170 Α' 2011

ΝΟΜΟΣ 3996/2011

Αναμόρφωση του Σώματος Επιθεωρητών Εργασίας, ρυθμίσεις θεμάτων Κοινωνικής Ασφάλισης και άλλες διατάξεις.

ΜΕΡΟΣ Β΄ - ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΘΕΜΑΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄ - ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΟΥ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟΥ
05 Αυγούστου 2011

ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ
ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
ΤΕΥΧΟΣ ΠΡΩΤΟ Αρ. Φύλλου 170
5 Αυγούστου 2011

NOMOΣ ΥΠ’ ΑΡΙΘ. 3996
Αναμόρφωση του Σώματος Επιθεωρητών Εργασίας, ρυθμίσεις θεμάτων Κοινωνικής Ασφάλισης και άλλες διατάξεις.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Εκδίδομε τον ακόλουθο νόμο που ψήφισε η Βουλή:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΟΥ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟΥ
Άρθρο 38Επιτάχυνση διαδικασίας απονομής συντάξεωνΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Οι ασφαλιστικοί φορείς κύριας ασφάλισης, αρμοδιότητας του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, το Δημόσιο και το ΝΑΤ υποχρεούνται, εφόσον έχει εκδοθεί βεβαίωση χρόνου ασφάλισης, να εκδίδουν την οριστική απόφαση συνταξιοδότησης το αργότερο μέσα σε τρεις (3) μήνες από την υποβολή της αίτησης συνταξιοδότησης και των δικαιολογητικών που προβλέπονται από τις κείμενες διατάξεις. Σε περιπτώσεις διαδοχικής ασφάλισης, το παραπάνω χρονικό διάστημα επιμηκύνεται σε έξι (6) μήνες.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Για τη συνταξιοδότηση ασφαλισμένων λόγω αναπηρίας, η προθεσμία που αναφέρεται στην ανωτέρω παράγραφο αρχίζει από την κοινοποίηση στον φορέα ή την υποβολή από τον ενδιαφερόμενο της οριστικής γνωμάτευσης της αρμόδιας υγειονομικής επιτροπής.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Αν δεν είναι δυνατή για οποιονδήποτε λόγο η έκδοση της οριστικής συνταξιοδοτικής απόφασης εντός της προθεσμίας της παραγράφου 1, ο ασφαλιστικός φορέας εκδίδει πράξη προσωρινής σύνταξης μέσα σε χρονικό διάστημα σαράντα πέντε ημερών από την υποβολή της αίτησης που συνοδεύεται από υπεύθυνη δήλωση του άρθρου 8 του ν. 1599/1986 σχετικά με το χρόνο ασφάλισης στα οικεία ασφαλιστικά ταμεία και την υποβολή των δικαιολογητικών που απαιτούνται και εβδομήντα πέντε (75) ημερών, σε περίπτωση συνταξιοδότησης με διαδοχική ασφάλιση. Το ύψος του ποσού της προσωρινής σύνταξης αντιστοιχεί τουλάχιστον με το 80% της σύνταξης που προκύπτει από το χρόνο ασφάλισης και τις εισφορές ή τις αποδοχές που λαμβάνονται υπόψη κατά περίπτωση για τον υπολογισμό της σύνταξης και προκειμένου για το ΙΚΑ − ΕΤΑΜ με τις μεικτές αποδοχές που έλαβε ο ασφαλισμένος το μήνα Δεκέμβριο του προηγούμενου έτους της υποβολής της αίτησης συνταξιοδότησης ή σε περίπτωση προγενέστερης διακοπής της ασφάλισής του, τον τελευταίο μήνα απασχόλησής του, όπως οι αποδοχές αυτές προκύπτουν από τα προσκομιζόμενα ασφαλιστικά βιβλιάρια. Σε κάθε περίπτωση το ποσό της προσωρινής σύνταξης δεν μπορεί να υπολείπεται του 90% του εκάστοτε ισχύοντος κατά κατηγορία σύνταξης Κατώτατου Ορίου. Το ποσό της σύνταξης που καταβάλλεται στον ασφαλισμένο με την προσωρινή σύνταξη συμψηφίζεται με το ποσό της σύνταξης που προκύπτει μετά την έκδοση της οριστικής πράξης απονομής της σύνταξης. Εάν μετά τον έλεγχο των δικαιολογητικών για την έκδοση της οριστικής πράξης απονομής της σύνταξης, διαπιστωθεί ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις συνταξιοδότησης ή ότι τα στοιχεία που αναφέρονται στην υπεύθυνη δήλωση του ασφαλισμένου δεν είναι ακριβή, θα αναζητηθούν τα ποσά συντάξεων που εισπράχθηκαν ως αχρεωστήτως καταβληθέντα. Αν δεν προκύπτει υπαιτιότητα του ασφαλισμένου, η επιστροφή των ποσών θα γίνεται άτοκα. Σε κάθε περίπτωση, μέσα σε σαράντα πέντε (45) ή εβδομήντα πέντε (75) ημέρες αντίστοιχα σε περίπτωση συνταξιοδότησης με διαδοχική ασφάλιση από την υποβολή της αίτησης, πρέπει να εκδοθεί αιτιολογημένη πράξη απόρριψης της αίτησης για προσωρινή σύνταξη ή πράξη προσωρινής συνταξιοδότησης. Για τις συνταξιοδοτικές περιπτώσεις κατά τις οποίες έχουν εφαρμογή οι διατάξεις περί διαδοχικής ασφάλισης, στην καταβολή της ως άνω προσωρινής σύνταξης, υποχρεούται ο τελευταίος φορέας, εφόσον διαπιστώνεται ότι από το συνολικό χρόνο ασφάλισης που αναφέρεται στην υπεύθυνη δήλωση του αιτούντος συντρέχουν οι ελάχιστες χρονικές προϋποθέσεις για συνταξιοδότηση, σύμφωνα με τη νομοθεσία του. Στις περιπτώσεις διαδοχικής ασφάλισης και εφόσον ο απονέμων φορέας είναι διαφορετικός από εκείνον που χορηγεί την προσωρινή σύνταξη, τα ποσά σύνταξης που καταβλήθηκαν από τον φορέα αυτόν δεν αναζητούνται από τον ασφαλισμένο, αλλά συμψηφίζονται με τα ποσά σύνταξης που οφείλει να καταβάλλει ο απονέμων Οργανισμός.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Όταν ο απονέμων τη σύνταξη φορέας είναι το Δημόσιο, οι προβλεπόμενες στις παραγράφους 1 και 3 προθεσμίες ξεκινούν μετά την καταβολή των τρίμηνων αποδοχών.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Η διάταξη για την έκδοση της προσωρινής σύνταξης δεν εφαρμόζεται στις ακόλουθες περιπτώσεις: α. Όταν ο ασφαλισμένος με δήλωσή του δεν επιθυμεί την έκδοση προσωρινής σύνταξης. β. Όταν οι ασφαλισμένοι δεν πληρούν τις νόμιμες προϋποθέσεις συνταξιοδότησης. γ. Όταν για τη συνταξιοδότηση των ασφαλισμένων πρέπει να εφαρμοστούν οι Κανονισμοί 883/2004 και 987/2009 της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και οι διμερείς συμβάσεις κοινωνικής ασφάλειας, εκτός των περιπτώσεων που θεμελιώνεται αυτοτελές συνταξιοδοτικό δικαίωμα μόνο με το χρόνο ασφάλισης σε ελληνικό ασφαλιστικό φορέα. δ. Όταν οι ασφαλισμένοι δεν έχουν καταθέσει τα απαραίτητα δικαιολογητικά. ε. Όταν ζητείται σύνταξη λόγω θανάτου ασφαλισμένου/ης από τους γονείς του. στ. Όταν λαμβάνεται ταυτόχρονα και άλλη σύνταξη. ζ. Όταν δεν έχει διακοπεί η εργασία κατά την ημερομηνία υποβολής της αίτησης συνταξιοδότησης. η. Όταν είναι απαραίτητη η προηγούμενη αναγνώριση χρόνων ασφάλισης για θεμελίωση συνταξιοδοτικών προϋποθέσεων. θ. Όταν υπάρχουν οφειλές από ασφαλιστικές εισφορές ποσού που υπερβαίνει τα προβλεπόμενα από τις σχετικές διατάξεις ποσά.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Για την επιτάχυνση των διαδικασιών έκδοσης συνταξιοδοτικών αποφάσεων ορίζονται κλιμάκια από υπαλλήλους των ασφαλιστικών οργανισμών που υπηρετούν ή έχουν υπηρετήσει δύο (2) τουλάχιστον χρόνια σε υπηρεσίες ανακεφαλαίωσης χρόνου ασφάλισης ή απονομής ή πληρωμής συντάξεων και διαθέτουν την ανάλογη εμπειρία. Τα ανωτέρω κλιμάκια, με βάση τις αρμοδιότητες εκάστου, διακρίνονται σε δύο (2) κατηγορίες, ως ακολούθως: α) Κλιμάκιο Ανακεφαλαίωσης Χρόνου Ασφάλισης και β) Κλιμάκιο Απονομής και Πληρωμής Προσωρινών και Οριστικών Συντάξεων. Η συμμετοχή στα κλιμάκια είναι προαιρετική, η δε σχετική βούληση εκδηλώνεται με υποβολή αίτησης προς τον Διοικητή ή Πρόεδρο του οικείου ασφαλιστικού φορέα, ο οποίος και εκδίδει την απόφαση ορισμού τους ως πιστοποιημένων εισηγητών, μετά την επιτυχή συμμετοχή τους σε εκπαιδευτικό πρόγραμμα, σχετικό με την αρμοδιότητα του κλιμακίου, στο οποίο θα ενταχθούν. Με την ίδια απόφαση ορίζεται και ο συντονιστής ανά κλιμάκιο. Οι πιστοποιημένοι εισηγητές υποχρεούνται να παρέχουν υπηρεσίες ενημέρωσης πολιτών από τα Κέντρα Ενημέρωσης Ασφαλισμένων και Συνταξιούχων (Κ.Π.Α.Σ.) για δύο (2) ημέρες κάθε μήνα. Οι πιστοποιημένοι εισηγητές εργάζονται και εκτός ωραρίου εργασίας, για την απασχόλησή τους δε αυτή και με βάση το παραγόμενο έργο καταβάλλεται μηνιαία αποζημίωση κατά παρέκκλιση των περιορισμών της παρ. 4 του άρθρου 7 του ν. 3833/2010 (Α΄ 40).

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 7

Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, που εκδίδεται ύστερα από εισήγηση του Δ.Σ. του οικείου ασφαλιστικού φορέα, ρυθμίζεται κάθε άλλο θέμα σχετικό με την εκπαίδευση των συμμετεχόντων, τη λειτουργία των κλιμακίων και τη μέτρηση του παραγόμενου έργου, τόσο κατά τη διάρκεια του ωραρίου εργασίας όσο και εκτός αυτού. Το ύψος της αποζημίωσης, καθώς και ο τρόπος και οι προϋποθέσεις καταβολής της καθορίζονται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, μετά από εισήγηση των Δ.Σ. των ασφαλιστικών οργανισμών.

Άρθρο 39Πλασματικός χρόνος παιδιώνΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Η παρ. 7 του άρθρου 4 του ν. 3029/2002, όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 141 του ν. 3655/ 2008, αντικαθίσταται ως εξής: «7. Στους ασφαλισμένους των φορέων κύριας και επικουρικής ασφάλισης αρμοδιότητας του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, πλην ΟΓΑ, καθώς και του Ναυτικού Απομαχικού Ταμείου (ΝΑΤ), οι οποίοι θεμελιώνουν δικαίωμα συνταξιοδότησης με τις προϋποθέσεις που διαμορφώνονται και ισχύουν από 1.1.2011 και εφεξής, με βάση τις διατάξεις του άρθρου 10 του ν. 3863/ 2010, αναγνωρίζεται πλασματικός χρόνος για κάθε παιδί, ο οποίος ανέρχεται σε 1 έτος ή 300 ημέρες ασφάλισης για το πρώτο παιδί και σε 2 έτη ή 600 ημέρες ασφάλισης για κάθε επόμενο παιδί και μέχρι το τρίτο. Ο χρόνος που αναγνωρίζεται λαμβάνεται υπόψη τόσο για τη θεμελίωση του συνταξιοδοτικού δικαιώματος όσο και για την προσαύξηση του ποσού της σύνταξης, υπό την προϋπόθεση ότι οι ασφαλισμένοι έχουν συμπληρώσει τουλάχιστον 3.600 ημέρες ή 12 έτη πραγματικής ή προαιρετικής ασφάλισης. Ο χρόνος αυτός συνυπολογίζεται επιπλέον του χρόνου που αναγνωρίζεται με τις διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 5 του ν. 1483/1984 (Α΄ 153), όπως ισχύουν. Αν συντρέχει ασφάλιση σε περισσότερους του ενός φορείς κύριας ή επικουρικής ασφάλισης ή το Δημόσιο, το δικαίωμα αναγνώρισης του ανωτέρω χρόνου ασκείται σε έναν μόνο φορέα κύριας και σε έναν φορέα επικουρικής ασφάλισης, κατ’ επιλογή. Ο εν λόγω αναγνωριζόμενος χρόνος δεν συνυπολογίζεται για τη συμπλήρωση του απαιτούμενου χρόνου ασφάλισης για τη συνταξιοδότηση των μητέρων ανήλικων ή ανίκανων για κάθε βιοποριστική εργασία παιδιών και χήρων πατέρων ανήλικων ή ανάπηρων παιδιών, των κατά περίπτωση απαιτούμενων ημερών ασφάλισης στα βαρέα και ανθυγιεινά επαγγέλματα, του προβλεπόμενου από καταστατικές διατάξεις χρόνου για συνταξιοδότηση σε περίπτωση απόλυσης, καθώς και για τη θεμελίωση δικαιώματος συνταξιοδότησης ή προσαύξηση της σύνταξης με τις ειδικές διατάξεις του ν. 3717/2008 (Α΄ 239), του άρθρου 74 του ν. 3371/2005 (Α΄178) και του άρθρου 34 του ν. 3762/2009 (Α΄ 75 ). Η αναγνώριση του ανωτέρω πλασματικού χρόνου γίνεται κατόπιν αίτησης των ενδιαφερομένων και την καταβολή, για κάθε μήνα, ποσού εξαγοράς υπολογιζόμενου με ποσοστό 20% για τους φορείς κύριας ασφάλισης και 6% για τους φορείς επικουρικής ασφάλισης, επί του 25πλάσιου του ημερομισθίου ανειδίκευτου εργάτη, που ισχύει κατά το χρόνο υποβολής της αίτησης. Οι ασφαλιστικές εισφορές για την αναγνώριση αυτή καταβάλλονται είτε εφάπαξ, εντός τριμήνου από την κοινοποίηση της απόφασης, οπότε παρέχεται έκπτωση 15%, είτε σε μηνιαίες δόσεις, ο αριθμός των οποίων είναι ίσος με τους αναγνωριζόμενους μήνες. Η πρώτη δόση καταβάλλεται μέχρι το τέλος του επόμενου μήνα από την κοινοποίηση της απόφασης. Καθυστέρηση καταβολής δόσης συνεπάγεται επιβάρυνσή της με τα εκάστοτε προβλεπόμενα πρόσθετα τέλη. Σε περίπτωση θεμελίωσης συνταξιοδοτικού δικαιώματος ή προσαύξησης του ποσού της σύνταξης, πριν το χρόνο εξόφλησης της εισφοράς εξαγοράς, παρακρατείται κάθε μήνα από τη σύνταξη και μέχρι την εξόφληση, ποσό ίσο με το 1/4 του ποσού της σύνταξης. Η σύνταξη καταβάλλεται από την ημερομηνία που ορίζουν οι καταστατικές διατάξεις του ασφαλιστικού φορέα, αν το οφειλόμενο ποσό από οποιαδήποτε αιτία δεν υπερβαίνει το ποσό που ορίζεται στο άρθρο 61 του ν. 3863/2010, όπως ισχύει.»

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Για όσους θεμελιώνουν δικαίωμα συνταξιοδότησης με προϋποθέσεις που ίσχυαν μέχρι και 31.12.2010, εξακολουθούν να εφαρμόζονται οι διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 141, του ν. 3655/2008, όπως ίσχυαν μέχρι την αντικατάστασή τους από το άρθρο αυτό.

Άρθρο 40Αναγνώριση χρόνων ασφάλισης

Το άρθρο 40 του ν. 2084/1992, όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 18 του άρθρου 10 του ν. 3863/2010, αντικαθίσταται ως εξής: «1. Ως χρόνος ασφάλισης στους φορείς κοινωνικής ασφάλισης λογίζεται, πλην του χρόνου πραγματικής ή προαιρετικής ασφάλισης: α) ο χρόνος στρατιωτικής υπηρεσίας, β) ο χρόνος γονικής άδειας ανατροφής παιδιών, γ) ο χρόνος επιδότησης λόγω ασθένειας και μέχρι 300 ημέρες, καθώς και ο χρόνος επιδότησης λόγω τακτικής ανεργίας και μέχρι 300 ημέρες, δ) ο χρόνος εκπαιδευτικής άδειας άνευ αποδοχών και μέχρι δύο έτη, ε) ο χρόνος σπουδών για την απόκτηση ενός μόνο πτυχίου ανώτερης ή ανώτατης σχολής της ημεδαπής ή της αλλοδαπής ή διπλώματος επαγγελματικής κατάρτισης μεταδευτεροβάθμιου Ινστιτούτου Επαγγελματικής Κατάρτισης ή διπλώματος Σχολής Ξεναγών, καθώς και ο χρόνος σπουδών για την απόκτηση πτυχίου, μετά τη συμπλήρωση του 17ου έτους της ηλικίας, σε μέσες τεχνικές και επαγγελματικές σχολές ή σε μονάδες της δευτεροβάθμιας τεχνικής επαγγελματικής εκπαίδευσης από την έναρξη ισχύος του ν. 576/1977 (Α΄ 102) και μετά ή στο Ενιαίο Πολυκλαδικό Λύκειο, ο οποίος είναι ίσος με τον κατά το χρόνο αποφοίτησης επίσημο χρόνο σπουδών της οικείας σχολής, στ) ο χρόνος για τον οποίο δεν έχει χωρήσει ασφάλιση σε φορείς κύριας ή επικουρικής ασφάλισης, μετά την υπαγωγή, για πρώτη φορά, στην ασφάλιση οποιουδήποτε φορέα κύριας ή επικουρικής ασφάλισης ή το Δημόσιο και ο οποίος δεν μπορεί να είναι λιγότερος από έναν πλήρη ημερολογιακό μήνα σε κάθε περίπτωση κενού ασφάλισης μεταξύ περιόδων ασφάλισης, ζ) ο προβλεπόμενος από την Ε.Γ.Σ.Σ.Ε. χρόνος απουσίας από την εργασία λόγω κύησης και λοχείας, η) ο χρόνος απεργίας, θ) ο πλασματικός χρόνος της παρ. 1 του άρθρου 141 του ν. 3655/2008 (Α΄ 58), που αναγνωρίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές, όπως ισχύουν, ι) ο χρόνος μαθητείας, όπως ορίζεται από τις ισχύουσες διατάξεις και μέχρι δύο έτη, ια) ο χρόνος προσωρινής κράτησης ή φυλάκισης που εκτίθηκε μέχρι την έναρξη ισχύος του ν. 2510/1997 (Α΄ 136) για το στρατιωτικό αδίκημα της ανυπακοής ή της ανυποταξίας του Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικα, στο οποίο υπέπεσαν στρατεύσιμοι που αρνήθηκαν την εκπλήρωση της στρατιωτικής υπηρεσίας επικαλούμενοι τις θρησκευτικές ή ιδεολογικές τους πεποιθήσεις, ιβ) ο χρόνος που μεσολαβεί από την απόκτηση του πτυχίου μέχρι και την απόκτηση της άδειας ασκήσεως επαγγέλματος στους ασφαλισμένους στον Τομέα Σύνταξης Μηχανικών και Εργοληπτών Δημοσίων Έργων, την Ειδική Προσαύξηση και τον Τομέα Επικουρικής Ασφάλισης Μηχανικών και Εργοληπτών Δημοσίων Έργων του Ενιαίου Ταμείου Ανεξάρτητα Απασχολούμενων (ΕΤΑΑ). 2. Η αναγνώριση και εξαγορά του χρόνου στρατιωτικής υπηρεσίας γίνεται σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 1358/1983 (Α΄ 60), όπως ισχύουν κάθε φορά. Στις περιπτώσεις που θεμελιώνεται συνταξιοδοτικό δικαίωμα με προϋποθέσεις που διαμορφώνονται και ισχύουν από 1.1.2011 μέχρι 31.12.2014, με βάση τις ισχύουσες διατάξεις, το ποσό για την εξαγορά του χρόνου της στρατιωτικής θητείας στους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης μειώνεται κατά 30%. Για όσους θεμελιώνουν συνταξιοδοτικό δικαίωμα με προϋποθέσεις που διαμορφώνονται και ισχύουν από 1.1.2015 και εφεξής, το ανωτέρω ποσό μειώνεται κατά 50%. Σε κάθε περίπτωση το καταβλητέο ποσό δεν μπορεί να είναι κατώτερο αυτού που προκύπτει με βάση υπολογισμού ανά μήνα αναγνώρισης, το 25πλάσιο του ημερομισθίου του ανειδίκευτου εργάτη. Ο χρόνος γονικής άδειας ανατροφής παιδιών αναγνωρίζεται, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 6 του ν. 1483/1984 (Α΄ 153), τόσο για θεμελίωση συνταξιοδοτικού δικαιώματος όσο και για προσαύξηση του ποσού της σύνταξης και εξαγοράζεται βάσει του ποσοστού εισφοράς ασφαλισμένου και εργοδότη, που ισχύει σε κάθε φορέα επί του 25πλάσιου του ημερομισθίου ανειδίκευτου εργάτη, που ισχύει κατά την ημερομηνία υποβολής της αίτησης αναγνώρισης. Οι χρόνοι των περιπτώσεων γ΄ και ζ΄ της παραγράφου 1 συνυπολογίζονται μόνο για τη θεμελίωση του συνταξιοδοτικού δικαιώματος και όχι για τον προσδιορισμό του δικαιούμενου ποσού σύνταξης. Ο χρόνος εκπαιδευτικής άδειας και ο χρόνος απεργίας αναγνωρίζονται με αίτηση του ενδιαφερομένου, τόσο για θεμελίωση συνταξιοδοτικού δικαιώματος όσο και για προσαύξηση του ποσού της σύνταξης και εξαγοράζονται βάσει του ποσοστού εισφοράς εργοδότη και ασφαλισμένου του οικείου φορέα και των αποδοχών του ασφαλισμένου κατά το χρόνο υποβολής της αίτησης ή των αποδοχών του τελευταίου μήνα πλήρους απασχόλησης, μη δυναμένων τούτων να υπολείπονται του 25πλάσιου του ημερομισθίου ανειδίκευτου εργάτη, που ισχύει κατά την ημερομηνία υποβολής της αίτησης αναγνώρισης, το ποσό δε της εξαγοράς βαρύνει τον ασφαλισμένο. Η αίτηση υποβάλλεται στον ασφαλιστικό οργανισμό που υπαγόταν ο ασφαλισμένος κατά το χρόνο χορήγησης της εκπαιδευτικής άδειας ή της απεργίας και συνοδεύεται από βεβαίωση του εργοδότη, από την οποία να προκύπτει ο λόγος χορήγησης και η διάρκεια της άδειας ή της απεργίας. Ο χρόνος φοίτησης σε ανώτερες ή ανώτατες σχολές, ο χρόνος σπουδών για την απόκτηση διπλώματος επαγγελματικής κατάρτισης μεταδευτεροβάθμιου Ινστιτούτου Επαγγελματικής Κατάρτισης ή διπλώματος Σχολής Ξεναγών, καθώς και ο χρόνος σπουδών για την απόκτηση πτυχίου, μετά την συμπλήρωση του 17ου έτους της ηλικίας, σε μέσες τεχνικές και επαγγελματικές σχολές ή σε μονάδες της δευτεροβάθμιας τεχνικής επαγγελματικής εκπαίδευσης από την έναρξη ισχύος του ν. 576/1977 και μετά ή στο Ενιαίο Πολυκλαδικό Λύκειο, ο χρόνος μαθητείας, καθώς και ο χρόνος για τον οποίο δεν έχει χωρήσει ασφάλιση σε φορείς κύριας ή επικουρικής ασφάλισης, μετά την υπαγωγή, για πρώτη φορά, στην ασφάλιση οποιουδήποτε φορέα ή του Δημοσίου, αναγνωρίζονται, μετά από αίτηση του ασφαλισμένου, για τη θεμελίωση συνταξιοδοτικού δικαιώματος και την προσαύξηση του ποσού της σύνταξης με την καταβολή, για κάθε μήνα, ποσού εξαγοράς υπολογιζόμενου με ποσοστό 20% για τους φορείς κύριας ασφάλισης και 6% για τους φορείς επικουρικής ασφάλισης, επί του 25πλάσιου του ΗΑΕ, όπως ισχύει κατά το χρόνο υποβολής της αίτησης. Ο χρόνος της προσωρινής κράτησης ή φυλάκισης που εκτίθηκε μέχρι την έναρξη ισχύος του ν. 2510/1997 για το στρατιωτικό αδίκημα της ανυπακοής ή της ανυποταξίας του Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικα αναγνωρίζεται και εξαγοράζεται σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 1 και των παραγράφων 1 − 4 του άρθρου 2 του ν. 1358/1983, όπως ισχύει, χωρίς τις μειώσεις που προβλέπονται από την παρούσα παράγραφο για την αναγνώριση στρατιωτικής υπηρεσίας για όσους θεμελιώνουν συνταξιοδοτικό δικαίωμα από την 1.1.2011 και εφεξής. 3. Οι χρόνοι της παραγράφου 1 αναγνωρίζονται και στην Ειδική Προσαύξηση του Τομέα Σύνταξης Μηχανικών και Εργοληπτών Δημοσίων Έργων του Ενιαίου Ταμείου Ανεξάρτητα Απασχολούμενων (ΕΤΑΑ) με την καταβολή ποσού εξαγοράς υπολογιζόμενου με το εκάστοτε ισχύον ασφάλιστρο άνω πενταετίας για την Ειδική Προσαύξηση επί του 25πλάσιου του ΗΑΕ, όπως ισχύει κατά το χρόνο υποβολής της αίτησης. Οι ασφαλισμένοι του Τομέα Σύνταξης και Ασφάλισης Υγειονομικών του ΕΤΑΑ που έχουν υπαχθεί και στην κατηγορία Μονοσυνταξιούχων, εφόσον αναγνωρίσουν χρόνους ασφάλισης της παραγράφου αυτής, υποχρεούνται να αναγνωρίσουν το αντίστοιχο διάστημα και στην κατηγορία Μονοσυνταξιούχων, με καταβολή της ισχύουσας κάθε φορά εισφοράς. Για την αναγνώριση του χρόνου που μεσολαβεί από την απόκτηση του πτυχίου μέχρι και την απόκτηση της άδειας ασκήσεως επαγγέλματος στον Τομέα Σύνταξης Μηχανικών και Εργοληπτών Δημοσίων Έργων, την Ειδική Προσαύξηση και τον Τομέα Επικουρικής Ασφάλισης Μηχανικών και Εργοληπτών Δημοσίων Έργων του Ενιαίου Ταμείου Ανεξάρτητα Απασχολούμενων (ΕΤΑΑ) καταβάλλεται μηνιαία εισφορά σε ποσοστό 20% για τον Τομέα Σύνταξης Μηχανικών και Εργοληπτών Δημοσίων Έργων στο εκάστοτε ισχύον ασφάλιστρο άνω 5ετίας για την Ειδική Προσαύξηση και σε ποσοστό 6% για τον Τομέα Επικουρικής Ασφάλισης Μηχανικών και Εργοληπτών Δημοσίων Έργων του Ενιαίου Ταμείου Ανεξάρτητα Απασχολούμενων (ΕΤΑΑ), επί του 25πλάσιου του ΗΑΕ, όπως ισχύει κατά το χρόνο υποβολής της αίτησης. 4. Οι ασφαλιστικές εισφορές για τις αναγνωρίσεις των προηγούμενων παραγράφων καταβάλλονται είτε εφάπαξ, εντός τριμήνου από την κοινοποίηση της σχετικής απόφασης αναγνώρισης, οπότε παρέχεται έκπτωση 15%, είτε σε μηνιαίες δόσεις, ο αριθμός των οποίων ισούται με τους αναγνωριζόμενους μήνες. Η πρώτη δόση καταβάλλεται μέχρι το τέλος του επόμενου μήνα της κοινοποίησης της απόφασης. Καθυστέρηση καταβολής δόσης συνεπάγεται επιβάρυνσή της με τα εκάστοτε προβλεπόμενα πρόσθετα τέλη. Σε περίπτωση θεμελίωσης συνταξιοδοτικού δικαιώματος ή προσαύξησης του ποσού της σύνταξης πριν από το χρόνο εξόφλησης της εισφοράς εξαγοράς, παρακρατείται κάθε μήνα από τη σύνταξη και μέχρι την εξόφληση ποσό ίσο με το 1/4 του ποσού της σύνταξης. Η σύνταξη καταβάλλεται από την ημερομηνία που ορίζουν οι καταστατικές διατάξεις του ασφαλιστικού φορέα, αν το οφειλόμενο ποσό από οποιαδήποτε αιτία δεν υπερβαίνει το ποσό που ορίζεται στο άρθρο 61 του ν. 3863/2010, όπως ισχύει. Ο χρόνος κατά τον οποίο ο ασφαλισμένος έλαβε σύνταξη αναπηρίας συνυπολογίζεται για τη συμπλήρωση των ελάχιστων προϋποθέσεων που απαιτούνται για τη συνταξιοδότηση λόγω γήρατος. 5. Όσοι συμπληρώνουν τον απαιτούμενο χρόνο ασφάλισης για συνταξιοδότηση λόγω γήρατος με προϋποθέσεις που ισχύουν μέχρι και 31.12.2010, ακόμα και με προσμέτρηση χρόνων που προβλέπονται στο άρθρο 40 του ν. 2084/1992, όπως ίσχυε πριν την αντικατάστασή του με την παρ. 18 του άρθρου 10 του ν. 3863/2010, καθώς και με την προσμέτρηση του πλασματικού χρόνου της παρ. 1 του άρθρου 141 του ν. 3655/2008, και εφόσον η σχετική αίτηση αναγνώρισης υποβληθεί μέχρι και 31.12.2013, ακολουθούν τις κατά περίπτωση απαιτούμενες προϋποθέσεις συνταξιοδότησης, που ίσχυαν μέχρι και 31.12.2010. Ειδικά για τις ασφαλισμένες των παραγράφων 11 και 13 του άρθρου 10 του ν. 3863/2010, οι οποίες συνταξιοδοτούνται με 4.500 ημέρες ασφάλισης, ανεξαρτήτως του εάν ο εν λόγω απαιτούμενος χρόνος ασφάλισης συμπληρώνεται μέχρι ή μετά την 31.12.2010 ακολουθούνται σε κάθε περίπτωση λήψης μειωμένης ή πλήρους σύνταξης λόγω γήρατος τα όρια ηλικίας που προβλέπονται στις ανωτέρω παραγράφους 11 και 13 του άρθρου 10 του ίδιου νόμου. Μοναδική εξαίρεση αποτελεί η περίπτωση των ασφαλισμένων των ανωτέρω παραγράφων, οι οποίες μέχρι και 31.12.2010 έχουν θεμελιώσει δικαίωμα λήψης μειωμένης σύνταξης λόγω γήρατος, για τις οποίες, προκειμένου για τη λήψη είτε μειωμένης είτε πλήρους σύνταξης λόγω γήρατος, απαιτούνται τα ισχύοντα μέχρι και 31.12.2010 όρια ηλικίας. Επίσης, ειδικά για τους ασφαλισμένους στα πρώην ειδικά ταμεία κύριας ασφάλισης μισθωτών, στους τομείς σύνταξης και ασφάλισης του κλάδου κύριας ασφάλισης του ΕΤΑΠ – ΜΜΕ και εκείνους της παρ. 15Β του άρθρου 10 του ν. 3863/2010 και με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 10 του ν. 3863/2010, οι ισχύουσες μέχρι 31.12.2010 προϋποθέσεις πλήρους σύνταξης εφαρμόζονται εφόσον πληρούνται η συμπλήρωση του απαιτούμενου χρόνου ασφάλισης και του ορίου ηλικίας, όπου αυτές απαιτούνται αθροιστικά. Για τους ανωτέρω ασφαλισμένους που μέχρι και 31.12.2010 έχουν ήδη θεμελιώσει δικαίωμα λήψης μειωμένης σύνταξης λόγω γήρατος, προκειμένου για τη λήψη είτε μειωμένης είτε πλήρους σύνταξης λόγω γήρατος, απαιτούνται τα ισχύοντα μέχρι και 31.12.2010 όρια ηλικίας. 6. Οι αναγνωριζόμενοι χρόνοι, καθώς και ο χρόνος κατά τον οποίο ο σφαλισμένος έλαβε σύνταξη λόγω αναπηρίας συνυπολογίζονται για τη θεμελίωση συνταξιοδοτικού δικαιώματος, εφόσον ο ασφαλισμένος έχει πραγματοποιήσει τουλάχιστον 3.600 ημέρες ή δώδεκα (12) έτη πραγματικής ή/και προαιρετικής ασφάλισης. Ο συνολικός χρόνος, ο οποίος, με βάση τα ανωτέρω, συνυπολογίζεται ή αναγνωρίζεται τόσο για θεμελίωση συνταξιοδοτικού δικαιώματος όσο και για προσαύξηση του ποσού της σύνταξης, δεν μπορεί να υπερβεί τα επτά (7) έτη, συνυπολογιζόμενου σε αυτά και κάθε άλλου χρόνου, πραγματικού ή πλασματικού, που έχει τυχόν αναγνωρισθεί ή αναγνωρίζεται με βάση άλλες διατάξεις ή αποφάσεις διοικητικών συμβουλίων ασφαλιστικών οργανισμών. Ειδικότερα, ο χρόνος αυτός καθορίζεται κατ’ ανώτατο όριο: α) σε τέσσερα (4) έτη, για όσους θεμελιώνουν συνταξιοδοτικό δικαίωμα με προϋποθέσεις που διαμορφώνονται και ισχύουν για το έτος 2011, β) σε πέντε (5) έτη, για όσους θεμελιώνουν συνταξιοδοτικό δικαίωμα με προϋποθέσεις που διαμορφώνονται και ισχύουν για το έτος 2012, γ) σε έξι (6) έτη, για όσους θεμελιώνουν συνταξιοδοτικό δικαίωμα με προϋποθέσεις που διαμορφώνονται και ισχύουν για το έτος 2013 και δ) σε επτά (7) έτη, για όσους θεμελιώνουν συνταξιοδοτικό δικαίωμα με προϋποθέσεις που διαμορφώνονται και ισχύουν από το έτος 2014 και εξής. Το δικαίωμα αναγνώρισης για καθέναν από τους παραπάνω χρόνους ασκείται μόνο σε έναν φορέα κύριας ασφάλισης ή το Δημόσιο και σε έναν φορέα επικουρικής ασφάλισης. 7. Η ισχύς του άρθρου αυτού αρχίζει από 1.1.2011 και εφαρμόζεται για όσους θεμελιώνουν δικαίωμα συνταξιοδότησης με προϋποθέσεις που διαμορφώνονται και ισχύουν από αυτή την ημερομηνία και εφεξής με βάση τις διατάξεις του άρθρου 10 του ν. 3863/2010. Για όσους θεμελιώνουν δικαίωμα συνταξιοδότησης με προϋποθέσεις που ίσχυαν μέχρι και 31.12.2010, καθώς και για όσους θεμελιώνουν δικαίωμα συνταξιοδότησης από 1.1.2011 και εφεξής με βάση προϋποθέσεις συνταξιοδότησης που δεν τροποποιούνται με το άρθρου 10 του ν. 3863/2010, εξακολουθούν να εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 40 του ν. 2084/1992, όπως αυτό ίσχυε έως την αντικατάστασή του από την παρ. 18 του άρθρου 10 του ν. 3863/ 2010

Άρθρο 41Αναγνώριση χρόνων ειδικών κατηγοριώνΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Ασφαλισμένοι του ΟΑΕΕ δύνανται, μετά από σχετική αίτησή τους, να αναγνωρίσουν ως χρόνο ασφάλισης το χρονικό διάστημα αποδεδειγμένης άσκησης επαγγελματικής δραστηριότητας, υπακτέας στα πρώην Ταμεία ΤΕΒΕ, ΤΑΕ, ΤΣΑ, πριν την εγγραφή στα μητρώα αυτών, για το οποίο δεν είχαν καταβληθεί οι αναλογούσες ασφαλιστικές εισφορές. Ο χρόνος αυτός δεν μπορεί να υπερβαίνει τα πέντε (5) έτη και λαμβάνεται υπόψη τόσο για τη θεμελίωση του συνταξιοδοτικού δικαιώματος λόγω γήρατος όσο και για την προσαύξηση του ποσού της σύνταξης λόγω γήρατος. Δεν δικαιούνται να αναγνωρίσουν το χρόνο αυτόν όσοι ασφαλίστηκαν για το ίδιο διάστημα σε άλλον ασφαλιστικό οργανισμό κύριας ασφάλισης ή το Δημόσιο, καθώς και όσοι με δική τους αίτηση έλαβαν εξαίρεση νόμιμα για οποιαδήποτε αιτία από την ασφάλιση του οικείου φορέα (πρώην ΤΕΒΕ, ΤΑΕ, ΤΣΑ) για το διάστημα του οποίου ζητείται η αναγνώριση. Η εξαγορά του αναγνωριζόμενου χρόνου γίνεται με την καταβολή ασφαλιστικής εισφοράς ίσης με την εισφορά του κλάδου σύνταξης της 5ης ασφαλιστικής κατηγορίας του ΟΑΕΕ, όπως ισχύει κάθε φορά, ή, κατόπιν αίτησης του ενδιαφερομένου, σε ανώτερη ασφαλιστική κατηγορία. Το ποσό της εξαγοράς καταβάλλεται είτε εφάπαξ είτε σε ισόποσες διμηνιαίες δόσεις που δεν μπορούν να υπερβαίνουν το ήμισυ του αριθμού των αναγνωριζόμενων μηνών. Για την εξόφληση του ποσού εξαγοράς εφαρμόζεται η νομοθεσία του ΟΑΕΕ για την είσπραξη οφειλόμενων εισφορών και σε κάθε περίπτωση το ποσό της εξαγοράς θα πρέπει να έχει εξοφληθεί κατά την ημερομηνία υποβολής της αίτησης συνταξιοδότησης. Το ποσό της μηνιαίας σύνταξης προσαυξάνεται, για κάθε έτος χρόνου προ εγγραφής που αναγνωρίζεται, κατά ποσοστό 2% επί του ποσού της ασφαλιστικής κατηγορίας, επί της οποίας καταβλήθηκαν οι αναλογούσες ασφαλιστικές εισφορές, ανεξαρτήτως συνταξιοδοτικού καθεστώτος που επιλέγεται. Η ισχύς της παραγράφου αυτής αρχίζει από 1.1.2011 και εφαρμόζεται για όσους θεμελιώνουν δικαίωμα συνταξιοδότησης με προϋποθέσεις που διαμορφώνονται και ισχύουν από αυτήν την ημερομηνία και εφεξής, με τις διατάξεις του άρθρου 10 του ν. 3863/2010. Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, ύστερα από γνώμη του Διοικητικού Συμβουλίου του Οργανισμού, καθορίζονται τα απαιτούμενα δικαιολογητικά για την απόδειξη του χρόνου άσκησης του επαγγέλματος πριν από την εγγραφή στα μητρώα ασφαλισμένων των παραπάνω φορέων, για τον οποίο ζητείται η αναγνώριση, καθώς και κάθε άλλο σχετικό με τα παραπάνω θέμα.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Ασφαλισμένοι του Τομέα Ασφάλισης Ιδιοκτητών, Συντακτών και Υπαλλήλων Τύπου του Κλάδου Κύριας Ασφάλισης του ΕΤΑΠ – ΜΜΕ που έχουν υπαχθεί στην ασφάλιση οποιουδήποτε φορέα μέχρι 31.12.1992, μπορούν, μετά από σχετική αίτηση, να αναγνωρίσουν ως χρόνο ασφάλισης, χρονικό διάστημα που απασχολήθηκαν με την ιδιότητα του ιδιοκτήτη, συντάκτη ή του υπαλλήλου, εφόσον για την απασχόλησή τους αυτή, υπείχαν υποχρέωση ασφάλισης στον εν λόγω Τομέα. Η εξαγορά του αναγνωριζόμενου χρόνου γίνεται με καταβολή εισφοράς που ανέρχεται σε ποσοστό 15% για κάθε μήνα αναγνώρισης και υπολογίζεται στο 50πλάσιο του ΗΑΕ, όπως αυτό έχει διαμορφωθεί κατά το μήνα υποβολής της αίτησης. Οι ανωτέρω ασφαλισμένοι μπορούν να αναγνωρίσουν στον Τομέα Επικουρικής Ασφάλισης Ιδιοκτητών, Συντακτών και Υπαλλήλων Τύπου χρόνο που συμπίπτει με χρόνο ασφάλισης στον Τομέα Ασφάλισης Ιδιοκτητών, Συντακτών και Υπαλλήλων Τύπου του Κλάδου Κύριας Ασφάλισης, εξαιρουμένου του χρόνου διαδοχικής ασφάλισης. Η αναγνώριση και εξαγορά γίνεται με την καταβολή εισφοράς 4% για κάθε αναγνωριζόμενο μήνα, στην ίδια βάση υπολογισμού που ορίζεται για τον Τομέα Ασφάλισης και με τους αυτούς όρους και προϋποθέσεις.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Ασφαλισμένοι του Τομέα Ασφάλισης Προσωπικού Ημερησίων Εφημερίδων Αθηνών και Θεσσαλονίκης του Κλάδου Κύριας Ασφάλισης του ΕΤΑΠ – ΜΜΕ που έχουν υπαχθεί στην ασφάλιση οποιουδήποτε φορέα μέχρι 31.12.1992, μπορούν, μετά από σχετική αίτηση, να αναγνωρίσουν ως χρόνο ασφάλισης, χρονικό διάστημα, κατά το οποίο παρείχαν εξαρτημένη εργασία με κάποια από τις ειδικότητες του άρθρου 3 του Καταστατικού του Τομέα, σε εργοδότες το προσωπικό των οποίων, κατά τα αντίστοιχα χρονικά διαστήματα υπείχε υποχρέωση ασφάλισης στον Τομέα. Η εξαγορά του αναγνωριζόμενου χρόνου γίνεται με καταβολή εισφοράς που ανέρχεται σε ποσοστό 16% για κάθε μήνα αναγνώρισης και υπολογίζεται στις συνολικές αποδοχές του τελευταίου μήνα πλήρους απασχόλησης πριν από την υποβολή της αίτησης, οι οποίες σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να είναι κατώτερες από το 50πλάσιο του ΗΑΕ, όπως αυτό έχει διαμορφωθεί κατά το μήνα υποβολής της αίτησης.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Στην περίπτωση των ασφαλισμένων των παραγράφων 2 και 3, ο αναγνωριζόμενος χρόνος ανέρχεται κατ’ ανώτατο όριο σε τρία (3) έτη συνολικά, εφόσον για τον προς αναγνώριση χρόνο δεν έχει χωρήσει ασφάλιση σε άλλον ασφαλιστικό φορέα ή Τομέα του ΕΤΑΠ – ΜΜΕ. Η αίτηση υποβάλλεται στην οικεία Διεύθυνση του ΕΤΑΠ – ΜΜΕ εντός έξι (6) μηνών από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου και συνοδεύεται από υπεύθυνη δήλωση του ενδιαφερομένου ότι δεν έχει ασφαλισθεί σε άλλον ασφαλιστικό φορέα ή σε άλλο Τομέα του ΕΤΑΠ−ΜΜΕ για το αντίστοιχο χρονικό διάστημα, καθώς και από σχετική βεβαίωση εργοδότη ή πιστοποιητικό υπηρεσιακών μεταβολών και αποδοχών ή δικαστική απόφαση ή στοιχείων αποδεικτικών της άσκησης ή της διακοπής του επαγγέλματος ή της ιδιότητας, η ακρίβεια των οποίων ελέγχεται από τις υπηρεσίες του Ταμείου. Σε περίπτωση υποβολής ψευδούς υπεύθυνης δήλωσης ή ανακριβών βεβαιώσεων, ο αναγνωριζόμενος χρόνος ακυρώνεται, οι δε καταβληθείσες για την εξαγορά αυτή εισφορές δεν επιστρέφονται. Αίτηση αναγνώρισης μπορούν να υποβάλουν μέσα στην ίδια προθεσμία και όσοι θεμελιώνουν δικαίωμα συνταξιοδότησης με προϋποθέσεις που ίσχυαν μέχρι και 31.12.2010, καθώς και όσοι θεμελιώνουν δικαίωμα συνταξιοδότησης από1.1.2011 και εφεξής με βάση προϋποθέσεις συνταξιοδότησης που δεν τροποποιούνται από το άρθρο 10 του ν. 3863/2010, εφόσον έχουν αναγνωρίσει με προηγούμενες ρυθμίσεις, λιγότερα από τρία (3) έτη ασφάλισης. Ο αναγνωριζόμενος χρόνος στην περίπτωση αυτή ανέρχεται σε τόσο χρόνο όσος υπολείπεται μέχρι την συμπλήρωση των τριών (3) ετών. Το ποσό της εξαγοράς καταβάλλεται είτε εφάπαξ μέσα σε τρεις (3) μήνες από την κοινοποίηση στον αιτούντα της σχετικής απόφασης αναγνώρισης είτε σε ισόποσες μηνιαίες δόσεις, ίσες με τον αριθμό των μηνών που αναγνωρίζονται, οι οποίες δεν μπορούν να υπερβούν τις τριάντα έξι (36). Η πρώτη δόση καταβάλλεται μέχρι το τέλος του επόμενου μήνα από την κοινοποίηση στον αιτούντα της σχετικής απόφασης αναγνώρισης. Καθυστέρηση καταβολής της δόσης επιβαρύνεται με τα προβλεπόμενα κάθε φορά πρόσθετα τέλη.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Το συνταξιοδοτικό δικαίωμα των προσώπων των παραγράφων 2 και 3 του άρθρου αυτού γεννάται και η σύνταξη καταβάλλεται από την πρώτη του επόμενου μήνα μετά την πλήρη εξόφληση του ποσού που προκύπτει από την αναγνώριση.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Για τους ασφαλισμένους του άρθρου αυτού που θεμελιώνουν συνταξιοδοτικό δικαίωμα από την 1.1.2011 και εφεξής με τις προϋποθέσεις που διαμορφώνονται και ισχύουν από την ημερομηνία αυτή και εφεξής, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 10 του ν. 3863/2010, το σύνολο των αναγνωριζόμενων χρόνων, στους οποίους συμπεριλαμβάνονται τόσο οι χρόνοι του παρόντος άρθρου, καθώς και κάθε άλλος χρόνος που έχει τυχόν αναγνωρισθεί ή αναγνωρίζεται με βάση άλλες διατάξεις, ανέρχεται κατ’ ανώτατο όριο: α) σε τέσσερα (4) έτη, για όσους θεμελιώνουν συνταξιοδοτικό δικαίωμα με προϋποθέσεις που διαμορφώνονται και ισχύουν το έτος 2011, β) σε πέντε (5) έτη, για όσους θεμελιώνουν συνταξιοδοτικό δικαίωμα με προϋποθέσεις που διαμορφώνονται και ισχύουν το έτος 2012, γ) σε έξι (6) έτη, για όσους θεμελιώνουν συνταξιοδοτικό δικαίωμα με προϋποθέσεις που διαμορφώνονται και ισχύουν το έτος 2013, δ) σε επτά (7) έτη, για όσους θεμελιώνουν συνταξιοδοτικό δικαίωμα με προϋποθέσεις που διαμορφώνονται και ισχύουν το έτος 2014 και εφεξής.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 7

Ασφαλισμένοι φορέων και τομέων επικουρικής ασφάλισης που συνταξιοδοτούνται από το Δημόσιο ή από φορέα κύριας ασφάλισης με καθεστώς ίδιο ή εξομοιούμενο με αυτό του Δημοσίου, καθώς και του Τομέα «ΤΕΑΠ−ΕΛΤΑ» μπορούν να θεμελιώνουν συνταξιο δοτικό δικαίωμα και στον επικουρικό φορέα – τομέα τους, συμπληρώνοντας τον απαιτούμενο συντάξιμο χρόνο με αναγνώριση κάθε προϋπηρεσίας που συμπίπτει με συντάξιμο χρόνο στο Δημόσιο ή το φορέα κύριας ασφάλισής τους κατά τα οριζόμενα στις διατάξεις του άρθρου 20 παράγραφοι 3 και 4 του ν. 3232/2004 (Α΄ 48). Ο αναγνωριζόμενος χρόνος στον επικουρικό φορέα – τομέα αξιοποιείται για τη θεμελίωση συνταξιοδοτικού δικαιώματος με τον ίδιο τρόπο όπως αξιοποιείται στο Δημόσιο ή στο φορέα κύριας ασφάλισής τους. Η αναγνώριση πραγματοποιείται με απόφαση του φορέα – τομέα, μετά από αίτηση του ενδιαφερομένου, η οποία υποβάλλεται μέχρι την έκδοση της πράξης συνταξιοδότησης από τον φορέα –τομέα επικουρικής ασφάλισης. Η διάταξη της παραγράφου αυτής έχει εφαρμογή και σε αιτήσεις συνταξιοδότησης, για τις οποίες μέχρι την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου δεν έχει εκδοθεί συνταξιοδοτική απόφαση.

Άρθρο 42Απασχόληση Συνταξιούχων και λοιπές διατάξειςΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Οι διατάξεις του άρθρου 63 του ν. 2676/1999 (Α΄ 1) όπως αυτό ισχύει μετά την αντικατάστασή του με την παρ. 1 του άρθρου 16 του ν. 3863/2010 (Α΄ 115), καθώς και καταστατικές διατάξεις που προβλέπουν αναστολή καταβολής της σύνταξης γήρατος ή αναπηρίας σε περίπτωση που ο συνταξιούχος αναλαμβάνει εργασία ή αυτοαπασχολείται και υπάγεται στην ασφάλιση του φορέα από τον οποίο συνταξιοδοτείται, δεν έχουν εφαρμογή στους συνταξιούχους ασφαλιστικών οργανισμών αρμοδιότητας του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, που έχουν συνταξιοδοτηθεί με τις διατάξεις του ν. 612/1977, όπως ισχύει, και στους συνταξιούχους που λαμβάνουν το εξωιδρυματικό επίδομα.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Στην παρ. 6 του άρθρου 63 του ν. 2676/1999 (Α΄1) όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 16 του ν. 3863/2010 (Α΄115) προστίθεται περίπτωση στ΄ ως εξής: «στ. στους συνταξιούχους του Ναυτικού Απομαχικού Ταμείου που παρέχουν εκπαιδευτικό έργο στη Δημόσια Εκπαίδευση, μέχρι την 31.12.2012.»

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Η παρ. 7 του άρθρου 63 του ν. 2676/1999, όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 16 του ν. 3863/ 2010, αντικαθίσταται ως εξής: «7. Κάθε διάταξη που ρυθμίζει διαφορετικά το θέμα καταργείται, εκτός των καταστατικών διατάξεων των φορέων που προβλέπουν διακοπή ή αναστολή καταβολής της σύνταξης σε περίπτωση που ο συνταξιούχος αναλαμβάνει εργασία ή αυτοαπασχολείται και υπάγεται στην ασφάλιση του φορέα από τον οποίο συνταξιοδοτείται. Στις περιπτώσεις αυτές δεν καταβάλλονται οι προβλεπόμενες από την παράγραφο 2 του παρόντος προσαυξημένες ασφαλιστικές εισφορές.» Η ισχύς της ανωτέρω ρύθμισης αρχίζει από τη δημοσίευση του ν. 3863/2010.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Για τους συνταξιούχους λόγω γήρατος φορέων επικουρικής ασφάλισης που αναλαμβάνουν εργασία ή αυτοαπασχολούνται μετά τη συμπλήρωση του 55ου έτους της ηλικίας τους, έχουν εφαρμογή οι καταστατικές διατάξεις περί αναστολής καταβολής της σύνταξης των φορέων αυτών. Εξαιρούνται όσοι έχουν συνταξιοδοτηθεί με τις διατάξεις του ν. 612/1977, όπως ισχύει και οι συνταξιούχοι που λαμβάνουν το εξωϊδρυματικό επίδομα.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Η περίπτωση 2 της παρ. 1 του άρθρου 27 του ν. 1902/ 1990 (Α΄ 138), όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 9 του άρθρου 47 του ν. 2084/1992 (Α΄ 165) τροποποιήθηκε με την παρ. 10 του ίδιου άρθρου του ίδιου νόμου και την παρ. 6 του άρθρου 19 του ν. 2150/1993 (Α΄ 98) και αντικαταστάθηκε με την παρ. 14 του άρθρου 10 του ν. 3863/2010, αντικαθίσταται ως εξής: «Αν ο ασφαλισμένος λαμβάνει σύνταξη γήρατος ή αναπηρίας από άλλο ασφαλιστικό φορέα κύριας ασφάλισης ή το Δημόσιο, πλην ΟΓΑ, και των αναπήρων και θυμάτων πολέμου και μητέρων, που συνταξιοδοτήθηκαν με το άρθρο 63 παρ. 4 του ν. 1892/1990 (Α΄ 101) δικαιούται από το ΙΚΑ – ΕΤΑΜ πλήρη σύνταξη γήρατος, εφόσον κατά το χρόνο υποβολής της αίτησης έχει συμπληρώσει το όριο ηλικίας που απαιτείται σε κάθε περίπτωση από τη νομοθεσία για την απονομή πλήρους σύνταξης και έχει πραγματοποιήσει τις αντίστοιχες προς το όριο ηλικίας πλήρους σύνταξης ελάχιστες ημέρες εργασίας, οι οποίες δεν μπορεί να είναι λιγότερες από 6.000. Αν ο ασφαλισμένος έχει πραγματοποιήσει 4.800 ημέρες ασφάλισης τουλάχιστον και έχει συμπληρώσει το 65ο έτος της ηλικίας του, δικαιούται σύνταξη γήρατος μειωμένη κατά 50%. Προκειμένου για γυναίκες που έχουν πραγματοποιήσει τον ανωτέρω χρόνο ασφάλισης, το όριο ηλικίας των 60 ετών αυξάνεται κατά ένα έτος από 1.1.2011 και για κάθε επόμενο έτος μέχρι τη συμπλήρωση του 65ου έτους της ηλικίας. Η εκ μέρους των γυναικών άσκηση του δικαιώματος συνταξιοδότησης με τον ανωτέρω αριθμό ημερών ασφάλισης χωρεί, εφόσον συμπληρώνουν το 60ό έτος της ηλικίας τους μέχρι 31.12.2010. Στην ανωτέρω περίπτωση, οι ασφαλισμένες δικαιούνται σύνταξη με το όριο ηλικίας που ισχύει κατά το έτος συμπλήρωσης του 60ού έτους της ηλικίας. Η κατά το προηγούμενο εδάφιο μείωση σύνταξης επέρχεται και στην περίπτωση όπου απονέμεται σύνταξη αναπηρίας από το ΙΚΑ−ΕΤΑΜ σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 28 παρ. 5 (εδάφια α΄ − γ΄) του α.ν. 1846/1951 (Α΄ 179) εκτός αν ο ασφαλισμένος έχει πραγματοποιήσει στην ασφάλιση του ΙΚΑ − ΕΤΑΜ 3.600 ημέρες εργασίας εκ των οποίων 600 την τελευταία πενταετία.» Οι ανωτέρω διατάξεις έχουν εφαρμογή και στους λοιπούς πλην ΙΚΑ − ΕΤΑΜ φορείς κύριας και επικουρικής ασφάλισης, πλην ΟΓΑ, προκειμένου για τις περιπτώσεις συνταξιοδότησης λόγω γήρατος και αναπηρίας. Ειδικά για τη συνταξιοδότηση λόγω γήρατος απαιτείται η συμπλήρωση του 65ου έτους της ηλικίας, με εξαίρεση την περίπτωση άσκησης θεμελιωμένου συνταξιοδοτικού δικαιώματος σε περισσότερους του ενός φορείς κύριας ή επικουρικής ασφάλισης, ταυτόχρονα ή μέσα σε διάστημα έξι (6) μηνών από την έναρξη της συνταξιοδότησης από τον πρώτο φορέα. Η ρύθμιση του προηγούμενου εδαφίου δεν έχει εφαρμογή στο ΙΚΑ − ΕΤΑΜ, όταν είναι ο φορέας στον οποίο θεμελιώνεται δεύτερο συνταξιοδοτικό δικαίωμα. Ειδικά για τη λήψη δεύτερης σύνταξης λόγω αναπηρίας από τους Τομείς των κλάδων κύριας και επικουρικής ασφάλισης του Ενιαίου Ταμείου Ανεξάρτητα Απασχολούμενων (Ε.Τ.Α.Α.) απαιτείται η συμπλήρωση τουλάχιστον δώδεκα ετών ασφάλισης. Η ισχύς της ανωτέρω ρύθμισης αρχίζει από την ημερομηνία δημοσίευσης του ν. 3863/2010.

Άρθρο 43Έναρξη καταβολής Σύνταξης σε Οφειλέτη

Οι παράγραφοι 2 και 3 του άρθρου 61 του ν. 3863/ 2010 αντικαθίστανται ως εξής: «2. Η σύνταξη καταβάλλεται από την ημερομηνία που ορίζουν οι καταστατικές διατάξεις του ασφαλιστικού φορέα, αν το οφειλόμενο ποσό προσαυξημένο με τα πρόσθετα τέλη και λοιπές επιβαρύνσεις δεν είναι μεγαλύτερο των τριάντα (30) μηνιαίων συντάξεων κατώτατων ορίων λόγω γήρατος για καθέναν ασφαλιστικό οργανισμό, με ανώτατο όριο το ποσό των 15.000 ευρώ. 3. Τα ανωτέρω ποσά οφειλής συμψηφίζονται ή παρακρατούνται από τα ποσά των συντάξεων, σε ίσες μηνιαίες δόσεις, που δεν μπορεί να είναι περισσότερες από σαράντα (40). Η πρώτη δόση παρακρατείται από τη σύνταξη του πρώτου μήνα.»

Άρθρο 44Ασφαλιστέα πρόσωπα του ΕΤΕΑΜΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Η παρ. 1 του άρθρου 3 του ν. 997/1979 (Α΄ 287), όπως έχει τροποποιηθεί με την παρ. 1 του άρθρου 56 του ν. 1140/1981 (Α΄68 ) και αντικαταστάθηκε με την παρ. 3 του άρθρου 18 του ν. 1902/1990 (Α΄138 ), αντικαθίσταται ως εξής: « 1. Στην ασφάλιση του Ταμείου υπάγονται υποχρεωτικά: α) Τα πρόσωπα τα οποία παρέχουν εργασία, για την οποία ασφαλίζονται υποχρεωτικά στο ΙΚΑ− ΕΤΑΜ ή άλλο φορέα κύριας ασφάλισης μισθωτών και δεν υπάγονται υποχρεωτικά για την εργασία τους αυτή στην ασφάλιση άλλου φορέα επικουρικής ασφάλισης, ανεξαρτήτως της ονομασίας και της νομικής μορφής του, με την επιφύλαξη της περίπτωσης α΄ της παρ. 1 του άρθρου 58 του ν. 3371/2005 (Α΄178). Εάν κάποιο πρόσωπο, εκτός από την εργασία που παρέχει και για την οποία ασφαλίζεται σε άλλο φορέα επικουρικής ασφάλισης, εξαιρούμενο κατά τα ανωτέρω από την ασφάλιση του Ταμείου, παρέχει και άλλη εργασία του ίδιου ή διαφορετικού επαγγέλματος προς άλλο εργοδότη, η οποία δεν δημιουργεί υποχρέωση ασφάλισης σε άλλο φορέα επικουρικής ασφάλισης, ανεξαρτήτως της ονομασίας και της νομικής μορφής του, υπάγεται ως προς την εργασία αυτή στην ασφάλιση του ΕΤΕΑΜ. β) Οι συνταξιούχοι του Δημοσίου και των κάθε φύσης φορέων κοινωνικής ασφάλισης, που παρέχουν εργασία, για την οποία ασφαλίζονται υποχρεωτικά στο ΙΚΑ ΕΤΑΜ ή άλλο φορέα κύριας ασφάλισης μισθωτών. Ως προς το συντάξιμο του χρόνου ασφάλισης των προσώπων αυτών, καθώς και τις προϋποθέσεις θεμελίωσης νέου συνταξιοδοτικού δικαιώματος, έχουν ανάλογη εφαρμογή οι κατά περίπτωση διατάξεις της γενικής νομοθεσίας που ισχύουν για τoν αντίστοιχο φορέα κύριας ασφάλισης.»

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Χρόνος ασφάλισης που πραγματοποιήθηκε στο ΕΤΕΑΜ και ήταν ακυρωτέος σύμφωνα με την παράγραφο 6 του άρθρου 3 του ν. 997/1979, η οποία καταργείται με την περίπτωση 2 της παραγράφου Β΄ του άρθρου 85 του παρόντος νόμου, αλλά όμως μέχρι την έναρξη ισχύος του παρόντος άρθρου δεν έχει εκδοθεί απόφαση ακύρωσής του, παραμένει ισχυρός. Κατ’ εξαίρεση, στις περιπτώσεις στις οποίες έχει εκδοθεί απόφαση για ακύρωση χρόνου ασφάλισης στο ΕΤΕΑΜ, σύμφωνα με την καταργούμενη παράγραφο 6, αλλά δεν έχουν εισπραχθεί από τον ασφαλισμένο οι ασφαλιστικές εισφορές που του επιστρέφονται ή και μέρος αυτών, ο αντίστοιχος χρόνος ασφάλισης παραμένει ισχυρός στο ΕΤΕΑΜ. Η σχετική απόφαση για τον χρόνο ασφάλισης που παραμένει ισχυρός, εκδίδεται ύστερα από αίτηση του ασφαλισμένου.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

α. Ο Τομέας Επικουρικής Ασφάλισης Προσωπικού ΕΥΔΑΠ (ΤΕΑΠ − ΕΥΔΑΠ) του Κλάδου Επικουρικής Ασφάλισης του Ταμείου Ασφάλισης Υπαλλήλων Τραπεζών και Επιχειρήσεων Κοινής Ωφελείας (ΤΑΥΤΕΚΩ), που έχει συσταθεί με το άρθρο 70 του ν. 3655/2008 (Α΄ 58), συγχωνεύεται στο Ενιαίο Ταμείο Επικουρικής Ασφάλισης Μισθωτών (ΕΤΕΑΜ) από την πρώτη του μεθεπόμενου μηνός από το μήνα δημοσίευσης του παρόντος νόμου στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. β. Οι ασφαλισμένοι του συγχωνευομένου Τομέα γίνονται ασφαλισμένοι του ΕΤΕΑΜ και η ασφαλιστική σχέση τους διέπεται, από τη συγχώνευση και μετά, από τις διατάξεις της νομοθεσίας του ΕΤΕΑΜ, καθώς και από τις διατάξεις της γενικής ασφαλιστικής νομοθεσίας, όπως ισχύουν. γ. Ο χρόνος ασφάλισης που πραγματοποιήθηκε στον ανωτέρω Τομέα, συμπεριλαμβανομένου και αυτού που αναγνωρίστηκε και εξαγοράστηκε ή προσμετρήθηκε από προϋπηρεσία ή άλλη αιτία ως συντάξιμος, με βάση τις διατάξεις της νομοθεσίας του, καθώς και της γενικής ασφαλιστικής νομοθεσίας, γίνεται χρόνος ασφάλισης στο ΕΤΕΑΜ. δ. Οι συνταξιούχοι του συγχωνευόμενου Τομέα μέχρι την ημερομηνία της συγχώνευσης, καθίστανται συνταξιούχοι του ΕΤΕΑΜ, το οποίο βαρύνεται εφεξής με την καταβολή των συντάξεών τους. Το ύψος των συντάξεων των ανωτέρω προσώπων καθορίζεται με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, με βάση ειδική οικονομική μελέτη, μετά από γνώμη του Διοικητικού Συμβουλίου του ΕΤΕΑΜ. Η οικονομική μελέτη εκπονείται από τη Διεύθυνση Αναλογιστικών Μελετών της Γενικής Γραμματείας Κοινωνικών Ασφαλίσεων, εντός μηνός από τη δημοσίευση του νόμου αυτού στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Με την ίδια υπουργική απόφαση καθορίζεται το ύψος των συντάξεων των ασφαλισμένων του συγχωνευόμενου Τομέα που καθίστανται ασφαλισμένοι του ΕΤΕΑΜ. Μέχρι την έκδοση της ανωτέρω υπουργικής απόφασης καταβάλλονται από το ΕΤΕΑΜ τα καταβαλλόμενα από το συγχωνευόμενο Τομέα ποσά συντάξεων όπως έχουν διαμορφωθεί μέχρι την ημερομηνία της συγχώνευσης. ε. Αιτήσεις συνταξιοδότησης που έχουν υποβληθεί στο συγχωνευόμενο Τομέα μέχρι την ημερομηνία της συγχώνευσης και εκκρεμούν, κρίνονται σύμφωνα με τις διατάξεις της νομοθεσίας του, όπως ίσχυε μέχρι την ημερομηνία αυτή. Για τις συντάξεις που προκύπτουν σύμφωνα με την παρούσα περίπτωση, έχει εφαρμογή η περίπτωση δ΄. στ. Οι πόροι που προβλέπονται από τις ισχύουσες διατάξεις υπέρ του συγχωνευόμενου Τομέα, το σύνολο του προερχόμενου εξ αυτού ενεργητικού και παθητικού, καθώς επίσης η κινητή και ακίνητη περιουσία του, περιέρχονται από την ημερομηνία της συγχώνευσης στο ΕΤΕΑΜ, ως καθολικού διαδόχου αυτού, χωρίς την καταβολή φόρου, τέλους ή δικαιώματος υπέρ του Δημοσίου, Οργανισμού Τοπικής Αυτοδιοίκησης ή άλλου προσώπου. Για τη μεταβίβαση της κυριότητας των ακινήτων εκδίδεται διαπιστωτική πράξη από τον Υπουργό Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, η οποία μεταγράφεται ατελώς στα οικεία βιβλία του αρμόδιου Υποθηκοφυλακείου ή στα κτηματολογικά βιβλία. ζ. Εκκρεμείς δίκες που αφορούν διαφορές ή υποθέσεις του συγχωνευόμενου Τομέα συνεχίζονται από το ΕΤΕΑΜ, χωρίς διακοπή της δίκης. Οι δικαστικές αποφάσεις που εκδίδονται ισχύουν έναντι του ΕΤΕΑΜ. η. Το προσωπικό του τ.Ταμείου Επικουρικής Ασφάλισης Προσωπικού ΕΥΔΑΠ που μεταφέρθηκε στο ΤΑΥΤΕΚΩ σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 81 του ν. 3655/ 2008 (Α΄ 58) και εξακολουθεί να υπηρετεί σε αυτό κατά το χρόνο της συγχώνευσης του ΤΕΑΠ−ΕΥΔΑΠ στο ΕΤΕΑΜ, μεταφέρεται με την ίδια εργασιακή σχέση και την οργανική θέση που κατέχει στο ΕΤΕΑΜ. Όσοι από το προσωπικό αυτό έχουν επιλεγεί, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις, προϊστάμενοι οργανικών μονάδων του ΤΑΥΤΕΚΩ, τοποθετούνται προϊστάμενοι για το υπόλοιπο της θητείας τους με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου (Δ.Σ.) του ΕΤΕΑΜ σε θέσεις προϊσταμένων αντίστοιχου επιπέδου οργανικών μονάδων του ΕΤΕΑΜ, με κριτήριο τον περισσότερο χρόνο άσκησης καθηκόντων προϊσταμένου αντίστοιχου επιπέδου και εξακολουθούν να ασκούν τα καθήκοντά τους και μετά τη λήξη της θητείας μέχρι την επανεπιλογή τους ή την τοποθέτηση νέου προϊσταμένου. Σε περίπτωση που οι θέσεις προϊσταμένων του ΕΤΕΑΜ δεν επαρκούν, για την τοποθέτηση όλων των προϊσταμένων, οι προϊστάμενοι που δεν τοποθετούνται εξακολουθούν να θεωρούνται προϊστάμενοι για το υπόλοιπο της θητείας τους, τα καθήκοντά τους καθορίζονται από τον Πρόεδρο του ΕΤΕΑΜ, ανάλογα με τις υπηρεσιακές ανάγκες και διατηρούν, κατά παρέκκλιση των κειμένων διατάξεων, το αντίστοιχο μηνιαίο επίδομα θέσης ευθύνης. Αν κενωθούν θέσεις προϊσταμένων οργανικών μονάδων του ΕΤΕΑΜ πριν τη λήξη της θητείας τους, οι ανωτέρω καταλαμβάνουν την πρώτη θέση που θα κενωθεί με απόφαση του Δ.Σ. του ΕΤΕΑΜ, σύμφωνα με τα ανωτέρω κριτήρια. θ. Η περίπτωση Αα΄ της παραγράφου 3 του άρθρου 70 του ν. 3655/2008 (Α΄ 58) καταργείται από την έναρξη ισχύος της παρούσας παραγράφου.

Άρθρο 45Συνταξιοδότηση ειδικής κατηγορίας ασφαλισμένων του ΕΤΕΑΜΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Στην παρ. 2 του άρθρου 8 του π.δ. 995/1980 (Α΄ 251), όπως συμπληρώθηκε με το άρθρο 1 του π.δ. 323/1996 (Α΄ 220) και την παρ. 19 του άρθρου 22 του ν. 3232/2004 (Α΄ 48), προστίθεται πέμπτο εδάφιο ως εξής: «Εξαιρούνται οι συντάξεις των εργαζομένων με την ιδιότητα του ηθοποιού μελοδραματικού θεάτρου, του μουσικού πνευστών οργάνων και του χορευτού, που συνταξιοδοτούνται από το ΙΚΑ – ΕΤΑΜ με πλήρη σύνταξη στα προβλεπόμενα στις διατάξεις του π.δ. 212/1984 (Α΄ 75) όρια ηλικίας και τα πρόσωπα αυτά δικαιούνται πλήρη σύνταξη από το ΕΤΕΑΜ, εφόσον έχουν πραγματοποιήσει τον οριζόμενο στο άρθρο 5 του ν. 997/1979 (Α΄ 287) χρόνο ασφάλισης, από τον οποίο τον απαιτούμενο, από τις ανωτέρω διατάξεις, χρόνο ασφάλισης με τις ιδιότητες αυτές.» Για τους ασφαλισμένους της ανωτέρω κατηγορίας καταβάλλεται πρόσθετη ειδική εισφορά 3%, η οποία βαρύνει κατά 1% τον ασφαλισμένο και κατά 2% τον εργοδότη.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Με την επιφύλαξη του δευτέρου εδαφίου της προηγούμενης παραγράφου, καταβάλλεται από τον ασφαλισμένο η πρόσθετη ειδική εισφορά 3% για το σύνολο του χρόνου ασφάλισης, που απαιτείται για τη θεμελίωση του συνταξιοδοτικού δικαιώματος στο ΕΤΕΑΜ με τις ανωτέρω διατάξεις. Το ποσό της εισφοράς υπολογίζεται για κάθε μήνα επί των αποδοχών του ασφαλισμένου κατά το χρόνο υποβολής της αίτησης εξαγοράς και εξοφλείται ή εφάπαξ με έκπτωση 15% ή σε μηνιαίες ισόποσες άτοκες δόσεις, μέχρι εξήντα (60) το ανώτερο. Σε περίπτωση συνταξιοδότησης καταβάλλεται το 1/3 του οφειλόμενου ποσού εφάπαξ και το υπόλοιπο εξοφλείται σε σαράντα (40) μηνιαίες ισόποσες άτοκες δόσεις, παρακρατούμενες από τη σύνταξη.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Οι διατάξεις της παραγράφου 1 σε συνδυασμό με την παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου, έχουν εφαρμογή και στις ήδη καταβαλλόμενες μειωμένες συντάξεις σε συνταξιούχους της ίδιας κατηγορίας, οι οποίες ανακαθορίζονται στο αντίστοιχο πλήρες ποσό αυτών, όπως διαμορφώνεται κατά την ημέρα υποβολής της σχετικής αίτησής τους, από την οποία αρχίζουν τα οικονομικά αποτελέσματα. Για τον ανακαθορισμό της σύνταξης, οι συνταξιούχοι υποχρεούνται να καταβάλουν το σύνολο της καθοριζόμενης από την ανωτέρω παράγραφο πρόσθετης ειδικής εισφοράς, που υπολογίζεται επί των αποδοχών, με τις οποίες έχει υπολογισθεί η σύνταξη, όπως έχουν διαμορφωθεί κατά το χρόνο υποβολής της ανωτέρω αίτησης. Το ποσό που προκύπτει εξοφλείται ή εφάπαξ με έκπτωση 15% ή με την καταβολή του 1/3 αυτού εφάπαξ και του υπολοίπου σε σαράντα (40) μηνιαίες ισόποσες άτοκες δόσεις, παρακρατούμενες από την καταβαλλόμενη σύνταξη.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, ύστερα από γνώμη του Διοικητικού Συμβουλίου (Δ.Σ.) του ΕΤΕΑΜ και γνωμοδότηση του Συμβουλίου Κοινωνικής Ασφάλισης ( Σ.Κ.Α.), καθορίζεται ο τρόπος προσδιορισμού των αποδοχών των ασφαλισμένων της ανωτέρω κατηγορίας για τον υπολογισμό της προβλεπόμενης πρόσθετης ειδικής εισφοράς, αν δεν παρέχουν την εργασία τους με τις συγκεκριμένες ειδικότητες ως μισθωτοί, ή δεν έχουν αποδοχές κατά την υποβολή της αίτησης για συνταξιοδότηση, λόγω διακοπής της εργασίας τους.

Άρθρο 46Ασφάλιση απασχολουμένων με σύμβαση μίσθωσης έργου σε ΟΤΑ κ.λπ.ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Οι απασχολούμενοι με σύμβαση μίσθωσης έργου που καταρτίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 6 του ν. 2527/1997 (Α΄ 206) σε φορείς του δημόσιου τομέα του άρθρου 51 του ν. 1892/1990 (Α΄101), καθώς και σε επιχειρήσεις των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης α΄ και β΄ βαθμού υπάγονται για την απασχόλησή τους αυτή στην ασφάλιση του ΟΑΕΕ.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Για όσους απασχολήθηκαν έως την έναρξη ισχύος του παρόντος με μίσθωση έργου που καταρτίστηκε σύμφωνα με την παράγραφο 1 και στους φορείς που περιγράφονται σε αυτήν, η ασφάλιση που έχει χωρήσει στον ΟΑΕΕ παραμένει ισχυρή και δεν αναζητούνται εισφορές από το ΙΚΑ–ΕΤΑΜ και αντίστοιχα η ασφάλιση που έχει χωρήσει στο ΙΚΑ–ΕΤΑΜ παραμένει ισχυρή και δεν αναζητούνται εισφορές από τον ΟΑΕΕ. Το εδάφιο αυτό εφαρμόζεται στους απασχολούμενους μέχρι την έναρξη ισχύος του παρόντος με μίσθωση έργου σε φορείς του δημόσιου τομέα του άρθρου 51 του ν. 1892/1990 (Α΄101) και σε επιχειρήσεις των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης α΄ και β΄ βαθμού, καθώς και σε ερευνητικούς και τεχνολογικούς φορείς του άρθρου 31 του ν. 1514/1985 (Α΄13) για δράσεις που χρηματοδοτούνται ή συγχρηματοδοτούνται από την Ευρωπαϊκή Ένωση.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Οι διατάξεις της παραγράφου 2 εφαρμόζονται και σε εκκρεμείς υποθέσεις σε οποιοδήποτε στάδιο της διοικητικής και δικαστικής διαδικασίας.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Από τις ρυθμίσεις της παραγράφου 1 εξαιρούνται οι απασχολούμενοι με σύμβαση μίσθωσης έργου, για τους οποίους λόγω της συγκεκριμένης απασχόλησης προκύπτει βάσει καταστατικών ή γενικών διατάξεων υποχρεωτική ασφάλιση στους Τομείς του Κλάδου κύριας ασφάλισης του Ενιαίου Ταμείου Ανεξάρτητα Απασχολούμενων.

Άρθρο 47Ταμείο Πρόνοιας Δημοσίων ΥπαλλήλωνΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Στο τέλος του άρθρου 4 του β.δ. της 3ης/13.7.1936 «Περί Οργανισμού του Ταμείου Προνοίας Δημοσίων Υπαλλήλων» (Α΄ 285) προστίθεται παράγραφος 4 ως εξής: «4. Στην ασφάλιση του Τομέα Πρόνοιας Δημοσίων Υπαλλήλων υπάγονται υποχρεωτικώς από 1.7.2011 και οι επί συμβάσει ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, ανεξαρτήτως χρόνου πρόσληψης, υπάλληλοι του Δημοσίου και των Ν.Π.Δ.Δ. των οποίων το μόνιμο προσωπικό υπάγεται στην ασφάλιση του Τομέα Πρόνοιας Δημοσίων Υπαλλήλων.»

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Το τρίτο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 9 του ν. 2512/ 1997, όπως προστέθηκε με την παρ. 4 του άρθρου 21 του ν. 3232/2004, αντικαθίσταται από 1.1.2010 ως εξής: «Ως τακτικές μηνιαίες αποδοχές για τον υπολογισμό της εισφοράς θεωρούνται το σύνολο του βασικού μισθού, του επιδόματος χρόνου υπηρεσίας και οι νόμιμες αυξήσεις αυτών.»

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Το πέμπτο εδάφιο της παρ. 2α του άρθρου 9 του ν. 2512/1997, όπως ισχύει μετά τη τροποποίησή του με το άρθρο 5 του ν. 3513/2006 (Α΄265), αντικαθίσταται από 1.1.2010, ως εξής: «Ως αποδοχές για τον υπολογισμό του ανωτέρω βοηθήματος νοούνται ο μέσος όρος των μηνιαίων αποδοχών (βασικός μισθός, επίδομα χρόνου υπηρεσίας και νόμιμες αυξήσεις αυτών συμπεριλαμβανομένων των επιδομάτων εορτών και αδείας μέχρι 31.12.2009), που έλαβε ο ασφαλισμένος κατά τα πέντε (5) τελευταία από την αποχώρηση εκ της υπηρεσίας του έτη, με τον περιορισμό του εδαφίου 1 της παραγράφου 4 του άρθρου 21 του ν. 3232/2004

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Οι υπάλληλοι της παραγράφου 1, συνταξιοδοτούμενοι από 1.1.2012 και εφεξής, δικαιούνται εφάπαξ βοήθημα ανάλογο με το χρόνο που έχουν συμπληρώσει στην ασφάλιση του Τομέα Πρόνοιας Δημοσίων Υπαλλήλων, με βάση τα οριζόμενα στην παράγραφο 3. Για όσους δεν έχουν συμπληρώσει πέντε έτη ασφάλισης στον Τομέα, για τον υπολογισμό του εφάπαξ βοηθήματος λαμβάνεται υπόψη ο μέσος όρος των αποδοχών του χρόνου ασφάλισης. Οι ανωτέρω υπάλληλοι δικαιούνται και αποζημίωση λόγω συνταξιοδότησης του ν. 3198/1955 (Α΄ 98) σε συνδυασμό με το ν. 2112/ 1920 (Α΄ 67). Το ποσό της καταβαλλόμενης αποζημίωσης είναι ανάλογο με το χρόνο υπηρεσίας που έχει διανυθεί εκτός της ασφάλισης του Τομέα προς το συνολικό χρόνο υπηρεσίας.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Εισφορές που παρακρατήθηκαν και αποδόθηκαν στο Ταμείο, για τα δώρα Χριστουγέννων και Πάσχα και τα επιδόματα αδείας από 1.1.2010, δεν αναζητούνται.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Οι διατάξεις του Οργανισμού του Ταμείου Πρόνοιας Δημοσίων Υπαλλήλων και της γενικότερης νομοθεσίας που αφορούν στην αναγνώριση και εξαγορά χρόνου προϋπηρεσίας των ασφαλισμένων του Ταμείου, καταργούνται. Οι καταργούμενες διατάξεις εξακολουθούν να εφαρμόζονται στην περίπτωση του άρθρου 3 παράγραφος 9 του β.δ. της 3ης / 13.7.1936 (Α΄ 285), όπως η παράγραφος 9 προστέθηκε με την παράγραφο 8 του άρθρου 57 του ν. 3518/2006.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 7

Όσες αιτήσεις εξαγοράς έχουν υποβληθεί στο Ταμείο μέχρι την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού, εξετάζονται σύμφωνα με τις ισχύουσες μέχρι την ημερομηνία αυτή, διατάξεις.

Άρθρο 48Ρυθμίσεις Ασφάλισης ΑσθένειαςΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Στο τέλος της παρ. 1 του άρθρου 32 του α.ν. 1846/ 1951 (Α΄ 179) προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο: «Αν πεθάνει συνταξιούχος του πρώην Κλάδου Σύνταξης του Ταμείου Συντάξεως και Πρόνοιας Προσωπικού − Α.Τ.Ε., Ταμείου Συντάξεως Προσωπικού–Ε.Τ.Ε. και Ταμείου Συντάξεως Προσωπικού – ΗΣΑΠ, που έχουν ενταχθεί στο ΙΚΑ–ΕΤΑΜ σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 38 του ν. 3522/2006 (Α΄ 276) και το άρθρο 1 του ν. 3655/2008 (Α΄ 58), χορηγείται από το ΙΚΑ – ΕΤΑΜ εφάπαξ βοήθημα για έξοδα κηδείας, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο παρόν άρθρο. Τα ποσά που καταβάλλονται από το ΙΚΑ – ΕΤΑΜ για την αιτία αυτή μέσα στο έτος, αναζητούνται από τους Φορείς Υγείας, στους οποίους κατά περίπτωση υπάγονταν οι θανόντες, μέσα στον Ιανουάριο του επόμενου έτους. Αν δεν αποδοθούν τα εν λόγω ποσά από τους οικείους Φορείς Υγείας, αναζητούνται σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις του Ιδρύματος περί αναγκαστικής είσπραξης.»

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

α. Στο τέλος του άρθρου 5 του β.δ. 244/1966 (Α΄ 66) προστίθεται παράγραφος 4 ως ακολούθως: «4. Το μόνιμο προσωπικό, καθώς και το με σχέση εργασίας αορίστου χρόνου προσωπικό του ΤΑΥΤΕΚΩ, που προέρχεται από το πρώην Ταμείο Αλληλοβοήθειας Προσωπικού ΟΣΕ (ΤΑΠ−ΟΣΕ) και το πρώην Ταμείο Πρόνοιας Προσωπικού ΟΣΕ (ΤΠΠ−ΟΣΕ), καθώς και τα μέλη των οικογενειών τους μετά τη συνταξιοδότησή τους, παραμένουν για υγειονομική περίθαλψη στην ασφάλιση ΤΑΥΤΕΚΩ/Τομέας Ασθένειας Προσωπικού ΟΤΕ, εξαιρούμενοι από την ασφάλιση του κλάδου ασθένειας του ΙΚΑ−ΕΤΑΜ. Το ΙΚΑ−ΕΤΑΜ υποχρεούται να παρακρατεί, από το ποσό της καταβαλλόμενης σύνταξης, την προβλεπόμενη εισφορά για την ασφάλιση συνταξιούχων και να αποδίδει αυτήν στο ΤΑΥΤΕΚΩ/Τομέας Ασθένειας Προσωπικού ΟΤΕ. Στην ανωτέρω ρύθμιση υπάγονται και οι ήδη συνταξιούχοι των πρώην ΤΑΠ − ΟΣΕ και ΤΠΠ − ΟΣΕ, ύστερα από υποβολή αίτησης στους αρμόδιους φορείς μέσα σε έξι μήνες από τη δημοσίευση του παρόντος.» 2β. Στο τέλος του άρθρου 1 του π.δ. της 17/18.12.1930 (Α΄ 395) προστίθενται εδάφια, ως ακολούθως: «Οι ασφαλισμένοι του Τομέα Ασθένειας Προσωπικού ΗΛΠΑΠ του Κλάδου Υγείας του ΤΑΥΤΕΚΩ, καθώς και τα μέλη των οικογενειών τους μετά τη συνταξιοδότησή τους, παραμένουν στην ασφάλιση του εν λόγω Τομέα και εξαιρούνται από την ασφάλιση του κλάδου ασθένειας του ΙΚΑ−ΕΤΑΜ. Το ΙΚΑ−ΕΤΑΜ υποχρεούται να παρακρατεί, από το ποσό της καταβαλλόμενης σύνταξης την προβλεπόμενη εισφορά για την ασφάλιση συνταξιούχων και να αποδίδει αυτήν στο ΤΑΥΤΕΚΩ/Τομέας Ασθένειας Προσωπικού ΗΛΠΑΠ.»

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

Οι ασκούμενοι δικηγόροι από την έγγραφή τους στον οικείο Δικηγορικό Σύλλογο, υπάγονται υποχρεωτικά στην ασφάλιση των Τομέων Υγείας Δικηγόρων του Κλάδου Υγείας του Ενιαίου Ταμείου Ανεξάρτητα Απασχολούμενων (Ε.Τ.Α.Α.), καταβάλλοντες τις προβλεπόμενες κάθε φορά ασφαλιστικές εισφορές πρώτης πενταετίας, εφόσον δεν υπάγονται στην υποχρεωτική ασφάλιση άλλου ασφαλιστικού οργανισμού για παροχές ασθένειας. Τα παραπάνω εφαρμόζονται αναλόγως και για τους ασκούμενους δικαστικούς επιμελητές από την εγγραφή τους στον οικείο Σύλλογο Δικαστικών Επιμελητών.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4

Το Ταμείο Πρόνοιας Προσωπικού Εθνικού Θεάτρου, που ιδρύθηκε με το β.δ. 722/1961 (Α΄184), όπως μετονομάστηκε με το άρθρο 1 του π.δ. 742/1977 (Α΄ 234) και λειτουργεί με τον αυτοτελή Κλάδο Υγείας, ύστερα από την ένταξη του Κλάδου Πρόνοιας αυτού στο Ταμείο Ασφάλισης Πρόνοιας Ιδιωτικού Τομέα (Τ.Α.Π.Ι.Τ.), με το άρθρο 104 του ν. 3655/2008 (Α΄ 58), καταργείται από 1.10.2011. Το σύνολο της κινητής περιουσίας του καταργούμενου Ταμείου τίθεται σε εκκαθάριση από το Διοικητικό Συμβούλιο και δύο εκκαθαριστές, προτεινόμενους από το ίδιο όργανο. Το ποσό που απομένει ύστερα από, την εξόφληση των οφειλών προς τρίτους, αποδίδεται στον Τομέα Πρόνοιας Προσωπικού Εθνικού Θεάτρου του Τ.Α.Π.Ι.Τ. για την καταβολή των εφάπαξ βοηθημάτων στους ασφαλισμένους του Τομέα, σύμφωνα με τη νομοθεσία του.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5

Οι βουλευτές, τα μη έχοντα την ιδιότητα του βουλευτή μέλη του Υπουργικού Συμβουλίου, καθώς και τα μέλη οικογενείας αυτών, κατά τη διάρκεια της θητείας τους, μπορεί για την κάλυψη παροχών υγειονομικής περίθαλψης, να υπάγονται στην ασφάλιση του ΟΠΑΔ, ή να διατηρούν την ασφάλισή τους στον Κλάδο Ασθένειας του ασφαλιστικού οργανισμού στον οποίο ήταν ασφαλισμένοι πριν την εκλογή τους ή τον διορισμό τους. Στην τελευταία περίπτωση, οι αναλογούσες εισφορές, όπως αυτές καθορίζονται από τη νομοθεσία του κάθε ασφαλιστικού οργανισμού υπολογίζονται επί των αποδοχών λόγω ιδιότητας ή της θέσης τους και βαρύνουν τους ίδιους.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

Στο τέλος της παρ. 2 του άρθρου 31 του α.ν. 1846/ 1951 (Α΄ 179) προστίθεται εδάφιο ως ακολούθως: «Οι ασφαλισμένοι του ΙΚΑ–ΕΤΑΜ που καταθέτουν αίτηση για συνταξιοδότηση και πληρούν τις ελάχιστες προϋποθέσεις για σύνταξη, για όσο διάστημα εκκρεμεί η έκδοση συνταξιοδοτικής απόφασης, εξακολουθούν να ασφαλίζονται για παροχές ασθένειας στο Ίδρυμα αν δεν έχουν τις απαραίτητες χρονικές προϋποθέσεις για τη θεώρηση του βιβλιαρίου υγείας ως ασφαλισμένοι.»

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 7

Οι παράγραφοι 5 και 6 του άρθρου 72 του β.δ. της 29/5.25.6/1958 (Α΄ 96) τροποποιούνται ως εξής: «5. Ασφαλισμένος μπορεί να επιδοτηθεί μέχρι εννέα (9) μήνες μέσα στο ίδιο ημερολογιακό έτος. Η εκ νέου καταβολή επιδόματος, δεν είναι δυνατή πριν από την πραγματοποίηση από τον ασφαλισμένο 150 τουλάχιστον ημερών ασφάλισης μετά τη λήξη της επιδότησης. Για όσους έχουν συμπληρώσει συνολικό χρόνο ασφάλισης πέντε (5) ετών, ο αριθμός των 150 ημερών περιορίζεται σε 100 για την εκ νέου επιδότηση. 6. Το Δ.Σ. του Ταμείου, με αιτιολογημένη απόφαση, η οποία εγκρίνεται από τον Υπουργό Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, μπορεί, για εξαιρετικούς λόγους, που αφορούν ιδίως την οικονομική ή οικογενειακή κατάσταση του αιτούντος, να παρατείνει τη χορήγηση του επιδόματος έως δώδεκα (12) μήνες, στους ασφαλισμένους εκείνους, οι οποίοι έχουν πενταετή πραγματική ασφάλιση στο Ταμείο. Για την επανάληψη της επιδότησης και στην περίπτωση αυτή απαιτούνται οι προϋποθέσεις της παραγράφου 5.»

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 8

α. Πρόσωπα που έχουν συμπληρώσει τουλάχιστον 10 χρόνια πραγματικής ασφάλισης στον Τομέα Ασφάλισης Τεχνικών Τύπου Αθηνών και Θεσσαλονίκης του Κλάδου Κύριας Ασφάλισης του ΕΤΑΠ – ΜΜΕ, μπορεί να ζητήσουν την συνέχιση της ασφάλισής τους προαιρετικά, σε έναν ή περισσότερους κλάδους, με αίτηση που υποβάλλεται εντός έτους από τη διακοπή της υποχρεωτικής ασφάλισης, εφόσον δεν υπάγονται στην ασφάλιση άλλου Τομέα του ΕΤΑΠ – ΜΜΕ ή άλλου ασφαλιστικού φορέα ή του Δημοσίου. Η υπαγωγή στην προαιρετική ασφάλιση δεν είναι δυνατή, αν ο ασφαλισμένος κατά την υποβολή της σχετικής αίτησης είναι ανάπηρος κατά το στοιχείο β΄ της παρ. 5 του άρθρου 28 του α.ν. 1846/1951 ή λαμβάνει σύνταξη μερικής αναπηρίας ορισμένου χρόνου, έστω και με ποσοστό 50%. Η προαιρετική ασφάλιση αρχίζει από την ημερομηνία υποβολής της σχετικής αίτησης και η διάρκειά της δεν μπορεί να υπερβαίνει τα δέκα (10) έτη. β. Ο ασφαλιζόμενος προαιρετικά υποχρεούται να καταβάλλει κάθε μήνα τη συνολική εισφορά ασφαλισμένου και εργοδότη, σε ποσοστό που αντιστοιχεί στο ποσοστό εισφοράς ασφαλισμένου και εργοδότη των τελευταίων τριών (3) μηνών πλήρους απασχόλησης και υπολογίζεται στο μέσο όρο των αποδοχών των τελευταίων 24 μηνών πλήρους απασχόλησης πριν από τη διακοπή της εργασίας, οι οποίες δεν μπορεί να είναι κατώτερες από το 50πλάσιο του ημερομισθίου του ανειδίκευτου εργάτη. Με αίτηση του ασφαλισμένου η ανωτέρω βάση υπολογισμού μπορεί να προσαυξάνεται από την 1η Ιανουαρίου κάθε χρόνου, σε ποσοστό ανάλογο με την αύξηση των αποδοχών, βάσει των αντίστοιχων συλλογικών συμβάσεων. Μεταβολή της βάσης υπολογισμού των αποδοχών στις οποίες υπολογίζεται η εισφορά δεν μπορεί να γίνει πριν παρέλθει ένας χρόνος από την υπαγωγή στην προαιρετική ασφάλιση ή από την τελευταία μεταβολή. γ. Καθυστέρηση καταβολής των εισφορών επιβαρύνεται με τα προβλεπόμενα πρόσθετα τέλη. Καθυστέρηση καταβολής πέραν του εξαμήνου από τη λήξη του μήνα στον οποίο ανάγεται, συνεπάγεται απώλεια του δικαιώματος συνέχισης της ασφάλισης. Στην περίπτωση αυτή, ο ασφαλισμένος, με αίτησή του, μπορεί να ζητήσει την εκ νέου υπαγωγή του στην προαιρετική ασφάλιση από την 1η Ιανουαρίου του επόμενου έτους. δ. Ο χρόνος της προαιρετικής ασφάλισης δεν συνυπολογίζεται ως χρόνος διανυθείς στα βαρέα και ανθυγιεινά επαγγέλματα ενώ κατά τα λοιπά, εξομοιώνεται, ως προς τις έννομες συνέπειές του, με το χρόνο πραγματικής ασφάλισης. ε. Η λήξη της προαιρετικής ασφάλισης επέρχεται με δήλωση του ασφαλισμένου ή με τη συνταξιοδότηση του ασφαλισμένου λόγω γήρατος ή αναπηρίας για αόριστο χρόνο. Αναστολή της προαιρετικής ασφάλισης επέρχεται με την ανάληψη εξαρτημένης εργασίας ή έναρξη ελευθέρου επαγγέλματος ή με την επιδότηση για ασθένεια ή με την συνταξιοδότηση του ασφαλισμένου λόγω μερικής αναπηρίας ορισμένου χρόνου. στ. Οι διατάξεις του άρθρου αυτού εφαρμόζονται αναλόγως και για την προαιρετική ασφάλιση στον Τομέα Επικουρικής Ασφάλισης Τεχνικών Τύπου Αθηνών και Θεσσαλονίκης του Κλάδου Επικουρικής Ασφάλισης του ΕΤΑΠ – ΜΜΕ.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 9

Στο συνολικό ποσό σύνταξης που καταβάλλεται από τον απονέμοντα Οργανισμό στις περιπτώσεις συνταξιοδότησης βάσει των διατάξεων της διαδοχικής ασφάλισης, προστίθενται τα επιδόματα εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα, καθώς και το επίδομα αδείας, όπως καθορίζονται από την παρ.10 του άρθρου 3 του ν. 3845/ 2010 (Α΄ 65), χωρίς υποχρέωση των συμμετεχόντων Οργανισμών στη δαπάνη συνταξιοδότησης. Το παρόν ισχύει από τη δημοσίευση του ν. 3845/2010.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 10

α. Οι παράγραφοι 1, 2 και 3 του άρθρου 33 του α.ν. 1846/1951(Α΄179) όπως έχουν τροποποιηθεί και ισχύουν αντικαθίστανται ως εξής: «1. Προς εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 31 τα κατωτέρω πρόσωπα θεωρούνται μέλη της οικογένειας του ασφαλισμένου ή του συνταξιούχου λόγω αναπηρίας ή γήρατος. α) Η σύζυγος ή ο σύζυγος. β) Τα άγαμα τέκνα (νόμιμα ή τέκνα που έχουν νομιμοποιηθεί, αναγνωριστεί ή υιοθετηθεί, ή προγονοί) και τα φυσικά τέκνα ασφαλισμένης ή συνταξιούχου λόγω αναπηρίας ή γήρατος μέχρι τη συμπλήρωση του 18ου έτους της ηλικίας τους και εάν μεν είναι άνεργα μέχρι τη συμπλήρωση του 24ου έτους της ηλικίας τους, εάν δε συνεχίζουν τις σπουδές τους για 2 έτη μετά τη λήξη των σπουδών τους, εφόσον είναι άνεργα, όχι όμως πέρα από τη συμπλήρωση του 26ου έτους της ηλικίας τους. γ) Η μητέρα και ο πατέρας, καθώς και οι θετοί γονείς υπό τις ίδιες με τους φυσικούς γονείς προϋποθέσεις. δ) Οι ορφανοί πατρός και μητρός εγγονοί και αδελφοί, καθώς και οι ορφανοί μόνον από πατέρα ή μητέρα αδελφοί ή εγγονοί εφόσον ο επιζών γονέας θεωρείται κατά τα ανωτέρω ως μέλος οικογένειας του ασφαλισμένου, μέχρι συμπλήρωσης του 18ου έτους της ηλικίας τους και εφόσον είναι άγαμοι. 2. Τα πρόσωπα τα αναφερόμενα στην παραπάνω παράγραφο θεωρούνται ως μέλη της οικογένειας του ασφαλισμένου ή του συνταξιούχου, εφόσον συμβιώνουν με αυτόν και η συντήρησή τους για τις περιπτώσεις β΄, γ΄, δ΄, βαρύνει κυρίως αυτόν. Θεωρείται ότι υπάρχει συμβίωση και αν για σοβαρούς λόγους, που ορίζονται με κανονισμό, ο σύζυγος ή η σύζυγος ή τα τέκνα, δεν συγκατοικούν προσωρινά. Ειδικά για τον πατέρα, τη μητέρα και τους θετούς γονείς προκειμένου να ασφαλιστούν σαν μέλη οικογένειας του παιδιού τους, εκτός από την απόδειξη της κύριας συντήρησης και της συγκατοίκησης, απαιτείται: α) Να έχουν ηλικία άνω των 60 ετών ή να είναι ανάπηροι, με ποσοστό αναπηρίας 80% και άνω. β) Να μην έχουν εισοδήματα από οποιαδήποτε αιτία που να υπερβαίνουν τα εκάστοτε προβλεπόμενα για τους ανασφάλιστους σύμφωνα με την Γ6/8645/74 απόφαση και την αριθ.139491/2006 κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης (Β΄ 1747). 3. α) Ειδικά για τα μέλη οικογένειας ασφαλισμένων πολιτών κρατών − μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης οι παροχές ασθένειας σε είδος χορηγούνται εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις του π.δ. 106/2007 (Α΄135) (Οδηγία 2004/38 ΕΚ), τους έχει χορηγηθεί το έγγραφο πιστοποίησης μόνιμης διαμονής του άρθρου 16 του π.δ. αυτού και διαμένουν μόνιμα στην Ελλάδα. β) Ασφαλισμένοι πολίτες τρίτων χωρών επί μακρόν διαμένοντες και τα μέλη οικογένειάς τους δικαιούνται παροχές ασθένειας εφόσον πληρούν τις προϋποθέσεις του π.δ.150/2006 (Α΄160) (Οδηγία 2003/109ΕΚ) και διαμένουν μόνιμα στην Ελλάδα. 4. Με τον Κανονισμό μπορεί να παρέχεται εν όλω ή εν μέρει η ιατρική περίθαλψη στα τέκνα και μετά τη συμπλήρωση του κατά την παράγραφο 1 ορίου ηλικίας, εφόσον είναι ανίκανα για κάθε εργασία.» β. Οι διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 33 του α.ν. 1846/1951 (Α΄179) εφαρμόζονται αναλόγως σε όλους τους ασφαλιστικούς οργανισμούς αρμοδιότητας του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 11

Στο τέλος της παραγράφου 1 περίπτωση Α΄ του άρθρου 23 της αριθ.19875/Ε.452/1952 (Β΄ 90) υπουργικής απόφασης προστίθεται εδάφιο ως εξής: « Η εισφορά υπέρ του Τομέα Ασθένειας Προσωπικού Ασφαλιστικής Εταιρείας «Η ΕΘΝΙΚΗ» του Τ.Α.Υ.Τ.Ε.Κ.Ω. για την ασφάλιση ασθένειας των συνταξιούχων του ΙΚΑ−ΕΤΑΜ/ΤΑΠΑΕ ΕΘΝΙΚΗ, ορίζεται σε: α) ποσοστό 4% επί των καταβαλλομένων συντάξεων για τους συνταξιούχους, ασφαλισμένους μέχρι 31.12.1992 (παλαιοί ασφαλισμένοι) και β) ποσοστό 10% επί των καταβαλλομένων συντάξεων, που κατανέμεται 4% σε βάρος των συνταξιούχων και 6% σε βάρος του φορέα συνταξιοδότησης, για τους συνταξιούχους, ασφαλισμένους μετά την 1.1.1993 (νέοι ασφαλισμένοι). Το ΙΚΑ−ΕΤΑΜ (φορέας συνταξιοδότησης) υποχρεούται να παρακρατεί από το ποσό της καταβαλλόμενης σύνταξης τα ανωτέρω ποσοστά εισφορών και να αποδίδει το σύνολο της εισφοράς στο Τ.Α.Υ.Τ.Ε.Κ.Ω./ΤΑΠΑΕ ΕΘΝΙΚΗ. Ως έναρξη εφαρμογής της ανωτέρω ρύθμισης, ορίζεται η πρώτη του μεθεπόμενου μήνα από τη δημοσίευση του νόμου.»