13 Α' 2016

ΝΟΜΟΣ 4364/2016

Προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας στην Οδηγία 2009/138/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2009, σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριοτήτων ασφάλισης και αντασφάλισης (Φερεγγυότητα ΙΙ), στα άρθρα 2 και 8 της Oδηγίας 2014/51/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Απριλίου 2014 σχετικά με την τροποποίηση των Οδηγιών 2003/71/ΕΚ και 2009/138/ΕΚ, και των Κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 1060/2009, (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 και (ΕΕ) αριθ. 1095/2010, όσον αφορά τις εξουσίες της Ευρωπαϊκής Αρχής Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων (εφεξής ΕΑΑΕΣ) και της Ευρωπαϊκής Αρχής Κινητών Αξιών και Αγορών, καθώς και στο άρθρο 4 της Οδηγίας 2011/89/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Νοεμβρίου 2011, σχετικά με τη συμπληρωματική εποπτεία των χρηματοπιστωτικών οντοτήτων που ανήκουν σε χρηματοπιστωτικούς ομίλους ετερογενών δραστηριοτήτων και συναφείς διατάξεις της νομοθεσίας περί της ιδιωτικής ασφάλισης και άλλες διατάξεις.

ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ - ΕΠΟΠΤΕΙΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΑΝΤΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΠΟΥ ΑΝΗΚΟΥΝ ΣΕ ΟΜΙΛΟ
05 Φεβρουαρίου 2016

ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ
ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
ΤΕΥΧΟΣ ΠΡΩΤΟ Αρ. Φύλλου 13
5 Φεβρουαρίου 2016

NOMOΣ ΥΠ’ ΑΡΙΘ. 4364
Προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας στην Οδηγία 2009/138/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2009, σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριοτήτων ασφάλισης και αντασφάλισης (Φερεγγυότητα ΙΙ), στα άρθρα 2 και 8 της Oδηγίας 2014/51/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Απριλίου 2014 σχετικά με την τροποποίηση των Οδηγιών 2003/71/ΕΚ και 2009/138/ΕΚ, και των Κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 1060/2009, (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 και (ΕΕ) αριθ. 1095/2010, όσον αφορά τις εξουσίες της Ευρωπαϊκής Αρχής Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων (εφεξής ΕΑΑΕΣ) και της Ευρωπαϊκής Αρχής Κινητών Αξιών και Αγορών, καθώς και στο άρθρο 4 της Οδηγίας 2011/89/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Νοεμβρίου 2011, σχετικά με τη συμπληρωματική εποπτεία των χρηματοπιστωτικών οντοτήτων που ανήκουν σε χρηματοπιστωτικούς ομίλους ετερογενών δραστηριοτήτων και συναφείς διατάξεις της νομοθεσίας περί της ιδιωτικής ασφάλισης και άλλες διατάξεις.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Εκδίδομε τον ακόλουθο νόμο που ψήφισε η Βουλή:

ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟΕΠΟΠΤΕΙΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΑΝΤΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΠΟΥ ΑΝΗΚΟΥΝ ΣΕ ΟΜΙΛΟΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄ΕΠΟΠΤΕΙΑ ΟΜΙΛΟΥ: ΟΡΙΣΜΟΙ, ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ, ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΚΑΙ ΕΠΙΠΕΔΑΕΝΟΤΗΤΑ 1ΟΡΙΣΜΟΙ
Άρθρο 170Ορισμοί (άρθρο 212 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ, παράγραφος 1 του άρθρου 4 της Οδηγίας 2011/89/ΕΕ, παράγραφος 47 του άρθρου 2 της Οδηγίας 2014/51/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Για τους σκοπούς του παρόντος Μέρους, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί: α) «συμμετέχουσα επιχείρηση»: νοείται η επιχείρηση η οποία είναι είτε μητρική επιχείρηση είτε άλλη επιχείρηση που διαθέτει συμμετοχή είτε επιχείρηση συνδεδεμένη με άλλη επιχείρηση με σχέση κατά την έννοια της παραγράφου 1 του άρθρου 12 της Οδηγίας 83/349/ΕΟΚ ή κατά την έννοια της παραγράφου 7 του άρθρου 32 του ν. 4308/2014 (Α΄ 251), β) «συνδεδεμένη επιχείρηση»: νοείται η επιχείρηση η οποία είναι είτε θυγατρική επιχείρηση είτε άλλη επιχείρηση στην οποία υπάρχει συμμετοχή είτε επιχείρηση που συνδέεται με άλλη επιχείρηση με σχέση κατά την έννοια της παραγράφου 1 του άρθρου 12 της Οδηγίας 83/349/ΕΟΚ ή κατά την έννοια της παρ. 7 του άρθρου 32 του ν. 4308/2014 (Α΄ 251), γ) «όμιλος»: σύνολο επιχειρήσεων: γα) που αποτελείται από μία συμμετέχουσα επιχείρηση, τις θυγατρικές της και τις οντότητες στις οποίες η συμμετέχουσα επιχείρηση ή οι θυγατρικές της διαθέτουν συμμετοχή, καθώς και τις επιχειρήσεις που συνδέονται μεταξύ τους με σχέση κατά την έννοια της παραγράφου 1 του άρθρου 12 της Οδηγίας 83/349/ΕΟΚ ή κατά την έννοια της παρ. 7 του άρθρου 32 του ν. 4308/2014 (Α΄ 251), ή γβ) που βασίζεται στη σύναψη συμβατικών ή άλλων μακροχρόνιων, ισχυρών και διαρκών χρηματοοικονομικών δεσμών μεταξύ όλων αυτών των επιχειρήσεων, και μπορεί να περιλαμβάνει ενώσεις αλληλασφάλισης ή αλληλασφαλιστικού τύπου, υπό την προϋπόθεση ότι: γβα) μία από τις επιχειρήσεις αυτές ασκεί ουσιαστικά, με κεντρικό συντονισμό, δεσπόζουσα επιρροή στις αποφάσεις, συμπεριλαμβανομένων των χρηματοοικονομικών αποφάσεων, όλων των επιχειρήσεων οι οποίες αποτελούν μέρος του ομίλου, και γββ) η σύναψη ή διάλυση τέτοιου είδους οικονομικών σχέσεων για τους σκοπούς του παρόντος Μέρους υπόκειται σε εκ των προτέρων έγκριση της αρχής εποπτείας ομίλου. Η επιχείρηση που ασκεί τον κεντρικό συντονισμό θεωρείται μητρική επιχείρηση, ενώ οι άλλες επιχειρήσεις θεωρούνται θυγατρικές, δ) «αρχή εποπτείας του ομίλου»: νοείται η εποπτική αρχή που είναι υπεύθυνη για την άσκηση εποπτείας του ομίλου, σύμφωνα με το άρθρο 202 του παρόντος, ε) «Κολλέγιο εποπτικών αρχών»: νοείται μια μόνιμη αλλά ευέλικτη δομή συνεργασίας, συντονισμού και διευκόλυνσης της διαδικασίας λήψης αποφάσεων μεταξύ των ενδιαφερόμενων εποπτικών αρχών που σχετίζονται με την εποπτεία του ομίλου, στ) «εταιρεία ασφαλιστικών συμμετοχών»: νοείται η μητρική επιχείρηση που δεν είναι μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών και η κύρια δραστηριότητα της οποίας είναι η απόκτηση και κατοχή συμμετοχών σε θυγατρικές επιχειρήσεις, εφόσον οι εν λόγω θυγατρικές είναι αποκλειστικά ή κυρίως ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις ή ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις τρίτης χώρας, εκ των οποίων θυγατρικών επιχειρήσεων η μία τουλάχιστον είναι ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, ζ) «εταιρεία ασφαλιστικών συμμετοχών μικτής δραστηριότητας»: νοείται η μητρική επιχείρηση, η οποία δεν είναι ασφαλιστική επιχείρηση, ασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας, αντασφαλιστική επιχείρηση, αντασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας, εταιρεία ασφαλιστικών συμμετοχών ή μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών, η οποία περιλαμβάνει τουλάχιστον μία ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση μεταξύ των θυγατρικών της, η) «μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών»: νοείται κάθε μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών, σύμφωνα με την παρ. 15 του άρθρου 2 της Οδηγίας 2011/89/ΕΕ ή την παρ. 15 του άρθρου 2 του ν. 3455/2006 (Α΄ 84).

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Για τους σκοπούς του παρόντος Μέρους, η Εποπτική Αρχή μπορεί να προσδιορίζει ως μητρική επιχείρηση οποιαδήποτε επιχείρηση η οποία, κατά την απόλυτη κρίση της, ασκεί πραγματικά δεσπόζουσα επιρροή σε άλλη επιχείρηση. Η Εποπτική Αρχή μπορεί να προσδιορίζει ως θυγατρική επιχείρηση οποιαδήποτε επιχείρηση επί της οποίας, κατά την απόλυτη κρίση της, μια μητρική επιχείρηση ασκεί πραγματικά δεσπόζουσα επιρροή. Η Εποπτική Αρχή μπορεί να προσδιορίζει ως συμμετοχή την κατοχή, άμεση ή έμμεση, δικαιωμάτων ψήφου ή κεφαλαίου σε επιχείρηση επί της οποίας, κατά την απόλυτη κρίση της, ασκείται πραγματικά σημαντική επιρροή.

ΕΝΟΤΗΤΑ 2ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ ΚΑΙ ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ
Άρθρο 171Περιπτώσεις εφαρμογής εποπτείας ομίλου (άρθρο 213 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ, παράγραφος 2 του άρθρου 4 της Οδηγίας 2011/89/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Η εποπτεία, σε επίπεδο ομίλου, ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων που ανήκουν σε όμιλο, γίνεται σύμφωνα με τα οριζόμενα στο παρόν Μέρος. Οι διατάξεις του παρόντος νόμου, οι οποίες ορίζουν τους κανόνες για την εποπτεία ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων σε ατομική βάση, εξακολουθούν να ισχύουν σε τέτοιου είδους επιχειρήσεις, εκτός εάν προβλέπεται διαφορετικά στο παρόν Μέρος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Η εποπτεία σε επίπεδο ομίλου εφαρμόζεται ως ακολούθως: α) σε ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, οι οποίες είναι συμμετέχουσες επιχειρήσεις σε μία τουλάχιστον ασφαλιστική επιχείρηση, αντασφαλιστική επιχείρηση, ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας, σύμφωνα με τα άρθρα 176 έως 214 του παρόντος, β) σε ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, των οποίων η μητρική επιχείρηση είναι εταιρεία ασφαλιστικών συμμετοχών ή μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών με έδρα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, σύμφωνα με τα άρθρα 176 έως 214 του παρόντος, γ) σε ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, των οποίων η μητρική επιχείρηση είναι εταιρεία ασφαλιστικών συμμετοχών ή μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών με έδρα εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας, σύμφωνα με τα άρθρα 215 ως 218 του παρόντος, δ) σε ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, των οποίων η μητρική επιχείρηση είναι εταιρεία ασφαλιστικών συμμετοχών μικτής δραστηριότητας, σύμφωνα με το άρθρο 219 του παρόντος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Στις περιπτώσεις α΄ και β΄ της παραγράφου 2 του παρόντος, όταν η συμμετέχουσα ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση ή η εταιρεία ασφαλιστικών συμμετοχών ή η μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών, η οποία έχει την έδρα της στην Ευρωπαϊκή Ένωση, είτε είναι συνδεδεμένη επιχείρηση είτε είναι η ίδια ρυθμιζόμενη οντότητα ή μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών, η οποία υπόκειται σε συμπληρωματική εποπτεία σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 5 του ν. 3455/2006 (Α΄ 84), τότε η Εποπτική Αρχή, εφόσον δρα ως αρχή εποπτείας του ομίλου, μετά από διαβουλεύσεις με τις άλλες ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές, μπορεί να αποφασίσει να μη διενεργήσει στο επίπεδο της εν λόγω συμμετέχουσας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης ή της εν λόγω εταιρείας ασφαλιστικών συμμετοχών ή της μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών την εποπτεία της συγκέντρωσης κινδύνου που αναφέρεται στο άρθρο 199 του παρόντος ή την εποπτεία των συναλλαγών εντός του ομίλου που αναφέρεται στο άρθρο 200 του παρόντος ή και τα δύο. Εφόσον η Εποπτική Αρχή δρα στις αναφερόμενες στην παρούσα παράγραφο περιπτώσεις, ως ενδιαφερόμενη εποπτική αρχή, έχει την αντίστοιχη αρμοδιότητα διαβουλεύσεως με τους επόπτες των επιχειρήσεων του ομίλου και την αρχή εποπτείας αυτού.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Σε περίπτωση που μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών υπόκειται σε ισοδύναμες διατάξεις δυνάμει του παρόντος νόμου και δυνάμει του ν. 3455/2006 (Α΄ 84), ειδικότερα όσον αφορά στην εποπτεία με βάση τον κίνδυνο, η Εποπτική Αρχή, εφόσον δρα ως αρχή εποπτείας του ομίλου, μπορεί να αποφασίσει, μετά από διαβούλευση με τις λοιπές ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές, να εφαρμόσει στην εν λόγω μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών μόνο τις οικείες διατάξεις του ν. 3455/2006. Εφόσον η Εποπτική Αρχή δρα στην ίδια περίπτωση ως ενδιαφερόμενη εποπτική αρχή, έχει την αντίστοιχη αρμοδιότητα διαβουλεύσεως με τους επόπτες των επιχειρήσεων του ομίλου και την αρχή εποπτείας αυτού.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Σε περίπτωση που μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών υπόκειται σε ισοδύναμες διατάξεις δυνάμει του παρόντος νόμου και δυνάμει του ν. 4261/2014 (Α΄ 84), ειδικότερα όσον αφορά την εποπτεία με βάση τους κινδύνους, η Εποπτική Αρχή, εφόσον δρα ως αρχή εποπτείας του ομίλου, μπορεί να αποφασίσει, κατόπιν συμφωνίας με την αρχή ενοποιημένης εποπτείας του τραπεζικού τομέα και του τομέα των επενδυτικών υπηρεσιών, να εφαρμόσει μόνον τις διατάξεις της Οδηγίας σχετικά με τον πλέον σημαντικό τομέα, όπως ορίζεται στην παρ. 2 του άρθρου 3 του ν. 3455/ 2006 ή της Οδηγίας 2002/87/ΕΚ.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Η Εποπτική Αρχή, εφόσον δρα ως αρχή εποπτείας του ομίλου, ενημερώνει την Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών που έχει συσταθεί με τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και την ΕΑΑΕΣ, για τις αποφάσεις που λαμβάνονται δυνάμει των παραγράφων 4 και 5 του παρόντος.

Άρθρο 172Πεδίο εφαρμογής της εποπτείας ομίλου (άρθρο 214 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ, παράγραφος 3 του άρθρου 4 της Οδηγίας 2011/89/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Με την επιφύλαξη των οριζομένων στο άρθρο 213 του παρόντος για τις εταιρείες ασφαλιστικών συμμετοχών και τις μικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών, η Εποπτική Αρχή, κατά την άσκηση της εποπτείας ομίλου σύμφωνα με το άρθρο 171 του παρόντος, δεν μπορεί να εποπτεύει δια του παρόντος σε ατομική βάση την ασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας, την αντασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας, την εταιρεία ασφαλιστικών συμμετοχών, την μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών ή την εταιρεία ασφαλιστικών συμμετοχών μικτής δραστηριότητας.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Η Εποπτική Αρχή, εφόσον δρα ως αρχή εποπτείας ομίλου, μπορεί κατά την απόλυτη κρίση της να αποφασίσει να μην συμπεριλάβει μια επιχείρηση στην εποπτεία του ομίλου που αναφέρεται στο άρθρο 171 του παρόντος στις ακόλουθες περιπτώσεις: α) με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 187 του παρόντος, εάν η επιχείρηση βρίσκεται σε τρίτη χώρα όπου υπάρχουν νομικά εμπόδια στη διαβίβαση των απαραίτητων πληροφοριών, β) εάν η επιχείρηση που πρέπει να συμπεριληφθεί έχει αμελητέα σημασία όσον αφορά τους στόχους της εποπτείας σε επίπεδο ομίλου, ή γ) εάν ο συνυπολογισμός της επιχείρησης δεν είναι σκόπιμος ή είναι παραπλανητικός σε σχέση με τους στόχους της εποπτείας σε επίπεδο ομίλου. Για την εξαίρεση περισσότερων επιχειρήσεων του ιδίου ομίλου, σύμφωνα με την περίπτωση β΄ της παρούσας παραγράφου, θα πρέπει αυτές συνολικά να παραμένουν αμελητέας σημασίας, διαφορετικά περιλαμβάνονται όλες μαζί στην εποπτεία ομίλου. Όταν η Εποπτική Αρχή, εφόσον δρα ως αρχή εποπτείας του ομίλου, είναι της γνώμης ότι μία ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση δεν θα πρέπει να περιληφθεί στην εποπτεία ομίλου δυνάμει μιας των περιπτώσεων που προβλέπονται στις περιπτώσεις β΄ και γ΄ της παρούσας, συμβουλεύεται, πριν να λάβει απόφαση τις λοιπές ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές. Στην περίπτωση αυτή, η εποπτική αρχή της επιχείρησης που δεν έχει συμπεριληφθεί στην εποπτεία ομίλου, μπορεί να ζητήσει από την επιχείρηση που είναι επικεφαλής του ομίλου οποιαδήποτε πληροφορία, η οποία μπορεί να διευκολύνει την εποπτεία των οικείων ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών επιχειρήσεων. Όταν η αρχή εποπτείας του ομίλου δεν περιλαμβάνει μια ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση στην εποπτεία του ομίλου δυνάμει μιας των περιπτώσεων που προβλέπονται στις περιπτώσεις β΄ και γ΄ της παρούσας, η Εποπτική Αρχή, εφόσον είναι εν προκειμένω ενδιαφερόμενη εποπτική αρχή, μπορεί να ζητήσει από την επιχείρηση που είναι επικεφαλής του ομίλου οποιαδήποτε πληροφορία η οποία μπορεί να διευκολύνει την εποπτεία των οικείων ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών επιχειρήσεων.

ΕΝΟΤΗΤΑ 3ΕΠΙΠΕΔΑ
Άρθρο 173Τελική μητρική επιχείρηση σε ευρωπαϊκό επίπεδο (άρθρο 215 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ, παράγραφος 4 του άρθρου 4 της Οδηγίας 2011/89/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Όταν η συμμετέχουσα ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, ή η εταιρεία ασφαλιστικών συμμετοχών ή μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών που αναφέρονται στις περιπτώσεις α΄ και β΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 171 του παρόντος, είναι η ίδια θυγατρική επιχείρηση άλλης ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης ή άλλης εταιρείας ασφαλιστικών συμμετοχών ή μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών, η οποία έχει την έδρα της στην Ευρωπαϊκή Ένωση, τα άρθρα 176 έως 214 του παρόντος δεν εφαρμόζονται στην εν λόγω συμμετέχουσα ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση ή εταιρεία ασφαλιστικών συμμετοχών ή μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών, αλλά εφαρμόζονται μόνο στο επίπεδο της τελικής μητρικής ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, ή εταιρείας ασφαλιστικών συμμετοχών, ή μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών που έχει την έδρα της στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Όταν η αναφερόμενη στην παράγραφο 1 του παρόντος τελική μητρική ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση ή εταιρεία ασφαλιστικών συμμετοχών ή μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών που έχει την έδρα της στην Ευρωπαϊκή Ένωση, είναι θυγατρική επιχείρηση άλλης επιχείρησης η οποία υπόκειται στη συμπληρωματική εποπτεία σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 5 του ν. 3455/2006 (Α΄ 84) ή την παρ. 2 του άρθρου 5 της Οδηγίας 2002/87/ΕΚ, η Εποπτική Αρχή εφόσον δρα ως αρχή εποπτείας του ομίλου δύναται, αφού συμβουλευθεί τις άλλες ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές, να αποφασίσει να μην πραγματοποιήσει στο επίπεδο της τελικής αυτής μητρικής επιχείρησης την εποπτεία της συγκέντρωσης κινδύνου, που αναφέρεται στο άρθρο 199 του παρόντος ή την εποπτεία των συναλλαγών εντός του ομίλου, που αναφέρονται στο άρθρο 200 του παρόντος ή και τα δύο. Εφόσον η Εποπτική Αρχή δρα στις περιπτώσεις της παρούσης παραγράφου, ως ενδιαφερόμενη εποπτική αρχή, έχει την αντίστοιχη αρμοδιότητα παροχής συμβουλής στην αρχή εποπτείας του ομίλου.

Άρθρο 174Τελική μητρική επιχείρηση σε εθνικό επίπεδο (άρθρο 216 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ, παράγραφος 5 του άρθρου 4 της Οδηγίας 2011/89/ΕΕ, παράγραφος 48 του άρθρου 2 της Οδηγίας 2014/51/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Όταν η συμμετέχουσα ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση ή η εταιρεία ασφαλιστικών συμμετοχών ή η μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών, όπως αναφέρεται στις περιπτώσεις α΄ και β΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 171 του παρόντος, έχει την έδρα της στην Ελλάδα, αλλά η τελική μητρική επιχείρηση του άρθρου 173 του παρόντος έχει έδρα εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης αλλά εκτός της Ελλάδος, η Εποπτική Αρχή δύναται να αποφασίζει, μετά από διαβούλευση με την αρχή εποπτείας του ομίλου και με την τελική μητρική επιχείρηση σε ευρωπαϊκό επίπεδο, να υπαγάγει στην εποπτεία του ομίλου την τελική σε εθνικό επίπεδο μητρική ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση ή την εταιρεία ασφαλιστικών συμμετοχών ή τη μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών. Στην περίπτωση του προηγουμένου εδαφίου, η Εποπτική Αρχή αιτιολογεί την απόφασή της τόσο στην αρχή εποπτείας του ομίλου όσο και στην τελική μητρική επιχείρηση σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης. Τα άρθρα 176 έως 214 του παρόντος εφαρμόζονται αναλόγως, με την επιφύλαξη των διατάξεων των παραγράφων 2 έως 6 του παρόντος. Εφόσον στην προηγούμενη περίπτωση η Εποπτική Αρχή δρα ως αρχή εποπτείας ενός ομίλου, συμμετέχει στις αντίστοιχες διαβουλεύσεις που διενεργούνται δυνάμει του άρθρου 216 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ και, σε περίπτωση λήψης δυνάμει αυτού του άρθρου σχετικής απόφασης από εποπτική αρχή, ενημερώνει το κολλέγιο εποπτικών αρχών σύμφωνα με την περίπτωση α΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 203 του παρόντος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Η Εποπτική Αρχή, εφόσον έχει λάβει απόφαση σύμφωνα με την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, δύναται να περιορίζει την εποπτεία του ομίλου της τελικής μητρικής επιχείρησης σε εθνικό επίπεδο σε μία ή περισσότερες από τις Ενότητες του Κεφαλαίου Β΄ του παρόντος Μέρους.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Όταν η Εποπτική Αρχή αποφασίζει να εφαρμόσει στην τελική μητρική επιχείρηση σε εθνικό επίπεδο τις διατάξεις της Ενότητας 1 του Κεφαλαίου Β΄ του παρόντος Μέρους, η επιλογή της μεθόδου που γίνεται σύμφωνα με το άρθρο 178 του παρόντος από την αρχή που ασκεί την εποπτεία του ομίλου σε σχέση με την τελική μητρική επιχείρηση σε ευρωπαϊκό επίπεδο, όπως αναφέρεται στο άρθρο 173 του παρόντος, θεωρείται καθοριστική και εφαρμόζεται από την Εποπτική Αρχή.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Όταν η Εποπτική Αρχή αποφασίζει να εφαρμόσει στην τελική μητρική επιχείρηση σε εθνικό επίπεδο τις διατάξεις της Ενότητας 1 του Κεφαλαίου Β΄ του παρόντος Μέρους, και όταν η τελική μητρική επιχείρηση σε ευρωπαϊκό επίπεδο που αναφέρεται στο άρθρο 173 του παρόντος έχει λάβει, σύμφωνα με το άρθρο 189 του παρόντος ή την παράγραφο 5 του άρθρου 191 του παρόντος, την άδεια να υπολογίζει τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας του ομίλου, καθώς και τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων στον όμιλο, στη βάση εσωτερικού υποδείγματος, η απόφαση αυτή θεωρείται καθοριστική και εφαρμόζεται από την Εποπτική Αρχή. Στην περίπτωση αυτή, όταν η Εποπτική Αρχή αποφασίζει ότι το προφίλ κινδύνου της τελικής μητρικής επιχείρησης σε εθνικό επίπεδο αποκλίνει σημαντικά από το εσωτερικό υπόδειγμα που έχει εγκριθεί σε ευρωπαϊκό επίπεδο, και εφόσον η επιχείρηση αυτή δεν ανταποκρίνεται ικανοποιητικά στις ανησυχίες της Εποπτικής Αρχής, τότε η Εποπτική Αρχή δύναται να αποφασίσει να επιβάλει πρόσθετη κεφαλαιακή επιβάρυνση στις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας του ομίλου της εν λόγω επιχείρησης, όπως αυτές προκύπτουν από την εφαρμογή ενός τέτοιου υποδείγματος ή, σε εξαιρετικές περιστάσεις όπου η πρόσθετη αυτή κεφαλαιακή επιβάρυνση κρίνεται ακατάλληλη, να απαιτήσει από την επιχείρηση να υπολογίσει τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας του ομίλου της βάσει της τυποποιημένης μεθόδου. Η Εποπτική Αρχή αιτιολογεί τις αποφάσεις αυτές τόσο στην επιχείρηση όσο και στην αρχή εποπτείας του ομίλου. Εφόσον στην προηγούμενη περίπτωση η Εποπτική Αρχή δρα ως αρχή εποπτείας ενός ομίλου, συμμετέχει στις αντίστοιχες διαβουλεύσεις που διενεργούνται δυνάμει του άρθρου 216 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ και, σε περίπτωση λήψης δυνάμει αυτού του άρθρου σχετικής απόφασης από εποπτική αρχή, ενημερώνει το κολλέγιο εποπτικών αρχών σύμφωνα με την περίπτωση α΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 203 του παρόντος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Όταν η Εποπτική Αρχή αποφασίζει να εφαρμόσει στην τελική μητρική επιχείρηση σε εθνικό επίπεδο τις διατάξεις της Ενότητας 1 του Κεφαλαίου Β΄ του παρόντος Μέρους, η εν λόγω επιχείρηση δεν επιτρέπεται να ζητήσει, σύμφωνα με τα άρθρα 193 ή 198 του παρόντος, την άδεια να υπαγάγει οποιαδήποτε από τις θυγατρικές της στα άρθρα 195 και 196 του παρόντος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Καμία από τις αποφάσεις που αναφέρονται στο παρόν άρθρο δεν μπορεί να ληφθεί ή να διατηρηθεί εφόσον η τελική μητρική επιχείρηση σε εθνικό επίπεδο είναι θυγατρική της τελικής μητρικής επιχείρησης σε ευρωπαϊκό επίπεδο που αναφέρεται στο άρθρο 173 του παρόντος και η τελευταία αυτή επιχείρηση έχει λάβει σύμφωνα με τα άρθρα 194 ή 198 του παρόντος την άδεια να υπαγάγει τη θυγατρική αυτή στα άρθρα 195 και 196 του παρόντος.

Άρθρο 175Μητρική επιχείρηση που καλύπτει περισσότερα κράτη−μέλη (άρθρο 217 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ, παράγραφος 49 του άρθρου 2 της Οδηγίας 2014/51/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Η Εποπτική Αρχή δύναται να αποφασίζει τη σύναψη συμφωνίας με τις εποπτικές αρχές σε άλλα κράτη−μέλη, στα οποία λειτουργεί άλλη συνδεδεμένη τελική μητρική επιχείρηση σε εθνικό εκτός Ελλάδος επίπεδο, με σκοπό την άσκηση εποπτείας του ομίλου στο επίπεδο ελληνικού υπο−ομίλου, που καλύπτει περισσότερα κράτη−μέλη. Η Εποπτική Αρχή δύναται να αποφασίζει τη σύναψη συμφωνίας με τις εποπτικές αρχές σε άλλα κράτη−μέλη στα οποία λειτουργεί άλλη συμμετέχουσα τελική μητρική επιχείρηση σε εθνικό εκτός Ελλάδος επίπεδο, με σκοπό την άσκηση εποπτείας του ομίλου στο επίπεδο εθνικού εκτός Ελλάδος υπο−ομίλου που καλύπτει περισσότερα κράτη−μέλη, συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας. Όταν η Εποπτική Αρχή έχει συνάψει συμφωνία με εποπτικές αρχές σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο της παρούσας παραγράφου, η εποπτεία του ομίλου δεν ασκείται στο επίπεδο τελικής μητρικής επιχείρησης που αναφέρεται στο 174 του παρόντος. Η Εποπτική Αρχή αιτιολογεί τις συμφωνίες τις παρούσας παραγράφου τόσο στην αρχή εποπτείας ομίλου, όσο και στην τελική μητρική επιχείρηση σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η Εποπτική Αρχή, όταν δρα ως αρχή εποπτείας ενός ομίλου, σε περίπτωση σύναψης τέτοιων συμφωνιών, ενημερώνει το κολλέγιο εποπτικών αρχών σύμφωνα με την περίπτωση α΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 203 του παρόντος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Οι παράγραφοι 2 έως 6 του άρθρου 174 του παρόντος εφαρμόζονται αναλόγως.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΘΕΣΗΕΝΟΤΗΤΑ 1ΦΕΡΕΓΓΥΟΤΗΤΑ ΟΜΙΛΟΥ
ΤΜΗΜΑ 1ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 176Εποπτεία της φερεγγυότητας του ομίλου (άρθρο 218 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Η εποπτεία της φερεγγυότητας του ομίλου ασκείται σύμφωνα με τις παραγράφους 2 και 3 του παρόντος άρθρου, με το άρθρο 201 και με το Κεφάλαιο Γ΄ του παρόντος Μέρους.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Στην περίπτωση α΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 171 του παρόντος, οι συμμετέχουσες ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις μεριμνούν ώστε να υπάρχουν διαθέσιμα επιλέξιμα ίδια κεφάλαια στον όμιλο, τα οποία να είναι πάντοτε τουλάχιστον ίσα με την Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας του ομίλου, όπως αυτές υπολογίζονται σύμφωνα με τα Τμήματα 2, 3 και 4 της παρούσας Ενότητας.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Στη περίπτωση β΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 171 του παρόντος, οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις σε έναν όμιλο μεριμνούν ώστε να υπάρχουν διαθέσιμα επιλέξιμα κεφάλαια στον όμιλο, τα οποία να είναι πάντοτε ίσα με τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας του ομίλου, όπως αυτές υπολογίζονται σύμφωνα με το Τμήμα 5 της παρούσας Ενότητας.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Οι απαιτήσεις που αναφέρονται στις παραγράφους 2 και 3 του παρόντος υπόκεινται σε εποπτική εξέταση από την Εποπτική Αρχή, εφόσον δρα ως αρχή εποπτείας του ομίλου, σύμφωνα με το Κεφάλαιο Γ΄ του παρόντος Μέρους. Το άρθρο 107 του παρόντος και οι παράγραφοι 1 έως 4 του άρθρου 109 του παρόντος εφαρμόζονται τηρουμένων των αναλογιών.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Μόλις η συμμετέχουσα επιχείρηση παρατηρήσει ότι ο όμιλος δεν συμμορφώνεται πλέον προς τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας ή ότι υπάρχει κίνδυνος να πάψει να συμμορφώνεται μέσα στους επόμενους τρεις μήνες ενημερώνει αμελλητί την αρχή εποπτείας του ομίλου. Η Εποπτική Αρχή, εφόσον δρα ως αρχή εποπτείας του ομίλου ενημερώνει τις άλλες εποπτικές αρχές του Κολλεγίου, το οποίο προβαίνει σε ανάλυση της κατάστασης του ομίλου. Εφόσον στην αντίστοιχη περίπτωση που αναφέρεται στην παρούσα παράγραφο, η Εποπτική Αρχή τυγχάνει ενδιαφερόμενη αρχή, τότε συμμετέχει στις σχετικές εργασίες του Κολλεγίου εποπτικών αρχών αναφορικά με την ανάλυση της κατάστασης του ομίλου.

Άρθρο 177Συχνότητα υπολογισμού (άρθρο 219 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ, παράγραφος 6 του άρθρου 4 της Οδηγίας 2011/89/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Η Εποπτική Αρχή, εφόσον δρα ως αρχή εποπτείας του ομίλου, μεριμνά ώστε οι υπολογισμοί που αναφέρονται στις παραγράφους 2 και 3 του άρθρου 176 του παρόντος να διενεργούνται τουλάχιστον μία φορά ετησίως είτε από τη συμμετέχουσα ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση είτε από την εταιρεία ασφαλιστικών συμμετοχών ή την μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών. Τα σχετικά δεδομένα για τον υπολογισμό και τα αποτελέσματα του υπολογισμού υποβάλλονται στην αρχή που ασκεί την εποπτεία του ομίλου από τη συμμετέχουσα ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση ή όταν του ομίλου δεν ηγείται ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, από την εταιρεία ασφαλιστικών συμμετοχών ή από την μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών ή από την επιχείρηση στον όμιλο που καθορίζει η Εποπτική Αρχή, εφόσον δρα ως αρχή εποπτείας του ομίλου, άλλως η αρχή εποπτείας του ομίλου, μετά από διαβουλεύσεις με τις λοιπές ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές και με τον ίδιο τον όμιλο. Όταν η Εποπτική Αρχή τυγχάνει, στις περιπτώσεις της παρούσας παραγράφου, ενδιαφερόμενη εποπτική αρχή, συμμετέχει στις αντίστοιχες διαβουλεύσεις με τις λοιπές ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές, την αρχή εποπτείας του ομίλου και με τον ίδιο τον όμιλο.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Η ασφαλιστική και αντασφαλιστική επιχείρηση, η εταιρεία ασφαλιστικών συμμετοχών και η μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών επιβλέπουν τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας του ομίλου σε συνεχή βάση. Εάν το προφίλ κινδύνου του ομίλου αποκλίνει σημαντικά από τις παραδοχές στις οποίες βασίζονται οι τελευταίες αναφερθείσες κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας του ομίλου, οι κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας του ομίλου υπολογίζονται εκ νέου χωρίς καθυστέρηση και υποβάλλονται στην αρχή εποπτείας του ομίλου. Όταν υπάρχουν στοιχεία που υπονοούν ότι το προφίλ κινδύνου του ομίλου έχει αλλάξει σημαντικά από την ημερομηνία κατά την οποία αναφέρθηκαν τελευταία οι κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας του ομίλου, η Εποπτική Αρχή εφόσον δρα ως αρχή εποπτείας του ομίλου, μπορεί να ζητά τον επανυπολογισμό των κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας του ομίλου.

ΤΜΗΜΑ 2ΕΠΙΛΟΓΗ ΤΗΣ ΜΕΘΟΔΟΥ ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΥ ΤΗΣ ΦΕΡΕΓΓΥΟΤΗΤΑΣ
Άρθρο 178Επιλογή της μεθόδου (άρθρο 220 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Ο υπολογισμός της φερεγγυότητας στο επίπεδο του ομίλου των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων, που αναφέρονται στην περίπτωση α΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 171 του παρόντος, πραγματοποιείται σύμφωνα με τις τεχνικές αρχές και μία από τις μεθόδους, οι οποίες παρατίθενται στα άρθρα 179 έως 191 του παρόντος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Ο υπολογισμός της φερεγγυότητας στο επίπεδο του ομίλου των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων που αναφέρονται στην περίπτωση α΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 171 του παρόντος διενεργείται σύμφωνα με τη μέθοδο 1, η οποία περιγράφεται στα άρθρα 188 έως 190 του παρόντος. Ωστόσο, η Εποπτική Αρχή δύναται, εφόσον δρα ως αρχή εποπτείας του ομίλου, να αποφασίζει, μετά από διαβουλεύσεις με τις λοιπές ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές και τον ίδιο τον όμιλο, να εφαρμόζει στο συγκεκριμένο όμιλο τη μέθοδο 2 που περιγράφεται στο άρθρο 191 του παρόντος ή συνδυασμό των μεθόδων 1 και 2, εφόσον αυτή κρίνει την αποκλειστική εφαρμογή της μεθόδου 1 ως ακατάλληλη. Εφόσον η Εποπτική Αρχή δρα στην περίπτωση της παρούσας παραγράφου, ως ενδιαφερόμενη εποπτική αρχή, συμμετέχει στις αντίστοιχες διαβουλεύσεις με τις λοιπές ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές, την αρχή εποπτείας του ομίλου και τον ίδιο τον όμιλο.

Άρθρο 179Συμπερίληψη αναλογικού μεριδίου (άρθρο 221 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Στον υπολογισμό της φερεγγυότητας του ομίλου λαμβάνεται υπόψη το αναλογικό μερίδιο που κατέχει η συμμετέχουσα επιχείρηση στις συνδεδεμένες επιχειρήσεις της. Για τους σκοπούς του πρώτου εδαφίου, το αναλογικό μερίδιο περιλαμβάνει οποιοδήποτε από τα κατωτέρω: α) όταν χρησιμοποιείται η μέθοδος 1, τα ποσοστά που χρησιμοποιούνται για την κατάρτιση των ενοποιημένων λογαριασμών, β) όταν χρησιμοποιείται η μέθοδος 2, την αναλογία του εγγεγραμμένου κεφαλαίου που κατέχεται, άμεσα ή έμμεσα, από τη συμμετέχουσα επιχείρηση. Ωστόσο, ανεξάρτητα από τη χρησιμοποιούμενη μέθοδο, όταν η συνδεδεμένη επιχείρηση είναι θυγατρική και δεν διαθέτει επαρκή επιλέξιμα ίδια κεφάλαια για να καλύψει τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας, λαμβάνεται υπόψη το συνολικό έλλειμμα φερεγγυότητας της θυγατρικής. Όταν, κατά τη γνώμη της Εποπτικής Αρχής, εφόσον δρα ως αρχή εποπτείας του ομίλου, η ευθύνη της μητρικής επιχείρησης που κατέχει μερίδιο του κεφαλαίου είναι αυστηρά περιορισμένη στο τμήμα αυτό του κεφαλαίου, η Εποπτική Αρχή δύναται, εντούτοις, να επιτρέψει να ληφθεί υπόψη σε αναλογική βάση το έλλειμμα φερεγγυότητας της θυγατρικής επιχείρησης.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Η Εποπτική Αρχή, εφόσον δρα ως αρχή εποπτείας του ομίλου, καθορίζει, μετά από διαβουλεύσεις με τις άλλες ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές και τον ίδιο τον όμιλο, το αναλογικό μερίδιο που λαμβάνεται υπόψη στις ακόλουθες περιπτώσεις: α) όταν δεν υπάρχουν δεσμοί κεφαλαίου μεταξύ ορισμένων από τις επιχειρήσεις ενός ομίλου, β) όταν η Εποπτική Αρχή ή άλλη εποπτική αρχή της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχει καθορίσει ότι η κατοχή, άμεση ή έμμεση, δικαιωμάτων ψήφου ή κεφαλαίου σε μια επιχείρηση θεωρείται ως συμμετοχή επειδή, κατά τη γνώμη της, ασκείται στην πραγματικότητα σημαντική επιρροή στην επιχείρηση αυτή, γ) όταν η Εποπτική Αρχή ή άλλη εποπτική αρχή της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχει καθορίσει ότι μια επιχείρηση είναι η μητρική επιχείρηση μιας άλλης διότι, κατά τη γνώμη της Εποπτικής Αρχής ή της άλλης εποπτικής αρχής, ασκεί ουσιαστικά δεσπόζουσα επιρροή στην άλλη αυτή επιχείρηση. Εφόσον η Εποπτική Αρχή δρα στην περίπτωση της παρούσας παραγράφου, ως ενδιαφερόμενη εποπτική αρχή, συμμετέχει στις αντίστοιχες διαβουλεύσεις με τις λοιπές ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές, την αρχή εποπτείας του ομίλου και τον ίδιο τον όμιλο.

Άρθρο 180Εξάλειψη του διπλού υπολογισμού των επιλέξιμων ιδίων κεφαλαίων (άρθρο 222 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Δεν επιτρέπεται ο διπλός υπολογισμός ιδίων κεφαλαίων που είναι επιλέξιμα για τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας μεταξύ των διαφόρων ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών επιχειρήσεων που λαμβάνονται υπόψη κατά τον υπολογισμό αυτό. Προς το σκοπό αυτόν κατά τον υπολογισμό της φερεγγυότητας σε επίπεδο ομίλου, και εφόσον οι μέθοδοι που περιγράφονται στο Τμήμα 4 της παρούσας Ενότητας δεν το διασφαλίζουν, αποκλείονται τα ακόλουθα ποσά: α) η αξία οποιουδήποτε περιουσιακού στοιχείου της συμμετέχουσας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, που αντιπροσωπεύει τη χρηματοδότηση στοιχείων των ιδίων κεφαλαίων τα οποία είναι επιλέξιμα για τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας μιας από τις συνδεδεμένες της ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, β) η αξία οποιουδήποτε περιουσιακού στοιχείου συνδεδεμένης ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης της συμμετέχουσας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, που αντιπροσωπεύει τη χρηματοδότηση στοιχείων των ιδίων κεφαλαίων τα οποία είναι επιλέξιμα για τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας της εν λόγω συμμετέχουσας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, γ) η αξία οποιουδήποτε περιουσιακού στοιχείου συνδεδεμένης ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης της συμμετέχουσας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, που αντιπροσωπεύει τη χρηματοδότηση στοιχείων των ιδίων κεφαλαίων τα οποία είναι επιλέξιμα για τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας οιασδήποτε άλλης συνδεδεμένης ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης της εν λόγω συμμετέχουσας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Με την επιφύλαξη της παραγράφου 1 του παρόντος, τα ακόλουθα στοιχεία μπορούν να συμπεριλαμβάνονται στον υπολογισμό μόνον εφόσον είναι επιλέξιμα για την κάλυψη των κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας της σχετικής συνδεδεμένης επιχείρησης: α) τα πλεονάζοντα κεφάλαια που εμπίπτουν στην παράγραφο 2 του άρθρου 70 του παρόντος συνδεδεμένης ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης ζωής της συμμετέχουσας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης για την οποία υπολογίζεται η φερεγγυότητα σε επίπεδο ομίλου, β) το εγγεγραμμένο και μη καταβεβλημένο κεφάλαιο συνδεδεμένης ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης της συμμετέχουσας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης για την οποία υπολογίζεται το περιθώριο φερεγγυότητας σε επίπεδο ομίλου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Τα ακόλουθα στοιχεία δεν περιλαμβάνονται σε κάθε περίπτωση στον υπολογισμό: α) το εγγεγραμμένο αλλά μη καταβεβλημένο κεφάλαιο το οποίο αντιπροσωπεύει δυνητική υποχρέωση της συμμετέχουσας επιχείρησης, β) το εγγεγραμμένο αλλά μη καταβεβλημένο κεφάλαιο της συμμετέχουσας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης το οποίο αντιπροσωπεύει δυνητική υποχρέωση της συνδεδεμένης ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, γ) το εγγεγραμμένο αλλά μη καταβεβλημένο κεφάλαιο συνδεδεμένης ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης το οποίο αντιπροσωπεύει δυνητική υποχρέωση άλλης συνδεδεμένης ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης της ιδίας συμμετέχουσας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Εάν η Εποπτική Αρχή ή άλλη ενδιαφερόμενη εποπτική αρχή εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, θεωρήσουν ότι ορισμένα στοιχεία των ιδίων κεφαλαίων που είναι επιλέξιμα για τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας μιας συνδεδεμένης ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, πέραν εκείνων που αναφέρονται στην παράγραφο 2 του παρόντος, δεν μπορούν ουσιαστικά να διατεθούν για την κάλυψη των κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας της συμμετέχουσας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης για την οποία υπολογίζεται η φερεγγυότητα σε επίπεδο ομίλου, τα εν λόγω στοιχεία των ιδίων κεφαλαίων μπορούν να συμπεριληφθούν στον υπολογισμό μόνον εφόσον είναι επιλέξιμα και κατά μέγιστο ποσό μέχρι του ύψος της Κεφαλαιακής Απαίτησης Φερεγγυότητας της συνδεδεμένης επιχείρησης.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Το άθροισμα των ιδίων κεφαλαίων που αναφέρονται στις παραγράφους 2 και 4 του παρόντος δεν υπερβαίνει την Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας της συνδεδεμένης ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Τα επιλέξιμα ίδια κεφάλαια συνδεδεμένης ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης της συμμετέχουσας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, για την οποία υπολογίζεται η φερεγγυότητα σε επίπεδο ομίλου, τα οποία υπόκεινται σε προηγούμενη εποπτική έγκριση σύμφωνα με το άρθρο 69 του παρόντος, μπορούν να συμπεριλαμβάνονται στον υπολογισμό μόνον εφόσον έχουν δεόντως εγκριθεί από την αρχή, η οποία είναι υπεύθυνη για την εποπτεία της συνδεδεμένης αυτής επιχείρησης.

Άρθρο 181Διαγραφή ενδοομιλικής δημιουργίας κεφαλαίου (άρθρο 223 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Κατά τον υπολογισμό της φερεγγυότητας σε επίπεδο ομίλου, δεν λαμβάνονται υπόψη για τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας επιλέξιμα ίδια κεφάλαια τα οποία απορρέουν από αμοιβαία χρηματοδότηση μεταξύ της συμμετέχουσας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης και κάποιας εκ των κατωτέρω: α) συνδεδεμένης επιχείρησης, β) συμμετέχουσας επιχείρησης, γ) άλλης συνδεδεμένης επιχείρησης οιασδήποτε από τις συμμετέχουσες επιχειρήσεις.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Κατά τον υπολογισμό της φερεγγυότητας σε επίπεδο ομίλου, δεν λαμβάνονται υπόψη επιλέξιμα ίδια κεφάλαια για τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας συνδεδεμένης ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης της συμμετέχουσας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης για την οποία υπολογίζεται η φερεγγυότητα σε επίπεδο ομίλου, όταν τα σχετικά ίδια κεφάλαια προκύπτουν από αμοιβαία χρηματοδότηση με οποιαδήποτε άλλη συνδεδεμένη επιχείρηση της εν λόγω συμμετέχουσας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Θεωρείται ότι υπάρχει αμοιβαία χρηματοδότηση όταν τουλάχιστον μία ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση ή οποιαδήποτε από τις συνδεδεμένες επιχειρήσεις της, κατέχει μερίδια σε άλλη επιχείρηση ή δανειοδοτεί άλλη επιχείρηση η οποία, άμεσα ή έμμεσα, κατέχει ίδια κεφάλαια επιλέξιμα για την Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας των πρώτων επιχειρήσεων.

Άρθρο 182Αποτίμηση (άρθρο 224 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)

Η αξία των στοιχείων ενεργητικού και του παθητικού αποτιμάται σύμφωνα με το άρθρο 50 του παρόντος.

ΤΜΗΜΑ 3ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΜΕΘΟΔΩΝ ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΥ
Άρθρο 183Συνδεδεμένες ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις (άρθρο 225 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)

Όταν η ασφαλιστική ή η αντασφαλιστική επιχείρηση έχει περισσότερες της μίας συνδεδεμένες ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, ο υπολογισμός της φερεγγυότητας σε επίπεδο ομίλου διενεργείται με συνεκτίμηση εκάστης των συνδεδεμένων αυτών ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών επιχειρήσεων. Εφόσον η συνδεδεμένη ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση έχει την έδρα της σε άλλο κράτος εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης αλλά εκτός Ελλάδος, κατά τον υπολογισμό λαμβάνονται υπόψη, ως προς τη συνδεδεμένη επιχείρηση, η Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας και τα επιλέξιμα ίδια κεφάλαια για την ικανοποίηση των απαιτήσεων αυτών, όπως ορίζεται σε αυτό το άλλο κράτος − μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 184Ενδιάμεσες εταιρείες ασφαλιστικών συμμετοχών (άρθρο 226 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ, παράγραφος 7 του άρθρου 4 της Οδηγίας 2011/89/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Κατά τον υπολογισμό της φερεγγυότητας σε επίπεδο ομίλου ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, η οποία κατέχει συμμετοχή σε συνδεδεμένη ασφαλιστική επιχείρηση, συνδεδεμένη αντασφαλιστική επιχείρηση, ασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας ή αντασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας, μέσω εταιρείας ασφαλιστικών συμμετοχών ή μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών, λαμβάνεται υπόψη η κατάσταση αυτής της εταιρείας ασφαλιστικών συμμετοχών ή της μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών. Μόνο για το σκοπό του υπολογισμού του πρώτου εδαφίου της παρούσας, η ενδιάμεση εταιρεία ασφαλιστικών συμμετοχών ή η ενδιάμεση μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών, αντιμετωπίζεται ως εάν ήταν ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση υποκείμενη στους κανόνες που ορίζονται στα Τμήματα 1, 2 και 3 της Ενότητας 4 του Κεφαλαίου ΣΤ΄ του Πρώτου Μέρους του Παρόντος σε σχέση με την Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας και στις ίδιες προϋποθέσεις με αυτές που ορίζονται στα Τμήματα 1, 2 και 3 της Ενότητας 3 του Κεφαλαίου ΣΤ΄ του Πρώτου Μέρους του Παρόντος σε σχέση με τα επιλέξιμα ίδια κεφάλαια που καλύπτουν την Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Στις περιπτώσεις στις οποίες μια ενδιάμεση εταιρεία ασφαλιστικών συμμετοχών ή ενδιάμεση μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών κατέχει δάνεια μειωμένης εξασφάλισης (διασφάλισης) ή άλλα επιλέξιμα ίδια κεφάλαια που υπόκεινται σε περιορισμό σύμφωνα με το άρθρο 75 του παρόντος, αναγνωρίζονται ως επιλέξιμα ίδια κεφάλαια μέχρι τα ποσά που υπολογίζονται με την εφαρμογή των ορίων που προβλέπονται στο άρθρο 75 του παρόντος στα συνολικά οφειλόμενα επιλέξιμα ίδια κεφάλαια σε επίπεδο ομίλου σε σύγκριση με τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας σε επίπεδο ομίλου. Τα επιλέξιμα ίδια κεφάλαια ενδιάμεσης εταιρείας ασφαλιστικών συμμετοχών ή ενδιάμεσης μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών, για τα οποία απαιτείται προηγούμενη έγκριση από την Εποπτική Αρχή σύμφωνα με το άρθρο 69 του παρόντος ή από την αντίστοιχη εποπτική αρχή σύμφωνα με το άρθρο 90 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ, εάν κρατούνται από ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, μπορούν να συμπεριληφθούν στον υπολογισμό της φερεγγυότητας σε επίπεδο ομίλου μόνον εφόσον έχουν εγκριθεί δεόντως από την Εποπτική Αρχή, εφόσον δρα ως αρχή εποπτείας του ομίλου, άλλως από την αρχή εποπτείας του ομίλου.

Άρθρο 185Συνδεδεμένες ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις τρίτων χωρών (άρθρο 227 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ, παράγραφος 50 του άρθρου 2 της Οδηγίας 2014/51/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Κατά τον υπολογισμό, σύμφωνα με το 191 του παρόντος, της φερεγγυότητας σε επίπεδο ομίλου ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, η οποία είναι συμμετέχουσα επιχείρηση σε ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας, η τελευταία αντιμετωπίζεται, μόνο για τους σκοπούς του υπολογισμού αυτού, ως συνδεδεμένη ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση. Ωστόσο, οσάκις η τρίτη χώρα στην οποία η εν λόγω επιχείρηση έχει την έδρα της την υποβάλλει σε διαδικασία χορήγησης αδείας και της επιβάλλει καθεστώς φερεγγυότητας τουλάχιστον ισοδύναμο με εκείνο που ορίζεται στο Κεφάλαιο ΣΤ΄ του Πρώτου Μέρους του παρόντος, τότε κατά τον υπολογισμό, λαμβάνονται υπόψη, όσον αφορά στη συγκεκριμένη επιχείρηση, η Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας και τα ίδια κεφάλαια που είναι επιλέξιμα για την κάλυψη της απαίτησης αυτής όπως ορίζεται από την εκάστοτε τρίτη χώρα.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Η εξακρίβωση του κατά πόσον το καθεστώς της τρίτης χώρας είναι τουλάχιστον ισοδύναμο, πραγματοποιείται από την Εποπτική Αρχή, με απόφασή της που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, μόνο στην περίπτωση που αυτή δρα ως αρχή που ασκεί την εποπτεία του ομίλου, μετά από αίτημα της συμμετέχουσας επιχείρησης ή με δική της πρωτοβουλία και εφόσον δεν έχουν εκδοθεί αντίστοιχες κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, σύμφωνα με τις παραγράφους 4 και 5 του άρθρου 227 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ. Για τη διεξαγωγή της εξακρίβωσης του προηγούμενου εδαφίου, η Εποπτική Αρχή ζητά τη σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 33 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 1094/2010 συμβολή της ΕΑΑΕΣ και, πριν να λάβει απόφαση σχετικά με την ισοδυναμία, διαβουλεύεται με τις λοιπές ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές. Αντιστοίχως, εάν στην περίπτωση της παρούσας παραγράφου, η Εποπτική Αρχή δρα ως ενδιαφερόμενη εποπτική αρχή, τότε διαβουλεύεται με τις λοιπές ενδιαφερόμενες αρχές και την αρχή εποπτείας του ομίλου, για την εξακρίβωση της ισοδυναμίας με το καθεστώς της τρίτης χώρας.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Για τη λήψη της απόφασης της προηγούμενης παραγράφου η Εποπτική Αρχή λαμβάνει υπόψη της τυχόν κριτήρια που έχουν εκδοθεί από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή σύμφωνα με την παράγραφο 3 του άρθρου 227 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ. Η Εποπτική Αρχή, κατά τη λήψη της απόφασης της προηγούμενης παραγράφου, εξετάζει τυχόν αντίστοιχες αποφάσεις ισοδυναμίας που έχουν ληφθεί από άλλες εποπτικές αρχές, σε προγενέστερο χρόνο, για τη συγκεκριμένη τρίτη χώρα και λαμβάνει απόφαση που έρχεται σε σύγκρουση με τις αποφάσεις αυτές μόνον όταν είναι αναγκαίο να ληφθούν υπόψη σημαντικές αλλαγές στο καθεστώς εποπτείας είτε στο καθοριζόμενο στο Κεφάλαιο ΣΤ΄ του Πρώτου Μέρους του παρόντος είτε σε αυτό της τρίτης χώρας. Η Εποπτική Αρχή, εφόσον διαφωνεί με απόφαση άλλης εποπτικής αρχής περί ισοδυναμίας μίας τρίτης χώρας, δύναται να απευθύνεται στην ΕΑΑΕΣ και να ζητά την βοήθειά της, η οποία παρέχεται σύμφωνα με το άρθρο 19 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 1094/2010.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Σε περίπτωση που η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει εκδώσει, σύμφωνα με την παράγραφο 5 του άρθρου 227 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ, κατ’ εξουσιοδότηση πράξη η οποία καθορίζει ότι το εποπτικό καθεστώς τρίτης χώρας είναι προσωρινά ισοδύναμο, η συγκεκριμένη τρίτη χώρα θεωρείται ισοδύναμη για τους σκοπούς του δευτέρου εδαφίου της παραγράφου 1 του παρόντος.

Άρθρο 186Συνδεδεμένα πιστωτικά ιδρύματα, εταιρείες επενδύσεων και χρηματοδοτικά ιδρύματα (άρθρο 228 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Κατά τον υπολογισμό της φερεγγυότητας σε επίπεδο ομίλου ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, η οποία είναι συμμετέχουσα επιχείρηση σε πιστωτικό ίδρυμα, εταιρεία επενδύσεων ή χρηματοδοτικό ίδρυμα, η συμμετέχουσα ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση δύναται να εφαρμόζει, τηρουμένων των αναλογιών, τις μεθόδους 1 ή 2 που παρατίθενται στο Παράρτημα Ι της Οδηγίας 2002/87/ΕΚ ή στο άρθρο 25 του ν. 3455/2006 (Α΄ 84). Ωστόσο, η μέθοδος 1 που αναφέρεται στο Παράρτημα αυτό ή στο άρθρο 25 του ν. 3455/2006 (Α΄ 84) εφαρμόζεται μόνο εάν η αρχή που ασκεί την εποπτεία του ομίλου είναι ικανοποιημένη ως προς το επίπεδο της ενοποιημένης διοίκησης και του εσωτερικού ελέγχου αναφορικά με τις οντότητες οι οποίες συμπεριλαμβάνονται στο πεδίο της ενοποίησης. Η επιλεγείσα μέθοδος εφαρμόζεται με διαχρονικά σταθερό τρόπο.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Η Εποπτική Αρχή, όταν αναλαμβάνει το ρόλο της εποπτείας του ομίλου σε σχέση με κάποιο συγκεκριμένο όμιλο, δύναται να αποφασίζει, μετά από αίτημα της συμμετέχουσας επιχείρησης ή με δική της πρωτοβουλία, να αφαιρεί οποιαδήποτε συμμετοχή που προβλέπεται στην παράγραφο 1 του παρόντος από τα επιλέξιμα ίδια κεφάλαια για την κάλυψη της φερεγγυότητας του ομίλου της συμμετέχουσας επιχείρησης.

Άρθρο 187Μη διαθεσιμότητα των αναγκαίων πληροφοριακών στοιχείων (άρθρο 229 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)

Οσάκις τα πληροφοριακά στοιχεία που είναι αναγκαία για τον υπολογισμό της φερεγγυότητας του ομίλου ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, σχετικά με συνδεδεμένη επιχείρηση της οποίας η καταστατική έδρα βρίσκεται σε κράτος εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σε τρίτη χώρα, δεν είναι διαθέσιμα στην Εποπτική Αρχή, η λογιστική αξία της επιχείρησης αυτής στη συμμετέχουσα ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση αφαιρείται από τα ίδια κεφάλαια που είναι επιλέξιμα για τη φερεγγυότητα σε επίπεδο ομίλου. Στην περίπτωση αυτή, τα μη πραγματοποιηθέντα κέρδη που συνδέονται με τη συμμετοχή αυτή δεν αναγνωρίζονται ως επιλέξιμα ίδια κεφάλαια για τη φερεγγυότητα του ομίλου.

ΤΜΗΜΑ 4ΜΕΘΟΔΟΙ ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΥ
Άρθρο 188Μέθοδος 1 (προκαθορισμένη μέθοδος): Μέθοδος με βάση τη λογιστική ενοποίηση (άρθρο 230 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Ο υπολογισμός της φερεγγυότητας του ομίλου της συμμετέχουσας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης πραγματοποιείται στη βάση των ενοποιημένων λογαριασμών. Η φερεγγυότητα του ομίλου της συμμετέχουσας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης είναι η διαφορά μεταξύ των ακολούθων στοιχείων: α) των επιλέξιμων ιδίων κεφαλαίων για τη κάλυψη της Κεφαλαιακής Απαίτησης Φερεγγυότητας, που υπολογίζεται στη βάση ενοποιημένων δεδομένων, β) της Κεφαλαιακής Απαίτησης Φερεγγυότητας σε επίπεδο ομίλου, που υπολογίζεται στη βάση ενοποιημένων δεδομένων. Οι κανόνες που ορίζονται στα Τμήματα 1, 2 και 3 της Ενότητας 3 του Κεφαλαίου ΣΤ΄ του Πρώτου Μέρους του παρόντος και στα Τμήματα 1, 2 και 3 της Ενότητας 4 του Κεφαλαίου ΣΤ΄ του Πρώτου Μέρους του παρόντος εφαρμόζονται για τον υπολογισμό των ιδίων κεφαλαίων που είναι επιλέξιμα για την κάλυψη της Κεφαλαιακής Απαίτησης Φερεγγυότητας και για τον υπολογισμό της Κεφαλαιακής Απαίτησης Φερεγγυότητας του ομίλου βάσει ενοποιημένων δεδομένων.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Η Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας σε επίπεδο ομίλου με βάση τα ενοποιημένα δεδομένα (ενοποιημένη Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας ομίλου) υπολογίζεται σύμφωνα είτε με την τυποποιημένη μέθοδο είτε με εγκεκριμένο εσωτερικό υπόδειγμα, κατά τρόπο συνεπή προς τις γενικές αρχές που περιλαμβάνονται στα Τμήματα 1 και 2 της Ενότητας 4 του Κεφαλαίου ΣΤ΄ του Πρώτου Μέρους του παρόντος και στις Ενότητες 1 και 3 της Ενότητας 4 του Κεφαλαίου ΣΤ΄ του Πρώτου Μέρους του παρόντος. Η ενοποιημένη Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας του ομίλου δεν μπορεί να υπολείπεται από το άθροισμα των κατωτέρω: α) της Ελάχιστης Κεφαλαιακής Απαίτησης, όπως αυτή αναφέρεται στο άρθρο 102 του παρόντος, της συμμετέχουσας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, β) το αναλογικό μερίδιο της Ελάχιστης Κεφαλαιακής Απαίτησης των συνδεδεμένων ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων. Το ελάχιστο αυτό ποσό καλύπτεται από επιλέξιμα βασικά ίδια κεφάλαια σύμφωνα με την παράγραφο 4 του άρθρου 75 του παρόντος. Για τον καθορισμό του κατά πόσον τα επιλέξιμα αυτά ίδια κεφάλαια είναι κατάλληλα για την κάλυψη της ελάχιστης Κεφαλαιακής Απαίτησης Φερεγγυότητας του ομίλου, εφαρμόζονται, τηρουμένων των αναλογιών, οι αρχές που προβλέπονται στα άρθρα 179 έως 187 του παρόντος. Οι παράγραφοι 1 και 2 του άρθρου 110 του παρόντος εφαρμόζονται αναλόγως.

Άρθρο 189Εσωτερικό υπόδειγμα του ομίλου (άρθρο 231 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ, παράγραφος 8 του άρθρου 4 της Οδηγίας 2011/89/ΕΕ, παράγραφος 51 του άρθρου 2 της Οδηγίας 2014/51/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Στην περίπτωση αίτησης για να επιτραπεί ο υπολογισμός της ενοποιημένης Κεφαλαιακής Απαίτησης Φερεγγυότητας του ομίλου, καθώς και της Κεφαλαιακής Απαίτησης Φερεγγυότητας ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων του ομίλου βάσει εσωτερικού υποδείγματος, που έχει υποβληθεί από ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση και τις συνδεδεμένες επιχειρήσεις της ή από κοινού από τις συνδεδεμένες επιχειρήσεις εταιρείας ασφαλιστικών συμμετοχών, η Εποπτική Αρχή συνεργάζεται με τις λοιπές ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές προκειμένου να αποφασίσουν για την έγκριση ή μη της αίτησης και για να καθορίσουν τους όρους και τις προϋποθέσεις, εφόσον υπάρχουν, που διέπουν την έγκριση αυτή. Η αίτηση που προβλέπεται στο πρώτο εδάφιο υποβάλλεται στην αρχή εποπτείας του ομίλου. Η Εποπτική Αρχή, εφόσον δρα ως αρχή εποπτείας του ομίλου, ενημερώνει τα λοιπά μέλη του κολλεγίου εποπτικών αρχών και τους διαβιβάζει την πλήρη αίτηση χωρίς καθυστέρηση.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Η Εποπτική Αρχή καταβάλλει κάθε δυνατή προσπάθεια προκειμένου εντός χρονικού διαστήματος έξι (6) μηνών από την ημερομηνία παραλαβής της πλήρους αίτησης από την αρχή εποπτείας του ομίλου, να καταλήξει σε κοινή απόφαση με τις λοιπές εποπτικές αρχές αναφορικά με την αίτηση αυτή.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Κατά τη διάρκεια της προθεσμίας που αναφέρεται στην παράγραφο 2 του παρόντος, η Εποπτική Αρχή, εφόσον δρα ως αρχή εποπτείας του ομίλου ή ως απλά ενδιαφερόμενη εποπτική αρχή, μπορεί να ζητήσει την σύμφωνα με το άρθρο 19 του Κανονισμού (ΕΕ) 1094/2010 συνδρομή της ΕΑΑΕΣ. Σε περίπτωση που ενδιαφερόμενη εποπτική αρχή έχει ζητήσει, κατά τη διάρκεια της προθεσμίας που αναφέρεται στην παράγραφο 2 του παρόντος, τη σύμφωνα με το άρθρο 19 του Κανονισμού (ΕΕ) 1094/2010 συνδρομή της ΕΑΑΕΣ, η Εποπτική Αρχή, εφόσον δρα ως αρχή εποπτείας του ομίλου, αναβάλλει της απόφασή της, αναμένει την ενδεχόμενη έκδοση απόφασης από την ΕΑΑΕΣ σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου 19 του Κανονισμού (ΕΕ) 1094/2010 και λαμβάνει την απόφασή της σύμφωνα με την απόφαση της ΕΑΑΕΣ, η δε απόφαση αυτή αναγνωρίζεται ως καθοριστική και εφαρμόζεται από τις λοιπές ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές. Απόφαση που έχει ληφθεί από την αρχή εποπτείας του ομίλου σε συμφωνία με απόφαση της ΕΑΑΕΣ η οποία έχει εκδοθεί σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου 19 του Κανονισμού (ΕΕ) 1094/2010 αναγνωρίζεται ως καθοριστική και εφαρμόζεται από την Εποπτική Αρχή. Η Εποπτική Αρχή δεν απευθύνεται στην ΕΑΑΕΣ μετά την παρέλευση της εξάμηνης περιόδου ή μετά τη λήψη της κοινής απόφασης. Σε περίπτωση που η απόφαση που προτείνει η εσωτερική επιτροπή ή ομάδα του άρθρου 41 του Κανονισμού (ΕΕ) 1094/2010 απορριφθεί από το συμβούλιο εποπτών σύμφωνα με το άρθρο 44 του ιδίου Κανονισμού, η Εποπτική Αρχή, εφόσον δρα ως αρχή εποπτείας του ομίλου λαμβάνει την τελική απόφαση. Η απόφαση αυτή αναγνωρίζεται ως καθοριστική και εφαρμόζεται υποχρεωτικά από τις λοιπές ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές. Σε περίπτωση που η απόφαση που προτείνει η εσωτερική επιτροπή ή ομάδα του άρθρου 41 του Κανονισμού (ΕΕ) 1094/2010 έχει απορριφθεί από το συμβούλιο εποπτών σύμφωνα με το άρθρο 44 του ιδίου Κανονισμού, η απόφαση που λαμβάνεται από την αρχή εποπτείας του ομίλου αναγνωρίζεται ως καθοριστική και εφαρμόζεται υποχρεωτικά από την Εποπτική Αρχή.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Σε περίπτωση λήψης κοινής απόφασης σύμφωνα με την παράγραφο 2 του παρόντος, η Εποπτική Αρχή εφόσον δρα ως αρχή εποπτείας του ομίλου, διαβιβάζει στην αιτούσα επιχείρηση έγγραφο το οποίο περιέχει πλήρη αιτιολόγηση της απόφασης.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Σε περίπτωση απουσίας κοινής απόφασης εντός έξι (6) μηνών από την ημερομηνία λήψης της πλήρους αίτησης από την αρχή εποπτείας του ομίλου, η Εποπτική Αρχή, εφόσον δρα ως αρχή εποπτείας του ομίλου θα αποφασίζει η ίδια σχετικά με την αίτηση. Η Εποπτική Αρχή, εφόσον δρα ως αρχή εποπτείας του ομίλου, λαμβάνει δεόντως υπόψη ενδεχόμενες απόψεις και επιφυλάξεις άλλων ενδιαφερόμενων εποπτικών αρχών οι οποίες διατυπώθηκαν εντός της εν λόγω εξάμηνης περιόδου και διαβιβάζει στην αιτούσα επιχείρηση και στις λοιπές ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές έγγραφο στο οποίο εκθέτει την πλήρως αιτιολογημένη απόφασή της, η δε απόφαση αυτή αναγνωρίζεται ως καθοριστική και εφαρμόζεται υποχρεωτικά από τις λοιπές ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές. Σε περίπτωση απουσίας κοινής απόφασης εντός έξι (6) μηνών από την ημερομηνία λήψης της πλήρους αίτησης από την αρχή εποπτείας του ομίλου, η απόφαση που λαμβάνεται από την αρχή εποπτείας του ομίλου αναγνωρίζεται ως καθοριστική και εφαρμόζεται υποχρεωτικά από την Εποπτική Αρχή.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Εάν η Εποπτική Αρχή θεωρήσει ότι το προφίλ κινδύνου ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, που υπόκειται στην εποπτεία της αποκλίνει σημαντικά από τις παραδοχές στις οποίες βασίζεται το εσωτερικό υπόδειγμα που εγκρίθηκε σε επίπεδο ομίλου και εφόσον η επιχείρηση αυτή δεν έχει αντιμετωπίσει ικανοποιητικά τις ανησυχίες που έχουν εκφρασθεί από την Εποπτική Αρχή, η Εποπτική Αρχή μπορεί, σύμφωνα με το άρθρο 26 του παρόντος, να επιβάλει πρόσθετη κεφαλαιακή απαίτηση στην Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής αυτής επιχείρησης που προκύπτει από την εφαρμογή του εσωτερικού αυτού υποδείγματος. Σε εξαιρετικές περιστάσεις, εάν η πρόσθετη αυτή κεφαλαιακή απαίτηση δεν είναι ενδεδειγμένη, η Εποπτική Αρχή μπορεί να ζητήσει από την οικεία επιχείρηση να υπολογίζει την κεφαλαιακή απαίτηση φερεγγυότητάς της βάσει της τυποποιημένης μεθόδου που αναφέρεται στα Τμήματα 1 και 2 της Ενότητας 4 του Κεφαλαίου ΣΤ΄ του Πρώτου Μέρους του παρόντος. Σύμφωνα με τις περιπτώσεις α΄ και γ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 26 του παρόντος, η Εποπτική Αρχή μπορεί να επιβάλει πρόσθετη κεφαλαιακή απαίτηση στην Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας αυτής της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης που προκύπτει από την εφαρμογή της τυποποιημένης αυτής μεθόδου. Η Εποπτική Αρχή αιτιολογεί κάθε απόφαση που λαμβάνει σύμφωνα με τις διατάξεις της παρούσας παραγράφου τόσο στην ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση όσο και στα λοιπά μέλη του κολλεγίου εποπτικών αρχών.

Άρθρο 190Πρόσθετη κεφαλαιακή απαίτηση ομίλου

(άρθρο 232 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ, παράγραφοι 52 και 53 του άρθρου 2 της Οδηγίας 2014/51/ΕΕ) Για να καθορισθεί εάν η ενοποιημένη Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας του ομίλου αντικατοπτρίζει κατάλληλα το προφίλ κινδύνου του ομίλου, η Εποπτική Αρχή εφόσον δρα ως αρμόδια αρχή εποπτείας του ομίλου, δίνει ιδιαίτερη προσοχή στις περιπτώσεις στις οποίες μπορεί να ανακύψουν οι περιστάσεις που αναφέρονται στις περιπτώσεις α΄ έως δ΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 26 του παρόντος σε επίπεδο ομίλου, και ιδίως όταν: α) τυχόν υφιστάμενοι ειδικοί κίνδυνοι σε επίπεδο ομίλου δεν καλύπτονται επαρκώς από την τυποποιημένη μέθοδο ή από το χρησιμοποιούμενο εσωτερικό υπόδειγμα, επειδή είναι δύσκολη η ποσοτικοποίησή τους, β) επιβάλλεται από τις ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές τυχόν πρόσθετη κεφαλαιακή απαίτηση στην Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας των συνδεδεμένων ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών επιχειρήσεων, σύμφωνα με το άρθρο 37 και την παράγραφο 7 του άρθρου 231 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ ή με το άρθρο 26 και την παράγραφο 6 του άρθρου 189 του παρόντος. Εάν το προφίλ κινδύνου του ομίλου δεν αντικατοπτρίζεται κατάλληλα, η Εποπτική Αρχή, εφόσον δρα ως αρμόδια αρχή εποπτείας του ομίλου, είναι δυνατόν να επιβάλει πρόσθετη κεφαλαιακή απαίτηση στην ενοποιημένη Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας του ομίλου. Οι παράγραφοι 1 έως 5 του άρθρου 26 του παρόντος, σε συνδυασμό με την απόφαση της Εποπτικής Αρχής σύμφωνα με την παράγραφο 6 ιδίου άρθρου, καθώς και οι κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις και τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που λαμβάνονται σύμφωνα με τις παραγράφους 6, 7 και 8 του άρθρου 37 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ, εφαρμόζονται αναλόγως.

Άρθρο 191Μέθοδος 2 (Εναλλακτική μέθοδος): Μέθοδος αφαίρεσης και άθροισης (άρθρο 233 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ, παράγραφος 9 του άρθρου 4 της Οδηγίας 2011/89/ΕΕ, παράγραφος 54 του άρθρου 2 της Οδηγίας 2014/51/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Η φερεγγυότητα του ομίλου της συμμετέχουσας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης προκύπτει ως διαφορά μεταξύ των κατωτέρω: α) των συνολικών επιλέξιμων ιδίων κεφαλαίων του ομίλου, όπως προβλέπεται στην παράγραφο 2 του παρόντος, β) την αξία στη συμμετέχουσα ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση των συνδεδεμένων ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών επιχειρήσεων και των συνολικών κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας του ομίλου, όπως προβλέπεται στην παράγραφο 3 του παρόντος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Τα συνολικά επιλέξιμα ίδια κεφάλαια του ομίλου είναι το άθροισμα των κατωτέρω: α) των ιδίων κεφαλαίων που είναι επιλέξιμα για την Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας της συμμετέχουσας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, β) του αναλογικού μεριδίου της συμμετέχουσας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης στα ίδια κεφάλαια που είναι επιλέξιμα για την Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας των συνδεδεμένων ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών επιχειρήσεων.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Η συνολική Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας του ομίλου είναι άθροισμα των κατωτέρω: α) της Κεφαλαιακής Απαίτησης Φερεγγυότητας της συμμετέχουσας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, β) του αναλογικού μεριδίου της Κεφαλαιακής Απαίτησης Φερεγγυότητας των συνδεδεμένων ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών επιχειρήσεων.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Οσάκις η συμμετοχή στις συνδεδεμένες ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις συνίσταται, εξ ολοκλήρου ή εν μέρει, σε έμμεση κυριότητα, η αξία στη συμμετέχουσα ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση των συνδεδεμένων ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών επιχειρήσεων ενσωματώνει την αξία της έμμεσης αυτής κυριότητας, με συνεκτίμηση των σχετικών διαδοχικών συμφερόντων και των στοιχείων που αναφέρονται στην περίπτωση β΄ της παραγράφου 2 του παρόντος και στην περίπτωση β΄ της παραγράφου 3 του παρόντος, τα οποία περιλαμβάνουν αντίστοιχα τα αναλογικά μερίδια των ιδίων κεφαλαίων που είναι επιλέξιμα για την Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας των συνδεδεμένων ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών επιχειρήσεων και την Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας των συνδεδεμένων ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών επιχειρήσεων, αντιστοίχως.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Στην περίπτωση αίτησης έγκρισης υπολογισμού της Κεφαλαιακής Απαίτησης Φερεγγυότητας ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων του ομίλου με βάση κάποιο εσωτερικό υπόδειγμα, που έχει υποβληθεί από ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση και τις συνδεδεμένες επιχειρήσεις της ή από κοινού από τις συνδεδεμένες επιχειρήσεις εταιρείας ασφαλιστικών συμμετοχών ή μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών, εφαρμόζεται αναλόγως το άρθρο 189 του παρόντος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Για να καθορισθεί εάν η συνολική Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας του ομίλου, που έχει υπολογιστεί όπως προβλέπεται στην παράγραφο 3 του παρόντος, αντικατοπτρίζουν κατάλληλα το προφίλ κινδύνου του ομίλου, η Εποπτική Αρχή δίδει ιδιαίτερη προσοχή σε τυχόν ειδικούς κινδύνους που υφίστανται σε επίπεδο ομίλου, και οι οποίοι δεν καλύπτονται επαρκώς, επειδή είναι δύσκολη η ποσοτικοποίησή τους. Εάν το προφίλ κινδύνου του ομίλου αποκλίνει σημαντικά από τις παραδοχές στις οποίες βασίζεται η συνολική Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας του ομίλου, η Εποπτική Αρχή, εφόσον δρα ως αρχή εποπτείας του ομίλου, μπορεί να επιβάλλει πρόσθετη κεφαλαιακή απαίτηση στην συνολική Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας του ομίλου. Οι παράγραφοι 1 έως 5 του άρθρου 26 του παρόντος, σε συνδυασμό με την απόφαση της Εποπτικής Αρχής σύμφωνα με την παράγραφο 6 ιδίου άρθρου, καθώς και οι κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις και τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που λαμβάνονται σύμφωνα με τις παραγράφους 6, 7 και 8 του άρθρου 37 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ, εφαρμόζονται αναλόγως.

ΤΜΗΜΑ 5ΕΠΟΠΤΕΙΑ ΦΕΡΕΓΓΥΟΤΗΤΑΣ ΟΜΙΛΟΥ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΑΝΤΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΘΥΓΑΤΡΙΚΕΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΣΥΜΜΕΤΟΧΩΝ Ή ΜΙΚΤΗΣ ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΣΥΜΜΕΤΟΧΩΝ
Άρθρο 192Φερεγγυότητα ομίλου εταιρείας ασφαλιστικών συμμετοχών ή μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών

(άρθρο 235 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ, παράγραφος 11 του άρθρου 4 της Οδηγίας 2011/89/ΕΕ) Όταν οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις είναι θυγατρικές εταιρείας ασφαλιστικών συμμετοχών ή μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών, η Εποπτική Αρχή, εφόσον δρα ως αρχή εποπτείας του ομίλου, μεριμνά ώστε ο υπολογισμός της φερεγγυότητας του ομίλου να διεξάγεται στο επίπεδο της εταιρείας ασφαλιστικών συμμετοχών ή της μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 178 του παρόντος, καθώς και τα άρθρα 179 έως 191 του παρόντος Για τους σκοπούς του υπολογισμού αυτού, η μητρική επιχείρηση αντιμετωπίζεται ως εάν να ήταν ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση υποκείμενη στους κανόνες που ορίζονται στα Τμήματα 1, 2 και 3 της Ενότητας 4 του Κεφαλαίου ΣΤ΄ του Πρώτου Μέρους του παρόντος όσον αφορά στην Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας και στις ίδιες προϋποθέσεις που προβλέπονται στα Τμήματα 1, 2 και 3 της Ενότητας 3 του Κεφαλαίου ΣΤ΄του Πρώτου Μέρους τους παρόντος όσον αφορά στα ίδια κεφάλαια που είναι επιλέξιμα για την Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας.

ΤΜΗΜΑ 6ΕΠΟΠΤΕΙΑ ΦΕΡΕΓΓΥΟΤΗΤΑΣ ΟΜΙΛΟΥ ΓΙΑ ΟΜΙΛΟΥΣ ΜΕ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΚΙΝΔΥΝΟΥ
Άρθρο 193Θυγατρικές ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης: προϋποθέσεις (άρθρο 236 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)

Οι κανόνες που ορίζονται στα άρθρα 195 και 196 του παρόντος εφαρμόζονται σε οποιαδήποτε ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση η οποία είναι θυγατρική ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, εφόσον πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις: α) η θυγατρική, σε σχέση με την οποία η αρχή εποπτείας του ομίλου δεν έχει λάβει κάποια απόφαση δυνάμει της παρ. 2 του άρθρου 214 της Οδηγίας 2009/138/ ΕΚ ή της παραγράφου 2 του άρθρου 172 του παρόντος, περιλαμβάνεται στην εποπτεία του ομίλου που ασκείται από την αρμόδια αρχή εποπτείας ομίλου στο επίπεδο της μητρικής επιχείρησης σύμφωνα με το παρόν Μέρος, β) οι διαδικασίες διαχείρισης του κινδύνου και οι μηχανισμοί εσωτερικού ελέγχου της μητρικής επιχείρησης καλύπτουν τη θυγατρική και η μητρική επιχείρηση ικανοποιεί την Εποπτική Αρχή και τις λοιπές ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές όσον αφορά στη συνετή διαχείριση της θυγατρικής, γ) η μητρική επιχείρηση έχει λάβει τη σύμφωνη γνώμη που αναφέρεται στο τρίτο εδάφιο της παραγράφου 4 του άρθρου 246 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ ή του τρίτου εδαφίου της παραγράφου 4 του άρθρου 201 του παρόντος, δ) η μητρική επιχείρηση έχει λάβει τη σύμφωνη γνώμη που αναφέρεται στην παράγραφο 2 του άρθρου 256 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ ή της παραγράφου 2 του άρθρου 211 του παρόντος, ε) έχει υποβληθεί αίτηση για έγκριση υπαγωγής στα άρθρα 238 και 239 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ ή στα άρθρα 195 και 196 του παρόντος από τη μητρική επιχείρηση και έχει ληφθεί θετική απόφαση επί της αιτήσεως αυτής σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 237 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ ή στο άρθρο 194 του παρόντος. Η Εποπτική Αρχή, οσάκις εκφράζει σοβαρούς προβληματισμούς με τη συνεχιζόμενη συμμόρφωση με τις προϋποθέσεις των περιπτώσεων β΄, γ΄ και δ΄ του παρόντος, αιτείται αμελλητί στην αρχή εποπτείας του ομίλου την εξακρίβωση αυτή.

Άρθρο 194Θυγατρικές ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης: απόφαση επί της αιτήσεως (άρθρο 237 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ, παράγραφος 56 του άρθρου 2 της Οδηγίας 2014/51/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Στην περίπτωση αιτήσεων για έγκριση υπαγωγής στους κανόνες που προβλέπονται στα άρθρα 238 και 239 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ ή στα άρθρα 195 και 196 του παρόντος, η Εποπτική Αρχή εργάζεται από κοινού με τις ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές στο πλαίσιο του Κολλεγίου των εποπτικών αρχών, σε πλήρη συνεργασία, προκειμένου να αποφασίσει για τη χορήγηση ή μη της ζητούμενης έγκρισης και για λοιπούς όρους και προϋποθέσεις, εφόσον υπάρχουν, που διέπουν την έγκριση αυτή. Η αίτηση του πρώτου εδαφίου του παρόντος άρθρου υποβάλλεται μόνον στην εποπτική αρχή που έχει χορηγήσει άδεια στη θυγατρική. Η Εποπτική Αρχή, εφόσον είναι η εποπτική αρχή που έχει χορηγήσει άδεια στη θυγατρική, ενημερώνει τα λοιπά μέλη του Κολλεγίου εποπτικών αρχών και τους διαβιβάζει την πλήρη αίτηση χωρίς καθυστέρηση.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Η Εποπτική Αρχή καταβάλλει κάθε δυνατή προσπάθεια προκειμένου, εντός τριών μηνών από την ημερομηνία παραλαβής της πλήρους αίτησης από όλες τις εποπτικές αρχές στο πλαίσιο του Κολλεγίου των εποπτικών αρχών, να υπάρξει κοινή απόφαση με τις λοιπές ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές σχετικά με την αίτηση αυτήν.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Κατά τη διάρκεια της προθεσμίας που αναφέρεται στην παράγραφο 2 του παρόντος, η Εποπτική Αρχή, εφόσον δρα ως αρχή εποπτείας του ομίλου ή ως απλά ενδιαφερόμενη εποπτική αρχή, μπορεί να ζητήσει τη σύμφωνα με το άρθρο 19 του Κανονισμού (ΕΕ) 1094/2010 συνδρομή της ΕΑΑΕΣ. Σε περίπτωση που αρμόδια εποπτική αρχή έχει ζητήσει, κατά τη διάρκεια της προθεσμίας που αναφέρεται στην παράγραφο 2 του παρόντος, τη σύμφωνα με το άρθρο 19 του Κανονισμού (ΕΕ) 1094/2010 συνδρομή της ΕΑΑΕΣ, η Εποπτική Αρχή, εφόσον δρα ως αρχή εποπτείας του ομίλου, αναβάλλει της απόφασή της, αναμένει την ενδεχόμενη έκδοση απόφασης από την ΕΑΑΕΣ σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου 19 του Κανονισμού (ΕΕ) 1094/2010 και λαμβάνει την απόφασή της σύμφωνα με την απόφαση της ΕΑΑΕΣ, η δε απόφαση αυτή αναγνωρίζεται ως καθοριστική και εφαρμόζεται υποχρεωτικά από τις λοιπές αρμόδιες εποπτικές αρχές. Απόφαση που έχει ληφθεί από την αρχή εποπτείας του ομίλου σε συμφωνία με απόφαση της ΕΑΑΕΣ που έχει εκδοθεί σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου 19 του Κανονισμού (ΕΕ) 1094/2010 αναγνωρίζεται ως καθοριστική και εφαρμόζεται υποχρεωτικά από την Εποπτική Αρχή. Η Εποπτική Αρχή δεν απευθύνεται στην ΕΑΑΕΣ μετά την παρέλευση της τρίμηνης περιόδου ή μετά τη λήψη της κοινής απόφασης. Σε περίπτωση που η απόφαση που προτείνει η εσωτερική επιτροπή ή ομάδα του άρθρου 41 του Κανονισμού (ΕΕ) 1094/2010 απορριφθεί από το συμβούλιο εποπτών σύμφωνα με το άρθρο 44 του ιδίου Κανονισμού, η Εποπτική Αρχή, εφόσον δρα ως αρχή εποπτείας του ομίλου λαμβάνει την τελική απόφαση. Η απόφαση αυτή αναγνωρίζεται ως καθοριστική και εφαρμόζεται υποχρεωτικά από τις λοιπές αρμόδιες εποπτικές αρχές. Σε περίπτωση που η απόφαση που προτείνει η εσωτερική επιτροπή ή ομάδα του άρθρου 41 του Κανονισμού (ΕΕ) 1094/2010 έχει απορριφθεί από το συμβούλιο εποπτών σύμφωνα με το άρθρο 44 του ιδίου Κανονισμού, η απόφαση που λαμβάνεται από την αρχή εποπτείας του ομίλου αναγνωρίζεται ως καθοριστική και εφαρμόζεται υποχρεωτικά από την Εποπτική Αρχή.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Σε περίπτωση λήψης κοινής απόφασης σύμφωνα με την παράγραφο 2 του παρόντος, η Εποπτική Αρχή διαβιβάζει στην αιτούσα θυγατρική επιχείρηση την απόφαση με πλήρη αιτιολόγηση. Η κοινή απόφαση αναγνωρίζεται ως καθοριστική και εφαρμόζεται από όλες τις αρμόδιες εποπτικές αρχές, της Εποπτικής Αρχής συμπεριλαμβανομένης.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Σε περίπτωση απουσίας κοινής απόφασης εντός τριών μηνών από την ημερομηνία λήψης της πλήρους αίτησης από την αρχή εποπτείας του ομίλου, η Εποπτική Αρχή, εφόσον δρα ως αρχή εποπτείας του ομίλου θα αποφασίζει η ίδια σχετικά με την αίτηση. Η Εποπτική Αρχή, εφόσον δρα ως αρχή εποπτείας του ομίλου, λαμβάνει δεόντως υπόψη ενδεχόμενες απόψεις και επιφυλάξεις των ενδιαφερόμενων εποπτικών αρχών, καθώς και τις επιφυλάξεις των λοιπών εποπτικών αρχών που είναι μέλη του Κολλεγίου εποπτικών αρχών και διαβιβάζει στην αιτούσα επιχείρηση και στις λοιπές ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές αντίγραφο της απόφασης. Η απόφαση περιέχει πλήρη αιτιολόγηση και επεξήγηση κάθε σημαντικής απόκλισης από τις επιφυλάξεις των λοιπών ενδιαφερόμενων εποπτικών αρχών, η δε απόφαση αυτή αναγνωρίζεται ως καθοριστική και εφαρμόζεται υποχρεωτικά από τις ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές. Σε περίπτωση απουσίας κοινής απόφασης εντός τριών μηνών από την ημερομηνία λήψης της πλήρους αίτησης από την αρχή εποπτείας του ομίλου, η απόφαση που λαμβάνεται από την αρχή εποπτείας του ομίλου αναγνωρίζεται ως καθοριστική και εφαρμόζεται υποχρεωτικά από την Εποπτική Αρχή.

Άρθρο 195Θυγατρικές ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης: προσδιορισμός των κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας (άρθρο 238 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ, παράγραφοι 57 και 58 του άρθρου 2 της Οδηγίας 2014/51/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Με την επιφύλαξη του άρθρου 189 του παρόντος, οι κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας της θυγατρικής υπολογίζονται σύμφωνα με τις παραγράφους 2, 4 και 5 του παρόντος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Εάν οι κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας της θυγατρικής υπολογίζονται με βάση εσωτερικό υπόδειγμα που έχει εγκριθεί σε επίπεδο ομίλου σύμφωνα με το άρθρο 189 του παρόντος ή το άρθρο 231 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ και η Εποπτική Αρχή θεωρεί ότι το προφίλ κινδύνου της αποκλίνει σημαντικά από το εσωτερικό αυτό υπόδειγμα, εφόσον δε η επιχείρηση αυτή δεν έχει αντιμετωπίσει ικανοποιητικά τις ανησυχίες που έχουν εκφρασθεί από την Εποπτική Αρχή, η Εποπτική Αρχή δύναται, στις περιπτώσεις που αναφέρονται στο 26 του παρόντος, να προτείνει στην αρχή εποπτείας του ομίλου, εφόσον δεν δρα η ίδια ως τέτοια, τον καθορισμό πρόσθετης κεφαλαιακής απαίτησης στις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας της θυγατρικής αυτής που προκύπτουν από την εφαρμογή του υποδείγματος ή σε εξαιρετικές περιστάσεις, στις οποίες μια τέτοια πρόσθετη κεφαλαιακή απαίτηση θα κρινόταν ακατάλληλη, να απαιτήσει από την επιχείρηση να υπολογίσει τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας με βάση την τυποποιημένη μέθοδο. Η Εποπτική Αρχή συζητεί την πρόταση στο Κολλέγιο των εποπτικών αρχών και ανακοινώνει την αιτιολόγηση των προτάσεων αυτών τόσο στη θυγατρική, όσο και στο Κολλέγιο των εποπτικών αρχών.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Εάν οι κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας της θυγατρικής υπολογίζονται με βάση την τυπική προσέγγιση και η Εποπτική Αρχή θεωρεί ότι το προφίλ κινδύνου της αποκλίνει σημαντικά από της υποκείμενες παραδοχές της τυπικής προσέγγισης, εφόσον δε η επιχείρηση αυτή δεν έχει αντιμετωπίσει ικανοποιητικά τις ανησυχίες που έχουν εκφρασθεί από την Εποπτική Αρχή, η Εποπτική Αρχή δύναται, σε εξαιρετικές περιστάσεις, να προτείνει στην αρχή εποπτείας του ομίλου, εφόσον δεν δρα η ίδια ως τέτοια, να αντικαταστήσει ένα υποσύνολο των παραμέτρων που χρησιμοποιούνται στον υπολογισμό με βάση την τυποποιημένη μέθοδο από παραμέτρους που χρησιμοποιούνται ειδικά για την εν λόγω επιχείρηση κατά τον υπολογισμό των ενοτήτων που αφορούν τον αναλαμβανόμενο κίνδυνο ασφαλίσεων ζωής, κατά ζημιών και ασθενείας, κατά τα οριζόμενα στο 86 του παρόντος ή, στις περιπτώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 26 του παρόντος, να καθορίσει επιπρόσθετη της Κεφαλαιακής Απαίτησης Φερεγγυότητας της θυγατρικής αυτής κεφαλαιακή απαίτηση. Η Εποπτική Αρχή συζητεί την πρόταση στο Κολλέγιο των εποπτικών αρχών και κοινοποιεί τους λόγους για την πρόταση αυτή τόσο στη θυγατρική όσο και στο Κολλέγιο των εποπτικών αρχών.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Η Εποπτική Αρχή, στο πλαίσιο του Κολλεγίου εποπτικών αρχών καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια για την επίτευξη συμφωνίας επί τη βάσει της πρότασης ή για τη λήψη άλλων δυνατών μέτρων. Σε περίπτωση θυγατρικής άλλου κράτους−μέλους, η Εποπτική Αρχή, στο πλαίσιο του Κολλεγίου εποπτικών αρχών καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια για την επίτευξη συμφωνίας σχετικά με την πρόταση της εποπτικής αρχής που έχει χορηγήσει άδεια στη θυγατρική, περιλαμβανομένων και άλλων δυνατών μέτρων. Η εν λόγω συμφωνία αναγνωρίζεται ως καθοριστική και εφαρμόζεται υποχρεωτικά από τις εποπτικές αρχές, της Εποπτικής Αρχής συμπεριλαμβανομένης.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Εφόσον η Εποπτική Αρχή δεν συμφωνεί με την αρχή εποπτείας του ομίλου, είτε εφόσον η Εποπτική Αρχή δρούσα ως αρχή εποπτείας του ομίλου δεν συμφωνεί με την εποπτική αρχή που έχει χορηγήσει άδεια στη θυγατρική, η Εποπτική Αρχή μπορεί να απευθύνεται εντός ενός μηνός από την ανωτέρω πρόταση στην ΕΑΑΕΣ και να ζητήσει τη σύμφωνα, με το άρθρο 19 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010, συνδρομή της. Η Εποπτική Αρχή δεν απευθύνεται στην ΕΑΑΕΣ μετά την παρέλευση της μηνιαίας περιόδου που αναφέρεται στην παρούσα παράγραφο ή μετά την επίτευξη συμφωνίας στο πλαίσιο του Κολλεγίου εποπτικών αρχών σύμφωνα με την παράγραφο 4 του παρόντος. Η Εποπτική Αρχή, εφόσον είναι η εποπτική αρχή που έχει χορηγήσει άδεια την θυγατρική, αναβάλλει της απόφασή της σε σχέση με την εν λόγω θυγατρική και αναμένει την ενδεχόμενη έκδοση απόφασης από την ΕΑΑΕΣ σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 19 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθΜ. 1094/2010, λαμβάνει την απόφασή της σύμφωνα με την απόφαση της ΕΑΑΕΣ, τη διαβιβάζει στην εν λόγω θυγατρική και στο Κολλέγιο εποπτικών αρχών, η δε απόφαση αυτή αναγνωρίζεται ως καθοριστική και εφαρμόζεται υποχρεωτικά από τις ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές. Η απόφαση συνοδεύεται από πλήρη αιτιολόγηση. Σε περίπτωση θυγατρικής που έχει λάβει άδεια σε άλλο κράτος − μέλος, απόφαση που έχει ληφθεί από την εποπτική αρχή που έχει χορηγήσει άδεια στην εν λόγω θυγατρική σε συμφωνία με απόφαση της ΕΑΑΕΣ που έχει εκδοθεί σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 19 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 αναγνωρίζεται ως καθοριστική και εφαρμόζεται υποχρεωτικά από την Εποπτική Αρχή, εφόσον συνοδεύεται από πλήρη αιτιολόγηση.

Άρθρο 196Θυγατρικές ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης: μη συμμόρφωση προς τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας (άρθρο 239 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ, παράγραφος 59 του άρθρου 2 της Οδηγίας 2014/51/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Σε περίπτωση μη συμμόρφωσης προς την Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας και με την επιφύλαξη του άρθρου 109 του παρόντος, η Εποπτική Αρχή, διαβιβάζει το συντομότερο δυνατόν στο Κολλέγιο εποπτικών αρχών το σχέδιο ανάκαμψης που έχει υποβάλει η θυγατρική, προκειμένου να επιτευχθεί, εντός έξι μηνών από τότε που διαπιστώθηκε η μη συμμόρφωση με την Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας, η αποκατάσταση του επιπέδου επιλέξιμων ιδίων κεφαλαίων ή η μείωση του προφίλ κινδύνου της, ώστε να εξασφαλισθεί η συμμόρφωση προς την Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας. Η Εποπτική Αρχή καταβάλλει κάθε δυνατή προσπάθεια για την επίτευξη συμφωνίας στο πλαίσιο του Κολλεγίου Εποπτικών Αρχών, σχετικά με την πρότασή της όσον αφορά στην έγκριση ή μη του σχεδίου ανάκαμψης μέσα σε τέσσερεις μήνες από την ημερομηνία κατά την οποία διαπιστώθηκε η μη συμμόρφωση προς την Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας. Σε περίπτωση θυγατρικής που έχει λάβει άδεια σε άλλο κράτος − μέλος, η Εποπτική Αρχή, στο πλαίσιο του Κολλεγίου εποπτικών αρχών καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια για την επίτευξη συμφωνίας, εντός τεσσάρων μηνών από την ημερομηνία κατά την οποία διαπιστώθηκε η μη συμμόρφωση προς τις κεφαλαιακές απαιτήσεις, επί τη βάσει της πρότασης της εποπτικής αρχής που έχει χορηγήσει άδεια στην εν λόγω θυγατρικής όσον αφορά στην έγκριση του σχεδίου ανάκαμψης. Εάν δεν επιτευχθεί τέτοια συμφωνία, η Εποπτική Αρχή, εφόσον είναι η εποπτική αρχή που έχει χορηγήσει άδεια στη θυγατρική, λαμβάνει η ίδια απόφαση σχετικά με την έγκριση του σχεδίου ανάκαμψης, λαμβάνοντας δεόντως υπόψη της τις απόψεις των άλλων εποπτικών αρχών που συμμετέχουν στο Κολλέγιο εποπτικών αρχών.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Αν η Εποπτική Αρχή διαπιστώσει, σύμφωνα με το 107 του παρόντος, επιδείνωση των οικονομικών συνθηκών, ενημερώνει αμέσως το Κολλέγιο εποπτικών αρχών. Με εξαίρεση καταστάσεις έκτακτης ανάγκης, τα μέτρα που λαμβάνονται συζητούνται προηγουμένως στο Κολλέγιο εποπτικών αρχών. Η Εποπτική Αρχή στο πλαίσιο του Κολλεγίου εποπτικών αρχών καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια για την επίτευξη συμφωνίας σχετικά με την πρότασή της, όσον αφορά τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν, μέσα σε ένα μήνα από την ενημέρωση του Κολλεγίου. Σε περίπτωση θυγατρικής που έχει λάβει άδεια σε άλλο κράτος − μέλος η Εποπτική Αρχή, στο πλαίσιο του Κολλεγίου εποπτικών αρχών καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια για την επίτευξη συμφωνίας, εντός ενός μηνός από την ενημέρωση του Κολλεγίου, σχετικά με την πρόταση της εποπτικής αρχής που έχει χορηγήσει την άδεια στη θυγατρικής όσον αφορά στα μέτρα που πρέπει να ληφθούν. Εάν δεν επιτευχθεί τέτοια συμφωνία, η Εποπτική Αρχή εφόσον είναι η εποπτική αρχή που έχει χορηγήσει άδεια στη θυγατρική αποφασίζει η ίδια, λαμβάνοντας δεόντως υπόψη τις απόψεις και επιφυλάξεις των άλλων εποπτικών αρχών που συμμετέχουν στο Κολλέγιο εποπτικών αρχών.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Σε περίπτωση μη συμμόρφωσης προς την Ελάχιστη Κεφαλαιακή Απαίτηση και με την επιφύλαξη του άρθρου 110 του παρόντος, η Εποπτική Αρχή, διαβιβάζει, το συντομότερο δυνατόν, στο Κολλέγιο εποπτικών αρχών, το σχέδιο ανάκαμψης που έχει υποβάλει η θυγατρική, προκειμένου να επιτευχθεί, μέσα σε τρεις μήνες (3) από την ημερομηνία κατά την οποία διαπιστώθηκε η μη συμμόρφωση προς την Ελάχιστη Κεφαλαιακή Απαίτηση, η αποκατάσταση του επιπέδου επιλέξιμων ιδίων κεφαλαίων για την κάλυψη της Ελάχιστης Κεφαλαιακής Απαίτησης, ή η μείωση του προφίλ κινδύνου της, ώστε να εξασφαλισθεί συμμόρφωση προς την Ελάχιστη Κεφαλαιακή Απαίτηση. Το Κολλέγιο εποπτικών αρχών ενημερώνεται επίσης σχετικά με οποιοδήποτε μέτρο λαμβάνει η Εποπτική Αρχή για την ενίσχυση της Ελάχιστης Κεφαλαιακής Απαίτησης στο επίπεδο της θυγατρικής.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Εφόσον η Εποπτική Αρχή δεν συμφωνεί με την αρχή εποπτείας του ομίλου, είτε εφόσον η Εποπτική Αρχή δρούσα ως αρχή εποπτείας του ομίλου δεν συμφωνεί με την εποπτική αρχή που έχει χορηγήσει άδεια στη θυγατρική, η Εποπτική Αρχή μπορεί να απευθύνεται στην ΕΑΑΕΣ και να ζητήσει τη σύμφωνα, με το άρθρο 19 του Κανονισμού (ΕΕ) 1094/2010, συνδρομή της, εφόσον η διαφωνία αφορά στα ακόλουθα: α) την έγκριση του σχεδίου ανάκαμψης, συμπεριλαμβανομένης οποιασδήποτε παράτασης της περιόδου ανάκαμψης, εντός της τετράμηνης περιόδου που αναφέρεται στην παράγραφο 1 του παρόντος, β) την έγκριση των προτεινόμενων μέτρων εντός της μηνιαίας περιόδου που αναφέρεται στην παράγραφο 2 του παρόντος. Η Εποπτική Αρχή δεν απευθύνεται στην ΕΑΑΕΣ μετά την παρέλευση της τετράμηνης ή μηνιαίας περιόδου των περιπτώσεων α΄ και β΄ της παρούσας παραγράφου αντίστοιχα, ή μετά την επίτευξη συμφωνίας στο πλαίσιο του Κολλεγίου εποπτικών αρχών σύμφωνα με τις παραγράφους 1 ή 2 του παρόντος ή στις περιπτώσεις καταστάσεων έκτακτης ανάγκης της παραγράφου 2 του παρόντος. Η Εποπτική Αρχή, εφόσον είναι η εποπτική αρχή που έχει χορηγήσει άδεια στη θυγατρική, αναβάλλει την απόφασή της σε σχέση με την εν λόγω θυγατρική και αναμένει την ενδεχόμενη έκδοση απόφασης από την ΕΑΑΕΣ σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 3 του άρθρου 19 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 1094/2010, λαμβάνει την απόφασή της σύμφωνα με την απόφαση της ΕΑΑΕΣ, τη διαβιβάζει στην εν λόγω θυγατρική και στο κολλέγιο εποπτικών αρχών, η δε απόφαση αυτή αναγνωρίζεται ως καθοριστική και εφαρμόζεται υποχρεωτικά από τις ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές. Η απόφαση συνοδεύεται από πλήρη αιτιολόγηση. Σε περίπτωση θυγατρικής που έχει λάβει άδεια σε άλλο κράτος − μέλος, απόφαση που έχει ληφθεί από την εποπτική αρχή που έχει χορηγήσει άδεια στην εν λόγω θυγατρική σε συμφωνία με απόφαση της ΕΑΑΕΣ που έχει εκδοθεί σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 19 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 αναγνωρίζεται ως καθοριστική και εφαρμόζεται υποχρεωτικά από την Εποπτική Αρχή, εφόσον συνοδεύεται από πλήρη αιτιολόγηση.

Άρθρο 197Θυγατρικές ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης: λήξη των παρεκκλίσεων για θυγατρικές (άρθρο 240 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Οι κανόνες που προβλέπονται στα 195 και 196 του παρόντος παύουν να ισχύουν στις ακόλουθες περιπτώσεις: α) δεν πληρούται πλέον η προϋπόθεση που αναφέρεται στην περίπτωση α΄ του άρθρου 193 του παρόντος, β) δεν πληρούται πλέον η προϋπόθεση που αναφέρεται στην περίπτωση β΄ του άρθρου 193 του παρόντος και ο όμιλος δεν αποκαθιστά τη συμμόρφωση με την προϋπόθεση αυτή εντός της ενδεδειγμένης χρονικής περιόδου, γ) δεν πληρούνται πλέον οι προϋποθέσεις των περιπτώσεων γ΄ και δ΄ του άρθρου 193 του παρόντος. Στην περίπτωση που αναφέρεται στην περίπτωση α΄ της παρούσας, όταν η Εποπτική Αρχή εφόσον δρα ως αρχή εποπτείας του ομίλου, αποφασίζει, μετά από διαβούλευση με το Κολλέγιο εποπτικών αρχών, να μην συμπεριλάβει πλέον τη θυγατρική στην εποπτεία που πραγματοποιεί, ενημερώνει άμεσα την αρμόδια εποπτική αρχή και τη μητρική επιχείρηση. Η Εποπτική Αρχή, εφόσον είναι ενδιαφερόμενη εποπτική αρχή, δύναται να παρέχει τη γνώμη της αναφορικά με τη συμπερίληψη θυγατρικής στην εποπτεία της αρχής εποπτείας του ομίλου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Για τους σκοπούς των περιπτώσεων β΄, γ΄ και δ΄του άρθρου 193 του παρόντος, η μητρική επιχείρηση είναι υπεύθυνη να εξασφαλίσει ότι οι προϋποθέσεις πληρούνται σε συνεχή βάση. Σε περίπτωση μη συμμόρφωσης ενημερώνει αμελλητί την αρχή εποπτείας του ομίλου και την εποπτική αρχή της οικείας θυγατρικής εταιρείας. Η μητρική επιχείρηση υποβάλλει σχέδιο αποκατάστασης της συμμόρφωσης εντός της κατάλληλης χρονικής περιόδου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Με την επιφύλαξη της παραγράφου 2 της παρούσας, η Εποπτική Αρχή εφόσον δρα ως αρχή εποπτείας του ομίλου, εξακριβώνει, τουλάχιστον σε ετήσια βάση, με δική της πρωτοβουλία, ότι εξακολουθούν να πληρούνται οι προϋποθέσεις των περιπτώσεων β΄, γ΄ και δ΄ του άρθρου 193 του παρόντος. Η Εποπτική Αρχή, εφόσον δρα ως αρχή εποπτείας του ομίλου, προβαίνει επίσης στην εξακρίβωση αυτή μετά από αίτημα της ενδιαφερόμενης εποπτικής αρχής, οσάκις η τελευταία εκφράζει σοβαρούς ενδοιασμούς αναφορικά με τη συνεχιζόμενη συμμόρφωση με την εν λόγω προϋπόθεση. Εάν από την εξακρίβωση προκύπτουν ελλείψεις, η Εποπτική Αρχή εφόσον δρα ως αρχή εποπτείας του ομίλου, ζητεί από τη μητρική επιχείρηση να υποβάλει σχέδιο αποκατάστασης της συμμόρφωσης εντός της ενδεδειγμένης χρονικής περιόδου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Εάν, μετά από διαβούλευση με το Κολλέγιο εποπτικών αρχών, η Εποπτική Αρχή, εφόσον δρα ως αρχή εποπτείας του ομίλου, αποφανθεί ότι το σχέδιο των παραγράφων 2 και 3 του παρόντος είναι ανεπαρκές ή στη συνέχεια ότι δεν εφαρμόζεται εντός της συμφωνηθείσας χρονικής περιόδου, η Εποπτική Αρχή, εφόσον δρα ως αρχή εποπτείας του ομίλου, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι οι προϋποθέσεις των περιπτώσεων β΄, γ΄ και δ΄ του άρθρου 193 του παρόντος δεν πληρούνται πλέον και ενημερώνει άμεσα την ενδιαφερόμενη εποπτική αρχή. Η Εποπτική Αρχή, εφόσον είναι ενδιαφερόμενη εποπτική αρχή, δύναται να παρέχει την γνώμη της αναφορικά με το σχέδιο που αναφέρεται στις παραγράφους 2 και 3 του παρόντος ή την εφαρμογή του σχεδίου αυτού εντός της συμφωνηθείσας χρονικής περιόδου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Το καθεστώς που προβλέπεται στα άρθρα 195 και 196 του παρόντος εφαρμόζεται εκ νέου εάν η μητρική επιχείρηση υποβάλει νέα αίτηση και επιτύχει ευνοϊκή απόφαση σύμφωνα με τη διαδικασία που ορίζεται στο άρθρο 194 του παρόντος.

Άρθρο 198Θυγατρικές εταιρείας ασφαλιστικών συμμετοχών ή μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών

(άρθρο 243 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ, παράγραφος 12 του άρθρου 4 της Οδηγίας 2011/89/ΕΕ) Τα άρθρα 193 έως 197 του παρόντος εφαρμόζονται αναλόγως σε ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, οι οποίες είναι θυγατρικές εταιρείας ασφαλιστικών συμμετοχών ή μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών.

ΕΝΟΤΗΤΑ 2ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΗ ΚΙΝΔΥΝΩΝ ΚΑΙ ΣΥΝΑΛΛΑΓΕΣ ΕΝΤΟΣ ΤΟΥ ΟΜΙΛΟΥ
Άρθρο 199Εποπτεία της συγκέντρωσης κινδύνων (άρθρο 244 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ, παράγραφος 13 του άρθρου 4 της Οδηγίας 2011/89/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Η εποπτεία της συγκέντρωσης κινδύνων σε επίπεδο ομίλου ασκείται σύμφωνα με τις παραγράφους 2 και 3 του παρόντος, με το άρθρο 201 του παρόντος και με το Κεφάλαιο Γ΄ του παρόντος Μέρους.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις. οι εταιρείες ασφαλιστικών συμμετοχών, καθώς και οι μικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών αναφέρουν, σε τακτική βάση, και τουλάχιστον ετησίως, στην αρχή εποπτείας του ομίλου οποιαδήποτε σημαντική συγκέντρωση κινδύνων στο επίπεδο του ομίλου. Οι αναγκαίες πληροφορίες υποβάλλονται στην αρχή εποπτείας του ομίλου από την ασφαλιστική ή την αντασφαλιστική επιχείρηση η οποία ηγείται του ομίλου ή, εάν του ομίλου δεν ηγείται ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, από την εταιρεία ασφαλιστικών συμμετοχών, από την μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών ή από την ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση στον όμιλο που έχει καθορισθεί από την Εποπτική Αρχή, εφόσον δρα ως αρχή εποπτείας του ομίλου, άλλως από την αρχή εποπτείας του ομίλου, μετά από διαβουλεύσεις με τις λοιπές ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές και με τον όμιλο. Όταν η Εποπτική Αρχή τυγχάνει, στην περίπτωση της παρούσας παραγράφου, ενδιαφερόμενη εποπτική αρχή, συμμετέχει στις αντίστοιχες διαβουλεύσεις με τις λοιπές ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές, την αρχή εποπτείας του ομίλου και με τον ίδιο τον όμιλο. Η Εποπτική Αρχή, εφόσον δρα ως αρχή εποπτείας του ομίλου, εντάσσει στην εποπτική της αξιολόγηση τις συγκεντρώσεις κινδύνου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Η Εποπτική Αρχή εφόσον δρα ως αρχή εποπτείας του ομίλου, μετά από διαβούλευση με τις υπόλοιπες ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές και τον όμιλο, καθορίζει το είδος των κινδύνων που πρέπει να αναφέρουν σε κάθε περίπτωση οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις κάποιου συγκεκριμένου ομίλου. Η Εποπτική Αρχή, εφόσον είναι ενδιαφερόμενη εποπτική αρχή, δύναται να παρέχει τη γνώμη της αναφορικά με το είδος των κινδύνων που πρέπει να αναφέρουν σε κάθε περίπτωση οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις κάποιου συγκεκριμένου ομίλου. Κατά τον καθορισμό ή τη γνωμοδότησή της για το είδος των κινδύνων, η Εποπτική Αρχή είτε εφόσον δρα ως αρχή εποπτείας του ομίλου είτε είναι ενδιαφερόμενη εποπτική αρχή λαμβάνει υπόψη τον συγκεκριμένο όμιλο και τη δομή διαχείρισης των κινδύνων του ομίλου. Για να καθορισθούν οι σημαντικές συγκεντρώσεις κινδύνων που πρέπει να αναφέρονται, η Εποπτική Αρχή εφόσον δρα ως αρχή εποπτείας του ομίλου, μετά από διαβουλεύσεις με τις λοιπές ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές και με τον όμιλο, επιβάλλει κατάλληλα όρια ή περιορισμούς, υπολογιζόμενους με βάση την Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας ή τις τεχνικές προβλέψεις ή και τα δύο. Όταν η Εποπτική Αρχή τυγχάνει, στην περίπτωση της παρούσας παραγράφου, ενδιαφερόμενη εποπτική αρχή, συμμετέχει στις αντίστοιχες διαβουλεύσεις με τις λοιπές ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές, την αρχή εποπτείας του ομίλου και με τον ίδιο τον όμιλο. Κατά την εξέταση των συγκεντρώσεων κινδύνου, η Εποπτική Αρχή εφόσον δρα ως αρχή εποπτείας του ομίλου παρακολουθεί ιδίως τον πιθανό κίνδυνο μετάδοσης στον όμιλο, τον κίνδυνο σύγκρουσης συμφερόντων και το επίπεδο ή το μέγεθος των κινδύνων.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Με απόφαση της Εποπτικής Αρχής, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, καθορίζονται οι χρόνοι υποβολής των πληροφοριών του παρόντος.

Άρθρο 200Εποπτεία συναλλαγών στο εσωτερικό του ομίλου (άρθρο 245 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ, παράγραφος 14 του άρθρου 4 της Οδηγίας 2011/89/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Η εποπτεία των συναλλαγών στο εσωτερικό του ομίλου ασκείται σύμφωνα με τις παραγράφους 2 και 3 του παρόντος, με το άρθρο 201 του παρόντος και με το Κεφάλαιο Γ΄ του παρόντος Μέρους.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, οι εταιρείες ασφαλιστικών συμμετοχών, καθώς και οι μικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών αναφέρουν σε τακτική βάση, τουλάχιστον ετησίως, στην αρχή εποπτείας του ομίλου όλες τις σημαντικές εντός του ομίλου συναλλαγές από ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις που ανήκουν σε όμιλο, συμπεριλαμβανομένων των συναλλαγών με φυσικό πρόσωπο που συνδέεται με στενούς δεσμούς με οποιαδήποτε επιχείρηση του ομίλου. Επιπλέον, οι ανωτέρω επιχειρήσεις δηλώνουν, το συντομότερο δυνατό, τις πολύ σημαντικές συναλλαγές εντός του ομίλου. Οι αναγκαίες πληροφορίες υποβάλλονται στην αρχή εποπτείας του ομίλου από την ασφαλιστική ή την αντασφαλιστική επιχείρηση η οποία ηγείται του ομίλου ή, εάν του ομίλου δεν ηγείται ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, από την εταιρεία ασφαλιστικών συμμετοχών, από την μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών, ή από την ασφαλιστική ή την αντασφαλιστική επιχείρηση του ομίλου που έχει καθορισθεί από την Εποπτική Αρχή, εφόσον δρα ως αρχή εποπτείας του ομίλου άλλως από την αρχή εποπτείας του ομίλου, μετά από διαβουλεύσεις με τις λοιπές ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές και τον όμιλο. Όταν η Εποπτική Αρχή τυγχάνει, στην περίπτωση της παρούσας παραγράφου, ενδιαφερόμενη εποπτική αρχή, συμμετέχει στις αντίστοιχες διαβουλεύσεις με τις λοιπές ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές, την αρχή εποπτείας του ομίλου και με τον ίδιο τον όμιλο. Η Εποπτική Αρχή, εφόσον δρα ως αρχή εποπτείας του ομίλου, εντάσσει στην εποπτική της αξιολόγηση τις συναλλαγές εντός του ομίλου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Η Εποπτική Αρχή εφόσον δρα ως αρχή εποπτείας του ομίλου, μετά από διαβουλεύσεις με τις λοιπές ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές και τον όμιλο, προσδιορίζει το είδος των συναλλαγών εντός του ομίλου που οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις στον συγκεκριμένο όμιλο πρέπει να αναφέρουν σε κάθε περίσταση. Η Εποπτική Αρχή εφόσον δρα, στην ίδια περίπτωση, ως ενδιαφερόμενη εποπτική αρχή, συμμετέχει στις αντίστοιχες διαβουλεύσεις με τις λοιπές εποπτικές αρχές και τον όμιλο. Η παράγραφος 3 του άρθρου 199 του παρόντος εφαρμόζεται αναλόγως.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Με απόφαση της Εποπτικής Αρχής, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, καθορίζονται οι χρόνοι υποβολής των πληροφοριών του παρόντος, καθώς και οι διαδικασίες και τα πρότυπα για την αναφορά των συναλλαγών του παρόντος.

ΕΝΟΤΗΤΑ 3ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΚΙΝΔΥΝΩΝ ΚΑΙ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ
Άρθρο 201Εποπτεία του συστήματος διακυβέρνησης (άρθρο 246 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ, παράγραφος 15 του άρθρου 4 της Οδηγίας 2011/89/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Οι απαιτήσεις που ορίζονται στην Ενότητα 2 του Κεφαλαίου Δ΄ του Πρώτου Μέρους του παρόντος εφαρμόζονται αναλόγως στο επίπεδο του ομίλου. Με την επιφύλαξη του πρώτου εδαφίου της παρούσας παραγράφου, τα συστήματα διαχείρισης των κινδύνων και εσωτερικού ελέγχου και οι διαδικασίες αναφοράς εφαρμόζονται με συνέπεια σε όλες τις επιχειρήσεις που περιλαμβάνονται στο πεδίο εποπτείας του ομίλου, σύμφωνα με τις περιπτώσεις α΄ και β΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 171 του παρόντος, έτσι ώστε τα εν λόγω συστήματα και οι διαδικασίες αναφοράς να μπορούν να ελέγχονται σε επίπεδο ομίλου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Με την επιφύλαξη της παραγράφου 1 του παρόντος, οι μηχανισμοί εσωτερικού ελέγχου του ομίλου περιλαμβάνουν τουλάχιστον τα ακόλουθα: α) κατάλληλους μηχανισμούς, όσον αφορά στη φερεγγυότητα του ομίλου, για τον εντοπισμό και τη μέτρηση όλων των σημαντικών κινδύνων και για την κατάλληλη σύνδεση των επιλέξιμων ιδίων κεφαλαίων με τους κινδύνους, β) ορθές διαδικασίες αναφοράς και λογιστικής για την παρακολούθηση και τη διαχείριση των συναλλαγών στο εσωτερικό του ομίλου και της συγκέντρωσης των κινδύνων.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Τα συστήματα και οι διαδικασίες πληροφόρησης που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 του παρόντος υπόκεινται σε εποπτική αξιολόγηση από την αρχή εποπτείας του ομίλου, σύμφωνα με τους κανόνες που καθορίζονται στο Κεφάλαιο Γ΄ του παρόντος Μέρους.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Η συμμετέχουσα ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση ή η εταιρεία ασφαλιστικών συμμετοχών ή η μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών αναλαμβάνει, στο επίπεδο του ομίλου, την αξιολόγηση που απαιτείται από το άρθρο 33 του παρόντος. Όταν ο υπολογισμός της φερεγγυότητας στο επίπεδο του ομίλου εκτελείται με τη μέθοδο 1 του άρθρου 188 του παρόντος, η συμμετέχουσα ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση ή η εταιρεία ασφαλιστικών συμμετοχών ή η μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών παρέχει στον επόπτη του ομίλου σαφή στοιχεία σχετικά με τη διαφορά μεταξύ του αθροίσματος του της Κεφαλαιακής Απαίτησης Φερεγγυότητας καθεμιάς των συνδεδεμένων επιχειρήσεων ασφάλισης ή αντασφάλισης και της ενοποιημένης Κεφαλαιακής Απαίτησης Φερεγγυότητας του ομίλου. Οσάκις το αποφασίζει η συμμετέχουσα ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση ή η εταιρεία ασφαλιστικών συμμετοχών ή η μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών, και με την επιφύλαξη της σύμφωνης γνώμης της Εποπτικής Αρχής, εφόσον δρα ως αρχή εποπτείας του ομίλου, άλλως της αρχής εποπτείας του ομίλου, μπορεί να προβαίνει σε όλες τις εκτιμήσεις που απαιτούνται από το άρθρο 33 του παρόντος ταυτοχρόνως στο επίπεδο του ομίλου και στο επίπεδο οποιασδήποτε θυγατρικής στον όμιλο και μπορεί να εκπονεί ενιαίο έγγραφο που καλύπτει όλες αυτές τις εκτιμήσεις. Η Εποπτική Αρχή εφόσον δρα ως επόπτης ομίλου, πριν να δώσει τη συγκατάθεσή της σύμφωνα με το τρίτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου, ζητεί τη γνώμη και λαμβάνει δεόντως υπόψη τις απόψεις και τις επιφυλάξεις όλων των μελών του Κολλεγίου εποπτικών αρχών. Η Εποπτική Αρχή, εφόσον είναι ενδιαφερόμενη εποπτική αρχή, δύναται να παρέχει τη γνώμη της σχετικά με το τρίτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου. Στην περίπτωση που ο όμιλος επιλέξει τη δυνατότητα που προβλέπεται στο τρίτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου, υποβάλλει ταυτοχρόνως το έγγραφο σε όλες τις ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές. Η επιλογή της δυνατότητας αυτής δεν απαλλάσσει τις οικείες θυγατρικές από την υποχρέωση να εξασφαλίσουν ότι πληρούνται οι απαιτήσεις του άρθρου 33 του παρόντος. Η Εποπτική Αρχή, εφόσον δρα ως αρχή εποπτείας του ομίλου, εντάσσει την εποπτική της αξιολόγηση την ίδια αξιολόγηση του κινδύνου και της φερεγγυότητας που διεξάγεται σε επίπεδο ομίλου.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ΄ΜΕΤΡΑ ΓΙΑ ΤΗ ΔΙΕΥΚΟΛΥΝΣΗ ΤΗΣ ΕΠΟΠΤΕΙΑΣ ΤΟΥ ΟΜΙΛΟΥ
Άρθρο 202Αρχή εποπτείας του ομίλου (άρθρο 247 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ, παράγραφος 16 του άρθρου 4 της Οδηγίας 2011/89/ΕΕ, παράγραφος 65 του άρθρου 2 της Οδηγίας 2014/51/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Η Εποπτική Αρχή συμμετέχει στον ορισμό της αρχής εποπτείας κάθε ομίλου για τον οποίο αποτελεί ενδιαφερόμενη εποπτική αρχή σύμφωνα με την παράγραφο 3 του άρθρου 203 του παρόντος. Η εν λόγω αρχή εποπτείας του ομίλου είναι υπεύθυνη για το συντονισμό και την άσκηση της εποπτείας του ομίλου και ορίζεται σύμφωνα με τα κριτήρια της παραγράφου 6 του παρόντος άρθρου ή της παραγράφου 2 του άρθρου 247 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ, με την επιφύλαξη των αναφερομένων στην παράγραφο 3 του παρόντος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Σε περίπτωση που η Εποπτική Αρχή είναι αρμόδια για όλες τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις σε έναν όμιλο, το καθήκον της εποπτείας του ομίλου ασκείται από την Εποπτική Αρχή.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Σε ιδιαίτερες περιπτώσεις, η Εποπτική Αρχή και οι λοιπές ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές, μπορεί, κατόπιν αιτήσεως οποιασδήποτε ενδιαφερόμενης εποπτικής αρχής, να λαμβάνουν κοινή απόφαση να παρεκκλίνουν από τα κριτήρια που ορίζονται στην παράγραφο 6 του παρόντος ή στην παράγραφο 2 του άρθρου 247 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ, εάν η εφαρμογή τους κρίνεται απρόσφορη, λαμβανομένης υπόψη της δομής του ομίλου και της σχετικής βαρύτητας των δραστηριοτήτων των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων στις διάφορες χώρες, και να ορίζουν διαφορετική εποπτική αρχή ως αρχή εποπτείας του ομίλου. Προς το σκοπό αυτόν, η Εποπτική Αρχή, όπως και κάθε άλλη ενδιαφερόμενη εποπτική αρχή, μπορεί να ζητεί την έναρξη συζητήσεων σχετικά με την καταλληλότητα των κριτηρίων που αναφέρονται στην παράγραφο 6 του παρόντος ή στην παράγραφο 2 του άρθρου 247 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ. Οι συζητήσεις αυτές δεν λαμβάνουν χώρα περισσότερες της μιας φοράς ετησίως. Η Εποπτική Αρχή καταβάλλει κάθε δυνατή προσπάθεια προκειμένου να καταλήξει σε κοινή απόφαση σχετικά με την επιλογή της αρχής εποπτείας του ομίλου, εντός τριών μηνών από την έκφραση του αιτήματος για συζήτηση. Πριν να λάβουν την απόφασή τους, οι ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές παρέχουν στον όμιλο τη δυνατότητα να εκφράσει τη γνώμη του. Η Εποπτική Αρχή, εφόσον δρα ως αρχή εποπτείας του ομίλου, διαβιβάζει την κοινή απόφαση στον όμιλο μαζί με πλήρη αιτιολόγηση.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Κατά τη διάρκεια της τρίμηνης περιόδου της παραγράφου 3 του παρόντος, η Εποπτική Αρχή, εφόσον δρα ως αρχή εποπτείας του ομίλου ή ως ενδιαφερόμενη εποπτική αρχή, μπορεί να απευθύνεται στην ΕΑΑΕΣ και να ζητά τη, σύμφωνα με το άρθρο 19 του Κανονισμού (ΕΕ) 1094/2010, συνδρομή της ΕΑΑΕΣ. Σε περίπτωση που ενδιαφερόμενη εποπτική αρχή, συμπεριλαμβανομένης της Εποπτικής Αρχής, έχει ζητήσει, κατά τη διάρκεια της προθεσμίας που αναφέρεται στην παράγραφο 3 του παρόντος, τη σύμφωνα με το άρθρο 19 του Κανονισμού (ΕΕ) 1094/2010 συνδρομή της ΕΑΑΕΣ, η Εποπτική Αρχή αναβάλλει της απόφασή της στο πλαίσιο της κοινής απόφασης της παραγράφου 3 του παρόντος, αναμένει την ενδεχόμενη έκδοση απόφασης από την ωΕΑΑΕΣ σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου 19 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 και λαμβάνει την απόφασή της στο πλαίσιο της κοινής απόφασης της παραγράφου 3 του παρόντος σύμφωνα με την απόφαση της ΕΑΑΕΣ. Η εν λόγω κοινή απόφαση αναγνωρίζεται ως καθοριστική και εφαρμόζεται υποχρεωτικά από την Εποπτική Αρχή και τις λοιπές ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές. Η Εποπτική Αρχή δεν απευθύνεται στην ΕΑΑΕΣ μετά την παρέλευση της τρίμηνης περιόδου ή μετά τη λήψη της κοινής απόφασης. Η Εποπτική Αρχή, εφόσον δρα ως αρχή εποπτείας του ομίλου, διαβιβάζει την κοινή απόφαση στον όμιλο και στο Κολλέγιο εποπτικών αρχών μαζί με πλήρη αιτιολόγηση.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Σε περίπτωση απουσίας κοινής απόφασης, τα καθήκοντα της εποπτείας του ομίλου ασκούνται από την εποπτική αρχή που καθορίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 6 του παρόντος ή την παράγραφο 2 του άρθρου 247 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Σε περίπτωση που η ίδια εποπτική αρχή είναι αρμόδια για όλες τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις σε έναν όμιλο, ως αρχή εποπτείας του ομίλου ώστε να ασκεί όλες τις σχετικές εργασίες ορίζεται η εποπτική αυτή αρχή. Σε όλες τις λοιπές περιπτώσεις και με την επιφύλαξη της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου, η αρχή εποπτείας του ομίλου ώστε να ασκεί όλες τις σχετικές εργασίες ορίζεται ως ακολούθως: α) όταν του ομίλου ηγείται ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, αρχή εποπτείας του ομίλου ορίζεται η εποπτική αρχή που έχει χορηγήσει άδεια στην επιχείρηση αυτή, β) όταν του ομίλου δεν ηγείται ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση: βα) όταν η μητρική ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης είναι εταιρεία ασφαλιστικών συμμετοχών ή μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών, αρχή εποπτείας του ομίλου ορίζεται η εποπτική αρχή η οποία έχει χορηγήσει άδεια στην εν λόγω ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, ββ) όταν περισσότερες της μιας ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις με έδρα στην Ευρωπαϊκή Ένωση έχουν ως μητρική τους την ίδια εταιρεία ασφαλιστικών συμμετοχών ή την ίδια μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών, και μια από τις επιχειρήσεις αυτές έχει λάβει άδεια στο κράτος − μέλος στο οποίο η εταιρεία ασφαλιστικών συμμετοχών ή η μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών έχει την έδρα της, αρχή εποπτείας του ομίλου ορίζεται η εποπτική αρχή του κράτους−μέλους η οποία έχει χορηγήσει άδεια στην εν λόγω ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, βγ) όταν επικεφαλής του ομίλου βρίσκονται περισσότερες της μίας εταιρείες ασφαλιστικών συμμετοχών ή μικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών που έχουν τις έδρες τους σε διαφορετικά κράτη μέλη, και υπάρχει ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση σε καθένα από τα αυτά τα κράτη μέλη, αρχή εποπτείας του ομίλου ορίζεται η εποπτική αρχή της ασφαλιστική ή αντασφαλιστικής επιχείρησης με το μεγαλύτερο σύνολο ισολογισμού, βδ) όταν περισσότερες της μιας ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις με έδρα στην Ευρωπαϊκή Ένωση έχουν ως μητρική τους την ίδια εταιρεία ασφαλιστικών συμμετοχών ή μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών, και καμία από τις επιχειρήσεις αυτές δεν έχει λάβει άδεια στο κράτος − μέλος στο οποίο η εταιρεία ασφαλιστικών συμμετοχών ή η μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών έχει την έδρα της, αρχή εποπτείας του ομίλου ορίζεται η εποπτική αρχή που χορήγησε άδεια στην ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση με το μεγαλύτερο σύνολο ισολογισμού, βε) όταν ο όμιλος είναι όμιλος χωρίς μητρική επιχείρηση ή σε οποιαδήποτε άλλη περίπτωση που δεν αναφέρεται στις περιπτώσεις βα΄ έως βδ΄ της παρούσας, αρχή εποπτείας του ομίλου ορίζεται η εποπτική αρχή η οποία έχει χορηγήσει την άδεια στη ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση με το μεγαλύτερο σύνολο ισολογισμού.

Άρθρο 203Δικαιώματα και καθήκοντα της αρχής εποπτείας του ομίλου και των άλλων εποπτικών αρχών – Κολλέγιο εποπτικών αρχών (άρθρο 248 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ, παράγραφος 66 του άρθρου 2 της Οδηγίας 2014/51/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Τα δικαιώματα και τα καθήκοντα που ανατίθενται στην Εποπτική Αρχή, εφόσον δρα ως αρχή εποπτείας του ομίλου, σχετικά με την εποπτεία του ομίλου περιλαμβάνουν τα ακόλουθα: α) το συντονισμό της συγκέντρωσης και διάδοσης των χρήσιμων ή ουσιωδών πληροφοριών, κατά τη συνήθη πορεία των δραστηριοτήτων και σε επείγουσες καταστάσεις, συμπεριλαμβανομένης της διάδοσης πληροφοριών που είναι σημαντικές για το εποπτικό έργο της Εποπτικής Αρχής, β) τον εποπτικό έλεγχο και την εκτίμηση της χρηματοοικονομικής κατάστασης του ομίλου, γ) την εκτίμηση της συμμόρφωσης του ομίλου με τους κανόνες για την φερεγγυότητα και τη συγκέντρωση των κινδύνων και τις εντός του ομίλου συναλλαγές σύμφωνα με τα άρθρα 176 έως 200 του παρόντος, δ) την αξιολόγηση του συστήματος διακυβέρνησης του ομίλου, όπως ορίζεται στο άρθρο 201 του παρόντος, και του κατά πόσον τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου της συμμετέχουσας επιχείρησης πληρούν τις απαιτήσεις που προβλέπονται στα άρθρα 31 και 213 του παρόντος, ε) τον προγραμματισμό και τον συντονισμό, με τακτικές συνεδριάσεις τουλάχιστον σε ετήσια βάση ή άλλα ενδεδειγμένα μέσα, των εποπτικών δραστηριοτήτων σε συνεχή βάση, καθώς και σε έκτακτες καταστάσεις, σε συνεργασία με τις ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές, λαμβανομένων επίσης υπόψη της φύσης, της κλίμακας και της πολυπλοκότητας των εγγενών κινδύνων της επιχειρηματικής δραστηριότητας όλων των επιχειρήσεων που απαρτίζουν τον όμιλο, στ) άλλα καθήκοντα, μέτρα και αποφάσεις που ανατίθενται στην Εποπτική Αρχή, εφόσον δρα ως αρχή εποπτείας του ομίλου, από τον παρόντα νόμου ή από την Οδηγία 2009/138/EK ή που απορρέουν από την εφαρμογή του παρόντος νόμου ή της Οδηγίας 2009/138/EK, ιδίως τη διεξαγωγή της διαδικασίας για την επικύρωση οποιουδήποτε εσωτερικού υποδείγματος σε επίπεδο ομίλου όπως αναφέρεται στα άρθρα 189 και 191 του παρόντος και τη διεξαγωγή της διαδικασίας έγκρισης της εφαρμογής του καθεστώτος που θεσπίζεται με τα άρθρα 194 έως 197 του παρόντος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Για κάθε έναν όμιλο για τον οποίο η Εποπτική Αρχή δρα ως αρχή εποπτείας του ομίλου, η Εποπτική Αρχή, προκειμένου να διευκολυνθεί η άσκηση των καθηκόντων εποπτείας για τον όμιλο αυτό κατά τα αναφερόμενα την παράγραφο 1 του παρόντος, συγκροτεί Κολλέγιο εποπτικών αρχών. Η Εποπτική Αρχή προεδρεύει σε κάθε Κολλέγιο εποπτικών αρχών στο οποίο δρα ως αρχή εποπτείας του ομίλου. Το Κολλέγιο εποπτικών αρχών διασφαλίζει ότι η συνεργασία, η ανταλλαγή πληροφοριών και οι διαδικασίες διαβούλευσης μεταξύ των εποπτικών αρχών που συμμετέχουν στο Κολλέγιο εφαρμόζονται αποτελεσματικά, σύμφωνα με το Τρίτο Μέρος του παρόντος, με στόχο την προώθηση της σύγκλισης των αντίστοιχων αποφάσεων και δραστηριοτήτων τους. Σε περίπτωση που η αρχή εποπτείας του ομίλου δεν εκτελεί τα καθήκοντα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος ή στην παράγραφο 1 του άρθρου 248 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ ή τα μέλη του Κολλεγίου εποπτικών αρχών δεν συνεργάζονται στο βαθμό που απαιτείται, η Εποπτική Αρχή, εφόσον δρα ως αρχή εποπτείας του ομίλου ή είναι ενδιαφερόμενη εποπτική αρχή, μπορεί απευθυνθεί στην ΕΙΟΡΑ και να ζητήσει τη σύμφωνα, με το άρθρο 19 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010, συνδρομή της.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Η Εποπτική Αρχή αποτελεί ενδιαφερόμενη εποπτική αρχή, διαθέτοντας όλες αντίστοιχες αρμοδιότητες και εξουσίες και εκτελεί όλες τις απαιτούμενες εργασίες κατά τις διατάξεις του παρόντος νόμου, και συμμετέχει σε όλες τις εργασίες των Κολλεγίων εποπτικών αρχών για κάθε όμιλο για το οποίο πληροί τα κριτήρια της παραγράφου 6 του άρθρου 202 παρόντος ή της παραγράφου 2 του άρθρου 247 της Οδηγίας 2009/138/ ΕΚ, για κάθε όμιλο ο οποίος διαθέτει τουλάχιστον μία θυγατρική επιχείρηση στην Ελλάδα, καθώς και για κάθε όμιλο ο οποίος διαθέτει στην Ελλάδα σημαντικό υποκατάστημα ή συνδεδεμένη επιχείρηση. Στην περίπτωση του υποκαταστήματος ή της συνδεδεμένης επιχείρησης, η συμμετοχή της περιορίζεται στην επίτευξη του στόχου της αποτελεσματικής ανταλλαγής πληροφοριών. Η Εποπτική Αρχή αποτελεί την αρχή εποπτείας του ομίλου, διαθέτει όλες τις αντίστοιχες αρμοδιότητες και εκτελεί όλες τις απαιτούμενες εργασίες κατά τις διατάξεις του παρόντος νόμου, και συμμετέχει σε όλες τις εργασίες των Κολλεγίων εποπτικών αρχών για κάθε όμιλο για τον οποίΟ δρα ως αρχή εποπτείας του ομίλου. Σε όλα τα Κολλέγια εποπτικών αρχών συμμετέχει η αρχή εποπτείας του ομίλου, οι εποπτικές αρχές των κρατών−μελών στα οποία εδρεύουν όλες οι θυγατρικές επιχειρήσεις του ομίλου, καθώς και η ΕΑΑΕΣ σύμφωνα με το άρθρο 21 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010. Η Εποπτική Αρχή, εφόσον δρα ως αρχή εποπτείας του ομίλου, δύναται να καθορίζει, εφόσον απαιτείται για την αποτελεσματική λειτουργία Κολλεγίου εποπτικών αρχών, ότι ορισμένες εργασίες θα διενεργούνται από ένα περιορισμένο πλήθος συμμετεχόντων εποπτικών αρχών.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Η Εποπτική Αρχή συνάπτει συμφωνίες (ρυθμίσεις) συντονισμού για τη συγκρότηση και λειτουργία των κολλεγίων με τις άλλες ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές. Σε περίπτωση διάστασης απόψεων σχετικά με τις ρυθμίσεις συντονισμού η Εποπτική Αρχή μπορεί να απευθύνεται στην ΕΑΑΕΣ και να ζητά τη σύμφωνα, με το άρθρο 19 του Κανονισμού (ΕΕ) 1094/2010, συνδρομή της. Η Εποπτική Αρχή εφόσον δρα ως αρχή εποπτείας του ομίλου λαμβάνει την τελική της απόφαση σύμφωνα με την απόφαση της ΕΑΑΕΣ και διαβιβάζει την εν λόγω απόφαση στις λοιπές ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Με την επιφύλαξη οποιουδήποτε μέτρου που έχει ληφθεί δυνάμει του παρόντος νόμου ή της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ, οι συμφωνίες συντονισμού που αναφέρονται στην παράγραφο 4 του παρόντος προσδιορίζουν τις διαδικασίες όσον αφορά: α) στη διαδικασία λήψης αποφάσεων μεταξύ των αρμόδιων εποπτικών αρχών σύμφωνα με τα άρθρα 189, 190 και 202 του παρόντος, β) στη διαβούλευση που αναφέρεται στην παράγραφο 4 του παρόντος και στην παράγραφο 5 του άρθρου 176 του παρόντος. Με την επιφύλαξη των δικαιωμάτων και των καθηκόντων της Εποπτικής Αρχής και των άλλων εποπτικών αρχών, που προβλέπονται στην Οδηγία 2009/138/ ΕΚ και στον παρόντα νόμο, οι συμφωνίες συντονισμού μπορούν να προβλέπουν πρόσθετα καθήκοντα για την αρχή εποπτείας του ομίλου, για λοιπές εποπτικές αρχές ή για την ΕΑΑΕΣ, στις περιπτώσεις που αυτό συνεπάγεται αποδοτικότερη εποπτεία του ομίλου και δεν εμποδίζει τις εποπτικές δραστηριότητες των μελών του Κολλεγίου εποπτικών αρχών σε σχέση με τις ιδιαίτερες αρμοδιότητές τους. Επιπλέον, οι συμφωνίες συντονισμού είναι δυνατόν να προσδιορίζουν: α) τη διαβούλευση μεταξύ των αρμόδιων εποπτικών αρχών, ιδίως σύμφωνα με τα άρθρα 171 έως 175, 177 έως 179, 185, 199 έως 201, 205, 211, 215 και 217 του παρόντος, β) τη συνεργασία με τις υπόλοιπες εποπτικές αρχές. 5. Η Εποπτική Αρχή εφόσον δρα ως αρχή εποπτείας ομίλου διαβιβάζει στην ΕΑΑΕΣ τις πληροφορίες σχετικά με τη λειτουργία των Κολλεγίων εποπτικών αρχών στα οποία συμμετέχει, καθώς και τις τυχόν δυσχέρειες που αντιμετώπισε και οι οποίες σχετίζονται με τις επανεξετάσεις της παραγράφου 6 του άρθρου 248 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ.

Άρθρο 204Συνεργασία και ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ εποπτικών αρχών (άρθρο 249 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ, παράγραφος 17 του άρθρου 4 της Οδηγίας 2011/89/ΕΕ, παράγραφος 67 του άρθρου 2 της Οδηγίας 2014/51/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Η Εποπτική Αρχή συνεργάζεται στενά με τις λοιπές εποπτικές αρχές ενός ομίλου, ιδίως κατά τις περιπτώσεις στις οποίες κάποια από τις ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις του ομίλου αντιμετωπίζει οικονομικές δυσκολίες. Προκειμένου να διασφαλισθεί ότι η Εποπτική Αρχή, καθώς και οι λοιπές εποπτικές αρχές έχουν στη διάθεσή τους την ίδια ποσότητα ουσιαστικών πληροφοριών, με την επιφύλαξη των αντίστοιχων αρμοδιοτήτων τους, η Εποπτική Αρχή ανταλλάσσει αμοιβαία με τις λοιπές εποπτικές αρχές τέτοιες πληροφορίες για την άσκηση και τη διευκόλυνση του εποπτικού έργου τόσο της Εποπτικής Αρχής όσο και των άλλων αρχών, δυνάμει της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ και του παρόντος νόμου. Στο πλαίσιο αυτό, η Εποπτική Αρχή γνωστοποιεί αμελλητί στις λοιπές εποπτικές αρχές όλες τις σχετικές πληροφορίες μόλις καθίστανται διαθέσιμες και ανταλλάσσει πληροφορίες όταν αυτό της ζητηθεί. Οι πληροφορίες που αναφέρονται στο παρόν εδάφιο περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, τις πληροφορίες σχετικά με πράξεις του ομίλου και των εποπτικών αρχών και πληροφορίες που παρέχονται από τον όμιλο. Η Εποπτική Αρχή, εφόσον δρα ως αρχή εποπτείας του ομίλου διαβιβάζει στις ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές και στην ΕΑΑΕΣ όλες τις σχετικές με τον όμιλο πληροφορίες σύμφωνα με το άρθρο 15, την παράγραφο 1 του άρθρου 38 και την παράγραφο 2 του άρθρου 209 του παρόντος, και ιδίως εκείνες που αφορούν στη νομική δομή του ομίλου, στο πλαίσιο διακυβέρνησης και στην οργανωτική δομή του ομίλου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Η Εποπτική Αρχή διαβιβάζει τις σχετικές πληροφορίες σε άλλη εποπτική αρχή ή ανταποκρίνεται σε αίτημα συνεργασίας και ανταλλαγής σχετικής πληροφόρησης άλλης εποπτικής αρχής εντός δύο (2) εβδομάδων. Σε περίπτωση που άλλη εποπτική αρχή δεν έχει διαβιβάσει σχετικές πληροφορίες στην Εποπτική Αρχή ή δεν έχει ανταποκριθεί εντός δύο εβδομάδων ή έχει απορρίψει αίτημα συνεργασίας ή αποστολής σχετικής πληροφόρησης της Εποπτικής Αρχής, η Εποπτική Αρχή μπορεί να απευθύνεται στην ΕΑΑΕΣ και να ζητήσει την σύμφωνα με το άρθρο 19 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 συνδρομή της.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Η Εποπτική Αρχή καλεί αμέσως σε συνεδρίαση όλες τις εποπτικές αρχές που συμμετέχουν στην εποπτεία του ομίλου τουλάχιστον στις ακόλουθες περιπτώσεις: α) όταν λάβει γνώση τυχόν σημαντικής παραβίασης της Κεφαλαιακής Απαίτησης Φερεγγυότητας ή παραβίασης της Ελάχιστης Κεφαλαιακής Απαίτησης μιας επιμέρους ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, β) όταν λάβει γνώση τυχόν σημαντικής παραβίασης της Κεφαλαιακής Απαίτησης Φερεγγυότητας σε επίπεδο ομίλου βάσει ενοποιημένων δεδομένων ή της συνολικής Κεφαλαιακής Απαίτησης Φερεγγυότητας του ομίλου, σύμφωνα με τη μέθοδο υπολογισμού που χρησιμοποιείται σύμφωνα με το Τμήμα 4 της Ενότητας 1 του Κεφαλαίου Γ΄ του Τρίτου Μέρους του παρόντος, γ) σε περίπτωση που προκύπτουν άλλες εξαιρετικές περιστάσεις.

Άρθρο 205Διαβουλεύσεις μεταξύ εποπτικών αρχών (άρθρο 250 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ, παράγραφος 68 του άρθρου 2 της Οδηγίας 2014/51/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Με την επιφύλαξη του άρθρου 203 του παρόντος, στις περιπτώσεις που μια απόφαση της Εποπτικής Αρχής είναι σημαντική για τα εποπτικά καθήκοντα άλλων εποπτικών αρχών, η Εποπτική Αρχή προβαίνει σε διαβούλευση με τις αυτές τις εποπτικές αρχές στο Κολλέγιο εποπτικών αρχών, πριν να ληφθεί η απόφαση αυτή, σχετικά με τα κατωτέρω θέματα: α) μεταβολές στη μετοχική διάρθρωση, στην οργανωτική ή διοικητική δομή των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων ενός ομίλου, οι οποίες απαιτούν την έγκριση ή την άδεια της Εποπτικής Αρχής, β) την απόφαση για την παράταση της περιόδου ανάκαμψης των παραγράφων 3 και 4 του άρθρου 109 του παρόντος, γ) σημαντικές κυρώσεις ή έκτακτα μέτρα που λαμβάνονται από την Εποπτική Αρχή, συμπεριλαμβανομένης της επιβολής πρόσθετης της Κεφαλαιακής Απαίτησης Φερεγγυότητας κεφαλαιακή απαίτηση δυνάμει του άρθρου 26 του παρόντος και της επιβολής οιουδήποτε περιορισμού στη χρήση εσωτερικού υποδείγματος για τον υπολογισμό της κεφαλαιακής απαίτησης φερεγγυότητας δυνάμει του Τμήματος 3 της Ενότητας 4 του Κεφαλαίου ΣΤ΄ του Πρώτου Μέρους του παρόντος. Για τους σκοπούς των περιπτώσεων β΄ και γ΄ της παρούσας παραγράφου, η Εποπτική Αρχή ζητεί πάντοτε τη γνώμη της αρχής εποπτείας του ομίλου. Επιπλέον, η Εποπτική Αρχή, όταν μια απόφασή της βασίζεται σε πληροφορίες που λαμβάνονται από άλλες εποπτικές αρχές, προβαίνει σε διαβούλευση με τις άλλες εποπτικές αρχές πριν να ληφθεί η απόφαση αυτή.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Με την επιφύλαξη του άρθρου 203 του παρόντος, η Εποπτική Αρχή μπορεί να αποφασίσει να μην προβεί σε διαβουλεύσεις σε περιπτώσεις έκτακτης ανάγκης ή όταν οι διαβουλεύσεις αυτές θα μπορούσαν να υπονομεύσουν την αποτελεσματικότητα της απόφασης. Στην περίπτωση αυτή, η Εποπτική Αρχή ενημερώνει, αμελλητί, τις λοιπές ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές.

Άρθρο 206Αιτήματα από την αρχή εποπτείας του ομίλου προς άλλες εποπτικές αρχές (άρθρο 251 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Η Εποπτική Αρχή, εφόσον δρα ως αρχή εποπτείας του ομίλου, μπορεί να καλέσει τις εποπτικές αρχές των κρατών−μελών στα οποία έχει την έδρα της η μητρική επιχείρηση, και οι οποίες δεν ασκούν οι ίδιες την εποπτεία του ομίλου σύμφωνα με το άρθρο 202 του παρόντος ή το άρθρο 247 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ, να ζητήσουν από τη μητρική επιχείρηση οποιαδήποτε πληροφορία χρήσιμη για την άσκηση των συντονιστικών δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, όπως προβλέπεται στο άρθρο 203 του παρόντος ή στο άρθρο 248 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ, και να διαβιβάσουν τις πληροφορίες αυτές στην Εποπτική Αρχή. Η Εποπτική Αρχή, εφόσον δρα ως αρχή εποπτείας του ομίλου, όταν χρειάζεται τις πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 2 του άρθρου 209 του παρόντος, οι οποίες έχουν ήδη παρασχεθεί σε άλλη εποπτική αρχή, απευθύνεται στην εν λόγω εποπτική αρχή, στο μέτρο του δυνατού, προκειμένου να αποφευχθεί επικάλυψη των πληροφοριών που διαβιβάζονται στις διάφορες αρχές οι οποίες συμμετέχουν στην εποπτεία.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Η Εποπτική Αρχή, εφόσον η μητρική επιχείρηση έχει την έδρα της στην Ελλάδα αλλά η Εποπτική Αρχή δεν ασκεί η ίδια την εποπτεία του ομίλου σύμφωνα με το άρθρο 202 του παρόντος ή το άρθρο 247 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ, ανταποκρίνεται σε κλήση της αρχής εποπτείας του ομίλου και ζητά από τη μητρική επιχείρηση οποιαδήποτε πληροφορία χρήσιμη για την άσκηση των συντονιστικών δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, όπως προβλέπεται στο άρθρο 203 του παρόντος ή στο άρθρο 248 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ και διαβιβάζει τις πληροφορίες αυτές στην αρχή εποπτείας του ομίλου.

Άρθρο 207Συνεργασία με τις αρχές που είναι υπεύθυνες για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων (άρθρο 252 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)

Όταν μια ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση και είτε ένα πιστωτικό ίδρυμα όπως ορίζεται στον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013 ή στο ν. 4261/2014 (Α΄107) ή μια επιχείρηση επενδύσεων όπως ορίζεται στην Οδηγία 2004/39/ΕΚ ή στο ν. 3606/2007 (Α΄195) ή και τα δύο, συνδέονται άμεσα ή έμμεσα ή έχουν κοινή συμμετέχουσα επιχείρηση, η Εποπτική Αρχή συνεργάζεται στενά με τις λοιπές ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές, καθώς και με τις αρχές που είναι υπεύθυνες για την εποπτεία των άλλων αυτών επιχειρήσεων. Με την επιφύλαξη των αντιστοίχων αρμοδιοτήτων της, η Εποπτική Αρχή ανταλλάσσει με τις αρχές αυτές κάθε πληροφορία η οποία ενδέχεται να απλοποιήσει το έργο είτε το δικό της είτε κάποιας από τις αρχές αυτές, ιδίως όπως προβλέπεται στο Τρίτο Μέρος του παρόντος νόμου.

Άρθρο 208Επαγγελματικό απόρρητο και εμπιστευτικότητα (άρθρο 253 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)

Οι πληροφορίες που λαμβάνονται στο πλαίσιο της εποπτείας του ομίλου, και ιδίως οποιαδήποτε ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ της Εποπτικής Αρχής και λοιπών εποπτικών αρχών, καθώς και μεταξύ της Εποπτικής Αρχής και άλλων αρχών που προβλέπονται στο Τρίτο Μέρος του παρόντος νόμου, καλύπτονται από τις διατάξεις του άρθρου 44 του παρόντος περί επαγγελματικού απορρήτου και κοινοποίησης εμπιστευτικών πληροφοριών.

Άρθρο 209Πρόσβαση σε πληροφορίες (άρθρο 254 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ, παράγραφος 69 του άρθρου 2 της Οδηγίας 2014/51/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Τα φυσικά και νομικά πρόσωπα που περιλαμβάνονται στο πεδίο της εποπτείας του ομίλου και οι συνδεδεμένες επιχειρήσεις και συμμετέχουσες επιχειρήσεις τους, ανταλλάσσουν μεταξύ τους πληροφορίες οι οποίες είναι χρήσιμες για την άσκηση της εποπτείας του ομίλου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Η Εποπτική Αρχή έχει πρόσβαση σε οποιαδήποτε πληροφορία και έγγραφο χρήσιμο για το σκοπό της εποπτείας ομίλων, ανεξάρτητα από τη φύση της σχετικής επιχείρησης. Το άρθρο 24 εφαρμόζεται αναλόγως. Η Εποπτική Αρχή δύναται να απευθύνεται απευθείας στις επιχειρήσεις του ομίλου, ανεξάρτητα από τη φύση της σχετικής επιχείρησης προκειμένου να λάβει τις αναγκαίες πληροφορίες, μόνον εφόσον η Εποπτική Αρχή έχει ζητήσει τις πληροφορίες αυτές από την ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση που υπόκειται σε εποπτεία σε επίπεδο ομίλου και δεν έχουν παρασχεθεί από την επιχείρηση αυτή εντός εύλογου χρονικού διαστήματος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Η Εποπτική Αρχή, εφόσον δρα ως αρχή εποπτείας του ομίλου, μπορεί να περιορίζει τη συχνότητα υποβολής της παρεχόμενης σε επίπεδο ομίλου πληροφόρησης για εποπτικούς σκοπούς, εφόσον όλες οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις του ομίλου ωφελούνται από τον περιορισμό της παραγράφου 6 του άρθρου 35 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ ή τον περιορισμό της παραγράφου 6 του άρθρου 24 του παρόντος, λαμβάνοντας υπόψη τη φύση, κλίμακα και πολυπλοκότητα των κινδύνων που είναι εγγενείς στις εργασίες του ομίλου. Σε κάθε περίπτωση, οι πληροφορίες αυτές θα πρέπει να υποβάλλονται τουλάχιστον μία φορά ετησίως. Η Εποπτική Αρχή, εφόσον δρα ως αρχή εποπτείας του ομίλου, μπορεί να εξαιρεί από την υποβολή αναλυτικών για κάθε ένα περιουσιακό στοιχείο πληροφοριών, εφόσον όλες οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις του ομίλου ωφελούνται από την εξαίρεση της παραγράφου 7 του άρθρου 35 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ ή την εξαίρεση της παραγράφου 6 του άρθρου 24 του παρόντος, λαμβάνοντας υπόψη τόσο τη φύση, κλίμακα και πολυπλοκότητα των κινδύνων που είναι εγγενείς στις εργασίες του ομίλου, όσο το σκοπό της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας.

Άρθρο 210Εξακρίβωση των πληροφοριών (άρθρο 255 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ, παράγραφος 70 του άρθρου 2 της Οδηγίας 2014/51/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Η Εποπτική Αρχή διεξάγει, είτε άμεσα είτε μέσω προσώπων, τα οποία ορίζει προς το σκοπό αυτόν, επιτόπια εξακρίβωση των πληροφοριών που αναφέρονται στο άρθρο 209 του παρόντος στις εγκαταστάσεις εντός Ελλάδος οποιασδήποτε των ακολούθων: α) της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης που υπόκειται στην εποπτεία του ομίλου, β) των συνδεδεμένων επιχειρήσεων της εν λόγω ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, γ) των μητρικών επιχειρήσεων της εν λόγω ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, δ) των συνδεδεμένων επιχειρήσεων μητρικής επιχείρησης της εν λόγω ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Σε περίπτωση που η Εποπτική Αρχή επιθυμεί, σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, να εξακριβώσει τις πληροφορίες σχετικά με μια επιχείρηση, ρυθμιζόμενη ή μη, η οποία ανήκει σε όμιλο και ευρίσκεται σε άλλο κράτος − μέλος, ζητά από τις εποπτικές αρχές του άλλου αυτού κράτους−μέλους να προβούν στην εξακρίβωση. Η Εποπτική Αρχή δύναται να συμμετέχει στην εξακρίβωση όταν δεν την διεξάγει άμεσα η ίδια. Η Εποπτική Αρχή, εφόσον λάβει σχετικό αίτημα εξακρίβωσης σύμφωνα με το άρθρο 255 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ ή το παρόν άρθρο ανταποκρίνεται σε αυτό εντός δύο (2) εβδομάδων από τη λήψη του αιτήματος, στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων της είτε με την άμεση διεξαγωγή της εξακρίβωσης ή επιτρέποντας σε ελεγκτή ή εμπειρογνώμονα να προβεί στην εξακρίβωση αυτή ή παρέχοντας τη δυνατότητα στην αρχή η οποία υπέβαλε το αίτημα να τη διενεργήσει η ίδια. Η αρχή εποπτείας του ομίλου ενημερώνεται για την αναληφθείσα δράση. Η Εποπτική Αρχή η οποία υπέβαλε το αίτημα μπορεί, εφόσον το επιθυμεί, να συμμετέχει στην εξακρίβωση όταν δεν την διεξαγάγει άμεσα η ίδια. Η ΕΑΑΕΣ μπορεί να συμμετέχει σε επιτόπιους ελέγχους στις περιπτώσεις που αυτές διενεργούνται από κοινού από δύο ή περισσότερες εποπτικές αρχές.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Σε περίπτωση που η εποπτική αρχή που έλαβε το αίτημα της Εποπτικής Αρχής για την εξακρίβωση της παραγράφου 2 του παρόντος δεν έχει ανταποκριθεί εντός δύο εβδομάδων ή σε περίπτωση που η Εποπτική Αρχή δεν δύναται να ασκήσει στην πράξη το δικαίωμά της να συμμετέχει στην εξακρίβωση αυτή, η Εποπτική Αρχή μπορεί να απευθύνεται στην ΕΑΑΕΣ και να ζητήσει τη σύμφωνα, με το άρθρο 19 του Κανονισμού (ΕΕ) 1094/2010, συνδρομή της.

Άρθρο 211Έκθεση για τη φερεγγυότητα και τη χρηματοοικονομική κατάσταση του ομίλου (άρθρο 256 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ, παράγραφος 18 του άρθρου 4 της Οδηγίας 2011/89/ΕΕ, παράγραφος 71 του άρθρου 2 της Οδηγίας 2014/51/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Οι συμμετέχουσες ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, καθώς και οι εταιρείες ασφαλιστικών συμμετοχών και οι μικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών δημοσιεύουν, σε ετήσια βάση, έκθεση για τη φερεγγυότητα και την χρηματοοικονομική κατάσταση σε επίπεδο ομίλου. Τα άρθρα 38 και 40 έως 42 του παρόντος εφαρμόζονται αναλόγως.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Οσάκις η συμμετέχουσα ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση ή η εταιρεία ασφαλιστικών συμμετοχών ή η μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών το αποφασίζει, και με την επιφύλαξη της σύμφωνης γνώμης της αρχής εποπτείας του ομίλου, μπορεί να δημοσιεύει ενιαία έκθεση για τη φερεγγυότητα και τη χρηματοοικονομική κατάσταση, η οποία περιλαμβάνει τα ακόλουθα: α) τις πληροφορίες στο επίπεδο του ομίλου που πρέπει να δημοσιεύονται σύμφωνα με την παράγραφο 1 του παρόντος, β) τις πληροφορίες για οποιαδήποτε από τις θυγατρικές του ομίλου που πρέπει να είναι ξεχωριστές και αναγνωρίσιμες και να δημοσιεύονται σύμφωνα με τα 38 και 40 έως 42 του παρόντος. Πριν να δώσει τη συγκατάθεσή της σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο της παρούσας, η Εποπτική Αρχή, εφόσον δρα ως επόπτης ομίλου, ζητεί τη γνώμη και λαμβάνει δεόντως υπόψη τις απόψεις και τις επιφυλάξεις όλων των μελών του Κολλεγίου εποπτικών αρχών. Η Εποπτική Αρχή εφόσον είναι ενδιαφερόμενη εποπτική αρχή παρέχει τη γνώμη της, ή τις τυχόν επιφυλάξεις της σε περιπτώσεις του πρώτου εδαφίου της παρούσας.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Στην περίπτωση θυγατρικής επιχείρησης, όταν η έκθεση που αναφέρεται στην παράγραφο 2 δεν περιλαμβάνει τις πληροφορίες τις οποίες η Εποπτική Αρχή απαιτεί από συγκρίσιμες επιχειρήσεις να παρέχουν, και εφόσον η παράλειψη αυτή είναι ουσιαστική, η Εποπτική Αρχή έχει την εξουσία να απαιτήσει από τη σχετική θυγατρική να δημοσιοποιήσει τις αναγκαίες πρόσθετες πληροφορίες.

Άρθρο 212Διάρθρωση ομίλου

(άρθρο 256α της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ, παράγραφος 72 του άρθρου 2 της Οδηγίας 2014/51/ΕΕ) Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, οι εταιρείες ασφαλιστικών συμμετοχών και οι μικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών δημοσιοποιούν στο κοινό, σε επίπεδο ομίλου, σε ετήσια βάση, τη νομική, τη διοικητική και την οργανωτική τους διάρθρωση, συμπεριλαμβανομένης περιγραφής όλων των θυγατρικών, των σημαντικών συνδεδεμένων επιχειρήσεων και των σημαντικών υποκαταστημάτων που ανήκουν στον όμιλο.

Άρθρο 213Διοικητικό συμβούλιο εταιρειών ασφαλιστικών συμμετοχών ή μικτών χρηματοοικονομικών εταιρειών συμμετοχών

(άρθρο 257 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ, παράγραφος 19 του άρθρου 4 της Οδηγίας 2011/89/ΕΕ) Όλα τα μέλη της διοίκησης εταιρείας ασφαλιστικών συμμετοχών ή μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών, διαθέτουν την απαιτούμενη αξιοπιστία και καταλληλότητα για την άσκηση των καθηκόντων τους. Οι διατάξεις του άρθρου 31 του παρόντος εφαρμόζονται αναλόγως.

Άρθρο 214Μέτρα επιβολής (άρθρο 258 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ, παράγραφος 20 του άρθρου 4 της Οδηγίας 2011/89/ΕΕ, παράγραφος 73 του άρθρου 2 της Οδηγίας 2014/51/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Εάν οι ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις ενός ομίλου δεν συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις που αναφέρονται στα άρθρα 176 έως 201 του παρόντος ή εάν οι απαιτήσεις πληρούνται αλλά προκύπτουν κίνδυνοι για την φερεγγυότητα ή εάν οι εντός του ομίλου συναλλαγές ή οι συγκεντρώσεις κινδύνων αποτελούν απειλή για την χρηματοοικονομική θέση των ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών επιχειρήσεων, η Εποπτική Αρχή απαιτεί από τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις και, εφόσον δρα ως αρχή εποπτείας του ομίλου, από τις εταιρείες ασφαλιστικών συμμετοχών ή τις μικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών, τη λήψη των αναγκαίων μέτρων προκειμένου να διορθωθεί η κατάσταση το συντομότερο δυνατό. Στη περίπτωση που η Εποπτική Αρχή δρα ως αρχή εποπτείας του ομίλου και η εταιρεία ασφαλιστικών συμμετοχών ή η μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών έχει την έδρα της σε άλλο κράτος − μέλος από την ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, τότε η Εποπτική Αρχή ενημερώνει τις εποπτικές αρχές των άλλων κρατών−μελών για τις διαπιστώσεις της προκειμένου να μπορέσουν να λάβουν τα αναγκαία μέτρα. Με την επιφύλαξη της παραγράφου 2 του παρόντος, η Εποπτική Αρχή λαμβάνει κάθε αναγκαίο και πρόσφορο μέτρο, όπως ενδεικτικά να επιβάλλει τις κυρώσεις του άρθρου 256 του παρόντος, για τις εταιρείες ασφαλιστικών συμμετοχών και τις μικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών. Η Εποπτική Αρχή συντονίζεται με τις λοιπές ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές, συμπεριλαμβανομένης της αρχής εποπτείας του ομίλου, οσάκις ενδείκνυται, για τα επιβαλλόμενα μέτρα.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Με την επιφύλαξη των διατάξεων του ποινικού δικαίου, η Εποπτική Αρχή μπορεί να επιβάλλει κυρώσεις ή μέτρα σε εταιρείες ασφαλιστικών συμμετοχών οι οποίες παραβιάζουν νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις που έχουν θεσπισθεί για την εφαρμογή του παρόντος Μέρους ή στο πρόσωπο το οποίο ασκεί ουσιαστικά τη διοίκηση των εταιρειών αυτών. Η Εποπτική Αρχή συνεργάζεται στενά με τις λοιπές εποπτικές αρχές προκειμένου να εξασφαλιστεί ότι οι εν λόγω κυρώσεις ή τα μέτρα είναι αποτελεσματικά, ιδίως όταν η κεντρική διοίκηση ή η κύρια εγκατάσταση εταιρείας ασφαλιστικών συμμετοχών δεν ευρίσκεται στον ίδιο τόπο με την καταστατική έδρα της.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ΄ΤΡΙΤΕΣ ΧΩΡΕΣ
Άρθρο 215Μητρικές επιχειρήσεις εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης: εξακρίβωση της ισοδυναμίας (άρθρο 260 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ, παράγραφος 75 του άρθρου 2 της Οδηγίας 2014/51/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Στην περίπτωση γ΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 171 του παρόντος, η Εποπτική Αρχή σε συνεργασία με τις λοιπές ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές εξακριβώνουν κατά πόσον οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, η μητρική επιχείρηση των οποίων έχει την έδρα της εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, υπόκεινται σε εποπτεία, από εποπτική αρχή τρίτης χώρας, που είναι ισοδύναμη με εκείνη που προβλέπεται από το παρόν Μέρος για την εποπτεία στο επίπεδο του ομίλου ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων που αναφέρονται στις περιπτώσεις α΄ και β΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 171 του παρόντος. Όταν δεν έχει εκδοθεί κατ’ εξουσιοδότηση πράξη σύμφωνα με τις παραγράφους 2, 3 ή 5 του άρθρου 260 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ, η Εποπτική Αρχή πραγματοποιεί την εξακρίβωση του προηγουμένου εδαφίου μόνο εάν, εφαρμοζόμενα τα κριτήρια της παραγράφου 6 του άρθρου 202 του παρόντος ή της παραγράφου 2 του άρθρου 247 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ, θα προέκυπτε ότι θα ήταν η αρχή εποπτείας του ομίλου («οιονεί αρχή εποπτείας του ομίλου»), κατόπιν αιτήματος της μητρικής επιχείρησης ή οποιασδήποτε από τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις που έχουν λάβει άδεια στην Ευρωπαϊκή Ένωση ή με δική της πρωτοβουλία. Η Εποπτική Αρχή εφόσον δρα ως οιονεί αρχή εποπτείας του ομίλου επικουρείται κατά την ανωτέρω εξακρίβωση από την ΕΑΑΕΣ, σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 33 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010. Για την εξακρίβωση αυτή, πριν η Εποπτική Αρχή λάβει απόφαση σχετικά με την ισοδυναμία, εφόσον δρα ως οιονεί αρχή εποπτείας του ομίλου, επικουρούμενη από την ΕΑΑΕΣ, συμβουλεύεται τις άλλες ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές. Η Εποπτική Αρχή κατά τη λήψη της απόφασης λαμβάνει υπόψη τα κριτήρια που καθορίζονται σε τυχόν υφιστάμενες κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις που έχουν εκδοθεί σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 260 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ. Η Εποπτική Αρχή, εφόσον δρα ως οιονεί επόπτης ομίλου, δεν λαμβάνει, σε σχέση με τρίτη χώρα, αποφάσεις οι οποίες έρχονται σε σύγκρουση με παλιότερες αποφάσεις για τη συγκεκριμένη τρίτη χώρα, παρά μόνο όταν αυτό είναι αναγκαίο για να ληφθούν υπόψη σημαντικές αλλαγές είτε στο καθεστώς εποπτείας που καθορίζεται στο Πρώτο Μέρος του παρόντος είτε στο καθεστώς εποπτείας της τρίτης χώρας. Εφόσον η Εποπτική Αρχή διαφωνεί με απόφαση η οποία έχει ληφθεί από οιονεί επόπτη ομίλου σύμφωνα με το άρθρο 260 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ μπορεί, μέσα σε τρεις μήνες από την κοινοποίηση της απόφασης από τον επόπτη αυτόν, να απευθύνεται στην ΕΑΑΕΣ και να ζητήσει τη συνδρομή της σύμφωνα με το άρθρο 19 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Σε περίπτωση απουσίας είτε κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων που έχουν εκδοθεί σύμφωνα με τις παραγράφους 3 ή 5 του άρθρου 260 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ είτε απόφασης της Εποπτικής Αρχής σύμφωνα με την παράγραφο 1 του παρόντος, εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 217 του παρόντος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Όταν εκδίδεται κατ’ εξουσιοδότηση πράξη, σύμφωνα με την παράγραφο 5 του άρθρου 260 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ, σχετικά με την προσωρινή ισοδυναμία καθεστώτος προληπτικής εποπτείας τρίτης χώρας, εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 216 του παρόντος. Η Εποπτική Αρχή ασκεί τα καθήκοντα της αρχής εποπτείας ομίλου εφόσον έχει καθοριστεί ως οιονεί αρχή εποπτείας για τον συγκεκριμένο όμιλο σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 1 του παρόντος και υπάρχει ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, μέλος του ομίλου, εγκατεστημένη στην Ελλάδα, η οποία έχει συνολικό ισολογισμό που υπερβαίνει το συνολικό ισολογισμό της μητρικής της επιχείρησης που είναι εγκατεστημένη εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Στην περίπτωση αυτή δεν εφαρμόζεται το πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου.

Άρθρο 216Μητρικές επιχειρήσεις εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης: ισοδυναμία (άρθρο 261 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)

Σε περίπτωση ισοδύναμης εποπτείας που αναφέρεται στο άρθρο 260 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ ή στο άρθρο 215 του παρόντος, τα άρθρα 202 έως 214 του παρόντος εφαρμόζονται στη συνεργασία με τις εποπτικές αρχές των τρίτων αυτών χωρών αναλόγως.

Άρθρο 217Μητρικές επιχειρήσεις εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης: απουσία ισοδυναμίας (άρθρο 262 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ, παράγραφος 21 του άρθρου 4 της Οδηγίας 2011/89/ΕΕ, παράγραφος 76 του άρθρου 2 της Οδηγίας 2014/51/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Σε περίπτωση που δεν υπάρχει ισοδύναμη εποπτεία σύμφωνα με το άρθρο 215 του παρόντος ή σε περίπτωση που δεν εφαρμόζονται, σε περίπτωση προσωρινής ισοδυναμίας, οι διατάξεις του άρθρου 216 του παρόντος, κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο 3 του άρθρου 215 του παρόντος, οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις εφαρμόζουν είτε τα άρθρα 176 έως 192 και 199 έως 214 του παρόντος, τηρουμένων των αναλογιών είτε μια από τις μεθόδους που αναφέρονται στην παράγραφο 2 του παρόντος. Οι γενικές αρχές και μέθοδοι που εκτίθενται στα άρθρα 176 έως 214 του παρόντος εφαρμόζονται στο επίπεδο της εταιρείας ασφαλιστικών συμμετοχών, μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών, της ασφαλιστικής επιχείρησης της τρίτης χώρας ή της αντασφαλιστικής επιχείρησης της τρίτης χώρας. Μόνον για το σκοπό του υπολογισμού της φερεγγυότητας του ομίλου, η μητρική επιχείρηση αντιμετωπίζεται ως εάν ήταν ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση υποκείμενη στις ίδιες προϋποθέσεις που αναφέρονται στα Τμήματα 1, 2 και 3 της Ενότητας 3 του Κεφαλαίου ΣΤ΄ του Πρώτου Μέρους του παρόντος σε σχέση με τα ίδια κεφάλαια που είναι επιλέξιμα για την Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας και σε ένα από τα ακόλουθα: α) Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας που προσδιορίζεται σύμφωνα με τις αρχές του άρθρου 184 του παρόντος, αν πρόκειται για εταιρεία ασφαλιστικών συμμετοχών ή μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών. β) Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας που προσδιορίζεται σύμφωνα με τις αρχές του άρθρου 185 του παρόντος, αν πρόκειται για ασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας ή αντασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Η Εποπτική Αρχή δύναται να εφαρμόζει άλλες μεθόδους οι οποίες εξασφαλίζουν κατάλληλη εποπτεία των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων ενός ομίλου. Για τις μεθόδους αυτές, πρέπει να λαμβάνεται η σύμφωνη γνώμη της αρχής της εποπτείας του ομίλου, μετά από διαβουλεύσεις με τις υπόλοιπες ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές. Η Εποπτική Αρχή μπορεί, ιδίως, να απαιτεί την ίδρυση εταιρείας ασφαλιστικών συμμετοχών ή μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών που να έχει την έδρα της στην Ευρωπαϊκή Ένωση και να εφαρμόσει το παρόν Μέρος στις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις του ομίλου του οποίου ηγείται η εν λόγω εταιρεία ασφαλιστικών συμμετοχών ή μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών. Οι επιλεγείσες μέθοδοι επιτρέπουν την επίτευξη των στόχων εποπτείας των ομίλων όπως ορίζονται στο παρόν Μέρος, κοινοποιούνται δε από την Εποπτική Αρχή στις λοιπές ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές και στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

Άρθρο 218Μητρικές επιχειρήσεις εκτός

Ευρωπαϊκής Ένωσης: επίπεδα (άρθρο 263 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ, παράγραφος 22 του άρθρου 4 της Οδηγίας 2011/89/ΕΕ) Όταν η μητρική επιχείρηση που αναφέρεται στο άρθρο 215 του παρόντος είναι η ίδια θυγατρική εταιρείας ασφαλιστικών συμμετοχών ή μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών που έχει την έδρα της εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης τρίτης χώρας, εφαρμόζεται η εξακρίβωση που προβλέπεται στο άρθρο 215 του παρόντος μόνο στο επίπεδο της τελικής μητρικής επιχείρησης η οποία είναι εταιρεία ασφαλιστικών συμμετοχών τρίτης χώρας, μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών τρίτης χώρας ή ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας. Ωστόσο, η Εποπτική Αρχή δύναται να αποφασίζει, σε περίπτωση απουσίας ισοδύναμης εποπτείας που αναφέρεται στο άρθρο 215 του παρόντος, να προβαίνει σε νέα εξακρίβωση σε χαμηλότερο επίπεδο ομίλου, οσάκις υφίσταται μητρική επιχείρηση ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών επιχειρήσεων είτε πρόκειται για εταιρεία ασφαλιστικών συμμετοχών τρίτης χώρας είτε για μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών τρίτης χώρας είτε για ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας. Στην περίπτωση αυτή, η Εποπτική Αρχή αιτιολογεί την απόφασή της στον όμιλο. Το άρθρο 217 του παρόντος εφαρμόζεται αναλόγως.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ε΄ΕΤΑΙΡΕΙΣ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΣΥΜΜΕΤΟΧΩΝ ΜΙΚΤΗΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑΣ
Άρθρο 219Εντός ομίλου συναλλαγές (άρθρο 265 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Στην περίπτωση που η μητρική επιχείρηση μιας ή περισσοτέρων ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών επιχειρήσεων είναι εταιρεία ασφαλιστικών συμμετοχών μικτής δραστηριότητας, η Εποπτική Αρχή ασκεί γενική εποπτεία επί των συναλλαγών μεταξύ αυτών των ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών επιχειρήσεων και της εταιρείας ασφαλιστικών συμμετοχών μικτής δραστηριότητας και των συνδεδεμένων της επιχειρήσεων.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Τα άρθρα 200, 204 έως 210 και 214 εφαρμόζονται αναλόγως.

Αθήνα, 3 Φεβρουαρίου 2016
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
ΠΡΟΚΟΠΙΟΣ Β. ΠΑΥΛΟΠΟΥΛΟΣ
ΟΙ ΥΠΟΥΡΓΟΙ
ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΚΑΙ ΑΝΑΠΛΗΡΩΤΗΣ ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗΣ ΑΝΑΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗΣ ΑΝΑΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗΣ
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΚΟΥΡΟΥΜΠΛΗΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΤΟΣΚΑΣ
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ, ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ, ΔΙΑΦΑΝΕΙΑΣ
ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΚΑΙ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΣΤΑΘΑΚΗΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΟΠΟΥΛΟΣ
ΕΡΓΑΣΙΑΣ, ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ
ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΤΡΟΥΓΚΑΛΟΣ ΕΥΚΛΕΙΔΗΣ ΤΣΑΚΑΛΩΤΟΣ
ΑΝΑΠΛΗΡΩΤΗΣ ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΧΟΥΛΙΑΡΑΚΗΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΠΑΠΠΑΣ
Θεωρήθηκε και τέθηκε η Μεγάλη Σφραγίδα του Κράτους.
Αθήνα, 4 Φεβρουαρίου 2016
Ο ΕΠΙ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΥΠΟΥΡΓΟΣ
ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΟΠΟΥΛΟΣ