13 Α' 2016

ΝΟΜΟΣ 4364/2016

Προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας στην Οδηγία 2009/138/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2009, σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριοτήτων ασφάλισης και αντασφάλισης (Φερεγγυότητα ΙΙ), στα άρθρα 2 και 8 της Oδηγίας 2014/51/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Απριλίου 2014 σχετικά με την τροποποίηση των Οδηγιών 2003/71/ΕΚ και 2009/138/ΕΚ, και των Κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 1060/2009, (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 και (ΕΕ) αριθ. 1095/2010, όσον αφορά τις εξουσίες της Ευρωπαϊκής Αρχής Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων (εφεξής ΕΑΑΕΣ) και της Ευρωπαϊκής Αρχής Κινητών Αξιών και Αγορών, καθώς και στο άρθρο 4 της Οδηγίας 2011/89/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Νοεμβρίου 2011, σχετικά με τη συμπληρωματική εποπτεία των χρηματοπιστωτικών οντοτήτων που ανήκουν σε χρηματοπιστωτικούς ομίλους ετερογενών δραστηριοτήτων και συναφείς διατάξεις της νομοθεσίας περί της ιδιωτικής ασφάλισης και άλλες διατάξεις.

ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ - ΕΠΟΠΤΕΙΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΑΝΤΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΠΟΥ ΑΝΗΚΟΥΝ ΣΕ ΟΜΙΛΟ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ΄ - ΜΕΤΡΑ ΓΙΑ ΤΗ ΔΙΕΥΚΟΛΥΝΣΗ ΤΗΣ ΕΠΟΠΤΕΙΑΣ ΤΟΥ ΟΜΙΛΟΥ
05 Φεβρουαρίου 2016

ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ
ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
ΤΕΥΧΟΣ ΠΡΩΤΟ Αρ. Φύλλου 13
5 Φεβρουαρίου 2016

NOMOΣ ΥΠ’ ΑΡΙΘ. 4364
Προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας στην Οδηγία 2009/138/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2009, σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριοτήτων ασφάλισης και αντασφάλισης (Φερεγγυότητα ΙΙ), στα άρθρα 2 και 8 της Oδηγίας 2014/51/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Απριλίου 2014 σχετικά με την τροποποίηση των Οδηγιών 2003/71/ΕΚ και 2009/138/ΕΚ, και των Κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 1060/2009, (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 και (ΕΕ) αριθ. 1095/2010, όσον αφορά τις εξουσίες της Ευρωπαϊκής Αρχής Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων (εφεξής ΕΑΑΕΣ) και της Ευρωπαϊκής Αρχής Κινητών Αξιών και Αγορών, καθώς και στο άρθρο 4 της Οδηγίας 2011/89/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Νοεμβρίου 2011, σχετικά με τη συμπληρωματική εποπτεία των χρηματοπιστωτικών οντοτήτων που ανήκουν σε χρηματοπιστωτικούς ομίλους ετερογενών δραστηριοτήτων και συναφείς διατάξεις της νομοθεσίας περί της ιδιωτικής ασφάλισης και άλλες διατάξεις.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Εκδίδομε τον ακόλουθο νόμο που ψήφισε η Βουλή:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ΄ΜΕΤΡΑ ΓΙΑ ΤΗ ΔΙΕΥΚΟΛΥΝΣΗ ΤΗΣ ΕΠΟΠΤΕΙΑΣ ΤΟΥ ΟΜΙΛΟΥ
Άρθρο 202Αρχή εποπτείας του ομίλου (άρθρο 247 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ, παράγραφος 16 του άρθρου 4 της Οδηγίας 2011/89/ΕΕ, παράγραφος 65 του άρθρου 2 της Οδηγίας 2014/51/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Η Εποπτική Αρχή συμμετέχει στον ορισμό της αρχής εποπτείας κάθε ομίλου για τον οποίο αποτελεί ενδιαφερόμενη εποπτική αρχή σύμφωνα με την παράγραφο 3 του άρθρου 203 του παρόντος. Η εν λόγω αρχή εποπτείας του ομίλου είναι υπεύθυνη για το συντονισμό και την άσκηση της εποπτείας του ομίλου και ορίζεται σύμφωνα με τα κριτήρια της παραγράφου 6 του παρόντος άρθρου ή της παραγράφου 2 του άρθρου 247 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ, με την επιφύλαξη των αναφερομένων στην παράγραφο 3 του παρόντος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Σε περίπτωση που η Εποπτική Αρχή είναι αρμόδια για όλες τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις σε έναν όμιλο, το καθήκον της εποπτείας του ομίλου ασκείται από την Εποπτική Αρχή.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Σε ιδιαίτερες περιπτώσεις, η Εποπτική Αρχή και οι λοιπές ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές, μπορεί, κατόπιν αιτήσεως οποιασδήποτε ενδιαφερόμενης εποπτικής αρχής, να λαμβάνουν κοινή απόφαση να παρεκκλίνουν από τα κριτήρια που ορίζονται στην παράγραφο 6 του παρόντος ή στην παράγραφο 2 του άρθρου 247 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ, εάν η εφαρμογή τους κρίνεται απρόσφορη, λαμβανομένης υπόψη της δομής του ομίλου και της σχετικής βαρύτητας των δραστηριοτήτων των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων στις διάφορες χώρες, και να ορίζουν διαφορετική εποπτική αρχή ως αρχή εποπτείας του ομίλου. Προς το σκοπό αυτόν, η Εποπτική Αρχή, όπως και κάθε άλλη ενδιαφερόμενη εποπτική αρχή, μπορεί να ζητεί την έναρξη συζητήσεων σχετικά με την καταλληλότητα των κριτηρίων που αναφέρονται στην παράγραφο 6 του παρόντος ή στην παράγραφο 2 του άρθρου 247 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ. Οι συζητήσεις αυτές δεν λαμβάνουν χώρα περισσότερες της μιας φοράς ετησίως. Η Εποπτική Αρχή καταβάλλει κάθε δυνατή προσπάθεια προκειμένου να καταλήξει σε κοινή απόφαση σχετικά με την επιλογή της αρχής εποπτείας του ομίλου, εντός τριών μηνών από την έκφραση του αιτήματος για συζήτηση. Πριν να λάβουν την απόφασή τους, οι ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές παρέχουν στον όμιλο τη δυνατότητα να εκφράσει τη γνώμη του. Η Εποπτική Αρχή, εφόσον δρα ως αρχή εποπτείας του ομίλου, διαβιβάζει την κοινή απόφαση στον όμιλο μαζί με πλήρη αιτιολόγηση.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Κατά τη διάρκεια της τρίμηνης περιόδου της παραγράφου 3 του παρόντος, η Εποπτική Αρχή, εφόσον δρα ως αρχή εποπτείας του ομίλου ή ως ενδιαφερόμενη εποπτική αρχή, μπορεί να απευθύνεται στην ΕΑΑΕΣ και να ζητά τη, σύμφωνα με το άρθρο 19 του Κανονισμού (ΕΕ) 1094/2010, συνδρομή της ΕΑΑΕΣ. Σε περίπτωση που ενδιαφερόμενη εποπτική αρχή, συμπεριλαμβανομένης της Εποπτικής Αρχής, έχει ζητήσει, κατά τη διάρκεια της προθεσμίας που αναφέρεται στην παράγραφο 3 του παρόντος, τη σύμφωνα με το άρθρο 19 του Κανονισμού (ΕΕ) 1094/2010 συνδρομή της ΕΑΑΕΣ, η Εποπτική Αρχή αναβάλλει της απόφασή της στο πλαίσιο της κοινής απόφασης της παραγράφου 3 του παρόντος, αναμένει την ενδεχόμενη έκδοση απόφασης από την ωΕΑΑΕΣ σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου 19 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 και λαμβάνει την απόφασή της στο πλαίσιο της κοινής απόφασης της παραγράφου 3 του παρόντος σύμφωνα με την απόφαση της ΕΑΑΕΣ. Η εν λόγω κοινή απόφαση αναγνωρίζεται ως καθοριστική και εφαρμόζεται υποχρεωτικά από την Εποπτική Αρχή και τις λοιπές ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές. Η Εποπτική Αρχή δεν απευθύνεται στην ΕΑΑΕΣ μετά την παρέλευση της τρίμηνης περιόδου ή μετά τη λήψη της κοινής απόφασης. Η Εποπτική Αρχή, εφόσον δρα ως αρχή εποπτείας του ομίλου, διαβιβάζει την κοινή απόφαση στον όμιλο και στο Κολλέγιο εποπτικών αρχών μαζί με πλήρη αιτιολόγηση.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Σε περίπτωση απουσίας κοινής απόφασης, τα καθήκοντα της εποπτείας του ομίλου ασκούνται από την εποπτική αρχή που καθορίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 6 του παρόντος ή την παράγραφο 2 του άρθρου 247 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Σε περίπτωση που η ίδια εποπτική αρχή είναι αρμόδια για όλες τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις σε έναν όμιλο, ως αρχή εποπτείας του ομίλου ώστε να ασκεί όλες τις σχετικές εργασίες ορίζεται η εποπτική αυτή αρχή. Σε όλες τις λοιπές περιπτώσεις και με την επιφύλαξη της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου, η αρχή εποπτείας του ομίλου ώστε να ασκεί όλες τις σχετικές εργασίες ορίζεται ως ακολούθως: α) όταν του ομίλου ηγείται ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, αρχή εποπτείας του ομίλου ορίζεται η εποπτική αρχή που έχει χορηγήσει άδεια στην επιχείρηση αυτή, β) όταν του ομίλου δεν ηγείται ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση: βα) όταν η μητρική ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης είναι εταιρεία ασφαλιστικών συμμετοχών ή μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών, αρχή εποπτείας του ομίλου ορίζεται η εποπτική αρχή η οποία έχει χορηγήσει άδεια στην εν λόγω ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, ββ) όταν περισσότερες της μιας ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις με έδρα στην Ευρωπαϊκή Ένωση έχουν ως μητρική τους την ίδια εταιρεία ασφαλιστικών συμμετοχών ή την ίδια μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών, και μια από τις επιχειρήσεις αυτές έχει λάβει άδεια στο κράτος − μέλος στο οποίο η εταιρεία ασφαλιστικών συμμετοχών ή η μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών έχει την έδρα της, αρχή εποπτείας του ομίλου ορίζεται η εποπτική αρχή του κράτους−μέλους η οποία έχει χορηγήσει άδεια στην εν λόγω ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, βγ) όταν επικεφαλής του ομίλου βρίσκονται περισσότερες της μίας εταιρείες ασφαλιστικών συμμετοχών ή μικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών που έχουν τις έδρες τους σε διαφορετικά κράτη μέλη, και υπάρχει ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση σε καθένα από τα αυτά τα κράτη μέλη, αρχή εποπτείας του ομίλου ορίζεται η εποπτική αρχή της ασφαλιστική ή αντασφαλιστικής επιχείρησης με το μεγαλύτερο σύνολο ισολογισμού, βδ) όταν περισσότερες της μιας ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις με έδρα στην Ευρωπαϊκή Ένωση έχουν ως μητρική τους την ίδια εταιρεία ασφαλιστικών συμμετοχών ή μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών, και καμία από τις επιχειρήσεις αυτές δεν έχει λάβει άδεια στο κράτος − μέλος στο οποίο η εταιρεία ασφαλιστικών συμμετοχών ή η μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών έχει την έδρα της, αρχή εποπτείας του ομίλου ορίζεται η εποπτική αρχή που χορήγησε άδεια στην ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση με το μεγαλύτερο σύνολο ισολογισμού, βε) όταν ο όμιλος είναι όμιλος χωρίς μητρική επιχείρηση ή σε οποιαδήποτε άλλη περίπτωση που δεν αναφέρεται στις περιπτώσεις βα΄ έως βδ΄ της παρούσας, αρχή εποπτείας του ομίλου ορίζεται η εποπτική αρχή η οποία έχει χορηγήσει την άδεια στη ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση με το μεγαλύτερο σύνολο ισολογισμού.

Άρθρο 203Δικαιώματα και καθήκοντα της αρχής εποπτείας του ομίλου και των άλλων εποπτικών αρχών – Κολλέγιο εποπτικών αρχών (άρθρο 248 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ, παράγραφος 66 του άρθρου 2 της Οδηγίας 2014/51/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Τα δικαιώματα και τα καθήκοντα που ανατίθενται στην Εποπτική Αρχή, εφόσον δρα ως αρχή εποπτείας του ομίλου, σχετικά με την εποπτεία του ομίλου περιλαμβάνουν τα ακόλουθα: α) το συντονισμό της συγκέντρωσης και διάδοσης των χρήσιμων ή ουσιωδών πληροφοριών, κατά τη συνήθη πορεία των δραστηριοτήτων και σε επείγουσες καταστάσεις, συμπεριλαμβανομένης της διάδοσης πληροφοριών που είναι σημαντικές για το εποπτικό έργο της Εποπτικής Αρχής, β) τον εποπτικό έλεγχο και την εκτίμηση της χρηματοοικονομικής κατάστασης του ομίλου, γ) την εκτίμηση της συμμόρφωσης του ομίλου με τους κανόνες για την φερεγγυότητα και τη συγκέντρωση των κινδύνων και τις εντός του ομίλου συναλλαγές σύμφωνα με τα άρθρα 176 έως 200 του παρόντος, δ) την αξιολόγηση του συστήματος διακυβέρνησης του ομίλου, όπως ορίζεται στο άρθρο 201 του παρόντος, και του κατά πόσον τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου της συμμετέχουσας επιχείρησης πληρούν τις απαιτήσεις που προβλέπονται στα άρθρα 31 και 213 του παρόντος, ε) τον προγραμματισμό και τον συντονισμό, με τακτικές συνεδριάσεις τουλάχιστον σε ετήσια βάση ή άλλα ενδεδειγμένα μέσα, των εποπτικών δραστηριοτήτων σε συνεχή βάση, καθώς και σε έκτακτες καταστάσεις, σε συνεργασία με τις ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές, λαμβανομένων επίσης υπόψη της φύσης, της κλίμακας και της πολυπλοκότητας των εγγενών κινδύνων της επιχειρηματικής δραστηριότητας όλων των επιχειρήσεων που απαρτίζουν τον όμιλο, στ) άλλα καθήκοντα, μέτρα και αποφάσεις που ανατίθενται στην Εποπτική Αρχή, εφόσον δρα ως αρχή εποπτείας του ομίλου, από τον παρόντα νόμου ή από την Οδηγία 2009/138/EK ή που απορρέουν από την εφαρμογή του παρόντος νόμου ή της Οδηγίας 2009/138/EK, ιδίως τη διεξαγωγή της διαδικασίας για την επικύρωση οποιουδήποτε εσωτερικού υποδείγματος σε επίπεδο ομίλου όπως αναφέρεται στα άρθρα 189 και 191 του παρόντος και τη διεξαγωγή της διαδικασίας έγκρισης της εφαρμογής του καθεστώτος που θεσπίζεται με τα άρθρα 194 έως 197 του παρόντος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Για κάθε έναν όμιλο για τον οποίο η Εποπτική Αρχή δρα ως αρχή εποπτείας του ομίλου, η Εποπτική Αρχή, προκειμένου να διευκολυνθεί η άσκηση των καθηκόντων εποπτείας για τον όμιλο αυτό κατά τα αναφερόμενα την παράγραφο 1 του παρόντος, συγκροτεί Κολλέγιο εποπτικών αρχών. Η Εποπτική Αρχή προεδρεύει σε κάθε Κολλέγιο εποπτικών αρχών στο οποίο δρα ως αρχή εποπτείας του ομίλου. Το Κολλέγιο εποπτικών αρχών διασφαλίζει ότι η συνεργασία, η ανταλλαγή πληροφοριών και οι διαδικασίες διαβούλευσης μεταξύ των εποπτικών αρχών που συμμετέχουν στο Κολλέγιο εφαρμόζονται αποτελεσματικά, σύμφωνα με το Τρίτο Μέρος του παρόντος, με στόχο την προώθηση της σύγκλισης των αντίστοιχων αποφάσεων και δραστηριοτήτων τους. Σε περίπτωση που η αρχή εποπτείας του ομίλου δεν εκτελεί τα καθήκοντα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος ή στην παράγραφο 1 του άρθρου 248 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ ή τα μέλη του Κολλεγίου εποπτικών αρχών δεν συνεργάζονται στο βαθμό που απαιτείται, η Εποπτική Αρχή, εφόσον δρα ως αρχή εποπτείας του ομίλου ή είναι ενδιαφερόμενη εποπτική αρχή, μπορεί απευθυνθεί στην ΕΙΟΡΑ και να ζητήσει τη σύμφωνα, με το άρθρο 19 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010, συνδρομή της.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Η Εποπτική Αρχή αποτελεί ενδιαφερόμενη εποπτική αρχή, διαθέτοντας όλες αντίστοιχες αρμοδιότητες και εξουσίες και εκτελεί όλες τις απαιτούμενες εργασίες κατά τις διατάξεις του παρόντος νόμου, και συμμετέχει σε όλες τις εργασίες των Κολλεγίων εποπτικών αρχών για κάθε όμιλο για το οποίο πληροί τα κριτήρια της παραγράφου 6 του άρθρου 202 παρόντος ή της παραγράφου 2 του άρθρου 247 της Οδηγίας 2009/138/ ΕΚ, για κάθε όμιλο ο οποίος διαθέτει τουλάχιστον μία θυγατρική επιχείρηση στην Ελλάδα, καθώς και για κάθε όμιλο ο οποίος διαθέτει στην Ελλάδα σημαντικό υποκατάστημα ή συνδεδεμένη επιχείρηση. Στην περίπτωση του υποκαταστήματος ή της συνδεδεμένης επιχείρησης, η συμμετοχή της περιορίζεται στην επίτευξη του στόχου της αποτελεσματικής ανταλλαγής πληροφοριών. Η Εποπτική Αρχή αποτελεί την αρχή εποπτείας του ομίλου, διαθέτει όλες τις αντίστοιχες αρμοδιότητες και εκτελεί όλες τις απαιτούμενες εργασίες κατά τις διατάξεις του παρόντος νόμου, και συμμετέχει σε όλες τις εργασίες των Κολλεγίων εποπτικών αρχών για κάθε όμιλο για τον οποίΟ δρα ως αρχή εποπτείας του ομίλου. Σε όλα τα Κολλέγια εποπτικών αρχών συμμετέχει η αρχή εποπτείας του ομίλου, οι εποπτικές αρχές των κρατών−μελών στα οποία εδρεύουν όλες οι θυγατρικές επιχειρήσεις του ομίλου, καθώς και η ΕΑΑΕΣ σύμφωνα με το άρθρο 21 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010. Η Εποπτική Αρχή, εφόσον δρα ως αρχή εποπτείας του ομίλου, δύναται να καθορίζει, εφόσον απαιτείται για την αποτελεσματική λειτουργία Κολλεγίου εποπτικών αρχών, ότι ορισμένες εργασίες θα διενεργούνται από ένα περιορισμένο πλήθος συμμετεχόντων εποπτικών αρχών.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Η Εποπτική Αρχή συνάπτει συμφωνίες (ρυθμίσεις) συντονισμού για τη συγκρότηση και λειτουργία των κολλεγίων με τις άλλες ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές. Σε περίπτωση διάστασης απόψεων σχετικά με τις ρυθμίσεις συντονισμού η Εποπτική Αρχή μπορεί να απευθύνεται στην ΕΑΑΕΣ και να ζητά τη σύμφωνα, με το άρθρο 19 του Κανονισμού (ΕΕ) 1094/2010, συνδρομή της. Η Εποπτική Αρχή εφόσον δρα ως αρχή εποπτείας του ομίλου λαμβάνει την τελική της απόφαση σύμφωνα με την απόφαση της ΕΑΑΕΣ και διαβιβάζει την εν λόγω απόφαση στις λοιπές ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Με την επιφύλαξη οποιουδήποτε μέτρου που έχει ληφθεί δυνάμει του παρόντος νόμου ή της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ, οι συμφωνίες συντονισμού που αναφέρονται στην παράγραφο 4 του παρόντος προσδιορίζουν τις διαδικασίες όσον αφορά: α) στη διαδικασία λήψης αποφάσεων μεταξύ των αρμόδιων εποπτικών αρχών σύμφωνα με τα άρθρα 189, 190 και 202 του παρόντος, β) στη διαβούλευση που αναφέρεται στην παράγραφο 4 του παρόντος και στην παράγραφο 5 του άρθρου 176 του παρόντος. Με την επιφύλαξη των δικαιωμάτων και των καθηκόντων της Εποπτικής Αρχής και των άλλων εποπτικών αρχών, που προβλέπονται στην Οδηγία 2009/138/ ΕΚ και στον παρόντα νόμο, οι συμφωνίες συντονισμού μπορούν να προβλέπουν πρόσθετα καθήκοντα για την αρχή εποπτείας του ομίλου, για λοιπές εποπτικές αρχές ή για την ΕΑΑΕΣ, στις περιπτώσεις που αυτό συνεπάγεται αποδοτικότερη εποπτεία του ομίλου και δεν εμποδίζει τις εποπτικές δραστηριότητες των μελών του Κολλεγίου εποπτικών αρχών σε σχέση με τις ιδιαίτερες αρμοδιότητές τους. Επιπλέον, οι συμφωνίες συντονισμού είναι δυνατόν να προσδιορίζουν: α) τη διαβούλευση μεταξύ των αρμόδιων εποπτικών αρχών, ιδίως σύμφωνα με τα άρθρα 171 έως 175, 177 έως 179, 185, 199 έως 201, 205, 211, 215 και 217 του παρόντος, β) τη συνεργασία με τις υπόλοιπες εποπτικές αρχές. 5. Η Εποπτική Αρχή εφόσον δρα ως αρχή εποπτείας ομίλου διαβιβάζει στην ΕΑΑΕΣ τις πληροφορίες σχετικά με τη λειτουργία των Κολλεγίων εποπτικών αρχών στα οποία συμμετέχει, καθώς και τις τυχόν δυσχέρειες που αντιμετώπισε και οι οποίες σχετίζονται με τις επανεξετάσεις της παραγράφου 6 του άρθρου 248 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ.

Άρθρο 204Συνεργασία και ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ εποπτικών αρχών (άρθρο 249 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ, παράγραφος 17 του άρθρου 4 της Οδηγίας 2011/89/ΕΕ, παράγραφος 67 του άρθρου 2 της Οδηγίας 2014/51/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Η Εποπτική Αρχή συνεργάζεται στενά με τις λοιπές εποπτικές αρχές ενός ομίλου, ιδίως κατά τις περιπτώσεις στις οποίες κάποια από τις ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις του ομίλου αντιμετωπίζει οικονομικές δυσκολίες. Προκειμένου να διασφαλισθεί ότι η Εποπτική Αρχή, καθώς και οι λοιπές εποπτικές αρχές έχουν στη διάθεσή τους την ίδια ποσότητα ουσιαστικών πληροφοριών, με την επιφύλαξη των αντίστοιχων αρμοδιοτήτων τους, η Εποπτική Αρχή ανταλλάσσει αμοιβαία με τις λοιπές εποπτικές αρχές τέτοιες πληροφορίες για την άσκηση και τη διευκόλυνση του εποπτικού έργου τόσο της Εποπτικής Αρχής όσο και των άλλων αρχών, δυνάμει της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ και του παρόντος νόμου. Στο πλαίσιο αυτό, η Εποπτική Αρχή γνωστοποιεί αμελλητί στις λοιπές εποπτικές αρχές όλες τις σχετικές πληροφορίες μόλις καθίστανται διαθέσιμες και ανταλλάσσει πληροφορίες όταν αυτό της ζητηθεί. Οι πληροφορίες που αναφέρονται στο παρόν εδάφιο περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, τις πληροφορίες σχετικά με πράξεις του ομίλου και των εποπτικών αρχών και πληροφορίες που παρέχονται από τον όμιλο. Η Εποπτική Αρχή, εφόσον δρα ως αρχή εποπτείας του ομίλου διαβιβάζει στις ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές και στην ΕΑΑΕΣ όλες τις σχετικές με τον όμιλο πληροφορίες σύμφωνα με το άρθρο 15, την παράγραφο 1 του άρθρου 38 και την παράγραφο 2 του άρθρου 209 του παρόντος, και ιδίως εκείνες που αφορούν στη νομική δομή του ομίλου, στο πλαίσιο διακυβέρνησης και στην οργανωτική δομή του ομίλου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Η Εποπτική Αρχή διαβιβάζει τις σχετικές πληροφορίες σε άλλη εποπτική αρχή ή ανταποκρίνεται σε αίτημα συνεργασίας και ανταλλαγής σχετικής πληροφόρησης άλλης εποπτικής αρχής εντός δύο (2) εβδομάδων. Σε περίπτωση που άλλη εποπτική αρχή δεν έχει διαβιβάσει σχετικές πληροφορίες στην Εποπτική Αρχή ή δεν έχει ανταποκριθεί εντός δύο εβδομάδων ή έχει απορρίψει αίτημα συνεργασίας ή αποστολής σχετικής πληροφόρησης της Εποπτικής Αρχής, η Εποπτική Αρχή μπορεί να απευθύνεται στην ΕΑΑΕΣ και να ζητήσει την σύμφωνα με το άρθρο 19 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 συνδρομή της.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Η Εποπτική Αρχή καλεί αμέσως σε συνεδρίαση όλες τις εποπτικές αρχές που συμμετέχουν στην εποπτεία του ομίλου τουλάχιστον στις ακόλουθες περιπτώσεις: α) όταν λάβει γνώση τυχόν σημαντικής παραβίασης της Κεφαλαιακής Απαίτησης Φερεγγυότητας ή παραβίασης της Ελάχιστης Κεφαλαιακής Απαίτησης μιας επιμέρους ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, β) όταν λάβει γνώση τυχόν σημαντικής παραβίασης της Κεφαλαιακής Απαίτησης Φερεγγυότητας σε επίπεδο ομίλου βάσει ενοποιημένων δεδομένων ή της συνολικής Κεφαλαιακής Απαίτησης Φερεγγυότητας του ομίλου, σύμφωνα με τη μέθοδο υπολογισμού που χρησιμοποιείται σύμφωνα με το Τμήμα 4 της Ενότητας 1 του Κεφαλαίου Γ΄ του Τρίτου Μέρους του παρόντος, γ) σε περίπτωση που προκύπτουν άλλες εξαιρετικές περιστάσεις.

Άρθρο 205Διαβουλεύσεις μεταξύ εποπτικών αρχών (άρθρο 250 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ, παράγραφος 68 του άρθρου 2 της Οδηγίας 2014/51/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Με την επιφύλαξη του άρθρου 203 του παρόντος, στις περιπτώσεις που μια απόφαση της Εποπτικής Αρχής είναι σημαντική για τα εποπτικά καθήκοντα άλλων εποπτικών αρχών, η Εποπτική Αρχή προβαίνει σε διαβούλευση με τις αυτές τις εποπτικές αρχές στο Κολλέγιο εποπτικών αρχών, πριν να ληφθεί η απόφαση αυτή, σχετικά με τα κατωτέρω θέματα: α) μεταβολές στη μετοχική διάρθρωση, στην οργανωτική ή διοικητική δομή των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων ενός ομίλου, οι οποίες απαιτούν την έγκριση ή την άδεια της Εποπτικής Αρχής, β) την απόφαση για την παράταση της περιόδου ανάκαμψης των παραγράφων 3 και 4 του άρθρου 109 του παρόντος, γ) σημαντικές κυρώσεις ή έκτακτα μέτρα που λαμβάνονται από την Εποπτική Αρχή, συμπεριλαμβανομένης της επιβολής πρόσθετης της Κεφαλαιακής Απαίτησης Φερεγγυότητας κεφαλαιακή απαίτηση δυνάμει του άρθρου 26 του παρόντος και της επιβολής οιουδήποτε περιορισμού στη χρήση εσωτερικού υποδείγματος για τον υπολογισμό της κεφαλαιακής απαίτησης φερεγγυότητας δυνάμει του Τμήματος 3 της Ενότητας 4 του Κεφαλαίου ΣΤ΄ του Πρώτου Μέρους του παρόντος. Για τους σκοπούς των περιπτώσεων β΄ και γ΄ της παρούσας παραγράφου, η Εποπτική Αρχή ζητεί πάντοτε τη γνώμη της αρχής εποπτείας του ομίλου. Επιπλέον, η Εποπτική Αρχή, όταν μια απόφασή της βασίζεται σε πληροφορίες που λαμβάνονται από άλλες εποπτικές αρχές, προβαίνει σε διαβούλευση με τις άλλες εποπτικές αρχές πριν να ληφθεί η απόφαση αυτή.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Με την επιφύλαξη του άρθρου 203 του παρόντος, η Εποπτική Αρχή μπορεί να αποφασίσει να μην προβεί σε διαβουλεύσεις σε περιπτώσεις έκτακτης ανάγκης ή όταν οι διαβουλεύσεις αυτές θα μπορούσαν να υπονομεύσουν την αποτελεσματικότητα της απόφασης. Στην περίπτωση αυτή, η Εποπτική Αρχή ενημερώνει, αμελλητί, τις λοιπές ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές.

Άρθρο 206Αιτήματα από την αρχή εποπτείας του ομίλου προς άλλες εποπτικές αρχές (άρθρο 251 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Η Εποπτική Αρχή, εφόσον δρα ως αρχή εποπτείας του ομίλου, μπορεί να καλέσει τις εποπτικές αρχές των κρατών−μελών στα οποία έχει την έδρα της η μητρική επιχείρηση, και οι οποίες δεν ασκούν οι ίδιες την εποπτεία του ομίλου σύμφωνα με το άρθρο 202 του παρόντος ή το άρθρο 247 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ, να ζητήσουν από τη μητρική επιχείρηση οποιαδήποτε πληροφορία χρήσιμη για την άσκηση των συντονιστικών δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, όπως προβλέπεται στο άρθρο 203 του παρόντος ή στο άρθρο 248 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ, και να διαβιβάσουν τις πληροφορίες αυτές στην Εποπτική Αρχή. Η Εποπτική Αρχή, εφόσον δρα ως αρχή εποπτείας του ομίλου, όταν χρειάζεται τις πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 2 του άρθρου 209 του παρόντος, οι οποίες έχουν ήδη παρασχεθεί σε άλλη εποπτική αρχή, απευθύνεται στην εν λόγω εποπτική αρχή, στο μέτρο του δυνατού, προκειμένου να αποφευχθεί επικάλυψη των πληροφοριών που διαβιβάζονται στις διάφορες αρχές οι οποίες συμμετέχουν στην εποπτεία.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Η Εποπτική Αρχή, εφόσον η μητρική επιχείρηση έχει την έδρα της στην Ελλάδα αλλά η Εποπτική Αρχή δεν ασκεί η ίδια την εποπτεία του ομίλου σύμφωνα με το άρθρο 202 του παρόντος ή το άρθρο 247 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ, ανταποκρίνεται σε κλήση της αρχής εποπτείας του ομίλου και ζητά από τη μητρική επιχείρηση οποιαδήποτε πληροφορία χρήσιμη για την άσκηση των συντονιστικών δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, όπως προβλέπεται στο άρθρο 203 του παρόντος ή στο άρθρο 248 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ και διαβιβάζει τις πληροφορίες αυτές στην αρχή εποπτείας του ομίλου.

Άρθρο 207Συνεργασία με τις αρχές που είναι υπεύθυνες για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων (άρθρο 252 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)

Όταν μια ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση και είτε ένα πιστωτικό ίδρυμα όπως ορίζεται στον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013 ή στο ν. 4261/2014 (Α΄107) ή μια επιχείρηση επενδύσεων όπως ορίζεται στην Οδηγία 2004/39/ΕΚ ή στο ν. 3606/2007 (Α΄195) ή και τα δύο, συνδέονται άμεσα ή έμμεσα ή έχουν κοινή συμμετέχουσα επιχείρηση, η Εποπτική Αρχή συνεργάζεται στενά με τις λοιπές ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές, καθώς και με τις αρχές που είναι υπεύθυνες για την εποπτεία των άλλων αυτών επιχειρήσεων. Με την επιφύλαξη των αντιστοίχων αρμοδιοτήτων της, η Εποπτική Αρχή ανταλλάσσει με τις αρχές αυτές κάθε πληροφορία η οποία ενδέχεται να απλοποιήσει το έργο είτε το δικό της είτε κάποιας από τις αρχές αυτές, ιδίως όπως προβλέπεται στο Τρίτο Μέρος του παρόντος νόμου.

Άρθρο 208Επαγγελματικό απόρρητο και εμπιστευτικότητα (άρθρο 253 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)

Οι πληροφορίες που λαμβάνονται στο πλαίσιο της εποπτείας του ομίλου, και ιδίως οποιαδήποτε ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ της Εποπτικής Αρχής και λοιπών εποπτικών αρχών, καθώς και μεταξύ της Εποπτικής Αρχής και άλλων αρχών που προβλέπονται στο Τρίτο Μέρος του παρόντος νόμου, καλύπτονται από τις διατάξεις του άρθρου 44 του παρόντος περί επαγγελματικού απορρήτου και κοινοποίησης εμπιστευτικών πληροφοριών.

Άρθρο 209Πρόσβαση σε πληροφορίες (άρθρο 254 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ, παράγραφος 69 του άρθρου 2 της Οδηγίας 2014/51/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Τα φυσικά και νομικά πρόσωπα που περιλαμβάνονται στο πεδίο της εποπτείας του ομίλου και οι συνδεδεμένες επιχειρήσεις και συμμετέχουσες επιχειρήσεις τους, ανταλλάσσουν μεταξύ τους πληροφορίες οι οποίες είναι χρήσιμες για την άσκηση της εποπτείας του ομίλου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Η Εποπτική Αρχή έχει πρόσβαση σε οποιαδήποτε πληροφορία και έγγραφο χρήσιμο για το σκοπό της εποπτείας ομίλων, ανεξάρτητα από τη φύση της σχετικής επιχείρησης. Το άρθρο 24 εφαρμόζεται αναλόγως. Η Εποπτική Αρχή δύναται να απευθύνεται απευθείας στις επιχειρήσεις του ομίλου, ανεξάρτητα από τη φύση της σχετικής επιχείρησης προκειμένου να λάβει τις αναγκαίες πληροφορίες, μόνον εφόσον η Εποπτική Αρχή έχει ζητήσει τις πληροφορίες αυτές από την ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση που υπόκειται σε εποπτεία σε επίπεδο ομίλου και δεν έχουν παρασχεθεί από την επιχείρηση αυτή εντός εύλογου χρονικού διαστήματος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Η Εποπτική Αρχή, εφόσον δρα ως αρχή εποπτείας του ομίλου, μπορεί να περιορίζει τη συχνότητα υποβολής της παρεχόμενης σε επίπεδο ομίλου πληροφόρησης για εποπτικούς σκοπούς, εφόσον όλες οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις του ομίλου ωφελούνται από τον περιορισμό της παραγράφου 6 του άρθρου 35 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ ή τον περιορισμό της παραγράφου 6 του άρθρου 24 του παρόντος, λαμβάνοντας υπόψη τη φύση, κλίμακα και πολυπλοκότητα των κινδύνων που είναι εγγενείς στις εργασίες του ομίλου. Σε κάθε περίπτωση, οι πληροφορίες αυτές θα πρέπει να υποβάλλονται τουλάχιστον μία φορά ετησίως. Η Εποπτική Αρχή, εφόσον δρα ως αρχή εποπτείας του ομίλου, μπορεί να εξαιρεί από την υποβολή αναλυτικών για κάθε ένα περιουσιακό στοιχείο πληροφοριών, εφόσον όλες οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις του ομίλου ωφελούνται από την εξαίρεση της παραγράφου 7 του άρθρου 35 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ ή την εξαίρεση της παραγράφου 6 του άρθρου 24 του παρόντος, λαμβάνοντας υπόψη τόσο τη φύση, κλίμακα και πολυπλοκότητα των κινδύνων που είναι εγγενείς στις εργασίες του ομίλου, όσο το σκοπό της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας.

Άρθρο 210Εξακρίβωση των πληροφοριών (άρθρο 255 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ, παράγραφος 70 του άρθρου 2 της Οδηγίας 2014/51/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Η Εποπτική Αρχή διεξάγει, είτε άμεσα είτε μέσω προσώπων, τα οποία ορίζει προς το σκοπό αυτόν, επιτόπια εξακρίβωση των πληροφοριών που αναφέρονται στο άρθρο 209 του παρόντος στις εγκαταστάσεις εντός Ελλάδος οποιασδήποτε των ακολούθων: α) της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης που υπόκειται στην εποπτεία του ομίλου, β) των συνδεδεμένων επιχειρήσεων της εν λόγω ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, γ) των μητρικών επιχειρήσεων της εν λόγω ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, δ) των συνδεδεμένων επιχειρήσεων μητρικής επιχείρησης της εν λόγω ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Σε περίπτωση που η Εποπτική Αρχή επιθυμεί, σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, να εξακριβώσει τις πληροφορίες σχετικά με μια επιχείρηση, ρυθμιζόμενη ή μη, η οποία ανήκει σε όμιλο και ευρίσκεται σε άλλο κράτος − μέλος, ζητά από τις εποπτικές αρχές του άλλου αυτού κράτους−μέλους να προβούν στην εξακρίβωση. Η Εποπτική Αρχή δύναται να συμμετέχει στην εξακρίβωση όταν δεν την διεξάγει άμεσα η ίδια. Η Εποπτική Αρχή, εφόσον λάβει σχετικό αίτημα εξακρίβωσης σύμφωνα με το άρθρο 255 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ ή το παρόν άρθρο ανταποκρίνεται σε αυτό εντός δύο (2) εβδομάδων από τη λήψη του αιτήματος, στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων της είτε με την άμεση διεξαγωγή της εξακρίβωσης ή επιτρέποντας σε ελεγκτή ή εμπειρογνώμονα να προβεί στην εξακρίβωση αυτή ή παρέχοντας τη δυνατότητα στην αρχή η οποία υπέβαλε το αίτημα να τη διενεργήσει η ίδια. Η αρχή εποπτείας του ομίλου ενημερώνεται για την αναληφθείσα δράση. Η Εποπτική Αρχή η οποία υπέβαλε το αίτημα μπορεί, εφόσον το επιθυμεί, να συμμετέχει στην εξακρίβωση όταν δεν την διεξαγάγει άμεσα η ίδια. Η ΕΑΑΕΣ μπορεί να συμμετέχει σε επιτόπιους ελέγχους στις περιπτώσεις που αυτές διενεργούνται από κοινού από δύο ή περισσότερες εποπτικές αρχές.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Σε περίπτωση που η εποπτική αρχή που έλαβε το αίτημα της Εποπτικής Αρχής για την εξακρίβωση της παραγράφου 2 του παρόντος δεν έχει ανταποκριθεί εντός δύο εβδομάδων ή σε περίπτωση που η Εποπτική Αρχή δεν δύναται να ασκήσει στην πράξη το δικαίωμά της να συμμετέχει στην εξακρίβωση αυτή, η Εποπτική Αρχή μπορεί να απευθύνεται στην ΕΑΑΕΣ και να ζητήσει τη σύμφωνα, με το άρθρο 19 του Κανονισμού (ΕΕ) 1094/2010, συνδρομή της.

Άρθρο 211Έκθεση για τη φερεγγυότητα και τη χρηματοοικονομική κατάσταση του ομίλου (άρθρο 256 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ, παράγραφος 18 του άρθρου 4 της Οδηγίας 2011/89/ΕΕ, παράγραφος 71 του άρθρου 2 της Οδηγίας 2014/51/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Οι συμμετέχουσες ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, καθώς και οι εταιρείες ασφαλιστικών συμμετοχών και οι μικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών δημοσιεύουν, σε ετήσια βάση, έκθεση για τη φερεγγυότητα και την χρηματοοικονομική κατάσταση σε επίπεδο ομίλου. Τα άρθρα 38 και 40 έως 42 του παρόντος εφαρμόζονται αναλόγως.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Οσάκις η συμμετέχουσα ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση ή η εταιρεία ασφαλιστικών συμμετοχών ή η μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών το αποφασίζει, και με την επιφύλαξη της σύμφωνης γνώμης της αρχής εποπτείας του ομίλου, μπορεί να δημοσιεύει ενιαία έκθεση για τη φερεγγυότητα και τη χρηματοοικονομική κατάσταση, η οποία περιλαμβάνει τα ακόλουθα: α) τις πληροφορίες στο επίπεδο του ομίλου που πρέπει να δημοσιεύονται σύμφωνα με την παράγραφο 1 του παρόντος, β) τις πληροφορίες για οποιαδήποτε από τις θυγατρικές του ομίλου που πρέπει να είναι ξεχωριστές και αναγνωρίσιμες και να δημοσιεύονται σύμφωνα με τα 38 και 40 έως 42 του παρόντος. Πριν να δώσει τη συγκατάθεσή της σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο της παρούσας, η Εποπτική Αρχή, εφόσον δρα ως επόπτης ομίλου, ζητεί τη γνώμη και λαμβάνει δεόντως υπόψη τις απόψεις και τις επιφυλάξεις όλων των μελών του Κολλεγίου εποπτικών αρχών. Η Εποπτική Αρχή εφόσον είναι ενδιαφερόμενη εποπτική αρχή παρέχει τη γνώμη της, ή τις τυχόν επιφυλάξεις της σε περιπτώσεις του πρώτου εδαφίου της παρούσας.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Στην περίπτωση θυγατρικής επιχείρησης, όταν η έκθεση που αναφέρεται στην παράγραφο 2 δεν περιλαμβάνει τις πληροφορίες τις οποίες η Εποπτική Αρχή απαιτεί από συγκρίσιμες επιχειρήσεις να παρέχουν, και εφόσον η παράλειψη αυτή είναι ουσιαστική, η Εποπτική Αρχή έχει την εξουσία να απαιτήσει από τη σχετική θυγατρική να δημοσιοποιήσει τις αναγκαίες πρόσθετες πληροφορίες.

Άρθρο 212Διάρθρωση ομίλου

(άρθρο 256α της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ, παράγραφος 72 του άρθρου 2 της Οδηγίας 2014/51/ΕΕ) Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, οι εταιρείες ασφαλιστικών συμμετοχών και οι μικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών δημοσιοποιούν στο κοινό, σε επίπεδο ομίλου, σε ετήσια βάση, τη νομική, τη διοικητική και την οργανωτική τους διάρθρωση, συμπεριλαμβανομένης περιγραφής όλων των θυγατρικών, των σημαντικών συνδεδεμένων επιχειρήσεων και των σημαντικών υποκαταστημάτων που ανήκουν στον όμιλο.

Άρθρο 213Διοικητικό συμβούλιο εταιρειών ασφαλιστικών συμμετοχών ή μικτών χρηματοοικονομικών εταιρειών συμμετοχών

(άρθρο 257 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ, παράγραφος 19 του άρθρου 4 της Οδηγίας 2011/89/ΕΕ) Όλα τα μέλη της διοίκησης εταιρείας ασφαλιστικών συμμετοχών ή μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών, διαθέτουν την απαιτούμενη αξιοπιστία και καταλληλότητα για την άσκηση των καθηκόντων τους. Οι διατάξεις του άρθρου 31 του παρόντος εφαρμόζονται αναλόγως.

Άρθρο 214Μέτρα επιβολής (άρθρο 258 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ, παράγραφος 20 του άρθρου 4 της Οδηγίας 2011/89/ΕΕ, παράγραφος 73 του άρθρου 2 της Οδηγίας 2014/51/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Εάν οι ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις ενός ομίλου δεν συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις που αναφέρονται στα άρθρα 176 έως 201 του παρόντος ή εάν οι απαιτήσεις πληρούνται αλλά προκύπτουν κίνδυνοι για την φερεγγυότητα ή εάν οι εντός του ομίλου συναλλαγές ή οι συγκεντρώσεις κινδύνων αποτελούν απειλή για την χρηματοοικονομική θέση των ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών επιχειρήσεων, η Εποπτική Αρχή απαιτεί από τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις και, εφόσον δρα ως αρχή εποπτείας του ομίλου, από τις εταιρείες ασφαλιστικών συμμετοχών ή τις μικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών, τη λήψη των αναγκαίων μέτρων προκειμένου να διορθωθεί η κατάσταση το συντομότερο δυνατό. Στη περίπτωση που η Εποπτική Αρχή δρα ως αρχή εποπτείας του ομίλου και η εταιρεία ασφαλιστικών συμμετοχών ή η μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών έχει την έδρα της σε άλλο κράτος − μέλος από την ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, τότε η Εποπτική Αρχή ενημερώνει τις εποπτικές αρχές των άλλων κρατών−μελών για τις διαπιστώσεις της προκειμένου να μπορέσουν να λάβουν τα αναγκαία μέτρα. Με την επιφύλαξη της παραγράφου 2 του παρόντος, η Εποπτική Αρχή λαμβάνει κάθε αναγκαίο και πρόσφορο μέτρο, όπως ενδεικτικά να επιβάλλει τις κυρώσεις του άρθρου 256 του παρόντος, για τις εταιρείες ασφαλιστικών συμμετοχών και τις μικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών. Η Εποπτική Αρχή συντονίζεται με τις λοιπές ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές, συμπεριλαμβανομένης της αρχής εποπτείας του ομίλου, οσάκις ενδείκνυται, για τα επιβαλλόμενα μέτρα.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Με την επιφύλαξη των διατάξεων του ποινικού δικαίου, η Εποπτική Αρχή μπορεί να επιβάλλει κυρώσεις ή μέτρα σε εταιρείες ασφαλιστικών συμμετοχών οι οποίες παραβιάζουν νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις που έχουν θεσπισθεί για την εφαρμογή του παρόντος Μέρους ή στο πρόσωπο το οποίο ασκεί ουσιαστικά τη διοίκηση των εταιρειών αυτών. Η Εποπτική Αρχή συνεργάζεται στενά με τις λοιπές εποπτικές αρχές προκειμένου να εξασφαλιστεί ότι οι εν λόγω κυρώσεις ή τα μέτρα είναι αποτελεσματικά, ιδίως όταν η κεντρική διοίκηση ή η κύρια εγκατάσταση εταιρείας ασφαλιστικών συμμετοχών δεν ευρίσκεται στον ίδιο τόπο με την καταστατική έδρα της.

Αθήνα, 3 Φεβρουαρίου 2016
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
ΠΡΟΚΟΠΙΟΣ Β. ΠΑΥΛΟΠΟΥΛΟΣ
ΟΙ ΥΠΟΥΡΓΟΙ
ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΚΑΙ ΑΝΑΠΛΗΡΩΤΗΣ ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗΣ ΑΝΑΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗΣ ΑΝΑΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗΣ
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΚΟΥΡΟΥΜΠΛΗΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΤΟΣΚΑΣ
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ, ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ, ΔΙΑΦΑΝΕΙΑΣ
ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΚΑΙ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΣΤΑΘΑΚΗΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΟΠΟΥΛΟΣ
ΕΡΓΑΣΙΑΣ, ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ
ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΤΡΟΥΓΚΑΛΟΣ ΕΥΚΛΕΙΔΗΣ ΤΣΑΚΑΛΩΤΟΣ
ΑΝΑΠΛΗΡΩΤΗΣ ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΧΟΥΛΙΑΡΑΚΗΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΠΑΠΠΑΣ
Θεωρήθηκε και τέθηκε η Μεγάλη Σφραγίδα του Κράτους.
Αθήνα, 4 Φεβρουαρίου 2016
Ο ΕΠΙ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΥΠΟΥΡΓΟΣ
ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΟΠΟΥΛΟΣ