13 Α' 2016

ΝΟΜΟΣ 4364/2016

Προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας στην Οδηγία 2009/138/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2009, σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριοτήτων ασφάλισης και αντασφάλισης (Φερεγγυότητα ΙΙ), στα άρθρα 2 και 8 της Oδηγίας 2014/51/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Απριλίου 2014 σχετικά με την τροποποίηση των Οδηγιών 2003/71/ΕΚ και 2009/138/ΕΚ, και των Κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 1060/2009, (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 και (ΕΕ) αριθ. 1095/2010, όσον αφορά τις εξουσίες της Ευρωπαϊκής Αρχής Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων (εφεξής ΕΑΑΕΣ) και της Ευρωπαϊκής Αρχής Κινητών Αξιών και Αγορών, καθώς και στο άρθρο 4 της Οδηγίας 2011/89/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Νοεμβρίου 2011, σχετικά με τη συμπληρωματική εποπτεία των χρηματοπιστωτικών οντοτήτων που ανήκουν σε χρηματοπιστωτικούς ομίλους ετερογενών δραστηριοτήτων και συναφείς διατάξεις της νομοθεσίας περί της ιδιωτικής ασφάλισης και άλλες διατάξεις.

ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ - ΕΠΟΠΤΕΙΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΑΝΤΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΠΟΥ ΑΝΗΚΟΥΝ ΣΕ ΟΜΙΛΟ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄ - ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΘΕΣΗ
ΕΝΟΤΗΤΑ 1 - ΦΕΡΕΓΓΥΟΤΗΤΑ ΟΜΙΛΟΥ
ΤΜΗΜΑ 4 - ΜΕΘΟΔΟΙ ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΥ
05 Φεβρουαρίου 2016

ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ
ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
ΤΕΥΧΟΣ ΠΡΩΤΟ Αρ. Φύλλου 13
5 Φεβρουαρίου 2016

NOMOΣ ΥΠ’ ΑΡΙΘ. 4364
Προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας στην Οδηγία 2009/138/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2009, σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριοτήτων ασφάλισης και αντασφάλισης (Φερεγγυότητα ΙΙ), στα άρθρα 2 και 8 της Oδηγίας 2014/51/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Απριλίου 2014 σχετικά με την τροποποίηση των Οδηγιών 2003/71/ΕΚ και 2009/138/ΕΚ, και των Κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 1060/2009, (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 και (ΕΕ) αριθ. 1095/2010, όσον αφορά τις εξουσίες της Ευρωπαϊκής Αρχής Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων (εφεξής ΕΑΑΕΣ) και της Ευρωπαϊκής Αρχής Κινητών Αξιών και Αγορών, καθώς και στο άρθρο 4 της Οδηγίας 2011/89/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Νοεμβρίου 2011, σχετικά με τη συμπληρωματική εποπτεία των χρηματοπιστωτικών οντοτήτων που ανήκουν σε χρηματοπιστωτικούς ομίλους ετερογενών δραστηριοτήτων και συναφείς διατάξεις της νομοθεσίας περί της ιδιωτικής ασφάλισης και άλλες διατάξεις.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Εκδίδομε τον ακόλουθο νόμο που ψήφισε η Βουλή:

ΤΜΗΜΑ 4ΜΕΘΟΔΟΙ ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΥ
Άρθρο 188Μέθοδος 1 (προκαθορισμένη μέθοδος): Μέθοδος με βάση τη λογιστική ενοποίηση (άρθρο 230 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Ο υπολογισμός της φερεγγυότητας του ομίλου της συμμετέχουσας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης πραγματοποιείται στη βάση των ενοποιημένων λογαριασμών. Η φερεγγυότητα του ομίλου της συμμετέχουσας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης είναι η διαφορά μεταξύ των ακολούθων στοιχείων: α) των επιλέξιμων ιδίων κεφαλαίων για τη κάλυψη της Κεφαλαιακής Απαίτησης Φερεγγυότητας, που υπολογίζεται στη βάση ενοποιημένων δεδομένων, β) της Κεφαλαιακής Απαίτησης Φερεγγυότητας σε επίπεδο ομίλου, που υπολογίζεται στη βάση ενοποιημένων δεδομένων. Οι κανόνες που ορίζονται στα Τμήματα 1, 2 και 3 της Ενότητας 3 του Κεφαλαίου ΣΤ΄ του Πρώτου Μέρους του παρόντος και στα Τμήματα 1, 2 και 3 της Ενότητας 4 του Κεφαλαίου ΣΤ΄ του Πρώτου Μέρους του παρόντος εφαρμόζονται για τον υπολογισμό των ιδίων κεφαλαίων που είναι επιλέξιμα για την κάλυψη της Κεφαλαιακής Απαίτησης Φερεγγυότητας και για τον υπολογισμό της Κεφαλαιακής Απαίτησης Φερεγγυότητας του ομίλου βάσει ενοποιημένων δεδομένων.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Η Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας σε επίπεδο ομίλου με βάση τα ενοποιημένα δεδομένα (ενοποιημένη Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας ομίλου) υπολογίζεται σύμφωνα είτε με την τυποποιημένη μέθοδο είτε με εγκεκριμένο εσωτερικό υπόδειγμα, κατά τρόπο συνεπή προς τις γενικές αρχές που περιλαμβάνονται στα Τμήματα 1 και 2 της Ενότητας 4 του Κεφαλαίου ΣΤ΄ του Πρώτου Μέρους του παρόντος και στις Ενότητες 1 και 3 της Ενότητας 4 του Κεφαλαίου ΣΤ΄ του Πρώτου Μέρους του παρόντος. Η ενοποιημένη Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας του ομίλου δεν μπορεί να υπολείπεται από το άθροισμα των κατωτέρω: α) της Ελάχιστης Κεφαλαιακής Απαίτησης, όπως αυτή αναφέρεται στο άρθρο 102 του παρόντος, της συμμετέχουσας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, β) το αναλογικό μερίδιο της Ελάχιστης Κεφαλαιακής Απαίτησης των συνδεδεμένων ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων. Το ελάχιστο αυτό ποσό καλύπτεται από επιλέξιμα βασικά ίδια κεφάλαια σύμφωνα με την παράγραφο 4 του άρθρου 75 του παρόντος. Για τον καθορισμό του κατά πόσον τα επιλέξιμα αυτά ίδια κεφάλαια είναι κατάλληλα για την κάλυψη της ελάχιστης Κεφαλαιακής Απαίτησης Φερεγγυότητας του ομίλου, εφαρμόζονται, τηρουμένων των αναλογιών, οι αρχές που προβλέπονται στα άρθρα 179 έως 187 του παρόντος. Οι παράγραφοι 1 και 2 του άρθρου 110 του παρόντος εφαρμόζονται αναλόγως.

Άρθρο 189Εσωτερικό υπόδειγμα του ομίλου (άρθρο 231 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ, παράγραφος 8 του άρθρου 4 της Οδηγίας 2011/89/ΕΕ, παράγραφος 51 του άρθρου 2 της Οδηγίας 2014/51/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Στην περίπτωση αίτησης για να επιτραπεί ο υπολογισμός της ενοποιημένης Κεφαλαιακής Απαίτησης Φερεγγυότητας του ομίλου, καθώς και της Κεφαλαιακής Απαίτησης Φερεγγυότητας ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων του ομίλου βάσει εσωτερικού υποδείγματος, που έχει υποβληθεί από ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση και τις συνδεδεμένες επιχειρήσεις της ή από κοινού από τις συνδεδεμένες επιχειρήσεις εταιρείας ασφαλιστικών συμμετοχών, η Εποπτική Αρχή συνεργάζεται με τις λοιπές ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές προκειμένου να αποφασίσουν για την έγκριση ή μη της αίτησης και για να καθορίσουν τους όρους και τις προϋποθέσεις, εφόσον υπάρχουν, που διέπουν την έγκριση αυτή. Η αίτηση που προβλέπεται στο πρώτο εδάφιο υποβάλλεται στην αρχή εποπτείας του ομίλου. Η Εποπτική Αρχή, εφόσον δρα ως αρχή εποπτείας του ομίλου, ενημερώνει τα λοιπά μέλη του κολλεγίου εποπτικών αρχών και τους διαβιβάζει την πλήρη αίτηση χωρίς καθυστέρηση.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Η Εποπτική Αρχή καταβάλλει κάθε δυνατή προσπάθεια προκειμένου εντός χρονικού διαστήματος έξι (6) μηνών από την ημερομηνία παραλαβής της πλήρους αίτησης από την αρχή εποπτείας του ομίλου, να καταλήξει σε κοινή απόφαση με τις λοιπές εποπτικές αρχές αναφορικά με την αίτηση αυτή.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Κατά τη διάρκεια της προθεσμίας που αναφέρεται στην παράγραφο 2 του παρόντος, η Εποπτική Αρχή, εφόσον δρα ως αρχή εποπτείας του ομίλου ή ως απλά ενδιαφερόμενη εποπτική αρχή, μπορεί να ζητήσει την σύμφωνα με το άρθρο 19 του Κανονισμού (ΕΕ) 1094/2010 συνδρομή της ΕΑΑΕΣ. Σε περίπτωση που ενδιαφερόμενη εποπτική αρχή έχει ζητήσει, κατά τη διάρκεια της προθεσμίας που αναφέρεται στην παράγραφο 2 του παρόντος, τη σύμφωνα με το άρθρο 19 του Κανονισμού (ΕΕ) 1094/2010 συνδρομή της ΕΑΑΕΣ, η Εποπτική Αρχή, εφόσον δρα ως αρχή εποπτείας του ομίλου, αναβάλλει της απόφασή της, αναμένει την ενδεχόμενη έκδοση απόφασης από την ΕΑΑΕΣ σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου 19 του Κανονισμού (ΕΕ) 1094/2010 και λαμβάνει την απόφασή της σύμφωνα με την απόφαση της ΕΑΑΕΣ, η δε απόφαση αυτή αναγνωρίζεται ως καθοριστική και εφαρμόζεται από τις λοιπές ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές. Απόφαση που έχει ληφθεί από την αρχή εποπτείας του ομίλου σε συμφωνία με απόφαση της ΕΑΑΕΣ η οποία έχει εκδοθεί σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου 19 του Κανονισμού (ΕΕ) 1094/2010 αναγνωρίζεται ως καθοριστική και εφαρμόζεται από την Εποπτική Αρχή. Η Εποπτική Αρχή δεν απευθύνεται στην ΕΑΑΕΣ μετά την παρέλευση της εξάμηνης περιόδου ή μετά τη λήψη της κοινής απόφασης. Σε περίπτωση που η απόφαση που προτείνει η εσωτερική επιτροπή ή ομάδα του άρθρου 41 του Κανονισμού (ΕΕ) 1094/2010 απορριφθεί από το συμβούλιο εποπτών σύμφωνα με το άρθρο 44 του ιδίου Κανονισμού, η Εποπτική Αρχή, εφόσον δρα ως αρχή εποπτείας του ομίλου λαμβάνει την τελική απόφαση. Η απόφαση αυτή αναγνωρίζεται ως καθοριστική και εφαρμόζεται υποχρεωτικά από τις λοιπές ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές. Σε περίπτωση που η απόφαση που προτείνει η εσωτερική επιτροπή ή ομάδα του άρθρου 41 του Κανονισμού (ΕΕ) 1094/2010 έχει απορριφθεί από το συμβούλιο εποπτών σύμφωνα με το άρθρο 44 του ιδίου Κανονισμού, η απόφαση που λαμβάνεται από την αρχή εποπτείας του ομίλου αναγνωρίζεται ως καθοριστική και εφαρμόζεται υποχρεωτικά από την Εποπτική Αρχή.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Σε περίπτωση λήψης κοινής απόφασης σύμφωνα με την παράγραφο 2 του παρόντος, η Εποπτική Αρχή εφόσον δρα ως αρχή εποπτείας του ομίλου, διαβιβάζει στην αιτούσα επιχείρηση έγγραφο το οποίο περιέχει πλήρη αιτιολόγηση της απόφασης.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Σε περίπτωση απουσίας κοινής απόφασης εντός έξι (6) μηνών από την ημερομηνία λήψης της πλήρους αίτησης από την αρχή εποπτείας του ομίλου, η Εποπτική Αρχή, εφόσον δρα ως αρχή εποπτείας του ομίλου θα αποφασίζει η ίδια σχετικά με την αίτηση. Η Εποπτική Αρχή, εφόσον δρα ως αρχή εποπτείας του ομίλου, λαμβάνει δεόντως υπόψη ενδεχόμενες απόψεις και επιφυλάξεις άλλων ενδιαφερόμενων εποπτικών αρχών οι οποίες διατυπώθηκαν εντός της εν λόγω εξάμηνης περιόδου και διαβιβάζει στην αιτούσα επιχείρηση και στις λοιπές ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές έγγραφο στο οποίο εκθέτει την πλήρως αιτιολογημένη απόφασή της, η δε απόφαση αυτή αναγνωρίζεται ως καθοριστική και εφαρμόζεται υποχρεωτικά από τις λοιπές ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές. Σε περίπτωση απουσίας κοινής απόφασης εντός έξι (6) μηνών από την ημερομηνία λήψης της πλήρους αίτησης από την αρχή εποπτείας του ομίλου, η απόφαση που λαμβάνεται από την αρχή εποπτείας του ομίλου αναγνωρίζεται ως καθοριστική και εφαρμόζεται υποχρεωτικά από την Εποπτική Αρχή.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Εάν η Εποπτική Αρχή θεωρήσει ότι το προφίλ κινδύνου ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, που υπόκειται στην εποπτεία της αποκλίνει σημαντικά από τις παραδοχές στις οποίες βασίζεται το εσωτερικό υπόδειγμα που εγκρίθηκε σε επίπεδο ομίλου και εφόσον η επιχείρηση αυτή δεν έχει αντιμετωπίσει ικανοποιητικά τις ανησυχίες που έχουν εκφρασθεί από την Εποπτική Αρχή, η Εποπτική Αρχή μπορεί, σύμφωνα με το άρθρο 26 του παρόντος, να επιβάλει πρόσθετη κεφαλαιακή απαίτηση στην Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής αυτής επιχείρησης που προκύπτει από την εφαρμογή του εσωτερικού αυτού υποδείγματος. Σε εξαιρετικές περιστάσεις, εάν η πρόσθετη αυτή κεφαλαιακή απαίτηση δεν είναι ενδεδειγμένη, η Εποπτική Αρχή μπορεί να ζητήσει από την οικεία επιχείρηση να υπολογίζει την κεφαλαιακή απαίτηση φερεγγυότητάς της βάσει της τυποποιημένης μεθόδου που αναφέρεται στα Τμήματα 1 και 2 της Ενότητας 4 του Κεφαλαίου ΣΤ΄ του Πρώτου Μέρους του παρόντος. Σύμφωνα με τις περιπτώσεις α΄ και γ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 26 του παρόντος, η Εποπτική Αρχή μπορεί να επιβάλει πρόσθετη κεφαλαιακή απαίτηση στην Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας αυτής της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης που προκύπτει από την εφαρμογή της τυποποιημένης αυτής μεθόδου. Η Εποπτική Αρχή αιτιολογεί κάθε απόφαση που λαμβάνει σύμφωνα με τις διατάξεις της παρούσας παραγράφου τόσο στην ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση όσο και στα λοιπά μέλη του κολλεγίου εποπτικών αρχών.

Άρθρο 190Πρόσθετη κεφαλαιακή απαίτηση ομίλου

(άρθρο 232 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ, παράγραφοι 52 και 53 του άρθρου 2 της Οδηγίας 2014/51/ΕΕ) Για να καθορισθεί εάν η ενοποιημένη Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας του ομίλου αντικατοπτρίζει κατάλληλα το προφίλ κινδύνου του ομίλου, η Εποπτική Αρχή εφόσον δρα ως αρμόδια αρχή εποπτείας του ομίλου, δίνει ιδιαίτερη προσοχή στις περιπτώσεις στις οποίες μπορεί να ανακύψουν οι περιστάσεις που αναφέρονται στις περιπτώσεις α΄ έως δ΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 26 του παρόντος σε επίπεδο ομίλου, και ιδίως όταν: α) τυχόν υφιστάμενοι ειδικοί κίνδυνοι σε επίπεδο ομίλου δεν καλύπτονται επαρκώς από την τυποποιημένη μέθοδο ή από το χρησιμοποιούμενο εσωτερικό υπόδειγμα, επειδή είναι δύσκολη η ποσοτικοποίησή τους, β) επιβάλλεται από τις ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές τυχόν πρόσθετη κεφαλαιακή απαίτηση στην Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας των συνδεδεμένων ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών επιχειρήσεων, σύμφωνα με το άρθρο 37 και την παράγραφο 7 του άρθρου 231 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ ή με το άρθρο 26 και την παράγραφο 6 του άρθρου 189 του παρόντος. Εάν το προφίλ κινδύνου του ομίλου δεν αντικατοπτρίζεται κατάλληλα, η Εποπτική Αρχή, εφόσον δρα ως αρμόδια αρχή εποπτείας του ομίλου, είναι δυνατόν να επιβάλει πρόσθετη κεφαλαιακή απαίτηση στην ενοποιημένη Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας του ομίλου. Οι παράγραφοι 1 έως 5 του άρθρου 26 του παρόντος, σε συνδυασμό με την απόφαση της Εποπτικής Αρχής σύμφωνα με την παράγραφο 6 ιδίου άρθρου, καθώς και οι κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις και τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που λαμβάνονται σύμφωνα με τις παραγράφους 6, 7 και 8 του άρθρου 37 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ, εφαρμόζονται αναλόγως.

Άρθρο 191Μέθοδος 2 (Εναλλακτική μέθοδος): Μέθοδος αφαίρεσης και άθροισης (άρθρο 233 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ, παράγραφος 9 του άρθρου 4 της Οδηγίας 2011/89/ΕΕ, παράγραφος 54 του άρθρου 2 της Οδηγίας 2014/51/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Η φερεγγυότητα του ομίλου της συμμετέχουσας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης προκύπτει ως διαφορά μεταξύ των κατωτέρω: α) των συνολικών επιλέξιμων ιδίων κεφαλαίων του ομίλου, όπως προβλέπεται στην παράγραφο 2 του παρόντος, β) την αξία στη συμμετέχουσα ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση των συνδεδεμένων ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών επιχειρήσεων και των συνολικών κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας του ομίλου, όπως προβλέπεται στην παράγραφο 3 του παρόντος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Τα συνολικά επιλέξιμα ίδια κεφάλαια του ομίλου είναι το άθροισμα των κατωτέρω: α) των ιδίων κεφαλαίων που είναι επιλέξιμα για την Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας της συμμετέχουσας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, β) του αναλογικού μεριδίου της συμμετέχουσας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης στα ίδια κεφάλαια που είναι επιλέξιμα για την Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας των συνδεδεμένων ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών επιχειρήσεων.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Η συνολική Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας του ομίλου είναι άθροισμα των κατωτέρω: α) της Κεφαλαιακής Απαίτησης Φερεγγυότητας της συμμετέχουσας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, β) του αναλογικού μεριδίου της Κεφαλαιακής Απαίτησης Φερεγγυότητας των συνδεδεμένων ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών επιχειρήσεων.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Οσάκις η συμμετοχή στις συνδεδεμένες ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις συνίσταται, εξ ολοκλήρου ή εν μέρει, σε έμμεση κυριότητα, η αξία στη συμμετέχουσα ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση των συνδεδεμένων ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών επιχειρήσεων ενσωματώνει την αξία της έμμεσης αυτής κυριότητας, με συνεκτίμηση των σχετικών διαδοχικών συμφερόντων και των στοιχείων που αναφέρονται στην περίπτωση β΄ της παραγράφου 2 του παρόντος και στην περίπτωση β΄ της παραγράφου 3 του παρόντος, τα οποία περιλαμβάνουν αντίστοιχα τα αναλογικά μερίδια των ιδίων κεφαλαίων που είναι επιλέξιμα για την Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας των συνδεδεμένων ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών επιχειρήσεων και την Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας των συνδεδεμένων ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών επιχειρήσεων, αντιστοίχως.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Στην περίπτωση αίτησης έγκρισης υπολογισμού της Κεφαλαιακής Απαίτησης Φερεγγυότητας ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων του ομίλου με βάση κάποιο εσωτερικό υπόδειγμα, που έχει υποβληθεί από ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση και τις συνδεδεμένες επιχειρήσεις της ή από κοινού από τις συνδεδεμένες επιχειρήσεις εταιρείας ασφαλιστικών συμμετοχών ή μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών, εφαρμόζεται αναλόγως το άρθρο 189 του παρόντος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Για να καθορισθεί εάν η συνολική Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας του ομίλου, που έχει υπολογιστεί όπως προβλέπεται στην παράγραφο 3 του παρόντος, αντικατοπτρίζουν κατάλληλα το προφίλ κινδύνου του ομίλου, η Εποπτική Αρχή δίδει ιδιαίτερη προσοχή σε τυχόν ειδικούς κινδύνους που υφίστανται σε επίπεδο ομίλου, και οι οποίοι δεν καλύπτονται επαρκώς, επειδή είναι δύσκολη η ποσοτικοποίησή τους. Εάν το προφίλ κινδύνου του ομίλου αποκλίνει σημαντικά από τις παραδοχές στις οποίες βασίζεται η συνολική Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας του ομίλου, η Εποπτική Αρχή, εφόσον δρα ως αρχή εποπτείας του ομίλου, μπορεί να επιβάλλει πρόσθετη κεφαλαιακή απαίτηση στην συνολική Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας του ομίλου. Οι παράγραφοι 1 έως 5 του άρθρου 26 του παρόντος, σε συνδυασμό με την απόφαση της Εποπτικής Αρχής σύμφωνα με την παράγραφο 6 ιδίου άρθρου, καθώς και οι κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις και τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που λαμβάνονται σύμφωνα με τις παραγράφους 6, 7 και 8 του άρθρου 37 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ, εφαρμόζονται αναλόγως.

Αθήνα, 3 Φεβρουαρίου 2016
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
ΠΡΟΚΟΠΙΟΣ Β. ΠΑΥΛΟΠΟΥΛΟΣ
ΟΙ ΥΠΟΥΡΓΟΙ
ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΚΑΙ ΑΝΑΠΛΗΡΩΤΗΣ ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗΣ ΑΝΑΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗΣ ΑΝΑΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗΣ
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΚΟΥΡΟΥΜΠΛΗΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΤΟΣΚΑΣ
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ, ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ, ΔΙΑΦΑΝΕΙΑΣ
ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΚΑΙ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΣΤΑΘΑΚΗΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΟΠΟΥΛΟΣ
ΕΡΓΑΣΙΑΣ, ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ
ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΤΡΟΥΓΚΑΛΟΣ ΕΥΚΛΕΙΔΗΣ ΤΣΑΚΑΛΩΤΟΣ
ΑΝΑΠΛΗΡΩΤΗΣ ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΧΟΥΛΙΑΡΑΚΗΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΠΑΠΠΑΣ
Θεωρήθηκε και τέθηκε η Μεγάλη Σφραγίδα του Κράτους.
Αθήνα, 4 Φεβρουαρίου 2016
Ο ΕΠΙ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΥΠΟΥΡΓΟΣ
ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΟΠΟΥΛΟΣ