13 Α' 2016

ΝΟΜΟΣ 4364/2016

Προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας στην Οδηγία 2009/138/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2009, σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριοτήτων ασφάλισης και αντασφάλισης (Φερεγγυότητα ΙΙ), στα άρθρα 2 και 8 της Oδηγίας 2014/51/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Απριλίου 2014 σχετικά με την τροποποίηση των Οδηγιών 2003/71/ΕΚ και 2009/138/ΕΚ, και των Κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 1060/2009, (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 και (ΕΕ) αριθ. 1095/2010, όσον αφορά τις εξουσίες της Ευρωπαϊκής Αρχής Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων (εφεξής ΕΑΑΕΣ) και της Ευρωπαϊκής Αρχής Κινητών Αξιών και Αγορών, καθώς και στο άρθρο 4 της Οδηγίας 2011/89/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Νοεμβρίου 2011, σχετικά με τη συμπληρωματική εποπτεία των χρηματοπιστωτικών οντοτήτων που ανήκουν σε χρηματοπιστωτικούς ομίλους ετερογενών δραστηριοτήτων και συναφείς διατάξεις της νομοθεσίας περί της ιδιωτικής ασφάλισης και άλλες διατάξεις.

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ - ΓΕΝΙΚΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΝΑΛΗΨΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΣΚΗΣΗ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΩΝ ΠΡΩΤΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΚΑΙ ΑΝΤΑΣΦΑΛΙΣΗΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ΄ - ΓΕΝΙΚΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ ΕΠΟΠΤΕΙΑΣ
05 Φεβρουαρίου 2016

ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ
ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
ΤΕΥΧΟΣ ΠΡΩΤΟ Αρ. Φύλλου 13
5 Φεβρουαρίου 2016

NOMOΣ ΥΠ’ ΑΡΙΘ. 4364
Προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας στην Οδηγία 2009/138/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2009, σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριοτήτων ασφάλισης και αντασφάλισης (Φερεγγυότητα ΙΙ), στα άρθρα 2 και 8 της Oδηγίας 2014/51/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Απριλίου 2014 σχετικά με την τροποποίηση των Οδηγιών 2003/71/ΕΚ και 2009/138/ΕΚ, και των Κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 1060/2009, (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 και (ΕΕ) αριθ. 1095/2010, όσον αφορά τις εξουσίες της Ευρωπαϊκής Αρχής Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων (εφεξής ΕΑΑΕΣ) και της Ευρωπαϊκής Αρχής Κινητών Αξιών και Αγορών, καθώς και στο άρθρο 4 της Οδηγίας 2011/89/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Νοεμβρίου 2011, σχετικά με τη συμπληρωματική εποπτεία των χρηματοπιστωτικών οντοτήτων που ανήκουν σε χρηματοπιστωτικούς ομίλους ετερογενών δραστηριοτήτων και συναφείς διατάξεις της νομοθεσίας περί της ιδιωτικής ασφάλισης και άλλες διατάξεις.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Εκδίδομε τον ακόλουθο νόμο που ψήφισε η Βουλή:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ΄ΓΕΝΙΚΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ ΕΠΟΠΤΕΙΑΣ
Άρθρο 19Σκοπός και γενικές αρχές της εποπτείας (άρθρα 27, 28 και 29 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Η Εποπτική Αρχή εποπτεύει την ορθή λειτουργία της αγοράς ασφαλίσεων και αντασφαλίσεων και διασφαλίζει τη διαρκή συμμόρφωση των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων με τις διατάξεις του παρόντος νόμου και της κείμενης ασφαλιστικής νομοθεσίας κατά τη λειτουργία τους έως και την εκκαθάρισή τους, αλλά και κατά την παροχή υπηρεσιών από αυτές και από τους συνεργαζόμενους με αυτές ασφαλιστικούς και αντασφαλιστικούς διαμεσολαβητές και κατά την εφαρμογή της περί υποχρεωτικής ασφάλισης και της περί ασφάλισης οχημάτων νομοθεσίας. Η εποπτεία ασκείται επί τη βάσει διερευνητικής και βασισμένης στον κίνδυνο προσέγγισης και περιλαμβάνει κατάλληλο συνδυασμό εποπτικής δράσης εντός και εκτός των χώρων της ασφαλιστικής και αντασφαλιστικής επιχείρησης και είναι ανάλογη προς τη φύση, την πολυπλοκότητα και την κλίμακα των κινδύνων, που κάθε επιχείρηση αναλαμβάνει σύμφωνα με τις δραστηριότητές της.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Σκοπός της εποπτείας σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου είναι η προστασία των ληπτών της ασφάλισης, των ασφαλισμένων και των δικαιούχων απαιτήσεων από ασφάλιση. Η Εποπτική Αρχή λαμβάνει επιπροσθέτως, για την άσκηση της εποπτείας, υπόψη: α) την ενδεχόμενη επίπτωση κάθε εποπτικής πράξης στην σταθερότητα του ελληνικού χρηματοπιστωτικού συστήματος και των αντίστοιχων ευρωπαϊκών χρηματοπιστωτικών συστημάτων, ιδιαίτερα σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης και με βάση τις πληροφορίες που διαθέτει εκείνη την χρονική στιγμή και β) το ενδεχόμενο της κάθε εποπτικής πράξης να εντείνει περαιτέρω τον οικονομικό κύκλο, ιδιαίτερα σε περιόδους ασυνήθιστων κινήσεων στις χρηματοοικονομικές αγορές.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Η Εποπτική Αρχή μεριμνά να διαθέτει σε συνεχή βάση επαρκές εξειδικευμένο προσωπικό για την άσκηση των εποπτικών της αρμοδιοτήτων σύμφωνα με τον παρόντα νόμο και την επίτευξη του σκοπού της εποπτείας σύμφωνα με την παράγραφο 2 του παρόντος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Με απόφαση της Εποπτικής Αρχής, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, καθορίζεται η εισφορά των εποπτευομένων ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων, για την εξασφάλιση των πόρων που απαιτούνται για την επιτέλεση του σκοπού της σύμφωνα με το παρόν άρθρο, σε ποσοστό μέχρι 1,5 τοις χιλίοις επί των ακαθάριστων ετήσιων εγγεγραμμένων ασφαλίστρων.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Σε περίπτωση που η Εποπτική Αρχή εισηγείται προς τον Υπουργό Οικονομικών την υιοθέτηση νομοθετικών ρυθμίσεων του πλαισίου της ιδιωτικής ασφάλισης, συνοδεύει την εισήγηση αυτή υποχρεωτικά από σχετική γνωμοδότησή της.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Η Εποπτική Αρχή δύναται να επιβάλλει τις διοικητικές κυρώσεις που προβλέπονται στις διατάξεις του άρθρου 256 του παρόντος νόμου, τόσο στην ίδια την επιχείρηση και στους νόμιμους εκπροσώπους της, όσο και στα μέλη διοίκησης και ελέγχου αυτής της παραγράφου 2 του άρθρου 29 του παρόντος νόμου. Επίσης, δύναται να επιβάλλει τα προβλεπόμενα από την εν γένει κείμενη ασφαλιστική νομοθεσία πρόστιμα, πειθαρχικές ποινές και λοιπές διοικητικές κυρώσεις.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 7

Με απόφαση της Εποπτικής Αρχής, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, καθορίζονται τα δεδομένα με τα οποία διασφαλίζεται η συνεπής εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας στις περιπτώσεις της παραγράφου 1 του παρόντος, ιδιαίτερα όσον αφορά στις μικρές ασφαλιστικές επιχειρήσεις και τα κριτήρια αξιολόγησης και εποπτικής δράσης των περιπτώσεων της παραγράφου 2 του παρόντος.

Άρθρο 20Περιεχόμενο της εποπτείας (άρθρα 30 και 33 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ, παράγραφος 6 του άρθρου 2 της Οδηγίας 2014/51/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Η Εποπτική Αρχή ασκεί χρηματοοικονομική εποπτεία, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου: α) επί των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων που εδρεύουν στην Ελλάδα, περιλαμβανομένων και των δραστηριοτήτων που αυτές ασκούν μέσω υποκαταστημάτων ή υπό καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών στην αλλοδαπή, β) επί των εγκατεστημένων στην Ελλάδα υποκαταστημάτων των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων που εδρεύουν σε τρίτες χώρες.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Με την επιφύλαξη των διατάξεων της παραγράφου 4 του παρόντος, τα εγκατεστημένα στην Ελλάδα υποκαταστήματα ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων με έδρα σε άλλο κράτος − μέλος υπάγονται στη χρηματοοικονομική εποπτεία των αρμόδιων αρχών του κράτους μέλους καταγωγής.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Η χρηματοοικονομική εποπτεία της παραγράφου 1 του παρόντος περιλαμβάνει την εξακρίβωση, για το σύνολο των δραστηριοτήτων της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, ή των υποκαταστημάτων ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης τρίτης χώρας, της κατάστασης της φερεγγυότητάς της, της σύστασης τεχνικών προβλέψεων, των στοιχείων του ενεργητικού της και των επιλέξιμων ιδίων κεφαλαίων, σύμφωνα με τους κανόνες του παρόντος νόμου και του ευρωπαϊκού δικαίου. Ειδικά για επιχειρήσεις που ασκούν τον Κλάδο 18 «Βοήθεια» κατά ζημιών, η εποπτεία εκτείνεται και στον έλεγχο των τεχνικών μέσων που διαθέτουν οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις αυτές για την καλή εκτέλεση των εργασιών βοήθειας που έχουν αναλάβει.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Εάν ο ασφαλιζόμενος κίνδυνος ή η ασφαλιστική υποχρέωση βρίσκεται στην Ελλάδα ή η Ελλάδα είναι κράτος υποδοχής μίας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, και η Εποπτική Αρχή έχει λόγους να θεωρεί ότι οι δραστηριότητες μιας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης θα μπορούσαν να αποβούν επιβλαβείς για την οικονομική ευρωστία της επιχείρησης, ενημερώνει τις εποπτικές αρχές του κράτους − μέλους καταγωγής της εν λόγω επιχείρησης. Σε περίπτωση υποκαταστήματος ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης με έδρα σε άλλο κράτος − μέλος, εκπρόσωποι των αρμοδίων αρχών του κράτους καταγωγής της επιχείρησης ή άτομα εξουσιοδοτημένα από τις αρχές για το σκοπό αυτό, δύνανται, αφού ενημερώσουν την Εποπτική Αρχή, να προβαίνουν σε επιτόπιους ελέγχους εντός της Ελλάδος με σκοπό την επαλήθευση των αναγκαίων πληροφοριών ώστε να διασφαλίσουν τη χρηματοοικονομική εποπτεία της επιχείρησης. Η Εποπτική Αρχή και η ΕΑΑΕΣ δύναται να συμμετέχουν στους ανωτέρω επιτόπιους ελέγχους.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Η Εποπτική Αρχή, ως εποπτική αρχή καταγωγής, εξακριβώνει, με κάθε πρόσφορο μέσο και με επιτόπιο έλεγχο, εφόσον απαιτείται, εάν η επιχείρηση τηρεί τις αρχές της συνετούς διαχείρισης, όπως ορίζονται στον παρόντα νόμο, ή εφόσον λάβει αντίστοιχα ειδοποίηση από αρμόδια εποπτική αρχή κράτους υποδοχής κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο 4 του παρόντος, αναλόγως εφαρμοζόμενης. Η Εποπτική Αρχή δύναται να απευθύνεται στην ΕΑΑΕΣ και να ζητά την βοήθειά της σύμφωνα με το άρθρο 19 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 για κάθε περίπτωση κατά την οποία, ενώ έχει ενημερώσει τις εποπτικές αρχές ενός κράτους υποδοχής ότι προτίθεται να διενεργήσει επιτόπιους ελέγχους σύμφωνα με το ανωτέρω εδάφιο, της απαγορεύεται να ασκήσει το δικαίωμά της για διενέργεια αυτών των επιτόπιων ελέγχων ή για κάθε περίπτωση κατά την οποία η εποπτική αρχή του κράτους μέλος υποδοχής αδυνατεί να ασκήσει στην πράξη το δικαίωμά της για συμμετοχή στους ανωτέρω επιτόπιους ελέγχους.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Η ΕΑΑΕΣ μπορεί να συμμετέχει σε επιτόπιους ελέγχους στις περιπτώσεις που αυτές διενεργούνται από κοινού από δύο ή περισσότερες εποπτικές αρχές.

Άρθρο 21Διαφάνεια και ευθύνη της εποπτικής αρχής (άρθρο 31 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ, παράγραφος 5 του άρθρου 2 της Οδηγίας 2014/51/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Η Εποπτική Αρχή ασκεί την εποπτεία σύμφωνα με τις αρχές της εμπιστευτικότητας, της διαφάνειας και της ευθύνης, όπως αυτές προβλέπονται στις οικείες διατάξεις.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Στο διαδικτυακό τόπο της Εποπτικής Αρχής δημοσιεύονται οι ακόλουθες πληροφορίες: α) όλες οι διατάξεις της κείμενης περί ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων νομοθεσίας, συμπεριλαμβανόμενου του παρόντος νόμου, των οικείων αποφάσεων που εκδίδονται κατ’ εξουσιοδότησή του και των ευρωπαϊκών νομοθετημάτων, ως και κάθε εγκύκλιος, οδηγία ή γενική σύσταση στο πλαίσιο της εφαρμογής των διατάξεων αυτών, β) τα γενικά κριτήρια και οι μέθοδοι που χρησιμοποιούνται κατά τη διαδικασία εποπτικής αξιολόγησης του άρθρου 25 του παρόντος, περιλαμβανομένων των εποπτικών εργαλείων της παραγράφου 4 του άρθρου 23 του παρόντος, γ) συγκεντρωτικά στατιστικά στοιχεία για βασικές παραμέτρους εφαρμογής του πλαισίου της προληπτικής εποπτείας, δ) ο τρόπος χρήσης των εθνικών διακριτικών ευχερειών της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ, ε) οι στόχοι, οι βασικές λειτουργίες και οι δραστηριότητες εποπτείας.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Η Εποπτική Αρχή συντάσσει και υποβάλλει στη Βουλή ετήσια έκθεση σχετικά με τις εποπτικές της δραστηριότητες και υποχρεώσεις που προβλέπονται από τον παρόντα νόμο.

Άρθρο 22Συμβάσεις αντασφάλισης και αντεκχώρησης (άρθρο 32 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)

Η Εποπτική Αρχή δεν δύναται να απορρίπτει σύμβαση αντασφάλισης ή αντεκχώρησης, ανάμεσα σε ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, για λόγους που συνδέονται άμεσα με την οικονομική ευρωστία της επιχείρησης που δέχεται την αντεκχώρηση ή αναλαμβάνει την αντασφάλιση, εφόσον η επιχείρηση αυτή είναι αδειοδοτημένη σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 10 και 11 του παρόντος ή του άρθρου 14 της Οδηγίας 2009/ 138/ΕΚ.

Άρθρο 23Γενικές εποπτικές εξουσίες (άρθρα 34 και 35 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Σχετικά με τις δραστηριότητες πρωτασφάλισης και αντασφάλισης, η Εποπτική Αρχή ασκεί την εποπτεία σε προληπτική, διορθωτική και κατασταλτική βάση. Δύναται να λαμβάνει όλα τα κατάλληλα και αναγκαία μέτρα, ώστε αφ’ ενός οι δραστηριότητες των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων να είναι σύμφωνες με τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις που ισχύουν στην Ελλάδα και στα άλλα κράτη − μέλη και αφετέρου να αποφευχθεί ή εξαλειφθεί κάθε ανωμαλία που θα έθιγε τα συμφέροντα των ασφαλισμένων. Σχετικά με τη δραστηριότητα της ασφαλιστικής και αντασφαλιστικής διαμεσολάβησης, η Εποπτική Αρχή εποπτεύει την τήρηση της νομοθεσίας για την ασφαλιστική και αντασφαλιστική διαμεσολάβηση, ιδίως όσον αφορά την τήρηση και το περιεχόμενο του οικείου μητρώου κατά κατηγορία διαμεσολαβούντος. Μπορεί να καθορίζει συγκεκριμένες υποχρεώσεις εσωτερικής οργάνωσης των επιχειρήσεων ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής διαμεσολάβησης, καθώς και την υποβολή και το περιεχόμενο οικονομικών καταστάσεων ή άλλων οικονομικών και λοιπών αναγκαίων στοιχείων για την άσκηση της εποπτείας.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Στο πλαίσιο της εποπτείας που ασκεί, η Εποπτική Αρχή μπορεί να διενεργεί, σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, γενικούς ή ειδικούς, επιτόπιους ή μη, ελέγχους στις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις και στα εποπτευόμενα φυσικά ή νομικά πρόσωπα.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Η Εποπτική Αρχή, κατά την άσκηση των εποπτικών αρμοδιοτήτων της, διά των εντεταλμένων οργάνων της: α) Έχει πρόσβαση σε οποιοδήποτε έγγραφο, βιβλίο ή άλλο στοιχείο υπό οποιαδήποτε μορφή, για το σύνολο των δραστηριοτήτων της επιχείρησης εντός και εκτός της Ελλάδας και που τηρούνται είτε στις εποπτευόμενες ασφαλιστικές επιχειρήσεις ή και σε άλλες επιχειρήσεις ή οργανισμούς, ενδεικτικά που εκτελούν χρέη θεματοφύλακα της περιουσίας, και μπορεί να λαμβάνει αντίγραφό του, ακόμη και εάν αυτό περιέχει απλά ή ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα κατά την έννοια του ν. 2472/1997 (Α΄ 50). β) Μπορεί να ζητά πληροφορίες από οποιοδήποτε πρόσωπο ή δημόσια αρχή. γ) Μπορεί να απαιτεί τη διακοπή της πώλησης συγκεκριμένου ασφαλιστικού προϊόντος ή τη διακοπή κάθε δραστηριότητας ή πρακτικής που είναι αντίθετη με το νόμο αυτόν, την αντίστοιχη Ευρωπαϊκή ασφαλιστική νομοθεσία ή τις αποφάσεις που εκδίδονται κατ’ εξουσιοδότησή του. δ) Μπορεί να απαγορεύει προσωρινά, για περίοδο που δεν μπορεί να υπερβαίνει τα πέντε (5) έτη, σε πρόσωπα την εξακολούθηση της άσκησης ή την ανάληψη καθηκόντων του άρθρου 31 του παρόντος σε μία ή περισσότερες ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις. ε) Μπορεί να λαμβάνει πληροφορίες από εξωτερικούς εμπειρογνώμονες, ενδεικτικά αναλογιστές και ελεγκτές των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων και να αναθέτει εξακριβώσεις, μελέτες ή έρευνες σε ορκωτούς λογιστές, αναλογιστές και άλλους εμπειρογνώμονες. στ) Μπορεί να λαμβάνει κάθε πληροφορία σχετικά με συμβάσεις που βρίσκονται στην κατοχή διαμεσολαβητών ή έχουν συναφθεί με τρίτους. ζ) Πέραν των οριζομένων στην παράγραφο 2 του παρόντος, έλεγχοι μπορεί να διενεργούνται και: ζα) Σε κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, που δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος νόμου αλλά, είτε του έχουν ανατεθεί εξωτερικά λειτουργίες ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 37 του παρόντος, είτε είναι τρίτος με τον οποίον η ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση έχει πραγματοποιήσει συναλλαγή, ο έλεγχος του οποίου είναι αναγκαίος για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος. ζβ) Σε οποιοδήποτε άλλο φυσικό ή νομικό πρόσωπο, μόνο όμως στο πλαίσιο της εφαρμογής των διατάξεων της κείμενης ασφαλιστικής νομοθεσίας και εφόσον ο έλεγχος δεν μπορεί να επιτευχθεί μέσω της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Κατά τη διαδικασία εποπτικής αξιολόγησης του άρθρου 25 του παρόντος, η Εποπτική Αρχή μπορεί, εφόσον το θεωρεί αναγκαίο, να αναπτύσσει, επιπροσθέτως του υπολογισμού της Κεφαλαιακής Απαίτησης Φερεγγυότητας, πρόσθετα ποσοτικά εποπτικά εργαλεία (ενδεικτικά διαγνωστικές ασκήσεις και ασκήσεις προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων), με τα οποία θα εξετάζεται η δυνατότητα των επιχειρήσεων να ανταπεξέρχονται σε πιθανά γεγονότα ή μελλοντικές αλλαγές της οικονομικής συγκυρίας τα οποία θα μπορούσαν να έχουν αρνητικό αντίκτυπο στη συνολική χρηματοοικονομική τους θέση. Η εφαρμογή των ως άνω εποπτικών εργαλείων και ασκήσεων από τις επιχειρήσεις είναι υποχρεωτική.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Κατά τη διενέργεια ελέγχων από την Εποπτική Αρχή ή τις αρμόδιες αρχές των άλλων κρατών − μελών, δυνάμει του παρόντος νόμου και της εν γένει ισχύουσας νομοθεσίας περί άσκησης της εποπτείας, τα υποκείμενα στους ελέγχους αυτούς πρόσωπα δεν δικαιούνται να επικαλεσθούν το απόρρητο των τραπεζικών καταθέσεων ή τη νομοθεσία περί προστασίας των προσωπικών δεδομένων ή άλλο απόρρητο έναντι των αρμόδιων αρχών ή των εξουσιοδοτημένων από αυτές για τη διενέργεια του ελέγχου προσώπων.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Με απόφαση της Εποπτικής Αρχής, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, καθορίζονται οι εν γένει ουσιαστικές και τυπικές προϋποθέσεις άσκησης του επαγγέλματος του ασφαλιστικού, αντασφαλιστικού και συνδεδεμένου ασφαλιστικού διαμεσολαβητή, τα απαιτούμενα δικαιολογητικά για την εγγραφή του ασφαλιστικού, αντασφαλιστικού και συνδεδεμένου ασφαλιστικού διαμεσολαβητή στο οικείο Επιμελητήριο, κατ’ άρθρο 4 π.δ. 190/2006, το ελάχιστο όριο κάλυψης και το ανώτατο επιτρεπόμενο ποσό απαλλαγής των ασφαλιστηρίων συμβολαίων επαγγελματικής αστικής ευθύνης των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών διαμεσολαβητών, και ο καθορισμός των εν γένει προθεσμιών που προβλέπονται στα άρθρα 3, 4 και 5 του π.δ. 190/06, όπως ενδεικτικά η προθεσμία για την ανανέωση εγγραφής στο οικείο Επαγγελματικό Επιμελητήριο.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 7

Με απόφαση της Εποπτική Αρχή, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως μπορεί να καθορίζεται κάθε αναγκαία λεπτομέρεια ως προς τη συνεργασία ασφαλιστικών επιχειρήσεων και επιχειρήσεων που διαμεσολαβούν στην ιδιωτική ασφάλιση με νομικά πρόσωπα δημοσίου και ιδιωτικού δικαίου που δραστηριοποιούνται στις χρηματοπιστωτικές εργασίες κυρίως ως προς τη διάθεση ασφαλιστικών προϊόντων, χωρίς να παραβιάζονται οι κείμενες διατάξεις περί ανταγωνισμού.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 8

Με απόφαση της Εποπτικής Αρχής, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως μπορεί να καθορίζονται τα ελάχιστα κριτήρια καταλληλότητας και αξιοπιστίας που εντάσσονται στις σχετικές πολιτικές των ασφαλιστικών επιχειρήσεων ώστε να διασφαλίζεται ότι οι συνδεδεμένοι ασφαλιστικοί διαμεσολαβητές και οι προστηθέντες τους ενεργούν εντίμως, νομίμως και με την απαιτούμενη προσοχή και επιμέλεια κατά τη διεξαγωγή των επαγγελματικών τους δραστηριοτήτων, διαθέτουν και χρησιμοποιούν αποτελεσματικά τους πόρους και τις διαδικασίες που απαιτούνται προς το συμφέρον των ασφαλισμένων και λαμβάνουν μέτρα ώστε να εντοπίζουν και να αντιμετωπίζουν αποτελεσματικά τις συγκρούσεις συμφερόντων.

Άρθρο 24Παρεχόμενη πληροφόρηση για εποπτικούς σκοπούς (άρθρο 35 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ, παράγραφος 7 του άρθρου 2 της Οδηγίας 2014/51/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις υποβάλλουν στην Εποπτική Αρχή κάθε πληροφορία που είναι απαραίτητη για την άσκηση της εποπτείας, χωρίς οι επιχειρήσεις να δικαιούνται να αντιτάξουν οποιοδήποτε απόρρητο έναντι της Εποπτικής Αρχής. Η εν λόγω πληροφόρηση περιλαμβάνει: α) ποιοτικά ή ποσοτικά στοιχεία, ή κάθε κατάλληλο συνδυασμό τους, β) στοιχεία που αφορούν στο ιστορικό, στην εκάστοτε τρέχουσα κατάσταση ή μελλοντική κατάσταση ή σε κάθε κατάλληλο συνδυασμό τους, γ) δεδομένα από εσωτερικές ή εξωτερικές της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης πηγές, ή κάθε κατάλληλο συνδυασμό τους.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Οι πληροφορίες της παραγράφου 1 του παρόντος πρέπει να πληρούν τις ακόλουθες αρχές: α) να αντικατοπτρίζουν τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων της συγκεκριμένης επιχείρησης, και ιδίως τους κινδύνους που ενυπάρχουν σε αυτές, β) να είναι προσβάσιμες, πλήρεις από κάθε ουσιώδη άποψη, συγκρίσιμες και με χρονική συνέπεια, και γ) να είναι συναφείς με το θέμα, αξιόπιστες και κατανοητές.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις διαθέτουν κατάλληλα συστήματα και δομές, προκειμένου να ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις των παραγράφων 1 και 2 του παρόντος, καθώς και τεκμηριωμένη έγγραφη πολιτική, που έχει λάβει την έγκριση του Διοικητικού τους Συμβούλιου, ώστε να εξασφαλίζεται σε συνεχή βάση η καταλληλότητα των πληροφοριών που υποβάλλονται.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Η Εποπτική Αρχή, έχοντας υπόψη της τους σκοπούς της εποπτείας σύμφωνα με το άρθρο 19 του παρόντος, ζητά και λαμβάνει τις πληροφορίες των παραγράφων 1 και 2 του παρόντος, που κατ’ ελάχιστον της επιτρέπουν να εφαρμόσει επιτυχώς τη διαδικασία εποπτικής αξιολόγησης του άρθρου 25 του παρόντος, και ειδικότερα: α) να αξιολογεί, για κάθε ασφαλιστική και αντασφαλιστική επιχείρηση που εποπτεύει, το σύστημα διακυβέρνησης που εφαρμόζει, τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές δραστηριότητες που ασκεί, τους κανόνες αποτίμησης που ακολουθεί για τον υπολογισμό των εποπτικών της κεφαλαίων, τους κινδύνους που αντιμετωπίζει και τα συστήματα διαχείρισης των κινδύνων αυτών, την κεφαλαιακή της δομή, τις κεφαλαιακές της ανάγκες και τον τρόπο άσκησης της διοίκησής τους, β) να λαμβάνει τις κατάλληλες αποφάσεις και να προβαίνει στις κατάλληλες ενέργειες για την εποπτεία των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Με απόφαση της Εποπτικής Αρχής, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, μπορεί να απαιτείται ο έλεγχος του συνόλου ή μέρους των πληροφοριών του παρόντος άρθρου από εξωτερικούς ελεγκτές και να καθορίζονται η φύση, η έκταση και η μορφή των πληροφοριών, ο χρόνος υποβολής τους, είτε σε προκαθορισμένες περιόδους, είτε κατά τον χρόνο προκαθορισμένων γεγονότων, είτε κατά την διάρκεια ερευνών σχετικά με την κατάσταση μιας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Με την επιφύλαξη της παραγράφου 4 του άρθρου 102 του παρόντος, η Εποπτική Αρχή με απόφασή της, κατόπιν αιτήσεως της ενδιαφερομένης ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης μπορεί να περιορίζει, αναφορικά με την συγκεκριμένη επιχείρηση, τη συχνότητα υποβολής των πληροφοριών του παρόντος άρθρου. Σε κάθε περίπτωση, οι πληροφορίες αυτές θα πρέπει να υποβάλλονται τουλάχιστον μία φορά ετησίως. Για την λήψη της απόφασης του προηγουμένου εδαφίου, η Εποπτική Αρχή εξετάζει αν η συχνότητα υποβολής των πληροφοριών αυτών από την επιχείρηση θα ήταν υπερβολικά επαχθής σε σχέση με τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των εγγενών κινδύνων της δραστηριότητας της επιχείρησης. Σε περίπτωση που η ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση ανήκει σε όμιλο υπό την έννοια της περίπτωσης (γ) της παραγράφου 1 του άρθρου 170 του παρόντος, η επιχείρηση αποδεικνύει στην Εποπτική Αρχή ότι η συχνότερη από μια φορά το έτος εποπτική αναφορά αντενδείκνυται δεδομένης της φύσης, της κλίμακας και της πολυπλοκότητας των εγγενών κινδύνων της δραστηριότητας του ομίλου. Η Εποπτική Αρχή διασφαλίζει ότι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις που απολαμβάνουν ετησίως τα ωφελήματα της παρούσας παραγράφου δεν υπερβαίνουν το 20% της αγοράς ασφαλίσεων ζωής και ζημιών, όπου το μερίδιο του κλάδου ζημιών προσδιορίζεται με όρους ακαθάριστων εγγεγραμμένων ασφαλίστρων και το μερίδιο του κλάδου ζωής προσδιορίζεται με όρους ακαθάριστων τεχνικών προβλέψεων. Η Εποπτική Αρχή διασφαλίζει ότι οι μικρότερες επιχειρήσεις διαθέτουν προτεραιότητα κατά τον καθορισμό της επιλεξιμότητας των επιχειρήσεων για τη λήψη των ωφελημάτων αυτών.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 7

Η Εποπτική Αρχή με απόφασή της, κατόπιν αιτήσεως της ενδιαφερομένης ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης μπορεί, αναφορικά με την συγκεκριμένη επιχείρηση, να περιορίζει τη συχνότητα ή και να την εξαιρεί από την υποβολή αναλυτικών για κάθε ένα περιουσιακό στοιχείο πληροφοριών. Για την λήψη της απόφασης του προηγουμένου εδαφίου, η Εποπτική Αρχή εξετάζει αν πληρούνται σωρευτικά τουλάχιστον οι ακόλουθες προϋποθέσεις: α) η υποβολή των αναλυτικών για κάθε ένα περιουσιακό στοιχείο πληροφοριών από την επιχείρηση θα ήταν υπερβολικά επαχθής σε σχέση με τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των εγγενών κινδύνων της δραστηριότητας της επιχείρησης, και β) η υποβολή των αναλυτικών για κάθε ένα περιουσιακό στοιχείο πληροφοριών από την επιχείρηση δεν είναι αναγκαία για την αποτελεσματική άσκηση της εποπτεία επί της επιχείρησης, και γ) η εξαίρεση δεν υπονομεύει τη σταθερότητα των αντίστοιχων χρηματοπιστωτικών συστημάτων στην Ένωση, και δ) η ενδιαφερόμενη επιχείρηση είναι σε θέση να παρέχει πληροφορίες άμεσα, όποτε της ζητείται από την Εποπτική Αρχή. Σε περίπτωση που η ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση ανήκει σε όμιλο υπό την έννοια της περίπτωσης (γ) της παραγράφου 1 του άρθρου 170 του παρόντος, η επιχείρηση αποδεικνύει στην Εποπτική Αρχή ότι η εξαίρεση από την υποβολή των αναλυτικών για κάθε ένα περιουσιακό στοιχείο πληροφοριών αντενδείκνυται δεδομένης της φύσης, της κλίμακας και της πολυπλοκότητας των εγγενών κινδύνων της δραστηριότητας του ομίλου και ότι δεν υπονομεύει τον εποπτικό στόχο του άρθρου 19 του παρόντος, περί σταθερότητας των χρηματοπιστωτικών συστημάτων. Η Εποπτική Αρχή διασφαλίζει ότι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις που εξαιρούνται από την υποβολή των αναλυτικών για κάθε ένα περιουσιακό στοιχείο πληροφοριών δεν υπερβαίνουν το 20% της αγοράς ασφαλίσεων ζωής και ζημιών, όπου το μερίδιο του κλάδου ζημιών προσδιορίζεται με όρους ακαθάριστων εγγεγραμμένων ασφαλίστρων και το μερίδιο του κλάδου ζωής προσδιορίζεται με όρους ακαθάριστων τεχνικών προβλέψεων. Η Εποπτική Αρχή διασφαλίζει ότι οι μικρότερες επιχειρήσεις διαθέτουν προτεραιότητα κατά τον καθορισμό της επιλεξιμότητας των επιχειρήσεων για τις εξαιρέσεις αυτές.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 8

Για τους σκοπούς των παραγράφων 6 και 7 του παρόντος, όταν η Εποπτική Αρχή, στο πλαίσιο της διαδικασίας εποπτικής αξιολόγησης, εξετάζει αν η υποβολή πληροφοριών θα ήταν επαχθής σε σχέση με τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των κινδύνων της επιχείρησης, λαμβάνει υπόψη τουλάχιστον τα ακόλουθα: α) τον όγκο των ασφαλίστρων, των τεχνικών προβλέψεων και των περιουσιακών στοιχείων της επιχείρησης, β) τη διακύμανση των απαιτήσεων αποζημιώσεων και παροχών που καλύπτει η επιχείρηση, γ) τους κινδύνους αγοράς που συνεπάγονται οι επενδύσεις της επιχείρησης, δ) το επίπεδο συγκεντρώσεων κινδύνου, ε) τον συνολικό αριθμό των κλάδων ασφαλίσεων ζωής και κατά ζημιών για τις οποίες έχει δοθεί άδεια λειτουργίας, στ) τις πιθανές επιπτώσεις από τη διαχείριση των περιουσιακών στοιχείων της επιχείρησης στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, ζ) τα συστήματα και τις δομές της επιχείρησης για την παροχή πληροφοριών για σκοπούς εποπτείας, καθώς και την τεκμηριωμένη έγγραφη πολιτική της παραγράφου 3 του παρόντος, η) την καταλληλότητα του συστήματος διακυβέρνησης της επιχείρησης, θ) το επίπεδο των ιδίων κεφαλαίων που καλύπτουν την Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας και την Ελάχιστη Κεφαλαιακή Απαίτηση, ι) το γεγονός αν η επιχείρηση είναι εξαρτημένη ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση η οποία καλύπτει μόνο κινδύνους οι οποίοι συνδέονται με τον βιομηχανικό ή εμπορικό όμιλο στον οποίο ανήκει.

Άρθρο 25Διαδικασία εποπτικής αξιολόγησης (άρθρο 36 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Η Εποπτική Αρχή εξετάζει και αξιολογεί, σε τακτική βάση, τις στρατηγικές, τις διεργασίες και τις διαδικασίες πληροφόρησης που εφαρμόζουν οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις για την συμμόρφωσή τους στην κείμενη νομοθεσία, καθώς και στις υποδείξεις και σχετικές συστάσεις της Εποπτικής Αρχής. Η αξιολόγηση που διενεργείται περιλαμβάνει τα ποιοτικά χαρακτηριστικά του συστήματος διακυβέρνησης της επιχείρησης, τη διαπίστωση των πιθανών κινδύνων στους οποίους αυτή εκτίθεται ή μπορεί να εκτεθεί και η ικανότητα της επιχείρησης να διαγνώσει την έκθεσή της ή την πιθανή έκθεσή της στους εν λόγω κινδύνους λαμβανομένου υπόψη και του περιβάλλοντος στο οποίο η επιχείρηση αυτή λειτουργεί.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Η Εποπτική Αρχή εξετάζει, σε κάθε περίπτωση, και αξιολογεί: α) για το σύστημα διακυβέρνησης, στο οποίο συμπεριλαμβάνεται και η ίδια αξιολόγηση κινδύνου και φερεγγυότητας, τη συμμόρφωση της επιχείρησης με τις διατάξεις της Ενότητας 2, του Κεφαλαίου Δ΄ του παρόντος Μέρους, β) για τις τεχνικές προβλέψεις, τη συμμόρφωση της επιχείρησης με τις διατάξεις της Ενότητας 2 του Κεφαλαίου ΣΤ΄ του παρόντος Μέρους, γ) για τις κεφαλαιακές απαιτήσεις, τη συμμόρφωση της επιχείρησης με τις διατάξεις των Ενοτήτων 4 και 5 του Κεφαλαίου ΣΤ΄ του παρόντος Μέρους, δ) για τους επενδυτικούς κανόνες, τη συμμόρφωση της επιχείρησης με τις διατάξεις της Ενότητας 6 του Κεφαλαίου ΣΤ΄ του παρόντος Μέρους, ε) για την ποιότητα και την επάρκεια των ιδίων κεφαλαίων, τη συμμόρφωση της επιχείρησης με τις διατάξεις της Ενότητας 3 του Κεφαλαίου ΣΤ΄ του παρόντος Μέρους, στ) για το τυχόν εφαρμοζόμενο από ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση πλήρες ή μερικό εσωτερικό υπόδειγμα, τη συνεχή συμμόρφωσή της προς τις διατάξεις του Τμήματος 3 της Ενότητας 4 του Κεφαλαίου ΣΤ΄ του παρόντος Μέρους.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Η Εποπτική Αρχή, στο πλαίσιο της διαδικασίας εποπτικής αξιολόγησης του παρόντος άρθρου: α) αναπτύσσει και διατηρεί κατάλληλα εργαλεία, ενδεικτικά ασκήσεις προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων που επιβάλλονται σε συγκεκριμένη ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, στατιστικούς δείκτες, διαγνωστικές ασκήσεις, δείκτες επιμέτρησης επικινδυνότητας, τα οποία της παρέχουν τη δυνατότητα να επισημαίνει την όποια επιδείνωση της χρηματοοικονομικής κατάστασης μιας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης και να παρακολουθεί τον τρόπο επανόρθωσης αυτής της κατάστασης, β) αξιολογεί την επάρκεια των μεθόδων και πρακτικών τις οποίες εφαρμόζουν οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, προκειμένου να επισημαίνουν τα πιθανά γεγονότα ή τις μελλοντικές μεταβολές στις οικονομικές συνθήκες που θα μπορούσαν να έχουν δυσμενείς επιπτώσεις στη συνολική χρηματοοικονομική τους κατάσταση, γ) αξιολογεί την ικανότητα των ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών επιχειρήσεων να ανταπεξέρχονται στην περίπτωση τέτοιων πιθανών γεγονότων ή μελλοντικών μεταβολών στις οικονομικές συνθήκες, δ) απαιτεί από τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις να αποκαθιστούν τις αδυναμίες ή τις ελλείψεις που επισημάνθηκαν κατά τη διαδικασία εποπτικής εξέτασης.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Με απόφαση της Εποπτικής Αρχής, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, καθορίζονται τα απαραίτητα εργαλεία της παραγράφου 3 του παρόντος, οι διοικητικές ενέργειες στις οποίες μπορεί να προβαίνει η Εποπτική Αρχή για την εφαρμογή της διαδικασίας εποπτικής αξιολόγησης, η ελάχιστη συχνότητα και το αντικείμενο των εν λόγω εξετάσεων και αξιολογήσεων, λαμβάνοντας υπόψη τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων της συγκεκριμένης ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης.

Άρθρο 26Πρόσθετες κεφαλαιακές απαιτήσεις (άρθρο 37 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ, παράγραφος 8 του άρθρου 2 της Οδηγίας 2014/51/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Η Εποπτική Αρχή μπορεί σε εξαιρετικές περιπτώσεις και υπό τις προϋποθέσεις του παρόντος άρθρου, μετά την ολοκλήρωση της προβλεπόμενης από το άρθρο 25 του παρόντος διαδικασίας εποπτικής αξιολόγησης, να επιβάλλει με αιτιολογημένη απόφασή της σε ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση πρόσθετη κεφαλαιακή απαίτηση.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Η Εποπτική Αρχή μπορεί να επιβάλλει πρόσθετη κεφαλαιακή απαίτηση μόνο στις ακόλουθες περιπτώσεις: α) όταν διαπιστώνει ότι το προφίλ κινδύνου της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης αποκλίνει σημαντικά από τις παραδοχές στις οποίες βασίζεται ο υπολογισμός της Κεφαλαιακής Απαίτησης Φερεγγυότητας με την τυποποιημένη μέθοδο του Τμήματος 2 της Ενότητας 4 του Κεφαλαίου ΣΤ΄ του παρόντος Μέρους «Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας – τυποποιημένη μέθοδος», και: αα) η απαίτηση για χρήση εσωτερικού υποδείγματος σύμφωνα με το άρθρο 93 του παρόντος κρίνεται ακατάλληλη ή έχει αποδειχτεί αναποτελεσματική, ή αβ) η επιχείρηση βρίσκεται σε διαδικασία ανάπτυξης πλήρους ή μερικού εσωτερικού υποδείγματος σύμφωνα με το άρθρο 93 του παρόντος, β) όταν διαπιστώνει ότι το προφίλ κινδύνου της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης αποκλίνει σημαντικά από τις παραδοχές στις οποίες βασίζεται ο υπολογισμός της Κεφαλαιακής Απαίτησης Φερεγγυότητας, που διενεργείται με βάση το από την επιχείρηση χρησιμοποιούμενο εσωτερικό υπόδειγμα, πλήρες ή μερικό, διότι ορισμένοι ποσοτικοποιήσιμοι κίνδυνοι δεν λαμβάνονται επαρκώς υπόψη από το εν λόγω υπόδειγμα ενώ η προσαρμογή του, ώστε να αντικατοπτρίζει καλύτερα το δεδομένο προφίλ κινδύνου της επιχείρησης, δεν έχει πραγματοποιηθεί σε χρόνο που είχε προγενέστερα τεθεί από την Εποπτική Αρχή, γ) όταν διαπιστώνει ότι το σύστημα διακυβέρνησης της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης αποκλίνει σημαντικά από τις διατάξεις της Ενότητας 2 του Κεφαλαίου Δ΄ του παρόντος Μέρους «Σύστημα Διακυβέρνησης», ότι οι εν λόγω αποκλίσεις εμποδίζουν την επιχείρηση να αναγνωρίσει, να αποτιμήσει, να παρακολουθήσει, να διαχειρισθεί ή να αναφέρει ορθά τους κινδύνους, στους οποίους εκτίθεται ή θα μπορούσε να εκτεθεί, και ότι η επιβολή στην επιχείρηση άλλων εποπτικών μέτρων δεν εκτιμάται ως πιθανό ότι θα αποκαταστήσει επαρκώς τις ελλείψεις μέσα σε κατάλληλο χρονικό διάστημα, δ) όταν διαπιστώνει ότι το προφίλ κινδύνου της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης αποκλίνει σημαντικά από τις παραδοχές στις οποίες βασίζεται ο υπολογισμός της προσαρμογής αντιστοίχισης του άρθρου 54 του παρόντος, της προσαρμογής λόγω μεταβλητότητας του άρθρου 56 του παρόντος ή τα μεταβατικά μέτρα των άρθρων 274 και 275 του παρόντος, στις περιπτώσεις που η επιχείρηση κάνει χρήση κάποιας από τις προσαρμογές και τα μεταβατικά αυτά μέτρα.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Στις περιπτώσεις α΄ και β΄ της παραγράφου 2 του παρόντος η πρόσθετη κεφαλαιακή απαίτηση υπολογίζεται από την Εποπτική Αρχή κατά τρόπο ώστε να εξασφαλίζεται η συμμόρφωση της επιχείρησης προς τις περιπτώσεις β΄, γ΄ και δ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 77 του παρόντος, στην περίπτωση γ΄ της παραγράφου 2 του παρόντος η πρόσθετη κεφαλαιακή απαίτηση είναι ανάλογη προς τους σημαντικούς κινδύνους που απορρέουν από τις ελλείψεις που οδηγούν την Εποπτική Αρχή στην επιβολή της πρόσθετης κεφαλαιακής απαίτησης, ενώ στην περίπτωση δ΄ της παραγράφου 2 του παρόντος, η πρόσθετη κεφαλαιακή απαίτηση είναι ανάλογη προς τους σημαντικούς κινδύνους που απορρέουν από τις αποκλίσεις που αναφέρονται στην εν λόγω περίπτωση δ΄. Στις περιπτώσεις β΄ και γ΄ της παραγράφου 2 του παρόντος, η Εποπτική Αρχή μεριμνά ώστε η ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση να καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια για να αποκαταστήσει τις ελλείψεις που οδήγησαν στην επιβολή της πρόσθετης κεφαλαιακής απαίτησης.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Η Εποπτική Αρχή επανεξετάζει τουλάχιστον μία φορά τον χρόνο την απόφασή της για επιβολή κεφαλαιακής προσαύξησης και αίρει το σχετικό μέτρο, όταν η επιχείρηση έχει αποκαταστήσει τις ελλείψεις που οδήγησαν στην επιβολή του.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Η προσαυξημένη, λόγω πρόσθετης κεφαλαιακής απαίτησης, Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας, αντικαθιστά την Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας που κρίθηκε ανεπαρκής. Κατά παρέκκλιση των οριζομένων στο προηγούμενο εδάφιο, η Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας που χρησιμοποιείται κατά τον υπολογισμό του περιθωρίου κινδύνου της παραγράφου 5 του άρθρου 52 του παρόντος δεν περιλαμβάνει την πρόσθετη κεφαλαιακή απαίτηση που έχει επιβληθεί σύμφωνα με την περίπτωση γ΄ της παραγράφου 2 του παρόντος.

Άρθρο 27Εποπτεία λειτουργιών και δραστηριοτήτων που έχουν ανατεθεί εξωτερικά (άρθρο 38 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ, παράγραφος 9 του άρθρου 2 της Οδηγίας 2014/51/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 37 του παρόντος, οι ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις δύνανται να αναθέτουν λειτουργία ή δραστηριότητα ασφάλισης ή αντασφάλισης σε τρίτο πάροχο, εφόσον διασφαλίζουν ότι: α) το φυσικό ή νομικό πρόσωπο (πάροχος υπηρεσιών) στο οποίον γίνεται η ανάθεση συνεργάζεται με την Εποπτική Αρχή όσον αφορά στην εκτέλεση των λειτουργιών και των δραστηριοτήτων που του έχουν ανατεθεί, λαμβάνοντας υπόψη και τις υποχρεώσεις της παραγράφου 1 του άρθρου 47 του παρόντος, β) οι ίδιες οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, οι ελεγκτές τους και η Εποπτική Αρχή έχουν ουσιαστική και άμεση πρόσβαση στα δεδομένα που αφορούν στις λειτουργίες και στις δραστηριότητες που έχουν ανατεθεί εξωτερικά, γ) η Εποπτική Αρχή διαθέτει ουσιαστική και άμεση πρόσβαση στις εγκαταστάσεις του παρόχου των υπηρεσιών και είναι σε θέση να ασκεί αυτό το δικαίωμα πρόσβασης.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Η Εποπτική Αρχή μπορεί να απαγορεύσει σε ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση τη διενέργεια ή τη διατήρηση της εξωτερικής ανάθεσης, εφόσον κρίνει ότι δεν πληρούνται οι όροι της προηγούμενης παραγράφου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Αρμοδίως εξουσιοδοτημένα στελέχη ή εκπρόσωποι αρχών εποπτείας ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών επιχειρήσεων εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δύνανται, αφού ενημερώσουν την Εποπτική Αρχή, καθώς και την αρμόδια κατά περίπτωση ελληνική εποπτική αρχή, να προβαίνουν σε επιτόπιους ελέγχους εντός της Ελλάδος σε παρόχους υπηρεσιών που εμπίπτουν στην εποπτική αρμοδιότητα της αρχής αυτής. Η Εποπτική Αρχή αναλαμβάνει την ευθύνη του συντονισμού των εμπλεκόμενων αρμόδιων ελληνικών εποπτικών αρχών σε συνεργασία με τις αρχές εποπτείας των ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών επιχειρήσεων. Η Εποπτική Αρχή και η ΕΑΑΕΣ δύναται να συμμετέχει στους ανωτέρω ελέγχους. Η Εποπτική Αρχή μπορεί να διενεργεί η ίδια ελέγχους σε παρόχους υπηρεσιών, που εμπίπτουν στην εποπτική της αρμοδιότητα, κατόπιν σχετικής ανάθεσης από την εποπτική αρχή της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η Εποπτική Αρχή μπορεί να διενεργεί επιτόπιους ελέγχους, κατόπιν ενημέρωσης της αρμόδιας ευρωπαϊκής εποπτικής αρχής, ή να αναθέτει στην αρμόδια ευρωπαϊκή εποπτική αρχή την διενέργεια επιτόπιων ελέγχων, σε παρόχους υπηρεσιών εκτός Ελλάδας, στους οποίους έχει γίνει εξωτερική ανάθεση από ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση με έδρα στην Ελλάδα. Εάν ο πάροχος των υπηρεσιών είναι μη εποπτευόμενη επιχείρηση εντός της Ελλάδας, αρμόδια εποπτική αρχή για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου είναι η Εποπτική Αρχή, η οποία μπορεί να διενεργεί απευθείας προς αυτόν επιτόπιο ή άλλο έλεγχο.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Η Εποπτική Αρχή δύναται να απευθύνεται στην ΕΑΑΕΣ και να ζητά την βοήθειά της σύμφωνα με το άρθρο 19 του Κανονισμού ΕΕ 1094/2010 για κάθε περίπτωση κατά την οποία, ενώ είτε έχει ενημερώσει την αρμόδια ευρωπαϊκή εποπτική αρχή του παρόχου υπηρεσιών ότι προτίθεται να διενεργήσει είτε ήδη διενεργεί επιτόπιους ελέγχους σύμφωνα με την παράγραφο 3 του παρόντος, αδυνατεί να ασκήσει στην πράξη το δικαίωμά της για την διενέργεια των ανωτέρω επιτόπιων ελέγχων.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Η ΕΑΑΕΣ μπορεί να συμμετέχει σε επιτόπιους ελέγχους στις περιπτώσεις που αυτοί διενεργούνται από κοινού από δύο ή περισσότερες εποπτικές αρχές.

Άρθρο 28Μεταβίβαση χαρτοφυλακίου (άρθρο 39 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Η μεταβίβαση χαρτοφυλακίου ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης με έδρα στην Ελλάδα διενεργείται κατόπιν έγκρισης της Εποπτικής Αρχής, δύναται δε να αφορά μέρος ή το σύνολο του χαρτοφυλακίου ασφαλιστηρίων συμβολαίων της είτε αυτά έχουν συναφθεί με καθεστώς εγκατάστασης είτε με καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών σε άλλη ή άλλες ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις με έδρα στην Ελλάδα ή σε άλλο κράτος − μέλος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Η μεταβίβαση εγκρίνεται κατά την προηγούμενη παράγραφο εφόσον η επιχείρηση προς την οποία γίνεται η μεταβίβαση έχει κατάλληλη άδεια λειτουργίας των κλάδων στους οποίους κατατάσσονται οι κίνδυνοι ή οι υποχρεώσεις του μεταβιβαζόμενου χαρτοφυλακίου και κατέχει τα επιλέξιμα ίδια κεφάλαια ώστε να καλύπτει την Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας της παραγράφου 1 του άρθρου 76 του παρόντος, αφού ληφθεί υπόψη η μεταβίβαση του χαρτοφυλακίου. Εφόσον η μεταβίβαση διενεργείται προς ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση με έδρα σε άλλο κράτος μέλος, η απαίτηση του προηγουμένου εδαφίου πιστοποιείται αποκλειστικά από την εποπτική αρχή του κράτους καταγωγής της επιχείρησης προς την οποία γίνεται η μεταβίβαση. Στην περίπτωση που ο εκδοχέας δεν είναι εγκατεστημένος στην Ελλάδα, απαιτείται να ασκεί δραστηριότητα ελεύθερης παροχής υπηρεσιών στην Ελλάδα. Η Εποπτική Αρχή εγκρίνει τη μεταβίβαση εφόσον έχει λάβει τη συγκατάθεση της εποπτικής αρχής του κράτους − μέλους στον οποίο βρίσκονται οι κίνδυνοι ή οι ασφαλιστικές υποχρεώσεις, που έχουν αναληφθεί από την εκχωρούσα ελληνική ασφαλιστική επιχείρηση είτε υπό καθεστώς εγκατάστασης είτε υπό καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών. Σε περίπτωση μη απάντησης εποπτικής αρχής κράτους − μέλους εντός τριών μηνών από τη λήψη του αιτήματος διαβούλευσης από την Εποπτική Αρχή, θεωρείται ότι υπάρχει σιωπηρή συγκατάθεση της εν λόγω εποπτικής αρχής.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Με την επιφύλαξη της εφαρμογής της παραγράφου 2 του παρόντος, σε περιπτώσεις ασφαλιστικών επιχειρήσεων η μεταβίβαση της παραγράφου 1 του παρόντος εγκρίνεται εφόσον κατά την κρίση της Εποπτικής Αρχής, και αφού ληφθούν υπόψη και αξιολογηθούν τυχόν ενστάσεις ή εναντιώσεις σύμφωνα με την παράγραφο 6 του παρόντος, δεν θίγονται τα συμφέροντα των ασφαλισμένων ή άλλων προσώπων που έχουν δικαιώματα ή υπέχουν υποχρεώσεις που απορρέουν από τις εκχωρούμενες συμβάσεις. Η μεταβίβαση μπορεί να εγκρίνεται με όρο που θέτει η Εποπτική Αρχή ότι οι αντισυμβαλλόμενοι στις μεταβιβαζόμενες ασφαλιστικές συμβάσεις μπορούν να καταγγείλουν τις συμβάσεις τους εντός προθεσμίας μετά τη μεταφορά οριζόμενης από την Εποπτική Αρχή.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Υποκατάστημα ασφαλιστικής επιχείρησης με έδρα σε άλλο κράτος − μέλος, εγκατεστημένο στην Ελλάδα, που προτίθεται να μεταβιβάσει σε άλλη επιχείρηση με έδρα στην Ελλάδα ή σε άλλο κράτος − μέλος, το σύνολο ή μέρος του χαρτοφυλακίου του υποχρεούται να ζητήσει προηγουμένως τη συγκατάθεση της Εποπτικής Αρχής. Στην περίπτωση που ο εκδοχέας δεν είναι εγκατεστημένος στην Ελλάδα, απαιτείται να ασκεί δραστηριότητα ελεύθερης παροχής υπηρεσιών στην Ελλάδα. Υποκατάστημα ασφαλιστικής επιχείρησης με έδρα σε άλλο κράτος − μέλος που προτίθεται να μεταβιβάσει σε ελληνική επιχείρηση, το σύνολο ή μέρος του χαρτοφυλακίου του υποχρεούται να ζητήσει προηγουμένως την έγκριση της Εποπτικής Αρχής. Η Εποπτική Αρχή δίδει την ανωτέρω έγκριση μόνον εφόσον πιστοποιεί την απαίτηση του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 2 του παρόντος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Σε περίπτωση μεταβίβασης χαρτοφυλακίου που έχει συναφθεί με καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών για την κάλυψη κινδύνων ή υποχρεώσεων στην Ελλάδα η εποπτική αρχή του κράτους καταγωγής της εκχωρούσας ασφαλιστικής επιχείρησης, επιτρέπει τη μεταβίβαση μόνον αφού λάβει τη συγκατάθεση της Εποπτικής Αρχής. Στην περίπτωση που ο εκδοχέας είναι ευρωπαϊκή επιχείρηση εγκατεστημένη στην Ελλάδα, τα συμβόλαια αυτά θεωρούνται ότι έχουν συνομολογηθεί υπό καθεστώς εγκατάστασης. Για τα συμβόλαια αυτά ισχύει ότι είχε συμφωνηθεί εκτός αν ο αντισυμβαλλόμενος θελήσει να ακολουθήσει το ελληνικό δίκαιο και γλώσσα. Στην περίπτωση που ο εκδοχέας δεν είναι εγκατεστημένος στην Ελλάδα, απαιτείται να ασκεί δραστηριότητα ελεύθερης παροχής υπηρεσιών στην Ελλάδα. Στην περίπτωση που ο εκδοχέας είναι ελληνική επιχείρηση υποχρεούται να ζητήσει προηγουμένως την έγκριση της Εποπτικής Αρχής. Η Εποπτική Αρχή δίδει την ανωτέρω έγκριση μόνον εφόσον πιστοποιεί την απαίτηση του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 2 του παρόντος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Οι εποπτικές αρχές όλων των κρατών − μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης των οποίων ζητείται η γνώμη για τη μεταβίβαση χαρτοφυλακίου ασφαλίσεων, ανακοινώνουν τη γνώμη ή τη συγκατάθεσή τους στις αρμόδιες αρχές του κράτους − μέλους καταγωγής της εκχωρούσας επιχείρησης, εντός τριών (3) μηνών από την παραλαβή της σχετικής αίτησης. Σε περίπτωση που δεν έχει δοθεί απάντηση μετά τη λήξη της εν λόγω προθεσμίας, θεωρείται ότι υπάρχει ευνοϊκή γνώμη ή σιωπηρή συγκατάθεση.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 7

Η μεταβίβαση χαρτοφυλακίου ασφαλιστικής επιχείρησης με έδρα στην Ελλάδα πραγματοποιείται, όσον αφορά στα ασφαλιστήρια συμβόλαια εν ισχύι είτε με τη διαδικασία της περίπτωσης α΄ είτε της περίπτωσης β΄ της παρούσας παραγράφου, και αναφορικά με εκκρεμείς υποχρεώσεις και λοιπές ασφαλιστικές υποχρεώσεις με τη διαδικασία της περίπτωσης β΄ της παρούσας παραγράφου. α) αα) Ο εκχωρητής ενημερώνει εγγράφως κάθε αντισυμβαλλόμενο ξεχωριστά για την πρόθεση μεταφοράς του συμβολαίου του, κατόπιν έγκρισης της Εποπτικής Αρχής, από τον ίδιο στον εκδοχέα, καθώς και μια σειρά στοιχείων του εκδοχέα, όπως την επωνυμία του, το σκοπό, τη νομική μορφή και τον τρόπο λειτουργίας του στην Ελλάδα (εγκατάσταση, ελεύθερη παροχή υπηρεσιών), το κράτος − μέλος καταγωγής του, στοιχεία για την οικονομική ευρωστία του εκδοχέα και την δέσμευσή του να εκπληρώσει όλες τις υποχρεώσεις που πηγάζουν από την εν λόγω ασφαλιστική σύμβαση, για το δικαίωμα εναντίωσης της μεταφοράς που διαθέτει ο αντισυμβαλλόμενος, την ακολουθούμενη διαδικασία και το χρονικό διάστημα εντός του οποίου μπορεί να ασκηθεί κατά τις διατάξεις του παρόντος άρθρου. αβ) Η Εποπτική Αρχή θέτει προθεσμία εναντίωσης που δεν μπορεί να υπερβαίνει τους τρείς (3) μήνες από την ημερομηνία ανακοίνωσης που δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα της Εποπτικής Αρχής. αγ) Η απόφαση της Εποπτικής Αρχής που εγκρίνει τη μεταβίβαση περιλαμβάνει τη μεταφορά ασφαλιστηρίων συμβολαίων στον εκδοχέα, οι αντισυμβαλλόμενοι των οποίων δεν εναντιώθηκαν στη μεταφορά της ασφαλιστικής τους σύμβασης εντός της ταχθείσας προθεσμίας. αδ) Η απόφαση της Εποπτικής Αρχής της ανωτέρω υποπερίπτωσης αγ΄ μπορεί να περιλαμβάνει τη μεταφορά ασφαλιστηρίων συμβολαίων στον εκδοχέα, οι αντισυμβαλλόμενοι των οποίων εναντιώθηκαν στη μεταφορά της ασφαλιστικής τους σύμβασης εντός της ταχθείσας προθεσμίας, υπό την προϋπόθεση ότι δεν υπερβαίνουν το 15% του συνολικού πλήθους των υπό μεταφορά ασφαλιστηρίων συμβολαίων. αε) Εντός εξήντα (60) ημερών από την έγκριση της Εποπτικής Αρχής, ο εκδοχέας ενημερώνει εγγράφως τους αντισυμβαλλόμενους για τη μεταφορά της ασφαλιστικής τους σύμβασης και εκδίδει για κάθε μία ασφαλιστική σύμβαση πιστοποιητικό ανάληψης της υποχρέωσης, το οποίο περιλαμβάνει, εκτός των άλλων, την επωνυμία, το σκοπό, τη νομική μορφή και τον τρόπο λειτουργίας του εκδοχέα στην Ελλάδα, το κράτος − μέλος καταγωγής του εκδοχέα, τη διεύθυνση της έδρας και αναλυτικά στοιχεία επικοινωνίας του εκδοχέα. β) Με ανακοίνωση που δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα της Εποπτικής Αρχής, στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, καθώς και σε μια ημερήσια εφημερίδα και μια ημερήσια ή εβδομαδιαία οικονομική εφημερίδα της έδρας της επιχείρησης, τάσσεται, κατόπιν εγκρίσεως της Εποπτικής Αρχής, από την επιχείρηση για τη μεταβίβαση χαρτοφυλακίου ασφαλίσεων προθεσμία μέχρι τριών (3) μηνών προς υποβολή ενστάσεων υπό των ενδιαφερομένων.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 8

Η απόφαση της Εποπτικής Αρχής που εγκρίνει τη μεταβίβαση χαρτοφυλακίου ασφαλίσεων κοινοποιείται στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στις αρμόδιες εποπτικές αρχές των λοιπών κρατών − μελών όπου βρίσκονται οι κίνδυνοι ή οι υποχρεώσεις που ενδεχόμενα κάλυπτε η εκχωρούσα ελληνική ασφαλιστική επιχείρηση. Οι ενημερώσεις και ανακοινώσεις αδειών μεταβίβασης σε επιχειρήσεις με έδρα σε άλλο κράτος − μέλος οι οποίες καλύπτουν κινδύνους ή υποχρεώσεις που βρίσκονται στην Ελλάδα, δημοσιεύονται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου. Μετά την έγκριση της μεταβίβασης του χαρτοφυλακίου ασφαλίσεων σύμφωνα με τα οριζόμενα στο παρόν άρθρο δεν δύναται να αντιταχθούν κατά της μεταβίβασης αυτής οι ασφαλισμένοι, οι συμβαλλόμενοι στην ασφαλιστική σύμβαση, οι δικαιούχοι του ασφαλίσματος και οι πιστωτές της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 9

Σε κάθε ιδιωτικό συμφωνητικό μεταβίβασης ασφαλίσεων ή αντασφαλίσεων αναφέρεται ρητά ποιος φέρει το βάρος της κάλυψης των ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών υποχρεώσεων. Η μεταβίβαση ολοκληρώνεται με τη σύνταξη πρωτοκόλλου παράδοσης και παραλαβής του μεταβιβαζομένου χαρτοφυλακίου στο οποίο αναφέρεται το τίμημα της μεταβίβασης και αναλυτικά το είδος και το ύψος των μεταβιβαζόμενων περιουσιακών στοιχείων κατά την ημερομηνία συντάξεως του πρωτοκόλλου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 10

Διασπάσεις ή συγχωνεύσεις ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών επιχειρήσεων που έχουν έδρα στην Ελλάδα επιτρέπονται μόνο μετά από εγκριτική απόφαση της Εποπτικής Αρχής και εφόσον η αίτηση της ενδιαφερόμενης ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης συνοδεύεται και από ολοκληρωμένη μελέτη σκοπιμότητας και βιωσιμότητας (πρόγραμμα δραστηριότητας) της νέας επιχείρησης.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 11

Με απόφαση της Εποπτικής Αρχής, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, μπορεί να καθορίζονται διαφορετικές ή επιπρόσθετες απαιτήσεις ή διαδικασίες ενημέρωσης, συναίνεσης, εναντίωσης ή ένστασης, να καθορίζονται οι διαδικασίες μεταφοράς χαρτοφυλακίου αντασφαλιστικών επιχειρήσεων με έδρα στην Ελλάδα και να ρυθμίζεται το ελάχιστο περιεχόμενο του πρωτοκόλλου παράδοσης παραλαβής.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 12

Με απόφαση της Εποπτικής Αρχής που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως καθορίζονται οι γενικότεροι και ειδικότεροι όροι και προϋποθέσεις για τη μεταβίβαση χαρτοφυλακίου ασφαλίσεων προς υποκαταστήματα τρίτων χωρών που λειτουργούν στην Ελλάδα ή σε άλλο κράτος − μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Αθήνα, 3 Φεβρουαρίου 2016
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
ΠΡΟΚΟΠΙΟΣ Β. ΠΑΥΛΟΠΟΥΛΟΣ
ΟΙ ΥΠΟΥΡΓΟΙ
ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΚΑΙ ΑΝΑΠΛΗΡΩΤΗΣ ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗΣ ΑΝΑΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗΣ ΑΝΑΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗΣ
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΚΟΥΡΟΥΜΠΛΗΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΤΟΣΚΑΣ
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ, ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ, ΔΙΑΦΑΝΕΙΑΣ
ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΚΑΙ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΣΤΑΘΑΚΗΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΟΠΟΥΛΟΣ
ΕΡΓΑΣΙΑΣ, ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ
ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΤΡΟΥΓΚΑΛΟΣ ΕΥΚΛΕΙΔΗΣ ΤΣΑΚΑΛΩΤΟΣ
ΑΝΑΠΛΗΡΩΤΗΣ ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΧΟΥΛΙΑΡΑΚΗΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΠΑΠΠΑΣ
Θεωρήθηκε και τέθηκε η Μεγάλη Σφραγίδα του Κράτους.
Αθήνα, 4 Φεβρουαρίου 2016
Ο ΕΠΙ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΥΠΟΥΡΓΟΣ
ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΟΠΟΥΛΟΣ