13 Α' 2016

ΝΟΜΟΣ 4364/2016

Προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας στην Οδηγία 2009/138/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2009, σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριοτήτων ασφάλισης και αντασφάλισης (Φερεγγυότητα ΙΙ), στα άρθρα 2 και 8 της Oδηγίας 2014/51/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Απριλίου 2014 σχετικά με την τροποποίηση των Οδηγιών 2003/71/ΕΚ και 2009/138/ΕΚ, και των Κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 1060/2009, (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 και (ΕΕ) αριθ. 1095/2010, όσον αφορά τις εξουσίες της Ευρωπαϊκής Αρχής Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων (εφεξής ΕΑΑΕΣ) και της Ευρωπαϊκής Αρχής Κινητών Αξιών και Αγορών, καθώς και στο άρθρο 4 της Οδηγίας 2011/89/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Νοεμβρίου 2011, σχετικά με τη συμπληρωματική εποπτεία των χρηματοπιστωτικών οντοτήτων που ανήκουν σε χρηματοπιστωτικούς ομίλους ετερογενών δραστηριοτήτων και συναφείς διατάξεις της νομοθεσίας περί της ιδιωτικής ασφάλισης και άλλες διατάξεις.

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ - ΓΕΝΙΚΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΝΑΛΗΨΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΣΚΗΣΗ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΩΝ ΠΡΩΤΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΚΑΙ ΑΝΤΑΣΦΑΛΙΣΗΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ζ΄ - ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΑΝΤΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ ΣΕ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΔΥΣΧΕΡΕΙΑ Ή ΣΕ ΑΣΥΝΗΘΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ
05 Φεβρουαρίου 2016

ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ
ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
ΤΕΥΧΟΣ ΠΡΩΤΟ Αρ. Φύλλου 13
5 Φεβρουαρίου 2016

NOMOΣ ΥΠ’ ΑΡΙΘ. 4364
Προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας στην Οδηγία 2009/138/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2009, σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριοτήτων ασφάλισης και αντασφάλισης (Φερεγγυότητα ΙΙ), στα άρθρα 2 και 8 της Oδηγίας 2014/51/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Απριλίου 2014 σχετικά με την τροποποίηση των Οδηγιών 2003/71/ΕΚ και 2009/138/ΕΚ, και των Κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 1060/2009, (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 και (ΕΕ) αριθ. 1095/2010, όσον αφορά τις εξουσίες της Ευρωπαϊκής Αρχής Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων (εφεξής ΕΑΑΕΣ) και της Ευρωπαϊκής Αρχής Κινητών Αξιών και Αγορών, καθώς και στο άρθρο 4 της Οδηγίας 2011/89/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Νοεμβρίου 2011, σχετικά με τη συμπληρωματική εποπτεία των χρηματοπιστωτικών οντοτήτων που ανήκουν σε χρηματοπιστωτικούς ομίλους ετερογενών δραστηριοτήτων και συναφείς διατάξεις της νομοθεσίας περί της ιδιωτικής ασφάλισης και άλλες διατάξεις.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Εκδίδομε τον ακόλουθο νόμο που ψήφισε η Βουλή:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ζ΄ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΑΝΤΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ ΣΕ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΔΥΣΧΕΡΕΙΑ Ή ΣΕ ΑΣΥΝΗΘΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ
Άρθρο 107Επισήμανση και γνωστοποίηση από τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις της επιδείνωσης της χρηματοοικονομικής κατάστασης (άρθρο 136 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)

Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις διαθέτουν κατάλληλες διαδικασίες προκειμένου να εντοπίζουν την όποια επιδείνωση της χρηματοοικονομικής τους κατάστασης και να ενημερώνουν αμελλητί την Εποπτική Αρχή σε περίπτωση που συμβαίνει τέτοια επιδείνωση.

Άρθρο 108Μη συμμόρφωση με τις τεχνικές προβλέψεις (άρθρο 137 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)

Αν μια ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση δεν συμμορφώνεται με τις διατάξεις περί τεχνικών προβλέψεων της Ενότητας 2 του Κεφαλαίου ΣΤ΄ του παρόντος Μέρους, η Εποπτική Αρχή, με απόφασή της που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, δύναται να απαγορεύσει την ελεύθερη διάθεση στοιχείων του ενεργητικού, αφού γνωστοποιήσει προηγουμένως αμελλητί την πρόθεσή της αυτή στις εποπτικές αρχές των κρατών μελών υποδοχής στην περίπτωση επιχείρησης που δραστηριοποιείται σε άλλο κράτος − μέλος, προσδιορίζοντας ταυτοχρόνως τα στοιχεία του ενεργητικού που πρέπει να καλύπτονται από τα εν λόγω μέτρα, αιτούμενη τη λήψη εκ μέρους τους ανάλογων μέτρων για την υλοποίηση της ως άνω απόφασης.

Άρθρο 109Μη συμμόρφωση προς την Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας (άρθρο 138 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ, παράγραφος 36 του άρθρου 2 της Οδηγίας 2014/51/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις ενημερώνουν αμελλητί την Εποπτική Αρχή, μόλις διαπιστώσουν ότι δεν πληρούν ή υπάρχει κίνδυνος να μην πληρούν εντός του προσεχούς τριμήνου την Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Εντός δύο μηνών από τη διαπίστωση της ως άνω μη συμμόρφωσής της, η ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση υποβάλλει προς έγκριση στην Εποπτική Αρχή ρεαλιστικό σχέδιο οικονομικής ανάκαμψης, το οποίο προσδιορίζει και περιέχει όλα τα κατάλληλα και αναγκαία μέτρα, ώστε η επιχείρηση να επιτυγχάνει την αποκατάσταση του επιπέδου επιλέξιμων ιδίων κεφαλαίων που καλύπτουν την Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας ή τη μείωση του προφίλ κινδύνου της επιχείρησης, ώστε να εξασφαλιστεί η συμμόρφωση της επιχείρησης προς την Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Η Εποπτική Αρχή μπορεί να ζητά από την ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση τροποποιήσεις επί του ανωτέρω υποβληθέντος σχεδίου, χορηγεί δε έγκριση επ’ αυτού, μόνο εφόσον πείθεται ότι το σχέδιο πληροί τις προϋποθέσεις της παραγράφου 2 του παρόντος και ότι αυτές υλοποιούνται εντός εξαμήνου από τη διαπίστωση της μη συμμόρφωσης της παραγράφου 2 του παρόντος, Παράταση του εξαμήνου κατά τρεις επιπλέον μήνες χορηγείται με απόφαση της Εποπτικής Αρχής, εφόσον κρίνει ότι είναι απαραίτητο.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Σε περίπτωση που η Εποπτική Αρχή διαπιστώσει ότι ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις οι οποίες αντιπροσωπεύουν σημαντικό μερίδιο της αγοράς ή των πληττόμενων κατηγοριών δραστηριοτήτων, είναι πιθανόν να μην είναι σε θέση να εφαρμόσουν κάποιο από τα μέτρα της παραγράφου 2 εντός των χρονικών ορίων της παραγράφου 3 του παρόντος, δύναται να υποβάλει αίτημα στην ΕΑΑΕΣ, ώστε η ΕΑΑΕΣ να διαπιστώσει την ύπαρξη, για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, έκτακτων δυσμενών καταστάσεων. Η ΕΑΑΕΣ διαπιστώνει, επί τη βάσει είτε του αιτήματος του προηγουμένου εδαφίου είτε του άρθρου 18 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010, την ύπαρξη έκτακτων δυσμενών καταστάσεων που επηρεάζουν ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις που αποτελούν σημαντικό μερίδιο της αγοράς ή των πληττόμενων κατηγοριών δραστηριοτήτων. Στην περίπτωση αυτή, η Εποπτική Αρχή, με απόφασή της, δύναται να παρατείνει, αναφορικά με τις πληττόμενες επιχειρήσεις, την περίοδο που καθορίζεται στο δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 3 του παρόντος με επιπλέον κατάλληλο χρονικό διάστημα που δεν μπορεί να υπερβαίνει τα επτά (7) έτη, αφού λάβει υπόψη της όλους τους σχετικούς παράγοντες, τη μέση οικονομική διάρκεια (duration) των τεχνικών προβλέψεων συμπεριλαμβανομένης. Η Εποπτική Αρχή συνεργάζεται με την ΕΑΑΕΣ και παρέχει κάθε αναγκαία πληροφορία ώστε η ΕΑΑΕΣ να μπορεί να αξιολογεί σε τακτική βάση κατά πόσο οι καταστάσεις της παρούσας παραγράφου εξακολουθούν να υφίστανται ή έχουν πάψει να υφίστανται. Η ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, που εμπίπτει στις παραγράφους 2 έως 4 του παρόντος, υποβάλει κάθε τρεις μήνες έκθεση προόδου στην Εποπτική Αρχή, στην οποία προσδιορίζει τα μέτρα που λαμβάνει και την πρόοδο που έχει σημειώσει στην αποκατάσταση του επιπέδου των επιλέξιμων ιδίων κεφαλαίων που καλύπτουν την Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας ή τη μείωση του προφίλ κινδύνου για τη διασφάλιση της συμμόρφωσής της προς την Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας. Η απόφαση περί παράτασης της προθεσμίας, που η Εποπτική Αρχή έχει λάβει δυνάμει της παρούσας παραγράφου, ανακαλείται υποχρεωτικά από την Εποπτική Αρχή, σε περίπτωση που κατά την κρίση της Εποπτικής Αρχής, η επιχείρηση δεν αποδεικνύει στην ως άνω τακτική έκθεση προόδου της ότι έχει σημειώσει αξιόλογη πρόοδο στην αποκατάσταση του επιπέδου των επιλέξιμων ιδίων κεφαλαίων που καλύπτουν την Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας ή στη μείωση του προφίλ κινδύνου κατά το χρονικό διάστημα που μεσολαβεί από την ημερομηνία της διαπίστωσης της μη συμμόρφωσης προς την Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας μέχρι την ημερομηνία υποβολής της έκθεσης προόδου. Έκτακτες δυσμενείς καταστάσεις υφίστανται όταν η χρηματοοικονομική κατάσταση ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών επιχειρήσεων που αντιπροσωπεύουν σημαντικό μερίδιο της αγοράς ή των πληττόμενων κατηγοριών δραστηριοτήτων επηρεάζονται σημαντικά ή δυσμενώς από μία ή περισσότερες από τις ακόλουθες καταστάσεις: α) απρόβλεπτη, μεγάλη και απότομη πτώση στις χρηματοπιστωτικές αγορές, β) ύπαρξη παρατεταμένου περιβάλλοντος χαμηλών επιτοκίων, γ) καταστροφικό συμβάν με σοβαρό αντίκτυπο.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Σε έκτακτες περιπτώσεις που η Εποπτική Αρχή πιθανολογεί περαιτέρω επιδείνωση της χρηματοοικονομικής κατάστασης της επιχείρησης δύναται να λαμβάνει κάθε αναγκαίο μέτρο στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων της σύμφωνα με τον παρόντα νόμο, ενδεικτικά να λαμβάνει τα μέτρα εξυγίανσης του παρόντος νόμου, καθώς και με απόφασή της να περιορίσει ή να απαγορεύσει την ελεύθερη διάθεση στοιχείων του ενεργητικού της επιχείρησης αυτής. Στην περίπτωση αυτή, η Εποπτική Αρχή ενημερώνει τις εποπτικές αρχές των κρατών − μελών υποδοχής για κάθε ληφθέν μέτρο, προσδιορίζοντας τα στοιχεία του ενεργητικού που καλύπτονται από τα εν λόγω μέτρα, αιτούμενη τη λήψη εκ μέρους τους ανάλογων μέτρων για την υλοποίηση της ως άνω απόφασης.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Με απόφαση της Εποπτικής Αρχής, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, καθορίζεται ο χρόνος υποβολής και ενδεικτικό περιεχόμενο της έκθεσης προόδου, το ελάχιστο περιεχόμενο του σχεδίου οικονομικής ανάκαμψης της παραγράφου 2 του παρόντος.

Άρθρο 110Μη συμμόρφωση προς την Ελάχιστη Κεφαλαιακή Απαίτηση (άρθρο 139 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ, παράγραφος 37 του άρθρου 2 της Οδηγίας 2014/51/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις ενημερώνουν αμελλητί την Εποπτική Αρχή, μόλις διαπιστώσουν ότι δεν πληρούν ή κινδυνεύουν εντός του προσεχούς τριμήνου να μην πληρούν την Ελάχιστη Κεφαλαιακή Απαίτηση.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Εντός μηνός από τη διαπίστωση της ως άνω μη συμμόρφωσής της, η ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση υποβάλλει προς έγκριση στην Εποπτική Αρχή, ρεαλιστικό πρόγραμμα βραχυπρόθεσμης χρηματοδότησης, προκειμένου να αποκαταστήσει, εντός τριών μηνών από τη στιγμή της διαπίστωσης, τα επιλέξιμα βασικά ίδια κεφάλαια τουλάχιστον στο επίπεδο της Ελάχιστης Κεφαλαιακής Απαίτησης ή να μειώσει το προφίλ κινδύνου της, ώστε να εξασφαλιστεί συμμόρφωση της προς την Ελάχιστη Κεφαλαιακή Απαίτηση.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Η Εποπτική Αρχή δύναται να λαμβάνει κάθε αναγκαίο μέτρο στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων της σύμφωνα με τον παρόντα νόμο, καθώς και με απόφασή της να περιορίζει ή να απαγορεύει την ελεύθερη διάθεση στοιχείων του ενεργητικού της επιχείρησης αυτής. Στην περίπτωση αυτή, η Εποπτική Αρχή, εφόσον πρόκειται για ασφαλιστική επιχείρηση που δραστηριοποιείται σε άλλο κράτος − μέλος, ενημερώνει τις εποπτικές αρχές των κρατών − μελών υποδοχής για κάθε ληφθέν μέτρο, προσδιορίζοντας τα στοιχεία του ενεργητικού που καλύπτονται από τα εν λόγω μέτρα, αιτούμενη τη λήψη εκ μέρους τους ανάλογων μέτρων για την υλοποίηση της ως άνω απόφασης.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Με απόφαση της Εποπτικής Αρχής, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, καθορίζεται το ελάχιστο περιεχόμενο του προγράμματος βραχυπρόθεσμης χρηματοδότησης.

Άρθρο 111Απαγόρευση της ελεύθερης διάθεσης των στοιχείων του ενεργητικού που βρίσκονται στο έδαφος της Ελλάδας

(άρθρο 140 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ, παράγραφος 37 του άρθρου 2 της Οδηγίας 2014/51/ΕΕ) Η απαγόρευση της ελεύθερης διάθεσης στοιχείων του ενεργητικού των επιχειρήσεων σύμφωνα με τα άρθρα 108 έως 110 και της παραγράφου 2 του άρθρου 114 του παρόντος, σημειώνεται κατά περίπτωση στα οικεία βιβλία μεταγραφών ή υποθηκών ή στα βιβλία του πιστωτικού ιδρύματος, όπου υπάρχει σχετική κατάθεση, ύστερα από αίτηση της Εποπτικής Αρχής. Η ως άνω απαγόρευση αίρεται μερικά ή ολικά με απόφαση της Εποπτικής Αρχής, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Στην απόφαση πρέπει να αναφέρονται και οι όροι της άρσης. Τόσο η απαγόρευση όσο και η άρση αυτής κοινοποιούνται στις εποπτικές αρχές των ενδιαφερομένων κρατών−μελών. Η Εποπτική Αρχή υποχρεούται να συνδράμει στην εκτέλεση απόφασης της αρμόδιας αρχής του κράτους καταγωγής της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης επιβάλλοντας απαγόρευση της ελεύθερης διάθεσης των στοιχείων του ενεργητικού της επιχείρησης που βρίσκονται σε ελληνικό έδαφος, η οποία έχει ληφθεί δυνάμει των άρθρων 137 έως 139 και της παραγράφου 2 του άρθρου 144 της Οδηγίας 2009/138/ ΕΚ, κατόπιν αίτησης της αρμόδιας αρχής του κράτους καταγωγής, προσδιορίζοντας τα στοιχεία του ενεργητικού, των οποίων η ελεύθερη διάθεση θα πρέπει να απαγορευτεί.

Άρθρο 112Εποπτικές εξουσίες σε περίπτωση επιδείνωσης των χρηματοοικονομικών συνθηκών (άρθρο 141 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)

Κατά παρέκκλιση των άρθρων 109 και 110 του παρόντος, εάν η κατάσταση φερεγγυότητας της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης εξακολουθήσει να επιδεινώνεται, η Εποπτική Αρχή λαμβάνει κάθε αναγκαίο και πρόσφορο μέτρο για τη διασφάλιση των συμφερόντων των αντισυμβαλλομένων της επιχείρησης ως κάθε άλλου δικαιούχου απαιτήσεων από ασφάλιση σε περίπτωση ασφαλιστηρίων συμβολαίων, ή των υποχρεώσεων που απορρέουν από συμβάσεις αντασφάλισης, όπως ενδεικτικά να λαμβάνει τα μέτρα εξυγίανσης του παρόντος νόμου, να ανακαλεί προσωρινά ή οριστικά την άδεια λειτουργίας ορισμένων ή όλων των κλάδων που ασκεί. Τα ανωτέρω μέτρα που λαμβάνονται από την Εποπτική Αρχή πρέπει να είναι επαρκή και ανάλογα με το μέγεθος και τη διάρκεια της επιδείνωσης της κατάστασης φερεγγυότητας της συγκεκριμένης ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης.

Άρθρο 113Σχέδιο ανάκαμψης και πρόγραμμα χρηματοδότησης (άρθρο 142 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Το σχέδιο οικονομικής ανάκαμψης, που αναφέρεται στην παράγραφο 2 του άρθρου 109 του παρόντος και το πρόγραμμα βραχυπρόθεσμης χρηματοδότησης, που αναφέρεται στην παράγραφο 2 του άρθρου 110 του παρόντος, περιλαμβάνουν τουλάχιστον κατάλληλα στοιχεία ή τεκμήρια που αφορούν τα εξής: α) τις προβλέψεις σχετικά με τα έξοδα διαχείρισης, ιδίως τα τρέχοντα γενικά έξοδα και τις προμήθειες, β) τις προβλέψεις εσόδων και εξόδων, τόσο για τις δραστηριότητες πρωτασφάλισης και τις αποδοχές αντασφάλισης όσο και για τις εκχωρήσεις αντασφάλισης, γ) την πρόβλεψη ισολογισμών, τουλάχιστον τριών (3) ετών, δ) τις προβλέψεις σχετικά με τους χρηματοπιστωτικούς πόρους που προορίζονται να καλύψουν τις τεχνικές προβλέψεις, καθώς και την Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας και την Ελάχιστη Κεφαλαιακή Απαίτηση, ε) τη συνολική πολιτική αντασφάλισης της επιχείρησης.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Στις επιχειρήσεις που έχει απαιτηθεί να υποβάλουν πρόγραμμα οικονομικής ανάκαμψης ή πρόγραμμα βραχυπρόθεσμης χρηματοδότησης, η Εποπτική Αρχή δεν εκδίδει πιστοποιήσεις σύμφωνα με τα άρθρα 28 και 118 του παρόντος προκειμένου αυτές να δραστηριοποιηθούν σε άλλο κράτος − μέλος, μέσω υποκαταστήματος ή ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, για όσο χρονικό διάστημα η Εποπτική Αρχή θεωρεί ότι τα δικαιώματα των αντισυμβαλλομένων ασφαλιστηρίων συμβολαίων ή οι συμβατικές ασφαλιστικές υποχρεώσεις της αντασφαλιστικής επιχείρησης δεν είναι διασφαλισμένα ή να αναλάβουν σχετικό χαρτοφυλάκιο. Στην περίπτωση που ήδη δραστηριοποιούνται σε άλλο κράτος − μέλος με υποκατάστημα ή ελεύθερη παροχή υπηρεσιών, η Εποπτική Αρχή δύναται να παύει τη δραστηριοποίηση αυτή μέχρι την ολοκλήρωση των προγραμμάτων.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Με απόφαση της Εποπτικής Αρχής, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, μπορούν να καθορίζονται πρόσθετα στοιχεία που μπορούν να αποτελούν περιεχόμενο του υποβλητέου προγράμματος οικονομικής ανάκαμψης ή του προγράμματος βραχυπρόθεσμης χρηματοδότησης, όπως ενδεικτικά αποτελέσματα χρήσης, πρόβλεψη ταμειακών ροών, αποτελέσματα ανά κλάδο ασφάλισης ή κατηγορία δραστηριοτήτων, αναλυτική τεκμηρίωση παραδοχών.

Άρθρο 114Ανάκληση της άδειας (άρθρο 144 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Η Εποπτική Αρχή δύναται να ανακαλεί την άδεια που χορηγήθηκε σε ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση στις ακόλουθες περιπτώσεις: α) εάν η επιχείρηση δεν κάνει χρήση της άδειας εντός δωδεκαμήνου από τη χορήγησή της, παραιτηθεί ρητά από αυτήν ή παύσει να ασκεί τις δραστηριότητές της για περίοδο μεγαλύτερη του εξαμήνου, εκτός και εάν η απόφαση αδειοδότησης σύμφωνα με τα άρθρα 11 και 12 του παρόντος προβλέπει ότι, στις περιπτώσεις αυτές, λήγει αυτοδικαίως η ισχύς της άδειας, β) η επιχείρηση δεν πληροί πλέον τους όρους χορήγησης άδειας, γ) η επιχείρηση παραβιάζει σοβαρά τις κάθε είδους υποχρεώσεις που υπέχει κατ’ εφαρμογήν της ισχύουσας ελληνικής και ευρωπαϊκής νομοθεσίας και κανονιστικών αποφάσεων που εκδίδονται κατ’ εξουσιοδότησή αυτών, περιλαμβανομένης της περίπτωσης καταδίκης σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 258 του παρόντος, ή αν απειλούνται τα συμφέροντα των ασφαλισμένων ή η δημόσια τάξη ή τα χρηστά ήθη, ή εφόσον αρνείται ή αδικαιολογήτως καθυστερεί την καταβολή του επιδικασθέντος ασφαλίσματος βάσει τελεσιδίκου δικαστικής αποφάσεως. Η Εποπτική Αρχή δύναται να ανακαλεί την άδεια που χορηγήθηκε σε ασφαλιστική επιχείρηση, που ασκεί αντασφάλιση κλάδου για τον οποίον δεν διαθέτει άδεια άσκησης πρωτασφάλισης. Η Εποπτική Αρχή ανακαλεί υποχρεωτικά την άδεια που έχει χορηγήσει σε ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση αν η επιχείρηση δεν συμμορφώνεται προς την Ελάχιστη Κεφαλαιακή Απαίτηση και η Εποπτική Αρχή κρίνει ότι το υποβληθέν πρόγραμμα χρηματοδότησης είναι καταφανώς ανεπαρκές ή η εν λόγω επιχείρηση δεν συμμορφώνεται με το εγκεκριμένο πρόγραμμα εντός τριών μηνών από τη στιγμή της διαπίστωσης της μη συμμόρφωσης προς την Ελάχιστη Κεφαλαιακή Απαίτηση.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Σε περίπτωση ανάκλησης ή λήξης της ισχύος της άδειας, η Εποπτική Αρχή ενημερώνει σχετικά τις εποπτικές αρχές των άλλων κρατών − μελών, οι οποίες λαμβάνουν τα κατάλληλα μέτρα προκειμένου να εμποδίσουν την εν λόγω ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση να αναλάβει νέες εργασίες στο έδαφός τους. Η Εποπτική Αρχή λαμβάνει, σε συνεργασία με αυτές τις αρχές, κάθε κατάλληλο μέτρο για τη διασφάλιση των συμφερόντων των ασφαλισμένων και περιορίζει ιδίως την ελεύθερη διάθεση των στοιχείων ενεργητικού της ασφαλιστικής επιχείρησης, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 111 του παρόντος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Κάθε απόφαση ανάκλησης της άδειας πρέπει να είναι αιτιολογημένη και να γνωστοποιείται στην ενδιαφερόμενη ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση. Αυτό ισχύει και στις περιπτώσεις που η ανάκληση γίνεται για λόγους που στηρίζονται αποκλειστικά στη νομοθεσία σχετικά με ανώνυμες εταιρείες και συνεταιρισμούς.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Με την οριστική ανάκληση της άδειας λειτουργίας ασφαλιστικής επιχείρησης ανακαλείται αυτοδίκαια η άδεια σύστασης και επέρχεται η λύση της.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Ασφαλιστική ή αντασφαλιστική ανώνυμη εταιρεία μπορεί να μετατραπεί σε άλλου είδους εμπορική ανώνυμη εταιρεία μετά από απόφαση της Εποπτικής Αρχής, η οποία δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, αν έχουν λήξει όλα τα ασφαλιστήριά της και δεν υπάρχουν εκκρεμείς δίκες και απαιτήσεις κατ’ αυτής με αντικείμενο ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές παροχές ή έχει εγκριθεί μεταβίβαση του συνόλου του χαρτοφυλακίου της σύμφωνα με το άρθρο 28 του παρόντος. Στην περίπτωση αυτήν δεν εφαρμόζεται η παράγραφος 4 του παρόντος.

Αθήνα, 3 Φεβρουαρίου 2016
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
ΠΡΟΚΟΠΙΟΣ Β. ΠΑΥΛΟΠΟΥΛΟΣ
ΟΙ ΥΠΟΥΡΓΟΙ
ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΚΑΙ ΑΝΑΠΛΗΡΩΤΗΣ ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗΣ ΑΝΑΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗΣ ΑΝΑΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗΣ
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΚΟΥΡΟΥΜΠΛΗΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΤΟΣΚΑΣ
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ, ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ, ΔΙΑΦΑΝΕΙΑΣ
ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΚΑΙ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΣΤΑΘΑΚΗΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΟΠΟΥΛΟΣ
ΕΡΓΑΣΙΑΣ, ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ
ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΤΡΟΥΓΚΑΛΟΣ ΕΥΚΛΕΙΔΗΣ ΤΣΑΚΑΛΩΤΟΣ
ΑΝΑΠΛΗΡΩΤΗΣ ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΧΟΥΛΙΑΡΑΚΗΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΠΑΠΠΑΣ
Θεωρήθηκε και τέθηκε η Μεγάλη Σφραγίδα του Κράτους.
Αθήνα, 4 Φεβρουαρίου 2016
Ο ΕΠΙ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΥΠΟΥΡΓΟΣ
ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΟΠΟΥΛΟΣ