170 Α' 2011

ΝΟΜΟΣ 3996/2011

Αναμόρφωση του Σώματος Επιθεωρητών Εργασίας, ρυθμίσεις θεμάτων Κοινωνικής Ασφάλισης και άλλες διατάξεις.

ΜΕΡΟΣ Β΄ - ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΘΕΜΑΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄ - ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΕΥΠΑΘΩΝ ΟΜΑΔΩΝ
05 Αυγούστου 2011

ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ
ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
ΤΕΥΧΟΣ ΠΡΩΤΟ Αρ. Φύλλου 170
5 Αυγούστου 2011

NOMOΣ ΥΠ’ ΑΡΙΘ. 3996
Αναμόρφωση του Σώματος Επιθεωρητών Εργασίας, ρυθμίσεις θεμάτων Κοινωνικής Ασφάλισης και άλλες διατάξεις.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Εκδίδομε τον ακόλουθο νόμο που ψήφισε η Βουλή:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΕΥΠΑΘΩΝ ΟΜΑΔΩΝ
Άρθρο 34Επίδομα Κοινωνικής Αλληλεγγύης ΣυνταξιούχωνΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Το άρθρο 20 του ν. 2434/1996 (Α΄188), όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 24 του ν. 2556/1997 (Α΄270), αντικαθίσταται ως εξής: «1. Από 1.1.2011 το Επίδομα Κοινωνικής Αλληλεγγύης Συνταξιούχων (Ε.Κ.Α.Σ.) καταβάλλεται στους δικαιούχους σύνταξης γήρατος, αναπηρίας και θανάτου, των οργανισμών κύριας ασφάλισης αρμοδιότητας Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, πλην ΟΓΑ, καθώς και του Ναυτικού Απομαχικού Ταμείου (Ν.Α.Τ.), από τους φορείς από τους οποίους συνταξιοδοτούνται, εφόσον πληρούν αθροιστικά τις παρακάτω προϋποθέσεις: α) Οι συνταξιούχοι γήρατος και θανάτου να έχουν συμπληρώσει την 1η Ιανουαρίου 2011 το 60ό έτος της ηλικίας τους. Για τους συνταξιούχους λόγω αναπηρίας, καθώς και για τα τέκνα που λαμβάνουν σύνταξη λόγω θανάτου του γονέα τους, δεν απαιτείται όριο ηλικίας. β) Το συνολικό καθαρό ετήσιο εισόδημά τους από συντάξεις (κύριες, επικουρικές και βοηθήματα), μισθούς, ημερομίσθια και λοιπά επιδόματα που χορηγήθηκαν σε μισθωτό, να μην υπερβαίνει το ποσό των οχτώ χιλιάδων τετρακοσίων εβδομήντα δύο ευρώ και εννέα λεπτών (8.472,09 ευρώ). Για τον προσδιορισμό του εισοδήματος αυτού δεν λαμβάνονται υπόψη τα ποσά που αντιστοιχούν στη σύνταξη αναπήρων και θυμάτων πολεμικής περιόδου κατά την εκτέλεση της στρατιωτικής υπηρεσίας, στην ισόβια σύνταξη σε πολύτεκνες μητέρες (ν. 1892/1990, άρθρο 63 παρ. 4, όπως ισχύει), καθώς και στα προνοιακά βοηθήματα του Υπουργείου Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης. γ) Το συνολικό ετήσιο ατομικό φορολογητέο, καθώς και το απαλλασσόμενο ή φορολογούμενο με ειδικό τρόπο εισόδημα του συνταξιούχου να μην υπερβαίνει το ποσό των εννέα χιλιάδων οκτακοσίων ογδόντα τεσσάρων ευρώ και έντεκα λεπτών (9.884,11 ευρώ). δ) Το συνολικό ετήσιο οικογενειακό φορολογητέο, καθώς και το απαλλασσόμενο ή φορολογούμενο με ειδικό τρόπο εισόδημα να μην υπερβαίνει το ποσό των δεκαπέντε χιλιάδων τριακοσίων ογδόντα ευρώ και ενενήντα λεπτών (15.380,90 ευρώ). Τα παραπάνω ποσά αφορούν εισοδήματα που δηλώθηκαν με τη δήλωση φορολογίας εισοδήματος του προηγούμενου οικονομικού έτους. ε) Το συνολικό ακαθάριστο ποσό κύριας και επικουρικής σύνταξης που καταβάλλεται κατά το μήνα έναρξης ισχύος του νόμου αυτού, στο οποίο συμπεριλαμβάνονται και τα πάσης φύσεως επιδόματα, πλην των επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων – Πάσχα και επιδόματος αδείας, να μην υπερβαίνει τα οκτακόσια πενήντα (850,00) ευρώ. Το ποσό σύνταξης, όπως προσδιορίζεται από το πρώτο εδάφιο, δεν πρέπει να υπερβαίνουν κατά τον πρώτο πλήρη μήνα συνταξιοδότησης και όσοι καταστούν συνταξιούχοι μετά την έναρξη ισχύος του νόμου και έως την 31.12.2011. Για κάθε έτος, αρχής γενομένης από 1.1.2012 και εξής, εξετάζεται το καταβαλλόμενο ως ανωτέρω ποσό συντάξεων κατά το μήνα έκδοσης της υπουργικής απόφασης της παραγράφου 5 ή το δικαιούμενο ποσό συντάξεων κατά τον πρώτο πλήρη μήνα συνταξιοδότησης, αν η συνταξιοδότηση χωρεί μετά την έκδοση της υπουργικής απόφασης. στ) Διαμένουν μόνιμα στην Ελλάδα. 2. Το Ε.Κ.Α.Σ. χορηγείται και σε εκείνους που καθίστανται συνταξιούχοι των ανωτέρω οργανισμών κύριας ασφάλισης μετά την 1η Ιανουαρίου 2011, εφόσον συντρέχουν στο πρόσωπό τους οι προϋποθέσεις της παραγράφου 1. Στους συνταξιούχους λόγω γήρατος που συμπληρώνουν το όριο ηλικίας μετά την ημερομηνία αυτή, το Ε.Κ.Α.Σ. καταβάλλεται από την 1η του επόμενου μήνα εκείνου που συμπληρώνουν το 60ό έτος της ηλικίας τους. 3. Ποσό επιδόματος: α. Για συνολικά ποσά εισοδήματος από συντάξεις (κύριες και επικουρικές), μισθούς, ημερομίσθια και λοιπά επιδόματα και μέχρι επτά χιλιάδες επτακόσια δεκαπέντε ευρώ και εξήντα πέντε λεπτά (7.715,65 ευρώ) καταβάλλεται επίδομα διακόσια τριάντα ευρώ (230,00 ευρώ) μηνιαίως. β. Για συνολικά ποσά εισοδήματος από επτά χιλιάδες επτακόσια δεκαπέντε ευρώ και εξήντα έξι λεπτά (7.715,66 ευρώ) μέχρι του ποσού των οκτώ χιλιάδων τετρακοσίων εβδομήντα δύο ευρώ και εννέα λεπτών (8.472,09 ευρώ) καταβάλλεται ποσό μηνιαίου επιδόματος (Ε.Κ.Α.Σ.) σύμφωνα με τα παρακάτω: βα. Από επτά χιλιάδες επτακόσια δεκαπέντε ευρώ και εξήντα έξι λεπτά (7.715,66 ευρώ) και μέχρι του ποσού των οκτώ χιλιάδων δεκαοκτώ ευρώ και είκοσι έξι λεπτών (8.018,26 ευρώ) ποσό εκατόν εβδομήντα δύο ευρώ και πενήντα λεπτών (172,50 ευρώ). ββ. Από οκτώ χιλιάδες δεκαοκτώ ευρώ και είκοσι επτά λεπτά (8.018,27 ευρώ) και μέχρι του ποσού των οκτώ χιλιάδων διακοσίων δεκαεννέα ευρώ και ενενήντα τριών λεπτών (8.219,93 ευρώ) ποσό εκατόν δέκα πέντε ευρώ (115,00 ευρώ). βγ. Από οκτώ χιλιάδες διακόσια δεκαεννέα ευρώ και ενενήντα τέσσερα λεπτά (8.219,94 ευρώ) μέχρι του ποσού των οκτώ χιλιάδων τετρακοσίων εβδομήντα δύο ευρώ και εννέα λεπτών (8.472,09 ευρώ) ποσό πενήντα επτά ευρώ και πενήντα λεπτών (57,50 ευρώ). γ. Τα ίδια ως άνω ποσά επιδόματος χορηγούνται και στους συνταξιούχους αναπηρίας που λαμβάνουν πλήρη σύνταξη. Στους συνταξιούχους γήρατος και αναπηρίας που λαμβάνουν μειωμένη σύνταξη, το επίδομα ισούται με τα 2/3 των ανωτέρω ποσών. Προκειμένου για συνταξιούχους λόγω αναπηρίας, οποιαδήποτε μεταβολή στο ποσοστό αναπηρίας του δικαιούχου εντός του ίδιου ημερολογιακού έτους στο οποίο καταβάλλεται το Ε.Κ.Α.Σ., δεν επιφέρει οποιαδήποτε μεταβολή στο ποσό του επιδόματος. Στις περιπτώσεις συνδικαιούχων σύνταξης λόγω θανάτου, τα ποσά του Ε.Κ.Α.Σ. επιμερίζονται κατά το ίδιο ποσοστό επιμερισμού της σύνταξης που προβλέπεται από τη νομοθεσία του κάθε ασφαλιστικού φορέα. 4. Για τις περιπτώσεις των συνταξιούχων που πληρούσαν τις προϋποθέσεις για τη λήψη του Ε.Κ.Α.Σ. για το μέχρι 31.12.2010 χρονικό διάστημα, πλην όμως δεν άσκησαν το δικαίωμά τους ή δεν τους καταβλήθηκε το επίδομα και, εφόσον δεν έχει επέλθει παραγραφή σύμφωνα με το άρθρο 137 του ν. 3655/2008 και την παρ. 6 του άρθρου 40 του α.ν. 1846/1951, εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 24 του ν. 2556/1997, όπως ισχύουν μέχρι την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου. 5. Από 1.1.2012 και εξής και σε ετήσια βάση τα ποσά που αναφέρονται στα εισοδηματικά κριτήρια της παραγράφου 1 του άρθρου αυτού δύνανται να αναπροσαρμόζονται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών, Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης και Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας, με βάση το ποσοστό αύξησης του εισοδήματος σε σχέση με το προηγούμενο έτος, που αναφέρεται στο κριτήριο β΄ της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου και αντιστοιχεί σε συνταξιούχο πλήρους κατώτατου ορίου κύριας σύνταξης γήρατος του ΙΚΑ−ΕΤΑΜ, χωρίς προσαυξήσεις. Με την ίδια απόφαση δύνανται να αναπροσαρμόζονται και τα ποσά του Ε.Κ.Α.Σ. για τις από 1.1.2012 και εφεξής ετήσιες χρονικές περιόδους, με βάση την εξέλιξη του Δείκτη Τιμών Καταναλωτή του έτους αναπροσαρμογής. Τα ποσά του Ε.Κ.Α.Σ. που καταβλήθηκαν από οποιονδήποτε ασφαλιστικό φορέα δεν λαμβάνονται υπόψη για την εξέταση της συνδρομής των εισοδηματικών κριτηρίων της παραγράφου 1 του άρθρου αυτού. 6. Οι συνταξιούχοι που λαμβάνουν σύνταξη από περισσότερους του ενός ασφαλιστικούς φορείς κύριας ασφάλισης, το Δημόσιο ή το ΝΑΤ επιλέγουν με αίτησή τους τον φορέα που θα καταβάλλει το επίδομα. Σε περίπτωση υποβολής ανακριβούς δήλωσης εκ μέρους του συνταξιούχου είτε για τον φορέα καταβολής του επιδόματος είτε για τα εισοδηματικά στοιχεία, καθώς και σε περίπτωση πολλαπλής είσπραξης του επιδόματος, τα αχρεωστήτως καταβληθέντα ποσά του επιδόματος παρακρατούνται στο διπλάσιο, από το ποσό της κύριας σύνταξης, σε έξι (6) μηνιαίες δόσεις, με απόφαση του αρμόδιου οργάνου του ασφαλιστικού οργανισμού. 7. Ο έλεγχος των εισοδηματικών κριτηρίων χορήγησης του επιδόματος για κάθε έτος διενεργείται το αργότερο μέχρι το τέλος του Απριλίου του αντίστοιχου έτους και σε καμία περίπτωση δεν χορηγούνται ποσά Ε.Κ.Α.Σ. σε μη δικαιούχους από την 1η Μαΐου του ίδιου έτους. 8. Το ποσό του Ε.Κ.Α.Σ. δεν υπόκειται σε ασφαλιστικές εισφορές υπέρ του Κλάδου Ασθένειας των οικείων ταμείων ούτε στην Εισφορά Αλληλεγγύης Συνταξιούχων του άρθρου 38 του ν. 3863/2010 (Α΄115). 9. Η δαπάνη των ασφαλιστικών φορέων για την καταβολή του Ε.Κ.Α.Σ. καλύπτεται από τον Κρατικό Προϋπολογισμό. 10. Το Ε.Κ.Α.Σ. αποτελεί ειδική μη ανταποδοτικού τύπου παροχή σε χρήμα, καταβαλλόμενο με την προϋπόθεση της μόνιμης διαμονής στην Ελλάδα και δεν εξάγεται. 11. Ελάχιστη παροχή κατά την έννοια του άρθρου 58 του Κανονισμού (ΕΚ)883/2004 είναι το ποσό της βασικής σύνταξης του άρθρου 2 του ν. 3863/2010, όπως διαμορφώνεται κάθε φορά. Οι διατάξεις της παραγράφου αυτής ισχύουν από την ημερομηνία δημοσίευσης του παρόντος νόμου. Εκκρεμείς αιτήσεις συνταξιοδότησης κρίνονται με τις ανωτέρω διατάξεις.»

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

α. Ειδικά για τους κατά τη δημοσίευση του νόμου αυτού δικαιούχους σύνταξης γήρατος, αναπηρίας και θανάτου των Οργανισμών Κύριας Ασφάλισης αρμοδιότητας του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, πλην ΟΓΑ, καθώς και του NAT, καταβάλλεται από τον επόμενο της δημοσίευσης του νόμου αυτού μήνα ποσό ΕΚΑΣ 30 ευρώ μηνιαίως, εφόσον πληρούν αθροιστικά τις παρακάτω προϋποθέσεις: αα) Το συνολικό καθαρό ετήσιο εισόδημά τους από συντάξεις (κύριες, επικουρικές και βοηθήματα), μισθούς, ημερομίσθια και λοιπά επιδόματα, κυμαίνεται από 8.472,10 ευρώ μέχρι 9.200,00 ευρώ. ββ) Το συνολικό ετήσιο οικογενειακό φορολογητέο, καθώς και το απαλλασσόμενο ή φορολογούμενο με ειδικό τρόπο εισόδημα δεν υπερβαίνει το ποσό των 13.500,00 ευρώ. Τα παραπάνω ποσά αφορούν εισοδήματα που δηλώθηκαν με τη δήλωση φορολογίας εισοδήματος του προηγούμενου οικονομικού έτους. γγ) Πληρούν όλες τις λοιπές προϋποθέσεις της παραγράφου 1 του άρθρου 20 του ν. 2434/1996 (Α΄188), όπως ισχύει. β. Το ανωτέρω ποσό του ΕΚΑΣ χορηγείται και σε εκείνους που καθίστανται συνταξιούχοι των ανωτέρω Οργανισμών Κύριας Ασφάλισης μετά τη δημοσίευση του νόμου αυτού, εφόσον συντρέχουν στο πρόσωπό τους οι προϋποθέσεις της περίπτωσης α΄ της παραγράφου αυτής. Στους συνταξιούχους λόγω γήρατος ή θανάτου που συμπληρώνουν το απαιτούμενο όριο ηλικίας μετά την δημοσίευση του νόμου, το ανωτέρω ποσό ΕΚΑΣ καταβάλλεται από την πρώτη του επόμενου μήνα εκείνου που συμπληρώνουν το 60ό έτος της ηλικίας τους, με εξαίρεση τους συνταξιούχους λόγω αναπηρίας, καθώς και τα τέκνα που λαμβάνουν σύνταξη λόγω θανάτου του γονέα τους, για τους οποίους δεν απαιτείται όριο ηλικίας. γ. Κατά τα λοιπά ισχύουν οι διατάξεις της περίπτωσης γ΄ της παραγράφου 3 και των παραγράφων 5 έως 11 του άρθρου 20 του ν. 2434/1996 (Α΄ 188), όπως ισχύει.

Άρθρο 35Ρυθμίσεις ασφάλισης ασθένειας − Κάλυψη ανέργωνΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Στο τέλος της παρ. 1 του άρθρου 31 του α.ν. 1846/ 1951 προστίθενται παράγραφοι ως εξής: «1.Α. Οι ασφαλισμένοι του ΙΚΑ−ΕΤΑΜ, καθώς και τα μέλη οικογένειάς τους, που αναφέρονται στο άρθρο 33 για την περίοδο από 1.3.2011 έως 29.2.2012 καλύπτονται από το ΙΚΑ−ΕΤΑΜ για παροχές ασθένειας σε είδος, εφόσον έχουν πραγματοποιήσει τουλάχιστον πενήντα (50) ημέρες ασφάλισης, είτε το προηγούμενο ημερολογιακό έτος είτε κατά το τελευταίο δεκαπεντάμηνο, χωρίς να συνυπολογίζονται οι ημέρες που πραγματοποιήθηκαν κατά το τελευταίο ημερολογιακό τρίμηνο του δεκαπενταμήνου. 1.Β. Οι εργαζόμενοι της Ναυπηγοεπισκευαστικής Ζώνης Περάματος, καθώς και των Ναυπηγείων Σκαραμαγκά και Ελευσίνας και τα μέλη της οικογένειάς τους, που αναφέρονται στο άρθρο 33 για την περίοδο από 1.3.2009 μέχρι 28.2.2013, καλύπτονται από το ΙΚΑ− ETAM για παροχές ασθένειας σε είδος, χωρίς την προϋπόθεση συμπλήρωσης ημερών ασφάλισης. 1.Γ. Οι ρητινοσυλλέκτες και τα μέλη της οικογένειάς τους, που αναφέρονται στο άρθρο 33, κάτοικοι των περιοχών που έχουν χαρακτηρισθεί ως πυρόπληκτες και ασφαλίζονται στο ΙΚΑ − ΕTΑΜ, σύμφωνα με τις διατάξεις της υπ’ αριθ. 2450/24.1.1967 Α.Υ.Ε. (Β΄ 70), για την περίοδο από 1.3.2009 μέχρι 28.2.2013, καλύπτονται από το ΙΚΑ − ETAM για παροχές ασθένειας σε είδος, εφόσον είχαν δικαίωμα παροχών σε είδος το έτος 2007. 1.Δ. Οι ξενοδοχοϋπάλληλοι, οι οποίοι το 2009 απασχολήθηκαν σε ξενοδοχειακές επιχειρήσεις του νομού Κέρκυρας, που δεν λειτούργησαν το έτος 2010 και τα μέλη οικογενείας τους, καλύπτονται από το ΙΚΑ−ΕΤΑΜ για παροχές ασθένειας σε είδος για την περίοδο από 1.3.2011 έως 29.2.2012, εφόσον είχαν τις απαιτούμενες χρονικές προϋποθέσεις για το έτος 2009. Για την ασφάλιση των παραπάνω προσώπων, ο ΟΑΕΔ καταβάλλει στο ΙΚΑ−ΕΤΑΜ για τον Κλάδο Ασθένειας σε είδος μηνιαία εισφορά σε ποσοστό 6,45% επί του εκάστοτε βασικού ημερήσιου επιδόματος ανεργίας.»

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Η ασφαλιστική κάλυψη των ανέργων που έχουν κάνει χρήση των διατάξεων της παρ. 4 του άρθρου 5 του ν. 2768/ 1999 (Α΄ 273), παρατείνεται για ένα έτος από τη λήξη της και πάντως όχι πέραν της 31ης Δεκεμβρίου 2011. Κατά τα λοιπά ισχύουν τα αναφερόμενα στις επί μέρους διατάξεις του παραπάνω νόμου και ο ΟΑΕΔ υποχρεούται να καταβάλλει την προβλεπόμενη εισφορά στους ασφαλιστικούς οργανισμούς.

Άρθρο 36Προστασία από απόλυση λόγω μητρότηταςΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Η παρ. 1 του άρθρου 15 του ν. 1483/1984 (Α΄ 153) αντικαθίσταται ως εξής: «1. Απαγορεύεται και είναι απόλυτα άκυρη η καταγγελία της σύμβασης ή σχέσης εργασίας εργαζόμενης από τον εργοδότη της, τόσο κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης της όσο και για το χρονικό διάστημα δεκαοκτώ (18) μηνών μετά τον τοκετό ή κατά την απουσία της για μεγαλύτερο χρόνο, λόγω ασθένειας που οφείλεται στην κύηση ή τον τοκετό, εκτός εάν υπάρχει σπουδαίος λόγος για καταγγελία. Η προστασία από την καταγγελία της σύμβασης ή σχέσης εργασίας ισχύει τόσο έναντι του εργοδότη, στον οποίο η τεκούσα προσλαμβάνεται, χωρίς να έχει προηγουμένως απασχοληθεί αλλού, πριν συμπληρώσει δεκαοκτώ (18) μήνες από τον τοκετό ή το μεγαλύτερο χρόνο που προβλέπεται στην παρούσα, όσο και έναντι του νέου εργοδότη, στον οποίο η τεκούσα προσλαμβάνεται και μέχρι τη συμπλήρωση των ανωτέρω χρόνων. Ως σπουδαίος λόγος δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να θεωρηθεί ενδεχόμενη μείωση της απόδοσης στην εργασία της εγκύου που οφείλεται στην εγκυμοσύνη.»

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Η αληθής έννοια του άρθρου 142 του ν. 3655/2008 είναι ότι στο πεδίο εφαρμογής αυτού εμπίπτει η μητέρα που είναι ασφαλισμένη του ΙΚΑ – ΕΤΑΜ, εργάζεται με σχέση εργασίας ορισμένου ή αορίστου χρόνου σε επιχειρήσεις ή εκμεταλλεύσεις του ιδιωτικού τομέα και για την εναλλακτική χρήση του μειωμένου ωραρίου ως άδειας για φροντίδα του παιδιού καλύπτεται αποκλειστικά και μόνο από τις ρυθμίσεις της εκάστοτε ισχύουσας Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας (Ε.Γ.Σ.Ε.Ε.), σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 9 της Ε.Γ.Σ.Σ.Ε. των ετών 2004−2005.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Το πέμπτο εδάφιο του άρθρου 142 του ν. 3655/2008 αντικαθίσταται ως ακολούθως: «Ο χρόνος της ειδικής άδειας προστασίας της μητρότητας λογίζεται ως χρόνος ασφάλισης στους κλάδους κύριας σύνταξης και ασθένειας του ΙΚΑ−ΕΤΑΜ, καθώς και στους οικείους φορείς επικουρικής ασφάλισης, οι δε προβλεπόμενες εισφορές υπολογίζονται επί του κατά περίπτωση αναφερόμενου παραπάνω ποσού, από το οποίο ο ΟΑΕΔ παρακρατεί την προβλεπόμενη εισφορά ασφαλισμένου και την αποδίδει στους αρμόδιους φορείς μαζί με την προβλεπόμενη εισφορά εργοδότη που βαρύνει τον ΟΑΕΔ. Ο χρόνος ασφάλισης, που έχει διανυθεί από την έναρξη ισχύος των διατάξεων του άρθρου θεωρείται χρόνος ασφάλισης στον Κλάδο Ασθένειας σε είδος και σε χρήμα του ΙΚΑ−ΕΤΑΜ.»

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Η παρ. 2 του άρθρου 148 του ν. 3655/2008 αντικαθίσταται από την έναρξη ισχύος του ν. 3655/2008 ως ακολούθως: «2. Οι ασφαλισμένοι του ΙΚΑ−ΕΤΑΜ δικαιούνται επίδομα ασθένειας, εφόσον πέραν των λοιπών προϋποθέσεων που ορίζονται από διατάξεις του Κανονισμού του έχουν πραγματοποιήσει τουλάχιστον εκατό (100) ημέρες ασφάλισης, οι οποίες από 1.1.2009 αυξάνονται ανά δέκα (10) κατ’ έτος και μέχρι εκατόν είκοσι (120). Προκειμένου για οικοδόμους, οι ογδόντα ημέρες της παρ. βα΄ του άρθρου 35 του α.ν. 1846/1951 (Α΄ 179) αυξάνονται από την ίδια ως άνω ημερομηνία ανά δέκα (10) κατ’ έτος και μέχρι εκατό (100).»

Άρθρο 37Συνταξιοδότηση γονέων, συζύγων και αδελφών αναπήρωνΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Η παρ. 4 του άρθρου 5 του ν. 3232/2004 (Α΄ 48), όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 6 του άρθρου 61 του ν. 3518/2006 και τροποποιήθηκε με την παρ. 6 του άρθρου 53 του ν. 3518/2006 και το άρθρο 140 του ν. 3655/2008, αντικαθίσταται ως εξής: «4.α. Γονείς και αδέλφια ατόμων άγαμων με ποσοστό αναπηρίας 67% και άνω, τα οποία δεν εργάζονται και δεν νοσηλεύονται σε ιδρύματα με δαπάνη ασφαλιστικού ή άλλου δημόσιου φορέα, καθώς και σύζυγοι αναπήρων με ποσοστό 80% και άνω, εφόσον έχουν διανύσει τουλάχιστον δεκαετή έγγαμο βίο, ασφαλισμένοι σε φορείς κύριας και επικουρικής ασφάλισης, αρμοδιότητας του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, θεμελιώνουν δικαίωμα συνταξιοδότησης με τη συμπλήρωση 7.500 ημερών εργασίας ή 25 ετών πραγματικής ασφάλισης, ανεξαρτήτως ορίου ηλικίας και ανεξαρτήτως χρόνου υπαγωγής στην ασφάλιση. Για τη συμπλήρωση του ανωτέρω προσδιοριζόμενου χρόνου λαμβάνεται υπόψη μόνο ο χρόνος στρατιωτικής θητείας που αναγνωρίζεται κατόπιν εξαγοράς κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του ν. 1358/1983 (Α΄ 64), ο χρόνος γονικής άδειας ανατροφής παιδιών του άρθρου 6 του ν. 1483/1984 (Α΄ 153), που αναγνωρίζεται κατόπιν εξαγοράς κατά τα οριζόμενα στην παρ. 18 του άρθρου 10 του ν. 3863/2010 (Α΄ 115), όπως ισχύει κάθε φορά, καθώς και ο προβλεπόμενος από την Ε.Γ.Σ.Σ.Ε. χρόνος απουσίας από την εργασία λόγω κύησης και λοχείας, με την επιφύλαξη των διατάξεων της περίπτωσης ζ΄ του παρόντος άρθρου ως προς τους αναγνωριζόμενους χρόνους των ασφαλισμένων του ΟΓΑ. Το δικαίωμα συνταξιοδότησης ασκείται διαζευκτικά από τον ένα γονέα ή, στην περίπτωση των αδελφών, από έναν αδελφό/ή σε έναν φορέα κύριας και σε έναν φορέα επικουρικής ασφάλισης, υπό τους όρους και προϋποθέσεις των επόμενων περιπτώσεων και δεν ισχύει για χορήγηση δεύτερης σύνταξης. β. Για την άσκηση του δικαιώματος από το γονέα του ανάπηρου τέκνου, πρέπει, κατά την ημερομηνία υποβολής της αίτησης για συνταξιοδότηση, ο έτερος γονέας να μην λαμβάνει ή να μη δικαιούται σύνταξη από οποιονδήποτε ασφαλιστικό οργανισμό ή το Δημόσιο, να έχει συμπληρώσει τουλάχιστον 2.400 ημέρες ή 8 έτη πραγματικής ασφάλισης εκ των οποίων 600 ημέρες ή 2 έτη τα τελευταία 4 χρόνια, σε φορείς κύριας ασφάλισης ή/και το Δημόσιο και να εργάζεται. Αν ο γάμος λυθεί, το δικαίωμα ασκείται από τον γονέα που έχει την επιμέλεια του ανάπηρου παιδιού με αμετάκλητη δικαστική απόφαση. Αν το παιδί είναι ενήλικο, το δικαίωμα ασκείται από τον γονέα που είχε την επιμέλεια όσο ήταν ανήλικο. Αν η ενηλικίωση επήλθε πριν τη λύση του γάμου, το δικαίωμα ασκείται από έναν από τους δύο γονείς με τις προϋποθέσεις του πρώτου εδαφίου της περίπτωσης αυτής. Σε περίπτωση που το ανάπηρο παιδί έχει τεθεί σε δικαστική συμπαράσταση λόγω ψυχικής ή διανοητικής διαταραχής ή λόγω σωματικής αναπηρίας, με αμετάκλητη δικαστική απόφαση, το δικαίωμα ασκείται από τον γονέα που έχει ορισθεί δικαστικός συμπαραστάτης. γ. Για την άσκηση του δικαιώματος από τον αδελφό/ή πρέπει για τουλάχιστον μία πενταετία πριν την ημερομηνία υποβολής της αιτήσεως για συνταξιοδότηση: αα) να έχει οριστεί δικαστικός συμπαραστάτης του/της αδελφού/ής με ποσοστό αναπηρίας 67% και άνω με αμετάκλητη δικαστική απόφαση, λόγω ψυχικής ή διανοητικής διαταραχής ή λόγω σωματικής αναπηρίας ή ββ) ο/η με ποσοστό αναπηρίας 67% και άνω αδελφός/ή να συνοικεί αποδεδειγμένα και να τον βαρύνει. Κατά την υποβολή της αίτησης συνταξιοδότησης οι δύο αδελφοί απαιτείται να είναι ορφανοί και από τους δύο γονείς ή ο εν ζωή γονέας να είναι ανάπηρος με ποσοστό αναπηρίας 67% και άνω. Σε περίπτωση παύσης της δικαστικής συμπαράστασης ή διακοπής της συνοίκησης, η σύνταξη διακόπτεται από την ημερομηνία της παύσης ή της διακοπής αντίστοιχα και επαναχορηγείται εφόσον συντρέξουν εκ νέου οι προϋποθέσεις του παρόντος. δ. Για την άσκηση του δικαιώματος απαιτείται η υποβολή εκ μέρους του έτερου ασφαλισμένου γονέα υπεύθυνης δήλωσης προς τον οικείο ασφαλιστικό του φορέα ή τους φορείς, αν συντρέχει ασφάλιση σε περισσότερους του ενός ή το Δημόσιο, ότι δεν έχει και δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμα συνταξιοδότησης που του παρέχει η παρούσα διάταξη. ε. Αν το ανάπηρο παιδί ή σύζυγος ή αδελφός ή αδελφή αναλάβει εργασία ή αυτοαπασχοληθεί, αναστέλλεται η καταβολή της σύνταξης για όσο χρόνο διαρκεί η εργασία ή η αυτοαπασχόληση. Το καταβαλλόμενο ποσό σύνταξης δεν μπορεί να είναι κατώτερο από το πλήρες κατώτατο όριο σύνταξης λόγω γήρατος, που καταβάλλεται κάθε φορά από τον οικείο ασφαλιστικό φορέα. στ. Το άρθρο αυτό εφαρμόζεται και για εκκρεμείς αιτήσεις συνταξιοδότησης για τις οποίες δεν έχει εκδοθεί μέχρι την έναρξη ισχύος του οριστική απόφαση συνταξιοδότησης. ζ. Για τους ασφαλισμένους του ΟΓΑ γονείς και αδελφούς ατόμων αγάμων, καθώς και συζύγους αναπήρων, απαιτούνται, υπό τις ανωτέρω προϋποθέσεις, 20 έτη ασφάλισης και καταβολής ασφαλιστικών εισφορών στον Κλάδο Κύριας Ασφάλισης Αγροτών για όσους θεμελιώνουν συνταξιοδοτικό δικαίωμα μέχρι 31.12.2012 και 25 έτη ασφάλισης και καταβολής ασφαλιστικών εισφορών στον Κλάδο για όσους θεμελιώνουν συνταξιοδοτικό δικαίωμα από 1.1.2013 και εξής. Για τη συμπλήρωση των προαναφερόμενων χρονικών προϋποθέσεων λαμβάνεται υπόψη ο χρόνος της στρατιωτικής θητείας που αναγνωρίζεται κατόπιν εξαγοράς, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του ν. 3232/2004, ο χρόνος διαδοχικής ασφάλισης σε φορείς κύριας ασφάλισης και ο χρόνος ασφάλισης που διανύθηκε υπό τη νομοθεσία κοινωνικής ασφάλειας κρατών−μελών της Ε.Ε., χωρών του Ε.Ο.Χ. ή της Ελβετίας ή χωρών με τις οποίες έχει συναφθεί διμερής σύμβαση κοινωνικής ασφάλειας. Στη χορηγούμενη σύνταξη προστίθεται κατά τα οριζόμενα στην παρ. 2 του άρθρου 12 του ν. 2458/1997, η συνταξιοδοτική παροχή που προβλέπεται από το άρθρο 4 του ν. 4169/1961, όπως ισχύει, επιφυλασσομένων των διατάξεων του εδαφίου δ΄ της παρ. 1 του άρθρου 4 του ίδιου νόμου, καθώς και αυτών της παρ. 2 του άρθρου 6 του ν. 1287/1982, εφόσον έχουν συμπληρωθεί οι ως άνω χρονικές προϋποθέσεις ασφάλισης στον Κλάδο, χωρίς να συνυπολογίζεται στην περίπτωση αυτή ο χρόνος διαδοχικής ασφάλισης σε φορείς κύριας ασφάλισης, καθώς και ο χρόνος στρατιωτικής υπηρεσίας.»

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

α. Η περίπτωση γ΄ της παρ. 3 του άρθρου 38 του ν. 3863/2010 (Α΄ 115) αντικαθίσταται ως ακολούθως: «γ. Εξαιρούνται της παρακράτησης της Ειδικής Εισφοράς οι συνταξιούχοι που λαμβάνουν το εξωϊδρυματικό επίδομα του άρθρου 42 του ν. 1140/1981 (Α΄ 68), όπως ισχύει, καθώς και οι συνταξιούχοι της παρ. 3 του άρθρου 42 του ν. 1140/1981, όπως ισχύει, και της παρ. 2 του άρθρου 30 του ν. 2084/1992 (Α΄ 165), που λαμβάνουν προσαύξηση της σύνταξής τους λόγω απόλυτης αναπηρίας.» β. Το πρώτο εδάφιο του άρθρου 32 του ν. 3896/2010 (Α΄ 207) τροποποιείται ως εξής : «Ειδικά για το εξωϊδρυματικό επίδομα που λαμβάνουν οι συνταξιούχοι των ασφαλιστικών Οργανισμών κύριας ασφάλισης αρμοδιότητας Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης και του NAT, καθώς και για το επίδομα απόλυτης αναπηρίας με το οποίο προσαυξάνεται η σύνταξη των τυφλών συνταξιούχων των Οργανισμών αυτών, ως δώρο εορτών Χριστουγέννων χορηγείται ολόκληρο το ποσό του μηνιαίου καταβαλλόμενου επιδόματος απόλυτης αναπηρίας ή του εξωϊδρυματικού επιδόματος, ενώ ως δώρο Πάσχα και επιδόματος αδείας το ήμισυ του μηνιαία καταβαλλόμενου επιδόματος απόλυτης αναπηρίας ή του εξωϊδρυματικού επιδόματος αντίστοιχα.»

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

α. Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 4 του ν. 3232/2004 (Α΄ 48), όπως ισχύει, τροποποιείται ως ακολούθως: «1. Ο/η διαζευγμένος/η, σε περίπτωση θανάτου του/ της πρώην συζύγου δικαιούται σύνταξη λόγω θανάτου του/της πρώην συζύγου από τους φορείς κύριας και επικουρικής ασφάλισης αρμοδιότητας του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης και το ΝΑΤ εφόσον πληροί αθροιστικά τις εξής προϋποθέσεις:». β. Το στοιχείο γ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 4 του ν. 3232/2004 (Α΄ 48), όπως ισχύει, τροποποιείται ως ακολούθως: «γ. Δέκα (10) έτη έγγαμου βίου μέχρι τη λύση του γάμου με αμετάκλητη δικαστική απόφαση.» γ. Το στοιχείο ε΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 4 του ν. 3232/2004 (Α΄ 48), όπως ισχύει, τροποποιείται ως ακολούθως: «ε. Συνολικό ετήσιο ατομικό φορολογητέο εισόδημα το οποίο να μην υπερβαίνει το διπλάσιο του ποσού των εκάστοτε καταβαλλόμενων από τον Ο.Γ.Α. ετήσιων συντάξεων στους ανασφάλιστους υπερήλικες.» δ. Η παράγραφος 2 του άρθρου 4 του ν. 3232/2004 (Α΄ 48), όπως ισχύει, τροποποιείται ως ακολούθως: «2. Το ποσό κύριας και επικουρικής σύνταξης που δικαιούται ο/η διαζευγμένος/η καθορίζεται ως εξής: α. Σε περίπτωση θανάτου του/της πρώην συζύγου, εφόσον ο γάμος είχε διαρκέσει δέκα (10) έτη έως τη λύση του με αμετάκλητη δικαστική απόφαση, το ποσό σύνταξης που δικαιούται ο χήρος ή η χήρα επιμερίζεται κατά 75% στο χήρο ή χήρα και 25% στον/στη διαζευγμένο/η. Για κάθε έτος εγγάμου βίου πέραν του δεκάτου (10ου) και μέχρι το τριακοστό πέμπτο (35ο) έτος διάρκειας του γάμου, το ποσοστό σύνταξης που δικαιούται ο χήρος ή η χήρα μειώνεται κατά 1% στο χήρο ή χήρα και αυξάνεται αντίστοιχα κατά 1% στον/στη διαζευγμένο/η. Προκειμένου περί έγγαμου βίου που διήρκησε πλέον των τριάντα πέντε (35) ετών έως τη λύση του κατά τα ανωτέρω, το ποσό σύνταξης που δικαιούται ο χήρος ή η χήρα επιμερίζεται κατά 50% στο χήρο ή χήρα και 50% στον/στη διαζευγμένο/η. Στις ανωτέρω περιπτώσεις εάν ο θανών ή η θανούσα δεν καταλείπει χήρο ή χήρα, ο/η διαζευγμένος/η δικαιούται το αυτό ποσοστό του/της διαζευγμένου/ης κατά τα ως άνω, της σύνταξης που θα εδικαιούτο ο χήρος ή η χήρα. β. Σε περίπτωση περισσοτέρων του ενός δικαιούχων διαζευγμένων το αναλογούν για τον/τη διαζευγμένο/η κατά τα ως άνω ποσοστά ποσό σύνταξης κύριας και επικουρικής επιμερίζεται εξίσου μεταξύ αυτών.» ε. Οι διατάξεις του άρθρου αυτού εφαρμόζονται στις περιπτώσεις που ο θάνατος επέρχεται μετά την ημερομηνία έναρξης ισχύος του νόμου αυτού.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Οι διατάξεις του άρθρου 1 του ν. 612/1977 (Α΄164) εφαρμόζονται και στους ασφαλισμένους των ασφαλιστικών οργανισμών, αρμοδιότητας του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, οι οποίοι πάσχουν από κυστική ίνωση ή μόνιμη ορθοκυστική διαταραχή, εφόσον για τις παθήσεις τους αυτές συντρέχει ποσοστό αναπηρίας τουλάχιστον 67%.