107 Α' 2014

ΝΟΜΟΣ 4261/2014

Πρόσβαση στη δραστηριότητα των πιστωτικών ιδρυμάτων και προληπτική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων (ενσωμάτωση της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ), κατάργηση του ν. 3601/2007 και άλλες διατάξεις.

ΜΕΡΟΣ Α΄ - ΕΝΣΩΜΑΤΩΣΗ ΤΗΣ ΟΔΗΓΙΑΣ 2013/36/ΕΕ
05 Μαΐου 2014

ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ
ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
ΤΕΥΧΟΣ ΠΡΩΤΟ Αρ. Φύλλου 107
5 Μαΐου 2014

NOMOΣ ΥΠ’ ΑΡΙΘ. 4261
Πρόσβαση στη δραστηριότητα των πιστωτικών ιδρυμάτων και προληπτική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων (ενσωμάτωση της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ), κατάργηση του ν. 3601/2007 και άλλες διατάξεις.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Εκδίδομε τον ακόλουθο νόμο που ψήφισε η Βουλή:

ΜΕΡΟΣ Α΄ΕΝΣΩΜΑΤΩΣΗ ΤΗΣ ΟΔΗΓΙΑΣ 2013/36/ΕΕΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ, ΟΡΟΙ ΚΑΙ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΔΡΥΣΗ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΠΙΣΤΩΤΙΚΟΥ ΙΔΡΥΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΠΟΥ ΑΦΟΡΟΥΝ ΤΟ ΑΡΧΙΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΕΠΕΝΔΥΣΕΩΝ
Άρθρο 1Αντικείμενο − Σκοπός (άρθρο 1 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Με τα άρθρα 1 έως και 166 του νόμου αυτού σκοπείται η ενσωμάτωση στην ελληνική έννομη τάξη της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 26ης Ιουνίου 2013 «σχετικά με την πρόσβαση στη δραστηριότητα πιστωτικών ιδρυμάτων και την προληπτική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων, για την τροποποίηση της Οδηγίας 2002/87/ΕΚ και για την κατάργηση των Οδηγιών 2006/48/ΕΚ και 2006/49/ΕΚ» (EE L 176).

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Ειδικότερα, θεσπίζονται κανόνες σχετικά με: α) την ανάληψη και άσκηση της δραστηριότητας των πιστωτικών ιδρυμάτων και των επιχειρήσεων επενδύσεων (από κοινού καλούμενα «ιδρύματα»), β) τις εποπτικές αρμοδιότητες και τα εργαλεία για την προληπτική εποπτεία των ιδρυμάτων από τις αρμόδιες αρχές, γ) την προληπτική εποπτεία των ιδρυμάτων από τις αρμόδιες αρχές κατά τρόπο συμβατό προς τους κανόνες που προβλέπονται στον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013 (EE L 176), δ) τις απαιτήσεις δημοσιοποίησης όσον αφορά την προληπτική ρύθμιση και εποπτεία των ιδρυμάτων.

Άρθρο 2Πεδίο εφαρμογής (άρθρο 2 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Οι διατάξεις των άρθρων 1−166 του παρόντος νόμου εφαρμόζονται σε ιδρύματα κατά την έννοια της περίπτωσης 3 της παραγράφου 1 του άρθρου 3.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Το άρθρο 30 εφαρμόζεται στις τοπικές επιχειρήσεις κατά την έννοια του σημείου 4 του άρθρου 3.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Το άρθρο 31 εφαρμόζεται στις επιχειρήσεις που αναφέρονται στην περίπτωση γ΄ του σημείου 2 της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Τα άρθρα 41, 42 και 104 έως 120 εφαρμόζονται στις χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών, στις μικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών και στις μικτές εταιρείες συμμετοχών που έχουν την έδρα τους στην Ευρωπαϊκή Ένωση (Ε.Ε.).

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Ο παρών νόμος δεν έχει εφαρμογή ως προς: α) την πρόσβαση στη δραστηριότητα των επιχειρήσεων επενδύσεων στο βαθμό που ρυθμίζεται από το ν. 3606/2007 (Α΄ 195), με τον οποίο ενσωματώθηκε η Οδηγία 2004/39/ΕΚ (EE L 145), β) την Τράπεζα της Ελλάδος, γ) τα γραφεία ταχυδρομικών επιταγών, δ) το «Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων», πλην του άρθρου 150.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Οι οντότητες που αναφέρονται στις περιπτώσεις α΄, γ΄ και δ΄ της παραγράφου 5 του παρόντος άρθρου αντιμετωπίζονται ως χρηματοδοτικά ιδρύματα για την εφαρμογή των άρθρων 41, 42 και 104 έως 120.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 7

Εξαιρούνται από τις διατάξεις των άρθρων 34 και 38 περί ελεύθερης εγκατάστασης και παροχής υπηρεσιών τα πιστωτικά ιδρύματα που εδρεύουν σε άλλα κράτημέλη και έχουν ρητά εξαιρεθεί δυνάμει του άρθρου 2 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ από το πεδίο εφαρμογής της.

Άρθρο 3Ορισμοί (άρθρο 3 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Για τους σκοπούς των άρθρων 1−166 του παρόντος νόμου, ισχύουν οι κάτωθι ορισμοί: 1) «πιστωτικό ίδρυμα»: πιστωτικό ίδρυμα όπως ορίζεται στο σημείο 1) της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, Το παρόν ΦΕΚ επανεκτυπώθηκε λόγω λάθους στο θέμα του Νόμου 2) «επιχείρηση επενδύσεων»: επιχείρηση επενδύσεων όπως ορίζεται στο σημείο 2) της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, το οποίο αναφέρεται στις παραγράφους 1 και 2 του άρθρου 2 του ν. 3606/ 2007, με τις οποίες ενσωματώνεται το σημείο 1 της παρ. 1 του άρθρου 4 της Οδηγίας 2004/39/ΕΚ, 3) «ίδρυμα»: ίδρυμα όπως ορίζεται στο σημείο 3 της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, 4) «τοπική επιχείρηση»: τοπική επιχείρηση όπως ορίζεται στο σημείο 4 της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, 5) «ασφαλιστική επιχείρηση»: ασφαλιστική επιχείρηση όπως ορίζεται στο σημείο 5) της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, το οποίο αναφέρεται στο σημείο 1 του άρθρου 13 της Οδηγίας 2009/138/ ΕΚ (EE L 335) που έχει ενσωματωθεί στην ελληνική έννομη τάξη με την περίπτωση α΄ του άρθρου 2α του ν.δ. 400/1970 (Α΄ 10), 6) «αντασφαλιστική επιχείρηση»: αντασφαλιστική επιχείρηση όπως ορίζεται στο σημείο 6) της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, το οποίο αναφέρεται στο σημείο 4 του άρθρου 13 της Οδη γίας 2009/138/ΕΚ που έχει ενσωματωθεί στην ελληνική έννομη τάξη με την περίπτωση γ΄ του άρθρου 2α του ν.δ. 400/1970, 7) «Διοικητικό Συμβούλιο»: το διοικητικό όργανο ενός ιδρύματος, που είναι επιφορτισμένο με τη διαχείριση και την εκπροσώπηση αυτού, καθώς και με την επίβλεψη και παρακολούθηση της λήψης αποφάσεων από τη διοίκηση, περιλαμβανομένων των προσώπων που πράγματι διευθύνουν τη δραστηριότητα του ιδρύματος, 8) «μη εκτελεστικά μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου»: τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου χωρίς εκτελεστικές αρμοδιότητες στη διαχείριση του ιδρύματος πέραν των καθηκόντων που τους επιφυλάσσει η ιδιότητά τους ως μελών του Διοικητικού Συμβουλίου και τα οποία έχουν επιφορτιστεί με το ρόλο της επίβλεψης και παρακολούθησης της λήψης αποφάσεων από τη διοίκηση, 9) «ανώτερα διοικητικά στελέχη»: τα φυσικά πρόσωπα που ασκούν εκτελεστικά καθήκοντα σε ίδρυμα και τα οποία είναι υπεύθυνα και λογοδοτούν στο Διοικητικό Συμβούλιο για την καθημερινή διοίκηση του ιδρύματος, 10) «συστημικός κίνδυνος»: ο κίνδυνος αποδιοργάνωσης του χρηματοοικονομικού συστήματος με εν δυνάμει σοβαρές αρνητικές συνέπειες για το χρηματοοικονομικό σύστημα και την πραγματική οικονομία, 11) «κίνδυνος του υποδείγματος»: η ζημία που κινδυνεύει να υποστεί ένα ίδρυμα συνεπεία αποφάσεων που βασίζονται κυρίως στα αποτελέσματα εσωτερικών υποδειγμάτων, λόγω σφαλμάτων στη θέσπιση, την εφαρμογή ή τη χρήση αυτών των υποδειγμάτων, 12) «μεταβιβάζουσα οντότητα»: μεταβιβάζουσα οντότητα όπως ορίζεται στο σημείο 13 της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, 13) «ανάδοχος»: ανάδοχο ίδρυμα όπως ορίζεται στο σημείο 14 της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, 14) «μητρική επιχείρηση»: μητρική επιχείρηση όπως ορίζεται στο σημείο 15) της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 το οποίο αναφέρεται στα άρθρα 1 και 2 της Οδηγίας 83/349/ΕΟΚ που έχουν ενσωματωθεί στην ελληνική έννομη τάξη με την περίπτωση α΄ της παρ. 5 του άρθρου 42ε του κ.ν. 2190/1920 (Α΄ 216), 15) «θυγατρική»: θυγατρική όπως ορίζεται στο σημείο 16 της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, το οποίο αναφέρεται στα άρθρα 1 και 2 της Οδηγίας 83/349/ΕΟΚ που έχουν ενσωματωθεί στην ελληνική έννομη τάξη με την περίπτωση α΄ της παρ. 5 του άρθρου 42ε του κ.ν. 2190/1920, 16) «υποκατάστημα»: υποκατάστημα όπως ορίζεται στο σημείο 17 της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, 17) «επιχείρηση παροχής επικουρικών υπηρεσιών»: επιχείρηση παροχής επικουρικών υπηρεσιών όπως ορίζεται στο σημείο 18 της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, 18) «εταιρεία διαχείρισης»: εταιρεία διαχείρισης όπως ορίζεται στο σημείο 19 της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, το οποίο αναφέρεται στο σημείο 5 του άρθρου 2 της Οδηγίας 2002/87/ΕΚ που έχει ενσωματωθεί στην ελληνική έννομη τάξη με την παρ. 5 του άρθρου 2 του ν. 3455/2006 και την περίπτωση β΄ της παρ. 1 του άρθρου 4 της Οδηγίας 2011/61/ΕΕ (EE L 174) που έχει ενσωματωθεί στην ελληνική έννομη τάξη με την περίπτωση β΄ της παρ. 1 του άρθρου 4 του ν. 4209/2013 (A΄ 253), 19) «χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών»: χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών όπως ορίζεται στο σημείο 20 της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, 20) «μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών»: μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών όπως ορίζεται στο σημείο 21 της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, το οποίο αναφέρεται στο σημείο 15 του άρθρου 2 της Οδηγίας 2002/87/ΕΚ (EE L 35) που έχει ενσωματωθεί στην ελληνική έννομη τάξη με την παρ. 15 του άρθρου 2 του ν. 3556/2007 (Α΄ 91), 21) «μικτή εταιρεία συμμετοχών»: μικτή εταιρεία συμμετοχών όπως ορίζεται στο σημείο 22) της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, 22) «χρηματοδοτικό ίδρυμα»: χρηματοδοτικό ίδρυμα όπως ορίζεται στο σημείο 26 της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, 23) «οντότητα του χρηματοπιστωτικού τομέα»: οντότητα του χρηματοπιστωτικού τομέα όπως ορίζεται στο σημείο 27 της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, 24) «μητρικό ίδρυμα εγκατεστημένο σε κράτος−μέλος»: μητρικό ίδρυμα εγκατεστημένο σε κράτος−μέλος όπως ορίζεται στο σημείο 28 της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, 25) «μητρικό ίδρυμα εγκατεστημένο στην ΕΕ»: μητρικό ίδρυμα εγκατεστημένο στην Ευρωπαϊκή Ένωση, όπως ορίζεται στο σημείο 29 της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, 26) «μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη σε κράτος−μέλος»: μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη σε κράτος−μέλος όπως ορίζεται στο σημείο 30 της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, 27) «μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην ΕΕ»: μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην Ευρωπαϊκή Ένωση όπως ορίζεται στο σημείο 31 της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, 28) «μητρική μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη σε κράτος−μέλος»: μητρική μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη σε κράτος−μέλος όπως ορίζεται στο σημείο 32 της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, 29) «μητρική μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην ΕΕ»: μητρική μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην Ευρωπαϊκή Ένωση όπως ορίζεται στο σημείο 33 της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, 30) «συστημικά σημαντικό ίδρυμα»: μητρικό ίδρυμα εγκατεστημένο στην Ευρωπαϊκή Ένωση, μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην Ευρωπαϊκή Ένωση, μητρική μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην Ευρωπαϊκή Ένωση ή ίδρυμα, η περιέλευση του οποίου σε καθεστώς αφερεγγυότητας ή η δυσλειτουργία του θα μπορούσε να οδηγήσει σε συστημικό κίνδυνο, 31) «κεντρικός αντισυμβαλλόμενος»: κεντρικός αντισυμβαλλόμενος όπως ορίζεται στο σημείο 34 της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, 32) «συμμετοχή»: συμμετοχή όπως ορίζεται στο σημείο 35 της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, 33) «ειδική συμμετοχή»: ειδική συμμετοχή όπως ορίζεται στο σημείο 36 της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, 34) «έλεγχος»: έλεγχος όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παρ. 1 σημείο 37 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, το οποίο αναφέρεται στο άρθρο 1 της Οδηγίας 83/349/ΕΚ που έχει ενσωματωθεί στην ελληνική έννομη τάξη με το άρθρο 42ε του κ.ν. 2190/1920, 35) «στενοί δεσμοί»: στενοί δεσμοί, όπως ορίζονται στο σημείο 38 της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, 36) «αρμόδια αρχή»: αρμόδια αρχή, όπως ορίζεται στο σημείο 40 της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, 37) «αρχή ενοποιημένης εποπτείας»: αρχή ενοποιημένης εποπτείας όπως ορίζεται στο σημείο 41 της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, 38) «άδεια λειτουργίας»: άδεια λειτουργίας όπως ορίζεται στο σημείο 42 της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, 39) «κράτος−μέλος προέλευσης»: κράτος−μέλος προέλευσης όπως ορίζεται στο σημείο 43 της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, 40) «κράτος−μέλος υποδοχής»: κράτος−μέλος υποδοχής όπως ορίζεται στο σημείο 44 της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, 41) «κεντρικές τράπεζες του ΕΣΚΤ»: κεντρικές τράπεζες του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών όπως ορίζονται στο σημείο 45 της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, 42) «κεντρικές τράπεζες»: κεντρικές τράπεζες όπως ορίζονται στο σημείο 46 της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, 43) «ενοποιημένη κατάσταση»: ενοποιημένη κατάσταση όπως ορίζεται στο σημείο 47 της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, 44) «ενοποιημένη βάση»: ενοποιημένη βάση όπως ορίζεται στο σημείο 48 της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, 45) «υποενοποιημένη βάση»: υποενοποιημένη βάση όπως ορίζεται στο σημείο 49 της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, 46) «χρηματοοικονομικό μέσο»: χρηματοοικονομικό μέσο όπως ορίζεται στο σημείο 50 της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, 47) «ίδια κεφάλαια»: ίδια κεφάλαια όπως ορίζονται στο σημείο 118 της παρ. 1 του άρθρου 4 του Kανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, 48) «λειτουργικός κίνδυνος»: λειτουργικός κίνδυνος όπως ορίζεται στο σημείο 52 της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, 49) «τεχνική μείωσης πιστωτικού κινδύνου»: τεχνική μείωσης πιστωτικού κινδύνου όπως ορίζεται στο σημείο 57 της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, 50) «τιτλοποίηση»: τιτλοποίηση όπως ορίζεται στο σημείο 61 της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, 51) «θέση τιτλοποίησης»: θέση τιτλοποίησης όπως ορίζεται στο σημείο 62 της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, 52) «οντότητα ειδικού σκοπού για τιτλοποίηση»: οντότητα ειδικού σκοπού για τιτλοποίηση όπως ορίζεται στο σημείο 66 της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, 53) «προαιρετικές συνταξιοδοτικές παροχές»: προαιρετικές συνταξιοδοτικές παροχές όπως ορίζονται στο σημείο 73 της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, 54) «χαρτοφυλάκιο συναλλαγών»: χαρτοφυλάκιο συναλλαγών όπως ορίζεται στο σημείο 86 της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, 55) «ρυθμιζόμενες αγορές»: ρυθμιζόμενες αγορές όπως ορίζονται στο σημείο 92 της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, το οποίο αναφέρεται στο σημείο 14 του άρθρου 4 της Οδηγίας 2004/39/ΕΚ που έχει ενσωματωθεί στην ελληνική έννομη τάξη με την παρ. 10 του άρθρου 2 του ν. 3606/2007, 56) «μόχλευση»: μόχλευση όπως ορίζεται στο σημείο 93 της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, 57) «κίνδυνος υπερβολικής μόχλευσης»: κίνδυνος υπερβολικής μόχλευσης όπως ορίζεται στο σημείο 94 της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, 58) «εξωτερικός οργανισμός πιστοληπτικών αξιολογήσεων»: εξωτερικός οργανισμός πιστοληπτικών αξιολογήσεων όπως ορίζεται στο σημείο 98 της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, 59) «εσωτερικές προσεγγίσεις»: η προσέγγιση εσωτερικών διαβαθμίσεων η οποία αναφέρεται στην παρ. 1 του άρθρου 143, η μέθοδος των εσωτερικών υποδειγμάτων η οποία αναφέρεται στο άρθρο 221, η μέθοδος εσωτερικών εκτιμήσεων η οποία αναφέρεται στο άρθρο 225, οι εξελιγμένες προσεγγίσεις μέτρησης που αναφέρονται στην παρ. 2 του άρθρου 312, η μέθοδος εσωτερικών υποδειγμάτων που αναφέρεται στα άρθρα 283 και 363 και η μέθοδος εσωτερικής αξιολόγησης που αναφέρεται στην παρ. 3 του άρθρου 259 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, 60) «κράτος−μέλος»: κάθε κράτος−μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και κάθε άλλο κράτος που έχει κυρώσει τη Συμφωνία για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο (Ε.Ο.Χ.), 61) «τρίτες χώρες»: οι λοιπές, πέραν των κρατών−μελών, χώρες.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Επί ιδρυμάτων που έχουν υιοθετήσει το δυαδικό σύστημα διοίκησης, ως «Διοικητικό Συμβούλιο» κατά την έννοια του σημείου 7 της προηγούμενης παραγράφου νοείται το διοικητικό όργανο που είναι επιφορτισμένο με τις εκεί διαλαμβανόμενες αρμοδιότητες. Ως «μη εκτελεστικά μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου» κατά την έννοια του σημείου 8 της προηγούμενης παραγράφου νοείται το διοικητικό όργανο που ασκεί την εκεί διαλαμβανόμενη εποπτική αρμοδιότητα.

Άρθρο 4Αρμόδιες Αρχές (άρθρο 4 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Στην Τράπεζα της Ελλάδος ανατίθεται η άσκηση των αρμοδιοτήτων που προβλέπονται στον παρόντα νόμο και στον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013 αναφορικά με πιστωτικά ιδρύματα, περιλαμβανομένων των υποκαταστημάτων στην Ελλάδα πιστωτικών ιδρυμάτων με έδρα σε τρίτες χώρες, και με χρηματοδοτικά ιδρύματα.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Με την επιφύλαξη των ειδικών διατάξεων της ισχύουσας νομοθεσίας και των διατάξεων του Καταστατικού της, η εποπτεία που ασκεί η Τράπεζα της Ελλάδος, με βάση τον παρόντα νόμο, αφορά στη φερεγγυότητα, στη διασφάλιση επαρκούς ρευστότητας και στη διασφάλιση της τήρησης των υποχρεώσεων των πιστωτικών ιδρυμάτων με βάση τον παρόντα νόμο και τον ανωτέρω Κανονισμό, καθώς και στην εν γένει εύρυθμη και με επαρκή διαφάνεια λειτουργία των πιστωτικών ιδρυμάτων.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Για την επίτευξη του σκοπού της εποπτείας, η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να καθορίζει κριτήρια και να θεσπίζει κανόνες ή να λαμβάνει μέτρα, γενικά ή ειδικά, κατά πιστωτικό ίδρυμα, και να προβαίνει στην αξιολόγηση, καθώς και τη διαρκή παρακολούθηση της τήρησης των υποχρεώσεων των πιστωτικών ιδρυμάτων μέσω του καθορισμού υποχρεώσεων υποβολής στοιχείων, γραπτών επεξηγήσεων, εφόσον ζητηθεί, καθώς και μέσω της διενέργειας εκ μέρους της επιτόπιων ελέγχων.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Οι κατά τα άρθρα 1−166 του παρόντος νόμου και κατά τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013 αρμοδιότητες της Τράπεζας της Ελλάδος ασκούνται με Πράξη της Εκτελεστικής Επιτροπής του άρθρου 55Α του Καταστατικού της ή εξουσιοδοτημένου από αυτή οργάνου. Με όμοια Πράξη μπορούν να θεσπίζονται, κατά παρέκκλιση από κάθε άλλη διάταξη περί ενσωμάτωσης των ενωσιακών διατάξεων στην ελληνική έννομη τάξη, οι ρυθμίσεις που είναι αναγκαίες για την προσαρμογή και τη συμμόρφωση προς οδηγίες, αποφάσεις, κανονισμούς και συστάσεις, που εκδίδονται από τα αρμόδια όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης για θέματα που αφορούν τις κατά τον παρόντα νόμο αρμοδιότητες της Τράπεζας της Ελλάδος. Με τις κανονιστικές πράξεις του προηγούμενου εδαφίου μπορεί να λαμβάνεται και κάθε αναγκαίο συμπληρωματικό μέτρο για την εφαρμογή των παραπάνω πράξεων. Κατά την άσκηση, ειδικώς, της ανωτέρω κανονιστικής αρμοδιότητας, που αφορά στην ενσωμάτωση της ενωσιακής νομοθεσίας, απαιτείται ενημέρωση του Υπουργείου Οικονομικών σε εύλογο χρόνο πριν από την έκδοση της σχετικής Πράξης.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Με την επιφύλαξη των διατάξεων των παραγράφων 6 και 15 του παρόντος άρθρου, οι κανονιστικού χαρακτήρα αρμοδιότητες, ευχέρειες ή αποκλίσεις που προβλέπει ο Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 575/2013 υπέρ των κρατών−μελών ασκούνται με Πράξεις της Εκτελεστικής Επιτροπής του άρθρου 55Α του Καταστατικού της Τράπεζας της Ελλάδος ή εξουσιοδοτημένου από αυτή οργάνου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ανατίθεται η άσκηση των αρμοδιοτήτων που προβλέπονται στον παρόντα νόμο και στον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013 αναφορικά με τις επιχειρήσεις επενδύσεων, καθώς και τις επιχειρήσεις του στοιχείου γ΄ του σημείου 2 της παραγράφου 1 του άρθρου 4 του εν λόγω Κανονισμού, περιλαμβανομένων των υποκαταστημάτων στην Ελλάδα των εν λόγω επιχειρήσεων με έδρα σε τρίτες χώρες.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 7

Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς λαμβάνει τις πληροφορίες που απαιτούνται για την αξιολόγηση της συμμόρφωσης των ιδρυμάτων και, κατά περίπτωση, των χρηματοδοτικών εταιρειών συμμετοχών και των μικτών χρηματοοικονομικών εταιρειών συμμετοχών, με τις απαιτήσεις του παρόντος νόμου και του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και είναι αρμόδια να εξετάζει πιθανές παραβιάσεις αυτών.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 8

Τα ιδρύματα παρέχουν στην Τράπεζα της Ελλάδος ή στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς όλες τις αναγκαίες πληροφορίες για την αξιολόγηση της συμμόρφωσής τους με τους κανόνες που θεσπίζονται σύμφωνα με τον παρόντα νόμο και τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013. Τα ιδρύματα διατηρούν επίσης μηχανισμούς εσωτερικού ελέγχου και διοικητικές και λογιστικές διαδικασίες που επιτρέπουν ανά πάσα στιγμή τον έλεγχο της συμμόρφωσής τους προς τους εν λόγω κανόνες.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 9

Τα ιδρύματα καταγράφουν όλες τις συναλλαγές τους και καταχωρίζουν τα συστήματα και τις διαδικασίες που διέπονται από τον παρόντα νόμο και τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013, ούτως ώστε η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς να μπορεί να ελέγξει ανά πάσα στιγμή τη συμμόρφωση των ιδρυμάτων με τον παρόντα νόμο και τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 10

Τα εποπτικά καθήκοντα δυνάμει του παρόντος νόμου και του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, καθώς και τα λοιπά καθήκοντα της Τράπεζας της Ελλάδος ή της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς ασκούνται διακριτά και ανεξάρτητα από τις αρμοδιότητες και τα καθήκοντα που αφορούν την εξυγίανση.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 11

Η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να θεσπίζει κανόνες σχετικά με τις πληροφορίες και τα στοιχεία που τα πιστωτικά ιδρύματα και τα λοιπά εποπτευόμενα από αυτή πρόσωπα οφείλουν να παρέχουν στους συναλλασσόμενους με αυτά ως προς τους όρους των συναλλαγών τους, για τη διασφάλιση της διαφάνειας και της σαφήνειας.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 12

Με την επιφύλαξη των ειδικών διατάξεων της ισχύουσας νομοθεσίας, η εποπτεία που ασκεί η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, με βάση τον παρόντα νόμο, αφορά στη φερεγγυότητα, στη διασφάλιση επαρκούς ρευστότητας και στη διασφάλιση της τήρησης των υποχρεώσεων των επιχειρήσεων της παραγράφου 6 του παρόντος άρθρου με βάση τον παρόντα νόμο και τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013, καθώς και στην εν γένει εύρυθμη και με επαρκή διαφάνεια λειτουργία των επιχειρήσεων της παραγράφου 6 του παρόντος άρθρου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 13

Για την επίτευξη του σκοπού της εποπτείας, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να καθορίζει κριτήρια και να θεσπίζει κανόνες ή να λαμβάνει μέτρα, γενικά ή ειδικά, κατά επιχείρηση της παραγράφου 6 του παρόντος άρθρου, και να προβαίνει στην αξιολόγηση, καθώς και τη διαρκή παρακολούθηση της τήρησης των υποχρεώσεων των επιχειρήσεων της παραγράφου 6 του παρόντος άρθρου μέσω του καθορισμού υποχρεώσεων υποβολής στοιχείων, γραπτών επεξηγήσεων, εφόσον ζητηθεί, καθώς και μέσω της διενέργειας, εκ μέρους της, επιτόπιων ελέγχων.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 14

Οι κατά τον παρόντα νόμο αρμοδιότητες της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς ασκούνται με Απόφαση του Διοικητικού της Συμβουλίου. Με όμοια Απόφαση μπορούν να θεσπίζονται, κατά παρέκκλιση από κάθε άλλη διάταξη περί ενσωμάτωσης των ενωσιακών διατάξεων στην ελληνική έννομη τάξη, οι ρυθμίσεις που είναι αναγκαίες για την προσαρμογή και τη συμμόρφωση προς οδηγίες, αποφάσεις, κανονισμούς και συστάσεις, που εκδίδονται από τα αρμόδια όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης για θέματα που αφορούν τις κατά τον παρόντα νόμο αρμοδιότητες της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς. Με τις κανονιστικές πράξεις του προηγούμενου εδαφίου μπορεί να λαμβάνεται και κάθε αναγκαίο συμπληρωματικό μέτρο για την εφαρμογή των παραπάνω πράξεων. Κατά την άσκηση, ειδικώς, της ανωτέρω κανονιστικής αρμοδιότητας της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, που αφορά στην ενσωμάτωση της ενωσιακής νομοθεσίας, απαιτείται ενημέρωση του Υπουργείου Οικονομικών σε εύλογο χρόνο πριν από την έκδοση της σχετικής Απόφασης.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 15

Οι προβλεπόμενες από τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013 κανονιστικού χαρακτήρα αρμοδιότητες, ευχέρειες ή αποκλίσεις υπέρ των κρατών−μελών ασκούνται κατά το λόγο της αρμοδιότητας της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς με απόφαση του Διοικητικού της Συμβουλίου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 16

Οι κατ’ εξουσιοδότηση του παρόντος νόμου ή του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 εκδιδόμενες κανονιστικές πράξεις μπορούν να έχουν αναδρομικό χαρακτήρα, τηρουμένης της παραγράφου 1 του άρθρου 191 του παρόντος νόμου.

Άρθρο 5Συντονισμός των αρμόδιων αρχών (άρθρο 5 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Η Τράπεζα της Ελλάδος και η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για το μεταξύ τους συντονισμό με βάση Πρωτόκολλο Συνεργασίας.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Για την αποτελεσματική άσκηση της εποπτείας σε ενοποιημένη βάση όσον αφορά ιδίως την κεφαλαιακή επάρκεια ομίλων στους οποίους περιλαμβάνονται πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις της παραγράφου 6 του άρθρου 4, η Τράπεζα της Ελλάδος και η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς προβλέπουν στο ανωτέρω Πρωτόκολλο Συνεργασίας ενδεικτικά: α) τις διαδικασίες με τις οποίες θα διασφαλίζεται η προηγούμενη ενημέρωση και η εν γένει ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των ανωτέρω αρχών, με σκοπό την, κατά το δυνατόν, αποφυγή επικαλύψεων και τη μείωση του διοικητικού κόστους, επί θεμάτων που αφορούν: αα) μεταβολές στη μετοχική, οργανωτική ή διοικητική διάρθρωση των εποπτευόμενων επιχειρήσεων, ββ) σημαντικές κυρώσεις ή έκτακτα μέτρα που κάθε αρχή λαμβάνει, στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων που προβλέπονται από την ισχύουσα νομοθεσία, β) τη συμμετοχή της κάθε αρχής σε επιτόπιους ελέγχους που διενεργεί άλλη αρχή στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων που προβλέπονται από την ισχύουσα νομοθεσία και γ) τα της ανάθεσης αρμοδιοτήτων από τη μία αρχή στην άλλη, στο πλαίσιο της εκάστοτε ισχύουσας νομοθεσίας.

Άρθρο 6Συνεργασία στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού

Συστήματος Χρηματοοικονομικής Εποπτείας (άρθρο 6 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ) Κατά την άσκηση των, δυνάμει του παρόντος νόμου, αρμοδιοτήτων της, η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, αντίστοιχα, λαμβάνει υπόψη τη σύγκλιση όσον αφορά τα χρησιμοποιούμενα εποπτικά εργαλεία και τις εποπτικές πρακτικές κατά την εφαρμογή των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών απαιτήσεων που θεσπίζονται με βάση τον παρόντα νόμο και τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013. Για το σκοπό αυτόν: α) η Τράπεζα της Ελλάδος και η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ως μέλη του Ευρωπαϊκού Συστήματος Χρηματοοικονομικής Εποπτείας (εφεξής ΕΣΧΕ), συνεργάζονται προσηκόντως, ιδίως προκειμένου να διασφαλίζεται η ανταλλαγή κατάλληλων και αξιόπιστων πληροφοριών μεταξύ αυτών και άλλων μερών του ΕΣΧΕ, σύμφωνα με την αρχή της καλόπιστης συνεργασίας που καθορίζεται στην παράγραφο 3 του άρθρου 4 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, β) η Τράπεζα της Ελλάδος και η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς συμμετέχουν στις δραστηριότητες της Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών) (εφεξής ΕΑΤ) που συστάθηκε με τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 (EE L 331) και, κατά περίπτωση, στα σώματα εποπτών, γ) η Τράπεζα της Ελλάδος και η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μεριμνούν ώστε να ακολουθούνται οι κατευθυντήριες γραμμές και συστάσεις που εκδίδονται από την ΕΑΤ σύμφωνα με το άρθρο 16 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 και να ανταποκρίνονται στις προειδοποιήσεις και συστάσεις που εκδίδει το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Συστημικού Κινδύνου (εφεξής ΕΣΣΚ) σύμφωνα με το άρθρο 16 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1092/2010, δ) η Τράπεζα της Ελλάδος και η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς συνεργάζονται στενά με το ΕΣΣΚ.

Άρθρο 7Ενωσιακή διάσταση της εποπτείας (άρθρο 7 της Οδηγίας 2013/33/ΕΕ)

Κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους, η Τράπεζα της Ελλάδος και η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς λαμβάνουν δεόντως υπόψη τον ενδεχόμενο αντίκτυπο των αποφάσεών τους στη σταθερότητα του χρηματοοικονομικού συστήματος των άλλων εμπλεκομένων κρατών−μελών, ιδίως σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης, βάσει των πληροφοριών που είναι διαθέσιμες τη δεδομένη χρονική στιγμή.

Άρθρο 8Άδεια λειτουργίας (άρθρο 8 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Τα πιστωτικά ιδρύματα ιδρύονται και λειτουργούν κατόπιν άδειας λειτουργίας από την Τράπεζα της Ελλάδος. Τα πιστωτικά ιδρύματα επιτρέπεται να ιδρύονται και να λειτουργούν μόνο με τη μορφή της ανώνυμης εταιρείας ή με τη μορφή του αμιγούς πιστωτικού συνεταιρισμού του ν. 1667/1986 (Α΄ 196) ή με τη μορφή της Ευρωπαϊκής Εταιρείας (SE) του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2157/2001 (EE L 294) ή με τη μορφή της Ευρωπαϊκής Συνεταιριστικής Εταιρείας (SCE) του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1435/2003 (EE L 207).

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Τηρουμένων των άρθρων 10 έως 15, η Τράπεζα της Ελλάδος εξουσιοδοτείται να καθορίζει το περιεχόμενο της αίτησης άδειας λειτουργίας, τα συνυποβαλλόμενα προς τούτο αναγκαία δικαιολογητικά και στοιχεία, τις ειδικότερες προϋποθέσεις και τη διαδικασία για τη χορήγηση της άδειας λειτουργίας. Τα συγκεκριμένα στοιχεία κοινοποιούνται στην ΕΑΤ.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Ο πιστωτικός συνεταιρισμός που λαμβάνει άδεια λειτουργίας ως πιστωτικό ίδρυμα, συναλλάσσεται με τα μέλη του, με άλλα πιστωτικά ιδρύματα, καθώς και με το Ελληνικό Δημόσιο. Κατόπιν έγκρισης της Τράπεζας της Ελλάδος και υπό τους ειδικότερους όρους και προϋποθέσεις που αυτή θέτει κατά περίπτωση, ο συνεταιρισμός μπορεί να συναλλάσσεται και με μη μέλη του μέχρι ποσού που σε καμία περίπτωση δεν υπερβαίνει ποσοστό 50% επί των χορηγήσεών του ή των καταθέσεών του. Κατόπιν έγκρισης της Τράπεζας της Ελλάδος και υπό τους ειδικότερους όρους και προϋποθέσεις που αυτή τυχόν θέτει, στον ανωτέρω περιορισμό δεν υπόκεινται οι συναλλαγές: α) οποιασδήποτε φύσεως όταν συμμετέχει και μέλος του συνεταιρισμού, καθώς και β) αυτές που αφορούν δευτερεύουσες τραπεζικές εργασίες διαμεσολαβητικού χαρακτήρα.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Για τη λήψη άδειας λειτουργίας οι ενδιαφερόμενοι υποβάλλουν σχετική αίτηση και, πριν από τη χορήγηση της άδειας της Τράπεζας της Ελλάδος, προβαίνουν στην κάλυψη του αρχικού κεφαλαίου, όπως ορίζεται στην παράγραφο 1 του άρθρου 12. Σε περίπτωση υποβολής αίτησης για ίδρυση πολυμετοχικού πιστωτικού ιδρύματος, την αίτηση υποβάλλει δεόντως εξουσιοδοτημένη ιδρυτική επιτροπή, η οποία τηρεί τις ισχύουσες διατάξεις περί προσέλκυσης κεφαλαίων από επενδυτές.

Άρθρο 9Απαγόρευση σε πρόσωπα ή επιχειρήσεις εκτός των πιστωτικών ιδρυμάτων της δραστηριότητας αποδοχής καταθέσεων ή άλλων επιστρεπτέων κεφαλαίων από το κοινό (άρθρο 9 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Απαγορεύεται σε φυσικά ή νομικά πρόσωπα που δεν αποτελούν πιστωτικά ιδρύματα η κατ’ επάγγελμα αποδοχή καταθέσεων χρημάτων ή άλλων επιστρεπτέων κεφαλαίων από το κοινό.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

α) Με την επιφύλαξη των ειδικών διατάξεων της νομοθεσίας, απαγορεύεται επίσης η κατ’ επάγγελμα χορήγηση δανείων ή λοιπών πιστώσεων, εφόσον δεν έχει παρασχεθεί προς το σκοπό αυτόν ειδική άδεια της Τράπεζας της Ελλάδος. Οι όροι για τη χορήγηση άδειας για την κατ’ επάγγελμα χορήγηση δανείων ή λοιπών πιστώσεων καθορίζονται με απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος. β) Η απαγόρευση της προηγούμενης περίπτωσης δεν καταλαμβάνει τη χορήγηση δανείων ή λοιπών πιστώσεων με οποιονδήποτε τρόπο (περιλαμβανομένης της εκδόσεως πιστωτικών καρτών), εφόσον πρόκειται είτε περί δανείων ή λοιπών πιστώσεων μεταξύ επιχειρήσεων συνδεδεμένων, κατά την έννοια της παραγράφου 5 του άρθρου 42ε του κ.ν. 2190/1920, όπως ισχύει, είτε περί δανείων ή λοιπών πιστώσεων που χορηγούνται από επιχειρήσεις προς φυσικά ή νομικά πρόσωπα για την αγορά αγαθών ή υπηρεσιών που διατίθενται από την ίδια την παρέχουσα την πίστωση ή το δάνειο επιχείρηση.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Η απαγόρευση της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου δεν ισχύει: α) για την έκδοση τίτλων από το Ελληνικό Δημόσιο ή από νομικά πρόσωπα, εφόσον αυτό προβλέπεται από την ισχύουσα νομοθεσία, καθώς και β) για τη λήψη μετρητών ή επιστρεπτέων κεφαλαίων από επιχειρήσεις που εποπτεύονται από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, κατά την άσκηση της κύριας επιχειρηματικής τους δραστηριότητας, σύμφωνα με την άδεια λειτουργίας που τους έχει παρασχεθεί, με βάση τις διατάξεις της ισχύουσας νομοθεσίας.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Για το ύψος του επιτοκίου και τον εν γένει εκτοκισμό, καθώς και τις λοιπές επιβαρύνσεις των δανείων ή λοιπών πιστώσεων που χορηγούνται με βάση την ισχύουσα νομοθεσία από τις επιχειρήσεις παροχής πιστώσεων ή από άλλα χρηματοδοτικά ιδρύματα σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στην άδεια λειτουργίας που τους έχει χορηγηθεί από την Τράπεζα της Ελλάδος ή από επιχειρήσεις, που δεν αποτελούν πιστωτικά ιδρύματα, για τη διενέργεια χρηματιστηριακών συναλλαγών, εφαρμόζονται τα ισχύοντα για τα πιστωτικά ιδρύματα.

Άρθρο 10Πρόγραμμα δραστηριοτήτων και οργανωτική διάρθρωση (άρθρο 10 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Η αίτηση αδείας λειτουργίας πρέπει να συνοδεύεται από πρόγραμμα δραστηριοτήτων το οποίο περιγράφει τα είδη των σκοπούμενων επιχειρηματικών δράσεων και την οργανωτική διάρθρωση του πιστωτικού ιδρύματος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Στο πρόγραμμα δραστηριοτήτων αναφέρονται ιδίως η έκταση των εργασιών, το χρονοδιάγραμμα επίτευξης των στόχων του πιστωτικού ιδρύματος, η διάρθρωση του ομίλου στον οποίο τυχόν ανήκει, καθώς και το πλαίσιο του Συστήματος Εσωτερικού Ελέγχου, περιλαμβανομένων των λειτουργιών της Εσωτερικής Επιθεώρησης, της Διαχείρισης Κινδύνων και της Κανονιστικής Συμμόρφωσης, και των διαδικασιών που απαιτούνται για τη συμμόρφωση με τις παραγράφους 1 και 2 του άρθρου 66. Σε περίπτωση που το πιστωτικό ίδρυμα προτίθεται να παρέχει και επενδυτικές υπηρεσίες πρέπει να καλύπτονται και οι εκάστοτε προβλεπόμενες υποχρεώσεις, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις της ισχύουσας νομοθεσίας για την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών από πιστωτικά ιδρύματα.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Στην αίτηση γνωστοποιείται, επίσης, η ταυτότητα, καθώς επίσης και στοιχεία αναφορικά με το κύρος, την εκπαίδευση, τις τυχόν ποινικές καταδίκες, την περιουσιακή κατάσταση, την εμπειρία και την κατάρτιση των επικεφαλής των κρίσιμων λειτουργιών του πιστωτικού ιδρύματος, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στις ισχύουσες αποφάσεις της Τράπεζας της Ελλάδος περί των Συστημάτων Εσωτερικού Ελέγχου των πιστωτικών ιδρυμάτων.

Άρθρο 11Δραστηριότητες πιστωτικών ιδρυμάτων που υπόκεινται σε αμοιβαία αναγνώριση (Παράρτημα Ι της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Οι δραστηριότητες των πιστωτικών ιδρυμάτων για την εφαρμογή των άρθρων 33, 34, 36 και 38 έως 43 που υπόκεινται σε αμοιβαία αναγνώριση, σύμφωνα με τον παρόντα νόμο, έχουν ως εξής: α) αποδοχή καταθέσεων και άλλων επιστρεπτέων κεφαλαίων, β) χορήγηση δανείων ή λοιπών πιστώσεων, στις οποίες συμπεριλαμβάνεται μεταξύ άλλων: η καταναλωτική πίστη, συμβάσεις πίστωσης εν σχέσει με ακίνητα, οι πράξεις αναδόχου εισπράξεως απαιτήσεων (factoring) με ή χωρίς δικαίωμα αναγωγής και η χρηματοδότηση εμπορικών συναλλαγών συμπεριλαμβανομένου του forfeiting), γ) χρηματοδοτική μίσθωση (leasing), δ) υπηρεσίες πληρωμών, όπως ορίζονται στην παρ. 3 του άρθρου 4 του ν. 3862/2010, ε) έκδοση και διαχείριση άλλων μέσων πληρωμών (π.χ. ταξιδιωτικών και τραπεζικών επιταγών) στο βαθμό που η δραστηριότητα αυτή δεν καλύπτεται από την προηγούμενη περίπτωση, στ) εγγυήσεις και αναλήψεις υποχρεώσεων, ζ) συναλλαγές για λογαριασμό του ιδίου του ιδρύματος ή της πελατείας του σε οποιαδήποτε από τις ακόλουθες περιπτώσεις: αα) μέσα της χρηματαγοράς (αξιόγραφα, πιστοποιητικά καταθέσεων κ.λπ.), ββ) συνάλλαγμα, γγ) προθεσμιακά συμβόλαια χρηματοπιστωτικών τίτλων ή χρηματοπιστωτικά δικαιώματα, δδ) συμβάσεις ανταλλαγής επιτοκίων και συναλλάγματος, εε) κινητές αξίες, η) συμμετοχές σε εκδόσεις τίτλων και παροχή συναφών υπηρεσιών περιλαμβανομένων ειδικότερα και των υπηρεσιών αναδόχου εκδόσεως τίτλων, θ) παροχή συμβουλών σε επιχειρήσεις όσον αφορά τη διάρθρωση του κεφαλαίου, τη βιομηχανική στρατηγική και συναφή θέματα παροχής συμβουλών, καθώς και υπηρεσιών στον τομέα της συγχώνευσης και της εξαγοράς επιχειρήσεων, ι) διαμεσολάβηση στις διατραπεζικές αγορές, ια) διαχείριση χαρτοφυλακίου ή παροχή συμβουλών για τη διαχείριση χαρτοφυλακίου, ιβ) φύλαξη και διαχείριση κινητών αξιών, ιγ) συλλογή και επεξεργασία εμπορικών πληροφο ριών, περιλαμβανομένων και των υπηρεσιών αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας πελατών, ιδ) εκμίσθωση θυρίδων, ιε) έκδοση ηλεκτρονικού χρήματος, ιστ) οι επενδυτικές υπηρεσίες και δραστηριότητες της παρ. 1 του άρθρου 4 του ν. 3606/2007 και οι παρεπόμενες υπηρεσίες της παραγράφου 2 του ίδιου άρθρου οι οποίες αφορούν χρηματοπιστωτικά μέσα κατά την έννοια του άρθρου 5 του ν. 3606/2007.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί, εκτός από τις αναφερόμενες στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου δραστηριότητες, να επιτρέπει σε πιστωτικά ιδρύματα, εφόσον καλύπτονται οι σχετικοί κίνδυνοι, την άσκηση και λοιπών χρηματοπιστωτικών ή δευτερευουσών δραστηριοτήτων, σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία. Η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί για το σκοπό αυτόν να καθορίζει, γενικώς ή κατά περίπτωση, και άλλα κριτήρια, καθώς και ειδικότερους όρους και προϋποθέσεις.

Άρθρο 12Αρχικό κεφάλαιο (άρθρο 12 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Για τη χορήγηση από την Τράπεζα της Ελλάδος άδειας λειτουργίας απαιτείται η κάλυψη αρχικού κεφαλαίου ίσου τουλάχιστον με τα ακόλουθα ποσά: α) με το ποσό των δεκαοκτώ εκατομμυρίων (18.000.000) ευρώ στην περίπτωση πιστωτικού ιδρύματος, β) με το ποσό των εννέα εκατομμυρίων (9.000.000) ευρώ στην περίπτωση υποκαταστήματος πιστωτικού ιδρύματος που εδρεύει σε τρίτη χώρα, γ) με το ποσό των έξι εκατομμυρίων (6.000.000) ευρώ στην περίπτωση πιστωτικού συνεταιρισμού που έχει λάβει άδεια λειτουργίας ως πιστωτικό ίδρυμα. Τα ποσά της παρούσας παραγράφου μπορεί να αναπροσαρμόζονται με απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος, σε ποσά όχι μικρότερα των πέντε εκατομμυρίων (5.000.000) ευρώ.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Το αρχικό κεφάλαιο περιλαμβάνει μόνο ένα ή περισσότερα από τα στοιχεία που αναφέρονται στις περιπτώσεις α΄ έως ε΄ της παρ. 1 του άρθρου 26 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

α) Σε περίπτωση που το αρχικό κεφάλαιο δεν καλύπτεται ολοσχερώς με μετρητά, η Τράπεζα της Ελλάδος ορίζει, με απόφασή της, κατά περίπτωση, τα λοιπά στοιχεία με τα οποία μπορεί αυτό να καλύπτεται και καθορίζει την απαιτούμενη αναλογία των μετρητών προς τα εν λόγω στοιχεία, λαμβάνοντας υπόψη τα ισχύοντα κριτήρια για την επάρκεια της ρευστότητας και τη φερεγγυότητα των πιστωτικών ιδρυμάτων. β) Ειδικότερα, στην περίπτωση μετατροπής λειτουργούντος νομικού προσώπου σε πιστωτικό ίδρυμα, ποσοστό τουλάχιστον 80% του ενεργητικού του υπό μετατροπή νομικού προσώπου θα πρέπει να είναι συνολικά τοποθετημένο σε μετρητά, καταθέσεις, τίτλους διαπραγματεύσιμους σε οργανωμένες αγορές και βραχυπρόθεσμα δάνεια ή λοιπές πιστώσεις που έχουν χορηγηθεί με τραπεζικά κριτήρια.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Η Τράπεζα της Ελλάδος καθορίζει με απόφασή της την προθεσμία εντός της οποίας τα πιστωτικά ιδρύματα οφείλουν: α) να αναπροσαρμόζουν τα ίδια κεφάλαιά τους προς το εκάστοτε απαιτούμενο ελάχιστο αρχικό κεφάλαιο, β) να επαναφέρουν τα ίδια κεφάλαιά τους, σε περίπτωση μείωσής τους, στο ύψος του εκάστοτε απαιτούμενου ελάχιστου αρχικού κεφαλαίου. Η ανωτέρω προθεσμία δεν μπορεί να υπερβαίνει τους είκοσι τέσσερις (24) μήνες στην περίπτωση α΄ και τους δώδεκα (12) μήνες στην περίπτωση β΄ της παρούσας παραγράφου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Προκειμένου περί αύξησης των ιδίων κεφαλαίων λειτουργούντων πιστωτικών ιδρυμάτων, η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να επιβάλει με απόφασή της ειδικούς όρους για τη συγκέντρωση του κεφαλαίου, σύμφωνα με τα κριτήρια που αναφέρονται στην περίπτωση α΄ της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου.

Άρθρο 13Πραγματική διοίκηση και έδρα (άρθρο 13 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Η Τράπεζα της Ελλάδος παρέχει άδεια λειτουργίας πιστωτικού ιδρύματος μόνο υπό την προϋπόθεση ότι δύο τουλάχιστον πρόσωπα πλήρους απασχόλησης όντως διευθύνουν τη δραστηριότητα του αιτούντος πιστωτικού ιδρύματος και τα οποία θα συμμετέχουν, ως εκτελεστικά μέλη, στο Διοικητικό Συμβούλιο αυτού.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Η Τράπεζα της Ελλάδος αρνείται τη χορήγηση της εν λόγω άδειας λειτουργίας εάν τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου δεν πληρούν τις προϋποθέσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του άρθρου 83.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Τα πιστωτικά ιδρύματα που ιδρύονται και λειτουργούν στην Ελλάδα οφείλουν να έχουν την καταστατική έδρα και την πραγματική κεντρική διοίκησή τους στην Ελλάδα.

Άρθρο 14Μέτοχοι και εταίροι (άρθρο 14 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Η Τράπεζα της Ελλάδος αρνείται τη χορήγηση άδειας λειτουργίας σε ένα πιστωτικό ίδρυμα εφόσον το πιστωτικό ίδρυμα δεν έχει προηγουμένως γνωστοποιήσει την ταυτότητα των είκοσι (20) σημαντικότερων μετόχων ή εταίρων του, καθώς και των μετόχων ή εταίρων του, άμεσων ή έμμεσων, φυσικών ή νομικών προσώπων, οι οποίοι κατέχουν ειδική συμμετοχή, καθώς και το ποσοστό συμμετοχής τους. Επίσης, γνωστοποιείται η ταυτότητα των φυσικών προσώπων που, αν και δεν περιλαμβάνονται στα πρόσωπα του προηγούμενου εδαφίου, ασκούν, μέσω γραπτών ή άλλων συμφωνιών ή μέσω κοινής δράσης, τον έλεγχο του πιστωτικού ιδρύματος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Για να καθοριστεί εάν πληρούνται τα κριτήρια ειδικής συμμετοχής, λαμβάνονται υπόψη τα δικαιώματα ψήφου και οι όροι για την άθροιση αυτών που αναφέρονται στα άρθρα 9, 10, 12 και στις παραγράφους 4 και 5 του άρθρου 13 του ν. 3556/2007 και στην περίπτωση στ΄ της παρ. 1 του άρθρου 4 του ν. 3606/2007. Κατά τον υπολογισμό του προηγούμενου εδαφίου δεν λαμβάνονται υπόψη τα δικαιώματα ψήφου ή οι μετοχές με δικαίωμα ψήφου τις οποίες κατέχουν ιδρύματα ως αποτέλεσμα αναδοχής ή τοποθέτησης χρηματοοικονομικών μέσων με δέσμευση ανάληψης, σύμφωνα με το Παράρτημα Ι Τμήμα Α σημείο 6 της Οδηγίας 2004/39/ ΕΚ, υπό τον όρο ότι, τα εν λόγω δικαιώματα, αφενός, δεν ασκούνται ούτε χρησιμοποιούνται κατ’ άλλον τρόπο με σκοπό την παρέμβαση στη διαχείριση του εκδότη και, αφετέρου, εφόσον υπάρχει πρόθεση μεταβίβασης εντός ενός έτους από την απόκτηση.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Η Τράπεζα της Ελλάδος αρνείται τη χορήγηση άδειας λειτουργίας σε ένα πιστωτικό ίδρυμα εφόσον, μέσα από το πρίσμα της αναγκαιότητας να εξασφαλισθεί η υγιής και συνετή διαχείριση του πιστωτικού ιδρύματος, δεν έχει πεισθεί για την καταλληλότητα των μετόχων ή εταίρων του, ιδίως όταν δεν πληρούνται τα κριτήρια που προβλέπονται στην παράγραφο 1 του άρθρου 24. Εφαρμόζονται προς τούτο οι παράγραφοι 2 και 3 του άρθρου 24 και το άρθρο 25.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Όταν υπάρχουν στενοί δεσμοί μεταξύ του πιστωτικού ιδρύματος και άλλων φυσικών ή νομικών προσώπων η Τράπεζα της Ελλάδος χορηγεί την άδεια λειτουργίας μόνον εάν οι δεσμοί αυτοί δεν παρεμποδίζουν την ορθή εκπλήρωση της εποπτικής αποστολής της. Η Τράπεζα της Ελλάδος αρνείται τη χορήγηση άδειας λειτουργίας σε πιστωτικό ίδρυμα εάν νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις τρίτης χώρας στις οποίες υπάγονται ένα ή περισσότερα φυσικά ή νομικά πρόσωπα με τα οποία το υπό ίδρυση πιστωτικό ίδρυμα έχει στενούς δεσμούς, ή εάν δυσχέρειες σχετικές με την εφαρμογή των εν λόγω νομοθετικών, κανονιστικών ή διοικητικών διατάξεων, παρεμποδίζουν την ορθή εκπλήρωση της εποπτικής αποστολής της. Η Τράπεζα της Ελλάδος απαιτεί από τα πιστωτικά ιδρύματα να της παρέχουν τις αναγκαίες πληροφορίες, ώστε να μπορεί να παρακολουθεί σε συνεχή βάση τη συμμόρφωση με τους όρους που προβλέπονται στην παρούσα παράγραφο ή ότι δεν ανέκυψαν καταστάσεις που θα αποτελούσαν αιτία για τη μη χορήγηση της άδειας λειτουργίας.

Άρθρο 15Ειδικότεροι όροι και προϋποθέσεις για την ίδρυση και τη λειτουργία πιστωτικού ιδρύματοςΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Πριν από τη χορήγηση άδειας λειτουργίας, αλλά και κατά τη διάρκεια λειτουργίας του πιστωτικού ιδρύματος, η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί επίσης, για την επίτευξη των σκοπών της εποπτείας και για λόγους διαφάνειας: α) Να ζητά στοιχεία για την ταυτότητα, το κύρος, την εκπαίδευση, τις τυχόν ποινικές καταδίκες, τη χρηματοοικονομική ευρωστία και εν γένει περιουσιακή κατάσταση, την εμπειρία, την κατάρτιση και την προέλευση των οικονομικών μέσων των: αα) φυσικών ή νομικών προσώπων που κατέχουν, άμεσα ή έμμεσα, συμμετοχή ή δικαιώματα ψήφου σε ποσοστό ανώτερο του 1% στο μετοχικό κεφάλαιο του πιστωτικού ιδρύματος, ββ) είκοσι μεγαλύτερων μετόχων του πιστωτικού ιδρύματος και των φυσικών προσώπων που τους ελέγχουν, άμεσα ή έμμεσα, σε περίπτωση που οι εν λόγω μέτοχοι είναι νομικά πρόσωπα, γγ) φυσικών προσώπων που ασκούν, μέσω γραπτών ή άλλων συμφωνιών ή μέσω κοινής δράσης, τον έλεγχο του πιστωτικού ιδρύματος, δδ) προσώπων: i) που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του άρθρου 13, ii) των λοιπών μελών του Διοικητικού Συμβουλίου και iii) των επικεφαλής των κρίσιμων λειτουργιών του πιστωτικού ιδρύματος. β) Να επιβάλει με απόφασή της στα νομικά πρόσωπα της παραγράφου 1 του άρθρου 14 και της υποπερίπτωσης αα΄ της περίπτωσης α΄ της παρούσας παραγράφου την υποχρέωση να έχουν ονομαστικές τις μετοχές με δικαίωμα ψήφου. γ) Να απαιτεί, όπως συγκεκριμένα ποσοστά του συνόλου των πιο πάνω ονομαστικών μετοχών με δικαίωμα ψήφου ανήκουν σε ένα ή περισσότερα φυσικά πρόσωπα, που τυγχάνουν της προηγούμενης έγκρισης της Τράπεζας της Ελλάδος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί επίσης να καθορίζει για την επίτευξη των ανωτέρω στόχων: α) τα αναγκαία δικαιολογητικά και στοιχεία, καθώς και τις λοιπές λεπτομέρειες εφαρμογής του παρόντος άρθρου, β) τους ειδικότερους περιορισμούς και όρους ως προς τις δραστηριότητες ή τα καθήκοντα που τυχόν ανατίθενται σε σχέση με τη λειτουργία του πιστωτικού ιδρύματος στα φυσικά πρόσωπα, που αναφέρονται στις περιπτώσεις α΄ και β΄ της προηγούμενης παραγράφου για την αποτροπή ή ελαχιστοποίηση καταστάσεων σημαντικής σύγκρουσης συμφερόντων ή επιρροών, που αποβαίνουν σε βάρος της συνετής και χρηστής διαχείρισης του πιστωτικού ιδρύματος, γ) τους ειδικότερους περιορισμούς και όρους για τις δραστηριότητες του πιστωτικού ιδρύματος, δ) τα κριτήρια βάσει των οποίων θεωρείται ότι φυσικά και νομικά πρόσωπα διατηρούν ειδική σχέση, άμεσα ή έμμεσα, με το πιστωτικό ίδρυμα, ε) κατά παρέκκλιση από τις γενικώς ισχύουσες περί ανωνύμων εταιρειών διατάξεις, τις διαδικασίες, τα ανώτατα όρια και τους λοιπούς όρους των πάσης φύσεως δανείων, λοιπών πιστώσεων, εγγυήσεων, καθώς και συμμετοχών των πιστωτικών ιδρυμάτων, στα πρόσωπα της περίπτωσης δ΄ της παρούσας παραγράφου, προκειμένου να διασφαλίζεται ότι οι εν λόγω συναλλαγές δεν διενεργούνται με προνομιακούς όρους σε σχέση με τους γενικούς όρους που το πιστωτικό ίδρυμα εφαρμόζει ή με τρόπο που μπορεί να αποβεί σε βάρος της χρηστής και συνετής διαχείρισης του πιστωτικού ιδρύματος και στ) την υποχρέωση υποβολής αίτησης εισαγωγής των μετοχών του πιστωτικού ιδρύματος σε οργανωμένη αγορά, για τη διασφάλιση μεγαλύτερης διασποράς και των αυξημένων υποχρεώσεων που πηγάζουν από το θεσμικό πλαίσιο, εντός προθεσμίας που δεν μπορεί να υπερβαίνει τα πέντε (5) έτη ή το ελάχιστο διάστημα που απαιτείται από τις ισχύουσες διατάξεις για τη θεμελίωση δικαιώματος υποβολής αίτησης εισαγωγής μετοχών των επιχειρήσεων σε οργανωμένη αγορά.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος άρθρου και του άρθρου 14 και των άρθρων 23 έως 27, σε περίπτωση που οι μέτοχοι είναι νομικά πρόσωπα, οι υποχρεώσεις γνωστοποίησης αφορούν τα φυσικά πρόσωπα που ελέγχουν, άμεσα ή έμμεσα, τα εν λόγω νομικά πρόσωπα. Για το σκοπό υπολογισμού της σχετικής συμμετοχής λαμβάνονται υπόψη οι διατάξεις του άρθρου 28.

Άρθρο 16Άρνηση χορήγησης άδειας λειτουργίας (άρθρο 15 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Τηρουμένων των διατάξεων των άρθρων 13, 14 και 15 η Τράπεζα της Ελλάδος δεν χορηγεί άδεια λειτουργίας πιστωτικού ιδρύματος, εάν: α) κρίνει ότι τα πρόσωπα, που αναφέρονται στα άρθρα αυτά, δεν είναι αξιόπιστα ή εν γένει κατάλληλα να εξασφαλίσουν τη συνετή και χρηστή διαχείριση του πιστωτικού ιδρύματος, καθώς και την αποτροπή ή ελαχιστοποίηση καταστάσεων σημαντικής σύγκρουσης συμφερόντων ή επιρροών, που αποβαίνουν σε βάρος της συνετής και χρηστής διαχείρισης του πιστωτικού ιδρύματος, β) κρίνει ειδικότερα ότι τα πρόσωπα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του άρθρου 13, τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου και το Διοικητικό Συμβούλιο, ως σύνολο, δεν διαθέτουν την απαιτούμενη για την αποτελεσματική άσκηση των καθηκόντων τους κατάρτιση και εμπειρία, όπως η εμπειρία αυτή προκύπτει από προϋπηρεσία τους σε θέσεις ανάλογης ευθύνης, κατά προτίμηση σε πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα, γ) διατηρεί αμφιβολίες για τη νομιμότητα προέλευσης, την αληθή κυριότητα ή για την επάρκεια των οικονομικών πόρων των μετόχων του άρθρου 14, και, σε περίπτωση νομικών προσώπων, των φυσικών προσώπων που τα ελέγχουν άμεσα ή έμμεσα, δ) κρίνει ότι η διάρθρωση του ομίλου των επιχειρήσεων που συνδέονται με το πιστωτικό ίδρυμα, κατά την έννοια της παρ. 5 του άρθρου 42ε του κ.ν. 2190/1920, όπως ισχύει, δεν είναι ικανοποιητικά διαφανής, ώστε να διασφαλίζει την απρόσκοπτη άσκηση των εποπτικών της αρμοδιοτήτων, ε) δεν πληρούται οποιαδήποτε από τις προϋποθέσεις αδειοδότησης, σύμφωνα με τον παρόντα νόμο.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Στην περίπτωση που η Τράπεζα της Ελλάδος αρνείται τη χορήγηση άδειας λειτουργίας σε πιστωτικό ίδρυμα, ενημερώνει τον αιτούντα για την απόφασή της και τους λόγους απόρριψης του αιτήματός του εντός εξαμήνου από την παραλαβή της αίτησης ή, εάν η αίτηση δεν είναι πλήρης, εντός εξαμήνου από τη λήψη όλων των πληροφοριών που απαιτούνται για την απόφαση. Σε κάθε περίπτωση, εκδίδεται απόφαση χορήγησης ή άρνησης χορήγησης άδειας εντός δώδεκα (12) μηνών από την παραλαβή της αίτησης.

Άρθρο 17Προηγούμενη διαβούλευση με τις αρμόδιες αρχές άλλων κρατών−μελών (άρθρο 16 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Η Τράπεζα της Ελλάδος, προτού χορηγήσει άδεια λειτουργίας σε πιστωτικό ίδρυμα, διαβουλεύεται με τις αρμόδιες αρχές άλλου κράτους−μέλους στις περιπτώσεις κατά τις οποίες το πιστωτικό ίδρυμα: α) αποτελεί θυγατρική πιστωτικού ιδρύματος που έχει λάβει άδεια λειτουργίας στο άλλο κράτος−μέλος, β) αποτελεί θυγατρική της μητρικής επιχείρησης πιστωτικού ιδρύματος που έχει λάβει άδεια λειτουργίας στο άλλο κράτος−μέλος, γ) ελέγχεται από τα ίδια φυσικά ή νομικά πρόσωπα που ελέγχουν πιστωτικό ίδρυμα που έχει λάβει άδεια λειτουργίας στο άλλο κράτος−μέλος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Η Τράπεζα της Ελλάδος, προτού χορηγήσει άδεια λειτουργίας σε πιστωτικό ίδρυμα, συμβουλεύεται την αρμόδια αρχή η οποία είναι υπεύθυνη για την εποπτεία ασφαλιστικών επιχειρήσεων ή επιχειρήσεων επενδύσεων στο εμπλεκόμενο κράτος−μέλος όπου το πιστωτικό ίδρυμα: α) είναι θυγατρική ασφαλιστικής επιχείρησης ή επιχείρησης επενδύσεων με άδεια λειτουργίας στην Ένωση, β) είναι θυγατρική της μητρικής επιχείρησης ασφαλιστικής επιχείρησης ή επιχείρησης επενδύσεων με άδεια λειτουργίας στην Ένωση, γ) ελέγχεται από τα ίδια φυσικά ή νομικά πρόσωπα που ελέγχουν ασφαλιστική επιχείρηση ή επιχείρηση επενδύσεων με άδεια λειτουργίας στην Ένωση.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Οι αρμόδιες αρχές των παραγράφων 1 και 2 διαβουλεύονται μεταξύ τους, ιδίως όταν αξιολογούν την καταλληλότητα των υποψήφιων μετόχων, καθώς και τη φήμη και την εμπειρία των μελών του υπό σύσταση Διοικητικού Συμβουλίου, τα οποία τυχόν συμμετέχουν στη διαχείριση άλλης οντότητας του ίδιου ομίλου. Οι εν λόγω αρμόδιες αρχές διαβιβάζουν εκατέρωθεν οποιαδήποτε πληροφορία σχετικά με την καταλληλότητα των μετόχων, την εντιμότητα και την εμπειρία των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου που είναι σχετική με τη χορήγηση άδειας λειτουργίας του πιστωτικού ιδρύματος και τη σε βάθος χρόνου εκτίμηση της συμμόρφωσης με τους όρους λειτουργίας.

Άρθρο 18Υποκαταστήματα πιστωτικών ιδρυμάτων που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος−μέλος (άρθρο 17 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)

Δεν απαιτείται άδεια λειτουργίας ή αρχικό κεφάλαιο για υποκαταστήματα πιστωτικών ιδρυμάτων που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας με βάση την Οδηγία 2013/36/ΕΕ σε άλλα κράτη−μέλη. Η εγκατάσταση και η εποπτεία των υποκαταστημάτων αυτών διέπονται από τις διατάξεις της παραγράφου 6 του άρθρου 33, του άρθρου 34, του άρθρου 35, και, της παραγράφου 2 του άρθρου 39, της παραγράφου 2 του άρθρου 42, των άρθρων 44 έως 49, του άρθρου 50 και των άρθρων 66 και 67.

Άρθρο 19Ανάκληση άδειας λειτουργίας (άρθρο 18 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)

Η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να ανακαλέσει την άδεια λειτουργίας πιστωτικού ιδρύματος μόνο όταν το εν λόγω πιστωτικό ίδρυμα: α) παραιτείται ρητώς από αυτή, έπαυσε να ασκεί τη δραστηριότητά του για περίοδο μεγαλύτερη των έξι (6) μηνών ή δεν κάνει χρήση της άδειας λειτουργίας σε διάστημα δώδεκα (12) μηνών από τη λήψη της αδείας λειτουργίας του, β) απέκτησε την άδεια λειτουργίας με ψευδείς δηλώσεις ή με οποιονδήποτε άλλο μη σύννομο τρόπο, γ) δεν πληροί πλέον τους όρους υπό τους οποίους του χορηγήθηκε η άδεια λειτουργίας, δ) δεν πληροί το σύνολο των απαιτήσεων προληπτικής εποπτείας που προβλέπονται στα άρθρα 92 έως 403 και 411 έως 428 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 ή επιβάλλονται δυνάμει της περίπτωσης α΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 96 ή του άρθρου 98 ή δεν παρέχει πλέον την εγγύηση ότι μπορεί να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του έναντι των πιστωτών του και, κυρίως, δεν εξασφαλίζει πλέον την ασφάλεια των κεφαλαίων που του έχουν εμπιστευθεί οι καταθέτες του, ε) υπάγεται σε μία από τις άλλες περιπτώσεις ανάκλησης που προβλέπονται από την ισχύουσα νομοθεσία, στ) διαπράττει μία από τις παραβάσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του άρθρου 59, ζ) αδυνατεί ή αρνείται να αυξήσει τα ίδια κεφάλαιά του, η) παρακωλύει με οποιονδήποτε τρόπο τον έλεγχο που ασκείται από την Τράπεζα της Ελλάδος, θ) παραβαίνει διατάξεις νόμων σχετικών με την εποπτεία ή την άσκηση της δραστηριότητας των πιστωτικών ιδρυμάτων ή αποφάσεων της Τράπεζας της Ελλάδος, σε βαθμό που είναι δυνατόν να τίθενται σε διακινδύνευση η φερεγγυότητα του πιστωτικού ιδρύματος ή εν γένει η επίτευξη των στόχων της ασκούμενης από την Τράπεζα της Ελλάδος εποπτείας, ή ι) δημιουργούνται καταστάσεις που αναφέρονται στο δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 4 του άρθρου 14 ή η διάρθρωση του ομίλου του πιστωτικού ιδρύματος έχει μεταβληθεί κατά τρόπο που να παρεμποδίζεται η αποτελεσματική άσκηση των εποπτικών της αρμοδιοτήτων.

Άρθρο 20Επωνυμία των πιστωτικών ιδρυμάτων (άρθρο 19 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Για τους σκοπούς της άσκησης των δραστηριοτήτων τους, τα πιστωτικά ιδρύματα μπορούν να χρησιμοποιούν σε ολόκληρη την επικράτεια της Ευρωπαϊκής Ένωσης την ίδια επωνυμία που χρησιμοποιούν στο κράτος−μέλος της έδρας τους, ανεξαρτήτως των διατάξεων του κράτους−μέλους υποδοχής όσον αφορά τη χρήση των λέξεων «τράπεζα», «ταμιευτήριο» ή άλλων παρομοίων τραπεζικών επωνυμιών. Σε περίπτωση που υπάρχει κίνδυνος να δημιουργηθεί σύγχυση, η Τράπεζα της Ελλάδος απαιτεί, για λόγους σαφήνειας, να συνοδεύεται η επωνυμία από επεξηγηματικά στοιχεία.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Σε κάθε περίπτωση, η χρήση του όρου «τράπεζα», «ταμιευτήριο» ή οποιασδήποτε ξενόγλωσσης απόδοσής του στην επωνυμία ή το διακριτικό τίτλο επιχείρησης επιτρέπεται μόνο σε πιστωτικά ιδρύματα, εκτός εάν το είδος της δραστηριότητας της επιχείρησης, όπως αυτό προκύπτει από το καταστατικό της και όπως πρέπει παράλληλα να υποδηλώνεται στην επωνυμία και στο διακριτικό τίτλο της επιχείρησης, αποκλείει τον κίνδυνο σύγχυσης του κοινού.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Οι αμιγείς πιστωτικοί συνεταιρισμοί, που λαμβάνουν άδεια λειτουργίας από την Τράπεζα της Ελλάδος ως πιστωτικά ιδρύματα, μπορούν να χρησιμοποιούν στην επωνυμία τους τον όρο «Συνεταιριστική Τράπεζα».

Άρθρο 21Κοινοποίηση στην ΕΑΤ των χορηγήσεων και των ανακλήσεων άδειας λειτουργίας (άρθρο 20 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Η Τράπεζα της Ελλάδος κοινοποιεί στην ΕΑΤ κάθε άδεια λειτουργίας που χορηγεί, σύμφωνα με το άρθρο 8.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Η Τράπεζα της Ελλάδος όταν ενεργεί ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας αρχή παρέχει στις ενδιαφερόμενες αρμόδιες αρχές και στην ΕΑΤ όλες τις πληροφορίες σχετικά με τον όμιλο πιστωτικών ιδρυμάτων σύμφωνα με την παράγραφο 4 του άρθρου 14, την παράγραφο 1 του άρθρου 66 και την παράγραφο 2 του άρθρου 102 του παρόντος νόμου, ιδίως σχετικά με τη νομική και οργανωτική διάρθρωση του ομίλου και τη διακυβέρνησή του.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Η Τράπεζα της Ελλάδος κοινοποιεί στην ΕΑΤ κάθε ανάκληση άδειας λειτουργίας μαζί με τους λόγους της σχετικής ανάκλησης.

Άρθρο 22Παρέκκλιση για πιστωτικά ιδρύματα τα οποία συνδέονται κατά τρόπο μόνιμο με κεντρικό οργανισμό (άρθρο 21 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να παρεκκλίνει από τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στα άρθρα 10 και 12 και στην παράγραφο 1 του άρθρου 13 του παρόντος νόμου όσον αφορά πιστωτικό ίδρυμα που αναφέρεται στο άρθρο 10 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που καθορίζονται σε αυτόν.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Όταν η Τράπεζα της Ελλάδος αποφασίζει την παρέκκλιση της παραγράφου 1, τα άρθρα 18, 33, 34, 38, η παράγραφος 2 του άρθρου 39, τα άρθρα 41 και 42, τα άρθρα 44 έως 49, τα άρθρα 66 έως 88 και τα άρθρα 121 έως 132 εφαρμόζονται στο σύνολο του δικτύου που αποτελείται από τον κεντρικό οργανισμό και τα ιδρύματα που συνδέονται με αυτόν.

Άρθρο 23Γνωστοποίηση και αξιολόγηση προτεινόμενων αποκτήσεων συμμετοχής (άρθρο 22 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο («υποψήφιος αγοραστής») το οποίο, μεμονωμένα ή «από κοινού δράση» με άλλα πρόσωπα, έχει αποφασίσει είτε να αποκτήσει, άμεσα ή έμμεσα, ειδική συμμετοχή σε πιστωτικό ίδρυμα είτε να αυξήσει περαιτέρω, άμεσα ή έμμεσα, ειδική συμμετοχή σε πιστωτικό ίδρυμα, ούτως ώστε η αναλογία των δικαιωμάτων ψήφου ή των μεριδίων κεφαλαίου που κατέχει να φθάνει ή να υπερβαίνει τα όρια του 20%, του 1/3 ή του 50%, ή ώστε το πιστωτικό ίδρυμα να καταστεί θυγατρική του επιχείρηση («προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής»), απευθύνει έγγραφη γνωστοποίηση στην Τράπεζα της Ελλάδος σχετικά με το πιστωτικό ίδρυμα στο οποίο επιδιώκει είτε να αποκτήσει είτε να αυξήσει την ειδική συμμετοχή πριν από την απόκτηση, προσδιορίζοντας το ύψος της σκοπούμενης συμμετοχής και τις σχετικές πληροφορίες, όπως εξειδικεύονται, σύμφωνα με την παράγραφο 4 του άρθρου 24.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Κάθε υποψήφιος αγοραστής, ο οποίος έχει αποφασίσει να αποκτήσει ή να αυξήσει περαιτέρω, άμεσα ή έμμεσα, υφιστάμενη συμμετοχή σε πιστωτικό ίδρυμα που εδρεύει στην Ελλάδα ούτως ώστε το ποσοστό των δικαιωμάτων ψήφου ή του μετοχικού κεφαλαίου που θα κατέχει να φθάνει ή να υπερβαίνει το όριο του 5%, ενημερώνει προηγουμένως την Τράπεζα της Ελλάδος και της γνωστοποιεί το ποσοστό της νέας συμμετοχής. Η Τράπεζα της Ελλάδος αξιολογεί, κατά περίπτωση, εντός πέντε (5) εργάσιμων ημερών, εάν η συμμετοχή αυτή οδηγεί σε σημαντική επιρροή και σε θετική περίπτωση ενημερώνει τον υποψήφιο αγοραστή και προβαίνει στην απαιτούμενη αξιολόγηση της παραγράφου 1 του άρθρου 24.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Εφόσον τις συμμετοχές των παραγράφων 1 και 2 του παρόντος άρθρου προτίθενται να πραγματοποιήσουν νομικά πρόσωπα, αυτά γνωστοποιούν στην Τράπεζα της Ελλάδος την ταυτότητα των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου, των σημαντικότερων διευθυντικών στελεχών, των μετόχων που κατέχουν τουλάχιστον 5%, καθώς και όπου ενδείκνυται, την ταυτότητα των φυσικών προσώπων, υπό την έννοια του πραγματικού δικαιούχου της παρ. 16 του άρθρου 4 του ν. 3691/2008 (Α΄ 166), που, άμεσα ή έμμεσα, τα ελέγχουν, καθώς και κάθε μεταγενέστερη μεταβολή. Αντίστοιχη υποχρέωση γνωστοποίησης στην Τράπεζα της Ελλάδος υπέχουν και τα ανωτέρω φυσικά πρόσωπα.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Εάν τις συμμετοχές των παραγράφων 1 και 2 του παρόντος άρθρου προτίθενται να αποκτήσουν έμμεσα ένα ή περισσότερα πρόσωπα, η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να αξιολογεί με βάση τα κριτήρια του άρθρου 24, πέραν του υποψήφιου αγοραστή που προτίθεται να αποκτήσει άμεσα τη συμμετοχή και του πραγματικού δικαιούχου, και τα τυχόν παρεμβαλλόμενα, μεταξύ των δύο προηγούμενων περιπτώσεων, πρόσωπα.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Ως «από κοινού δράση» για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου καθώς και των άρθρων 24 έως 28 νοείται η περίπτωση κατά την οποία δύο ή περισσότεροι υποψήφιοι αγοραστές προτίθενται να ενεργούν συντονισμένα κατά την άσκηση των δικαιωμάτων τους μετά την απόκτηση μετοχών ή δικαιωμάτων ψήφου με συμφωνία που μπορεί να γίνεται εγγράφως ή προφορικά ή συνάγεται από πραγματικά περιστατικά, ανεξαρτήτως εάν τα πρόσωπα που δρουν από κοινού συνδέονται μεταξύ τους. Η κοινοποίηση των δικαιωμάτων ψήφου της ως άνω περίπτωσης στην Τράπεζα της Ελλάδος γίνεται είτε από τον κάθε υποψήφιο αγοραστή είτε από έναν από αυτούς, ο οποίος έχει εξουσιοδοτηθεί για το σκοπό αυτόν.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

α) Εφόσον οι κληρονόμοι προσώπου που ήταν κάτοχος συμμετοχής των παραγράφων 1 και 2 του παρόντος άρθρου, αποκτούν ατομικά συμμετοχή των ανωτέρω εδαφίων, ενημερώνουν σχετικά την Τράπεζα της Ελλάδος εντός προθεσμίας τεσσάρων (4) μηνών από την ημερομηνία θανάτου του κληρονομούμενου ή από την ημερομηνία νόμιμης επαγωγής της κληρονομίας σε αυτούς. Σε περίπτωση αποποίησης της κληρονομίας, η προαναφερόμενη προθεσμία παρατείνεται αντιστοίχως μέχρι την παρέλευση τεσσάρων (4) μηνών από την επαγωγή της κληρονομίας στους περαιτέρω κληρονόμους, οι οποίοι έχουν την υποχρέωση ενημέρωσης. Την ίδια υποχρέωση ενημέρωσης έχει και ο τυχόν εκτελεστής της διαθήκης ή ο κηδεμόνας της σχολάζουσας κληρονομίας ή ο εκκαθαριστής της κληρονομίας που ορίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας. β) Η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί, εφόσον κρίνει ότι κληρονόμοι εκ των αναφερομένων στην προηγούμενη περίπτωση δεν είναι κατάλληλοι για να διασφαλίσουν τη συνετή και χρηστή διαχείριση του πιστωτικού ιδρύματος, να ακολουθήσει τη διαδικασία των παραγράφων 4, 5 και 6 του άρθρου 27.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 7

Η Τράπεζα της Ελλάδος γνωστοποιεί εγγράφως στον υποψήφιο αγοραστή ότι παρέλαβε την κατά την παράγραφο 1 γνωστοποίηση ή τις κατά την παράγραφο 8 επιπλέον πληροφορίες αμελλητί και σε κάθε περίπτωση εντός δύο (2) εργάσιμων ημερών από την παραλαβή αυτών. Η Τράπεζα της Ελλάδος εντός μέγιστης προθεσμίας εξήντα (60) εργασίμων ημερών από την ημερομηνία της γραπτής επιβεβαίωσης της παραλαβής της γνωστοποίησης και όλων των εγγράφων που απαιτείται να επισυνάπτονται στη γνωστοποίηση βάσει του καταλόγου που προβλέπει η παράγραφος 4 του άρθρου 24 («περίοδος αξιολόγησης»), προκειμένου να διενεργήσει την αξιολόγηση που προβλέπεται στην παράγραφο 1 του άρθρου 24 («αξιολόγηση»). Η Τράπεζα της Ελλάδος ενημερώνει τον υποψήφιο αγοραστή, κατά την επιβεβαίωση της παραλαβής, για την ημερομηνία λήξης της περιόδου αξιολόγησης.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 8

Η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί μέχρι και την πεντηκοστή εργάσιμη ημέρα της περιόδου αξιολόγησης, εφόσον κριθεί αναγκαίο, να ζητά εγγράφως περαιτέρω πληροφορίες που είναι απαραίτητες για την ολοκλήρωση της αξιολόγησης. Το αίτημα αυτό υποβάλλεται εγγράφως και εξειδικεύει τα αναγκαία συμπληρωματικά πληροφοριακά στοιχεία. Κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ της ημερομηνίας κατά την οποία ζητήθηκαν οι πληροφορίες από την Τράπεζα της Ελλάδος και της ημερομηνίας παραλαβής της απάντησης του υποψήφιου αγοραστή, αναστέλλεται η περίοδος αξιολόγησης. Η αναστολή δεν υπερβαίνει τις είκοσι (20) εργάσιμες ημέρες. Η Τράπεζα της Ελλάδος έχει τη διακριτική ευχέρεια να υποβάλει περαιτέρω αιτήματα για τη συμπλήρωση ή τη διευκρίνιση των πληροφοριών, τούτο όμως δεν συνεπάγεται περαιτέρω αναστολή της περιόδου αξιολόγησης.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 9

Η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να παρατείνει την αναστολή που αναφέρεται στην παράγραφο 8 του παρόντος άρθρου έως τριάντα (30) εργάσιμες ημέρες, εάν ο υποψήφιος αγοραστής είναι εγκατεστημένος ή υπόκειται σε κανονιστικό πλαίσιο σε τρίτη χώρα ή είναι φυσικό ή νομικό πρόσωπο μη υποκείμενο στο εποπτικό καθεστώς που με βάση την ενωσιακή νομοθεσία διέπει τα πιστωτικά ιδρύματα, τις επιχειρήσεις επενδύσεων, τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις ή τις εταιρείες διαχείρισης Οργανισμών Συλλογικών Επενδύσεων σε Κινητές Αξίες (ΟΣΕΚΑ).

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 10

Εάν η Τράπεζα της Ελλάδος αποφασίσει να αντιταχθεί στην προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής, ενημερώνει εγγράφως τον υποψήφιο αγοραστή, εντός δύο (2) εργασίμων ημερών από την ολοκλήρωση της αξιολόγησης και χωρίς να υπερβαίνει την περίοδο αξιολόγησης, εκθέτοντας τους λόγους. Η απόφαση περί απόρριψης της συμμετοχής με τη δέουσα αιτιολόγηση μπορεί να δημοσιοποιείται κατά την κρίση της Τράπεζας της Ελλάδος ή και κατόπιν αιτήματος του υποψήφιου αγοραστή. Η θετική απόφαση δημοσιοποιείται σε κάθε περίπτωση.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 11

Εάν η Τράπεζα της Ελλάδος δεν αντιταχθεί εγγράφως στην προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής, εντός της περιόδου αξιολόγησης, τότε η προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής θεωρείται ότι εγκρίθηκε.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 12

Η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να ορίζει μέγιστη προθεσμία για την ολοκλήρωση της προτεινόμενης απόκτησης συμμετοχής και να παρατείνει την προθεσμία αυτή, οσάκις ενδείκνυται.

Άρθρο 24Κριτήρια αξιολόγησης (άρθρο 23 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Κατά την αξιολόγηση της γνωστοποίησης των παραγράφων 1 και 6 του άρθρου 23 και των πληροφοριών που αναφέρονται στην παράγραφο 8 του άρθρου 23, η Τράπεζα της Ελλάδος προκειμένου να εξασφαλίσει την ορθή και συνετή διοίκηση του πιστωτικού ιδρύματος για το οποίο προτείνεται η απόκτηση συμμετοχής, και λαμβάνοντας υπόψη την ενδεχόμενη επιρροή του υποψήφιου αγοραστή στο πιστωτικό ίδρυμα, αξιολογεί την καταλληλότητα του υποψήφιου αγοραστή και την ορθότητα της προτεινόμενης απόκτησης συμμετοχής από χρηματοοικονομική άποψη, σύμφωνα με το σύνολο των ακόλουθων κριτηρίων: α) τη φήμη του υποψήφιου αγοραστή, β) τη φήμη, τη γνώση, τις δεξιότητες και την πείρα, όπως ορίζεται στην παράγραφο 1 του άρθρου 83, ενός εκάστου εκ των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου και οποιουδήποτε ανώτερου διοικητικού στελέχους που θα διευθύνει τις δραστηριότητες του πιστωτικού ιδρύματος κατόπιν της προτεινόμενης απόκτησης συμμετοχής, γ) τη χρηματοοικονομική ευρωστία του υποψήφιου αγοραστή, ιδίως ως προς το είδος των δραστηριοτήτων που ασκούνται ή προβλέπεται ότι θα ασκούνται από το πιστωτικό ίδρυμα για το οποίο προτείνεται η απόκτηση συμμετοχής, δ) την ικανότητα του πιστωτικού ιδρύματος να συμμορφώνεται και να συνεχίσει να συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας βάσει του παρόντος νόμου και του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και, κατά περίπτωση, βάσει του ενωσιακού δικαίου και κυρίως των νόμων 3455/2006 και 4021/2011, όπως το κατά πόσον ο όμιλος του οποίου θα καταστεί μέλος διαθέτει δομή που καθιστά δυνατή την άσκηση αποτελεσματικής εποπτείας, την αποτελεσματική ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των αρμόδιων αρχών και τον προσδιορισμό της κατανομής των αρμοδιοτήτων μεταξύ τους, ε) κατά πόσον υπάρχουν βάσιμες υπόνοιες ότι, σε σχέση με την προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής, διαπράττεται, επιχειρείται να διαπραχθεί, έχει διαπραχθεί ή επιχειρήθηκε να διαπραχθεί, νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, κατά την έννοια του άρθρου 2 του ν. 3691/2008, σχετικά με την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, ή ότι η προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής είναι δυνατόν να αυξήσει αυτόν τον κίνδυνο.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να αντιταχθεί στην προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής μόνον εφόσον υπάρχουν βάσιμοι λόγοι γι’ αυτό, με βάση τα κριτήρια της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου ή εάν οι πληροφορίες που διαβιβάσθηκαν από τον υποψήφιο αγοραστή δεν είναι πλήρεις ή αληθείς.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Η Τράπεζα της Ελλάδος δεν επιβάλλει εκ των προτέρων όρους, όσον αφορά το ύψος της συμμετοχής που πρέπει να αποκτηθεί ούτε εξετάζει την προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής από πλευράς οικονομικών αναγκών της αγοράς.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

α) Η Τράπεζα της Ελλάδος με απόφασή της δημοσιοποιεί κατάλογο με τις αναγκαίες, για τους σκοπούς της προληπτικής εποπτείας, πληροφορίες για τη διενέργεια της αξιολόγησης, οι οποίες πρέπει να υποβάλονται σε αυτήν κατά τη γνωστοποίηση που προβλέπει η παράγραφος 1 του άρθρου 23. β) Οι πληροφορίες της περίπτωσης α΄ είναι προσαρμοσμένες αναλόγως με τα χαρακτηριστικά του υποψήφιου αγοραστή (φυσικό ή νομικό πρόσωπο, εποπτευόμενο ή μη κ.λπ.), το βαθμό συμμετοχής του στη διοίκηση του πιστωτικού ιδρύματος για το οποίο προτείνεται η απόκτηση συμμετοχής και το ύψος της σκοπούμενης συμμετοχής.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Με την επιφύλαξη των παραγράφων 7, 8 και 9 του άρθρου 23, εάν υποβληθούν στην Τράπεζα της Ελλάδος δύο ή περισσότερες προτάσεις για απόκτηση ή αύξηση ειδικών συμμετοχών στο ίδιο πιστωτικό ίδρυμα, η Τράπεζα της Ελλάδος αντιμετωπίζει όλους τους υποψήφιους αγοραστές αμερόληπτα.

Άρθρο 25Συνεργασία μεταξύ των αρμόδιων αρχών (άρθρο 24 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Η Τράπεζα της Ελλάδος, κατά την αξιολόγηση της απόκτησης συμμετοχής, διαβουλεύεται εκτενώς με τις οικείες αρμόδιες αρχές, εφόσον ο υποψήφιος αγοραστής είναι: α) πιστωτικό ίδρυμα, ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, επιχείρηση επενδύσεων ή επιχείρηση του άρθρου 31 του παρόντος νόμου ή εταιρεία διαχείρισης κατά την έννοια της περίπτωσης β΄ του άρθρου 3 του ν. 4099/2012 (Α΄ 250) («εταιρεία διαχείρισης ΟΣΕΚΑ»), με άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος−μέλος ή σε διαφορετικό κλάδο από αυτόν στον οποίο προτείνεται η απόκτηση συμμετοχής, β) μητρική επιχείρηση πιστωτικού ιδρύματος, ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, επιχείρησης επενδύσεων ή εταιρείας διαχείρισης ΟΣΕΚΑ, με άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος−μέλος ή σε διαφορετικό κλάδο από αυτόν στον οποίο προτείνεται η απόκτηση συμμετοχής, γ) φυσικό ή νομικό πρόσωπο που ελέγχει πιστωτικό ίδρυμα, ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, επιχείρηση επενδύσεων ή εταιρεία διαχείρισης ΟΣΕΚΑ, με άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος−μέλος ή σε διαφορετικό κλάδο από αυτόν στον οποίο προτείνεται η απόκτηση συμμετοχής.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Η Τράπεζα της Ελλάδος διαβιβάζει χωρίς υπαίτια καθυστέρηση στις αρμόδιες αρχές των λοιπών κρατώνμελών, για τους σκοπούς της αξιολόγησης της προτεινόμενης απόκτησης συμμετοχής που προβλέπεται στο παρόν άρθρο ή σε αντίστοιχη διάταξη νομοθεσίας κρατών−μελών που ενσωματώνει το άρθρο 22 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ, όπως ισχύει: α) κατόπιν αιτήματός τους, κάθε σχετική πληροφορία, και β) με δική της πρωτοβουλία, όλες τις ουσιαστικής σημασίας σχετικές πληροφορίες, διαβιβάζοντας και στις δύο περιπτώσεις τυχόν απόψεις ή επιφυλάξεις σχετικά με τον υποψήφιο αγοραστή.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να ζητά πληροφορίες από αρμόδιες αρχές άλλων κρατών−μελών για τους σκοπούς αξιολόγησης από αυτήν προτεινόμενης απόκτησης συμμετοχής. Στην απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος για την προτεινόμενη συμμετοχή σε πιστωτικό ίδρυμα που εδρεύει στην Ελλάδα επισημαίνονται τυχόν απόψεις ή επιφυλάξεις τις οποίες ενδεχομένως εξέφρασε η αλλοδαπή αρχή, στο πλαίσιο της ανωτέρω διαβούλευσης.

Άρθρο 26Γνωστοποίηση στην περίπτωση διάθεσης συμμετοχής (άρθρο 25 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)

Κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο αποφάσισε να παύσει να κατέχει, άμεσα ή έμμεσα, ειδική συμμετοχή σε πιστωτικό ίδρυμα, το κοινοποιεί στην Τράπεζα της Ελλάδος γραπτώς πριν από τη διάθεση συμμετοχής, αναφέροντας το ύψος της σχετικής συμμετοχής που προτίθεται να διατηρήσει. Το εν λόγω πρόσωπο κοινοποιεί επίσης στην Τράπεζα της Ελλάδος την απόφασή του να μειώσει την ειδική συμμετοχή του κατά τρόπον ώστε η αναλογία των δικαιωμάτων ψήφου ή των μεριδίων κεφαλαίου που κατέχει να μειωθεί κάτω από τα όρια του 20%, του 1/3 ή του 50% ή ώστε το πιστωτικό ίδρυμα να παύσει να είναι θυγατρική του.

Άρθρο 27Υποχρεώσεις ενημέρωσης και κυρώσεις (άρθρο 26 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Τα πιστωτικά ιδρύματα εντός δέκα (10) εργασίμων ημερών αφότου λάβουν γνώση αποκτήσεων ή εκχωρήσεων συμμετοχών στο κεφάλαιό τους, οι οποίες αυξάνουν ή μειώνουν τα ποσοστά συμμετοχής πάνω ή κάτω από τα όρια που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του άρθρου 23 και στο άρθρο 26, ενημερώνουν σχετικά την Τράπεζα της Ελλάδος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Τα πιστωτικά ιδρύματα, εντός δέκα (10) εργασίμων ημερών αφότου λάβουν γνώση, γνωστοποιούν, επίσης, στην Τράπεζα της Ελλάδος οποιαδήποτε αλλαγή στην ταυτότητα ή στα στοιχεία των προσώπων της περίπτωσης α΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 15 και λήφθηκαν υπόψη κατά τη χορήγηση της άδειας λειτουργίας των πιστωτικών ιδρυμάτων ή τη διαδικασία έγκρισης μετέπειτα αλλαγών των στοιχείων αυτών.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Τα πιστωτικά ιδρύματα υποβάλλουν στην Τράπεζα της Ελλάδος, τουλάχιστον ετησίως, μέχρι τη 15η Ιουλίου κάθε έτους, τα ονόματα των μετόχων ή εταίρων που έχουν συμμετοχή άνω του 1%, καθώς και τα ποσοστά των συμμετοχών αυτών, όπως προκύπτουν, ιδίως, από τα στοιχεία που συγκεντρώθηκαν κατά την ετήσια γενική συνέλευση των μετόχων ή εταίρων ή από τις πληροφορίες που λαμβάνονται δυνάμει των υποχρεώσεων που υπέχουν οι εταιρείες των οποίων οι μετοχές είναι εισηγμένες προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Σε περίπτωση που η επιρροή των προσώπων στα οποία αναφέρεται το άρθρο 23 είναι δυνατόν να αποβεί εις βάρος της συνετής και χρηστής διαχείρισης του ιδρύματος, η Τράπεζα της Ελλάδος λαμβάνει τα κατάλληλα μέτρα για να τερματισθεί αυτή η κατάσταση, όπως προσωρινά μέτρα, κυρώσεις, τηρουμένων των άρθρων 57 έως 64, κατά των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου και των διευθυντικών στελεχών ή επιβάλλει την παύση των αποτελεσμάτων εκ της άσκησης των δικαιωμάτων ψήφου που απορρέουν από την εν λόγω συμμετοχή.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Παρόμοια μέτρα εφαρμόζονται κατά των φυσικών ή νομικών προσώπων που παραβαίνουν την υποχρέωση να ενημερώνουν προηγουμένως την Τράπεζα της Ελλάδος, όπως ορίζεται στην παράγραφο 1 του άρθρου 23 και υπό την επιφύλαξη των άρθρων 57 έως 64.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Σε περίπτωση που αποκτηθεί συμμετοχή παρά την αντίθεση της Τράπεζας της Ελλάδος, ανεξάρτητα από τυχόν άλλες κυρώσεις που μπορούν να επιβληθούν με βάση την ισχύουσα νομοθεσία, παύει αυτοδικαίως να έχει αποτέλεσμα η άσκηση των δικαιωμάτων ψήφου που απορρέουν από την εν λόγω συμμετοχή.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 7

Σε περίπτωση μη τήρησης των υποχρεώσεων γνωστοποίησης στην Τράπεζα της Ελλάδος περί της αλλαγής της ταυτότητας των φυσικών προσώπων που ελέγχουν νομικά πρόσωπα, κατόχους συμμετοχής, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στην παράγραφο 3 του άρθρου 23 ή εφόσον δεν υπάρξει συμμόρφωση προς την τυχόν απαίτηση της Τράπεζας της Ελλάδος για την εφαρμογή των προβλεπομένων στις περιπτώσεις β΄ και γ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 15, παύει αυτοδικαίως να έχει αποτέλεσμα η άσκηση των δικαιωμάτων ψήφου που απορρέουν από τη συμμετοχή του νομικού προσώπου στο μετοχικό κεφάλαιο του πιστωτικού ιδρύματος και η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να επιβάλει με απόφασή της τις κυρώσεις που προβλέπονται στην περίπτωση ε΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 58.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 8

Για τους σκοπούς της εποπτείας, η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να ζητά από τα πιστωτικά ιδρύματα τη γνωστοποίηση των στοιχείων της ταυτότητας και το ύψος του ποσοστού συμμετοχής των μεγαλύτερων μετόχων τους που αθροιστικά συγκεντρώνουν στην κατοχή τους την πλειοψηφία των δικαιωμάτων ψήφου του πιστωτικού ιδρύματος.

Άρθρο 28Κριτήρια ειδικής συμμετοχής (άρθρο 27 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Προκειμένου να προσδιορισθεί εάν πληρούνται τα κριτήρια ειδικής συμμετοχής, όπως αναφέρονται στα άρθρα 23, 26 και 27 του παρόντος νόμου, λαμβάνονται υπόψη τα δικαιώματα ψήφου και οι όροι για την άθροιση αυτών που αναφέρονται στα άρθρα 9, 10, 12 και στις παραγράφους 4 και 5 του άρθρου 13 του ν. 3556/2007.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Κατά την εξέταση των κριτηρίων ειδικής συμμετοχής του άρθρου 27 του παρόντος νόμου, δεν λαμβάνονται υπόψη τα δικαιώματα ψήφου ή οι μετοχές με δικαίωμα ψήφου τις οποίες κατέχουν ιδρύματα ως αποτέλεσμα αναδοχής ή τοποθέτησης χρηματοοικονομικών μέσων με δέσμευση ανάληψης, σύμφωνα με την περίπτωση στ΄ της παρ. 1 του άρθρου 4 του ν. 3606/2007, υπό τον όρο ότι τα εν λόγω δικαιώματα δεν ασκούνται ούτε χρησιμοποιούνται κατ’ άλλο τρόπο με σκοπό την παρέμβαση στη διοίκηση του εκδότη και εφόσον υπάρχει πρόθεση μεταβίβασης εντός ενός έτους από την απόκτηση.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να ρυθμίζει ειδικά θέματα και λεπτομέρειες εφαρμογής των άρθρων 23 έως 28 του παρόντος νόμου, ιδίως αναφορικά με τα υπόχρεα πρόσωπα, τα υποβαλλόμενα στοιχεία ή πληροφορίες κατ’ αντιστοιχία προς τα προβλεπόμενα στο άρθρο 15 ή τα κριτήρια αξιολόγησης.

Άρθρο 29Αρχικό κεφάλαιο των επιχειρήσεων επενδύσεων (άρθρο 28 και 29 (1) (2) (4) της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Οι επιχειρήσεις επενδύσεων διαθέτουν αρχικό κεφάλαιο το οποίο αποτελείται μόνο από ένα ή περισσότερα από τα στοιχεία που αναφέρονται στις περιπτώσεις α΄ έως ε΄ της παρ. 1 του άρθρου 26 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και, με την επιφύλαξη της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου, ανέρχεται κατ’ ελάχιστον σε εκατόν είκοσι πέντε χιλιάδες (125.000) ευρώ.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Οι επιχειρήσεις επενδύσεων που προβαίνουν σε διαπραγμάτευση για ίδιο λογαριασμό, σε αναδοχή χρηματοπιστωτικών μέσων ή τοποθέτηση χρηματοπιστωτικών μέσων με δέσμευση ανάληψης ή σε λειτουργία Πολυμερούς Μηχανισμού Διαπραγμάτευσης (ΠΜΔ) διαθέτουν αρχικό κεφάλαιο το οποίο ανέρχεται κατ’ ελάχιστον σε επτακόσιες τριάντα χιλιάδες (730.000) ευρώ.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Κατ’ εξαίρεση της παραγράφου 2 οι επιχειρήσεις επενδύσεων της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου που εκτελούν εντολές πελατών για χρηματοοικονομικά μέσα μπορούν να κατέχουν τέτοια μέσα για ίδιο λογαριασμό, εφόσον πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις: α) η λήψη τέτοιων θέσεων οφείλεται αποκλειστικά στο γεγονός ότι η επιχείρηση επενδύσεων δεν είναι ικανή να εξασφαλίσει την επακριβή κάλυψη των εντολών των επενδυτών, β) η συνολική αγοραία αξία αυτών των θέσεων δεν υπερβαίνει το 15% του αρχικού κεφαλαίου της επιχείρησης, γ) η επιχείρηση πληροί τις απαιτήσεις που καθορίζονται στα άρθρα 92 έως 95 και στα άρθρα 387 έως 403 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, δ) οι θέσεις αυτές έχουν συμπτωματικό και προσωρινό χαρακτήρα και είναι αυστηρά περιορισμένες στο διάστημα που απαιτείται για τη διεκπεραίωση της εν λόγω συναλλαγής.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Η κατοχή θέσεων εκτός χαρτοφυλακίου συναλλαγών σε χρηματοοικονομικά μέσα για την επένδυση ιδίων κεφαλαίων δεν θεωρείται διαπραγμάτευση για ίδιο λογαριασμό.

Άρθρο 30Αρχικό κεφάλαιο τοπικών επιχειρήσεων (άρθρο 30 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)

Οι τοπικές επιχειρήσεις διαθέτουν αρχικό κεφάλαιο πενήντα χιλιάδες (50.000) ευρώ εφόσον απολαμβάνουν του δικαιώματος ελεύθερης εγκατάστασης ή ελεύθερης παροχής υπηρεσιών που προβλέπονται στα άρθρα 31 και 33 του ν. 3606/2007.

Άρθρο 31Κάλυψη για επιχειρήσεις που δεν επιτρέπεται να κατέχουν κεφάλαια ή τίτλους πελατών (άρθρο 31 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Για τις εταιρείες της περίπτωσης γ΄ του σημείου 2 της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, η κάλυψη λαμβάνει μία από τις ακόλουθες μορφές: α) αρχικό κεφάλαιο πενήντα χιλιάδες (50.000) ευρώ, β) ασφάλιση επαγγελματικής ευθύνης καλύπτουσα ολόκληρο το έδαφος της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή ισοδύναμη εγγύηση έναντι της ευθύνης από επαγγελματική αμέλεια, για ποσό ύψους ενός εκατομμυρίου (1.000.000) ευρώ τουλάχιστον ανά απαίτηση και συνολικά ενός εκατομμυρίου πεντακοσίων χιλιάδων (1.500.000) ευρώ κατ’ έτος για όλες τις απαιτήσεις, γ) συνδυασμό αρχικού κεφαλαίου και ασφάλισης επαγγελματικής ευθύνης με τρόπο που να οδηγεί σε επίπεδο κάλυψης αντίστοιχο με το προβλεπόμενο στις περιπτώσεις α΄ ή β΄.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Αν επιχείρηση της προηγούμενης παραγράφου είναι επίσης εγγεγραμμένη στο οικείο μητρώο βάσει του π.δ. 190/ 2006 (Α’ 196) ως ασφαλιστής ή ασφαλιστικός διαμεσολαβητής, συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις της παραγράφου 3 του άρθρου 4 του εν λόγω προεδρικού διατάγματος, διαθέτει ως επιπλέον κάλυψη και ένα από τα παρακάτω: α) αρχικό κεφάλαιο είκοσι πέντε χιλιάδες (25.000) ευρώ, β) ασφάλιση επαγγελματικής ευθύνης καλύπτουσα ολόκληρο το έδαφος της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή ισοδύναμη εγγύηση έναντι της ευθύνης από επαγγελματική αμέλεια, για ποσό πεντακοσίων χιλιάδων (500.000) ευρώ τουλάχιστον ανά απαίτηση και συνολικά επτακοσίων πενήντα χιλιάδων (750.000) ευρώ κατ’ έτος για όλες τις απαιτήσεις, γ) συνδυασμό αρχικού κεφαλαίου και ασφάλισης επαγγελματικής ευθύνης με τρόπο που να οδηγεί σε επίπεδο κάλυψης αντίστοιχο με το προβλεπόμενο στις περιπτώσεις α΄ ή β΄.

Άρθρο 32Διατηρησιμότητα ιδίων κεφαλαίων (άρθρο 32 (4) της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Τα ίδια κεφάλαια των επιχειρήσεων επενδύσεων και των επιχειρήσεων του άρθρου 30 δεν πρέπει να μειωθούν κάτω από τα επίπεδα που ορίζονται στο άρθρο 29 ή στο άρθρο 30 αντίστοιχα.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Τα ίδια κεφάλαια των ανωνύμων εταιρειών παροχής επενδυτικών υπηρεσιών του άρθρου 31 που διαθέτουν ως κάλυψη αρχικό κεφάλαιο δεν υπολείπονται σε συνεχή βάση του κατά περίπτωση απαιτούμενου ύψους αρχικού κεφαλαίου.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΠΑΡΟΧΗ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ
Άρθρο 33Ίδρυση υποκαταστημάτων στην Ελλάδα και σε άλλα κράτη − μέλη από πιστωτικά ιδρύματα που εδρεύουν στην Ελλάδα (άρθρα 33, 35 (1) (2) (3) (4) και 36 (3) της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Πιστωτικό ίδρυμα, που εδρεύει στην Ελλάδα, μπορεί να ασκεί τις δραστηριότητες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του άρθρου 11 σε άλλα κράτη−μέλη, μέσω υποκαταστήματος, εφόσον αυτές καλύπτονται από την άδεια λειτουργίας του και τηρείται η διαδικασία των παραγράφων 2 έως 6.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Το πιστωτικό ίδρυμα που επιθυμεί να ιδρύσει υποκατάστημα σε άλλο κράτος−μέλος προβαίνει σε σχετική γνωστοποίηση προς την Τράπεζα της Ελλάδος. Η γνωστοποίηση αυτή πρέπει να περιλαμβάνει: α) το κράτος−μέλος στο οποίο πρόκειται να ιδρυθεί το υποκατάστημα, β) το πρόγραμμα δραστηριοτήτων στο οποίο αναγράφονται ιδίως το είδος των εργασιών τις οποίες προτίθεται να ασκήσει το υποκατάστημα και η οργανωτική του δομή, που καλύπτει και τα συστήματα εσωτερικού ελέγχου και διαχείρισης κινδύνων, γ) τη διεύθυνση του υποκαταστήματος στο κράτοςμέλος υποδοχής, στην οποία μπορεί να ζητούνται έγγραφα και στοιχεία και δ) τα ονόματα των προσώπων που είναι υπεύθυνα για τη διεύθυνση του υποκαταστήματος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Η Τράπεζα της Ελλάδος μέσα σε τρεις (3) μήνες από την κοινοποίηση των πληροφοριών και των στοιχείων της προηγούμενης παραγράφου τα κοινοποιεί στις αρμόδιες αρχές του κράτους−μέλους υποδοχής και ενημερώνει σχετικά το ενδιαφερόμενο πιστωτικό ίδρυμα.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Η Τράπεζα της Ελλάδος κοινοποιεί επίσης, στις αρμόδιες αρχές του κράτους−μέλους υποδοχής το ύψος και τη σύνθεση των ιδίων κεφαλαίων και το άθροισμα των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων του πιστωτικού ιδρύματος δυνάμει του άρθρου 92 του Κανονισμού (ΕΕ) 575/2013.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Εάν η Τράπεζα της Ελλάδος έχει λόγους να αμφιβάλλει ως προς την επάρκεια της διοικητικής οργάνωσης ή της οικονομικής κατάστασης του πιστωτικού ιδρύματος που σκοπεύει να ιδρύσει υποκατάστημα σε άλλο κράτος−μέλος είτε περιορίζει τις προτεινόμενες δραστηριότητες του εν λόγω υποκαταστήματος είτε αρνείται να κοινοποιήσει στις αρμόδιες αρχές του κράτους υποδοχής τις πληροφορίες των παραγράφων 2 και 4 και γνωστοποιεί τους λόγους στο ενδιαφερόμενο ίδρυμα μέσα σε τρεις (3) μήνες από τη λήψη όλων των σχετικών πληροφοριών των παραγράφων 2 και 4. Η άρνηση κοινοποίησης ή η παράλειψη απάντησης εντός της προθεσμίας αυτής ισοδυναμεί με άρνηση. Κατά τα λοιπά εφαρμόζεται το άρθρο 64.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Αν μεταβληθεί το περιεχόμενο των πληροφοριών που κοινοποιήθηκαν, σύμφωνα με τις περιπτώσεις β΄, γ΄ και δ΄ της παραγράφου 2, το πιστωτικό ίδρυμα υποχρεούται να κοινοποιήσει εγγράφως τη μεταβολή στην Τράπεζα της Ελλάδος τουλάχιστον ένα (1) μήνα πριν γίνει η μεταβολή αυτή, ώστε η Τράπεζα της Ελλάδος να μπορεί να ενεργήσει, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 3 και 5.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 7

Με απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος καθορίζονται οι όροι, οι προϋποθέσεις και η εν γένει διαδικασία για την ίδρυση νέων υποκαταστημάτων στην Ελλάδα από τα πιστωτικά ιδρύματα που εποπτεύονται από αυτή.

Άρθρο 34Ίδρυση υποκαταστημάτων στην Ελλάδα από πιστωτικά ιδρύματα που εδρεύουν σε άλλα κράτη−μέλη (άρθρα 33, 36 (1) (2) (3) και 38 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Πιστωτικό ίδρυμα, που εδρεύει σε άλλο κράτοςμέλος, μπορεί να ασκεί τις δραστηριότητες που προβλέπονται στην παράγραφο 1 του άρθρου 11 μέσω υποκαταστήματος στην Ελλάδα, εφόσον οι δραστηριότητες του υποκαταστήματος αυτού καλύπτονται από την άδεια λειτουργίας του πιστωτικού ιδρύματος στο κράτος−μέλος προέλευσης και υπό την προϋπόθεση της κοινοποίησης στην Τράπεζα της Ελλάδος, από τις αρμόδιες αρχές του κράτους−μέλους προέλευσης όλων των πληροφοριών που αναφέρονται στις παραγράφους 2 και 4 του άρθρου 33, καθώς και αναλυτικών πληροφοριών ως προς το σύστημα εγγύησης καταθέσεων που λειτουργεί στο κράτος−μέλος προέλευσης. Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, περισσότερες της μιας μονάδες εκμετάλλευσης, που λειτουργούν στην Ελλάδα, θεωρούνται ως ένα μόνον υποκατάστημα.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Η Τράπεζα της Ελλάδος, εντός προθεσμίας δύο (2) μηνών από την παραλαβή της κοινοποίησης της προηγούμενης παραγράφου, οργανώνει την εποπτεία του υποκαταστήματος, σύμφωνα με τις αρμοδιότητες που προβλέπονται στο άρθρο 39 και στα άρθρα 44 έως 49 και, αν το κρίνει αναγκαίο, κοινοποιεί τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες οι δραστηριότητες του υποκαταστήματος αυτού πρέπει να ασκούνται στην Ελλάδα για λόγους δημοσίου συμφέροντος, σύμφωνα με το άρθρο 39.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Το υποκατάστημα μπορεί να εγκατασταθεί και να αρχίσει να ασκεί τις δραστηριότητές του στην Ελλάδα μόλις λάβει σχετική κοινοποίηση της Τράπεζας της Ελλάδος, ή, σε περίπτωση μη απάντησης εκ μέρους της, μόλις λήξει η δίμηνη προθεσμία της προηγούμενης παραγράφου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Αν μεταβληθεί το περιεχόμενο των πληροφοριών που αναφέρονται στις περιπτώσεις β΄, γ΄ και δ΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 33 ή που αφορούν τα συστήματα εγγύησης καταθέσεων που αναφέρονται στην παράγραφο 1, το πιστωτικό ίδρυμα κοινοποιεί εγγράφως αυτήν τη μεταβολή στην Τράπεζα της Ελλάδος, τουλάχιστον ένα (1) μήνα πριν την επέλευσή της, ώστε η Τράπεζα της Ελλάδος να προβεί στις ενέργειες που προβλέπονται στην παράγραφο 2.

Άρθρο 35Ενημέρωση για απορριπτικές αποφάσεις (άρθρο 37 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)

Η Τράπεζα της Ελλάδος ενημερώνει την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και την ΕΑΤ για τον αριθμό και το είδος των περιπτώσεων για τις οποίες υπήρξαν απορριπτικές αποφάσεις σύμφωνα με το άρθρο 33.

Άρθρο 36Παροχή υπηρεσιών, με ή χωρίς εγκατάσταση, σε τρίτες χώρες από πιστωτικά ιδρύματα που εδρεύουν στην Ελλάδα − Παροχή υπηρεσιών στην Ελλάδα από πιστωτικά ιδρύματα που εδρεύουν σε τρίτες χώρες (άρθρο 47 (1) και (3) της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Η Τράπεζα της Ελλάδος αποφασίζει για τη χορήγηση άδειας σε πιστωτικά ιδρύματα, που εδρεύουν στην Ελλάδα, προκειμένου να ιδρύσουν υποκατάστημα σε τρίτες χώρες.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Για την ίδρυση και λειτουργία στην Ελλάδα υποκαταστημάτων πιστωτικού ιδρύματος που εδρεύει σε τρίτη χώρα, η άδεια χορηγείται από την Τράπεζα της Ελλάδος με βάση την αρχή της αμοιβαιότητας και με την επιφύλαξη των συμφωνιών που συνάπτει η Ευρωπαϊκή Ένωση με βάση την παρ. 3 του άρθρου 47 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ, εφόσον πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις: α) πριν από την έναρξη λειτουργίας του πρώτου υποκαταστήματος υφίσταται προικώο κεφάλαιο, σύμφωνα με την περίπτωση β΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 12, που θα επέχει θέση ιδίων κεφαλαίων για τη δραστηριότητα του υποκαταστήματος στην Ελλάδα. Τα στοιχεία των ιδίων κεφαλαίων του υποκαταστήματος καθορίζονται με απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος, β) το πιστωτικό ίδρυμα υποβάλλει τα στοιχεία και τις πληροφορίες που ζητούνται από την Τράπεζα της Ελλάδος, προκειμένου αυτή να διαμορφώσει σαφή εικόνα για τη δραστηριότητά του στο πλαίσιο άσκησης της εποπτικής της αρμοδιότητας.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Για την ίδρυση στην Ελλάδα περισσότερων υποκαταστημάτων πιστωτικού ιδρύματος που εδρεύει σε τρίτη χώρα εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις της παραγράφου 7 του άρθρου 33.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να ανακαλέσει την άδεια λειτουργίας των υποκαταστημάτων πιστωτικών ιδρυμάτων που εδρεύουν σε τρίτες χώρες όταν δεν εκπληρώνονται πλέον οι όροι της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου, σύμφωνα με τους οποίους χορηγήθηκε η άδεια αυτή, ή συντρέχει οποιοσδήποτε από τους όρους του άρθρου 19 και ιδιαίτερα όταν έχει ανακληθεί η άδεια του πιστωτικού ιδρύματος από τις αρμόδιες αρχές της τρίτης χώρας.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Πιστωτικό ίδρυμα, που εδρεύει στην Ελλάδα και επιθυμεί να παρέχει σε τρίτη χώρα, χωρίς εγκατάσταση, μία ή περισσότερες από τις δραστηριότητες για τις οποίες έχει λάβει άδεια από την Τράπεζα της Ελλάδος κοινοποιεί την πρόθεσή του αυτή στην Τράπεζα της Ελλάδος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Το καθεστώς της παροχής υπηρεσιών στην Ελλάδα πιστωτικών ιδρυμάτων που εδρεύουν σε τρίτες χώρες δεν επιτρέπεται σε καμία περίπτωση να είναι ευνοϊκότερο από το αντίστοιχο των πιστωτικών ιδρυμάτων που εδρεύουν και λειτουργούν σε άλλο κράτος−μέλος και ασκούν δραστηριότητα με ή χωρίς εγκατάσταση στην Ελλάδα.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 7

Η κατά το άρθρο αυτό άσκηση δραστηριοτήτων στην Ελλάδα πραγματοποιείται με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 39.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 8

Η Τράπεζα της Ελλάδος: α) Εποπτεύει τη ρευστότητα των υποκαταστημάτων στην Ελλάδα των πιστωτικών ιδρυμάτων που εδρεύουν σε τρίτες χώρες. β) Μπορεί να καθορίζει για το σκοπό της παρούσας παραγράφου κανόνες γενικής εφαρμογής, με την προϋπόθεση ότι τα μέτρα αυτά δεν μπορεί να οδηγούν σε ευνοϊκότερο καθεστώς σε σχέση με εκείνο των πιστωτικών ιδρυμάτων που εδρεύουν στα κράτη−μέλη. γ) Μπορεί να αίρει, κατά περίπτωση, την υποχρέωση τήρησης ορισμένων ή όλων των προαναφερθέντων κανόνων, με την προϋπόθεση ότι το πιστωτικό ίδρυμα δεσμεύεται έναντι της Τράπεζας της Ελλάδος ότι θα καλύπτει διαρκώς με ισοδύναμο τρόπο τις ανάγκες ρευστότητας των υποκαταστημάτων του στην Ελλάδα.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 9

Η Τράπεζα της Ελλάδος καθορίζει την απαιτούμενη πληροφόρηση για την άσκηση των αρμοδιοτήτων του παρόντος νόμου.

Άρθρο 37Ενημέρωση για άδειες υποκαταστημάτων τρίτων χωρών (άρθρο 47 (2) της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)

Η Τράπεζα της Ελλάδος ενημερώνει την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, την ΕΑΤ και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή Τραπεζών για κάθε χορηγούμενη άδεια λειτουργίας υποκαταστήματος πιστωτικού ιδρύματος που εδρεύει σε τρίτη χώρα.

Άρθρο 38Παροχή υπηρεσιών χωρίς εγκατάσταση στην Ελλάδα από πιστωτικά ιδρύματα που εδρεύουν σε άλλο κράτος−μέλος Παροχή υπηρεσιών χωρίς εγκατάσταση σε άλλο κράτος−μέλος από πιστωτικά ιδρύματα που εδρεύουν στην Ελλάδα (άρθρα 33 και 39 (1) και (2) της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Πιστωτικό ίδρυμα, που εδρεύει στην Ελλάδα και επιθυμεί να παράσχει υπηρεσίες για πρώτη φορά σε άλλο κράτος−μέλος χωρίς να εγκατασταθεί σε αυτό, γνωστοποιεί στην Τράπεζα της Ελλάδος εκείνες από τις δραστηριότητες, που περιλαμβάνονται στην παράγραφο 1 του άρθρου 11, τις οποίες προτίθεται να ασκήσει.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Η Τράπεζα της Ελλάδος κοινοποιεί στις αρμόδιες αρχές του κράτους−μέλους υποδοχής τη γνωστοποίηση της προηγούμενης παραγράφου μέσα σε προθεσμία ενός (1) μήνα από την παραλαβή της.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Για την παροχή υπηρεσιών στην Ελλάδα από πιστωτικό ίδρυμα άλλου κράτους−μέλους για πρώτη φορά πρέπει προηγουμένως να έχει κοινοποιηθεί στην Τράπεζα της Ελλάδος, από τις αρμόδιες αρχές του κράτους−μέλους προέλευσης του πιστωτικού ιδρύματος η αντίστοιχη γνωστοποίηση, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις παραγράφους 1 και 2 του παρόντος άρθρου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Η κατά το παρόν άρθρο άσκηση δραστηριοτήτων στην Ελλάδα επιτρέπεται υπό την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 39.

Άρθρο 39Λόγοι δημοσίου συμφέροντος − Διαφήμιση (άρθρο 46 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Τα πιστωτικά ιδρύματα και τα χρηματοδοτικά ιδρύματα που εδρεύουν σε άλλα κράτη−μέλη ή σε τρίτες χώρες και ασκούν δραστηριότητες του καταλόγου της παραγράφου 1 του άρθρου 11 είτε μέσω υποκαταστημάτων είτε μέσω παροχής υπηρεσιών χωρίς εγκατάσταση στην Ελλάδα, επιτρέπεται να ασκούν τις δραστηριότητες αυτές με τον ίδιο τρόπο που τις ασκούν στη χώρα προέλευσής τους, εφόσον δεν παραβιάζουν διατάξεις, οι οποίες, στο πλαίσιο της νομοθεσίας περί πιστωτικών ιδρυμάτων, κεφαλαιαγοράς, καταπολέμησης της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας και προστασίας του καταναλωτή, αποβλέπουν στην προστασία των επενδυτών και καταναλωτών τραπεζικών προϊόντων και υπηρεσιών ή άλλες διατάξεις δημοσίου συμφέροντος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Τα πιστωτικά και χρηματοδοτικά ιδρύματα της παραγράφου 1 επιτρέπεται να διαφημίζουν τις υπηρεσίες που παρέχουν, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις, που διέπουν τον τύπο και το περιεχόμενο της εν λόγω διαφήμισης με σκοπό την ορθή και επαρκή πληροφόρηση του κοινού.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Η Τράπεζα της Ελλάδος στο πλαίσιο της αρμοδιότητάς της για τον έλεγχο της διαφάνειας των διαδικασιών και των όρων συναλλαγών των εποπτευόμενων από αυτήν προσώπων, μπορεί να απαιτεί την προσαρμογή του περιεχομένου των διαφημίσεών τους.

Άρθρο 40Ίδρυση Γραφείων Αντιπροσωπείας πιστωτικών ιδρυμάτων στην Ελλάδα

Η Τράπεζα της Ελλάδος καθορίζει με αποφάσεις της τις δραστηριότητες, τους όρους και τις προϋποθέσεις χορήγησης άδειας ίδρυσης και λειτουργίας Γραφείων Αντιπροσωπείας πιστωτικών ιδρυμάτων στην Ελλάδα, καθώς και κάθε ζήτημα που αφορά την ανάκληση της άδειάς τους, με ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων για την ίδρυση και λειτουργία υποκαταστημάτων.

Άρθρο 41Παροχή υπηρεσιών στην Ελλάδα από χρηματοδοτικά ιδρύματα που εδρεύουν σε άλλο κράτος−μέλος και είναι θυγατρικές επιχειρήσεις πιστωτικών ιδρυμάτων (άρθρο 34 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Χρηματοδοτικό ίδρυμα, που εδρεύει σε άλλο κράτος−μέλος και είναι θυγατρική ενός ή περισσότερων πιστωτικών ιδρυμάτων, επιτρέπεται να ασκεί στην Ελλάδα οποιαδήποτε από τις δραστηριότητες της παραγράφου 1 του άρθρου 11 είτε μέσω εγκατάστασης υποκαταστήματος στην Ελλάδα είτε με τη μορφή παροχής υπηρεσιών, σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 34 και της παραγράφου 3 του άρθρου 38 και υπό τους όρους και τις προϋποθέσεις των άρθρων 33, 38, 39 και 44 έως 49, εφόσον το καταστατικό του επιτρέπει την άσκηση των δραστηριοτήτων αυτών και επιπλέον πληρούνται σωρευτικά οι κατωτέρω προϋποθέσεις: α) η μητρική επιχείρηση ή οι μητρικές επιχειρήσεις έχουν λάβει άδεια λειτουργίας ως πιστωτικά ιδρύματα στο κράτος−μέλος στο οποίο εδρεύει το χρηματοδοτικό ίδρυμα, β) οι ανωτέρω δραστηριότητες ασκούνται πράγματι από το χρηματοδοτικό ίδρυμα στο εν λόγω κράτοςμέλος, γ) η μητρική επιχείρηση ή οι μητρικές επιχειρήσεις κατέχουν τουλάχιστον το 90% των δικαιωμάτων ψήφου που απορρέουν από την κατοχή μετοχών ή μεριδίων του χρηματοδοτικού ιδρύματος, δ) η μητρική επιχείρηση ή οι μητρικές επιχειρήσεις αποδεικνύουν ότι η διαχείριση του χρηματοδοτικού ιδρύματος ασκείται με σύνεση και, μετά από προηγούμενη συγκατάθεση των αρμόδιων αρχών του κράτουςμέλους προέλευσης, δηλώνουν στην Τράπεζα της Ελλάδος ότι ευθύνονται εις ολόκληρον για τις υποχρεώσεις που αναλαμβάνει το χρηματοδοτικό ίδρυμα, ε) το χρηματοδοτικό ίδρυμα υπάγεται, ιδίως ως προς τις εν λόγω δραστηριότητες, στην εποπτεία σε ενοποιημένη βάση στην οποία υπόκειται η μητρική του επιχείρηση ή καθεμία από τις μητρικές του επιχειρήσεις, σύμφωνα με τα άρθρα 104 έως 120 και τα άρθρα 11 έως 24 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, ιδίως σε σχέση με τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων που ορίζονται στο άρθρο 92 του εν λόγω Κανονισμού, για τον έλεγχο των μεγάλων χρηματοδοτικών ανοιγμάτων που προβλέπεται στα άρθρα 387 έως 403 του εν λόγω Κανονισμού και για τον περιορισμό των συμμετοχών που προβλέπεται στα άρθρα 89 και 90 του εν λόγω Κανονισμού.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

α) Η εκπλήρωση των προϋποθέσεων της παραγράφου 1 επιβεβαιώνεται από τις αρμόδιες αρχές του κράτους−μέλους προέλευσης, οι οποίες χορηγούν στο χρηματοδοτικό ίδρυμα σχετικό πιστοποιητικό που επισυνάπτεται στις γνωστοποιήσεις που υποβάλλονται σύμφωνα με την παράγραφο 1. Οι εν λόγω αρμόδιες αρχές ενημερώνουν επίσης, την Τράπεζα της Ελλάδος, με βάση τη διαδικασία του άρθρου 34 και του άρθρου 38, για την παύση της ισχύος οποιασδήποτε από τις προϋποθέσεις της παραγράφου 1, καθώς επίσης και για το ύψος και τη σύνθεση των ιδίων κεφαλαίων του χρηματοδοτικού ιδρύματος και το συνολικό ποσό έκθεσης σε κίνδυνο που υπολογίζονται κατά τις παραγράφους 3 και 4 του άρθρου 92 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του πιστωτικού ιδρύματος που αποτελεί τη μητρική του επιχείρηση. β) Αν παύσει να ισχύει οποιαδήποτε από τις ανωτέρω προϋποθέσεις, η δυνατότητα και οι όροι υπό τους οποίους το χρηματοδοτικό ίδρυμα θα συνεχίσει να ασκεί τις δραστηριότητές του καθορίζονται σύμφωνα με την ισχύουσα στην Ελλάδα νομοθεσία.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Οι διατάξεις των ανωτέρω παραγράφων του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται αναλόγως και στις θυγατρικές επιχειρήσεις χρηματοδοτικού ιδρύματος, εφόσον αυτές οι θυγατρικές είναι επίσης χρηματοδοτικά ιδρύματα.

Άρθρο 42Παροχή υπηρεσιών σε άλλα κράτη−μέλη από χρηματοδοτικά ιδρύματα που εδρεύουν στην Ελλάδα (άρθρο 34 (1) (2) και 35 (3) της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Τα χρηματοδοτικά ιδρύματα που εδρεύουν στην Ελλάδα και εποπτεύονται, σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία, από την Τράπεζα της Ελλάδος ιδίως όσον αφορά την τήρηση ελάχιστου ύψους ιδίων κεφαλαίων, την απόκτηση «ειδικών συμμετοχών» στο κεφάλαιό τους, την υιοθέτηση άρτιου και αποτελεσματικού πλαισίου διακυβέρνησης, με ανάλογη εφαρμογή των διατά ξεων για τα πιστωτικά ιδρύματα, με βάση τον παρόντα νόμο, επιτρέπεται να ασκούν τις δραστηριότητές τους σε άλλο κράτος−μέλος είτε μέσω εγκατάστασης υποκαταστήματος είτε με τη μορφή παροχής υπηρεσιών, εφόσον: α) Συντρέχουν, με ανάλογη εφαρμογή των σχετικών διατάξεων, οι ειδικότερες προϋποθέσεις της παραγράφου 1 του άρθρου 41. Ειδικότερα, για την ανάλογη εφαρμογή της διάταξης της περίπτωσης δ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 41 απαιτείται προηγούμενη συγκατάθεση της Τράπεζας της Ελλάδος για την ανάληψη από τα πιστωτικά ιδρύματα, που αποτελούν τη μητρική ή τις μητρικές επιχειρήσεις του χρηματοδοτικού ιδρύματος, της ευθύνης για την κάλυψη του συνόλου των υποχρεώσεων που αυτό αναλαμβάνει. β) Τα χρηματοδοτικά ιδρύματα γνωστοποιούν στην Τράπεζα της Ελλάδος τις πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 2 του άρθρου 33, προκειμένου περί εγκατάστασης μέσω υποκαταστήματος ή το είδος της δραστηριότητας που προτίθενται να ασκήσουν για πρώτη φορά, στο συγκεκριμένο κράτοςμέλος, προκειμένου περί παροχής υπηρεσιών χωρίς εγκατάσταση.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Η Τράπεζα της Ελλάδος επαληθεύει τη συνδρομή των προϋποθέσεων της περίπτωσης α΄ της παραγράφου 1 και χορηγεί στα χρηματοδοτικά ιδρύματα πιστοποιητικό, στο οποίο επισυνάπτονται: α) οι πληροφορίες της περίπτωσης β΄ της παραγράφου 1 και β) η κοινοποίηση του ύψους και της σύνθεσης των ιδίων κεφαλαίων του χρηματοδοτικού ιδρύματος και το συνολικό πόσο έκθεσης σε κίνδυνο που υπολογίζονται κατά τις παραγράφους 3 και 4 του άρθρου 92 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του πιστωτικού ιδρύματος που αποτελεί τη μητρική του επιχείρηση. Όσον αφορά τη γνωστοποίηση της απόφασης της Τράπεζας της Ελλάδος στο χρηματοδοτικό ίδρυμα, τη διαδικασία εγκατάστασης και τη μεταβολή των πληροφοριών της περίπτωσης β΄ της παραγράφου 1 εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις των παραγράφων 3, 5 και 6 του άρθρου 33 και της παραγράφου 2 του άρθρου 38.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Αν παύσει να ισχύει οποιαδήποτε από τις προϋποθέσεις της περίπτωσης α΄ της παραγράφου 1, η Τράπεζα της Ελλάδος ενημερώνει τις αρμόδιες αρχές του κράτους−μέλους ή των κρατών−μελών, στα οποία το χρηματοδοτικό ίδρυμα ασκεί τις δραστηριότητές του και η δραστηριότητα που ασκεί υπόκειται στο εξής στη νομοθεσία του κράτους−μέλους υποδοχής.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Για την εποπτεία των χρηματοδοτικών ιδρυμάτων, που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της παραγράφου 1, εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις των άρθρων 53, της παραγράφου 1 του άρθρου 50 και 54.

Άρθρο 43Παροχή υπηρεσιών στην Ελλάδα ή την αλλοδαπή από χρηματοδοτικά ιδρύματα που δεν εμπίπτουν στις διατάξεις των άρθρων 41 και 42 του παρόντος νόμουΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Χρηματοδοτικά ιδρύματα που εδρεύουν σε τρίτη χώρα ή σε άλλο κράτος−μέλος, αλλά δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 41, επιτρέπεται να παρέχουν στην Ελλάδα τις υπηρεσίες των περιπτώσεων β΄ έως στ΄ και θ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 11, μέσω εγκατάστασης υποκαταστήματος μετά από άδεια της Τράπεζας της Ελλάδος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί: α) να καθορίζει, κατά περίπτωση, τα απαιτούμενα στοιχεία, τους όρους και προϋποθέσεις για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου, στο οποίο περιλαμβάνεται το ελάχιστο ύψος του ποσού που επέχει θέση ιδίων κεφαλαίων για την εγκατάσταση του χρηματοδοτικού ιδρύματος στην Ελλάδα, β) να καθορίζει ειδικότερους εποπτικούς κανόνες ή προϋποθέσεις, κατά περίπτωση, για την άσκηση της δραστηριότητάς του στην Ελλάδα, με τήρηση του ισχύοντος εποπτικού πλαισίου στη χώρα έδρας, γ) να ανακαλεί την άδεια λειτουργίας και να λαμβάνει μέτρα ή να επιβάλει με απόφασή της κυρώσεις, αντιστοίχως, προς τα ισχύοντα για τα χρηματοδοτικά ιδρύματα που εδρεύουν στην Ελλάδα.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Κάθε χρηματοδοτικό ίδρυμα που εδρεύει στην Ελλάδα και εποπτεύεται από την Τράπεζα της Ελλάδος γνωστοποιεί σε αυτήν εκείνες από τις δραστηριότητες των περιπτώσεων β΄ έως στ΄ και θ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 11, που προτίθεται να παρέχει με ή χωρίς εγκατάσταση σε τρίτη χώρα, καθώς και τις πληροφορίες της παραγράφου 2 του άρθρου 33 στην περίπτωση εγκατάστασης υποκαταστήματος. Για τα χρηματοδοτικά ιδρύματα που εποπτεύονται από την Τράπεζα της Ελλάδος αλλά δεν εμπίπτουν στο άρθρο 42 η εν λόγω υποχρέωση γνωστοποίησης ισχύει και για την παροχή υπηρεσιών σε άλλο κράτος−μέλος. Στις παραπάνω περιπτώσεις η Τράπεζα της Ελλάδος διατηρεί το δικαίωμα να αντιτάσσεται στην παροχή των υπηρεσιών στην αλλοδαπή μέσα σε τρεις (3) μήνες από τη λήψη όλων των σχετικών πληροφοριών της παρούσας παραγράφου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Κάθε άδεια της Τράπεζας της Ελλάδος που παρέχεται, σύμφωνα με το άρθρο αυτό, χορηγείται με βάση την αρχή της αμοιβαιότητας και υπό την επιφύλαξη των συμφωνιών που συνάπτει η Ευρωπαϊκή Ένωση με βάση την παράγραφο 3 του άρθρου 47 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Το καθεστώς της παροχής υπηρεσιών στην Ελλάδα χρηματοδοτικών ιδρυμάτων που εδρεύουν σε τρίτες χώρες δεν είναι σε καμία περίπτωση ευνοϊκότερο από το αντίστοιχο των χρηματοδοτικών ιδρυμάτων που εδρεύουν σε κράτος−μέλος και ασκούν δραστηριότητα στην Ελλάδα.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Για την άσκηση δραστηριοτήτων στην Ελλάδα ισχύει αναλόγως το άρθρο 39.

Άρθρο 44Αρμοδιότητες της Τράπεζας της Ελλάδος για την άσκηση εποπτείας ως αρμόδιας αρχής της χώρας υποδοχής (άρθρο 40 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να απαιτεί για στατιστικούς λόγους την υποβολή περιοδικών αναφορών για τις δραστηριότητες που πραγματοποιούν στην Ελλάδα τα υποκαταστήματα των πιστωτικών ιδρυμάτων που εδρεύουν σε άλλα κράτη−μέλη ή τρίτες χώρες.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Οι αναφορές αυτές ζητούνται μόνον για ενημερωτικούς ή στατιστικούς σκοπούς, προς εφαρμογή της παραγράφου 1 του άρθρου 52, ή για σκοπούς εποπτείας σύμφωνα με τα άρθρα 39 και 44 έως 49. Υπόκεινται στην τήρηση απαιτήσεων επαγγελματικού απορρήτου που είναι τουλάχιστον ισοδύναμες με αυτές που προβλέπονται στην παράγραφο 1 του άρθρου 54.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί συγκεκριμένα να απαιτεί πληροφορίες από τα πιστωτικά ιδρύματα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 προκειμένου να είναι σε θέση να αξιολογήσει κατά πόσον ένα υποκατάστημα είναι σημαντικό, σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 52.

Άρθρο 45Μέτρα − Κυρώσεις σε πιστωτικά ιδρύματα που εδρεύουν σε άλλα κράτη−μέλη (άρθρο 41 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Η Τράπεζα της Ελλάδος, εφόσον διαπιστώσει με βάση πληροφορίες που λαμβάνει από τις αρμόδιες αρχές του κράτους−μέλους προέλευσης, δυνάμει του άρθρου 51, ότι για ένα πιστωτικό ίδρυμα με έδρα σε άλλο κράτος−μέλος που διαθέτει υποκατάστημα στην Ελλάδα ή παρέχει υπηρεσίες στο έδαφός της, συντρέχει μία εκ των ακόλουθων περιστάσεων σε σχέση με τις δραστηριότητές του στην Ελλάδα, ενημερώνει σχετικά τις αρμόδιες αρχές του κράτους−μέλους προέλευσης: α) το πιστωτικό ίδρυμα δεν συμμορφώνεται με τις διατάξεις του παρόντος νόμου ή τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013, β) υπάρχει σοβαρός κίνδυνος το πιστωτικό ίδρυμα να μην συμμορφωθεί με τις διατάξεις του παρόντος νόμου ή τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Οι αρμόδιες αρχές του κράτους−μέλους προέλευσης λαμβάνουν αμελλητί όλα τα κατάλληλα μέτρα προκειμένου να διασφαλιστεί ότι το ενδιαφερόμενο πιστωτικό ίδρυμα θα λάβει μέτρα για την αντιμετώπιση της μη συμμόρφωσής του ή την αποτροπή του κινδύνου μη συμμόρφωσης. Οι αρμόδιες αρχές του κράτους−μέλους προέλευσης γνωστοποιούν τα εν λόγω μέτρα χωρίς καθυστέρηση στις αρμόδιες αρχές του κράτους−μέλους υποδοχής.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Οι διατάξεις των προηγούμενων παραγράφων 1 και 2 εφαρμόζονται αναλόγως στις περιπτώσεις που η Τράπεζα της Ελλάδος ενεργεί υπό την ιδιότητα της αρμό διας αρχής του κράτους−μέλους προέλευσης πιστωτικού ιδρύματος με υποκατάστημα σε άλλο κράτοςμέλος ή πιστωτικού ιδρύματος που παρέχει υπηρεσίες σε άλλο κράτος−μέλος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Εάν η Τράπεζα της Ελλάδος ως αρμόδια αρχή του κράτους−μέλους υποδοχής θεωρεί ότι οι αρμόδιες αρχές του κράτους−μέλους προέλευσης δεν εκπληρώνουν ή δεν θα εκπληρώσουν τις υποχρεώσεις τους δυνάμει της παραγράφου 2, μπορεί να παραπέμψει το ζήτημα στην ΕΑΤ και να ζητήσει τη συνδρομή της σύμφωνα με το άρθρο 19 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010. Εάν ενεργήσει η ΕΑΤ σύμφωνα με το εν λόγω άρθρο, λαμβάνει οποιαδήποτε απόφαση δυνάμει την παράγραφο 3 του άρθρου 19 του εν λόγω Κανονισμού εντός είκοσι τεσσάρων (24) ωρών. Η ΕΑΤ μπορεί επίσης να συνδράμει τις αρμόδιες αρχές στην επίτευξη συμφωνίας με δική της πρωτοβουλία, σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 19 του εν λόγω Κανονισμού.

Άρθρο 46Προληπτικά μέτρα της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ (άρθρο 43 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Πριν ακολουθήσει τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 45, η Τράπεζα της Ελλάδος ως αρμόδια αρχή του κράτους−μέλους υποδοχής μπορεί, σε περίπτωση επείγουσας ανάγκης, ενόσω εκκρεμεί η λήψη μέτρων από τις αρμόδιες αρχές του κράτους−μέλους προέλευσης ή μέτρων εξυγίανσης, σύμφωνα με το άρθρο 3 της Οδηγίας 2001/24/ΕΚ, να λαμβάνει τα αναγκαία προληπτικά μέτρα για προστασία από ενδεχόμενη χρηματοοικονομική αστάθεια που πιθανώς θα απειλούσε σοβαρά τα συλλογικά συμφέροντα των καταθετών, των επενδυτών και των πελατών στο κράτος−μέλος υποδοχής.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Τα προληπτικά μέτρα της παραγράφου 1 είναι αναλογικά προς το σκοπό προστασίας από ενδεχόμενη χρηματοοικονομική αστάθεια που πιθανώς θα απειλούσε σοβαρά τα συλλογικά συμφέροντα των καταθετών, των επενδυτών και των πελατών στο κράτος−μέλος υποδοχής. Σε αυτά τα προληπτικά μέτρα μπορεί να περιλαμβάνεται η αναστολή πληρωμών. Τα εν λόγω μέτρα δεν πρέπει να οδηγούν σε προνομιακή μεταχείριση των πιστωτών του πιστωτικού ιδρύματος στην Ελλάδα έναντι των πιστωτών του σε άλλα κράτη−μέλη.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Τα προληπτικά μέτρα που ελήφθησαν με βάση την παράγραφο 1 παύουν να ισχύουν μόλις οι διοικητικές ή δικαστικές αρχές του κράτους−μέλους προέλευσης λάβουν μέτρα εξυγίανσης δυνάμει του άρθρου 3 της Οδηγίας 2001/24/ΕΚ.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Η Τράπεζα της Ελλάδος αίρει τα προληπτικά μέτρα μόλις κρίνει ότι τα εν λόγω μέτρα έχουν καταστεί άνευ αντικειμένου βάσει του άρθρου 45, εκτός εάν παύσουν να ισχύουν σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η ΕΑΤ και οι αρμόδιες αρχές των άλλων κρατών−μελών ενημερώνονται αμελλητί για τα προληπτικά μέτρα που λαμβάνονται δυνάμει της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Αν η Τράπεζα της Ελλάδος ως αρμόδια αρχή κράτους−μέλους προέλευσης έχει αντιρρήσεις ως προς τα μέτρα που ελήφθησαν από τις αρμόδιες αρχές του κράτους−μέλους υποδοχής, μπορεί να παραπέμψει το ζήτημα στην ΕΑΤ και να ζητήσει τη συνδρομή της σύμφωνα με το άρθρο 19 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010. Αν ενεργήσει η ΕΑΤ σύμφωνα με το εν λόγω άρθρο, λαμβάνει οποιαδήποτε απόφαση δυνάμει της παραγράφου 3 του άρθρου 19 του εν λόγω Κανονισμού εντός είκοσι τεσσάρων (24) ωρών. Η ΕΑΤ μπορεί επίσης να συνδράμει τις αρμόδιες αρχές στην επίτευξη συμφωνίας με δική της πρωτοβουλία σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 19 του εν λόγω Κανονισμού.

Άρθρο 47Εξουσίες των κρατών−μελών υποδοχής (άρθρο 44 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)

Εάν το πιστωτικό ίδρυμα, παρά τη λήψη των μέτρων του άρθρου 45 από τις αρμόδιες αρχές του κράτουςμέλους προέλευσης ή λόγω ακαταλληλότητας των μέτρων αυτών ή διότι δεν ελήφθησαν καθόλου τέτοια μέτρα εξακολουθεί να παραβιάζει τις διατάξεις του παρόντος, η Τράπεζα της Ελλάδος, αφού ενημερώσει προηγουμένως τις αρμόδιες αρχές του κράτους προέλευσης, λαμβάνει προληπτικά ή κατασταλτικά μέτρα ή επιβάλλει με απόφασή της κυρώσεις, κατά τις διατάξεις του παρόντος νόμου. Εφόσον κρίνει τούτο απαραίτητο, απαγορεύει στο πιστωτικό ίδρυμα να διενεργεί νέες πράξεις στην Ελλάδα.

Άρθρο 48Μέτρα για την ανάκληση άδειας λειτουργίας (άρθρο 45 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)

Αν ανακληθεί η άδεια λειτουργίας πιστωτικού ιδρύματος με έδρα την Ελλάδα, η Τράπεζα της Ελλάδος ως αρμόδια αρχή του κράτους−μέλους προέλευσης ενημερώνει αμελλητί τις αρμόδιες αρχές του κράτους−μέλους υποδοχής. Εφόσον τη γνωστοποίηση του προηγούμενου εδαφίου λαμβάνει η Τράπεζα της Ελλάδος ως αρμόδια αρχή του κράτους−μέλους υποδοχής, λαμβάνει τα απαραίτητα μέτρα ώστε να εμποδίσει το πιστωτικό ίδρυμα του οποίου η άδεια ανακλήθηκε από τις αρμόδιες αρχές του κράτους−μέλους προέλευσης να διενεργεί νέες πράξεις στην Ελλάδα και να διασφαλίσει τα συμφέροντα των καταθετών, των επενδυτών ή άλλων προσώπων στα οποία παρέχονται υπηρεσίες.

Άρθρο 49Αιτιολόγηση και κοινοποίηση (άρθρο 42 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)

Κάθε μέτρο που λαμβάνεται από την Τράπεζα της Ελλάδος κατ’ εφαρμογή της παραγράφου 1 του άρθρου 45 ή των άρθρων 46 και 47 και αφορά σε επιβολή κυρώσεων ή περιορισμών στην ελεύθερη παροχή υπηρεσιών ή στην εγκατάσταση πρέπει να είναι δεόντως αιτιολογημένο και να κοινοποιείται στο ενδιαφερόμενο πιστωτικό ίδρυμα.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ΄ΠΡΟΛΗΠΤΙΚΗ ΕΠΟΠΤΕΙΑ
Άρθρο 50Αρμοδιότητες της αρμόδιας αρχής στην Ελλάδα ως κράτος−μέλος προέλευσης και ως κράτος − μέλος υποδοχής (άρθρο 49 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ή η αρμόδια αρχή άλλου κράτους−μέλους υπό την ιδιότητά της ως αρμοδίας κατά περίπτωση αρχής του κράτους−μέλους προέλευσης ιδρύματος ή χρηματοδοτικού ιδρύματος ή επιχείρησης του άρθρου 31 του παρόντος νόμου ασκεί την προληπτική εποπτεία επ’ αυτού, περιλαμβανομένων των δραστηριοτήτων του στην αλλοδαπή, βάσει των άρθρων 33, των παρ. 1 και 2 του άρθρου 38 και 42 του παρόντος νόμου ή των άρθρων 33 και 34 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ ή των άρθρων 31 και 33 του ν. 3606/2007 ή των άρθρων 31 και 32 της Οδηγίας 2004/39/ΕΚ. Η άσκηση της αρμοδιότητας του προηγούμενου εδαφίου δεν επηρεάζει την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος νόμου ή της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ ή του ν. 3606/2007 ή της Οδηγίας 2004/39/ ΕΚ αρμοδιότητες του κράτους−μέλους υποδοχής.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Οι διατάξεις της παραγράφου 1 δεν θίγουν τις αρμοδιότητες άσκησης εποπτείας σε ενοποιημένη βάση.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Τα μέτρα που λαμβάνονται από την Τράπεζα της Ελλάδος ή την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων της ως αρμόδιας αρχής κράτους − μέλους υποδοχής δεν πρέπει να συνιστούν διακριτική ή περιοριστική μεταχείριση εξαιτίας του γεγονότος ότι οι επιχειρήσεις της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου έχουν λάβει άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος−μέλος.

Άρθρο 51Συνεργασία αναφορικά με την εποπτεία (άρθρο 50 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς συνεργάζεται στενά με τις αρμόδιες αρχές των άλλων κρατών−μελών όπου εδρεύουν οι επιχειρήσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του άρθρου 50, οι οποίες υπόκεινται στην εποπτεία τους και διατηρούν υποκαταστήματα στην Ελλάδα, καθώς και με τις αρμόδιες αρχές των κρατών−μελών στα οποία πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα με έδρα στην Ελλάδα διατηρούν υποκαταστήματα. Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ανταλλάσσει με τις εν λόγω αρμόδιες αρχές όλες τις πληροφορίες αναφορικά με τη διοίκηση, τη διαχείριση και την ιδιοκτησία αυτών των επιχειρήσεων οι οποίες μπορεί να διευκολύνουν την ασκούμενη εποπτεία, την εξέταση ως προς την εκπλήρωση των όρων υπό τους οποίους χορηγήθηκε η άδεια λειτουργίας αυτών, καθώς και όλες τις πληροφορίες που μπορούν να διευκολύνουν την εποπτεία τους ιδίως όσον αφορά τη ρευστότητα, τη φερεγγυότητα, την εγγύηση των καταθέσεων, τη συγκέντρωση κινδύνων, άλλους παράγοντες που μπορεί να επηρεάσουν το συστημικό κίνδυνο που αντιπροσωπεύουν αυτές, τη διοικητική και λογιστική οργάνωση και το σύστημα εσωτερικού ελέγχου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ως αρμόδια αρχή του κράτους−μέλους προέλευσης κοινοποιεί αμελλητί στις αρμόδιες αρχές των κρατώνμελών υποδοχής κάθε πληροφορία ή διαπίστωση που αφορά την εποπτεία της ρευστότητας, σύμφωνα με τα άρθρα 411 έως 428 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και τα άρθρα 104 έως 120 του παρόντος νόμου, των δραστηριοτήτων που ασκούνται από το ίδρυμα μέσω των υποκαταστημάτων του, στο βαθμό που οι πληροφορίες και οι διαπιστώσεις αυτές είναι σχετικές με την προστασία των καταθετών ή των επενδυτών στο κράτος−μέλος υποδοχής.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ως αρμόδια αρχή του κράτους−μέλους προέλευσης ενημερώνει αμέσως τις αρμόδιες αρχές όλων των κρατών−μελών υποδοχής σε περίπτωση που εκδηλώνεται ή πιθανολογείται ευλόγως να προκύψει σοβαρή πίεση ρευστότητας. Στην ενημέρωση αυτή περιλαμβάνονται πληροφορίες σχετικά με το σχέδιο ανάκαμψης και την εφαρμογή του, καθώς και σχετικά με τα προληπτικά εποπτικά μέτρα που ενδεχομένως λαμβάνονται σε αυτό το πλαίσιο.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ως αρμόδια αρχή του κράτους−μέλους προέλευσης κοινοποιεί και εξηγεί στις αρμόδιες αρχές του κράτουςμέλους υποδοχής, εφόσον ζητηθεί, την προσέγγιση βάσει της οποίας ελήφθησαν υπόψη οι κοινοποιηθείσες πληροφορίες και διαπιστώσεις. Αν η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ως αρμόδια αρχή του κράτους−μέλους προέλευσης διαφωνεί με τα μέτρα που πρόκειται να ληφθούν από τις αρμόδιες αρχές κράτουςμέλους υποδοχής, μπορεί να παραπέμψει το ζήτημα στην ΕΑΤ και να ζητήσει τη συνδρομή της σύμφωνα με το άρθρο 19 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ως αρμόδια αρχή του κράτους−μέλους υποδοχής δικαιούται να ζητήσει από την αρμόδια αρχή του κράτους−μέλους προέλευσης τις πληροφορίες των ανωτέρω παραγράφων. Αν μετά τη διαβίβαση των εν λόγω πληροφοριών και των διαπιστώσεων συνεχίζει να θεωρεί ότι οι αρμόδιες αρχές του κράτους−μέλους προέλευσης δεν έχουν λάβει κατάλληλα μέτρα, μπορεί, αφού πρώτα ενημερώσει αυτές και την ΕΑΤ, να λάβει κατάλληλα μέτρα προκειμένου να προληφθούν περαιτέρω παραβάσεις, να προστατευθούν τα συμφέροντα των καταθετών, των επενδυτών και των λοιπών συναλλασσομένων, και να προστατευθεί η σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να παραπέμπει στην ΕΑΤ περιπτώσεις στις οποίες αίτημα αυτής για συνεργασία και ιδίως αίτημα για ανταλλαγή πληροφοριών απορρίφθηκε ή δεν διεκπεραιώθηκε εντός εύλογου χρονικού διαστήματος.

Άρθρο 52Σημαντικά υποκαταστήματα (άρθρο 51 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

α) Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ως αρμόδια αρχή του κράτους−μέλους υποδοχής μπορεί να υποβάλει αίτημα προς την αρχή ενοποιημένη εποπτείας στις περιπτώσεις που εφαρμόζεται η παράγραφος 1 του άρθρου 105 ή προς τις αρμόδιες αρχές του κράτους−μέλους προέλευσης ώστε να θεωρηθεί σημαντικό το εγκατεστημένο στην Ελλάδα υποκατάστημα ιδρύματος. Από την εφαρμογή του προηγούμενου εδαφίου εξαιρούνται οι επιχειρήσεις επενδύσεων του άρθρου 95 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013. β) Στο παραπάνω αίτημα εκτίθενται οι λόγοι για τους οποίους το υποκατάστημα πρέπει να θεωρηθεί σημαντικό, αναφορικά ιδίως με τις εξής παραμέτρους: αα) αν το μερίδιο αγοράς του υποκαταστήματος ως προς τις καταθέσεις στην Ελλάδα υπερβαίνει ποσοστό 2%, ββ) τις πιθανές επιπτώσεις από την αναστολή ή την παύση των εργασιών του ιδρύματος στη συστημική ρευστότητα και στα συστήματα πληρωμών, διακανονισμού και εκκαθάρισης στην Ελλάδα, γγ) το μέγεθος και τη σημασία του υποκαταστήματος στο ελληνικό τραπεζικό ή χρηματοοικονομικό σύστημα με βάση τον αριθμό των πελατών του. γ) Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς υπό την ιδιότητα της αρμόδιας αρχής του κράτουςμέλους υποδοχής καταβάλλει κάθε δυνατή προσπάθεια σε συνεργασία με τις αρμόδιες αρχές του κράτους−μέλους προέλευσης, καθώς και με την αρχή ενοποιημένης εποπτείας, στις περιπτώσεις κατά τις οποίες εφαρμόζεται η παράγραφος 1 του άρθρου 105, προκειμένου να αποφασίσουν από κοινού ως προς το χαρακτηρισμό ενός υποκαταστήματος ως σημαντικού. δ) Αν εντός δύο (2) μηνών από την παραλαβή του αιτήματος της περίπτωσης α΄ δεν επιτευχθεί κοινή απόφαση, η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, εφόσον ενεργεί ως αρμόδια αρχή του κράτους−μέλους υποδοχής, λαμβάνει μονομερώς τη σχετική απόφαση εντός νέου χρονικού διαστήματος δύο (2) μηνών από τη λήξη της προηγούμενης δίμηνης προθεσμίας. Κατά τη λήψη της εν λόγω απόφασης λαμβάνονται υπόψη η άποψη και οι τυχόν επιφυλάξεις της αρχής ενοποιημένης εποπτείας ή των αρμόδιων αρχών του κράτους−μέλους προέλευσης. ε) Οι αποφάσεις που αναφέρονται στις περιπτώσεις γ΄ και δ΄ της παρούσας παραγράφου διατυπώνονται εγγράφως με πλήρη αιτιολόγηση και διαβιβάζονται στις εμπλεκόμενες αρμόδιες αρχές. Οι αποφάσεις αυτές αναγνωρίζονται και εφαρμόζονται από τις αρμόδιες αρχές των εμπλεκόμενων κρατών−μελών. στ) Ο χαρακτηρισμός ενός υποκαταστήματος ως σημαντικού δεν επηρεάζει τα δικαιώματα και τις αρμοδιότητες των αρμόδιων αρχών όπως καθορίζονται από τον παρόντα νόμο και την Οδηγία 2013/36/ΕΕ.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου 1 εφαρμόζονται αναλόγως στις περιπτώσεις που η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ενεργεί υπό την ιδιότητα της αρχής ενοποιημένης εποπτείας ή της αρμόδιας αρχής του κράτους−μέλους προέλευσης ιδρύματος με υποκατάστημα σε άλλο κράτος−μέλος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

α) Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ως αρμόδια αρχή του κράτους−μέλους προέλευσης διαβιβάζει στις αρμόδιες αρχές του κράτους−μέλους υποδοχής, όπου είναι εγκατεστημένο σημαντικό υποκατάστημα ιδρύματος, τις πληροφορίες που αναφέρονται στις περιπτώσεις γ΄ και δ΄ της παραγράφου 3 του άρθρου 110 και εκτελεί τα καθήκοντα που αναφέρονται στην περίπτωση γ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 105 σε συνεργασία με τις αρμόδιες αρχές του κράτουςμέλους υποδοχής. β) Αν η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ως αρμόδια αρχή του κράτους−μέλους προέλευσης αντιληφθεί κατάσταση έκτακτης ανάγκης, υπό την έννοια της παραγράφου 1 του άρθρου 107, ειδοποιεί αμελλητί το ΕΣΣΚ και τις αρχές που αναφέρονται στις υποπεριπτώσεις αα΄ και δδ΄ της περίπτωσης α΄ και στην υποπερίπτωση αα΄ της περίπτωσης δ΄ της παραγράφου 6 του άρθρου 54, συμπεριλαμβανομένων των αντίστοιχων αρχών των εμπλεκομένων κρατών−μελών. γ) Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ως αρμόδια αρχή του κράτους−μέλους προέλευσης διαβιβάζει στις αρμόδιες αρχές του κράτους−μέλους υποδοχής, όπου είναι εγκατεστημένα σημαντικά υποκαταστήματα ιδρυμάτων τα αποτελέσματα που προκύπτουν από την αξιολόγηση των κινδύνων των ιδρυμάτων στα οποία ανήκουν τα εν λόγω υποκαταστήματα κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 89 και, κατά περίπτωση, στην παράγραφο 2 του άρθρου 106. Επίσης διαβιβάζει στις αρμόδιες αρχές του κράτους−μέλους υποδοχής τις αποφάσεις που λαμβάνονται με βάση τα άρθρα 96 και 98 στο βαθμό που οι εν λόγω εκτιμήσεις και αποφάσεις αφορούν τα συγκεκριμένα υποκαταστήματα. δ) Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ως αρμόδια αρχή του κράτους−μέλους προέλευσης διαβουλεύεται με τις αρμόδιες αρχές του κράτους−μέλους υποδοχής, όπου είναι εγκατεστημένα σημαντικά υποκαταστήματα, αναφορικά με τις κατά τις παραγράφους 14 και 15 του άρθρου 78 απαιτούμενες ενέργειες, εφόσον τούτο κρίνεται αναγκαίο εν σχέσει με τους κινδύνους ρευστότητας στο νόμισμα του κράτους−μέλους υποδοχής.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς υπό την ιδιότητα της αρμόδιας αρχής του κράτους−μέλους υποδοχής έχει τα αντίστοιχα δικαιώματα και καθήκοντα που προβλέπονται στην παράγραφο 3.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ως αρμόδια αρχή του κράτους−μέλους υποδοχής μπορεί να παραπέμψει το ζήτημα στην ΕΑΤ και να ζητήσει τη συνδρομή της, σύμφωνα με το άρθρο 19 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, στην περίπτωση που οι αρμόδιες αρχές του κράτους−μέλους προέλευσης δεν διαβουλεύθηκαν με αυτή ή εάν μετά τη διαβούλευση εκείνη έχει σχηματίσει τη θέση ότι οι απαιτούμενες ενέργειες βάσει της παραγράφου 14 του άρθρου 78 δεν είναι οι προσήκουσες.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

α) Στις περιπτώσεις για τις οποίες δεν εφαρμόζεται το άρθρο 109, η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ενεργώντας ως αρμόδια αρχή για την εποπτεία ιδρύματος με σημαντικά υποκαταστήματα σε άλλα κράτη−μέλη συστήνει σώμα εποπτών υπό την προεδρία της, προκειμένου να διευκολύνει τη συνεργασία που προβλέπεται στην παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου και στο άρθρο 51. Οι διατυπώσεις για τη σύσταση και λειτουργία του σώματος εποπτών καταρτίζονται εγγράφως από την Τράπεζα της Ελλάδος ή την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, μετά από διαβούλευση με τις εμπλεκόμενες αρμόδιες αρχές. Στο πλαίσιο αυτό λαμβάνεται απόφαση σχετικά με τις αρμόδιες αρχές οι οποίες συμμετέχουν στις συνεδριάσεις ή τις δραστηριότητες του σώματος εποπτών. β) Η ανωτέρω απόφαση λαμβάνει υπόψη τη σημασία την οποία έχει για τις λοιπές εμπλεκόμενες αρχές η επιδιωκόμενη εποπτική δράση και ιδίως τις ενδεχόμενες επιπτώσεις στη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος στα εμπλεκόμενα κράτη−μέλη, σύμφωνα με το άρθρο 7, καθώς και τις υποχρεώσεις που προβλέπονται στην παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου. γ) Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ως αρμόδια αρχή του κράτους−μέλους προέλευσης ενημερώνει εκ των προτέρων με πληρότητα όλα τα μέλη του σώματος εποπτών σχετικά με την οργάνωση των συνεδριάσεων και τα προς εξέταση ζητήματα. Ενημερώνει, επίσης, εγκαίρως και πλήρως όλα τα μέλη του σώματος εποπτών αναφορικά με τις δράσεις ή τα μέτρα που αποφασίζονται στο πλαίσιο των εν λόγω συνεδριάσεων.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 7

Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ως αρμόδια αρχή του κράτους−μέλους υποδοχής μετέχει στις εργασίες των σωμάτων προηγούμενης παραγράφου.

Άρθρο 53Επιτόπιος έλεγχος και επιθεώρηση υποκαταστημάτων (άρθρο 52 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Μετά από προηγούμενη σχετική ενημέρωση της Τράπεζας της Ελλάδος ή της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς ως αρμόδιας αρχής κράτους−μέλους υποδοχής επιτρέπεται στις αρμόδιες αρχές άλλων κρατών−μελών που έχουν χορηγήσει άδεια λειτουργίας και εποπτεύουν ίδρυμα, το οποίο παρέχει υπηρεσίες στην Ελλάδα μέσω εγκατάστασης υποκαταστήματος, στο πλαίσιο των διατάξεων του παρόντος νόμου, να προβαίνουν είτε οι ίδιες είτε μέσω εξουσιοδοτημένων από αυτές προσώπων σε επιτόπιο έλεγχο για επαλήθευση της ακρίβειας των στοιχείων και πληροφοριών που αναφέρονται στο άρθρο 51 και σε επιθεωρήσεις των εν λόγω υποκαταστημάτων. Η κοινοποίηση των εν λόγω πληροφοριών επιτρέπεται κατά τους όρους του άρθρου 54 του παρόντος νόμου και των άρθρων 63 και 67 του ν. 3606/2007.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Τα δικαιώματα της ανωτέρω παραγράφου μπορεί να ασκούνται από την Τράπεζα της Ελλάδος ή την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ως αρμόδιας αρχής του κράτουςμέλους προέλευσης.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Για τον επιτόπιο έλεγχο των υποκαταστημάτων, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στην προηγούμενη παράγραφο, μπορεί, επίσης, να ακολουθηθεί μια από τις διαδικασίες που προβλέπονται στο άρθρο 111.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου δεν θίγουν το δικαίωμα της Τράπεζας της Ελλάδος ή της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς υπό την ιδιότητα της εποπτικής αρχής του κράτους−μέλους υποδοχής να διενεργεί, προς το σκοπό εποπτείας και σταθερότητας του ελληνικού χρηματοπιστωτικού συστήματος, επιτόπιους ελέγχους και επιθεωρήσεις των δραστηριοτήτων του υποκαταστήματος ενός ιδρύματος στην Ελλάδα και να απαιτεί πληροφόρηση σχετικά με τις δραστηριότητές του. Πριν από τη διενέργεια των εν λόγω ελέγχων και επιθεωρήσεων, η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς διαβουλεύεται με τις αρμόδιες αρχές του κράτους−μέλους προέλευσης. Μετά από τη διενέργεια των ελέγχων και των επιθεωρήσεων η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς διαβιβάζει στις αρμόδιες αρχές του κράτους−μέλους προέλευσης τις πληροφορίες και τα ευρήματα που είναι σημαντικά για την αξιολόγηση κινδύνου του ιδρύματος ή για τη σταθερότητα του ελληνικού χρηματοπιστωτικού συστήματος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Αντίστοιχα, η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ως αρμόδια αρχή του κράτους−μέλους προέλευσης λαμβάνει υπόψη τις πληροφορίες και τα ευρήματα που διαβιβάζονται σε αυτή από τις αρμόδιες αρχές των κρατών−μελών υποδοχής υποκαταστημάτων ιδρυμάτων, κατά τον προσδιορισμό του προγράμματος εποπτικής εξέτασης του άρθρου 91 του παρόντος νόμου, όπως επίσης τη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος του κράτους−μέλους υποδοχής.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Οι επιτόπιοι έλεγχοι και οι επιθεωρήσεις των υποκαταστημάτων διεξάγονται σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους−μέλους στο οποίο διεξάγεται ο έλεγχος ή η επιθεώρηση.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 7

Κατά τη διενέργεια ελέγχων από την Τράπεζα της Ελλάδος ή την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ή τις αρμόδιες αρχές των άλλων κρατών−μελών, δυνάμει του παρόντος νόμου και της εν γένει ισχύουσας νομοθεσίας για την άσκηση της εποπτείας των ιδρυμάτων, τα υποκείμενα στους ελέγχους αυτούς πρόσωπα δεν δικαιούνται να επικαλεσθούν το απόρρητο των τραπεζικών καταθέσεων ή άλλο απόρρητο έναντι των αρμόδιων αρχών ή των εξουσιοδοτημένων από αυτές για τη διενέργεια του ελέγχου προσώπων.

Άρθρο 54Υπηρεσιακό − Επαγγελματικό απόρρητο (άρθρα 53 έως 62 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Τα πρόσωπα που ασκούν ή έχουν ασκήσει δραστηριότητα για λογαριασμό της Τράπεζας της Ελλάδος και οι εντεταλμένοι από την Τράπεζα της Ελλάδος ελεγκτές ή εμπειρογνώμονες υποχρεούνται στην τήρηση του επαγγελματικού απορρήτου. Με την επιφύλαξη των διατάξεων του παρόντος άρθρου, των περιπτώσεων που εμπίπτουν στο Ποινικό Δίκαιο και την Ποινική Δικονομία, καθώς και των διατάξεων του ν. 3691/2008, όπως ισχύει, καμία από τις εμπιστευτικές πληροφορίες οι οποίες περιέρχονται σε γνώση τους κατά την άσκηση των υπηρεσιακών καθηκόντων τους σε σχέση με τις κατά τον παρόντα νόμο αρμοδιότητες της Τράπεζας της Ελλάδος δεν επιτρέπεται να γνωστοποιείται σε κανένα απολύτως πρόσωπο ή δημόσια αρχή, παρά μόνο με συνοπτική ή συγκεντρωτική μορφή, ώστε να μην προκύπτει η ταυτότητα του συγκεκριμένου πιστωτικού ιδρύματος. Κατ’ εξαίρεση, σε περίπτωση ειδικής εκκαθάρισης πιστωτικού ιδρύματος, δεν αποκλείεται για τα παραπάνω πρόσωπα η ανακοίνωση, στο πλαίσιο των διαδικασιών ιδιωτικού δικαίου, εμπιστευτικών πληροφοριών που δεν αφορούν σε τρίτους που αναμείχθηκαν στις διαδικασίες διάσωσης καθ’ οιονδήποτε τρόπο του πιστωτικού ιδρύματος. Ανακοίνωση εμπιστευτικών πληροφοριών επιτρέπεται και σε εκπλήρωση ανειλημμένων υποχρεώσεων βάσει του Προγράμματος Οικονομικής Στήριξης της ελληνικής οικονομίας.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Η Τράπεζα της Ελλάδος επιτρέπεται να δημοσιοποιεί τα αποτελέσματα προσομοιώσεων ακραίων καταστάσεων που διενεργούνται σύμφωνα με το άρθρο 92 του παρόντος νόμου ή το άρθρο 32 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και Συμβουλίου ή να κοινοποιεί τα αποτελέσματα προσομοιώσεων ακραίων καταστάσεων στην ΕΑΤ με σκοπό τη δημοσίευση των αποτελεσμάτων προσομοιώσεων ακραίων καταστάσεων ανά την Ευρωπαϊκή Ένωση από την ΕΑΤ.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να ανταλλάσσει με τις αντίστοιχες αρμόδιες αρχές των άλλων κρατώνμελών ή να διαβιβάζει προς το ΕΣΣΚ, την ΕΑΤ ή την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών) (εφεξής ΕΑΚΑΑ), που συστάθηκε με τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και Συμβουλίου (EE L 331), πληροφορίες που σχετίζονται με τις αρμοδιότητές της κατά τον παρόντα νόμο, κατά τον Κανονισμό αριθ. 575/2013, κατά τη νομοθεσία μεταφοράς Οδηγιών της Ένωσης με αντικείμενο τα πιστωτικά ιδρύματα, κατά το άρθρο 15 του Κανονισμού αριθ. 1092/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, κατά τα άρθρα 31, 35 και 36 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 και κατά τα άρθρα 31 και 36 του Κανονισμού αριθ. 1095/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου. Αυτές οι πληροφορίες υπάγονται στο επαγγελματικό απόρρητο της παραγράφου 1 που σύμφωνα με τις σχετικές ενωσιακές διατάξεις εφαρμόζεται και για τις αρμόδιες αρχές και δεν κοινοποιούνται περαιτέρω χωρίς τη συγκατάθεση της Τράπεζας της Ελλάδος, η οποία χορηγείται σύμφωνα με τα οριζόμενα στο παρόν άρθρο.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Η Τράπεζα της Ελλάδος χρησιμοποιεί τις κατά τις διατάξεις των παραγράφων 1 και 3 του παρόντος άρθρου πληροφορίες κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων της για τους ακόλουθους σκοπούς: α) την άσκηση των αρμοδιοτήτων εποπτείας των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία, β) τον έλεγχο συνδρομής των όρων ανάληψης και άσκησης δραστηριότητας του πιστωτικού ιδρύματος, γ) τη διευκόλυνση της εποπτείας, σε ατομική και σε ενοποιημένη βάση, ιδιαίτερα όσον αφορά τον έλεγχο της ρευστότητας, της φερεγγυότητας, της συγκέντρωσης πιστωτικών κινδύνων και της διοικητικής και λογιστικής οργάνωσης και των μηχανισμών εσωτερικού ελέγχου, όπως επίσης και για την επιβολή κυρώσεων ή και στο πλαίσιο διοικητικών ή δικαστικών διαφορών που σχετίζονται με την άσκηση των αρμοδιοτήτων της, καθώς και στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων της σχετικά με την άσκηση νομισματικής πολιτικής εντός του Ευρωσυστήματος και την επίβλεψη των συστημάτων πληρωμών και δ) στο πλαίσιο δικαστικών διαδικασιών που έχουν κινηθεί εναντίον αποφάσεων αυτής ή δυνάμει ειδικών διατάξεων που προβλέπονται από το δίκαιο της Ένωσης στον τομέα των πιστωτικών ιδρυμάτων.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να συνάπτει συμφωνίες συνεργασίας, που να προβλέπουν την ανταλλαγή πληροφοριών με τις αρμόδιες αρχές τρίτων χωρών, καθώς και με άλλες εποπτικές αρχές ή οργανισμούς τρίτων χωρών αντίστοιχους προς αυτούς που αναφέρονται στις περιπτώσεις α΄ και β΄ της παραγράφου 6, μόνον εάν οι κοινοποιούμενες πληροφορίες καλύπτονται, όσον αφορά το επαγγελματικό απόρρητο, από εγγυήσεις τουλάχιστον ισοδύναμες με αυτές που προβλέπονται στην παράγραφο 1. Αυτή η ανταλλαγή πληροφοριών πρέπει να εξυπηρετεί την εκτέλεση των εποπτικών καθηκόντων των εν λόγω αρχών ή οργανισμών.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

α) Επιτρέπεται η ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ αφενός της Τράπεζας της Ελλάδος και αφετέρου: αα) του Υπουργού Οικονομικών κατά την ενάσκηση των αρμοδιοτήτων του, σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 4 του π.δ. 437/19 Σεπτεμβρίου 1985 (Α΄ 157) και της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς κατά την άσκηση των προβλεπόμενων από την ισχύουσα νομοθεσία αρμοδιοτήτων της, ββ) των ειδικών εξεταστικών επιτροπών της Βουλής, κατά τη, σύμφωνα με τον Κανονισμό της Βουλής, άσκηση των καθηκόντων τους, γγ) των οργάνων τα οποία νόμιμα μετέχουν σε διαδικασίες εκκαθάρισης ή πτώχευσης ιδρυμάτων, δδ) των αναγνωρισμένων ελεγκτών, στους οποίους έχουν νόμιμα ανατεθεί καθήκοντα ελέγχου των οικονομικών καταστάσεων ιδρυμάτων, ασφαλιστικών επιχειρήσεων και χρηματοδοτικών ιδρυμάτων, για την εκπλήρωση της αποστολής τους, εε) του Ταμείου Εγγύησης Καταθέσεων και Επενδύσεων, εφόσον πρόκειται για πληροφορίες αναγκαίες για την εκπλήρωση της αποστολής του, καθώς και στστ) τoυ Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, εφόσον πρόκειται για πληροφορίες αναγκαίες για την εκπλήρωση της αποστολής του. β) Επιπλέον, επιτρέπεται η ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ αφενός της Τράπεζας της Ελλάδος και αφετέρου αα) των αρχών που είναι επιφορτισμένες με την εποπτεία των προσώπων και οργάνων των υποπεριπτώσεων γγ΄ και δδ΄ της περίπτωσης α΄ της παρούσας παραγράφου και ββ) προς επίρρωση της σταθερότητας και του αδιάβλητου του χρηματοπιστωτικού συστήματος, του Υπουργού Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας κατά την ενάσκηση των καθηκόντων εποπτείας των ανωνύμων εταιρειών, με την προϋπόθεση ότι οι πληροφορίες αυτές προορίζονται για την εκπλήρωση της εποπτικής αποστολής των εν λόγω αρχών. Εάν ο Υπουργός Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας, κατά την άσκηση των εν λόγω καθηκόντων του, χρησιμοποιεί τις υπηρεσίες εντεταλμένων προς τούτο, λόγω ειδικών προσόντων, προσώπων που δεν ανήκουν στη δημόσια διοίκηση, η βάσει του παρόντος εδαφίου ανταλλαγή πληροφο ριών μπορεί, ύστερα από σύμφωνη γνώμη της Τράπεζας της Ελλάδος, να επεκταθεί και στα πρόσωπα αυτά. Η ανταλλαγή πληροφοριών λαμβάνει χώρα σύμφωνα με τους ίδιους όρους και αφού ο Υπουργός Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας έχει προηγουμένως γνωστοποιήσει στην Τράπεζα της Ελλάδος την ταυτότητα και το ακριβές περιεχόμενο της εντολής των προσώπων στα οποία διαβιβάζονται οι πληροφορίες. γ) Η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να γνωστοποιεί σε αρχές, όργανα ή πρόσωπα άλλων κρατών − μελών, αντίστοιχα προς αυτά που αναφέρονται στις περιπτώσεις α΄ και β΄ της παρούσας παραγράφου, συμπεριλαμβανομένων αρχών ή οργάνων επιφορτισμένων με την ευθύνη για τη διατήρηση της σταθερότητας του χρηματοοικονομικού συστήματος στα κράτη − μέλη μέσω της χρήσης μακροπροληπτικών κανόνων, των αρχών που είναι επιφορτισμένες με την άσκηση των αρμοδιοτήτων εποπτείας των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων και των αρχών που είναι υπεύθυνες για την εποπτεία των συμβατικών ή θεσμικών συστημάτων προστασίας της παραγράφου 7 του άρθρου 113 του Κανονισμού αριθ. 575/2013, πληροφορίες που προορίζονται για την εκπλήρωση της εποπτικής αποστολής τους. δ) Επιτρέπεται η ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ αφενός της Τράπεζας της Ελλάδος και αφετέρου αα) των κεντρικών τραπεζών του ευρωπαϊκού συστήματος κεντρικών τραπεζών και άλλων οργανισμών με παρόμοια αποστολή, όταν ενεργούν με την ιδιότητα νομισματικής αρχής, εφόσον αυτές οι πληροφορίες είναι σχετικές με την εκπλήρωση των εκ του νόμου αποστολών τους, συμπεριλαμβανομένης της άσκησης νομισματικής πολιτικής και της σχετικής με αυτήν παροχής ρευστότητας, της επίβλεψης συστημάτων πληρωμών, εκκαθάρισης και διακανονισμού και της διαφύλαξης της σταθερότητας του χρηματοοικονομικού συστήματος, ββ) τυχόν άλλων αρχών επιφορτισμένων με την επίβλεψη των συστημάτων πληρωμών και γγ) του ΕΣΣΚ, της Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων) (εφεξής ΕΑΑΕΣ) που συστάθηκε με τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και Συμβουλίου (EE L 331) ή της ΕΑΚΑΑ, όταν οι πληροφορίες αυτές έχουν σχέση με την άσκηση των καθηκόντων τους δυνάμει των Κανονισμών (ΕΕ) αριθ. 1092/2010, αριθ. 1094/2010 και αριθ. 1095/2010 αντιστοίχως. ε) Η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να κοινοποιεί τις πληροφορίες που αναφέρονται στο παρόν άρθρο σε οίκο διακανονισμού και εκκαθάρισης ή άλλον παρόμοιο οργανισμό αναγνωρισμένο από το εθνικό δίκαιο για να παρέχει υπηρεσίες εκκαθάρισης ή διακανονισμού σε αγορά του κράτους−μέλους, εάν θεωρεί ότι η κοινοποίηση αυτή είναι αναγκαία για την εξασφάλιση της ομαλής λειτουργίας των εν λόγω οργανισμών σε περίπτωση αδυναμίας εκπλήρωσης των υποχρεώσεων, έστω και δυνητικής, των συμμετεχόντων στις αγορές αυτές. στ) Σε όλες τις περιπτώσεις της παρούσας παραγράφου, οι λαμβανόμενες από τις αρχές, τους οργανισμούς και τα πρόσωπα πληροφορίες υπόκεινται στους κανόνες επαγγελματικού απορρήτου της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου. Η Τράπεζα της Ελλάδος κοινοποιεί στην ΕΑΤ την ταυτότητα των αρχών ή οργάνων τα οποία μπορούν να λαμβάνουν πληροφορίες δυνάμει της παρούσας παραγράφου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 7

Η διαβίβαση από την Τράπεζα της Ελλάδος πληροφοριών που προέρχονται από τις αρμόδιες αρχές άλλων κρατών−μελών επιτρέπεται μόνο μετά από ρητή συγκατάθεση των αρχών αυτών και μόνο για τους σκοπούς για τους οποίους οι αρχές αυτές έδωσαν τη συγκατάθεσή τους. Πληροφορίες που αποκτώνται από τις αρχές άλλων κρατών−μελών κατόπιν πραγματοποίησης επιτόπιων ελέγχων ή επιθεωρήσεων δεν αποτελούν αντικείμενο των γνωστοποιήσεων χωρίς τη ρητή συγκατάθεση της αρμόδιας αρχής του κράτους−μέλους όπου διενεργήθηκε ο επιτόπιος έλεγχος ή η επιθεώρηση.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 8

Σε περίπτωση παράβασης των διατάξεων περί επαγγελματικού απορρήτου του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται οι κυρώσεις που προβλέπονται από το άρθρο 371 του Ποινικού Κώδικα.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 9

Στο επαγγελματικό απόρρητο που θεσπίζεται με το παρόν άρθρο υπόκεινται και: α) οι πληροφορίες που ανταλλάσσονται μεταξύ των αρμόδιων αρχών με βάση το άρθρο 49 του παρόντος νόμου και β) τα μέτρα που λαμβάνει η Τράπεζα της Ελλάδος με βάση την παράγραφο 1 του άρθρου 96 του παρόντος νόμου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 10

Η συλλογή, επεξεργασία, διασύνδεση και δημιουργία αρχείων δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και ευαίσθητων δεδομένων από την Τράπεζα της Ελλάδος πραγματοποιείται σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2472/1997 (Α΄ 50), όπως ισχύει. Οι ανωτέρω δραστηριότητες απαλλάσσονται της συναφούς υποχρέωσης κοινοποίησης και αδειοδότησης, εφόσον πραγματοποιούνται στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων και των εργασιών της Τράπεζας της Ελλάδος, όπως προβλέπονται από το Καταστατικό της.

Άρθρο 55Υποχρεώσεις των προσώπων που είναι επιφορτισμένα με το νόμιμο έλεγχο των ετήσιων και ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων των ιδρυμάτων (άρθρο 63 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

α) Οι ορκωτοί ελεγκτές−λογιστές και οι ελεγκτικές εταιρείες ή κοινοπραξίες ορκωτών ελεγκτών−λογιστών που διενεργούν είτε τον υποχρεωτικό έλεγχο των ετήσιων και ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων των ιδρυμάτων είτε κάθε άλλη νόμιμη αποστολή, στο πλαίσιο των καθηκόντων τους, υποχρεούνται να γνωστοποιούν χωρίς υπαίτια καθυστέρηση στην Τράπεζα της Ελλάδος ή την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, αναφορικά με το ίδρυμα που ελέγχουν, κάθε απόφαση ή γεγονός που περιήλθε σε γνώση τους κατά την άσκηση του έργου τους, εφόσον αυτή η απόφαση ή το γεγονός είναι δυνατόν: αα) να αποτελεί ουσιαστική παράβαση των νομοθετικών ή κανονιστικών διατάξεων που θεσπίζουν τις προϋποθέσεις άδειας λειτουργίας ή διέπουν ειδικά την άσκηση δραστηριότητας των ιδρυμάτων, ββ) να θίγει τη συνέχιση της λειτουργίας του ιδρύματος ή να οδηγήσει σε άρνηση της έγκρισης των οικονομικών καταστάσεων του ιδρύματος ή σε διατύπωση επιφυλάξεων επ’ αυτών. β) Η ίδια υποχρέωση ενημέρωσης της Τράπεζας της Ελλάδος ή της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς ισχύει για τα ως άνω πρόσωπα όσον αφορά τα γεγονότα και τις αποφάσεις των οποίων έλαβαν γνώση στο πλαίσιο διενέργειας του αναφερόμενου στην περίπτωση α΄ της παρούσας παραγράφου έργου τους σε οικονομική μονάδα που διατηρεί στενούς δεσμούς με το ίδρυμα κατά την έννοια του σημείου 38 της παραγράφου 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού αριθ. 575/2013, απορρέοντες από δεσμό ελέγχου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Για την ενίσχυση της αποτελεσματικότητας της εποπτείας που ασκείται από την Τράπεζα της Ελλάδος με τον παρόντα νόμο και σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις, όπως προσαρμόζονται κατά την εφαρμογή της Οδηγίας 2006/43/ΕΚ για τους υποχρεωτικούς ελέγχους των ετήσιων και ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων: α) Οι ορκωτοί ελεγκτές−λογιστές και οι εταιρείες και κοινοπραξίες ορκωτών ελεγκτών−λογιστών που διενεργούν τον τακτικό έλεγχο των ετήσιων και ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων πιστωτικού ιδρύματος, μετά από σχετική πρόσκληση της Τράπεζας της Ελλάδος που απευθύνεται και στο εν λόγω πιστωτικό ίδρυμα, λαμβάνουν μέρος σε σύσκεψη με εκπροσώπους της Τράπεζας της Ελλάδος που πραγματοποιείται ετησίως. Αντικείμενο της σύσκεψης αποτελούν οι κυριότερες διαπιστώσεις ή ευρήματα του ελέγχου τα οποία: αα) αξιολογήθηκαν ως ουσιώδη από τους ορκωτούς ελεγκτές−λογιστές και ετέθησαν υπόψη των αρμόδιων διοικητικών οργάνων ή αρμόδιων στελεχών του πιστωτικού ιδρύματος, ββ) αφορούν την αποτελεσματικότητα και επάρκεια του Συστήματος Εσωτερικού Ελέγχου του πιστωτικού ιδρύματος σε σχέση με τη σύνταξη των ετήσιων οικονομικών καταστάσεων, γγ) αφορούν στοιχεία που προέκυψαν από τον έλεγχο ενοποιούμενων στις οικονομικές καταστάσεις του πιστωτικού ιδρύματος επιχειρήσεων που επηρεάζουν σε σημαντικό βαθμό τις οικονομικές καταστάσεις του. β) Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, κατά την κρίση της Τράπεζας της Ελλάδος, η σύσκεψη που αναφέρεται στην προηγούμενη περίπτωση α΄ της παρούσας παραγράφου, πραγματοποιείται εκτάκτως και σε διμερή βάση, με τη συμμετοχή εκπροσώπων της Τράπεζας της Ελλάδος και των ορκωτών ελεγκτών−λογιστών, μετά από σχετική ενημέρωση του πιστωτικού ιδρύματος που αφορά ο έλεγχος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Η καλόπιστη γνωστοποίηση στην Τράπεζα της Ελλάδος ή την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς γεγονότων ή αποφάσεων που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 του παρόντος άρθρου από τα πρόσωπα που ορίζονται στην παράγραφο 1 αυτού δεν αποτελεί παράβαση τυχόν υποχρεώσεών τους ως προς τον περιορισμό γνωστοποίησης πληροφοριών που καθιερώνονται με σύμβαση ή νομοθετική, κανονιστική ή διοικητική διάταξη, και ουδεμία ευθύνη επιφέρει για τα πρόσωπα αυτά. Αυτή η κοινολόγηση διενεργείται ταυτόχρονα στο Διοικητικό Συμβούλιο του ιδρύματος, εφόσον δεν υπάρχουν επιτακτικοί λόγοι για το αντίθετο.

Άρθρο 56Εποπτικές εξουσίες και εξουσίες επιβολής κυρώσεων (άρθρο 64 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)

Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ασκεί τις εποπτικές αρμοδιότητες και επιβάλλει τις κυρώσεις που προβλέπονται στο παρόντα νόμο και στη λοιπή ισχύουσα νομοθεσία: α) άμεσα ή β) σε συνεργασία με άλλες αρχές ή γ) υπό την ευθύνη της, με ανάθεση καθηκόντων στις αρχές της περίπτωσης β΄ή δ) με τη συνδρομή των αρμόδιων δικαστικών αρχών.

Άρθρο 57Διοικητικές κυρώσεις και άλλα διοικητικά μέτρα (άρθρο 65 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Με την επιφύλαξη των εποπτικών εξουσιών της Τράπεζας της Ελλάδος ή της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς που αναφέρονται στην ισχύουσα νομοθεσία και των διατάξεων της ποινικής νομοθεσίας, η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς επιβάλλει με απόφασή της διοικητικές κυρώσεις και λοιπά διοικητικά μέτρα σε εποπτευόμενα από αυτήν πρόσωπα για παραβάσεις των διατάξεων του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, του παρόντος νόμου και των κατ’ εξουσιοδότηση κανονιστικών πράξεων και λαμβάνει όλα τα κατά την κρίση της απαραίτητα μέτρα προκειμένου να διασφαλίζεται η εφαρμογή τους.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Επί παραβάσεων ιδρυμάτων, επιχειρήσεων του άρθρου 31, χρηματοδοτικών εταιρειών συμμετοχών και μικτών χρηματοοικονομικών εταιρειών συμμετοχών, των διατάξεων του παρόντος νόμου ή του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να επιβάλει κυρώσεις, πέρα από το νομικό πρόσωπο και στα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου και σε άλλα φυσικά πρόσωπα τα οποία φέρουν ευθύνη για την παράβαση, πράξη ή παράλειψη, εφόσον αυτή έγινε κατά την εκτέλεση των καθηκόντων που τους είχαν ανατεθεί.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς για την άσκηση των αρμοδιοτήτων της συγκεντρώνει στοιχεία, διενεργεί ελέγχους και προβαίνει στις αναγκαίες έρευνες. Με την επιφύλαξη των διατάξεων που θεσπίζονται στον παρόντα νόμο και στον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013, η κατά περίπτωση αρμόδια αρχή απαιτεί, μεταξύ άλλων: α) τη χορήγηση όλων των στοιχείων και των πληροφοριών που είναι αναγκαία για την άσκηση των καθηκόντων της, στις οποίες περιλαμβάνονται οι πληροφορίες που παρέχονται ανά τακτά διαστήματα και με ειδικώς προσδιορισμένους μορφότυπους για εποπτικούς και στατιστικούς σκοπούς από τα ακόλουθα φυσικά ή νομικά πρόσωπα: αα) ιδρύματα και επιχειρήσεις του άρθρου 31 που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας στην Ελλάδα, ββ) χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας στην Ελλάδα, γγ) μικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας στην Ελλάδα, δδ) εταιρείες συμμετοχής μεικτών δραστηριοτήτων που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας στην Ελλάδα, εε) πρόσωπα που ανήκουν στις οντότητες που αναφέρονται στις υποπεριπτώσεις αα΄ έως δδ΄, στστ) τρίτους στους οποίους οι οντότητες που αναφέρονται στις υποπεριπτώσεις αα΄ έως δδ΄ ανέθεσαν επιχειρησιακά καθήκοντα ή δραστηριότητες, β) τη διεξαγωγή όλων των αναγκαίων ερευνών για οποιοδήποτε πρόσωπο που αναφέρεται στις υποπεριπτώσεις αα΄ έως στ΄ της περίπτωσης α΄ με έδρα ή ευρισκόμενο στην Ελλάδα, εάν αυτό είναι αναγκαίο για την εκτέλεση των καθηκόντων της Τράπεζας της Ελλάδος ή της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, συμπεριλαμβανομένων: αα) της υποβολής εγγράφων, ββ) της εξέτασης των βιβλίων και αρχείων των προσώπων που αναφέρονται στην περίπτωση α΄ υποπεριπτώσεις αα΄ έως στστ΄ και της λήψης αντιγράφων ή αποσπασμάτων από τα εν λόγω βιβλία και αρχεία, γγ) της λήψης προφορικών ή γραπτών εξηγήσεων από κάθε πρόσωπο που αναφέρεται στην περίπτωση α΄ υποπεριπτώσεις αα΄ έως στστ΄ της παρούσας παραγράφου ή τους εκπροσώπους του ή τα μέλη του προσωπικού του και δδ) της εξέτασης κάθε άλλου προσώπου που συναινεί να ερωτηθεί με σκοπό τη συγκέντρωση πληροφοριών σχετικά με το αντικείμενο της έρευνας, γ) με την επιφύλαξη των προϋποθέσεων που προβλέπονται στο ενωσιακό δίκαιο, τη διεξαγωγή όλων των αναγκαίων ελέγχων στις επιχειρηματικές εγκαταστάσεις των νομικών προσώπων που αναφέρονται στην περίπτωση α΄ υποπεριπτώσεις αα΄ έως στστ΄ της παρούσας παραγράφου και οποιασδήποτε άλλης επιχείρησης που περιλαμβάνεται στην εποπτεία σε ενοποιημένη βάση, όταν η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς είναι η αρχή ενοποιημένης εποπτείας, υπό την προϋπόθεση ότι οι εμπλεκόμενες αρμόδιες αρχές θα έχουν ενημερωθεί προηγουμένως. Στις περιπτώσεις που για τον έλεγχο απαιτείται από την ισχύουσα νομοθεσία έγκριση δικαστικής αρχής, υποβάλλεται σχετική αίτηση.

Άρθρο 58Διοικητικές κυρώσεις και άλλα διοικητικά μέτρα για παραβάσεις των απαιτήσεων παροχής άδειας λειτουργίας και των απαιτήσεων για απόκτηση ειδικών συμμετοχών επί πιστωτικών ιδρυμάτων (άρθρο 66 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Η Τράπεζα της Ελλάδος επιβάλλει με απόφασή της τις διοικητικές κυρώσεις και μέτρα της παραγράφου 2 στις εξής περιπτώσεις: α) αποδοχή καταθέσεων ή άλλων επιστρεπτέων κεφαλαίων από το κοινό χωρίς ο αποδέκτης να είναι πιστωτικό ίδρυμα, κατά παράβαση του άρθρου 9 του παρόντος νόμου, β) έναρξη ή άσκηση δραστηριότητας χωρίς την απαιτούμενη κατά περίπτωση άδεια της Τράπεζας της Ελλάδος, γ) απόκτηση, άμεσα ή έμμεσα, ειδικής συμμετοχής σε πιστωτικό ίδρυμα ή περαιτέρω αύξηση, άμεσα ή έμμεσα, ειδικής συμμετοχής σε πιστωτικό ίδρυμα, ούτως ώστε η αναλογία των δικαιωμάτων ψήφου ή των κατεχόμενων μεριδίων κεφαλαίου να φθάνει ή να υπερβαίνει τα κατώτατα όρια που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του άρθρου 23 του παρόντος νόμου ή ώστε το πιστωτικό ίδρυμα να καταστεί θυγατρική επιχείρηση του αποκτώντος ή αυξάνοντος τη συμμετοχή, χωρίς έγγραφη γνωστοποίηση προς την Τράπεζα της Ελλάδος ότι αυτός επιδιώκει είτε να αποκτήσει ειδική συμμετοχή ή να την αυξήσει, κατά το χρονικό διάστημα αξιολόγησης, ή παρά την αντίθετη γνώμη της Τράπεζας της Ελλάδος, κατά παράβαση της παραγράφου 1 του άρθρου 23 του παρόντος νόμου, δ) παύση κατοχής, άμεσα ή έμμεσα, ειδικής συμμετοχής σε πιστωτικό ίδρυμα ή μείωση της ειδικής συμμετοχής ούτως ώστε η αναλογία των δικαιωμάτων ψήφου ή των κατεχόμενων μεριδίων κεφαλαίου να είναι μικρότερη από τα κατώτατα όρια που αναφέρονται στο άρθρο 26 του παρόντος νόμου ή ώστε το πιστωτικό ίδρυμα να παύσει να είναι θυγατρική επιχείρηση, χωρίς έγγραφη γνωστοποίηση προς την Τράπεζα της Ελλάδος. ε) μη τήρηση των υποχρεώσεων γνωστοποίησης στην Τράπεζα της Ελλάδος περί της αλλαγής της ταυτότητας των φυσικών προσώπων που ελέγχουν νομικά πρόσωπα, κατόχους συμμετοχής, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στην παράγραφο 3 του άρθρου 23 του παρόντος νόμου ή εφόσον δεν υπάρξει συμμόρφωση προς την τυχόν απαίτηση της Τράπεζας της Ελλάδος για την εφαρμογή των προβλεπομένων στις περιπτώσεις β΄ και γ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 15 του παρόντος νόμου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Στις περιπτώσεις της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου οι διοικητικές κυρώσεις και τα άλλα διοικητικά μέτρα που μπορούν να επιβληθούν περιλαμβάνουν, διαζευκτικά ή σωρευτικά, μεταξύ άλλων, τα εξής: α) δημόσια ανακοίνωση στην οποία περιγράφονται το υπεύθυνο φυσικό πρόσωπο, το ίδρυμα, η χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή η μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών, καθώς και η φύση της παράβασης, β) εντολή προς το υπαίτιο φυσικό ή νομικό πρόσωπο για παύση της παράνομης συμπεριφοράς και παράλειψής της στο μέλλον, γ) σε περίπτωση νομικού προσώπου, διοικητικά χρηματικά πρόστιμα ύψους έως το 10% του συνολικού καθαρού κύκλου εργασιών, συμπεριλαμβανομένου του ακαθάριστου εισοδήματος που συνίσταται σε τόκους εισπρακτέους και εξομοιούμενα έσοδα, έσοδα από μετοχές και άλλους τίτλους μεταβλητής ή σταθερής απόδοσης και προμήθειες ή αμοιβές εισπρακτέες, σύμφωνα με το άρθρο 316 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, της επιχείρησης κατά την προηγούμενη χρήση, δ) σε περίπτωση φυσικού προσώπου, διοικητικά χρηματικά πρόστιμα μέχρι και πέντε εκατομμυρίων (5.000.000) ευρώ, ε) διοικητικά χρηματικά πρόστιμα μέχρι και το διπλάσιο του ποσού του οφέλους που αποκομίστηκε από την παράβαση, εφόσον το όφελος είναι μετρήσιμο, στ) αναστολή του δικαιώματος ψήφου των μετόχων που ευθύνονται για τις παραβάσεις της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου. Σε περίπτωση που η προβλεπόμενη στην περίπτωση γ΄ της παρούσας παραγράφου επιχείρηση είναι θυγατρική μητρικής επιχείρησης, το σχετικό ακαθάριστο εισόδημα είναι το ακαθάριστο εισόδημα που προκύπτει από τις ενοποιημένες καταστάσεις της ανώτατης μητρικής επιχείρησης κατά την προηγούμενη χρήση.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Σε περίπτωση μη συμμόρφωσης των προσώπων που αναφέρονται στην παράγραφο 4 του άρθρου 27 στις υποδείξεις της Τράπεζας της Ελλάδος για τη λήψη διορθωτικών μέτρων σύμφωνα με αυτή τη διάταξη, η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί, διαζευκτικά ή σωρευτικά: α) να επιβάλει με απόφασή της την απομάκρυνση των ανωτέρω προσώπων, για ορισμένο ή αόριστο χρόνο, από το Διοικητικό Συμβούλιο του πιστωτικού ιδρύματος και από οποιαδήποτε διευθυντική θέση στο πιστωτικό ίδρυμα, β) να αναστέλλει, μέχρι να αρθούν οι συνθήκες που επέβαλαν τη λήψη των συγκεκριμένων μέτρων, την άσκηση των δικαιωμάτων ψήφου, που απορρέουν από τις μετοχές που κατέχουν τα πρόσωπα αυτά ή τα νομικά πρόσωπα που αυτά ελέγχουν, γ) να απαγορεύει οποιαδήποτε νέα συναλλαγή του πιστωτικού ιδρύματος με τα πρόσωπα αυτά ή με οποιαδήποτε νομικά πρόσωπα που ελέγχονται από αυτά. Σε περίπτωση παράβασης της απόφασης της Τράπεζας της Ελλάδος περί αναστολής των δικαιωμάτων ψήφου σύμφωνα με την περίπτωση β΄ της παρούσας παραγράφου, η άσκηση των σχετικών δικαιωμάτων ψήφου δεν έχει αποτελέσματα και η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να επιβάλλει με απόφασή της στους παραβάτες σωρευτικά ή διαζευκτικά: αα) πρόστιμο ύψους μέχρι ποσοστού 10% της αξίας των μετοχών τους που κατέχουν άμεσα ή έμμεσα και ββ) την κύρωση της περίπτωσης α΄ της παρούσας παραγράφου, προκειμένου περί φυσικών προσώπων. Σε περίπτωση παράβασης της απαγόρευσης της περίπτωσης γ΄ της παρούσας παραγράφου, η Τράπεζα της Ελλάδος, πέραν των κυρώσεων που μπορεί να επιβάλλει με απόφασή της στο πιστωτικό ίδρυμα, κατά την ισχύουσα νομοθεσία, μπορεί να επιβάλλει με απόφασή της και στα κατά παράβαση των αποφάσεων της, συναλλασσόμενα με το πιστωτικό ίδρυμα πρόσωπα, πρόστιμο, ύψους μέχρι της αξίας της συναλλαγής ή εφόσον αυτή δεν είναι ευχερώς υπολογίσιμη, ποσού μέχρι τριακοσίων χιλιάδων (300.000) ευρώ.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να επιβάλλει την κύρωση της περίπτωσης α΄ της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου και στα πρόσωπα που αναφέρονται στην παράγραφο 3 του άρθρου 10 και στις παραγράφους 1 και 2 του άρθρου 13 του παρόντος νόμου, εφόσον δεν διαθέτουν πλέον την απαραίτητη αξιοπιστία και δεν διασφαλίζουν τη συνετή και χρηστή διαχείριση του πιστωτικού ιδρύματος.

Άρθρο 59Λοιπές περιπτώσεις επιβολής κυρώσεων από την Τράπεζα της Ελλάδος (άρθρο 67 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Το παρόν άρθρο εφαρμόζεται στις ακόλουθες περιπτώσεις που πιστωτικό ίδρυμα: α) απέκτησε την άδεια λειτουργίας με ψευδείς ή ανακριβείς δηλώσεις ή με οποιονδήποτε άλλο μη σύννομο τρόπο, β) αφού πληροφορήθηκε για αγορές ή εκχωρήσεις συμμετοχών στο κεφάλαιό του, οι οποίες αυξάνουν τα ποσοστά συμμετοχής ή τα μειώνουν κάτω από ένα από τα όρια της παραγράφου 1 του άρθρου 23 ή του άρθρου 26 του παρόντος νόμου, δεν ενημέρωσε την Τράπεζα της Ελλάδος σχετικά με αυτές τις αγορές ή εκχωρήσεις, όπως ο νόμος ορίζει, γ) το οποίο δεν κοινοποιεί, τουλάχιστον σε ετήσια βάση, στην Τράπεζα της Ελλάδος τα ονόματα των μετόχων ή εταίρων που έχουν ειδικές συμμετοχές καθώς και τα ποσοστά των συμμετοχών αυτών, όπως ο νόμος ορίζει, δ) δεν εφαρμόζει πλαίσιο εταιρικής διακυβέρνησης όπως απαιτείται από το άρθρο 66 του παρόντος νόμου, ε) δεν υποβάλλει ή υποβάλλει ανακριβή ή ελλιπή στοιχεία και πληροφορίες σχετικά με τη συμμόρφωση προς την υποχρέωση ικανοποίησης των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων του άρθρου 92 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 στην Τράπεζα της Ελλάδος, κατά παράβαση της παραγράφου 1 του άρθρου 99 του εν λόγω Κανονισμού, στ) δεν υποβάλλει ή υποβάλλει ανακριβή ή ελλιπή στοιχεία και πληροφορίες στην Τράπεζα της Ελλάδος σε σχέση με τα στοιχεία του άρθρου 101 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, ζ) δεν υποβάλλει ή υποβάλλει ανακριβή ή ελλιπή στοιχεία και πληροφορίες στην Τράπεζα της Ελλάδος σχετικά με ένα μεγάλο χρηματοδοτικό άνοιγμα, κατά παράβαση της παραγράφου 1 του άρθρου 394 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, η) δεν υποβάλλει ή υποβάλλει ανακριβή ή ελλιπή στοιχεία και πληροφορίες στην Τράπεζα της Ελλάδος σχετικά με τη ρευστότητά του, κατά παράβαση των παραγράφων 1 και 2 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, θ) δεν υποβάλλει ή υποβάλλει ανακριβή ή ελλιπή στοιχεία και πληροφορίες στην Τράπεζα της Ελλάδος σχετικά με το δείκτη μόχλευσης, κατά παράβαση της παραγράφου 1 του άρθρου 430 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, ι) δεν διατηρεί κατ’ εξακολούθηση και σε βάθος χρόνου ρευστά διαθέσιμα, κατά παράβαση του άρθρου 412 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, ια) παρουσιάζει χρηματοδοτικό άνοιγμα πέραν των ορίων που θέτει το άρθρο 395 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, ιβ) που είναι εκτεθειμένο στον πιστωτικό κίνδυνο μιας θέσης τιτλοποίησης που δεν πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 405 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, ιγ) δεν υποβάλλει ή υποβάλλει ανακριβή ή ελλιπή στοιχεία και πληροφορίες κατά παράβαση των παραγράφων 1, 2 και 3 του άρθρου 431 ή της παραγράφου 1 του άρθρου 451 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, ιδ) προβαίνει σε πληρωμές σε κατόχους μέσων που περιλαμβάνονται στα ίδια κεφάλαια του ιδρύματος, κατά παράβαση του άρθρου 131 του παρόντος νόμου ή σε περιπτώσεις κατά τις οποίες τα άρθρα 28, 51 ή 63 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 απαγορεύουν τις εν λόγω πληρωμές σε κατόχους μέσων που περιλαμβάνονται στα ίδια κεφάλαια, ιε) διόρισε ή δεν αντικατέστησε αμελλητί τα πρόσωπα που δεν ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις του άρθρου 83 του παρόντος νόμου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Τηρουμένων των διατάξεων του Καταστατικού της Τράπεζας της Ελλάδος και των κατ’ εξουσιοδότηση του παρόντος νόμου κανονιστικών πράξεων, η Τράπεζα της Ελλάδος στις περιπτώσεις της παραγράφου 1, καθώς και σε κάθε άλλη περίπτωση παράβασης του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, του παρόντος νόμου και των κατ’ εξουσιοδότηση αυτού εκδιδόμενων κανονιστικών πράξεων, επιβάλλει με απόφασή της, διαζευκτικά ή σωρευτικά, διοικητικές κυρώσεις και διοικητικά μέτρα, τα οποία περιλαμβάνουν τα εξής: α) δημόσια ανακοίνωση στην οποία περιγράφονται το υπεύθυνο φυσικό πρόσωπο, το ίδρυμα, η χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή η μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών, καθώς και η φύση της παράβασης, β) εντολή προς το υπεύθυνο φυσικό ή νομικό πρόσωπο για παύση της παράνομης συμπεριφοράς και παράλειψής της στο μέλλον, γ) στην περίπτωση ιδρύματος, ανάκληση της άδειας λειτουργίας του κατά την ισχύουσα νομοθεσία, δ) προσωρινή απαγόρευση κατά των προσώπων της παραγράφου 2 του άρθρου 57 του παρόντος νόμου να ασκούν καθήκοντα σε ιδρύματα, ε) στην περίπτωση νομικού προσώπου, χρηματικά πρόστιμα ύψους έως το 10% του συνολικού καθαρού κύκλου εργασιών, συμπεριλαμβανομένων των ακαθάριστων εσόδων που συνίσταται σε τόκους εισπρακτέους και εξομοιούμενα έσοδα, έσοδα από μετοχές και άλλους τίτλους μεταβλητής ή σταθερής απόδοσης και εισπρακτέες προμήθειες ή αμοιβές σύμφωνα με το άρθρο 316 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 της επιχείρησης κατά την προηγούμενη χρήση, στ) στην περίπτωση φυσικού προσώπου, χρηματικά πρόστιμα μέχρι και πέντε εκατομμυρίων (5.000.000) ευρώ, ζ) χρηματικά πρόστιμα μέχρι και το διπλάσιο του ποσού των κερδών που αποκτήθηκαν ή των ζημιών που αποφεύχθηκαν λόγω της παράβασης, όπου μπορούν να συγκεκριμενοποιηθούν. Σε περίπτωση που επιχείρηση της περίπτωσης ε΄ της παρούσας παραγράφου είναι θυγατρική μητρικής επιχείρησης, τα σχετικά ακαθάριστα έσοδα θα είναι τα ακαθάριστα έσοδα που προκύπτουν από τις ενοποιημένες καταστάσεις της ανώτατης μητρικής επιχείρησης κατά την προηγούμενη χρήση.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Ο Διοικητής ή ο Πρόεδρος, τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου, οι ελεγκτές, οι αρμόδιοι διευθυντές και οι υπάλληλοι, κάθε πιστωτικού ιδρύματος τιμωρούνται με φυλάκιση ή με χρηματική ποινή ή με αμφότερες τις ποινές αυτές, εκτός αν από άλλη διάταξη προβλέπεται βαρύτερη ποινή, εφόσον: α) παραλείπουν ή παραποιούν εκ προθέσεως την εγγραφή σημαντικής συναλλαγής στα βιβλία του, β) υποβάλλουν στην Τράπεζα της Ελλάδος ψευδείς ή ανακριβείς εκθέσεις ή παρέχουν ψευδή ή ανακριβή στοιχεία. Σε περίπτωση που τα ανωτέρω πρόσωπα αρνούνται ή παρακωλύουν με οποιονδήποτε τρόπο τον έλεγχο, που ασκείται από την Τράπεζα της Ελλάδος, τιμωρούνται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον τριών (3) μηνών.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

α) Όποιος προβαίνει, κατά παράβαση του άρθρου 9 του παρόντος νόμου, σε κατ’ επάγγελμα αποδοχή καταθέσεων χρημάτων ή άλλων επιστρεπτέων κεφαλαίων ή σε κατ` επάγγελμα χορήγηση δανείων ή λοιπών πιστώσεων ή σε παροχή υπηρεσιών πληρωμών, προς το κοινό ή στην έκδοση ηλεκτρονικού χρήματος και όποιος παραβαίνει τις διατάξεις του άρθρου 20 του παρόντος νόμου, τιμωρείται με φυλάκιση ή με χρηματική ποινή ή με αμφότερες τις ποινές αυτές, εκτός αν από άλλη διάταξη προβλέπεται βαρύτερη ποινή. Υπεύθυνοι για την παράβαση και υποκείμενοι στις ποινές αυτές θεωρούνται και οι νόμιμοι εκπρόσωποι ή οι ασκούντες τη διοίκηση του νομικού προσώπου. β) Στις περιπτώσεις που αναφέρονται στην ανωτέρω περίπτωση α΄ της παρούσας παραγράφου και στην περίπτωση β΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 58 του παρόντος νόμου, είναι δυνατή η σφράγιση των γρα φείων και εγκαταστάσεων του παραβάτη από όργανα της Τράπεζας της Ελλάδος με τη συνδρομή της αστυνομικής αρχής κατά τους όρους του νόμου, ανεξαρτήτως της επιβολής των παραπάνω ή τυχόν άλλων, προβλεπόμενων από την ισχύουσα νομοθεσία, κυρώσεων.

Άρθρο 60Δημοσιοποίηση των διοικητικών κυρώσεων (άρθρο 68 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Η Τράπεζα της Ελλάδος δημοσιοποιεί τις κυρώσεις που επιβάλλει για παραβάσεις του παρόντος νόμου ή του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 ή των λοιπών κανονιστικών πράξεων που αυτή εκδίδει στον επίσημο δικτυακό της τόπο τουλάχιστον στις περιπτώσεις που έχει παρέλθει η προθεσμία προσβολής τους ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας χωρίς να έχει ασκηθεί αίτηση ακυρώσεως ή έχει εκδοθεί επ’ αυτής δικαστική απόφαση. Στην κατά τα ανωτέρω δημοσιοποίηση περιλαμβάνονται πληροφορίες σχετικά με τον τύπο και τη φύση της παράβασης και την ταυτότητα του φυσικού ή νομικού προσώπου στο οποίο επιβάλλεται η κύρωση, μετά την ενημέρωση του εν λόγω προσώπου σχετικά με τις εν λόγω κυρώσεις.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Η Τράπεζα της Ελλάδος δημοσιοποιεί τις κυρώσεις ανωνύμως, κατά τα προβλεπόμενα στην κείμενη νομοθεσία, σε οποιαδήποτε από τις ακόλουθες περιπτώσεις: α) όταν η κύρωση επιβάλλεται σε φυσικό πρόσωπο και αφού κριθεί ότι η δημοσιοποίηση των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα είναι δυσανάλογη προς τη βαρύτητα της παράβασης, β) όταν η δημοσιοποίηση θα έθετε σε κίνδυνο τη σταθερότητα των χρηματοοικονομικών αγορών ή διεξαγόμενη ποινική έρευνα, γ) όταν η δημοσιοποίηση θα προξενούσε, στο βαθμό που μπορεί να προσδιορισθεί αυτό, δυσανάλογη ζημία στα ενδιαφερόμενα ιδρύματα ή φυσικά πρόσωπα. Εναλλακτικά, όταν οι περιστάσεις που αναφέρονται στην περίπτωση α΄ είναι πιθανόν να εκλείψουν εντός εύλογου χρονικού διαστήματος, η κατά την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου δημοσιοποίηση μπορεί να αναβληθεί για το εν λόγω χρονικό διάστημα.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Οι πληροφορίες που δημοσιεύονται σύμφωνα με τις παραγράφους 1 ή 2 του παρόντος άρθρου παραμένουν στον επίσημο δικτυακό τόπο της Τράπεζας της Ελλάδος για τουλάχιστον πέντε (5) έτη. Τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα διατηρούνται στον επίσημο δικτυακό τόπο της μόνο για το αναγκαίο χρονικό διάστημα, τηρουμένων των σχετικών διατάξεων περί προστασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.

Άρθρο 61Ανταλλαγή πληροφοριών για τις κυρώσεις και τήρηση κεντρικής βάσης δεδομένων από την ΕΑΤ (άρθρο 69 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Με την επιφύλαξη των διατάξεων του επαγγελματικού απορρήτου που αναφέρονται στην παρ. 1 του άρθρου 54 του παρόντος νόμου και στο άρθρο 63 του ν. 3606/2007, η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ενημερώνει την ΕΑΤ για όλες τις επιβαλλόμενες σύμφωνα με τα άρθρα 57 έως 59 και 154 του παρόντος νόμου διοικητικές κυρώσεις, περιλαμβανομένων των διαρκών απαγορεύσεων, καθώς και για κάθε σχετική προσφυγή και την έκβαση αυτής.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Κατά την αξιολόγηση της καλής φήμης για τους σκοπούς της παραγράφου 1 του άρθρου 13, της παραγράφου 3 του άρθρου 17, της παραγράφου 1 του άρθρου 83 και του άρθρου 114 του παρόντος νόμου, η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς συμβουλεύεται την ανωτέρω βάση δεδομένων. Σε περίπτωση που υπάρχει μεταβολή στην εξέλιξη των κυρώσεων ή των ένδικων μέσων που ασκήθηκαν κατά των αποφάσεων των αρμόδιων αρχών, η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς υποβάλλει αίτημα στην ΕΑΤ για διαγραφή ή επικαιροποίηση των σχετικών καταχωρίσεων στη βάση δεδομένων.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, ελέγχει, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην κείμενη νομοθεσία, την ύπαρξη σχετικής καταδίκης, όπως προκύπτει από το ποινικό μητρώο του εμπλεκόμενου φυσικού προσώπου. Για το σκοπό αυτόν ανταλλάσσονται πληροφορίες σύμφωνα με την Απόφαση 2009/316/ΔΕΥ και την Απόφαση πλαίσιο 2009/315/ΔΕΥ, όπως αυτές εφαρμόζονται.

Άρθρο 62Αποτελεσματική εφαρμογή κυρώσεων και άσκηση των εξουσιών επιβολής κυρώσεων από την Τράπεζα της Ελλάδος ή την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς (άρθρο 70 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Κατά τον καθορισμό του είδους των διοικητικών κυρώσεων ή άλλων διοικητικών μέτρων και την επιμέτρηση των διοικητικών χρηματικών προστίμων που επιβάλλονται από την Τράπεζα της Ελλάδος ή την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς λαμβάνονται κατά περίπτωση υπόψη, ιδίως: α) το είδος, η βαρύτητα και η διάρκεια της παράβασης, β) ο βαθμός ευθύνης του νομικού ή φυσικού προσώπου που είναι υπεύθυνο για την παράβαση, γ) η οικονομική επιφάνεια του φυσικού ή νομικού προσώπου, όπως προκύπτει ιδίως από τον συνολικό κύκλο εργασιών νομικού προσώπου ή από το ετήσιο εισόδημα φυσικού προσώπου, δ) η σπουδαιότητα των κερδών που αποκτήθηκαν ή των ζημιών που αποφεύχθηκαν από το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που είναι υπεύθυνο για την παράβαση, στο βαθμό που μπορούν να προσδιοριστούν, ε) οι ζημίες τρίτων που προκλήθηκαν από την παράβαση, στο βαθμό που μπορούν να προσδιοριστούν, στ) τυχόν αρνητικές επιπτώσεις της παράβασης επί των συναλλασσομένων με το πιστωτικό ίδρυμα, ζ) ο βαθμός συνεργασίας του υπεύθυνου για την παράβαση φυσικού ή νομικού προσώπου με την Τράπεζα της Ελλάδος ή την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, η) τυχόν καθ’ υποτροπή τέλεση παραβάσεων ή προηγούμενες παραβάσεις του φυσικού ή νομικού προσώπου που είναι υπεύθυνο για την παράβαση, θ) οι τυχόν πιθανές συστημικές συνέπειες της παράβασης, ι) η επίπτωση της παράβασης στην εύρυθμη λειτουργία του ιδρύματος, καθώς και ια) η ανάγκη πρόληψης παρόμοιων παραβάσεων.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Τα διοικητικά πρόστιμα που επιβάλλονται από την Τράπεζα της Ελλάδος καταβάλλονται εντός προθεσμίας οριζόμενης με γενικής ισχύος απόφασή της, αποτελούν έσοδα του Δημοσίου, βεβαιώνονται από τις καθ’ ύλην αρμόδιες υπηρεσίες και εισπράττονται κατά τις διατάξεις περί εισπράξεως δημοσίων εσόδων.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Οι αποφάσεις της Τράπεζας της Ελλάδος, που εκδίδονται με βάση τα άρθρα 137, 138, 140, 141, 142 και 145 του παρόντος νόμου, δημοσιεύονται αυθημερόν στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και στον ιστότοπο της Τράπεζας της Ελλάδος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Ο Διοικητής, οι Υποδιοικητές, τα μέλη συλλογικών οργάνων και το εν γένει προσωπικό της Τράπεζας της Ελλάδος δεν ευθύνονται αστικά έναντι τρίτων για πράξεις ή παραλείψεις κατά την άσκηση των καθηκόντων τους εντός των κατά τον παρόντα νόμο αρμοδιοτήτων τους, καθώς επίσης και εντός των λοιπών αρμοδιοτήτων τις οποίες ασκεί η Τράπεζα της Ελλάδος κατ’ ανάθεση δημόσιας εξουσίας, εκτός εάν τα υπαίτια πρόσωπα βαρύνονται με δόλο.

Άρθρο 63Καταγγελίες παραβάσεων (άρθρο 71 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να θεσπίζει αποτελεσματικούς και αξιόπιστους μηχανισμούς για την ενθάρρυνση υποβολής καταγγελιών προς αυτήν σχετικά με επαπειλούμενες ή υπάρχουσες παραβάσεις των διατάξεων του παρόντος νόμου και του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Οι ανωτέρω μηχανισμοί περιλαμβάνουν ιδίως: β) κατάλληλη προστασία τουλάχιστον από αντίποινα, διακρίσεις ή άλλες μορφές αθέμιτης μεταχείρισης για εργαζομένους ιδρυμάτων, οι οποίοι κοινοποιούν παραβάσεις που διαπράττονται εντός του ιδρύματος, γ) προστασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα τόσο του καταγγέλλοντος όσο και του προσώπου το οποίο φέρεται ότι διέπραξε παράβαση σύμφωνα με τα οριζόμενα στο ν. 2472/1997, δ) σαφείς κανόνες διασφάλισης της εμπιστευτικότητας σχετικά με το πρόσωπο του καταγγέλλοντος σε όλες τις περιπτώσεις, εκτός εάν η αποκάλυψη της ταυτότητάς του απαιτείται από την κείμενη νομοθεσία στο πλαίσιο περαιτέρω ερευνών ή μεταγενέστερης ποινικής διαδικασίας.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Τα ιδρύματα θεσπίζουν κατάλληλες διαδικασίες οι οποίες διασφαλίζουν ότι οι εργαζόμενοι, στους οποίους παρέχεται η προστασία των περιπτώσεων β΄, γ΄ και δ΄ της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου, έχουν τη δυνατότητα να καταγγέλλουν παραβάσεις εσωτερικά, μέσω ειδικής, ανεξάρτητης και αυτόνομης γραμμής αναφοράς η οποία μπορεί επίσης να παρέχεται με ρυθμίσεις που προβλέπονται από τους κοινωνικούς εταίρους.

Άρθρο 64Δικαίωμα προσφυγής (άρθρο 72 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)

Οι αποφάσεις της Τράπεζας της Ελλάδος που εκδίδονται κατ’ εφαρμογή του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, του παρόντος νόμου και των κανονιστικών πράξεων αυτής υπόκεινται σε αίτηση ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας. Η Τράπεζα της Ελλάδος, με κοινοποιούμενη στον αιτούντα απόφασή της, χορηγεί ή αρνείται αιτιολογημένα την έγκρισή της, εντός εξαμήνου από την κατάθεση αίτησης για έγκριση, εφόσον αυτή περιέχει όλα τα απαιτούμενα από τον παρόντα νόμο, τις κανονιστικές πράξεις της Τράπεζας της Ελλάδος ή τα κατά την κρίση της αναγκαία στοιχεία και πληροφορίες. Η κατά τα ανωτέρω παράλειψη της Τράπεζας της Ελλάδος να αποφασίσει εντός της εξάμηνης προθεσμίας ισοδυναμεί με άρνηση.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ΄ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΠΑΝΕΞΕΤΑΣΗΣ
Άρθρο 65Εσωτερικό κεφάλαιο (άρθρο 73 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)

Τα ιδρύματα διαθέτουν αξιόπιστες, αποτελεσματικές και ολοκληρωμένες στρατηγικές και διαδικασίες για την αξιολόγηση και τη διατήρηση σε διαρκή βάση του ύψους, της σύνθεσης και της κατανομής των ιδίων κεφαλαίων που θεωρούν κατάλληλα για την κάλυψη της φύσης και του επιπέδου των κινδύνων τους οποίους έχουν αναλάβει ή τους οποίους ενδέχεται να αναλάβουν (εσωτερικό κεφάλαιο). Οι εν λόγω στρατηγικές και διαδικασίες υπόκεινται σε τακτική εσωτερική επανεξέταση από τα ιδρύματα ώστε να εξασφαλιστεί ότι παραμένουν πλήρεις και αναλογικές προς τη φύση, το εύρος και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων του ιδρύματος.

Άρθρο 66Πλαίσιο εταιρικής διακυβέρνησης, σχέδια ανάκαμψης και εξυγίανσης (άρθρο 74 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Τα ιδρύματα θεσπίζουν άρτιο και αποτελεσματικό σύστημα εταιρικής διακυβέρνησης που περιλαμβάνει σαφή οργανωτική διάρθρωση με ευκρινείς, διαφανείς και συνεπείς γραμμές αναφοράς και κατανομής των αρμοδιοτήτων, αποτελεσματικές διαδικασίες εντοπισμού, διαχείρισης, παρακολούθησης και αναφοράς των κινδύνων τους οποίους αναλαμβάνουν ή ενδέχεται να αναλάβουν, επαρκείς μηχανισμούς εσωτερικού ελέγχου, περιλαμβανομένων των κατάλληλων διοικητικών και λογιστικών διαδικασιών, καθώς και πολιτικές και πρακτικές αποδοχών οι οποίες είναι συνεπείς και προάγουν την ορθή και αποτελεσματική διαχείριση των κινδύνων.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Το πλαίσιο, οι διαδικασίες και οι μηχανισμοί της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου πρέπει να είναι επαρκείς και ανάλογοι προς τη φύση, το εύρος και την πολυπλοκότητα των κινδύνων που ενέχουν το επιχειρηματικό μοντέλο και οι δραστηριότητες του ιδρύματος, λαμβάνοντας υπόψη τα τεχνικά κριτήρια που ορίζονται στα άρθρα 68 έως 87.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Τα ιδρύματα εκπονούν σχέδια ανάκαμψης με σκοπό την αποκατάσταση της βιωσιμότητάς τους, έπειτα από σημαντική επιδείνωση της οικονομικής κατάστασης αυτών. Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς εκπονεί κατά περίπτωση σχέδια εξυγίανσης. Η υποχρέωση για την εκπόνηση και την επικαιροποίηση του σχεδίου ανάκαμψης και του σχεδίου εξυγίανσης μπορεί, σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, να είναι μειωμένη εφόσον κριθεί, μεταξύ άλλων, ότι η ανάκληση της αδείας λειτουργίας και η θέση σε εκκαθάριση, ή, προκειμένου για επιχειρήσεις επενδύσεων, η πτώχευση, του συγκεκριμένου ιδρύματος δεν θα έχει, λόγω του μεγέθους, του επιχειρηματικού του μοντέλου ή της διασύνδεσής του με άλλα ιδρύματα ή με το χρηματοοικονομικό σύστημα εν γένει, ουσιώδεις επιπτώσεις στις χρηματοοικονομικές αγορές, σε άλλα ιδρύματα ή στις συνθήκες χρηματοδότησης. Επί επιχειρήσεων επενδύσεων η εν λόγω απόφαση λαμβάνεται κατόπιν διαβούλευσης με την αρχή μακροπροληπτικής εποπτείας.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Προς το σκοπό εκπόνησης και προετοιμασίας βιώσιμων σχεδίων εξυγίανσης, τα ιδρύματα συνεργάζονται στενά με την Τράπεζα της Ελλάδος ή, κατά περίπτωση, την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, παρέχοντας κάθε αναγκαία πληροφορία και εκθέτοντας τις επιλογές για την ομαλή εξυγίανσή τους σε περίπτωση ανάκλησης της άδειας λειτουργίας και θέση σε ειδική εκκαθάριση, ή, κατά περίπτωση, πτώχευση, σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Κατά την ανάπτυξη και το συντονισμό αποτελεσματικών και συνεκτικών σχεδίων ανάκαμψης και εξυγίανσης, η Τράπεζα της Ελλάδος ή, κατά περίπτωση, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς συνεργάζονται με την ΕΑΤ σύμφωνα με το άρθρο 25 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010. Στο πλαίσιο αυτό, ενημερώνουν πλήρως και εκ των προτέρων την ΕΑΤ ως προς τη διεξαγωγή συνεδριάσεων ή δραστηριοτήτων με αντικείμενο την ανάπτυξη και το συντονισμό σχεδίων ανάκαμψης και εξυγίανσης, οσάκις αυτές πραγματοποιούνται, καθώς και για τα κύρια θέματα προς συζήτηση και τις δραστηριότητες προς εξέταση. Προς τούτο παρέχουν στην ΕΑΤ δικαίωμα συμμετοχής στις εν λόγω συνεδριάσεις.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Ειδικότερα θέματα και τεχνικές λεπτομέρειες για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος άρθρου, συμπεριλαμβανομένου του περιεχομένου του σχεδίου ανάκαμψης, ρυθμίζονται με απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος ή της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 7

Ανεξάρτητα από την αξιολόγηση του σχεδίου ανάκαμψης και την κατάρτιση του σχεδίου εξυγίανσης, η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να διορίσει στο πιστωτικό ίδρυμα επίτροπο κατά το άρθρο 137 ή να λάβει μέτρα εξυγίανσης κατά τα άρθρα 140, 141 και 142.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 8

Η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να ζητήσει σχέδιο ανάκαμψης από τα πιστωτικά ιδρύματα και να καταρτίζει σχέδιο εξυγίανσης και σε ενοποιημένη βάση.

Άρθρο 67Επίβλεψη των πολιτικών αποδοχών (άρθρο 75 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Τα ιδρύματα παρέχουν στην Τράπεζα της Ελλάδος ή στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς πληροφορίες για τις αποδοχές του προσωπικού σύμφωνα με τα στοιχεία ζ΄, η΄ και θ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 450 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013. Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς χρησιμοποιεί τις πληροφορίες για τη συγκριτική αξιολόγηση των τάσεων και των πρακτικών των πολιτικών αποδοχών και τις διαβιβάζει στην ΕΑΤ.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, ως αρμόδια αρχή του κράτους−μέλους προέλευσης, συγκεντρώνει και διαβιβάζει στην ΕΑΤ τις, ανά ίδρυμα, πληροφορίες για τον αριθμό των φυσικών προσώπων με αποδοχές ύψους τουλάχιστον ενός εκατομμυρίου (1.000.000) ευρώ, ανά οικονομικό έτος, με κατηγοριοποίηση σε διαστήματα του ενός εκατομμυρίου (1.000.000) ευρώ και μνεία του τομέα απασχόλησής τους και των επαγγελματικών τους υποχρεώσεων, καθώς και με ανάλυση των βασικών στοιχείων των αποδοχών, των πρόσθετων μεταβλητών αποδοχών, των μακροπρόθεσμων επιβραβεύσεων και των συνταξιοδοτικών εισφορών.

Άρθρο 68Αντιμετώπιση κινδύνων (άρθρο 76 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Το Διοικητικό Συμβούλιο των ιδρυμάτων εγκρίνει και επανεξετάζει περιοδικά τις στρατηγικές και τις πολιτικές για την ανάληψη, τη διαχείριση, την παρακολούθηση και τη μείωση των κινδύνων στους οποίους εκτίθεται ή θα μπορούσε να εκτεθεί, περιλαμβανομένων εκείνων που απορρέουν από το μακροοικονομικό περιβάλλον στο οποίο ασκεί τις δραστηριότητές του, λαμβανομένης υπόψη της φάσης του οικονομικού κύκλου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Το Διοικητικό Συμβούλιο των ιδρυμάτων αφιερώνει επαρκή χρόνο στην αξιολόγηση των θεμάτων που αφορούν κινδύνους. Το Διοικητικό Συμβούλιο συμμετέχει ενεργά και διασφαλίζει ότι διατίθενται επαρκείς πόροι για τη διαχείριση όλων των σημαντικών κινδύνων που εξετάζονται στον παρόντα νόμο και στον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013, καθώς και στην αποτίμηση των στοιχείων ενεργητικού, τη χρήση εξωτερικών αξιολογήσεων πιστοληπτικής ικανότητας και εσωτερικών υποδειγμάτων σε σχέση με τους εν λόγω κινδύνους. Το ίδρυμα διαμορφώνει γραμμές αναφοράς προς το Διοικητικό Συμβούλιο, που να καλύπτουν όλους τους σημαντικούς κινδύνους και τις πολιτικές διαχείρισης κινδύνων, καθώς και τις αλλαγές τους.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Τα ιδρύματα τα οποία είναι σημαντικά από απόψεως μεγέθους, εσωτερικής οργάνωσης και φύσεως, εύρους και πολυπλοκότητας των δραστηριοτήτων τους συστήνουν επιτροπή διαχείρισης κινδύνων, αποτελούμενη από μη εκτελεστικά μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου. Τα μέλη της επιτροπής διαχείρισης κινδύνων έχουν κατάλληλες γνώσεις, δεξιότητες και εξειδίκευση, για να κατανοούν και να παρακολουθούν τη στρατηγική ανάληψης κινδύνων του ιδρύματος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Η επιτροπή διαχείρισης κινδύνων υποβάλλει εισήγηση στο Διοικητικό Συμβούλιο σχετικά με τη συνολική παρούσα και μελλοντική στρατηγική ανάληψης κινδύνων του ιδρύματος, υποβοηθώντας το Διοικητικό Συμβούλιο, το οποίο έχει την εν γένει αρμοδιότητα ως προς τους κινδύνους, στην επίβλεψη της υλοποίησης, από τα ανώτερα διοικητικά στελέχη, της εν λόγω στρατηγικής, από τα ανώτερα διοικητικά στελέχη.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Η επιτροπή διαχείρισης κινδύνων ελέγχει την τιμολόγηση των προσφερόμενων υπηρεσιών, λαμβάνοντας υπόψη το επιχειρηματικό μοντέλο και τη στρατηγική ανάληψης κινδύνων του ιδρύματος. Όταν η τιμολόγηση δεν απηχεί με ακρίβεια τους κινδύνους σύμφωνα με το επιχειρηματικό μοντέλο και τη στρατηγική ανάληψης κινδύνων, η επιτροπή διαχείρισης κινδύνων υποβάλλει διορθωτικό σχέδιο στο Διοικητικό Συμβούλιο.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Ίδρυμα της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, εφόσον δεν θεωρείται σημαντικό σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου, μπορεί να συνιστά επιτροπή επιφορτισμένη με τις αρμοδιότητες τόσο της επιτροπής διαχείρισης κινδύνων όσο και της επιτροπής ελέγχου του άρθρου 37 του ν. 3693/2008 (Α΄ 174), κατόπιν απόφασης της Τράπεζας της Ελλάδος ή της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς. Τα μέλη της ανωτέρω επιτροπής πρέπει να διαθέτουν τις γνώσεις, τις δεξιότητες και την εξειδίκευση που απαιτούνται για την άσκηση των καθηκόντων τους τόσο ως μελών σε επιτροπή διαχείρισης κινδύνων όσο και ως μελών σε επιτροπή ελέγχου. Σε κάθε περίπτωση οι ως άνω επιτροπές στελεχώνονται από μη εκτελεστικά μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 7

Τα μέλη των ως άνω επιτροπών έχουν επαρκή πρόσβαση σε πληροφορίες ως προς την κατάσταση κινδύνων του ιδρύματος και στο τμήμα διαχείρισης κινδύνων και, εφόσον κρίνεται σκόπιμο, σε ειδικούς εξωτερικούς συμβούλους. Οι ως άνω επιτροπές καθορίζουν το είδος, την ποσότητα, τη μορφή και τη συχνότητα των πληροφοριών που πρέπει να λαμβάνουν σχετικά με θέματα κινδύνων. Προκειμένου να συμβάλλουν στη διαμόρφωση ορθών πολιτικών και πρακτικών αποδοχών και με την επιφύλαξη των καθηκόντων της επιτροπής αποδοχών, εξετάζουν κατά πόσον τα κίνητρα που προβλέπει το σύστημα αποδοχών λαμβάνουν υπόψη τον κίνδυνο, το κεφάλαιο, τη ρευστότητα και τα προβλεπόμενα κέρδη.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 8

Τα ιδρύματα διαθέτουν λειτουργία διαχείρισης κινδύνων, σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας της παραγράφου 5 του άρθρου 7 της απόφασης του Διοικητικού Συμβουλίου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς αρ. 2/452/1.11.2007 (Β΄2137), προκειμένου για επιχειρήσεις επενδύσεων, και της ΠΔ/ΤΕ 2577/2006 (Α΄ 59), προκειμένου για πιστωτικά ιδρύματα, η οποία είναι ανεξάρτητη από τις επιχειρησιακές λειτουργίες του και έχει επαρκείς εξουσίες, κύρος, πόρους και πρόσβαση στο Διοικητικό Συμβούλιο.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 9

Η λειτουργία διαχείρισης κινδύνων: α) διασφαλίζει τον εντοπισμό, τη μέτρηση και τη δέουσα αναφορά όλων των σημαντικών κινδύνων, β) συμμετέχει ενεργά στην ανάπτυξη της στρατηγικής κινδύνων του ιδρύματος και σε όλες τις σημαντικές αποφάσεις διαχείρισης κινδύνων και μπορεί να παρουσιάσει πλήρη εικόνα ολόκληρου του φάσματος των κινδύνων που αντιμετωπίζει το ίδρυμα, γ) αναφέρεται, μέσω της επιτροπής διαχείρισης κινδύνων, στο Διοικητικό Συμβούλιο, ανεξάρτητα από τα ανώτερα διοικητικά στελέχη, και θέτει υπόψη του Διοικητικού Συμβουλίου, καθώς και προειδοποιεί, εφόσον κρίνεται σκόπιμο, για την εξέλιξη των αναλαμβανόμενων κινδύνων που επηρεάζουν ή ενδέχεται να επηρεάσουν το ίδρυμα.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 10

Ο επικεφαλής της λειτουργίας διαχείρισης κινδύνων είναι ανεξάρτητο ανώτερο διοικητικό στέλεχος με διακριτή αρμοδιότητα. Όπου η φύση, το μέγεθος και η πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων του ιδρύματος δεν δικαιολογούν την ύπαρξη προσώπου ειδικώς επιφορτισμένου με αυτό το καθήκον, οι εν λόγω αρμοδιότητες μπορούν να ανατεθούν σε άλλο ανώτερο διοικητικό στέλεχος του ιδρύματος παράλληλα με τις λοιπές αρμοδιότητές του, με την προϋπόθεση ότι δεν δημιουργείται σύγκρουση συμφερόντων. Ο επικεφαλής της λειτουργίας διαχείρισης κινδύνων δεν απαλλάσσεται των καθηκόντων του χωρίς την προηγούμενη έγκριση της Επιτροπής Διαχείρισης Κινδύνων ή των μη εκτελεστικών μελών του Διοικητικού Συμβουλίου και έχει απευθείας πρόσβαση στην Επιτροπή Διαχείρισης Κινδύνων ή στα μη εκτελεστικά μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου όποτε αυτό απαιτείται.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 11

Η εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος νόμου δεν θίγει την εφαρμογή της απόφασης του Διοικητικού Συμβουλίου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς αρ. 2/452/1.11.2007 στις επιχειρήσεις επενδύσεων.

Άρθρο 69Εσωτερικές προσεγγίσεις για τον υπολογισμό των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων (άρθρο 77 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ενθαρρύνει τα ιδρύματα που είναι σημαντικά από πλευράς μεγέθους και εσωτερικής οργάνωσης, καθώς και φύσεως, εύρους και πολυπλοκότητας των δραστηριοτήτων τους, να αναπτύσσουν την ικανότητα εσωτερικής αξιολόγησης του πιστωτικού κινδύνου και να αυξάνουν τη χρήση της προσέγγισης των εσωτερικών διαβαθμίσεων για τον υπολογισμό των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων για την κάλυψη του πιστωτικού κινδύνου, όταν τα ανοίγματά τους είναι σημαντικά σε απόλυτες τιμές και όταν έχουν ταυτόχρονα ένα μεγάλο αριθμό σημαντικών αντισυμβαλλομένων. Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου δεν θίγουν την εκπλήρωση των κριτηρίων που ορίζονται στα άρθρα 102 έως 106 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, λαμβάνοντας υπόψη τη φύση, το εύρος και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων των ιδρυμάτων, τα παρακολουθεί προκειμένου να διαπιστώνει ότι δεν βασίζονται αποκλειστικά ή μηχανιστικά σε εξωτερικές πιστοληπτικές αξιολογήσεις για την εκτίμηση της πιστοληπτικής ικανότητας μιας οντότητας ή ενός χρηματοοικονομικού μέσου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ενθαρρύνει τα ιδρύματα, λαμβάνοντας υπόψη το μέγεθος, την εσωτερική οργάνωση και τη φύση, το εύρος και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων τους να αναπτύσσουν διαδικασίες για την εσωτερική αξιολόγηση ειδικού κινδύνου και να αυξάνουν τη χρήση εσωτερικών υποδειγμάτων για τον υπολογισμό των απαιτήσεων των ιδίων κεφαλαίων για τον ειδικό κίνδυνο των χρεωστικών τίτλων του χαρτοφυλακίου συναλλαγών, καθώς και τη χρήση εσωτερικών υποδειγμάτων για τον υπολογισμό των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων για τους κινδύνους αθέτησης υποχρεώσεων και μεταβολής της πιστοληπτικής αξιολόγησης σε περίπτωση που η έκθεσή τους σε ειδικό κίνδυνο είναι ουσιώδης σε απόλυτες τιμές και στην περίπτωση που έχουν μεγάλο αριθμό καθαρών θέσεων σε χρεωστικούς τίτλους διαφορετικών εκδοτών.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου δεν εμποδίζουν την εκπλήρωση των κριτηρίων που ορίζονται στα άρθρα 362 έως 377 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

Άρθρο 70Εποπτική συγκριτική αξιολόγηση των εσωτερικών προσεγγίσεων για τον υπολογισμό των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων (άρθρο 78 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Τα ιδρύματα που χρησιμοποιούν εσωτερικές προσεγγίσεις για τον υπολογισμό των σταθμισμένων ανοιγμάτων ή των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων εξαιρουμένου του λειτουργικού κινδύνου γνωστοποιούν τα αποτελέσματα των υπολογισμών των εσωτερικών προσεγγίσεών τους για τα ανοίγματα ή τις θέσεις τους που περιλαμβάνονται στα χαρτοφυλάκια αναφοράς. Τα ιδρύματα υποβάλλουν τα αποτελέσματα των υπολογισμών τους μαζί με επεξήγηση των μεθοδολογιών που χρησιμοποιήθηκαν για τη διενέργειά τους σε κατάλληλη συχνότητα που ορίζεται από την Τράπεζα της Ελλάδος ή την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς τουλάχιστον δε ετησίως.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Τα ιδρύματα υποβάλλουν τα αποτελέσματα των υπολογισμών που αναφέρονται στην παράγραφο 1, σύμφωνα με τα σχετικά εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα στην Τράπεζα της Ελλάδος ή στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και στην ΕΑΤ. Στην περίπτωση που η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς επιλέγει να αναπτύσσει ειδικά χαρτοφυλάκια, διαβουλεύεται με την ΕΑΤ και διασφαλίζει ότι τα ιδρύματα γνωστοποιούν τα αποτελέσματα των υπολογισμών διακριτά από τα αποτελέσματα των υπολογισμών για τα χαρτοφυλάκια της ΕΑΤ.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ελέγχει, βάσει των πληροφοριών που υποβάλλονται από τα ιδρύματα σύμφωνα με την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, το εύρος των σταθμισμένων ανοιγμάτων ή των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων, ανάλογα με την περίπτωση, πέραν του λειτουργικού κινδύνου, για τα ανοίγματα ή τις συναλλαγές του χαρτοφυλακίου αναφοράς, που απορρέουν από τις εσωτερικές προσεγγίσεις των εν λόγω ιδρυμάτων. Τουλάχιστον σε ετήσια βάση, η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς αξιολογεί την ποιότητα των ανωτέρω προσεγγίσεων, δίδοντας ιδιαίτερη προσοχή στις προσεγγίσεις: α) που παρουσιάζουν σημαντικές διαφορές ως προς τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για το ίδιο άνοιγμα, β) με ιδιαίτερα υψηλή ή χαμηλή διαφοροποίηση, καθώς και σημαντική και συστηματική υποεκτίμηση των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Όταν συγκεκριμένα ιδρύματα παρουσιάζουν σημαντική απόκλιση σε σχέση με την πλειοψηφία των ομοειδών ιδρυμάτων ή υπάρχει μικρή ομοιότητα στην προσέγγιση η οποία οδηγεί σε μεγάλη διακύμανση των αποτελεσμάτων, η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ερευνά τα σχετικά αίτια και, εφόσον διαπιστώνεται ότι η προσέγγιση ενός ιδρύματος οδηγεί σε υποεκτίμηση των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων, η οποία δεν μπορεί να αποδοθεί σε διαφορές των υποκείμενων κινδύνων των ανοιγμάτων ή θέσεων, λαμβάνει διορθωτικά μέτρα.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Οι αποφάσεις της Τράπεζας της Ελλάδος ή της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς σχετικά με την καταλληλότητα των διορθωτικών μέτρων που αναφέρονται στην παράγραφο 4 του παρόντος άρθρου τηρούν την αρχή σύμφωνα με την οποία τα μέτρα αυτά πρέπει να συνάδουν με τους στόχους μιας εσωτερικής προσέγγισης και συνεπώς: α) δεν συνεπάγονται τυποποίηση ή προτιμώμενες μεθόδους, β) δεν δημιουργούν εσφαλμένα κίνητρα ή γ) δεν προκαλούν αγελαία συμπεριφορά.

Άρθρο 71Πιστωτικός κίνδυνος και κίνδυνος αντισυμβαλλομένου (άρθρο 79 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Τα ιδρύματα: α) βασίζουν τη χορήγηση πιστώσεων σε ορθά και σαφώς καθορισμένα κριτήρια και καθορίζουν με σαφήνεια τη διαδικασία έγκρισης, τροποποίησης, ανανέωσης και αναχρηματοδότησης των πιστώσεων, β) χρησιμοποιούν εσωτερικές μεθοδολογίες που τους επιτρέπουν να αξιολογούν τον πιστωτικό κίνδυνο των ανοιγμάτων σε μεμονωμένους οφειλέτες, σε τίτλους ή σε θέσεις τιτλοποίησης και τον πιστωτικό κίνδυνο σε επίπεδο χαρτοφυλακίου. Ειδικότερα, οι εσωτερικές μέθοδοι δεν στηρίζονται αποκλειστικά ή μηχανικά σε εξωτερικές πιστοληπτικές αξιολογήσεις. Στην περίπτωση που οι απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων βασίζονται σε αξιολόγηση από Εξωτερικό Οργανισμό Πιστοληπτικών Αξιολογήσεων (ΕΟΠΑ) ή στο γεγονός ότι ένα άνοιγμα δεν έχει λάβει πιστοληπτική αξιολόγηση, τα ιδρύματα δεν απαλλάσσονται από την πρόσθετη εξέταση άλλων σχετικών πληροφοριών για την αξιολόγηση της κατανομής του εσωτερικού κεφαλαίου, γ) διαθέτουν αποτελεσματικά συστήματα για τη διαρκή διαχείριση και παρακολούθηση των διαφόρων χαρτοφυλακίων και ανοιγμάτων που ενέχουν πιστωτικό κίνδυνο των ιδρυμάτων, περιλαμβανομένων του εντοπισμού και της διαχείρισης προβληματικών πιστώσεων, της διενέργειας επαρκών προσαρμογών και προβλέψεων αξίας, δ) διαφοροποιούν επαρκώς τα χαρτοφυλάκια πιστώσεων, λαμβανομένων υπόψη των αγορών στις οποίες δραστηριοποιείται ή σκοπεύει να δραστηριοποιηθεί το ίδρυμα και της συνολικής πιστοδοτικής στρατηγικής του ιδρύματος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Σε περίπτωση αίτησης χορήγησης δανείου ή λοιπών πιστώσεων από πιστωτικό ή χρηματοδοτικό ίδρυμα, οι αιτούντες παρέχουν πλήρη και ακριβή πληροφόρηση για την αξιολόγηση από το πιστωτικό ή χρηματοδοτικό ίδρυμα της φερεγγυότητας και της πιστοληπτικής τους ικανότητας. Τα πιστωτικά και χρηματοδοτικά ιδρύματα υποχρεούνται να λαμβάνουν υπόψη τους, κατά τη διαβάθμιση των σχετικών κινδύνων με βάση το άρθρο αυτό τυχόν μερική ή ολική άρνηση του αιτούντος να χορηγήσει τέτοιες πληροφορίες. Στις πληροφορίες αυτές δεν περιλαμβάνονται αυτές που σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία αποτελούν ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα.

Άρθρο 72Υπολειπόμενος κίνδυνος (άρθρο 80 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)

Τα ιδρύματα διασφαλίζουν και ελέγχουν με γραπτώς τεκμηριωμένες πολιτικές και διαδικασίες τον κίνδυνο να αποδειχθούν οι αναγνωρισμένες τεχνικές μείωσης του πιστωτικού κινδύνου, που χρησιμοποιούν, λιγότερο αποτελεσματικές από ό,τι αναμενόταν.

Άρθρο 73Κίνδυνος συγκέντρωσης (άρθρο 81 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)

Τα ιδρύματα αντιμετωπίζουν και ελέγχουν με γραπτώς τεκμηριωμένες πολιτικές και διαδικασίες τον κίνδυνο συγκέντρωσης που απορρέει από: α) ανοίγματα έναντι μεμονωμένων αντισυμβαλλόμενων, περιλαμβανομένων των κεντρικών αντισυμβαλλόμενων, ομάδων συνδεδεμένων αντισυμβαλλομένων ή αντισυμβαλλόμενων που εντάσσονται στον ίδιο οικονομικό τομέα ή γεωγραφική περιοχή ή β) την ίδια δραστηριότητα ή γ) το ίδιο βασικό εμπόρευμα ή δ) την εφαρμογή τεχνικών μείωσης του πιστωτικού κινδύνου, και ιδίως του κινδύνου συγκέντρωσης που συνδέεται με μεγάλα έμμεσα πιστωτικά ανοίγματα, όπως έναντι ενός μόνο εκδότη εξασφαλίσεων.

Άρθρο 74Κίνδυνος τιτλοποίησης (άρθρο 82 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Τα ιδρύματα αξιολογούν και αντιμετωπίζουν με κατάλληλες πολιτικές και διαδικασίες τους κινδύνους που απορρέουν από συναλλαγές τιτλοποίησης, στις οποίες το ίδρυμα είναι ο επενδυτής, ο μεταβιβάζων, κατά την έννοια του σημείου 13 της παραγράφου 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, ή ο χρηματοδότης, περιλαμβανομένου του κινδύνου φήμης. Τέτοιοι κίνδυνοι μπορεί να απορρέουν από πολύπλοκες δομές ή προϊόντα. Τα ιδρύματα διασφαλίζουν ότι η οικονομική σημασία της συναλλαγής λαμβάνεται πλήρως υπόψη στις αποφάσεις αξιολόγησης και διαχείρισης των κινδύνων.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Σε περίπτωση που το μεταβιβάζον, κατά την έννοια του σημείου 13 της παραγράφου 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, ίδρυμα έχει προβεί σε τιτλοποίηση ανακυκλούμενων συναλλαγών με ρήτρα πρόωρης εξόφλησης προβλέπεται σχεδιασμός σχετικά με τη ρευστότητα για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων τόσο των προγραμματισμένων όσο και των πρόωρων εξοφλήσεων.

Άρθρο 75Κίνδυνος αγοράς (άρθρο 83 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Τα ιδρύματα εφαρμόζουν πολιτικές και διαδικασίες για τον εντοπισμό, τη μέτρηση και τη διαχείριση όλων των σημαντικών παραγόντων και επιπτώσεων των κινδύνων της αγοράς.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Όταν η αρνητική (short) θέση καθίσταται ληξιπρόθεσμη πριν από τη θετική (long) θέση, τα ιδρύματα λαμβάνουν επίσης μέτρα κατά του κινδύνου περιορισμένης ρευστότητας.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Το εσωτερικό κεφάλαιο είναι επαρκές για σημαντικούς κινδύνους της αγοράς που δεν υπόκεινται σε απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Τα ιδρύματα που, κατά τον υπολογισμό των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων για τον κίνδυνο θέσης, σύμφωνα με τα άρθρα 326 έως 350 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, έχουν συμψηφίσει τις θέσεις που έχουν σε μία ή περισσότερες από τις μετοχές που συναποτελούν έναν δείκτη μετοχών με αντίθετη θέση ή θέσεις σε συμβόλαιο μελλοντικής εκπλήρωσης σε δείκτη μετοχών ή σε άλλο προϊόν συνδεδεμένο με δείκτη μετοχών, έχουν επαρκές εσωτερικό κεφάλαιο ώστε να καλύπτουν τον κίνδυνο βάσης για τη ζημία που προκύπτει από το ενδεχόμενο να μην ακολουθεί πλήρως η τιμή του συμβολαίου μελλοντικής εκπλήρωσης ή του άλλου προϊόντος τις τιμές των μετοχών που το συναποτελούν. Τα ιδρύματα έχουν επίσης επαρκές εσωτερικό κεφάλαιο όταν κατέχουν αντίθετες θέσεις σε συμβόλαιο μελλοντικής εκπλήρωσης επί δείκτη μετοχών των οποίων η ληκτότητα, η σύνθεση ή και τα δύο δεν είναι πανομοιότυπα.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Τα ιδρύματα, σε περίπτωση που κάνουν χρήση του άρθρου 345 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, διατηρούν επαρκές εσωτερικό κεφάλαιο για την κάλυψη του κινδύνου ζημίας που υφίσταται μεταξύ του χρόνου της αρχικής δέσμευσης και της επόμενης εργάσιμης ημέρας.

Άρθρο 76Κίνδυνος επιτοκίου από δραστηριότητες εκτός χαρτοφυλακίου συναλλαγών (άρθρο 84 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)

Τα ιδρύματα εφαρμόζουν συστήματα για τον εντοπισμό, την αξιολόγηση και τη διαχείριση του κινδύνου από δυνητικές μεταβολές επιτοκίων στο μέτρο που επηρεάζουν τις δραστηριότητες του ιδρύματος οι οποίες δεν σχετίζονται με το χαρτοφυλάκιο συναλλαγών.

Άρθρο 77Λειτουργικός κίνδυνος (άρθρο 85 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Τα ιδρύματα εφαρμόζουν πολιτικές και διαδικασίες για την αξιολόγηση και τη διαχείριση της έκθεσης σε λειτουργικό κίνδυνο, περιλαμβανομένου του κινδύνου υποδείγματος, και για την κάλυψη του κινδύνου που απορρέει από γεγονότα με χαμηλή συχνότητα και σοβαρές επιπτώσεις. Τα ιδρύματα ορίζουν με σαφήνεια τι συνιστά λειτουργικό κίνδυνο για τους σκοπούς αυτών των πολιτικών και διαδικασιών.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Τα ιδρύματα καταρτίζουν σχέδια αντιμετώπισης επειγουσών καταστάσεων και συνέχισης της λειτουργίας, τα οποία διασφαλίζουν την ικανότητά τους να συνεχίζουν τη λειτουργία τους και να περιορίζουν τις ζημίες σε περίπτωση σοβαρής διαταραχής της δραστηριότητάς τους.

Άρθρο 78Κίνδυνος ρευστότητας (άρθρο 86 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Τα ιδρύματα διαθέτουν άρτιες στρατηγικές, πολιτικές, διαδικασίες και άρτια συστήματα για τον εντοπισμό, τη μέτρηση, τη διαχείριση και την παρακολούθηση του κινδύνου ρευστότητας εντός κατάλληλων χρονικών διαστημάτων, μεταξύ άλλων εντός της ημέρας, προκειμένου να εξασφαλιστεί ότι διατηρούν επαρκή επίπεδα αποθεμάτων ρευστότητας. Αυτές οι στρατηγικές, πολιτικές, διαδικασίες και τα συστήματα είναι σχεδιασμένα με βάση τους επιχειρηματικούς τομείς, τα νομίσματα, τους κλάδους και τις νομικές οντότητες και περιλαμβάνουν επαρκείς μηχανισμούς κατανομής του κόστους ρευστότητας, ωφελειών και κινδύνων.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Οι στρατηγικές, πολιτικές, διαδικασίες και τα συστήματα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου είναι ανάλογα με την πολυπλοκότητα, το προφίλ κινδύνου, το πεδίο λειτουργίας των ιδρυμάτων και το επίπεδο ανοχής κινδύνου που έχει οριστεί από το Διοικητικό Συμβούλιο και απηχούν τη σημασία του ιδρύματος σε κάθε κράτος−μέλος στο οποίο δραστηριοποιείται επιχειρηματικά. Τα ιδρύματα γνωστοποιούν στην Τράπεζα της Ελλάδος ή στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς το επίπεδο ανοχής κινδύνου σε όλες τις σχετικές επιχειρηματικές δραστηριότητες.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Τα ιδρύματα, λαμβανομένων υπόψη της φύσης, του εύρους και της πολυπλοκότητας των δραστηριοτήτων τους, διαθέτουν προφίλ κινδύνου ρευστότητας που συνάδει και δεν υπερβαίνει τα απαιτούμενα για ένα εύρυθμο και άρτιο σύστημα.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς παρακολουθεί τις εξελίξεις όσον αφορά το προφίλ κινδύνου ρευστότητας, όπως τον σχεδιασμό των προϊόντων και τον όγκο των συναλλαγών τους, τη διαχείριση κινδύνου, τις χρηματοδοτικές πολιτικές και τη συγκέντρωση των χρηματοδοτήσεων.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς αναλαμβάνει αποτελεσματική δράση όταν οι εξελίξεις που αναφέρονται στο προηγούμενο εδάφιο μπορεί να οδηγήσουν σε αστάθεια μεμονωμένου ιδρύματος ή συστημική αστάθεια.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ενημερώνει την ΕΑΤ για οποιεσδήποτε δράσεις αναλαμβάνουν σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 7

Τα ιδρύματα αναπτύσσουν μεθοδολογίες για τον προσδιορισμό, τη μέτρηση, τη διαχείριση και την παρακολούθηση των θέσεων χρηματοδότησης. Αυτές οι μέθοδοι περιλαμβάνουν τρέχουσες και προβλεπόμενες χρηματορροές που προκύπτουν από στοιχεία του ενεργητικού, του παθητικού, στοιχεία εκτός ισολογισμού, συμπεριλαμβανομένων ενδεχόμενων υποχρεώσεων και πιθανών επιπτώσεων του κινδύνου φήμης.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 8

Τα ιδρύματα διακρίνουν μεταξύ δεσμευμένων και μη δεσμευμένων στοιχείων του ενεργητικού τα οποία είναι πάντοτε διαθέσιμα, ιδιαίτερα σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης. Τα ιδρύματα λαμβάνουν, επίσης, υπόψη την οντότητα στην οποία ανήκουν τα στοιχεία του ενεργητικού, τη χώρα όπου τα στοιχεία είναι είτε νομίμως εγγεγραμμένα σε μητρώο είτε σε λογαριασμό και την επιλεξιμότητά τους, και παρακολουθούν τον τρόπο με τον οποίο μπορούν να μεταφέρονται εγκαίρως τα στοιχεία του ενεργητικού.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 9

Τα ιδρύματα λαμβάνουν, επίσης, υπόψη τους υφιστάμενους νομικούς, κανονιστικούς και λειτουργικούς περιορισμούς σε ενδεχόμενες μεταφορές ρευστότητας και μη βεβαρημένων στοιχείων του ενεργητικού μεταξύ οντοτήτων, εντός και εκτός του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 10

Τα ιδρύματα εξετάζουν διάφορες τεχνικές μείωσης κινδύνου ρευστότητας, συμπεριλαμβανομένων ενός συστήματος ορίων και αποθεμάτων ρευστότητας, προκειμένου να είναι σε θέση να αντέξουν σειρά διαφορετικών περιπτώσεων κρίσης, καθώς και μια επαρκώς διαφοροποιημένη χρηματοδοτική διάρθρωση και πρόσβαση σε πηγές χρηματοδότησης. Αυτές οι τεχνικές επανεξετάζονται τακτικά.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 11

Τα ιδρύματα εξετάζουν εναλλακτικά σενάρια σχετικά με τις θέσεις ρευστότητας και τις τεχνικές μείωσης κινδύνου και επανεξετάζουν τουλάχιστον ετησίως τις παραδοχές στις οποίες στηρίζονται οι αποφάσεις σχετικά με τη θέση χρηματοδότησης. Για τους σκοπούς αυτούς, τα εναλλακτικά σενάρια αντιμετωπίζουν ιδιαίτερα τα στοιχεία εκτός ισολογισμού και άλλες ενδεχόμενες υποχρεώσεις, συμπεριλαμβανομένων εκείνων των οντοτήτων ειδικού σκοπού τιτλοποίησης (SSPE) ή άλλων οντοτήτων ειδικού σκοπού, όπως ορίζονται στον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013, σε σχέση με τις οποίες το ίδρυμα ενεργεί ως ανάδοχος ή παρέχει σημαντική υποστήριξη ρευστότητας.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 12

Τα ιδρύματα λαμβάνουν υπόψη τις πιθανές επιπτώσεις εναλλακτικών σεναρίων τα οποία: α) εξειδικεύονται ανά ίδρυμα, β) καλύπτουν όλο το εύρος της αγοράς, και γ) συνδυάζουν τα ανωτέρω εξετάζοντας παράλληλα διαφορετικές χρονικές περιόδους και διάφορα επίπεδα ακραίων καταστάσεων των παραμέτρων κινδύνων.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 13

Τα ιδρύματα προσαρμόζουν τις στρατηγικές, τις εσωτερικές πολιτικές και τα όρια κινδύνου ρευστότητας και αναπτύσσουν αποτελεσματικά σχέδια έκτακτης ανάγκης, λαμβάνοντας υπόψη το αποτέλεσμα των εναλλακτικών σεναρίων που αναφέρονται στην παράγραφο 11 του παρόντος άρθρου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 14

Τα ιδρύματα θεσπίζουν σχέδια αποκατάστασης ρευστότητας, τα οποία καθορίζουν επαρκείς στρατηγικές και κατάλληλα μέτρα εφαρμογής προκειμένου να αντιμετωπίσουν πιθανά ελλείμματα ρευστότητας, συμπεριλαμβανομένων ελλειμμάτων που αφορούν υποκαταστήματα σε άλλα κράτη−μέλη. Τα σχέδια αυτά ελέγχονται από τα ιδρύματα τουλάχιστον ετησίως, ενημερώνονται βάσει του αποτελέσματος των εναλλακτικών σεναρίων που ορίζονται στην παράγραφο 11 του παρόντος άρθρου, υποβάλλονται με τη μορφή έκθεσης στα ανώτερα διοικητικά στελέχη και λαμβάνουν την έγκρισή τους, ώστε οι εσωτερικές πολιτικές και διαδικασίες να μπορούν να προσαρμοστούν ανάλογα. Τα ιδρύματα προβαίνουν στις απαραίτητες λειτουργικές ενέργειες εκ των προτέρων για να διασφαλίσουν ότι τα σχέδια αποκατάστασης ρευστότητας μπορούν να υλοποιηθούν άμεσα.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 15

Για τα πιστωτικά ιδρύματα, αυτές οι λειτουργικές ενέργειες περιλαμβάνουν την τήρηση ενεχύρων που είναι άμεσα διαθέσιμα για τη χρηματοδότηση από την Τράπεζα της Ελλάδος. Αυτό περιλαμβάνει την τήρηση ενεχύρων, όπου απαιτείται, στο νόμισμα άλλου κράτουςμέλους ή στο νόμισμα τρίτης χώρας στην οποία είναι εκτεθειμένα τα πιστωτικά ιδρύματα και, όπου απαιτείται για λειτουργικούς λόγους, εντός της Επικράτειας ενός κράτους−μέλους υποδοχής ή τρίτης χώρας στο νόμισμα της οποίας είναι εκτεθειμένα.

Άρθρο 79Κίνδυνος υπερβολικής μόχλευσης (άρθρο 87 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Τα ιδρύματα θεσπίζουν πολιτικές και διαδικασίες για τον προσδιορισμό, τη διαχείριση και την παρακολούθηση του κινδύνου υπερβολικής μόχλευσης. Οι δείκτες κινδύνου υπερβολικής μόχλευσης περιλαμβάνουν το δείκτη μόχλευσης που καθορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 429 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και τις αναντιστοιχίες μεταξύ του ενεργητικού και των υποχρεώσεων.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Τα ιδρύματα αντιμετωπίζουν προληπτικά τον κίνδυνο υπερβολικής μόχλευσης λαμβάνοντας υπόψη τις δυνητικές αυξήσεις του κινδύνου υπερβολικής μόχλευσης λόγω μειώσεων των ιδίων κεφαλαίων του ιδρύματος συνεπεία αναμενόμενων ή πραγματοποιηθεισών ζημιών, ανάλογα με τους ισχύοντες λογιστικούς κανόνες. Για αυτόν το σκοπό, πρέπει να είναι σε θέση να ανταπεξέλθουν σε σειρά διαφορετικών γεγονότων ακραίων καταστάσεων κρίσης όσον αφορά τον κίνδυνο υπερβολικής μόχλευσης.

Άρθρο 80Ρυθμίσεις εταιρικής διακυβέρνησης (άρθρο 88 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Το Διοικητικό Συμβούλιο ορίζει, επιβλέπει και λογοδοτεί για την υλοποίηση των ρυθμίσεων διακυβέρνησης που διασφαλίζουν την αποτελεσματική και συνετή διοίκηση ενός ιδρύματος, περιλαμβανομένου του διαχωρισμού αρμοδιοτήτων στον οργανισμό και την πρόληψη αντικρουόμενων συμφερόντων.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Στις ρυθμίσεις εταιρικής διακυβέρνησης εφαρμόζονται οι εξής αρχές: α) το Διοικητικό Συμβούλιο φέρει τη γενική ευθύνη διοίκησης και λειτουργίας του ιδρύματος, εγκρίνει και επιβλέπει την υλοποίηση των στρατηγικών στόχων, της στρατηγικής αντιμετώπισης κινδύνου και της εσωτερικής διακυβέρνησης του ιδρύματος, β) το Διοικητικό Συμβούλιο διασφαλίζει την αρτιότητα των συστημάτων λογιστικής και χρηματοοικονομικών εκθέσεων, περιλαμβανομένων των χρηματοοικονομικών και λειτουργικών ελέγχων και της συμμόρφωσης με το νόμο και τα συναφή πρότυπα, γ) το Διοικητικό Συμβούλιο επιβλέπει τη διαδικασία των, κατά νόμον, δημοσιοποιήσεων και τις ανακοινώσεις, δ) το Διοικητικό Συμβούλιο είναι υπεύθυνο για την αποτελεσματική επίβλεψη των ανωτέρων διοικητικών στελεχών, κατά την έννοια της περίπτωσης 9 της παραγράφου 1 του άρθρου 3, ε) ο Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου ενός ιδρύματος δεν ασκεί ταυτόχρονα καθήκοντα διευθύνοντος συμβούλου στο ίδιο ίδρυμα, εκτός αν έχει λάβει έγκριση από την Τράπεζα της Ελλάδος ή την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Το Διοικητικό Συμβούλιο παρακολουθεί και αξιολογεί περιοδικά την αποτελεσματικότητα των ρυθμίσεων εταιρικής διακυβέρνησης του ιδρύματος και προβαίνει στις δέουσες ενέργειες για την αντιμετώπιση τυχόν ελλείψεων.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Τα ιδρύματα τα οποία είναι σημαντικά από πλευράς μεγέθους, εσωτερικής οργάνωσης και φύσεως, εύρους και πολυπλοκότητας των δραστηριοτήτων τους συγκροτούν επιτροπή ανάδειξης υποψηφίων αποτελούμενη από μη εκτελεστικά μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου τους.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Η επιτροπή ανάδειξης υποψηφίων: α) εντοπίζει και προτείνει, για έγκριση από το Διοικητικό Συμβούλιο ή από τη γενική συνέλευση, υποψηφίους για τις κενές θέσεις του Διοικητικού Συμβουλίου, αξιολογεί το συνδυασμό ευρύτητας γνώσεων ανά αντικείμενο, δεξιοτήτων, και εμπειρίας των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου. Επίσης, προβαίνει στην περιγραφή των επιμέρους δεξιοτήτων και προσόντων που κατά την κρίση της απαιτούνται για την πλήρωση των θέσεων των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου και εκτιμά τον χρόνο που πρέπει να αφιερώνεται στην αντίστοιχη θέση. Επιπροσθέτως, η επιτροπή ανάδειξης υποψηφίων θέτει στόχο για την εκπροσώπηση του ανεπαρκώς εκπροσωπούμενου φύλου στο Διοικητικό Συμβούλιο και εκπονεί πολιτική ως προς τον τρόπο με τον οποίο θα αυξηθεί ο αριθμός των προσώπων του ανεπαρκώς εκπροσωπούμενου φύλου στο Διοικητικό Συμβούλιο προκειμένου να υλοποιηθεί ο στόχος αυτός. Ο στόχος, η πολιτική και η εφαρμογή τους δημοσιοποιούνται σύμφωνα με το στοιχείο γ΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 435 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, β) περιοδικά και τουλάχιστον ετησίως αξιολογεί τη δομή, το μέγεθος, τη σύνθεση και την απόδοση του Διοικητικού Συμβουλίου και απευθύνει συστάσεις προς αυτό σχετικά με τυχόν αλλαγές που κρίνει σκόπιμες, γ) περιοδικά και τουλάχιστον ετησίως αξιολογεί τις γνώσεις, τις δεξιότητες και την εμπειρία ανά αντικείμενο μεμονωμένων μελών του Διοικητικού Συμβουλίου και του Διοικητικού Συμβουλίου ως συνόλου και υποβάλλει σχετικές αναφορές στο Διοικητικό Συμβούλιο, δ) επανεξετάζει περιοδικά την πολιτική που εφαρμόζει το Διοικητικό Συμβούλιο για την επιλογή και το διορισμό ανώτερων διοικητικών στελεχών, κατά την έννοια της περίπτωσης 9 της παραγράφου 1 του άρθρου 3, και απευθύνει συστάσεις προς αυτό.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Η επιτροπή ανάδειξης υποψηφίων, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων της, λαμβάνει υπόψη, σε διαρκή βάση και στο βαθμό που είναι δυνατό, την ανάγκη να διασφαλισθεί ότι κατά τη λήψη των αποφάσεων του Διοικητικού Συμβουλίου δεν βαρύνει ουσιωδώς η βούληση ενός ατόμου ή μιας μικρής ομάδας κατά τρόπο που θίγει τα συμφέροντα του ιδρύματος ως συνόλου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 7

Η επιτροπή ανάδειξης υποψηφίων μπορεί να χρησιμοποιεί οποιουσδήποτε πόρους κρίνει κατάλληλους, περιλαμβανομένων των εξωτερικών συμβούλων, της παρέχεται δε η δέουσα χρηματοδότηση για την εκπλήρωση του σκοπού αυτού.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 8

Οι παράγραφοι 4 έως και 7 του παρόντος άρθρου δεν τυγχάνουν εφαρμογής επί ιδρυμάτων οργανωμένων κατά το δυαδικό σύστημα διοίκησης.

Άρθρο 81Υποβολή εκθέσεων ανά χώρα (άρθρο 89 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Από την 1η Ιανουαρίου 2015, κάθε ίδρυμα δημοσιοποιεί την 30ή Ιουνίου έκαστου ημερολογιακού έτους, εξειδικεύοντας ανά κράτος−μέλος και τρίτη χώρα στις οποίες διαθέτει έδρα, τις ακόλουθες πληροφορίες σε ενοποιημένη βάση για το οικονομικό έτος: α) επωνυμία ή επωνυμίες, φύση δραστηριοτήτων και γεωγραφική θέση, β) κύκλο εργασιών, γ) αριθμό εργαζομένων σε ισοδύναμο καθεστώς πλήρους απασχόλησης, δ) αποτελέσματα προ φόρων, ε) φόρους επί των αποτελεσμάτων, στ) εισπραττόμενες δημόσιες επιδοτήσεις.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Κατά παρέκκλιση της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, τα ιδρύματα δημοσιοποιούν τις πληροφορίες των περιπτώσεων α΄, β΄ και γ΄ της παραγράφου 1 για πρώτη φορά την 1η Ιουλίου 2014.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Έως την 1η Ιουλίου 2014, όλα τα παγκοσμίως συστημικά σημαντικά ιδρύματα στα οποία έχει χορηγηθεί άδεια εντός της Ένωσης, όπως προσδιορίζονται διεθνώς, υποβάλλουν στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή εμπιστευτικά τις πληροφορίες των περιπτώσεων δ΄, ε΄ και στ΄ της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Οι πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου ελέγχονται σύμφωνα με τις διατάξεις της Οδηγίας 2006/43/ΕΚ (EE L 157) που έχει ενσωματωθεί στην ελληνική έννομη τάξη με το ν. 3693/2008 και δημοσιεύονται, εφόσον είναι δυνατόν, ως παράρτημα των ετήσιων οικονομικών καταστάσεων ή, όπου συντρέχει περίπτωση, των ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων του ενδιαφερόμενου ιδρύματος.

Άρθρο 82Δημοσιοποίηση της απόδοσης των στοιχείων του ενεργητικού (άρθρο 90 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)

Τα ιδρύματα στις ετήσιες οικονομικές καταστάσεις τους μεταξύ των βασικών δεικτών δημοσιοποιούν τη συνολική απόδοση των στοιχείων του ενεργητικού τους, η οποία υπολογίζεται ως το καθαρό αποτέλεσμά τους διαιρούμενο προς το ύψος του ενεργητικού τους.

Άρθρο 83Διοικητικό Συμβούλιο (άρθρο 91 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου πρέπει να έχουν καλή φήμη, να διαθέτουν επαρκείς γνώσεις, δεξιότητες και εμπειρία ανά αντικείμενο για την εκτέλεση των καθηκόντων τους. Η σύνθεση του Διοικητικού Συμβουλίου ως συνόλου αποτυπώνει ένα αρκούντως ευρύ φάσμα γνώσεων και εμπειριών ανά αντικείμενο των μελών του διοικητικού συμβουλίου. Ειδικότερα, τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου πληρούν τις απαιτήσεις που καθορίζονται στις παραγράφους 2 έως 8 του παρόντος άρθρου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Όλα τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου αφιερώνουν επαρκή χρόνο για την εκτέλεση των καθηκόντων τους.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Ο αριθμός των θέσεων σε διοικητικά συμβούλια που μπορεί να κατέχει ταυτόχρονα ένα μέλος Διοικητικού Συμβουλίου ιδρύματος συναρτάται με τις ιδιαίτερες συνθήκες και τη φύση, το μέγεθος και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων του ιδρύματος. Εξαιρουμένων των εκπροσώπων του Ελληνικού Δημοσίου, τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου ιδρύματος το οποίο είναι σημαντικό από πλευράς μεγέθους, εσωτερικής οργάνωσης και της φύσεως, εύρους και πολυπλοκότητας των δραστηριοτήτων του δεν επιτρέπεται να κατέχουν, από την 1η Ιουλίου 2014, περισσότερες της μιας εκ του ακόλουθου συνδυασμού θέσεων σε Διοικητικά Συμβούλια ταυτόχρονα: α) μία θέση εκτελεστικού μέλους Διοικητικού Συμβουλίου και δύο θέσεις μη εκτελεστικού μέλους Διοικητικού Συμβουλίου, β) τέσσερις θέσεις μη εκτελεστικού μέλους Διοικητικού Συμβουλίου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Για τους σκοπούς της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου, τα ακόλουθα υπολογίζονται ως κατοχή μίας θέσης Διοικητικού Συμβουλίου: α) θέσεις εκτελεστικού ή μη εκτελεστικού μέλους Διοικητικού Συμβουλίου που κατέχονται εντός του ιδίου ομίλου, β) θέσεις εκτελεστικού ή μη εκτελεστικού μέλους Διοικητικού Συμβουλίου στο πλαίσιο: αα) ιδρυμάτων που είναι μέλη του ίδιου θεσμικού συστήματος προστασίας κατά την έννοια του άρθρου 113 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, εφόσον πληρούνται οι εκεί διαλαμβανόμενες προϋποθέσεις που καθορίζονται στην παράγραφο 7 του εν λόγω άρθρου, ή ββ) επιχειρήσεων (περιλαμβανομένων μη χρηματοοικονομικών οντοτήτων) στις οποίες το ίδρυμα κατέχει ειδική συμμετοχή.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Οι θέσεις μέλους σε όργανα διοίκησης οντοτήτων που δεν επιδιώκουν πρωτίστως εμπορικούς στόχους δεν λαμβάνονται υπόψη για τους σκοπούς της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να επιτρέπει σε μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου να διατηρούν μια πρόσθετη θέση μη εκτελεστικού μέλους Διοικητικού Συμβουλίου. Οι αρμόδιες αρχές ενημερώνουν σχετικά την ΕΑΤ, σε τακτική βάση.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 7

Το Διοικητικό Συμβούλιο κατέχει ως σύνολο επαρκείς γνώσεις, δεξιότητες και εμπειρία ανά αντικείμενο ώστε να μπορεί να κατανοήσει τις δραστηριότητες του ιδρύματος, περιλαμβανομένων των κυριότερων κινδύνων στους οποίους εκτίθεται ή ενδέχεται να εκτεθεί.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 8

Κάθε μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου ενεργεί με ειλικρίνεια, ακεραιότητα και τη δέουσα ανεξαρτησία ώστε να είναι σε θέση να κατανοεί και να επιχειρηματολογεί αναλόγως σχετικά με τις αποφάσεις των ανώτερων διοικητικών στελεχών όποτε αυτό χρειάζεται και να επιβλέπει αποτελεσματικά και να παρακολουθεί τη διαδικασία λήψης των αποφάσεων από τη διοίκηση.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 9

Τα ιδρύματα αφιερώνουν επαρκές προσωπικό και οικονομικούς πόρους προκειμένου να διευκολύνουν την ανάληψη και άσκηση των καθηκόντων των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 10

Τα ιδρύματα και οι αντίστοιχες επιτροπές ανάδειξης υποψηφίων εξασφαλίζουν ευρύ φάσμα προσόντων και δεξιοτήτων κατά την εκλογή μελών στο Διοικητικό Συμβούλιο εφαρμόζοντας προς το σκοπό αυτό πολιτική που προωθεί το κατάλληλο επίπεδο διαφοροποίησης στο Διοικητικό Συμβούλιο.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 11

Η Τράπεζα της Ελλάδος και η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς συλλέγουν τις πληροφορίες που δημοσιοποιούνται σύμφωνα με το στοιχείο γ΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 435 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, τις χρησιμοποιούν για τη συγκριτική αξιολόγηση των πολιτικών διαφοροποίησης στα Διοικητικά Συμβούλια και τις διαβιβάζουν στην ΕΑΤ.

Άρθρο 84Πολιτικές αποδοχών (άρθρο 92 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Η παράγραφος 2 του παρόντος άρθρου και τα άρθρα 85, 86 και 87 εφαρμόζονται σε επίπεδο ομίλου, μητρικής εταιρείας και θυγατρικών, περιλαμβανομένων όσων εδρεύουν σε υπεράκτια οικονομικά κέντρα.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Τα ιδρύματα κατά τον καθορισμό και την εφαρμογή του συνόλου των πολιτικών αποδοχών, συμμορφώνονται προς τις ακόλουθες αρχές κατά τρόπο και σε βαθμό που ενδείκνυται προς το μέγεθος, την εσωτερική οργάνωση και τη φύση, το αντικείμενο και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων τους: α) η πολιτική αποδοχών συνάδει με και προάγει την ορθή και αποτελεσματική διαχείριση των κινδύνων και δεν ενθαρρύνει την ανάληψη υπερβολικών κινδύνων εκ μέρους του ιδρύματος, β) η πολιτική αποδοχών είναι σύμφωνη προς την επιχειρηματική στρατηγική, τους στόχους, τις αξίες και τα μακροπρόθεσμα συμφέροντα του ιδρύματος και περιλαμβάνει μέτρα για την αποφυγή αντικρουόμενων συμφερόντων, γ) τα μη εκτελεστικά μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου του ιδρύματος, υιοθετούν και περιοδικά αναθεωρούν τις γενικές αρχές της πολιτικής αποδοχών και είναι υπεύθυνα για την επίβλεψη της υλοποίησής της, δ) η εφαρμογή της πολιτικής αποδοχών υπόκειται, τουλάχιστον μία φορά κατ’ έτος, σε κεντρικό και ανεξάρτητο εσωτερικό έλεγχο, όπως ασκείται από τη Μονάδα Εσωτερικής Επιθεώρησης ή τη Μονάδα Εσωτερικού Ελέγχου για τις ΑΕΠΕΥ ως προς τη συμμόρφωση προς την πολιτική και τις διαδικασίες αποδοχών που έχουν εγκριθεί από τα μη εκτελεστικά μέλη του διοικητικού συμβουλίου, ε) τα μέλη του προσωπικού που έχουν επιφορτισθεί με καθήκοντα ελέγχου είναι ανεξάρτητα από τις επιχειρηματικές μονάδες τις οποίες εποπτεύουν, έχουν τις κατάλληλες εξουσίες και αμείβονται με βάση την επίτευξη των στόχων που συνδέονται με τα καθήκοντά τους, ανεξαρτήτως των επιδόσεων των επιχειρηματικών τομέων που ελέγχουν, στ) οι αποδοχές των ανωτέρων στελεχών στις λειτουργίες διαχείρισης κινδύνου και κανονιστικής συμμόρφωσης εποπτεύονται άμεσα από την επιτροπή αποδοχών του άρθρου 87 ή, εφόσον δεν έχει συσταθεί η ανωτέρω επιτροπή, από τα μη εκτελεστικά μέλη του διοικητικού συμβουλίου, ζ) στην πολιτική αποδοχών γίνεται σαφής διάκριση μεταξύ των κριτηρίων όσον αφορά τον καθορισμό: αα) των σταθερών βασικών αποδοχών, που θα πρέπει να αντανακλούν κυρίως τη συναφή επαγγελματική εμπειρία και την ευθύνη της θέσης, όπως ορίζεται στην περιγραφή καθηκόντων του εργαζόμενου ως μέρος των όρων της σύμβασης, και ββ) των μεταβλητών αποδοχών, που θα πρέπει να αντανακλούν επιδόσεις μακροπρόθεσμες και προσαρμοσμένες στον κίνδυνο, καθώς και επιδόσεις που υπερβαίνουν τις απαιτούμενες για την εκπλήρωση των καθηκόντων του εργαζόμενου ως μέρος των όρων της σύμβασης.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Στο σύνολο των αποδοχών περιλαμβάνονται οι μισθοί και οι προαιρετικές συνταξιοδοτικές παροχές, για τις κατηγορίες εργαζομένων που περιλαμβάνουν ανώτερα διοικητικά στελέχη, πρόσωπα τα οποία αναλαμβάνουν κινδύνους και πρόσωπα που ασκούν καθήκοντα ελέγχου, καθώς και κάθε εργαζόμενο οι συνολικές αποδοχές του οποίου τον εντάσσουν στο ίδιο επίπεδο αποδοχών με τα ανώτερα διοικητικά στελέχη και τα πρόσωπα που αναλαμβάνουν κινδύνους, των οποίων οι επαγγελματικές δραστηριότητες έχουν ουσιώδη αντίκτυπο στο προφίλ του κινδύνου τους.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Με απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και κατά παρέκκλιση των οριζομένων στο παρόν άρθρο και στα άρθρα 86 εκτός της περίπτωσης στ΄ και 87 κατωτέρω, καθορίζονται κριτήρια και θεσπίζονται κανόνες σχετικά με την πολιτική αποδοχών των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων επενδύσεων. Η απόφαση αυτή λαμβάνει υπ’ όψη τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των εν θέματι επιχειρήσεων, το μέγεθός τους, την εσωτερική τους οργάνωση και τη φύση, το εύρος και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων τους.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Για τους σκοπούς της παραγράφου της παραγράφου 4 οι επιχειρήσεις επενδύσεων καταχωρίζονται ως μικρές ή μεσαίες σύμφωνα με τη Σύσταση 2003/361/ ΕΚ της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, της 6ης Μαΐου 2003, σχετικά με τον ορισμό των πολύ μικρών, των μικρών και των μεσαίων επιχειρήσεων.

Άρθρο 85Ιδρύματα που επωφελούνται από κατ’ εξαίρεση κρατική ενίσχυση (άρθρο 93 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)

Στην περίπτωση ιδρυμάτων που επωφελούνται από κατ’ εξαίρεση κρατική ενίσχυση, ισχύουν επιπρόσθετα σε αυτές της παραγράφου 2 του άρθρου 84 οι εξής αρχές: α) οι μεταβλητές αποδοχές περιορίζονται αυστηρά ως ποσοστό επί των καθαρών εσόδων, όταν δεν συμβιβάζονται με τη διατήρηση υγιούς κεφαλαιακής βάσης και την έγκαιρη έξοδο από την κρατική ενίσχυση, β) η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς απαιτεί από τα ιδρύματα να αναδιαρθρώνουν τις αποδοχές κατά τρόπο που να ευθυγραμμίζονται με τη χρηστή διαχείριση των κινδύνων και τη μακροπρόθεσμη πορεία, περιλαμβανομένης, όπου συντρέχει περίπτωση, της θέσπισης ορίων στις αποδοχές των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου του ιδρύματος, γ) δεν καταβάλλονται μεταβλητές αποδοχές στα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου του ιδρύματος, εκτός αν αυτό δικαιολογείται δεόντως.

Άρθρο 86Μεταβλητά στοιχεία αποδοχών (άρθρο 94 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)

Στην περίπτωση μεταβλητών στοιχείων αποδοχών, οι εξής αρχές ισχύουν επιπρόσθετα και βάσει των ιδίων προϋποθέσεων με εκείνες της παραγράφου 2 του άρθρου 84, τηρουμένων των ειδικότερων διατάξεων της ισχύουσας νομοθεσίας: α) στην περίπτωση που οι αποδοχές συνδέονται με τις επιδόσεις, το συνολικό ποσό των αποδοχών βασίζεται σε ένα συνδυασμό αξιολόγησης των επιδόσεων του ατόμου, της εμπλεκόμενης υπηρεσιακής μονάδας και των συνολικών αποτελεσμάτων του ιδρύματος, και, κατά την αξιολόγηση των ατομικών επιδόσεων, λαμβάνονται υπόψη χρηματοοικονομικά και μη κριτήρια, β) η αξιολόγηση των επιδόσεων εντάσσεται σε πολυετές πλαίσιο, ώστε να διασφαλίζεται ότι η διαδικασία αξιολόγησης βασίζεται σε πιο μακροπρόθεσμες επιδόσεις και ότι η καταβολή των τμημάτων της αμοιβής που συνδέονται με τις επιδόσεις κατανέμεται σε χρονική περίοδο εντός της οποίας είναι δυνατό να ληφθούν υπόψη ο υποκείμενος κύκλος της οικονομικής δραστηριότητας του ιδρύματος και οι επιχειρηματικοί κίνδυνοι, γ) το σύνολο των μεταβλητών αποδοχών δεν περιορίζει τη δυνατότητα των ιδρυμάτων να ενισχύουν την κεφαλαιακή βάση τους, δ) οι εγγυημένες μεταβλητές αμοιβές δεν συνάδουν με την υγιή διαχείριση κινδύνων ή την αρχή της αμοιβής βάσει επιδόσεων και δεν περιλαμβάνονται στα μελλοντικά σχέδια αποδοχών και ως εκ τούτου αποτελούν εξαίρεση και παρέχονται μόνο όταν προσλαμβάνεται νέο προσωπικό, υπό τον όρο ότι το ίδρυμα διαθέτει υγιή και ισχυρή κεφαλαιακή βάση, και μόνο για το πρώτο έτος απασχόλησης, ε) οι σταθερές και οι μεταβλητές συνιστώσες των συνολικών αποδοχών εξισορροπούνται κατάλληλα. Το σταθερό στοιχείο αντιπροσωπεύει ένα επαρκώς υψηλό ποσοστό των συνολικών αποδοχών, προκειμένου να επιτρέπει την εφαρμογή μιας πλήρως ευέλικτης πολιτικής κατά το σκέλος των μεταβλητών αποδοχών, περιλαμβανομένης της δυνατότητας να μην καταβληθούν μεταβλητές αποδοχές, στ) τα ιδρύματα ορίζουν τη δέουσα αναλογία μεταξύ σταθερών και μεταβλητών συνιστωσών του συνόλου των αποδοχών, εφαρμόζοντας τις ακόλουθες αρχές: αα) η μεταβλητή συνιστώσα δεν υπερβαίνει το 100% της σταθερής συνιστώσας του συνόλου των αποδοχών για κάθε άτομο, ββ) η Γενική Συνέλευση του ιδρύματος μπορεί να εγκρίνει υψηλότερη μέγιστη αναλογία μεταξύ σταθερής και μεταβλητής συνιστώσας των αποδοχών υπό την προϋπόθεση ότι το συνολικό ύψος της μεταβλητής συνιστώσας δεν υπερβαίνει το 200% της σταθερής συνιστώσας του συνόλου των αποδοχών για κάθε πρόσωπο. Τυχόν έγκριση υψηλότερης αναλογίας σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο του παρόντος σημείου πραγματοποιείται σύμφωνα με την ακόλουθη διαδικασία: i) η Γενική Συνέλευση του ιδρύματος αποφασίζει βάσει λεπτομερούς εισήγησης του Διοικητικού Συμβουλίου του ιδρύματος στην οποία αναφέρονται οι λόγοι και η έκταση εφαρμογής της επιδιωκόμενης έγκρισης, περιλαμβανομένων του αριθμού των απασχολούμενων το οποίο αφορά, των καθηκόντων τους και του αναμενόμενου αντίκτυπου ως προς την απαίτηση διατήρησης υγιούς κεφαλαιακής βάσης, ii) η Γενική Συνέλευση αποφασίζει με πλειοψηφία 66% τουλάχιστον εφόσον παρίσταται ή εκπροσωπείται το 50% τουλάχιστον των μετοχών ή ισοδύναμων δικαιωμάτων ιδιοκτησίας ή, σε αντίθετη περίπτωση, αποφασίζουν με πλειοψηφία 75% των παρόντων ή εκπροσωπούμενων δικαιωμάτων ιδιοκτησίας, iii) το ίδρυμα γνωστοποιεί σε όλους τους μετόχους ή τους συνεταίρους, παρέχοντας προηγουμένως εύλογη περίοδο προειδοποίησης, ότι θα επιδιωχθεί έγκριση δυνάμει του πρώτου εδαφίου του παρόντος σημείου, iv) το ίδρυμα ενημερώνει αμελλητί την Τράπεζα της Ελλάδος ή την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς σχετικά με τη γνωστοποίηση προς τους μετόχους, περιλαμβανομένης της προτεινόμενης υψηλότερης μέγιστης αναλογίας και του σχετικού σκεπτικού, είναι δε σε θέση να αποδείξει στην Τράπεζα της Ελλάδος ή την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ότι η προτεινόμενη υψηλότερη αναλογία δεν αντιβαίνει στις υποχρεώσεις του ιδρύματος δυνάμει των διατάξεων του παρόντος νόμου και δυνάμει του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, έχοντας ιδίως υπόψη τις υποχρεώσεις περί ιδίων κεφαλαίων του ιδρύματος, v) το ίδρυμα ενημερώνει αμελλητί την Τράπεζα της Ελλάδος ή την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς σχετικά με τις αποφάσεις της Γενικής Συνέλευσης, περιλαμβανομένης τυχόν έγκρισης υψηλότερης αναλογίας βάσει του πρώτου εδαφίου του παρόντος σημείου, η δε Τράπεζα της Ελλάδος και η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς χρησιμοποιούν τις λαμβανόμενες πληροφορίες για τη συγκριτική αξιολόγηση των σχετικών πρακτικών των ιδρυμάτων. Η Τράπεζα της Ελλάδος και η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς διαβιβάζουν τις εν λόγω πληροφορίες στην ΕΑΤ οι οποίες δημοσιεύονται συνολικά στη βάση κράτους−μέλους προέλευσης σε κοινό μορφότυπο διαβίβασης στοιχείων, vi) τα μέλη του προσωπικού τα οποία αφορούν άμεσα τα αναφερόμενα στο παρόν σημείο υψηλότερα μέγιστα επίπεδα μεταβλητών αποδοχών δεν επιτρέπεται, κατά περίπτωση, να ασκούν, άμεσα ή έμμεσα, τυχόν δικαιώματα ψήφου που μπορεί να έχουν ως μέτοχοι του ιδρύματος, ζ) οι πληρωμές που συνδέονται με την πρόωρη καταγγελία σύμβασης αντικατοπτρίζουν τις επιδόσεις που επιτεύχθηκαν σε βάθος χρόνου και δεν ανταμείβουν την αποτυχία ή τη διάπραξη παραπτωμάτων, η) τα πακέτα αποδοχών που αφορούν αποζημίωση ή εξαγορά από συμβάσεις σε προηγούμενη απασχόληση πρέπει να ευθυγραμμίζονται με το μακροπρόθεσμο συμφέρον του ιδρύματος, περιλαμβανομένων των ρυθμίσεων περί διακράτησης, αναβολής, αναστολής, επιδόσεων και ανάκτησης, θ) η μέτρηση των επιδόσεων που χρησιμοποιείται για τον υπολογισμό των συνιστωσών για τις μεταβλητές αποδοχές ή των ομαδοποιημένων συνιστωσών για τις μεταβλητές αποδοχές περιλαμβάνει προσαρμογή προς κάθε είδους υφιστάμενων και μελλοντικών κινδύνων και λαμβάνει υπόψη το κόστος κεφαλαίου και τη ρευστότητα που απαιτείται, ι) η κατανομή των συνιστωσών για τις μεταβλητές αποδοχές εντός του ιδρύματος λαμβάνει επίσης υπόψη το πλήρες φάσμα των υφιστάμενων και μελλοντικών κινδύνων, ια) αα) σημαντικό μέρος, και σε κάθε περίπτωση τουλάχιστον 50% των μεταβλητών αποδοχών, αποτελείται από αναλογία των παρακάτω: i) μετοχές ή ισοδύναμα δικαιώματα ιδιοκτησίας, ανάλογα με τη νομική μορφή του ιδρύματος ή μέσα που συνδέονται με μετοχές ή ισοδύναμα μη ευχερώς ρευστοποιήσιμα μέσα, σε περίπτωση μη εισηγμένων σε οργανωμένη αγορά ιδρυμάτων, ii) κατά περίπτωση, άλλα μέσα, κατά την έννοια του άρθρου 52 ή 63 του Kανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, ή άλλα μέσα πλήρως μετατρέψιμα σε μέσα του Κεφαλαίου Κοινών Μετοχών της Κατηγορίας 1 ή που έχουν επανεκτιμηθεί, τα οποία σε κάθε περίπτωση αντανακλούν δεόντως την πιστοληπτική ικανότητα του ιδρύματος σε συνθήκες δρώσας οικονομικής κατάστασης και είναι κατάλληλα να χρησιμοποιηθούν για τους σκοπούς των μεταβλητών αποδοχών. ββ) Τα μέσα που αναφέρονται στην παρούσα περίπτωση αα΄ υπόκεινται σε ενδεδειγμένη πολιτική διακράτησης, η οποία έχει καταρτιστεί με σκοπό την ευθυγράμμιση των κινήτρων με τα μακροπρόθεσμα συμφέροντα του ιδρύματος. Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να θέτει περιορισμούς στο είδος και στο σχεδιασμό αυτών των μέσων ή να απαγορεύει ορισμένα μέσα σε περίπτωση που αυτό κριθεί απαραίτητο. Η παρούσα περίπτωση αα΄ εφαρμόζεται τόσο στην αναβαλλόμενη μεταβλητή συνιστώσα των αποδοχών σύμφωνα με την περίπτωση ιβ΄ όσο και στη μη αναβαλλόμενη μεταβλητή συνιστώσα των αποδοχών, ιβ) αα) η καταβολή σημαντικού μέρους, και σε κάθε περίπτωση τουλάχιστον σε ποσοστό ύψους 40% της μεταβλητής συνιστώσας των αποδοχών, αναβάλλεται για χρονική περίοδο η οποία δεν μπορεί να είναι μικρότερη από τρία (3) έως πέντε (5) έτη και ευθυγραμμίζεται ορθά με τη φύση των δραστηριοτήτων και, τους κινδύνους του ιδρύματος, καθώς και τα καθήκοντα του μέλους του προσωπικού τον οποίο αφορούν. ββ) οι πληρωτέες αποδοχές που υπάγονται στις ρυθμίσεις περί αναβολής δεν καθίστανται καταβλητέες ταχύτερα απ’ ότι προβλέπεται σε αναλογική βάση (prorata). Σε περίπτωση μεταβλητής συνιστώσας αποδοχών ιδιαίτερα υψηλού ποσού, αναβάλλεται η καταβολή της τουλάχιστον κατά ποσοστό ύψους 60%. Η χρονική διάρκεια της περιόδου αναβολής καθορίζεται σύμφωνα με τον επιχειρηματικό κύκλο, τη φύση της επιχειρηματικής δραστηριότητας, τους κινδύνους που ενέχει και τις δραστηριότητες των μελών του προσωπικού τα οποία αφορά, ιγ) αα) οι μεταβλητές αποδοχές, περιλαμβανομένου του αναβαλλόμενου μέρους, καταβάλλονται ή κατοχυρώνονται μόνον εφόσον είναι αποδεκτές βάσει της συνολικής χρηματοοικονομικής κατάστασης του ιδρύματος και δικαιολογούνται βάσει των επιδόσεων του ιδρύματος, της εμπλεκόμενης επιχειρησιακής μονάδας και του μέλους του προσωπικού το οποίο αφορούν. ββ) Με την επιφύλαξη των γενικών αρχών του εθνικού εργατικού δικαίου, περιλαμβανομένων και των διατάξεων περί ατομικών ή συλλογικών συμβάσεων εργασίας, το σύνολο των μεταβλητών αποδοχών, κατά κανόνα, μειώνεται σημαντικά όταν το ίδρυμα παρουσιάζει φθίνουσες ή αρνητικές χρηματοοικονομικές επιδόσεις. Στην περίπτωση αυτή, λαμβάνονται υπόψη τόσο οι τρέχουσες αποδοχές όσο και οι μειώσεις στις αποδοχές που είχαν κατοχυρωθεί στο παρελθόν, μεταξύ άλλων, μέσω ρυθμίσεων malus, επιστροφής αποδοχών (clawback) ή μέσω άλλων ρυθμίσεων. γγ) Ποσοστό έως και 100% του συνόλου των μεταβλητών αποδοχών υπόκειται σε ρυθμίσεις malus ή ρυθμίσεις περί επιστροφής αποδοχών. Τα ιδρύματα θεσπίζουν συγκεκριμένα κριτήρια για την εφαρμογή των ρυθμίσεων malus ή επιστροφής αποδοχών. Τα εν λόγω κριτήρια καλύπτουν ειδικότερα καταστάσεις όπου το μέλος του προσωπικού, το οποίο αφορούν: i) συμμετείχε ή ήταν υπεύθυνο για συμπεριφορά η οποία προξένησε σημαντικές ζημίες στο ίδρυμα, ii) δεν πληρούσε τα προσήκοντα πρότυπα καταλληλότητας, ιδ) η συνταξιοδοτική πολιτική είναι σύμφωνη με την επιχειρηματική στρατηγική, τους στόχους, τις αξίες και τα μακροπρόθεσμα συμφέροντα του ιδρύματος. Εάν ο απασχολούμενος αποχωρήσει από το ίδρυμα πριν από τη συνταξιοδότηση, οι προαιρετικές συνταξιοδοτικές παροχές διακρατούνται από το ίδρυμα για χρονικό διάστημα πέντε ετών, με τη μορφή των μέσων που αναφέρονται στην περίπτωση ια΄ του παρόντος άρθρου. Στην περίπτωση απασχολούμενου, ο οποίος συνταξιο δοτείται, οι προαιρετικές συνταξιοδοτικές παροχές καταβάλλονται με τη μορφή των μέσων που αναφέρονται στην περίπτωση ια΄ του παρόντος άρθρου, με την επιφύλαξη πενταετούς περιόδου διακράτησης, ιε) τα μέλη του προσωπικού δεν χρησιμοποιούν προσωπικές στρατηγικές αντιστάθμισης κινδύνου ή ασφάλιση συνδεδεμένη με αποδοχές ή ευθύνη (ασφάλιση αστικής ευθύνης) με τις οποίες καταστρατηγούνται οι ενσωματωμένοι στις ρυθμίσεις περί αποδοχών μηχανισμοί ευθυγράμμισης με τον κίνδυνο, ιστ) οι μεταβλητές αποδοχές δεν καταβάλλονται μέσω μηχανισμών ή μεθόδων που εμποδίζουν τη συμμόρφωση του ιδρύματος με τις διατάξεις του παρόντος νόμου ή του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

Άρθρο 87Επιτροπή αποδοχών (άρθρο 95 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Τα ιδρύματα τα οποία είναι σημαντικά από πλευράς μεγέθους, εσωτερικής οργάνωσης και της φύσεως, του εύρους και της πολυπλοκότητας των δραστηριοτήτων τους συγκροτούν επιτροπή αποδοχών. Η επιτροπή αποδοχών συγκροτείται κατά τρόπο, ώστε να είναι σε θέση να εκφέρει εξειδικευμένη και ανεξάρτητη γνώμη για τις πολιτικές αποδοχών και την εφαρμογή τους, καθώς και για τα κίνητρα που δημιουργούνται κατά τη διαχείριση των κινδύνων, των κεφαλαίων και της ρευστότητας.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Η επιτροπή αποδοχών είναι υπεύθυνη για την προετοιμασία των αποφάσεων σχετικά με τις αποδοχές, περιλαμβανομένων όσων έχουν επιπτώσεις στους αναλαμβανόμενους κινδύνους και τη διαχείρισή τους. Οι εν λόγω αποφάσεις λαμβάνονται από το Διοικητικό Συμβούλιο. Ο Πρόεδρος και τα μέλη της επιτροπής αποδοχών είναι μη εκτελεστικά μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου του ιδρύματος. Κατά την προετοιμασία των ως άνω αποφάσεων, η επιτροπή αποδοχών λαμβάνει υπόψη τα μακροπρόθεσμα συμφέροντα των μετόχων, των επενδυτών και άλλων εμπλεκομένων μερών σε σχέση με το ίδρυμα, καθώς και το δημόσιο συμφέρον.

Άρθρο 88Τήρηση ιστοτόπου σχετικά με την εταιρική διακυβέρνηση και τις αποδοχές (άρθρο 96 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)

Τα ιδρύματα που τηρούν ιστότοπο εξηγούν σε ειδικό χώρο αυτού με ποιο τρόπο συμμορφώνονται προς τις απαιτήσεις των διατάξεων άρθρων 80 έως 87.

Άρθρο 89Εποπτική διαδικασία εξέτασης και αξιολόγησης (άρθρο 97 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, λαμβάνοντας υπόψη τα τεχνικά κριτήρια που παρατίθενται στο άρθρο 90, εξετάζει τις ρυθμίσεις, τις στρατηγικές, τις διαδικασίες και τους μηχανισμούς που εφαρμόζουν τα ιδρύματα για τη συμμόρφωσή τους προς τις υποχρεώσεις που απορρέουν από την εφαρμογή του παρόντος νόμου και του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013. Προς το σκοπό αυτόν αξιολογεί: α) κινδύνους τους οποίους τα ιδρύματα έχουν αναλάβει ή ενδέχεται να αναλάβουν, β) κινδύνους στους οποίους εκτίθεται το χρηματοπιστωτικό σύστημα εξ αιτίας του ιδρύματος, λαμβάνοντας υπόψη τον προσδιορισμό και τη μέτρηση του συστημικού κινδύνου δυνάμει του άρθρου 23 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 1093/2010 ή των συστάσεων του ΕΣΣΚ όπου απαιτείται, και γ) κινδύνους που εντοπίζονται κατά τις ασκήσεις προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων, λαμβάνοντας υπόψη τη φύση, το εύρος και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων ενός ιδρύματος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Το πεδίο εφαρμογής της εξέτασης και αξιολόγησης της προηγούμενης παραγράφου θα καλύπτει όλες τις απαιτήσεις του παρόντος νόμου και του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Βάσει της εποπτικής εξέτασης και αξιολόγησης που προβλέπεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς προσδιορίζει κατά πόσο οι ρυθμίσεις, οι στρατηγικές, οι διαδικασίες και οι μηχανισμοί που εφαρμόζουν τα ιδρύματα, καθώς και τα ίδια κεφάλαιά τους και η ρευστότητά τους εξασφαλίζουν τη συνετή διαχείριση και την κάλυψη των κινδύνων τους.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς καθορίζει με απόφασή της τη συχνότητα και το εύρος της εξέτασης και αξιολόγησης της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου συνεκτιμώντας το μέγεθος, τη συστημική σπουδαιότητα, τη φύση, το μέγεθος και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων του συγκεκριμένου ιδρύματος, λαμβάνοντας υπόψη την αρχή της αναλογικότητας. Η εξέταση και αξιολόγηση επικαιροποιείται τουλάχιστον σε ετήσια βάση για τα ιδρύματα που καλύπτονται από το πρόγραμμα εποπτικής εξέτασης της παραγράφου 2 του άρθρου 91.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Σε περίπτωση που ίδρυμα ενέχει συστημικό κίνδυνο σύμφωνα με το άρθρο 23 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ενημερώνει αμελλητί την ΕΑΤ σχετικά με τα αποτελέσματα της εποπτικής διαδικασίας εξέτασης και αξιολόγησης.

Άρθρο 90Τεχνικά κριτήρια για την εποπτική εξέταση και αξιολόγηση (άρθρο 98 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Η εποπτική διαδικασία εξέτασης και αξιολόγησης που πραγματοποιείται από την Τράπεζα της Ελλάδος ή την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, δυνάμει του άρθρου 89, επιπλέον του πιστωτικού, του λειτουργικού και του κινδύνου αγοράς καλύπτει τουλάχιστον τα ακόλουθα: α) τα αποτελέσματα των ασκήσεων προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων σύμφωνα με το άρθρο 177 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013 που πραγματοποιούνται από τα ιδρύματα που εφαρμόζουν την προσέγγιση των εσωτερικών διαβαθμίσεων, β) το βαθμό έκθεσης των ιδρυμάτων, καθώς και τη διαχείριση του κινδύνου συγκέντρωσης, περιλαμβανομένης της συμμόρφωσής τους με τις απαιτήσεις των άρθρων 387 έως 403 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013 και του άρθρου 73 του παρόντος νόμου, γ) την αρτιότητα, την καταλληλότητα και τον τρόπο εφαρμογής των πολιτικών και διαδικασιών των ιδρυμάτων για τη διαχείριση του υπολειπόμενου κινδύνου που συνδέεται με τη χρήση αναγνωρισμένων τεχνικών μείωσης του πιστωτικού κινδύνου, δ) το βαθμό επάρκειας των ιδίων κεφαλαίων του ιδρύματος σε σχέση με στοιχεία ενεργητικού που έχει τιτλοποιήσει, λαμβανομένης υπόψη της οικονομικής σημασίας της συναλλαγής και του βαθμού κατά τον οποίο έχει επιτευχθεί η μεταφορά του κινδύνου, ε) την έκθεση σε κίνδυνο ρευστότητας που αναλαμβάνουν τα ιδρύματα και τη μέτρηση και διαχείριση αυτού, περιλαμβανομένων των αναλύσεων εναλλακτικών σεναρίων, της διαχείρισης τεχνικών μείωσης του κινδύνου (ειδικά το επίπεδο, τη σύνθεση και την ποιότητα των αποθεμάτων ρευστότητας) και αποτελεσματικών σχεδίων έκτακτης ανάγκης, στ) τις επιπτώσεις της διαφοροποίησης και τον τρόπο με τον οποίο οι επιπτώσεις αυτές ενσωματώνονται στο σύστημα μέτρησης κινδύνων, ζ) τα αποτελέσματα των ασκήσεων προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων που πραγματοποιούν τα ιδρύματα που χρησιμοποιούν εσωτερικό υπόδειγμα για τον υπολογισμό των κεφαλαιακών απαιτήσεων για κίνδυνο αγοράς βάσει των άρθρων 362 έως 377 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, η) τη γεωγραφική θέση των ανοιγμάτων των ιδρυμάτων, θ) το επιχειρηματικό μοντέλο του ιδρύματος, ι) την αξιολόγηση του συστημικού κινδύνου, σύμφωνα με τα κριτήρια του άρθρου 89 του παρόντος νόμου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Για τους σκοπούς της περίπτωσης ε΄ της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς διεξάγει σε τακτά διαστήματα συνολική εκτίμηση της γενικής διαχείρισης του κινδύνου ρευστότητας από τα ιδρύματα και προάγει την ανάπτυξη αξιόπιστων εσωτερικών μεθοδολογιών. Κατά τη διενέργεια αυτών των αξιολογήσεων, η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς συνεκτιμά το ρόλο που διαδραματίζουν τα ιδρύματα στις χρηματοπιστωτικές αγορές. Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς λαμβάνει επίσης υπόψη τον ενδεχόμενο αντίκτυπο των αποφάσεών της στη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος όλων των άλλων κρατών−μελών.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ελέγχει το βαθμό κατά τον οποίο ένα ίδρυμα έχει παράσχει έμμεση υποστήριξη σε μια τιτλοποίηση. Αν διαπιστωθεί ότι το ίδρυμα έχει παράσχει πάνω από μία φορά έμμεση υποστήριξη σε τιτλοποίηση, η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς λαμβάνει κατάλληλα μέτρα για να αντιμετωπίζει την αυξημένη προσδοκία ότι το ίδρυμα θα παράσχει και μελλοντικά υποστήριξη στις τιτλοποιήσεις του και ως εκ τούτου δεν θα μπορέσει να επιτύχει ουσιαστική μεταφορά κινδύνου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Για τους σκοπούς της εποπτικής αξιολόγησης που πρέπει να γίνει βάσει της παραγράφου 3 του άρθρου 89, η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς εξετάζει εάν οι αναπροσαρμογές της αξίας που έχουν πραγματοποιηθεί για θέσεις ή χαρτοφυλάκια στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών, σύμφωνα με το άρθρο 105 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013, επιτρέπουν στο ίδρυμα να πωλήσει ή να αντισταθμίσει τις θέσεις του σε σύντομο χρονικό διάστημα χωρίς σημαντικές ζημίες υπό κανονικές συνθήκες αγοράς.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Η εποπτική αξιολόγηση που πραγματοποιεί η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς περιλαμβάνει τον κίνδυνο επιτοκίου τον οποίο αναλαμβάνουν τα ιδρύματα και ο οποίος απορρέει από τις μη σχετιζόμενες με το χαρτοφυλάκιο συναλλαγών δραστηριότητές τους. Μέτρα θα απαιτηθούν τουλάχιστον στην περίπτωση ιδρυμάτων που η μείωση είναι μεγαλύτερη του 20% των ιδίων κεφαλαίων τους ως αποτέλεσμα αιφνίδιας και μη αναμενόμενης μεταβολής των επιτοκίων κατά 200 μονάδες βάσης ή μεταβολής των επιτοκίων κατά τα οριζόμενα σε κατευθυντήριες γραμμές της ΕΑΤ.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Η εποπτική αξιολόγηση που διενεργείται από την Τράπεζα της Ελλάδος ή την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς περιλαμβάνει την έκθεση των ιδρυμάτων στον κίνδυνο υπερβολικής μόχλευσης όπως αυτός προσεγγίζεται από δείκτες υπερβολικής μόχλευσης, περιλαμβανομένου του δείκτη μόχλευσης σύμφωνα με το άρθρο 429 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013. Για τον προσδιορισμό του αποδεκτού επιπέδου του δείκτη μόχλευσης των ιδρυμάτων και των στρατηγικών, διαδικασιών και μηχανισμών που εφαρμόζουν τα ιδρύματα για τη διαχείριση του κινδύνου υπερβολικής μόχλευσης, η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς λαμβάνει υπόψη το επιχειρηματικό μοντέλο αυτών.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 7

Η εποπτική αξιολόγηση που πραγματοποιεί η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς περιλαμβάνει τις ρυθμίσεις εταιρικής διακυβέρνησης των ιδρυμάτων, την εταιρική τους φιλοσοφία και αξίες, καθώς και την ικανότητα των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου να εκτελούν τα καθήκοντά τους. Κατά την εποπτική αξιολόγηση, η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς έχει τουλάχιστον πρόσβαση στα θέματα προς συζήτηση και στα συνοδευτικά έγγραφα των συνεδριάσεων του Διοικητικού Συμβουλίου και των επιτροπών αυτού, καθώς και στα αποτελέσματα της εσωτερικής και εξωτερικής αξιολόγησης της επίδοσης του Διοικητικού Συμβουλίου.

Άρθρο 91Πρόγραμμα εποπτικής εξέτασης (άρθρο 99 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς εφαρμόζει πρόγραμμα εποπτικής εξέτασης τουλάχιστον μία φορά το χρόνο για τα ιδρύματα που εποπτεύει. Το εν λόγω πρόγραμμα λαμβάνει υπόψη τη διαδικασία εποπτικής αξιολόγησης σύμφωνα με το άρθρο 89. Το πρόγραμμα εποπτικής εξέτασης περιλαμβάνει τα εξής: α) ένδειξη του τρόπου με τον οποίο η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς σκοπεύει να ασκήσει τα εποπτικά καθήκοντά της και να κατανείμει τους πόρους της, β) προσδιορισμό των ιδρυμάτων που πρόκειται να τεθούν σε καθεστώς ενισχυμένης εποπτείας και τα μέτρα που λαμβάνονται για τους σκοπούς άσκησης αυτής όπως καθορίζονται στην παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου, γ) σχέδιο επιτόπιων ελέγχων των ιδρυμάτων, περιλαμβανομένων των υποκαταστημάτων και θυγατρικών αυτών που βρίσκονται σε άλλα κράτη−μέλη, σύμφωνα με τα άρθρα 53, 112 και 115, δ) στο πλαίσιο των προβλεπόμενων στο άρθρο 47, τον επιτόπιο έλεγχο των θυγατρικών επιχειρήσεων των πιστωτικών ιδρυμάτων που υπόκεινται στην εποπτεία της σε ενοποιημένη βάση, σύμφωνα με τον παρόντα νόμο, για τη διασφάλιση της αποτελεσματικότητας της εποπτείας αυτής.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Τα προγράμματα εποπτικής εξέτασης περιλαμβάνουν τα ακόλουθα ιδρύματα: α) ιδρύματα για τα οποία τα αποτελέσματα των ασκήσεων προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων των περιπτώσεων α΄ και ζ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 90 και του άρθρου 92 ή τα αποτελέσματα της εποπτικής αξιολόγησης βάσει του άρθρου 89 παρέχουν ενδείξεις για την ύπαρξη σημαντικών κινδύνων ως προς την απαιτούμενη σε διαρκή βάση χρηματοοικονομική τους ευρωστία ή για την μη συμμόρφωση προς τον παρόντα νόμο τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013, β) ιδρύματα που ενέχουν συστημικό κίνδυνο για το χρηματοπιστωτικό σύστημα, γ) οποιαδήποτε άλλα ιδρύματα για τα οποία η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς το κρίνει αναγκαίο.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Όποτε κρίνεται απαραίτητο, σύμφωνα με το άρθρο 89, λαμβάνονται ειδικότερα τα ακόλουθα μέτρα: α) αύξηση του αριθμού ή της συχνότητας των επιτόπιων ελέγχων του ιδρύματος, β) μόνιμη παρουσία της Τράπεζας της Ελλάδος ή της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς στο ίδρυμα, γ) υποβολή πρόσθετων ή συχνότερων εποπτικών αναφορών από το ίδρυμα, δ) πρόσθετες ή συχνότερες αξιολογήσεις του λειτουργικού, στρατηγικού ή επιχειρηματικού σχεδίου του ιδρύματος, ε) θεματικές εξετάσεις για την παρακολούθηση συγκεκριμένων κινδύνων που ενδέχεται να παρουσιαστούν.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Η υιοθέτηση προγράμματος εποπτικής εξέτασης από την αρμόδια αρχή του κράτους−μέλους προέλευσης δεν εμποδίζει τις αρμόδιες αρχές του κράτους−μέλους υποδοχής να διενεργούν, κατά περίπτωση, επιτόπιους ελέγχους και επιθεωρήσεις των δραστηριοτήτων που ασκούν τα υποκαταστήματα ιδρυμάτων στο έδαφός τους σύμφωνα με την παράγραφο 4 του άρθρου 53.

Άρθρο 92Εποπτικές ασκήσεις προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων (άρθρο 100 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)

Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς διενεργεί τις ενδεδειγμένες, τουλάχιστον μια φορά το χρόνο, εποπτικές ασκήσεις προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων στα ιδρύματα που εποπτεύει, για τη διευκόλυνση της διαδικασίας εποπτικής αξιολόγησης του άρθρου 89.

Άρθρο 93Αξιολόγηση της άδειας χρήσης εσωτερικών προσεγγίσεων σε διαρκή βάση (άρθρο 101 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς αναθεωρεί τακτικά και τουλάχιστον κάθε τρία (3) έτη τη συμμόρφωση των ιδρυμάτων προς τις απαιτήσεις αναφορικά με τις εσωτερικές προσεγγίσεις που απαιτούν τη χορήγηση άδειας από την αρμόδια αρχή προτού χρησιμοποιηθούν οι εν λόγω προσεγγίσεις για τον υπολογισμό των απαιτήσεων των ιδίων κεφαλαίων σύμφωνα με τα άρθρα 92 έως 386 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013. Ιδιαίτερη προσοχή δίνεται σε αλλαγές στην επιχειρηματική δραστηριότητα του ιδρύματος και στην εφαρμογή αυτών των προσεγγίσεων σε νέα προϊόντα. Όταν εντοπίζονται σημαντικές ελλείψεις στην αποτύπωση των κινδύνων του ιδρύματος με την εσωτερική προσέγγιση που χρησιμοποιείται, η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς διασφαλίζει ότι αυτές διορθώνονται ή λαμβάνονται τα κατάλληλα μέτρα για τη μείωση των επιπτώσεών τους, περιλαμβανομένης της επιβολής υψηλότερων πολλαπλασιαστικών συντελεστών ή της επιβολής κεφαλαιακών προσαυξήσεων ή της λήψης άλλων κατάλληλων και αποτελεσματικών μέτρων.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ειδικότερα εξετάζει και αξιολογεί κατά πόσο το ίδρυμα χρησιμοποιεί άρτια αναπτυγμένες και επικαιροποιημένες τεχνικές και πρακτικές για τις εν λόγω προσεγγίσεις.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Αν σε εσωτερικό υπόδειγμα για τον κίνδυνο αγοράς, παρουσιάζεται πλήθος υπερβάσεων όπως αυτές που αναφέρονται στο άρθρο 366 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 που υποδηλώνουν ότι το υπόδειγμα δεν είναι ή δεν είναι πλέον επαρκώς ακριβές, η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ανακαλεί την άδεια χρήσης του εσωτερικού μοντέλου ή επιβάλλει με απόφασή της κατάλληλα μέτρα προκειμένου να διασφαλισθεί ότι το μοντέλο θα βελτιωθεί άμεσα.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Εφόσον ένα ίδρυμα έχει λάβει άδεια να εφαρμόζει προσέγγιση που απαιτεί την άδεια της Τράπεζας της Ελλάδος ή της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς πριν από τη χρήση της εν λόγω προσέγγισης για τον υπολογισμό των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων σύμφωνα με τα άρθρα 92 έως 386 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 αλλά δεν πληροί πλέον τις απαιτήσεις για την εφαρμογή της προσέγγισης αυτής, η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ζητά από το ίδρυμα είτε να της αποδείξει ότι η μη συμμόρφωσή του δεν είναι ουσιώδης κατά περίπτωση σύμφωνα με τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013 είτε να καταθέσει σχέδιο για την έγκαιρη αποκατάσταση της συμμόρφωσης προς τις απαιτήσεις και να ορίσει προθεσμία εφαρμογής της. Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς απαιτεί να γίνουν βελτιώσεις στο σχέδιο αν αυτό δεν αναμένεται να φέρει πλήρη συμμόρφωση ή αν η προθεσμία είναι ακατάλληλη. Αν το ίδρυμα δεν πιθανολογείται ότι θα συμμορφωθεί εντός καθορισμένης προθεσμίας και, κατά περίπτωση, δεν έχει αποδείξει επαρκώς ότι οι επιπτώσεις από τη μη συμμόρφωση είναι επουσιώδεις, η άδεια χρήσης της προσέγγισης ανακαλείται ή περιορίζεται στα τμήματα στα οποία υπάρχει συμμόρφωση ή αυτή είναι εφικτή εντός εύλογης προθεσμίας.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς λαμβάνει υπόψη την ανάλυση και τα συγκριτικά κριτήρια της ΕΑΤ για την αξιολόγηση των αδειών χρήσης εσωτερικών προσεγγίσεων.

Άρθρο 94Προληπτικά εποπτικά μέτρα (άρθρο 102 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς απαιτεί από κάθε ίδρυμα να λαμβάνει εγκαίρως τα απαραίτητα μέτρα για να αντιμετωπίσει προβλήματα στις εξής καταστάσεις: α) όταν το ίδρυμα δεν τηρεί τις απαιτήσεις του παρόντος νόμου ή του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, β) όταν η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς έχει επαρκείς ενδείξεις ότι το ίδρυμα δεν θα συμμορφωθεί προς τις απαιτήσεις του παρόντος νόμου ή του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 εντός των επόμενων δώδεκα (12) μηνών.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Για τους σκοπούς της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, στις εξουσίες της Τράπεζας της Ελλάδος ή της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς περιλαμβάνονται εκείνες που αναφέρονται στο άρθρο 96.

Άρθρο 95Εφαρμογή προληπτικών εποπτικών μέτρων σε ιδρύματα με παρόμοια προφίλ κινδύνου (άρθρο 103 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Όταν η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς καθορίζει δυνάμει του άρθρου 89 ότι τα ιδρύματα με παρόμοια προφίλ κινδύνου, όπως παρόμοια επιχειρηματικά μοντέλα ή γεωγραφική θέση των ανοιγμάτων, εκτίθενται ή ενδέχεται να εκτεθούν σε παρόμοιους κινδύνους ή μπορεί να ενέχουν παρόμοιους κινδύνους για το χρηματοπιστωτικό σύστημα, μπορεί να εφαρμόζει κατά πανομοιότυπο ή παρόμοιο τρόπο τη διαδικασία εποπτικής αξιολόγησης που αναφέρεται στο άρθρο 89 στα εν λόγω ιδρύματα. Για το σκοπό αυτόν η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να επιβάλλει με απόφασή της στα εν λόγω ιδρύματα απαιτήσεις δυνάμει του παρόντος νόμου και δυνάμει του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 κατά πανομοιότυπο ή παρόμοιο τρόπο, περιλαμβανομένων ειδικότερα των εποπτικών εξουσιών δυνάμει των άρθρων 96, 98 και 99. Οι κατηγορίες ιδρυμάτων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο μπορεί να καθορίζονται ειδικότερα σύμφωνα με τα κριτήρια της περίπτωσης ι΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 90.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ενημερώνει την ΕΑΤ όταν θέτει σε εφαρμογή την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου.

Άρθρο 96Εποπτικές εξουσίες (άρθρο 104 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Για τους σκοπούς του άρθρου 89 της παραγράφου 4 του άρθρου 90, της παραγράφου 4 του άρθρου 93, των άρθρων 94 και 95 του παρόντος νόμου και του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να απαιτεί από τα ιδρύματα τουλάχιστον τα ακόλουθα: α) την τήρηση ιδίων κεφαλαίων καθ’ υπέρβαση των ελαχίστων όπως ορίζονται στα άρθρα 121 έως 132 του παρόντος νόμου και στον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και αφορούν στοιχεία κινδύνων και κινδύνους που δεν καλύπτονται από το άρθρο 1 του εν λόγω Κανονισμού, β) τη βελτίωση των ρυθμίσεων, διαδικασιών, μηχανισμών και στρατηγικών που εφαρμόζονται με βάση τα άρθρα 65 και 66, γ) την υποβολή σχεδίου για τη συμμόρφωση με τις εποπτικές απαιτήσεις εκ του παρόντος και του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, και με ορισμό προθεσμίας για την εφαρμογή του, καθώς επίσης την υποβολή βελτιώσεων του εν λόγω σχεδίου όσον αφορά το πεδίο εφαρμογής και την προθεσμία εφαρμογής του, δ) την εφαρμογή ειδικής, από απόψεως κεφαλαιακής επάρκειας, πολιτικής προβλέψεων ή διαχείρισης των στοιχείων του ενεργητικού, ε) τον περιορισμό ή την τήρηση ορίων ως προς το είδος και την έκταση των δραστηριοτήτων τους ή το δίκτυό τους ή την εκποίηση στοιχείων του ενεργητικού τους ή την παύση δραστηριοτήτων που ενέχουν αυξημένο κίνδυνο για την ευρωστία ενός ιδρύματος, στ) τη μείωση του κινδύνου τον οποίον ενέχουν οι δραστηριότητες, τα προϊόντα και τα συστήματα των ιδρυμάτων, ζ) τον περιορισμό των μεταβλητών αποδοχών ως ποσοστού του συνόλου των καθαρών αποτελεσμάτων σε περιπτώσεις όπου το ύψος των ως άνω αποδοχών δεν συμβάλει στη διατήρηση υγιούς κεφαλαιακής βάσης, η) την ενίσχυση των ιδίων κεφαλαίων μέσω αποθεματοποίησης κερδών, θ) τον περιορισμό ή την απαγόρευση της διανομής κερδών από ένα ίδρυμα στους μετόχους ή καταβολής τόκων στους κατόχους πρόσθετων μέσων της κατηγορίας 1, εφόσον η απαγόρευση δεν συνιστά γεγονός αφερεγγυότητας του ιδρύματος, ι) την υποβολή πρόσθετων ή συχνότερων αναφορών, περιλαμβανομένων εκείνων που αφορούν τα ίδια κεφάλαια και τη ρευστότητα, ια) την πρόβλεψη ειδικών απαιτήσεων ρευστότητας, περιλαμβανομένων των περιορισμών στις αναντιστοιχίες ληκτότητας μεταξύ ενεργητικού και παθητικού, ιβ) την υποβολή πρόσθετων πληροφοριών, ιγ) τη λήψη προηγούμενης έγκρισης από την Τράπεζα της Ελλάδος για τη διενέργεια συναλλαγών που κατά την κρίση της είναι δυνατόν να αποβούν σε βάρος της φερεγγυότητας του πιστωτικού ιδρύματος. Η δυνατότητα αυτή ασκείται για περιορισμένο χρονικό διάστημα που δεν μπορεί να υπερβαίνει τους τρεις (3) μήνες, ιδ) την αύξηση κεφαλαίου πιστωτικού ιδρύματος σύμφωνα με το άρθρο 136.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Οι πρόσθετες απαιτήσεις περί ιδίων κεφαλαίων που αναφέρονται στην περίπτωση α΄ της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου επιβάλλονται από την Τράπεζα της Ελλάδος ή την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς κατ’ ελάχιστον στις ακόλουθες περιπτώσεις: α) ένα ίδρυμα δεν πληροί τις απαιτήσεις των άρθρων 65 και 66 του παρόντος νόμου ή του άρθρου 393 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, β) οι κίνδυνοι ή στοιχεία κινδύνων δεν καλύπτονται από τις απαιτήσεις περί ιδίων κεφαλαίων που ορίζονται στα άρθρα 121 έως 132 του παρόντος νόμου ή στον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013, γ) όταν η εφαρμογή άλλων διοικητικών μέτρων μόνο δεν πιθανολογείται ότι θα βελτιώσει επαρκώς τις ρυθμίσεις, τις διαδικασίες, τους μηχανισμούς και τις στρατηγικές του ιδρύματος εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος, δ) η επανεξέταση, που διενεργείται σύμφωνα με την παράγραφο 4 του άρθρου 90 ή την παράγραφο 4 του άρθρου 93, οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η πλημμελής συμμόρφωση με τις απαιτήσεις των οικείων διατάξεων ενδέχεται να οδηγήσει σε υποεκτίμηση των κεφαλαιακών απαιτήσεων, ε) οι κίνδυνοι ενδέχεται να υποεκτιμηθούν παρά τη συμμόρφωση με τις απαιτήσεις του παρόντος νόμου και του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 ή στ) το ίδρυμα υποβάλλει στην Τράπεζα της Ελλάδος ή στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, σύμφωνα με την παράγραφο 5 του άρθρου 377 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, ότι τα αποτελέσματα των ασκήσεων προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων του άρθρου υπερβαίνουν κατά πολύ τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων του για το χαρτοφυλάκιο διαπραγμάτευσης συσχετίσεων (correlation trading portfolio).

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Κατά τον καθορισμό του κατάλληλου επιπέδου ιδίων κεφαλαίων στο πλαίσιο της εξέτασης και αξιολόγησης που διενεργείται σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 89 έως 93, η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς αξιολογεί κατά πόσον, για την κάλυψη των κινδύνων τους οποίους ένα ίδρυμα έχει αναλάβει ή ενδέχεται να αναλάβει, απαιτείται η τήρηση ιδίων κεφαλαίων υψηλότερων του ελάχιστου ύψους το οποίο ορίζεται με τις εκάστοτε γενικής ισχύος αποφάσεις περί κεφαλαιακής επάρκειας. Για την αξιολόγηση αυτή λαμβάνονται υπόψη τα ακόλουθα: α) τα ποσοτικά και ποιοτικά στοιχεία της διαδικασίας αξιολόγησης του ιδρύματος, όπως ορίζονται στο άρθρο 65, β) οι εσωτερικές ρυθμίσεις, οι διαδικασίες και οι μηχανισμοί του ιδρύματος όπως ορίζονται στο άρθρο 66, γ) το αποτέλεσμα της εποπτικής αξιολόγησης που διενεργείται σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στα άρθρα 89 ή 93, δ) η αξιολόγηση του συστημικού κινδύνου.

Άρθρο 97Ορισμός αρμόδιας αρχής για την εφαρμογή των άρθρων 412 και 413 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013

Τηρουμένων των προβλέψεων των άρθρων 412 και 413 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να θεσπίζει γενικούς κανόνες για τις απαιτήσεις κάλυψης του κινδύνου ρευστότητας και τις απαιτήσεις σταθερής χρηματοδότησης.

Άρθρο 98Ειδικές απαιτήσεις ρευστότητας (άρθρο 105 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Για τον καθορισμό του κατάλληλου επιπέδου των απαιτήσεων ρευστότητας στο πλαίσιο της εξέτασης και αξιολόγησης που διενεργείται σύμφωνα με τα άρθρα 89 έως 93, η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς εκτιμά κατά πόσον είναι αναγκαία οποιαδήποτε επιβολή ειδικής απαίτησης ρευστότητας, για την κάλυψη των κινδύνων ρευστότητας στους οποίους εκτίθεται ή ενδέχεται να εκτεθεί ένα ίδρυμα, λαμβάνοντας υπόψη τα ακόλουθα: α) το συγκεκριμένο επιχειρηματικό μοντέλο του ιδρύματος, β) τις ρυθμίσεις, τις διαδικασίες και τους μηχανισμούς του ιδρύματος που αναφέρονται στα άρθρα 66 έως 88 και ειδικότερα στο άρθρο 78, γ) το αποτέλεσμα της αξιολόγησης που διενεργείται σύμφωνα με το άρθρο 89, δ) το συστημικό κίνδυνο ρευστότητας που απειλεί τις χρηματοοικονομικές αγορές.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Ειδικότερα, με την επιφύλαξη του άρθρου 59, η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς εξετάζει την ανάγκη εφαρμογής διοικητικών κυρώσεων ή άλλων διοικητικών μέτρων, που περιλαμβάνουν οικονομικές επιβαρύνσεις το ύψος των οποίων σε γενικές γραμμές σχετίζεται με τη διαφορά μεταξύ της πραγματικής θέσης ρευστότητας του ιδρύματος και των απαιτήσεων ρευστότητας και σταθερής χρηματοδότησης που θεσπίζονται σε εθνικό ή ενωσιακό επίπεδο.

Άρθρο 99Ειδικές απαιτήσεις δημοσιοποίησης (άρθρο 106 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Τα ιδρύματα δημοσιοποιούν τα στοιχεία τα οποία αναφέρονται στα άρθρα 431 έως 455 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 τουλάχιστον μία φορά το χρόνο.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Με απόφασή της η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί: α) να απαιτεί μεγαλύτερη συχνότητα για μία ή περισσότερες από τις ως άνω πληροφορίες, β) να θέτει προθεσμίες δημοσιοποίησης, γ) να ορίζει μέσα και τόπους δημοσιοποίησης, διαφορετικά από εκείνα που ισχύουν για τις ετήσιες και ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις των ιδρυμάτων.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Οι μητρικές επιχειρήσεις ιδρυμάτων που υπόκεινται στην εποπτεία της Τράπεζας της Ελλάδος ή της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς δημοσιοποιούν σε ετήσια βάση, είτε ως πλήρες κείμενο είτε με αναφορές σε αντίστοιχα στοιχεία, περιγραφή της νομικής δομής καθώς και της εταιρικής διακυβέρνησης και της οργανωτικής δομής του ομίλου σύμφωνα με την παράγραφο 4 του άρθρου 14, την παράγραφο 1 του άρθρου 66 και την παράγραφο 2 του άρθρου 102.

Άρθρο 100Συνέπεια μεταξύ των εποπτικών εξετάσεων, αξιολογήσεων και των εποπτικών μέτρων (άρθρο 107 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ενημερώνει την ΕΑΤ για: α) τη λειτουργία της εποπτικής διαδικασίας εξέτασης και αξιολόγησης του άρθρου 89, β) τη μεθοδολογία που ακολουθεί για τη λήψη αποφάσεων σύμφωνα με τα άρθρα 90, 92, 93, 94, 96 και 98 του παρόντος νόμου σχετικά με τη διαδικασία της περίπτωσης α΄.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Στο πλαίσιο αυτό η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ανταποκρίνεται σε αιτήματα της ΕΑΤ περί παροχής πρόσθετων πληροφοριών σύμφωνα με το άρθρο 35 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 τηρουμένης της αρχής της αναλογικότητας.

Άρθρο 101Διαδικασία Αξιολόγησης Επάρκειας Εσωτερικού Κεφαλαίου (άρθρο 108 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Κάθε ίδρυμα που δεν είναι ούτε θυγατρική στην Ελλάδα ούτε μητρική επιχείρηση, και κάθε ίδρυμα που δεν περιλαμβάνεται στην ενοποίηση σύμφωνα με το άρθρο 19 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 τηρεί τις υποχρεώσεις που ορίζονται στο άρθρο 65 του παρόντος νόμου σε ατομική βάση. Η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να εξαιρεί από τις απαιτήσεις που ορίζονται στο άρθρο 73 του παρόντος νόμου πιστωτικό ίδρυμα σύμφωνα με το άρθρο 10 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013. Αν γίνει χρήση της εξαίρεσης του άρθρου 15 του ως άνω Κανονισμού οι απαιτήσεις του άρθρου 65 του παρόντος νόμου ισχύουν σε ατομική βάση.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Τα μητρικά ιδρύματα τηρούν τις υποχρεώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 65 του παρόντος νόμου, στο μέτρο και με τον τρόπο που ορίζεται στα άρθρα 18 έως 24 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 σε ενοποιημένη βάση.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Τα ιδρύματα που είναι υπό τον έλεγχο μητρικής χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών ή μητρικής μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών σε κράτος−μέλος τηρούν τις υποχρεώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 65 του παρόντος νόμου στη βάση της ενοποιημένης οικονομικής κατάστασης της εν λόγω χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών ή μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών, στο μέτρο και με τον τρόπο που ορίζεται στα άρθρα 18 έως 24 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013. Όπου περισσότερα από ένα ιδρύματα είναι υπό τον έλεγχο μητρικής χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών ή μητρικής μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών σε κράτος−μέλος, το πρώτο εδάφιο ισχύει μόνο για το ίδρυμα για το οποίο η εποπτεία σε ενοποιημένη βάση ισχύει σύμφωνα με το άρθρο 104.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Τα θυγατρικά ιδρύματα εφαρμόζουν τις απαιτήσεις του άρθρου 65 σε υποενοποιημένη βάση εφόσον τα εν λόγω ιδρύματα ή η μητρική επιχείρηση αυτών, όταν αυτή είναι χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών, έχουν ως θυγατρική τους σε τρίτη χώρα ή κατέχουν συμμετοχή σε ίδρυμα ή χρηματοδοτικό ίδρυμα ή εταιρεία διαχείρισης όπως ορίζεται στην παράγραφο 5 του άρθρου 2 του ν. 3455/2006.

Άρθρο 102Ρυθμίσεις, διαδικασίες και μηχανισμοί των ιδρυμάτων (άρθρο 109 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Τα ιδρύματα συμμορφώνονται με τις υποχρεώσεις που προβλέπονται στα άρθρα 66 έως 88 του παρόντος νόμου σε ατομική βάση, εκτός αν η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς κάνει χρήση της εξαίρεσης του άρθρου 7 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Οι μητρικές επιχειρήσεις και οι θυγατρικές που υπάγονται στις διατάξεις του παρόντος νόμου τηρούν τις υποχρεώσεις που προβλέπονται στα άρθρα 66 έως 88 σε ενοποιημένη ή υποενοποιημένη βάση, διασφαλίζουν ότι οι ρυθμίσεις, οι διαδικασίες και οι μηχανισμοί που απαιτούνται από τα άρθρα 66 έως 88 είναι συνεπείς και ορθά ενσωματωμένες και ότι οποιαδήποτε δεδομένα και στοιχεία που σχετίζονται με το σκοπό της εποπτείας μπορούν να παρασχεθούν. Ιδίως, θεσπίζουν στις θυγατρικές τους που δεν υπόκεινται στον παρόντα νόμο τις οικείες ρυθμίσεις, διαδικασίες και μηχανισμούς που είναι συνεπείς και κατάλληλα ενσωματωμένοι. Οι εν λόγω θυγατρικές είναι σε θέση να παρέχουν όλα τα δεδομένα και τις πληροφορίες που αφορούν την εποπτεία.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Οι απορρέουσες από τα άρθρα 66 έως 88 υποχρεώσεις που αφορούν θυγατρικές επιχειρήσεις, οι οποίες δεν υπόκεινται οι ίδιες στον παρόντα νόμο, δεν ισχύουν αν το μητρικό ίδρυμα εγκατεστημένο στην ΕΕ ή τα ιδρύματα υπό τον έλεγχο μητρικής χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών εγκατεστημένης στην ΕΕ ή μητρικής μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών εγκατεστημένης στην ΕΕ αποδεικνύουν στην Τράπεζα της Ελλάδος ή την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ότι η εφαρμογή των ανωτέρω άρθρων αντίκειται στη νομοθεσία της τρίτης χώρας στην οποία είναι εγκατεστημένη η θυγατρική.

Άρθρο 103Εποπτική Διαδικασία Εξέτασης και Αξιολόγησης και εποπτικά μέτρα (άρθρο 110 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς εφαρμόζει την εποπτική διαδικασία εξέτασης και αξιολόγησης των άρθρων 89 έως 93, καθώς και τα εποπτικά μέτρα των άρθρων 94 έως 100 του παρόντος νόμου σύμφωνα με το επίπεδο εφαρμογής των απαιτήσεων που ορίζονται στα άρθρα 6 έως 24 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Αν η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς επιτρέψει την εξαίρεση από τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων σε ενοποιημένη βάση όπως προβλέπεται στο άρθρο 15 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013, οι απαιτήσεις του άρθρου 89 του παρόντος νόμου ισχύουν για την εποπτεία των επιχειρήσεων επενδύσεων σε ατομική βάση.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ε΄ΕΠΟΠΤΕΙΑ ΣΕ ΕΝΟΠΟΙΗΜΕΝΗ ΒΑΣΗ
Άρθρο 104Δικαιοδοσία της αρχής ενοποιημένης εποπτείας (άρθρο 111 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Όταν η μητρική επιχείρηση είναι μητρικό ίδρυμα εγκατεστημένο στην Ελλάδα ή μητρικό ίδρυμα εγκατεστημένο στην ΕΕ, η εποπτεία σε ενοποιημένη βάση ασκείται από την Τράπεζα της Ελλάδος ή την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς αν αυτή χορήγησε στο εν λόγω ίδρυμα την άδεια λειτουργίας. Όταν η μητρική επιχείρηση είναι μητρικό ίδρυμα εγκατεστημένο σε άλλο κράτος−μέλος ή μητρικό ίδρυμα εγκατεστημένο στην ΕΕ, η εποπτεία σε ενοποιημένη βάση των θυγατρικών στην Ελλάδα ασκείται από την αρμόδια αρχή που χορήγησε στην εν λόγω μητρική επιχείρηση την άδεια λειτουργίας.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Όταν η μητρική επιχείρηση ενός ιδρύματος που έχει λάβει άδεια λειτουργίας στην Ελλάδα είναι μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή μητρική μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη σε ένα κράτος−μέλος ή μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην ΕΕ ή μητρική μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην ΕΕ, η εποπτεία σε ενοποιημένη βάση ασκείται από την Τράπεζα της Ελλάδος ή την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

α) Στην περίπτωση κατά την οποία ιδρύματα που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας σε περισσότερα του ενός κράτη−μέλη, περιλαμβανομένης της Ελλάδας, έχουν ως μητρική επιχείρηση την ίδια μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών, την ίδια μητρική μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη σε κράτος−μέλος, την ίδια μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην ΕΕ ή την ίδια μητρική μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην ΕΕ, η εποπτεία σε ενοποιημένη βάση του θυγατρικού ιδρύματος στην Ελλάδα ασκείται από την αρμόδια αρχή του ιδρύματος που έχει λάβει άδεια λειτουργίας στο κράτος−μέλος στο οποίο συστάθηκε η χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή η μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών. Αν η εν λόγω μητρική επιχείρηση έχει συσταθεί στην Ελλάδα η αρμοδιότητα της εποπτείας σε ενοποιημένη βάση ασκείται από την Τράπεζα της Ελλάδος ή την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς. β) Όταν πρόκειται για μητρικές επιχειρήσεις ιδρυμάτων τα οποία έχουν λάβει άδεια λειτουργίας σε δύο ή περισσότερα κράτη−μέλη περιλαμβανομένης της Ελλάδας και εφόσον οι εν λόγω μητρικές επιχειρήσεις περιλαμβάνουν περισσότερες της μιας χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών ή μικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών με κεντρικά γραφεία σε διαφορετικά κράτη−μέλη και εφόσον υπάρχει πιστωτικό ίδρυμα σε καθένα από τα εν λόγω κράτη−μέλη, η εποπτεία σε ενοποιημένη βάση ασκείται από την αρμόδια αρχή του πιστωτικού ιδρύματος με το μεγαλύτερο σύνολο ισολογισμού. Εάν το μεγαλύτερο ισολογισμό διαθέτει το πιστωτικό ίδρυμα στην Ελλάδα, η εποπτεία σε ενοποιημένη βάση ασκείται από την Τράπεζα της Ελλάδος.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Όταν πρόκειται για περισσότερα ιδρύματα που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση περιλαμβανομένης της Ελλάδας και έχουν ως μητρική επιχείρηση την ίδια χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών και όταν κανένα από τα εν λόγω ιδρύματα δεν έχει άδεια λειτουργίας στο κράτος−μέλος στο οποίο έχει την καταστατική της έδρα η χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή η μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών, η εποπτεία σε ενοποιημένη βάση ασκείται από την αρμόδια αρχή που χορήγησε την άδεια λειτουργίας στο ίδρυμα με το μεγαλύτερο σύνολο ισολογισμού, το οποίο, για τους σκοπούς του παρόντος νόμου, θεωρείται ως το ίδρυμα το ελεγχόμενο από μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην ΕΕ ή μητρική μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην ΕΕ. Όταν το ίδρυμα αυτό έχει έδρα στην Ελλάδα η εποπτεία σε ενοποιημένη βάση ασκείται από την Τράπεζα της Ελλάδος ή την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς θεσπίζει τις απαιτούμενες ρυθμίσεις για την άσκηση της εποπτείας σε ενοποιημένη βάση και ελέγχει τη συμμόρφωση των υποκείμενων σε αυτήν επιχειρήσεων προς τις υποχρεώσεις που προβλέπονται από τον παρόντα νόμο.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί, κοινή συναινέσει με τις υπόλοιπες εμπλεκόμενες αρμόδιες αρχές, να παρεκκλίνει από τα κριτήρια που αναφέρονται στις παραγράφους 3 και 4 αν η εφαρμογή τους αντενδείκνυται, λαμβάνοντας υπόψη τα ιδρύματα και τη σχετική σπουδαιότητα των δραστηριοτήτων τους στις διάφορες χώρες, και να αναθέσει σε άλλη αρμόδια αρχή ή να αναλάβει η ίδια την άσκηση της εποπτείας σε ενοποιημένη βάση. Στις περιπτώσεις αυτές, προτού λάβει τέτοια απόφαση, η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς παρέχει στο μητρικό ίδρυμα που είναι εγκατεστημένο στην ΕΕ, στη μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών που είναι εγκατεστημένη στην ΕΕ, στη μητρική μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών που είναι εγκατεστημένη στην ΕΕ ή στο ίδρυμα με το μεγαλύτερο σύνολο ισολογισμού, κατά περίπτωση, τη δυνατότητα να εκφέρει γνώμη σχετικά με την απόφαση αυτή.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 7

Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας κοινοποιεί στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή και στην ΕΑΤ τις συμφωνίες που υπάγονται στις διατάξεις της παραγράφου 7 του παρόντος άρθρου.

Άρθρο 105Συντονισμός εποπτικών δραστηριοτήτων από την αρχή ενοποιημένης εποπτείας (άρθρο 112 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Επιπρόσθετα στις υποχρεώσεις που επιβάλλονται από τον παρόντα νόμο και τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013, η κατά περίπτωση αρχή ενοποιημένης εποπτείας: α) συντονίζει τη συγκέντρωση και τη γνωστοποίηση στις εμπλεκόμενες αρμόδιες αρχές των λοιπών κρατών−μελών των σχετικών ή ουσιωδών πληροφοριών σε περίοδο ομαλής λειτουργίας (going concern), καθώς και σε επείγουσες καταστάσεις, β) προγραμματίζει και συντονίζει τις εποπτικές δραστηριότητες σε περίοδο ομαλής λειτουργίας, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που αφορούν τις δραστηριότητες που αναφέρονται στα άρθρα 104 έως 120, σε συνεργασία με τις εμπλεκόμενες αρμόδιες αρχές, γ) προγραμματίζει και συντονίζει τις εποπτικές δραστηριότητες σε συνεργασία με τις εμπλεκόμενες αρμόδιες αρχές και, εφόσον απαιτείται, με τις κεντρικές τράπεζες του ΕΣΚΤ, κατά το στάδιο προετοιμασίας για την αντιμετώπιση έκτακτων καταστάσεων και κατά τη διάρκειά τους, συμπεριλαμβανομένων των περιπτώσεων που σημειώνονται αρνητικές εξελίξεις σε ιδρύματα ή σε χρηματοοικονομικές αγορές χρησιμοποιώντας, κατά το δυνατόν, προκαθορισμένους διαύλους επικοινωνίας για τη διευκόλυνση της διαχείρισης κρίσεων.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Αν η αρχή ενοποιημένης εποπτείας αδυνατεί να εκτελέσει τα καθήκοντα κατά την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου ή αν οι αρμόδιες αρχές δεν συνεργάζονται με την αρχή ενοποιημένης εποπτείας στο βαθμό που απαιτείται για την εκτέλεση των καθηκόντων της παραγράφου 1, η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ως αρμόδια αρχή στην πρώτη περίπτωση ή ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας στη δεύτερη περίπτωση μπορεί να παραπέμψει το θέμα στην ΕΑΤ και να ζητήσει τη συνδρομή της δυνάμει του άρθρου 19 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Ο προγραμματισμός και συντονισμός των εποπτικών δραστηριοτήτων που αναφέρεται στην περίπτωση γ΄ της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου περιλαμβάνει ειδικά μέτρα που αναφέρονται στην περίπτωση δ΄ της παραγράφου 3 του άρθρου 110 και στην περίπτωση β΄ της παραγράφου 8 του άρθρου 110, τη διεξαγωγή κοινών αξιολογήσεων, την εφαρμογή σχεδίων έκτακτης ανάγκης και την ενημέρωση του κοινού.

Άρθρο 106Κοινές αποφάσεις για απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας ειδικά για κάθε ίδρυμα (άρθρο 113 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς είτε ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας είτε ως αρμόδια αρχή που είναι επιφορτισμένη με την εποπτεία θυγατρικών ενός μητρικού ιδρύματος εγκατεστημένου στην ΕΕ ή μιας μητρικής χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών εγκατεστημένης στην ΕΕ ή μιας μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών εγκατεστημένης στην ΕΕ καταβάλλει κάθε προσπάθεια προκειμένου να καταλήξει σε κοινή απόφαση με τις εμπλεκόμενες αρμόδιες αρχές όσον αφορά τα εξής: α) την εφαρμογή των άρθρων 65 και 89 για να καθοριστεί η επάρκεια του ύψους των ιδίων κεφαλαίων σε ενοποιημένη βάση που βρίσκονται στην κατοχή του ομίλου ιδρυμάτων σχετικά με την οικονομική κατάστασή του και το προφίλ κινδύνου και συνεπώς το απαιτούμενο ύψος ιδίων κεφαλαίων για την εφαρμογή της περίπτωσης α΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 96 σε κάθε επιχείρηση του ομίλου και σε ενοποιημένη βάση, β) μέτρα για την αντιμετώπιση σημαντικών ζητημάτων και ουσιωδών ευρημάτων που αφορούν την εποπτεία ρευστότητας, συμπεριλαμβανομένων όσων αφορούν την επάρκεια του οργανισμού και την αντιμετώπιση κινδύνων όπως απαιτείται σύμφωνα με το άρθρο 78 και όσων αφορούν την ανάγκη ειδικών απαιτήσεων ρευστότητας για το συγκεκριμένο ίδρυμα σύμφωνα με το άρθρο 98.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

α) Οι κοινές αποφάσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 λαμβάνονται: αα) για τους σκοπούς της περίπτωσης α΄ της παραγράφου 1, εντός τεσσάρων (4) μηνών από την υποβολή έκθεσης εκ μέρους της αρχής ενοποιημένης εποπτείας προς τις άλλες σχετικές αρμόδιες αρχές, η οποία περιλαμβάνει την αξιολόγηση κινδύνου του ομίλου σύμφωνα με τα άρθρα 65 και 89 και την περίπτωση α΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 96, ββ) για τους σκοπούς της παραγράφου 1 περίπτωση β΄, εντός ενός μηνός από την υποβολή έκθεσης εκ μέρους της αρχής ενοποιημένης εποπτείας, η οποία περιλαμβάνει την αξιολόγηση του προφίλ κινδύνου ρευστότητας του ομίλου σύμφωνα με τα άρθρα 78 και 98. β) Οι κοινές αποφάσεις λαμβάνουν επίσης δεόντως υπόψη την εκτίμηση κινδύνου των θυγατρικών που διενεργείται από τις σχετικές αρμόδιες αρχές σύμφωνα με τα άρθρα 65 και 89. γ) Οι κοινές αποφάσεις ενσωματώνονται σε ένα έγγραφο με πλήρη αιτιολόγηση και χορηγούνται στο μητρικό ίδρυμα που είναι εγκατεστημένο στην ΕΕ από την Τράπεζα της Ελλάδος ή την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας. Σε περίπτωση διαφωνίας, η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας συμβουλεύεται την ΕΑΤ, αν αυτό ζητηθεί από οποιαδήποτε άλλη εμπλεκόμενη αρμόδια αρχή. Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας μπορεί επίσης να συμβουλευτεί την ΕΑΤ αυτεπάγγελτα.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

α) Αν δεν ληφθεί κοινή απόφαση από τις αρμόδιες αρχές εντός των περιόδων που αναφέρονται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου, η απόφαση για την εφαρμογή των άρθρων 65, 78 και 89, της περίπτωσης α΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 96 και του άρθρου 98 λαμβάνεται σε ενοποιημένη βάση από την αρχή ενοποιημένης εποπτείας έπειτα από τη δέουσα συνεκτίμηση της αξιολόγησης κινδύνου που έχουν πραγματοποιήσει για τις θυγατρικές οι σχετικές αρμόδιες αρχές. Αν στο τέλος των προθεσμιών που αναφέρονται στην παράγραφο 2, οποιαδήποτε από τις εμπλεκόμενες αρμόδιες αρχές έχει παραπέμψει το θέμα στην ΕΑΤ σύμφωνα με το άρθρο 19 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, η αρχή ενοποιημένης εποπτείας αναβάλλει την απόφασή της και περιμένει την απόφαση της ΕΑΤ σύμφωνα με την παράγραφο 3 του άρθρου 19 του ανωτέρω Κανονισμού, και στη συνέχεια λαμβάνει απόφαση που συνάδει με την απόφαση της ΕΑΤ. Οι προθεσμίες που αναφέρονται στην παράγραφο 2 θεωρούνται ως περίοδοι συμβιβασμού, υπό την έννοια που αποδίδεται στον όρο στον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1093/2010. Η ΕΑΤ αποφασίζει εντός ενός μηνός. Το ζήτημα δεν παραπέμπεται στην ΕΑΤ μετά τη λήξη της τετράμηνης περιόδου ή της περιόδου ενός μηνός, κατά περίπτωση, ή έπειτα από τη λήψη κοινής απόφασης. β) Η απόφαση για την εφαρμογή των άρθρων 65, 78 και 89, της περίπτωσης α΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 96 και του άρθρου 98 λαμβάνεται από τις αντίστοιχες αρμόδιες αρχές που είναι υπεύθυνες για την εποπτεία των θυγατρικών ενός μητρικού πιστωτικού ιδρύματος εγκατεστημένου στην ΕΕ ή μιας μητρικής χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών εγκατεστημένης στην ΕΕ ή μητρικής μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών εγκατεστημένης στην ΕΕ σε ατομική ή υποενοποιημένη βάση έπειτα από δέουσα εξέταση των απόψεων και επιφυλάξεων που έχει εκφράσει η αρχή ενοποιημένης εποπτείας. Αν στο τέλος οιασδήποτε από τις προθεσμίες που αναφέρονται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου, οποιαδήποτε από τις αρμόδιες αρχές έχει παραπέμψει στο θέμα στην ΕΑΤ, σύμφωνα με το άρθρο 19 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς αναβάλλει την απόφασή της και περιμένει την απόφαση της ΕΑΤ σύμφωνα με την παράγραφο 3 του άρθρου 19 του ανωτέρω Κανονισμού, και στη συνέχεια λαμβάνει απόφαση που συνάδει με την απόφαση της ΕΑΤ. Οι προθεσμίες που αναφέρονται στην παράγραφο 2 θεωρούνται ως περίοδοι συμβιβασμού, υπό την έννοια που αποδίδεται στον όρο στον Κανονισμό. Η ΕΑΤ αποφασίζει εντός ενός μηνός. Το ζήτημα δεν παραπέμπεται στην ΕΑΤ μετά τη λήξη της τετράμηνης περιόδου ή της περιόδου ενός μηνός, κατά περίπτωση, ή έπειτα από τη λήψη κοινής απόφασης. γ) Οι αποφάσεις ενσωματώνονται σε ένα έγγραφο με πλήρη αιτιολόγηση και λαμβάνουν υπόψη την εκτίμηση κινδύνου, τις απόψεις και τις επιφυλάξεις των άλλων αρμόδιων αρχών, όπως αυτές εκφράστηκαν κατά τις περιόδους που αναφέρονται στην παράγραφο 2. Το εν λόγω έγγραφο υποβάλλεται από την Τράπεζα της Ελλάδος ή την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας σε όλες τις εμπλεκόμενες αρμόδιες αρχές και στο μητρικό ίδρυμα που είναι εγκατεστημένο στην ΕΕ. δ) Αν έχει ληφθεί η γνώμη της ΕΑΤ, η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς λαμβάνει υπόψη τις συστάσεις της και αιτιολογεί τυχόν σημαντική απόκλιση από αυτές.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

α) Οι κοινές αποφάσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 και οι αποφάσεις που λαμβάνονται από τις αρμόδιες αρχές όταν δεν υπάρχει κοινή απόφαση σύμφωνα με την παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου, αναγνωρίζονται ως οριστικές και εφαρμόζονται από την Τράπεζα της Ελλάδος ή την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς. β) Οι κοινές αποφάσεις σύμφωνα με την παράγραφο 1 και οποιαδήποτε απόφαση λαμβάνεται όταν δεν υπάρχει κοινή απόφαση σύμφωνα με την παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου, προσαρμόζονται στα πρόσφατα δεδομένα σε ετήσια βάση ή, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, όταν η αρμόδια αρχή που είναι υπεύθυνη για την εποπτεία των θυγατρικών εταιρειών μητρικού ιδρύματος εγκατεστημένου στην ΕΕ ή μητρικής χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών εγκατεστημένης στην ΕΕ ή μητρικής μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών εγκατεστημένης στην ΕΕ υποβάλλει γραπτή και πλήρως αιτιολογημένη αίτηση προς την Τράπεζα της Ελλάδος ή την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας, προκειμένου αυτή να προσαρμόσει στα πρόσφατα δεδομένα την απόφαση για την εφαρμογή της περίπτωσης α΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 96 και του άρθρου 98. Στην τελευταία περίπτωση, η προσαρμογή στα πρόσφατα δεδομένα μπορεί να αντιμετωπίζεται σε διμερή βάση μεταξύ της Τράπεζας της Ελλάδος ή της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς ως αρχής ενοποιημένης εποπτείας και της αιτούσας αρμόδιας αρχής.

Άρθρο 107Απαιτούμενες πληροφορίες σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης (άρθρο 114 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Όταν προκύπτει κατάσταση έκτακτης ανάγκης, συμπεριλαμβανομένων των καταστάσεων που περιγράφονται στο άρθρο 18 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 ή κατάσταση με αρνητικές εξελίξεις σε χρηματοοικονομ