251 Α' 2014

ΝΟΜΟΣ 4308/2014

Eλληνικά Λογιστικά Πρότυπα, συναφείς ρυθμίσεις και άλλες διατάξεις.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5 - ΚΑΝΟΝΕΣ ΕΠΙΜΕΤΡΗΣΗΣ
24 Νοεμβρίου 2014

ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ
ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
ΤΕΥΧΟΣ ΠΡΩΤΟ Αρ. Φύλλου 251
24 Νοεμβρίου 2014

NOMOΣ ΥΠ’ ΑΡΙΘ. 4308
Eλληνικά Λογιστικά Πρότυπα, συναφείς ρυθμίσεις και άλλες διατάξεις.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Εκδίδομε τον ακόλουθο νόμο που ψήφισε η Βουλή:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5ΚΑΝΟΝΕΣ ΕΠΙΜΕΤΡΗΣΗΣ
Άρθρο 18Ενσώματα και άυλα πάγια περιουσιακά στοιχείαΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Ενσώματα, βιολογικά και άυλα πάγια στοιχεία. Τα στοιχεία αυτά αναγνωρίζονται αρχικά στο κόστος κτή- σης και μεταγενέστερα επιμετρώνται στο αποσβέσιμο κόστος κτήσεως. Ειδικότερα, στα πάγια περιλαμβάνο- νται, μεταξύ άλλων: α) Η υπεραξία, ως άυλο στοιχείο. β) Οι δαπάνες βελτίωσης παγίων. γ) Οι δαπάνες επισκευής και συντήρησης, μόνο όταν εμπίπτουν στον ορισμό του περιουσιακού στοιχείου. Σε κάθε άλλη περίπτωση, οι σχετικές δαπάνες αναγνωρίζο- νται ως έξοδο, σύμφωνα με το άρθρο 25. δ) Οι δαπάνες ανάπτυξης, οι οποίες αναγνωρίζονται ως περιουσιακό στοιχείο όταν, και μόνον όταν, πληρού- νται όλες οι κατωτέρω προϋποθέσεις: δ1) Υπάρχει πρόθεση και τεχνική δυνατότητα εκ μέ- ρους της οντότητας να ολοκληρώσει τα σχετικά στοι- χεία, ούτως ώστε να είναι διαθέσιμα προς χρήση ή διά- θεση. δ2) Εκτιμάται ως σφόδρα πιθανό ότι τα στοιχεία αυτά θα αποφέρουν μελλοντικά οικονομικά οφέλη. δ3) Υπάρχει αξιόπιστο σύστημα επιμέτρησης των απο- δοτέων σε αυτά ποσών κόστους. Σε κάθε άλλη περίπτωση, η σχετική δαπάνη αναγνωρί- ζεται ως έξοδο, σύμφωνα με το άρθρο 25. ε) Το κόστος αποσυναρμολόγησης, απομάκρυνσης ή αποκατάστασης ενσώματων πάγιων στοιχείων, όταν η σχετική υποχρέωση γεννάται για την επιχείρηση ως α- ποτέλεσμα της εγκατάστασης του παγίου ή της χρήσης του στη διάρκεια μιας συγκεκριμένης περιόδου, για σκο- πούς άλλους από την παραγωγή αποθεμάτων στη διάρ- κεια αυτής της περιόδου. Όταν το εν λόγω κόστος σχε- τίζεται με την παραγωγή αποθεμάτων στη διάρκεια μιας συγκεκριμένης περιόδου, το κόστος αυτό επιβαρύνει τα παραχθέντα αποθέματα.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Ιδιοπαραγόμενα πάγια στοιχεία α) Το κόστος κτήσης ενός ιδιοπαραγόμενου παγίου περιλαμβάνει το σύνολο των δαπανών που απαιτούνται για να φθάσει το στοιχείο στην κατάσταση λειτουργίας για την οποία προορίζεται. β) Το κόστος ενός ιδιοπαραγόμενου παγίου περιλαμ- βάνει το κόστος πρώτων υλών, αναλώσιμων υλικών, ερ- γασίας και άλλο κόστος που σχετίζεται άμεσα με το εν λόγω πάγιο στοιχείο. γ) Το κόστος ενός ιδιοπαραγόμενου παγίου περιλαμ- βάνει επίσης μια εύλογη αναλογία σταθερών και μετα- βλητών εξόδων που σχετίζονται έμμεσα με το εν λόγω πάγιο στοιχείο, στο βαθμό που τα ποσά αυτά αναφέρο- δ) Το κόστος ενός ιδιοπαραγόμενου παγίου μακράς περιόδου κατασκευής ή παραγωγής μπορεί να επιβαρύ- νεται με τόκους εντόκων υποχρεώσεων κατά το μέρος που αναλογούν σε αυτό. ε) Ημιτελή ιδιοπαραγόμενα πάγια στοιχεία επιμετρώ- νται στο κόστος που έχουν απορροφήσει κατά την ημε- ρομηνία του ισολογισμού. στ) Με την εξαίρεση των δαπανών ανάπτυξης της πα- ραγράφου 1, εσωτερικώς δημιουργούμενα άυλα στοι- χεία, συμπεριλαμβανομένης της υπεραξίας, δεν αναγνω- ρίζονται.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Προσαρμογή αξιών α) Αποσβέσεις α.1) Η αξία των παγίων περιουσιακών στοιχείων που έ- χουν περιορισμένη ωφέλιμη ζωή υπόκειται σε απόσβε- ση. Η απόσβεση αρχίζει όταν το περιουσιακό στοιχείο εί- ναι έτοιμο για τη χρήση για την οποία προορίζεται και υ- πολογίζεται με βάση την εκτιμώμενη ωφέλιμη οικονομι- κή ζωή του. α.2) Η διοίκηση της οντότητας έχει την ευθύνη επιλο- γής της κατάλληλης μεθόδου απόσβεσης για τη συστη- ματική κατανομή της αξίας του παγίου στην ωφέλιμη οι- κονομική ζωή του. α.3) Η απόσβεση διενεργείται είτε με τη σταθερή μέ- θοδο είτε με τη φθίνουσα μέθοδο είτε με τη μέθοδο των παραγόμενων μονάδων. α.4) Η γη δεν υπόκειται σε απόσβεση. Ωστόσο, βελτιώ- σεις αυτής με περιορισμένη ωφέλιμη ζωή υπόκεινται σε απόσβεση. α.5) Έργα τέχνης, αντίκες, κοσμήματα και άλλα πάγια στοιχεία που δεν υπόκεινται σε φθορά ή αχρήστευση, δεν αποσβένονται. α.6) Η υπεραξία και τα άυλα περιουσιακά στοιχεία με απεριόριστη ζωή δεν υπόκεινται σε απόσβεση. Στην πε- ρίπτωση αυτή τα εν λόγω στοιχεία υπόκεινται σε ετήσιο έλεγχο απομείωσης της αξίας τους. α.7) Η υπεραξία, οι δαπάνες ανάπτυξης και τα άυλα περιουσιακά στοιχεία με ωφέλιμη ζωή που δεν μπορεί να προσδιοριστεί αξιόπιστα υπόκεινται σε απόσβεση, με πε- ρίοδο απόσβεσης τα δέκα (10) έτη. β) Απομείωση β.1) Τα πάγια περιουσιακά στοιχεία που επιμετρώνται στο κόστος ή στο αποσβέσιμο κόστος υπόκεινται σε έ- λεγχο απομείωσης της αξίας τους, όταν υπάρχουν σχε- τικές ενδείξεις. Ζημίες απομείωσης προκύπτουν όταν η ανακτήσιμη αξία ενός παγίου καταστεί μικρότερη από τη λογιστική του αξία. Η αναγνώριση της ζημίας απομείω- σης γίνεται όταν εκτιμάται ότι η απομείωση είναι μόνι- μου χαρακτήρα. β.2) Ενδείξεις απομείωσης, μεταξύ άλλων, αποτελούν: (i) η μείωση της αξίας ενός στοιχείου πέραν του ποσού που θα αναμενόταν ως αποτέλεσμα του χρόνου ή της κανονικής χρήσης του, (ii) δυσμενείς μεταβολές στο τε- χνολογικό, οικονομικό και νομικό περιβάλλον της οντό- τητας, (iii) η αύξηση των επιτοκίων της αγοράς ή άλλων ποσοστών αποδόσεων μιας επένδυσης που είναι πιθα- νόν να οδηγήσει σε σημαντική μείωση της ανακτήσιμης αξίας του στοιχείου και (iv) απαξίωση ή φυσική βλάβη ε- νός στοιχείου. β.3) Οι ζημίες απομείωσης αναγνωρίζονται στα αποτε- λέσματα ως έξοδο. β.4) Οι ζημίες απομείωσης αναστρέφονται στα αποτε- λέσματα, όταν οι συνθήκες που τις προκάλεσαν παύουν νται στην περίοδο κατασκευής. να υφίστανται. να υφίστανται. β.5) Ειδικά, η απομείωση υπεραξίας δεν αναστρέφε- ται. β.6) Η λογιστική αξία ενός παγίου μετά την αναστρο- φή της ζημίας απομείωσης δεν μπορεί να υπερβεί τη λο- γιστική αξία που θα είχε το πάγιο εάν δεν είχε αναγνω- ριστεί η ζημία απομείωσης.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Παύση αναγνώρισης παγίων α) Ένα πάγιο στοιχείο παύει να αναγνωρίζεται στον ι- σολογισμό όταν το στοιχείο αυτό διατίθεται ή όταν δεν αναμένονται πλέον μελλοντικά οικονομικά οφέλη από τη χρήση ή τη διάθεσή του. β) Το κέρδος ή ζημία που προκύπτει από την παύση α- ναγνώρισης παγίου στοιχείου προσδιορίζεται ως η δια- φορά μεταξύ του καθαρού προϊόντος της διάθεσης, αν υπάρχει, και της λογιστικής αξίας του στοιχείου. γ) Το κέρδος ή η ζημία από την παύση αναγνώρισης παγίου στοιχείου περιλαμβάνεται στην κατάσταση απο- τελεσμάτων στο χρόνο που το στοιχείο παύει να ανα- γνωρίζεται, εκτός εάν προβλέπεται διαφορετικά από τον παρόντα νόμο.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Χρηματοδοτική μίσθωση α) Ένα περιουσιακό στοιχείο που περιέρχεται στην ο- ντότητα (μισθωτής) με χρηματοδοτική μίσθωση αναγνω- ρίζεται ως περιουσιακό στοιχείο της οντότητας με το κό- στος κτήσης που θα είχε προκύψει εάν το στοιχείο αυτό είχε αγοραστεί, με ταυτόχρονη αναγνώριση αντίστοιχης υποχρέωσης προς την εκμισθώτρια οντότητα (υποχρέω- ση χρηματοδοτικής μίσθωσης). Μεταγενέστερα, τα εν λόγω πάγια στοιχεία αντιμετωπίζονται λογιστικά βάσει των προβλέψεων του παρόντος νόμου για τα αντίστοιχα ιδιόκτητα στοιχεία. Η υποχρέωση χρηματοδοτικής μίσθω- σης αντιμετωπίζεται ως δάνειο, το δε μίσθωμα διαχωρί- ζεται σε χρεολύσιο, το οποίο μειώνει το δάνειο, και σε τόκο που αναγνωρίζεται ως χρηματοοικονομικό έξοδο. β) Από την πλευρά του εκμισθωτή, τα περιουσιακά στοιχεία που εκμισθώνονται σε τρίτους δυνάμει χρημα- τοδοτικής μίσθωσης εμφανίζονται αρχικά ως απαιτήσεις με ποσό ίσο με την καθαρή επένδυση στη μίσθωση. Με- ταγενέστερα η απαίτηση χρηματοδοτικής μίσθωσης αντι- μετωπίζεται ως χορηγηθέν δάνειο, το δε μίσθωμα διαχω- ρίζεται σε χρεολύσιο, το οποίο μειώνει το δάνειο, και σε τόκο που αναγνωρίζεται ως χρηματοοικονομικό έσοδο. γ) Πώληση περιουσιακών στοιχείων που στη συνέχεια επαναμισθώνονται με χρηματοδοτική μίσθωση, λογιστι- κά αντιμετωπίζεται από τον πωλητή ως εγγυημένος δα- νεισμός. Το εισπραττόμενο από την πώληση ποσό ανα- γνωρίζεται ως υποχρέωση η οποία μειώνεται με τα κατα- βαλλόμενα χρεολύσια, ενώ οι σχετικοί τόκοι αναγνωρί- ζονται ως χρηματοοικονομικό έξοδο. Τα πωληθέντα στοιχεία συνεχίζουν να αναγνωρίζονται στον ισολογι- σμό ως περιουσιακά στοιχεία.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Λειτουργική μίσθωση α) Ο εκμισθωτής παγίων παρουσιάζει στον ισολογισμό του τα εκμισθωμένα σε τρίτους περιουσιακά στοιχεία βά- σει λειτουργικής μίσθωσης, σύμφωνα με τη φύση του κάθε περιουσιακού στοιχείου. Τα μισθώματα αναγνωρί- ζονται ως έσοδα στα αποτελέσματα με τη σταθερή μέ- θοδο σε ολόκληρη τη διάρκεια της μίσθωσης, εκτός εάν μία άλλη συστηματική μέθοδος είναι περισσότερο αντι- προσωπευτική για την κατανομή του εσόδου των μισθω- μάτων στη διάρκεια της μίσθωσης. β) Ο μισθωτής παγίων βάσει λειτουργικής μίσθωσης α- ναγνωρίζει τα μισθώματα ως έξοδα στα αποτελέσματα με τη σταθερή μέθοδο σε όλη τη διάρκεια της μίσθωσης, εκτός εάν μία άλλη συστηματική μέθοδος είναι περισσό- τερο αντιπροσωπευτική για την κατανομή του εξόδου των μισθωμάτων στη διάρκεια της μίσθωσης.

Άρθρο 19Χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχείαΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Όλα τα χρηματοοικονομικά στοιχεία αναγνωρίζο- νται αρχικά στο κόστος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Μεταγενέστερα της αρχικής αναγνώρισης, τα χρη- ματοοικονομικά στοιχεία επιμετρώνται στο κόστος κτή- σεως μείον ζημίες απομείωσης.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Ειδικότερα, μεταγενέστερα της αρχικής αναγνώρι- σης τα έντοκα χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία επιμετρώνται στο αποσβέσιμο κόστος με τη χρήση της μεθόδου του πραγματικού επιτοκίου ή με τη σταθερή μέ- θοδο, αντί του κόστους της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου, εάν η μέθοδος του αποσβέσιμου κόστους έχει σημαντική επίπτωση στα ποσά των χρηματοοικονομικών καταστάσεων. H μέθοδος του αποσβέσιμου κόστους κτήσης χρησιμοποιείται μόνο κατά την επιμέτρηση έντο- κων χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων. Ως έ- ντοκα χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία θεωρού- νται και τα στοιχεία εκείνα που τεκμαίρεται ότι εμπεριέ- χουν σημαντικά ποσά τόκων, έστω και εάν αυτό δεν ορί- ζεται ρητά.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Τα χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία υπό- κεινται σε έλεγχο απομείωσης, όταν υπάρχουν σχετικές ενδείξεις.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Ενδείξεις απομείωσης θεωρείται ότι υφίστανται ό- ταν: α) Υπάρχουν προφανείς, σοβαρές χρηματοοικονομι- κές δυσκολίες του εκδότη ή του υπόχρεου των χρηματο- οικονομικών στοιχείων ή β) η λογιστική αξία είναι σημαντικά υψηλότερη από την εύλογη αξία αυτών των στοιχείων (όταν η εύλογη α- ξία υπάρχει) ή γ) δυσμενείς τοπικές, εθνικές ή διεθνείς συνθήκες αυ- ξάνουν την πιθανότητα αθέτησης βασικών δεσμεύσεων που απορρέουν από τα χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Ζημία απομείωσης προκύπτει όταν η λογιστική αξία του στοιχείου είναι μεγαλύτερη από το ποσό που η οντό- τητα εκτιμά ότι θα ανακτήσει από το στοιχείο αυτό.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 7

Το ποσό που η οντότητα εκτιμά ότι θα ανακτήσει α- πό ένα χρηματοοικονομικό περιουσιακό στοιχείο είναι το μεγαλύτερο από: α) Την παρούσα αξία του ποσού που εκτιμάται ότι θα ληφθεί από το περιουσιακό στοιχείο, υπολογιζόμενη με τη χρήση του αρχικού πραγματικού επιτοκίου ή β) την εύλογη αξία του στοιχείου, μειωμένη με το α- παιτούμενο κόστος πώλησης.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 8

Οι ζημίες απομείωσης αναγνωρίζονται στην κατά- σταση αποτελεσμάτων και αναστρέφονται ως κέρδη σε αυτή, όταν οι συνθήκες που τις προκάλεσαν πάψουν να υφίστανται. Αναστροφή γίνεται μέχρι της αξίας που θα είχε το στοιχείο, εάν δεν είχε αναγνωριστεί ζημία απο- μείωσης. Ειδικότερα, για τα χρηματοοικονομικά στοιχεία του μη κυκλοφορούντος ενεργητικού οι ζημίες απομείω- σης αναγνωρίζονται όταν εκτιμάται ότι η απομείωση εί- ναι μόνιμου χαρακτήρα.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 9

Η οντότητα παύει να αναγνωρίζει ένα χρηματοοικο- νομικό περιουσιακό στοιχείο όταν και μόνον όταν: να υφίστανται. α) Εκπνεύσουν τα συμβατικά δικαιώματα επί των τα- μιακών ροών του στοιχείου ή β) μεταβιβάσει όλους ουσιαστικά τους κινδύνους και τα οφέλη που προκύπτουν από την κυριότητα του στοι- χείου αυτού.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 10

Κατά την παύση αναγνώρισης ενός χρηματοοικο- νομικού περιουσιακού στοιχείου αναγνωρίζεται ως κέρ- δος ή ζημία στα αποτελέσματα, η διαφορά μεταξύ της λογιστικής αξίας και του ανταλλάγματος που λαμβάνε- ται (συμπεριλαμβανομένου κάθε νέου περιουσιακού στοιχείου που αποκτάται μείον κάθε νέα υποχρέωση που αναλαμβάνεται).

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 11

Τα χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία πα- ρουσιάζονται στον ισολογισμό ως μη κυκλοφορούντα ή ως κυκλοφορούντα, ανάλογα με τις προθέσεις της διοί- κησης της οντότητας και το συμβατικό ή εκτιμώμενο χρόνο διακανονισμού τους.

Άρθρο 20Επιμέτρηση αποθεμάτων και υπηρεσιώνΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Τα αποθέματα αναγνωρίζονται αρχικά στο κόστος κτήσης.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Το κόστος κτήσης των αποθεμάτων περιλαμβάνει το σύνολο των δαπανών που απαιτούνται για να φθάσουν αυτά στην παρούσα θέση και κατάστασή τους.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Το κόστος παραγωγής προϊόντος ή υπηρεσίας προσδιορίζεται με μία από τις γενικά αποδεκτές μεθό- δους κοστολόγησης και περιλαμβάνει: α) Το κόστος πρώτων υλών, αναλώσιμων υλικών, εργα- σίας και άλλο κόστος που σχετίζεται άμεσα με το εν λό- γω στοιχείο και β) μία εύλογη αναλογία σταθερών και μεταβλητών ε- ξόδων που σχετίζονται έμμεσα με το εν λόγω στοιχείο, στο βαθμό που τα έξοδα αυτά αναφέρονται στην περίο- δο παραγωγής.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Τα κόστη διανομής και διοίκησης δεν επιβαρύνουν το κόστος παραγωγής.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Όταν απαιτείται σημαντική περίοδος χρόνου για να καταστούν τα αποθέματα έτοιμα για την προοριζόμενη χρήση ή πώλησή τους, το κόστος των αποθεμάτων μπο- ρεί να επιβαρύνεται με τόκους εντόκων υποχρεώσεων, κατά το μέρος που οι τόκοι αυτοί αναλογούν στα εν λό- γω αποθέματα και για την προαναφερθείσα περίοδο.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Μετά την αρχική αναγνώριση, τα αποθέματα επιμε- τρώνται στην κατ’ είδος χαμηλότερη αξία μεταξύ κό- στους κτήσης και καθαρής ρευστοποιήσιμης αξίας.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 7

Το κόστος κτήσης του τελικού αποθέματος: α) Προσδιορίζεται, σύμφωνα με τη μέθοδο «Πρώτο Ει- σαχθέν – Πρώτο Εξαχθέν» (FIFO) ή τη μέθοδο του μέ- σου σταθμικού όρου ή άλλη τεκμηριωμένα γενικά αποδε- κτή μέθοδο. Η χρήση της μεθόδου «Τελευταίο Εισαχθέν – Πρώτο Εξαχθέν» (LIFO) δεν επιτρέπεται. β) Η ίδια μέθοδος χρησιμοποιείται για όλα τα αποθέμα- τα που έχουν παρόμοια φύση και χρήση από την οντότη- τα. Για αποθέματα με διαφορετική φύση ή χρήση διαφο- ρετικές μέθοδοι μπορεί να δικαιολογούνται. γ) Το κόστος αποθεμάτων που δεν είναι συνήθως αντι- καταστατά, καθώς και των αγαθών ή υπηρεσιών που πα- ράγονται και προορίζονται για ειδικά έργα, προσδιορίζε- ται με τη μέθοδο του εξατομικευμένου κόστους.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 8

Οι αγορές αναλώσιμων υλικών που δεν είναι σημα- ντικές για το μέγεθος της οντότητας μπορούν να αντιμε- τωπίζονται ως έξοδα της περιόδου.

Άρθρο 21Προκαταβολές δαπανών και λοιπά μη χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχείαΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Οι προκαταβολές αναγνωρίζονται αρχικά στο κό- στος κτήσης (καταβαλλόμενα ποσά). Μεταγενέστερα ε- πιμετρώνται στο αρχικό κόστος κτήσης, μείον τα χρησι- μοποιηθέντα ποσά βάσει της αρχής του δουλευμένου και τυχόν ζημίες απομείωσης.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Τα λοιπά μη χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοι- χεία αναγνωρίζονται αρχικά στο κόστος κτήσης. Μετα- γενέστερα επιμετρώνται στη χαμηλότερη αξία μεταξύ κόστους κτήσης και ανακτήσιμης αξίας.

Άρθρο 22ΥποχρεώσειςΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Χρηματοοικονομικές υποχρεώσεις. Οι χρηματοοικο- νομικές υποχρεώσεις αναγνωρίζονται αρχικά στο οφει- λόμενο ποσό τους.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Ποσά που αφορούν υπέρ ή υπό το άρτιο έκδοση, κα- θώς και το κόστος που σχετίζεται άμεσα με την ανάληψη των υποχρεώσεων αντιμετωπίζονται ως έξοδα ή έσοδα της περιόδου στην οποία οι υποχρεώσεις αναγνωρίσθη- καν αρχικά.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Μεταγενέστερα της αρχικής αναγνώρισης, οι χρη- ματοοικονομικές υποχρεώσεις επιμετρώνται στα οφει- λόμενα ποσά.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Αντί της εφαρμογής των παραγράφων 1 έως 3 του παρόντος άρθρου, οι χρηματοοικονομικές υποχρεώσεις αναγνωρίζονται αρχικά και επιμετρώνται μεταγενέστερα στο αποσβέσιμο κόστος με τη μέθοδο του πραγματικού επιτοκίου ή τη σταθερή μέθοδο, εάν η επιμέτρηση με τον κανόνα της παρούσας παραγράφου έχει σημαντική επί- πτωση στα ποσά των χρηματοοικονομικών καταστάσε- ων.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Ειδικότερα, για την επιμέτρηση των χρηματοοικονο- μικών υποχρεώσεων, σύμφωνα με την παράγραφο 4 του παρόντος άρθρου, η αρχική αναγνώριση των χρηματοοι- κονομικών υποχρεώσεων γίνεται στο καθαρό ποσό που αναλαμβάνεται, λαμβανομένων υπόψη των ποσών που αφορούν υπέρ ή υπό το άρτιο έκδοση, τόκους, καθώς και το κόστος που σχετίζεται άμεσα με την ανάληψη αυτών.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Οι προκύπτοντες τόκοι από τις χρηματοοικονομικές υποχρεώσεις αναγνωρίζονται ως έξοδα στα αποτελέ- σματα, εκτός εάν βαρύνουν το κόστος περιουσιακών στοιχείων βάσει των προβλέψεων του άρθρου 18 παρά- γραφος 2.δ και 20 παράγραφος 5 του παρόντος νόμου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 7

Η οντότητα παύει να αναγνωρίζει μια χρηματοοικο- νομική υποχρέωση όταν, και μόνον όταν, η συμβατική δέ- σμευση εκπληρώνεται, ακυρώνεται ή εκπνέει.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 8

Τροποποίηση των όρων υφιστάμενης χρηματοοικο- νομικής υποχρέωσης (είτε οφείλεται σε οικονομική δυ- σχέρεια του οφειλέτη είτε όχι) αντιμετωπίζεται ως εξό- φληση της αρχικής και αναγνώριση νέας χρηματοοικο- νομικής υποχρέωσης.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 9

Η διαφορά μεταξύ της λογιστικής αξίας μιας χρημα- τοοικονομικής υποχρέωσης που εξοφλείται ή μεταβιβά- ζεται σε ένα τρίτο μέρος και του ανταλλάγματος που κα- ταβάλλεται, συμπεριλαμβανομένης της λογιστικής αξίας τυχόν άλλων, εκτός μετρητών, μεταβιβαζόμενων περιου- σιακών στοιχείων και τυχόν νέων υποχρεώσεων που α- ναλαμβάνονται, αναγνωρίζεται στα αποτελέσματα.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 10

Μη χρηματοοικονομικές υποχρεώσεις. Οι μη χρη- ματοοικονομικές υποχρεώσεις αναγνωρίζονται αρχικά και επιμετρώνται μεταγενέστερα στο ονομαστικό ποσό που αναμένεται να απαιτηθεί για το διακανονισμό τους.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 11

Προβλέψεις. Οι προβλέψεις αναγνωρίζονται αρχι- κά και επιμετρώνται μεταγενέστερα στο ονομαστικό πο- σό που αναμένεται να απαιτηθεί για το διακανονισμό τους.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 12

Οι προβλέψεις αναγνωρίζονται αρχικά και επιμε- τρώνται μεταγενέστερα στην παρούσα αξία των ποσών που αναμένεται να απαιτηθούν για το διακανονισμό τους, αντί της επιμέτρησης της παραγράφου 11, εάν η ε- πιμέτρηση με βάση την παρούσα αξία αναμένεται να έχει σημαντική επίπτωση στα ποσά των χρηματοοικονομικών καταστάσεων, έναντι της επιμέτρησης με βάση το ονο- μαστικό ποσό.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 13

Ειδικότερα, οι προβλέψεις για παροχές σε εργαζο- μένους μετά την έξοδο από την υπηρεσία, αναγνωρίζο- νται και επιμετρώνται είτε στα προκύπτοντα από τη νο- μοθεσία ονομαστικά ποσά κατά την ημερομηνία του ισο- λογισμού είτε με βάση αποδεκτή αναλογιστική μέθοδο, εάν η αναλογιστική μέθοδος έχει σημαντική επίπτωση στις οικονομικές καταστάσεις.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 14

Διαφορές που προκύπτουν είτε κατά την επανεκτί- μησή είτε κατά το διακανονισμό των μη χρηματοοικονο- μικών υποχρεώσεων, συμπεριλαμβανομένων των προ- βλέψεων, αναγνωρίζονται ως κέρδη ή ζημίες της περιό- δου στην οποία προκύπτουν.

Άρθρο 23Κρατικές επιχορηγήσεις και αναβαλλόμενοι φόροιΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Κρατικές επιχορηγήσεις περιουσιακών στοιχείων. Οι κρατικές επιχορηγήσεις που αφορούν περιουσιακά στοι- χεία αναγνωρίζονται αρχικά ως υποχρεώσεις στην πε- ρίοδο που εισπράττονται ή στην περίοδο που καθίσταται οριστική η έγκρισή τους και υπάρχει βεβαιότητα ότι θα εισπραχθούν. Οι κρατικές επιχορηγήσεις αναγνωρίζο- νται με τα ποσά που εισπράττονται ή εγκρίνονται οριστι- κά. Μεταγενέστερα της αρχικής αναγνώρισης, οι κρατι- κές επιχορηγήσεις αποσβένονται με τη μεταφορά τους στα αποτελέσματα ως έσοδα, στην ίδια περίοδο και με τρόπο αντίστοιχο της μεταφοράς στα αποτελέσματα της λογιστικής αξίας του στοιχείου που επιχορηγήθηκε.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Κρατικές επιχορηγήσεις εξόδων. Οι κρατικές επιχο- ρηγήσεις που αφορούν έξοδα αναγνωρίζονται αρχικά ως υποχρεώσεις στην περίοδο που εισπράττονται ή στην περίοδο που καθίσταται οριστική η έγκρισή τους και υ- πάρχει βεβαιότητα ότι θα εισπραχθούν. Οι κρατικές επι- χορηγήσεις που αφορούν έξοδα μεταφέρονται στα απο- τελέσματα ως έσοδα στην περίοδο στην οποία τα επιχο- ρηγηθέντα έξοδα βαρύνουν τα αποτελέσματα.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Αναβαλλόμενοι φόροι. Οι οντότητες δύνανται να α- ναγνωρίζουν αναβαλλόμενο φόρο εισοδήματος στις χρηματοοικονομικές καταστάσεις τους. Οι οντότητες που αναγνωρίζουν αναβαλλόμενο φόρο, πρέπει να ανα- γνωρίζουν όλες τις αναβαλλόμενες φορολογικές υπο- χρεώσεις. Αντίθετα, οι αναβαλλόμενες φορολογικές α- παιτήσεις αναγνωρίζονται στο βαθμό που είναι σφόδρα πιθανό και τεκμηριωμένο ότι θα υπάρχουν φορολογητέα κέρδη έναντι των οποίων οι εκπιπτόμενες προσωρινές διαφορές μπορούν να χρησιμοποιηθούν. Χρεωστικά και πιστωτικά υπόλοιπα των αναβαλλόμενων φόρων υπόκει- νται σε συμψηφισμό και τα αντίστοιχα καθαρά ποσά πα- ρουσιάζονται στον ισολογισμό και στην κατάσταση απο- τελεσμάτων.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Ο αναβαλλόμενος φόρος, είτε περιουσιακό στοιχείο είτε υποχρέωση, αναγνωρίζεται αρχικά και επιμετράται μεταγενέστερα στο ποσό που προκύπτει από την εφαρ- μογή του ισχύοντος φορολογικού συντελεστή σε κάθε προσωρινή διαφορά.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Οι μεταβολές στο ποσό της αναβαλλόμενης φορο- λογικής απαίτησης ή υποχρέωσης του ισολογισμού που προκύπτουν από περίοδο σε περίοδο αναγνωρίζονται σε μείωση ή αύξηση αναλόγως του φόρου εισοδήματος της κατάστασης αποτελεσμάτων. Κατ’ εξαίρεση, οι διαφορές που προκύπτουν από περιουσιακά στοιχεία ή υποχρεώ- σεις των οποίων οι μεταβολές αναγνωρίζονται στην κα- θαρή θέση, αναγνωρίζονται ομοίως κατ’ ευθείαν στην καθαρή θέση, σε μείωση ή αύξηση αναλόγως του σχετι- κού κονδυλίου.

Άρθρο 24Επιμέτρηση περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων στην εύλογη αξίαΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Εναλλακτικά των οριζόμενων στα άρθρα 18 έως 23, παρέχεται η δυνατότητα τα περιουσιακά στοιχεία και οι υποχρεώσεις του παρόντος άρθρου να επιμετρώνται με- ταγενέστερα της αρχικής τους αναγνώρισης στην εύλο- γη αξία τους.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Όταν ένα περιουσιακό στοιχείο ή υποχρέωση ενός κονδυλίου του ισολογισμού επιμετράται, σύμφωνα με το παρόν άρθρο, όλα τα επιμέρους περιουσιακά στοιχεία και υποχρεώσεις παρόμοιας φύσης του σχετικού κονδυ- λίου επιμετρώνται στην εύλογη αξία.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Η επιμέτρηση, σύμφωνα με το παρόν άρθρο γίνεται μόνο όταν η εύλογη αξία ενός περιουσιακού στοιχείου ή υποχρέωσης μπορεί να επιμετρηθεί αξιόπιστα. Όταν η εύλογη αξία ενός περιουσιακού στοιχείου ή υποχρέω- σης δεν μπορεί να επιμετρηθεί αξιόπιστα, το στοιχείο αυτό επιμετράται με τη μέθοδο του κόστους.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Όταν επιλέγεται η επιμέτρηση στην εύλογη αξία για χρηματοοικονομικά μέσα που ταξινομούνται ως «Διαθέ- σιμα για πώληση χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοι- χεία», «Χρηματοοικονομικά στοιχεία του εμπορικού χαρ- τοφυλακίου» και «Χρηματοοικονομικά στοιχεία κατεχό- μενα για αντιστάθμιση», η επιμέτρηση αυτή εφαρμόζεται στο σύνολο των επιμέρους περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων και των τριών κατηγοριών.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Ιδιοχρησιμοποιούμενα ακίνητα α) Κέρδη (θετικές διαφορές) από την επιμέτρηση των ιδιοχρησιμοποιούμενων ακινήτων στην εύλογη αξία τους αναγνωρίζονται, κατά στοιχείο ακινήτου, ως διαφορά στην καθαρή θέση στην περίοδο που προκύπτουν. β) Ζημιές (αρνητικές διαφορές) από την επιμέτρηση των ιδιοχρησιμοποιούμενων ακινήτων στην εύλογη αξία τους πρώτα συμψηφίζουν τυχόν υπάρχουσα θετική δια- φορά εύλογης αξίας της καθαρής θέσης κατά περιουσια- κό στοιχείο και το απομένον ποσό αναγνωρίζεται ως ζη- μία απομείωσης στα αποτελέσματα της περιόδου που προκύπτει. γ) Το ποσό των θετικών διαφορών εύλογης αξίας (κέρ- δος) της καθαρής θέσης μπορεί να μεταφέρεται κατευ- θείαν στα αποτελέσματα εις νέον, στο βαθμό που το σχετικό ποσό έχει καταστεί πραγματοποιημένο. Η μετα- φορά γίνεται είτε σταδιακά, καθώς το περιουσιακό στοι- χείο αποσβένεται, είτε εφάπαξ κατά τη διαγραφή ή την καθ’ οιονδήποτε τρόπο διάθεση του στοιχείου από το ο- τελεσμάτων. ποίο προέρχεται η σχετική διαφορά. ποίο προέρχεται η σχετική διαφορά. δ) Η εύλογη αξία ενός στοιχείου, εφόσον έχει επιλε- γεί η εν λόγω μέθοδος για την επιμέτρησή του, επανε- κτιμάται τουλάχιστον ανά τετραετία και σε κάθε περί- πτωση όταν οι συνθήκες της αγοράς υποδηλώνουν ότι η λογιστική αξία του στοιχείου διαφέρει σημαντικά από την εύλογη αξία του. ε) Η εύλογη αξία ιδιοχρησιμοποιούμενων ακινήτων ε- κτιμάται κανονικά από επαγγελματία εκτιμητή που δια- θέτει τα κατάλληλα προσόντα, λαμβάνοντας υπόψη δε- δομένα της αγοράς και, σύμφωνα με τις αρχές των προ- τύπων του κλάδου της εκτιμητικής. στ) Τα ιδιοχρησιμοποιούμενα ακίνητα που παρακολου- θούνται σε εύλογες αξίες υπόκεινται σε απόσβεση όταν έχουν περιορισμένη ωφέλιμη ζωή. Η απόσβεση αυτή υ- πολογίζεται με βάση την αναπροσαρμοσμένη αξία.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Επενδυτικά ακίνητα α) Οι διαφορές από την επιμέτρηση των επενδυτικών ακινήτων στην εύλογη αξία τους αναγνωρίζονται ως κέρδη ή ζημίες στα αποτελέσματα της περιόδου που προκύπτουν. β) Η εύλογη αξία των επενδυτικών ακινήτων προσδιο- ρίζεται τουλάχιστον ανά διετία και σε κάθε περίπτωση ό- ταν οι συνθήκες της αγοράς υποδηλώνουν ότι η λογιστι- κή αξία του στοιχείου διαφέρει σημαντικά από την εύλο- γη αξία του. γ) Η εύλογη αξία των επενδυτικών ακινήτων εκτιμάται κανονικά από επαγγελματία εκτιμητή που διαθέτει τα κα- τάλληλα προσόντα, λαμβάνοντας υπόψη δεδομένα της αγοράς και σύμφωνα με τις αρχές των προτύπων του κλάδου της εκτιμητικής. δ) Όταν τα επενδυτικά ακίνητα επιμετρώνται στην εύ- λογη αξία δεν υπόκεινται σε απόσβεση.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 7

Βιολογικά περιουσιακά στοιχεία α) Όταν εφαρμόζεται επιμέτρηση στην εύλογη αξία, τα βιολογικά περιουσιακά στοιχεία επιμετρώνται στην εύλογη αξία τους μείον το κόστος που απαιτείται για τη διάθεσή τους. β) Τα βιολογικά περιουσιακά στοιχεία που επιμετρώ- νται στην εύλογη αξία τους δεν υπόκεινται σε απόσβε- ση. γ) Διαφορές από την επιμέτρηση των βιολογικών περι- ουσιακών στοιχείων στην εύλογη αξία τους αναγνωρίζο- νται ως κέρδη ή ζημιές στα αποτελέσματα της περιόδου που προκύπτουν.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 8

Αποθέματα εμπορευμάτων α) Εμπορεύματα οι τιμές των οποίων διαπραγματεύο- νται σε οργανωμένες αγορές και τα οποία προορίζονται για πώληση στα πλαίσια κερδοσκοπικών συναλλαγών, μπορούν να επιμετρώνται στην εύλογη αξία τους, μείον το κόστος που απαιτείται για τη διάθεσή τους. β) Οι διαφορές από την επιμέτρηση των εν λόγω στοι- χείων στην εύλογη αξία τους αναγνωρίζονται ως κέρδη ή ζημίες στα αποτελέσματα της περιόδου που προκύ- πτουν.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 9

Διαθέσιμα για πώληση χρηματοοικονομικά περιου- σιακά στοιχεία α) Οι διαφορές από την επιμέτρηση των διαθεσίμων για πώληση χρηματοοικονομικών στοιχείων στην εύλο- γη αξία τους (κέρδη ή ζημίες) αναγνωρίζονται ως στοι- χείο (διαφορά) της καθαρής θέσης, στην περίοδο που προκύπτουν. β) Το κονδύλι της καθαρής θέσης της περίπτωσης α΄ μεταφέρεται στα αποτελέσματα όταν τα εν λόγω στοι- χεία διαγραφούν ή όταν υπάρχουν αντικειμενικά τεκμή- ρια ότι τα περιουσιακά στοιχεία έχουν απομειωθεί, σύμ- φωνα με την παράγραφο 5 του άρθρου 19. γ) Οι ζημιές απομείωσης της περίπτωσης β΄ αναστρέ- φονται στα αποτελέσματα όταν οι λόγοι που τις προκά- λεσαν παύουν να ισχύουν. Κατ’ εξαίρεση, οι ζημίες απο- μείωσης από τίτλους καθαρής θέσης (συμμετοχικούς τίτ- λους) αναστρέφονται κατευθείαν στην καθαρή θέση και όχι μέσω αποτελεσμάτων.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 10

Χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία του ε- μπορικού χαρτοφυλακίου και χρηματοοικονομικές υπο- χρεώσεις που αποτελούν μέρος του εμπορικού χαρτο- φυλακίου α) Οι διαφορές από την επιμέτρηση των εν λόγω στοι- χείων στην εύλογη αξία τους αναγνωρίζονται ως κέρδη ή ζημιές στην περίοδο που προκύπτουν. β) Παράγωγα χρηματοοικονομικά στοιχεία που δεν κα- τέχονται για σκοπούς αντιστάθμισης θεωρούνται μέρος του εμπορικού χαρτοφυλακίου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 11

Παράγωγα για αντιστάθμιση α) Παράγωγα αντιστάθμισης εύλογης αξίας: α1) Όταν επιλέγεται η επιμέτρηση στην εύλογη αξία, τόσο το αντισταθμισμένο στοιχείο (για τον κίνδυνο που αντισταθμίζεται) όσο και το αντίστοιχο μέσο αντιστάθμι- σης επιμετρώνται στην εύλογη αξία. α2) Διαφορές από την επιμέτρηση του αντισταθμισμέ- νου στοιχείου και του αντίστοιχου μέσου αντιστάθμισης αναγνωρίζονται ως κέρδη ή ζημίες της κατάστασης απο- τελεσμάτων στην περίοδο που προκύπτουν. β) Παράγωγα αντιστάθμισης ταμειακών ροών. Κέρδη και ζημιές από την επιμέτρηση του μέσου αντιστάθμισης αναγνωρίζονται ως στοιχείο (διαφορά) της καθαρής θέ- σης στην περίοδο που προκύπτουν. Αυτό το στοιχείο (διαφορά) της καθαρής θέσης μεταφέρεται στα αποτελέ- σματα στην ίδια περίοδο στην οποία οι αντισταθμισμένες ταμειακές ροές αναγνωρίζονται στα αποτελέσματα. γ) Οι διαφορές από την επιμέτρηση των αντισταθμι- σμένων στοιχείων και των αντίστοιχων μέσων αντιστάθ- μισης υπό α΄ ή β΄ ανωτέρω, όταν αναγνωρίζονται ως κέρδη ή ζημιές στα αποτελέσματα συγχωνεύονται σε έ- να κονδύλι. δ) Η λογιστική της αντιστάθμισης της παραγράφου αυ- τής εφαρμόζεται εφόσον τεκμηριώνεται η ύπαρξη σχέ- σης αντιστάθμισης και η αντιστάθμιση αυτή είναι αποτε- λεσματική.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 12

Η εύλογη αξία των χρηματοοικονομικών περιου- σιακών στοιχείων και υποχρεώσεων ορίζεται ως εξής: α) Η αγοραία αξία, στην περίπτωση χρηματοοικονομι- κών στοιχείων για τα οποία υπάρχει αγορά που δημιουρ- γεί αξιόπιστες τιμές. β) Εάν η αγοραία αξία δεν είναι άμεσα διαθέσιμη για έ- να στοιχείο, αλλά μπορεί να εντοπιστεί για συστατικά του στοιχείου ή για ένα παρόμοιο στοιχείο, η εύλογη α- ξία μπορεί να προσδιοριστεί από τα συστατικά στοιχεία ή το παρόμοιο στοιχείο. γ) Στην περίπτωση χρηματοοικονομικών στοιχείων για τα οποία δεν μπορεί να εντοπιστεί μια αξιόπιστη αγορά, η αξία που προκύπτει από γενικά αποδεκτά μοντέλα και τεχνικές μέτρησης, υπό τον όρο ότι αυτά τα μοντέλα και οι τεχνικές διασφαλίζουν μια εύλογη εκτίμηση της αγο- ραίας αξίας.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 13

Σύμβαση επί εμπορευμάτων που δίνει σε κάθε συμ- βαλλόμενο μέρος το δικαίωμα διακανονισμού αυτής σε μετρητά ή σε κάποιο άλλο χρηματοοικονομικό στοιχείο, θεωρείται ως παράγωγο χρηματοοικονομικό στοιχείο, ε- κτός εάν: α) Η σύναψη της σύμβασης έγινε για να καλυφθούν οι αναμενόμενες, κατά το χρόνο της αγοράς και μεταγενέ- στερα, απαιτήσεις της οντότητας σε ό,τι αφορά την αγο- ρά, χρήση ή πώληση του εμπορεύματος και η κάλυψη αυ- τών των απαιτήσεων εξακολουθεί να ισχύει. β) Η σύμβαση ορίσθηκε ως σύμβαση επί εμπορευμά- των κατά τη σύναψή της και γ) αναμένεται να διακανονιστεί με παράδοση των ε- μπορευμάτων.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 14

Μεταφορά χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων μεταξύ επιμέρους κατηγοριών: α) Η μεταφορά χρηματοοικονομικών στοιχείων από και προς την κατηγορία «εμπορικό χαρτοφυλάκιο» δεν επιτρέπεται. β) Η μεταφορά χρηματοοικονομικών στοιχείων από την κατηγορία «Μη παράγωγα χρηματοοικονομικά στοι- χεία διακρατούμενα μέχρι τη λήξη» προς την κατηγορία «Διαθέσιμα για πώληση χρηματοοικονομικά στοιχεία» ε- πιτρέπεται μόνον όταν η οντότητα πάψει να έχει την πρόθεση να διακρατήσει τα στοιχεία αυτά μέχρι τη λήξη τους. Στην περίπτωση αυτή, η διαφορά μεταξύ λογιστι- κής αξίας του μεταφερόμενου στοιχείου και εύλογης α- ξίας του κατά την ημερομηνία της μεταφοράς αναγνωρί- ζεται στην καθαρή θέση και υπόκειται στο χειρισμό της παραγράφου 9 του παρόντος άρθρου. γ) Η μεταφορά χρηματοοικονομικών στοιχείων από την κατηγορία «Διαθέσιμα για πώληση χρηματοοικονομι- κά στοιχεία» προς την κατηγορία «Μη παράγωγα χρημα- τοοικονομικά στοιχεία διακρατούμενα μέχρι τη λήξη», ε- πιτρέπεται μόνον όταν η οντότητα αποφασίσει ότι έχει εφεξής την πρόθεση να διακρατήσει τα στοιχεία αυτά μέχρι τη λήξη τους. Στην περίπτωση αυτή τυχόν διαφο- ρές εύλογης αξίας της καθαρής θέσης από τα εν λόγω στοιχεία αποσβένεται τμηματικά μέχρι τη λήξη τους.

Άρθρο 25Στοιχεία της κατάστασης αποτελεσμάτωνΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Τα στοιχεία του παρόντος άρθρου αναγνωρίζονται στην κατάσταση αποτελεσμάτων στο ενδεδειγμένο κα- τά περίπτωση κονδύλι και βάσει των παραγράφων 2 έως 14 κατωτέρω.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Τα έσοδα αναγνωρίζονται εντός της περιόδου στην οποία καθίστανται δουλευμένα.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Τα έσοδα από πώληση αγαθών αναγνωρίζονται ό- ταν πληρούνται όλα τα παρακάτω: α) Μεταβιβάζονται στον αγοραστή οι ουσιαστικοί κίν- δυνοι και τα οφέλη που συνδέονται με την κυριότητά τους. β) Τα αγαθά γίνονται αποδεκτά από τον αγοραστή. γ) Τα οικονομικά οφέλη από τη συναλλαγή μπορούν να επιμετρηθούν αξιόπιστα και θεωρείται σφόδρα πιθανή η εισροή τους στην οντότητα.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Τα έσοδα από παροχή υπηρεσιών και κατασκευαστι- κά συμβόλαια αναγνωρίζονται με βάση το ποσοστό ολο- κλήρωσης (μέθοδος του ποσοστού ολοκλήρωσης) και ε- φόσον θεωρείται σφόδρα πιθανή η εισροή του οικονομι- κού οφέλους της συναλλαγής. Εναλλακτικά, μπορεί να εφαρμόζεται η μέθοδος της ολοκληρωμένης σύμβασης, όταν δεν επηρεάζονται σημαντικά τα μεγέθη των χρημα- τοοικονομικών καταστάσεων.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Τα έσοδα που προέρχονται από τη χρήση περιουσια- κών στοιχείων της οντότητας από τρίτους αναγνωρίζο- νται ως εξής: α) Oι τόκοι βάσει χρονικής αναλογίας με τη μέθοδο του πραγματικού επιτοκίου ή τη σταθερή μέθοδο. β) Tα μερίσματα ή παρόμοιας φύσης εισόδημα από τη συμμετοχή στην καθαρή θέση άλλων οντοτήτων όταν ε- γκρίνονται από το αρμόδιο όργανο που αποφασίζει τη διανομή τους. γ) Tα δικαιώματα βάσει των σχετικών συμβατικών ό- ρων.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Τα έσοδα των παραγράφων 3 έως 4 του παρόντος άρθρου επιμετρώνται σε ποσά καθαρά από κάθε επι- στροφή, έκπτωση ή φόρο επί των πωλήσεων.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 7

Τα έσοδα των παραγράφων 3 έως 5 του παρόντος άρθρου αναγνωρίζονται διακεκριμένα από τα σχετικά έ- ξοδα.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 8

Τα κέρδη από επιμετρήσεις περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων, συμπεριλαμβανομένων των κερδών από αναστροφές προβλέψεων και απομειώσεων, ανα- γνωρίζονται βάσει των ρυθμίσεων του παρόντος νόμου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 9

Τα κέρδη που προκύπτουν από τη διαγραφή περιου- σιακών στοιχείων ή υποχρεώσεων αναγνωρίζονται όταν τα περιουσιακά στοιχεία ή οι υποχρεώσεις διαγράφονται από τις χρηματοοικονομικές καταστάσεις.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 10

Κάθε άλλο έσοδο ή κέρδος αναγνωρίζεται βάσει των ρυθμίσεων του παρόντος νόμου στην κατάσταση α- ποτελεσμάτων.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 11

Τα κέρδη παρουσιάζονται κατάλληλα στην κατά- σταση αποτελεσμάτων με το καθαρό ποσό τους.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 12

Τα έξοδα περιλαμβάνουν: α) Tα έξοδα ίδρυσης. β) Tο κόστος κτήσης ή κόστος παραγωγής, κατά περί- πτωση, των πωληθέντων αγαθών ή υπηρεσιών. γ) Τις πάσης φύσεως δαπάνες μισθοδοσίας εργαζομέ- νων, περιλαμβανομένων των προβλέψεων για μελλοντι- κές παροχές. δ) Tα έξοδα έρευνας. ε) Tα έξοδα ανάπτυξης. στ) Τις επισκευές και συντηρήσεις. ζ) Τις αποσβέσεις ενσώματων και άυλων πάγιων στοι- χείων. η) Τις προβλέψεις για λοιπούς κινδύνους και έξοδα. θ) Τους τόκους και τα συναφή έξοδα. ι) Τα έξοδα και τις ζημίες που προκύπτουν από την επι- μέτρηση περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων, σύμφωνα με τον παρόντα νόμο. ια) Τις ζημίες που προκύπτουν από τη διαγραφή περι- ουσιακών στοιχείων. ιβ) Τις λοιπές προκύπτουσες ζημίες που παρουσιάζο- νται με το καθαρό ποσό τους. ιγ) Το φόρο εισοδήματος της περιόδου, τρέχοντα και αναβαλλόμενο, κατά περίπτωση. ιδ) Κάθε άλλο έξοδο που έχει προκύψει και δεν περι- λαμβάνεται στις προηγούμενες κατηγορίες.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 13

Κάθε δαπάνη της παραγράφου 12 αναγνωρίζεται και ταξινομείται στην κατάσταση αποτελεσμάτων με κα- τάλληλο τρόπο, εκτός εάν η δαπάνη αυτή καλύπτει τον ορισμό του περιουσιακού στοιχείου, βάσει των ρυθμίσε- ων του παρόντος νόμου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 14

Όταν συμφωνίες για αγορά ή πώληση περιλαμβά- νουν όρους για αναβολή της πληρωμής, είναι πιθανόν το σχετικό ποσό να ενσωματώνει τόκο. Το αντίστοιχο έσο- δο ή κόστος επιμετράται στο αποσβέσιμο κόστος με τη μέθοδο του πραγματικού επιτοκίου ή τη σταθερή μέθο- δο, αντί της επιμέτρησης στο ονομαστικό ποσό, εάν το αποσβέσιμο κόστος εκτιμάται ότι έχει σημαντική επίπτω- ση στα ποσά των χρηματοοικονομικών καταστάσεων. Στην περίπτωση αυτή, το ποσό του προκύπτοντος τόκου αναγνωρίζεται κατάλληλα στα αποτελέσματα.

Άρθρο 26Στοιχεία της καθαρής θέσηςΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Τα στοιχεία της καθαρής θέσης περιλαμβάνουν: α) Το καταβληθέν από τους ιδιοκτήτες κεφάλαιο της ο- ντότητας, συμπεριλαμβανομένου: α.1) του υπέρ το άρτιο ποσού αυτού και α.2) οποιασδήποτε εισφοράς των ιδιοκτητών εφόσον υπάρχει ανέκκλητη δέσμευση κεφαλαιοποίησής της και υποχρέωση της οντότητας για έκδοση μετοχών ή άλλων συμμετοχικών τίτλων προς τους συνεισφέροντες εντός δώδεκα (12) μηνών από την ημερομηνία της εισφοράς. β) Τα αποθεματικά που σχηματίζονται βάσει διατάξεων της φορολογικής ή άλλης νομοθεσίας ή του καταστατι- κού. γ) Τα αποτελέσματα εις νέον. δ) Τις διαφορές από την επιμέτρηση περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων στην εύλογη αξία τους, που αναγνωρίζονται κατευθείαν ως στοιχεία της καθαρής θέ- σης βάσει των προβλέψεων του παρόντος νόμου. ε) Τους ιδίους τίτλους καθαρής θέσης της οντότητας, όταν συντρέχει περίπτωση που παρουσιάζονται ως ξε- χωριστό στοιχείο αφαιρετικά της καθαρής θέσης. στ) Κέρδη και ζημίες από τη διάθεση ή ακύρωση ιδίων τίτλων καθαρής θέσης, όταν συντρέχει περίπτωση, που αναγνωρίζονται κατευθείαν στην καθαρή θέση ως ξεχω- ριστό στοιχείο, προσθετικά ή αφαιρετικά αναλόγως.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Τα κονδύλια της καθαρής θέσης της παραγράφου 1α και 1ε του παρόντος άρθρου αναγνωρίζονται αρχικά και επιμετρώνται μεταγενέστερα στα ονομαστικά τους πο- σά, που έχουν ληφθεί ή καταβληθεί.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Κόστος που σχετίζεται άμεσα με στοιχείο της καθα- ρής θέσης παρακολουθείται αφαιρετικά του στοιχείου αυτού της καθαρής θέσης, εφόσον είναι σημαντικό για τις χρηματοοικονομικές καταστάσεις. Σε αντίθετη περί- πτωση το εν λόγω ποσό αναγνωρίζεται ως έξοδο στην περίοδο που αφορά.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Κέρδη από την επιμέτρηση περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων στην εύλογη αξία, που αναγνωρίζο- νται στην καθαρή θέση, δεν μπορούν να κεφαλαιοποιη- θούν πριν πραγματοποιηθούν.

Άρθρο 27Συναλλαγές και στοιχεία σε ξένο νόμισμαΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Μία συναλλαγή σε ξένο νόμισμα μετατρέπεται κατά την αρχική αναγνώριση στο νόμισμα στο οποίο καταρτί- ζονται οι χρηματοοικονομικές καταστάσεις της οντότη- τας με την ισχύουσα συναλλαγματική ισοτιμία κατά τη συναλλαγή.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Στο τέλος κάθε περιόδου αναφοράς: α) Τα νομισματικά στοιχεία μετατρέπονται με την ισο- τιμία κλεισίματος της ημερομηνίας του ισολογισμού. β) Τα μη νομισματικά στοιχεία που εκφράζονται σε ξέ- νο νόμισμα και επιμετρώνται στο ιστορικό κόστος, μετα- τρέπονται με την ισοτιμία της αρχικής αναγνώρισης. γ) Τα μη νομισματικά στοιχεία που εκφράζονται σε ξέ- νο νόμισμα και επιμετρώνται στην εύλογη αξία, μετατρέ- πονται με την ισοτιμία της ημέρας στην οποία η εύλογη αξία προσδιορίστηκε. Οι διαφορές που προκύπτουν αντι- μετωπίζονται λογιστικά με τον ίδιο τρόπο που αντιμετω- πίζονται οι μεταβολές της εύλογης αξίας, σύμφωνα με το άρθρο 24.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Oι συναλλαγματικές διαφορές που προκύπτουν από το διακανονισμό νομισματικών στοιχείων ή από τη μετα- τροπή τους με ισοτιμία διαφορετική από την ισοτιμία με- τατροπής κατά την αρχική αναγνώριση ή κατά τη σύντα- ξη προγενέστερων χρηματοοικονομικών καταστάσεων, αναγνωρίζονται στα αποτελέσματα της περιόδου που προκύπτουν.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Η συναλλαγματική διαφορά που προκύπτει από νο- μισματικό στοιχείο το οποίο αποτελεί μέρος της καθα- ρής επένδυσης σε αλλοδαπή δραστηριότητα, αναγνωρί- ζεται κατευθείαν ως στοιχείο (διαφορά) στην καθαρή θέ- ση. Το στοιχείο αυτό της καθαρής θέσης μεταφέρεται στα αποτελέσματα κατά τη διάθεση της αλλοδαπής δρα- στηριότητας.

Άρθρο 28Μεταβολές λογιστικών πολιτικών και εκτιμήσεων και διόρθωση λαθώνΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Οι μεταβολές των λογιστικών πολιτικών και οι διορ- θώσεις λαθών αναγνωρίζονται αναδρομικά με τη διόρ- θωση: α) Των λογιστικών αξιών των περιουσιακών στοιχείων, των υποχρεώσεων και της καθαρής θέσης, για τη σωρευ- τική επίδραση της μεταβολής κατά την έναρξη και λήξη της συγκριτικής και της τρέχουσας περιόδου, και β) των εσόδων, κερδών, εξόδων και ζημιών, όσον αφο- ρά την επίδραση επί των λογιστικών μεγεθών της συ- γκριτικής περιόδου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Οι μεταβολές των λογιστικών εκτιμήσεων αναγνω- ρίζονται στην περίοδο στην οποία διαπιστώνεται ότι προ- κύπτουν και επηρεάζουν αυτή την περίοδο και μελλοντι- κές περιόδους, κατά περίπτωση. Οι αλλαγές αυτές δεν αναγνωρίζονται αναδρομικά.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Η διόρθωση των λαθών διενεργείται άμεσα κατά τον εντοπισμό τους.

Αθήνα, 24 Νοεμβρίου 2014
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
ΚΑΡΟΛΟΣ ΓΡ. ΠΑΠΟΥΛΙΑΣ
ΟΙ ΥΠΟΥΡΓΟΙ
ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ
ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΤΙΚΟΤΗΤΑΣ
ΓΚΙΚΑΣ ΧΑΡΔΟΥΒΕΛΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΣΚΡΕΚΑΣ
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗΣ ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΗΣ
ΚΑΙ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗΣ ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ
ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΜΗΤΣΟΤΑΚΗΣ ΟΛΓΑ ΚΕΦΑΛΟΓΙΑΝΝΗ
Θεωρήθηκε και τέθηκε η Μεγάλη Σφραγίδα του Κράτους.
Αθήνα, 24 Νοεμβρίου 2014
Ο ΕΠΙ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΥΠΟΥΡΓΟΣ
ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ