66 Α' 2011

ΝΟΜΟΣ 3943/2011

Καταπολέμηση της φοροδιαφυγής, στελέχωση των ελεγκτικών υπηρεσιών και άλλες διατάξεις αρμοδιότητας Υπουργείου Οικονομικών.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄ - ΑΝΑΔΙΑΡΘΡΩΣΗ ΤΩΝ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΩΝ ΚΑΙ ΕΛΕΓΚΤΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΚΑΙ ΒΕΛΤΙΩΣΗ ΤΩΝ ΕΛΕΓΚΤΙΚΩΝ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΩΝ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
31 Μαρτίου 2011

ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ
ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
ΤΕΥΧΟΣ ΠΡΩΤΟ Αρ. Φύλλου 66
31 Μαρτίου 2011

ΝΟΜΟΣ ΥΠ’ ΑΡΙΘ. 3943
Καταπολέμηση της φοροδιαφυγής, στελέχωση των ελεγκτικών υπηρεσιών και άλλες διατάξεις αρμοδιότητας Υπουργείου Οικονομικών.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Εκδίδομε τον ακόλουθο νόμο που ψήφισε η Βουλή:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄ΑΝΑΔΙΑΡΘΡΩΣΗ ΤΩΝ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΩΝ ΚΑΙ ΕΛΕΓΚΤΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΚΑΙ ΒΕΛΤΙΩΣΗ ΤΩΝ ΕΛΕΓΚΤΙΚΩΝ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΩΝ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
Άρθρο 4Σύσταση θέσεων Ελεγκτών Βεβαίωσης και Αναγκαστικής Είσπραξης των Εσόδων του Κράτους στο Υπουργείο ΟικονομικώνΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Συνιστώνται στο Υπουργείο Οικονομικών θέσεις Ελεγκτών Βεβαίωσης και Αναγκαστικής Είσπραξης των Εσόδων του Κράτους, ο αριθμός των οποίων καθορίζεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών, Αποκέντρωσης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης και Οικονομικών. Με όμοια απόφαση ανακαθορίζεται ο αριθμός των θέσεων αυτών, κατανέμονται ή ανακατανέμονται οι θέσεις αυτές σε υπηρεσιακές μονάδες και καθορίζονται ή ανακαθορίζονται οι οργανικές μονάδες επιπέδου Αυτοτελούς Γραφείου, Τμήματος, Υποδιεύθυνσης ή Διεύθυνσης, κεντρικών ή περιφερειακών υπηρεσιών, της Γενικής Γραμματείας Φορολογικών και Τελωνειακών Θεμάτων του Υπουργείου Οικονομικών, των οποίων οι θέσεις, με εξαίρεση τις θέσεις Προϊσταμένου Αυτοτελούς Γραφείου, Τμήματος, Υποδιεύθυνσης ή Διεύθυνσης, καλύπτονται από υπαλλήλους που κατέχουν τις θέσεις που συνιστώνται με τη διάταξη του πρώτου εδαφίου της παραγράφου αυτής.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Οι θέσεις καλύπτονται από υπαλλήλους όλων των κλάδων του Υπουργείου Οικονομικών κατηγορίας ΠΕ και ΤΕ, οι οποίοι επιλέγονται, μετακινούνται ή αποσπώνται με απόφαση του ίδιου Υπουργού, με τη διαδικασία που ορίζεται στις επόμενες παραγράφους. Εξαιρετικά, κατά την πρώτη εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος άρθρου, με την προκήρυξη μπορεί να προβλέπεται ότι ποσοστό των θέσεων που δεν υπερβαίνει το πέντε τοις εκατό ( 5%) του συνολικού αριθμού τους μπορεί να καλύπτεται από υπαλλήλους κατηγορίας ΔΕ και να καθορίζονται τα ειδικότερα πρόσθετα προσόντα που απαιτούνται για την επιλογή αυτή.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Οι θέσεις προκηρύσσονται και οι υποψήφιοι επιλέγονται από πίνακα επιτυχόντων που καταρτίζει η Ειδική Επιτροπή που προβλέπεται στην παράγραφο 16 με τη σειρά επιτυχίας αυτών, ύστερα από αξιολόγηση των τυπικών και ουσιαστικών προσόντων τους και μετά από συνέντευξη, προκειμένου η Επιτροπή να διαμορφώσει γνώμη για την προσωπικότητα και την ουσιαστική ικανότητα άσκησης των ειδικών καθηκόντων της θέσης. Ο πίνακας κατάταξης των επιλεγέντων ισχύει για μια τριετία και οι θέσεις που κενώνονται καλύπτονται από αυτόν.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Με την προκήρυξη προσδιορίζονται οι θέσεις, καθορίζονται οι όροι και οι προϋποθέσεις συμμετοχής στη διαδικασία της επιλογής, ορίζονται τα απαιτούμενα τυπικά προσόντα για την κάλυψη αυτών και προσδιορίζονται οι τίτλοι σπουδών, η εξειδίκευση, τα πρόσθετα προσόντα ή η προηγούμενη εμπειρία για ορισμένο ποσοστό των θέσεων έτσι ώστε να επιτυγχάνεται η ανανέωση του ελεγκτικού δυναμικού. Κατά τα λοιπά, εφαρμόζεται το π.δ. 50/2001 (ΦΕΚ 39 Α΄). Η αίτηση για συμμετοχή στη διαδικασία επιλογής, η επιλογή και η τοποθέτηση σε θέση Ελεγκτή Βεβαίωσης και Αναγκαστικής Είσπραξης των Εσόδων του Κράτους δεν επηρεάζει με οποιονδήποτε τρόπο την υπηρεσιακή κατάσταση των υπαλλήλων.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Στις θέσεις Ελεγκτών Βεβαίωσης και Αναγκαστικής Είσπραξης των Εσόδων του Κράτους δεν επιτρέπεται να υπηρετεί υπάλληλος ο οποίος έχει τιμωρηθεί ή έχει ασκηθεί και εκκρεμεί σε βάρος του πειθαρχική δίωξη για οποιοδήποτε παράπτωμα ή συμπληρώνει το όριο ηλικίας ή το χρόνο υπηρεσίας για συνταξιοδότηση, μέσα στην επόμενη τριετία από την ημερομηνία επιλογής.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Με κοινή απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών, Αποκέντρωσης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης και Οικονομικών καθορίζονται και ανακαθορίζονται τα ουσιαστικά και τυπικά προσόντα που απαιτούνται για την κάλυψη των θέσεων Ελεγκτών Βεβαίωσης και Αναγκαστικής Είσπραξης των Εσόδων του Κράτους και μπορεί να ορίζονται ποιοτικά και ποσοτικά κριτήρια, καθώς και συντελεστές βαρύτητας των κριτηρίων αυτών για την επιλογή, οι προϋποθέσεις, ο τρόπος και η διαδικασία επιλογής, καθώς και κάθε άλλο θέμα σχετικά με την αξιολόγηση και την επιλογή των υποψήφιων Ελεγκτών Βεβαίωσης και Αναγκαστικής Είσπραξης των Εσόδων του Κράτους, την κατάρτιση του πίνακα επιτυχόντων, τα όργανα που συνομολογούν το συμβόλαιο αποδοτικότητας για λογαριασμό του Δημοσίου, τα στοιχεία που πρέπει αυτό να περιλαμβάνει, ο χρόνος, η διαδικασία και τα αρμόδια όργανα που ελέγχουν την εφαρμογή του συμβολαίου αποδοτικότητας, καθώς και κάθε θέμα σχετικά με την τακτική και ενδιάμεση επαναξιολόγηση των υπαλλήλων, ο τρόπος και το όργανο που διενεργεί την επαναξιολόγηση και κάθε άλλο θέμα για την εφαρμογή του εδαφίου αυτού. Με την ίδια απόφαση καθορίζονται τα στοιχεία του συμβολαίου αποδοτικότητας για τους προϊσταμένους των οργανικών μονάδων που προβλέπονται στις παραγράφους 21 και 22, ο χρόνος, η διαδικασία και τα αρμόδια όργανα που ελέγχουν την εφαρμογή του συμβολαίου αποδοτικότητας, καθώς και κάθε θέμα σχετικά με την τακτική και ενδιάμεση επαναξιολόγηση των προϊσταμένων αυτών των οργανικών μονάδων, ο τρόπος και το όργανο που διενεργεί την επαναξιολόγηση και κάθε άλλο σχετικό θέμα.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 7

Οι υποψήφιοι, με την αίτηση επιλογής τους σε θέση Ελεγκτή Βεβαίωσης και Αναγκαστικής Είσπραξης των Εσόδων του Κράτους, υποβάλλουν Ειδική Αναλυτική Δήλωση Περιουσιακής Κατάστασης (Πόθεν Έσχες). Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών καθορίζεται το περιεχόμενο της δήλωσης περιουσιακής κατάστασης. Κατά την πρώτη εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος, το περιεχόμενο της δήλωσης περιουσιακής κατάστασης ορίζεται με την προκήρυξη.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 8

Όσοι υπάλληλοι επιλεγούν και τοποθετηθούν με μετακίνηση ή απόσπαση σε θέση Ελεγκτή Βεβαίωσης και Αναγκαστικής Είσπραξης των Εσόδων του Κράτους, υπογράφουν με την ανάληψη των καθηκόντων τους συμβόλαιο αποδοτικότητας, για χρονικό διάστημα οκτώ μηνών. Στο συμβόλαιο αποδοτικότητας περιλαμβάνονται οι υποχρεώσεις και οι ποσοτικοί και ποιοτικοί στόχοι που αναλαμβάνουν να επιτύχουν.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 9

Όσοι υπάλληλοι επιλεγούν, τοποθετούνται στις θέσεις αυτές και αξιολογούνται, υποχρεωτικά κατά τη λήξη του συμβολαίου αποδοτικότητας, με δυνατότητα ενδιάμεσης αξιολόγησης. Για την αξιολόγηση συντάσσεται Έκθεση. Εκθέσεις Αξιολόγησης συντάσσονται και όταν υπάρχει ενδιάμεση αξιολόγηση. Αν, σύμφωνα με την Έκθεση Αξιολόγησης, δεν έχουν επιτευχθεί όλοι οι ποσοτικοί και ποιοτικοί στόχοι του συμβολαίου αποδοτικότητας ή δεν έχουν τηρηθεί οι λοιπές υποχρεώσεις που αναφέρονται σε αυτό και οφείλεται αυτό και σε υπαιτιότητα του υπαλλήλου, απαλλάσσονται αυτοδίκαια από τα καθήκοντα της θέσης του Ελεγκτή Βεβαίωσης και Αναγκαστικής Είσπραξης των Εσόδων του Κράτους και επανέρχονται υποχρεωτικά στην υπηρεσία από όπου μετακινήθηκαν, με διαπιστωτική πράξη του Υπουργού Οικονομικών. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, ύστερα από αίτηση του υπαλλήλου, μπορεί αυτός να επανέρχεται οποτεδήποτε στην υπηρεσία από την οποία προέρχεται, εφόσον συντρέχουν σοβαροί προσωπικοί λόγοι, ύστερα από γνώμη της αρμόδιας Ειδικής Επιτροπής που προβλέπεται στην παράγραφο 16.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 10

Οι υπάλληλοι που υπηρετούν σε θέσεις Ελεγκτών Βεβαίωσης και Αναγκαστικής Είσπραξης των Εσόδων του Κράτους απαλλάσσονται από τα καθήκοντά τους και επανέρχονται υποχρεωτικά στην υπηρεσία από την οποία μετακινήθηκαν, με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, ανεξάρτητα από την αξιολόγησή τους, αν ασκηθεί σε βάρος τους πειθαρχική δίωξη για οποιοδήποτε παράπτωμα ή δεν υποβάλλουν δήλωση περιουσιακής κατάστασης ή αν υποβάλλουν ανακριβή δήλωση περιουσιακής κατάστασης.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 11

Ο χρόνος υπηρεσίας σε θέση Ελεγκτή Βεβαίωσης και Αναγκαστικής Είσπραξης των Εσόδων του Κράτους, θεωρείται για τον υπάλληλο χρόνος πραγματικής υπηρεσίας στην οργανική του θέση.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 12

Οι υπάλληλοι που μετακινούνται σε εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος, έχουν δικαίωμα να κριθούν για επιλογή Προϊσταμένου Γενικής Διεύθυνσης, Διεύθυνσης, Τμήματος ή Αυτοτελούς Γραφείου, σε θέσεις που καλύπτονται από τον κλάδο προέλευσής τους ή στο φορέα προέλευσης αυτών, αντίστοιχα. Εφόσον αποδεχθούν τη θέση αυτή απαλλάσσονται από τα καθήκοντα του Ελεγκτή Βεβαίωσης και Αναγκαστικής Είσπραξης των Εσόδων του Κράτους το αργότερο μέσα σε πέντε ημέρες από την επιλογή τους.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 13

Οι υπηρετούντες σε θέσεις Ελεγκτών Βεβαίωσης και Αναγκαστικής Είσπραξης των Εσόδων του Κράτους απαγορεύεται να ασκούν οποιοδήποτε ιδιωτικό έργο με αμοιβή, για όσο διάστημα υπηρετούν σε αυτές.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 14

Οι Ελεγκτές Βεβαίωσης και Αναγκαστικής Είσπραξης των Εσόδων του Κράτους μετακινούνται με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, ύστερα από αίτησή τους ή αίτημα του Προϊσταμένου της Γενικής Διεύθυνσης Φορολογικών Ελέγχων, σε θέση Ελεγκτή Βεβαίωσης και Αναγκαστικής Είσπραξης των Εσόδων του Κράτους άλλης οργανικής μονάδας από αυτές που προβλέπονται στο δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 1, σύμφωνα με το άρθρο 66 του Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ. που κυρώθηκε με το ν. 3528/2007 (ΦΕΚ 26 Α΄) και την παράγραφο 2 του άρθρου έκτου του ν. 3845/2010 (ΦΕΚ 65 Α΄). Οι Ελεγκτές Βεβαίωσης και Αναγκαστικής Είσπραξης των Εσόδων του Κράτους μετατίθενται σε θέση Ελεγκτή Βεβαίωσης και Είσπραξης των Εσόδων του Κράτους με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, ύστερα από γνώμη της Ειδικής Επιτροπής Αξιολόγησης και Επιλογής, η οποία στη συγκεκριμένη περίπτωση αποτελεί το υπηρεσιακό συμβούλιο της παραγράφου 5 του άρθρου 67 του Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ.. Για τη μετάθεση εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις των παραγράφων 1, 2, 3, 6 και 8 του ίδιου άρθρου και Κώδικα.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 15

Οι Ελεγκτές Βεβαίωσης και Αναγκαστικής Είσπραξης των Εσόδων του Κράτους, για τα πειθαρχικά τους παραπτώματα που τελούνται κατά το χρονικό διάστημα που υπηρετούν στις θέσεις αυτές, υπάγονται ακόμη και μετά από την αποχώρησή τους από αυτές στην αποκλειστική αρμοδιότητα του Δευτεροβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου που προβλέπεται στις διατάξεις της παραγράφου 1 περίπτωση δ΄ του άρθρου 157 και του άρθρου 163 του Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ., το οποίο κρίνει τις πειθαρχικές τους υποθέσεις κατά προτεραιότητα σε πρώτο και τελευταίο βαθμό.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 16

Στο Υπουργείο Οικονομικών συνιστάται πενταμελής Ειδική Επιτροπή Αξιολόγησης και Επιλογής Προσωπικού για τις θέσεις που καλύπτονται από Ελεγκτές Βεβαίωσης και Αναγκαστικής Είσπραξης των Εσόδων του Κράτους, η οποία συγκροτείται από: 1) Τον Προϊστάμενο της Γενικής Διεύθυνσης Διοικητικής Υποστήριξης της Γενικής Γραμματείας Φορολογικών και Τελωνειακών Θεμάτων του Υπουργείου Οικονομικών, με αναπληρωτή του Προϊστάμενο Διεύθυνσης που υπάγεται στην ίδια Γενική Διεύθυνση, ως Πρόεδρο. 2) Τον Προϊστάμενο της Γενικής Διεύθυνσης Φορολογίας της Γενικής Γραμματείας Φορολογικών και Τελωνειακών Θεμάτων του Υπουργείου Οικονομικών, με αναπληρωτή του Προϊστάμενο Διεύθυνσης που υπάγεται στην ίδια Γενική Διεύθυνση, ως μέλος. 3) Τρείς Προϊσταμένους Διευθύνσεων της Γενικής Γραμματείας Φορολογικών και Τελωνειακών Θεμάτων, με αναπληρωτές τους Προϊσταμένους Τμημάτων Διευθύνσεων της ίδιας Γενικής Γραμματείας, με εμπειρία στο φορολογικό έλεγχο, ως μέλη. Ως Εισηγητής, χωρίς δικαίωμα ψήφου, ορίζεται ο Προϊστάμενος της Γενικής Διεύθυνσης Φορολογικών Ελέγχων, με αναπληρωτή έναν Προϊστάμενο Διεύθυνσης της ίδιας Γενικής Διεύθυνσης.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 17

Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών ορίζονται ο Πρόεδρος και τα μέλη της Ειδικής Επιτροπής της προηγούμενης παραγράφου, με τους αναπληρωτές τους, για θητεία δύο ετών, καθώς και οι Γραμματείς αυτών, με τους αναπληρωτές τους.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 18

Για τα θέματα της εν γένει υπηρεσιακής κατάστασης των υπηρετούντων σε θέσεις Ελεγκτών Βεβαίωσης και Αναγκαστικής Είσπραξης των Εσόδων του Κράτους, για τα οποία δεν ορίζεται, με τις διατάξεις του παρόντος, ως αρμόδια η Ειδική Επιτροπή που προβλέπεται στην παράγραφο 16, αρμοδιότητα έχουν τα υπηρεσιακά συμβούλια, που ήταν αρμόδια πριν από την επιλογή τους για τη θέση αυτή.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 19

Οι υπηρετούντες σε θέσεις Ελεγκτών Βεβαίωσης και Αναγκαστικής Είσπραξης των Εσόδων του Κράτους λαμβάνουν το σύνολο των αποδοχών τους με τα κάθε είδους γενικά ή ειδικά επιδόματα της οργανικής τους θέσης, καθώς και όλες τις πρόσθετες αμοιβές και αποζημιώσεις που προβλέπονται για τους υπαλλήλους του Υπουργείου Οικονομικών.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 20

Αν επιτευχθούν οι ποιοτικοί και ποσοτικοί στόχοι του συμβολαίου αποδοτικότητας, εκδίδεται ειδικά αιτιολογημένη απόφαση του οργάνου που διενεργεί την αξιολόγηση και επαναξιολόγηση που προβλέπεται στην παράγραφο 6. Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται οι διατάξεις της παραγράφου 25 του παρόντος άρθρου και της κανονιστικής απόφασης που εκδίδεται κατ’ εξουσιοδότησή της.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 21

Οι Προϊστάμενοι των οργανικών μονάδων επιπέδου Αυτοτελούς Γραφείου, Τμήματος, Υποδιεύθυνσης ή Διεύθυνσης, οι οποίες καθορίζονται με την κοινή απόφαση που προβλέπεται στο δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 1, υπογράφουν μέσα σε προθεσμία από την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού που ορίζεται με την απόφαση που προβλέπεται στην παράγραφο 6, συμβόλαιο αποδοτικότητας για χρονικό διάστημα μέχρι τη λήξη της θητείας που προβλέπεται στην παράγραφο 7 του άρθρου πέμπτου του ν. 3839/2010 (ΦΕΚ 51 Α΄).

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 22

Οι Προϊστάμενοι των οργανικών μονάδων που προβλέπονται στην προηγούμενη παράγραφο, οι οποίοι επιλέγονται σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του ν. 3839/2010 (ΦΕΚ 51 Α΄), υπογράφουν με την ανάληψη των καθηκόντων τους συμβόλαιο αποδοτικότητας για χρονικό διάστημα δεκαοκτώ μηνών οι Προϊστάμενοι Διευθύνσεων και δώδεκα μηνών οι Προϊστάμενοι Υποδιευθύνσεων, Τμημάτων ή Αυτοτελών Γραφείων.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 23

Οι Προϊστάμενοι των οργανικών μονάδων των δύο προηγούμενων παραγράφων αξιολογούνται υποχρεωτικά κατά τη λήξη του συμβολαίου αποδοτικότητας και προκειμένου περί Προϊσταμένων της παραγράφου 21 κατά τη λήξη της θητείας τους, με δυνατότητα ενδιάμεσης αξιολόγησης. Για την αξιολόγησή τους συντάσσεται Έκθεση. Εκθέσεις αξιολόγησης συντάσσονται και όταν υπάρχει ενδιάμεση αξιολόγηση. Αν σύμφωνα με την Έκθεση αξιολόγησης δεν έχουν επιτευχθεί όλοι οι ποσοτικοί ή ποιοτικοί στόχοι του συμβολαίου αποδοτικότητας ή δεν έχουν τηρηθεί οι λοιπές υποχρεώσεις που αναφέρονται σε αυτό και αυτό οφείλεται και σε υπαιτιότητα του Προϊσταμένου, μετακινούνται υποχρεωτικά από τη θέση που κατέχουν σε όμοια θέση οργανικής μονάδας του Υπουργείου Οικονομικών, εκτός εκείνων που καθορίζονται με την κοινή απόφαση του δεύτερου εδαφίου της παραγράφου 1.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 24

Οι διατάξεις των παραγράφων 10, 13, 15 και 20 εφαρμόζονται αναλόγως και για τους Προϊσταμένους οργανικών μονάδων των παραγράφων 21 και 22.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 25

Οι Εκθέσεις αξιολόγησης και επαναξιολόγησης που προβλέπονται στις παραγράφους 9 και 23 λαμβάνονται υπόψη για την εφαρμογή του άρθρου 81 του Υ.Κ. και αποτελούν την υπηρεσιακή αξιολόγηση που προβλέπεται στις περιπτώσεις γ(1) των παραγράφων 1, 2 και 3 του άρθρου 85 του ίδιου Κώδικα, για την εφαρμογή και αξιολόγηση των κριτηρίων που προβλέπονται στο ίδιο άρθρο του ίδιου Κώδικα. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών, Αποκέντρωσης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης και Οικονομικών μπορεί να ορίζονται οι συντελεστές, τα μόρια και κάθε σχετικό θέμα για τη συμμετοχή μεταξύ των κριτηρίων επιλογής του άρθρου 85 του Υ.Κ., των εκθέσεων αξιολόγησης και επαναξιολόγησης των παραγράφων 9 και 23.

Άρθρο 5Αντιμετώπιση διαφθοράς – Πειθαρχική δίωξη Σύσταση Υπηρεσίας Εσωτερικών Υποθέσεων στο Υπουργείο ΟικονομικώνΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Συνιστάται στο Υπουργείο Οικονομικών αυτοτελής Υπηρεσία Εσωτερικών Υποθέσεων, επιπέδου Διεύθυνσης, που υπάγεται απευθείας στον Υπουργό Οικονομικών και έχει έδρα την Αθήνα. Ως παράρτημα αυτής λειτουργεί η Υποδιεύθυνση Εσωτερικών Υποθέσεων Βορείου Ελλάδος, με έδρα την Περιφερειακή Ενότητα Θεσσαλονίκης.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Η Υπηρεσία Εσωτερικών Υποθέσεων είναι αρμόδια για τη συλλογή, επεξεργασία, σύνθεση, ανάλυση, αξιολόγηση και αξιοποίηση των πληροφοριών και στοιχείων, που αφορούν στην εμπλοκή υπαλλήλων του Υπουργείου Οικονομικών και των εποπτευόμενων από αυτό νομικών προσώπων, σε ποινικά και πειθαρχικά αδικήματα, την εξιχνίαση, την πειθαρχική τους δίωξη και την άμεση ενημέρωση των αρμόδιων για την ποινική δίωξη αρχών.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Η Υπηρεσία Εσωτερικών Υποθέσεων ελέγχει τις δηλώσεις περιουσιακής κατάστασης (πόθεν έσχες) των υπαλλήλων του Υπουργείου Οικονομικών και των εποπτευόμενων από αυτό νομικών προσώπων.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Η κατά τόπον αρμοδιότητα της Υποδιεύθυνσης Εσωτερικών Υποθέσεων Βορείου Ελλάδος εκτείνεται στα όρια των Περιφερειών Κεντρικής Μακεδονίας, Δυτικής Μακεδονίας και Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης και της Υπηρεσίας Εσωτερικών Υποθέσεων εκτείνεται στις λοιπές περιοχές της χώρας. Με ειδική εντολή του Υπουργού Οικονομικών, μπορεί να ανατίθεται στη Διεύθυνση και Υποδιεύθυνση η διενέργεια ελέγχων και ερευνών, στα πλαίσια της καθ’ ύλην αρμοδιότητάς τους, εκτός των ορίων της κατά τόπον αρμοδιότητας αυτών.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Οι διατάξεις των παραγράφων 6, 8, 19, 21 και 22 του άρθρου 30 του ν. 3296/2004 (ΦΕΚ 253 Α΄) ισχύουν και για την Υπηρεσία Εσωτερικών Υποθέσεων και το προσωπικό αυτής.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Η Υπηρεσία Εσωτερικών Υποθέσεων στελεχώνεται από υπαλλήλους του κλάδου Οικονομικών Επιθεωρητών του Υπουργείου Οικονομικών.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 7

Με κοινή απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών, Αποκέντρωσης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης και Οικονομικών καθορίζεται και ανακαθορίζεται η διάρθρωση των υπηρεσιακών μονάδων της Υπηρεσίας Εσωτερικών Υποθέσεων και η κατανομή ή ανακατανομή των αρμοδιοτήτων και των θέσεων και θεσπίζεται ο Ειδικός Κανονισμός Λειτουργίας και Καθηκόντων του προσωπικού της.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 8

Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών ορίζεται ο χρόνος έναρξης της λειτουργίας της Υπηρεσίας Εσωτερικών Υποθέσεων. Από την έναρξη λειτουργίας της Υπηρεσίας Εσωτερικών Υποθέσεων παύουν να ισχύουν οι αρμοδιότητες των κεντρικών και περιφερειακών υπηρεσιών της Γενικής Διεύθυνσης Οικονομικής Επιθεώρησης, κατά το μέρος που αυτές ασκούνται από την Υπηρεσία Εσωτερικών Υποθέσεων σύμφωνα με τον ειδικό κανονισμό οργάνωσης και λειτουργίας της. Με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται ύστερα από πρόταση των Υπουργών Εσωτερικών, Αποκέντρωσης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης και Οικονομικών ανακαθορίζονται οι αρμοδιότητες της Γενικής Διεύθυνσης Οικονομικής Επιθεώρησης και των κεντρικών και περιφερειακών υπηρεσιών αυτής, σύμφωνα με την κοινή υπουργική απόφαση που προβλέπεται στην προηγούμενη παράγραφο.

Άρθρο 6Ανανέωση προσωπικού του Σώματος Δίωξης

Οικονομικού Εγκλήματος (Σ.Δ.Ο.Ε.) Η παράγραφος 3 του άρθρου 27 του π.δ. 85/2005 (ΦΕΚ 122 Α΄) αντικαθίσταται ως εξής: «3. Οι υπάλληλοι που τοποθετούνται, μετατίθενται ή αποσπώνται στις Υπηρεσίες του Σ.Δ.Ο.Ε., εκτός από τους προϊσταμένους όλων των οργανικών μονάδων, προέρχονται από τους κλάδους Εφοριακών και Τελωνειακών ή από αυτούς που υπηρετούν σε θέσεις Ελεγκτών Βεβαίωσης και Αναγκαστικής Είσπραξης των Εσόδων του Κράτους και έχουν πραγματική υπηρεσία στους κλάδους των οργανικών θέσεων που καλύπτουν, μέχρι είκοσι έτη. Εφόσον πρόκειται για νεοδιόριστους υπαλλήλους, αμέσως μετά την τοποθέτησή τους παρακολουθούν εκπαιδευτικό πρόγραμμα στα κύρια αντικείμενα του Σ.Δ.Ο.Ε., διάρκειας τουλάχιστον δύο μηνών, το οποίο διοργανώνεται από την Κεντρική Υπηρεσία του Σ.Δ.Ο.Ε.. Κατ’ εξαίρεση επιτρέπεται να υπηρετούν και υπάλληλοι με περισσότερο από είκοσι έτη χρόνου υπηρεσίας, όχι όμως πάνω από είκοσι πέντε έτη συνολικό χρόνο υπηρεσίας και σε ποσοστό όχι μεγαλύτερο του δέκα τοις εκατό (10%) του συνολικού αριθμού των θέσεων. Για τους υπαλλήλους που αναφέρονται στα προηγούμενα εδάφια εκτιμώνται ιδίως τα παρακάτω προσόντα, όπως αυτά προκύπτουν από τα στοιχεία του προσωπικού μητρώου και του πειθαρχικού τους φακέλου: αα) Το ήθος και η προσήλωση στο υπηρεσιακό τους καθήκον. ββ) Η επαγγελματική επάρκεια και η υπηρεσιακή κατάρτιση στα αντικείμενα αρμοδιότητας του Σ.Δ.Ο.Ε.. γγ) Η ικανότητα συνεργασίας και επίδειξης ομαδικού πνεύματος. δδ) Η δυνατότητα ανάπτυξης πρωτοβουλιών και ο επαγγελματικός ζήλος.»

Άρθρο 7Ενίσχυση της διεθνούς διοικητικής συνεργασίας στον τομέα της άμεσης φορολογίαςΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Συνιστάται στη Διεύθυνση Διεθνών Οικονομικών Σχέσεων του Υπουργείου Οικονομικών Τμήμα Διεθνούς Διοικητικής Συνεργασίας στον τομέα της άμεσης φορολογίας.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Στο τέλος του άρθρου 2 του π.δ. 249/1998 (ΦΕΚ 186 Α΄) προστίθενται τα ακόλουθα: «γ) Τμήμα Διεθνούς Διοικητικής Συνεργασίας στον τομέα της άμεσης φορολογίας Α. Ανταλλαγή των πληροφοριών και ενίσχυση της αμοιβαίας διοικητικής συνδρομής στο πλαίσιο εφαρμογής: αα) Των διεθνών συμβάσεων αποφυγής της διπλής φορολογίας του εισοδήματος και του κεφαλαίου. ββ) Των διεθνών συμβάσεων που έχουν συναφθεί μεταξύ διεθνών οργανισμών, σχετικά με την αμοιβαία διοικητική συνδρομή στον τομέα της άμεσης φορολογίας. γγ) Των διατάξεων του κοινοτικού δικαίου για την αμοιβαία διοικητική συνδρομή των αρμόδιων αρχών των κρατών − μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης στον τομέα της άμεσης φορολογίας. δδ) Των διεθνών συμβάσεων με άλλες χώρες για την ανταλλαγή των πληροφοριών στον τομέα της άμεσης φορολογίας. εε) Των μνημονίων συνεργασίας ή πρωτοκόλλων ή ειδικότερων συμφωνιών, που έχουν συναφθεί με άλλες χώρες για την ανταλλαγή πληροφοριών στον τομέα της άμεσης φορολογίας, βάσει συμβάσεων για την αποφυγή της διπλής φορολογίας του εισοδήματος και του κεφαλαίου ή των οικείων διατάξεων του κοινοτικού δικαίου. Β. Διεξαγωγή των διαπραγματεύσεων μεταξύ της Ελλάδας και άλλων χωρών με σκοπό τη σύναψη ή αναθεώρηση διεθνών συμφωνιών ή μνημονίων συνεργασίας ή πρωτοκόλλων για την ανταλλαγή των πληροφοριών στον τομέα της άμεσης φορολογίας. Γ. Συνεργασία με τη Γ.Γ.Π.Σ., τη Γενική Διεύθυνση Φορολογίας, τη Γενική Διεύθυνση Φορολογικών Ελέγχων, το Σ.Δ.Ο.Ε. και κάθε αρμόδια φορολογική ή ελεγκτική υπηρεσία ή αρχή με σκοπό την άμεση προώθηση και αξιοποίηση των πληροφοριών που προωθούνται από τις αρμόδιες αλλοδαπές αρχές. Δ. Εισήγηση και μέριμνα για την εναρμόνιση του εσωτερικού δικαίου με το παράγωγο κοινοτικό δίκαιο στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων του τμήματος.»

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Στο άρθρο 3 του π.δ. 249/1998 η παράγραφος 4 αναριθμείται σε παράγραφο 5 και προστίθεται παράγραφος 4 ως εξής: «4. Του Τμήματος Διεθνούς Διοικητικής Συνεργασίας στον τομέα της άμεσης φορολογίας προΐσταται μόνιμος υπάλληλος, κατηγορίας ΠΕ, του κλάδου Εφοριακών.»

Άρθρο 8Βελτίωση αποτελεσματικότητας συστήματος ελέγχωνΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Στον Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος (Κ.Φ.Ε., ν. 2238/ 1994, ΦΕΚ 151 Α΄) μετά το άρθρο 67 προστίθεται νέο άρθρο 67Α, ως εξής: «Άρθρο 67Α Έλεγχος από το γραφείο 1. Οι υποκείμενοι σε φόρο με τις διατάξεις των άρθρων 2 και 101 του Κ.Φ.Ε. μπορούν να υπαχθούν σε τακτικό ή προσωρινό έλεγχο από το γραφείο της ελεγκτικής υπηρεσίας στην οποία υπάγονται για το μερικό προσδιορισμό του εισοδήματός τους. Ο έλεγχος αυτός διατάσσεται από τον προϊστάμενο της ελεγκτικής υπηρεσίας για ένα ή περισσότερα συγκεκριμένα θέματα και φορολογικά αντικείμενα και διενεργείται στην ελεγκτική υπηρεσία με βάση: α) τα στοιχεία του φακέλου, β) τα δελτία πληροφοριών, γ) τις εκθέσεις ελέγχου του Σ.Δ.Ο.Ε. και άλλων υπηρεσιών του Υπουργείου Οικονομικών, δ) τα βιβλία και στοιχεία που θα κληθεί να προσκομίσει ο ελεγχόμενος, ε) τα στοιχεία και τις πληροφορίες των προσώπων που ορίζονται στο άρθρο 17 του ν. 3842/2010 και στ) τα στοιχεία που προκύπτουν από τη μηχανογραφική επεξεργασία δεδομένων της Γ.Γ.Π.Σ.. 2. Ο προϊστάμενος της ελεγκτικής υπηρεσίας διενεργεί έλεγχο στην έδρα της επιχείρησης, ιδίως σε υποθέσεις για τις οποίες: α) αποφαίνεται ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής των διατάξεων του άρθρου 32 για τον εξωλογιστικό προσδιορισμό του εισοδήματος, σύμφωνα με τον έλεγχο που διενεργήθηκε από το γραφείο που προβλέπεται στο άρθρο 67 και στην προηγούμενη παράγραφο, β) απαιτείται έλεγχος της παραγωγής για τον προσδιορισμό των οικονομικών αποτελεσμάτων της επιχείρησης, γ) απαιτείται χρήση ειδικού λογισμικού για την επαλήθευση της εγκυρότητας των οικονομικών στοιχείων που δίνονται στις φορολογικές αρχές, δ) απαιτείται έλεγχος των ειδικών αρχείων προκειμένου για επιχειρήσεις που ασχολούνται με το ηλεκτρονικό εμπόριο, ε) κρίνει αιτιολογημένα ότι είναι αναγκαίο, στ) έχει διενεργηθεί έλεγχος από το γραφείο, για συγκεκριμένο ποσοστό υποθέσεων το οποίο καθορίζεται με υπουργική απόφαση. 3. Οι διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 66, των παραγράφων 3, 4 και 5 του άρθρου 67 και της παραγράφου 5 του άρθρου 68 έχουν ανάλογη εφαρμογή. 4. Τα δικαιώματα ελέγχου που αναφέρονται στο παρόν άρθρο, καθώς και στα προηγούμενα άρθρα 66 και 67 έχει και η Γενική Διεύθυνση Φορολογικών Ελέγχων, η οποία μπορεί να διατάσσει και επανέλεγχο για οποιαδήποτε φορολογική υπόθεση με υπαλλήλους της αρμόδιας ελεγκτικής υπηρεσίας ή με άλλους υπαλλήλους των ελεγκτικών υπηρεσιών που εποπτεύει, οι οποίοι μετακινούνται για το σκοπό αυτόν με απόφασή της. 5. Η Γενική Διεύθυνση Φορολογικών Ελέγχων σχεδιάζει, επιβλέπει τη διενέργεια των ελέγχων και διασταυρώσεων με βάση καθορισμένες ελεγκτικές διαδικασίες και τεχνικές ελέγχου και συμμετέχει στη διαδικασία ελέγχου. Η επιλογή υποθέσεων που θα ελεγχθούν γίνεται από τη Γενική Διεύθυνση Φορολογικών Ελέγχων, μετά από εισήγηση του προϊστάμενου της ελεγκτικής υπηρεσίας, με τη συνεργασία της Γ.Γ.Π.Σ. σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 80 του ν. 3842/2010 (ΦΕΚ 58 Α΄).»

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Η παράγραφος 1 του άρθρου 66 του Κ.Φ.Ε. αντικαθίσταται ως εξής: «1. Ο προϊστάμενος της ελεγκτικής υπηρεσίας ελέγχει την ακρίβεια των επιδιδόμενων δηλώσεων και προβαίνει σε έρευνα για την εξακρίβωση των υπόχρεων που δεν έχουν υποβάλει δήλωση. Για το σκοπό αυτό δικαιούται: α. Να καλεί εγγράφως τον υπόχρεο, ανεξάρτητα αν έχει υποβάλει ή όχι φορολογική δήλωση, να δώσει μέσα σε τακτή και σύντομη προθεσμία, είτε αυτοπροσώπως είτε με εντολοδόχο που ορίζεται με δήλωσή του προς την ελεγκτική υπηρεσία, τις αναγκαίες διευκρινίσεις και να προσκομίσει κάθε λογαριασμό και κάθε στοιχείο που είναι χρήσιμο για τον καθορισμό του εισοδήματος. β. Να ζητεί από κάθε φορέα της Γενικής Κυβέρνησης, όπως αυτή ορίζεται στο άρθρο 1Β του ν. 2362/1995 (ΦΕΚ 247 Α΄), που έχει προστεθεί με το άρθρο 2 του ν. 3871/2010 (ΦΕΚ 141 Α΄), κάθε χρηματοπιστωτικό ίδρυμα, ιδιωτική επιχείρηση και γενικά από κάθε οργάνωση επαγγελματική, εμπορική, βιομηχανική, γεωργική κ.λπ. οποιαδήποτε πληροφορία θεωρεί αναγκαία για τη διευκόλυνση του ελεγκτικού έργου του, οι οποίοι υποχρεούνται να την παρέχουν. Για την εκπλήρωση της υποχρέωσης αυτής, οποιασδήποτε μορφής γενικό ή ειδικό απόρρητο αίρεται με πράξη του Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος, μετά από αίτημα του οργάνου που διενεργεί τον έλεγχο και σύμφωνη γνώμη του προϊσταμένου της Γενικής Διεύθυνσης Φορολογικών Ελέγχων. γ. Να καλεί οποιοδήποτε πρόσωπο και να ζητεί από αυτό τις πληροφορίες που είναι αναγκαίες για τη διΦΕΚ 1803 ευκόλυνση του ελεγκτικού έργου του και οι οποίες δίνονται εγγράφως. δ. Να ενεργεί, είτε ο ίδιος είτε ο οριζόμενος με έγγραφη εντολή του υπάλληλος της ελεγκτικής υπηρεσίας ή άλλος δημόσιος υπάλληλος ή άλλη αρχή, οποιαδήποτε επιτόπια εξέταση που θα κρίνει αναγκαία και ειδικά, προκειμένου για υπόχρεους που υπάγονται στις διατάξεις του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων και σύμφωνα με αυτές. ε. Να ενεργεί, είτε ο ίδιος είτε ο οριζόμενος με έγγραφη εντολή του υπάλληλος της ελεγκτικής υπηρεσίας, ελεγκτικές επαληθεύσεις στα βιβλία και στοιχεία επιτηδευματία αρμοδιότητας άλλου προϊσταμένου Δ.Ο.Υ., που έχει την έδρα του στην ίδια πόλη ή στον ίδιο νομό, για να διαπιστώνει την ακρίβεια των δεδομένων των στοιχείων και βιβλίων επιτηδευματία ο οποίος υπάγεται στη δική του ελεγκτική αρμοδιότητα, καλώντας τον επιτηδευματία να προσκομίσει τα ζητούμενα βιβλία και στοιχεία στα γραφεία της ελεγκτικής υπηρεσίας. Ο έλεγχος του άλλου επιτηδευματία περιορίζεται στη διαδικασία διασταύρωσης στοιχείων που φέρεται ως εκδότης ή λήπτης αυτών, με τα δεδομένα των βιβλίων και στοιχείων του. Στον έλεγχο αυτό δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις των παραγράφων 3 και 4 του άρθρου 36 του π.δ. 186/1992 (ΦΕΚ 84 Α΄).»

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Στον Κώδικα Φ.Π.Α., που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 2859/2000 (ΦΕΚ 248 Α΄), μετά το άρθρο 48 προστίθεται νέο άρθρο 48 Α ως εξής: «Άρθρο 48Α Έλεγχος από το γραφείο 1. Αν από τα βιβλία και στοιχεία του υπόχρεου στο φόρο, τις ήδη διαπιστωμένες παραβάσεις και τα λοιπά στοιχεία του φακέλου, τα δελτία πληροφοριών, τις εκθέσεις ελέγχου του Σ.Δ.Ο.Ε. και άλλων υπηρεσιών του Υπουργείου Οικονομικών, τα στοιχεία και τις πληροφορίες των προσώπων που ορίζονται στο άρθρο 17 του ν. 3842/2010, καθώς και τα στοιχεία που προκύπτουν από τη μηχανογραφική επεξεργασία δεδομένων της Γ.Γ.Π.Σ., προκύπτει ότι ο υπόχρεος στο φόρο παρέλειψε να δηλώσει ή δήλωσε ανακριβώς τη φορολογητέα αξία ή υπολόγισε εσφαλμένα τα ποσοστά ή τις εκπτώσεις, ο προϊστάμενος της ελεγκτικής υπηρεσίας μπορεί να εκδώσει από το γραφείo μερική πράξη προσδιορισμού του φόρου για μία ή περισσότερες φορολογικές περιόδους ή και για ολόκληρη διαχειριστική περίοδο ακόμα και χωρίς έλεγχο όλων των βιβλίων και στοιχείων και χωρίς να είναι αναγκαία η διενέργεια ελέγχου σε άλλες φορολογίες. 2. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών καθορίζονται τα κριτήρια και οι τεχνικές βάσει των γενικά παραδεκτών αρχών και τεχνικών της ελεγκτικής με τις οποίες προσδιορίζονται οι εκροές του ελεγχόμενου επιτηδευματία.»

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Οι παράγραφοι 2, 3 και 4 του άρθρου 50 του Κώδικα Φ.Π.Α., αναριθμούνται σε 3, 4 και 5 και προστίθεται νέα παράγραφος 2 ως εξής: «2. Εφόσον διαπιστώνεται η μη υποβολή από τον υπόχρεο του φόρου, περιοδικής δήλωσης για κάποια φορολογική περίοδο, ο προϊστάμενος της ελεγκτικής υπηρεσίας μπορεί, χωρίς άλλη ελεγκτική ενέργεια, να εκδώσει προσωρινή πράξη προσδιορισμού του φόρου, με την οποία προβαίνει στον προσδιορισμό της φορολογητέας αξίας, των ποσοστών και των εκπτώσεων του φόρου με βάση τα στοιχεία των περιοδικών δηλώσεων στις οποίες έχει προβεί ο υπόχρεος κατά τις τρεις προηγούμενες φορολογικές περιόδους. Στην περίπτωση αυτή, ως φορολογητέα αξία ανά συντελεστή φόρου λαμβάνονται οι αντίστοιχοι μέσοι όροι που προκύπτουν από τις παραπάνω δηλώσεις. Για επιχειρήσεις που λειτουργούν εποχιακά ο προσδιορισμός της φορολογητέας αξίας, των ποσοστών και των εκπτώσεων του φόρου γίνεται με βάση τα στοιχεία της αντίστοιχης περιόδου του προηγούμενου έτους, προσαυξημένα κατά δεκαπέντε τοις εκατό (15%).»

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 36 του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων αντικαθίσταται ως εξής: «Ο έλεγχος των βιβλίων και στοιχείων που ορίζονται από τον Κώδικα αυτό γίνεται στην επαγγελματική εγκατάσταση του επιτηδευματία ή στην έδρα της Δ.Ο.Υ. ή της ελεγκτικής υπηρεσίας μετά από έγγραφη πρόσκληση του προϊσταμένου αυτής.»

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Οι καταλογιστικές εν γένει πράξεις φόρου, τέλους, εισφοράς ή προστίμου που εκδίδονται από τις φορολογικές και τελωνειακές αρχές μπορεί να επιδίδονται στον υπόχρεο και στα πρόσωπα γενικώς στα οποία προβλέπεται η επίδοσή τους με δικαστικούς επιμελητές. Η επιλογή των δικαστικών επιμελητών γίνεται από τον προϊστάμενο της φορολογικής και τελωνειακής αρχής με βάση κατάσταση που αποστέλλεται από τον πρόεδρο του συλλόγου των δικαστικών επιμελητών του οικείου πρωτοδικείου. Η αμοιβή των δικαστικών επιμελητών για τις επιδόσεις των ως άνω πράξεων ορίζεται στο ήμισυ αυτής που καθορίζεται με την κοινή υπουργική απόφαση που εκδίδεται κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 50 του Κώδικα Δικαστικών Επιμελητών, που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 2318/1995 (ΦΕΚ 126 Α΄) και βαρύνει το Δημόσιο. Σε περίπτωση μη επίτευξης διοικητικής επίλυσης της διαφοράς για πράξη που επιδόθηκε με δικαστικό επιμελητή κατά τα ανωτέρω οριζόμενα, η δαπάνη για την επίδοσή της βεβαιώνεται σε βάρος του υπόχρεου και καταβάλλεται εφάπαξ. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, καθορίζεται το είδος των παραπάνω πράξεων που επιδίδονται αποκλειστικά με δικαστικούς επιμελητές, ο τρόπος και o χρόνος βεβαίωσης σε βάρος του υπόχρεου της δαπάνης για την επίδοση των σχετικών πράξεων, καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος άρθρου. Ειδικά ως προς τις ως άνω αναφερόμενες καταστάσεις δικαστικών επιμελητών που αποστέλλονται στις φορολογικές και τελωνειακές αρχές, καθορίζεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, ο τρόπος και ο χρόνος αποστολής τους στις εν λόγω αρχές, καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια σε σχέση με το θέμα αυτό.

Άρθρο 9Δημοσιοποίηση ληξιπρόθεσμων οφειλών προς το ΔημόσιοΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Τα στοιχεία των συνολικών ληξιπρόθεσμων οφειλών προς το Δημόσιο από κάθε αιτία, όταν αυτές υπερβαίνουν το ποσό των εκατόν πενήντα χιλιάδων (150.000) ευρώ ανά φυσικό ή νομικό πρόσωπο, δημοσιοποιούνται υποχρεωτικά σε δικτυακό τόπο του Υπουργείου Οικονομικών, εφόσον η καταβολή τους καθυστερεί για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο του έτους.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Από τη ρύθμιση της προηγούμενης παραγράφου εξαιρούνται οι οφειλές, για τις οποίες έχει χορηγηθεί στον οφειλέτη διευκόλυνση τμηματικής καταβολής του χρέους, για όσο χρόνο διαρκεί η διευκόλυνση και εφόσον ο οφειλέτης είναι συνεπής με τους όρους της, καθώς και οι οφειλές για την καταβολή των οποίων έχει διαταχθεί αναστολή με δικαστική απόφαση.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Δημοσιοποιούνται, επίσης, στοιχεία των παραβάσεων του Κ.Β.Σ. οι οποίες συνίστανται στην έκδοση πλαστών ή στην έκδοση και λήψη εικονικών ως προς τη συναλλαγή φορολογικών στοιχείων ή στη μη έκδοση ή στην ανακριβή έκδοση φορολογικών στοιχείων, από τα οποία προκύπτει απόκρυψη φορολογητέας ύλης, καθώς και παραβάσεων που συνίστανται στην καταχώριση στα βιβλία αγορών ή εξόδων που δεν έχουν πραγματοποιηθεί και δεν έχει εκδοθεί φορολογικό στοιχείο.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών ορίζονται οι προϋποθέσεις, η διαδικασία και οι τεχνικές προδιαγραφές δημοσιοποίησης στο διαδίκτυο, τα δεδομένα που δημοσιοποιούνται, μεταξύ των οποίων και τα στοιχεία των οφειλετών, των παραβατών και των συνυπόχρεων με αυτούς προσώπων, η διαδικασία και οι προϋποθέσεις άρσης της δημοσιοποίησης, τα οργανωτικά και τεχνικά μέτρα για την ασφάλεια της επεξεργασίας και κάθε άλλο σχετικό θέμα, αφού ληφθούν υπόψη και οι διατάξεις του ν. 2472/1997 (ΦΕΚ 50 Α΄).»

Άρθρο 10Διάκριση ληξιπρόθεσμων χρεών σε εισπράξιμα και ανεπίδεκτα είσπραξης

Μετά το άρθρο 82 του Κώδικα Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων (Κ.Ε.Δ.Ε., ν.δ. 356/1974, ΦΕΚ 90 Α΄) προστίθεται νέο άρθρο 82Α ως εξής: «Άρθρο 82Α Διάκριση ληξιπρόθεσμων χρεών σε εισπράξιμα και ανεπίδεκτα είσπραξης 1. Ληξιπρόθεσμες οφειλές προς το Δημόσιο, καθώς και συμβεβαιωμένες οφειλές προς τρίτους, που έχουν βεβαιωθεί κατά τις διατάξεις του Κ.Ε.Δ.Ε. και θεωρούνται ανεπίδεκτες είσπραξης από την υπηρεσία στην οποία είναι βεβαιωμένες καταχωρίζονται σε ειδικά βιβλία της υπηρεσίας, με απόφαση Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, που συγκροτείται με απόφαση της Ολομέλειάς του. Το Τμήμα του Ελεγκτικού Συνεδρίου αποφασίζει οριστικά μετά από γνωμοδότηση της Επιτροπής που προβλέπεται στην παράγραφο 5 και εισήγηση της αρμόδιας υπηρεσίας Επιτρόπου του Ελεγκτικού Συνεδρίου. 2. Ως ανεπίδεκτες είσπραξης οφειλές χαρακτηρίζονται εκείνες για τις οποίες έχουν εξαντληθεί όλες οι ενέργειες εντοπισμού πηγών αποπληρωμής και αναγκαστικής είσπραξης και σε κάθε περίπτωση οι εξής: α. Έχουν ολοκληρωθεί οι έρευνες και δεν προέκυψε η ύπαρξη περιουσιακών στοιχείων. β. Έχει ολοκληρωθεί, εφόσον έχουν εντοπιστεί ακίνητα ή κινητά πράγματα, ικανά να καλύψουν μέρος ή το σύνολο των οφειλών, η διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης με επίσπευση από το Δημόσιο ή τρίτους και από το προϊόν της εκποίησης των πάσης φύσεως περιουσιακών στοιχείων και προσόδων του οφειλέτη δεν εξοφλήθηκαν πλήρως οι απαιτήσεις του Δημοσίου. γ. Έχει πραγματοποιηθεί έλεγχος από ειδικά οριζόμενο για το σκοπό αυτόν ελεγκτή, ο οποίος πιστοποιεί με βάση εμπεριστατωμένη έκθεση ελέγχου ότι δεν υφίσταται άλλη πηγή αποπληρωμής. δ. Δεν υφίσταται πτωχευτική και μεταπτωχευτική περιουσία ή έχει εκποιηθεί η υπάρχουσα, εφόσον πρόκειται για πτωχό. ε. Έχει ολοκληρωθεί, εφόσον πρόκειται για επιχείρηση υπό εκκαθάριση, η διαδικασία αυτής και δεν υπάρχουν περιουσιακά στοιχεία. στ. Έχουν ολοκληρωθεί, προκειμένου για χρέη για την καταβολή των οποίων υπάρχουν συνυπόχρεοι, και ως προς αυτούς τουλάχιστον οι ενέργειες που αναφέρονται στις περιπτώσεις α΄, β΄ και γ΄. ζ. Έχει ολοκληρωθεί με αμετάκλητη δικαστική απόφαση, η ποινική διαδικασία σε βάρος των υπευθύνων κατά τις διατάξεις του άρθρου 25 του ν.1882/1990 (ΦΕΚ 43 Α΄) και ο οφειλέτης έχει υποβληθεί σε εκτέλεση της ποινής που έχει καταγνωσθεί σε βάρος του. 3. Η πρόταση για την καταχώριση στα ειδικά βιβλία ανεπίδεκτων είσπραξης υποβάλλεται οίκοθεν από τον προϊστάμενο της υπηρεσίας στην οποία είναι βεβαιωμένη η οφειλή προς την αρμόδια Κεντρική Υπηρεσία, με τα πλήρη στοιχεία και την αιτιολογημένη άποψη αυτού. Από τα στοιχεία πρέπει να αποδεικνύεται ότι έχουν εξαντληθεί όλες οι απαραίτητες ενέργειες για την είσπραξη της οφειλής η οποία θεωρείται ανεπίδεκτη είσπραξης και ότι δεν υπάρχει πλέον καμία πηγή αποπληρωμής της. Έλεγχος και επαλήθευση των υποβαλλόμενων στοιχείων διενεργείται από την αρμόδια Κεντρική Υπηρεσία, η οποία και εισηγείται στην Επιτροπή που προβλέπεται στην παράγραφο 5. 4. Η πρόταση δεν υποβάλλεται εφόσον υπάρχει πιθανότητα έστω και μερικής είσπραξης της οφειλής. Αν εντοπιστούν κενά στην πρόταση ο φάκελος με τα επισυναπτόμενα στοιχεία επιστρέφεται από την Κεντρική Υπηρεσία για να συμπληρωθεί ενώ, αν εντοπιστεί πηγή μερικής ή ολικής αποπληρωμής, ο φάκελος επιστρέφεται και η απαίτηση κατά το μέρος που μπορεί να εισπραχθεί χαρακτηρίζεται εισπράξιμη. 5. Η πρόταση αναρτάται στο διαδίκτυο (Πρόγραμμα «Διαύγεια») και μετά παρέλευση τριάντα ημερών από την ανάρτησή της, η πρόταση και τα παραστατικά της στοιχεία υποβάλλονται σε επιτροπή που αποτελείται από: α) έναν Νομικό Σύμβουλο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους (Ν.Σ.Κ.), ως Πρόεδρο, με αναπληρωτή του Νομικό Σύμβουλο ή Πάρεδρο του Ν.Σ.Κ., β) έναν προϊστάμενο Διεύθυνσης της Γενικής Διεύθυνσης Φορολογίας, ως μέλος, γ) έναν προϊστάμενο Διεύθυνσης της Γενικής Διεύθυνσης Φορολογικών Ελέγχων, ως μέλος. Εισηγητής στην Επιτροπή είναι, χωρίς δικαίωμα ψήφου, ο προϊστάμενος της Διεύθυνσης Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων. Αν η αίτηση αφορά τελωνειακή οφειλή συμμετέχει στην Επιτροπή και ένας προϊστάμενος Διεύθυνσης της Γενικής Διεύθυνσης Τελωνείων και Ειδικών Φόρων Κατανάλωσης, με εισηγητή τον προϊστάμενο της Διεύθυνσης Τελωνειακών Διαδικασιών. Η Επιτροπή συγκροτείται με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών. Με την απόφαση αυτή ορίζονται και οι αναπληρωτές των μελών της Επιτροπής, καθώς και υπάλληλοι κατηγορίας ΠΕ της Διεύθυνσης Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων ως Γραμματείς της Επιτροπής. 6. Η Επιτροπή αξιολογεί τα στοιχεία του φακέλου της υπόθεσης, αναζητά εφόσον το κρίνει σκόπιμο συμπληρωματικά στοιχεία από οποιαδήποτε υπηρεσία ή τρίτο και γνωμοδοτεί θετικά ή αρνητικά, για την καταχώριση της οφειλής στα βιβλία των ανεπίδεκτων είσπραξης ή για την απόρριψη του αιτήματος. Το Τμήμα του Ελεγκτικού Συνεδρίου που αναφέρεται στην παράγραφο 1, αφού λάβει υπόψη τη γνωμοδότηση της Επιτροπής, αποφασίζει για την καταχώριση ή μη του συνόλου ή μέρους της οφειλής στα βιβλία των ανεπίδεκτων είσπραξης. 7. Με απόφαση του Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου ύστερα από εισήγηση της αρμόδιας για τον οφειλέτη φορολογικής αρχής, ή ύστερα από αίτηση του οφειλέτη και μετά από γνωμοδότηση της Επιτροπής που προβλέπεται στην παράγραφο 5 και εισήγηση της αρμόδιας υπηρεσίας Επιτρόπου του Ελεγκτικού Συνεδρίου, οφειλή που έχει καταχωρισθεί κατά τα ανωτέρω στα βιβλία των ανεπίδεκτων είσπραξης διαγράφεται από τα βιβλία αυτά και επανεγγράφεται στα βιβλία των εισπράξιμων, εάν σε χρονικό διάστημα είκοσι ετών από την εγγραφή της διαπιστωθεί ότι υπάρχει ή αποκτήθηκε περιουσιακό στοιχείο από τον οφειλέτη ή συνυπόχρεο πρόσωπο που καλύπτει μερικά ή ολικά την οφειλή. Κατά το χρονικό διάστημα από την καταχώριση της οφειλής στα βιβλία των ανεπίδεκτων είσπραξης μέχρι και την ημερολογιακή λήξη του εικοστού έτους από αυτή, αναστέλλεται αυτοδίκαια η παραγραφή της, δεν χορηγείται φορολογική ενημερότητα στον οφειλέτη και σε όλα τα συνυπόχρεα πρόσωπα για οποιαδήποτε αιτία, δεσμεύονται οι τραπεζικοί λογαριασμοί κατά τις διατάξεις του άρθρου 14 του ν. 2523/1997 και δεν χορηγούνται πιστοποιητικά για μεταβίβαση ή απόκτηση περιουσιακών στοιχείων. 8. Οι διατάξεις των προηγούμενων παραγράφων εφαρμόζονται και για τις διαγραφές που διενεργούνται με το άρθρο 82. 9. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, ύστερα από γνώμη της Διοικητικής Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου, μπορεί να προστίθενται περαιτέρω κριτήρια και προϋποθέσεις καταχώρισης στα βιβλία των ανεπίδεκτων είσπραξης, καθώς και διαγραφής από τα βιβλία αυτά και επανεγγραφής τους στην κατηγορία των εισπράξιμων των παραπάνω οφειλών και να ρυθμίζεται ο ειδικότερος τρόπος, η διαδικασία και κάθε θέμα σχετικό με τη διαχείριση, την παρακολούθηση, τις συνέπειες και τα χρονικά όρια ισχύος των συνεπειών καταχώρισης στα ειδικά βιβλία ανεπίδεκτων είσπραξης, καθώς και κάθε άλλο σχετικό θέμα.»

Άρθρο 11Συμψηφισμός απαιτήσεων

Το άρθρο 83 του Κ.Ε.Δ.Ε. αντικαθίσταται ως εξής: «Άρθρο 83 Ενέργειες και αποτελέσματα συμψηφισμού 1. Βέβαιη και εκκαθαρισμένη χρηματική απαίτηση του οφειλέτη κατά του Δημοσίου, η οποία αποδεικνύεται με τελεσίδικη δικαστική απόφαση ή δημόσιο έγγραφο, συμψηφίζεται με βεβαιωμένα χρέη αυτού προς το Δημόσιο. 2. Ο συμψηφισμός προτείνεται με δήλωση του οφειλέτη που υποβάλλεται στη Δ.Ο.Υ., η οποία είναι αρμόδια για την είσπραξη του χρέους. Ο συμψηφισμός μπορεί να ενεργείται και αυτεπάγγελτα, με πράξη του προϊσταμένου της ίδιας υπηρεσίας, εφόσον από τα υπάρχοντα στοιχεία αποδεικνύεται η απαίτηση του οφειλέτη. Απαίτηση του Δημοσίου παραγεγραμμένη αντιτάσσεται σε συμψηφισμό για μια τριετία από τη συμπλήρωση της παραγραφής. Η δήλωση του οφειλέτη για συμψηφισμό της απαίτησης κατά του Δημοσίου ή το έγγραφο του προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. για αυτεπάγγελτο συμψηφισμό κοινοποιείται στην εκκαθαρίζουσα την απαίτηση υπηρεσία, η οποία υποχρεούται σε άμεση απόδοση του συμψηφισθέντος ποσού. 3. Με τις πιο πάνω προϋποθέσεις επιτρέπεται ο συμψηφισμός απαιτήσεων κατά του Δημοσίου με χρέη προς το Δημόσιο που καταβάλλονται με ταυτόχρονη υποβολή δήλωσης φόρου ή άλλου εσόδου. Η δήλωση συμψηφισμού, που υποβάλλεται μετά τη λήξη της προθεσμίας υποβολής της δήλωσης που αναφέρεται στο προηγούμενο εδάφιο, δεν απαλλάσσει τον οφειλέτη από τις συνέπειες της εκπρόθεσμης υποβολής της. 4. Με το συμψηφισμό οι αμοιβαίες απαιτήσεις αποσβένονται από την ημερομηνία που συνυπήρξαν και κατά το μέρος που καλύπτονται, με την επιφύλαξη των άρθρων 89 και 94 του ν. 2362/1995 (ΦΕΚ 247 Α΄). 5. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών καθορίζονται οι προϋποθέσεις και η ειδικότερη διαδικασία, με την τήρηση των οποίων εξαιρούνται από τον αυτεπάγγελτο συμψηφισμό χρηματικές απαιτήσεις του οφειλέτη έναντι του Δημοσίου με βεβαιωμένα αλλά μη ληξιπρόθεσμα χρέη του προς το Δημόσιο. 6. Κατά τα λοιπά ισχύουν οι διατάξεις του Αστικού Κώδικα.»

Αθήνα, 31 Μαρτίου 2011
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
ΚΑΡΟΛΟΣ ΓΡ. ΠΑΠΟΥΛΙΑΣ
ΟΙ ΥΠΟΥΡΓΟΙ
ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ, ΑΠΟΚΕΝΤΡΩΣΗΣ
ΚΑΙ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗΣ ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
Ι. ΡΑΓΚΟΥΣΗΣ Γ. ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ, ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΤΙΚΟΤΗΤΑΣ
ΕΘΝΙΚΗΣ ΑΜΥΝΑΣ ΚΑΙ ΝΑΥΤΙΛΙΑΣ
Ε. ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ Μ. ΧΡΥΣΟΧΟΪΔΗΣ
ΠΑΙΔΕΙΑΣ, ΔΙΑ ΒΙΟΥ ΜΑΘΗΣΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ, ΔΙΑΦΑΝΕΙΑΣ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΥΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ
Α. ΔΙΑΜΑΝΤΟΠΟΥΛΟΥ Χ. ΚΑΣΤΑΝΙΔΗΣ
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
Π. ΓΕΡΟΥΛΑΝΟΣ Χ. ΠΑΜΠΟΥΚΗΣ
ΑΝΑΠΛ. ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ
Γ. ΚΟΥΤΡΟΥΜΑΝΗΣ
Θεωρήθηκε και τέθηκε η Μεγάλη Σφραγίδα του Κράτους.
Αθήνα, 31 Μαρτίου 2011
Ο ΕΠΙ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΥΠΟΥΡΓΟΣ
ΧAΡΑΛΑΜΠΟΣ ΚΑΣΤΑΝΙΔΗΣ