13 Α' 2016

ΝΟΜΟΣ 4364/2016

Προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας στην Οδηγία 2009/138/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2009, σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριοτήτων ασφάλισης και αντασφάλισης (Φερεγγυότητα ΙΙ), στα άρθρα 2 και 8 της Oδηγίας 2014/51/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Απριλίου 2014 σχετικά με την τροποποίηση των Οδηγιών 2003/71/ΕΚ και 2009/138/ΕΚ, και των Κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 1060/2009, (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 και (ΕΕ) αριθ. 1095/2010, όσον αφορά τις εξουσίες της Ευρωπαϊκής Αρχής Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων (εφεξής ΕΑΑΕΣ) και της Ευρωπαϊκής Αρχής Κινητών Αξιών και Αγορών, καθώς και στο άρθρο 4 της Οδηγίας 2011/89/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Νοεμβρίου 2011, σχετικά με τη συμπληρωματική εποπτεία των χρηματοπιστωτικών οντοτήτων που ανήκουν σε χρηματοπιστωτικούς ομίλους ετερογενών δραστηριοτήτων και συναφείς διατάξεις της νομοθεσίας περί της ιδιωτικής ασφάλισης και άλλες διατάξεις.

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ - ΓΕΝΙΚΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΝΑΛΗΨΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΣΚΗΣΗ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΩΝ ΠΡΩΤΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΚΑΙ ΑΝΤΑΣΦΑΛΙΣΗΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄ - ΑΝΑΛΗΨΗ ΚΑΙ ΑΣΚΗΣΗ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΚΑΙ ΑΝΤΑΣΦΑΛΙΣΗΣ
05 Φεβρουαρίου 2016

ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ
ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
ΤΕΥΧΟΣ ΠΡΩΤΟ Αρ. Φύλλου 13
5 Φεβρουαρίου 2016

NOMOΣ ΥΠ’ ΑΡΙΘ. 4364
Προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας στην Οδηγία 2009/138/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2009, σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριοτήτων ασφάλισης και αντασφάλισης (Φερεγγυότητα ΙΙ), στα άρθρα 2 και 8 της Oδηγίας 2014/51/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Απριλίου 2014 σχετικά με την τροποποίηση των Οδηγιών 2003/71/ΕΚ και 2009/138/ΕΚ, και των Κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 1060/2009, (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 και (ΕΕ) αριθ. 1095/2010, όσον αφορά τις εξουσίες της Ευρωπαϊκής Αρχής Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων (εφεξής ΕΑΑΕΣ) και της Ευρωπαϊκής Αρχής Κινητών Αξιών και Αγορών, καθώς και στο άρθρο 4 της Οδηγίας 2011/89/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Νοεμβρίου 2011, σχετικά με τη συμπληρωματική εποπτεία των χρηματοπιστωτικών οντοτήτων που ανήκουν σε χρηματοπιστωτικούς ομίλους ετερογενών δραστηριοτήτων και συναφείς διατάξεις της νομοθεσίας περί της ιδιωτικής ασφάλισης και άλλες διατάξεις.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Εκδίδομε τον ακόλουθο νόμο που ψήφισε η Βουλή:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄ΑΝΑΛΗΨΗ ΚΑΙ ΑΣΚΗΣΗ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΚΑΙ ΑΝΤΑΣΦΑΛΙΣΗΣ
Άρθρο 10Απαγόρευση άσκησης ασφάλισης και αντασφάλισης χωρίς προηγούμενη άδεια (άρθρα 14 και 15 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Με την επιφύλαξη των διατάξεων του Κεφαλαίου Η’ του Πρώτου Μέρους του παρόντος «Ελευθερία Εγκατάστασης και ελεύθερη παροχή υπηρεσιών», η άσκηση δραστηριότητας πρωτασφάλισης ή αντασφάλισης που εμπίπτει στον παρόντα νόμο υπόκειται σε προηγούμενη χορήγηση αδείας από την Εποπτική Αρχή η οποία ισχύει για το σύνολο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ενιαία άδεια) σε περίπτωση που η ενδιαφερόμενη επιχείρηση πρόκειται να ασκήσει τις δραστηριότητές της σε άλλο κράτος − μέλος, είτε με καθεστώς εγκατάστασης, είτε με καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Με την επιφύλαξη των οριζομένων στα άρθρα 6, 8 και 9 του παρόντος, η καθ’ οιονδήποτε τρόπο κατ’ επάγγελμα άσκηση εργασιών ασφάλισης ζωής ή κατά ζημιών ή αντασφάλισης στην Ελλάδα επιτρέπεται μόνο στις επιχειρήσεις της παραγράφου 1 του άρθρου 2 του παρόντος, κατά τις διακρίσεις που προβλέπονται στην κείμενη νομοθεσία και την άδεια λειτουργίας τους.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Όποιος ασκεί ασφάλιση ή αντασφάλιση ή μεσολαβεί στη σύναψη ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής σύμβασης κατά παράβαση της προηγούμενης παραγράφου τιμωρείται, πλέον των αναφερομένων στον παρόντα νόμο διοικητικών προστίμων, και με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον ενός (1) έτους, οι δε ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές συμβάσεις είναι άκυρες. Σε περίπτωση που η ασφάλιση ή αντασφάλιση ασκείται από νομικό πρόσωπο, με την ποινή της παρούσας παραγράφου τιμωρείται όποιος ασκεί διοίκηση ή διαχείριση στο νομικό πρόσωπο. Η ακυρότητα δεν μπορεί να προταθεί εις βάρος των καλόπιστων συναλλασσομένων.

Άρθρο 11Άδεια λειτουργίας − Γενικά (άρθρα 14, 15, 25 και 73 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ, παράγραφος 3 του άρθρου 2 της Οδηγίας 2014/51/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 48 του παρόντος, η ασφαλιστική επιχείρηση λαμβάνει άδεια λειτουργίας είτε για άσκηση ασφαλίσεων κατά ζημιών είτε για άσκηση ασφαλίσεων ζωής.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Για την άσκηση πρωτασφαλιστικών εργασιών, η άδεια λειτουργίας χορηγείται κατά κλάδο ασφάλισης, για όλους ή μερικούς από τους κινδύνους που υπάγονται σε αυτόν τον κλάδο, καθώς και κατά ομάδα δύο ή περισσότερων κλάδων ασφάλισης σύμφωνα με την κατάταξη που προβλέπεται στα άρθρα 4 και 5 του παρόντος. Επιχείρηση που έλαβε άδεια για έναν κλάδο ή ομάδα κλάδων ασφαλίσεων κατά ζημιών δεν μπορεί να καλύπτει κινδύνους που περιλαμβάνονται σε άλλο κλάδο ασφάλισης, εκτός εάν συντρέχει περίπτωση παρεπόμενων κινδύνων σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 13 του παρόντος. Στην άδεια λειτουργίας απαριθμούνται οι κίνδυνοι και οι κλάδοι ασφάλισης τους οποίους η επιχείρηση μπορεί να ασκεί.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Η επέκταση των εργασιών ασφαλιστικής επιχείρησης για άσκηση κλάδων ή ασφάλιση κινδύνων που δεν περιλαμβάνονται στην άδεια λειτουργίας της υπόκειται σε προηγούμενη χορήγηση αδείας από την Εποπτική Αρχή.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Για την άσκηση αντασφαλιστικών εργασιών, η άδεια χορηγείται, είτε μόνο για αντασφαλιστικές εργασίες κατά ζημιών, είτε μόνο για αντασφαλιστικές εργασίες ζωής, είτε ενιαία για όλα τα είδη αντασφαλιστικών εργασιών. Η επέκταση των εργασιών αντασφαλιστικής επιχείρησης που ασκεί αντασφαλιστικές εργασίες είτε μόνον κατά ζημιών είτε μόνον ζωής υπόκειται σε προηγούμενη χορήγηση αδείας από την Εποπτική Αρχή. Ασφαλιστικές επιχειρήσεις δύνανται να ασκούν αντασφαλιστικές δραστηριότητες (αναλήψεις) μόνο στους κινδύνους ή τους κλάδους για τους οποίους διαθέτουν άδεια άσκησης πρωτασφαλίσεων σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Η άδεια λειτουργίας των παραγράφων 1, 2 και 4 του παρόντος και τυχόν επέκταση αυτής χορηγείται από την Εποπτική Αρχή σύμφωνα με την αίτηση και το πρόγραμμα δραστηριοτήτων, που η επιχείρηση υποβάλλει στην Εποπτική Αρχή σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 14 του παρόντος. Η Εποπτική Αρχή μπορεί να περιορίζει το πεδίο ισχύος της άδειας, που έχει ζητηθεί για έναν κλάδο, στις δραστηριότητες που περιλαμβάνονται στο πρόγραμμα δραστηριοτήτων της αιτούσας επιχείρησης.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Για την παροχή υπηρεσιών βοήθειας, οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις λαμβάνουν υποχρεωτικά άδεια για άσκηση του Κλάδου 18 σύμφωνα με τα οριζόμενα στην περίπτωση ιη΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 4 του παρόντος, εκτός εάν η βοήθεια παρέχεται συμπληρωματικά σύμφωνα με τις προϋποθέσεις της παραγράφου 1 του άρθρου 13 του παρόντος. Σε κάθε περίπτωση, η παροχή υπηρεσιών βοήθειας εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος νόμου, εφόσον διενεργείται από ασφαλιστικές επιχειρήσεις.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 7

Η Εποπτική Αρχή τηρεί μητρώο ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων με έδρα στην Ελλάδα, αλλοδαπών ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων που παρέχουν ασφάλιση ή αντασφάλιση είτε με εγκατάσταση είτε με καθεστώς ελεύθερης παροχής, ως και επιχειρήσεων που υπάγονται στις διατάξεις του άρθρου 7 του παρόντος. Το κοινό έχει πρόσβαση στο μητρώο αυτό, το οποίο περιέχει πληροφορίες σχετικά με τους ασκούμενους από κάθε επιχείρηση ασφαλιστικούς κινδύνους ή κλάδους ή τις αντασφαλιστικές δραστηριότητες. Το μητρώο ενημερώνεται εντός εύλογου χρόνου από την επέλευση οποιασδήποτε αλλαγής.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 8

Οι ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις με έδρα στην Ελλάδα οφείλουν να συμμορφώνονται διαρκώς με τις προβλέψεις του παρόντος νόμου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 9

Η Εποπτική Αρχή ενημερώνει την αιτούσα επιχείρηση εντός έξι (6) μηνών από την υποβολή πλήρους αίτησης χορήγησης ή επέκτασης άδειας λειτουργίας, για τη σχετική χορήγηση ή την αιτιολογημένη απόρριψη της άδειας. Κατά της απορριπτικής απόφασης ή της τυχόν μη απάντησης της Εποπτικής Αρχής εντός της ως άνω αποκλειστικής προθεσμίας των έξι (6) μηνών χωρεί αίτηση ακύρωσης στο Συμβούλιο της Επικρατείας.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 10

Η Εποπτική Αρχή κοινοποιεί αμελλητί στην ΕΑΑΕΣ κάθε χορήγηση και ανάκληση άδειας λειτουργίας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης.

Άρθρο 12Ρυθμίσεις για τις ειδικές περιπτώσεις του άρθρου 7ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Στις επιχειρήσεις των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 7 του παρόντος δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις των Ενοτήτων 1, 2 και 3 του Κεφαλαίου Δ΄, καθώς και του Κεφαλαίου ΣΤ’ του παρόντος Μέρους, ενώ οι υπόλοιπες διατάξεις του παρόντος νόμου εφαρμόζονται αναλόγως. Κατά παρέκκλιση των διατάξεων της παραγράφου 1 του άρθρου 10 του παρόντος, η χορηγούμενη άδεια στις ως άνω επιχειρήσεις από την Εποπτική Αρχή ισχύει μόνον εντός της Ελλάδας, η άσκηση δε ασφαλιστικών εργασιών σε άλλες χώρες εντός ή εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης διενεργείται συμφώνως προς τις εθνικές διατάξεις κάθε χώρας.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Η Εποπτική Αρχή με απόφασή της η οποία δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως καθορίζει κάθε γενικότερο ή ειδικότερο θέμα για τη λειτουργία των επιχειρήσεων της παραγράφου 1 του παρόντος, ενδεικτικά ως τις ελάχιστες προϋποθέσεις διακυβέρνησης, τον τρόπο υπολογισμού των τεχνικών προβλέψεων, τον τρόπο αποτίμησης των περιουσιακών τους στοιχείων, το ύψος και το είδος του κεφαλαίου φερεγγυότητας και της ελάχιστης κεφαλαιακής απαίτησης.

Άρθρο 13Παρεπόμενοι κίνδυνοι (άρθρο 16 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Ασφαλιστική επιχείρηση που έχει λάβει άδεια για κυρίως κίνδυνο συγκεκριμένου κλάδου ή ομάδα κλάδων κατά ζημιών του άρθρου 4 του παρόντος, μπορεί να καλύπτει συμπληρωματικά κινδύνους που περιλαμβάνονται σε άλλον κλάδο ασφάλισης ζημιών του άρθρου αυτού (παρεπόμενους κινδύνους), χωρίς να απαιτείται άδεια και για τον κλάδο στον οποίο υπάγονται οι κίνδυνοι αυτοί, εφόσον πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις: α) Οι εν λόγω κίνδυνοι συνδέονται με τον κυρίως κίνδυνο, β) αφορούν στο αντικείμενο που είναι ασφαλισμένο κατά του κυρίως κινδύνου και γ) καλύπτονται με το ίδιο ασφαλιστήριο συμβόλαιο με το οποίο καλύπτεται ο κυρίως κίνδυνος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Κατά παρέκκλιση της παραγράφου 1 του παρόντος, οι κίνδυνοι που περιλαμβάνονται στους Κλάδους 14 «Πιστώσεις», 15 «Εγγυήσεις» και 17 «Νομική Προστασία» της παραγράφου 1 του άρθρου 4 του παρόντος δεν θεωρούνται παρεπόμενοι άλλων κλάδων και απαιτείται πάντοτε χωριστή άδεια, με εξαίρεση τον Κλάδο 17 «Νομική Προστασία», ο οποίος μπορεί να καλυφθεί συμπληρωματικά προς τον κυρίως ασκούμενο Κλάδο 18 «Βοήθεια», εφόσον πληρούνται οι όροι της παραγράφου 1 του παρόντος και οποιοσδήποτε από τους ακόλουθους όρους: α) ο κυρίως κίνδυνος αφορά μόνον στη βοήθεια που παρέχεται στα πρόσωπα που αντιμετωπίζουν δυσκολίες κατά τη διάρκεια μετακινήσεων ή απουσιών από την κατοικία ή τον τόπο συνήθους διαμονής ή β) η ασφάλιση αφορά διαφορές ή κινδύνους που προκύπτουν από τη χρήση θαλασσίων πλοίων ή σχετίζονται με τη χρήση αυτή.

Άρθρο 14Κεντρική διοίκηση, νομική μορφή, όροι χορήγησης άδειας (άρθρα 17, 18, 20, 21 και Παράρτημα ΙΙΙ της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Η Εποπτική Αρχή χορηγεί άδεια λειτουργίας σε ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, εφόσον: α) η επιχείρηση έχει την καταστατική της έδρα και την κεντρική της διοίκηση στην Ελλάδα. β) Η επιχείρηση έχει τη μορφή της ανώνυμης εταιρείας ή, εφόσον πρόκειται για επιχείρηση ασφάλισης κατά ζημιών ή αντασφαλιστική επιχείρηση, και τη μορφή του αλληλασφαλιστικού συνεταιρισμού. Η επιχείρηση μπορεί να έχει επίσης τη μορφή ευρωπαϊκής εταιρείας όπως ορίζεται στον Κανονισμό Νο 2157/2001 (L.294/10.11.2011). Με απόφαση της Εποπτικής Αρχής που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, επεκτείνονται οι μορφές του παρόντος, και καθορίζονται όροι και προϋποθέσεις για την άσκηση ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών εργασιών από επιχειρήσεις του δημοσίου, ώστε να διασφαλίζεται η ισοδυναμία των όρων και προϋποθέσεων αυτών με τα οριζόμενα στον παρόντα νόμο. γ) Η ασφαλιστική επιχείρηση έχει αποκλειστικό σκοπό δραστηριότητες ασφάλισης, καθώς και εργασίες που προκύπτουν άμεσα από αυτές, αποκλειόμενης οποιασδήποτε άλλης εμπορικής δραστηριότητας. Η αντασφαλιστική επιχείρηση έχει αποκλειστικό σκοπό δραστηριότητες αντασφάλισης και σχετιζόμενες εργασίες, συμπεριλαμβανομένης της απόκτησης συμμετοχών σε επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στο χρηματοοικονομικό τομέα κατά την έννοια της παραγράφου 8 του άρθρου 2 της Οδηγίας 2002/87/ΕΚ (L. 35/11.2.2003) ή της παραγράφου 8 του άρθρου 2 του ν. 3455/2006 (Α΄ 84). Κατά παρέκκλιση του προηγουμένου εδαφίου, η αντασφαλιστική επιχείρηση μπορεί να περιλαμβάνει στον σκοπό της επιπρόσθετες σχετικές της αντασφάλισης εργασίες, ενδεικτικά η παροχή στατιστικών ή αναλογιστικών συμβουλών, ανάλυση κινδύνων ή έρευνα για τους πελάτες της. δ) Η επιχείρηση υποβάλλει στην Εποπτική Αρχή το καταστατικό της και πρόγραμμα δραστηριοτήτων σύμφωνα με το άρθρο 16 του παρόντος. ε) Η επιχείρηση παρέχει αποδείξεις στην Εποπτική Αρχή ότι: εα) Διαθέτει επιλέξιμα βασικά ίδια κεφάλαια ώστε να καλύπτει το κατώτατο όριο της Ελάχιστης Κεφαλαιακής Απαίτησης, όπως προβλέπεται στην περίπτωση δ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 102 του παρόντος. εβ) Είναι σε θέση να διαθέτει επιλέξιμα ίδια κεφάλαια ώστε να καλύπτουν πλήρως την Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας, όπως προβλέπεται στα άρθρα 76 ως 100 του παρόντος. εγ) Είναι σε θέση να διαθέτει επιλέξιμα βασικά ίδια κεφάλαια ώστε να καλύπτουν την Ελάχιστη Κεφαλαιακή Απαίτηση, όπως προβλέπεται στα άρθρα 101 ως 103 του παρόντος. στ) Η επιχείρηση αποδεικνύει ότι είναι σε θέση να συμμορφώνεται προς το σύστημα διακυβέρνησης κατά τα οριζόμενα στην Ενότητα 2 του Κεφαλαίου Δ΄ του παρόντος Μέρους. ζ) Στην περίπτωση που η επιχείρηση καλύπτει κινδύνους του Κλάδου 10 «Αστική ευθύνη από χερσαία αυτοκίνητα οχήματα» (εξαιρουμένης της ασφάλισης ευθύνης του μεταφορέα), ενημερώνει την Εποπτική Αρχή για το όνομα και τη διεύθυνση όλων των αντιπροσώπων για τον διακανονισμό των ζημιών, που χρησιμοποιεί σε κάθε ένα από τα λοιπά κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης και οι οποίοι έχουν τις προϋποθέσεις και τα καθήκοντα που ορίζονται στο άρθρο 255 του παρόντος. η) Πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις της κείμενης νομοθεσίας.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Για την επέκταση αδείας ασφαλιστικής επιχείρησης σε νέους κλάδους ή σε κινδύνους ενός κλάδου, ή αντασφαλιστικής επιχείρησης σε νέες εργασίες, η επιχείρηση υποβάλλει προς την Εποπτική Αρχή πρόγραμμα δραστηριοτήτων σύμφωνα με το άρθρο 16 και αποδεικνύει ότι διαθέτει τα επιλέξιμα ίδια κεφάλαια για την κάλυψη της Κεφαλαιακής Απαίτησης Φερεγγυότητας και της Ελάχιστης Κεφαλαιακής Απαίτησης, όπως προβλέπεται στα άρθρα 76 και 101 του παρόντος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Ασφαλιστική επιχείρηση που ασκεί δραστηριότητες ασφάλισης ζωής δύναται να ζητήσει τη χορήγηση άδειας για την επέκταση των δραστηριοτήτων της στους κινδύνους που ταξινομούνται στους Κλάδους 1 «Ατυχήματα» ή 2 «Ασθένειες» του άρθρου 4 του παρόντος, κατά τα αναφερόμενα στο άρθρο 48 του παρόντος, εφόσον αποδεικνύει, επιπλέον των οριζομένων στην παράγραφο 2 του παρόντος, στην Εποπτική Αρχή ότι: α) διαθέτει τα επιλέξιμα βασικά ίδια κεφάλαια ώστε να καλύπτει το κατώτατο όριο της Ελάχιστης Κεφαλαιακής Απαίτησης για επιχειρήσεις ασφάλισης ζωής, καθώς και το κατώτατο όριο της Ελάχιστης Κεφαλαιακής Απαίτησης για επιχειρήσεις ασφάλισης κατά ζημιών, όπως ορίζονται στην περίπτωση δ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 102 του παρόντος, β) αναλαμβάνει τη δέσμευση να ανταποκρίνεται στα ελάχιστα όρια οικονομικών υποχρεώσεων, που αναφέρονται στην παράγραφο 3 του άρθρου 49 του παρόντος και εντεύθεν.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Ασφαλιστική επιχείρηση που ασκεί μόνο δραστηριότητες ασφάλισης κατά ζημιών για τους κινδύνους που ταξινομούνται στους Κλάδους 1 «Ατυχήματα» ή 2 «Ασθένειες» του άρθρου 4 του παρόντος δύναται να ζητήσει τη χορήγηση άδειας για την επέκταση των δραστηριοτήτων της σε κινδύνους ασφάλισης ζωής, κατά τα αναφερόμενα στο άρθρο 48 του παρόντος, εφόσον αποδεικνύει, επιπλέον των οριζομένων στην παράγραφο 2 του παρόντος, στην Εποπτική Αρχή ότι: α) Διαθέτει τα επιλέξιμα βασικά ίδια κεφάλαια ώστε να καλύπτει το κατώτατο όριο της Ελάχιστης Κεφαλαιακής Απαίτησης για επιχειρήσεις ασφάλισης ζωής, καθώς και το κατώτατο όριο της Ελάχιστης Κεφαλαιακής Απαίτησης για επιχειρήσεις ασφάλισης κατά ζημιών, όπως αναφέρονται στην περίπτωση δ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 102 του παρόντος, β) αναλαμβάνει τη δέσμευση να ανταποκρίνεται στα ελάχιστα όρια οικονομικών υποχρεώσεων, που αναφέρονται στην παράγραφο 3 του άρθρου 49 του παρόντος και εντεύθεν.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Οι ιδρυτές ή οι μέτοχοι της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης παρέχουν όλες τις πληροφορίες, οι οποίες είναι αναγκαίες για να μπορέσει η Εποπτική Αρχή να αξιολογήσει ότι η επιχείρηση κατά το χρόνο που θα λάβει την άδεια λειτουργίας θα πληροί τις προϋποθέσεις για να εκπληρώνει τις υποχρεώσεις που υπέχει από τις διατάξεις του παρόντος νόμου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Η άδεια λειτουργίας ασφαλιστικής και αντασφαλιστικής επιχείρησης, καθώς και κάθε επέκταση αυτής παρέχονται με αποφάσεις της Εποπτικής Αρχής που δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 7

Η διαδικασία για την έγκριση της τροποποίησης του καταστατικού των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων διέπεται από τις ισχύουσες γενικές διατάξεις. Απαιτείται έγκριση της Εποπτικής Αρχής για την τροποποίηση που αφορά στο είδος των δραστηριοτήτων της επιχείρησης, καθώς και σε κάθε περίπτωση μείωσης ή αύξησης του μετοχικού κεφαλαίου αυτής, ή των αλληλασφαλιστικών μερίδων σε περίπτωση αλληλασφαλιστικών συνεταιρισμών, η οποία δεν καλύπτεται ολοσχερώς με μετρητά είτε οι πράξεις αυτές συνοδεύονται από τροποποίηση των καταστατικών διατάξεων είτε όχι. Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις γνωστοποιούν στην εποπτική αρχή τις τροποποιήσεις που δεν υπόκεινται σε έγκρισή της μέσα σε προθεσμία δέκα (10) ημερών από τη λήψη της σχετικής απόφασης.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 8

Με απόφαση της Εποπτικής Αρχής, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, εξειδικεύονται οι προϋποθέσεις και η διαδικασία για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας και καθορίζονται τα έγγραφα που η επιχείρηση πρέπει να υποβάλλει στην Εποπτική Αρχή για την χορήγηση της άδειας λειτουργίας.

Άρθρο 15Μέτοχοι και μέλη με ειδικές συμμετοχές Στενοί δεσμοί (άρθρα 19, 22 και 24 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Οι μετοχές των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών εταιρειών ή οι αλληλασφαλιστικές μερίδες προκειμένου περί αλληλασφαλιστικού συνεταιρισμού είναι ονομαστικές. Η Εποπτική Αρχή χορηγεί άδεια λειτουργίας σε ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση μόνο εφόσον γνωρίζει την ταυτότητα των άμεσων ή έμμεσων μετόχων ή μελών, φυσικών ή νομικών προσώπων, που κατέχουν ειδικές συμμετοχές, καθώς και το ύψος των εν λόγω ειδικών συμμετοχών. Η Εποπτική Αρχή δεν χορηγεί άδεια λειτουργίας εφόσον, εν όψει της ανάγκης να διασφαλιστεί η χρηστή και συνετή διαχείριση της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, δεν έχει πεισθεί για την καταλληλότητα των μετόχων ή μελών.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Εάν υπάρχουν στενοί δεσμοί μεταξύ της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης και άλλων φυσικών ή νομικών προσώπων, η Εποπτική Αρχή χορηγεί άδεια λειτουργίας μόνο εάν οι δεσμοί αυτοί δεν εμποδίζουν την αποτελεσματική άσκηση των εποπτικών της καθηκόντων.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Η Εποπτική Αρχή απαιτεί από τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις να της παρέχουν οποιεσδήποτε πληροφορίες ζητά επιπροσθέτως αυτών της παραγράφου 14 του άρθρου 43 του παρόντος ώστε να μπορεί να βεβαιώνεται ότι πληρούνται σε συνεχή βάση οι προϋποθέσεις που προβλέπονται στην παράγραφο 2 του παρόντος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Η Εποπτική Αρχή δεν χορηγεί άδεια εάν οι νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις τρίτης χώρας που διέπουν ένα ή περισσότερα φυσικά ή νομικά πρόσωπα με τα οποία η ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση έχει στενούς δεσμούς, ή οι δυσχέρειες που ανακύπτουν κατά την εφαρμογή τους, εμποδίζουν την αποτελεσματική άσκηση των εποπτικών της καθηκόντων, καθώς και εάν η λειτουργία της επιχείρησης προσκρούει στις διατάξεις του παρόντος ή τα συμφέροντα των ασφαλισμένων ή προς τα χρηστά ήθη ή την δημόσια τάξη.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Η Εποπτική Αρχή δεν χορηγεί άδεια εάν δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 43 του παρόντος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Για την χορήγηση της άδειας λειτουργίας, η Εποπτική Αρχή δεν εξετάζει την σχετική αίτηση υπό το πρίσμα των οικονομικών απαιτήσεων της αγοράς.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 7

Με απόφαση της Εποπτικής Αρχής, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, ρυθμίζεται ο χρόνος υποβολής των στοιχείων της παραγράφου 3 του παρόντος.

Άρθρο 16Πρόγραμμα δραστηριοτήτων (άρθρο 23 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Το πρόγραμμα δραστηριοτήτων, που υποβάλλεται σύμφωνα με το άρθρο 14 του παρόντος, προκειμένου η επιχείρηση να πάρει άδεια λειτουργίας ή άδεια επέκτασης των εργασιών της και σε άλλους κλάδους ασφάλισης, περιλαμβάνει λεπτομερή στοιχεία που αφορούν ενδεικτικά στα εξής: α) τη φύση των κινδύνων ή των ασφαλιστικών υποχρεώσεων που προτίθεται να καλύψει η συγκεκριμένη ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, β) το είδος των αντασφαλιστικών συμβάσεων που η αντασφαλιστική επιχείρηση προτίθεται να παρέχει στις εκχωρούσες επιχειρήσεις, γ) τις κατευθυντήριες αρχές όσον αφορά την αντασφάλιση και την αντεκχώρηση, δ) τα περιουσιακά στοιχεία των βασικών ιδίων κεφαλαίων που συγκροτούν το κατώτατο όριο της Ελάχιστης Κεφαλαιακής Απαίτησης, ε) τις προβλέψεις για τα έξοδα εγκατάστασης των διοικητικών υπηρεσιών και του δικτύου παραγωγής, τα οικονομικά μέσα που προορίζονται για την αντιμετώπισή τους και, εάν οι κίνδυνοι που πρέπει να καλυφθούν κατατάσσονται στον Κλάδο 18 «Βοήθεια», τα μέσα που διαθέτει η ασφαλιστική επιχείρηση για την παροχή βοηθείας.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Για τις τρεις πρώτες εταιρικές χρήσεις, το πρόγραμμα δραστηριοτήτων της επιχείρησης περιλαμβάνει πέραν των προβλεπομένων στην παράγραφο 1 του παρόντος τα εξής: α) προβλεπόμενο ισολογισμό, β) τις προβλέψεις για την μελλοντική Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας, όπως προβλέπεται στο Τμήμα 1 της Ενότητας 4 του Κεφαλαίου ΣΤ΄ του παρόντος Μέρους, επί τη βάσει του προβλεπόμενου ισολογισμού της περίπτωσης α΄ ανωτέρω, καθώς και τη μέθοδο υπολογισμού που χρησιμοποιείται για να παραχθούν αυτές οι προβλέψεις, γ) τις προβλέψεις για την μελλοντική Ελάχιστη Κεφαλαιακή Απαίτηση, όπως προβλέπεται στα άρθρα 101 και 102 του παρόντος, επί τη βάσει του προβλεπόμενου ισολογισμού της περίπτωσης α΄ ανωτέρω, καθώς και τη μέθοδο υπολογισμού που χρησιμοποιείται για να παραχθούν αυτές οι προβλέψεις, δ) Τις προβλέψεις σχετικά με τα χρηματοοικονομικά μέσα που προορίζονται να καλύψουν τις τεχνικές προβλέψεις, την Ελάχιστη Κεφαλαιακή Απαίτηση και την Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας, ε) σε περίπτωση άσκησης ασφάλισης κατά ζημιών και αντασφάλισης, επιπλέον τα εξής: εα) Τις προβλέψεις σχετικά με τα έξοδα διαχείρισης, εκτός των εξόδων εγκατάστασης, ιδίως τα τρέχοντα γενικά έξοδα και τις προμήθειες, εβ) τις προβλέψεις σχετικά με τα ασφάλιστρα ή τις εισφορές που θα πραγματοποιηθούν και τις προβλέψεις για αποζημιώσεις. στ) Σε περίπτωση άσκησης ασφάλισης ζωής, επιπλέον προϋπολογιστική κατάσταση στην οποία να εμφανίζονται λεπτομερώς οι προβλέψεις εσόδων και εξόδων, αναφορικά με τις δραστηριότητες πρωτασφάλισης, τις αποδοχές αντασφάλισης, καθώς και τις εκχωρήσεις αντασφάλισης.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Με απόφαση της Εποπτικής Αρχής, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, μπορούν να καθορίζονται πρόσθετα στοιχεία που μπορούν να αποτελούν περιεχόμενο του υποβλητέου προγράμματος δραστηριότητας επιχειρήσεων προς αδειοδότηση ή επέκταση δραστηριοτήτων, όπως ενδεικτικά αποτελέσματα χρήσης, πρόβλεψη ταμειακών ροών, αποτελέσματα ανά κλάδο ασφάλισης ή κατηγορία δραστηριοτήτων και αναλυτική τεκμηρίωση παραδοχών.

Άρθρο 17Διαδικασία διαβουλεύσεων (άρθρο 26 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Η Εποπτική Αρχή ζητά, πριν από τη χορήγηση άδειας λειτουργίας σε ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση: α) τη γνώμη της αρμόδιας αρχής του εμπλεκόμενου κράτους − μέλους, όταν η αιτούσα: αα) είναι θυγατρική ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης που έχει λάβει άδεια λειτουργίας στο άλλο κράτος − μέλος, ή αβ) είναι θυγατρική της μητρικής επιχείρησης ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης που έχει λάβει άδεια λειτουργίας στο άλλο κράτος − μέλος, ή αγ) ελέγχεται από το ίδιο φυσικό ή νομικό πρόσωπο που ελέγχει ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση που έχει λάβει άδεια στο άλλο κράτος − μέλος. β) τη γνώμη της αρμόδιας αρχής για την εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων και εταιριών επενδύσεων του άλλου εμπλεκόμενου κράτους − μέλους, όταν η αιτούσα: βα) είναι θυγατρική πιστωτικού ιδρύματος ή εταιρείας επενδύσεων που έχει λάβει άδεια λειτουργίας στο άλλο κράτος − μέλος, ή ββ) είναι θυγατρική της μητρικής επιχείρησης πιστωτικού ιδρύματος ή εταιρείας επενδύσεων που έχει λάβει άδεια λειτουργίας στο άλλο κράτος − μέλος, ή βγ) ελέγχεται από το ίδιο φυσικό ή νομικό πρόσωπο που ελέγχει πιστωτικό ίδρυμα ή εταιρεία επενδύσεων που έχει λάβει άδεια στο άλλο κράτος − μέλος. γ) τη γνώμη της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, όταν η αιτούσα είναι θυγατρική ή ελέγχεται από τα ίδια φυσικά ή νομικά πρόσωπα επιχείρησης που έχει αδειοδοτηθεί από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Η Εποπτική Αρχή ανταλλάσσει με τις αρμόδιες αρχές της προηγούμενης παραγράφου, τόσο για τη χορήγηση της άδειας όσο και σε κάθε επόμενο στάδιο διαρκούς ελέγχου της εφαρμογής των όρων λειτουργίας, κάθε πληροφορία σχετικά με την καταλληλότητα των μετόχων ή μελών, καθώς και με τις προϋποθέσεις καταλληλότητας και αξιοπιστίας όλων των μελών της διοίκησης της επιχείρησης ή ασκούν εργασίες που περιλαμβάνονται στις βασικές λειτουργίες και που εμπλέκονται με τη διοίκηση ή διαχείριση άλλης επιχείρησης του ιδίου ομίλου. Η διαβούλευση της παραγράφου 1 του παρόντος είναι υποχρεωτική για την αξιολόγηση της καταλληλότητας των μετόχων και των μελών της διοίκησης ή ασκούν σε αυτήν εργασίες που περιλαμβάνονται στις βασικές λειτουργίες, τόσο κατά τη διαδικασία αδειοδότησης όσο και σε κάθε μεταγενέστερη περίπτωση.

Άρθρο 18Όροι ασφαλιστηρίων συμβολαίων, τιμολόγια ασφαλίστρων (άρθρο 21 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Η κατάρτιση των τιμολογίων που χρησιμοποιούν οι ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις που λειτουργούν στην Ελλάδα, είτε με καθεστώς εγκατάστασης είτε με καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, είναι ελεύθερη και γίνεται σύμφωνα με τις τεχνοοικονομικές ανάγκες της κάθε επιχείρησης.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Οι γενικοί και ειδικοί όροι των ασφαλιστηρίων και αντασφαλιστηρίων συμβολαίων, των τιμολογίων, των τεχνικής φύσεως στοιχείων που χρησιμοποιούνται από τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις για τον υπολογισμό των ασφαλίστρων και των τεχνικών προβλέψεων, και τυχόν άλλων εγγράφων που η επιχείρηση χρησιμοποιεί κατά την παροχή ασφαλίσεων ή την άσκηση ή λήψη αντασφαλίσεων δεν υπόκεινται σε προηγούμενη έγκριση, ούτε κοινοποιούνται συστηματικά σε καμία διοικητική αρχή. Κάθε αντίθετη διάταξη καταργείται από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Κατά παρέκκλιση των αναφερομένων στην παράγραφο 2 του παρόντος: α) Στοιχεία επί των τιμολογίων και των αυξήσεων επ’ αυτών μπορούν να κοινοποιούνται αποκλειστικά στην Εποπτική Αρχή, κατόπιν απόφασής της, που εκδίδεται επί τη βάσει του παρόντος άρθρου, δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και καθορίζει ρητά ότι η κοινοποίηση γίνεται μόνο στο πλαίσιο γενικού ελέγχου τιμών. Στην απόφαση προσδιορίζονται οι λοιπές αρμόδιες διοικητικές αρχές, που μπορούν να λαμβάνουν την σχετική πληροφορία στο πλαίσιο τυχόν αρμοδιότητάς τους επί του γενικού ελέγχου τιμών και εξειδικεύονται η μορφή, ο χρόνος παροχής και εν γένει κάθε τεχνικό θέμα και αναγκαία λεπτομέρεια που αφορά στην παροχή της ως άνω πληροφορίας και την εφαρμογή του παρόντος άρθρου. Διάταξη που επιβάλλει ή κατ’ αποτέλεσμα καθιερώνει την προηγούμενη κοινοποίηση ή την έγκριση προτεινόμενων αυξήσεων τιμολογίων από οποιαδήποτε διοικητική αρχή καταργείται από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, β) η Εποπτική Αρχή μπορεί να απαιτεί από τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις ζωής, μετά την σε αυτές χορήγηση άδειας λειτουργίας, με μόνο σκοπό τον έλεγχο της τήρησης διατάξεων σχετικά με τις αναλογιστικές αρχές, τη συστηματική κοινοποίηση των τεχνικής φύσεως στοιχείων που χρησιμοποιούνται για τον υπολογισμό των ασφαλίστρων και των σχετικών τεχνικών προβλέψεων και γ) η Εποπτική Αρχή μπορεί να ζητά κάθε στοιχείο που κρίνει απαραίτητο για τον έλεγχο του προσωπικού και του εξοπλισμού που χρησιμοποιείται άμεσα και έμμεσα από ασφαλιστικές επιχειρήσεις κατά την άσκηση του Κλάδου 18 «Βοήθεια». Στα στοιχεία αυτά περιλαμβάνονται τα επαγγελματικά προσόντα των ιατρικών ομάδων και η πιστοποίηση του εξοπλισμού που διατίθεται από την επιχείρηση για την εκπλήρωση των υποχρεώσεών της που απορρέουν από την άσκηση του εν λόγω κλάδου. 5. Με απόφαση της Εποπτικής Αρχής, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, καθορίζονται οι όροι, προϋποθέσεις και τεχνικές προδιαγραφές, οι οποίοι δύναται να είναι κατά παρέκκλιση των διατάξεων του ν. 3651/2008 (Α΄ 44) για την άσκηση του Κλάδου 18 «Βοήθεια» από τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, καθώς και τα έγγραφα που είναι αναγκαίο να κοινοποιούνται σε αυτή για την ομαλή άσκηση του εποπτικού ελέγχου της.

Αθήνα, 3 Φεβρουαρίου 2016
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
ΠΡΟΚΟΠΙΟΣ Β. ΠΑΥΛΟΠΟΥΛΟΣ
ΟΙ ΥΠΟΥΡΓΟΙ
ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΚΑΙ ΑΝΑΠΛΗΡΩΤΗΣ ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗΣ ΑΝΑΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗΣ ΑΝΑΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗΣ
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΚΟΥΡΟΥΜΠΛΗΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΤΟΣΚΑΣ
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ, ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ, ΔΙΑΦΑΝΕΙΑΣ
ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΚΑΙ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΣΤΑΘΑΚΗΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΟΠΟΥΛΟΣ
ΕΡΓΑΣΙΑΣ, ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ
ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΤΡΟΥΓΚΑΛΟΣ ΕΥΚΛΕΙΔΗΣ ΤΣΑΚΑΛΩΤΟΣ
ΑΝΑΠΛΗΡΩΤΗΣ ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΧΟΥΛΙΑΡΑΚΗΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΠΑΠΠΑΣ
Θεωρήθηκε και τέθηκε η Μεγάλη Σφραγίδα του Κράτους.
Αθήνα, 4 Φεβρουαρίου 2016
Ο ΕΠΙ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΥΠΟΥΡΓΟΣ
ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΟΠΟΥΛΟΣ