13 Α' 2016

ΝΟΜΟΣ 4364/2016

Προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας στην Οδηγία 2009/138/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2009, σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριοτήτων ασφάλισης και αντασφάλισης (Φερεγγυότητα ΙΙ), στα άρθρα 2 και 8 της Oδηγίας 2014/51/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Απριλίου 2014 σχετικά με την τροποποίηση των Οδηγιών 2003/71/ΕΚ και 2009/138/ΕΚ, και των Κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 1060/2009, (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 και (ΕΕ) αριθ. 1095/2010, όσον αφορά τις εξουσίες της Ευρωπαϊκής Αρχής Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων (εφεξής ΕΑΑΕΣ) και της Ευρωπαϊκής Αρχής Κινητών Αξιών και Αγορών, καθώς και στο άρθρο 4 της Οδηγίας 2011/89/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Νοεμβρίου 2011, σχετικά με τη συμπληρωματική εποπτεία των χρηματοπιστωτικών οντοτήτων που ανήκουν σε χρηματοπιστωτικούς ομίλους ετερογενών δραστηριοτήτων και συναφείς διατάξεις της νομοθεσίας περί της ιδιωτικής ασφάλισης και άλλες διατάξεις.

05 Φεβρουαρίου 2016

ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ
ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
ΤΕΥΧΟΣ ΠΡΩΤΟ Αρ. Φύλλου 13
5 Φεβρουαρίου 2016

NOMOΣ ΥΠ’ ΑΡΙΘ. 4364
Προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας στην Οδηγία 2009/138/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2009, σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριοτήτων ασφάλισης και αντασφάλισης (Φερεγγυότητα ΙΙ), στα άρθρα 2 και 8 της Oδηγίας 2014/51/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Απριλίου 2014 σχετικά με την τροποποίηση των Οδηγιών 2003/71/ΕΚ και 2009/138/ΕΚ, και των Κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 1060/2009, (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 και (ΕΕ) αριθ. 1095/2010, όσον αφορά τις εξουσίες της Ευρωπαϊκής Αρχής Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων (εφεξής ΕΑΑΕΣ) και της Ευρωπαϊκής Αρχής Κινητών Αξιών και Αγορών, καθώς και στο άρθρο 4 της Οδηγίας 2011/89/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Νοεμβρίου 2011, σχετικά με τη συμπληρωματική εποπτεία των χρηματοπιστωτικών οντοτήτων που ανήκουν σε χρηματοπιστωτικούς ομίλους ετερογενών δραστηριοτήτων και συναφείς διατάξεις της νομοθεσίας περί της ιδιωτικής ασφάλισης και άλλες διατάξεις.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Εκδίδομε τον ακόλουθο νόμο που ψήφισε η Βουλή:

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟΓΕΝΙΚΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΝΑΛΗΨΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΣΚΗΣΗ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΩΝ ΠΡΩΤΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΚΑΙ ΑΝΤΑΣΦΑΛΙΣΗΣΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄ΣΚΟΠΟΣ, ΟΡΙΣΜΟΙ, ΚΛΑΔΟΙ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ, ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ
Άρθρο 1Σκοπός − πεδίο εφαρμογής (άρθρο 1 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)

Με τον παρόντα νόμο σκοπείται η θέσπιση κανόνων και η ρύθμιση: α) της ανάληψης και της άσκησης δραστηριοτήτων πρωτασφάλισης και αντασφάλισης από ιδιωτικές επιχειρήσεις που λειτουργούν στην Ελλάδα, είτε υπό καθεστώς εγκατάστασης είτε υπό καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, β) της εποπτείας ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών ομίλων και γ) της εξυγίανσης και εκκαθάρισης των επιχειρήσεων πρωτασφάλισης. Προς το σκοπό αυτόν ενσωματώνονται διά του παρόντος στην ελληνική νομοθεσία: α) οι διατάξεις της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2009, σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριοτήτων ασφάλισης και αντασφάλισης (Φερεγγυότητα ΙΙ), β) οι διατάξεις των άρθρων 2 και 8 της Oδηγίας 2014/51/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Απριλίου 2014 σχετικά με την τροποποίηση των Οδηγιών 2003/71/ΕΚ και 2009/138/ΕΚ, και των κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 1060/2009, (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 και (ΕΕ) αριθ. 1095/2010, όσον αφορά τις εξουσίες της Ευρωπαϊκής Αρχής Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων (εφεξής ΕΑΑΕΣ) και της Ευρωπαϊκής Αρχής Κινητών Αξιών και Αγορών και γ) οι διατάξεις του άρθρου 4 της Οδηγίας 2011/89/ ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Νοεμβρίου 2011, σχετικά με τη συμπληρωματική εποπτεία των χρηματοπιστωτικών οντοτήτων που ανήκουν σε χρηματοπιστωτικούς ομίλους ετερογενών δραστηριοτήτων.

Άρθρο 2Πεδίο εφαρμογής − χρήση του όρου ασφαλιστής (άρθρο 2 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Οι διατάξεις του παρόντος νόμου εφαρμόζονται: α) στις πρωτασφαλιστικές επιχειρήσεις με έδρα στην Ελλάδα, ή που επιθυμούν να αποκτήσουν έδρα στην Ελλάδα, για το σύνολο των ασφαλίσεων ζημιών και ζωής, που αυτές ασκούν εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης είτε υπό καθεστώς εγκατάστασης είτε ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, β) στις αντασφαλιστικές επιχειρήσεις και οι οποίες ασκούν μόνον αντασφαλιστικές δραστηριότητες, με έδρα στην Ελλάδα, ή που επιθυμούν να αποκτήσουν έδρα στην Ελλάδα, για το σύνολο των αντασφαλίσεων, που αυτές ασκούν εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης είτε υπό καθεστώς εγκατάστασης είτε ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, με εξαίρεση τις διατάξεις του Τετάρτου Μέρους του παρόντος, γ) στις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις με έδρα σε τρίτη χώρα που λειτουργούν στην Ελλάδα, κατά τις διατάξεις του Κεφαλαίου Θ΄ του παρόντος Μέρους, δ) στις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις με έδρα σε οποιοδήποτε κράτος − μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης που λειτουργούν στην Ελλάδα είτε υπό καθεστώς εγκατάστασης είτε υπό καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, κατά τις διατάξεις του Κεφαλαίου Η’ του παρόντος Μέρους.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Η χρήση των όρων «ασφαλιστική εταιρεία» ή «ασφαλιστική επιχείρηση» ή «ασφαλιστής», ή οποιασδήποτε ξενόγλωσσης απόδοσής του στην επωνυμία ή το διακριτικό τίτλο επιχείρησης επιτρέπεται μόνο σε ασφαλιστικές επιχειρήσεις.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος δύνανται να χρησιμοποιούν, για την άσκηση των δραστηριοτήτων τους στην Ελλάδα, την ίδια επωνυμία και τον ίδιο διακριτικό τίτλο, που χρησιμοποιούν στο κράτος καταγωγής τους. Η Εποπτική Αρχή δύναται να απαιτεί την προσθήκη στην επωνυμία ή στο διακριτικό τίτλο μιας επεξηγήσεως σε περίπτωση ύπαρξης κινδύνου σύγχυσης.

Άρθρο 3Ορισμοί (άρθρο 13 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ, παράγραφος 1 του άρθρου 2 της Οδηγίας 2014/51/ΕΕ) Για τους σκοπούς του παρόντος νόμου δίδονται οι ακόλουθοι ορισμοί:ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

«Ασφαλιστική Επιχείρηση»: η επιχείρηση πρωτασφάλισης ζωής ή κατά ζημιών η οποία έχει λάβει άδεια λειτουργίας σύμφωνα με τα άρθρα 7 ή 10 και 11 του παρόντος ή, εφόσον πρόκειται για ασφαλιστική επιχείρηση με έδρα σε άλλο κράτος − μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έχει λάβει άδεια λειτουργίας σύμφωνα με το άρθρο 14 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

«Εξαρτημένη Ασφαλιστική Επιχείρηση»: η ασφαλιστική επιχείρηση, ανήκουσα είτε σε χρηματοπιστωτική επιχείρηση εκτός από ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση ή όμιλο ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών επιχειρήσεων υπό την έννοια της περίπτωσης γ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 170 του παρόντος, είτε σε μη χρηματοπιστωτική επιχείρηση, σκοπός της οποίας είναι η παροχή ασφαλιστικής κάλυψης αποκλειστικά για τους κινδύνους της επιχείρησης ή των επιχειρήσεων στις οποίες ανήκει, ή για τους κινδύνους της επιχείρησης ή των επιχειρήσεων του ομίλου του οποίου είναι μέλος η εξαρτημένη ασφαλιστική επιχείρηση.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

«Ασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας»: η ασφαλιστική επιχείρηση η οποία, αν είχε την καταστατική έδρα της εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, θα χρειαζόταν άδεια λειτουργίας σύμφωνα με το άρθρο 14 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

«Αντασφαλιστική Επιχείρηση»: η επιχείρηση η οποία έχει λάβει άδεια λειτουργίας για την άσκηση αντασφαλιστικών εργασιών σύμφωνα με τα άρθρα 10 και 11 του παρόντος ή, εφόσον πρόκειται για αντασφαλιστική επιχείρηση με έδρα σε άλλο κράτος − μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έχει λάβει άδεια λειτουργίας σύμφωνα με το άρθρο 14 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

«Εξαρτημένη Αντασφαλιστική Επιχείρηση»: η αντασφαλιστική επιχείρηση, ανήκουσα είτε σε χρηματοπιστωτική επιχείρηση εκτός από ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση ή ομίλου ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών επιχειρήσεων υπό την έννοια της περίπτωσης γ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 170 του παρόντος, είτε σε μη χρηματοπιστωτική επιχείρηση, σκοπός της οποίας είναι η παροχή αντασφαλιστικής κάλυψης αποκλειστικά για τους κινδύνους της επιχείρησης ή των επιχειρήσεων στις οποίες ανήκει, ή για τους κινδύνους της επιχείρησης ή των επιχειρήσεων του ομίλου του οποίου είναι μέλος η εξαρτημένη αντασφαλιστική επιχείρηση.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

«Αντασφαλιστική Επιχείρηση Τρίτης Χώρας»: η αντασφαλιστική επιχείρηση η οποία, εάν είχε την καταστατική έδρα της εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, θα χρειαζόταν άδεια λειτουργίας σύμφωνα με το άρθρο 14 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 7

«Αντασφάλιση»: η δραστηριότητα που συνίσταται στην ανάληψη κινδύνων που εκχωρούνται από ασφαλιστική επιχείρηση ή ασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας ή από μια άλλη αντασφαλιστική επιχείρηση ή αντασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας ή, στην περίπτωση της ένωσης ασφαλιστών, που είναι γνωστή ως Lloyd’s, η δραστηριότητα που συνίσταται στην ανάληψη κινδύνων που εκχωρούνται από οποιοδήποτε μέλος των Lloyd’s και αναλαμβάνονται από ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση άλλη από την ένωση ασφαλιστών Lloyd’s.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 8

«κράτος − μέλος Καταγωγής»: α) όσον αφορά στην ασφάλιση κατά ζημιών, το κράτος − μέλος στο οποίο βρίσκεται η καταστατική έδρα της ασφαλιστικής επιχείρησης που καλύπτει τον κίνδυνο, β) όσον αφορά στην ασφάλιση ζωής, το κράτος − μέλος στο οποίο βρίσκεται η καταστατική έδρα της ασφαλιστικής επιχείρησης που αναλαμβάνει την ασφαλιστική υποχρέωση, γ) όσον αφορά στην αντασφάλιση, το κράτος − μέλος στο οποίο βρίσκεται η καταστατική έδρα της αντασφαλιστικής επιχείρησης ή της ασφαλιστικής επιχείρησης που ασκεί αντασφαλιστικές δραστηριότητες.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 9

«κράτος − μέλος Υποδοχής»: α) όσον αφορά στα υποκαταστήματα, το κράτος − μέλος, εκτός από το κράτος − μέλος καταγωγής, στο οποίο μια ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση έχει υποκατάστημα, β) όσον αφορά στην παροχή υπηρεσιών, το κράτος − μέλος, εκτός από το κράτος − μέλος καταγωγής, στο οποίο μια ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση παρέχει υπηρεσίες. Για τις ασφαλίσεις ζωής και κατά ζημιών, κράτος − μέλος παροχής υπηρεσιών θεωρείται αντίστοιχα το κράτος − μέλος της ασφαλιστικής υποχρέωσης ή το κράτος − μέλος στο οποίο βρίσκεται ο ασφαλιζόμενος κίνδυνος, τόσο όταν η ασφάλιση ασκείται από την έδρα της επιχείρησης, όσο και όταν ασκείται από άλλου κράτους − μέλους υποκατάστημα αυτής.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 10

«Εποπτικές Αρχές»: οι εθνικές αρχές οι οποίες, δυνάμει νομοθετικής ή κανονιστικής ρύθμισης, είναι αρμόδιες να εποπτεύουν ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις. Αρμόδια Ελληνική Εποπτική Αρχή είναι η Τράπεζα της Ελλάδος, στην οποία ανατίθεται το έργο της εποπτείας των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων και της άσκησης των λοιπών αρμοδιοτήτων της βάσει των διατάξεων του παρόντος νόμου και του Καταστατικού της. Οι αρμοδιότητες εποπτείας της ιδιωτικής ασφάλισης ασκούνται με απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος, σύμφωνα με το Καταστατικό της. Οι αρμοδιότητες αυτές μπορεί να εξειδικεύονται, ως προς τις λεπτομέρειες εφαρμογής τους, με περαιτέρω αποφάσεις της Τράπεζας της Ελλάδος. Ανεξαρτήτως της εφαρμογής των οικείων ποινικών διατάξεων του παρόντος νόμου και του άρθρου 55Α του Καταστατικού της η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να επιβάλλει τις διοικητικές κυρώσεις του άρθρου 256 του παρόντος. Η παράγραφος 9 του άρθρου 256 του παρόντος ισχύει και για τα ανωτέρω σχετικά εξουσιοδοτημένα όργανα της Τράπεζας Της Ελλάδος, όπως και για τα μέλη των συλλογικών οργάνων διοίκησης αυτής.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 11

«Υποκατάστημα»: το πρακτορείο ή υποκατάστημα ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, το οποίο βρίσκεται σε άλλο κράτος − μέλος από το κράτος − μέλος καταγωγής της. Με υποκατάστημα εξομοιώνεται κάθε μόνιμη παρουσία ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης στην Ελλάδα, που ασκείται μέσω απλού γραφείου το οποίο διευθύνεται από το προσωπικό της ίδιας της επιχείρησης, ή από ανεξάρτητο πρόσωπο, εντεταλμένο να ενεργεί μονίμως για την επιχείρηση όπως θα ενεργούσε ένα πρακτορείο.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 12

«Εγκατάσταση»: η καταστατική έδρα ή υποκατάστημα της επιχείρησης.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 13

«κράτος − μέλος στο οποίο βρίσκεται ο κίνδυνος» (για ασφαλίσεις κατά ζημιών): α) το κράτος − μέλος στο οποίο βρίσκονται τα ασφαλιζόμενα περιουσιακά στοιχεία, όταν η ασφάλιση αφορά ακίνητα ή ακίνητα και το περιεχόμενό τους, στο μέτρο που το περιεχόμενο αυτών καλύπτεται από το ίδιο ασφαλιστήριο, β) το κράτος − μέλος καταχώρισης των ασφαλιζομένων μεταφορικών μέσων, όταν η ασφάλιση αφορά κάθε είδους μεταφορικά μέσα, γ) το κράτος − μέλος στο οποίο ο αντισυμβαλλόμενος συνήψε τη σύμβαση, προκειμένου περί συμβάσεων διάρκειας μικρότερης ή ίσης των τεσσάρων μηνών οι οποίες αφορούν σε κινδύνους, οι οποίοι ανακύπτουν κατά τη διάρκεια ταξιδίου ή διακοπών, ανεξαρτήτως κλάδου ασφάλισης, δ) σε όλες τις περιπτώσεις που δεν αναφέρονται στις ως άνω υπό α΄, β΄, και γ΄ περιπτώσεις το κράτος − μέλος όπου βρίσκεται η συνήθης διαμονή του αντισυμβαλλομένου ή, εάν ο αντισυμβαλλόμενος είναι νομικό πρόσωπο, το κράτος − μέλος όπου βρίσκεται η αναφερόμενη στη σύμβαση εγκατάσταση του νομικού αυτού προσώπου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 14

«κράτος − μέλος της ασφαλιστικής υποχρέωσης» (για ασφαλίσεις ζωής): το κράτος − μέλος, στο οποίο βρίσκεται η συνήθης διαμονή του αντισυμβαλλομένου, ή εάν ο αντισυμβαλλόμενος είναι νομικό πρόσωπο, το κράτος − μέλος στο οποίο βρίσκεται η αναφερόμενη στη σύμβαση εγκατάσταση του εν λόγω αντισυμβαλλομένου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 15

«Μητρική Επιχείρηση»: η μητρική επιχείρηση κατά την έννοια της παραγράφου 2 του άρθρου 32 του ν. 4308/2014 (Α΄ 251), ή, εφόσον πρόκειται για μητρική επιχείρηση με καταστατική έδρα σε άλλο κράτος − μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η επιχείρηση κατά την έννοια του άρθρου 1 της Οδηγίας 83/349/ΕΟΚ (L 193/18.7.1983).

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 16

«Θυγατρική Επιχείρηση»: η θυγατρική επιχείρηση κατά την έννοια της παραγράφου 2 του άρθρου 32 του ν. 4308/2014 (Α΄ 251), ή, εφόσον πρόκειται για θυγατρική επιχείρηση με καταστατική έδρα σε άλλο κράτος − μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η επιχείρηση κατά την έννοια του άρθρου 1 της Οδηγίας 83/349/ΕΟΚ (L 193/18.7.1983). Η θυγατρική της θυγατρικής θεωρείται επίσης θυγατρική της μητρικής επιχείρησης που είναι επικεφαλής των επιχειρήσεων αυτών.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 17

«Στενοί Δεσμοί»: η κατάσταση κατά την οποία δύο ή περισσότερα φυσικά ή νομικά πρόσωπα συνδέονται με δεσμό ελέγχου, όπως ορίζεται στην περίπτωση (18) κατωτέρω ή μέσω συμμετοχής, όπως ορίζεται στην περίπτωση (20) κατωτέρω. Στενός δεσμός μεταξύ δύο ή περισσότερων προσώπων δημιουργείται επίσης από μία κατάσταση όπου τα πρόσωπα αυτά συνδέονται μόνιμα με το ίδιο πρόσωπο με δεσμό ελέγχου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 18

«Έλεγχος»: η σχέση που υφίσταται μεταξύ μητρικής επιχείρησης προς θυγατρική κατά την έννοια της παραγράφου 2 του άρθρου 32 του ν. 4308/2014 (Α΄ 251), ή του άρθρου 1 της Οδηγίας 83/349/ΕΟΚ (L 193/18.7.1983), ή οποιαδήποτε παρόμοια σχέση μεταξύ οποιουδήποτε φυσικού ή νομικού προσώπου και επιχείρησης.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 19

«Συναλλαγή στο πλαίσιο Ομίλου (Ενδοομιλική)»: οποιαδήποτε συναλλαγή, συμβατική ή χωρίς σύμβαση, με τίμημα ή χωρίς, δυνάμει της οποίας μια ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση αναμένει, άμεσα ή έμμεσα, την εκπλήρωση οποιασδήποτε παροχής ή υποχρέωσης από επιχείρηση του ιδίου ομίλου ή από οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που συνδέεται με επιχείρηση του εν λόγω ομίλου με στενούς δεσμούς.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 20

«Συμμετοχή»: η άμεση ή έμμεση μέσω δεσμού ελέγχου κατοχή τουλάχιστον του 20% του κεφαλαίου ή των δικαιωμάτων ψήφου μιας επιχείρησης.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 21

«Ειδική Συμμετοχή»: η άμεση ή έμμεση κατοχή τουλάχιστον του 10% του μετοχικού κεφαλαίου ή των δικαιωμάτων ψήφου μιας επιχείρησης, ή κάθε άλλη δυνατότητα άσκησης ουσιώδους επιρροής στη διαχείριση της επιχείρησης αυτής. Για τον υπολογισμό της ειδικής συμμετοχής λαμβάνονται υπόψη τα οριζόμενα στην παράγραφο 2 του άρθρου 43 του παρόντος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 22

«Οργανωμένη Αγορά»: α) στην Ελλάδα, η οριζόμενη στην παράγραφο 10 του άρθρου 2 του ν. 3606/07 (Α΄ 195), β) σε άλλο κράτος − μέλος, η οριζόμενη στο σημείο 14 της παραγράφου 1 του άρθρου 4 της Οδηγίας 2004/39/ΕΚ, και γ) σε τρίτη χώρα, η αγορά χρηματοπιστωτικών μέσων η οποία πληροί σωρευτικά τις ακόλουθες προϋποθέσεις: γα) είναι αναγνωρισμένη από το κράτος − μέλος καταγωγής της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης και πληροί προϋποθέσεις ανάλογες με εκείνες της Οδηγίας 2004/39/ΕΚ, και γβ) τα διαπραγματεύσιμα χρηματοπιστωτικά μέσα είναι ανάλογης ποιότητας προς εκείνα που διαπραγματεύονται στις οργανωμένες αγορές του κράτους − μέλους καταγωγής της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, και γγ) έχει οριστεί κατ’ εφαρμογή της περίπτωσης γ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 59 του ν. 4099/2012 (Α΄ 250).

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 23

«Εθνικό Γραφείο Ασφαλίσεως»: το εθνικό γραφείο ασφαλίσεως της παραγράφου 3 του άρθρου 1 της Οδηγίας 72/166/ΕΟΚ (L 103/24.4.1972) και για την Ελλάδα το Γραφείο Διεθνούς Ασφάλισης του άρθρου 26 του κ.ν. 489/1976 (Α΄ 331).

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 24

«Εθνικό Ταμείο Εγγυήσεως»: ο φορέας της παραγράφου 4 του άρθρου 1 της Οδηγίας 84/5/ΕΟΚ και για την Ελλάδα το Επικουρικό Κεφάλαιο του άρθρου 16 του κ.ν. 489/1976 (Α΄ 331).

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 25

«Χρηματοπιστωτική Επιχείρηση»: μία εκ των κάτωθι αναφερόμενων επιχείρηση ή οντότητα: α) πιστωτικό ίδρυμα, χρηματοδοτικό ίδρυμα ή επιχείρηση παροχής επικουρικών υπηρεσιών, όπως ορίζονται στα σημεία 1, 26 και 18 αντιστοίχως της παραγράφου 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 ή των σημείων 1, 22 και 17 αντιστοίχως της παραγράφου 1 του άρθρου 3 του ν. 4261/2014 (Α΄ 107), β) ασφαλιστική επιχείρηση ή αντασφαλιστική επιχείρηση ή εταιρεία ασφαλιστικών συμμετοχών, κατά την έννοια της περίπτωσης στ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 212 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ, ή κατά την έννοια της περίπτωσης στ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 170 του παρόντος, γ) επιχείρηση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών κατά την έννοια του σημείου 1 της παραγράφου 1 του άρθρου 4 της Οδηγίας 2004/39/ΕΚ ή της ανώνυμης εταιρείας παροχής επενδυτικών υπηρεσιών των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 2 του ν. 3606/2007 (Α΄ 195), δ) μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών (ΜΧΕΣ), κατά την έννοια της παραγράφου 15 του άρθρου 2 της Οδηγίας 2011/89/ΕΕ ή της παραγράφου 15 του άρθρου 2 του ν. 3455/2006 (Α΄ 84).

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 26

«Φορέας Ειδικού Σκοπού»: οποιαδήποτε επιχείρηση, με εταιρική μορφή ή χωρίς, η οποία, χωρίς να έχει λάβει άδεια λειτουργίας ως ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, αναλαμβάνει κινδύνους από ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις και χρηματοδοτεί πλήρως την έκθεσή της σε αυτούς με έσοδα από ομολογιακές εκδόσεις ή άλλους χρηματοδοτικούς μηχανισμούς, όπου η επιστροφή κεφαλαίου, ήτοι η αποπληρωμή, των ομολογιούχων ή των εν γένει κατόχων των τίτλων που εκδόθηκαν στο πλαίσιο των χρηματοδοτικών αυτών μηχανισμών, έπεται της ικανοποίησης των υποχρεώσεων αντασφάλισης που φέρει ο φορέας ειδικού σκοπού.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 27

«Μεγάλοι κίνδυνοι» θεωρούνται: α) οι κίνδυνοι που κατατάσσονται στους κλάδους ασφαλίσεων κατά ζημιών 4 «Σιδηροδρομικά οχήματα», 5 «Αεροσκάφη», 6 «Πλοία» (θαλάσσια, λιμναία και ποτάμια σκάφη)», 7 «Μεταφερόμενα εμπορεύματα», 11 «Αστική ευθύνη από αεροσκάφη» και 12 «Αστική ευθύνη από θαλάσσια, λιμναία και ποτάμια σκάφη» της ταξινόμησης της παραγράφου 1 του άρθρου 4 του παρόντος, β) οι κίνδυνοι που κατατάσσονται στους κλάδους ασφαλίσεων κατά ζημιών 14 «Πιστώσεις» και 15 «Εγγυήσεις» της ταξινόμησης της παραγράφου 1 του άρθρου 4 του παρόντος, όταν ο αντισυμβαλλόμενος ασκεί κατ’ επάγγελμα βιομηχανική ή εμπορική δραστηριότητα ή ελεύθερο επάγγελμα και ο κίνδυνος σχετίζεται με τη δραστηριότητα αυτή, γ) οι κίνδυνοι που κατατάσσονται στους κλάδους ασφαλίσεων κατά ζημιών 3 «Χερσαία οχήματα (εκτός σιδηροδρομικών)», 8 «Πυρκαϊά και στοιχεία της φύσεως», 9 «Λοιπές ζημίες αγαθών», 10 «Αστική ευθύνη από χερσαία αυτοκίνητα οχήματα», 13 «Γενική αστική ευθύνη», 16 «Διάφορες χρηματικές απώλειες» της ταξινόμησης της παραγράφου 1 του άρθρου 4 του παρόντος, εφόσον ο αντισυμβαλλόμενος πληροί δύο τουλάχιστον από τα ακόλουθα τρία αριθμητικά κριτήρια: γα) διαθέτει σύνολο ισολογισμού άνω των έξι εκατομμυρίων διακοσίων χιλιάδων (6.200.000) ευρώ, γβ) διαθέτει καθαρό ποσό κύκλου εργασιών, κατά την έννοια της Οδηγίας78/660/ΕΟΚ ή του Παραρτήματος Α΄ του ν. 4308/2014 (Α΄ 251) άνω των δώδεκα εκατομμυρίων οχτακοσίων χιλιάδων (12.800.000) ευρώ, γγ) απασχολεί, κατά μέσο όρο, πάνω από 250 άτομα κατά τη διάρκεια του οικονομικού έτους. Εάν ο αντισυμβαλλόμενος μετέχει σε σύνολο επιχειρήσεων που καταρτίζουν ενοποιημένους λογαριασμούς σύμφωνα με την Οδηγία 83/349/ΕΟΚ ή του παραρτήματος Α΄ του ν. 4308/2014 (Α΄ 251), η συνδρομή των κριτηρίων που παρατίθενται στην ανωτέρω περίπτωση γ΄ ελέγχεται βάσει των ενοποιημένων αυτών λογαριασμών.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 28

«Εξωτερική Ανάθεση (Εξωπορισμός)»: συμφωνία, οποιασδήποτε μορφής, μεταξύ μιας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης και ενός παρόχου υπηρεσιών, υποκείμενου ή όχι σε εποπτεία, με την οποία ο εν λόγω πάροχος αναλαμβάνει, άμεσα ή ως υπεργολάβος, τη διεκπεραίωση διαδικασιών, την παροχή υπηρεσιών ή την εκτέλεση δραστηριοτήτων, που διαφορετικά θα είχαν διενεργηθεί από την ίδια την ασφαλιστική ή την αντασφαλιστική επιχείρηση. Η έννοια της εξωτερικής ανάθεσης περιλαμβάνει και τις συμφωνίες ή διακανονισμούς της παραγράφου 4 του άρθρου 48 του παρόντος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 29

«Λειτουργία»: κάθε αρμοδιότητα διοίκησης, διαχείρισης, εκπροσώπησης ή ελέγχου συγκεκριμένων εργασιών μίας επιχείρησης εντός ενός ενιαίου συστήματος διακυβέρνησης. Το σύστημα διακυβέρνησης περιλαμβάνει κατ’ ελάχιστο τις ακόλουθες βασικές λειτουργίες: α) τη λειτουργία διαχείρισης κινδύνων, β) τη λειτουργία κανονιστικής συμμόρφωσης, γ) τη λειτουργία εσωτερικού ελέγχου και δ) την αναλογιστική λειτουργία. Ως κρίσιμες ή σημαντικές λειτουργίες θεωρούνται κατ’ ελάχιστον οι ως άνω βασικές λειτουργίες.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 30

«Κίνδυνος Ανάληψης Ασφαλίσεων» (Ασφαλιστικός Κίνδυνος): ο κίνδυνος ζημίας ή δυσμενούς μεταβολής στην αξία των ασφαλιστικών υποχρεώσεων, λόγω ακατάλληλων παραδοχών κατά την τιμολόγηση και το σχηματισμό προβλέψεων.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 31

«Κίνδυνος Αγοράς»: ο κίνδυνος ζημίας ή δυσμενούς χρηματοοικονομικής μεταβολής, που απορρέει, άμεσα ή έμμεσα, από τις διακυμάνσεις στο επίπεδο και στη μεταβλητότητα των τιμών αγοράς των στοιχείων του ενεργητικού ή του παθητικού και των χρηματοπιστωτικών μέσων.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 32

«Πιστωτικός Κίνδυνος»: ο κίνδυνος ζημίας ή δυσμενούς χρηματοοικονομικής μεταβολής, που απορρέει από διακυμάνσεις στην πιστοληπτική κατάσταση των εκδοτών των χρηματοπιστωτικών μέσων ως και των εν γένει αντισυμβαλλομένων και οφειλετών προς τους οποίους οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις είναι εκτεθειμένες. Ο εν λόγω κίνδυνος εκδηλώνεται είτε ως κίνδυνος μη εκπλήρωσης ή πλημμελούς εκπλήρωσης από αντισυμβαλλόμενο (κίνδυνος αθέτησης) είτε ως κίνδυνος πιστωτικού περιθωρίου είτε ως κίνδυνος συγκέντρωσης κινδύνων αγοράς.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 33

«Επιλέξιμος κεντρικός αντισυμβαλλόμενος»: ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος που είτε έχει εξουσιοδοτηθεί σύμφωνα με το άρθρο 14 του Κανονισμού (EΕ) αριθ. 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τα εξωχρηματιστηριακά παράγωγα, τους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους και τα αρχεία καταγραφής συναλλαγών (ΕΕ L 201) είτε έχει αναγνωριστεί σύμφωνα με το άρθρο 25 του εν λόγω κανονισμού.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 34

«Λειτουργικός κίνδυνος»: ο κίνδυνος ζημίας, είτε λόγω ανεπαρκειών και ελλείψεων στις εσωτερικές διαδικασίες, στα μηχανογραφικά και λοιπά λειτουργικά συστήματα ή στο ανθρώπινο δυναμικό είτε λόγω δυσμενών εξωτερικών παραγόντων,

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 35

«Κίνδυνος Ρευστότητας»: ο κίνδυνος αδυναμίας της ασφαλιστικής και αντασφαλιστικής επιχείρησης να εκποιήσει επενδύσεις και άλλα περιουσιακά στοιχεία προκειμένου να προβεί στο διακανονισμό των οικονομικών της υποχρεώσεων όταν αυτές καταστούν απαιτητές.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 36

«Κίνδυνος Συγκέντρωσης»: όλες οι εκθέσεις στον κίνδυνο με ενδεχόμενη ζημία αρκετά σημαντική, σε βαθμό που να απειλείται η φερεγγυότητα ή η χρηματοοικονομική κατάσταση της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 37

«Τεχνικές Μετριασμού του Κινδύνου»: όλες οι τεχνικές οι οποίες παρέχουν τη δυνατότητα στην ασφαλιστική και αντασφαλιστική επιχείρηση να μεταβιβάζει τμήμα ή όλους τους κινδύνους της σε τρίτα μέρη.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 38

«Αποτελέσματα Διαφοροποίησης»: η μείωση της έκθεσης στον κίνδυνο ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων και ομίλων, που σχετίζεται με τη διαφοροποίηση των εργασιών τους και απορρέει από το γεγονός ότι το δυσμενές αποτέλεσμα από κάποιο κίνδυνο μπορεί να αντισταθμιστεί από το ευνοϊκότερο αποτέλεσμα ενός άλλου κινδύνου, όταν οι κίνδυνοι αυτοί δεν είναι πλήρως συσχετισμένοι μεταξύ τους.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 39

«Προβλεπτική Πιθανοθεωρητική Κατανομή»: μαθηματική συνάρτηση η οποία αποδίδει μια πιθανότητα επέλευσης σε ένα εξαντλητικό σύνολο αμοιβαία αποκλειόμενων μελλοντικών γεγονότων.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 40

«Μέτρο Κινδύνου»: μαθηματική συνάρτηση η οποία αποδίδει μία χρηματική τιμή σε μια δεδομένη προβλεπτική πιθανοθεωρητική κατανομή και αυξάνεται μονοτονικά με το επίπεδο έκθεσης στον κίνδυνο στον οποίο στηρίζεται η εν λόγω προβλεπτική πιθανοθεωρητική κατανομή.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 41

«Εξωτερικός οργανισμός πιστοληπτικών αξιολογήσεων» ή «ECAI»: οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας ο οποίος είναι εγγεγραμμένος ή πιστοποιημένος σύμφωνα με τον Κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1060/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, για τους οργανισμούς αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας (ΕΕ L 302), ή κεντρική τράπεζα η οποία εκδίδει πιστωτικές διαβαθμίσεις που εξαιρούνται από την εφαρμογή του εν λόγω κανονισμού.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 42

Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων ή «ΕΑΑΕΣ»: η Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων που έχει συσταθεί με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου.

Άρθρο 4Κλάδοι ασφαλίσεων κατά ζημιών (άρθρα 2, 197 και Παραρτήματα I και V της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Οι ασφαλίσεις κατά ζημιών ταξινομούνται στους ακόλουθους κλάδους ανάλογα με τον κίνδυνο που καλύπτεται από την ασφαλιστική σύμβαση: α) Κλάδος 1 «Ατυχήματα» (συμπεριλαμβανομένων των εργατικών ατυχημάτων και των επαγγελματικών ασθενειών). Περιλαμβάνει τα εξής: 1.1 κατ’ αποκοπήν παροχές 1.2 περιοδικές παροχές αποζημιώσεων 1.3 συνδυασμούς των ανωτέρω 1.4 μεταφερόμενα πρόσωπα. β) Κλάδος 2 «Ασθένειες»: Περιλαμβάνει τα εξής: 2.1. περιοδικές παροχές 2.2. κατ’ αποκοπήν παροχές 2.3. συνδυασμούς των ανωτέρω. γ) Κλάδος 3 «Χερσαία οχήματα» (εκτός σιδηροδρομικών): Καλύπτει κάθε ζημία, την οποία υφίστανται αυτοκινούμενα και μη, χερσαία οχήματα εκτός των σιδηροδρομικών. δ) Κλάδος 4 «Σιδηροδρομικά οχήματα»: Καλύπτει κάθε ζημία, την οποία υφίστανται τα σιδηροδρομικά οχήματα. ε) Κλάδος 5 «Αεροσκάφη»: Καλύπτει κάθε ζημία την οποία υφίστανται αεροσκάφη. στ) Κλάδος 6 «Πλοία» (θαλάσσια, λιμναία και ποτάμια σκάφη): Καλύπτει κάθε ζημία, την οποία υφίστανται: 6.1. ποτάμια σκάφη 6.2. λιμναία σκάφη 6.3. θαλάσσια σκάφη/ πλοία, ζ) Κλάδος 7 «Μεταφερόμενα εμπορεύματα» (συμπεριλαμβανομένων των εμπορευμάτων, αποσκευών και κάθε άλλου αγαθού): Καλύπτει κάθε ζημία την οποία υφίστανται τα μεταφερόμενα εμπορεύματα, περιλαμβανομένων αποσκευών και κάθε άλλου αγαθού, ανεξαρτήτως του μεταφορικού μέσου. η) Κλάδος 8 «Πυρκαϊά και στοιχεία της φύσεως»: Καλύπτει κάθε ζημία που υφίστανται αγαθά, εξαιρουμένων των αγαθών που περιλαμβάνονται στους κλάδους 3, 4, 5, 6 και 7 ανωτέρω, εφόσον προξενείται από: 8.1. πυρκαϊά, 8.2. έκρηξη, 8.3. θύελλα, 8.4. στοιχεία της φύσεως άλλα εκτός θυέλλης, 8.5. πυρηνική ενέργεια και 8.6. καθίζηση του εδάφους. θ) Κλάδος 9 «Λοιπές ζημίες αγαθών»: Καλύπτει κάθε ζημία που υφίστανται αγαθά, εξαιρουμένων των αγαθών που περιλαμβάνονται στους κλάδους 3, 4, 5, 6 και 7 ανωτέρω, εφόσον προξενήθηκε από χαλάζι ή παγετό, καθώς και από κάθε άλλο συμβάν, όπως επί παραδείγματι κλοπή, εκτός των συμβάντων που υπάγονται στον κλάδο 8. ι) Κλάδος 10 «Αστική ευθύνη από χερσαία αυτοκίνητα οχήματα»: Καλύπτει κάθε είδους αστική ευθύνη, που προκύπτει από τη χρήση χερσαίων αυτοκινήτων οχημάτων, συμπεριλαμβανομένης της ευθύνης του μεταφορέως. ια) Κλάδος 11 «Αστική ευθύνη από αεροσκάφη»: Καλύπτει κάθε είδους αστική ευθύνη, που προκύπτει από τη χρήση αεροσκαφών, συμπεριλαμβανομένης της ευθύνης του μεταφορέως. ιβ) Κλάδος 12 «Αστική ευθύνη από θαλάσσια, λιμναία και ποτάμια σκάφη»: Καλύπτει κάθε είδους αστική ευθύνη, που προκύπτει από τη χρήση θαλάσσιων, λιμναίων ή ποτάμιων σκαφών, συμπεριλαμβανομένης της ευθύνης του μεταφορέως. ιγ) Κλάδος 13 «Γενική αστική ευθύνη»: Καλύπτει κάθε είδους αστική ευθύνη που δεν εμπίπτει στους κλάδους 10 έως 12 ανωτέρω. ιδ) Κλάδος 14 «Πιστώσεις»: Στον ως άνω κλάδο, ο ασφαλιστής έναντι ασφαλίστρου καλύπτει τον ασφαλισμένο για ζημία την οποία αυτός πιθανόν να υποστεί ως αποτέλεσμα της αποτυχίας ενός ή περισσοτέρων οφειλετών του να εκπληρώσουν τις υποχρεώσεις τους προς αυτόν (ασφαλισμένο). Καλύπτει τα εξής: 14.1. γενική αφερεγγυότητα, 14.2. εξαγωγικές πιστώσεις (αφορά εξαγωγικές πιστώσεις που δεν γίνονται για λογαριασμό ή με την υποστήριξη του Κράτους), 14.3. πωλήσεις με δόσεις, 14.4. ενυπόθηκες πιστώσεις, 14.5. αγροτικές πιστώσεις. ιε) Κλάδος 15 «Εγγυήσεις»: Στον ως άνω κλάδο ο ασφαλιστής έναντι ασφαλίστρου εγγυάται για τον ασφαλισμένο την εκτέλεση από αυτόν των συμβατικών του υποχρεώσεων. Περιλαμβάνει: 15.1. άμεσες εγγυήσεις 15.2. έμμεσες εγγυήσεις. ιστ) Κλάδος 16 «Διάφορες χρηματικές απώλειες»: Καλύπτει διάφορες χρηματικές απώλειες που προκαλούνται από κινδύνους, όπως: 16.1. κίνδυνος απώλειας επαγγελματικής απασχόλησης, 16.2. γενική ανεπάρκεια εισοδήματος, 16.3. κακοκαιρία, 16.4. απώλεια κερδών, 16.5. τρέχοντα γενικά έξοδα, 16.6. απρόβλεπτες εμπορικές δαπάνες, 16.7. απώλεια / μείωση αγοραίας αξίας, 16.8. απώλεια μισθωμάτων ή εισοδημάτων, 16.9. έμμεσες εμπορικές απώλειες εκτός από αυτές που ήδη αναφέρθηκαν 16.10. μη εμπορικές οικονομικές απώλειες, 16.11. λοιπές οικονομικές απώλειες. ιζ) Κλάδος 17 «Νομική προστασία»: Περιλαμβάνει την ανάληψη δικαστικών εξόδων και την παροχή νομικής προστασίας. ιη) Κλάδος 18 «Βοήθεια»: Περιλαμβάνει την ανάληψη της υποχρέωσης άμεσης παροχής βοήθειας, στις περιπτώσεις και με τους όρους που προβλέπει σύμβαση, σε χρήμα ή σε είδος, έναντι προηγούμενης καταβολής ασφαλίστρου, προς πρόσωπα, που περιέρχονται σε δυσχερή θέση κατά τη διάρκεια μετακινήσεων ή απουσίας από την κατοικία ή από τον τόπο συνήθους διαμονής τους είτε υπό άλλες περιστάσεις ανεξάρτητα από μετακίνηση ή απουσία. Η σε είδος παροχή βοήθειας είναι δυνατόν να συνίσταται και στην χρησιμοποίηση του προσωπικού και του εξοπλισμού που ανήκουν σε αυτόν που παρέχει την βοήθεια. Δεν συνιστούν υπηρεσίες βοήθειας οι υπηρεσίες συντήρησης ή διατήρησης, η εξυπηρέτηση μετά την πώληση, ούτε η απλή υπόδειξη ή πρόβλεψη παροχής βοήθειας ως μεσολάβηση.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Όταν η άδεια λειτουργίας παρέχεται συγχρόνως για περισσότερους από τους ακόλουθους κλάδους, φέρει τις εξής ονομασίες: α) για τους Κλάδους 1 και 2: «Ατυχήματα και Ασθένειες», β) για τους Κλάδους 1.4., 3, 7 και 10: «Ασφάλιση αυτοκινήτων», γ) για τους Κλάδους 1.4., 4, 6, 7 και 12: «Ασφάλιση θαλάσσης και μεταφορών», δ) για τους Κλάδους 1.4., 5, 7 και 11: «Ασφάλιση αεροσκαφών», ε) για τους Κλάδους 8 και 9: «Πυρκαϊές και λοιπές ζημίες σε αγαθά», στ) για τους Κλάδους 10, 11, 12 και 13: «Αστική ευθύνη», ζ) για τους Κλάδους 14 και 15: «Πιστώσεις και εγγυήσεις», η) για όλους τους Κλάδους: «Γενικών Ασφαλίσεων Ζημιών». Η Εποπτική Αρχή ενημερώνει όλα τα κράτη μέλη, καθώς και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή για τη χρήση της ονομασίας του σημείου η΄ της παρούσας παραγράφου.

Άρθρο 5Κλάδοι ασφαλίσεων ζωής

(άρθρο 2 και Παράρτημα II της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ) Οι ασφαλίσεις ζωής ταξινομούνται στους ακόλουθους κλάδους ασφαλιστικών εργασιών των περιπτώσεων α΄ ως δ΄ του παρόντος και εργασιών διαχείρισης των περιπτώσεων ε΄ ως θ΄ του παρόντος, ανάλογα με τα προβλεπόμενα στην ασφαλιστική σύμβαση: α) Κλάδος Ι – «Ασφαλίσεις ζωής»: Περιλαμβάνει: Ι.1. ασφαλίσεις επιβίωσης ή θανάτου, μεικτές ασφαλίσεις, ασφαλίσεις ζωής με επιστροφή του ασφαλίστρου, Ι.2. ασφαλίσεις προσόδων, Ι.3. επιπλέον ασφαλίσεις, όπως ιδίως σωματικών βλαβών, περιλαμβανομένης και της ανικανότητας για επαγγελματική εργασία, θανάτου συνεπεία ατυχήματος, αναπηρίας συνεπεία ατυχήματος ή ασθένειας, εφόσον συνάπτονται συμπληρωτικά στις ασφαλίσεις ζωής των κλάδων Ι.1, Ι.2, ΙΙ και ΙΙΙ, β) Κλάδος ΙΙ – «Ασφαλίσεις γάμου και γεννήσεως». γ) Κλάδος ΙΙΙ – «Ασφαλίσεις ζωής συνδεδεμένες με επενδύσεις»: Περιλαμβάνει ασφαλίσεις των Κλάδων Ι.1., Ι.2. και ΙΙ οι οποίες συνδέονται με επενδυτικά κεφάλαια. δ) Κλάδος ΙV – «Διαρκής ασφάλιση ασθένειας»: Αφορά σε τύπους διαρκούς ασφάλισης ασθενείας, μη υποκείμενης σε ακύρωση από τον ασφαλιστή. Με απόφαση της Εποπτικής Αρχής καθορίζονται τα χαρακτηριστικά των ασφαλίσεων αυτών ανάλογα προς τα ισχύοντα για τις εν λόγω ασφαλίσεις στην Ιρλανδία και στο Ηνωμένο Βασίλειο. ε) Κλάδος V – «Τοντίνες»: Αφορά σε εργασίες, που συνεπάγονται τη δημιουργία ομάδων, στις οποίες συμμετέχουν τα μέλη με σκοπό την από κοινού κεφαλαιοποίηση των εισφορών τους και τη διανομή του συγκροτούμενου κεφαλαίου, είτε μεταξύ των επιζόντων, είτε των κληρονόμων των αποθανόντων. στ) Κλάδος VI – «Εργασίες κεφαλαιοποίησης»: Αφορά σε εργασίες με τις οποίες η επιχείρηση αναλαμβάνει, επί τη βάσει αναλογιστικών υπολογισμών, ασφαλιστικές υποχρεώσεις για ορισμένο χρονικό διάστημα και για ορισμένο ποσό έναντι προκαθορισμένων, εφάπαξ ή περιοδικών, καταβολών από τον αντισυμβαλλόμενο. ζ) Κλάδος VII – «Διαχείριση συλλογικών συνταξιοδοτικών κεφαλαίων ή οργανισμών»: Περιλαμβάνει: (1) εργασίες διαχειρίσεως συλλογικών συνταξιοδοτικών κεφαλαίων ή οργανισμών που καταβάλλουν παροχές σε περιπτώσεις θανάτου, επιβίωσης, διακοπής ή μείωσης της απασχόλησης, οι οποίες περιλαμβάνουν τη διαχείριση επενδύσεων και ειδικότερα όσων στοιχείων του ενεργητικού των κεφαλαίων ή οργανισμών αυτών αντιστοιχούν στα αποθεματικά τους, (2) οι εργασίες του σημείου (1) ανωτέρω, όταν συνοδεύονται με ασφαλιστική εγγύηση που περιλαμβάνει είτε τη διατήρηση του κεφαλαίου είτε καταβολή ελάχιστης απόδοσης. η) Κλάδος VIII – «Ασφαλίσεις του γαλλικού ασφαλιστικού κώδικα»: Περιλαμβάνει εργασίες ασφάλισης ζωής σύμφωνα με τον τίτλο 4 του πρώτου κεφαλαίου του βιβλίου IV του γαλλικού ασφαλιστικού κώδικα. θ) Κλάδος IX – «Εργασίες κοινωνικής ασφάλισης»: Περιλαμβάνει εργασίες που εξαρτώνται από τη διάρκεια της ανθρώπινης ζωής, ορίζονται ή προβλέπονται από την περί κοινωνικής ασφάλισης εθνική νομοθεσία ή νομοθεσία άλλου κράτους − μέλους και ασκούνται ή τις διαχειρίζονται ασφαλιστικές επιχειρήσεις ζωής, οι οποίες αναλαμβάνουν πλήρως τον κίνδυνο των εν λόγω ασφαλίσεων.

Άρθρο 6Εξαιρούμενες επιχειρήσεις και οργανισμοί (άρθρα 3, 10 και 12 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)

Στις διατάξεις του παρόντος νόμου δεν εντάσσονται: α) φορείς υπαγόμενοι στο εθνικό σύστημα υποχρεωτικής κοινωνικής ασφάλισης, β) αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, οι οποίες από τις 10 Δεκεμβρίου του 2007, έχουν παύσει να συνάπτουν νέες συμβάσεις αντασφάλισης και ασχολούνται αποκλειστικά με τη διαχείριση του υφιστάμενου χαρτοφυλακίου, με σκοπό την παύση των δραστηριοτήτων τους. Η Εποπτική Αρχή καταρτίζει κατάλογο των επιχειρήσεων αυτών και τον γνωστοποιεί στις εποπτικές αρχές όλων των άλλων κρατών − μελών, γ) οργανισμοί που εγγυώνται αποκλειστικά την καταβολή παροχών σε περίπτωση θανάτου, εφόσον το ύψος των παροχών αυτών δεν υπερβαίνει την μέση αξία των εξόδων κηδείας για κάθε θάνατο ή εφόσον οι παροχές αυτές καταβάλλονται σε είδος.

Άρθρο 7Ειδικές περιπτώσεις συνεταιρισμών Ειδικές περιπτώσεις λόγω μεγέθους (άρθρα 4 και 7 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Στους αλληλασφαλιστικούς συνεταιρισμούς που ασκούν δραστηριότητες ασφάλισης κατά ζημιών και έχουν συνάψει με άλλο αλληλασφαλιστικό συνεταιρισμό σύμβαση είτε για συνολική αντασφάλιση όλων των συναπτόμενων από αυτούς ασφαλίσεων είτε για υποκατάσταση του εκδοχέα συνεταιρισμού στον εκχωρητή συνεταιρισμό για την εκτέλεση των υποχρεώσεων που προκύπτουν από τις εν λόγω ασφαλίσεις, υπάγονται στις διατάξεις του άρθρου 12 του παρόντος. Ο αντασφαλίζων ή ο εκδοχέας αλληλασφαλιστικός συνεταιρισμός του προηγούμενου εδαφίου, καθώς και οι αλληλασφαλιστικοί συνεταιρισμοί που δεν εμπίπτουν στις διατάξεις του προηγούμενου εδαφίου, εμπίπτουν στο σύνολο των διατάξεων του παρόντος νόμου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Επίσης, εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 12 του παρόντος σε ασφαλιστική επιχείρηση που πληροί σωρευτικά τις ακόλουθες προϋποθέσεις, εφεξής καλούμενη ως εξαιρουμένη λόγω μεγέθους: α) τα ακαθάριστα ετήσια εγγεγραμμένα ασφάλιστρά της δεν υπερβαίνουν τα πέντε εκατομμύρια (5.000.000) ευρώ, β) οι συνολικές τεχνικές προβλέψεις της επιχείρησης σύμφωνα με το άρθρο 51 του παρόντος, μη λαμβανομένων υπόψη των ανακτήσιμων ποσών από αντασφαλιστικές συμβάσεις και Φορείς Ειδικού Σκοπού, δεν υπερβαίνουν τα είκοσι πέντε εκατομμύρια (25.000.000) ευρώ, γ) αν η επιχείρηση ανήκει σε όμιλο, οι συνολικές τεχνικές προβλέψεις του ομίλου σύμφωνα με το άρθρο 51 του παρόντος, μη λαμβανομένων υπόψη των ανακτήσιμων ποσών από αντασφαλιστικές συμβάσεις και Φορείς Ειδικού Σκοπού, δεν υπερβαίνουν τα είκοσι πέντε εκατομμύρια (25.000.000) ευρώ, δ) οι δραστηριότητες της επιχείρησης δεν περιλαμβάνουν ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές δραστηριότητες που να καλύπτουν κινδύνους ασφάλισης αστικής ευθύνης ή πιστώσεων και εγγυήσεων, εκτός εάν συνιστούν παρεπόμενους κινδύνους κατά την έννοια της παραγράφου 1 του άρθρου 13 του παρόντος, ε) οι τυχόν αντασφαλιστικές εργασίες της επιχείρησης αντιστοιχούν σε ετήσιο έσοδο μικρότερο από πεντακόσιες χιλιάδες (500.000) ευρώ σε όρους ακαθάριστων εγγεγραμμένων ασφαλίστρων και σε συνολική τεχνική πρόβλεψη μικρότερη των δύο εκατομμυρίων πεντακοσίων χιλιάδων (2.500.000) ευρώ και σε ποσοστό μικρότερο του 10% των συνολικών ακαθάριστων εγγεγραμμένων ασφαλίστρων και σε ποσοστό μικρότερο του 10% του συνόλου των τεχνικών της προβλέψεων. Για τους υπολογισμούς της παρούσας περίπτωσης δεν λαμβάνονται υπόψη τα ανακτήσιμα ποσά από αντασφαλιστικές συμβάσεις και Φορείς Ειδικού Σκοπού, στ) η ασφαλιστική επιχείρηση δεν παρέχει υπηρεσίες σε άλλα κράτη μέλη, είτε υπό καθεστώς εγκατάστασης είτε υπό καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, σύμφωνα με τις διατάξεις του Κεφαλαίου Η΄ του Πρώτου Μέρους του παρόντος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Εάν οποιοδήποτε από τα ποσά που ορίζονται στην παράγραφο 2 του παρόντος υπερκαλυφθεί επί τρία συνεχή έτη, τότε η επιχείρηση υπάγεται στο σύνολο των διατάξεων του παρόντος νόμου από το τέταρτο έτος (άρση εξαίρεσης λόγω μεγέθους).

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Κατά παρέκκλιση των οριζομένων στην παράγραφο 2 του παρόντος, εφαρμόζεται το σύνολο των διατάξεων του παρόντος νόμου σε επιχειρήσεις (χαρακτηριζόμενες ως μη εξαιρούμενες λόγω μεγέθους) που ζητούν άδεια λειτουργίας για ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές εργασίες, εφόσον τα ετήσια ακαθάριστα εγγεγραμμένα ασφάλιστρα ή οι ακαθάριστες τεχνικές προβλέψεις, μη λαμβανομένων υπόψη των ανακτήσιμων ποσών από αντασφαλιστικές συμβάσεις και Φορείς Ειδικού Σκοπού, αναμένεται να υπερβούν εντός των επόμενων πέντε ετών τα ποσά που ορίζονται στην παράγραφο 2 του παρόντος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Μη εξαιρουμένη λόγω μεγέθους ασφαλιστική επιχείρηση που δεν παρέχει υπηρεσίες σε άλλα κράτη μέλη, είτε με εγκατάσταση είτε με καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, παύει να υπάγεται στο σύνολο των διατάξεων του παρόντος νόμου, υπαγόμενη πλέον στις διατάξεις του άρθρου 12 του παρόντος (εξαιρείται λόγω μεγέθους), εφόσον η Εποπτική Αρχή, με απόφασή της επαληθεύσει, κατόπιν σχετικής αιτήσεως της επιχείρησης, ότι πληρούνται και οι δύο κατωτέρω αναφερόμενες προϋποθέσεις: α) οποιοδήποτε από τα ποσά που ορίζονται στην παράγραφο 2 δεν υπερκαλύπτεται κατά τα τρία τουλάχιστον τελευταία συνεχή έτη, και β) οποιοδήποτε από τα ποσά που ορίζονται στην παράγραφο 2 δεν αναμένεται να υπερκαλυφθεί εντός των επόμενων πέντε ετών.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Εξαιρουμένη λόγω μεγέθους ασφαλιστική επιχείρηση μπορεί να υποβάλλει στην Εποπτική Αρχή αίτηση για εκούσια υπαγωγή της στο σύνολο των διατάξεων του νόμου αυτού (εκούσια άρση εξαίρεσης λόγω μεγέθους).

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 7

Ασφαλιστικές επιχειρήσεις που πληρούν τις προϋποθέσεις της παραγράφου 2 του παρόντος και επιθυμούν να χαρακτηριστούν ως αρχικά εξαιρούμενες λόγω μεγέθους ασφαλιστικές επιχειρήσεις μέχρι την 31.12.2015, υποβάλλουν υποχρεωτικά σχετική αίτηση προς την Εποπτική Αρχή το αργότερο μέχρι την 31.3.2016. Η Εποπτική Αρχή αποφασίζει για την ανωτέρω αίτηση επί τη βάσει των κριτηρίων της παραγράφου 2 του παρόντος, θεωρώντας ως τεχνικές προβλέψεις του άρθρου 51 του παρόντος το σύνολο των τεχνικών αποθεμάτων που σχημάτισε η επιχείρηση σύμφωνα με το άρθρο 7 του ν.δ 400/1970 (Α΄ 10) κατά την 31.12.2014. Σε περίπτωση θετικής απόφασης ή σε περίπτωση έλλειψης απόφασης μέχρι την 31.5.2016 οι ανωτέρω επιχειρήσεις χαρακτηρίζονται ως αρχικά εξαιρούμενες ασφαλιστικές επιχειρήσεις επί των οποίων εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 12 του παρόντος. Ασφαλιστικές επιχειρήσεις που δεν υπέβαλλαν αίτηση μέχρι την 31.3.2016 ή η Εποπτική Αρχή αποφάσισε αρνητικά επί της σχετικής αίτησης μέχρι την 31.5.2016 χαρακτηρίζονται ως μη εξαιρούμενες λόγω μεγέθους και υπάγονται στο σύνολο των διατάξεων του παρόντος νόμου. Αιτήσεις εξαίρεσης που υποβάλλονται μετά την 31.3.2016 ελέγχονται από την Εποπτική Αρχή ως προς τη συνδρομή των προϋποθέσεων της παραγράφου 5 του παρόντος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 8

Με απόφαση της Εποπτικής Αρχής, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, καθορίζονται τα ετήσια προς αυτή υποβαλλόμενα οικονομικά και λοιπά στοιχεία για τον έλεγχο της συνδρομής των προϋποθέσεων των παραγράφων 2, 3 και 4 του παρόντος και το περιεχόμενο των αιτήσεων των παραγράφων 5, 6 και 7 παρόντος άρθρου.

Άρθρο 8Εξαιρούμενες ασφαλίσεις κατά ζημιών (άρθρα 5 και 6 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Αναφορικά με τις ασφαλίσεις κατά ζημιών, ο παρών νόμος δεν εφαρμόζεται στις ακόλουθες εργασίες: α) σε ειδικές εργασίες κεφαλαιοποιήσεως, όπως ορίζονται από το δίκαιο κάθε κράτους − μέλους, β) στις εργασίες των ιδρυμάτων προνοίας και αλληλοβοηθείας, οι παροχές των οποίων ποικίλλουν ανάλογα με τους διαθέσιμους πόρους και στους οποίους η εισφορά των μελών καθορίζεται βάσει σταθερού ποσοστού, όπως ορίζονται από το δίκαιο κάθε κράτους − μέλους, γ) στις εργασίες που πραγματοποιούνται από οργανισμό ο οποίος δεν έχει νομική προσωπικότητα και του οποίου το αντικείμενο συνίσταται στην αλληλασφάλιση των μελών του, άνευ πληρωμής ασφαλίστρων και άνευ δημιουργίας τεχνικών προβλέψεων, όπως ορίζονται από το δίκαιο κάθε κράτους − μέλους, δ) στις εργασίες ασφαλίσεως εξαγωγικών πιστώσεων για λογαριασμό ή με την εγγύηση του Κράτους ή όταν το Κράτος είναι ο ασφαλιστής, ε) στις εργασίες βοήθειας, εφόσον πληρούνται σωρευτικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις: εα) η βοήθεια παρέχεται σε περίπτωση ατυχήματος ή βλάβης οδικού οχήματος που συμβαίνει στην Ελλάδα, εβ) η παροχή περιορίζεται στις εξής εργασίες: εβα) στην επιτόπου επισκευή, για την οποία ο παρέχων τη βοήθεια χρησιμοποιεί, στις περισσότερες περιπτώσεις, δικό του προσωπικό και υλικό, εββ) στη μεταφορά του οχήματος μέχρι τον πλησιέστερο ή καταλληλότερο τόπο διενέργειας της επισκευής, ενδεχομένως δε και στη μεταφορά, κατά κανόνα με το ίδιο μέσο βοήθειας, του οδηγού ή και των επιβατών, μέχρι τον πλησιέστερο τόπο απ’ όπου θα μπορέσουν να συνεχίσουν το ταξίδι τους με άλλα μέσα, εβγ) στη μεταφορά του οχήματος, ενδεχομένως μαζί με τον οδηγό και τους επιβάτες, μέχρι την κατοικία τους, το σημείο εκκίνησης ή τον αρχικό τους προορισμό, εντός της Ελλάδας, εγ) η βοήθεια δεν παρέχεται από επιχείρηση που υπάγεται στον παρόντα νόμο.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Ο παρών νόμος δεν εφαρμόζεται στη δραστηριότητα βοήθειας ακόμη και εάν δεν συντρέχει η υποπερίπτωση εα΄ της περίπτωσης ε΄ της παραγράφου 1 του παρόντος όσον αφορά στα εδάφια εβα΄ και εββ΄ της υποπερίπτωσης εβ΄ της ιδίας περίπτωσης, εφόσον ο δικαιούχος της βοήθειας είναι μέλος οργανισμού και η επισκευή ή η μεταφορά του οχήματος πραγματοποιείται μετά από απλή επίδειξη της ταυτότητας μέλους, χωρίς πρόσθετη επιβάρυνση από ανάλογο οργανισμό του κράτους − μέλους όπου συνέβη το ατύχημα ή η βλάβη, βάσει συμφωνίας αμοιβαιότητας.

Άρθρο 9Εξαιρούμενες ασφαλίσεις ζωής και αντασφαλίσεις (άρθρα 9 και 11 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Αναφορικά με τις ασφαλίσεις ζωής, ο παρών νόμος δεν εφαρμόζεται στις ακόλουθες εργασίες και δραστηριότητες: α) στις εργασίες των ιδρυμάτων προνοίας και αλληλοβοηθείας, οι παροχές των οποίων ποικίλλουν ανάλογα με τους διαθέσιμους πόρους, και στους οποίους η εισφορά των μελών καθορίζεται με σταθερό ποσοστό, όπως ορίζονται από το δίκαιο κάθε κράτους − μέλους, β) στις εργασίες που διενεργούνται από άλλους οργανισμούς, εκτός των επιχειρήσεων που προβλέπονται στην παράγραφο 1 του άρθρου 2 του παρόντος, σκοπός των οποίων είναι η καταβολή παροχών σε εργαζομένους, μισθωτούς ή μη, που ανήκουν σε μια επιχείρηση ή σε έναν όμιλο επιχειρήσεων ή σε μία επαγγελματική κατηγορία ή σε ομάδα επαγγελματικών κατηγοριών, σε περίπτωση θανάτου, επιβιώσεως ή διακοπής ή μείωσης της απασχόλησης, είτε οι υποχρεώσεις που απορρέουν από τις εργασίες αυτές καλύπτονται εξ ολοκλήρου και ανά πάσα στιγμή από τις μαθηματικές προβλέψεις είτε όχι, όπως ορίζονται από το δίκαιο κάθε κράτους − μέλους,

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Ο παρών νόμος δεν εφαρμόζεται στις δραστηριότητες αντασφάλισης που ασκούνται ή τις οποίες εγγυάται πλήρως, η ελληνική κυβέρνηση ή κυβέρνηση άλλου κράτους − μέλους όταν αυτή ενεργεί, για λόγους ουσιώδους δημοσίου συμφέροντος, με την ιδιότητα του αντασφαλιστή τελευταίου βαθμού, συμπεριλαμβανομένων των περιπτώσεων όπου ο ρόλος αυτός απαιτείται από τις συνθήκες της αγοράς, λόγω των οποίων καθίσταται ανέφικτη η ανάληψη του αντασφαλιστικού κινδύνου από ιδιωτικές ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄ΑΝΑΛΗΨΗ ΚΑΙ ΑΣΚΗΣΗ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΚΑΙ ΑΝΤΑΣΦΑΛΙΣΗΣ
Άρθρο 10Απαγόρευση άσκησης ασφάλισης και αντασφάλισης χωρίς προηγούμενη άδεια (άρθρα 14 και 15 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Με την επιφύλαξη των διατάξεων του Κεφαλαίου Η’ του Πρώτου Μέρους του παρόντος «Ελευθερία Εγκατάστασης και ελεύθερη παροχή υπηρεσιών», η άσκηση δραστηριότητας πρωτασφάλισης ή αντασφάλισης που εμπίπτει στον παρόντα νόμο υπόκειται σε προηγούμενη χορήγηση αδείας από την Εποπτική Αρχή η οποία ισχύει για το σύνολο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ενιαία άδεια) σε περίπτωση που η ενδιαφερόμενη επιχείρηση πρόκειται να ασκήσει τις δραστηριότητές της σε άλλο κράτος − μέλος, είτε με καθεστώς εγκατάστασης, είτε με καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Με την επιφύλαξη των οριζομένων στα άρθρα 6, 8 και 9 του παρόντος, η καθ’ οιονδήποτε τρόπο κατ’ επάγγελμα άσκηση εργασιών ασφάλισης ζωής ή κατά ζημιών ή αντασφάλισης στην Ελλάδα επιτρέπεται μόνο στις επιχειρήσεις της παραγράφου 1 του άρθρου 2 του παρόντος, κατά τις διακρίσεις που προβλέπονται στην κείμενη νομοθεσία και την άδεια λειτουργίας τους.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Όποιος ασκεί ασφάλιση ή αντασφάλιση ή μεσολαβεί στη σύναψη ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής σύμβασης κατά παράβαση της προηγούμενης παραγράφου τιμωρείται, πλέον των αναφερομένων στον παρόντα νόμο διοικητικών προστίμων, και με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον ενός (1) έτους, οι δε ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές συμβάσεις είναι άκυρες. Σε περίπτωση που η ασφάλιση ή αντασφάλιση ασκείται από νομικό πρόσωπο, με την ποινή της παρούσας παραγράφου τιμωρείται όποιος ασκεί διοίκηση ή διαχείριση στο νομικό πρόσωπο. Η ακυρότητα δεν μπορεί να προταθεί εις βάρος των καλόπιστων συναλλασσομένων.

Άρθρο 11Άδεια λειτουργίας − Γενικά (άρθρα 14, 15, 25 και 73 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ, παράγραφος 3 του άρθρου 2 της Οδηγίας 2014/51/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 48 του παρόντος, η ασφαλιστική επιχείρηση λαμβάνει άδεια λειτουργίας είτε για άσκηση ασφαλίσεων κατά ζημιών είτε για άσκηση ασφαλίσεων ζωής.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Για την άσκηση πρωτασφαλιστικών εργασιών, η άδεια λειτουργίας χορηγείται κατά κλάδο ασφάλισης, για όλους ή μερικούς από τους κινδύνους που υπάγονται σε αυτόν τον κλάδο, καθώς και κατά ομάδα δύο ή περισσότερων κλάδων ασφάλισης σύμφωνα με την κατάταξη που προβλέπεται στα άρθρα 4 και 5 του παρόντος. Επιχείρηση που έλαβε άδεια για έναν κλάδο ή ομάδα κλάδων ασφαλίσεων κατά ζημιών δεν μπορεί να καλύπτει κινδύνους που περιλαμβάνονται σε άλλο κλάδο ασφάλισης, εκτός εάν συντρέχει περίπτωση παρεπόμενων κινδύνων σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 13 του παρόντος. Στην άδεια λειτουργίας απαριθμούνται οι κίνδυνοι και οι κλάδοι ασφάλισης τους οποίους η επιχείρηση μπορεί να ασκεί.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Η επέκταση των εργασιών ασφαλιστικής επιχείρησης για άσκηση κλάδων ή ασφάλιση κινδύνων που δεν περιλαμβάνονται στην άδεια λειτουργίας της υπόκειται σε προηγούμενη χορήγηση αδείας από την Εποπτική Αρχή.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Για την άσκηση αντασφαλιστικών εργασιών, η άδεια χορηγείται, είτε μόνο για αντασφαλιστικές εργασίες κατά ζημιών, είτε μόνο για αντασφαλιστικές εργασίες ζωής, είτε ενιαία για όλα τα είδη αντασφαλιστικών εργασιών. Η επέκταση των εργασιών αντασφαλιστικής επιχείρησης που ασκεί αντασφαλιστικές εργασίες είτε μόνον κατά ζημιών είτε μόνον ζωής υπόκειται σε προηγούμενη χορήγηση αδείας από την Εποπτική Αρχή. Ασφαλιστικές επιχειρήσεις δύνανται να ασκούν αντασφαλιστικές δραστηριότητες (αναλήψεις) μόνο στους κινδύνους ή τους κλάδους για τους οποίους διαθέτουν άδεια άσκησης πρωτασφαλίσεων σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Η άδεια λειτουργίας των παραγράφων 1, 2 και 4 του παρόντος και τυχόν επέκταση αυτής χορηγείται από την Εποπτική Αρχή σύμφωνα με την αίτηση και το πρόγραμμα δραστηριοτήτων, που η επιχείρηση υποβάλλει στην Εποπτική Αρχή σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 14 του παρόντος. Η Εποπτική Αρχή μπορεί να περιορίζει το πεδίο ισχύος της άδειας, που έχει ζητηθεί για έναν κλάδο, στις δραστηριότητες που περιλαμβάνονται στο πρόγραμμα δραστηριοτήτων της αιτούσας επιχείρησης.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Για την παροχή υπηρεσιών βοήθειας, οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις λαμβάνουν υποχρεωτικά άδεια για άσκηση του Κλάδου 18 σύμφωνα με τα οριζόμενα στην περίπτωση ιη΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 4 του παρόντος, εκτός εάν η βοήθεια παρέχεται συμπληρωματικά σύμφωνα με τις προϋποθέσεις της παραγράφου 1 του άρθρου 13 του παρόντος. Σε κάθε περίπτωση, η παροχή υπηρεσιών βοήθειας εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος νόμου, εφόσον διενεργείται από ασφαλιστικές επιχειρήσεις.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 7

Η Εποπτική Αρχή τηρεί μητρώο ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων με έδρα στην Ελλάδα, αλλοδαπών ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων που παρέχουν ασφάλιση ή αντασφάλιση είτε με εγκατάσταση είτε με καθεστώς ελεύθερης παροχής, ως και επιχειρήσεων που υπάγονται στις διατάξεις του άρθρου 7 του παρόντος. Το κοινό έχει πρόσβαση στο μητρώο αυτό, το οποίο περιέχει πληροφορίες σχετικά με τους ασκούμενους από κάθε επιχείρηση ασφαλιστικούς κινδύνους ή κλάδους ή τις αντασφαλιστικές δραστηριότητες. Το μητρώο ενημερώνεται εντός εύλογου χρόνου από την επέλευση οποιασδήποτε αλλαγής.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 8

Οι ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις με έδρα στην Ελλάδα οφείλουν να συμμορφώνονται διαρκώς με τις προβλέψεις του παρόντος νόμου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 9

Η Εποπτική Αρχή ενημερώνει την αιτούσα επιχείρηση εντός έξι (6) μηνών από την υποβολή πλήρους αίτησης χορήγησης ή επέκτασης άδειας λειτουργίας, για τη σχετική χορήγηση ή την αιτιολογημένη απόρριψη της άδειας. Κατά της απορριπτικής απόφασης ή της τυχόν μη απάντησης της Εποπτικής Αρχής εντός της ως άνω αποκλειστικής προθεσμίας των έξι (6) μηνών χωρεί αίτηση ακύρωσης στο Συμβούλιο της Επικρατείας.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 10

Η Εποπτική Αρχή κοινοποιεί αμελλητί στην ΕΑΑΕΣ κάθε χορήγηση και ανάκληση άδειας λειτουργίας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης.

Άρθρο 12Ρυθμίσεις για τις ειδικές περιπτώσεις του άρθρου 7ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Στις επιχειρήσεις των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 7 του παρόντος δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις των Ενοτήτων 1, 2 και 3 του Κεφαλαίου Δ΄, καθώς και του Κεφαλαίου ΣΤ’ του παρόντος Μέρους, ενώ οι υπόλοιπες διατάξεις του παρόντος νόμου εφαρμόζονται αναλόγως. Κατά παρέκκλιση των διατάξεων της παραγράφου 1 του άρθρου 10 του παρόντος, η χορηγούμενη άδεια στις ως άνω επιχειρήσεις από την Εποπτική Αρχή ισχύει μόνον εντός της Ελλάδας, η άσκηση δε ασφαλιστικών εργασιών σε άλλες χώρες εντός ή εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης διενεργείται συμφώνως προς τις εθνικές διατάξεις κάθε χώρας.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Η Εποπτική Αρχή με απόφασή της η οποία δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως καθορίζει κάθε γενικότερο ή ειδικότερο θέμα για τη λειτουργία των επιχειρήσεων της παραγράφου 1 του παρόντος, ενδεικτικά ως τις ελάχιστες προϋποθέσεις διακυβέρνησης, τον τρόπο υπολογισμού των τεχνικών προβλέψεων, τον τρόπο αποτίμησης των περιουσιακών τους στοιχείων, το ύψος και το είδος του κεφαλαίου φερεγγυότητας και της ελάχιστης κεφαλαιακής απαίτησης.

Άρθρο 13Παρεπόμενοι κίνδυνοι (άρθρο 16 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Ασφαλιστική επιχείρηση που έχει λάβει άδεια για κυρίως κίνδυνο συγκεκριμένου κλάδου ή ομάδα κλάδων κατά ζημιών του άρθρου 4 του παρόντος, μπορεί να καλύπτει συμπληρωματικά κινδύνους που περιλαμβάνονται σε άλλον κλάδο ασφάλισης ζημιών του άρθρου αυτού (παρεπόμενους κινδύνους), χωρίς να απαιτείται άδεια και για τον κλάδο στον οποίο υπάγονται οι κίνδυνοι αυτοί, εφόσον πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις: α) Οι εν λόγω κίνδυνοι συνδέονται με τον κυρίως κίνδυνο, β) αφορούν στο αντικείμενο που είναι ασφαλισμένο κατά του κυρίως κινδύνου και γ) καλύπτονται με το ίδιο ασφαλιστήριο συμβόλαιο με το οποίο καλύπτεται ο κυρίως κίνδυνος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Κατά παρέκκλιση της παραγράφου 1 του παρόντος, οι κίνδυνοι που περιλαμβάνονται στους Κλάδους 14 «Πιστώσεις», 15 «Εγγυήσεις» και 17 «Νομική Προστασία» της παραγράφου 1 του άρθρου 4 του παρόντος δεν θεωρούνται παρεπόμενοι άλλων κλάδων και απαιτείται πάντοτε χωριστή άδεια, με εξαίρεση τον Κλάδο 17 «Νομική Προστασία», ο οποίος μπορεί να καλυφθεί συμπληρωματικά προς τον κυρίως ασκούμενο Κλάδο 18 «Βοήθεια», εφόσον πληρούνται οι όροι της παραγράφου 1 του παρόντος και οποιοσδήποτε από τους ακόλουθους όρους: α) ο κυρίως κίνδυνος αφορά μόνον στη βοήθεια που παρέχεται στα πρόσωπα που αντιμετωπίζουν δυσκολίες κατά τη διάρκεια μετακινήσεων ή απουσιών από την κατοικία ή τον τόπο συνήθους διαμονής ή β) η ασφάλιση αφορά διαφορές ή κινδύνους που προκύπτουν από τη χρήση θαλασσίων πλοίων ή σχετίζονται με τη χρήση αυτή.

Άρθρο 14Κεντρική διοίκηση, νομική μορφή, όροι χορήγησης άδειας (άρθρα 17, 18, 20, 21 και Παράρτημα ΙΙΙ της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Η Εποπτική Αρχή χορηγεί άδεια λειτουργίας σε ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, εφόσον: α) η επιχείρηση έχει την καταστατική της έδρα και την κεντρική της διοίκηση στην Ελλάδα. β) Η επιχείρηση έχει τη μορφή της ανώνυμης εταιρείας ή, εφόσον πρόκειται για επιχείρηση ασφάλισης κατά ζημιών ή αντασφαλιστική επιχείρηση, και τη μορφή του αλληλασφαλιστικού συνεταιρισμού. Η επιχείρηση μπορεί να έχει επίσης τη μορφή ευρωπαϊκής εταιρείας όπως ορίζεται στον Κανονισμό Νο 2157/2001 (L.294/10.11.2011). Με απόφαση της Εποπτικής Αρχής που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, επεκτείνονται οι μορφές του παρόντος, και καθορίζονται όροι και προϋποθέσεις για την άσκηση ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών εργασιών από επιχειρήσεις του δημοσίου, ώστε να διασφαλίζεται η ισοδυναμία των όρων και προϋποθέσεων αυτών με τα οριζόμενα στον παρόντα νόμο. γ) Η ασφαλιστική επιχείρηση έχει αποκλειστικό σκοπό δραστηριότητες ασφάλισης, καθώς και εργασίες που προκύπτουν άμεσα από αυτές, αποκλειόμενης οποιασδήποτε άλλης εμπορικής δραστηριότητας. Η αντασφαλιστική επιχείρηση έχει αποκλειστικό σκοπό δραστηριότητες αντασφάλισης και σχετιζόμενες εργασίες, συμπεριλαμβανομένης της απόκτησης συμμετοχών σε επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στο χρηματοοικονομικό τομέα κατά την έννοια της παραγράφου 8 του άρθρου 2 της Οδηγίας 2002/87/ΕΚ (L. 35/11.2.2003) ή της παραγράφου 8 του άρθρου 2 του ν. 3455/2006 (Α΄ 84). Κατά παρέκκλιση του προηγουμένου εδαφίου, η αντασφαλιστική επιχείρηση μπορεί να περιλαμβάνει στον σκοπό της επιπρόσθετες σχετικές της αντασφάλισης εργασίες, ενδεικτικά η παροχή στατιστικών ή αναλογιστικών συμβουλών, ανάλυση κινδύνων ή έρευνα για τους πελάτες της. δ) Η επιχείρηση υποβάλλει στην Εποπτική Αρχή το καταστατικό της και πρόγραμμα δραστηριοτήτων σύμφωνα με το άρθρο 16 του παρόντος. ε) Η επιχείρηση παρέχει αποδείξεις στην Εποπτική Αρχή ότι: εα) Διαθέτει επιλέξιμα βασικά ίδια κεφάλαια ώστε να καλύπτει το κατώτατο όριο της Ελάχιστης Κεφαλαιακής Απαίτησης, όπως προβλέπεται στην περίπτωση δ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 102 του παρόντος. εβ) Είναι σε θέση να διαθέτει επιλέξιμα ίδια κεφάλαια ώστε να καλύπτουν πλήρως την Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας, όπως προβλέπεται στα άρθρα 76 ως 100 του παρόντος. εγ) Είναι σε θέση να διαθέτει επιλέξιμα βασικά ίδια κεφάλαια ώστε να καλύπτουν την Ελάχιστη Κεφαλαιακή Απαίτηση, όπως προβλέπεται στα άρθρα 101 ως 103 του παρόντος. στ) Η επιχείρηση αποδεικνύει ότι είναι σε θέση να συμμορφώνεται προς το σύστημα διακυβέρνησης κατά τα οριζόμενα στην Ενότητα 2 του Κεφαλαίου Δ΄ του παρόντος Μέρους. ζ) Στην περίπτωση που η επιχείρηση καλύπτει κινδύνους του Κλάδου 10 «Αστική ευθύνη από χερσαία αυτοκίνητα οχήματα» (εξαιρουμένης της ασφάλισης ευθύνης του μεταφορέα), ενημερώνει την Εποπτική Αρχή για το όνομα και τη διεύθυνση όλων των αντιπροσώπων για τον διακανονισμό των ζημιών, που χρησιμοποιεί σε κάθε ένα από τα λοιπά κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης και οι οποίοι έχουν τις προϋποθέσεις και τα καθήκοντα που ορίζονται στο άρθρο 255 του παρόντος. η) Πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις της κείμενης νομοθεσίας.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Για την επέκταση αδείας ασφαλιστικής επιχείρησης σε νέους κλάδους ή σε κινδύνους ενός κλάδου, ή αντασφαλιστικής επιχείρησης σε νέες εργασίες, η επιχείρηση υποβάλλει προς την Εποπτική Αρχή πρόγραμμα δραστηριοτήτων σύμφωνα με το άρθρο 16 και αποδεικνύει ότι διαθέτει τα επιλέξιμα ίδια κεφάλαια για την κάλυψη της Κεφαλαιακής Απαίτησης Φερεγγυότητας και της Ελάχιστης Κεφαλαιακής Απαίτησης, όπως προβλέπεται στα άρθρα 76 και 101 του παρόντος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Ασφαλιστική επιχείρηση που ασκεί δραστηριότητες ασφάλισης ζωής δύναται να ζητήσει τη χορήγηση άδειας για την επέκταση των δραστηριοτήτων της στους κινδύνους που ταξινομούνται στους Κλάδους 1 «Ατυχήματα» ή 2 «Ασθένειες» του άρθρου 4 του παρόντος, κατά τα αναφερόμενα στο άρθρο 48 του παρόντος, εφόσον αποδεικνύει, επιπλέον των οριζομένων στην παράγραφο 2 του παρόντος, στην Εποπτική Αρχή ότι: α) διαθέτει τα επιλέξιμα βασικά ίδια κεφάλαια ώστε να καλύπτει το κατώτατο όριο της Ελάχιστης Κεφαλαιακής Απαίτησης για επιχειρήσεις ασφάλισης ζωής, καθώς και το κατώτατο όριο της Ελάχιστης Κεφαλαιακής Απαίτησης για επιχειρήσεις ασφάλισης κατά ζημιών, όπως ορίζονται στην περίπτωση δ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 102 του παρόντος, β) αναλαμβάνει τη δέσμευση να ανταποκρίνεται στα ελάχιστα όρια οικονομικών υποχρεώσεων, που αναφέρονται στην παράγραφο 3 του άρθρου 49 του παρόντος και εντεύθεν.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Ασφαλιστική επιχείρηση που ασκεί μόνο δραστηριότητες ασφάλισης κατά ζημιών για τους κινδύνους που ταξινομούνται στους Κλάδους 1 «Ατυχήματα» ή 2 «Ασθένειες» του άρθρου 4 του παρόντος δύναται να ζητήσει τη χορήγηση άδειας για την επέκταση των δραστηριοτήτων της σε κινδύνους ασφάλισης ζωής, κατά τα αναφερόμενα στο άρθρο 48 του παρόντος, εφόσον αποδεικνύει, επιπλέον των οριζομένων στην παράγραφο 2 του παρόντος, στην Εποπτική Αρχή ότι: α) Διαθέτει τα επιλέξιμα βασικά ίδια κεφάλαια ώστε να καλύπτει το κατώτατο όριο της Ελάχιστης Κεφαλαιακής Απαίτησης για επιχειρήσεις ασφάλισης ζωής, καθώς και το κατώτατο όριο της Ελάχιστης Κεφαλαιακής Απαίτησης για επιχειρήσεις ασφάλισης κατά ζημιών, όπως αναφέρονται στην περίπτωση δ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 102 του παρόντος, β) αναλαμβάνει τη δέσμευση να ανταποκρίνεται στα ελάχιστα όρια οικονομικών υποχρεώσεων, που αναφέρονται στην παράγραφο 3 του άρθρου 49 του παρόντος και εντεύθεν.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Οι ιδρυτές ή οι μέτοχοι της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης παρέχουν όλες τις πληροφορίες, οι οποίες είναι αναγκαίες για να μπορέσει η Εποπτική Αρχή να αξιολογήσει ότι η επιχείρηση κατά το χρόνο που θα λάβει την άδεια λειτουργίας θα πληροί τις προϋποθέσεις για να εκπληρώνει τις υποχρεώσεις που υπέχει από τις διατάξεις του παρόντος νόμου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Η άδεια λειτουργίας ασφαλιστικής και αντασφαλιστικής επιχείρησης, καθώς και κάθε επέκταση αυτής παρέχονται με αποφάσεις της Εποπτικής Αρχής που δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 7

Η διαδικασία για την έγκριση της τροποποίησης του καταστατικού των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων διέπεται από τις ισχύουσες γενικές διατάξεις. Απαιτείται έγκριση της Εποπτικής Αρχής για την τροποποίηση που αφορά στο είδος των δραστηριοτήτων της επιχείρησης, καθώς και σε κάθε περίπτωση μείωσης ή αύξησης του μετοχικού κεφαλαίου αυτής, ή των αλληλασφαλιστικών μερίδων σε περίπτωση αλληλασφαλιστικών συνεταιρισμών, η οποία δεν καλύπτεται ολοσχερώς με μετρητά είτε οι πράξεις αυτές συνοδεύονται από τροποποίηση των καταστατικών διατάξεων είτε όχι. Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις γνωστοποιούν στην εποπτική αρχή τις τροποποιήσεις που δεν υπόκεινται σε έγκρισή της μέσα σε προθεσμία δέκα (10) ημερών από τη λήψη της σχετικής απόφασης.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 8

Με απόφαση της Εποπτικής Αρχής, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, εξειδικεύονται οι προϋποθέσεις και η διαδικασία για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας και καθορίζονται τα έγγραφα που η επιχείρηση πρέπει να υποβάλλει στην Εποπτική Αρχή για την χορήγηση της άδειας λειτουργίας.

Άρθρο 15Μέτοχοι και μέλη με ειδικές συμμετοχές Στενοί δεσμοί (άρθρα 19, 22 και 24 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Οι μετοχές των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών εταιρειών ή οι αλληλασφαλιστικές μερίδες προκειμένου περί αλληλασφαλιστικού συνεταιρισμού είναι ονομαστικές. Η Εποπτική Αρχή χορηγεί άδεια λειτουργίας σε ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση μόνο εφόσον γνωρίζει την ταυτότητα των άμεσων ή έμμεσων μετόχων ή μελών, φυσικών ή νομικών προσώπων, που κατέχουν ειδικές συμμετοχές, καθώς και το ύψος των εν λόγω ειδικών συμμετοχών. Η Εποπτική Αρχή δεν χορηγεί άδεια λειτουργίας εφόσον, εν όψει της ανάγκης να διασφαλιστεί η χρηστή και συνετή διαχείριση της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, δεν έχει πεισθεί για την καταλληλότητα των μετόχων ή μελών.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Εάν υπάρχουν στενοί δεσμοί μεταξύ της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης και άλλων φυσικών ή νομικών προσώπων, η Εποπτική Αρχή χορηγεί άδεια λειτουργίας μόνο εάν οι δεσμοί αυτοί δεν εμποδίζουν την αποτελεσματική άσκηση των εποπτικών της καθηκόντων.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Η Εποπτική Αρχή απαιτεί από τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις να της παρέχουν οποιεσδήποτε πληροφορίες ζητά επιπροσθέτως αυτών της παραγράφου 14 του άρθρου 43 του παρόντος ώστε να μπορεί να βεβαιώνεται ότι πληρούνται σε συνεχή βάση οι προϋποθέσεις που προβλέπονται στην παράγραφο 2 του παρόντος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Η Εποπτική Αρχή δεν χορηγεί άδεια εάν οι νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις τρίτης χώρας που διέπουν ένα ή περισσότερα φυσικά ή νομικά πρόσωπα με τα οποία η ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση έχει στενούς δεσμούς, ή οι δυσχέρειες που ανακύπτουν κατά την εφαρμογή τους, εμποδίζουν την αποτελεσματική άσκηση των εποπτικών της καθηκόντων, καθώς και εάν η λειτουργία της επιχείρησης προσκρούει στις διατάξεις του παρόντος ή τα συμφέροντα των ασφαλισμένων ή προς τα χρηστά ήθη ή την δημόσια τάξη.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Η Εποπτική Αρχή δεν χορηγεί άδεια εάν δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 43 του παρόντος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Για την χορήγηση της άδειας λειτουργίας, η Εποπτική Αρχή δεν εξετάζει την σχετική αίτηση υπό το πρίσμα των οικονομικών απαιτήσεων της αγοράς.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 7

Με απόφαση της Εποπτικής Αρχής, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, ρυθμίζεται ο χρόνος υποβολής των στοιχείων της παραγράφου 3 του παρόντος.

Άρθρο 16Πρόγραμμα δραστηριοτήτων (άρθρο 23 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Το πρόγραμμα δραστηριοτήτων, που υποβάλλεται σύμφωνα με το άρθρο 14 του παρόντος, προκειμένου η επιχείρηση να πάρει άδεια λειτουργίας ή άδεια επέκτασης των εργασιών της και σε άλλους κλάδους ασφάλισης, περιλαμβάνει λεπτομερή στοιχεία που αφορούν ενδεικτικά στα εξής: α) τη φύση των κινδύνων ή των ασφαλιστικών υποχρεώσεων που προτίθεται να καλύψει η συγκεκριμένη ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, β) το είδος των αντασφαλιστικών συμβάσεων που η αντασφαλιστική επιχείρηση προτίθεται να παρέχει στις εκχωρούσες επιχειρήσεις, γ) τις κατευθυντήριες αρχές όσον αφορά την αντασφάλιση και την αντεκχώρηση, δ) τα περιουσιακά στοιχεία των βασικών ιδίων κεφαλαίων που συγκροτούν το κατώτατο όριο της Ελάχιστης Κεφαλαιακής Απαίτησης, ε) τις προβλέψεις για τα έξοδα εγκατάστασης των διοικητικών υπηρεσιών και του δικτύου παραγωγής, τα οικονομικά μέσα που προορίζονται για την αντιμετώπισή τους και, εάν οι κίνδυνοι που πρέπει να καλυφθούν κατατάσσονται στον Κλάδο 18 «Βοήθεια», τα μέσα που διαθέτει η ασφαλιστική επιχείρηση για την παροχή βοηθείας.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Για τις τρεις πρώτες εταιρικές χρήσεις, το πρόγραμμα δραστηριοτήτων της επιχείρησης περιλαμβάνει πέραν των προβλεπομένων στην παράγραφο 1 του παρόντος τα εξής: α) προβλεπόμενο ισολογισμό, β) τις προβλέψεις για την μελλοντική Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας, όπως προβλέπεται στο Τμήμα 1 της Ενότητας 4 του Κεφαλαίου ΣΤ΄ του παρόντος Μέρους, επί τη βάσει του προβλεπόμενου ισολογισμού της περίπτωσης α΄ ανωτέρω, καθώς και τη μέθοδο υπολογισμού που χρησιμοποιείται για να παραχθούν αυτές οι προβλέψεις, γ) τις προβλέψεις για την μελλοντική Ελάχιστη Κεφαλαιακή Απαίτηση, όπως προβλέπεται στα άρθρα 101 και 102 του παρόντος, επί τη βάσει του προβλεπόμενου ισολογισμού της περίπτωσης α΄ ανωτέρω, καθώς και τη μέθοδο υπολογισμού που χρησιμοποιείται για να παραχθούν αυτές οι προβλέψεις, δ) Τις προβλέψεις σχετικά με τα χρηματοοικονομικά μέσα που προορίζονται να καλύψουν τις τεχνικές προβλέψεις, την Ελάχιστη Κεφαλαιακή Απαίτηση και την Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας, ε) σε περίπτωση άσκησης ασφάλισης κατά ζημιών και αντασφάλισης, επιπλέον τα εξής: εα) Τις προβλέψεις σχετικά με τα έξοδα διαχείρισης, εκτός των εξόδων εγκατάστασης, ιδίως τα τρέχοντα γενικά έξοδα και τις προμήθειες, εβ) τις προβλέψεις σχετικά με τα ασφάλιστρα ή τις εισφορές που θα πραγματοποιηθούν και τις προβλέψεις για αποζημιώσεις. στ) Σε περίπτωση άσκησης ασφάλισης ζωής, επιπλέον προϋπολογιστική κατάσταση στην οποία να εμφανίζονται λεπτομερώς οι προβλέψεις εσόδων και εξόδων, αναφορικά με τις δραστηριότητες πρωτασφάλισης, τις αποδοχές αντασφάλισης, καθώς και τις εκχωρήσεις αντασφάλισης.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Με απόφαση της Εποπτικής Αρχής, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, μπορούν να καθορίζονται πρόσθετα στοιχεία που μπορούν να αποτελούν περιεχόμενο του υποβλητέου προγράμματος δραστηριότητας επιχειρήσεων προς αδειοδότηση ή επέκταση δραστηριοτήτων, όπως ενδεικτικά αποτελέσματα χρήσης, πρόβλεψη ταμειακών ροών, αποτελέσματα ανά κλάδο ασφάλισης ή κατηγορία δραστηριοτήτων και αναλυτική τεκμηρίωση παραδοχών.

Άρθρο 17Διαδικασία διαβουλεύσεων (άρθρο 26 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Η Εποπτική Αρχή ζητά, πριν από τη χορήγηση άδειας λειτουργίας σε ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση: α) τη γνώμη της αρμόδιας αρχής του εμπλεκόμενου κράτους − μέλους, όταν η αιτούσα: αα) είναι θυγατρική ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης που έχει λάβει άδεια λειτουργίας στο άλλο κράτος − μέλος, ή αβ) είναι θυγατρική της μητρικής επιχείρησης ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης που έχει λάβει άδεια λειτουργίας στο άλλο κράτος − μέλος, ή αγ) ελέγχεται από το ίδιο φυσικό ή νομικό πρόσωπο που ελέγχει ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση που έχει λάβει άδεια στο άλλο κράτος − μέλος. β) τη γνώμη της αρμόδιας αρχής για την εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων και εταιριών επενδύσεων του άλλου εμπλεκόμενου κράτους − μέλους, όταν η αιτούσα: βα) είναι θυγατρική πιστωτικού ιδρύματος ή εταιρείας επενδύσεων που έχει λάβει άδεια λειτουργίας στο άλλο κράτος − μέλος, ή ββ) είναι θυγατρική της μητρικής επιχείρησης πιστωτικού ιδρύματος ή εταιρείας επενδύσεων που έχει λάβει άδεια λειτουργίας στο άλλο κράτος − μέλος, ή βγ) ελέγχεται από το ίδιο φυσικό ή νομικό πρόσωπο που ελέγχει πιστωτικό ίδρυμα ή εταιρεία επενδύσεων που έχει λάβει άδεια στο άλλο κράτος − μέλος. γ) τη γνώμη της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, όταν η αιτούσα είναι θυγατρική ή ελέγχεται από τα ίδια φυσικά ή νομικά πρόσωπα επιχείρησης που έχει αδειοδοτηθεί από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Η Εποπτική Αρχή ανταλλάσσει με τις αρμόδιες αρχές της προηγούμενης παραγράφου, τόσο για τη χορήγηση της άδειας όσο και σε κάθε επόμενο στάδιο διαρκούς ελέγχου της εφαρμογής των όρων λειτουργίας, κάθε πληροφορία σχετικά με την καταλληλότητα των μετόχων ή μελών, καθώς και με τις προϋποθέσεις καταλληλότητας και αξιοπιστίας όλων των μελών της διοίκησης της επιχείρησης ή ασκούν εργασίες που περιλαμβάνονται στις βασικές λειτουργίες και που εμπλέκονται με τη διοίκηση ή διαχείριση άλλης επιχείρησης του ιδίου ομίλου. Η διαβούλευση της παραγράφου 1 του παρόντος είναι υποχρεωτική για την αξιολόγηση της καταλληλότητας των μετόχων και των μελών της διοίκησης ή ασκούν σε αυτήν εργασίες που περιλαμβάνονται στις βασικές λειτουργίες, τόσο κατά τη διαδικασία αδειοδότησης όσο και σε κάθε μεταγενέστερη περίπτωση.

Άρθρο 18Όροι ασφαλιστηρίων συμβολαίων, τιμολόγια ασφαλίστρων (άρθρο 21 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Η κατάρτιση των τιμολογίων που χρησιμοποιούν οι ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις που λειτουργούν στην Ελλάδα, είτε με καθεστώς εγκατάστασης είτε με καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, είναι ελεύθερη και γίνεται σύμφωνα με τις τεχνοοικονομικές ανάγκες της κάθε επιχείρησης.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Οι γενικοί και ειδικοί όροι των ασφαλιστηρίων και αντασφαλιστηρίων συμβολαίων, των τιμολογίων, των τεχνικής φύσεως στοιχείων που χρησιμοποιούνται από τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις για τον υπολογισμό των ασφαλίστρων και των τεχνικών προβλέψεων, και τυχόν άλλων εγγράφων που η επιχείρηση χρησιμοποιεί κατά την παροχή ασφαλίσεων ή την άσκηση ή λήψη αντασφαλίσεων δεν υπόκεινται σε προηγούμενη έγκριση, ούτε κοινοποιούνται συστηματικά σε καμία διοικητική αρχή. Κάθε αντίθετη διάταξη καταργείται από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Κατά παρέκκλιση των αναφερομένων στην παράγραφο 2 του παρόντος: α) Στοιχεία επί των τιμολογίων και των αυξήσεων επ’ αυτών μπορούν να κοινοποιούνται αποκλειστικά στην Εποπτική Αρχή, κατόπιν απόφασής της, που εκδίδεται επί τη βάσει του παρόντος άρθρου, δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και καθορίζει ρητά ότι η κοινοποίηση γίνεται μόνο στο πλαίσιο γενικού ελέγχου τιμών. Στην απόφαση προσδιορίζονται οι λοιπές αρμόδιες διοικητικές αρχές, που μπορούν να λαμβάνουν την σχετική πληροφορία στο πλαίσιο τυχόν αρμοδιότητάς τους επί του γενικού ελέγχου τιμών και εξειδικεύονται η μορφή, ο χρόνος παροχής και εν γένει κάθε τεχνικό θέμα και αναγκαία λεπτομέρεια που αφορά στην παροχή της ως άνω πληροφορίας και την εφαρμογή του παρόντος άρθρου. Διάταξη που επιβάλλει ή κατ’ αποτέλεσμα καθιερώνει την προηγούμενη κοινοποίηση ή την έγκριση προτεινόμενων αυξήσεων τιμολογίων από οποιαδήποτε διοικητική αρχή καταργείται από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, β) η Εποπτική Αρχή μπορεί να απαιτεί από τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις ζωής, μετά την σε αυτές χορήγηση άδειας λειτουργίας, με μόνο σκοπό τον έλεγχο της τήρησης διατάξεων σχετικά με τις αναλογιστικές αρχές, τη συστηματική κοινοποίηση των τεχνικής φύσεως στοιχείων που χρησιμοποιούνται για τον υπολογισμό των ασφαλίστρων και των σχετικών τεχνικών προβλέψεων και γ) η Εποπτική Αρχή μπορεί να ζητά κάθε στοιχείο που κρίνει απαραίτητο για τον έλεγχο του προσωπικού και του εξοπλισμού που χρησιμοποιείται άμεσα και έμμεσα από ασφαλιστικές επιχειρήσεις κατά την άσκηση του Κλάδου 18 «Βοήθεια». Στα στοιχεία αυτά περιλαμβάνονται τα επαγγελματικά προσόντα των ιατρικών ομάδων και η πιστοποίηση του εξοπλισμού που διατίθεται από την επιχείρηση για την εκπλήρωση των υποχρεώσεών της που απορρέουν από την άσκηση του εν λόγω κλάδου. 5. Με απόφαση της Εποπτικής Αρχής, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, καθορίζονται οι όροι, προϋποθέσεις και τεχνικές προδιαγραφές, οι οποίοι δύναται να είναι κατά παρέκκλιση των διατάξεων του ν. 3651/2008 (Α΄ 44) για την άσκηση του Κλάδου 18 «Βοήθεια» από τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, καθώς και τα έγγραφα που είναι αναγκαίο να κοινοποιούνται σε αυτή για την ομαλή άσκηση του εποπτικού ελέγχου της.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ΄ΓΕΝΙΚΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ ΕΠΟΠΤΕΙΑΣ
Άρθρο 19Σκοπός και γενικές αρχές της εποπτείας (άρθρα 27, 28 και 29 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Η Εποπτική Αρχή εποπτεύει την ορθή λειτουργία της αγοράς ασφαλίσεων και αντασφαλίσεων και διασφαλίζει τη διαρκή συμμόρφωση των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων με τις διατάξεις του παρόντος νόμου και της κείμενης ασφαλιστικής νομοθεσίας κατά τη λειτουργία τους έως και την εκκαθάρισή τους, αλλά και κατά την παροχή υπηρεσιών από αυτές και από τους συνεργαζόμενους με αυτές ασφαλιστικούς και αντασφαλιστικούς διαμεσολαβητές και κατά την εφαρμογή της περί υποχρεωτικής ασφάλισης και της περί ασφάλισης οχημάτων νομοθεσίας. Η εποπτεία ασκείται επί τη βάσει διερευνητικής και βασισμένης στον κίνδυνο προσέγγισης και περιλαμβάνει κατάλληλο συνδυασμό εποπτικής δράσης εντός και εκτός των χώρων της ασφαλιστικής και αντασφαλιστικής επιχείρησης και είναι ανάλογη προς τη φύση, την πολυπλοκότητα και την κλίμακα των κινδύνων, που κάθε επιχείρηση αναλαμβάνει σύμφωνα με τις δραστηριότητές της.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Σκοπός της εποπτείας σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου είναι η προστασία των ληπτών της ασφάλισης, των ασφαλισμένων και των δικαιούχων απαιτήσεων από ασφάλιση. Η Εποπτική Αρχή λαμβάνει επιπροσθέτως, για την άσκηση της εποπτείας, υπόψη: α) την ενδεχόμενη επίπτωση κάθε εποπτικής πράξης στην σταθερότητα του ελληνικού χρηματοπιστωτικού συστήματος και των αντίστοιχων ευρωπαϊκών χρηματοπιστωτικών συστημάτων, ιδιαίτερα σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης και με βάση τις πληροφορίες που διαθέτει εκείνη την χρονική στιγμή και β) το ενδεχόμενο της κάθε εποπτικής πράξης να εντείνει περαιτέρω τον οικονομικό κύκλο, ιδιαίτερα σε περιόδους ασυνήθιστων κινήσεων στις χρηματοοικονομικές αγορές.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Η Εποπτική Αρχή μεριμνά να διαθέτει σε συνεχή βάση επαρκές εξειδικευμένο προσωπικό για την άσκηση των εποπτικών της αρμοδιοτήτων σύμφωνα με τον παρόντα νόμο και την επίτευξη του σκοπού της εποπτείας σύμφωνα με την παράγραφο 2 του παρόντος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Με απόφαση της Εποπτικής Αρχής, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, καθορίζεται η εισφορά των εποπτευομένων ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων, για την εξασφάλιση των πόρων που απαιτούνται για την επιτέλεση του σκοπού της σύμφωνα με το παρόν άρθρο, σε ποσοστό μέχρι 1,5 τοις χιλίοις επί των ακαθάριστων ετήσιων εγγεγραμμένων ασφαλίστρων.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Σε περίπτωση που η Εποπτική Αρχή εισηγείται προς τον Υπουργό Οικονομικών την υιοθέτηση νομοθετικών ρυθμίσεων του πλαισίου της ιδιωτικής ασφάλισης, συνοδεύει την εισήγηση αυτή υποχρεωτικά από σχετική γνωμοδότησή της.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Η Εποπτική Αρχή δύναται να επιβάλλει τις διοικητικές κυρώσεις που προβλέπονται στις διατάξεις του άρθρου 256 του παρόντος νόμου, τόσο στην ίδια την επιχείρηση και στους νόμιμους εκπροσώπους της, όσο και στα μέλη διοίκησης και ελέγχου αυτής της παραγράφου 2 του άρθρου 29 του παρόντος νόμου. Επίσης, δύναται να επιβάλλει τα προβλεπόμενα από την εν γένει κείμενη ασφαλιστική νομοθεσία πρόστιμα, πειθαρχικές ποινές και λοιπές διοικητικές κυρώσεις.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 7

Με απόφαση της Εποπτικής Αρχής, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, καθορίζονται τα δεδομένα με τα οποία διασφαλίζεται η συνεπής εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας στις περιπτώσεις της παραγράφου 1 του παρόντος, ιδιαίτερα όσον αφορά στις μικρές ασφαλιστικές επιχειρήσεις και τα κριτήρια αξιολόγησης και εποπτικής δράσης των περιπτώσεων της παραγράφου 2 του παρόντος.

Άρθρο 20Περιεχόμενο της εποπτείας (άρθρα 30 και 33 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ, παράγραφος 6 του άρθρου 2 της Οδηγίας 2014/51/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Η Εποπτική Αρχή ασκεί χρηματοοικονομική εποπτεία, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου: α) επί των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων που εδρεύουν στην Ελλάδα, περιλαμβανομένων και των δραστηριοτήτων που αυτές ασκούν μέσω υποκαταστημάτων ή υπό καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών στην αλλοδαπή, β) επί των εγκατεστημένων στην Ελλάδα υποκαταστημάτων των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων που εδρεύουν σε τρίτες χώρες.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Με την επιφύλαξη των διατάξεων της παραγράφου 4 του παρόντος, τα εγκατεστημένα στην Ελλάδα υποκαταστήματα ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων με έδρα σε άλλο κράτος − μέλος υπάγονται στη χρηματοοικονομική εποπτεία των αρμόδιων αρχών του κράτους μέλους καταγωγής.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Η χρηματοοικονομική εποπτεία της παραγράφου 1 του παρόντος περιλαμβάνει την εξακρίβωση, για το σύνολο των δραστηριοτήτων της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, ή των υποκαταστημάτων ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης τρίτης χώρας, της κατάστασης της φερεγγυότητάς της, της σύστασης τεχνικών προβλέψεων, των στοιχείων του ενεργητικού της και των επιλέξιμων ιδίων κεφαλαίων, σύμφωνα με τους κανόνες του παρόντος νόμου και του ευρωπαϊκού δικαίου. Ειδικά για επιχειρήσεις που ασκούν τον Κλάδο 18 «Βοήθεια» κατά ζημιών, η εποπτεία εκτείνεται και στον έλεγχο των τεχνικών μέσων που διαθέτουν οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις αυτές για την καλή εκτέλεση των εργασιών βοήθειας που έχουν αναλάβει.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Εάν ο ασφαλιζόμενος κίνδυνος ή η ασφαλιστική υποχρέωση βρίσκεται στην Ελλάδα ή η Ελλάδα είναι κράτος υποδοχής μίας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, και η Εποπτική Αρχή έχει λόγους να θεωρεί ότι οι δραστηριότητες μιας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης θα μπορούσαν να αποβούν επιβλαβείς για την οικονομική ευρωστία της επιχείρησης, ενημερώνει τις εποπτικές αρχές του κράτους − μέλους καταγωγής της εν λόγω επιχείρησης. Σε περίπτωση υποκαταστήματος ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης με έδρα σε άλλο κράτος − μέλος, εκπρόσωποι των αρμοδίων αρχών του κράτους καταγωγής της επιχείρησης ή άτομα εξουσιοδοτημένα από τις αρχές για το σκοπό αυτό, δύνανται, αφού ενημερώσουν την Εποπτική Αρχή, να προβαίνουν σε επιτόπιους ελέγχους εντός της Ελλάδος με σκοπό την επαλήθευση των αναγκαίων πληροφοριών ώστε να διασφαλίσουν τη χρηματοοικονομική εποπτεία της επιχείρησης. Η Εποπτική Αρχή και η ΕΑΑΕΣ δύναται να συμμετέχουν στους ανωτέρω επιτόπιους ελέγχους.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Η Εποπτική Αρχή, ως εποπτική αρχή καταγωγής, εξακριβώνει, με κάθε πρόσφορο μέσο και με επιτόπιο έλεγχο, εφόσον απαιτείται, εάν η επιχείρηση τηρεί τις αρχές της συνετούς διαχείρισης, όπως ορίζονται στον παρόντα νόμο, ή εφόσον λάβει αντίστοιχα ειδοποίηση από αρμόδια εποπτική αρχή κράτους υποδοχής κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο 4 του παρόντος, αναλόγως εφαρμοζόμενης. Η Εποπτική Αρχή δύναται να απευθύνεται στην ΕΑΑΕΣ και να ζητά την βοήθειά της σύμφωνα με το άρθρο 19 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 για κάθε περίπτωση κατά την οποία, ενώ έχει ενημερώσει τις εποπτικές αρχές ενός κράτους υποδοχής ότι προτίθεται να διενεργήσει επιτόπιους ελέγχους σύμφωνα με το ανωτέρω εδάφιο, της απαγορεύεται να ασκήσει το δικαίωμά της για διενέργεια αυτών των επιτόπιων ελέγχων ή για κάθε περίπτωση κατά την οποία η εποπτική αρχή του κράτους μέλος υποδοχής αδυνατεί να ασκήσει στην πράξη το δικαίωμά της για συμμετοχή στους ανωτέρω επιτόπιους ελέγχους.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Η ΕΑΑΕΣ μπορεί να συμμετέχει σε επιτόπιους ελέγχους στις περιπτώσεις που αυτές διενεργούνται από κοινού από δύο ή περισσότερες εποπτικές αρχές.

Άρθρο 21Διαφάνεια και ευθύνη της εποπτικής αρχής (άρθρο 31 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ, παράγραφος 5 του άρθρου 2 της Οδηγίας 2014/51/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Η Εποπτική Αρχή ασκεί την εποπτεία σύμφωνα με τις αρχές της εμπιστευτικότητας, της διαφάνειας και της ευθύνης, όπως αυτές προβλέπονται στις οικείες διατάξεις.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Στο διαδικτυακό τόπο της Εποπτικής Αρχής δημοσιεύονται οι ακόλουθες πληροφορίες: α) όλες οι διατάξεις της κείμενης περί ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων νομοθεσίας, συμπεριλαμβανόμενου του παρόντος νόμου, των οικείων αποφάσεων που εκδίδονται κατ’ εξουσιοδότησή του και των ευρωπαϊκών νομοθετημάτων, ως και κάθε εγκύκλιος, οδηγία ή γενική σύσταση στο πλαίσιο της εφαρμογής των διατάξεων αυτών, β) τα γενικά κριτήρια και οι μέθοδοι που χρησιμοποιούνται κατά τη διαδικασία εποπτικής αξιολόγησης του άρθρου 25 του παρόντος, περιλαμβανομένων των εποπτικών εργαλείων της παραγράφου 4 του άρθρου 23 του παρόντος, γ) συγκεντρωτικά στατιστικά στοιχεία για βασικές παραμέτρους εφαρμογής του πλαισίου της προληπτικής εποπτείας, δ) ο τρόπος χρήσης των εθνικών διακριτικών ευχερειών της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ, ε) οι στόχοι, οι βασικές λειτουργίες και οι δραστηριότητες εποπτείας.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Η Εποπτική Αρχή συντάσσει και υποβάλλει στη Βουλή ετήσια έκθεση σχετικά με τις εποπτικές της δραστηριότητες και υποχρεώσεις που προβλέπονται από τον παρόντα νόμο.

Άρθρο 22Συμβάσεις αντασφάλισης και αντεκχώρησης (άρθρο 32 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)

Η Εποπτική Αρχή δεν δύναται να απορρίπτει σύμβαση αντασφάλισης ή αντεκχώρησης, ανάμεσα σε ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, για λόγους που συνδέονται άμεσα με την οικονομική ευρωστία της επιχείρησης που δέχεται την αντεκχώρηση ή αναλαμβάνει την αντασφάλιση, εφόσον η επιχείρηση αυτή είναι αδειοδοτημένη σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 10 και 11 του παρόντος ή του άρθρου 14 της Οδηγίας 2009/ 138/ΕΚ.

Άρθρο 23Γενικές εποπτικές εξουσίες (άρθρα 34 και 35 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Σχετικά με τις δραστηριότητες πρωτασφάλισης και αντασφάλισης, η Εποπτική Αρχή ασκεί την εποπτεία σε προληπτική, διορθωτική και κατασταλτική βάση. Δύναται να λαμβάνει όλα τα κατάλληλα και αναγκαία μέτρα, ώστε αφ’ ενός οι δραστηριότητες των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων να είναι σύμφωνες με τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις που ισχύουν στην Ελλάδα και στα άλλα κράτη − μέλη και αφετέρου να αποφευχθεί ή εξαλειφθεί κάθε ανωμαλία που θα έθιγε τα συμφέροντα των ασφαλισμένων. Σχετικά με τη δραστηριότητα της ασφαλιστικής και αντασφαλιστικής διαμεσολάβησης, η Εποπτική Αρχή εποπτεύει την τήρηση της νομοθεσίας για την ασφαλιστική και αντασφαλιστική διαμεσολάβηση, ιδίως όσον αφορά την τήρηση και το περιεχόμενο του οικείου μητρώου κατά κατηγορία διαμεσολαβούντος. Μπορεί να καθορίζει συγκεκριμένες υποχρεώσεις εσωτερικής οργάνωσης των επιχειρήσεων ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής διαμεσολάβησης, καθώς και την υποβολή και το περιεχόμενο οικονομικών καταστάσεων ή άλλων οικονομικών και λοιπών αναγκαίων στοιχείων για την άσκηση της εποπτείας.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Στο πλαίσιο της εποπτείας που ασκεί, η Εποπτική Αρχή μπορεί να διενεργεί, σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, γενικούς ή ειδικούς, επιτόπιους ή μη, ελέγχους στις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις και στα εποπτευόμενα φυσικά ή νομικά πρόσωπα.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Η Εποπτική Αρχή, κατά την άσκηση των εποπτικών αρμοδιοτήτων της, διά των εντεταλμένων οργάνων της: α) Έχει πρόσβαση σε οποιοδήποτε έγγραφο, βιβλίο ή άλλο στοιχείο υπό οποιαδήποτε μορφή, για το σύνολο των δραστηριοτήτων της επιχείρησης εντός και εκτός της Ελλάδας και που τηρούνται είτε στις εποπτευόμενες ασφαλιστικές επιχειρήσεις ή και σε άλλες επιχειρήσεις ή οργανισμούς, ενδεικτικά που εκτελούν χρέη θεματοφύλακα της περιουσίας, και μπορεί να λαμβάνει αντίγραφό του, ακόμη και εάν αυτό περιέχει απλά ή ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα κατά την έννοια του ν. 2472/1997 (Α΄ 50). β) Μπορεί να ζητά πληροφορίες από οποιοδήποτε πρόσωπο ή δημόσια αρχή. γ) Μπορεί να απαιτεί τη διακοπή της πώλησης συγκεκριμένου ασφαλιστικού προϊόντος ή τη διακοπή κάθε δραστηριότητας ή πρακτικής που είναι αντίθετη με το νόμο αυτόν, την αντίστοιχη Ευρωπαϊκή ασφαλιστική νομοθεσία ή τις αποφάσεις που εκδίδονται κατ’ εξουσιοδότησή του. δ) Μπορεί να απαγορεύει προσωρινά, για περίοδο που δεν μπορεί να υπερβαίνει τα πέντε (5) έτη, σε πρόσωπα την εξακολούθηση της άσκησης ή την ανάληψη καθηκόντων του άρθρου 31 του παρόντος σε μία ή περισσότερες ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις. ε) Μπορεί να λαμβάνει πληροφορίες από εξωτερικούς εμπειρογνώμονες, ενδεικτικά αναλογιστές και ελεγκτές των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων και να αναθέτει εξακριβώσεις, μελέτες ή έρευνες σε ορκωτούς λογιστές, αναλογιστές και άλλους εμπειρογνώμονες. στ) Μπορεί να λαμβάνει κάθε πληροφορία σχετικά με συμβάσεις που βρίσκονται στην κατοχή διαμεσολαβητών ή έχουν συναφθεί με τρίτους. ζ) Πέραν των οριζομένων στην παράγραφο 2 του παρόντος, έλεγχοι μπορεί να διενεργούνται και: ζα) Σε κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, που δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος νόμου αλλά, είτε του έχουν ανατεθεί εξωτερικά λειτουργίες ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 37 του παρόντος, είτε είναι τρίτος με τον οποίον η ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση έχει πραγματοποιήσει συναλλαγή, ο έλεγχος του οποίου είναι αναγκαίος για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος. ζβ) Σε οποιοδήποτε άλλο φυσικό ή νομικό πρόσωπο, μόνο όμως στο πλαίσιο της εφαρμογής των διατάξεων της κείμενης ασφαλιστικής νομοθεσίας και εφόσον ο έλεγχος δεν μπορεί να επιτευχθεί μέσω της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Κατά τη διαδικασία εποπτικής αξιολόγησης του άρθρου 25 του παρόντος, η Εποπτική Αρχή μπορεί, εφόσον το θεωρεί αναγκαίο, να αναπτύσσει, επιπροσθέτως του υπολογισμού της Κεφαλαιακής Απαίτησης Φερεγγυότητας, πρόσθετα ποσοτικά εποπτικά εργαλεία (ενδεικτικά διαγνωστικές ασκήσεις και ασκήσεις προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων), με τα οποία θα εξετάζεται η δυνατότητα των επιχειρήσεων να ανταπεξέρχονται σε πιθανά γεγονότα ή μελλοντικές αλλαγές της οικονομικής συγκυρίας τα οποία θα μπορούσαν να έχουν αρνητικό αντίκτυπο στη συνολική χρηματοοικονομική τους θέση. Η εφαρμογή των ως άνω εποπτικών εργαλείων και ασκήσεων από τις επιχειρήσεις είναι υποχρεωτική.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Κατά τη διενέργεια ελέγχων από την Εποπτική Αρχή ή τις αρμόδιες αρχές των άλλων κρατών − μελών, δυνάμει του παρόντος νόμου και της εν γένει ισχύουσας νομοθεσίας περί άσκησης της εποπτείας, τα υποκείμενα στους ελέγχους αυτούς πρόσωπα δεν δικαιούνται να επικαλεσθούν το απόρρητο των τραπεζικών καταθέσεων ή τη νομοθεσία περί προστασίας των προσωπικών δεδομένων ή άλλο απόρρητο έναντι των αρμόδιων αρχών ή των εξουσιοδοτημένων από αυτές για τη διενέργεια του ελέγχου προσώπων.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Με απόφαση της Εποπτικής Αρχής, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, καθορίζονται οι εν γένει ουσιαστικές και τυπικές προϋποθέσεις άσκησης του επαγγέλματος του ασφαλιστικού, αντασφαλιστικού και συνδεδεμένου ασφαλιστικού διαμεσολαβητή, τα απαιτούμενα δικαιολογητικά για την εγγραφή του ασφαλιστικού, αντασφαλιστικού και συνδεδεμένου ασφαλιστικού διαμεσολαβητή στο οικείο Επιμελητήριο, κατ’ άρθρο 4 π.δ. 190/2006, το ελάχιστο όριο κάλυψης και το ανώτατο επιτρεπόμενο ποσό απαλλαγής των ασφαλιστηρίων συμβολαίων επαγγελματικής αστικής ευθύνης των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών διαμεσολαβητών, και ο καθορισμός των εν γένει προθεσμιών που προβλέπονται στα άρθρα 3, 4 και 5 του π.δ. 190/06, όπως ενδεικτικά η προθεσμία για την ανανέωση εγγραφής στο οικείο Επαγγελματικό Επιμελητήριο.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 7

Με απόφαση της Εποπτική Αρχή, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως μπορεί να καθορίζεται κάθε αναγκαία λεπτομέρεια ως προς τη συνεργασία ασφαλιστικών επιχειρήσεων και επιχειρήσεων που διαμεσολαβούν στην ιδιωτική ασφάλιση με νομικά πρόσωπα δημοσίου και ιδιωτικού δικαίου που δραστηριοποιούνται στις χρηματοπιστωτικές εργασίες κυρίως ως προς τη διάθεση ασφαλιστικών προϊόντων, χωρίς να παραβιάζονται οι κείμενες διατάξεις περί ανταγωνισμού.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 8

Με απόφαση της Εποπτικής Αρχής, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως μπορεί να καθορίζονται τα ελάχιστα κριτήρια καταλληλότητας και αξιοπιστίας που εντάσσονται στις σχετικές πολιτικές των ασφαλιστικών επιχειρήσεων ώστε να διασφαλίζεται ότι οι συνδεδεμένοι ασφαλιστικοί διαμεσολαβητές και οι προστηθέντες τους ενεργούν εντίμως, νομίμως και με την απαιτούμενη προσοχή και επιμέλεια κατά τη διεξαγωγή των επαγγελματικών τους δραστηριοτήτων, διαθέτουν και χρησιμοποιούν αποτελεσματικά τους πόρους και τις διαδικασίες που απαιτούνται προς το συμφέρον των ασφαλισμένων και λαμβάνουν μέτρα ώστε να εντοπίζουν και να αντιμετωπίζουν αποτελεσματικά τις συγκρούσεις συμφερόντων.

Άρθρο 24Παρεχόμενη πληροφόρηση για εποπτικούς σκοπούς (άρθρο 35 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ, παράγραφος 7 του άρθρου 2 της Οδηγίας 2014/51/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις υποβάλλουν στην Εποπτική Αρχή κάθε πληροφορία που είναι απαραίτητη για την άσκηση της εποπτείας, χωρίς οι επιχειρήσεις να δικαιούνται να αντιτάξουν οποιοδήποτε απόρρητο έναντι της Εποπτικής Αρχής. Η εν λόγω πληροφόρηση περιλαμβάνει: α) ποιοτικά ή ποσοτικά στοιχεία, ή κάθε κατάλληλο συνδυασμό τους, β) στοιχεία που αφορούν στο ιστορικό, στην εκάστοτε τρέχουσα κατάσταση ή μελλοντική κατάσταση ή σε κάθε κατάλληλο συνδυασμό τους, γ) δεδομένα από εσωτερικές ή εξωτερικές της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης πηγές, ή κάθε κατάλληλο συνδυασμό τους.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Οι πληροφορίες της παραγράφου 1 του παρόντος πρέπει να πληρούν τις ακόλουθες αρχές: α) να αντικατοπτρίζουν τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων της συγκεκριμένης επιχείρησης, και ιδίως τους κινδύνους που ενυπάρχουν σε αυτές, β) να είναι προσβάσιμες, πλήρεις από κάθε ουσιώδη άποψη, συγκρίσιμες και με χρονική συνέπεια, και γ) να είναι συναφείς με το θέμα, αξιόπιστες και κατανοητές.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις διαθέτουν κατάλληλα συστήματα και δομές, προκειμένου να ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις των παραγράφων 1 και 2 του παρόντος, καθώς και τεκμηριωμένη έγγραφη πολιτική, που έχει λάβει την έγκριση του Διοικητικού τους Συμβούλιου, ώστε να εξασφαλίζεται σε συνεχή βάση η καταλληλότητα των πληροφοριών που υποβάλλονται.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Η Εποπτική Αρχή, έχοντας υπόψη της τους σκοπούς της εποπτείας σύμφωνα με το άρθρο 19 του παρόντος, ζητά και λαμβάνει τις πληροφορίες των παραγράφων 1 και 2 του παρόντος, που κατ’ ελάχιστον της επιτρέπουν να εφαρμόσει επιτυχώς τη διαδικασία εποπτικής αξιολόγησης του άρθρου 25 του παρόντος, και ειδικότερα: α) να αξιολογεί, για κάθε ασφαλιστική και αντασφαλιστική επιχείρηση που εποπτεύει, το σύστημα διακυβέρνησης που εφαρμόζει, τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές δραστηριότητες που ασκεί, τους κανόνες αποτίμησης που ακολουθεί για τον υπολογισμό των εποπτικών της κεφαλαίων, τους κινδύνους που αντιμετωπίζει και τα συστήματα διαχείρισης των κινδύνων αυτών, την κεφαλαιακή της δομή, τις κεφαλαιακές της ανάγκες και τον τρόπο άσκησης της διοίκησής τους, β) να λαμβάνει τις κατάλληλες αποφάσεις και να προβαίνει στις κατάλληλες ενέργειες για την εποπτεία των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Με απόφαση της Εποπτικής Αρχής, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, μπορεί να απαιτείται ο έλεγχος του συνόλου ή μέρους των πληροφοριών του παρόντος άρθρου από εξωτερικούς ελεγκτές και να καθορίζονται η φύση, η έκταση και η μορφή των πληροφοριών, ο χρόνος υποβολής τους, είτε σε προκαθορισμένες περιόδους, είτε κατά τον χρόνο προκαθορισμένων γεγονότων, είτε κατά την διάρκεια ερευνών σχετικά με την κατάσταση μιας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Με την επιφύλαξη της παραγράφου 4 του άρθρου 102 του παρόντος, η Εποπτική Αρχή με απόφασή της, κατόπιν αιτήσεως της ενδιαφερομένης ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης μπορεί να περιορίζει, αναφορικά με την συγκεκριμένη επιχείρηση, τη συχνότητα υποβολής των πληροφοριών του παρόντος άρθρου. Σε κάθε περίπτωση, οι πληροφορίες αυτές θα πρέπει να υποβάλλονται τουλάχιστον μία φορά ετησίως. Για την λήψη της απόφασης του προηγουμένου εδαφίου, η Εποπτική Αρχή εξετάζει αν η συχνότητα υποβολής των πληροφοριών αυτών από την επιχείρηση θα ήταν υπερβολικά επαχθής σε σχέση με τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των εγγενών κινδύνων της δραστηριότητας της επιχείρησης. Σε περίπτωση που η ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση ανήκει σε όμιλο υπό την έννοια της περίπτωσης (γ) της παραγράφου 1 του άρθρου 170 του παρόντος, η επιχείρηση αποδεικνύει στην Εποπτική Αρχή ότι η συχνότερη από μια φορά το έτος εποπτική αναφορά αντενδείκνυται δεδομένης της φύσης, της κλίμακας και της πολυπλοκότητας των εγγενών κινδύνων της δραστηριότητας του ομίλου. Η Εποπτική Αρχή διασφαλίζει ότι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις που απολαμβάνουν ετησίως τα ωφελήματα της παρούσας παραγράφου δεν υπερβαίνουν το 20% της αγοράς ασφαλίσεων ζωής και ζημιών, όπου το μερίδιο του κλάδου ζημιών προσδιορίζεται με όρους ακαθάριστων εγγεγραμμένων ασφαλίστρων και το μερίδιο του κλάδου ζωής προσδιορίζεται με όρους ακαθάριστων τεχνικών προβλέψεων. Η Εποπτική Αρχή διασφαλίζει ότι οι μικρότερες επιχειρήσεις διαθέτουν προτεραιότητα κατά τον καθορισμό της επιλεξιμότητας των επιχειρήσεων για τη λήψη των ωφελημάτων αυτών.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 7

Η Εποπτική Αρχή με απόφασή της, κατόπιν αιτήσεως της ενδιαφερομένης ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης μπορεί, αναφορικά με την συγκεκριμένη επιχείρηση, να περιορίζει τη συχνότητα ή και να την εξαιρεί από την υποβολή αναλυτικών για κάθε ένα περιουσιακό στοιχείο πληροφοριών. Για την λήψη της απόφασης του προηγουμένου εδαφίου, η Εποπτική Αρχή εξετάζει αν πληρούνται σωρευτικά τουλάχιστον οι ακόλουθες προϋποθέσεις: α) η υποβολή των αναλυτικών για κάθε ένα περιουσιακό στοιχείο πληροφοριών από την επιχείρηση θα ήταν υπερβολικά επαχθής σε σχέση με τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των εγγενών κινδύνων της δραστηριότητας της επιχείρησης, και β) η υποβολή των αναλυτικών για κάθε ένα περιουσιακό στοιχείο πληροφοριών από την επιχείρηση δεν είναι αναγκαία για την αποτελεσματική άσκηση της εποπτεία επί της επιχείρησης, και γ) η εξαίρεση δεν υπονομεύει τη σταθερότητα των αντίστοιχων χρηματοπιστωτικών συστημάτων στην Ένωση, και δ) η ενδιαφερόμενη επιχείρηση είναι σε θέση να παρέχει πληροφορίες άμεσα, όποτε της ζητείται από την Εποπτική Αρχή. Σε περίπτωση που η ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση ανήκει σε όμιλο υπό την έννοια της περίπτωσης (γ) της παραγράφου 1 του άρθρου 170 του παρόντος, η επιχείρηση αποδεικνύει στην Εποπτική Αρχή ότι η εξαίρεση από την υποβολή των αναλυτικών για κάθε ένα περιουσιακό στοιχείο πληροφοριών αντενδείκνυται δεδομένης της φύσης, της κλίμακας και της πολυπλοκότητας των εγγενών κινδύνων της δραστηριότητας του ομίλου και ότι δεν υπονομεύει τον εποπτικό στόχο του άρθρου 19 του παρόντος, περί σταθερότητας των χρηματοπιστωτικών συστημάτων. Η Εποπτική Αρχή διασφαλίζει ότι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις που εξαιρούνται από την υποβολή των αναλυτικών για κάθε ένα περιουσιακό στοιχείο πληροφοριών δεν υπερβαίνουν το 20% της αγοράς ασφαλίσεων ζωής και ζημιών, όπου το μερίδιο του κλάδου ζημιών προσδιορίζεται με όρους ακαθάριστων εγγεγραμμένων ασφαλίστρων και το μερίδιο του κλάδου ζωής προσδιορίζεται με όρους ακαθάριστων τεχνικών προβλέψεων. Η Εποπτική Αρχή διασφαλίζει ότι οι μικρότερες επιχειρήσεις διαθέτουν προτεραιότητα κατά τον καθορισμό της επιλεξιμότητας των επιχειρήσεων για τις εξαιρέσεις αυτές.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 8

Για τους σκοπούς των παραγράφων 6 και 7 του παρόντος, όταν η Εποπτική Αρχή, στο πλαίσιο της διαδικασίας εποπτικής αξιολόγησης, εξετάζει αν η υποβολή πληροφοριών θα ήταν επαχθής σε σχέση με τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των κινδύνων της επιχείρησης, λαμβάνει υπόψη τουλάχιστον τα ακόλουθα: α) τον όγκο των ασφαλίστρων, των τεχνικών προβλέψεων και των περιουσιακών στοιχείων της επιχείρησης, β) τη διακύμανση των απαιτήσεων αποζημιώσεων και παροχών που καλύπτει η επιχείρηση, γ) τους κινδύνους αγοράς που συνεπάγονται οι επενδύσεις της επιχείρησης, δ) το επίπεδο συγκεντρώσεων κινδύνου, ε) τον συνολικό αριθμό των κλάδων ασφαλίσεων ζωής και κατά ζημιών για τις οποίες έχει δοθεί άδεια λειτουργίας, στ) τις πιθανές επιπτώσεις από τη διαχείριση των περιουσιακών στοιχείων της επιχείρησης στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, ζ) τα συστήματα και τις δομές της επιχείρησης για την παροχή πληροφοριών για σκοπούς εποπτείας, καθώς και την τεκμηριωμένη έγγραφη πολιτική της παραγράφου 3 του παρόντος, η) την καταλληλότητα του συστήματος διακυβέρνησης της επιχείρησης, θ) το επίπεδο των ιδίων κεφαλαίων που καλύπτουν την Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας και την Ελάχιστη Κεφαλαιακή Απαίτηση, ι) το γεγονός αν η επιχείρηση είναι εξαρτημένη ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση η οποία καλύπτει μόνο κινδύνους οι οποίοι συνδέονται με τον βιομηχανικό ή εμπορικό όμιλο στον οποίο ανήκει.

Άρθρο 25Διαδικασία εποπτικής αξιολόγησης (άρθρο 36 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Η Εποπτική Αρχή εξετάζει και αξιολογεί, σε τακτική βάση, τις στρατηγικές, τις διεργασίες και τις διαδικασίες πληροφόρησης που εφαρμόζουν οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις για την συμμόρφωσή τους στην κείμενη νομοθεσία, καθώς και στις υποδείξεις και σχετικές συστάσεις της Εποπτικής Αρχής. Η αξιολόγηση που διενεργείται περιλαμβάνει τα ποιοτικά χαρακτηριστικά του συστήματος διακυβέρνησης της επιχείρησης, τη διαπίστωση των πιθανών κινδύνων στους οποίους αυτή εκτίθεται ή μπορεί να εκτεθεί και η ικανότητα της επιχείρησης να διαγνώσει την έκθεσή της ή την πιθανή έκθεσή της στους εν λόγω κινδύνους λαμβανομένου υπόψη και του περιβάλλοντος στο οποίο η επιχείρηση αυτή λειτουργεί.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Η Εποπτική Αρχή εξετάζει, σε κάθε περίπτωση, και αξιολογεί: α) για το σύστημα διακυβέρνησης, στο οποίο συμπεριλαμβάνεται και η ίδια αξιολόγηση κινδύνου και φερεγγυότητας, τη συμμόρφωση της επιχείρησης με τις διατάξεις της Ενότητας 2, του Κεφαλαίου Δ΄ του παρόντος Μέρους, β) για τις τεχνικές προβλέψεις, τη συμμόρφωση της επιχείρησης με τις διατάξεις της Ενότητας 2 του Κεφαλαίου ΣΤ΄ του παρόντος Μέρους, γ) για τις κεφαλαιακές απαιτήσεις, τη συμμόρφωση της επιχείρησης με τις διατάξεις των Ενοτήτων 4 και 5 του Κεφαλαίου ΣΤ΄ του παρόντος Μέρους, δ) για τους επενδυτικούς κανόνες, τη συμμόρφωση της επιχείρησης με τις διατάξεις της Ενότητας 6 του Κεφαλαίου ΣΤ΄ του παρόντος Μέρους, ε) για την ποιότητα και την επάρκεια των ιδίων κεφαλαίων, τη συμμόρφωση της επιχείρησης με τις διατάξεις της Ενότητας 3 του Κεφαλαίου ΣΤ΄ του παρόντος Μέρους, στ) για το τυχόν εφαρμοζόμενο από ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση πλήρες ή μερικό εσωτερικό υπόδειγμα, τη συνεχή συμμόρφωσή της προς τις διατάξεις του Τμήματος 3 της Ενότητας 4 του Κεφαλαίου ΣΤ΄ του παρόντος Μέρους.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Η Εποπτική Αρχή, στο πλαίσιο της διαδικασίας εποπτικής αξιολόγησης του παρόντος άρθρου: α) αναπτύσσει και διατηρεί κατάλληλα εργαλεία, ενδεικτικά ασκήσεις προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων που επιβάλλονται σε συγκεκριμένη ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, στατιστικούς δείκτες, διαγνωστικές ασκήσεις, δείκτες επιμέτρησης επικινδυνότητας, τα οποία της παρέχουν τη δυνατότητα να επισημαίνει την όποια επιδείνωση της χρηματοοικονομικής κατάστασης μιας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης και να παρακολουθεί τον τρόπο επανόρθωσης αυτής της κατάστασης, β) αξιολογεί την επάρκεια των μεθόδων και πρακτικών τις οποίες εφαρμόζουν οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, προκειμένου να επισημαίνουν τα πιθανά γεγονότα ή τις μελλοντικές μεταβολές στις οικονομικές συνθήκες που θα μπορούσαν να έχουν δυσμενείς επιπτώσεις στη συνολική χρηματοοικονομική τους κατάσταση, γ) αξιολογεί την ικανότητα των ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών επιχειρήσεων να ανταπεξέρχονται στην περίπτωση τέτοιων πιθανών γεγονότων ή μελλοντικών μεταβολών στις οικονομικές συνθήκες, δ) απαιτεί από τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις να αποκαθιστούν τις αδυναμίες ή τις ελλείψεις που επισημάνθηκαν κατά τη διαδικασία εποπτικής εξέτασης.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Με απόφαση της Εποπτικής Αρχής, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, καθορίζονται τα απαραίτητα εργαλεία της παραγράφου 3 του παρόντος, οι διοικητικές ενέργειες στις οποίες μπορεί να προβαίνει η Εποπτική Αρχή για την εφαρμογή της διαδικασίας εποπτικής αξιολόγησης, η ελάχιστη συχνότητα και το αντικείμενο των εν λόγω εξετάσεων και αξιολογήσεων, λαμβάνοντας υπόψη τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων της συγκεκριμένης ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης.

Άρθρο 26Πρόσθετες κεφαλαιακές απαιτήσεις (άρθρο 37 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ, παράγραφος 8 του άρθρου 2 της Οδηγίας 2014/51/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Η Εποπτική Αρχή μπορεί σε εξαιρετικές περιπτώσεις και υπό τις προϋποθέσεις του παρόντος άρθρου, μετά την ολοκλήρωση της προβλεπόμενης από το άρθρο 25 του παρόντος διαδικασίας εποπτικής αξιολόγησης, να επιβάλλει με αιτιολογημένη απόφασή της σε ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση πρόσθετη κεφαλαιακή απαίτηση.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Η Εποπτική Αρχή μπορεί να επιβάλλει πρόσθετη κεφαλαιακή απαίτηση μόνο στις ακόλουθες περιπτώσεις: α) όταν διαπιστώνει ότι το προφίλ κινδύνου της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης αποκλίνει σημαντικά από τις παραδοχές στις οποίες βασίζεται ο υπολογισμός της Κεφαλαιακής Απαίτησης Φερεγγυότητας με την τυποποιημένη μέθοδο του Τμήματος 2 της Ενότητας 4 του Κεφαλαίου ΣΤ΄ του παρόντος Μέρους «Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας – τυποποιημένη μέθοδος», και: αα) η απαίτηση για χρήση εσωτερικού υποδείγματος σύμφωνα με το άρθρο 93 του παρόντος κρίνεται ακατάλληλη ή έχει αποδειχτεί αναποτελεσματική, ή αβ) η επιχείρηση βρίσκεται σε διαδικασία ανάπτυξης πλήρους ή μερικού εσωτερικού υποδείγματος σύμφωνα με το άρθρο 93 του παρόντος, β) όταν διαπιστώνει ότι το προφίλ κινδύνου της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης αποκλίνει σημαντικά από τις παραδοχές στις οποίες βασίζεται ο υπολογισμός της Κεφαλαιακής Απαίτησης Φερεγγυότητας, που διενεργείται με βάση το από την επιχείρηση χρησιμοποιούμενο εσωτερικό υπόδειγμα, πλήρες ή μερικό, διότι ορισμένοι ποσοτικοποιήσιμοι κίνδυνοι δεν λαμβάνονται επαρκώς υπόψη από το εν λόγω υπόδειγμα ενώ η προσαρμογή του, ώστε να αντικατοπτρίζει καλύτερα το δεδομένο προφίλ κινδύνου της επιχείρησης, δεν έχει πραγματοποιηθεί σε χρόνο που είχε προγενέστερα τεθεί από την Εποπτική Αρχή, γ) όταν διαπιστώνει ότι το σύστημα διακυβέρνησης της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης αποκλίνει σημαντικά από τις διατάξεις της Ενότητας 2 του Κεφαλαίου Δ΄ του παρόντος Μέρους «Σύστημα Διακυβέρνησης», ότι οι εν λόγω αποκλίσεις εμποδίζουν την επιχείρηση να αναγνωρίσει, να αποτιμήσει, να παρακολουθήσει, να διαχειρισθεί ή να αναφέρει ορθά τους κινδύνους, στους οποίους εκτίθεται ή θα μπορούσε να εκτεθεί, και ότι η επιβολή στην επιχείρηση άλλων εποπτικών μέτρων δεν εκτιμάται ως πιθανό ότι θα αποκαταστήσει επαρκώς τις ελλείψεις μέσα σε κατάλληλο χρονικό διάστημα, δ) όταν διαπιστώνει ότι το προφίλ κινδύνου της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης αποκλίνει σημαντικά από τις παραδοχές στις οποίες βασίζεται ο υπολογισμός της προσαρμογής αντιστοίχισης του άρθρου 54 του παρόντος, της προσαρμογής λόγω μεταβλητότητας του άρθρου 56 του παρόντος ή τα μεταβατικά μέτρα των άρθρων 274 και 275 του παρόντος, στις περιπτώσεις που η επιχείρηση κάνει χρήση κάποιας από τις προσαρμογές και τα μεταβατικά αυτά μέτρα.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Στις περιπτώσεις α΄ και β΄ της παραγράφου 2 του παρόντος η πρόσθετη κεφαλαιακή απαίτηση υπολογίζεται από την Εποπτική Αρχή κατά τρόπο ώστε να εξασφαλίζεται η συμμόρφωση της επιχείρησης προς τις περιπτώσεις β΄, γ΄ και δ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 77 του παρόντος, στην περίπτωση γ΄ της παραγράφου 2 του παρόντος η πρόσθετη κεφαλαιακή απαίτηση είναι ανάλογη προς τους σημαντικούς κινδύνους που απορρέουν από τις ελλείψεις που οδηγούν την Εποπτική Αρχή στην επιβολή της πρόσθετης κεφαλαιακής απαίτησης, ενώ στην περίπτωση δ΄ της παραγράφου 2 του παρόντος, η πρόσθετη κεφαλαιακή απαίτηση είναι ανάλογη προς τους σημαντικούς κινδύνους που απορρέουν από τις αποκλίσεις που αναφέρονται στην εν λόγω περίπτωση δ΄. Στις περιπτώσεις β΄ και γ΄ της παραγράφου 2 του παρόντος, η Εποπτική Αρχή μεριμνά ώστε η ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση να καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια για να αποκαταστήσει τις ελλείψεις που οδήγησαν στην επιβολή της πρόσθετης κεφαλαιακής απαίτησης.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Η Εποπτική Αρχή επανεξετάζει τουλάχιστον μία φορά τον χρόνο την απόφασή της για επιβολή κεφαλαιακής προσαύξησης και αίρει το σχετικό μέτρο, όταν η επιχείρηση έχει αποκαταστήσει τις ελλείψεις που οδήγησαν στην επιβολή του.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Η προσαυξημένη, λόγω πρόσθετης κεφαλαιακής απαίτησης, Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας, αντικαθιστά την Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας που κρίθηκε ανεπαρκής. Κατά παρέκκλιση των οριζομένων στο προηγούμενο εδάφιο, η Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας που χρησιμοποιείται κατά τον υπολογισμό του περιθωρίου κινδύνου της παραγράφου 5 του άρθρου 52 του παρόντος δεν περιλαμβάνει την πρόσθετη κεφαλαιακή απαίτηση που έχει επιβληθεί σύμφωνα με την περίπτωση γ΄ της παραγράφου 2 του παρόντος.

Άρθρο 27Εποπτεία λειτουργιών και δραστηριοτήτων που έχουν ανατεθεί εξωτερικά (άρθρο 38 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ, παράγραφος 9 του άρθρου 2 της Οδηγίας 2014/51/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 37 του παρόντος, οι ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις δύνανται να αναθέτουν λειτουργία ή δραστηριότητα ασφάλισης ή αντασφάλισης σε τρίτο πάροχο, εφόσον διασφαλίζουν ότι: α) το φυσικό ή νομικό πρόσωπο (πάροχος υπηρεσιών) στο οποίον γίνεται η ανάθεση συνεργάζεται με την Εποπτική Αρχή όσον αφορά στην εκτέλεση των λειτουργιών και των δραστηριοτήτων που του έχουν ανατεθεί, λαμβάνοντας υπόψη και τις υποχρεώσεις της παραγράφου 1 του άρθρου 47 του παρόντος, β) οι ίδιες οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, οι ελεγκτές τους και η Εποπτική Αρχή έχουν ουσιαστική και άμεση πρόσβαση στα δεδομένα που αφορούν στις λειτουργίες και στις δραστηριότητες που έχουν ανατεθεί εξωτερικά, γ) η Εποπτική Αρχή διαθέτει ουσιαστική και άμεση πρόσβαση στις εγκαταστάσεις του παρόχου των υπηρεσιών και είναι σε θέση να ασκεί αυτό το δικαίωμα πρόσβασης.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Η Εποπτική Αρχή μπορεί να απαγορεύσει σε ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση τη διενέργεια ή τη διατήρηση της εξωτερικής ανάθεσης, εφόσον κρίνει ότι δεν πληρούνται οι όροι της προηγούμενης παραγράφου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Αρμοδίως εξουσιοδοτημένα στελέχη ή εκπρόσωποι αρχών εποπτείας ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών επιχειρήσεων εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δύνανται, αφού ενημερώσουν την Εποπτική Αρχή, καθώς και την αρμόδια κατά περίπτωση ελληνική εποπτική αρχή, να προβαίνουν σε επιτόπιους ελέγχους εντός της Ελλάδος σε παρόχους υπηρεσιών που εμπίπτουν στην εποπτική αρμοδιότητα της αρχής αυτής. Η Εποπτική Αρχή αναλαμβάνει την ευθύνη του συντονισμού των εμπλεκόμενων αρμόδιων ελληνικών εποπτικών αρχών σε συνεργασία με τις αρχές εποπτείας των ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών επιχειρήσεων. Η Εποπτική Αρχή και η ΕΑΑΕΣ δύναται να συμμετέχει στους ανωτέρω ελέγχους. Η Εποπτική Αρχή μπορεί να διενεργεί η ίδια ελέγχους σε παρόχους υπηρεσιών, που εμπίπτουν στην εποπτική της αρμοδιότητα, κατόπιν σχετικής ανάθεσης από την εποπτική αρχή της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η Εποπτική Αρχή μπορεί να διενεργεί επιτόπιους ελέγχους, κατόπιν ενημέρωσης της αρμόδιας ευρωπαϊκής εποπτικής αρχής, ή να αναθέτει στην αρμόδια ευρωπαϊκή εποπτική αρχή την διενέργεια επιτόπιων ελέγχων, σε παρόχους υπηρεσιών εκτός Ελλάδας, στους οποίους έχει γίνει εξωτερική ανάθεση από ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση με έδρα στην Ελλάδα. Εάν ο πάροχος των υπηρεσιών είναι μη εποπτευόμενη επιχείρηση εντός της Ελλάδας, αρμόδια εποπτική αρχή για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου είναι η Εποπτική Αρχή, η οποία μπορεί να διενεργεί απευθείας προς αυτόν επιτόπιο ή άλλο έλεγχο.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Η Εποπτική Αρχή δύναται να απευθύνεται στην ΕΑΑΕΣ και να ζητά την βοήθειά της σύμφωνα με το άρθρο 19 του Κανονισμού ΕΕ 1094/2010 για κάθε περίπτωση κατά την οποία, ενώ είτε έχει ενημερώσει την αρμόδια ευρωπαϊκή εποπτική αρχή του παρόχου υπηρεσιών ότι προτίθεται να διενεργήσει είτε ήδη διενεργεί επιτόπιους ελέγχους σύμφωνα με την παράγραφο 3 του παρόντος, αδυνατεί να ασκήσει στην πράξη το δικαίωμά της για την διενέργεια των ανωτέρω επιτόπιων ελέγχων.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Η ΕΑΑΕΣ μπορεί να συμμετέχει σε επιτόπιους ελέγχους στις περιπτώσεις που αυτοί διενεργούνται από κοινού από δύο ή περισσότερες εποπτικές αρχές.

Άρθρο 28Μεταβίβαση χαρτοφυλακίου (άρθρο 39 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Η μεταβίβαση χαρτοφυλακίου ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης με έδρα στην Ελλάδα διενεργείται κατόπιν έγκρισης της Εποπτικής Αρχής, δύναται δε να αφορά μέρος ή το σύνολο του χαρτοφυλακίου ασφαλιστηρίων συμβολαίων της είτε αυτά έχουν συναφθεί με καθεστώς εγκατάστασης είτε με καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών σε άλλη ή άλλες ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις με έδρα στην Ελλάδα ή σε άλλο κράτος − μέλος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Η μεταβίβαση εγκρίνεται κατά την προηγούμενη παράγραφο εφόσον η επιχείρηση προς την οποία γίνεται η μεταβίβαση έχει κατάλληλη άδεια λειτουργίας των κλάδων στους οποίους κατατάσσονται οι κίνδυνοι ή οι υποχρεώσεις του μεταβιβαζόμενου χαρτοφυλακίου και κατέχει τα επιλέξιμα ίδια κεφάλαια ώστε να καλύπτει την Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας της παραγράφου 1 του άρθρου 76 του παρόντος, αφού ληφθεί υπόψη η μεταβίβαση του χαρτοφυλακίου. Εφόσον η μεταβίβαση διενεργείται προς ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση με έδρα σε άλλο κράτος μέλος, η απαίτηση του προηγουμένου εδαφίου πιστοποιείται αποκλειστικά από την εποπτική αρχή του κράτους καταγωγής της επιχείρησης προς την οποία γίνεται η μεταβίβαση. Στην περίπτωση που ο εκδοχέας δεν είναι εγκατεστημένος στην Ελλάδα, απαιτείται να ασκεί δραστηριότητα ελεύθερης παροχής υπηρεσιών στην Ελλάδα. Η Εποπτική Αρχή εγκρίνει τη μεταβίβαση εφόσον έχει λάβει τη συγκατάθεση της εποπτικής αρχής του κράτους − μέλους στον οποίο βρίσκονται οι κίνδυνοι ή οι ασφαλιστικές υποχρεώσεις, που έχουν αναληφθεί από την εκχωρούσα ελληνική ασφαλιστική επιχείρηση είτε υπό καθεστώς εγκατάστασης είτε υπό καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών. Σε περίπτωση μη απάντησης εποπτικής αρχής κράτους − μέλους εντός τριών μηνών από τη λήψη του αιτήματος διαβούλευσης από την Εποπτική Αρχή, θεωρείται ότι υπάρχει σιωπηρή συγκατάθεση της εν λόγω εποπτικής αρχής.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Με την επιφύλαξη της εφαρμογής της παραγράφου 2 του παρόντος, σε περιπτώσεις ασφαλιστικών επιχειρήσεων η μεταβίβαση της παραγράφου 1 του παρόντος εγκρίνεται εφόσον κατά την κρίση της Εποπτικής Αρχής, και αφού ληφθούν υπόψη και αξιολογηθούν τυχόν ενστάσεις ή εναντιώσεις σύμφωνα με την παράγραφο 6 του παρόντος, δεν θίγονται τα συμφέροντα των ασφαλισμένων ή άλλων προσώπων που έχουν δικαιώματα ή υπέχουν υποχρεώσεις που απορρέουν από τις εκχωρούμενες συμβάσεις. Η μεταβίβαση μπορεί να εγκρίνεται με όρο που θέτει η Εποπτική Αρχή ότι οι αντισυμβαλλόμενοι στις μεταβιβαζόμενες ασφαλιστικές συμβάσεις μπορούν να καταγγείλουν τις συμβάσεις τους εντός προθεσμίας μετά τη μεταφορά οριζόμενης από την Εποπτική Αρχή.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Υποκατάστημα ασφαλιστικής επιχείρησης με έδρα σε άλλο κράτος − μέλος, εγκατεστημένο στην Ελλάδα, που προτίθεται να μεταβιβάσει σε άλλη επιχείρηση με έδρα στην Ελλάδα ή σε άλλο κράτος − μέλος, το σύνολο ή μέρος του χαρτοφυλακίου του υποχρεούται να ζητήσει προηγουμένως τη συγκατάθεση της Εποπτικής Αρχής. Στην περίπτωση που ο εκδοχέας δεν είναι εγκατεστημένος στην Ελλάδα, απαιτείται να ασκεί δραστηριότητα ελεύθερης παροχής υπηρεσιών στην Ελλάδα. Υποκατάστημα ασφαλιστικής επιχείρησης με έδρα σε άλλο κράτος − μέλος που προτίθεται να μεταβιβάσει σε ελληνική επιχείρηση, το σύνολο ή μέρος του χαρτοφυλακίου του υποχρεούται να ζητήσει προηγουμένως την έγκριση της Εποπτικής Αρχής. Η Εποπτική Αρχή δίδει την ανωτέρω έγκριση μόνον εφόσον πιστοποιεί την απαίτηση του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 2 του παρόντος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Σε περίπτωση μεταβίβασης χαρτοφυλακίου που έχει συναφθεί με καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών για την κάλυψη κινδύνων ή υποχρεώσεων στην Ελλάδα η εποπτική αρχή του κράτους καταγωγής της εκχωρούσας ασφαλιστικής επιχείρησης, επιτρέπει τη μεταβίβαση μόνον αφού λάβει τη συγκατάθεση της Εποπτικής Αρχής. Στην περίπτωση που ο εκδοχέας είναι ευρωπαϊκή επιχείρηση εγκατεστημένη στην Ελλάδα, τα συμβόλαια αυτά θεωρούνται ότι έχουν συνομολογηθεί υπό καθεστώς εγκατάστασης. Για τα συμβόλαια αυτά ισχύει ότι είχε συμφωνηθεί εκτός αν ο αντισυμβαλλόμενος θελήσει να ακολουθήσει το ελληνικό δίκαιο και γλώσσα. Στην περίπτωση που ο εκδοχέας δεν είναι εγκατεστημένος στην Ελλάδα, απαιτείται να ασκεί δραστηριότητα ελεύθερης παροχής υπηρεσιών στην Ελλάδα. Στην περίπτωση που ο εκδοχέας είναι ελληνική επιχείρηση υποχρεούται να ζητήσει προηγουμένως την έγκριση της Εποπτικής Αρχής. Η Εποπτική Αρχή δίδει την ανωτέρω έγκριση μόνον εφόσον πιστοποιεί την απαίτηση του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 2 του παρόντος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Οι εποπτικές αρχές όλων των κρατών − μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης των οποίων ζητείται η γνώμη για τη μεταβίβαση χαρτοφυλακίου ασφαλίσεων, ανακοινώνουν τη γνώμη ή τη συγκατάθεσή τους στις αρμόδιες αρχές του κράτους − μέλους καταγωγής της εκχωρούσας επιχείρησης, εντός τριών (3) μηνών από την παραλαβή της σχετικής αίτησης. Σε περίπτωση που δεν έχει δοθεί απάντηση μετά τη λήξη της εν λόγω προθεσμίας, θεωρείται ότι υπάρχει ευνοϊκή γνώμη ή σιωπηρή συγκατάθεση.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 7

Η μεταβίβαση χαρτοφυλακίου ασφαλιστικής επιχείρησης με έδρα στην Ελλάδα πραγματοποιείται, όσον αφορά στα ασφαλιστήρια συμβόλαια εν ισχύι είτε με τη διαδικασία της περίπτωσης α΄ είτε της περίπτωσης β΄ της παρούσας παραγράφου, και αναφορικά με εκκρεμείς υποχρεώσεις και λοιπές ασφαλιστικές υποχρεώσεις με τη διαδικασία της περίπτωσης β΄ της παρούσας παραγράφου. α) αα) Ο εκχωρητής ενημερώνει εγγράφως κάθε αντισυμβαλλόμενο ξεχωριστά για την πρόθεση μεταφοράς του συμβολαίου του, κατόπιν έγκρισης της Εποπτικής Αρχής, από τον ίδιο στον εκδοχέα, καθώς και μια σειρά στοιχείων του εκδοχέα, όπως την επωνυμία του, το σκοπό, τη νομική μορφή και τον τρόπο λειτουργίας του στην Ελλάδα (εγκατάσταση, ελεύθερη παροχή υπηρεσιών), το κράτος − μέλος καταγωγής του, στοιχεία για την οικονομική ευρωστία του εκδοχέα και την δέσμευσή του να εκπληρώσει όλες τις υποχρεώσεις που πηγάζουν από την εν λόγω ασφαλιστική σύμβαση, για το δικαίωμα εναντίωσης της μεταφοράς που διαθέτει ο αντισυμβαλλόμενος, την ακολουθούμενη διαδικασία και το χρονικό διάστημα εντός του οποίου μπορεί να ασκηθεί κατά τις διατάξεις του παρόντος άρθρου. αβ) Η Εποπτική Αρχή θέτει προθεσμία εναντίωσης που δεν μπορεί να υπερβαίνει τους τρείς (3) μήνες από την ημερομηνία ανακοίνωσης που δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα της Εποπτικής Αρχής. αγ) Η απόφαση της Εποπτικής Αρχής που εγκρίνει τη μεταβίβαση περιλαμβάνει τη μεταφορά ασφαλιστηρίων συμβολαίων στον εκδοχέα, οι αντισυμβαλλόμενοι των οποίων δεν εναντιώθηκαν στη μεταφορά της ασφαλιστικής τους σύμβασης εντός της ταχθείσας προθεσμίας. αδ) Η απόφαση της Εποπτικής Αρχής της ανωτέρω υποπερίπτωσης αγ΄ μπορεί να περιλαμβάνει τη μεταφορά ασφαλιστηρίων συμβολαίων στον εκδοχέα, οι αντισυμβαλλόμενοι των οποίων εναντιώθηκαν στη μεταφορά της ασφαλιστικής τους σύμβασης εντός της ταχθείσας προθεσμίας, υπό την προϋπόθεση ότι δεν υπερβαίνουν το 15% του συνολικού πλήθους των υπό μεταφορά ασφαλιστηρίων συμβολαίων. αε) Εντός εξήντα (60) ημερών από την έγκριση της Εποπτικής Αρχής, ο εκδοχέας ενημερώνει εγγράφως τους αντισυμβαλλόμενους για τη μεταφορά της ασφαλιστικής τους σύμβασης και εκδίδει για κάθε μία ασφαλιστική σύμβαση πιστοποιητικό ανάληψης της υποχρέωσης, το οποίο περιλαμβάνει, εκτός των άλλων, την επωνυμία, το σκοπό, τη νομική μορφή και τον τρόπο λειτουργίας του εκδοχέα στην Ελλάδα, το κράτος − μέλος καταγωγής του εκδοχέα, τη διεύθυνση της έδρας και αναλυτικά στοιχεία επικοινωνίας του εκδοχέα. β) Με ανακοίνωση που δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα της Εποπτικής Αρχής, στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, καθώς και σε μια ημερήσια εφημερίδα και μια ημερήσια ή εβδομαδιαία οικονομική εφημερίδα της έδρας της επιχείρησης, τάσσεται, κατόπιν εγκρίσεως της Εποπτικής Αρχής, από την επιχείρηση για τη μεταβίβαση χαρτοφυλακίου ασφαλίσεων προθεσμία μέχρι τριών (3) μηνών προς υποβολή ενστάσεων υπό των ενδιαφερομένων.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 8

Η απόφαση της Εποπτικής Αρχής που εγκρίνει τη μεταβίβαση χαρτοφυλακίου ασφαλίσεων κοινοποιείται στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στις αρμόδιες εποπτικές αρχές των λοιπών κρατών − μελών όπου βρίσκονται οι κίνδυνοι ή οι υποχρεώσεις που ενδεχόμενα κάλυπτε η εκχωρούσα ελληνική ασφαλιστική επιχείρηση. Οι ενημερώσεις και ανακοινώσεις αδειών μεταβίβασης σε επιχειρήσεις με έδρα σε άλλο κράτος − μέλος οι οποίες καλύπτουν κινδύνους ή υποχρεώσεις που βρίσκονται στην Ελλάδα, δημοσιεύονται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου. Μετά την έγκριση της μεταβίβασης του χαρτοφυλακίου ασφαλίσεων σύμφωνα με τα οριζόμενα στο παρόν άρθρο δεν δύναται να αντιταχθούν κατά της μεταβίβασης αυτής οι ασφαλισμένοι, οι συμβαλλόμενοι στην ασφαλιστική σύμβαση, οι δικαιούχοι του ασφαλίσματος και οι πιστωτές της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 9

Σε κάθε ιδιωτικό συμφωνητικό μεταβίβασης ασφαλίσεων ή αντασφαλίσεων αναφέρεται ρητά ποιος φέρει το βάρος της κάλυψης των ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών υποχρεώσεων. Η μεταβίβαση ολοκληρώνεται με τη σύνταξη πρωτοκόλλου παράδοσης και παραλαβής του μεταβιβαζομένου χαρτοφυλακίου στο οποίο αναφέρεται το τίμημα της μεταβίβασης και αναλυτικά το είδος και το ύψος των μεταβιβαζόμενων περιουσιακών στοιχείων κατά την ημερομηνία συντάξεως του πρωτοκόλλου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 10

Διασπάσεις ή συγχωνεύσεις ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών επιχειρήσεων που έχουν έδρα στην Ελλάδα επιτρέπονται μόνο μετά από εγκριτική απόφαση της Εποπτικής Αρχής και εφόσον η αίτηση της ενδιαφερόμενης ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης συνοδεύεται και από ολοκληρωμένη μελέτη σκοπιμότητας και βιωσιμότητας (πρόγραμμα δραστηριότητας) της νέας επιχείρησης.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 11

Με απόφαση της Εποπτικής Αρχής, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, μπορεί να καθορίζονται διαφορετικές ή επιπρόσθετες απαιτήσεις ή διαδικασίες ενημέρωσης, συναίνεσης, εναντίωσης ή ένστασης, να καθορίζονται οι διαδικασίες μεταφοράς χαρτοφυλακίου αντασφαλιστικών επιχειρήσεων με έδρα στην Ελλάδα και να ρυθμίζεται το ελάχιστο περιεχόμενο του πρωτοκόλλου παράδοσης παραλαβής.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 12

Με απόφαση της Εποπτικής Αρχής που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως καθορίζονται οι γενικότεροι και ειδικότεροι όροι και προϋποθέσεις για τη μεταβίβαση χαρτοφυλακίου ασφαλίσεων προς υποκαταστήματα τρίτων χωρών που λειτουργούν στην Ελλάδα ή σε άλλο κράτος − μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ΄ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣΕΝΟΤΗΤΑ 1ΕΥΘΥΝΗ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΜΕΛΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Άρθρο 29Ευθύνη διοικητικού συμβουλίου – μέλη διοίκησης (άρθρο 40 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Η τήρηση των διατάξεων του παρόντος νόμου και των κατ’ εξουσιοδότηση εκδοθεισών αποφάσεων, καθώς και ευρωπαϊκών αντιστοίχων αποτελεί ευθύνη του διοικητικού συμβουλίου των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Ως μέλη διοίκησης ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης νοούνται κατ’ ελάχιστον τα μέλη του διοικητικού της συμβουλίου, καθώς και κάθε άλλο πρόσωπο το οποίο ασκεί εκτελεστικά καθήκοντα στην επιχείρηση και το οποίο είναι υπεύθυνο και λογοδοτεί στο διοικητικό συμβούλιο για την καθημερινή διοίκηση της επιχείρησης, περιλαμβανομένων των προσώπων που πράγματι διευθύνουν τη δρατηριότητα της επιχείρησης.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Το διοικητικό συμβούλιο κάθε ελληνικής ασφαλιστικής επιχείρησης αποτελείται κατά πλειοψηφία από Έλληνες πολίτες ή πολίτες άλλων κρατών − μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

ΕΝΟΤΗΤΑ 2ΣΥΣΤΗΜΑ ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ
Άρθρο 30Γενικές απαιτήσεις διακυβέρνησης (άρθρο 41 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις διαθέτουν αποτελεσματικό σύστημα διακυβέρνησης που διασφαλίζει τη χρηστή και συνετή διοίκησή τους. Το σύστημα διακυβέρνησης περιλαμβάνει κατ’ ελάχιστον επαρκή και διαφανή οργανωτική δομή (οργανόγραμμα) με σαφή κατανομή και κατάλληλο διαχωρισμό καθηκόντων, καθώς και αποτελεσματικό μηχανισμό με τον οποίο διασφαλίζεται η μετάδοση των πληροφοριών εντός της επιχείρησης. Σε κάθε περίπτωση το σύστημα διακυβέρνησης εγγυάται την τήρηση των οριζομένων στα άρθρα 31 έως 37 του παρόντος. Το σύστημα διακυβέρνησης υπόκειται σε περιοδικό εσωτερικό έλεγχο και ανασκόπηση.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Το σύστημα διακυβέρνησης είναι ανάλογο προς τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα του τρόπου λειτουργίας και διοίκησης της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις διαθέτουν έγγραφες πολιτικές, που εγκρίνονται με αποφάσεις των διοικητικών τους συμβουλίων και οι οποίες κατ’ ελάχιστον αφορούν στη διαχείριση των κινδύνων, στο σύστημα εσωτερικού ελέγχου, στη λειτουργία εσωτερικού ελέγχου και, όπου υπάρχει, στην εξωτερική ανάθεση. Για τις μικρές ή λιγότερο πολύπλοκες επιχειρήσεις, οι πολιτικές αυτές μπορεί να προβλέπουν τη σώρευση των εργασιών που περιλαμβάνονται σε περισσότερες από μία βασικές λειτουργίες σε ένα μόνο πρόσωπο ή μία μόνη οργανωτική μονάδα. Οι πολιτικές επανεξετάζονται και επικαιροποιούνται ή αναθεωρούνται τουλάχιστον σε ετήσια βάση, προσαρμόζονται δε σε κάθε εσωτερική ή εξωτερική επιχειρησιακή ή επιχειρηματική μεταβολή. Οι επιχειρήσεις διασφαλίζουν ότι οι πολιτικές εφαρμόζονται.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Οι ασφαλιστικές και οι αντασφαλιστικές επιχειρήσεις λαμβάνουν εύλογα μέτρα προκειμένου να διασφαλίζουν τη συνέχεια και την κανονικότητα των δραστηριοτήτων τους, συμπεριλαμβανομένης της ανάπτυξης σχεδίων έκτακτης ανάγκης. Για το σκοπό αυτόν, οι επιχειρήσεις εφαρμόζουν και χρησιμοποιούν κατά τρόπο κατάλληλο και αναλογικό, συστήματα, μέσα και διαδικασίες.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Η Εποπτική Αρχή επαληθεύει το εφαρμοζόμενο από τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις σύστημα διακυβέρνησης και αξιολογεί τους αναδυόμενους κινδύνους που έχουν εντοπιστεί από τις ίδιες τις επιχειρήσεις και που μπορούν να επηρεάσουν αρνητικά τη χρηματοοικονομική τους ευρωστία. Η Εποπτική Αρχή μπορεί να κατονομάζει μια λειτουργία ως σημαντική ή κρίσιμη, να απαιτεί την ανάληψη από την επιχείρηση συγκεκριμένων ενεργειών για τη βελτίωση, αναμόρφωση, τροποποίηση ή ενίσχυση του συγκεκριμένου μέρους ή του συνόλου του συστήματος διακυβέρνησης εντός συγκεκριμένου χρονικού διαστήματος, να κατονομάζει ή να απαιτεί την αλλαγή ή αντικατάσταση ενός ή περισσοτέρων ατόμων εκ των μελών διοίκησης και των υπευθύνων για μία ή περισσότερες εργασίες που περιλαμβάνονται στις σημαντικές και κρίσιμες λειτουργίες ή εργασίες, να απαιτεί την άμεση απαλλαγή της επιχείρησης από έναν ή περισσότερους κινδύνους ή κατηγορίες κινδύνων, να απαγορεύει την ανάληψη συγκεκριμένου κινδύνου για ορισμένο χρόνο, να απαιτεί την άμεση ή σε συχνότερη βάση διεξαγωγή της αξιολόγησης του άρθρου 33 του παρόντος και να λαμβάνει κάθε πρόσφορο μέτρο, ώστε να διασφαλίζεται η συμμόρφωση της επιχείρησης προς τις υποχρεώσεις διακυβέρνησής της, όπως αυτές ορίζονται ειδικότερα στα άρθρα 31 έως 37 του παρόντος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Με απόφαση της Εποπτικής Αρχής, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, τίθενται κριτήρια ανεξαρτησίας και αποδεκτών σωρεύσεων αρμοδιοτήτων ή εργασιών σε ένα ή περισσότερα πρόσωπα ή οργανωτικές μονάδες και καθορίζονται οι μικρές ή λιγότερο πολύπλοκες επιχειρήσεις.

Άρθρο 31Καταλληλότητα και αξιοπιστία των μελών της διοίκησης ή των ατόμων που ασκούν εργασίες που περιλαμβάνονται στις βασικές λειτουργίες της επιχείρησης (άρθρα 42 και 43 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις μεριμνούν ώστε όλα τα μέλη της διοίκησης, καθώς και όλα τα πρόσωπα τα οποία ασκούν εργασίες που περιλαμβάνονται στις βασικές λειτουργίες, να πληρούν διαρκώς τις ακόλουθες προϋποθέσεις: α) ότι διαθέτουν επαρκή επαγγελματικά προσόντα, γνώσεις και εμπειρία, ώστε να διασφαλίζεται η χρηστή και συνετή διαχείριση και διοίκησή τους (καταλληλότητα), β) ότι διαθέτουν καλή φήμη και ακεραιότητα (αξιοπιστία),

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις κοινοποιούν στην Εποπτική Αρχή την ταυτότητα των μελών διοίκησης και των προσώπων που είναι υπεύθυνοι για εργασίες που περιλαμβάνονται στις βασικές λειτουργίες της επιχείρησης. Η κοινοποίηση συνοδεύεται με όλα τα απαραίτητα στοιχεία προκειμένου να εξακριβωθεί η καταλληλότητα και αξιοπιστία των εν λόγω προσώπων, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου. Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις κοινοποιούν αμελλητί στην Εποπτική Αρχή κάθε μεταβολή στα πρόσωπα του προηγούμενου εδαφίου μαζί με όλα τα οριζόμενα στο προηγούμενο εδάφιο στοιχεία. Περαιτέρω ενημερώνουν αμελλητί την Εποπτική Αρχή εάν κάποιο από τα εν λόγω πρόσωπα έπαψε να πληροί τις προϋποθέσεις καταλληλότητας και αξιοπιστίας της παραγράφου 1 του παρόντος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Οι λειτουργούσες στην Ελλάδα ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις κατά την ημερομηνία δημοσίευσης του παρόντος νόμου προβαίνουν σε κοινοποίηση προς την Εποπτική Αρχή των προσώπων της παραγράφου 2 του παρόντος το αργότερο μέχρι τις 15.2.2016.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Ως απόδειξη καλής φήμη των προσώπων της παραγράφου 1 του παρόντος, η Εποπτική Αρχή δέχεται κατ’ ελάχιστον επικυρωμένα αντίγραφα ποινικού μητρώου, του πιστοποιητικού μη πτώχευσης, καθώς και του πιστοποιητικού πτωχευτικής αποκατάστασης με τα οποία να αποδεικνύεται ότι τα πρόσωπα αυτά δεν έχουν καταδικασθεί για κλοπή, υπεξαίρεση, τοκογλυφία, αισχροκέρδεια, απάτη, εκβίαση, πλαστογραφία, δωροδοκία, χρεωκοπία, λαθρεμπορία, καταδολίευση δανειστών, νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες ή χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, καθώς επίσης δεν έχουν κηρυχθεί σε κατάσταση πτώχευσης.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Σε περίπτωση πολιτών κρατών − μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η Εποπτική Αρχή δέχεται ως απόδειξη καλής φήμης δικαστικά πιστοποιητικά ή διοικητικά έγγραφα, που εκδίδονται από δικαστικές ή διοικητικές αρχές κρατών − μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και έχουν περιεχόμενο αντίστοιχο του ποινικού μητρώου, του πιστοποιητικού μη πτώχευσης ή πτωχευτικής αποκατάστασης. Όταν στο κράτος − μέλος του οποίου το πρόσωπο είναι υπήκοος δεν εκδίδονται τα προβλεπόμενα ως άνω έγγραφα, αρκεί ένορκη βεβαίωση ή, εφόσον ούτε ένορκη βεβαίωση προβλέπεται από το εν λόγω κράτος − μέλος, υπεύθυνη δήλωση του προς αξιολόγηση προσώπου ενώπιον αρμοδίας δικαστικής ή διοικητικής αρχής ή, κατά περίπτωση, ενώπιον συμβολαιογράφου του κράτους μέλους του οποίου το πρόσωπο αυτό είναι υπήκοος. Η εν λόγω αρχή ή ο συμβολαιογράφος εκδίδει πιστοποιητικό που βεβαιώνει τη γνησιότητα αυτής της ενόρκου βεβαιώσεως ή της υπευθύνου δηλώσεως. Ένορκη βεβαίωση ή υπεύθυνη δήλωση περί μη πτωχεύσεως ή περί πτωχευτικής αποκατάστασης μπορεί να γίνει και ενώπιον τυχόν αρμόδιου επαγγελματικού ή εμπορικού οργανισμού του κράτους − μέλους του οποίου το πρόσωπο αυτό είναι υπήκοος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Τα εν γένει έγγραφα και πιστοποιητικά του παρόντος άρθρου θα πρέπει να είναι πρόσφατα και να έχουν εκδοθεί το πολύ εντός του προηγουμένου της υποβολής τριμήνου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 7

Με απόφαση της Εποπτικής Αρχής, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, καθορίζονται επιπρόσθετα αποδεικτικά ή κριτήρια καταλληλότητας και αξιοπιστίας που θα ζητούνται ή θα εξετάζονται στο πλαίσιο του παρόντος άρθρου, οι δικαστικές, διοικητικές ή λοιπές αρχές που είναι αρμόδιες για την έκδοση των εγγράφων αξιοπιστίας και ο τρόπος υποβολής τους στην Εποπτική Αρχή.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 8

Η Εποπτική Αρχή εντός έξι (6) μηνών από τη θέση σε ισχύ του παρόντος νόμου, κοινοποιεί στις εποπτικές αρχές των λοιπών κρατών − μελών και στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή την αρμοδιότητά της, δυνάμει των διατάξεων του παρόντος νόμου, να λαμβάνει τα έγγραφα καταλληλότητας και αξιοπιστίας του παρόντος άρθρου, καθώς και κατάλογο των ελληνικών δικαστικών, διοικητικών ή λοιπών αρχών που είναι αρμόδιες για την έκδοση κάθε ενός από τα έγγραφα αξιοπιστίας του παρόντος άρθρου. Επίσης, κοινοποιεί κάθε μεταγενέστερη μεταβολή τους.

Άρθρο 32Διαχείριση κινδύνων (άρθρο 44 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ, παράγραφος 10 του άρθρου 2 της Οδηγίας 2014/51/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις διαθέτουν αποτελεσματικό σύστημα διαχείρισης κινδύνων, το οποίο περιλαμβάνει στρατηγικές, διεργασίες και διαδικασίες αναφοράς που απαιτούνται για τη, σε συνεχή βάση, αναγνώριση, μέτρηση, παρακολούθηση, διαχείριση και αναφορά των κινδύνων, μεμονωμένα και συγκεντρωτικά, στους οποίους είναι ή θα μπορούσαν να είναι εκτεθειμένες, ως και τις αλληλεξαρτήσεις των εν λόγω κινδύνων. Το σύστημα διαχείρισης των κινδύνων είναι αποτελεσματικό και κατάλληλα εντεταγμένο στην οργανωτική δομή και στη διαδικασία λήψης αποφάσεων της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, λαμβάνοντας δεόντως υπόψη τα μέλη της διοίκησης της επιχείρησης ή των ατόμων που ασκούν σε αυτήν εργασίες που περιλαμβάνονται στις βασικές λειτουργίες.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Το σύστημα διαχείρισης κινδύνων καλύπτει τόσο τους κινδύνους της περίπτωσης ε΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 77 του παρόντος που λαμβάνονται υπόψη στον υπολογισμό της Κεφαλαιακής Απαίτησης Φερεγγυότητας όσο και εκείνους που λαμβάνονται μερικώς ή δεν λαμβάνονται υπόψη στον υπολογισμό της εν λόγω απαίτησης. Το σύστημα διαχείρισης κινδύνων καλύπτει τουλάχιστον τις ακόλουθες περιοχές: α) την ανάληψη των ασφαλιστικών κινδύνων και το σχηματισμό των τεχνικών προβλέψεων, β) τη διαχείριση του ενεργητικού και του παθητικού, γ) τις επενδύσεις, ιδίως σε παράγωγα και παρόμοιες συναλλαγές, δ) τη διαχείριση των κινδύνων ρευστότητας και συγκέντρωσης, ε) την διαχείριση του λειτουργικού κινδύνου, στ) την αντασφάλιση και τις λοιπές τεχνικές μετριασμού του κινδύνου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Η έγγραφη πολιτική διαχείρισης κινδύνων που θεσπίζουν οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις σύμφωνα με την παράγραφο 3 του άρθρου 30 του παρόντος, περιλαμβάνει επιμέρους πολιτικές για όλα τα ζητήματα των περιπτώσεων α΄ έως και στ΄ της προηγουμένης παραγράφου. Ειδικά, όσον αφορά στον κίνδυνο επενδύσεων, οι επιχειρήσεις πρέπει να είναι σε θέση να αποδεικνύουν ότι συμμορφώνονται συνεχώς προς τις διατάξεις της Ενότητας 6 «Επενδύσεις» του Κεφαλαίου ΣΤ΄ του παρόντος Μέρους.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, στο πλαίσιο της διαχείρισης συγχρονισμού στοιχείων ενεργητικού − υποχρεώσεων, αξιολογούν, σε τακτική βάση την ευαισθησία των τεχνικών προβλέψεων και των επιλέξιμων ιδίων κεφαλαίων τους ως προς τις υποθέσεις στις οποίες βασίζεται η παρέκταση της σχετικής χρονικής διάρθρωσης επιτοκίων άνευ κινδύνου του άρθρου 53 του παρόντος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Στην περίπτωση που μια ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση εφαρμόζει την προσαρμογή αντιστοίχισης του άρθρου 54 του παρόντος, καταρτίζει και διατηρεί επικαιροποιημένο σχέδιο ρευστότητας το οποίο περιέχει τις προβολές των ταμειακών εισροών και εκροών που σχετίζονται με τα περιουσιακά στοιχεία και τις υποχρεώσεις που υπόκεινται στην προσαρμογή αυτή και, στο πλαίσιο της διαχείρισης συγχρονισμού στοιχείων ενεργητικού−υποχρεώσεων, αξιολογεί, σε τακτική βάση τουλάχιστον τα ακόλουθα: α) την ευαισθησία των τεχνικών προβλέψεων και των επιλέξιμων ιδίων κεφαλαίων της ως προς τις υποθέσεις στις οποίες βασίζεται ο υπολογισμός της προσαρμογής αντιστοίχισης, συμπεριλαμβανομένου του υπολογισμού του βασικού πιστωτικού περιθωρίου της περίπτωσης β΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 55 του παρόντος, καθώς και την πιθανή επίπτωση που θα είχε στα επιλέξιμα ίδια κεφάλαιά της μια αναγκαστική και ταχεία πώληση περιουσιακών στοιχείων, β) την ευαισθησία των τεχνικών προβλέψεων και των επιλέξιμων ιδίων κεφαλαίων της σε αλλαγές στη σύνθεση του υπό αντιστοίχιση χαρτοφυλακίου στοιχείων ενεργητικού, και γ) την επίπτωση μιας μείωσης της προσαρμογής αντιστοίχισης στο μηδέν.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Στην περίπτωση που μια ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση εφαρμόζει την προσαρμογή λόγω μεταβλητότητας του άρθρου 56 του παρόντος, καταρτίζει και διατηρεί επικαιροποιημένο σχέδιο ρευστότητας το οποίο περιέχει τις προβολές των ταμειακών εισροών και εκροών που σχετίζονται με τα περιουσιακά στοιχεία και τις υποχρεώσεις που υπόκεινται στην προσαρμογή αυτή και, στο πλαίσιο της διαχείρισης συγχρονισμού στοιχείων ενεργητικού−υποχρεώσεων, αξιολογεί, σε τακτική βάση, τουλάχιστον τα ακόλουθα: α) την ευαισθησία των τεχνικών προβλέψεων και των επιλέξιμων ιδίων κεφαλαίων της ως προς τις υποθέσεις στις οποίες βασίζεται ο υπολογισμός της προσαρμογής λόγω μεταβλητότητας, και την πιθανή επίπτωση που θα είχε στα επιλέξιμα ίδια κεφάλαιά της μια αναγκαστική πώληση περιουσιακών στοιχείων, και β) την επίπτωση μιας μείωσης της προσαρμογής λόγω μεταβλητότητας στο μηδέν.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 7

Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις διασφαλίζουν την ορθή εφαρμογή του συστήματος διαχείρισης κινδύνων μεριμνώντας για την επαρκή και κατάλληλη οργανωτική και λειτουργική διάρθρωση της λειτουργίας διαχείρισης κινδύνων.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 8

Για τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις που εφαρμόζουν μερικό ή πλήρες εσωτερικό υπόδειγμα εγκεκριμένο σύμφωνα με τα άρθρα 87 και 88 του παρόντος, η λειτουργία της διαχείρισης κινδύνων καλύπτει επιπλέον των αναφερομένων στην παράγραφο 1 του παρόντος εργασίες, όπως: α) να σχεδιάζει και να εφαρμόζει το εσωτερικό υπόδειγμα, β) να ελέγχει και να επικυρώνει το εσωτερικό υπόδειγμα, γ) να τεκμηριώνει το εσωτερικό υπόδειγμα και τις τυχόν μεταγενέστερες τροποποιήσεις του, δ) να αναλύει την επίδοση του εσωτερικού υποδείγματος και να συντάσσει συνοπτικές εκθέσεις επίδοσης, ε) να ενημερώνει το διοικητικό συμβούλιο για την επίδοση του εσωτερικού υποδείγματος, με υπόδειξη των περιοχών που χρήζουν βελτιώσεως και ενημέρωσή του σχετικά με την πορεία των προσπαθειών βελτίωσης αδυναμιών, που είχαν προηγουμένως επισημανθεί.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 9

Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις υποβάλλουν στην Εποπτική Αρχή, τουλάχιστον ετησίως, τις αξιολογήσεις των παραγράφων 4, 5 και 6 του παρόντος άρθρου, ως μέρος των πληροφοριών που υποβάλλουν δυνάμει του άρθρου 24 του παρόντος. Στις περιπτώσεις που σε μια ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, η μείωση στο μηδέν της προσαρμογής αντιστοίχισης ή της προσαρμογής λόγω μεταβλητότητας, θα είχε ως αποτέλεσμα τη μη συμμόρφωση της με την Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας, η εν λόγω επιχείρηση υποβάλλει επιπλέον ανάλυση των μέτρων που θα μπορούσε να εφαρμόσει σε μια τέτοια περίπτωση ώστε να αποκαταστήσει το επίπεδο των επιλέξιμων ιδίων κεφαλαίων που καλύπτουν την Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας ή ώστε να μειώσει το προφίλ κινδύνου της για να αποκατασταθεί η συμμόρφωση προς την Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 10

Στην περίπτωση που μια ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση εφαρμόζει την προσαρμογή λόγω μεταβλητότητας του άρθρου 56 του παρόντος, εντάσσει στη έγγραφη πολιτική διαχείρισης κινδύνου της παραγράφου 3 του άρθρου 30 του παρόντος πολιτική σχετικά με τα κριτήρια εφαρμογής της εν λόγω προσαρμογής.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 11

Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις αποφεύγουν την υπερβολική εξάρτηση από εξωτερικούς οργανισμούς αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας κατά τις περιπτώσεις που χρησιμοποιούν εξωτερικές αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας στον υπολογισμό των τεχνικών προβλέψεων και της Κεφαλαιακής Απαίτησης Φερεγγυότητας. Με σκοπό την αποφυγή οποιασδήποτε αυτόματης εξάρτησης από εξωτερικές αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας, οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις εντάσσουν και εφαρμόζουν στο πλαίσιο της διαχείρισης κινδύνου τους αξιολόγηση της καταλληλότητας των χρησιμοποιούμενων εξωτερικών αξιολογήσεων χρησιμοποιώντας πρόσθετες αξιολογήσεις, όπου αυτό είναι πρακτικά δυνατόν.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 12

Με απόφαση της Εποπτικής Αρχής, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, καθορίζεται το ελάχιστο περιεχόμενο των σχεδίων ρευστότητας των παραγράφων 5 και 6 του παρόντος, καθώς και το ελάχιστο περιεχόμενο των πληροφοριών και αξιολογήσεων που υποβάλλονται στην Εποπτική Αρχή σύμφωνα με την παράγραφο 9 του παρόντος.

Άρθρο 33Ίδια αξιολόγηση κινδύνου και φερεγγυότητας (άρθρο 45 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ, παράγραφος 11 του άρθρου 2 της Οδηγίας 2014/51/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Στο πλαίσιο του συστήματος διαχείρισης του κινδύνου, κάθε ασφαλιστική και αντασφαλιστική επιχείρηση διεξάγει ίδια αξιολόγηση κινδύνου και φερεγγυότητας. Η αξιολόγηση αυτή περιλαμβάνει τουλάχιστον τα ακόλουθα: α) τις συνολικές ανάγκες φερεγγυότητας, λαμβάνοντας υπόψη το ιδιαίτερο προφίλ κινδύνου, τα εγκεκριμένα όρια ανοχής του κινδύνου και την επιχειρηματική στρατηγική της επιχείρησης, β) τη συμμόρφωση, σε συνεχή βάση, με τις κεφαλαιακές απαιτήσεις και τις διατάξεις για τις τεχνικές προβλέψεις σύμφωνα με τα οριζόμενα στις Ενότητες 4 και 5 «Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας» και «Ελάχιστη Κεφαλαιακή Απαίτηση» του Κεφαλαίου ΣΤ’ και της Ενότητας 2 «Κανόνες σχετικά με τις τεχνικές προβλέψεις» του Κεφαλαίου ΣΤ΄ του παρόντος Μέρους, γ) το εύρος της απόκλισης του προφίλ κινδύνου της επιχείρησης από τις παραδοχές στις οποίες βασίζεται η Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας, όπως ορίζεται στις περιπτώσεις β΄, γ΄ και δ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 77 του παρόντος, η οποία προσδιορίζεται είτε με την τυποποιημένη μέθοδο του Τμήματος 2 της Ενότητας 4 του Κεφαλαίου ΣΤ΄ είτε με το μερικό ή το πλήρες εσωτερικό υπόδειγμα της εν λόγω επιχείρησης σύμφωνα με το Τμήμα 3 της Ενότητας 4 του Κεφαλαίου ΣΤ΄ του παρόντος Μέρους.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Για την ίδια αξιολόγηση κινδύνου και φερεγγυότητας της περίπτωσης α΄ της παραγράφου 1 του παρόντος, η επιχείρηση διαθέτει και εφαρμόζει διαδικασίες οι οποίες είναι ανάλογες προς τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των κινδύνων που ενυπάρχουν στην επιχειρηματική της δραστηριότητα, και οι οποίες της επιτρέπουν να εντοπίζει και να αξιολογεί καταλλήλως τους κινδύνους που αντιμετωπίζει βραχυπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα και στους οποίους εκτίθεται ή θα μπορούσε να εκτεθεί. Η επιχείρηση παρουσιάζει τις μεθόδους που χρησιμοποιεί ώστε να προβαίνει στην ίδια αξιολόγηση κινδύνου και φερεγγυότητας.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Η αξιολόγηση συμμόρφωσης με τις κεφαλαιακές απαιτήσεις που προβλέπεται στην περίπτωση β΄ της παραγράφου 1 του παρόντος, διεξάγεται χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η προσαρμογή αντιστοίχισης του άρθρου 54 του παρόντος, η προσαρμογή λόγω μεταβλητότητας του άρθρου 56 του παρόντος και τα μεταβατικά μέτρα που αναφέρονται στα άρθρα 274 και 275 του παρόντος. Στη περίπτωση που η ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση εφαρμόζει κάποια από τις προσαρμογές ή μεταβατικά μέτρα της παρούσας παραγράφου, η αξιολόγηση της περίπτωσης β΄ της παραγράφου 1 του παρόντος διενεργείται επιπροσθέτως της απαίτησης του πρώτου εδαφίου της παρούσας, και λαμβάνοντας υπόψη την επίπτωση των εφαρμοζόμενων προσαρμογών και μεταβατικών μέτρων.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Στην περίπτωση γ΄ της παραγράφου 1 του παρόντος, όταν χρησιμοποιείται εσωτερικό υπόδειγμα, η αξιολόγηση πραγματοποιείται μαζί με την αναβαθμονόμηση του εσωτερικού υποδείγματος η οποία μετατρέπει τα εσωτερικά αποτιμώμενα μεγέθη κινδύνου στο μέτρο κινδύνου και στη βαθμονόμηση της Κεφαλαιακής Απαίτησης Φερεγγυότητας.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Η ίδια αξιολόγηση κινδύνου και φερεγγυότητας αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της στρατηγικής της επιχείρησης και λαμβάνεται υπόψη σε συνεχή βάση στις στρατηγικές της αποφάσεις.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Η ίδια αξιολόγηση κινδύνου και φερεγγυότητας της παραγράφου 1 του παρόντος διενεργείται από τις επιχειρήσεις τακτικά, καθώς και αμελλητί, μετά από οποιαδήποτε σημαντική αλλαγή στο προφίλ του κινδύνου τους.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 7

Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις ενημερώνουν την Εποπτική Αρχή για τα αποτελέσματα της ίδιας αξιολόγησης του κινδύνου και φερεγγυότητας, στο πλαίσιο των πληροφοριών που υποβάλλονται δυνάμει του άρθρου 24 του παρόντος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 8

Η ίδια αξιολόγηση κινδύνου και φερεγγυότητας δεν χρησιμοποιείται για να υπολογιστεί κεφαλαιακή απαίτηση. Η Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας προσαυξάνεται μόνο σύμφωνα με τα άρθρα 26, 189 ως 191 και 195 του παρόντος.

Άρθρο 34Σύστημα Εσωτερικού Ελέγχου (άρθρο 46 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις διαθέτουν και εφαρμόζουν αποτελεσματικό σύστημα εσωτερικού ελέγχου. Το σύστημα αυτό περιλαμβάνει κατ’ ελάχιστον διοικητικές και λογιστικές διαδικασίες, πλαίσιο εσωτερικού ελέγχου, κατάλληλες ρυθμίσεις πληροφόρησης σε όλα τα επίπεδα της επιχείρησης και λειτουργία κανονιστικής συμμόρφωσης.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Η λειτουργία κανονιστικής συμμόρφωσης περιλαμβάνει την παροχή συμβουλών προς το διοικητικό συμβούλιο της επιχείρησης για τη συμμόρφωση με τις διατάξεις του παρόντος νόμου, των αποφάσεων που εκδίδονται κατ’ εξουσιοδότησή του και του ισχύοντος ευρωπαϊκού δικαίου. Περιλαμβάνει επίσης εκτίμηση της πιθανής επίπτωσης, που τυχόν μεταβολές του υφιστάμενου νομικού ή θεσμικού πλαισίου, θα είχαν επί των δραστηριοτήτων της επιχείρησης, καθώς και την αναγνώριση και εκτίμηση του κινδύνου κανονιστικής συμμόρφωσης.

Άρθρο 35Εσωτερικός Έλεγχος (άρθρο 47 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις διαθέτουν αποτελεσματική λειτουργία εσωτερικού ελέγχου. Η λειτουργία εσωτερικού ελέγχου περιλαμβάνει αξιολόγηση της επάρκειας και της αποτελεσματικότητας του συστήματος εσωτερικού ελέγχου, καθώς και των λοιπών στοιχείων του συστήματος διακυβέρνησης.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Η λειτουργία εσωτερικού ελέγχου είναι αντικειμενική και ανεξάρτητη από τις επιχειρησιακές λειτουργίες και την άσκηση της διοίκησης της επιχείρησης.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Τυχόν διαπιστώσεις και συστάσεις της λειτουργίας εσωτερικού ελέγχου αναφέρονται στο διοικητικό συμβούλιο, το οποίο καθορίζει ποιές ενέργειες θα αναλαμβάνονται σε σχέση με κάθε ένα από τα συμπεράσματα και τις συστάσεις της λειτουργίας εσωτερικού ελέγχου και διασφαλίζει την εκτέλεση των ενεργειών αυτών.

Άρθρο 36Αναλογιστική λειτουργία (άρθρο 48 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις διαθέτουν αποτελεσματική αναλογιστική λειτουργία, ώστε να: α) συντονίζει τον υπολογισμό των τεχνικών προβλέψεων, β) διασφαλίζει την καταλληλότητα των μεθόδων και των υποκείμενων υποδειγμάτων που χρησιμοποιούνται, καθώς και των παραδοχών που γίνονται κατά τον υπολογισμό των τεχνικών προβλέψεων, γ) αξιολογεί την επάρκεια και ποιότητα των στοιχείων που χρησιμοποιούνται για τον υπολογισμό των τεχνικών προβλέψεων, δ) συγκρίνει τις βέλτιστες εκτιμήσεις σε σχέση με τις εμπειρικές παρατηρήσεις, ε) ενημερώνει το διοικητικό συμβούλιο της επιχείρησης σχετικά με την αξιοπιστία και επάρκεια του υπολογισμού των τεχνικών προβλέψεων, στ) επιβλέπει τον υπολογισμό των τεχνικών προβλέψεων στις περιπτώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 63 του παρόντος, ζ) εκφράζει γνώμη για τη γενική πολιτική ανάληψης ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών κινδύνων, η) εκφράζει γνώμη σχετικά με την καταλληλότητας των συμφωνιών αντασφάλισης ή επανεκχώρησης της επιχείρησης, θ) συμβάλλει στην αποτελεσματική εφαρμογή του συστήματος διαχείρισης κινδύνων του άρθρου 32 του παρόντος, ιδίως σε σχέση με την μαθηματική προτυποποίηση του κινδύνου στην οποία στηρίζεται ο υπολογισμός των κεφαλαιακών απαιτήσεων των Ενοτήτων 4 και 5 «Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας» και «Ελάχιστη Κεφαλαιακή Απαίτηση» του Κεφαλαίου ΣΤ΄ του παρόντος Μέρους και της αξιολόγησης που προβλέπεται στο άρθρο 33 του παρόντος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Οι εργασίες που περιλαμβάνονται στην αναλογιστική λειτουργία εκτελούνται από πρόσωπα που διαθέτουν γνώση αναλογιστικών και οικονομικών μαθηματικών ανάλογη προς τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των κινδύνων που είναι εγγενείς της επιχειρηματικής δραστηριότητας της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, και τα οποία αποδεικνύουν την εμπειρία τους σχετικά με τα ισχύοντα επαγγελματικά και λοιπά πρότυπα.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Με απόφαση της Εποπτικής Αρχής, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, καθορίζονται τα πρότυπα της παραγράφου 2 του παρόντος.

Άρθρο 37Εξωτερική ανάθεση (Εξωπορισμός) (άρθρο 49 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

H εξωτερική ανάθεση (εξωπορισμός) οποιασδήποτε λειτουργίας ή ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής εργασίας σε φυσικό ή νομικό πρόσωπο εκτός επιχείρησης, δεν απαλλάσσει την επιχείρηση αυτή από τις αστικές, ποινικές και διοικητικές ευθύνες και υποχρεώσεις της, που πηγάζουν από τις διατάξεις του παρόντος νόμου και των κατ’ εξουσιοδότηση εκδοθεισών αποφάσεων, την ευρωπαϊκή αντίστοιχη αλλά και από την εν γένει κείμενη νομοθεσία.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Απαγορεύεται η εξωτερική ανάθεση κρίσιμων ή σημαντικών λειτουργιών ή εργασιών, όταν προκαλείται ή μπορεί να προκληθεί οποιοδήποτε από τα εξής: α) ουσιώδης μείωση ή υποβάθμιση της ποιότητας του συστήματος διακυβέρνησης της σχετικής επιχείρησης, β) αδικαιολόγητη αύξηση του λειτουργικού κινδύνου, γ) μείωση της ικανότητας της Εποπτικής Αρχής ή άλλης εποπτικής αρχής της Ευρωπαϊκής Ένωσης, να παρακολουθεί την εκπλήρωση των υποχρεώσεων της αναθέτουσας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, δ) υπονόμευση της αδιάλειπτης και πλήρους εξυπηρέτησης των εν γένει ασφαλισμένων της.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις ενημερώνουν, εγκαίρως, την Εποπτική Αρχή πριν από την εξωτερική ανάθεση κρίσιμων ή σημαντικών λειτουργιών ή εργασιών, καθώς και για τυχόν μεταγενέστερες σημαντικές αλλαγές σε σχέση με τις λειτουργίες ή τις εργασίες αυτές. Η Εποπτική Αρχή απαγορεύει την εξωτερική ανάθεση εφόσον, κατά την άποψή της, συντρέχει οποιοσδήποτε εκ των λόγων της παραγράφου 2 του παρόντος.

ΕΝΟΤΗΤΑ 3ΔΗΜΟΣΙΑ ΠΛΗΡΟΦΟΡΗΣΗ
Άρθρο 38Έκθεση σχετικά με τη φερεγγυότητα και τη χρηματοοικονομική κατάσταση: περιεχόμενα (άρθρο 51 και 53 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ, παράγραφος 13 του άρθρου 2 της Οδηγίας 2014/51/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις δημοσιοποιούν, σε ετήσια βάση, έκθεση σχετικά με τη φερεγγυότητα και την χρηματοοικονομική τους κατάσταση επί τη βάσει των στοιχείων της παραγράφου 3 του παρόντος και των αρχών της παραγράφου 2 του άρθρου 24 του παρόντος. Η έκθεση περιλαμβάνει τις ακόλουθες πληροφορίες: α) περιγραφή της δραστηριότητας και των επιδόσεων της επιχείρησης, β) περιγραφή του συστήματος διακυβέρνησης και εκτίμηση για την καταλληλότητα αυτού σε σχέση με το προφίλ κινδύνου της επιχείρησης, γ) περιγραφή, χωριστά για κάθε κατηγορία κινδύνου, του βαθμού έκθεσης, συγκέντρωσης, μείωσης και ευαισθησίας στους κινδύνους, δ) περιγραφή, χωριστά για τα στοιχεία του ενεργητικού, τις τεχνικές προβλέψεις, και τις λοιπές υποχρεώσεις, των τεχνικών βάσεων και των μεθόδων που χρησιμοποιούνται για την αποτίμησή τους, με επεξήγηση τυχόν σημαντικών αποκλίσεων από τις αντίστοιχες τεχνικές βάσεις και μεθόδους που έχουν χρησιμοποιηθεί κατά την σύνταξη των οικονομικών καταστάσεων, ε) περιγραφή της διαχείρισης των κεφαλαίων, και κατ’ ελάχιστον περιγραφή: εα) της διάρθρωσης και του ύψους των ιδίων κεφαλαίων, καθώς και της ποιότητάς τους, εβ) των ποσών της Κεφαλαιακής Απαίτησης Φερεγγυότητας και της Ελάχιστης Κεφαλαιακής Απαίτησης, εγ) της χρήσης της κατ’ άρθρο 254 του παρόντος επιλογής για τον υπολογισμό της Κεφαλαιακής Απαίτησης Φερεγγυότητας, εδ) των πληροφοριών που επιτρέπουν την ορθή κατανόηση των κυριότερων διαφορών μεταξύ των παραδοχών στις οποίες βασίζεται η τυποποιημένη μέθοδος και εκείνων του εσωτερικού υποδείγματος που χρησιμοποιείται από την επιχείρηση για τον υπολογισμό της Κεφαλαιακής Απαίτησης Φερεγγυότητας, εε) του ποσού της τυχόν απόκλισης από την Ελάχιστη Κεφαλαιακή Απαίτηση ή της τυχόν σημαντικής απόκλισης από την Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας, κατά τη διάρκεια της περιόδου αναφοράς ανεξαρτήτως του εάν η απόκλιση αυτή έχει πλέον καλυφθεί, με πλήρη επεξήγηση της προέλευσης και των επιπτώσεων της απόκλισης, των ενδεχομένων ληφθέντων μέτρων αποκατάστασης, καθώς και του βαθμού κάλυψης.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις εντάσσουν στην περιγραφή της περίπτωσης δ΄ της παραγράφου 1 του παρόντος δήλωση εάν εφαρμόζουν ή όχι την προσαρμογή λόγω μεταβλητότητας του άρθρου 56 του παρόντος, και σε περίπτωση που την εφαρμόζουν, εντάσσουν περαιτέρω στην ανωτέρω περιγραφή την ποσοτικοποίηση της επίπτωσης που θα είχε στην χρηματοοικονομική τους κατάσταση μια μείωση της προσαρμογής λόγω μεταβλητότητας στο μηδέν. Στην περίπτωση που μια ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση εφαρμόζει την προσαρμογή αντιστοίχισης του άρθρου 54 του παρόντος, εντάσσει στην περιγραφή περίπτωσης δ΄ της παραγράφου 1 του παρόντος τα ακόλουθα: α) περιγραφή της προσαρμογής αντιστοίχισης, β) περιγραφή του χαρτοφυλακίου των υποχρεώσεων και των αντίστοιχων στοιχείων ενεργητικού στα οποία η προσαρμογή αυτή εφαρμόζεται, και γ) ποσοτικοποίηση της επίπτωσης που θα είχε στην χρηματοοικονομική κατάσταση της επιχείρησης μια μείωση της προσαρμογής αντιστοίχισης στο μηδέν.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Για στοιχεία των περιπτώσεων α΄ έως ε΄ της παραγράφου 1 του παρόντος που έχουν δημοσιοποιηθεί βάσει άλλων διατάξεων της κείμενης νομοθεσίας, επιτρέπεται να συμπεριληφθούν στην έκθεση της παρούσας παραγράφου με απλή παραπομπή στα οικεία δημοσιευμένα έγγραφα, κατόπιν έγκρισης από την Εποπτική Αρχή. Η έγκριση του προηγούμενου εδαφίου δίνεται μόνον εφόσον διασφαλίζεται ότι οι δημοσιοποιημένες πληροφορίες καλύπτουν τις προϋποθέσεις του παρόντος άρθρου, τόσο ως προς την φύση, όσο και ως προς την έκταση των πληροφοριών.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Η περιγραφή της υποπερίπτωσης εα΄ της περίπτωσης ε΄ της παραγράφου 1 του παρόντος περιλαμβάνει ανάλυση οποιωνδήποτε σημαντικών αλλαγών σε σύγκριση με την προηγούμενη περίοδο αναφοράς, επεξήγηση ενδεχόμενων σοβαρών διαφορών σε σχέση με την αξία των στοιχείων αυτών στις οικονομικές καταστάσεις της τρέχουσας περιόδου αναφοράς, και σύντομη περιγραφή της δυνατότητας μεταφοράς των κεφαλαίων. Η δημοσιοποίηση της Κεφαλαιακής Απαίτησης Φερεγγυότητας που αναφέρεται στην υποπερίπτωση εβ΄ της περίπτωσης ε΄ της παραγράφου 1 του παρόντος εμφανίζει χωριστά το ποσό που υπολογίζεται σύμφωνα με τα Τμήματα 2 και 3 της Ενότητας 4 του Κεφαλαίου ΣΤ΄ του παρόντος Μέρους σχετικά με τις μεθόδους υπολογισμού της Κεφαλαιακής Απαίτησης Φερεγγυότητας και τις οποιεσδήποτε πρόσθετες κεφαλαιακές απαιτήσεις που επιβάλλονται σύμφωνα με το άρθρο 26 του παρόντος ή την επίπτωση τυχόν ειδικών παραμέτρων που η ασφαλιστική ή η αντασφαλιστική επιχείρηση καλείται να χρησιμοποιεί σύμφωνα με το άρθρο 86 του παρόντος, παράλληλα με συνοπτική πληροφόρηση σχετικά με την αιτιολόγησή τους από την Εποπτική Αρχή. Έως την 31 Δεκεμβρίου 2020, οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις δύνανται να δημοσιοποιούν την Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας τους περιλαμβάνοντας μόνο το συνολικό ποσό συμπεριλαμβανομένων των τυχόν πρόσθετων κεφαλαιακών απαιτήσεων ή και την επίπτωση τυχόν ειδικών παραμέτρων που η ασφαλιστική ή η αντασφαλιστική επιχείρηση καλείται να χρησιμοποιεί σύμφωνα με το άρθρο 86 του παρόντος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Εφόσον εκκρεμεί σχετικός έλεγχος από την Εποπτική Αρχή, στην έκθεση φερεγγυότητας και χρηματοοικονομικής κατάστασης αναφέρεται ρητά ότι το τελικό ύψος της Κεφαλαιακής Απαίτησης Φερεγγυότητας εξακολουθεί να υπόκειται σε εποπτική αξιολόγηση.

Άρθρο 39Πληροφορίες προς την Ευρωπαϊκή Αρχή

Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων (άρθρο 52 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ, παράγραφος 14 του άρθρου 2 της Οδηγίας 2014/51/ΕΕ) Με την επιφύλαξη για παροχή επιπρόσθετων πληροφοριών σύμφωνα με το άρθρο 35 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010, η Εποπτική Αρχή παρέχει σε ετήσια βάση στην ΕΑΑΕΣ τις ακόλουθες πληροφορίες: α) τη μέση πρόσθετη κεφαλαιακή απαίτηση ανά επιχείρηση και την κατανομή των πρόσθετων κεφαλαιακών απαιτήσεων που επιβλήθηκαν από την Εποπτική Αρχή κατά τη διάρκεια του προηγούμενου έτους, υπολογιζόμενη ως ποσοστό της Κεφαλαιακής Απαίτησης Φερεγγυότητας που εμφανίζονται χωριστά ως εξής: αα) για όλες μαζί τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, αβ) για τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις ζωής, αγ) για τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις κατά ζημιών, αδ) για τις μεικτές ασφαλιστικές επιχειρήσεις, αε) για τις αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, β) για κάθε μία από τις δημοσιοποιήσεις που αναφέρονται στην περίπτωση α΄, το ποσοστό των πρόσθετων κεφαλαιακών απαιτήσεων που επιβάλλονται βάσει των περιπτώσεων α΄, β΄ και γ΄ αντίστοιχα της παραγράφου 1 του άρθρου 26 του παρόντος, γ) αναφορικά με τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις που επωφελούνται από τον περιορισμό της συχνότητας υποβολής των πληροφοριών της παραγράφου 6 του άρθρου 24 του παρόντος, το πλήθος αυτών, καθώς και το συνολικό ύψος των κεφαλαιακών τους απαιτήσεων, ασφαλίστρων, τεχνικών προβλέψεων και περιουσιακών στοιχείων τους ως ποσοστό αντίστοιχα των συνολικών κεφαλαιακών απαιτήσεων, ασφαλίστρων, τεχνικών προβλέψεων και περιουσιακών στοιχείων του συνόλου των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα, δ) αναφορικά με τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις που εξαιρούνται από την υποβολή αναλυτικών, για κάθε ένα περιουσιακό στοιχείο, πληροφοριών σύμφωνα με την παράγραφο 7 του άρθρου 24 του παρόντος, το πλήθος αυτών, καθώς και το συνολικό ύψος των κεφαλαιακών τους απαιτήσεων, ασφαλίστρων, τεχνικών προβλέψεων και περιουσιακών στοιχείων τους ως ποσοστό αντίστοιχα των συνολικών κεφαλαιακών απαιτήσεων, ασφαλίστρων, τεχνικών προβλέψεων και περιουσιακών στοιχείων του συνόλου των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα, ε) αναφορικά με τους ομίλους που επωφελούνται από τον περιορισμό της συχνότητας υποβολής των πληροφοριών της παραγράφου 2 του άρθρου 209 του παρόντος, το πλήθος αυτών, καθώς και το συνολικό ύψος των κεφαλαιακών τους απαιτήσεων, ασφαλίστρων, τεχνικών προβλέψεων και περιουσιακών στοιχείων τους ως ποσοστό αντίστοιχα των συνολικών κεφαλαιακών απαιτήσεων, ασφαλίστρων, τεχνικών προβλέψεων και περιουσιακών στοιχείων του συνόλου των ομίλων, στ) αναφορικά με τους ομίλους που εξαιρούνται από την υποβολή αναλυτικών, για κάθε ένα περιουσιακό στοιχείο, πληροφοριών σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 209 του παρόντος, το πλήθος αυτών, καθώς και το συνολικό ύψος των κεφαλαιακών τους απαιτήσεων, ασφαλίστρων, τεχνικών προβλέψεων και περιουσιακών στοιχείων τους ως ποσοστό αντίστοιχα των συνολικών κεφαλαιακών απαιτήσεων, ασφαλίστρων, τεχνικών προβλέψεων και περιουσιακών στοιχείων του συνόλου των ομίλων.

Άρθρο 40Έκθεση σχετικά με τη φερεγγυότητα και τη χρηματοοικονομική κατάσταση: εφαρμοστέες αρχές (άρθρο 53 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Με έγκριση της Εποπτικής Αρχής, κατόπιν αίτησης της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, η εν λόγω επιχείρηση μπορεί να μη δημοσιεύει πληροφορίες στις ακόλουθες περιπτώσεις: α) εάν με τη δημοσιοποίηση των πληροφοριών αυτών οι ανταγωνιστές της επιχείρησης αποκτούν σημαντικό αδικαιολόγητο πλεονέκτημα, β) εάν με τις ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές συμβάσεις ή με άλλες συμβάσεις της επιχείρησης έχουν επιβληθεί σε αυτήν όροι απορρήτου ή εμπιστευτικότητας.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Στην περίπτωση της παραγράφου 1, η επιχείρηση αναφέρει την αιτιολογία της μη δημοσιοποίησης των πληροφοριών στην έκθεση για τη φερεγγυότητα και την χρηματοοικονομική κατάσταση του άρθρου 38 του παρόντος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Οι παράγραφοι 1 και 2 του παρόντος δεν εφαρμόζονται στις πληροφορίες που εμπίπτουν στην περίπτωση ε΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 38 του παρόντος.

Άρθρο 41Έκθεση σχετικά με τη φερεγγυότητα και τη χρηματοοικονομική κατάσταση: επικαιροποιήσεις και εκούσια παροχή πρόσθετων πληροφοριών (άρθρο 54 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Σε περίπτωση σοβαρών εξελίξεων που επηρεάζουν σημαντικά τη συνάφεια των πληροφοριών που έχουν δημοσιοποιηθεί σύμφωνα με τα άρθρα 38 και 40 του παρόντος, οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις δημοσιεύουν τις κατάλληλες πληροφορίες σχετικά με τη φύση και τις συνέπειες της εν λόγω εξέλιξης. Για τους σκοπούς εφαρμογής της παρούσας παραγράφου, σοβαρές εξελίξεις θεωρούνται τουλάχιστον οι παρακάτω περιπτώσεις: α) οσάκις παρατηρείται απόκλιση από την Ελάχιστη Κεφαλαιακή Απαίτηση και η Εποπτική Αρχή είτε θεωρεί ότι η επιχείρηση δεν θα είναι σε θέση να υποβάλει εφαρμόσιμο πρόγραμμα βραχυπρόθεσμης χρηματοδότησης είτε δεν λαμβάνει η Εποπτική Αρχή τέτοιου είδους σχέδιο εντός μηνός από την ημέρα που δημιουργήθηκε η απόκλιση, β) οσάκις παρατηρείται σημαντική απόκλιση από την Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας και η Εποπτική Αρχή δεν λαμβάνει εντός δύο μηνών από την ημέρα που δημιουργήθηκε η απόκλιση εφαρμόσιμο σχέδιο οικονομικής ανάκαμψης. Στην περίπτωση α΄ ανωτέρω, η Εποπτική Αρχή απαιτεί από την ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση να δημοσιοποιήσει άμεσα το ποσό της απόκλισης, μαζί με επεξήγηση της προέλευσης και των συνεπειών, συμπεριλαμβανομένων τυχόν ληφθέντων διορθωτικών μέτρων. Εάν, παρά το γεγονός ότι το υποβληθέν πρόγραμμα βραχυπρόθεσμης χρηματοδότησης είχε θεωρηθεί αρχικά εφαρμόσιμο, δεν έχει επιλυθεί το πρόβλημα της απόκλισης από την Ελάχιστη Κεφαλαιακή Απαίτηση τρεις μήνες μετά τη στιγμή που ανέκυψε η απόκλιση, το γεγονός αυτό δημοσιοποιείται στο τέλος του τριμήνου μαζί με επεξήγηση της προέλευσης και των επιπτώσεων, συμπεριλαμβανομένων τυχόν διορθωτικών μέτρων που έχουν ληφθεί, καθώς και περαιτέρω διορθωτικών μέτρων που έχουν προγραμματισθεί. Στην περίπτωση β΄ ανωτέρω, η Εποπτική Αρχή απαιτεί από την ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση να δημοσιοποιήσει άμεσα το ποσό της απόκλισης, μαζί με επεξήγηση της προέλευσης και των συνεπειών, συμπεριλαμβανομένων τυχόν ληφθέντων διορθωτικών μέτρων. Εάν, παρά το σχέδιο οικονομικής ανάκαμψης που είχε αρχικά θεωρηθεί εφαρμόσιμο, δεν έχει επιλυθεί το πρόβλημα της απόκλισης από την Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας έξι μήνες μετά τη στιγμή που παρατηρήθηκε η απόκλιση, το γεγονός αυτό δημοσιοποιείται στο τέλος του εξαμήνου μαζί με επεξήγηση της προέλευσης και των επιπτώσεων, συμπεριλαμβανομένων των τυχόν ληφθέντων διορθωτικών μέτρων, καθώς και περαιτέρω διορθωτικών μέτρων που έχουν προγραμματισθεί.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις δύνανται να δημοσιοποιούν, σε εθελοντική βάση, οποιαδήποτε πληροφορία ή επεξήγηση συνδεόμενη με τη φερεγγυότητα και την χρηματοοικονομική τους κατάσταση, η δημοσιοποίηση της οποίας δεν απαιτείται ήδη σύμφωνα με τα άρθρα 38 και 40 και την παράγραφο 1 του παρόντος.

Άρθρο 42Έκθεση σχετικά με τη φερεγγυότητα και τη χρηματοοικονομική κατάσταση: πολιτική και έγκριση (άρθρο 55 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις διαθέτουν κατάλληλα συστήματα και υποδομές προκειμένου να ανταποκρίνονται στις υποχρεώσεις τους που πηγάζουν από τα άρθρα 38 και 40 και της παραγράφου 1 του άρθρου 41 του παρόντος. Επίσης, διαθέτουν έγγραφη πολιτική, με την οποία διασφαλίζεται η διαρκής ορθότητα και καταλληλότητα των δημοσιοποιούμενων πληροφοριών.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Η έκθεση για τη φερεγγυότητα και τη χρηματοοικονομική κατάσταση εγκρίνεται από το διοικητικό συμβούλιο της επιχείρησης και δημοσιεύεται μετά την έγκριση αυτή.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Η Εποπτική Αρχή μπορεί να απαιτεί την τροποποίηση ή αναμόρφωση δημοσιευμένων εκθέσεων, τη δημοσίευση επιπρόσθετων πληροφοριών ή την ανάληψη από την επιχείρηση συγκεκριμένων ενεργειών για τη βελτίωση, αναμόρφωση, τροποποίηση ή ενίσχυση των πολιτικών, συστημάτων και υποδομών της παραγράφου 1 του παρόντος εντός συγκεκριμένου χρονικού διαστήματος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Με απόφαση της Εποπτικής Αρχής, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως μπορεί να απαιτείται ο έλεγχος του συνόλου ή μέρους των πληροφοριών του παρόντος άρθρου από εξωτερικούς ελεγκτές, και να ορίζονται μέσα και τόποι δημοσιοποίησης διαφορετικά από εκείνα που ισχύουν για τις ετήσιες και ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων.

ΕΝΟΤΗΤΑ 4ΕΙΔΙΚΕΣ ΣΥΜΜΕΤΟΧΕΣ
Άρθρο 43Ειδικές συμμετοχές (άρθρα 57, 58, 59, 60, 61, 62 και 63 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

α) Κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο (στο εξής: «υποψήφιος αγοραστής»), το οποίο μεμονωμένα ή μέσω κοινής δράσης με άλλα πρόσωπα, υπό την έννοια της περίπτωσης γ΄ της παραγράφου 2 του παρόντος, έχει αποφασίσει είτε να αποκτήσει, άμεσα ή έμμεσα, ειδική συμμετοχή σε ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση με έδρα στην Ελλάδα, είτε να αυξήσει περαιτέρω, άμεσα ή έμμεσα, υφιστάμενη συμμετοχή σε ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, ούτως ώστε το ποσοστό των δικαιωμάτων ψήφου ή του μετοχικού κεφαλαίου που θα κατέχει να φθάνει ή να υπερβαίνει τα όρια του 20%, του 1/3 ή του 50% ή ώστε να αποκτήσει, άμεσα ή έμμεσα, τον έλεγχο της ασφαλιστικής ή της αντασφαλιστικής επιχείρησης (στο εξής: «προτεινόμενη εξαγορά»), αρχικά απευθύνεται εγγράφως στην Εποπτική Αρχή και της γνωστοποιεί το ύψος της σκοπούμενης συμμετοχής, καθώς και τις σχετικές απαιτούμενες πληροφορίες, σύμφωνα με την παράγραφο 5 του παρόντος. β) Κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο έχει αποφασίσει να παύσει να κατέχει, άμεσα ή έμμεσα, ειδική συμμετοχή σε ελληνική ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση ενημερώνει προηγουμένως εγγράφως την Εποπτική Αρχή και της γνωστοποιεί το τυχόν ύψος της συμμετοχής που προτίθεται να διατηρήσει. Κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο πρέπει ομοίως να ενημερώνει προηγουμένως εγγράφως την Εποπτική Αρχή για την απόφαση του να μειώσει την ειδική συμμετοχή του, προκειμένου το ποσοστό των δικαιωμάτων ψήφου ή του μετοχικού κεφαλαίου που θα κατέχει να μειωθεί σε λιγότερο από τα όρια του 20%, του 1/3 ή του 50% ή προκειμένου να παύσει να έχει, άμεσα ή έμμεσα, τον έλεγχο ελληνικής ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης και της γνωστοποιεί το τυχόν ύψος της συμμετοχής που προτίθεται να διατηρήσει. γ) (γα) Προκειμένου περί ειδικών συμμετοχών που πραγματοποιούνται από φυσικά πρόσωπα, η Εποπτική Αρχή δύναται για την επίτευξη των σκοπών της εποπτείας και για λόγους διαφάνειας να ζητά στοιχεία για την ταυτότητα, τη χρηματοοικονομική κατάσταση και την προέλευση των χρηματικών μέσων των εν λόγω προσώπων και να απαιτεί από τα φυσικά πρόσωπα να της παρέχουν τις κατάλληλες πληροφορίες, ώστε να βεβαιώνεται ότι πληρούνται πάντοτε οι προϋποθέσεις που προβλέπονται για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας με βάση τον παρόντα νόμο ή ότι δεν ανέκυψαν καταστάσεις που θα αποτελούσαν αιτία για τη μη χορήγηση της άδειας αυτής. (γβ) Προκειμένου περί ειδικών συμμετοχών που πραγματοποιούνται από νομικά πρόσωπα, η Εποπτική Αρχή δύναται: γβα) να ζητά πληροφορίες για την ταυτότητα των φυσικών προσώπων που άμεσα η έμμεσα, μέχρι και τον τελικό μέτοχο, ελέγχουν τα νομικά αυτά πρόσωπα, γββ) να επιβάλλει την υποχρέωση να της γνωστοποιείται οποιαδήποτε μεταγενέστερη μεταβολή στην ταυτότητα των φυσικών αυτών προσώπων, υπό την έννοια του πραγματικού δικαιούχου της παραγράφου 16 του άρθρου 4 του ν. 3691/2008 (Α΄ 166), που άμεσα ή έμμεσα τα ελέγχουν, γβγ) να ζητά τη γνωστοποίηση των οικονομικών στοιχείων (οικονομικές καταστάσεις τους), για τον έλεγχο της χρηματοοικονομικής τους κατάστασης, τα οποία μπορεί να ζητούνται και σε κάθε μεταγενέστερο στάδιο και γβδ) να απαιτεί από τα νομικά πρόσωπα να της παρέχουν τις κατάλληλες πληροφορίες, ώστε να βεβαιώνεται ότι πληρούνται πάντοτε οι προϋποθέσεις που προβλέπονται για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας με βάση τον παρόντα νόμο ή ότι δεν ανέκυψαν καταστάσεις που θα αποτελούσαν αιτία για τη μη χορήγηση της άδειας αυτής. (γγ) Για τον αποτελεσματικότερο έλεγχο της ταυτότητας των φυσικών προσώπων που ελέγχουν νομικά πρόσωπα, τα οποία κατέχουν ειδική συμμετοχή σε ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, η Εποπτική Αρχή δύναται: γγα) να επιβάλλει την υποχρέωση στα νομικά αυτά πρόσωπα να έχουν ονομαστικές τις μετοχές με δικαίωμα ψήφου, γγβ) να απαιτεί όπως συγκεκριμένα ποσοστά του συνόλου των πιο πάνω ονομαστικών μετοχών με δικαίωμα ψήφου ανήκουν σε ένα η περισσότερα φυσικά πρόσωπα που τυγχάνουν της προηγούμενης έγκρισης της Εποπτικής Αρχής. δ) Εάν τις ειδικές συμμετοχές των περιπτώσεων α΄ και β΄ ανωτέρω προτίθενται να αποκτήσουν έμμεσα ένα ή περισσότερα πρόσωπα, η Εποπτική Αρχή δύναται να αξιολογεί με βάση τα κριτήρια της παραγράφου 11 του παρόντος, πέραν του υποψήφιου αγοραστή που προτίθεται να αποκτήσει άμεσα τη συμμετοχή και του πραγματικού δικαιούχου, και τα τυχόν παρεμβαλλόμενα, μεταξύ των δύο προηγούμενων περιπτώσεων, πρόσωπα.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

α) Για το σκοπό υπολογισμού του ποσοστού συμμετοχής, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου λαμβάνονται υπόψη τα άρθρα 9, 10, 12 και 13 παράγραφοι 4 και 5 του ν. 3556/2007 (Α΄ 91), υπό την επιφύλαξη της περίπτωσης β΄ της παρούσας παραγράφου. β) Κατά τον ως άνω υπολογισμό του ποσοστού συμμετοχής δεν λαμβάνονται υπόψη τα δικαιώματα ψήφου ή οι μετοχές με δικαίωμα ψήφου που κατέχουν πιστωτικά ιδρύματα ή επιχειρήσεις επενδύσεων ως αποτέλεσμα αναδοχής ή/και τοποθέτησης χρηματοπιστωτικών μέσων με ρητή δέσμευση ανάληψης, σύμφωνα με την περίπτωση στ΄ της παρ. 1 του άρθρου 4 του ν. 3606/2007 (Α΄ 195), εφόσον τα εν λόγω δικαιώματα δεν ασκούνται ούτε χρησιμοποιούνται κατ’ άλλον τρόπο με σκοπό την παρέμβαση στη διαχείριση του εκδότη και πρόκειται βάσει ρητής δέσμευσης να μεταβιβαστούν εντός ενός (1) έτους από την απόκτηση. γ) Ως «από κοινού δράση» για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου νοείται η περίπτωση κατά την οποία δύο ή περισσότεροι υποψήφιοι αγοραστές προτίθενται να ενεργούν συντονισμένα κατά την άσκηση των δικαιωμάτων τους μετά την απόκτηση μετοχών ή δικαιωμάτων ψήφου με συμφωνία που μπορεί να γίνεται εγγράφως ή προφορικά ή συνάγεται από πραγματικά περιστατικά, ανεξαρτήτως εάν τα πρόσωπα που δρουν από κοινού συνδέονται μεταξύ τους. Η κοινοποίηση των δικαιωμάτων ψήφου της ως άνω περίπτωσης στην Εποπτική Αρχή γίνεται είτε από τον κάθε υποψήφιο αγοραστή είτε από έναν από αυτούς, ο οποίος έχει εξουσιοδοτηθεί για το σκοπό αυτόν.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Η Εποπτική Αρχή γνωστοποιεί εγγράφως στον υποψήφιο αγοραστή την παραλαβή της κοινοποίησης που προβλέπεται στο εδάφιο α΄ της παραγράφου 1 του παρόντος, καθώς και των πληροφοριών που προβλέπονται στην παράγραφο 6, και τις οποίες ενδεχομένως παρέλαβε μεταγενέστερα της εν λόγω κοινοποίησης. Η εν λόγω γνωστοποίηση της παραλαβής παρέχεται εντός δύο (2) εργασίμων ημερών από την παραλαβή της κοινοποίησης και των σχετικών πρόσθετων στοιχείων.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

α) Η Εποπτική Αρχή εντός εξήντα (60) εργασίμων ημερών από την ημερομηνία της τελευταίας έγγραφης γνωστοποίησης περί της παραλαβής εκ μέρους της όλων των απαιτούμενων εγγράφων της παραγράφου 5 του παρόντος (στο εξής: «περίοδος αξιολόγησης») προβαίνει στην αξιολόγηση που προβλέπεται στην παράγραφο 11 του παρόντος (στο εξής: «αξιολόγηση»). β) Η Εποπτική Αρχή στη γνωστοποίηση παραλαβής που προβλέπεται στην ανωτέρω παράγραφο 3 αναφέρει υποχρεωτικά την ημερομηνία λήξης της περιόδου αξιολόγησης.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

α) Η Εποπτική Αρχή με απόφασή της δημοσιοποιεί κατάλογο με τις αναγκαίες, για τους σκοπούς της προληπτικής εποπτείας, πληροφορίες για τη διενέργεια της αξιολόγησης, οι οποίες πρέπει να υποβάλλονται σε αυτήν κατά την κοινοποίηση που προβλέπει η παράγραφος 1 του παρόντος. β) Οι πληροφορίες της περίπτωσης α΄ της παρούσας παραγράφου είναι προσαρμοσμένες αναλόγως με τα χαρακτηριστικά του υποψήφιου αγοραστή (φυσικό ή νομικό πρόσωπο, εποπτευόμενο ή μη κ.λπ.), το βαθμό συμμετοχής του στη διοίκηση της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης για την οποία προτείνεται η απόκτηση συμμετοχής και το ύψος της σκοπούμενης συμμετοχής.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Η Εποπτική Αρχή δύναται, μέχρι και την πεντηκοστή εργάσιμη ημέρα της περιόδου αξιολόγησης, να ζητήσει εγγράφως περαιτέρω πληροφορίες αναγκαίες για την ολοκλήρωση της αξιολόγησης, καθορίζοντας τα απαιτούμενα για το σκοπό αυτόν συμπληρωματικά στοιχεία.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 7

Κατά το χρονικό διάστημα που μεσολαβεί μεταξύ της ημερομηνίας κατά την οποία ζητήθηκαν οι πληροφορίες της παραγράφου 6 του παρόντος και της ημερομηνίας παραλαβής της απάντησης του υποψήφιου αγοραστή, η περίοδος αξιολόγησης αναστέλλεται. Η αναστολή αυτή δεν υπερβαίνει τις είκοσι (20) εργάσιμες ημέρες. Η Εποπτική Αρχή έχει τη διακριτική ευχέρεια να ζητήσει τη συμπλήρωση ή τη διευκρίνιση των πληροφοριών, χωρίς όμως στην περίπτωση αυτή να επέρχεται νέα αναστολή της περιόδου αξιολόγησης.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 8

Η Εποπτική Αρχή μπορεί να παρατείνει την αναστολή που αναφέρεται στην παράγραφο 7 του παρόντος, κατά τριάντα (30) εργάσιμες ημέρες, εάν ο υποψήφιος αγοραστής: α) είναι εγκατεστημένος ή υπόκειται σε ρυθμιστικό πλαίσιο σε χώρα εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή β) είναι φυσικό ή νομικό πρόσωπο μη υποκείμενο στο εποπτικό καθεστώς που με βάση την ευρωπαϊκή νομοθεσία διέπει τα πιστωτικά ιδρύματα, τις επιχειρήσεις παροχής επενδυτικών υπηρεσιών (Ε.Π.Ε.Υ.), τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις ή τις εταιρείες διαχείρισης οργανισμών συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες (Ο.Σ.Ε.Κ.Α.).

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 9

Εάν η Εποπτική Αρχή αποφασίσει, μόλις ολοκληρώσει την αξιολόγηση της, να αντιταχθεί στην προτεινόμενη εξαγορά, εφόσον υπάρχουν βάσιμοι λόγοι γι` αυτό, με βάση τα κριτήρια της παραγράφου 11 του παρόντος, ή εάν οι πληροφορίες που διαβιβάσθηκαν από τον υποψήφιο αγοραστή δεν είναι πλήρεις ή αληθείς, ενημερώνει εγγράφως τον υποψήφιο αγοραστή, εντός δύο (2) εργασίμων ημερών από την περάτωση της αξιολόγησής της αλλά σε καμία περίπτωση μετά τη λήξη της περιόδου αξιολόγησης, εκθέτοντας τους λόγους αυτής της απόφασης. Σε αντίθετη περίπτωση, η προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής θεωρείται ότι εγκρίθηκε. Η απόφαση περί απόρριψης της συμμετοχής με τη δέουσα αιτιολόγηση μπορεί να δημοσιοποιείται κατά την κρίση της Εποπτικής Αρχής ή και κατόπιν αιτήματος του υποψήφιου αγοραστή. Η θετική απόφαση δημοσιοποιείται σε κάθε περίπτωση με ανάρτηση στην ιστοσελίδα της Εποπτικής Αρχής.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 10

Η Εποπτική Αρχή μπορεί να ορίζει μέγιστη προθεσμία για την ολοκλήρωση της προτεινόμενης εξαγοράς και να παρατείνει την προθεσμία αυτή, οσάκις ενδείκνυται.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 11

α) Κατά την αξιολόγηση της κοινοποίησης που προβλέπει η περίπτωση α΄ της παραγράφου 1 του παρόντος και των πληροφοριών που αναφέρονται στις παραγράφους 5 και 6 του παρόντος, η Εποπτική Αρχή, προκειμένου να διασφαλίσει τη χρηστή και συνετή διοίκηση της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης στην οποία αφορά η προτεινόμενη εξαγορά και λαμβάνοντας υπόψη την ενδεχόμενη επιρροή του υποψήφιου αγοραστή στην εν λόγω επιχείρηση, αξιολογεί την καταλληλότητα του υποψήφιου αγοραστή και τα οικονομικά εχέγγυα της προτεινόμενης εξαγοράς από χρηματοοικονομική άποψη, με βάση το σύνολο των ακόλουθων κριτηρίων: αα) τη φήμη του υποψήφιου αγοραστή, αβ) τη φήμη και την εμπειρία οποιουδήποτε προσώπου το οποίο θα διευθύνει τις δραστηριότητες της ελληνικής ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης κατόπιν της προτεινόμενης εξαγοράς, αγ) τη χρηματοοικονομική ευρωστία του υποψήφιου αγοραστή, ιδίως ως προς το είδος των δραστηριοτήτων που ασκούνται ή προβλέπεται ότι θα ασκούνται από την ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση στην οποία αφορά η προτεινόμενη εξαγορά, αδ) την ικανότητα της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης να συμμορφώνεται και να συνεχίσει να συμμορφώνεται στις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας βάσει κυρίως του παρόντος νόμου και του ν. 3455/2006 Α΄ 84), των αποφάσεων που έχουν εκδοθεί κατ΄ εξουσιοδότηση του παρόντος νόμου και της κείμενης ευρωπαϊκής νομοθεσίας αμέσου εφαρμογής και, ιδίως, το βαθμό κατά τον οποίο ο όμιλος του οποίου, ενδεχομένως, η ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση θα καταστεί μέλος, μέσω της σχεδιαζόμενης εξαγοράς, διαθέτει δομή που καθιστά δυνατή την άσκηση αποτελεσματικής εποπτείας, την αποτελεσματική ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ της Εποπτικής Αρχής και των άλλων ημεδαπών ή αλλοδαπών αρμόδιων αρχών, καθώς και τον προσδιορισμό της κατανομής των αρμοδιοτήτων μεταξύ τους, αε) το βαθμό κατά τον οποίο υπάρχουν βάσιμες υπόνοιες ότι, σε σχέση με την προτεινόμενη εξαγορά, διαπράττεται, επιχειρείται να διαπραχθεί, έχει διαπραχθεί ή επιχειρήθηκε να διαπραχθεί, νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες ή χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, κατά την έννοια του ν. 3691/2008 (Α΄166) ή ότι η προτεινόμενη εξαγορά είναι δυνατόν να αυξήσει αυτόν τον κίνδυνο. β) Τηρουμένων των διατάξεων των παραγράφων 3, 4, 6, 7 και 8 του παρόντος, σε περίπτωση που κατά την περίοδο αξιολόγησης μίας πρότασης κοινοποιηθούν και άλλη ή άλλες προτάσεις για απόκτηση ή αύξηση υφιστάμενης συμμετοχής στην ίδια ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, η Εποπτική Αρχή τις αντιμετωπίζει αμερόληπτα. γ) Η Εποπτική Αρχή δεν επιβάλλει εκ των προτέρων όρους, όσον αφορά το ύψος της συμμετοχής που πρέπει να αποκτηθεί ούτε εξετάζει την προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής από πλευράς οικονομικών αναγκών της αγοράς.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 12

α) Η Εποπτική Αρχή κατά την αξιολόγηση της προτεινόμενης εξαγοράς ακολουθεί διαδικασία προηγούμενης διαβούλευσης με τις ημεδαπές ή αλλοδαπές αρμόδιες αρχές, εάν ο υποψήφιος αγοραστής είναι: αα) πιστωτικό ίδρυμα, ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, επιχείρηση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών ή εταιρεία διαχείρισης οργανισμού συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες που έχει λάβει άδεια λειτουργίας σε κράτος − μέλος ή β) μητρική πιστωτικού ιδρύματος, ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, επιχείρησης παροχής επενδυτικών υπηρεσιών ή εταιρείας διαχείρισης οργανισμού συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας σε κράτος − μέλος ή αγ) φυσικό ή νομικό πρόσωπο που ελέγχει άλλο πιστωτικό ίδρυμα, ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, επιχείρηση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών ή εταιρεία διαχείρισης οργανισμού συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες, που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας σε κράτος − μέλος. β) Η Εποπτική Αρχή διαβιβάζει χωρίς υπαίτια καθυστέρηση στις αρμόδιες ελληνικές αρχές ή τις αρχές των λοιπών κρατών − μελών, για τους σκοπούς της αξιολόγησης της προτεινόμενης εξαγοράς που προβλέπεται στο παρόν άρθρο ή σε αντίστοιχη διάταξη νομοθεσίας κρατών − μελών: βα) κατόπιν αιτήματος τους, κάθε σχετική πληροφορία και ββ) με δική της πρωτοβουλία, όλες τις ουσιαστικής σημασίας σχετικές πληροφορίες, διαβιβάζοντας και στις δύο περιπτώσεις τυχόν απόψεις ή επιφυλάξεις σχετικά με τον υποψήφιο αγοραστή. γ) Η Εποπτική Αρχή δύναται να ζητά πληροφορίες από αρμόδιες ελληνικές αρχές ή αρχές άλλων κρατών − μελών για τους σκοπούς αξιολόγησης από αυτήν προτεινόμενης εξαγοράς. Στην απόφαση της Εποπτικής Αρχής για την προτεινόμενη εξαγορά σε ελληνική ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση επισημαίνονται τυχόν απόψεις ή επιφυλάξεις τις οποίες ενδεχομένως εξέφρασε η ελληνική ή αλλοδαπή αρχή, στο πλαίσιο της ανωτέρω διαβούλευσης.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 13

α) Εφόσον οι κληρονόμοι προσώπου που ήταν κάτοχος ειδικής συμμετοχής της περίπτωσης α΄ της παραγράφου 1 του παρόντος, αποκτούν ατομικά συμμετοχή των ανωτέρω εδαφίων, ενημερώνουν σχετικά την Εποπτική Αρχή εντός προθεσμίας τεσσάρων (4) μηνών από την ημερομηνία θανάτου του κληρονομούμενου ή από την ημερομηνία νόμιμης επαγωγής της κληρονομίας σε αυτούς. Σε περίπτωση αποποίησης της κληρονομίας, η προαναφερόμενη προθεσμία παρατείνεται αντιστοίχως μέχρι την παρέλευση τεσσάρων (4) μηνών από την επαγωγή της κληρονομίας στους περαιτέρω κληρονόμους, οι οποίοι έχουν την υποχρέωση ενημέρωσης. Την ίδια υποχρέωση ενημέρωσης έχει και ο τυχόν εκτελεστής της διαθήκης ή ο κηδεμόνας της σχολάζουσας κληρονομίας ή ο εκκαθαριστής της κληρονομίας που ορίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας. β) Η Εποπτική Αρχή δύναται, εφόσον κρίνει ότι κληρονόμοι εκ των αναφερομένων στην ανωτέρω περίπτωση α΄ δεν είναι κατάλληλοι για να διασφαλίσουν τη συνετή και χρηστή διαχείριση της ελληνικής ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, να ακολουθήσει τη διαδικασία της περίπτωσης α΄ της παραγράφου 15 του παρόντος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 14

α) Οι ελληνικές ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις γνωστοποιούν στην Εποπτική Αρχή, μέχρι την 15η Ιουλίου κάθε έτους, τα ονόματα φυσικών ή νομικών προσώπων με τα οποία διατηρούν στενούς δεσμούς, καθώς και τα ονόματα των μετόχων ή μελών που κατέχουν συμμετοχή άνω των ορίων των περιπτώσεων α΄ και β΄ της παραγράφου 1 του παρόντος, καθώς και τα ποσοστά των συμμετοχών αυτών, όπως προκύπτουν, ιδίως από τα στοιχεία που συγκεντρώθηκαν κατά την ετήσια γενική συνέλευση των μετόχων ή μελών, ή από την τυχόν πληρωμή μερισμάτων ή από τις πληροφορίες που περιέρχονται σε γνώση τους, δυνάμει ιδίως των υποχρεώσεων που επιβάλλονται σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία σε εταιρείες οι μετοχές των οποίων αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε οργανωμένη αγορά. β) Οι ελληνικές ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, εντός δέκα (10) εργασίμων ημερών αφότου λάβουν γνώση, γνωστοποιούν στην Εποπτική Αρχή, την απόκτηση ή εκχώρηση συμμετοχών στο κεφάλαιο τους, οι οποίες αυξάνουν ή μειώνουν τα ποσοστά συμμετοχής πάνω ή κάτω από ένα από τα όρια που αναφέρονται στις περιπτώσεις α΄ και β΄ της παραγράφου 1 του παρόντος, καθώς και οποιαδήποτε αλλαγή στην ταυτότητα ή στα στοιχεία των προσώπων που αναφέρονται στις περιπτώσεις γ΄ και δ΄ της παραγράφου 1 του παρόντος, καθώς και του άρθρου 15 του παρόντος, και λήφθηκαν υπόψη κατά τη χορήγηση της άδειας λειτουργίας των ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών επιχειρήσεων ή τη διαδικασία έγκρισης μετέπειτα αλλαγών των στοιχείων αυτών.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 15

α) Προκειμένου να αποτρέπεται η άσκηση, από φυσικό ή νομικό πρόσωπο που κατέχει ειδική συμμετοχή ή που ελέγχει άμεσα ή έμμεσα νομικό πρόσωπο που κατέχει ειδική συμμετοχή σε ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, επιρροής που ενδέχεται να οδηγήσει σε σύγκρουση συμφερόντων ή να δημιουργήσει δυσχέρειες στην άσκηση εποπτείας ή να αποβεί σε βάρος της συνετής και χρηστής διαχείρισης της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, η Εποπτική Αρχή γνωστοποιεί στα οικεία πρόσωπα τις ειδικότερες ενέργειες ή παραλείψεις τους ή τις παράλληλες δραστηριότητές τους σε άλλους τομείς που κατά την κρίση της είναι δυνατόν να αποβούν σε βάρος της συνετής και χρηστής διαχείρισης της επιχείρησης και αφού ακούσει τις απόψεις τους, υποδεικνύει τη λήψη των κατάλληλων διορθωτικών μέτρων εντός ορισμένης προθεσμίας. Σε περίπτωση μη συμμόρφωσης παύει αυτοδικαίως να έχει αποτέλεσμα η άσκηση των δικαιωμάτων ψήφου που απορρέουν από τη συμμετοχή του φυσικού ή του νομικού προσώπου στο μετοχικό κεφάλαιο της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης και η Εποπτική Αρχή μπορεί να επιβάλει κυρώσεις σύμφωνα με την παράγραφο 5 του άρθρου 256 του παρόντος. β) Σε περίπτωση που πραγματοποιηθεί συμμετοχή ή αυξηθεί η υφιστάμενη συμμετοχή στο κεφάλαιο ελληνικής ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης από φυσικό ή νομικό πρόσωπο χωρίς τη, βάσει του παρόντος άρθρου, απαιτούμενη κατά περίπτωση γνωστοποίηση ή έγκριση από την Εποπτική Αρχή, παύει αυτοδικαίως να έχει αποτέλεσμα η άσκηση των δικαιωμάτων ψήφου που απορρέουν από τη συμμετοχή αυτή και η Εποπτική Αρχή μπορεί να επιβάλει στους κατόχους των συμμετοχών αυτών τις κυρώσεις, που προβλέπονται στην περίπτωση α΄ της παραγράφου 4 του άρθρου 256 του παρόντος, διαζευκτικά ή σωρευτικά. γ) Σε περίπτωση μη τήρησης των υποχρεώσεων γνωστοποίησης στην Εποπτική Αρχή περί της αλλαγής της ταυτότητας των φυσικών προσώπων που ελέγχουν νομικά πρόσωπα, κατόχους ειδικής συμμετοχής, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στις περιπτώσεις γ΄ και δ΄ της παραγράφου 1 του παρόντος ή εφόσον δεν υπάρξει συμμόρφωση προς την τυχόν απαίτηση της Εποπτικής Αρχής για την εφαρμογή των προβλεπομένων στην περίπτωση γ΄ της παραγράφου 1 του παρόντος, παύει αυτοδικαίως να έχει αποτέλεσμα η άσκηση των δικαιωμάτων ψήφου που απορρέουν από τη συμμετοχή του νομικού προσώπου στο μετοχικό κεφάλαιο της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης και η Εποπτική Αρχή μπορεί να επιβάλει τις κυρώσεις που προβλέπονται στην περίπτωση β΄ της παραγράφου 4 του άρθρου 256 του παρόντος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 16

Για τους σκοπούς της εποπτείας, η Εποπτική Αρχή δύναται να ζητά από τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις τη γνωστοποίηση των στοιχείων της ταυτότητας και το ύψος του ποσοστού συμμετοχής των μεγαλύτερων μετόχων τους που αθροιστικά συγκεντρώνουν στην κατοχή τους την πλειοψηφία των δικαιωμάτων ψήφου της επιχείρησης.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 17

Με απόφαση της Εποπτικής Αρχής, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, επεκτείνονται τα κριτήρια της παραγράφου 11 του παρόντος.

ΕΝΟΤΗΤΑ 5ΥΠΗΡΕΣΙΑΚΟ ΚΑΙ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΟ ΑΠΟΡΡΗΤΟ ΑΝΤΑΛΛΑΓΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ − ΕΠΟΠΤΙΚΗ ΣΥΓΚΛΙΣΗ
Άρθρο 44Υπηρεσιακό – Επαγγελματικό απόρρητο – ανταλλαγή πληροφοριών (άρθρα 64, 65, 66, 67, 67α, 68, 69, 70 και 295 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ, παράγραφοι 18, 19 και 20 του άρθρου 2 της Οδηγίας 2014/51/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Όλα τα πρόσωπα που ασκούν ή έχουν ασκήσει δραστηριότητα για λογαριασμό της Εποπτικής Αρχής, οι εντεταλμένοι από την Εποπτική Αρχή ελεγκτές ή εμπειρογνώμονες, καθώς και όλα τα πρόσωπα στα οποία διαβιβάζονται ή τα οποία παρέχουν πληροφορίες κατ’ εφαρμογή της παραγράφου 3 του άρθρου 221 και των άρθρων 231 και 235 του παρόντος, υποχρεούνται στην τήρηση του επαγγελματικού απορρήτου. Ειδικότερα, καμία από τις εμπιστευτικές πληροφορίες οι οποίες περιέρχονται σε γνώση των ως άνω προσώπων κατά την άσκηση των υπηρεσιακών καθηκόντων τους σε σχέση με τις κατά τον παρόντα νόμο αρμοδιότητες της Εποπτικής Αρχής δεν επιτρέπεται να γνωστοποιείται σε κανένα απολύτως πρόσωπο ή δημόσια αρχή, παρά μόνο με συνοπτική ή συγκεντρωτική μορφή, ώστε να μην προκύπτει η ταυτότητα της συγκεκριμένης ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης ή των προσώπων που αφορούν, με την επιφύλαξη των διατάξεων του παρόντος άρθρου, των περιπτώσεων που εμπίπτουν στο Ποινικό Δίκαιο, καθώς και των διατάξεων της κείμενης νομοθεσίας περί νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Η Εποπτική Αρχή μπορεί να ανταλλάσσει, με τις αντίστοιχες αρμόδιες αρχές των άλλων κρατών − μελών, πληροφορίες που σχετίζονται με τις αρμοδιότητές της. Αυτές οι πληροφορίες υπάγονται στο επαγγελματικό απόρρητο της παραγράφου 1 του παρόντος, που σύμφωνα με τις σχετικές ευρωπαϊκές διατάξεις, εφαρμόζεται και για τις λοιπές αρμόδιες αρχές. Η Εποπτική Αρχή μπορεί κατά την παροχή των πληροφοριών σε άλλη αρμόδια αρχή να ορίζει ότι οι πληροφορίες που παρέχει μπορούν να γνωστοποιηθούν μόνο ύστερα από τη ρητή συναίνεσή της.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Η Εποπτική Αρχή χρησιμοποιεί τις κατά τις διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 του παρόντος πληροφορίες κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων της για τους ακόλουθους σκοπούς: α) για τον έλεγχο της τήρησης των όρων ανάληψης ασφαλιστικής και αντασφαλιστικής δραστηριότητας και τη διευκόλυνση της παρακολούθησης της άσκησης της δραστηριότητας αυτής, ιδίως όσον αφορά την παρακολούθηση των τεχνικών προβλέψεων, της Κεφαλαιακής Απαίτησης Φερεγγυότητας, της Ελάχιστης Κεφαλαιακής Απαίτησης και του Συστήματος Διακυβέρνησης, β) για την επιβολή κυρώσεων, γ) για την κατάθεση ή υποστήριξη ή αντίκρουση διοικητικής προσφυγής κατά αποφάσεων της Εποπτικής Αρχής, δ) σε περιπτώσεις προσφυγών ενώπιον των αρμόδιων δικαστηρίων κατά αποφάσεων της Εποπτικής Αρχής, ε) για την αναφορά από την Εποπτική Αρχή στις αρμόδιες εισαγγελικές και δικαστικές αρχές τυχόν αξιόποινων πράξεων.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Η Εποπτική Αρχή μπορεί να συνάπτει συμφωνίες συνεργασίας, που να προβλέπουν την ανταλλαγή πληροφοριών με τις αρμόδιες αρχές τρίτων χωρών, καθώς και με άλλες εποπτικές αρχές ή οργανισμούς τρίτων χωρών αντίστοιχους προς αυτούς που αναφέρονται στις περιπτώσεις α΄ και β΄ της παραγράφου 5 του παρόντος, μόνον εάν οι κοινοποιούμενες πληροφορίες καλύπτονται, όσον αφορά στο επαγγελματικό απόρρητο, από εγγυήσεις τουλάχιστον ισοδύναμες με αυτές που προβλέπονται στην παράγραφο 1 του παρόντος. Μάλιστα, η Εποπτική Αρχή μπορεί στις συμφωνίες που προηγούμενου εδαφίου να ορίζει ότι οι πληροφορίες που παρέχει μπορούν να γνωστοποιηθούν μόνο ύστερα από τη ρητή συναίνεσή της και να χρησιμοποιηθούν αποκλειστικά για τους σκοπούς για τους οποίους έχει προηγουμένως δώσει τη συγκατάθεσή της. Η ανταλλαγή πληροφοριών του πρώτου εδαφίου της παρούσας εξυπηρετεί την εκτέλεση των εποπτικών καθηκόντων των εν λόγω αρχών ή οργανισμών. Εάν οι πληροφορίες προέρχονται από άλλο κράτος μέλος ή από τρίτο εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης κράτος, η Εποπτική Αρχή κοινοποιεί αυτές σε αρμόδιες αρχές τρίτων χωρών μόνο μετά από ρητή συγκατάθεση της αρμόδιας αρχής που τις διαβίβασε και, εάν προϋπάρχει σχετική πρόβλεψη, μόνο για τους σκοπούς για τους οποίους συμφώνησε η αρχή αυτή.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

α) Επιτρέπεται η ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ αφενός της Εποπτικής Αρχής και αφετέρου: αα) το Εθνικό Συμβούλιο Συστημικής Σταθερότητας, το Υπουργείο Οικονομικών, της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, της ΕΛΤΕ, της Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες και της Χρηματοδότησης της Τρομοκρατίας και Ελέγχου των Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης, της Γενικής Γραμματείας Καταναλωτή και του Συνηγόρου του Καταναλωτή, της Επιτροπής Ανταγωνισμού, της Εθνικής Αναλογιστικής Αρχής και άλλων τυχόν αρμόδιων αρχών κατά την άσκηση των προβλεπόμενων από την ισχύουσα νομοθεσία αρμοδιοτήτων τους, αβ) του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, κατά την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 226 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης σχετικά με τις εκχωρούμενες προς αυτό εξεταστικές αρμοδιότητες, αγ) των ειδικών εξεταστικών επιτροπών της Βουλής, κατά τη, σύμφωνα με τον Κανονισμό της Βουλής, άσκηση των καθηκόντων τους, αδ) των οργάνων τα οποία νόμιμα μετέχουν σε διαδικασίες εκκαθάρισης ή πτώχευσης ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών επιχειρήσεων, καθώς και των εγγυητικών κεφαλαίων, όπως ενδεικτικά του Επικουρικού Κεφαλαίου και του Εγγυητικού Κεφαλαίου Ζωής, για την εκπλήρωση της αποστολής τους, καθώς και αε) των αναγνωρισμένων ελεγκτών, στους οποίους έχουν νόμιμα ανατεθεί καθήκοντα ελέγχου των οικονομικών καταστάσεων των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων, των προσώπων της περίπτωσης στ΄ της παραγράφου 3 του άρθρου 23 του παρόντος, των ανεξάρτητων αναλογιστών ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων, των αρχών που είναι επιφορτισμένες με την εποπτεία των ως άνω προσώπων και της Ένωσης Αναλογιστών Ελλάδος, για την εκπλήρωση της αποστολής τους. β) Η Εποπτική Αρχή μπορεί να γνωστοποιεί σε αρχές, όργανα ή πρόσωπα άλλων κρατών − μελών, αντίστοιχα προς αυτά που αναφέρονται στην περίπτωση α΄ της παρούσας παραγράφου, περιλαμβανομένων των αρμόδιων εποπτικών αρχών πιστωτικών ιδρυμάτων, πληροφορίες που προορίζονται για την εκπλήρωση της εποπτικής αποστολής τους, καθώς και σε οργανισμούς που είναι αρμόδιοι για τη διαχείριση συστημάτων εγγύησης καταθέσεων, τις πληροφορίες που είναι απαραίτητες για την εκπλήρωση της αποστολής τους. γ) Επιτρέπεται η ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ αφενός της Εποπτικής Αρχής ως εποπτικής αρχής και αφετέρου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Συστημικού Κινδύνου (ΕΣΣΚ) που συστάθηκε με τον Κανονισμό (ΕΕ) 1092/2010, εάν οι πληροφορίες είναι σχετικές με την επιτέλεση των καθηκόντων του, των κεντρικών τραπεζών του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών (ΕΣΚΤ), συμπεριλαμβανομένης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, και τυχόν άλλων οργανισμών, που είτε ασκούν τη νομισματική πολιτική και τη σχετική παροχή ρευστότητας σε άλλα κράτη − μέλη, εποπτεύουν τα συστήματα πληρωμών, εκκαθάρισης και διακανονισμού και διασφαλίζουν τη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος στα κράτη αυτά είτε ως δημόσιες αρχές άλλων κρατών μελών ασκούν επίβλεψη επί των συστημάτων πληρωμών για την εκπλήρωση της αποστολής της Εποπτικής Αρχής ως εποπτικής αρχής, σύμφωνα με την παράγραφο 3 του παρόντος, και της αποστολής των ως άνω αρχών. Σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης, συμπεριλαμβανομένης της οριζόμενης στο άρθρο 18 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010, η Εποπτική Αρχή διαβιβάζει αμελλητί πληροφορίες προς τις κεντρικές τράπεζες του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών (ΕΣΚΤ), συμπεριλαμβανομένης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), αν οι πληροφορίες αυτές είναι σημαντικές για την άσκηση των νομίμων καθηκόντων τους, συμπεριλαμβανομένων της άσκησης νομισματικής πολιτικής και της σχετικής παροχής ρευστότητας, της εποπτείας συστημάτων πληρωμών, εκκαθάρισης και διακανονισμού και της διαφύλαξης της σταθερότητας του χρηματοοικονομικού συστήματος, και στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Συστημικού Κινδύνου (ΕΣΣΚ), αν αυτές οι πληροφορίες είναι σημαντικές για την άσκηση των καθηκόντων του. δ) Η Εποπτική Αρχή μπορεί να κοινοποιεί τις πληροφορίες που αναφέρονται στο παρόν άρθρο σε γραφείο συμψηφισμού ή παρόμοιο οργανισμό αναγνωρισμένο από το εθνικό δίκαιο των κρατών − μελών, να παρέχει υπηρεσίες συμψηφισμού ή διακανονισμού συναλλαγών στις αγορές χρήματος, διαπραγματεύσιμων τίτλων ή παραγώγων χρηματοπιστωτικών μέσων, εάν θεωρεί ότι η κοινοποίηση αυτή είναι αναγκαία για την εξασφάλιση της ομαλής λειτουργίας των εν λόγω οργανισμών σε σχέση με αδυναμίες εκπλήρωσης των υποχρεώσεων, έστω και δυνητικές, των συμμετεχόντων στις αγορές αυτές. ε) Σε όλες τις περιπτώσεις της παρούσας παραγράφου, οι λαμβανόμενες από τις αρχές, τους οργανισμούς και τα πρόσωπα πληροφορίες υπόκεινται στους κανόνες επαγγελματικού απορρήτου της παραγράφου 1 του παρόντος. Επιπλέον, οι πληροφορίες αυτές θα πρέπει να προορίζονται για την εκπλήρωση της αποστολής εποπτείας ή του κατά νόμο ελέγχου. Επίσης, οι πληροφορίες που προέρχονται από άλλο κράτος − μέλος ευρωπαϊκής ή τρίτης χώρας δεν πρέπει να κοινολογούνται χωρίς τη ρητή συγκατάθεση των εποπτικών αρχών από τις οποίες προέρχονται ή στις οποίες ο τυχόν επιτόπιος έλεγχος έλαβε χώρα και εφόσον ενδείκνυται μόνο για τους σκοπούς ως προς τους οποίους οι εποπτικές αρχές έδωσαν τη συγκατάθεσή τους.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Η Εποπτική Αρχή γνωστοποιεί στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή και στα λοιπά κράτη − μέλη την ταυτότητα των αρχών, προσώπων ή οργάνων που μπορούν να δέχονται πληροφορίες δυνάμει της παραγράφου 5 του παρόντος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 7

Κατ’ εξαίρεση, σε περίπτωση εκκαθάρισης ή πτώχευσης ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, επιτρέπεται στα παραπάνω πρόσωπα η ανακοίνωση, στο πλαίσιο των διαδικασιών αστικού ή διοικητικού ή ποινικού δικαίου, εμπιστευτικών πληροφοριών που όμως δεν αφορούν σε τρίτους που αναμείχθηκαν στις διαδικασίες διάσωσης καθ’ οιονδήποτε τρόπο της συγκεκριμένης ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 8

Η απαγόρευση της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου αίρεται μετά από ειδικά αιτιολογημένο βούλευμα του αρμόδιου δικαστικού συμβουλίου κατά τη διάρκεια ανάκρισης, προανάκρισης ή προκαταρκτικής εξέτασης, ύστερα από σχετικό αίτημα του Εισαγγελέα ή του Ανακριτή ή μετά από απόφαση του δικαστηρίου ενώπιον του οποίου εκκρεμεί η υπόθεση, εφόσον η παροχή αυτών είναι απολύτως αναγκαία για τη διαπίστωση και την τιμωρία πλημμελήματος ή κακουργήματος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 9

Η απαγόρευση της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου αίρεται όταν τα παραπάνω στοιχεία αναφέρονται στη διοικητική πράξη και σε κάθε άλλο έγγραφο της διαδικασίας επιβολής διοικητικών κυρώσεων από την Εποπτική Αρχή. Οι διοικητικές αυτές πράξεις είναι ελεύθερα ανακοινώσιμες.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 10

Σε περίπτωση παράβασης των διατάξεων περί επαγγελματικού απορρήτου του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται οι κυρώσεις που προβλέπονται από το άρθρο 371 του Ποινικού Κώδικα.

Άρθρο 45Συνεργασία με την ΕΑΑΕΣ (άρθρο 65α της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ παράγραφος

17 του άρθρου 2 της Οδηγίας 2014/51/ΕΕ) Η Εποπτική Αρχή, για τους σκοπούς του παρόντος νόμου, συνεργάζεται με την ΕΑΑΕΣ σύμφωνα με τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 και παρέχει αμελλητί σε αυτήν όλες τις πληροφορίες που της είναι απαραίτητες για να επιτελέσει το έργο της σύμφωνα με τον εν λόγω Κανονισμό.

Άρθρο 46Εποπτική σύγκλιση (άρθρο 71 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ παράγραφος 21 του άρθρου 2 της Οδηγίας 2014/51/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Η Εποπτική Αρχή αναγνωρίζει σε όλες τις εργασίες και αποφάσεις της τον διττό ρόλο της τόσο ως εποπτικής αρχής δυνάμει των διατάξεων του παρόντος νόμου όσο και ως μέλος της ΕΑΑΕΣ σύμφωνα με τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 και η μία ιδιότητα δεν παρεμποδίζει την άσκηση ή και δεν ασκείται εις βάρος των αρμοδιοτήτων που έχει σύμφωνα με την άλλη.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Η Εποπτική Αρχή εφαρμόζει τον παρόντα νόμο, τις οικείες αποφάσεις που εκδίδονται κατ’ εξουσιοδότησή του και τα ευρωπαϊκά νομοθετήματα και ασκεί τα εποπτικά της καθήκοντα με τρόπο που να λαμβάνει στο μέγιστο δυνατό τις ευρωπαϊκές εξελίξεις στους αντίστοιχους τομείς και λαμβάνει υπόψη της τα αντίστοιχα εποπτικά εργαλεία και εποπτικές πρακτικές που έχουν αναπτυχθεί ή προτείνονται ως βέλτιστα από την ΕΑΑΕΣ.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Η Εποπτική Αρχή συμμετέχει σε όλες τις εργασίες, δράσεις και δραστηριότητες, καθώς και σε όλες τις αναγκαίες επιτροπές, υποεπιτροπές και ομάδες εργασίας της ΕΑΑΕΣ που σχετίζονται με τις αρμοδιότητές της δυνάμει του παρόντος νόμου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Η Εποπτική Αρχή καταβάλλει κάθε δυνατή προσπάθεια ώστε να συμμορφώνεται με τις κατευθυντήριες γραμμές, τις συστάσεις και τα πρότυπα που εκδίδονται από την ΕΑΑΕΣ σύμφωνα με τις διατάξεις του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010, ιδίως την περίπτωση α΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 8 και το άρθρο 16 του κανονισμού, και εκδίδει σχετικές αποφάσεις που δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, και αιτιολογεί στην ΕΑΑΕΣ τυχόν μη συμμόρφωση.

ΕΝΟΤΗΤΑ 6ΚΑΘΗΚΟΝΤΑ ΕΛΕΓΚΤΩΝ
Άρθρο 47Υποχρεώσεις των εξωτερικών εμπειρογνωμόνων και των προσώπων που είναι επιφορτισμένα με τον νόμιμο έλεγχο των ετήσιων και ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων Καθήκοντα Ελεγκτών (άρθρο 72 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Οι ορκωτοί ελεγκτές−− λογιστές και οι ελεγκτικές εταιρείες ή κοινοπραξίες ορκωτών ελεγκτών−− λογιστών που διενεργούν είτε τον υποχρεωτικό έλεγχο των ετήσιων και ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων είτε κάθε άλλη νόμιμη αποστολή, υποχρεούνται, αναφορικά με την επιχείρηση που ελέγχουν, να γνωστοποιούν χωρίς υπαίτια βραδύτητα στην Εποπτική Αρχή κάθε απόφαση ή γεγονός που περιήλθε σε γνώση τους κατά την άσκηση του έργου τους, εφόσον αυτή η απόφαση ή το γεγονός είναι δυνατόν: α) να αποτελεί ουσιώδη παράβαση των νομοθετικών ή κανονιστικών διατάξεων που ορίζουν τις προϋποθέσεις άδειας λειτουργίας ή διέπουν ειδικά την άσκηση εργασιών ασφάλισης ή αντασφάλισης, β) να θίξει τη συνέχεια της λειτουργίας της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, γ) να οδηγήσει σε άρνηση της έγκρισης των οικονομικών της καταστάσεων ή σε διατύπωση επιφυλάξεων επ’ αυτών, δ) να οδηγήσει σε μη συμμόρφωση με την Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας, ε) να οδηγήσει σε μη συμμόρφωση με την Ελάχιστη Κεφαλαιακή Απαίτηση. Η ίδια υποχρέωση ενημέρωσης της Εποπτικής Αρχής ισχύει για τα ως άνω πρόσωπα όσον αφορά στα γεγονότα και στις αποφάσεις των οποίων έλαβαν γνώση στο πλαίσιο διενέργειας του αναφερόμενου στην παρούσα παράγραφο έργου τους σε επιχείρηση που διατηρεί στενούς δεσμούς κατά την έννοια της παραγράφου 17 του άρθρου 3 του παρόντος, με την ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, απορρέοντες από δεσμό ελέγχου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Για την ενίσχυση της αποτελεσματικότητας της εποπτείας που ασκείται από την Εποπτική Αρχή με τον παρόντα νόμο και σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 3693/2008 (Α΄ 174) για τους υποχρεωτικούς ελέγχους των ετήσιων και ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων: α) Οι ορκωτοί ελεγκτές−− λογιστές και οι εταιρείες και κοινοπραξίες ορκωτών ελεγκτών−− λογιστών που διενεργούν είτε τον τακτικό έλεγχο των ετήσιων και ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης είτε κάθε άλλη νόμιμη αποστολή ενημερώνουν την Εποπτική Αρχή, μετά από σχετική πρόσκληση αυτής που απευθύνεται και στην εν λόγω επιχείρηση, σχετικά με τις κυριότερες διαπιστώσεις ή ευρήματα του ελέγχου τα οποία: αα) αξιολογήθηκαν ως ουσιώδη από τους ορκωτούς ελεγκτές−− λογιστές και ετέθησαν υπόψη των αρμόδιων διοικητικών οργάνων ή αρμόδιων στελεχών της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, αβ) αφορούν την αποτελεσματικότητα και επάρκεια του συστήματος διακυβέρνησης της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης σε σχέση με τη σύνταξη των ετήσιων οικονομικών καταστάσεων ή την έκθεση του άρθρου 38 του παρόντος, αγ) αφορούν στοιχεία ενοποιούμενων στις οικονομικές καταστάσεις της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης που προέκυψαν από τον έλεγχο και που επηρεάζουν αρνητικά, σε σημαντικό βαθμό, τις οικονομικές καταστάσεις της ή την έκθεση του άρθρου 38 του παρόντος. β) Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, κατά την κρίση της Εποπτικής Αρχής, η ενημέρωση που αναφέρεται στην προηγούμενη περίπτωση α΄, πραγματοποιείται εκτάκτως και σε διμερή βάση, με τη συμμετοχή εκπροσώπων της Εποπτικής Αρχής και των ορκωτών ελεγκτών−λογιστών, μετά από σχετική ενημέρωση της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης την οποία αφορά ο έλεγχος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Η καλή τη πίστει γνωστοποίηση στην Εποπτική Αρχή γεγονότων ή αποφάσεων που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 του παρόντος από τα πρόσωπα που ορίζονται στην παράγραφο 1 αυτού δεν αποτελεί παράβαση τυχόν υποχρεώσεών τους ως προς τον περιορισμό γνωστοποίησης πληροφοριών που καθιερώνονται με σύμβαση ή νομοθετική, κανονιστική ή διοικητική διάταξη, ούτε επιφέρει καμία ευθύνη για τα πρόσωπα αυτά.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Με απόφαση της Εποπτικής Αρχής, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως καθορίζονται επιπρόσθετα πρόσωπα στα οποία εφαρμόζονται οι διατάξεις της παραγράφου 1 του παρόντος και τίθενται επιπρόσθετες αρμοδιότητες στα πρόσωπα αυτά και καθορίζεται ο χρόνος των τακτικών συναντήσεων της περίπτωσης α΄ της παραγράφου 2 του παρόντος.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ε΄ΑΣΚΗΣΗ ΤΩΝ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΖΩΗΣ ΚΑΙ ΖΗΜΙΩΝ
Άρθρο 48Άσκηση των δραστηριοτήτων ασφάλισης ζωής και ζημιών (άρθρο 73 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Για ασφαλιστικές επιχειρήσεις με έδρα στην Ελλάδα που συνιστώνται μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος, η άδεια λειτουργίας χορηγείται αποκλειστικά για την άσκηση είτε ασφαλίσεων κατά ζημιών είτε ασφαλίσεων ζωής.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Κατά παρέκκλιση των οριζομένων στην παράγραφο 1 του παρόντος και με την προϋπόθεση ότι κάθε δραστηριότητα τελεί υπό χωριστή διαχείριση, σύμφωνα με το άρθρο 49 του παρόντος: α) οι επιχειρήσεις, οι οποίες έχουν λάβει άδεια λειτουργίας προκειμένου να ασκήσουν δραστηριότητες ασφάλισης ζωής, δικαιούνται επίσης να λαμβάνουν άδεια για δραστηριότητες ασφάλισης κατά ζημιών για τους κινδύνους που εμπίπτουν μόνο στους κλάδους 1 «Ατυχήματα» και 2 «Ασθένειες» της παραγράφου 1 του άρθρου 4 του παρόντος, χωρίς περαιτέρω δυνατότητα επέκτασης της άδειας σε λοιπούς κλάδους ασφάλισης κατά ζημιών. β) οι επιχειρήσεις, οι οποίες έχουν λάβει άδεια λειτουργίας αποκλειστικά για τους κινδύνους που εμπίπτουν στους κλάδους 1 «Ατυχήματα» και 2 «Ασθένειες» της παραγράφου 1 του άρθρου 4 του παρόντος, δικαιούνται να λαμβάνουν άδεια προκειμένου να ασκήσουν δραστηριότητες ασφάλισης ζωής, χωρίς περαιτέρω δυνατότητα επέκτασης της άδειας σε λοιπούς κλάδους ασφάλισης κατά ζημιών.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Οι επιχειρήσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 2 του παρόντος τηρούν τους λογιστικούς κανόνες οι οποίοι διέπουν τις επιχειρήσεις ασφάλισης ζωής για το σύνολο των δραστηριοτήτων τους. Όσον αφορά τους κανόνες περί εκκαθαρίσεως, οι ως άνω επιχειρήσεις πρέπει να εφαρμόζουν τους ίδιους κανόνες με τις επιχειρήσεις ασφάλισης ζωής, για τις δραστηριότητές τους που έχουν σχέση με τους κινδύνους που υπάγονται στους κλάδους 1 «Ατυχήματα» και 2 «Ασθένειες» της παραγράφου 1 του άρθρου 4 του παρόντος νόμου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Εάν μια ασφαλιστική επιχείρηση κατά ζημιών έχει οικονομικούς, εμπορικούς ή διοικητικούς δεσμούς με ασφαλιστική επιχείρηση ζωής, η Εποπτική Αρχή μεριμνά, ώστε οι λογαριασμοί των εν λόγω επιχειρήσεων να μην νοθεύονται από συμφωνίες μεταξύ τους ούτε από οποιαδήποτε άλλη ρύθμιση ικανή να επηρεάσει την κατανομή των εξόδων και εσόδων.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Οι επιχειρήσεις με έδρα στην Ελλάδα οι οποίες, κατά την 1η Ιανουαρίου 1981, ασκούσαν ταυτοχρόνως δραστηριότητες ασφάλισης ζωής και κατά ζημιών και οι οποίες εμπίπτουν στον παρόντα νόμο δικαιούνται να συνεχίσουν να τις ασκούν ταυτοχρόνως, υπό τον όρο ότι κάθε δραστηριότητα τελεί υπό διακριτή διαχείριση, σύμφωνα με το άρθρο 49 του παρόντος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Με απόφαση της Εποπτικής Αρχής, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως εξειδικεύονται οι απαιτήσεις της παραγράφου 4 του παρόντος.

Άρθρο 49Διακριτή διαχείριση των ασφαλίσεων ζωής και κατά ζημιών (άρθρο 74 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Η κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 48 του παρόντος διακριτή διαχείριση οργανώνεται κατά τρόπο ώστε οι δραστηριότητες ασφάλισης ζωής να είναι διακριτές από τις δραστηριότητες ασφάλισης κατά ζημιών. Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις μεριμνούν ώστε τα αντίστοιχα συμφέροντα των ασφαλισμένων ζωής και κατά ζημιών δεν βλάπτονται και, ιδίως, μεριμνούν ώστε τα κέρδη που προκύπτουν από την ασφάλιση ζωής να ωφελούν αποκλειστικά τους ασφαλισμένους ζωής ως εάν η ασφαλιστική επιχείρηση να ασκούσε δραστηριότητες μόνον ασφάλισης ζωής.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Με την επιφύλαξη των άρθρων 76 και 101 του παρόντος, οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις που αναφέρονται στις παραγράφους 2 και 5 του άρθρου 48 του παρόντος, καθώς και οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις ζωής της περίπτωσης β΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 269 του παρόντος υπολογίζουν τα δύο ακόλουθα: α) ένα θεωρητικό ποσό για την Ελάχιστη Κεφαλαιακή Απαίτηση ζωής όσον αφορά στις δραστηριότητες ασφάλισης ή αντασφάλισης ζωής, υπολογιζόμενο ως εάν η εν λόγω επιχείρηση ασκούσε μόνον αυτή τη δραστηριότητα, με βάση τους διακριτούς λογαριασμούς που αναφέρονται στην παράγραφο 6 του παρόντος και β) ένα θεωρητικό ποσό για την Ελάχιστη Κεφαλαιακή Απαίτηση όσον αφορά στις δραστηριότητες ασφάλισης ή αντασφάλισης ζημιών, υπολογιζόμενο ως εάν η εν λόγω επιχείρηση ασκούσε μόνον αυτή τη δραστηριότητα, με βάση τους διακριτούς λογαριασμούς που αναφέρονται στην παράγραφο 6 του παρόντος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Κατ’ ελάχιστο όριο, οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις που αναφέρονται στις παραγράφους 2 και 5 του άρθρου 48 του παρόντος, καθώς και οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις ζωής της περίπτωσης β΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 269 του παρόντος καλύπτουν τα ακόλουθα με ισοδύναμο ποσό στοιχείων επιλέξιμων βασικών ιδίων κεφαλαίων: α) το θεωρητικό ποσό για την Ελάχιστη Κεφαλαιακή Απαίτηση, όσον αφορά στις δραστηριότητες ασφάλισης ζωής, β) το θεωρητικό ποσό για την Ελάχιστη Κεφαλαιακή Απαίτηση, όσον αφορά στις δραστηριότητες ασφάλισης κατά ζημιών. Τα ελάχιστα όρια των οικονομικών υποχρεώσεων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, σχετικά με τις δραστηριότητες ασφάλισης ζωής και ασφάλισης κατά ζημιών, δεν βαρύνουν την άλλη δραστηριότητα.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Εφόσον πληρούνται τα ελάχιστα όρια των οικονομικών υποχρεώσεων που αναφέρονται στην παράγραφο 3 του παρόντος, και με την επιφύλαξη της ενημερώσεως της Εποπτικής Αρχής, η επιχείρηση δύναται να χρησιμοποιεί, για την κάλυψη της Κεφαλαιακής Απαίτησης Φερεγγυότητας που ορίζεται στο άρθρο 76 του παρόντος, συγκεκριμένα στοιχεία των επιλέξιμων ιδίων κεφαλαίων, που είναι ακόμη διαθέσιμα για τη μία ή την άλλη δραστηριότητα.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Η Εποπτική Αρχή εντάσσει την ανάλυση των αποτελεσμάτων τόσο των δραστηριοτήτων ασφάλισης ζωής όσο και ασφάλισης κατά ζημιών στη διαδικασία της εποπτικής αξιολόγησης του άρθρου 25 του παρόντος και μεριμνά για την τήρηση των παραγράφων 1 έως 4 του παρόντος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Οι λογαριασμοί πρέπει να συντάσσονται κατά τρόπο ώστε να απεικονίζουν τις πηγές των αποτελεσμάτων για τις δραστηριότητες ασφαλίσεων ζωής και κατά ζημιών ξεχωριστά. Το σύνολο των εσόδων, ιδίως τα ασφάλιστρα, οι καταβολές των αντασφαλιστών και τα έσοδα από επενδύσεις, όπως και των εξόδων, ιδίως οι διακανονισμοί ασφαλιστικών αποζημιώσεων, οι προσαυξήσεις στις τεχνικές προβλέψεις, τα αντασφάλιστρα και οι δαπάνες λειτουργίας για τις ασφαλιστικές εργασίες, αναλύονται κατά πηγή προελεύσεως. Τα κοινά και για τις δύο δραστηριότητες στοιχεία καταχωρούνται στους λογαριασμούς σύμφωνα με μεθόδους κατανομής αποδεκτές από την Εποπτική Αρχή. Οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις, επί τη βάσει των λογαριασμών, συντάσσουν κατάσταση στην οποία εμφανίζονται αναλυτικά, σύμφωνα με το άρθρο 75 παράγραφος 4 του παρόντος, τα στοιχεία των επιλέξιμων βασικών ιδίων κεφαλαίων που καλύπτουν κάθε θεωρητικό ποσό Ελάχιστης Κεφαλαιακής Απαίτησης της παραγράφου 2 του παρόντος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 7

Σε περίπτωση ανεπάρκειας του ποσού των στοιχείων των επιλέξιμων βασικών ιδίων κεφαλαίων όσον αφορά μία από τις δραστηριότητες, προκειμένου να καλυφθούν τα ελάχιστα όρια οικονομικών υποχρεώσεων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο της παραγράφου 3 του παρόντος, η Εποπτική Αρχή εφαρμόζει, για την ελλειμματική δραστηριότητα, τα μέτρα που προβλέπονται στον παρόντα νόμο, ανεξάρτητα από τα αποτελέσματα της άλλης δραστηριότητας. Κατά παρέκκλιση των οριζομένων στο δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 3, τα μέτρα αυτά δύνανται να συνίστανται και στη χορήγηση αδείας για μεταφορά συγκεκριμένων στοιχείων των επιλέξιμων βασικών ιδίων κεφαλαίων από τη μία δραστηριότητα στην άλλη μετά από έγκριση της Εποπτικής Αρχής.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 8

Με απόφαση της Εποπτικής Αρχής, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως καθορίζονται ο τρόπος και το περιεχόμενο της ενημέρωσης της παραγράφου 4 του παρόντος, οι λογαριασμοί, οι μέθοδοι κατανομής και το περιεχόμενο των καταστάσεων της παραγράφου 6 του παρόντος.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΣΤ΄ΚΑΝΟΝΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΠΟΤΙΜΗΣΗ ΤΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ ΤΟΥ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΥ ΚΑΙ ΠΑΘΗΤΙΚΟΥ, ΤΙΣ ΤΕΧΝΙΚΕΣ ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ, ΤΑ ΙΔΙΑ ΚΕΦΑΛΑΙΑ, ΤΗΝ ΚΕΦΑΛΑΙΑΚΗ ΑΠΑΙΤΗΣΗ ΦΕΡΕΓΓΥΟΤΗΤΑΣ, ΤΗΝ ΕΛΑΧΙΣΤΗ ΚΕΦΑΛΑΙΑΚΗ ΑΠΑΙΤΗΣΗ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΟΥΣ ΚΑΝΟΝΕΣΕΝΟΤΗΤΑ 1ΑΠΟΤΙΜΗΣΗ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΥ ΚΑΙ ΠΑΘΗΤΙΚΟΥ
Άρθρο 50Αποτίμηση στοιχείων ενεργητικού και παθητικού (άρθρο 75 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)

Oι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις αποτιμούν, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά σε άλλες διατάξεις, τα στοιχεία του ενεργητικού και του παθητικού ως ακολούθως: α) τα στοιχεία του ενεργητικού αποτιμώνται στο ποσό για το οποίο μπορούν να μεταβιβαστούν μεταξύ συναινούντων, επαρκώς πληροφορημένων μερών και με όρους αγοράς, και β) τα στοιχεία του παθητικού αποτιμώνται στο ποσό για το οποίο μπορούν να μεταβιβαστούν ή διακανονιστούν μεταξύ συναινούντων, επαρκώς πληροφορημένων μερών και με όρους αγοράς. Κατά την αποτίμηση των στοιχείων του παθητικού, δεν γίνεται καμία προσαρμογή προκειμένου να ληφθεί υπόψη η ίδια πιστωτική διαβάθμιση της ασφαλιστικής ή της αντασφαλιστικής επιχείρησης.

ΕΝΟΤΗΤΑ 2ΚΑΝΟΝΕΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΙΣ ΤΕΧΝΙΚΕΣ ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
Άρθρο 51Γενικές διατάξεις (άρθρο 76 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις σχηματίζουν και διατηρούν τεχνικές προβλέψεις σε συνεχή βάση για το σύνολο των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών τους υποχρεώσεων έναντι των αντισυμβαλλομένων και δικαιούχων από ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές συμβάσεις.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Οι τεχνικές προβλέψεις αποτιμώνται σε αξία που αντιστοιχεί στο τρέχον ποσό που θα έπρεπε να καταβάλει μια ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση εάν μεταβίβαζε αμέσως τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές της υποχρεώσεις σε άλλη ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Ο υπολογισμός των τεχνικών προβλέψεων λαμβάνει υπόψη του και βασίζεται στις πληροφορίες των χρηματοοικονομικών αγορών, καθώς και τα γενικώς διαθέσιμα στοιχεία αναφορικά με την ανάληψη ασφαλιστικών κινδύνων και συνάδει με αυτές (συνέπεια με τις τιμές της αγοράς).

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Οι τεχνικές προβλέψεις υπολογίζονται με συνετό, αξιόπιστο και αντικειμενικό τρόπο.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Ο υπολογισμός των τεχνικών προβλέψεων πραγματοποιείται σύμφωνα με τα άρθρα 52 έως 63 του παρόντος, λαμβάνοντας υπόψη τις αρχές που καθορίζονται στις παραγράφους 2, 3 και 4 του παρόντος, καθώς και στην παράγραφο 1 του άρθρου 50 του παρόντος.

Άρθρο 52Υπολογισμός τεχνικών προβλέψεων (άρθρο 77 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Η αξία των τεχνικών προβλέψεων ισούται προς το άθροισμα της βέλτιστης εκτίμησης και του περιθωρίου κινδύνου όπως προβλέπονται στις παραγράφους 2 και 3 του παρόντος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Η βέλτιστη εκτίμηση αντιστοιχεί στον, σταθμισμένο βάσει πιθανοτήτων, μέσο όρο των μελλοντικών ταμειακών ροών λαμβανομένης υπόψη της χρονικής αξίας του χρήματος (αναμενόμενη παρούσα αξία μελλοντικών ταμειακών ροών) χρησιμοποιώντας τη σχετική χρονική διάρθρωση επιτοκίων άνευ κινδύνου. Ο υπολογισμός της βέλτιστης εκτίμησης βασίζεται σε επίκαιρες και αξιόπιστες πληροφορίες και σε ρεαλιστικές παραδοχές. Πραγματοποιείται με τη χρήση κατάλληλων, εφαρμόσιμων και συναφών αναλογιστικών και στατιστικών μεθόδων. Η προβολή των ταμειακών ροών που χρησιμοποιείται στον υπολογισμό της βέλτιστης εκτίμησης λαμβάνει υπόψη όλες τις ταμειακές εισροές και εκροές που απαιτούνται για τον διακανονισμό των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών υποχρεώσεων σε ολόκληρη τη διάρκειά τους. Η βέλτιστη εκτίμηση υπολογίζεται ακαθάριστη, χωρίς την αφαίρεση των ανακτήσιμων ποσών που προκύπτουν από αντασφαλιστικές συμβάσεις εκχώρησης και φορείς ειδικού σκοπού. Τα ποσά αυτά υπολογίζονται χωριστά, σύμφωνα με το άρθρο 62 του παρόντος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Κατά τον υπολογισμό του περιθωρίου κινδύνου πρέπει να διασφαλίζεται ότι η αξία των τεχνικών προβλέψεων ισοδυναμεί με εκείνο το ποσό, το οποίο ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις αναμένεται ότι θα απαιτούσαν προκειμένου να αναλάβουν και να εκπληρώσουν τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές υποχρεώσεις.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Η αποτίμηση της βέλτιστης εκτίμησης και του περιθωρίου κινδύνου γίνεται χωριστά. Δεν απαιτούνται χωριστοί υπολογισμοί της βέλτιστης εκτίμησης και του περιθωρίου κινδύνου μόνο για εκείνες τις μελλοντικές ταμειακές ροές που συνδέονται με ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές υποχρεώσεις και οι οποίες μπορούν να αναπαραχθούν αξιόπιστα με τη χρήση χρηματοοικονομικών μέσων τα οποία διαθέτουν αξιόπιστη και παρατηρήσιμη αγοραία αξία. Στην περίπτωση αυτή, η αξία των τεχνικών προβλέψεων που συνδέονται με τις συγκεκριμένες μελλοντικές ταμειακές ροές προσδιορίζεται επί τη βάσει της αγοραίας αξίας των εν λόγω χρηματοοικονομικών μέσων.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Για τις περιπτώσεις που οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις αποτιμούν χωριστά τη βέλτιστη εκτίμηση και το περιθώριο κινδύνου, το περιθώριο κινδύνου υπολογίζεται επί τη βάσει του κόστους επιλέξιμων ιδίων κεφαλαίων ίσων προς την Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας που απαιτούνται για την υποστήριξη των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών υποχρεώσεων σε όλη τη διάρκειά τους. Το ποσοστό που χρησιμοποιείται για τον προσδιορισμό του κόστους των επιλέξιμων ιδίων κεφαλαίων (ποσοστό κόστους κεφαλαίου) είναι το ίδιο για όλες τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις και αναθεωρείται περιοδικά. Το ποσοστό του κόστους κεφαλαίου που χρησιμοποιείται ισούται με το πρόσθετο επιτόκιο, επιπλέον του σχετικού ελεύθερου κινδύνου επιτοκίου, με το οποίο θα επιβαρυνόταν μια ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, η οποία διαθέτει ποσό επιλέξιμων ιδίων κεφαλαίων, όπως προβλέπεται στην Ενότητα 3 του παρόντος Κεφαλαίου, ίσο με την Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας, απαραίτητο για την υποστήριξη των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών υποχρεώσεων καθ’ όλη τη διάρκεια ισχύος των εν λόγω υποχρεώσεων.

Άρθρο 53Παρέκταση της σχετικής χρονικής διάρθρωσης των επιτοκίων άνευ κινδύνου (άρθρο 77α της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ, παράγραφος

23 του άρθρου 2 της Οδηγίας 2014/51/ΕΕ) Ο προσδιορισμός της σχετικής χρονικής διάρθρωσης των επιτοκίων άνευ κινδύνου που αναφέρεται στην παράγραφο 2 του άρθρου 52 του παρόντος γίνεται με τη χρήση και σε συνέπεια με τις πληροφορίες που συνάγονται από συναφή χρηματοπιστωτικά μέσα. Κατά τον προσδιορισμό αυτόν, λαμβάνονται υπόψη τα συναφή χρηματοπιστωτικά μέσα τα οποία διαθέτουν ληκτότητες για τις οποίες οι αγορές των συγκεκριμένων χρηματοπιστωτικών μέσων, καθώς και των ομολόγων διαθέτουν βάθος, ρευστότητα και διαφάνεια. Για ληκτότητες για τις οποίες οι αγορές των σχετικών χρηματοπιστωτικών μέσων ή ομολόγων δεν διαθέτουν πλέον βάθος, ρευστότητα και διαφάνεια, η αντίστοιχη χρονική διάρθρωση των επιτοκίων άνευ κινδύνου προκύπτει με παρέκταση. Το παρεκτεταμένο τμήμα της σχετικής χρονικής διάρθρωσης των επιτοκίων άνευ κινδύνου βασίζεται σε προθεσμιακά επιτόκια (forward rates) που συγκλίνουν ομαλά από ένα αρχικό ή ένα σύνολο αρχικών προθεσμιακών επιτοκίων προς ένα τελικό (ultimate) προθεσμιακό επιτόκιο. Το αρχικό ή το σύνολο των αρχικών προθεσμιακών επιτοκίων θα υπολογίζεται με αναφορά στις μεγαλύτερες ληκτότητες για τις οποίες μπορούν να παρατηρούνται τα σχετικά χρηματοπιστωτικά μέσα και τα ομόλογα σε μία αγορά με βάθος, ρευστότητα και διαφάνεια.

Άρθρο 54Προσαρμογή της σχετικής χρονικής διάρθρωσης των επιτοκίων άνευ κινδύνου λόγω αντιστοίχισης περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων (Προσαρμογή αντιστοίχισης) (άρθρο 77β της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ, παράγραφος 23 του άρθρου 2 της Οδηγίας 2014/51/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Οι ασφαλιστικές και οι αντασφαλιστικές επιχειρήσεις δύνανται, κατόπιν προηγούμενης έγκρισης από την Εποπτική Αρχή, να εφαρμόζουν προσαρμογή αντιστοίχισης στη σχετική χρονική διάρκεια των επιτοκίων άνευ κινδύνου που χρησιμοποιούν για τον υπολογισμό της βέλτιστης εκτίμησης ενός χαρτοφυλακίου ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών υποχρεώσεων ζωής, συμπεριλαμβανομένων των υποχρεώσεων με τη μορφή προσόδων που προκύπτουν από συμβάσεις ασφάλισης ή αντασφάλισης κατά ζημιών. Η έγκριση της Εποπτικής Αρχής δίδεται εφόσον πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις: α) η ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση έχει αντιστοιχίσει και προσδιορίσει ένα χαρτοφυλάκιο στοιχείων ενεργητικού (αντίστοιχο χαρτοφυλάκιο στοιχείων ενεργητικού), αποτελούμενο από ομόλογα και από λοιπά, παρόμοιων χαρακτηριστικών σε όρους ταμειακών ροών, περιουσιακά στοιχεία, για την κάλυψη της βέλτιστης εκτίμησης του χαρτοφυλακίου ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών υποχρεώσεων και διατηρεί την ίδια αντιστοίχιση για όλη τη διάρκεια ισχύος των υποχρεώσεων. Μεταβολές στα αντίστοιχα προσδιορισμένα περιουσιακά στοιχεία επιτρέπονται μόνον σε περιπτώσεις ουσιαστικής μεταβολής των ταμειακών ροών και εφόσον πρόκειται για τη διατήρηση της αντιστοιχίας των αναμενόμενων ταμειακών ροών μεταξύ των στοιχείων ενεργητικού και των υποχρεώσεων, β) ο προσδιορισμός, η οργάνωση και η διαχείριση του χαρτοφυλακίου ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών υποχρεώσεων στο οποίο εφαρμόζεται η προσαρμογή αντιστοίχισης και του αντίστοιχου χαρτοφυλακίου στοιχείων ενεργητικού γίνονται χωριστά από τις λοιπές δραστηριότητες της επιχείρησης, το δε αντίστοιχο χαρτοφυλάκιο στοιχείων ενεργητικού δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την κάλυψη ζημιών που προκύπτουν από τις λοιπές δραστηριότητες της επιχείρησης, γ) οι αναμενόμενες ταμειακές ροές του αντίστοιχου χαρτοφυλακίου στοιχείων ενεργητικού αναπαράγουν καθεμία από τις αναμενόμενες ταμειακές ροές του χαρτοφυλακίου ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών υποχρεώσεων στο ίδιο νόμισμα, και οποιαδήποτε αναντιστοιχία δεν προκαλεί σημαντικούς πρόσθετους κινδύνους σε σχέση με τους ενυπάρχοντες εγγενείς κινδύνους των ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών εργασιών στις οποίες εφαρμόζεται προσαρμογή αντιστοίχισης, δ) οι συμβάσεις που συνθέτουν το χαρτοφυλάκιο ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών υποχρεώσεων δεν προβλέπουν μελλοντικές καταβολές ασφαλίστρου, ε) οι μόνοι κίνδυνοι ανάληψης ασφαλίσεων (ασφαλιστικοί κίνδυνοι) που σχετίζονται με το χαρτοφυλάκιο ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών υποχρεώσεων είναι ο κίνδυνος μακροβιότητας, ο κίνδυνος εξόδων, ο κίνδυνος αναθεώρησης και ο κίνδυνος θνησιμότητας, στ) στην περίπτωση που ο κίνδυνος ανάληψης ασφαλίσεων που σχετίζεται με το χαρτοφυλάκιο ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών υποχρεώσεων περιλαμβάνει τον κίνδυνο θνησιμότητας, η βέλτιστη εκτίμηση του χαρτοφυλακίου ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών υποχρεώσεων δεν αυξάνεται κατά περισσότερο από 5% σε περίπτωση απότομης μεταβολής της θνησιμότητας, βαθμονομημένης σύμφωνα με το άρθρο 77 του παρόντος, ζ) οι συμβάσεις που συνθέτουν το χαρτοφυλάκιο ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών υποχρεώσεων δεν περιλαμβάνουν δικαιώματα προαιρέσεως του αντισυμβαλλόμενου ή περιλαμβάνουν μόνο το δικαίωμα καταγγελίας από αυτόν της σύμβασης και η αντίστοιχη προκύπτουσα αξία εξαγοράς δεν υπερβαίνει την τιμή των στοιχείων ενεργητικού, αποτιμώμενων σύμφωνα με το άρθρο 50 του παρόντος, τη στιγμή της άσκησης του δικαιώματος αυτού, η) οι ταμειακές ροές του αντίστοιχου χαρτοφυλακίου στοιχείων ενεργητικού είναι καθορισμένες και σταθερές και δεν μπορούν να μεταβληθούν είτε από τους εκδότες των στοιχείων ενεργητικού είτε και από τρίτα μέρη, θ) οι ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές υποχρεώσεις που συνθέτουν το χαρτοφυλάκιο ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών υποχρεώσεων για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου δεν προκύπτουν από διαχωρισμό σε διαφορετικά τμήματα των αντίστοιχων ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών συμβάσεων. Κατά παρέκκλιση από τα οριζόμενα στην περίπτωση η΄ της παρούσας παραγράφου, σε περίπτωση που οι ταμειακές ροές του χαρτοφυλακίου ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών υποχρεώσεων εξαρτώνται από τον πληθωρισμό, οι ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις μπορούν να περιλαμβάνουν στο αντίστοιχο χαρτοφυλάκιο στοιχείων ενεργητικού και λοιπά στοιχεία ενεργητικού με καθορισμένες μεν και σταθερές ταμειακές ροές τα οποία όμως εξαρτώνται από τον πληθωρισμό. Επιπλέον, κατά παρέκκλιση από τα οριζόμενα στην περίπτωση η΄ της παρούσας παραγράφου, στοιχεία ενεργητικού δεν αποκλείονται από την δυνατότητας επιλογής τους για το αντίστοιχο χαρτοφυλάκιο στοιχείων ενεργητικού σε περίπτωση που οι εκδότες ή τρίτα μέρη έχουν μεν δικαίωμα να μεταβάλουν τις ταμειακές ροές τους όμως κατά τέτοιο τρόπο ώστε ο επενδυτής να λαμβάνει επαρκή αποζημίωση ώστε να μπορεί να επιτύχει τις ίδιες ταμειακές ροές με το αρχικό στοιχείο ενεργητικού επανεπενδύοντας σε λοιπά στοιχεία ενεργητικού ισοδύναμης ή καλύτερης πιστοληπτικής ποιότητας.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Οι ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις που εφαρμόζουν την προσαρμογή αντιστοίχισης σε χαρτοφυλάκιο ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών υποχρεώσεων δεν μπορούν να επιστρέψουν σε προσέγγιση που δεν περιλαμβάνει προσαρμογή αντιστοίχισης. Σε περίπτωση που μία ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση η οποία εφαρμόζει την προσαρμογή αντιστοίχισης δεν μπορεί πλέον να συμμορφωθεί προς τους όρους της πρώτης παραγράφου του παρόντος άρθρου, ενημερώνει αμέσως την Εποπτική Αρχή και λαμβάνει όλα τα αναγκαία μέτρα για την αποκατάσταση της συμμόρφωσής της προς τους όρους αυτούς. Αν η επιχείρηση δεν είναι σε θέση να αποκαταστήσει τη συμμόρφωση προς τους όρους αυτούς μέσα σε δύο μήνες από την ημερομηνία μη συμμόρφωσης, παύει να εφαρμόζει την προσαρμογή αντιστοίχισης σε οποιαδήποτε από τις ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές της υποχρεώσεις και δεν μπορεί να την εφαρμόζει για επιπλέον χρονικό διάστημα 24 μηνών.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Η προσαρμογή αντιστοίχισης δεν εφαρμόζεται για ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές υποχρεώσεις για τις οποίες η σχετική χρονική διάρθρωση των επιτοκίων άνευ κινδύνου που χρησιμοποιείται κατά τον υπολογισμό της βέλτιστης εκτίμησης των υποχρεώσεων αυτών περιλαμβάνει προσαρμογή λόγω μεταβλητότητας δυνάμει του άρθρου 56 του παρόντος ή μεταβατικό μέτρο για τα επιτόκια άνευ κινδύνου δυνάμει του άρθρου 274 του παρόντος.

Άρθρο 55Υπολογισμός της προσαρμογής αντιστοίχισης (άρθρο 77γ της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ, παράγραφος 23 του άρθρου 2 της Οδηγίας 2014/51/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Για κάθε νόμισμα, η προσαρμογή αντιστοίχισης που αναφέρεται στο άρθρο 54 του παρόντος υπολογίζεται σύμφωνα με τις ακόλουθες αρχές: α) η προσαρμογή αντιστοίχισης ισούται με τη διαφορά των μεγεθών των παρακάτω υποπεριπτώσεων αα΄ και αβ΄: αα) του ετήσιου αποτελεσματικού επιτοκίου, υπολογιζόμενο ως το ενιαίο προεξοφλητικό επιτόκιο το οποίο, όταν εφαρμόζεται στις ταμειακές ροές του χαρτοφυλακίου ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών υποχρεώσεων, δίνει τιμή ίση προς την αξία, υπολογιζόμενη σύμφωνα με το άρθρο 50 του παρόντος, του χαρτοφυλακίου των αντίστοιχων στοιχείων ενεργητικού, μείον αβ) το ετήσιο αποτελεσματικό επιτόκιο, υπολογιζόμενο ως το ενιαίο προεξοφλητικό επιτόκιο το οποίο, όταν εφαρμόζεται στις ταμειακές ροές του χαρτοφυλακίου ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών υποχρεώσεων, δίνει τιμή ίση προς την αξία της βέλτιστης εκτίμησης του χαρτοφυλακίου ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών υποχρεώσεων, όπου ο υπολογισμός της βέλτιστης εκτίμησης έχει λάβει υπόψη του ως χρονική αξία του χρήματος τη βασική χρονική διάρθρωση των επιτοκίων άνευ κινδύνου, β) η προσαρμογή αντιστοίχισης δεν περιλαμβάνει το βασικό πιστωτικό περιθώριο το οποίο αντανακλά τους κινδύνους οι οποίοι διακρατούνται από την ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, γ) κατά παρέκκλιση από τα οριζόμενα στην περίπτωση α΄ του παρόντος άρθρου, το βασικό πιστωτικό περιθώριο αυξάνεται, όπου αυτό απαιτείται, ώστε να εξασφαλιστεί ότι η προσαρμογή αντιστοίχισης για στοιχεία ενεργητικού με πιστοληπτική ποιότητα μειωμένης πιστοληπτικής διαβάθμισης «sub investment grade» δεν υπερβαίνει τις προσαρμογές αντιστοίχισης για στοιχεία ενεργητικού με πιστοληπτική ποιότητα επενδυτικής διαβάθμισης «investment grade» με την ίδια οικονομική μέση διάρκεια και χαρακτηριστικά, δ) η χρήση εξωτερικών αξιολογήσεων πιστοληπτικής ικανότητας στον υπολογισμό της προσαρμογής αντιστοίχισης είναι συνεπής προς τη χρήση εξωτερικών πιστοληπτικών αξιολογήσεων από εξωτερικούς οργανισμούς πιστοληπτικών αξιολογήσεων στον υπολογισμό των κεφαλαιακών απαιτήσεων για τα πιστωτικά ιδρύματα όπως ορίζονται στο στοιχείο 1 της παραγράφου 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και τα χρηματοδοτικά ιδρύματα όπως ορίζονται στο στοιχείο 26 της παραγράφου 1 του άρθρου 4 του εν λόγω Κανονισμού.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Για τους σκοπούς της περίπτωσης β΄ της παραγράφου 1 του παρόντος, το βασικό πιστωτικό περιθώριο: α) ισούται με το άθροισμα των μεγεθών των υποπεριπτώσεων αα΄ και αβ΄ παρακάτω: αα) του πιστωτικού περιθωρίου που αντιστοιχεί στην πιθανότητα αθέτησης για τα στοιχεία του ενεργητικού, όπου η πιθανότητα αθέτησης βασίζεται σε μακροπρόθεσμες στατιστικές αθετήσεων που σχετίζονται με τα συγκεκριμένα στοιχεία ενεργητικού αναφορικά με την οικονομική μέση διάρκεια, την πιστοληπτική ποιότητα και τα χαρακτηριστικά τους, και αβ) του πιστωτικού περιθωρίου που αντιστοιχεί στις αναμενόμενες ζημίες λόγω πιστωτικής υποβάθμισης των στοιχείων του ενεργητικού, β) για εκθέσεις σε κεντρικές κυβερνήσεις και κεντρικές τράπεζες κρατών − μελών, δεν μπορεί να είναι μικρότερο από το τριάντα επί τοις εκατό (30%) του μακροπρόθεσμου μέσου όρου της διαφοράς του πιστωτικού περιθωρίου αντίστοιχων στοιχείων ενεργητικού που παρατηρούνται στις χρηματοπιστωτικές αγορές και έχουν την ίδια οικονομική μέση διάρκεια, πιστοληπτική ποιότητα και χαρακτηριστικά με τις εκθέσεις αυτές, από το επιτόκιο άνευ κινδύνου, γ) για στοιχεία ενεργητικού άλλα από εκθέσεις σε κεντρικές κυβερνήσεις και κεντρικές τράπεζες κρατών − μελών, δεν μπορεί να είναι μικρότερο από το τριάντα πέντε επί τοις εκατό (35%) του μακροπρόθεσμου μέσου όρου της διαφοράς του πιστωτικού περιθωρίου αντίστοιχων στοιχείων ενεργητικού που παρατηρούνται στις χρηματοπιστωτικές αγορές και έχουν την ίδια οικονομική μέση διάρκεια, πιστοληπτική ποιότητα και χαρακτηριστικά με αυτά τα στοιχεία ενεργητικού, από το επιτόκιο άνευ κινδύνου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Αναφορικά με την εφαρμογή της περίπτωσης α΄ της παραγράφου 2 του παρόντος, όταν δεν μπορεί να εξαχθεί αξιόπιστο πιστωτικό περιθώριο από τις στατιστικές αθετήσεων που αναφέρονται στην υποπερίπτωση αα΄ της ανωτέρω περίπτωσης, το βασικό πιστωτικό περιθώριο τίθεται ίσο με το ποσοστό του μακροπρόθεσμου μέσου όρου της διαφοράς του πιστωτικού περιθωρίου πάνω από το επιτόκιο άνευ κινδύνου που αναφέρεται στις περιπτώσεις β΄ και γ΄ της παραγράφου 2 του παρόντος.

Άρθρο 56Προσαρμογή λόγω μεταβλητότητας στη σχετική χρονική διάρθρωση των επιτοκίων άνευ κινδύνου (άρθρο 77δ της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ, παράγραφος 23 του άρθρου 2 της Οδηγίας 2014/51/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις δύνανται να εφαρμόζουν προσαρμογή λόγω μεταβλητότητας στη σχετική χρονική διάρθρωση των επιτοκίων άνευ κινδύνου κατά τον υπολογισμό της βέλτιστης εκτίμησης που αναφέρεται στην παράγραφο 2 του άρθρου 52 του παρόντος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Για κάθε σχετικό νόμισμα, η προσαρμογή λόγω μεταβλητότητας στη σχετική χρονική διάρθρωση των επιτοκίων άνευ κινδύνου βασίζεται στη διαφορά μεταξύ του επιτοκίου που θα μπορούσε να επιτευχθεί από στοιχεία ενεργητικού που περιλαμβάνονται σε χαρτοφυλάκιο αναφοράς για το συγκεκριμένο νόμισμα και των επιτοκίων της χρονικής διάρθρωσης επιτοκίων άνευ κινδύνου για το ίδιο νόμισμα. Το χαρτοφυλάκιο αναφοράς για ένα νόμισμα είναι αντιπροσωπευτικό των στοιχείων ενεργητικού που είναι σε αυτό το νόμισμα και στα οποία επενδύουν οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις για να καλύψουν τη βέλτιστη εκτίμηση των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών υποχρεώσεων σε αυτό το νόμισμα.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Το ποσό της προσαρμογής λόγω μεταβλητότητας στα επιτόκια άνευ κινδύνου ισούται με το εξήντα πέντε επί τοις εκατό (65%) του διορθωμένου για τον κίνδυνο συναλλαγματικού περιθωρίου. Το διορθωμένο για τον κίνδυνο συναλλαγματικό περιθώριο υπολογίζεται ως το μέρος της διαφοράς που αναφέρεται στην παράγραφο 2 του παρόντος, το οποίο δεν αντιστοιχεί σε αναμενόμενες ζημίες ή σε απρόβλεπτο πιστωτικό κίνδυνο ή σε άλλο κίνδυνο των συγκεκριμένων στοιχείων ενεργητικού υπολογιζόμενα επί τη βάσει ρεαλιστικής εκτίμησης. Η προσαρμογή λόγω μεταβλητότητας εφαρμόζεται μόνο στα επιτόκια άνευ κινδύνου της χρονικής διάρθρωσης τα οποία δεν προκύπτουν από παρέκταση σύμφωνα με το άρθρο 53 του παρόντος. Η παρέκταση της σχετικής χρονικής διάρθρωσης των επιτοκίων άνευ κινδύνου βασίζεται στα εν λόγω προσαρμοσμένα επιτόκια άνευ κινδύνου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Η προσαρμογή λόγω μεταβλητότητας της παραγράφου 3 του παρόντος στα επιτόκια άνευ κινδύνου που χρησιμοποιούνται για τον υπολογισμό της βέλτιστης εκτίμησης των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών υποχρεώσεων που προέρχονται από προϊόντα που πωλούνται στην ασφαλιστική αγορά της Ελλάδας ή ενός άλλου κράτους προσαυξάνεται περαιτέρω, πριν από την εφαρμογή του συντελεστή εξήντα πέντε επί τοις εκατό (65%), κατά τη διαφορά μεταξύ του διορθωμένου για τον κίνδυνο πιστωτικού περιθωρίου αντίστοιχα της Ελλάδας ή του κράτους αυτού και του διπλάσιου του διορθωμένου για τον κίνδυνο συναλλαγματικού περιθωρίου, όποτε η διαφορά αυτή είναι θετική και το διορθωμένο για τον κίνδυνο πιστωτικό περιθώριο της Ελλάδας ή του αντίστοιχου κράτους είναι υψηλότερο από εκατό (100) μονάδες βάσης. Το διορθωμένο για τον κίνδυνο πιστωτικό περιθώριο κράτους υπολογίζεται με τον ίδιο τρόπο όπως η διορθωμένη για τον κίνδυνο συναλλαγματική διαφορά του συγκεκριμένου κράτους, αλλά με βάση χαρτοφυλάκιο αναφοράς αντιπροσωπευτικό των στοιχείων ενεργητικού στα οποία έχουν επενδύσει οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις για να καλύψουν τη βέλτιστη εκτίμηση των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών υποχρεώσεων από προϊόντα που πωλούνται στην ασφαλιστική αγορά του συγκεκριμένου κράτους και είναι στο νόμισμα αυτού του κράτους.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Η προσαρμογή λόγω μεταβλητότητας δεν εφαρμόζεται για ασφαλιστικές υποχρεώσεις όταν η σχετική χρονική διάρθρωση των επιτοκίων άνευ κινδύνου για τον υπολογισμό της βέλτιστης εκτίμησης των υποχρεώσεων αυτών περιλαμβάνει προσαρμογή λόγω αντιστοίχισης δυνάμει του άρθρου 54 του παρόντος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 77 του παρόντος, η Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας δεν καλύπτει τον κίνδυνο απώλειας βασικών ιδίων κεφαλαίων ως αποτέλεσμα μεταβολών στην προσαρμογή λόγω μεταβλητότητας.

Άρθρο 57Χρήση των πληροφοριών που δημοσιεύονται από την ΕΑΑΕΣ (άρθρο 77ε της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ, παράγραφοι 23 και 24 του άρθρου 2 της Οδηγίας 2014/51/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις χρησιμοποιούν υποχρεωτικά, στους αντίστοιχους υπολογισμούς τους, για κάθε σχετικό νόμισμα, τις ακόλουθες τεχνικές πληροφορίες που δημοσιεύονται από την ΕΑΑΕΣ: α) τη σχετική χρονική διάρθρωση των επιτοκίων άνευ κινδύνου για τον υπολογισμό της βέλτιστης εκτίμησης που περιλαμβάνεται στην παράγραφο 2 του άρθρου 52 του παρόντος, χωρίς προσαρμογή αντιστοίχισης ή προσαρμογή λόγω μεταβλητότητας, β) το βασικό πιστωτικό περιθώριο, για κάθε σχετική οικονομική μέση διάρκεια, πιστοληπτική ποιότητα και κατηγορία στοιχείων ενεργητικού, για τον υπολογισμό της προσαρμογής αντιστοίχισης που αναφέρεται στην περίπτωση β΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 55 του παρόντος, γ) την προσαρμογή λόγω μεταβλητότητας στη σχετική χρονική διάρθρωση των επιτοκίων άνευ κινδύνου που αναφέρεται στην παράγραφο 1 του άρθρου 56, για κάθε σχετική εθνική ασφαλιστική αγορά που δραστηριοποιούνται.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Σε περίπτωση που οι τεχνικές πληροφορίες περιπτώσεων α΄ και β΄ της παραγράφου 1 του παρόντος δεν δημοσιεύονται από την ΕΑΑΕΣ ή δημοσιεύονται απ