρα αυτά περιλαμβάνουν ιδίως την αίτηση λήψης δικαστι− κών μέτρων, την επιβολή κυρώσεων κατά διοικητικών στελεχών και μελών του διοικητικού συμβουλίου ή την αναστολή της άσκησης των δικαιωμάτων ψήφου που απορρέουν από μετοχές που κατέχουν οι εν λόγω μέτο− χοι. Παρόμοια μέτρα μπορούν να ληφθούν και κατά των προσώπων που δεν συμμορφώνονται με την υποχρέωση προηγούμενης ενημέρωσης σε περίπτωση απόκτησης ή αύξησης ειδικής συμμετοχής. Σε περίπτωση απόκτησης συμμετοχής παρά την αντίθετη απόφαση της ΕΠ.Ε.Ι.Α. ανεξάρτητα από τις άλλες κυρώσεις που μπορεί να επιβληθούν, είναι άκυρη η άσκηση των δικαιωμάτων ψήφου που απορρέουν από αυτές τις μετοχές. 7. Με απόφαση της ΕΠ.Ε.Ι.Α. μπορεί να καθορίζεται η περίοδος και η διαδικασία αξιολόγησης των γνω− στοποιήσεων για την έγκριση ειδικής συμμετοχής που λαμβάνονται σύμφωνα με την παράγραφο 3 του άρ− θρου αυτού, καθώς και οι σχετικές πληροφορίες και τα δικαιολογητικά που πρέπει να υποβάλλονται από τα πρόσωπα που προτίθενται να αποκτήσουν ειδική συμμετοχή σε αντασφαλιστική επιχείρηση.

Άρθρο 88

Πρόσωπα που διευθύνουν αντασφαλιστική επιχείρηση 1. Τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου της αντασφαλι− στικής επιχείρησης οφείλουν να έχουν τα απαιτούμενα εχέγγυα αξιοπιστίας και πείρας, ώστε να εξασφαλίζεται η ορθή και συνετή διαχείριση της επιχείρησης. 2. Η ΕΠ.Ε.Ι.Α. μπορεί να αρνηθεί να χορηγήσει άδεια λειτουργίας ή να αντιταχθεί σε κάθε μεταβολή της διοίκησης αντασφαλιστικής επιχείρησης, εάν διατηρεί επιφυλάξεις για την αξιοπιστία και την πείρα των προ− σώπων που θα διευθύνουν πραγματικά την επιχείρηση ή εάν υπάρχουν αντικειμενικοί και εξακριβώσιμοι λόγοι που επιτρέπουν να θεωρηθεί ότι η διοίκηση της ασφα− λιστικής επιχείρησης αποτελεί απειλή για την ορθή και συνετή διαχείρισή της. 3. Η αντασφαλιστική επιχείρηση γνωστοποιεί χωρίς υπαίτια βραδύτητα στην ΕΠ.Ε.Ι.Α. κάθε μεταβολή στη διοίκησή της και της παρέχει όλες τις πληροφορίες που είναι αναγκαίες για να εκτιμήσει η ΕΠ.Ε.Ι.Α., εάν τα νέα πρόσωπα που διορίζονται στη διοίκηση της επιχείρη− σης παρέχουν τα απαιτούμενα εχέγγυα αξιοπιστίας και πείρας. Η ΕΠ.Ε.Ι.Α. θεωρείται ότι εγκρίνει τη μεταβολή στη διοίκηση αντασφαλιστικής επιχείρησης, εάν δεν αντιταχθεί σε αυτή εντός ενός (1) μηνός από τη γνω− στοποίηση της μεταβολής. 4. Με απόφαση της ΕΠ.Ε.Ι.Α. μπορούν να εξειδικεύονται τα κριτήρια καταλληλότητας των μελών του διοικητικού συμβουλίου αντασφαλιστικής επιχείρησης, καθώς και των λοιπών προσώπων που διευθύνουν τη δραστηρι− ότητά της.

Άρθρο 89

Οικονομικές Καταστάσεις και τακτικός έλεγχος αντασφαλιστικής επιχείρησης 1. Οι διατάξεις του εντέκατου κεφαλαίου του παρό− ντος διατάγματος εφαρμόζονται στις αντασφαλιστικές αναλήψεις των ασφαλιστικών επιχειρήσεων, διέπουν δε αναλογικά εφαρμοζόμενες και τις αντασφαλιστικές επιχειρήσεις. 2. Ο έλεγχος των οικονομικών καταστάσεων των αντασφαλιστικών επιχειρήσεων διενεργείται υποχρε− ωτικά από ορκωτούς ελεγκτές.

Άρθρο 90

Οικονομικές απαιτήσεις της αγοράς Για τη χορήγηση της άδειας λειτουργίας, η ΕΠ.Ε.Ι.Α. δεν εξετάζει τη σχετική αίτηση υπό το πρίσμα των οικονομικών απαιτήσεων της αγοράς.

Άρθρο 91

Ανάκληση άδειας λειτουργίας αντασφαλιστικής επιχείρησης 1. Η ΕΠ.Ε.Ι.Α. μπορεί να ανακαλεί την άδεια λειτουργίας αντασφαλιστικής επιχείρησης: (α) εάν η αντασφαλιστική επιχείρηση δεν κάνει χρήση της άδειας λειτουργίας εντός δώδεκα (12) μηνών από την ημερομηνία χορήγησής της, παραιτηθεί ρητώς από αυτήν ή παύσει να ασκεί αντασφάλιση για συνεχόμενο διάστημα τουλάχιστον έξι (6) μηνών, (β) εάν απέκτησε την άδεια λειτουργίας με ψευδείς δηλώσεις ή με οποιονδήποτε άλλο παράνομο τρόπο, (γ) εάν κρίνει ότι έχουν παύσει να συντρέχουν πλέον οι προϋποθέσεις με βάση τις οποίες είχε χορηγηθεί η άδεια λειτουργίας, (δ) εάν η αντασφαλιστική επιχείρηση δεν πληροί τις προϋποθέσεις των διατάξεων της κείμενης νομοθεσίας για την επάρκεια των ιδίων κεφαλαίων, (ε) εάν η αντασφαλιστική επιχείρηση έχει υποπέσει σε σοβαρές και επανειλημμένες παραβάσεις των δια− τάξεων της ασφαλιστικής νομοθεσίας. 2. Πριν προχωρήσει στην ανάκληση της άδειας λει− τουργίας, η ΕΠ.Ε.Ι.Α. γνωστοποιεί στην αντασφαλιστική επιχείρηση τις διαπιστωθείσες ελλείψεις ή παραβάσεις, καθώς και την πρόθεσή της να προχωρήσει σε ανάκλη− ση της άδειας λειτουργίας της, τάσσοντάς της ταυτό− χρονα προθεσμία, που δεν μπορεί να είναι μικρότερη από δέκα (10) ημέρες από την παραπάνω γνωστοποίηση, μέσα στην οποία η εταιρία οφείλει να διατυπώσει τις απόψεις της και να λάβει, όταν συντρέχει περίπτωση, τα κατάλληλα μέτρα για την παύση των παραβιάσεων ή την άρση των συνεπειών τους. Μετά την πάροδο της προθεσμίας και αφού λάβει υπόψη της τις θέσεις της αντασφαλιστικής επιχείρησης και αξιολογήσει τα μέτρα που έχει λάβει, η ΕΠ.Ε.Ι.Α. αποφασίζει οριστικώς.

Άρθρο 92

Μεταβίβαση Χαρτοφυλακίου Αντασφαλιστική επιχείρηση δύναται, με απόφαση του Δ.Σ. ή της Γ.Σ. και ύστερα από έγκριση της ΕΠ.Ε.Ι.Α. που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, να μεταβιβάσει σε μία ή περισσότερες κοινοτικές και εποπτευόμενες ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επι− χειρήσεις το σύνολο ή μέρος του χαρτοφυλακίου της, που έχει συναφθεί με εγκατάσταση ή ελεύθερη παροχή υπηρεσιών. Η μεταβίβαση εγκρίνεται, εφόσον η επιχεί− ρηση προς την οποία γίνεται η μεταβίβαση κατέχει το αναγκαίο περιθώριο φερεγγυότητας, μετά τη γενόμενη μεταβίβαση. Για την έγκριση της μεταβίβασης, εφαρ− μόζεται αναλογικά η διαδικασία του άρθρου 59 του παρόντος διατάγματος. ΤΙΤΛΟΣ ΙΙΙ: ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΕΠΟΠΤΕΙΑ ΑΝΤΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗΣ

Άρθρο 93

Τεχνικά αποθέματα 1. Οι αντασφαλιστικές επιχειρήσεις με έδρα την Ελλά− δα, υποχρεούνται να σχηματίζουν και να διατηρούν σε συνεχή βάση επαρκή τεχνικά αποθέματα, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 7 του παρόντος διατάγματος ανα− λογικά εφαρμοζομένου, για το σύνολο των αντασφαλίσε− ων που συνάπτουν τόσο στην Ελλάδα όσο και στα άλλα κράτη – μέλη μέσω υποκαταστημάτων ή με καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών. Για τις ασφαλίσεις που συνάπτουν σε τρίτες χώρες οι ανωτέρω ασφαλιστικές επιχειρήσεις σχηματίζουν τεχνικά αποθέματα σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος, εφόσον δεν υπόκεινται σε αντίστοιχη υποχρέωση σχηματισμού στην τρίτη χώρα. 2. Με απόφαση της ΕΠ.Ε.Ι.Α., μπορεί να εισάγεται υπο− χρέωση σχηματισμού επιπλέον τεχνικών αποθεμάτων, όπως ενδεικτικά καταστροφικών κινδύνων, εξισορρό− πησης του τεχνικού αποτελέσματος, εγγυήσεων και διαχειριστικών εξόδων και να καθορίζεται κάθε ειδικό θέμα και αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου, όπως ενδεικτικά οι τεχνικές βάσεις ως και οι αρχές της μεθοδολογίας υπολογισμού επαρ− κών τεχνικών αποθεμάτων ασφαλίσεων κατά ζημιών και ασφαλίσεων ζωής.

Άρθρο 94

Απόθεμα εξισορρόπησης 1. Κάθε αντασφαλιστική επιχείρηση που αντασφα− λίζει κινδύνους του Κλάδου 14 του Κεφαλαίου Α΄ της παρ. 1 του άρθρου 13 του παρόντος διατάγματος («Πι− στώσεις») υποχρεούται σε σχηματισμό, σύμφωνα με το προηγούμενο άρθρο του παρόντος διατάγματος, και κάλυψη, σύμφωνα με το επόμενο άρθρο του παρόντος διατάγματος, αποθέματος εξισορρόπησης, με σκοπό την αντιστάθμιση τυχόν τεχνικής ζημίας ή τυχόν ανώτερου του μέσου όρου ποσοστού αξιώσεων αποζημίωσης σε αυτόν τον κλάδο κατά τη διάρκεια μιας οποιασδήποτε εταιρικής χρήσης. 2. Το αποθεματικό εξισορρόπησης υπολογίζεται σύμ− φωνα με τις προβλέψεις του άρθρου 7 παρ. 2Α(δ) του παρόντος διατάγματος αναλογικώς εφαρμοζομένου. 3. Η ΕΠ.Ε.Ι.Α. μπορεί με απόφασή της να επεκτείνει την υποχρέωση σχηματισμού αποθέματος εξισορρό− πησης για αντασφαλίσεις κλάδων κινδύνων πέραν των αντασφαλίσεων πιστώσεων ρυθμίζοντας σχετικά κάθε ειδικό θέμα και αναγκαία λεπτομέρεια τόσο για την επέκταση αυτή όσο και για την εν γένει εφαρμογή του παρόντος άρθρου.

Άρθρο 95

Επένδυση περιουσιακών στοιχείων τεχνικών αποθεμάτων και αποθέματος εξισορρόπησης 1. Η αντασφαλιστική επιχείρηση επενδύει τα περιουσι− ακά στοιχεία που καλύπτουν τα τεχνικά αποθέματα και το απόθεμα εξισορρόπησης του προηγούμενου άρθρου επί τη βάσει των παρακάτω αρχών: α) Τα περιουσιακά στοιχεία αντιστοιχούν υποχρεω− τικά στο είδος της αντασφαλιστικής δραστηριότητας. Λαμβάνεται ιδιαίτερα υπόψη, για τη λήψη των επενδυ− τικών αποφάσεων, το είδος, το ύψος και η διάρκεια των αναμενόμενων πληρωμών έναντι αποζημιώσεων, κατά τρόπο που να εξασφαλίζεται η επάρκεια, ρευστότητα, ασφάλεια, ποιότητα, κερδοφορία και ανταπόδοση των επενδύσεων. β) Εξασφαλίζεται με ευθύνη της αντασφαλιστικής επι− χείρησης ότι τα περιουσιακά στοιχεία, που επιλέγονται προς επένδυση, είναι διαφοροποιημένα και αρκούντως διασπαρμένα, καθιστώντας έτσι την επιχείρηση ικανή να ανταποκρίνεται δεόντως στις μεταβολές των οικονομι− κών συνθηκών, ιδίως στις εξελίξεις των χρηματοπιστω− τικών αγορών και των αγορών ακινήτων, ή σε ευρείας κλίμακας καταστροφές. Η αντασφαλιστική επιχείρηση εκτιμά και υπολογίζει τον αντίκτυπο που μπορεί να έχουν ανώμαλες συνθήκες αγοράς στα περιουσιακά της στοιχεία και διαφοροποιεί τα στοιχεία αυτά κατά τρόπον ο οποίος να μειώνει τον ως άνω αντίκτυπο. γ) Η επένδυση σε περιουσιακά στοιχεία που δεν απο− τελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε οργανωμένη αγορά κατά την έννοια του ν. 3606/2007 και της Οδηγίας 2004/39/ΕΚ και δεν αποτελούν μερίδια ΟΣΕΚΑ αδειο− δοτημένου από αρμόδια αρχή κράτους − μέλους επί τη βάσει του ν. 3283/2004 και της Οδηγίας 85/611/ΕΟΚ, όπως ισχύουν, επιτρέπεται μόνο με τις προϋποθέσεις που η ΕΠ.Ε.Ι.Α. με σχετική απόφασή της καθορίζει. δ) Επενδύσεις σε χρηματοπιστωτικά μέσα πέραν των προβλεπομένων στις περιπτώσεις α΄ έως γ΄ του άρθρου 5 του ν. 3606/2007 επιτρέπονται, μόνο με τις προϋποθέ− σεις που η ΕΠ.Ε.Ι.Α. με σχετική απόφασή της καθορίζει επί τη βάσει των εξής αρχών: δα) οι επενδύσεις αυτές διενεργούνται αποκλειστικά, είτε για αντιστάθμιση κινδύνου είτε για διευκόλυνση της αποτελεσματικής διαχείρισης χαρτοφυλακίου, δβ) οι επενδύσεις αυτές αποτιμώνται από τις αντα− σφαλιστικές επιχειρήσεις συντηρητικά και πάντοτε επί τη βάσει της τρέχουσας αξίας των υποκείμενων περι− ουσιακών στοιχείων και δγ) απαγορεύεται η υπέρμετρη έκθεση στον κίνδυνο που απορρέει είτε από έναν και μόνο αντισυμβαλλό− μενο είτε από μεγάλη έκθεση σε εν γένει παράγωγα χρηματοπιστωτικά μέσα. ε) Τα περιουσιακά στοιχεία διαφοροποιούνται δεό− ντως ώστε να αποφεύγεται η υπέρμετρη επένδυση σε ένα συγκεκριμένο περιουσιακό στοιχείο, εκδότη ή όμιλο επιχειρήσεων, η οποία αυξάνει τον πιστωτικό κίνδυνο· επενδύσεις σε περιουσιακά στοιχεία του ίδιου εκδότη ή εκδοτών του ίδιου ομίλου δεν εκθέτουν την επιχεί− ρηση σε υπέρμετρη συγκέντρωση κινδύνου. Το παρόν στοιχείο ε΄ δεν εφαρμόζεται σε επενδύσεις σε κρατικά ομόλογα κρατών − μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. 2. Κάθε ειδικό θέμα και αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου, όπως ενδεικτικά ζητήματα αποτίμησης των περιουσιακών στοιχείων, επι− βολής ποσοτικών περιορισμών και περιορισμών ελέγχου και επένδυσης διαθεσίμων του Φορέα Ειδικού Σκοπού ρυθμίζονται με απόφαση της ΕΠ.Ε.Ι.Α..

Άρθρο 96

Υποχρέωση διατήρησης φερεγγυότητας Κάθε αντασφαλιστική επιχείρηση υποχρεούται να συ− γκροτεί και να διατηρεί συνεχώς επαρκές διαθέσιμο περιθώριο φερεγγυότητας ανάλογο προς το σύνολο των δραστηριοτήτων της, το οποίο αντιστοιχεί στην περιουσία της την ελεύθερη από κάθε υποχρέωση που δύναται να προβλεφθεί, χωρίς να συνυπολογίζονται σε αυτή τα άϋλα περιουσιακά στοιχεία της.

Άρθρο 97

Διαθέσιμο περιθώριο φερεγγυότητας Το διαθέσιμο περιθώριο φερεγγυότητας αντασφαλι− στικής επιχείρησης συγκροτείται και διατηρείται σύμ− φωνα με τα οριζόμενα στις παραγράφους 3, 4 και 5 του άρθρου 17α του παρόντος διατάγματος.

Άρθρο 98

Αναγκαίο περιθώριο φερεγγυότητας 1. Το αναγκαίο περιθώριο φερεγγυότητας αντασφαλι− στικής επιχείρησης για τις κατά ζημιών αντασφαλίσεις της προσδιορίζεται σύμφωνα με τις παραγράφους 2, 6, 7 και 8 του άρθρου 17α του παρόντος διατάγματος. 2. Το αναγκαίο περιθώριο φερεγγυότητας αντασφαλι− στικής επιχείρησης για τις αντασφαλίσεις ζωής αυτής προσδιορίζεται ως εξής: α) Για τους Κλάδους Ι.1 με συμμετοχή στα αποθέματα και Ι.2 της παρ. 2 του άρθρου 13 του παρόντος διατάγ− ματος, σύμφωνα με την περίπτωση α΄ της παρ. 9 του άρθρου 17α του παρόντος διατάγματος. β) Για τους Κλάδους ΙΙΙ, VII και VIII της παρ. 2 του άρ− θρου 13 του παρόντος διατάγματος, σύμφωνα με την περίπτωση γ΄ της παρ. 9 του άρθρου 17α του παρόντος διατάγματος. γ) Για τον Κλάδο VI της παρ. 2 του άρθρου 13 του πα− ρόντος διατάγματος, σύμφωνα με την περίπτωση δ΄ της παρ. 9 του άρθρου 17α του παρόντος διατάγματος. δ) Για τους Κλάδους και κινδύνους Ι.1 χωρίς συμμετοχή στα αποθέματα, Ι.3, IV και V της παρ. 2 του άρθρου 13 του παρόντος διατάγματος, σύμφωνα με την παρ. 6 του άρθρου 17α του παρόντος διατάγματος. 3. Το αναγκαίο περιθώριο φερεγγυότητας αντασφα− λιστικής επιχείρησης μικτών αντασφαλίσεων υπολο− γίζεται ξεχωριστά για τις αντασφαλίσεις ζωής και τις αντασφαλίσεις κατά ζημιών. 4. Αντασφαλιστική επιχείρηση, που δεν συμμορφώνε− ται στις απαιτήσεις του παρόντος άρθρου, θεωρείται επιχείρηση σε δυσπραγία, υπόκειται δε στις διαδικασίες του Τίτλου V του παρόντος κεφαλαίου.

Άρθρο 99

Ύψος κεφαλαίου εγγυήσεων 1. Το ελάχιστο εγγυητικό κεφάλαιο αντασφαλιστικής επιχείρησης ανέρχεται σε τουλάχιστον 3.000.000 ευρώ ή στο τυχόν υψηλότερο ποσό που αντιστοιχεί στο ένα τρίτο του αναγκαίου περιθωρίου φερεγγυότητάς της, όπως αυτό έχει διαμορφωθεί επί τη βάσει των προβλέ− ψεων του άρθρου 98 του παρόντος διατάγματος. 2. Το ελάχιστο εγγυητικό κεφάλαιο αντασφαλιστικής επιχείρησης συγκροτείται υποχρεωτικά από τα στοι− χεία του άρθρου 17α παράγραφος 3 (i), (ii) και (iii.γ) του παρόντος διατάγματος. 3. Με απόφαση της ΕΠ.Ε.Ι.Α. καθορίζονται τα αναπρο− σαρμοσμένα ποσά των ελάχιστων εγγυητικών κεφαλαί− ων, τα οποία διαμορφώνονται με βάση τις μεταβολές του Ευρωπαϊκού Δείκτη Τιμών Καταναλωτή.

Άρθρο 100

Λογιστικά, εποπτικά και στατιστικά στοιχεία Στις αντασφαλιστικές επιχειρήσεις εφαρμόζεται η διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 19 του παρόντος δια− τάγματος. TITΛΟΣ ΙV: ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΔΙΑΣΥΝΟΡΙΑΚΗ ΑΣΚΗΣΗ ΑΝΤΑΣΦΑΛΙΣΗΣ

Άρθρο 101

Ελεύθερη παροχή αντασφάλισης από ελληνική και κοινοτική επιχείρηση 1. Ασφαλιστική και αντασφαλιστική επιχείρηση, που έχει λάβει άδεια λειτουργίας από την αρμόδια αρχή άλλου κράτους−μέλους, μπορεί να παρέχει ελεύθερα αντασφάλιση στην Ελλάδα χωρίς εγκατάσταση. Κατά την άσκηση της δραστηριότητας αυτής, η επιχείρηση οφείλει να συμμορφώνεται με τις διατάξεις του άρθρου 112 του παρόντος διατάγματος. 2. Οι ελληνικές ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, που επιθυμούν να παράσχουν για πρώτη φορά αντασφάλιση στο έδαφος άλλου κράτους − μέλους χωρίς εγκατάσταση, ανακοινώνουν στην ΕΠ.Ε.Ι.Α.: (α) το κράτος − μέλος στο οποίο προτίθενται να πα− ράσχουν υπηρεσίες αντασφάλισης, (β) πρόγραμμα δραστηριοτήτων, το οποίο αναφέρει συνοπτικά το επιχειρηματικό πλάνο και αναλυτικά στοι− χεία για τη χρηματοοικονομική διάρθρωση του εγχει− ρήματος (τεχνικά αποθέματα, κάλυψη, φερεγγυότητα). Μνεία θα γίνεται και στο δίκτυο των συνδεδεμένων και μη ασφαλιστικών διαμεσολαβητών, που τυχόν θα χρησιμοποιήσει στο άλλο κράτος − μέλος. 3. Η ΕΠ.Ε.Ι.Α. εντός μηνός από τη λήψη των πληρο− φοριών της προηγούμενης παραγράφου του παρόντος άρθρου, τις διαβιβάζει στην αρμόδια αρχή του κράτους − μέλους υποδοχής. Η ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση μπορεί να αρχίσει τη δραστηριότητα της αντασφάλισης μετά τη διαβίβαση στην αρμόδια αρχή του κράτους − μέλους υποδοχής των πληροφοριών αυ− τών. 4. Σε περίπτωση που ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση σκοπεύει να επιφέρει μεταβολές στα στοι− χεία που είχε ανακοινώσει, βάσει της παραγράφου 2, γνωστοποιεί τούτο εγγράφως στην ΕΠ.Ε.Ι.Α. ένα (1) μήνα τουλάχιστον πριν την επέλευση των μεταβολών. Η ΕΠ.Ε.Ι.Α. ενημερώνει την αρμόδια αρχή του κράτους − μέλους υποδοχής για κάθε μεταβολή. 5. Με απόφαση της ΕΠ.Ε.Ι.Α. μπορεί να καθορίζεται η διαδικασία, οι προθεσμίες και το περιεχόμενο των γνωστοποιήσεων και ανταλλαγής πληροφοριών του άρθρου αυτού και ρυθμίζεται κάθε άλλο τεχνικό θέμα και αναγκαία λεπτομέρεια.

Άρθρο 102

Εγκατάσταση υποκαταστήματος για άσκηση αντασφάλισης σε άλλο κράτος − μέλος 1. Ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση που επιθυμεί να εγκαταστήσει υποκατάστημα για αντα− σφαλιστικές δραστηριότητες σε άλλο κράτος − μέλος γνωστοποιεί προηγουμένως στην ΕΠ.Ε.Ι.Α.: (α) τα κράτη − μέλη στο έδαφος των οποίων προτί− θεται να εγκαταστήσει υποκατάστημα, (β) πρόγραμμα δραστηριοτήτων στο οποίο αναφέρε− ται λεπτομερώς το επιχειρηματικό πλάνο, αναλυτικά στοιχεία για τη χρηματοοικονομική διάρθρωση του εγχειρήματος (τεχνικά αποθέματα, κάλυψη, φερεγγυ− ότητα), περιγραφή της οργανωτικής διάρθρωσης του υποκαταστήματος και του δικτύου των συνδεδεμένων και μη ασφαλιστικών διαμεσολαβητών, που τυχόν η επι− χείρηση θα χρησιμοποιήσει στο άλλο κράτος − μέλος, (γ) τη διεύθυνση του υποκαταστήματος στο κράτος − μέλος υποδοχής από την οποία μπορούν να ζητηθούν έγγραφα, (δ) τα ονόματα των προσώπων που είναι υπεύθυνα για τη διοίκηση του υποκαταστήματος. 2. Η ΕΠ.Ε.Ι.Α., εάν δεν έχει λόγους να αμφιβάλλει για την επάρκεια της διοικητικής οργάνωσης ή της χρημα− τοοικονομικής κατάστασης της ασφαλιστικής ή αντα− σφαλιστικής επιχείρησης γνωστοποιεί στην αρμόδια αρχή του κράτους − μέλους υποδοχής τις πληροφορίες της παραγράφου 1 εντός τριών (3) μηνών από τη λήψη τους και ενημερώνει σχετικά την επιχείρηση. 3. Η ΕΠ.Ε.Ι.Α., εάν έχει λόγους να αμφιβάλλει για την επάρκεια της διοικητικής οργάνωσης ή της χρηματοοι− κονομικής κατάστασης της επιχείρησης, λαμβανομένων υπόψη των δραστηριοτήτων που προτίθεται να ασκή− σει στο κράτος − μέλος υποδοχής, μπορεί να αρνηθεί να γνωστοποιήσει τις πληροφορίες της παραγράφου 1 στην αρμόδια αρχή του κράτους − μέλους υποδοχής, αιτιολογώ− ντας τους λόγους της άρνησής της στην επιχείρηση εντός τριών (3) μηνών από τη λήψη όλων των πληροφοριών. 4. Μόλις η ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση λάβει σχετική γνωστοποίηση από την αρμόδια αρχή του κράτους − μέλους υποδοχής, ή ελλείψει παρόμοιας γνωστοποίησης, το αργότερο εντός δύο (2) μηνών από την ημερομηνία της γνωστοποίησης της παραγράφου 1 από την ΕΠ.Ε.Ι.Α. το υποκατάστημα μπορεί να αρχίσει τις δραστηριότητές του στο κράτος − μέλος υποδοχής. 5. Σε περίπτωση που ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση σκοπεύει να επιφέρει μεταβολές στα στοι− χεία που είχε ανακοινώσει, βάσει της παραγράφου 1, γνωστοποιεί τούτο εγγράφως στην ΕΠ.Ε.Ι.Α. ένα (1) μήνα τουλάχιστον πριν την επέλευση των μεταβολών. Η ΕΠ.Ε.Ι.Α. ενημερώνει την αρμόδια αρχή του κράτους − μέλους υποδοχής για κάθε μεταβολή. 6. Με απόφαση της ΕΠ.Ε.Ι.Α. μπορεί να καθορίζεται η διαδικασία, οι προθεσμίες και το περιεχόμενο των γνωστοποιήσεων και ανταλλαγής πληροφοριών του άρθρου αυτού και ρυθμίζεται κάθε άλλο τεχνικό θέμα και αναγκαία λεπτομέρεια.

Άρθρο 103

Παροχή υπηρεσιών και εγκατάσταση υποκαταστήματος για άσκηση αντασφάλισης σε τρίτο κράτος 1. Η ΕΠ.Ε.Ι.Α. μπορεί να απαγορεύσει σε ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση την άσκηση αντασφάλισης σε τρίτο, εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης ή Ε.Ο.Χ., κράτος, εάν, με βάση τα στοιχεία που υποβάλλει σχετικά η επιχείρηση και αφού λάβει υπόψη της την εν γένει οργά− νωση, χρηματοοικονομική κατάσταση και τεχνικοοικονο− μική υποδομή αυτής, κρίνει ότι η ίδρυση υποκαστήματος θέτει σε κίνδυνο τα συμφέροντα του ελληνικού κοινού ή τη συστημική σταθερότητα. 2. Με απόφαση της ΕΠ.Ε.Ι.Α. μπορεί να καθορίζονται ειδικότερες προϋποθέσεις και διαδικασίες για την εγκα− τάσταση υποκαταστήματος σε τρίτο, εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης ή Ε.Ο.Χ., κράτος.

Άρθρο 104

Εγκατάσταση υποκαταστήματος προς άσκηση αντασφάλισης στην Ελλάδα από κοινοτική επιχείρηση 1. Ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, που έχει άδεια λειτουργίας από την αρμόδια αρχή άλλου κρά− τους − μέλους, μπορεί να παρέχει αντασφάλιση στην Ελλάδα, με την εγκατάσταση υποκαταστήματος, μετά τη σχετική γνωστοποίηση της ΕΠ.Ε.Ι.Α. προς την επιχεί− ρηση και το αργότερο εντός δύο μηνών από τη γνω− στοποίηση της αρμόδιας αρχής του κράτους − μέλους καταγωγής της προς την ΕΠ.Ε.Ι.Α.. 2. Η παροχή αντασφαλιστικών υπηρεσιών από υποκα− τάστημα ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, το οποίο είναι εγκατεστημένο στην Ελλάδα, υπόκειται στις υποχρεώσεις του άρθρου 112 του παρόντος διατάγ− ματος. Η ΕΠ.Ε.Ι.Α. εποπτεύει την τήρηση των διατάξεων που αναφέρονται στο προηγούμενο εδάφιο και μπορεί να ζητεί τη λήψη των απαραίτητων μέτρων από την ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση για τη συμ− μόρφωση του υποκαταστήματος προς τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τις εν λόγω διατάξεις όσον αφορά τις στην Ελλάδα δραστηριότητες αντασφάλισης. 3. Η αρμόδια αρχή του κράτους − μέλους καταγωγής της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, που έχει λάβει άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος − μέλος μπορεί, κατά την άσκηση των καθηκόντων της και αφού ενημερώσει την ΕΠ.Ε.Ι.Α., να προβεί σε επιτόπιους ελέγ− χους στο υποκατάστημα της επιχείρησης το οποίο είναι εγκατεστημένο στην Ελλάδα. 4. Ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, που έχουν εγκαταστήσει υποκαταστήματα στην Ελλάδα υποχρεούνται, για στατιστικούς λόγους, να υποβάλλουν στην ΕΠ.Ε.Ι.Α. περιοδικές εκθέσεις σχετικά με τις αντα− σφαλιστικές δραστηριότητες των υποκαταστημάτων τους στην Ελλάδα. 5. Ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, που έχουν εγκαταστήσει υποκαταστήματα στην Ελλάδα υποχρεούνται να παρέχουν στην ΕΠ.Ε.Ι.Α. τις πληροφο− ρίες που είναι αναγκαίες για τον έλεγχο της συμμόρφω− σής τους με τις διατάξεις που ισχύουν γι’ αυτές. 6. Με απόφαση της ΕΠ.Ε.Ι.Α. μπορεί να καθορίζονται οι όροι και η διαδικασία για την εγκατάσταση υποκατα− στήματος αντασφαλιστικής επιχείρησης, που έχει άδεια λειτουργίας από άλλο κράτος − μέλος και την έναρξη δραστηριότητας αντασφάλισης στην Ελλάδα. 7. Ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας από αρμόδια αρχή τρίτου κράτους για την παροχή υπηρεσιών αντασφά− λισης μπορούν να ασκούν αντασφάλιση στην Ελλάδα μέσω υποκαταστήματος ύστερα από άδεια λειτουργίας της ΕΠ.Ε.Ι.Α.. Για τη χορήγηση της άδειας λειτουργίας εφαρμόζονται οι διατάξεις των Τίτλων ΙΙ, ΙΙΙ, V και VI του παρόντος κεφαλαίου. Με απόφαση της ΕΠ.Ε.Ι.Α. μπορεί να εξειδικεύονται η διαδικασία, οι προϋποθέσεις και τα δικαιολογητικά που απαιτούνται, καθώς και οι ειδικό− τεροι όροι για τη χορήγηση της προβλεπόμενης στην παρούσα παράγραφο άδειας και να ρυθμίζεται κάθε τεχνικό θέμα και αναγκαία λεπτομέρεια. ΤΙΤΛΟΣ V: ΑΝΤΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ ΣΕ ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΔΥΣΠΡΑΓΙΑ

Άρθρο 105

Διαπίστωση δυσπραγίας 1. Σε κάθε περίπτωση, που η ΕΠ.Ε.Ι.Α. απαγορεύει σε ελληνική αντασφαλιστική επιχείρηση την ελεύθερη δι− άθεση των στοιχείων του ενεργητικού της, οφείλει να ενημερώσει τα τυχόν κράτη υποδοχής της επιχείρησης για το μέτρο αυτό, οι δε αρμόδιες αρχές των κρατών αυτών υποχρεωτικά λαμβάνουν το ίδιο μέτρο, εφόσον η ΕΠ.Ε.Ι.Α. ζητήσει τούτο. Η ΕΠ.Ε.Ι.Α. δύναται να απαγορεύει σε υποκαστάστημα αντασφαλιστικής επιχείρησης την ελεύθερη διάθεση των περιουσιακών του στοιχείων, εφόσον λάβει ενημέρωση ότι η αρχή του κράτους κα− ταγωγής της επιχείρησης έχει προβεί στη λήψη τέτοι− ου μέτρου. Η απαγόρευση διάθεσης είναι υποχρεωτική για την ΕΠ.Ε.Ι.Α., όταν λάβει σχετικό αίτημα επιβολής του εν λόγω μέτρου από την αρμόδια αρχή καταγωγής της αντασφαλιστικής επιχείρησης, το οποίο μπορεί να προσδιορίζει τα περιουσιακά στοιχεία επί των οποίων ζητείται η απαγόρευση ή να απαιτεί τη γενικότερη δέ− σμευση όλων των περιουσιακών στοιχείων. 2. Εάν μια ελληνική αντασφαλιστική επιχείρηση δεν συμμορφώνεται με τις διατάξεις των άρθρων 93 έως και 95 του παρόντος διατάγματος, η ΕΠ.Ε.Ι.Α. μπορεί, άμεσα, να απαγορεύσει την ελεύθερη διάθεση των πε− ριουσιακών της στοιχείων. 3. Για την αποκατάσταση της οικονομικής ευρωστίας μιας ελληνικής αντασφαλιστικής επιχείρησης της οποίας το περιθώριο φερεγγυότητας υπολείπεται πλέον του αναγκαίου περιθωρίου φερεγγυότητας, όπως αυτό κα− θορίζεται στο άρθρο 98 του παρόντος διατάγματος, η ΕΠ.Ε.Ι.Α. απαιτεί να της υποβληθεί προς έγκριση σχέδιο επανόδου της στη χρηστή οικονομική διαχείριση. Σε έκτακτες περιπτώσεις, εάν η ΕΠ.Ε.Ι.Α. πιθανολογεί ότι θα επιδεινωθεί περαιτέρω η οικονομική κατάσταση της αντασφαλιστικής επιχείρησης, μπορεί επίσης να περιορί− σει ή να απαγορεύσει την ελεύθερη διάθεση των περιου− σιακών στοιχείων της αντασφαλιστικής επιχείρησης. 4. Εάν το περιθώριο φερεγγυότητας υπολείπεται πλέον του ελάχιστου εγγυητικού κεφαλαίου του άρ− θρου 99 του παρόντος διατάγματος, η ΕΠ.Ε.Ι.Α. απαιτεί από την αντασφαλιστική επιχείρηση να της υποβάλει προς έγκριση βραχυπρόθεσμο σχέδιο χρηματοδότη− σης. Μπορεί επίσης να περιορίσει ή να απαγορεύσει την ελεύθερη διάθεση των περιουσιακών στοιχείων της αντασφαλιστικής επιχείρησης. 5. Η ΕΠ.Ε.Ι.Α. δύναται να λαμβάνει τα μέτρα που εί− ναι αναγκαία και αποτελεσματικά για την απαγόρευ− ση, σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία, της ελεύθερης διάθεσης των περιουσιακών στοιχείων που βρίσκονται στην Ελλάδα, τόσο για τις ελληνικές αντασφαλιστικές επιχειρήσεις όσο και για τα υποκαταστήματα αλλοδα− πών μετά από αίτημα της αρμόδια αρχής του κράτους καταγωγής. Κάθε ειδικό θέμα και αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου μπορεί να καθορίζεται με απόφαση της ΕΠ.Ε.Ι.Α..

Άρθρο 106

Σχέδιο χρηματοοικονομικής ανάκαμψης 1. Η ΕΠ.Ε.Ι.Α. δύναται να απαιτεί την κατάρτιση σχεδίου χρηματοοικονομικής ανάκαμψης από αντασφαλιστική επιχείρηση για την οποία πιθανολογεί ότι υπάρχει κίν− δυνος μη εκπλήρωσης των δια των αντασφαλιστικών συμβάσεων αναληφθεισών υποχρεώσεών της. 2. Το σχέδιο χρηματοοικονομικής ανάκαμψης περιλαμ− βάνει, για τις τρεις επόμενες εταιρικές χρήσεις, του− λάχιστον τα ακόλουθα λεπτομερειακά ή αποδεικτικά στοιχεία: α) εκτιμήσεις σχετικά με τα έξοδα διαχείρισης, ιδίως τα τρέχοντα γενικά έξοδα και τις προμήθειες· β) διάγραμμα στο οποίο να εμφαίνονται λεπτομερώς οι εκτιμήσεις εσόδων και εξόδων για τις αποδοχές αντα− σφάλισης και για τις εκχωρήσεις αντασφάλισης· γ) τον προβλεπόμενο ισολογισμό· δ) εκτιμήσεις σχετικά με τους χρηματοδοτικούς πό− ρους που προορίζονται να καλύψουν τις αναλήψεις υποχρεώσεων και το απαιτούμενο περιθώριο φερεγ− γυότητας· ε) τη συνολική πολιτική στον τομέα των αντεκχω− ρήσεων. 3. Οσάκις η χρηματοοικονομική θέση της αντασφα− λιστικής επιχείρησης, κατά την εκτίμηση της ΕΠ.Ε.Ι.Α., επιδεινώνεται, με συνέπεια να επαπειλείται αθέτηση των συμβατικών της υποχρεώσεων, η ΕΠ.Ε.Ι.Α. δύναται να υποχρεώσει την επιχείρηση αυτή να διατηρεί υψηλό− τερο απαιτούμενο περιθώριο φερεγγυότητας, έτσι ώστε να εξασφαλίζεται ότι αυτή θα είναι σε θέση να ανταπο− κρίνεται στις απαιτήσεις φερεγγυότητας κατά το εγγύς μέλλον. Το ύψος αυτού του υψηλότερου απαιτούμενου περιθωρίου φερεγγυότητας προκύπτει από το σχέδιο χρηματοοικονομικής ανάκαμψης που έχει καταρτισθεί σύμφωνα με την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου. 4. Η ΕΠ.Ε.Ι.Α. δύναται, κατά την κρίση της, να αναθεω− ρεί προς τα κάτω την αποτίμηση όλων των στοιχείων τα οποία είναι επιλέξιμα για τον υπολογισμό του δια− θέσιμου περιθωρίου φερεγγυότητας, ιδίως οσάκις έχει επέλθει ουσιώδης μεταβολή στην τρέχουσα αξία των στοιχείων αυτών μετά τη λήξη της τελευταίας εταιρι− κής χρήσης. 5. Η ΕΠ.Ε.Ι.Α. δύναται, κατά την κρίση της, να μειώνει την περικοπή, λόγω αντεκχώρησης, του περιθωρίου φε− ρεγγυότητας που καθορίζεται σύμφωνα με τα άρθρα 97 και 98 του παρόντος διατάγματος, οσάκις: α) έχει μεταβληθεί ουσιωδώς, μετά την τελευταία εταιρική χρήση, η φύση ή η ποιότητα των συμβάσεων αντεκχώρησης· β) στο πλαίσιο των συμβάσεων αντεκχώρησης, δεν έχει λάβει καθόλου χώρα ή έχει γίνει περιορισμένη με− ταβίβαση του κινδύνου. 6. Η ΕΠ.Ε.Ι.Α. δεν χορηγεί σε αντασφαλιστική επιχεί− ρηση από την οποία έχει ζητηθεί σχέδιο χρηματοοι− κονομικής ανάκαμψης σύμφωνα με το παρόν άρθρο άδεια για μεταβίβαση χαρτοφυλακίου σύμφωνα με το άρθρο 92 του παρόντος, εκτός εάν η ΕΠ.Ε.Ι.Α. θεωρεί ότι δεν επαπειλείται αθέτηση από την αντασφαλιστική επιχείρηση των συμβατικών της υποχρεώσεων. 7. Κάθε ειδικό θέμα και αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου μπορεί να καθορίζεται με απόφαση της ΕΠ.Ε.Ι.Α..

Άρθρο 106Α

Διορισμός εκκαθαριστή 1. Σε περίπτωση έναρξης διαδικασίας εκκαθάρισης αντασφαλιστικής επιχείρησης, ανακαλείται η άδεια λει− τουργίας της και εισέρχεται είτε σε καθεστώς εκούσιας ή αναγκαστικής εκκαθάρισης είτε σε καθεστώς πτώ− χευσης, ως ακολούθως: α. Η αντασφαλιστική επιχείρηση τίθεται σε καθεστώς αναγκαστικής εκκαθάρισης, με απόφαση της ΕΠ.Ε.Ι.Α., σε περίπτωση ανάκλησης της άδειας σύστασης και λει− τουργίας της για παράβαση νόμου και σε κάθε περί− πτωση λύσης του νομικού προσώπου αντασφαλιστικής επιχείρησης, στην οποία έχει απαγορευθεί η ελεύθερη διάθεση περιουσιακών της στοιχείων. Κατά το στάδιο της αναγκαστικής εκκαθάρισης και μέχρι την περά− τωση αυτής, η αντασφαλιστική επιχείρηση δεν μπορεί να κηρυχθεί σε πτώχευση και αν τυχόν η πτωχευτική διαδικασία είχε αρχίσει, αυτή αναστέλλεται. β. Η αντασφαλιστική επιχείρηση, η οποία έχει λυθεί σύμφωνα με το άρθρο 47α του ν. 2190/1920 όπως ισχύει, και τελεί σε εκούσια εκκαθάριση (κοινή), μπορεί να τεθεί σε καθεστώς αναγκαστικής εκκαθάρισης με απόφαση της ΕΠ.Ε.Ι.Α., που εκδίδεται μέσα σε δέκα ημέρες, εφό− σον συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις που αναφέ− ρονται στην περίπτωση α) ανωτέρω. Απαγορεύεται και είναι άκυρη κάθε διάθεση περιου− σιακών στοιχείων της αντασφαλιστικής επιχείρησης κατά το χρονικό διάστημα από τη λύση του νομικού προσώπου έως και τη λήξη της ως άνω προθεσμίας. γ. Η αντασφαλιστική επιχείρηση κηρύσσεται σε πτώ− χευση, εφόσον συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις σύμφωνα με τον Πτωχευτικό Κώδικα. Η αίτηση πτώ− χευσης αντασφαλιστικής επιχείρησης πρέπει για το παραδεκτό της συζήτησης να έχει κοινοποιηθεί προ δέκα ημερών στην ΕΠ.Ε.Ι.Α.. Ο Γραμματέας του Δικαστηρίου που κηρύσσει την πτώχευση κοινοποιεί απόσπασμα της απόφασης στην ΕΠ.Ε.Ι.Α., μέσα σε πέντε ημέρες από την κήρυξή της. Η ΕΠ.Ε.Ι.Α. διορίζει αμέσως επόπτη πτώχευσης, για τον οποίο εφαρμόζονται ανάλογα οι διατάξεις για τον επό− πτη αναγκαστικής εκκαθάρισης. 2. Η απόφαση για τη θέση της αντασφαλιστικής επιχεί− ρησης σε αναγκαστική εκκαθάριση ορίζει τον επόπτη και καταχωρείται στο μητρώο αντασφαλιστικών εταιρειών του άρθρου 50 του παρόντος διατάγματος και στο μητρώο ασφαλιστικών ανωνύμων εταιριών. Περίληψη αυτής δημο− σιεύεται στην Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Η ΕΠ.Ε.Ι.Α. ορίζει ως επόπτη της αναγκαστικής εκ− καθάρισης πρόσωπο με ειδικές γνώσεις και πείρα σε θέματα λειτουργίας αντασφαλιστικών επιχειρήσεων ή πιστωτικών ιδρυμάτων. Με την ίδια απόφαση ορίζεται και η αμοιβή του επόπτη. Ο επόπτης υποβάλλει μέσα σε τρεις ημέρες από το διορισμό του, αίτηση διορισμού εκ− καθαριστή στο αρμόδιο δικαστήριο. Μέχρι το διορισμό του εκκαθαριστή, ο επόπτης ασκεί όλες τις εξουσίες του εκκαθαριστή. Ο εκκαθαριστής διορίζεται κατά τη διαδικασία των άρθρων 739επ. ΚΠολΔ. ένα πρόσωπο με ειδικές γνώσεις και πείρα σε θέματα αντασφαλιστικών επιχειρήσεων ή πιστωτικών ιδρυμάτων από κατάλογο τριάντα (30) τουλάχιστον προσώπων που καταρτίζεται και τηρείται στην ΕΠ.Ε.Ι.Α.. Αντίθετες διατάξεις των κα− ταστατικών δεν ισχύουν. Το δικαστήριο οφείλει να δικάσει την αίτηση μέσα σε πέντε ημέρες και να εκδώσει την απόφασή του το αργό− τερο μέσα σε πέντε ημέρες. Αναστολή της ισχύος της απόφασης δεν χωρεί. Με την ίδια δικαστική απόφαση ορίζεται και η αμοιβή του εκκαθαριστή. 3. Κατά το χρονικό διάστημα που η αντασφαλιστική επιχείρηση βρίσκεται σε αναγκαστική εκκαθάριση ανα− στέλλονται αυτοδικαίως όλα τα ατομικά καταδιωκτικά μέτρα σε βάρος της, ιδίως δε απαγορεύεται η έναρξη ή η συνέχιση της αναγκαστικής εκτέλεσης, καθώς και η άσκηση αναγνωριστικών ή καταψηφιστικών αγωγών των δικαιούχων από αντασφαλιστικές συμβάσεις κατά της αντασφαλιστικής επιχείρησης. Οι εκκρεμείς δίκες διακόπτονται και συνεχίζονται κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων με πρωτοβουλία των δικαιού− χων από αντασφαλιστικές συμβάσεις ή του επόπτη εκκαθάρισης και του εκκαθαριστή ή του συνδίκου της πτώχευσης. 4. Αμέσως μετά την ανάκληση της άδειας λειτουρ− γίας της αντασφαλιστικής επιχείρησης, ο επόπτης εκ− καθάρισης προβαίνει σε σφράγιση και εν συνεχεία σε αποσφράγιση των κεντρικών γραφείων και των υποκα− ταστημάτων της επιχείρησης σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του ΚΠολΔ. 5. Η ως άνω ανάκληση δεν εμποδίζει τον εκκαθαριστή ή τον σύνδικο και κάθε άλλο πρόσωπο εξουσιοδοτη− μένο προς τούτο από τις αρμόδιες αρχές να συνεχίζει ορισμένες δραστηριότητες της αντασφαλιστικής επιχεί− ρησης, εφόσον αυτό απαιτείται ή ενδείκνυται για τους σκοπούς της εκκαθάρισης με τη συναίνεση και υπό τον έλεγχο της εποπτικής αρχής. 6. Ο επόπτης εκκαθάρισης ή ο σύνδικος της πτώχευ− σης καλεί μέσα σε δέκα ημέρες από τον ορισμό τους δικαιούχους αντασφαλιστικών απαιτήσεων, με ανακοί− νωση που δημοσιεύεται μια φορά την εβδομάδα, επί τρεις συνεχείς εβδομάδες σε πέντε ημερήσιες ευρείας κυκλοφορίας εφημερίδες, από τις οποίες μια τουλά− χιστον εκδίδεται στην έδρα της επιχείρησης και μια οικονομική, να του αναγγείλουν τις απαιτήσεις τους με όλα τα δικαιολογητικά στοιχεία μέσα σε τρεις μήνες από την τελευταία δημοσίευση. Δεν καλούνται οι δικαι− ούχοι αντασφαλίσεων ζωής για τους οποίους δεν έχει επέλθει ασφαλιστική περίπτωση. Η επαλήθευση των απαιτήσεων γίνεται από τα ως άνω όργανα, αρχίζει το αργότερα μέσα σε τρεις ημέρες από τη λήξη της ως άνω προθεσμίας και ολοκληρώνεται στο συντομότερο δυνατό διάστημα. Γίνονται δεκτές οι απαιτήσεις που δεν αμφισβητούνται από τα ως άνω όργανα ή έχουν επιδικασθεί με τελεσί− δικη απόφαση ή απόφαση διαιτητικού δικαστηρίου. Ο επόπτης εκκαθάρισης και ο εκκαθαριστής ή σύνδικος υποβάλλουν στην ΕΠ.Ε.Ι.Α. κατάσταση των δικαιούχων αντασφαλιστικών απαιτήσεων μέσα σε δύο μήνες από τη λήξη της προθεσμίας υποβολής των αναγγελιών. Στην κατάσταση αυτή περιλαμβάνονται, εφόσον έχουν επαληθευθεί οι απαιτήσεις των: α) δικαιούχων απαιτήσεων από αντασφαλιστικές συμ− βάσεις ζημιών και ζωής, εφόσον έχει επέλθει η ασφα− λιστική περίπτωση, β) των δικαιούχων αντασφαλιστικών απαιτήσεων που προέρχονται από οφειλές από μη δεδουλευμένα ασφά− λιστρα και γ) όσων πιστωτών αναγγέλθηκαν μέσα στη νόμιμη προθεσμία. Για τις απαιτήσεις που αμφισβητούνται δικαστικά ή εξώδικα γίνεται χωριστή μνεία, στην οποία αναφέρεται το ποσό που εκτιμά ο επόπτης εκκαθάρισης και ο εκκα− θαριστής ή ο σύνδικος της πτώχευσης και το ποσό που διεκδικεί ο δικαιούχος. Στην κατάσταση καταχωρούνται και οι τυχόν διαφωνίες κατά την επαλήθευση μεταξύ επόπτη και εκκαθαριστή ή συνδίκου. Η κατάσταση καταχωρείται αμέσως στο μητρώο αντα− σφαλιστικών επιχειρήσεων και η ανακοίνωση της κατα− χώρησής της δημοσιεύεται σε δύο τουλάχιστον ευρείας κυκλοφορίας ημερήσιες εφημερίδες, από τις οποίες η μία τουλάχιστον εκδίδεται στην έδρα της επιχείρησης, μία φορά την εβδομάδα επί τρεις συνεχείς εβδομάδες. Αντιρρήσεις κατά της ως άνω κατάστασης ασκούνται με ανακοπή στο μονομελές πρωτοδικείο της έδρας της αντασφαλιστικής επιχείρησης μέσα σε σαράντα πέντε ημέρες από την τελευταία δημοσίευση και εκδικάζονται κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων. Έφεση κατά της απόφασης του πρωτοδικείου εκδικά− ζεται από το αρμόδιο εφετείο κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων. Η απόφαση του εφετείου δεν υπόκειται σε κανένα ένδικο μέσο. 7. Με αίτηση του εκκαθαριστή ή του συνδίκου, η ΕΠ.Ε.Ι.Α. μπορεί να επιτρέψει την αποδέσμευση των περιουσιακών στοιχείων που έχουν διατεθεί σε ασφα− λιστική τοποθέτηση. Ο εκκαθαριστής ή ο σύνδικος ικα− νοποιεί από το προϊόν της εκποίησης τους δικαιούχους αντασφαλιστικών απαιτήσεων συμμέτρως. Η εκποίηση ακινήτων γίνεται ύστερα από εκτίμηση της επιτροπής του άρθρου 9 του ν. 2190/1920 όπως ισχύει. Η μεταβίβαση ολόκληρου ή μέρους χαρτοφυ− λακίου γίνεται ύστερα από άδεια της ΕΠ.Ε.Ι.Α., στην οποία καθορίζονται και οι όροι της, κατά παρέκκλιση του άρθρου 59 του παρόντος διατάγματος. Σε περίπτωση άρνησης για οποιονδήποτε λόγο του εκκαθαριστή ή του συνδίκου να προβεί χωρίς καθυ− στέρηση στις ενέργειες που εκτελεί από κοινού με τον αντίστοιχο επόπτη, σύμφωνα με την παράγραφο 4 του παρόντος άρθρου, οι ενέργειες αυτές εκτελούνται έγκυρα από μόνον τον επόπτη, ο οποίος προβαίνει στη σχετική μνεία της άρνησης. Με απόφαση της ΕΠ.Ε.Ι.Α. ορίζονται τα στοιχεία που πρέπει να περιέχει η διακήρυξη διενέργειας του πλει− οδοτικού διαγωνισμού, σύμφωνα με όσα ορίζονται για τις πρωτασφαλιστικές επιχειρήσεις. 8. Προνόμιο στην ασφαλιστική τοποθέτηση που προ− ηγείται από κάθε άλλο γενικό ή ειδικό προνόμιο, εκτός από το προνόμιο της παραγράφου 9 του ίδιου άρθρου έχουν: α) οι δικαιούχοι απαιτήσεων από αντασφαλι− στικές συμβάσεις ζημιών και ζωής και β) οι δικαιούχοι απαιτήσεων από αντασφαλιστικές συμβάσεις λόγω μη δεδουλευμένων ασφαλίστρων. Το προνόμιο αυτό ασκεί− ται αποκλειστικά από τους δικαιούχους αντασφαλίσεων ζωής, από τους δικαιούχους των αντασφαλίσεων ζημι− ών, στα περιουσιακά στοιχεία που έχουν διατεθεί σε ασφαλιστική τοποθέτηση αντίστοιχα για καθεμιά από τις ασφαλίσεις αυτές. Το ως άνω προνόμιο ισχύει τόσο κατά τη λειτουργία της επιχείρησης όσο και μετά τη λύση της αντασφαλι− στικής επιχείρησης εκούσια, αναγκαστικά ή μετά από πτώχευση. Κατάσχεση ασφαλιστικής τοποθέτησης στα χέρια της αντασφαλιστικής επιχείρησης ή τρίτου επιτρέπεται μό− νον υπέρ των ως άνω δικαιούχων, με βάση τελεσίδικη δικαστική απόφαση ή απόφαση διαιτητικού δικαστηρί− ου. Αντίγραφο του κατασχετηρίου επιδίδεται με ποινή ακυρότητας της κατάσχεσης στην ΕΠ.Ε.Ι.Α.. 9. Οι αμοιβές και τα έξοδα του επόπτη εκκαθάρισης, του εκκαθαριστή αναγκαστικής εκκαθάρισης και του συνδίκου της πτώχευσης έχουν προνόμιο που προη− γείται από κάθε άλλο γενικής ή ειδικής κατηγορίας σε όλα τα περιουσιακά στοιχεία της επιχείρησης. Οι αμοιβές και τα έξοδα του συνδίκου για τις εργασίες εκκαθάρισης του ασφαλιστικού χαρτοφυλακίου έχουν το ίδιο προνόμιο. 10. Ύστερα από αίτηση των μετόχων που αντιπροσω− πεύουν περισσότερα από 50% του κεφαλαίου αντασφα− λιστικής επιχείρησης, του εκκαθαριστή ή του επόπτη, η ΕΠ.Ε.Ι.Α. μπορεί, εφόσον έχει περατωθεί η εκκαθάριση του ασφαλιστικού χαρτοφυλακίου, να κηρύξει τη λήξη της αναγκαστικής εκκαθάρισης. Η εκκαθάριση δοσολη− ψιών εκτός ασφαλιστικού χαρτοφυλακίου συνεχίζεται κατά τις διατάξεις που διέπουν την εκκαθάριση του νομικού προσώπου της εταιρείας (κοινή εκκαθάριση). Ανεξάρτητα από την υπαγωγή της επιχείρησης στο καθεστώς της αναγκαστικής εκκαθάρισης, η περάτωση των εκτός του ασφαλιστικού χαρτοφυλακίου εκκρεμών υποθέσεων συνεχίζεται κατά τις διατάξεις της κοινής εκκαθάρισης. 11. Το στάδιο της αναγκαστικής εκκαθάρισης δεν μπορεί να υπερβαίνει την τριετία, από την ημερομηνία έναρξης της εκκαθάρισης. Για τη συνέχιση της αναγκα− στικής εκκαθάρισης απαιτείται αιτιολογημένη έκθεση του εκκαθαριστή και άδεια της ΕΠ.Ε.Ι.Α.. Το συνολικό όμως στάδιο εκκαθάρισης δεν μπορεί να υπερβαίνει την εξαετία. 12. Ο εκκαθαριστής και ο επόπτης δεν υπέχουν ποι− νική ευθύνη ούτε υπέχουν οποιαδήποτε άλλη ευθύνη για χρέη της αντασφαλιστικής επιχείρησης προς το Δημόσιο ή προς φορείς κοινωνικής ασφάλισης, που δη− μιουργήθηκαν πριν από την ανάληψη των καθηκόντων τους.

Άρθρο 107

Διασυνοριακά ζητήματα εκκαθάρισης – Αρχή της καθολικότητας Συμβατικές υποχρεώσεις αντασφαλιστικής επιχείρη− σης τεθείσας υπό εκκαθάριση, εκπληρώνονται με τον ίδιο τρόπο ανεξαρτήτως του εάν αφορούν τη δρα− στηριότητά της στην Ελλάδα ή τη δραστηριότητά της οπουδήποτε αλλού στην Κοινότητα και στον Ε.Ο.Χ. είτε με εγκατάσταση είτε με ελεύθερη παροχή υπηρεσιών (αρχή της καθολικότητας). ΦΕΚ 1109 ΤΙΤΛΟΣ VI: ΑΣΦΑΛΙΣΗ ΠΕΠΕΡΑΣΜΕΝΟΥ ΚΙΝΔΥΝΟΥ ΚΑΙ ΦΟΡΕΙΣ ΕΙΔΙΚΟΥ ΣΚΟΠΟΥ

Άρθρο 108

Αντασφάλιση πεπερασμένου κινδύνου 1. Ως αντασφάλιση πεπερασμένου κινδύνου νοείται η αντασφάλιση, της οποίας η ρητή μέγιστη πιθανότητα ζημίας, εκπεφρασμένη ως μεταβιβαζόμενος μέγιστος οικονομικός κίνδυνος, ο οποίος συνίσταται σε έναν σημαντικό αντασφαλιστικό κίνδυνο και σε μεταβίβαση χρονικού κινδύνου, υπερβαίνει το ασφάλιστρο καθ’ όλη τη διάρκεια ισχύος του αντασφαλιστηρίου κατά προ− καθορισμένο αλλά σημαντικό ποσό, φέρει δε επίσης τουλάχιστον ένα εκ των εξής δύο χαρακτηριστικών: i) λαμβάνει ρητώς υπόψη ως σημαντικό στοιχείο την παρούσα ή/και μέλλουσα αξία του χρήματος, ii) περιέχει συμβατικές ρήτρες, με στόχο τη διαχρο− νική αποκατάσταση της ισορροπίας της οικονομικής εμπειρίας ανάμεσα στα συμβαλλόμενα μέρη, με στόχο να μεταβιβάζεται πραγματικά ο κίνδυνος του οποίου η μεταβίβαση σκοπείται. 2. Με απόφαση της ΕΠ.Ε.Ι.Α. μπορεί να καθορίζεται κάθε ειδικό θέμα και αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου, όπως ενδεικτικά: α) υποχρεωτικούς συμβατικούς όρους που πρέπει να περιλαμβάνονται στις συμβάσεις αντασφάλισης πεπε− ρασμένου κινδύνου, β) ειδικότερες απαιτήσεις οργάνωσης, λογιστικής πα− ρακολούθησης, εσωτερικού ελέγχου και διαχείρισης κινδύνου για τις συμβάσεις αυτές, γ) ειδικότερες απαιτήσεις για δημοσιοποίηση επιπλέον λογιστικών, εποπτικών και στατιστικών στοιχείων, δ) την πρόβλεψη ειδικών κανόνων για το σχηματισμό επιπλέον τεχνικών αποθεμάτων ώστε να διασφαλίζεται η επάρκεια, η αξιοπιστία και η αντικειμενικότητα, ε) την πρόβλεψη ειδικών κανόνων για την κάλυψη (επένδυση) των εν γένει τεχνικών αποθεμάτων, που αφορούν στις δραστηριότητες αντασφάλισης πεπερα− σμένου κινδύνου αλλά και στις λοιπές δραστηριότη− τες των επιχειρήσεων αυτών, ώστε να εξασφαλίζεται η επάρκεια, ρευστότητα, ασφάλεια, κερδοφορία και απόδοση των επενδύσεών της, στ) την πρόβλεψη ειδικών κανόνων σχετικά με το δι− αθέσιμο περιθώριο φερεγγυότητας, το απαιτούμενο περιθώριο φερεγγυότητας και το ελάχιστο εγγυητικό κεφάλαιο, που καλείται να διατηρεί η αντασφαλιστική επιχείρηση όσον αφορά τις δραστηριότητες αντασφά− λισης πεπερασμένου κινδύνου. 3. Η ΕΠ.Ε.Ι.Α. κοινοποιεί αμελλητί στην Ευρωπαϊκή Επι− τροπή το κείμενο όλων των μέτρων που θεσπίζει στο πλαίσιο της εφαρμογής του παρόντος άρθρου.

Άρθρο 109

Φορέας Ειδικού Σκοπού 1. Ως Φορέας Ειδικού Σκοπού νοείται οποιαδήποτε επιχείρηση, είτε έχει μορφή ανώνυμης εταιρίας ή όχι, η οποία, χωρίς να είναι ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, αναλαμβάνει κινδύνους από ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, χρηματοδοτεί δε πλήρως την έκθεσή της σε αυτούς με τα έσοδα από ομολογια− κές εκδόσεις ή άλλους χρηματοδοτικούς μηχανισμούς, όπου η επιστροφή κεφαλαίου, ήτοι η αποπληρωμή, των ομολογιούχων ή των εν γένει κατόχων των τίτλων που εκδόθηκαν στα πλαίσια των χρηματοδοτικών αυτών μηχανισμών, υπόκειται χρονικά στις υποχρεώσεις αντα− σφάλισης, που φέρει ο Φορέας Ειδικού Σκοπού. 2. Επιτρέπεται η ίδρυση Φορέων Ειδικού Σκοπού, οι οποίοι έχουν, εφόσον εδρεύουν στην Ελλάδα, υποχρεω− τικά την μορφή ανώνυμης εταιρείας και, προκειμένου για τη σύστασή τους, λαμβάνουν υποχρεωτικά προηγούμενη άδεια λειτουργίας από την ΕΠ.Ε.Ι.Α.. 3. Για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου απαιτείται η έκδοση απόφασης της ΕΠ.Ε.Ι.Α., η οποία θα καθορίζει κάθε ειδικό θέμα και αναγκαία λεπτομέρεια, κατ’ ελά− χιστον δε τα κάτωθι: α) το πεδίο ισχύος της αδείας λειτουργίας του Φορέα Ειδικού Σκοπού, β) υποχρεωτικούς συμβατικούς όρους που πρέπει να περιλαμβάνονται στις συμβάσεις, που θα συνάπτει ο Φορέας Ειδικού Σκοπού ή των συμβάσεων που απαι− τούνται για τη σύσταση και λειτουργία του, γ) τα κριτήρια ήθους, αξιοπιστίας και καταλληλότη− τας των μετόχων, που κατέχουν ειδική συμμετοχή, ως και των προσώπων, που διοικούν, τον Φορέα Ειδικού Σκοπού, δ) τις οργανωτικές προϋποθέσεις του Φορέα Ειδικού Σκοπού, ιδία δε τον προσδιορισμό των ορθολογικών και κατάλληλων διοικητικών και λογιστικών διαδικασι− ών, μηχανισμών εσωτερικού ελέγχου και διαχείρισης κινδύνων, ε) τις απαιτήσεις για δημοσιοποίηση λογιστικών, επο− πτικών και στατιστικών στοιχείων, στ) την πρόβλεψη των κανόνων φερεγγυότητας του Φορέα Ειδικού Σκοπού. ΤΙΤΛΟΣ VII: ΑΚΥΡΩΤΙΚΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ

Άρθρο 110

Ακυρωτικός έλεγχος Οι ατομικές διοικητικές πράξεις, που εκδίδει η ΕΠ.Ε.Ι.Α., σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος κεφαλαίου υπό− κεινται σε αίτηση ακύρωσης ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας.»

Άρθρο 68

Μετά το Δωδέκατο Κεφάλαιο του ν.δ. 400/1970 (ΦΕΚ 10 Α΄), όπως ισχύει, προστίθεται Κεφάλαιο Δέκατο Τρίτο ως εξής: «ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ ΤΡΙΤΟ ΑΡΜΟΔΙΕΣ ΑΡΧΕΣ, ΣΧΕΣΕΙΣ ΜΕ ΕΛΕΓΚΤΕΣ, ΑΠΟΡΡΗΤΟ, ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΕΣ ΚΥΡΩΣΕΙΣ Άρθρο 111 Αρμόδια αρχή 1. Η ΕΠ.Ε.Ι.Α. ρυθμίζει με ειδικότερες αποφάσεις της και εποπτεύει το σύνολο των εργασιών μίας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, τόσο εντός Ελλάδος όσο και εκτός αυτής οπουδήποτε στην Κοινότητα ή στον ΕΟΧ. Η ρύθμιση και εποπτεία είναι προληπτική και αφο− ρά στη χρηματοοικονομική κατάσταση της επιχείρησης (τεχνικά αποθέματα, κάλυψη και επένδυση αυτών, διαθέ− σιμο, αναγκαίο περιθώριο φερεγγυότητας και εγγυητικό κεφάλαιο, πλέον των απαιτούμενων προς υποβολή λο− γιστικών, οικονομικών και στατιστικών στοιχείων) στην πλήρωση των οργανωτικών προϋποθέσεων λειτουργίας της επιχείρησης για όλο το φάσμα των δραστηριοτήτων της εντός και εκτός Ελλάδος και στην καταλληλότη− τα των μετόχων και διοικητών αυτής. Στην έννοια της χρηματοοικονομικής εποπτείας εντάσσεται ο έλεγχος του περιθωρίου φερεγγυότητας και ο σχηματισμός και η κάλυψη (επένδυση) των τεχνικών αποθεμάτων, ως και κάθε άλλο ειδικό θέμα και αναγκαία λεπτομέρεια. 2. Η ΕΠ.Ε.Ι.Α. ρυθμίζει με ειδικότερες αποφάσεις της και εποπτεύει την τήρηση κανόνων δεοντολογίας κατά την παροχή υπηρεσιών ασφάλισης και αντασφάλισης στην Ελλάδα, είτε αυτή διενεργείται από τις ελληνικές ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις είτε από τις αλλοδαπές τρίτων χωρών είτε και από τις με υποκατάστημα εγκαθιστάμενες ή διασυνοριακώς παρέ− χουσες κοινοτικές ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις. 3. Στο πλαίσιο της εποπτείας που ασκεί στους επο− πτευόμενους φορείς, η ΕΠ.Ε.Ι.Α. μπορεί να διενεργεί γε− νικούς ή ειδικούς, επιτόπιους ή μη, ελέγχους σε ασφαλι− στικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις. Οι παραπάνω έλεγχοι είναι δειγματοληπτικοί. 4. Η ΕΠ.Ε.Ι.Α. και τα εντεταλμένα όργανα αυτής, στο πλαίσιο των παραπάνω ελέγχων, μπορούν: (α) να έχουν πρόσβαση σε οποιοδήποτε έγγραφο υπό οποιαδήποτε μορφή και να λαμβάνουν αντίγραφό του, (β) να απαιτούν τη διακοπή κάθε δραστηριότητας ή πρακτικής που είναι αντίθετη με το παρόν διάταγμα ή τις αποφάσεις του που εκδίδονται κατ’ εξουσιοδότησή του, (γ) να λαμβάνουν πληροφορίες από τους ελεγκτές εποπτευόμενων φορέων που έχουν λάβει άδεια λει− τουργίας, (δ) να αναθέτουν εξακριβώσεις ή έρευνες σε ορκωτούς λογιστές και άλλους εμπειρογνώμονες. 5. Με την επιφύλαξη της εφαρμογής ειδικότερων δι− ατάξεων του παρόντος διατάγματος, με απόφαση της ΕΠ.Ε.Ι.Α. μπορούν να καθορίζονται τα στοιχεία που πρέ− πει να υποβάλλουν οι εποπτευόμενοι φορείς, ο χρόνος και τρόπος υποβολής τους, καθώς και κάθε άλλο τεχνικό θέμα και αναγκαία λεπτομέρεια. Άρθρο 112 Λόγοι δημοσίου συμφέροντος 1. Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις που εδρεύουν σε άλλα κράτη − μέλη, είτε μέσω υπο− καταστημάτων είτε μέσω παροχής υπηρεσιών χωρίς εγκατάσταση στην Ελλάδα, επιτρέπεται να παρέχουν ασφαλίσεις και αντασφαλίσεις στην Ελλάδα με τον ίδιο τρόπο που τις ασκούν στη χώρα καταγωγής τους, εφόσον δεν παραβιάζουν τις διατάξεις, οι οποίες, στο πλαίσιο της ασφαλιστικής, τραπεζικής, χρηματιστηρι− ακής και περί καταναλωτή νομοθεσίας, αποβλέπουν στην προστασία των αντισυμβαλλομένων, ιδιαίτερα δε των καταναλωτών ή άλλες διατάξεις δημοσίου συμ− φέροντος. 2. Οι ανωτέρω αναφερόμενες επιχειρήσεις επιτρέ− πεται να διαφημίζουν τις παρεχόμενες από αυτά υπη− ρεσίες ασφάλισης και αντασφάλισης, υπόκεινται όμως στις ισχύουσες στην Ελλάδα διατάξεις, που διέπουν τον τύπο και το περιεχόμενο της εν λόγω διαφήμισης με σκοπό την επαρκή και ορθή πληροφόρηση του κοινού, περιλαμβανομένης της διάταξης της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου. 3. Η ΕΠ.Ε.Ι.Α. στο πλαίσιο της αρμοδιότητάς της για τον έλεγχο της διαφάνειας των διαδικασιών και των όρων συναλλαγών των εποπτευόμενων από αυτήν προ− σώπων μπορεί να απαιτεί την προσαρμογή του περι− εχομένου, τόσο των διαφημίσεών τους όσο και των διάφορων συναλλακτικών πρακτικών τους. 4. Η ΕΠ.Ε.Ι.Α. δεν απορρίπτει σύμβαση αντεκχώρησης η οποία συνάπτεται μεταξύ ελληνικής αντασφαλιστικής επιχείρησης και ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επι− χείρησης, που έχει λάβει άδεια λειτουργίας και εποπτεύ− εται από αρμόδια αρχή κράτους − μέλους, για λόγους αποκλειστικά συνδεόμενους με την οικονομική ευρωστία της αντισυμβαλλόμενης ασφαλιστικής ή αντασφαλιστι− κής επιχείρησης. 5. Η διάταξη της παραγράφου 5 του άρθρου 15 του παρόντος διατάγματος εφαρμόζεται αναλογικά και για τις αντασφαλιστικές επιχειρήσεις. Κάθε ειδικό θέμα και αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή της διάταξης αυτής καθορίζεται με απόφαση της ΕΠ.Ε.Ι.Α.. Άρθρο 113 Αρμοδιότητες της ΕΠ.Ε.Ι.Α. για τη λήψη προληπτικών μέτρων σε περίπτωση διασυνοριακής παροχής υπηρεσιών από κοινοτική ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση 1. Εάν η ΕΠ.Ε.Ι.Α. διαπιστώσει ότι ασφαλιστική ή αντα− σφαλιστική επιχείρηση κράτους − μέλους, που διατη− ρεί υποκατάστημα ή παρέχει διασυνοριακά υπηρεσίες ασφάλισης ή αντασφάλισης στην Ελλάδα, παραβαίνει τις υποχρεώσεις της που απορρέουν από τις διατάξεις του παρόντος διατάγματος, ενημερώνει σχετικά την αρμόδια αρχή του κράτους − μέλους καταγωγής της επιχείρησης. Εάν, παρά τα μέτρα που λαμβάνει η αρ− μόδια αρχή του κράτους − μέλους καταγωγής ή εφόσον τα μέτρα αυτά αποδειχθούν ανεπαρκή, η ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση συνεχίζει να ενεργεί με τρόπο που είναι σαφώς επιζήμιος για τα συμφέροντα του ελληνικού κοινού ή της συστημικής σταθερότητας, η ΕΠ.Ε.Ι.Α. αφού ενημερώσει την αρμόδια αρχή του κρά− τους − μέλους καταγωγής, λαμβάνει όλα τα κατάλλη− λα μέτρα που είναι αναγκαία για να προστατεύσει το ελληνικό κοινό και να διασφαλίσει τη συστημική στα− θερότητα. Στα μέτρα αυτά περιλαμβάνεται και η δυνα− τότητα να απαγο− ρεύει στην επιχείρηση την άσκηση ασφαλίσεων ή αντασφαλίσεων στην Ελλάδα. 2. Η ΕΠ.Ε.Ι.Α. ενημερώνει την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και την Επιτροπή Ευρωπαϊκών Εποπτικών Αρχών Ασφαλί− σεων και Επαγγελματικών Συντάξεων (Committee of European Insurance and Occupational Pensions Supervi− sors CEIOPS) αμέσως για τα μέτρα που λαμβάνει σύμ− φωνα με το άρθρο αυτό. Η ΕΠ.Ε.Ι.Α. κοινοποιεί και στην ενδιαφερόμενη ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχεί− ρηση τα μέτρα τα οποία λαμβάνει σύμφωνα με αυτό το άρθρο και αφορούν σε κυρώσεις ή περιορισμό των δραστηριοτήτων της. Άρθρο 114 Σχέσεις με ελεγκτές 1. Οι ορκωτοί ελεγκτές οι οποίοι διενεργούν βάσει του π.δ. 226/1992 (ΦΕΚ 120 Α΄), όπως ισχύει, έλεγχο των ετήσιων και ενοποιημένων λογαριασμών των ασφαλι− στικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων ή κάθε άλλη νόμιμη αποστολή στο πλαίσιο των καθηκόντων τους, συντάσσουν ειδική έκθεση, με την οποία βεβαιώνουν την επάρκεια των τεχνικών αποθεμάτων, και υποχρε− ούνται να γνωστοποιούν χωρίς υπαίτια καθυστέρηση στην ΕΠ.Ε.Ι.Α., αναφορικά με την ασφαλιστική ή την αντασφαλιστική επιχείρηση που ελέγχουν, κάθε από− φαση ή γεγονός που περιήλθε εις γνώση τους κατά την άσκηση της αποστολής τους, εφόσον αυτή η απόφαση ή το γεγονός είναι δυνατόν: (α) να συνιστά σοβαρή παράβαση των νομοθετικών ή κανονιστικών διατάξεων που ορίζουν τις προϋποθέσεις χορήγησης άδειας λειτουργίας ή διέπουν την άσκηση των δραστηριοτήτων τους, (β) να θέσει σε κίνδυνο τη συνέχιση της λειτουργίας των ελεγχόμενων από αυτούς επιχειρήσεων, (γ) να οδηγήσει σε άρνηση πιστοποίησης των λογαρι− ασμών ή στη διατύπωση επιφυλάξεων επ’ αυτών. Κάθε ειδικό θέμα και αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή της διάταξης αυτής, όπως ενδεικτικά ο χρό− νος υποβολής της ανωτέρω έκθεσης, μπορεί να ρυθμί− ζεται με απόφαση της ΕΠ.Ε.Ι.Α.. 2. Η ίδια υποχρέωση ισχύει για τους ορκωτούς ελε− γκτές και για κάθε γεγονός ή απόφαση που περιήλθε σε γνώση τους κατά την εκπλήρωση των καθηκόντων τους της παραγράφου 1 σε σχέση με επιχείρηση που έχει στενούς δεσμούς με ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση την οποία ελέγχουν. 3. Η καλή τη πίστει γνωστοποίηση στην ΕΠ.Ε.Ι.Α. γεγο− νότων ή αποφάσεων που προβλέπονται στις προηγού− μενες παραγράφους από τα πρόσωπα που αναφέρονται παραπάνω δεν αποτελεί παράβαση συμβατικού ή νομι− κού περιορισμού της γνωστοποίησης πληροφοριών και δεν συνεπάγεται καμία ευθύνη των προσώπων αυτών. Άρθρο 115 Επαγγελματικό απόρρητο 1. Η ΕΠ.Ε.Ι.Α., κάθε πρόσωπο που ασκεί ή έχει ασκή− σει δραστηριότητα για λογαριασμό της, καθώς και οι εντεταλμένοι σε αυτήν ελεγκτές ή εμπειρογνώμονες υποχρεούνται στην τήρηση του επαγγελματικού απορ− ρήτου. Ως εμπιστευτικές πληροφορίες για τις οποίες υπάρχει υποχρέωση τήρησης επαγγελματικού απορρήτου νοού− νται οι πληροφορίες που περιέρχονται στα παραπάνω πρόσωπα σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος δια− τάγματος, καθώς και οι πληροφορίες που περιέρχονται σε αυτά από άλλες αρμόδιες αρχές, φορείς και φυσικά ή νομικά πρόσωπα. Η υποχρέωση τήρησης του επαγγελμα− τικού απορρήτου αίρεται όταν συγκατατίθεται η αρμόδια αρχή, ο φορέας ή το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που κοι− νοποίησε τη σχετική πληροφορία αυτή στην ΕΠ.Ε.Ι.Α.. Το απόρρητο αυτό συνεπάγεται ότι οι εμπιστευτικές πληροφορίες που λαμβάνουν κατά την άσκηση των κα− θηκόντων τους δεν επιτρέπεται να γνωστοποιούνται σε κανένα άλλο πρόσωπο ή αρχή, παρά μόνο σε συνοπτική ή συγκεντρωτική μορφή, ώστε να μην προκύπτει η ταυ− τότητα της συγκεκριμένης ασφαλιστικής ή αντασφαλι− στικής επιχείρησης, με την επιφύλαξη των περιπτώσεων που εμπίπτουν στο ποινικό δίκαιο. 2. Η απαγόρευση της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου αίρεται: α. Όταν τα παραπάνω στοιχεία αναφέρονται στη διοικητική πράξη και σε κάθε άλλο έγγραφο της δια− δικασίας επιβολής διοικητικών κυρώσεων από το διοι− κητικό συμβούλιο της Επιτροπής Εποπτείας Ιδιωτικής Ασφάλισης (ΕΠ.Ε.Ι.Α.). Οι διοικητικές αυτές πράξεις είναι ελεύθερα ανακοινώσιμες. β. Για την υποβολή, υποστήριξη ή αντίκρουση ενώπιον των δικαστηρίων αιτήσεων, ένδικων μέσων και ένδικων βοηθημάτων υπέρ ή κατά διοικητικών πράξεων του δι− οικητικού συμβουλίου της ΕΠ.Ε.Ι.Α.. γ. Για την αναφορά από την ΕΠ.Ε.Ι.Α. στις αρμόδιες εισαγγελικές και δικαστικές αρχές τυχόν αξιόποινων πράξεων. δ. Για την ανακοίνωση με συγκεντρωτική μορφή των πιο πάνω στοιχείων και πληροφοριών, εφόσον δεν προκύπτει η ταυτότητα των προσώπων στα οποία αναφέρονται. ε. Για την ανταλλαγή πληροφοριών με εποπτικές και γενικά αρμόδιες, ανεξάρτητες και μη, αρχές στην Ελλάδα, όπως ενδεικτικά με την Τράπεζα της Ελλά− δος, την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, τον Συνήγορο του Καταναλωτή, την Επιτροπή Ανταγωνισμού, την Εθνική Αρχή Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες, σε άλλα κράτη – μέλη του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου, καθώς επίσης και σε τρίτα κράτη, εφόσον έχει ληφθεί επαρκής μέριμνα για την τήρηση του επαγγελματικού απορρήτου από τις αρχές αυτές. στ. Για την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ μελών των νόμιμων διοικητικών οργάνων και του λοιπού προσωπι− κού της ΕΠ.Ε.Ι.Α. στα πλαίσια των καθηκόντων τους. ζ. Μετά από ειδικά αιτιολογημένο βούλευμα του αρ− μόδιου δικαστικού συμβουλίου κατά τη διάρκεια ανάκρι− σης, προανάκρισης ή προκαταρκτικής εξέτασης, ύστερα από σχετικό αίτημα του Εισαγγελέα ή του Ανακριτή ή μετά από απόφαση του δικαστηρίου ενώπιον του οποί− ου εκκρεμεί η υπόθεση, εφόσον η παροχή αυτών είναι απολύτως αναγκαία για τη διαπίστωση και την τιμωρία πλημμελήματος ή κακουργήματος. η. Για τη χρήση υπηρεσιών προσώπων, που δεν ανή− κουν στο δημόσιο τομέα αλλά η συνδρομή τους κρίνεται από την ΕΠ.Ε.Ι.Α. απαραίτητη λόγω των ειδικών τους προσόντων για τον εντοπισμό ή τη διερεύνηση παρα− βάσεων της ασφαλιστικής νομοθεσίας. 3. Όταν πρόκειται για ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση που έχει κηρυχθεί σε πτώχευση ή βρίσκεται υπό ειδική εκκαθάριση, οι εμπιστευτικές πληροφορίες οι οποίες δεν αφορούν τρίτους μπορούν να χρησιμο− ποιούνται στο πλαίσιο διαδικασιών αστικού ή εμπορικού δικαίου, εφόσον αυτό απαιτείται για τη διεξαγωγή της διαδικασίας. Άρθρο 116 Συνεργασία μεταξύ αρμόδιων αρχών και ανταλλαγή πληροφοριών 1. Η ΕΠ.Ε.Ι.Α. ανταλλάσσει αμέσως όλες τις πληροφορίες που είναι αναγκαίες για την εκπλήρωση των καθηκόντων των αρμόδιων αρχών των κρατών − μελών. Η ΕΠ.Ε.Ι.Α. μπορεί κατά την παροχή των πληροφοριών σε άλλη αρ− μόδια αρχή να ορίζει ότι οι πληροφορίες που παρέχει μπορούν να γνωστοποιηθούν μόνο ύστερα από τη ρητή συναίνεσή της και αποκλειστικά για τους σκοπούς για τους οποίους έχει δώσει τη συγκατάθεσή της. 2. Η ΕΠ.Ε.Ι.Α. δικαιούται να χρησιμοποιεί τις πληρο− φορίες που λαμβάνει από άλλες αρμόδιες αρχές για την εκπλήρωση των καθηκόντων της και ειδικότερα προκειμένου: α) για τον έλεγχο της τήρησης των όρων ανάληψης ασφαλιστικής και αντασφαλιστικής δραστηριότητας και τη διευκόλυνση της παρακολούθησης της άσκησης της δραστηριότητας αυτής, ιδίως όσον αφορά την παρα− κολούθηση των τεχνικών προβλέψεων, του περιθωρίου φερεγγυότητας, των διοικητικών και λογιστικών διαδι− κασιών και των μηχανισμών εσωτερικού ελέγχου· β) για την επιβολή κυρώσεων· γ) για την κατάθεση διοικητικής προσφυγής κατά αποφάσεων των αρμόδιων αρχών· δ) σε δικαστικές διαδικασίες που κινούνται δυνάμει του άρθρου 115 παρ. 2(γ) ή άλλων ειδικότερων σχετικών διατάξεων του παρόντος διατάγματος και της εν γένει ασφαλιστικής νομοθεσίας. 3. Η ΕΠ.Ε.Ι.Α., όταν λαμβάνει από αρμόδια αρχή άλλου κράτους − μέλους αίτημα για επιτόπια εξακρίβωση ή έρευνα: (α) προβαίνει η ίδια στην έρευνα, ή (β) επιτρέπει στην αιτούσα αρχή να πραγματοποιήσει η ίδια την εξακρίβωση ή έρευνα, ή (γ) αναθέτει σε ορκωτό λογιστή ή εμπειρογνώμονα τη διενέργεια της εν λόγω εξακρίβωσης ή έρευνας. Άρθρο 117 Ανταλλαγή πληροφοριών με άλλες αρχές στην Ελλάδα 1. Η ΕΠ.Ε.Ι.Α. μπορεί, επί τη βάσει μνημονίων συνερ− γασίας, να ανταλλάσσει πληροφορίες με το Επικουρι− κό Κεφάλαιο, την Τράπεζα της Ελλάδος, την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, την ΕΛΤΕ, την Επιτροπή Παρακολού− θησης των Διαδικασιών για την Αποφυγή Νομιμοποίη− σης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες, τη Γε− νική Γραμματεία Καταναλωτή και τον Συνήγορο του Καταναλωτή, την Επιτροπή Ανταγωνισμού, την Εθνική Αναλογιστική Αρχή και άλλες τυχόν αρμόδιες αρχές του Υπουργείου Ανάπτυξης, ως αρχής εποπτείας του εταιρικού δικαίου και του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών ως εποπτεύοντος την ΕΠ.Ε.Ι.Α. Υπουργεί− ου συμπεριλαμβανομένων, εφόσον η ανταλλαγή αυτή είναι απαραίτητη για την εκπλήρωση των εποπτικών καθηκόντων, είτε της ΕΠ.Ε.Ι.Α. είτε των αρχών αυτών. Ακόμη η ΕΠ.Ε.Ι.Α. μπορεί να ανταλλάσσει πληροφορίες με ανεξάρτητους αναλογιστές που πραγματοποιούν ελέγχους επί ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών επιχει− ρήσεων εφαρμοζομένου αναλόγως του προηγουμένου εδαφίου. Οι πληροφορίες που λαμβάνονται από τις εν λόγω αρχές, όργανα και πρόσωπα υπάγονται στο επαγ− γελματικό απόρρητο που αναφέρεται στο άρθρο 115 του παρόντος διατάγματος. 2. Εάν οι πληροφορίες προέρχονται από άλλο κράτος − μέλος ή από τρίτο εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης ή ΕΟΧ κράτος, η ΕΠ.Ε.Ι.Α. κοινοποιεί αυτές στις αρχές της πα− ραγράφου 1 του παρόντος άρθρου μόνο μετά από ρητή συγκατάθεση της αρμόδιας αρχής που τις διαβίβασε ή που εκτέλεσε τον επιτόπιο έλεγχο και, κατά περίπτωση, μόνο για τους σκοπούς για τους οποίους συμφώνησε η αρχή αυτή. 3. Η ΕΠ.Ε.Ι.Α. γνωστοποιεί στην Επιτροπή και στα λοιπά κράτη − μέλη την ταυτότητα των αρχών, προσώπων ή οργάνων που μπορούν να δέχονται πληροφορίες δυ− νάμει της παρούσας παραγράφου. 4. Τίποτα στο παρόν διάταγμα δεν εμποδίζει την Επι− τροπή να διαβιβάζει στην Τράπεζα της Ελλάδος, όταν η τελευταία ενεργεί υπό την ιδιότητα της νομισματικής αρχής, στο Ευρωπαϊκό Σύστημα Κεντρικών Τραπεζών και στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, και, κατά πε− ρίπτωση, σε άλλες δημόσιες αρχές επιφορτισμένες με την εποπτεία των συστημάτων πληρωμών και διακανονι− σμού, εμπιστευτικές πληροφορίες που προορίζονται για την εκπλήρωση της αποστολής τους. Οι εν λόγω αρχές ή φορείς δεν εμποδίζονται να διαβιβάζουν στην ΕΠ.Ε.Ι.Α. πληροφορίες που ενδέχεται να χρειασθεί η τελευταία για την εκτέλεση των αρμοδιοτήτων που προβλέπει το παρόν διάταγμα. Και οι πληροφορίες αυτές υπόκεινται στο επαγγελματικό απόρρητο του άρθρου 115 του πα− ρόντος διατάγματος. Άρθρο 118 Ανταλλαγή πληροφοριών με τρίτες χώρες 1. Η ΕΠ.Ε.Ι.Α. μπορεί να συνάπτει μνημόνια συνεργα− σίας για την ανταλλαγή πληροφοριών με εποπτικές αρχές τρίτων εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης ή ΕΟΧ κρατών της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων τους, εφόσον οι πληροφορίες που ανακοινώνονται καλύπτονται από εγγυήσεις επαγγελ− ματικού απορρήτου τουλάχιστον ισοδύναμες με αυτές που προβλέπονται στο άρθρο 115 του παρόντος δια− τάγματος. Η ΕΠ.Ε.Ι.Α. μπορεί να διαβιβάζει δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα σε τρίτη χώρα σύμφωνα με το άρθρο 9 του ν. 2472/1997 (ΦΕΚ 50 Α΄). 2. Εάν οι πληροφορίες προέρχονται από άλλο κράτος − μέλος ή από τρίτο εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης ή ΕΟΧ κράτος, η ΕΠ.Ε.Ι.Α. κοινοποιεί αυτές σε αρμόδιες αρχές τρίτων χωρών μόνο μετά από ρητή συγκατάθεση της αρμόδιας αρχής που τις διαβίβασε και, κατά περίπτωση, μόνο για τους σκοπούς για τους οποίους συμφώνησε η αρχή αυτή. 3. Οι αρχές αυτές είναι οι εποπτικές αρχές του χρη− ματοοικονομικού τομέα, οι αρχές εποπτείας διαδικασιών εκκαθάρισης, πτώχευσης και εξυγίανσης ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων, οι αρχές εποπτείας συστημάτων εγγυήσεως ως και τα ίδια τα συστήματα εγγυήσεως, ως και αρχές εποπτείας διατάξεων του εταιρικού δικαίου. Ακόμη η ΕΠ.Ε.Ι.Α. μπορεί να ανταλ− λάσσει πληροφορίες με ανεξάρτητους αναλογιστές που πραγματοποιούν ελέγχους επί ασφαλιστικών ή αντα− σφαλιστικών επιχειρήσεων εφαρμοζομένου αναλόγως του προηγουμένου εδαφίου. Άρθρο 119 Άρνηση συνεργασίας 1. Η ΕΠ.Ε.Ι.Α. μπορεί, παρά την υποβολή αίτησης αρχής άλλου κράτους − μέλους ή τρίτου, για συνεργασία σε έρευνα, σε επιτόπια εξακρίβωση ή σε άλλη δραστηριό− τητα εποπτείας ή σε ανταλλαγή πληροφοριών σύμφωνα με τα άρθρα 116 και 118 του παρόντος νόμου, να αρνηθεί την ανταλλαγή πληροφοριών και κάθε ενέργεια εάν: (α) η έρευνα ή η ανταλλαγή πληροφοριών ενδέχεται να προσβάλει την κυριαρχία, την ασφάλεια ή τη δημόσια τάξη της Ελλάδας, (β) έχει ήδη κινηθεί δικαστική διαδικασία για τα ίδια πραγματικά περιστατικά και κατά των ιδίων προσώπων ενώπιον των ελληνικών δικαστηρίων, (γ) έχει εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση ελληνικού δικα− στηρίου για τα ίδια πρόσωπα και για τα ίδια πραγματικά περιστατικά. 2. Στις περιπτώσεις άρνησης η ΕΠ.Ε.Ι.Α. ενημερώνει λεπτομερώς την αιτούσα αρμόδια αρχή για την εκκρεμή δικαστική διαδικασία ή απόφαση που έχει εκδοθεί. Άρθρο 120 Διοικητικές κυρώσεις 1. Ανεξαρτήτως της εφαρμογής των οικείων ποινικών διατάξεων του παρόντος διατάγματος, η ΕΠ.Ε.Ι.Α. μπο− ρεί να επιβάλλει στην ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, στα μέλη της διοίκησής της, ως και σε οποι− οδήποτε άλλο φυσικό ή νομικό πρόσωπο παραβιάζει τις διατάξεις του παρόντος νομοθετικού διατάγματος, καθώς και των αποφάσεων που εκδίδονται κατ’ εξου− σιοδότησή του, επίπληξη ή πρόστιμο ύψους μέχρι δύο εκατομμυρίων (2.000.000) ευρώ. 2. Ανεξαρτήτως της εφαρμογής των οικείων ποινικών διατάξεων του παρόντος διατάγματος, η ΕΠ.Ε.Ι.Α. μπορεί να επιβάλει πρόστιμο μέχρι διακόσιες χιλιάδες (200.000) ευρώ, αναλόγως της βαρύτητας της παράβασης, στην ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, στα μέλη της διοίκησής της, ως και σε οποιοδήποτε άλλο φυσικό ή νομικό πρόσωπο αρνείται τη συνεργασία ή παρακωλύ− ει έρευνα ή έλεγχο, που αυτή διενεργεί σύμφωνα με το παρόν νομοθετικό διάταγμα ή την κείμενη ασφαλιστική νομοθεσία. 3. Ανεξαρτήτως της εφαρμογής των οικείων ποινικών διατάξεων του παρόντος διατάγματος και με την επιφύ− λαξη της εφαρμογής της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, η ΕΠ.Ε.Ι.Α. μπορεί να επιβάλλει πρόστιμο ύψους μέχρι εκατό χιλιάδων (100.000) ευρώ και σε περίπτωση υποτροπής μέχρι τριακοσίων χιλιάδων (300.000) ευρώ σε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, που παραβαίνει τις δι− ατάξεις της κείμενης ασφαλιστικής νομοθεσίας, της περί υποχρεωτικής ασφάλισης οχημάτων συμπεριλαμ− βανομένης. 4. Κατά την επιμέτρηση των κυρώσεων λαμβάνονται ενδεικτικά υπόψη η επίπτωση της παράβασης στην εύ− ρυθμη λειτουργία της ασφαλιστικής αγοράς, ο κίνδυνος διατάραξης της συστημικής σταθερότητας, ο κίνδυνος πρόκλησης βλάβης στα συμφέροντα των ασφαλιζομέ− νων και το ύψος της πραγματικά προκληθείσας ζημί− ας σε αυτούς, ως και η τυχόν ανόρθωσή της, η λήψη μέτρων για την άρση της παράβασης στο μέλλον, ο βαθμός συνεργασίας με την ΕΠ.Ε.Ι.Α. κατά το στάδιο διερεύνησης και ελέγχου, οι ανάγκες της ειδικής και γενικής πρόληψης και η τυχόν καθ’ υποτροπή τέλεση παραβάσεων του παρόντος νομοθετικού διατάγματος ή της λοιπής νομοθεσίας για τις ασφαλίσεις. Άρθρο 121 Ενημέρωση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής 1. Η ΕΠ.Ε.Ι.Α. ενημερώνει, στα πλαίσια των διατάξεων του παρόντος κεφαλαίου, την Ευρωπαϊκή Επιτροπή του− λάχιστον στις ακόλουθες περιπτώσεις: α) Για κάθε άδεια λειτουργίας που χορηγείται σε επιχείρηση άμεσα ή έμμεσα θυγατρική μίας ή περισ− σότερων μητρικών επιχειρήσεων που διέπονται από το δίκαιο τρίτης χώρας. Στην ενημέρωση πρέπει να προσδιορίζεται και η δομή του αντίστοιχου ομίλου. β) Οσάκις μία μητρική τρίτης χώρας επιχείρηση απο− κτά συμμετοχή σε ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επι− χείρηση της Κοινότητας, η οποία με τον τρόπο αυτόν καθίσταται θυγατρική της. γ) Για τις κάθε φύσης δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι ελληνικές ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχει− ρήσεις για την εγκατάσταση και λειτουργία τους ή την άσκηση δραστηριοτήτων σε τρίτη χώρα. δ) Σε κάθε περίπτωση που απαιτείται από το παρόν διάταγμα. 2. Η ΕΠ.Ε.Ι.Α. συνεργάζεται στενά, για τις ανάγκες της εφαρμογής των διατάξεων του παρόντος διατάγμα− τος, με τις αρμόδιες αρχές ασφαλιστικής εποπτείας των λοιπών κρατών − μελών, με την Επιτροπή Ευρωπα− ϊκών Εποπτικών Αρχών Ασφαλίσεων και Επαγγελματι− κών Συντάξεων (Committee of European Insurance and Occupa−tional Pensions Supervisors CEIOPS) και με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή.»

Αθήνα, 12 Φεβρουαρίου 2009
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
ΚΑΡΟΛΟΣ ΓΡ. ΠΑΠΟΥΛΙΑΣ
ΟΙ ΥΠΟΥΡΓΟΙ
ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
Π. ΠΑΥΛΟΠΟΥΛΟΣ Ι. ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΙΟΥ
ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
Κ. ΧΑΤΖΗΔΑΚΗΣ Φ. ΠΑΛΛΗ − ΠΕΤΡΑΛΙΑ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ
Α. ΣΑΜΑΡΑΣ
Θεωρήθηκε και τέθηκε η Μεγάλη Σφραγίδα του Κράτους Αθήνα, 13 Φεβρουαρίου 2009
Ο ΕΠΙ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΥΠΟΥΡΓΟΣ
Ν. Γ. ΔΕΝΔΙΑΣ